Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Μάθε νὰ περιμένεις

Εἶδες τί μου’ πές; “Θέλω ν’ ἀλλάξει τὸ παιδί μου. Νὰ τὸ δῶ, κι ἃς πεθάνω”. Δὲν ξέρω ἂν θὰ τὸ δεῖς ἀλλαγμένο πρὶν πεθάνεις. Μπορεῖ νὰ τὸ δεῖς ἀφοῦ πεθάνεις. Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ θέλει νὰ κάνεις τόση ὑπομονή, ποῦ νὰ μὴν προλάβεις νὰ τὸ δεῖς ἀλλαγμένο ὅπως τὸ θὲς ἐσύ. Ἀλλὰ θὰ τὸ δεῖ ὁ Κύριος καὶ θὰ τὸ δεῖς κι ἐσὺ ἀπὸ κεῖ ποῦ θὰ ‘σαί, στὴν αἰώνια ζωή. Θέλει ὅμως πολλὴ ὑπομονή. Νὰ περιμένεις τὴν ἀπάντηση στὴν προσευχὴ ποῦ μόλις χθὲς ἔκανες. Ἔκανες χθὲς προσευχή; Θὰ περιμένεις. Πότε; Μὴν ἀνησυχεῖς. Ὅταν τὸ βέλος τῆς προσευχῆς σου φτάσει τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τρυπήσει καὶ τὴ ματώσει ἀπὸ ἀγάπη, τότε θὰ δεῖς τὸ ἀποτέλεσμα. Πότε ἔριξες τὸ βέλος τῆς προσευχῆς; Χτές; Τότε περίμενε. Ταξιδεύει. Καμιὰ προσευχὴ δὲν πάει χαμένη. Καμία προσευχὴ δὲν μένει ἀναπάντητη. Θέλει ὅμως ὑπομονή. Νὰ περιμένεις.

Περιμένουν μερικοὶ νὰ δοῦν ἀποτέλεσμα τὴν ἴδια ὥρα. Κάνεις προσευχὴ τώρα, θέλεις αὔριο νὰ δεῖς ἀποτέλεσμα. Μπορεῖ νὰ γίνει κι αὐτό. Ἀλλὰ ὅταν πιάσεις τὸ κομποσκοίνι στὸ χέρι σου μὴν περιμένεις κι ἀμέσως τοὺς καρπούς. Πολλοὶ πᾶνε στὸ ἅγιο Ὅρος μ’ ἕνα κομποσκοίνι στὸ χέρι καὶ θέλουν νὰ δοῦν τὸ Θεὸ μὲ μιὰ ἀγρυπνία ποῦ θὰ κάνουν. Θέλουν νὰ δοῦν τὸ ἄκτιστο φῶς μὲ μιᾶς νύχτας προσευχή. Δὲν γίνεται ἔτσι. Θέλει πολλὴ ὑπομονή, θέλει πολλὴ ἀπαντοχὴ καὶ νὰ λὲς “Κύριε, ὅποτε θὲς ἐσύ. Ἐγὼ θὰ περιμένω. Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοὶ καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεως μού”. Μὲ πρόσεξε ὁ Κύριος, μὲ κοίταξε, μὲ ἄκουσε, ἀλλὰ πρῶτα πρέπει νὰ περιμένω. Εἶναι ὡραία νὰ περιμένεις τὸ Θεὸ καὶ νὰ κάνεις ὑπομονὴ στὰ θέματα αὐτὰ τὰ θεϊκά.
Ὁ ἅγιος Ἀμμωνᾶς ξέρεις πόσο καιρὸ περίμενε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ θυμό; Κάθε μέρα τὸ ζήταγε ἀπ’ τὸ Θεό. Καὶ ξέρεις πόσο περίμενε; Ὀκτὼ χρόνια. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἐξακολουθοῦσε νὰ θυμώνει, καὶ πάλευε, καὶ ξανὰ καὶ ξανά, καὶ προσευχή, καὶ πάλι ὑπομονὴ καὶ πάλι ὑπομονή. Καὶ τὸν ὄγδοο χρόνο ἦρθε ὁ Κύριος καὶ τὸν ἀπάλλαξε. Γιὰ σκέψου νὰ ‘χὲ ἀπελπιστεῖ τὸν ἕβδομο χρόνο καὶ νὰ ‘λέγε “Ἐ, δὲ συνεχίζω. Δὲ πάει ἄλλο αὐτὴ ἡ ἱστορία. Ἕνα, δύο, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτὰ χρόνια ὑπομονή. Ε, δὲ βγαίνει τίποτα”. Κι ὅμως. Ἔκανε ὑπομονὴ ἀκόμα ἕνα χρόνο, ἔφτασε τὰ ὀκτὼ καὶ ἦρθε ἡ ἀπαλλαγὴ καὶ ἡ λύτρωσή του. Καὶ μετὰ ἡ καρδιὰ τοῦ ἔγινε τόσο ἤρεμη ποῦ δὲν ξαναθύμωσε ποτὲ στὴ ζωή του. Ἐσὺ θυμώνεις; Θυμώνεις. Κι ἐγὼ θυμώνω λίγο. Ὄχι πάρα πολύ, ἀλλὰ θυμώνω κι ἐγώ. Λοιπὸν θέλεις νὰ ζήσεις κι ἐσὺ αὐτὸ τὸ θαῦμα; Τότε ξεκίνα ἀπὸ σήμερα νὰ κάνεις προσευχὴ μὲ ὑπομονή. Ζήτα ἀπ’ τὸ Θεὸ νὰ σοὺ πάρει τὸ θυμό. Ζήτα το σὲ κάθε θεία Λειτουργία. Καὶ μὴ μοῦ λὲς “Τί νὰ πάω νὰ κάνω στὴν Ἐκκλησία”. Ε, νά. Αὐτὸ νὰ κάνεις. Ἂν θυμώνεις νὰ πηγαίνεις κάθε Κυριακὴ νὰ παρακαλᾶς τὸ Θεὸ νὰ σοὺ πάρει τὸ θυμό. Καὶ μόνο γι’ αὐτὸ νὰ πηγαίνεις Ἐκκλησία, ἔχεις σοβαρὸ λόγο νὰ πηγαίνεις στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ λὲς “Κύριε, χάρισέ μου τὴν πραότητα, τὴν ἠρεμία, νὰ μὴν ἁρπάζομαι, νὰ μὴ μὲ βλέπουν τὰ παιδιά μου καὶ τρέμουν, νὰ μὴ μὲ βλέπει ἡ γυναίκα μου στὸ σπίτι καὶ τὴ στεναχωρῶ καὶ δημιουργῶ αὐτὸ τὸ κλίμα τὸ βαρὺ μὲ τὶς φωνές, μὲ τὸ θυμὸ καὶ τὰ νεῦρα μου. Κύριε, πάρε μου τὸ θυμό”. Τὸ ξέρω ὅτι τὸ ζήτησες. Πόσες φορές; “Ε, πόσες φορὲς νὰ τὸ ζητήσω;”. Πολλές. Ὀκτὼ χρόνια ὁ ἅγιος Ἀμμωνᾶς. Ἐσὺ πόσο καιρὸ τὸ ζήτησες. Γιὰ πόσο καιρὸ εἶπες στὸν Κύριο “Ἀπάλλαξε μέ, Κύριε, ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάθος”. Ἀπ’ τὸ θυμό, τὴν ὀργή, τὴν ἀσωτεία, ἡ μέθη, τὸ κάπνισμα, τὴν κλοπή, τὸ ψέμα, τὴν περιέργεια. Ὅ,τι ἔχεις, ζῆτα τὸ ἀπ’ τὸ Θεὸ καὶ μετὰ κᾶνε ὑπομονή. Καὶ ξέρεις γιατί νὰ κάνεις ὑπομονὴ κι ἐσὺ ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἀμμωνᾶς καὶ κάθε ἅγιος; Διότι Αὐτὸς τὸν Ὁποῖο ὑπομένεις καὶ καρτερᾶς, δὲν εἶναι ἕνας τυχαῖος ἀλλὰ εἶναι ὁ ἅγιος Θεός, ποῦ δὲν εἶπε ποτὲ ψέματα, ἀλλὰ μένει πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἀγάπη του. Καὶ θὰ ‘ρθεῖ ὁ Θεὸς κάποια στιγμὴ καὶ θὰ σὲ βοηθήσει καὶ θὰ γίνεις κι ἐσὺ ἤρεμος σὰν πρόβατο καὶ δὲ θὰ ξαναθυμώσεις ποτὲ καὶ δὲ θὰ ξαναπιεὶς ποτέ, δὲ θὰ ξανακαπνίσεις ποτέ, θὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπ’ τὰ πάθη σου καὶ θὰ γίνεις καινούριος ἄνθρωπος. Θέλει ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Νὰ περιμένεις ν’ ἀλλάξει κι ὁ σύντροφός σου πρὸς τὸ καλύτερο. Μὴ βιάζεσαι. Μὴ θὲς νὰ γίνουν ἀποτοσμα σήμερα ὅλα καλύτερα. Τὰ λάθη ποῦ ἔχει ἡ γυναίκα σου δὲ τὰ φορτώθηκε ὅλα σὲ ἕνα μήνα. Εἶναι λάθη μιᾶς ζωῆς. Εἶναι χαρακτήρας ποῦ χαράκτηκε, γι’ αὐτὸ λέγεται χαρακτήρας. Ὁ Χαρακτήρας ἔχει χαραχτεῖ μέσα μας ἀπ’ τὰ παιδικά μας χρόνια. Δὲ μποροῦμε σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ τὰ ἀλλάξουμε αὐτά. Μερικὰ ζευγάρια δίνουν διορία ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, “Ἂν δὲν τὰ ‘χοῦμε βρεῖ σ’ ἕνα χρόνο, θὰ χωρίσουμε”. Μὰ κάτσε, βρὲ παιδί μου. Πῶς θὰ χωρίσεις. Περίμενε, κᾶνε ὑπομονή. “Τι ὑπομονή, πάτερ;”. Μὰ χαρακτήρας εἶναι αὐτός. Ἀλλάζει ἔτσι εὔκολα; Περίμενε.
Θυμᾶμαι κάποιον ποῦ ἔκανε δίαιτα. Καὶ τοῦ ἔλεγε ὁ γιατρὸς ὅτι τὰ βαθύτερα στρώματα λίπους χάνονται πολὺ πιὸ δύσκολα. Τὰ τελευταῖα κιλά, ἂν κάνεις δίαιτα, τὰ χάνεις πολὺ πιὸ δύσκολα ἀπ’ ὅ,τι χάνεις τὰ πρῶτα. Ξέρεις γιατί; Γιατί αὐτὸ τὸ στρῶμα λίπους ὑπάρχει μέσα μας ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες. Καὶ μὲ τὴ δίαιτα κάνουμε αὐτὸ ἀκριβῶς: γυρνᾶμε πίσω καὶ πᾶμε νὰ κάψουμε παλιὰ στρώματα λίπους. Ἃς ποῦμε, εἶναι κάποιος σήμερα ἐνενήντα κιλὰ καὶ θέλει νὰ φτάσει τὰ ὀγδόντα. Ὀγδόντα κιλά, ὅμως, ἤτανε πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια. Ἔχει περάσει καιρὸς ἀπὸ τότε ποῦ ἦταν γιὰ τελευταία φορὰ ὀγδόντα κιλά. Πῆρε βάρος, πῆγε ἐνενηνταένα, πῆγε ἐνενηνταπέντε, ἀνέβηκαν τὰ κιλά του. Γιὰ νὰ φτάσει ξανὰ στὰ ὀγδόντα κιλά, πρέπει νὰ σκάψει μέσα του αὐτὸ τὸ λίπος καὶ νὰ φτάσει πίσω, πίσω. Καὶ νὰ φτάνει σὲ κείνη τὴν παλιὰ χρονιὰ ποῦ ἦταν ὀγδόντα κιλά. Κι εἶναι δύσκολο νὰ φύγει αὐτὸ τὸ λίπος.
Ἔτσι καὶ μὲ τὴν ψυχή μας. Ἔχει πιάσει λίπος. Τὰ πάθη ἔχουν δημιουργήσει μιὰ ἐπίστρωση μέσα μας ποῦ δὲ φεύγει εὔκολα.
Πρέπει νὰ κάνεις ὑπομονὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπό σου. Νὰ κάνεις χῶρο στὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου, νὰ τὸν ἀφήσεις νὰ σκεφτεῖ, νὰ ἀποφασίσει, ἀκόμα καὶ νὰ φύγει γιὰ λίγο ἂν θέλει, τροπικά. Ή καὶ τοπικά, ἂν δὲν ἀντέχει ἀλλιῶς. Ναί, ἄσε νὰ φύγει. Νὰ πάει νὰ κάτσει λίγο στὴ μάνα της, στὸν πατέρα της ἢ νὰ φύγεις κι ἐσύ, νὰ πᾶς κάπου γιὰ λίγο μόνος. Νὰ σκεφτεῖς, νὰ ἠρεμήσεις, νὰ πάρεις τὸ χρόνο σου. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαιτεῖς τὴν ἀγάπη τοῦ ἄλλου καὶ νὰ λὲς “Θὰ μοῦ φερθεῖς καλά, θὰ μὲ σέβεσαι”. Αὐτὰ δὲ γίνονται μὲ καταπίεση. Αὐτὰ γίνονται μόνο μὲ ἐλευθερία. Γι’ αὐτό, δῶσε στὸν ἄνθρωπό σου χρόνο, χῶρο, ὑπομονή.
Μοῦ τὸ’ πὲς καὶ συγκινήθηκα, “Πάτερ, μ’ ἄφησε ἡ κοπέλα ποῦ ἀγαπῶ καὶ ἤμασταν ἀρραβωνιασμένοι τόσα χρόνια. Κι ἐγὼ τί νὰ ‘κάνα; Τὴν ἤθελα πολύ. Ἀλλὰ ἤξερα ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν ἀπαιτεῖται. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαιτήσω τὴν ἀγάπη, νὰ πῶ σὲ κάποια “ἀγάπα μὲ μὲ τὸ ζόρι, ἐπειδὴ ἐγὼ τὸ θέλω”. Καὶ ξέρετε τί ἔκανα; Τὴν ἄφησα νὰ φύγει. Καὶ τώρα κάθομαι καὶ περιμένω. Ὑπομένω ἀγαπώντας. Ὑπομένω πονώντας. Ὑπομένω προσευχόμενος”.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀγάπη γιὰ πάντα”
τοῦ π. Ἀνδρέα Κονάνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου