Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

«Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι»

Πόσο Πάνσοφος Εκείνος που πρόφερε αυτά τα λόγια! Δεν είπε πως όλοι οι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι και όλοι οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι, αλλά είπε πολλοί. Στο Ευαγγέλιο δεν υπάρχει ούτε ένα λάθος και πουθενά ούτε μία έστω υπερβολή.

Γιατί ο Κύριος έβαλε περιορισμό και δεν είπε «όλοι», αλλά «πολλοί»; Η εμπειρία μας διδάσκει ότι κάποιοι, απ’ αυτούς που τιμήθηκαν ως πρώτοι επί της γης, παρέμειναν πρώτοι στην τιμή κοντά στο Θεό. Υπήρξαν βασιλείς που ευαρέστησαν το Θεό στους θρόνους τους επί γης και υπήρξαν άνθρωποι χωρίς εξουσία οι οποίοι όμως παρόργισαν το Θεό με τη ζωή τους. Υπήρξαν πλούσιοι άνθρωποι, οι οποίοι σώθηκαν χάρις στην πίστη και τις ελεημοσύνες τους και υπήρξαν άποροι, που καταδικάστηκαν εξαιτίας της απιστίας και της κακίας τους. Υπήρξαν άνθρωποι πολυμαθείς, που διατήρησαν την πίστη τους κι έκαναν καλά έργα και υπήρξαν αμαθείς, οι οποίοι απέρριψαν τόσο την πίστη, όσο και τα καλά έργα. Υπήρξαν λοιπόν κάποιοι, που ήταν πρώτοι εδώ στη γη και παρέμειναν πρώτοι εκεί στον ουρανό και, αντιστοίχως, υπήρξαν κάποιοι, που ήταν τελευταίοι εδώ στη γη και παρέμειναν τελευταίοι και μετά θάνατον.

Αλίμονο όμως: πολλοί που ήταν πρώτοι εδώ, έγιναν εκεί τελευταίοι. Αλλά, ω! Η χαρά και η δικαιοσύνη του Θεού· πόσοι πολλοί, που ήταν τελευταίοι εδώ, έγιναν εκεί πρώτοι!

Ο Κύριος ούτε ξεχώρισε ούτε τίμησε περισσότερο μία τάξη ή ένα επάγγελμα περισσότερο απ’ τα άλλα, αλλά επιστράτευσε -και ακόμη σήμερα επιστρατεύει- μια στρατιά φωτός απ’ όλες τις τάξεις, τις εργασίες και τα επαγγέλματα. Τα κριτήρια, με τα οποία Εκείνος κρίνει τον άνθρωπο, δεν είναι ούτε το στέμμα, ούτε το δισάκι του φτωχού, αλλά η πίστη - η πίστη και τα καλά έργα.

Πάνσοφε Κύριε, μνήσθητι και ημών εν τη, Βασιλεία Σου.

«Ο φιλών πατέρα και μητέρα υπέρ εμέ ουκ εστί μου άξιος»

Όλο το Ευαγγέλιο μας διδάσκει ότι πρέπει ν’ αφήνουμε τα πράγματα μικρότερης αξίας για τα υψηλότερα, τα προσωρινά για τα αιώνια, τα λιγότερο καλά για τα καλύτερα, τα ευτελέστερα για τα πολυτιμότερα. ΑΝ η ευαγγελία -η καλή είδηση του Ευαγγελίου- δεν υποσχόταν υψηλότερη άξια, ποιος θα άφηνε τα μικρότερης αξίας πράγματα; Αν το Ευαγγέλιο δεν αποκάλυπτε την υπεροχή των πολύτιμων αγαθών, ποιος θ’ άφηνε τα ευτελέστερα αγαθά; Ποιος θα άφηνε το μέλι και το γάλα, εάν δεν έβρισκε κάτι γλυκύτερο; Ποιος θ’ άφηνε πατέρα και μητέρα, αν δεν έβρισκε κάποιον ακόμη πιο στενό συγγενή; Ποιος θ’ άφηνε παιδιά και φίλους, αν δεν αναγνώριζε κάποιον πιο αγαπητό; Ποιος θα έδινε τη ζωή του εκουσίως στο μαρτύριο και στον θάνατο, εάν δεν αντιλαμβανόταν την αιώνια ζωή;

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι γλυκύτερος από το γάλα και το μέλι· είναι ο πιο στενός συγγενής μας, πάνω κι απ’ τον πατέρα και τη μητέρα μας· πιο αγαπητός σ’ εμάς απ’ ότι τα ίδια τα παιδιά και οι φίλοι μας· πιο πολύτιμος απ’ όλους τους ορατούς θησαυρούς· πιο ακριβός απ’ την ίδια τη ζωή μας, διότι Εκείνος δίνει την αιώνια ζωή. Συγκρινόμενο μαζί Του καθετί στον κόσμο είναι κατώτερο, ευτελέστερο, πικρό, αδύναμο, ασήμαντο και προσωρινό. Όποιος δέχεται Αυτόν είναι εύκολο να αφήσει τα πάντα, διότι λαμβάνει το καλύτερο, το άριστον, Αυτόν, ο οποίος είναι το άριστον.

Κύριε Ιησού, Συ που είσαι η Κιβωτός όλων των αιωνίων θησαυρών, βοήθησέ μας ν’ απαλλαγούμε απ’ όλα και ν’ ακολουθήσουμε Εσένα μόνο: το Καλό μας, τη Ζωή μας.

Για την πολυλογία

Η πολυλογία είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών ανθρώπων. Η γλώσσα τους είναι αχαλίνωτη, αλλά κι ενοχλητική στους άλλους. Ο άγιος Νικόδημος λέει γι’ αυτό το πάθος: «Ο κάθε άνθρωπος αφήνει τη γλώσσα του να μιλάει για πράγματα που δίνουν ηδονή στις αισθήσεις. Η πολυλογία τις περισσότερες φορές , προέρχεται απ’ την υπερηφάνεια πως τάχα ξέρουμε πολλά και γι’ αυτό βιαζόμαστε με πολλές επαναλήψεις να εντυπώσουμε τη γνώμη μας στις καρδιές των άλλων, για να φανούμε σ’ αυτούς διδάσκαλοι, λες κι έχουν ανάγκη να μάθουν από μας. Την υπερηφάνεια αυτή τη δείχνουμε , όταν διδάσκουμε χωρίς να μας το έχουν ζητήσει».

Χρήσιμες συμβουλές του αγίου Νικοδήμου για την καταπολέμηση του πάθους της πολυλογίας:
α’ . Μην ανοίξεις μακρά συνομιλία μ’ εκείνον που σε ακούει με κακή όρεξη , για να μην του προκαλέσεις αηδία και τον κάνεις να σε σιχαθεί».
β’ . «Απόφευγε να μιλάς αυστηρώς και μεγαλοφώνως, γιατί δίνεις την υποψία ότι είσαι μάταιος κι έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου».
γ’ . «Ποτέ να μη μιλάς για τον εαυτό σου, τις υποθέσεις σου και τους συγγενείς σου. Εκτός και ΑΝ είναι ανάγκη, οπότε μπορείς να μιλήσεις όσο γίνεται με περισσότερη συντομία».

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Κατάθεση Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου

Η ανακομιδή της τίμιας Ζώνης της Θεοτόκου, άλλοι λένε ότι έγινε από το βασιλιά Αρκάδιο και άλλοι από το γιο του Θεοδόσιο τον Β'. Η μεταφορά έγινε από την Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη και την τοποθέτησαν σε μια χρυσή θήκη, που ονομάσθηκε αγία Σωρός. Όταν πέρασαν 410 χρόνια, ο βασιλιάς Λέων ο Σοφός άνοιξε την αγία αυτή Σωρό για τη βασίλισσα σύζυγο του Ζωή, που την διακατείχε πνεύμα ακάθαρτο. Όταν λοιπόν άνοιξε την αγία Σωρό, βρήκε την τίμια Ζώνη της Θεοτόκου να ακτινοβολεί υπερφυσικά. Και είχε μια χρυσή βούλα, που φανέρωνε το χρόνο και την ήμερα που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού λοιπόν την προσκύνησαν, ο Πατριάρχης άπλωσε την τιμία Ζώνη επάνω στη βασίλισσα, και αμέσως αυτή ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο. Όποτε όλοι δόξασαν το Σωτήρα Χριστό και ευχαρίστησαν την πανάχραντη Μητέρα Του, η οποία είναι για τους πιστούς φρουρός, φύλαξ, προστάτις, καταφυγή, βοηθός, σκέπη, σε κάθε καιρό και τόπο, ήμερα και νύκτα.

Στη συνέχεια η Αγία Ζώνη τεμαχίστηκε και τεμάχιά της μεταφέρθηκαν σε διάφορους ναούς της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση της Πόλης από τούς Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ., κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τους βάρβαρους και απολίτιστους κατακτητές και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ένα μέρος όμως διασώθηκε και παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την απελευθέρωση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο. Φυλασσόταν στον ιερό ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών. Η τελευταία αναφορά για το άγιο λείψανο είναι ενός ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 1424 και 1453 μ.Χ.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τούς Τούρκους το 1453 μ.Χ., είναι άγνωστο τι απέγινε το υπόλοιπο μέρος της Αγίας Ζώνης στη συνέχεια. Έτσι το μοναδικό σωζόμενο τμήμα είναι αυτό που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου· με εξαιρετικά περιπετειώδη τρόπο έφτασε εκεί.

Ο Άγιος Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει έναν χρυσό σταυρό για να τον προστατεύει στις εκστρατείες. Στη μέση του σταυρού είχε τοποθετηθεί τεμάχιο Τιμίου Ξύλου· ο σταυρός έφερε επίσης θήκες με άγια λείψανα Μαρτύρων, και ένα τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης. Όλοι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έπαιρναν αυτόν τον σταυρό στις εκστρατείες. Το ίδιο έπραξε και ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β Ἄγγελος (1185-1195) σε μία εκστρατεία εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασάν. Νικήθηκε όμως και μέσα στον πανικό ένας ιερέας τον πέταξε στο ποτάμι για να μην τον βεβηλώσουν οι εχθροί. Μετά από μερικές μέρες όμως οι Βούλγαροι τον βρήκαν· έτσι πέρασε στα χέρια του Ασάν.

Οι Βούλγαροι ηγεμόνες μιμούμενοι τούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες έπαιρναν μαζί τους στις εκστρατείες το σταυρό. Σε μία μάχη όμως εναντίον των Σέρβων ο βουλγαρικός στρατός νικήθηκε από τον Σέρβο ηγεμόνα Λάζαρο (1371-1389). Ο Λάζαρος αργότερα δώρισε το σταυρό του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου μαζί με το τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης.

Οι Άγιοι Πατέρες της Ιεράς Μονής διασώζουν και μία παράδοση σύμφωνα με την οποία η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου αφιερώθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το αξίωμα, εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και μόνασε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου.

Τα θαύματα που πραγματοποίησε και πραγματοποιεί η Τιμία Ζώνη είναι πολλά. Βοηθά ειδικά τις στείρες γυναίκες να αποκτήσουν παιδί. Αν ζητήσουν με ευλάβεια τη βοήθειά της Παναγίας, τούς δίδεται τεμάχιο κορδέλας που έχει ευλογηθεί στην λειψανοθήκη της Αγίας Ζώνης· αν έχουν πίστη, καθίστανται έγκυες.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Zώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὴν θεοδόχον γαστέρα σου Θεοτόκε, περιλαβοῦσα ἡ Zώνη σου ἡ τιμία, κράτος τῇ πόλει σου ἀπροσμάχητον, καὶ θησαυρὸς ὑπάρχει, τῶν ἀγαθῶν ἀνέκλειπτος, ἡ μόνη τεκοῦσα ἀειπάρθενος.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τὴν Ζώνην τὴν σεπτήν, τοῦ ἀχράντου σου σκήνους, ὑμνοῦμεν οἱ πιστοί, Παναγία Παρθένε, ἐξ ἧς ἀρυόμεθα νοσημάτων τὴν ἴασιν, καὶ κραυγάζομεν· Μῆτερ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σὺ ἡ λύτρωσις, τῶν σὲ τιμώντων ὑπάρχεις, Μαρία Θεόκλητε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς τιμίας Ζώνης σου τῇ καταθέσει, ἑορτάζει σήμερον, ὁ σὸς πανύμνητε λαός, καὶ ἐκτενῶς ἀνακράζει σοι· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰ καταθέσια τῆς σῆς θείας Ζώνης, ἡ Ἐκκλησία σου φαιδρῶς ἑορτάζει, καὶ ἐκτενῶς κραυγάζει σοι Παρθένε Ἁγνή· Ἅπαντας περίσῳζε, τῆς ἐχθρῶν δυναστείας· θραῦσον τὰ φρυάγματα, τῶν ἀθέων βαρβάρων, καὶ τὴν ἡμῶν κυβέρνησον ζωήν, πράττειν Κυρίου τὰ θεῖα θελήματα.

Ὁ Οἶκος
Τὶς γηγενῶν τὰ σὰ μεγαλεῖα διηγήσεται λόγος; ποία γλῶσσα βροτῶν; νοῦς γὰρ οὐδὲ οὐράνιος, ἀλλ' ἡ τεκοῦσα τῆς συμπαθείας τὸ ἀμέτρητον πέλαγος, δέξαι καὶ νῦν ἐξ ἀκάρπων χειλέων τὰ ᾄσματα, καὶ δίδου μοι θείαν χάριν, εὐφημῆσαι τὴν σὴν Ζώνην Δέσποινα, δι' ἧς κόσμος ἀγάλλεται, σὺν Ἀγγέλοις ὑμνῶν σου τὰ θαύματα, ἡ μόνη τεκοῦσα ἀειπάρθενος.


Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ

Ἄξιος νοικοκύρης, ἔργατικος καὶ δημιουργικὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς σημερινῆς παραβολῆς. Μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια «ἔφυτευσεν ἀμπελώνα» καὶ ἔκανε ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἐγκαταστάσεις γιὰ μία καλὴ συγκομιδή. Ἔβαλε δηλαδὴ φράχτη γύρω-γύρω γιὰ νὰ ἀποτρέψει τὶς φθορὲς ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ζῶα. Ἔσκαψε πάνω σὲ βράχο κατάλληλο χῶρο γιὰ νὰ πατηθοῦν τὰ σταφύλια. Ἐπιπροσθέτως ἀνοικοδόμησε καὶ «πύργον», ἕνα κτίριο ψηλὸ καὶ ἀσφαλὲς γιὰ τοὺς ἐργάτες καὶ ἔτσι ἕτοιμο τὸ παρέδωσε τὸ ἄμπελι σὲ ὁρισμένους γεωργούς, ἐνῶ αὐτος ὁ ἴδιος ἔφυγε σὲ ἄλλη χώρα.
Ὅταν ἐπλησίασε «ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν», ἔστειλε ὁ νοικοκύρης ἐκεῖνος «τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργούς», μὲ σκοπὸ νὰ παραλάβουν τὴν συγκομιδή. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι ἀπίστευτο. Οἱ γεωργοὶ ἔπιασαν τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ κυρίου τους καὶ «ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν». Τοὺς μεταχειρίσθηκαν μὲ ἀνήκουστη βαρβαρότητα καὶ κακία, μὴ θέλοντας νὰ παραδώσουν τοὺς καρπούς.
Ὁ νοικοκύρης ἀναγκάσθηκε νὰ στεὶλει πάλι «ἄλλους δούλους» καὶ μάλιστα περισσοτέρους, «πλείονας τῶν πρώτων». Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ ἀποτέλεσμα δὲν ἦταν καλλίτερο. Οἱ γεωργοὶ παράλογοι, ἄξεστοι καὶ ἀδίστακτοι ἔκαναν καὶ σ’ αὐτους τὰ ἴδια.
Μπροστὰ σὲ τέτοιο ἀδιέξοδο, ποὺ ἀντιμετώπιζε, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος ἔστειλε πιὰ τὸν γιό του. Σκέφθηκε: Θὰ αἰσθανθοῦν ἐντροπὴ τουλάχιστον μπροστὰ στὸ παιδί μου καὶ θὰ συνέλθουν οἱ γεωργοὶ αὐτοι. Καὶ ὅμως, κάθε ἄλλο. Οἱ γεωργοὶ τελείως ἐκτραχηλισμένοι πλέον εἶπαν: Αὐτος εἶναι ὁ κληρονόμος τοῦ πατέρα. Ἑπομένως «δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν», ὥστε νὰ γίνει ὁριστικὰ δικό μας τὸ ἀμπέλι. Καὶ χωρὶς κανένα δισταγμὸ «ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν».
Ἀπορεῖ ὁ καθένας μὲ τὴν νοοτροπία καὶ τὴν κακότητα τῶν γεωργῶν ἐκείνων. Ἀντὶ νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν κύριό τους, ποὺ τοὺς εἶχε τιμήσει τόσο πολύ, ἀντὶ νὰ συνδεθοῦν στενότερα μαζί του, αὐτοὶ ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα ἀπομακρύνθηκαν καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον. Ἔγιναν ἐχθροί του! Ἔφθασαν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν γιὸ του τὸν πολυαγαπημένο.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μεγάλο ἁμάρτημα εἶχαν κάνει καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τοὺς ὁποίους ἄλλωστε ἔλεχθη ἡ παραβολή. Καλλιεργοῦσαν τὸ ἀμπέλι τοῦ Θεοῦ, τὴν Συναγωγὴ τοῦ περιουσίου λαοῦ Του. Μελετοῦσαν, ἀνέλυαν καὶ δίδασκαν τὸν θεῖο Νόμο, καθὼς καὶ τὶς προφητεῖες γιὰ τὸν Μεσσία. Διαρκῶς μὲ τὰ θεία ἀσχολούνταν. Ἀλλὰ τί παράδοξο! Ἀντὶ νὰ εὐαισθητοποιοῦνται στὴν ψυχή, ἀντὶ νὰ ὑποδεχθοῦν πρῶτοι αὐτοὶ τὸν ἀναμενόμενο Σωτήρα τοῦ κόσμου, αὐτοὶ ὅλο καὶ περισσότερο σκληρύνονταν, ἀντιδροῦσαν καὶ τελικῶς δὲν δίστασαν νὰ ἐγκληματήσουν! Ἀπὸ κακή τους γνώμη ναυάγησαν καὶ πνίγηκαν μέσα στὸ ἴδιο τὸ λιμάνι!
Τὸ πάθημά τους ἂς γὶνει προειδοποίηση γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς σήμερα, ποὺ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ προσερχόμαστε τόσο συχνὰ στὸν Οἶκο Του, ν' ἀκοῦμε πλούσιο τὸ κήρυγμα, νὰ πλησιάζουμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἂν δὲν προσέξουμε, μπορεῖ νὰ γίνουμε χειρότεροι κι ἀπ’ τοὺς ἀπίστους. Γι’ αὐτο ὅσο πιὸ πολύ μᾶς τιμᾶ ὁ Θεός, τόσο πιὸ ταπεινὰ κι ἔμφοβα πρέπει κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ὑπακοῦμε. Ὅσο πιὸ πολύ μᾶς καταδέχεται Ἐκεῖνος καὶ μᾶς πλησιάζει, τόσο περισσότερο νὰ συντριβόμαστε ἐμεῖς, νὰ ἐξαγνίζουμε τὴν ψυχή μας, νὰ ἐπαγρυπνοῦμε καὶ νὰ ἐργαζόμαστε φιλότιμα τὸ ἅγιο θέλημά Του.
Ἰδιαίτερα εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ προσέξουν αὐτό οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί, οἱ θεολόγοι, ποὺ διαρκῶς ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἱερά. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦν ἐπάνω στὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ φροντίζουν μ’ ἐπιμέλεια πολλὴ νὰ εἶναι πάντοτε στενώτατα συνδεδεμένοι μὲ τὸν Ἅγιο Θεό. Νὰ ἐνθυμοῦνται δὲ ὅτι θὰ κριθοῦν πολὺ αὐστηρά, ἐὰν ἀμελήσουν τὰ ἔργα, ποὺ τοὺς ἔχει ἀναθέσει, ἢ τυχὸν ὑπερηφανευθοῦν καὶ αὐθαδιάσουν πρὸς τὸν Κύριο τοῦ παντός. Αὐτὸ ἄλλωστε φαίνεται καθαρὰ καὶ στὴ συνέχεια.
Μετὰ τὴν διήγηση τῆς παραβολῆς ὁ Κύριος ρώτησε τοὺς ἴδιους τοὺς ἀκροατὲς Του: Ὅταν λοιπὸν ἔρθει στὸ ἀμπέλι του «ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει», τί εἶναι δίκαιο καὶ πρέπον νὰ κάμει μὲ τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους;
«Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς», ἔδωσαν αὐθόρμητη ἀπάντηση ὅλοι. Πρέπει νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει καὶ μάλιστα μὲ θάνατο πολὺ σκληρό, ἀντάξιο τῆς φρικτῆς κακίας τους. Κατόπιν δὲ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν ἀμπελώνα σ’ ἄλλους γεωργούς, οἱ ὁποῖοι «ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». Κάθε φορὰ ποὺ θά ‘ρχεται ἡ ἐποχὴ τῆς καρποφορίας, θὰ τοῦ δίνουν τὸν καρπὸ ποὺ τοῦ ἀνήκει.
Ἔ, λοιπόν, συνεπέρανε ὁ Κύριος, αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ συμβεῖ καὶ μέ σᾶς. Καὶ ἀπορῶ πῶς δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεσθε. Δὲν διαβάσατε στὰ ἱερά βιβλία τὸν προφητικὸ λόγο; «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας». Αὐτη ἡ πέτρα ποὺ περιφρόνησαν καὶ πέταξαν μακριὰ σὰν ἀκατάλληλη καὶ ἄχρηστη οἱ κτίστες, αὐτὴ ἔγινε τὸ θεμέλιο καὶ τὸ βασικὸ ἀγκωνάρι πάνω στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε ἡ οἰκία. «Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη», εἶναι ἔργο τοῦ Ἴδιου τοῦ Δικαίου Θεοῦ αὐτό. «Καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν». Καὶ μένουν ἔκπληκτα τὰ μάτια τῶν πιστῶν, ποὺ διαπιστώνουν τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐπέμβαση τοῦ Παντοδυνάμου καὶ Δικαίου Θεοῦ.
Ποιὰ ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων καὶ μὲ πόση ἀκρίβεια ἐκπληρώθηκαν τὰ λόγια αὐτά, σήμερα ὅλοι τὸ γνωρίζουμε.
Ὁ Κύριος ἀποδοκιμάσθηκε καὶ ἀποκηρύχθηκε ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τῆς ἐποχῆς Του ἔξω ἀπὸ τὸν «ἀμπελώνα» Του, τὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Δέχθηκε τὸν σταυρικὸ θάνατο, θάνατο ἐπονείδιστο καὶ φρικτό. Κι ὅμως Αὐτὸς ἐνίκησε, Αὐτὸς ἐπεκράτησε, Αὐτὸς θεμελίωσε τὸν νέο κόσμο, τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, τῆς λυτρώσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ. Αὖτος συνεκέντρωσε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀσφάλισε στὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτὸς λαμβάνει τώρα τοὺς καρποὺς καὶ δοξάζεται ἀπὸ ὅλους.
Τί καὶ ἂν ὕπαρχουν ὤρισμενοι θεληματικὰ τυφλοί, διεστραμμένοι στὴν ψυχὴ καὶ φανατικοὶ ἐχθροί Του; Τί καὶ ἂν προσπαθοῦν πάλι νὰ Τὸν «ἀποδοκιμάσουν», νὰ Τὸν δυσφημήσουν καὶ νὰ Τὸν συκοφαντήσουν; Τί καὶ ἂν θέλουν νὰ Τὸν ἐξορίσουν ἀπὸ κάθε τομέα τῆς ζωῆς καὶ νὰ καθιερώσουν οἰκογένειες χωρὶς Χριστό, Σχολεῖα χωρὶς Χριστό, κοινωνία χωρὶς Χριστό; Ματαιοπονοῦν!
Τελικὰ ὁ Χριστὸς θὰ ἐπικρατήσει. Ἡ Ἐκκλησία Του θὰ γίνεται τὸ καταφύγιο καὶ ἡ μόνη σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη καὶ τῶν ἴδιων τῶν σημερινῶν πολεμίων Του. Καὶ θὰ σώζονται οἱ καλοδιάθετες ψυχές. Θὰ τὸν πιστεύουν καὶ θὰ προσκυνοῦν μὲ θαυμασμὸ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
«Ο ΣΩΤΗΡ»

Όσιος Φαντίνος θαυματουργός

Ο Όσιος Φαντίνος καταγόταν από την Καλαβρία της Ιταλίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος, η δε μητέρα του Βρυαίνη. Από μικρός αφοσιώθηκε στην υπηρεσία της πίστης και ήταν τόσο ενάρετος και μορφωμένος, ώστε να τον παρακολουθούν και πολλοί μαθητές, που τους δίδασκε την έμπρακτη ευσέβεια. Σε ηλικία 60 χρονών, αφού πήρε δύο από τους μαθητές του, τον Βιτάλιο και τον Νικηφόρο, πήγε στην Πελοπόννησο, οπού εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό στην Κόρινθο και έφερε πολλές ψυχές στη Σωτηρία. Κατόπιν επισκέφθηκε την Αθήνα, όπου προσκύνησε στον ναό της Θεοτόκου. Έπειτα πήγε στη Λάρισα και από κει στη Θεσσαλονίκη. Εδώ έμεινε οκτώ ολόκληρα χρόνια υπηρετώντας το Ευαγγέλιο και απεβίωσε ειρηνικά υπέργηρος το 974 μ.Χ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Αλέξανδρος, Ιωάννης και Παύλος ο νέος, Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης

Άγιος Αλέξανδρος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Ήταν, όπως λέγουν, «ἀποστολικοῖς χαρίσμασι λαμπρυνόμενος». Σαν πρεσβύτερος ακόμα, διακρινόταν για τη μεγάλη του ευσέβεια, την αρετή και την αγαθότητα του. Στην Α' Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο τότε Πατριάρχης τον εξέλεξε αντιπρόσωπο του. Και όταν στη Σύνοδο αυτή καταδικάστηκε ο Άρειος, ο Αλέξανδρος, αν και γέροντας 70 χρονών, δέχθηκε να περιοδεύσει στη Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, για να διδάξει και να γνωστοποιήσει τα ορθά δόγματα των αποφάσεων της Συνόδου της Νικαίας. Αλλά ενώ βρισκόταν στην περιοδεία αυτή, ο πατριάρχης Μητροφάνης απεβίωσε. Όρισε όμως διάδοχο του τον Αλέξανδρο, διότι, παρά το γήρας του, είχε τα κατάλληλα εφόδια για τη διακυβέρνηση της αρχιεπισκοπής της πρωτεύουσας. Πράγματι, σαν Πατριάρχης ο Αλέξανδρος ανταποκρίθηκε σωστά στις δύσκολες περιστάσεις των καιρών. Τότε ο Άρειος είχε εξαπατήσει το βασιλιά Κωνσταντίνο ότι δήθεν πιστεύει ορθά. Και ο βασιλιάς διέταξε τον Αλέξανδρο να αφήσει τον Άρειο να μετέχει της Θείας Κοινωνίας. Ο Αλέξανδρος, λυπημένος, προσευχήθηκε στο Θεό και ζήτησε τη βοήθεια Του. Η δέηση του Ιεράρχη εισακούσθηκε. Και το πρωί που ο Άρειος με πομπή θα πήγαινε στην εκκλησία, βρέθηκε το σώμα του σχισμένο και σκωληκόβρωτο! Ο Άγιος Αλέξανδρος απεβίωσε ειρηνικά το 337 μ.Χ.

Άγιος Ιωάννης Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Πρόκειται μάλλον για τον Ιωάννη τον ονομαζόμενο Ξιφιλίνο, που διαδέχτηκε τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Γ'. Γεννήθηκε το 1006 μ.Χ. στην Τραπεζούντα και διακρίθηκε για τη μεγάλη του παιδεία και τα μεγάλα πολιτικά αξιώματα που είχε καταλάβει. Κατόπιν όμως αποσύρθηκε σε κάποια μονή της Βιθυνίας, όπου μόνασε 10 χρόνια. Από κει προσκλήθηκε για να καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο. Χειροτονήθηκε ιερέας, και μετά μια εβδομάδα - την 1η Ιανουαρίου 1064 μ.Χ. - επίσκοπος. Ο Ιωάννης λειτουργούσε και κήρυττε κάθε μέρα στους ναούς της πρωτεύουσας, επισκεύασε τις εικόνες της Αγίας Σοφίας, και μοίραζε δωρεάν ψωμί και σιτάρι στους φτωχούς. Πέθανε το 1075 μ.Χ., και να πως τον περιγράφει ένας από τους συγχρόνους του: «ἀνεφάνη ἀνὴρ πρώτον μὲν καθαρώτατος καὶ ἁγνότατος καὶ πρὸ παντὸς ρύπου σωματικοῦ καθάπαξ ἀπεχόμενος. Ἔπειτα δὲ τὰ εἰς καταφρόνησιν χρημάτων καὶ ἀκτημοσύνην τελείαν καὶ τὴν πρὸς τοὺς πένητας φιλανθρωπίαν καὶ μετάδοσιν κατ᾿ οὐδὲν ἐλάττων τοῦ περιβόητου ἐκείνου Ἐλεήμονος, καὶ ταῖς ἄλλοις δὲ ἀρεταῖς πάσαις συλλήβδην εἰπεῖν ἀφθόνως κοσμούμενος, ἀλλὰ καὶ τῷ λόγῳ πολύς, καὶ παιδεύσεως πάσης μετειληχῶς καὶ νομομαθείς ἐξαίρετος».

Άγιος Παύλος ο νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Για τον Πατριάρχη Παύλο δεν έχουμε σαφείς και συγκεκριμένες πληροφορίες. Μερικοί νομίζουν ότι πρόκειται για τον Παύλο τον Γ'. Αυτός πατριάρχευσε το 687 - 693 μ.Χ. Προήδρευσε της Πανθέκτης λεγομένης Συνόδου. Άλλοι νομίζουν, ότι πρόκειται για τον Πατριάρχη Παύλο τον Δ'. Αυτός καταγόταν από την Κύπρο και έλαμψε, κατά τον Θεοφάνη, στα λόγια και στα έργα. Ανέβηκε στον θρόνο το 780 μ.Χ. παραιτήθηκε δε στα τέλη Αυγούστου του 784 μ.Χ. και αποσύρθηκε στη Μονή Φλώρου, όπου έζησε σαν απλός μοναχός μόνο δύο ή τρεις μήνες από την παραίτηση του. Ανήκε στους ζηλωτές της Ορθοδοξίας και διακρίθηκε για της ελεημοσύνες του. (Προ του 12ου αιώνα μ.Χ., η μνήμη του εορταζόταν στις 2 Σεπτεμβρίου).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης, ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Η Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

«Οὐκ ἐξεστὶ σοὶ ἔχειν, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Δεν σου επιτρέπεται από το νόμο του Θεού να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου, ο όποιος ζει ακόμα. Λόγια του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελούσαν μαχαιριές στις διεφθαρμένες συνειδήσεις του βασιλιά Ηρώδη Αντίπα και της παράνομης συζύγου του Ηρωδιάδος, που ήταν, γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου. Ο Ηρώδης, μη ανεχόμενος τους ελέγχους του Προδρόμου, τον φυλάκισε. Σε κάποια γιορτή όμως των γενεθλίων του, ο Ηρώδης υποσχέθηκε με όρκο να δώσει στην κόρη της Ηρωδιάδος ότι ζητήσει, διότι του άρεσε πολύ ο χορός της. Τότε η αιμοβόρος Ηρωδιάς είπε στην κόρη της να ζητήσει στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη. Πράγμα που τελικά έγινε. Έτσι, ο ένδοξος Πρόδρομος του Σωτήρα θα παραμένει στους αιώνες υπόδειγμα σε όλους όσους θέλουν να υπηρετούν την αλήθεια και να αγωνίζονται κατά της διαφθοράς, ανεξάρτητα από κινδύνους και θυσίες. Και να τι λένε οι 24 πρεσβύτεροι της Αποκάλυψης στο Θεό για τους διεφθαρμένους: «ἦλθεν... ὁ καιρὸς τῶν ἐθνῶν κριθήναι... καὶ διαφθείραι τοὺς διαφθείροντας τὴν γῆν». Ήλθε, δηλαδή, ο καιρός της ανάστασης των νεκρών για να κριθεί ο κόσμος και να καταστρέψεις (Θεέ μου) εκείνους, που με τη διεφθαρμένη ζωή τους διαφθείρουν και καταστρέφουν τη γη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πάντων ὑπέρτερος, τῶν Προφητῶν ἀληθῶς, αὐτόπτης καὶ Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Προφῆτα γεγένησαι, ὅθεν καὶ παρ’ Ἡρῴδου, ἐκτμηθεῖς σου τὴν Κάραν, ἔδραμες τοὶς ἐν Ἅδῃ, προκηρύξαι τὸ λύτρον διὸ σὲ Ἰωάννη Βαπτιστά, ποθῶ γεραίρομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. α’.
Ἡ τοῦ Προδρόμου ἔνδοξος ἀπoτομή, οἰκονομία γέγονέ τις θεϊκή, ἵνα καὶ τοῖς ἐν ᾅδη τοῦ Σωτῆρος κηρύξῃ τὴν ἔλευσιν. Θρηνείτω οὖν Ἡρωδιάς, ἄνομον φόνον αἰτήσασα, οὐ νόμον γὰρ τὸν τοῦ Θεοῦ, οὐ ζῶντα αἰώνα ἠγάπησεν, ἀλλ᾽ ἐπίπλαστον πρόσκαιρον.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Η αγάπη για τον συνάνθρωπο

Η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής»



Κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ' αυτά τα μέτρα της αγάπης, ΑΝ δε ζήσει κρυφά, μέσα του, την ελπίδα του Θεού. Και δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τους ανθρώπους όσοι δίνουν την καρδιά τους σ' αυτό τον εφήμερο κόσμο. Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει την αληθινή αγάπη, τον ίδιο το Θεό ντύνεται μαζί με αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός πού απέκτησε το Θεό να πεισθεί ότι δεν μπορεί ν' αποκτήσει, μαζί με το Θεό, τίποτε πού να μην είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο το σώμα του, δηλαδή και αυτές τις μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις. Ένας άνθρωπος, πού είναι ντυμένος, στο σώμα και στην ψυχή, με την κοσμική ματαιοδοξία και πού ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δεν μπορεί να φορέσει το Θεό -να γίνει θεοφόρος- μέχρι να τα αφήσει. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «οποίος δεν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δε μισήσει την κοσμική ζωή του, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Όχι μόνο να τα αφήσει, αλλά και να τα μισήσει. Αν λοιπόν δεν μπορεί να γίνει μαθητής του, πώς ο Κύριος θα κατοικήσει μέσα του; Δε θα αμελήσω να αναφέρω τι έκαμε ο άγιος Μακάριος ο Μεγάλος, για να ελέγξει εκείνους πού καταφρονούν τους αδελφούς τους. Βγήκε λοιπόν κάποτε να επισκεφθεί έναν άρρωστο αδελφό και ρώτησε τον άρρωστο αν ήθελε τίποτε. Εκείνος αποκρίθηκε πώς θα 'θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Και επειδή όλοι οι μοναχοί εκείνο τον καιρό όλη τη χρονιά συνήθιζαν και έφτιαχναν το ψωμί παξιμάδια, σηκώθηκε αμέσως εκείνος ο αξιομακάριστος άνθρωπος και, μ' όλα τα ενενήντα του χρόνια, βάδισε από τη σκήτη του στην Αλεξάνδρεια και αντάλλαξε τα ξερά ψωμιά, πού πήρε από το κελί του με φρέσκα και τα πήγε στον αδελφό.

Αλλά και ο αββάς Αγαθών, που ήταν σαν αυτόν το Μεγάλο Μακάριο πού ανέφερα, έκαμε κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Αυτός ο αββάς ήταν ο πιο έμπειρος στα πνευματικά από όλους τους μοναχούς του καιρού του και τιμούσε τη σιωπή και την ησυχία περισσότερο απ' όλους. Αυτός λοιπόν ο θαυμαστός άνθρωπος, όταν είχε πανηγύρι στην πόλη, πήγε να πουλήσει το εργόχειρο του οπότε βρήκε στην αγορά έναν ξένο άρρωστο και παραπεταμένο σε μιαν άκρη. Τι έκανε τότε; Νοίκιασε ένα σπιτάκι και έμενε κοντά του ασκώντας χειρωνακτική εργασία. Ότι έβγαζε το ξόδευε για τον άρρωστο και τον υπηρετούσε συνέχεια έξι μήνες, μέχρι πού ο άρρωστος έγινε καλά

Πως να «σηκώνουμε» την συκοφαντία

Μη λιποψυχείτε μπροστά στην συκοφαντία



Σας συκοφάντησαν. Δεν είστε ένοχος. Οφείλετε, ωστόσο, να υπομείνετε τη συκοφαντία μεγαλόψυχα. Και η υπομονή σας αυτή θα είναι ο κανόνας, το θεραπευτικό επιτίμιο, για παράπτωμα που διαπράξατε και για το οποίο είστε ένοχος. Μέσα στη συκοφαντία, επομένως, είναι κρυμμένο το έλεος του Θεού…

Μολονότι δεν είναι εύκολο, πρέπει οπωσδήποτε να συμφιλιωθείτε με τους συκοφάντες σας. Με μίσος στην καρδιά, δεν μπορεί να σωθεί κανείς. Γι΄αυτό οφείλουμε να αντιδρούμε με αυταπάρνηση στα εμπαθή αισθήματά μας. Έτσι εξαφανίζονται και οι θλίψεις. Η εμπάθεια, βλέπετε, είναι που γεννάει τη θλίψη.

Γνωρίζω πόσο δύσκολα υποφέρεται η συκοφαντία. Είναι λάσπη, μα λάσπη ιαματική. Υπομονή! Αργά ή γρήγορα θα λήξει η δοκιμασία. Ο Γιατρός των ψυχών θα αφαιρέσει το τσουχτερό κατάπλασμα…

Συκοφαντούσαν και τον Κύριο: «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. 11:19). «Δαιμόνιον έχει και μαίνεται» (Ιω. 10:20). Τι μεγάλη δόξα, να μετέχουμε στα παθήματα του Χριστού!

Σηκώστε ταπεινά κι αγόγγυστα το σταυρό σας. Μη λιποψυχείτε. ΑΝ η συνείδησή σας δεν σας κατακρίνει, μπορείτε να υψώνετε πάντα με θάρρος το βλέμμα σας στο Θεό και να στέκεστε με παρρησία μπροστά Του. Τι πιο σπουδαίο απ’ αυτό;…

Να ζείτε και να φέρεστε φυσιολογικά. Το πώς σας βλέπουν οι άλλοι να μην το λογαριάζετε. Μόνο του Θεού η κρίση έχει βαρύτητα, ως αλάθητη. Εμείς οι άνθρωποι δεν γνωρίζουμε καλά-καλά ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό, πολύ περισσότερο τον πλησίον.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Μωυσής ο Αιθίοπας

Ο όσιος Μωυσής ήταν αγορασμένος δούλος κάποιου πλούσιου κτηματία. Είχε χαρακτήρα σκληρό και δύστροπο και καθημερινά δημιουργούσε πολλά προβλήματα, ώσπου το αφεντικό του αγανάκτησε και τον πέταξε στον δρόμο. Ο Μωυσής βρήκε καταφύγιο σε μια ληστοσυμμορία και με την τεράστια σωματική του δύναμη δεν άργησε να επιβληθεί και να γίνει ο αρχηγός της.

Κάποτε, κυνηγημένος από τα όργανα της εξουσίας, για τα πολλά του εγκλήματα, πήγε να κρυφτεί βαθειά στην έρημο όπου ζούσαν οι πιο ονομαστοί ασκητές. Η συναναστροφή του με τους αγίους τον έκανε σιγά - σιγά να ημερεύσει. Τον επισκίασε η Χάρη του Θεού, γιατί η μετάνοια είναι ώρα Χάριτος, μαλάκωσε η καρδιά του, μετανόησε πραγματικά και ζήτησε την λύτρωση. Η αλλαγή του ήταν ριζική και σε σύντομο χρονικό διάστημα έφτασε στα μέτρα των μεγάλων Πατέρων της ερήμου. Μετά το βάπτισμα αξιώθηκε να λάβει και την Χάρη της Ιεροσύνης.

Σε ηλικία 75 ετών έφυγε από την πρόσκαιρη αυτή ζωή με τρόπο βίαιο και μαρτυρικό. Ειδωλολάτρες ληστές εισέβαλαν στο σπήλαιο που ασκήτευε και τον σκότωσαν με μαχαίρια. Και στο σημείο αυτό επαληθεύθηκε, για άλλη μια φορά, ο λόγος του Χριστού προς τον Απόστολο Πέτρο: «πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀποθανοῦνται» (Ματθ. κστ, 52).

Οι δύο μεγάλες αρετές που τον κοσμούσαν ήταν η αληθινή μετάνοια και η βαθειά ταπείνωση. Μέχρι την τελευταία του αναπνοή «έκλαιε πικρώς» για τις αμαρτίες του και θεωρούσε τον εαυτό του κατώτερο όχι μόνον από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτήν την άλογη κτίση. «Η συναίσθησις της αμαρτίας ημών είναι μέγα δώρον του Ουρανού, μεγαλύτερον και της οράσεως των αγγέλων... Η μετάνοια είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα... Δια της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασυλλήπτου μεγαλείου» (Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σελ. 40 και 46). Ο Μωυσής αξιοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο το ανεκτίμητο αυτό δώρο και έφθασε στην θέωση, στην όραση του Θεού.

Αρκετά περιστατικά από τον βίο και την πολιτεία του φανερώνουν την ριζική αλλαγή του τρόπου της ζωής του. Άλλωστε αυτό σημαίνει μετάνοια. Αλλαγή τρόπου σκέψης και τρόπου ζωής. Αξίζει να αναφέρουμε ένα από αυτά: «Κάποτε, τέσσερεις ληστές, παλιοί σύντροφοί του, μπήκαν στην καλύβα του για να την ληστέψουν, χωρίς να φαντάζονται ποιόν μπορούσαν να βρουν μέσα. Όταν τον είδαν σάστισαν. Εκείνος, με μεγάλη ευκολία, τους έπιασε, τους έδεσε και τους οδήγησε στην συνάθροιση των Γερόντων και τους ερώτησε να του πουν τί πρέπει να κάνει με τους ληστές, λέγοντας συγχρόνως: "Σε μένα δεν αρμόζει πια να τιμωρήσω άνθρωπον"» (Γεροντικόν, Εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 111). Όταν τα άκουσαν αυτά οι ληστές εξομολογήθηκαν, μετανόησαν και έγιναν Μοναχοί.

Άλλο χαρακτηριστικό περιστατικό που φανερώνει την ταπείνωση του Οσίου είναι και το ακόλουθο: «Την ημέρα που τον χειροτονούσε Πρεσβύτερο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και μάλιστα την ώρα που του φορούσε τα ιερά άμφια του είπε φιλικά ότι έγινε λευκός σαν περιστέρι. Ο Μωυσής ερώτησε ταπεινά τον Πατριάρχη αν κρίνει από το εξωτερικό ή το εσωτερικό, επειδή και τα άμφια ήσαν λευκά. Ο Πατριάρχης θέλοντας να τον δοκιμάσει αν έχει πραγματική ταπείνωση, είπε κρυφά στους κληρικούς να τον διώξουν από το σκευοφυλάκιο. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε εκεί μετά την θεία Λειτουργία, τον έδιωξαν βρίζοντας τον. Ο Μωυσής έφυγε αμέσως χωρίς καμιά αντιλογία. Ένας από αυτούς, που τον ακολούθησε κρυφά για να δει αν του κακοφάνηκε, τον άκουσε να μονολογεί μεμφόμενος τον εαυτό του: "Καλά σού κάνανε, σποδόδερμε μελανέ". Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τί γυρεύεις με τους ανθρώπους;» (Γεροντικόν, σελ. 252 -253).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία με τον τρόπο ζωής που προσφέρει μεταμορφώνει και μετασκευάζει τα τσακάλια και τους λύκους σε πρόβατα και αρνιά άκακα. Μεταβάλλει τους υπερήφανους σε ταπεινούς, τους πόρνους και μοιχούς σε σώφρονες, τους φονιάδες, τους τρομοκράτες και τους ληστές σε Οσίους.

Σημείωση: Σύμφωνα με τον Συναξαριστή του Άγιου Νικόδημου, ο Όσιος Μωυσής απεβίωσε ειρηνικά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν παθῶν καταλείψας Πάτερ τὴν Αἴγυπτον, τῶν ἀρετῶν ἐν τῷ ὄρει ἀνῆλθες πίστει θερμή, τὸν Σταυρὸν τὸν τοῦ Χριστοῦ ἄρας ἐπ' ὤμων σου, καὶ δοξασθεῖς περιφανῶς τύπος ὤφθης Μοναστῶν, Μωσῆ Πατέρων ἀκρότης, μεθ' ὧν ἀπαύστως δυσώπει ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Μωϋσῆ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Αἰθιόπων πρόσωπα, ἀπορραπίσας, νοητῶν ἀνέλαμψας, καθάπερ ἥλιος φαιδρός, φωταγωγῶν τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν, τῶν σὲ τιμώντων, Μωσῆ παμμακάριστε.

Κάθισμα
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Φέγγος ἄδυτον εἰσδεδεγμένος, ἀπημαύρωσας τῶν νοουμένων, Αἰθιόπων θεοφόρε τὰ πρόσωπα, καὶ τὰς αὐτῶν κακουργίας διέλυσας, ταὶς πρὸς τὸ θεῖον ἀπαύστοις σου νεύσεσι Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Μεγαλυνάριον
Ἔργοις διαλάμψας ἀσκητικοῖς, ἐχθρῶν νοουμένων, ἀπημαύρωσας τὴν ἰσχύν, καὶ τῆς ἄνω δόξης ἐδείχθης κληρονόμος, συνὼν τοῖς Ἀσωμάτοις, Μωσῆ μακάριε.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Ταπείνωση στην πράξη, όχι μόνο στα λόγια

- Γέροντα, αν κανείς ταπεινώνεται μόνος του κατηγορώντας τον εαυτό του: «είμαι λειψός, χαμένος, κ.λπ.». αυτό τον βοηθάει να αποκτήσει ταπείνωση;
- Μόνος του εύκολα κατηγορεί κανείς τον εαυτό του, αλλά δύσκολα δέχεται την κατηγορία των άλλων. Μόνος του μπορεί να λέη: «είμαι ελεεινός, ο πιο αμαρτωλός, ο χειρότερος απ’ όλους», αλλά έναν λόγο του άλλου να μην τον σηκώνη. Βλέπεις, όταν κάποιος πέφτει μόνος του και χτυπάει, μπορεί να πονέσει, αλλά δεν δίνει και πολλή σημασία. Ή όταν τον χτυπήσει ένας που τον αγαπάει, λέει: «Ε, δεν πειράζει». Αν όμως λίγο τον γραντζουνίσει ή τον σπρώξει κάποιος που δεν τον συμπαθεί, ω, τότε να δης! Θα βάλει τις φωνές, θα κάνει πως πονάει, πως δεν μπορεί να περπατήσει!
Όταν ήμουν παιδί στο Σινά, ήταν εκεί κι ένας λαϊκός – Στρατή τον έλεγαν- που αν τον φώναζες: «κύριε Στρατή», σου έλεγε: «Αμαρτωλό Στρατή, να λες, αμαρτωλό Στρατή». Όλοι έλεγαν: «Τι ταπεινός που είναι!», Ένα πρωί τον πήρε ο ύπνος και δεν κατέβηκε στην εκκλησία. Πήγε λοιπόν κάποιος να τον ξυπνήση. «Στρατή, του λέει, ακόμη κοιμάσαι; Τελείωσε κι ο Εξάψαλμος∙ δεν θα ‘ρθεις στην εκκλησία;». Οπότε εκείνος βάζει κάτι φωνές: «Εγώ έχω περισσότερη ευλάβεια από σένα και ήρθες εσύ να μου πεις να κατέβω στην εκκλησία;». Έκανε σαν τρελλός… Μέχρι που πήρε το κλειδί από την πόρτα- ήταν από εκείνα τα κλειδιά τα μεγάλα-, για να τον χτυπήσει, γιατί θίχτηκε. Τα έχασαν οι άλλοι που τον άκουσαν, γιατί τον είχαν για υπόδειγμα, για πολύ ταπεινό. Έγινε ρεζίλι. Βλέπεις τι γίνεται; Μόνος του έλεγε ότι είναι αμαρτωλός αλλά, μόλις θίχτηκε ο εγωισμός του, έγινε θηρίο!
Ένας άλλος στην Ήπειρο είχε επιδιορθώσει μια εκκλησία. Μόνος του έλεγε ότι δεν έκανε τίποτε παρά μια ψευτιά. Όταν όμως του είπα: «όχι μια ψευτιά, κάτι έκανες», ω, πώς θύμωσε! «Εσύ θα την διόρθωνες καλύτερα την εκκλησία; μου είπε. Εγώ ξέρω από οικοδομές∙ δεν είμαι μαραγκός σαν εσένα. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος»! Θέλω να πω, μόνος του εύκολα ταπεινώνεται κανείς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει πραγματική ταπείνωση.
- Γέροντα, ποια είναι η γνήσια, η πραγματική ταπείνωση;
- Όταν σε ταπεινώνει ο άλλος και το δέχεσαι, τότε έχεις πραγματική ταπείνωση, γιατί πραγματική ταπείνωση είναι η ταπείνωση στην πράξη, όχι στα λόγια. Μια φορά ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ρώτησε τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του: «Ποιός από εσάς δεν έχει υπερηφάνεια;». «Εγώ, είπε κάποιος. «Έλα εδώ εσύ που δεν έχεις υπερηφάνεια, του λέει. Κόψε το μισό μουστάκι και πήγαινε στην πλατεία». «Α, αυτό δεν μπορώ να το κάνω», του απαντά. «Ε, τότε δεν έχεις ταπείνωση», του λέει. ‘Ήθελε να πει ο Άγιος ότι χρειάζεται έμπρακτη ταπείνωση.
- Γέροντα, εγώ, όταν με πειράζουν, αντιδρώ.
- Δεν έχεις ταπείνωση, γι’ αυτό αντιδράς. Είδες ο Αββάς Μωυσής τι ταπείνωση είχε; Όταν τον έκαναν ιερέα, θέλησε ο αρχιεπίσκοπος να τον δοκιμάση και είπε στους κληρικούς: «Όταν μπη στο Ιερό ο Αββάς Μωυσής, να τον διώξετε και μετά να πάτε από πίσω του να ακούσετε τι θα πει». Μόλις λοιπόν μπήκε ο Αββάς Μωυσής στο Ιερό, τον έδιωξαν. «Βρε κατάμαυρε του είπαν, τι ζητάς εδώ;». «Έχουν δίκαιο, είπε εκείνος∙ τι δουλειά έχω εδώ μέσα εγώ ο κατάμαυρος; Αυτοί είναι άγγελοι!». Δεν πειράχθηκε, δεν θύμωσε.
- Γέροντα, μπορεί κάποιος να είναι πράος και να μην αντιδρά, όταν τον βρίζουν, αλλά να μην έχει ταπείνωση;
- Ο ταπεινός άνθρωπος είναι και πράος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όσοι είναι πράοι είναι και ταπεινοί. Στην πραότητα πρέπει να υπάρχη και η ταπείνωση, γιατί, αν δεν υπάρχει, μπορεί να φαίνεται κανείς εξωτερικά πράος, αλλά μέσα του να είναι γεμάτος από υπερηφάνεια και να λέει: «Αυτοί είναι βλαμμένοι, άσ’ τους να λένε!». Σαν εκείνον τον μοναχό που τον έβλεπαν οι Πατέρες να μην αντιδρά καθόλου, όταν του έκαναν παρατηρήσεις ή τον μάλωναν, αλλά όλη η ζωή του δεν τους πληροφορούσε. Γι’ αυτό μια φορά τον ρώτησαν: «Καλά, όταν σε μαλώνουμε, τι λογισμό έχεις και δεν μιλάς;». Και εκείνος τους απάντησε: «Λέω από μέσα μου: “Άσ’ τους, ξόανα είναι”»! Τους περιφρονούσε δηλαδή.

Ο ΔΥΟΣΜΟΣ, ΤΟ ΑΝΗΘΟ ΚΑΙ ΟΙ ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΕΣ

π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ Χριστὸς κάποτε στιγμάτισε γιὰ πολλὰ πράγματα τὴ συμπεριφορὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, ἀνέφερε καὶ ὅτι ἀσχολοῦνται πρόθυμα καὶ σχολαστικὰ μὲ ἐντελῶς δευτερεύοντα πράγματα, ἐνῶ ἀδιαφοροῦν τελείως γιὰ τὰ σπουδαιό-τερα καὶ βασικὰ ποὺ ζητάει ὁ Θεός.
«Ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν. Ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι» (Ματθ. 23, 23). Ὅλη σας ἡ φροντίδα, λέει, εἶναι ἂν θὰ βγάλετε τὴ δεκάτη (τὴν προσφορὰ τοῦ 10%) ἀπὸ τὸν δυόσμο, τὸ ἄνηθο καὶ τὸ κύμινο γιὰ τὸν ναό. Γιὰ τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τιμιότητα ποὺ σᾶς κάνει ἀξιόπιστους, κανένα ἐνδιαφέρον! Ὅμως μὲ αὐτὰ θά ’πρεπε κυρίως νὰ ἀσχολεῖσθε, χωρὶς νὰ παραλείπετε βέβαια καὶ τὰ ἐλαφρότερα.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ μᾶς θυμίζουν ἕνα φαινόμενο τῶν ἡμερῶν μας. Οἱ Χριστιανοὶ δείχνουν μεγάλη προθυμία στὸ νὰ φτιά-χνουν φανουρόπιτες καὶ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Φανουρίου (ἀλλὰ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη μέρα) τρέχουν στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ τὶς «διαβάσουν». Δὲν εἶναι κατακριτέα ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν ἅγιο. Ἀπεναντίας. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἴδια προ-θυμία καὶ μὲ «τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου»; Μὲ τὴ δικαιοσύνη, τὴν εὐσπλαχνία, τὴν τιμιότητα;
Μήπως μένουμε μόνο σὲ μιὰ ἐξωτερικὴ θρησκευτικότητα ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε; Μήπως μιὰ ζωὴ κουβαλᾶμε στὸν Θεὸ λαμπάδες, τάματα, φανουρόπιτες, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ αὐτὰ τίποτε; Τί λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτά; «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ὡσ. 6, 6). Δὲν θέλω τὴν προσφορά σας, τὴ θυσία σας, ἀλλὰ τὴ φιλανθρωπία, τὴν εὐσπλαχνία σας. Θέλω τὴν καρδιά σας γεμάτη ἀγάπη γιὰ τὸν καθένα. Θέλω τὴν ἐπίπονη θυ-σία τῆς μεταμόρφωσης τῆς καρδιᾶς σας καὶ ὄχι τὴν ξεκούραστη προσφορὰ μιᾶς φτηνῆς, τυπικῆς, ἐπιφανειακῆς θρησκευτικότητας.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ἀπεχθάνεται τὶς θυσίες καὶ προσφορές, ἀφοῦ, στὸ κάτω-κάτω, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁρίζει στὸν νόμο του νὰ τὶς προσφέρουν; Ἁπλούστατα, ἐπειδὴ οἱ ψυχὲς τῶν προσφερόντων εἶναι ἀκάθαρτες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Μὲ πλησιάζει ὁ λαὸς αὐτὸς μόνο μὲ τὰ λόγια. Μὲ τιμᾶ μὲ τὰ χείλη, ἐξωτερικά, ὑποκριτικά. Ἡ καρδιά του ὅμως ἀπέχει πολὺ ἀπὸ μένα. Εἶναι ἀνώφελη ἡ εὐσέβειά τους, ἀφοῦ ἀκολουθοῦν διδασκαλίες καὶ ἐντολὲς ἀνθρώπινες» (Ἡσ. 29, 13).
Ἀλλοῦ ἐπεξηγεῖ περισσότερο ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιατὶ εἶναι ἀνώφελη ἡ ἐπίπλαστη εὐσέβεια. «Τί νὰ τὸ κάμω, λέγει ὁ Κύριος, τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας; Χόρτασα ἀπὸ τὶς θυσίες κριῶν, ἀρνιῶν, ταύρων καὶ τράγων. Δὲν θέλω νὰ ἔρχεσθε στὶς γιορτὲς γιὰ νὰ μοῦ φέρετε τὶς προσφορές σας. Ποιὸς τὰ ζήτησε αὐτὰ ἀπὸ τὰ χέρια σας; Μοῦ εἶναι ἄχρηστη καὶ σιχαμένη ἡ προσφορά σας σὲ σεμιγδάλι καὶ θυμίαμα. Ἡ ψυχή μου μισεῖ τὶς γιορτές σας καὶ τὴ νηστεία σας, γιατὶ δὲν ἀντέχω ἄλλο τὶς ἁμαρτίες σας.
Λουσθῆτε λοιπόν, γίνετε καθαροί! Ἀφαιρέστε τὶς πονηριὲς ἀπὸ τὶς ψυχές σας, σταματῆστε τὰ πονηρά σας ἔργα. Μάθετε νὰ κάνετε τὸ καλό, ἐπιδιῶξτε τὴ δικαιοσύνη, σῶστε τὸν ἀδικούμενο, δικαιῶστε τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴ χήρα. Καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος. Ἐλᾶτε τότε νὰ τὰ ποῦμε. Καὶ ὅσο κι ἂν βάφτηκαν οἱ ψυχές σας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σας, ἐγὼ θὰ τὶς κάνω λευκὲς σὰν χιόνι, σὰν ἄσπρο μαλλὶ» (Ἡσ. 1, 11-18).
Μήπως αὐτὸ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς; Φροντίζουμε γιὰ τὴν ψυχική μας καθαρότητα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἴδια τουλάχιστον προ-θυμία ποὺ δείχνουμε γιὰ τὴ φανουρόπιτα; Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ζητάει τάματα. Ζητάει ὅμως νὰ διώξουμε κάθε κακία, κάθε ἁμαρτωλὸ πάθος ἀπ’ τὴν καρδιά μας. Νὰ τὴ γεμίσουμε ἔλεος, εὐσπλαχνία, ἀγάπη γιὰ τὸ κάθε πλάσμα του.
Τότε μόνο θὰ ἔχει ἀξία καὶ ἡ ὁποιαδήποτε προσφορά μας. Χωρὶς τὴν ψυχικὴ αὐτὴ προετοιμασία, ὅλα χάνουν τὸ νόημά τους. Θὰ βρεθοῦμε στὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πῆγε στοὺς βασιλικοὺς γάμους χωρὶς ἀνάλογη ἐνδυμασία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταλήξει στὴ χειρότερη καὶ σκοτεινότερη φυλακὴ (Ματθ. 22, 1-14). Στὴ θέση τῶν μωρῶν παρθένων, ποὺ ἀκολουθώντας μιὰ ρηχὴ θρησκευτικότητα, ἀποκλείστηκαν ἀπὸ τοὺς γάμους, ἐπειδὴ ξέμειναν χωρὶς λάδι τὰ λυ-χνάρια τους. Χωρὶς ἔλαιον τὰ ἀγγεῖα τους. Ἐπειδὴ εἶχε μείνει νωρίτερα χωρὶς ἔλεον (=εὐσπλαχνία) ἡ καρδιά τους (Ματθ. 25, 1-13).
Τί φριχτὴ ἀπογοήτευση νὰ τρέχουμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ στὶς ἐκκλησιὲς μὲ λαμπάδες, μὲ κεριά, μὲ φανουρόπιτες καὶ ν’ ἀκούσουμε στὸ τέλος ἀπὸ τὸν Χριστό: «Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς» (Ματθ. 7, 23)! Μπρὸς στὸν ὁλόφωτο νυμφώνα του νὰ διαπιστώσουμε τὴν τελευταία στιγμή, ὅτι «ἔνδυμα οὐκ ἔχομεν, ἵνα εἰσέλθωμεν εἰς αὐτόν». Δὲν θά ’ναι κρίμα, λίγα φυλλαράκια δυόσμου ἢ ἄνηθου (Ματθ. 23, 23) νὰ μο-νοπωλήσουν ἀποκλειστικὰ τὴν προσοχή μας καὶ τελικὰ νὰ «μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ»;
Ἂς κάνουμε λοιπὸν μιὰ «φανουρόπιτα» γιὰ νὰ μᾶς δείχνει ὁ ἅγιος Φανούριος τὸν δρόμο. Τὸν δρόμο πρὸς τὴ σωτηρία ποὺ περνάει μές ἀπ’ «τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν».
Ἑορτὴ ἁγ. Φανουρίου
27η Αὐγούστου 2015

Όσιος Ποιμήν

Ο Όσιος Ποιμήν μαζί με τα άλλα αδέλφια του έκαναν μικρή μοναχική αδελφότητα σε μια μικρή σκήτη στην Αίγυπτο. Ηγούμενος αυτής της αδελφότητας ήταν ο Ποιμήν, που είχε όλα τα προσόντα πραγματικού ποιμένας ψυχών. Η φήμη του είχε φθάσει σε μακρινές περιοχές και πολύς κόσμος ερχόταν να τον δει και να τον συμβουλευθεί. Αυτός, όμως, δεχόταν μόνο τους μικρούς και ταπεινούς. Όσοι έρχονταν από περιέργεια, δεν τους δεχόταν, έστω και αν ήταν άρχοντες.

Κάποτε κάποιος επισκέπτης, θύμωσε που δεν τον δέχθηκε ο Όσιος και επειδή ήταν δικαστής, συνέλαβε το μοναχογιό της αδελφής του οσίου, με την ιδέα ότι έτσι θα ερχόταν ο ίδιος ο Ποιμήν σ' αυτόν. Ο όσιος, όμως, έγραψε προς αυτόν: «Ἐξέτασον τὸν ἀνεψιόν μου κατὰ τοὺς νόμους. Εἶναι ἔνοχος; Τιμώρησέ τον. Ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι, κᾶμε ὅπως θέλεις». Ο δικαστής θαύμασε τα γραφόμενα του οσίου και αμέσως απέλυσε τον ανεψιό του. Όλα αυτά, βέβαια, τα κατάφερνε ο Ποιμήν, διότι καλλιεργούσε το θεμέλιο των αρετών, την ταπεινοφροσύνη. Συχνά μάλιστα έλεγε: «Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από την ταπείνωσιν, όσην από τον αέρα τον οποίον εισπνέει. Η ταπεινοφροσύνη του πνεύματος είναι η ζωή της ψυχής».

Ο όσιος Ποιμήν πέθανε ειρηνικά, προκόβοντας σε όλες τις χριστιανικές αρετές το έτος 450 μ.Χ. σε ηλικία 110 ετών.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείων ἔργων σου, τὴ δαδουχία, λαμπρυνόμενος, τὴ διάνοια, διακρίσεως φωστὴρ ὤφθης ἄδυτος, διασκεδάζων παθῶν τὴν σκοτόμαιναν, καὶ καταυγάζων ἠμῶν τὰ νοήματα. Ποιμὴν Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ποιμὴν Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, Ὅσιε Πάτερ, ἡ ἁγία σήμερον, ἐπέστη μνήμη τὰς ψυχάς, τῶν εὐσεβῶν κατευφραίνουσα, Ποιμὴν θεόφρον, Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ποιμαινόμενος ὑπὸ Κυρίου, τούτου πρόβατον, ὡράθης πρᾶον, ἐναντίους λύκους μάκαρ τροπούμενος, καὶ ἐκτελέσας τὸν θεῖον ἀγώνά σου, πρὸς τὴν οὐράνιον μάνδραν ἐσκήνωσας, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Φανούριος ο Νεοφανής, ο Μεγαλομάρτυρας

Ο Άγιος Φανούριος είναι από τους πιο αγαπητούς άγιους σε όλο τον ελληνικό λαό, που κάθε χρόνο τιμά και πανηγυρίζει την μνήμη του στις 27 Αυγούστου.

Αυτός ο τόσο αγαπητός άγιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χωρίς αμφιβολία ως δώρο Θεού, διότι ήταν και παράμενε άγνωστος για πολλούς αιώνες. Έγινε γνωστός από την τυχαία εύρεση της εικόνας του τον 14ο αιώνα μ.Χ. στη Ρόδο, όταν έσκαβαν παλιά σπίτια στο νότιο μέρος του παλιού τείχους. Εκεί βρέθηκε αρχαίος ναός με πολλές κατεστραμμένες εικόνες και μεταξύ αυτών και η καλά διατηρημένη εικόνα επί της οποίας ο τότε μητροπολίτης Ρόδου Νείλος ο Β' ο Διασπωρινός (1355 - 1369 μ.Χ.) διάβασε το όνομα του Αγίου «ὁ ἅγιος Φανῶ».

Στην εικόνα, ο Άγιος παριστανόταν σαν νεαρός στρατιώτης, κρατώντας στο δεξιό του χέρι σταυρό, πάνω στον όποιο υπήρχε λαμπάδα αναμμένη, γύρω δε από την εικόνα τα 12 μαρτύρια του. Σε αυτά ο Μάρτυς παρουσιαζόταν: να στέκεται ανάμεσα σε στρατιώτες και να δικάζεται από τον ηγεμόνα· να πλήττεται απ’ αυτούς με πέτρες στο στόμα και την κεφαλή· να μαστιγώνεται πάλι απ’ αυτούς απλωμένος κατά γης· να κάθεται γυμνός και να ξέεται το σώμα του με σιδερένια νύχια· να είναι κλεισμένος στη φυλακή· να βασανίζεται μπροστά στο βήμα του ηγεμόνα· να καίεται στα μέλη του σώματος του με αναμμένες λαμπάδες· να είναι δεμένος σε μάγγανο και να βασανίζεται· να βρίσκεται ανάμεσα σε θηρία αβλαβής· να είναι ξαπλωμένος κατά γης και να πιέζεται το σώμα από ένα μεγάλο λίθο· να είναι μέσα σε ειδωλολατρικό ναό βαστάζοντας στις παλάμες του αναμμένα κάρβουνα και ο διάβολος να δραπετεύει στον αέρα με θρήνους· να στέκεται μέσα σε ένα καμίνι φωτιάς έχοντας υψωμένα τα χέρια σε σχήμα δεήσεως.

Τον αρχαίο ναό που βρέθηκε η εικόνα, ανοικοδόμησε, ύστερα από πολλές προσπάθειες, ο Νείλος και τον αφιέρωσε στο όνομα του Αγίου Φανουρίου, που όπως φαίνεται συνέταξε και την Ακολουθία του.

Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου Φανουρίου είναι το εξιστορούμενο στη συνέχεια. Τα χρόνια εκείνα εξουσίαζαν την Κρήτη οι Ενετοί, οι οποίοι δεν επέτρεπαν την παρουσία Ορθοδόξου Αρχιερέως στη μεγαλόνησο. Τέσσερεις άνδρες για να λάβουν τη χειροτονία ταξίδευσαν από την Κρήτη στην Κορώνη της Πελοποννήσου και κατά την επιστροφή αιχμαλωτίστηκαν από τους Αγαρηνούς, οι οποίοι φόνευσαν τον ένα και τους άλλους τρεις μετέφεραν στα Παλάτια (Μίλητο).

Όταν ο πνευματικός τους πατήρ, ονόματι Ιωνάς, πληροφορήθηκε το γεγονός, ταξίδεψε μέχρι τη Ρόδο και εκεί διαπραγματεύθηκε την απελευθέρωσή τους με τον άρχοντα Γεώργιο Πετρανή, ο οποίος είχε εμπορικές σχέσεις με τους τούρκους των Παλατίων. Λόγω όμως πολεμικών αναταραχών στην περιοχή η προσπάθεια να αφεθούν ελεύθεροι έγινε δυσχερέστερη. Ο Ιωνάς, κατά την εκκλησιαστική συνήθεια, επισκέφθηκε τον μακάριο Νείλο και εκείνος του έκανε λόγο για τον Άγιο Φανούριο και τα θαύματά του, προτρέποντάς τον να επικαλεστεί την αντίληψη και βοήθειά του για το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Πράγματι ο πνευματικός έπραξε όπως τον προέτρεψε ο Μητροπολίτης και μετά μερικές μέρες έφθασε μήνυμα από τα Παλάτια ότι οι εξελίξεις ήταν θετικές. Οι αιχμάλωτοι Ιερείς με θαυμαστό τρόπο αφέθηκαν ελεύθεροι και ο πνευματικός τους πατήρ Ιωνάς από ευγνωμοσύνη προς τον Μεγαλομάρτυρα, επιστρέφοντας, μετέφερε στην Κρήτη αντίγραφο της Εικόνας του και τελούσε έκτοτε πανηγυρικά τη μνήμη του.

Η αγάπη και η τιμή με την οποία περιβάλλεται ο Άγιος Φανούριος έγινε αφορμή να δημιουργηθούν διάφορες ωραίες και ευλαβείς παραδόσεις στο λαό μας, ανάμεσα στις οποίες είναι και το εορταστικό έθιμο της «Πίττας του Αγίου Φανουρίου», ή της «Φανουρόπιττας» που γίνεται την παραμονή της εορτής του. Η πίτα αυτή είναι συνήθως μικρή και στρογγυλή σαν μικρός άρτος, μοιράζεται στους πιστούς και γίνεται άλλοτε για να φανερώσει κάποιο χαμένο αντικείμενο ή κάποια χαμένη υπόθεση ή ακόμα να φανερώσει την υγεία σε κάποιον ασθενή.Υπάρχει επίσης και παράδοση ότι με τη πίτα αυτή γίνεται μνεία της μητέρας του, αλλά άγνωστο για ποιο λόγο.

Σημείωση: Η αναφορά στο Νέο Λειμωνάριο ότι η εικόνα του Αγίου βρέθηκε το 1500 μ.Χ., είναι μάλλον λανθασμένη, διότι ο επίσκοπος Ρόδου Νείλος έζησε τον 14ο αιώνα μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οὐράνιον ἐφύμνιον, ἐν γῇ τελεῖται λαμπρῶς, ἐπίγειον πανήγυριν νῦν ἑορτάζει φαιδρῶς, ἀγγέλων πολίτευμα· ἄνωθεν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦσι τοὺς ἄθλους, κάτωθεν Ἐκκλησίᾳ τὴν οὐράνιον δόξαν· ἣν εὗρες πόνοις καὶ ἄθλοις τοῖς σοῖς Φανούριε ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως ἐκλάμψας, ἐκ τῆς Ῥόδου Φανούριε, ὡς φωστὴρ ἀεὶ καταυγάζεις, Ἐκκλησίας τὸ πλήρωμα· τὴν γνῶσιν φανεροῖς γὰρ τῶν κρυπτῶν, νοσήματα διώκεις χαλεπά, καὶ παρίστασαι ταχύτατος βοηθός, τῶν πίστει ἀναβοώντων· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ φανερώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, μέγιστα θαύματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν τῆς Ῥόδου προστάτην, καὶ μέγαν πρόμαχον, τὸν παραδόξως γνωσθέντα, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, τῶν Μαρτύρων τὸ λαμπρόν, κλέος Φανούριον, ἀνευφημήσωμεν πιστοί, ὅτι χάριν ἐκ Θεοῦ, δεξάμενος ἰαμάτων, φερωνύμως ὡς φῶς ἐκλάμπει, ἄδυτον πᾶσι τοῖς τιμῶσι αὐτόν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄστρον ἀνέτειλας, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, καὶ πάντας κατηύγασας, φανερωθεὶς θαυμαστῶς, Φανούριε ἔνδοξε· ὅθεν τοῖς εὐφημοῦσι, τὴν σὴν ἄθλησιν Μάρτυς, νέμεις τῶν σῶν θαυμάτων, τὴν σωτήριον χάριν, πρεσβεύων τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
῾Ιερεῖς διέσωσας, αἰχμαλωσίας ἀθέου, καὶ δεσμὰ συνέθλασας, δυνάμει θείᾳ θεόφρον· ᾔσχυνας, τυράννων θράση γενναιοφρόνως· εὔφρανας, Ἀγγέλων τάξεις Μεγαλομάρτυς· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, θεῖε ὁπλῖτα, Φανούριε ἔνδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μαρτυρίου τελέσας καλῶς τὸ στάδιον, καὶ Χριστὸν μεγαλύνας οἰκείοις μέλεσιν, οὐρανίων δωρεῶν λαμπρῶς τετύχηκας, καὶ παρέχεις τοῖς πιστοῖς, ὡς μεσίτης πρὸς Θεόν, βοήθειαν καθ' ἑκάστην, Φανούριε ἀθλοφόρε, τοῖς καταφεύγουσι τῇ σκέπῃ σου.

Ὁ Οἶκος
Ἤθλησας Μάρτυς ἀνδρικῶς, ἐν ἔτεσιν ἀδήλοις, καὶ ὑπερεῖδες νουνεχῶς, νεότητος τὸ ἄνθος, ὑπὲρ ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, πλείστας βασάνους ὑποστάς, καὶ θάνατον γενναίως· ἀλλ' οἷς οἶδε κρίμασι Θεός, λήθης βυθοῖς, τὰ τῆς ἀθλήσεως τῆς σῆς, ἐκρύπτοντο τρόπαια· ἐν δὲ τῆ, Ῥόδῳ τῇ περιφήμῳ νήσῳ, ὁ ὑπὸ γῆν κεχωσμένος φανερωθεὶς ναός σου, ἐν ᾧ ἡ πάντιμος ὡς θησαυρὸς εἰκών σου, ἡ σὴ λαμπρὰ ἐγνώρισται ἄθλησις, καὶ πᾶσα ἡ Ἐκκλησία γνῶσιν ἔσχε τῶν ἀθλητικῶν σου ἀγώνων, καὶ τῆς πρὸς Χριστὸν λαμπρᾶς σου παῤῥησίας· ὅτι πᾶσιν ἐφαπλοῖς, τὴν θαυμαστήν σου προστασίαν, καὶ πολυειδῶν ἐξαίρεις κινδύνων καὶ θλίψεων, καὶ αἰχμαλώτους λυτροῦσαι, θεῖε ὁπλῖτα Φανούριε ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ ἐν Ῥόδῳ φανερωθείς, καὶ ἐξανατείλας, ὥσπερ ἥλιος ἐξ αὐτῆς, πᾶσαν καταυγάζων, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, θαυμάτων σου τῷ πλήθει, Μάρτυς Φανούριε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Φανούριε ἀθλητά, ὁ πᾶσι παρέχων, τὰ αἰτήματα συμπαθῶς· χαίροις εὐσεβούντων, ὁ μέγας ἀντιλήπτωρ, καὶ πάσης Ἐκκλησίας, θεῖον ἀγλάισμα.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Μία καταστρεπτική αναβολή

Η έλλειψη ευαισθητοποιήσεως μπροστά σε μια δύσκολη ψυχική κατάσταση ενός συνανθρώπου μας, μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα, όπως στην ακόλουθη περίπτωση:
Το φοβερό αυτό συμβάν το έπαθε και το έζησε ένας ηλικιωμένος άνδρας, παρ’ όλο που ήταν καλός Χριστιανός, επίτροπος κλπ. Όσο καιρό έζησε μετά, το θυμόταν και πάντοτε έκλαιγε από τύψεις.
Μια ημέρα, πρωινό ήταν, ξεκίνησε από την Εκκλησία για την Επισκοπή, γιατί είχε συνάντηση με τον Επίσκοπο για κάποιο θέμα της Εκκλησίας. Καθώς ανηφόριζε τον δρόμο προς την κεντρική λεωφόρο, συνάντησε έναν γνωστό του- αρκετά νέο άνδρα- ο οποίος φαινόταν έξαλλος, αγριεμένος, με ανακατεμένα μαλλιά και με το βλέμμα γεμάτο απελπισία. Ο επίσκοπος τα ‘χασε.
- Τι έχεις , βρε Γιώργο; Τι σου συμβαίνει; μπόρεσε να του πη.
Ο άλλος ξέσπασε.
- Άσε με ,κυρ- Δημήτρη, άσε με! Δεν αντέχω άλλο στο σπίτι. Θα πάω να πνιγώ!
- Τι είναι αυτά που λες; του απάντησε ο χριστιανός.
- Αυτό που σου λέω! Έχεις λίγο καιρό να σου τα πω να ξεσπάσω; ρώτησε, με την ελπίδα ότι ο επίτροπος θα μπορούσε λίγο να τον ακούσει.
Δυστυχώς όμως δεν ζύγισε καλά τα πράγματα και γυρίζει και του λέει:
- Να σε ακούσω, φίλε μου, αλλά τώρα έχω μια συνάντηση με τον Δεσπότη. Θέλεις να συναντηθούμε το απόγευμα στο καφενείο; του πρότεινε.
Απογοητευμένος ο άλλος του απάντησε μ’ ένα ξερό “Καλά” και έφυγε ακόμη πιο ταραγμένος.
Το μεσημέρι γύρισε ο επίτροπος στο σπίτι του και του έβαλε η γυναίκα του να φάει. Ενώ έτρωγε, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε η γυναίκα του και αυτό που άκουσε την έκανε να παγώσει. Έμεινε με το ακουστικό μετέωρο. Ο επίτροπος ανησύχησε και την ρώτησε τι συμβαίνει. Η απάντηση:
- Μου είπαν ότι ο Γιώργος πνίγηκε στον κυματοθραύστη. Προ ολίγου τον βρήκαν πνιγμένον!
Κεραυνός αν έπεφτε επάνω στον χριστιανό μας, λιγώτερο θα τον συγκλόνιζε!
- Γυναίκα, εγώ τον σκότωσα, φώναζε και έκλαιγε με απόγνωση.
Άδικα προσπαθούσε να τον παρηγορήσει εκείνη.
- Αχ, γιατί ανέβαλα να τον ακούσω; Λες και ο Δεσπότης θα με παρεξηγούσε αν του εξηγούσα;
Πήγε σε πολλούς πνευματικούς να εξομολογηθεί το γεγονός. Πήρε την άφεση, αλλά ο καημός τον ακολούθησε ως το τέλος της ζωής του.
Ας μας προβληματίσει το πάθημα αυτιού του Χριστιανού και ας ενδιαφερόμαστε για τις ψυχικές ανάγκες του πλησίον, ζητώντας φώτιση και Χάρι από τον Θεό, ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε κατανόηση, παρηγοριά, έμπρακτη βοήθεια. Είθε.

Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ο σύγχρονος Χριστιανός

Του Μοναχού Μωυσέως, του Αγιορείτου

Ο άνθρωπος σήμερα φαίνεται να λησμόνησε και να μην αναζητά επισταμένα το βαθύ νόημα της ζωής. Ενδιαφέρεται μάλλον για την εξεύρεση του επιούσιου άρτου και μικρή ή μεγάλη αύξηση των ευρώ. Στη μεγάλη δυσκολία των καιρών, για την οποία πολλά έχουμε πει και γράψει, βασική σημασία έχει η βαθιά πίστη στον Θεό, η οποία χαρίζει στους πιστούς εμπιστοσύνη, κουράγιο, παρηγοριά και ελπίδα. Επίσης, οι ορθές διαπροσωπικές σχέσεις με αγαθή φιλία, καλή συζήτηση, φιλότιμη προσπάθεια, καλοσύνη και συμπάθεια τονώνουν και δεν αφήνουν τον άνθρωπο να πνιγεί στη μοναξιά και να χτυπηθεί από την καταιγίδα τη απελπισίας.

Ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος έχει την ανάγκη, όχι μόνο από ψωμί, αλλά και από τη γεύση της ελευθερίας, της ειρήνης και της αγάπης. Δεν πρόκειται για ένα υπολογισμένο και συγκρατημένο ουμανισμό και αλτρουισμό, αλλά για έκφραση θυσιαστικής χριστιανικής αγάπης..

Οι ανάγκες τη ψυχής του ανθρώπου δεν νομίζουμε ότι παύουν ποτέ. Οι ανάγκες αυτές δεν ικανοποιούνται από ένα πρόχειρο κήρυγμα, από συμβουλές τετριμμένες, γνωστές και βιαστικές. Οι νέοι γι’ αυτό αντιδρούν και απομακρύνονται από την Εκκλησία. Δεν είπα ότι δεν θέλουν και απορρίπτουν το μήνυμά της, αλλά ενοχλούνται από τον αφοριστικό τρόπο του. Έτσι κλείνονται στον εαυτό τους και ψάχνουν τη χαρά εκεί που σίγουρα δεν θα τη βρουν.

Στην κατάσταση αυτή, οι νέοι πέφτουν σε μία νάρκη και δεν θέλουν να εξεγερθούν, μερικές φορές ούτε να αναπτύξουν στοιχειώδη διάλογο, γιατί έχουν πικρά απογοητευτεί. Παρουσιάστηκε η Εκκλησία λίαν αυστηρή, απομονωμένη, μόνο να διατάζει, ν’ απαγορεύει, να δημιουργεί φοβερές ενοχές, να πιέζει και να μην ακούει. Φθάνει στην πλήρη απόρριψη του θεσμού της Εκκλησίας, για όλα τα παραπάνω και ότι είναι ακατανόητη και σκληρή. Τα ενίοτε διαρρέοντα εσωτερικά προβλήματα ορισμένων ταγών της Εκκλησίας σκανδάλισαν και απομάκρυναν μακριά και μόνιμα αρκετούς πιστούς και μάλιστα, νέους με πολύ καλές προθέσεις.

Όχι λίγοι άνθρωποι, λεγόμενοι της Εκκλησίας, αποφεύγουν συστηματικά την ωφέλιμη αυτοκριτική και επιδίδονται σταθερά στην εύκολη κριτική. Συγκρίνονται με τους χειρότερους και αισθάνονται πολύ καλά. Δε λογαριάζουν και δεν αναλύουν τους λόγους που ο πολύς κόσμος δεν ακούει πλέον τους ιεροκήρυκες. Το πρόβλημα συλλογίζομαι δεν είναι τόσο οι άλλοι, αλλά περισσότερο εμείς. Είναι επιτακτική ανάγκη να κατεβούμε από ψηλά και να μιλήσουμε φιλικά, δίχως να βλέπουμε συνεχώς το ρολόι. Μη φοβηθούμε καμία ερώτηση και να προσέξουμε καλά τις απαντήσεις.

Ο σύγχρονος Χριστιανός, δυστυχώς, κρύβει μία μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Ότι κάτι παραπάνω και καλύτερο είναι. Δεν είναι τόσο ατόφιος, ντόμπρος, γνήσιος και αληθινά ταπεινός. Βεβαίως, και σήμερα υπάρχουν Χριστιανοί ήρωες και χαριτωμένοι. Μπορεί να αποτελούν μειοψηφία, όμως, σίγουρα υπάρχουν κι εντός κι εκτός κόσμου. Ο σύγχρονος Χριστιανός θα βοηθήσει καλύτερα τους συνανθρώπους του με το βιωμένο παράδειγμα και όχι με τα παχιά και ανούσια λόγια. Ο κόσμος αλλάζει. Οι καιροί είναι απαιτητικοί. Ο ρόλος των Χριστιανών σήμερα στις άτακτες κοινωνίες μας είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Μην απογοητεύσουμε κι εμείς τον κόσμο.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ανδριανός και Ναταλία

Ο Άγιος Ανδριανός, ο οποίος έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, ήταν παντρεμένος με την Ναταλία. μία μέρα λοιπόν είδε 23 χριστιανούς, να είναι έτοιμοι να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο 28χρονος Ανδριανός (από τη Νικομήδεια), εντυπωσιάστηκε από αυτά πού άκουσε και δήλωσε στους ειδωλολάτρες ότι είναι κι' αυτός χριστιανός. Αμέσως τον έπιασαν και τον έκλεισαν στην φυλακή. Εκεί πήγε η Ναταλία να του συμπαρασταθεί και να του πει να μην λυγίσει. Στην συνέχεια, αφού υπέμεινε πολλά και φρικτά βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα του. Αξιοσημείωτο είναι, ότι όταν οι ειδωλολάτρες επιχείρησαν να του κάψουν το σώμα, ξέσπασε μία δυνατή νεροποντή η οποία έσβησε τη φωτιά. το σώμα του ενταφιάστηκε από την γυναίκα του την Ναταλία, η οποία μετά από λίγο καιρό θάφτηκε δίπλα του, αφού μαρτύρησε και αυτή για τον Χριστό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἀναφαίρετον ὄλβον ἠγήσω, τὴν σωτήριον, πίστιν τρισμάκαρ, καταλιπῶν τὴν πατρῴαν ἀσέβειαν καὶ τῷ Δεσπότῃ κατ' ἴχνος ἑπόμενος, κατεπλουτίσθης ἐνθέοις χαρίσμασιν Ἀδριανὲ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, ὁμοὺ σὺν Ναταλία τὴ θεόφρονι.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γυναικὸς θεόφρονος τοὺς θείους λόγους, ἐν Καρδίᾳ θέμενος, Ἀδριανέ μάρτυς Χριστοῦ, ἐν τοῖς βασάνοις προσέδραμες, σὺν τῇ συζύγῳ τὸ στέφος δεξάμενος.

Ὁ Οἶκος
Καιρὸς ἐπέστη τοῖς πιστοῖς, χαρμόσυνος ἡμέρα, Ἀδριανοῦ τοῦ θείου ἐνθέως εὐφρανθῶμεν, ἀναβοῶντες πρὸς αὐτόν· Μάρτυς τοῦ Κυρίου, ὁ τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν σαφῶς ἀγωνισάμενος, καὶ στέφος οὐρανόθεν δεξάμενος τῆς δικαιοσύνης, ἀπὸ πάσης ἐπηρείας τοῦ ἀλλοτρίου ἡμᾶς ῥῦσαι πάντας, ἴασίν τε ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἐξαπόστειλον ἡμῖν, καὶ τὴν κηλῖδα πᾶσαν τοῦ νοὸς ἐκκάθαρον οὐρανόθεν, σὺν τῇ συζύγῳ τὸ στέφος δεξάμενος.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

H λύπη στην ευρύτερη σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας

Η φύση της λύπης

H λύπη, κατά τους αγίους Πατέρες, είναι δύναμη της ψυχής, η οποία ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου. O άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά ότι τη λύπη την έβαλε ο Θεός στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε, χρησιμοποιώντας την κανείς σωστά, να λάβει μεγάλο κέρδος.

Σε ένα άλλο επίσης σημείο ο ίδιος Πατέρας συμπληρώνει, λέγοντας ότι ο άνθρωπος χρειάζεται να επιδείξει πολλή ανδρεία, ώστε να αντιμετωπί­σει αυτή τη δύναμη της ψυχής με γενναιότητα και να καρπωθεί το χρήσιμο στοιχείο που αυτό ενέχει, απορρίπτοντας ό,τι περιττό. Ως χρήσιμο θεωρεί το να λυπάται κανείς όταν ο ίδιος ή κάποιος άλλος άνθρωπος έχει πέσει σε αμαρτίες· ενώ ως άχρηστο θεωρεί το να διακατέχεται η ψυχή από το πάθος της λύπης, εξαιτίας διαφόρων αντίξοων καταστάσεων και πειρασμών της παρούσας ζωής.

Στο ίδιο ακριβώς επίπεδο σκέψεως κινούνται όλοι οι νηπτικοί Πατέρες επισημαίνοντας ότι δεν επιτρέπεται να λυπάται κανείς για τα πράγματα αυτού του κόσμου, αλλά μόνο για εκείνα που γίνο­νται αντίθετα προς το θέλημα του Θεού.


Τα είδη της λύπης

Η φυσική όμως αυτή δύναμη της ψυχής, μετά την πτώση του Προπάτορα, διαστράφηκε. Η λύπη από δύναμη της ψυχής έγινε «τυραννίς», πάθος δριμύ που συνακολούθησε τον εκπεσόντα σε όλες τις φάσεις της μετέπειτα ζωής αυτού του ίδιου, αλλά και των απογόνων του.

Η λύπη, ως δύναμη της ψυχής, δεν είναι, ασφαλώς, διαφορετικής φύσεως από την εκφυλισμένη μορφή της, δηλαδή από τη λύπη-πάθος, όπως αυτή βιώνεται από τον μεταπτωτικό άνθρωπο. Αλλά τα δύο αυτά είδη διαφέρουν, κατά τους Πατέρες, ως προς το στόχο, στον οποίο επικεντρώνονται και ως προς το σκοπό, τον οποίο εξυπηρετούν.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διακρίνει τη λύπη σε δύο είδη:

α) Αυτή που αφορά στις αισθήσεις, της οποίας αιτία είναι η στέρηση των ηδονών και,

β) Αυτή που έχει επιπτώσεις στο νου, της οποίας γεννήτορας και τροφός είναι η στέρηση των πνευματικών αγαθών.

Ο άγιος Πατέρας σημειώνει με ιδιαίτερη έμ­φαση, λέγοντας ότι τα θλιβερά συμβάντα της ζωής του ανθρώπου είναι ανάλογα των λογισμών και την εν γένει πολιτεία του. Και, αν αυτά αξιοποιηθούν σύμφωνα με τις Ευαγγελικές εντολές, με μετάνοια δηλαδή και προσευχή, αυτά λειτουργούν θεραπευτικά και ελευθερώνουν από τα πάθη την ψυχή του. Αν πάλι δεν δεχθεί ο άνθρωπος τις διάφορες θλίψεις ως φάρμακα πνευματικά και αδιαφορήσει -πολύ περισσότερο, αν θεωρήσει ως αίτιους των κακών τους συνανθρώπους του ή και τον ίδιο τον Θεό και παραμείνει ανεπηρέαστος και αθεράπευτος από το καυστικό και ιαματικό φάρμακο των θλίψεων- τότε δίκαια χάνει τη Χάρη του Θεού και παραδίδεται στη σύγχυση των παθών και ενδίδει στη δαιμονική επιρροή. Γι' αυτό οι Πατέρες μας συστήνουν την υπομονή και την προσευχή, ως τον επιτυχέστερο τρόπο και ως τη μόνη θεάρεστη οδό για την αντιμετώπιση των εκάστοτε πειρασμών και των θλίψεων.

Ο αββάς Κασσιανός, καταγράφοντας τα ιδιαί­τερα χαρακτηριστικά της κάθε μορφής λύπης, λέει ότι η λύπη-πάθος είναι οξεία, ανυπόμονη, δύσκολη στην αντιμετώπιση, γεμάτη μνησικακία, πικρία, και συχνά, απελπισία. Αυτή παραλύει τη δύναμη του ανθρώπου για ζωή και δράση και του κρύβει την ελπίδα. Κι αυτό γιατί αυτή του εμπνέει την εγωκεντρική αντί­δραση και εν πολλοίς τον παραλογισμό. Αντίθετα, «η κατά Θεόν» λύπη, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο απόστολος Παύλος, «φέρνει τον άνθρωπο σε μετά­νοια και του εξασφαλίζει την αιώνια σωτηρία» (Β' Κορ. 7, 10).

Η σωτήρια αυτή λύπη είναι επιπλέον υπάκουη, ευγενική, ταπεινή, πραεία και υπομονετική. Κι αυτό, γιατί η κατά Θεόν λύπη πηγάζει από την αγάπη του Θεού και είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος.

Η «κατά Θεόν» λύπη, είναι ευλογημένη επι­δίωξη κάθε πιστού και εργαλείο πρόσφορο για την άσκηση και την πνευματική προκοπή του. Παρόλα αυτά, αυτή η μορφή της λύπης πρέπει να λειτουρ­γεί ως πένθος, όχι για συγκεκριμένα αμαρτήματα, αλλά ως αίσθηση της διακοπής της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, πράγμα που τον καθιστά «κατάχρεων» ενώπιον Του.

Οι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι, εκτός από την «κατά Θεόν», ευλογημένη λύπη και την άλλη, τη διεστραμμένη και εμπαθή μορφή της, υπάρχει και ένα τρίτο είδος λύπης, την οποία χαρακτηρίζουν ως αναιτιολόγητη ή καλύτερα ως ανοημάτιστη σπατάλη δυνάμεων της ψυχής. Αυτό το είδος της λύπης το ανάγουν στο επίπεδο της ζηλόφθονης δαιμονικής παρέμβασης στο έργο της οικονομίας του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Η αναιτιολόγητη λύπη συχνά υποθάλπει, κατά τη γνώμη των Πατέρων, δαιμονική παρέμβαση ή ακόμα και κυριαρχία. Ο δαίμονας δηλαδή έχει -όχι βέβαια πάντα, αλλά τουλάχιστον περιπτωσιακά και εν μέρει- την ευθύνη της ύπαρξης και της λειτουργίας του πάθους της λύπης. Θεωρούν μάλιστα την ύπαρξη της λύπης, σε όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της, ως απόδειξη της άμεσης ή έμμεσης δαιμονικής ενέργειας.

Το πάθος της λύπης, εν τέλει, είναι από τα βα­σικότερα όπλα του δαίμονα εναντίον του ανθρώπου και συχνά η ύπαρξή της είναι ενδεικτικό στοιχείο της δικής του ενέργειας, η οποία συντελεί τόσο στη γέννηση, όσο και στην ανάπτυξη και τη μόνιμη εγκα­τάστασή της στην ψυχή.
Δεν είναι όμως απολύτως υπεύθυνος ο πονη­ρός για τις επιπτώσεις που θα έχουν στον άνθρωπο τα βέλη που εξαπολύει εναντίον του. Αλλά, συχνά, συμβαίνει να προϋπάρχει, της δαιμονικής επέμβασης στην ψυχή, η λύπη. Αυτό λοιπόν που κάνει τότε ο δαίμονας είναι να εκμεταλλεύεται την υπάρχουσα ανειρήνευτη κατάσταση της ψυχής, και μάλιστα με τέτοιο δόλιο τρόπο, ώστε η επέμβασή του να είναι δύσκολα αντιληπτή και έτσι να συντελεί στην ανά­πτυξη του πάθους και την εγκατάστασή του, κυρι­αρχικά πλέον, στην ψυχή του ανθρώπου.

Η λύπη, σε γενικές γραμμές, είναι απεγνω­σμένη προσπάθεια έκφρασης του αισθήματος της αποτυχίας, της μειωμένης αυτοεκτίμησης και της αδυναμίας του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση.

Η Πατερική σκέψη και σοφία επιμένει στο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πηγή της λύπης κάποιο εξωτερικό συμβάν. Η απώλεια πολύτιμων αγαθών ή η ανεκπλήρωτη επιθυμία δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη γέννηση και κυρίως την εμμονή της στην ψυχή του ανθρώπου και μάλιστα του πιστού.
Όλα αυτά ασφαλώς είναι οι αφορμές, οι οποίες, πράγματι, επιδρούν ποικιλότροπα και επηρεάζουν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον άνθρωπο και τη ζωή του. Μπορούν όμως, οπωσδήποτε, να αναχαιτι­σθούν επιτυχώς από αυτόν και να παραμείνουν μόνο μέχρι το στάδιο της προσβολής του λογισμού.
Αλλά ο άνθρωπος, μη όντας σε κατάσταση νήψης και προσευχής, δεν αντιδρά πάντα έγκαιρα και κατάλληλα. Έτσι παραδίδεται αμαχητί στο δαί­μονα της λύπης, ο οποίος, στη συνέχεια, φροντίζει να αποκρύψει ύπουλα, από τα πνευματικά αισθητήρια του θύματος του, την αλήθεια. Παρουσιάζει λοιπόν έντεχνα, ως απολύτως δικαιολογημένη την κατάσταση της αθυμίας και της λύπης του, υποβάλλοντάς του το λογισμό ότι δήθεν αιτία όλων των κακών που του συμβαίνουν είναι ένα συγκεκριμμένο συμβάν ή κάποιες ατυχείς συγκυρίες.
Επιπλέον ο πονηρός, όταν επιτύχει και κα­ταλάβει το λογισμό του ανθρώπου, τότε εμφανίζει ως υπεύθυνο για όλα, όχι ασφαλώς τον ίδιο τον άνθρωπο και την αδυναμία του, αλλά τις αντίξοες περιστάσεις της ζωής, τις άστοχες και κακόβουλες ενέργειες των συνανθρώπων του, τις στερήσεις και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του ή ακόμα και τον Ίδιο τον Θεό, τον Οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ως άδικο και ανελεήμονα.
Συνεπώς, για την αναιτιολόγητη λύπη δεν ευθύνεται αποκλειστικά ο διάβολος. Δεν τη γεννά δηλαδή ο Πονηρός «εκ του μη όντος». Αλλά το στοιχείο αυτό του πάθους ενυπάρχει ως δύναμη στη φύση του ανθρώπου και το εκμεταλλεύεται ο πονηρός, προκειμένου να οδηγήσει τον άνθρωπο, που έχει πέσει στα δίχτυα της λύπης, στην απόγνωση και την καταστροφή.

Ως αίτια της εμπαθούς λύπης οι Πατέρες κα­ταγράφουν ενδεικτικά:

α) Τη ματαίωση επιθυμίας ηδονής ή την απώ­λεια κάποιου αγαθού.

β) Την κενοδοξία

γ) Το θυμό, την οργή και τη μνησικακία


α) Η ματαίωση επιθυμίας ηδονής ή η απώλεια κάποιου αγαθού

Οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες του μεταπτωτικού ανθρώπου είναι συνήθως αντίστοιχες της εμπάθειας που τον διακατέχει. Γι' αυτό συχνά προσπαθεί κα­νείς να στηριχθεί σε επίγεια και φθαρτά πράγματα, οικοδομώντας τα όνειρα και τις ελπίδες του «στην άμμο». Έτσι, όταν έρχεται η θύελλα των πειρασμών, οι καταιγίδες της «κατά κόσμον» αποτυχίας του, η στέρηση της τρυφής και της ανάπαυσης, ταράζεται και θλίβεται, ανάλογα με τον βαθμό που είναι κανείς στηριγμένος σ' αυτά.
Συνιστούν λοιπόν οι άγιοι Πατέρες μας να μη στηρίζεται ο άνθρωπος σε τίποτα φθαρτό και εφή­μερο, ούτε να ψάχνει τη χαρά και την ειρήνη της ψυχής του στις ηδονές και τις επιθυμίες της από­λαυσης του κόσμου τούτου. Γιατί οι επιθυμίες της σαρκός μόνο φθορά μπορούν να προσπορίσουν στον άνθρωπο, αφού κατά το Ευαγγελικό είναι απατηλές και μάταιες.


β) Η κενοδοξία

Η αναζήτηση αναγνώρισης, τιμής και δόξας και η αποτυχία της προσπάθειας για την απόκτησή τους είναι, κατά τους Πατέρες, τα βασικότερα αίτια της εμπαθούς λύπης, που συντελούν στο να παραμένει ανοιχτή και ανικανοποίητη η άβυσσος της ανθρώπι­νης ψυχής. Κι αυτό, γιατί αυτά παράγουν άφθονη τροφή στους ανέλπιδους και θλιβερούς λογισμούς του φιλόυλου και κενόδοξου ανθρώπου.

Η επίδειξη των χαρισμάτων, «η αλαζονεία του βίου», η επίδειξη των αγαθών ή και των αρετών, καθώς και οι ποικίλες άλλες εμπαθείς επινοήσεις του ανθρώπου για την ανάδειξή του, είναι μερικοί από τους πλέον συνήθεις τρόπους του εγώ, ώστε να επιπλεύσει και να επιδειχθεί. Γιατί όλα αυτά προ­σπορίζουν στον άνθρωπο τον αντίστοιχο θαυμασμό και την αναγνώριση του εκ μέρους του στενού και του ευρύτερου περιβάλλοντός του.
Οι βαθιές και θεμελειώδεις αναζητήσεις και τα υπαρξιακά ερωτηματικά ξεπροβάλλουν τότε εντονό­τερα και η στιγμή της αποτυχίας είναι για τον κενόδοξο άνθρωπο βαριά και καταλυτική. Γιατί ο μη αναγεννημένος άνθρωπος δεν είναι σε θέση, -έχοντας ως βάση τη λογική «του αιώνος τούτου»- να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα της αδοξίας που ενέχει ο σταυρός της αποτυχίας, τον οποίο καλείται στο εξής να σηκώσει. Η αυτοεκτίμησή του εξαντλείται, το αυτοείδωλό του πέφτει και αν δεν βρεθεί στο δρόμο του άνθρωπος «Κυρηναίος», βοηθός διακρι­τικός και φιλάδελφος, για να τον συνδράμει και να τον καθοδηγήσει στην «οδό του Μαρτυρίου» του, τότε αποδομείται ή και, πολλές φορές, συντρίβεται ανεπανόρθωτα.
Επιπλέον, η κενοδοξία είναι περιεκτική κακία, ρίζα και μητέρα πολλών άλλων παθών, όπως για παράδειγμα της φιλαρχίας και της φιλαργυρίας. Ο άγιος Κασσιανός παρομοιάζει πολύ εύστοχα την κενοδοξία με το κρεμμύδι. «Όταν βγάζουμε», λέει, «από το κρεμμύδι μια φλούδα, βρίσκουμε αμέσως από κάτω μια άλλη. Και όσο βγάζουμε φλούδες, τόσο βρίσκουμε άλλες από κάτω».
Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος, ο οποίος βρί­σκεται υπό το κράτος της λύπης, εμφανίζεται να έχει πληγωμένο ή μειονεκτικό «εγώ» και υπερβολική φιλαυτία.
Η λύπη, λοιπόν, είναι το αναπόφευκτο αποτέ­λεσμα του πάθους της κενοδοξίας και των ποικίλων εκφάνσεών της και προδίδει ανειρήνευτη εσωτερική κατάσταση και ανέλπιδο βίο.


γ) Ο θυμός, η οργή και η μνησικακία

Η υποδούλωση του ανθρώπου στα πάθη γε­νικά, αλλά και ειδικότερα στα πάθη του θυμού, της οργής και της μνησικακίας, είναι πηγή λύπης. Επιπλέον, αυτά είναι ενδεικτικά της ματαίωσης κάποιας επιθυμίας ηδονής ή της απώλειας υλικών αγαθών ή ακόμη και μείωσης της εκτίμησης και αμαύρωση της ιδέας που ο ίδιος ο άνθρωπος τρέ­φει για τον εαυτό του.
Στις περιπτώσεις αυτές, η οργή καταλαμ­βάνει τον άνθρωπο και γεμίζει την ψυχή του λύπη και αθυμία, εξαιτίας της αδυναμίας του να απο­λαύσει το αντικείμενο της επιθυμίας του. Κι αυτό γιατί, καθώς λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, βαθιά μέσα στην επιθυμία της ηδονιστικής από­λαυσης κρύβεται ο πόνος και η οδύνη.

Λυπάται επίσης ο άνθρωπος και θρηνεί, όταν αντιληφθεί ότι κάποιος τον προσέβαλε και σπίλωσε την τιμή και την αξιοπρέπειά του. Αυτή τη λύπη οι Πατέρες τη θεωρούν ως σύμπτωμα της νόσου τής υπερηφάνειας, στην οποία το πάθος στηρίζεται, από την οποία ζωοποιείται, τρέφεται και μεγαλώνει τόσο, ώστε να φθάνει να παραμένει ισχυρό, κυρίαρχο, και συχνά, αθεράπευτο.
Η οργή στρέφεται, συχνά, ευθέως κατά του ανθρώπου που, δια της προσβολής, επέφερε το κτύ­πημα και είναι ενδεχόμενο να εκφρασθεί ακόμα και με βίαιες εξωτερικές εκδηλώσεις. Ο άλλος τότε γίνε­ται αποδέκτης σκληρών λόγων ή ακόμη και χειροδικίας, εφόσον, στη συνείδηση του οργισμένου, αυτός έχει χάσει πλέον τη θέση του αδελφού.
Αυτή ακριβώς είναι και η ερμηνεία που δίνει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο οποίος στην Κα­θολική Επιστολή του αναφέρεται σ' αυτό το θέμα, λέγοντας ότι όλοι οι πόλεμοι και οι αντιδικίες με­ταξύ των ανθρώπων προέρχονται από τη στέρηση της επιθυμίας των ηδονών, οι οποίες ασφαλώς είναι ταυτόχρονα πολέμιοι και φονείς των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο έχει λάβει ο πιστός και που συνοδεύουν τη ζωή του σε όλη την επίγεια πορεία του.
Στην ίδια βάση κινείται και η σκέψη όλων γε­νικά των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρεί μάλιστα, ότι το φιλόυλο και φιλήδονο πνεύμα που κυβερνά τον άνθρωπο, τον εξαγριώνει, του στερεί την αγάπη του αδελφού και τον κάνει σκληρό, δύσθυμο και συχνά, αδελφοκτόνο. Αλλά, καθώς λέει ο Μέγας Βασίλειος, τα άπρεπα ή προσβλητικά, ενδεχομένως, λόγια κά­ποιου συνανθρώπου, δεν είναι ασφαλώς, ο πραγμα­τικός λόγος και η αιτία της οργής του θιγμένου. Η αλήθεια είναι ότι αυτά απευθύνθηκαν σε άνθρωπο που η οργή του τον πρόδωσε και τον αποκάλυψε ως υπερόπτη και λάτρη της ιδεατής εικόνας του.

Η οργή, και κυρίως, η μνησικακία, φωλιάζουν και χρονίζουν στην ψυχή, γιατί οδηγούν τον άνθρωπο στο να μηρυκάζει τα λόγια και τα γεγονότα που τον έχουν προσβάλει και να επανακαθορίζει τη στάση του εναντίον του συνανθρώπου του· και μάλιστα, με περισσότερο μένος και συγχυσμένη διάνοια. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θεωρεί την κατάσταση αυτή ως σκουλήκι που κατατρώει το νου και την ψυχή του ανθρώπου με μάταιη και αδικαιολόγητη λύπη (Κλίμαξ).
Ως απόδειξη του ότι το σκουλήκι της οργής και της μνησικακίας είναι αυτό που κατατρώει το νου και γεμίζει την ψυχή με αφόρητη θλίψη, φέρεται το γεγονός ότι, αυτός που πάσχει εξαιτίας τους, φέρνει στο νου του τον αδελφό του με απέχθεια και τον θεωρεί ως πηγή πειρασμών και λύπης.
Το πάθος της οργής φθείρει το «κατ' εικόνα» του ανθρώπου και του στερεί τη δωρεά των καρπών του Αγίου Πνεύματος, οι οποίοι είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθωσύνη, η πίστη, η πραότητα και η εγκράτεια, καταστάσεις που είναι ακριβώς αντίθετες της λύπης και της αθυμίας. Όταν, λοιπόν, λείψουν από τον άνθρωπο αυτές οι αρετές και επικρατήσει στην ψυχή η οργή και η μνησικακία, τότε ο άνθρωπος ερημώνεται, φτωχαίνει και καταλαμβάνεται από το δαιμονικό πνεύμα διχοστασίας, σύγχυσης, φόβου και λύπης. Ενδέχε­ται μάλιστα αυτός να οδηγηθεί μέχρι μίσους του συνανθρώπου του· οπότε, είτε το πάθος της οργής εκδηλωθεί έμπρακτα, είτε παραμείνει φωλιασμένο και ανενέργητο στα ενδότερα της ψυχής, κατατάσσει τον πάσχοντα από αυτό, στο επίπεδο του μισάδελφου και αδελφοκτόνου.
Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες συστήνουν στον άν­θρωπο, που κατατρώγεται από το πάθος της οργής και της μνησικακίας εναντίον του συνανθρώπου του, να αποδιώκει τη λύπη που αισθάνεται από την προσβολή που του έχει γίνει, με προσευχή και με ειλικρινή και αμέριστη φιλανθρωπία. Έτσι, και ο ίδιος θα λυτρωθεί από το σκουλήκι της λύπης και της αθυμίας που τον κατατρώει, αλλά και τον συ­νάνθρωπό του θα ελεήσει. Γιατί, με την ελεήμονα, διαλλακτική, φιλάδελφη και φιλήσυχη στάση του, θα συντελέσει στη μετάνοια και τη σωτηρία του.


Η αντιμετώπιση της εμπαθούς λύπης: Προϋποθέσεις και τρόποι

Καταστάσεις αιτιολογημένης ή αναιτιολόγητης λύπης αντιμετωπίζει συχνά ο μεταπτωτικός και «υπό αναγέννησιν» άνθρωπος. Η πείρα των αγίων Πατέ­ρων μας ανοίγει και εδώ δρόμους, υποδεικνύοντάς μας ορισμένα κομβικά σημεία-στόχους, προς τους οποίους θα πρέπει να επικεντρώσουμε ιδιαίτερα την προσοχή μας και να δώσουμε την πνευματική μάχη κατά του τροφοδότη και δημιουργού της ανέλπιδης και φθοροποιού αυτής κατάστασης.
Ως βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της εμπαθούς λύπης, θεωρείται:

α) Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η εξ αυτής γόνιμη αυτομεμψία

Το Ψαλμικό «Την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός» (Ψαλμ. 50, 5), είναι ακριβώς, το ορμητήριο και το επιθυμητό βίωμα, το οποίο μπορεί να αποτελέσει τη βάση εκκινήσεως για τη μεταποίηση της εμπαθούς λύπης σε ειλικρινή μετάνοια και στον εξ αυτής καρπό, το «χαροποιόν πένθος».
Το να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και να ανα­θέτουμε τα πάντα στον Θεό, είναι, κατά τον όσιο Ησύχιο, πηγή ανακούφισης, χαράς και αφανισμού των «αλόγων» λογισμών, οι οποίοι πολεμούν σκληρά τον άνθρωπο.
Ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης, επίσης, λέει ότι η άγνοια του θελήματος του Θεού και η λήθη της αμαρτίας, είναι εκείνα που βαρύνουν το νου και κάνουν την ψυχή του ανθρώπου να σκεπάζεται και να τυραννιέται κάτω από το νέφος της αθυμίας. Αυτός λοιπόν, λέει ο όσιος, που γνώρισε την αλήθεια δεν αντιδρά αρνητικά και δύσθυμα στις εμπαθείς επιθέσεις και τις ποικίλες θλίψεις που τον βρίσκουν. Κι αυτό γιατί γνωρίζει καλά ότι οι πειρασμοί και οι θλίψεις, αν αντιμετωπισθούν «εν Χριστώ», οδη­γούν τον άνθρωπο στο φόβο του Θεού. Συστήνει, επίσης, ο Όσιος σ' αυτόν που έχει επίγνωση της αδυναμίας του, να μην επαναφέρει στο νου του τις συγκεκριμένες αμαρτίες του. Γιατί η μνήμη τους, και μάλιστα χωρίς την απαιτούμενη μετάνοια και τον πόνο, μπορεί να αφαιρέσουν από την ψυχή του την ελπίδα· και πολύ περισσότερο, να τον οδηγήσουν στην επανάληψη του παλαιού μολυσμού.
Θεωρεί, επιπλέον, ο όσιος Πατέρας ότι είναι προϋπόθεση το να γνωρίσει ο πιστός, όχι μόνο δογ­ματικά αλλά και έμπρακτα την αλήθεια, ώστε να εξομολογείται στον Θεό, όχι με το να φέρει στο νου του μια-μια τις συγκεκριμένες αμαρτίες του, αλλά με το να δείχνει υπομονή και καρτερία στις ακούσιες θλίψεις και τους πειρασμούς που τον βρίσκουν.
Αν λοιπόν αντιμετωπίζει κανείς τις θλίψεις, προσδοκώντας τα μέλλοντα αγαθά, έχει ήδη βρει την επίγνωση της Αλήθειας και θα απαλλαγεί γρήγορα από την οργή και τη λύπη. Έτσι, έχοντας συναίσθηση της αδυναμίας του, θα λειτουργεί πλέον τη γόνιμη και ψυχωφελή αυτομεμψία, καθώς και την καθαρτική εξομολόγηση.


β) Νήψη και η προσευχή

Η πνευματική εγρήγορση και η προσευχή είναι το ασφαλές φυλακτήριο των λογισμών του πάθους της αθυμίας και της λύπης. Ο δαίμονας που σχετίζεται με αυτά τα πάθη, λένε οι άγιοι Πατέρες, καιροφυλακτεί για να βρει τον άνθρωπο αφύλακτο, σε πνευματική νωθρότητα και ραθυμία, ώστε να τον παρασύρει δια της φαντασίας και να καταλάβει ανενόχλητος το λογισμό και την καρδιά του. Μας συμβουλεύουν, λοιπόν, να ελέγχουμε τη φαντασία μας, ώστε να σταματήσουμε, ει δυνατόν, την έφοδο του πάθους στο στάδιο της προσβολής. Γιατί, χωρίς το πέρασμα από την κερκόπορτα της φαντασίας, ο διάβολος δεν μπορεί να καταλάβει την ψυχή του ανθρώπου. Η προσευχή βέβαια, πρέπει να είναι διαρκής και κα­θαρή, και μάλιστα τον καιρό της αθυμίας και της λύπης, εντονότερη, πιο επίμονη και απαλλαγμένη από λογισμούς μνησικακίας. Διαφορετικά θα μοιάζει κανείς με άνθρωπο που προσπαθεί να βγάλει νερό από το πηγάδι, κρατώντας τρύπιο κουβά.
Ο σωστός τρόπος και οι προϋποθέσεις για να προσευχηθεί κανείς είναι το να έχει φόβο Θεού, να καταβάλει κόπο, να έχει ειρηνική και νηφάλια σκέψη και να τηρεί τους λογισμούς άγρυπνα, μήπως, δια της φαντασίας, χάσει τον καρπό της προσευχής του.
Να, λοιπόν, λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ο ουρανός βρίσκεται μέσα σου. Κι αν έχεις καθαρή καρδιά, θα δεις εκεί τους φωτεινούς Αγγέλους.


γ) Η πνευματική μελέτη

Ως πνευματικό λειμώνα και πηγή γνήσιας χαράς χαρακτηρίζουν οι άγιοι Πατέρες τις θείες Γραφές. Τις συγκρίνουν, συχνά, με τα αγαθά του Παραδείσου και μάλιστα τις βρίσκουν ακόμα πιο ευφρόσυνες και καρποφόρες.
Πράγματι η πνευματική μελέτη παρηγορεί την ψυχή και συνεργεί στο έργο και την καρποφορία της προσευχής. Γιατί, μελετώντας κανείς το λόγο του Θεού, ξεφεύγει από την τυραννία της εφήμερης ανάπαυσης και διατηρεί την ελπίδα για τα μέλλοντα και αιώνια.
Ο λόγος του Θεού, είναι ζωντανός, δραστι­κός και πιο κοφτερός από δίκοπο μαχαίρι, λέει ο Απόστολος, και μπαίνει βαθιά μέχρι το μεδούλι του ανθρώπου (Πρβλ. Εβρ. 4, 12). Έτσι, λειτουργεί θεραπευτικά για την ψυχή. Κι αυτό, γιατί ο λόγος του Θεού έχει αναγεν­νητική δύναμη και Χάρη. Γι' αυτό μπορεί να επανα­φέρει τον σκοτισμένο λογισμό και να τον απαλλάξει από τα βέλη των δαιμονικών προσβολών και της άκαιρης φαντασίας. Τότε, επανέρχεται η δύναμη της ψυχής και η θέληση γίνεται αποφασιστικότερη στην αντίστασή της κατά του πάθους της λύπης και της αθυμίας. Έτσι ο άνθρωπος προσπαθεί να ανορθωθεί και να κερδίσει πάλι ό,τι έχει ήδη χάσει, όντας κάτω από την κυριαρχία της λύπης.
Με το λόγο του Θεού πληροφορείται επίσης ο άνθρωπος εναργέστερα για την αιτία της πτώσεώς του, ώστε να μπορεί πλέον να επιλέγει την καλύτερη και ασφαλέστερη οδό για την επιστροφή του στον «οίκο του Πατρός» (Πρβλ. Λουκ. 15, 11 εξ.). Γι' αυτό μας παροτρύνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να συγκεντρώνουμε βιβλία πνευματικά. Γιατί, όπου βρίσκονται τέτοια βιβλία, από εκεί φεύγει κάθε δαιμονική ενέργεια και ο άνθρωπος βρίσκει ειρήνη και παρηγοριά.


δ) Η μνήμη του Θεού, του θανάτου και της μέλλουσας Κρίσης

Η μνήμη του Θεού είναι η σωτηριώδης αυτή κατάσταση που αναγεννά την ψυχή και την ζωογονεί, γιατί βγάζει από το σκοτάδι της λήθης στη χαρά της αγάπης και της ελευθερίας «των τέκνων του Θεού» (Πρβλ. Ιωάν. 1, 13).
Ο όσιος Νείλος παροτρύνει τον πιστό να δι­ατηρεί δια της ευχής, και της πνευματικής γενικά άσκησης, τη μνήμη του Θεού. Όπως, λέει ο Όσιος, αναπνέουμε αδιάκοπα, έτσι πρέπει να κρατούμε τη μνήμη του Θεού και να μελετούμε την ώρα του θανάτου μας και της παράστασης μας ενώπιόν Του, κατά την οποία θα αποδώσουμε λόγο, ως οικονόμοι και διαχειριστές των χαρισμάτων και των δωρεών Του προς εμάς.
Η μελέτη του θανάτου μπορεί, ενδεχομένως να φέρνει λύπη στην ψυχή, λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αλλά αυτή η λύπη είναι θεόσδοτη και σωτηριώδης για τον άνθρωπο. Η μνήμη του Θεού, εξάλλου, πάντα συνοδεύει τη μνήμη του θανάτου και γι' αυτό η λύπη αυτή είναι «λύπη θεοφιλής», «χαροποιός» και γεμάτη πνευματική ευφροσύνη.


ε) Η «κατά Θεόν πτωχεία», η σιωπή και η ησυχία

Η κατά Θεόν πτωχεία είναι η εκούσια απο­ποίηση των υλικών αγαθών και όλων γενικά των κτήσεων, των δικαιωμάτων και των σχέσεων του ανθρώπου με αυτά. Κι αυτό γιατί, όταν ο άνθρω­πος απορρίψει κάθε σχέση με τα υλικά αγαθά και με το κοσμικό, γενικά, φρόνημα, «το φρόνημα της σαρκός» (Ρωμ. 8, 6), όπως το αποκαλεί χαρακτηριστικά ο Απόστολος, τότε ελαχιστοποιούνται ή και, συχνά, μηδενίζονται τα αίτια της λύπης.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει ξεκάθαρα ότι η σι­ωπή, η «κατά Θεόν πτωχεία» και η ησυχία είναι παράγοντες δημιουργίας της «πτωχείας του πνεύ­ματος» (Ματθ. 5, 3). Γιατί ο άνθρωπος, σβήνοντας κάθε σχέση του με τα αγαθά και το φρόνημα του κόσμου τού­του, ελαφρύνεται και καθαρίζεται από τα πάθη και μοιάζει με άγραφη πλάκα που είναι καλυμμένη με κέρινη επιφάνεια. Σ' αυτή λοιπόν, λέει, την ισόπεδη πλάκα υπάρχει δυνατότητα να εγγραφούν καθαρά και να παραμείνουν ανόθευτα τα Θεία δόγματα, απαλλαγμένα από τις εμπαθείς επιρροές και τις διαστρεβλωμένες αμαρτωλές προσμίξεις τους.
Παρομοιάζει μάλιστα ο άγιος Ιεράρχης τη λύπη και τα άλλα πάθη με άγρια θηρία. Και όπως, λέει, τα θηρία, όταν παγώσουν, αδυνατούν πλέον να έχουν την επιθετική δύναμή τους ενεργή, έτσι και η λύπη χάνει τη σφοδρότητα και την καυστικότητά της, όταν αυτή δεν συντηρηθεί με το αίσθημα ασφάλειας που πηγάζει από την κτήση των αγαθών. Έτσι, μπορεί κανείς να την υπερβεί πιο εύκολα, γιατί αυτή χάνει τη βαρύτητα και τη σημασία της και γίνεται πλέον «ευκαταγώνιστη».
Οι άγιοι Πατέρες σημειώνουν ιδιαίτερα το θέμα της «κατά Θεόν» σιωπής και ησυχίας, ως παράγοντα ισχυρό και ως προϋπόθεση για την απόκτηση της πνευματικής ελευθερίας του ανθρώπου από τα πάθη, καθώς και για την ετοιμασία της ψυχής να δεχθεί το μήνυμα της Ευαγγελικής ειρήνης και της χαράς.
Η πτωχεία και η ακτημοσύνη είναι επίσης οδοί που διευκολύνουν τη μετάνοια της ψυχής και την ελευθερία της από την «προσπάθεια» [Η λέξη προσπάθεια εδώ χρησιμοποιείται με την ειδική σημα­σία του όρου, που στη γλώσσα των ασκητών Πατέρων σημαί­νει την πέραν του φυσικού αγάπη και την εμπαθή προσκόλ­ληση σε κάποιο πρόσωπο ή κτίσμα.] που έχει προς την κτίση και τα εφήμερα αγαθά της. Κι αυτό, γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σε θέση να διαχει­ρίζονται τα αγαθά, τις σχέσεις και τα χαρίσματά τους απαθώς, πράγμα που σημαίνει ότι η στέρησή τους αποτελεί πηγή και τροφοδότιδα της λύπης και της αθυμίας.
Η αντίδραση που επέδειξε ο πλούσιος νέος του Ευαγγελίου στην υπόδειξη που του έγινε από τον Ιησού Χριστό, επιβεβαιώνει την αλήθεια του πράγ­ματος. Ο νέος αυτός είχε ελκυσθεί από το Πρόσωπο του Κυρίου και το κήρυγμά Του για τη Βασιλεία του Θεού, ώστε επιθύμησε να αποκτήσει την τελειότητα των «τέκνων του Θεού» (Ιωάν. 1, 13). Όταν όμως άκουσε ότι, η αποποίηση των αγαθών του ήταν προϋπόθεση της αποκτήσεως της ελευθερίας του, ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα να ακολουθήσει τον Χριστό, «έφυγε σκυθρωπός». Και ερμηνεύοντας ο ιερός Ευαγγελιστής την περίεργη αυτή στάση του νέου, λέει: Συμπεριφέρθηκε έτσι, «γιατί είχε κτήματα πολ­λά» (Μάρκ. 10, 22).


ζ) Η εξαγόρευση των λογισμών

Ο πόλεμος με τους λογισμούς είναι αφανής και επώδυνη μορφή του πνευματικού αγώνα, αλλά και η πλέον σημαντική και αποφασιστική κίνηση για την απαλλαγή του ανθρώπου από τα πάθη και την αποφυγή της αμαρτίας.
Το πεδίο μάχης με τους λογισμούς, αλλά και το έδαφος στο οποίο αυτοί γεννιούνται και αναπτύσσο­νται, είναι η καρδιά του ανθρώπου. Οι άγιοι Πα­τέρες μας διδάσκουν ότι οι επιθέσεις των λογισμών μπορούν εύκολα να αναχαιτισθούν, παραμένοντας μόνο στο στάδιο της προσβολής, αν ο αγωνιστής του πνεύματος δεν τους δεχθεί και, πολύ περισσότερο, αν, με σθένος, τους αντικρούσει.
Αυτό όμως απαιτεί μεγάλη πείρα και ισχυρή θέληση. Αλλά, επειδή η αντίδραση εκ μέρους εκείνου που πλήττεται από αυτούς, δεν είναι σθεναρή και έγκαιρη, οι λογισμοί εισέρχονται στην ψυχή, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος και εκλεκτούς συνεργούς, τα πάθη τού άνθρωπου και μάλιστα, την υπερηφάνεια. Έτσι ο άνθρωπος στερείται τη Χάρη του Θεού, βυ­θίζεται στο σκοτάδι της λύπης και συχνά, καταλαμ­βάνεται και από τον βρόγχο της απελπισίας. Γιατί, καθώς λέει ο άγιος Σιλουανός, μπορεί κανείς να χάσει τη Χάρη και από έναν κακό λογισμό. Γιατί με τον κακό λογισμό εισέρχεται στην ψυχή μια εχθρική δύναμη και τότε ο νους σκοτίζεται και βασανίζεται από κακές σκέψεις. Γι' αυτό μάθε, λέει, να σταματάς αμέσως τους λογισμούς. Αν όμως ξεχάσεις και δεν τους διώξεις αμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια.
Οι λογισμοί μπορεί να είναι πονηροί, βλάσφημοι και να υποκινούν τον άνθρωπο σε απιστία προς τον Θεό και ιδιαίτερα, προς το Πρόσωπο του Σαρκωθέντος Θεού-Λόγου, του Ιησού Χριστού. Από αυτούς, συνεχίζει ο άγιος Σιλουανός, οι πονηροί, κυρίως, λο­γισμοί γεννιούνται από την υπερηφάνεια της ψυχής και πλήττουν ιδιαίτερα αυτόν, ο οποίος ασχολείται με τη ζωή του άλλου.
Ο άνθρωπος όμως, ενώ, πολλές φορές, δεν φαί­νεται να ενοχλείται από τους κακούς λογισμούς, να αδιαφορεί -αντίθετα, συλλαμβάνεται συχνά να ανοί­γει διάλογο άνισο και επιζήμιο μαζί τους- εντούτοις, αισθάνεται μεγάλη δυσκολία να τους αποκαλύψει και να τους εκθέσει σε κάποιον μεγαλύτερο και εμπειρότερο στον πνευματικό αγώνα, άνθρωπο.
Αλλά κάνοντας έτσι, παραμένοντας δηλαδή κανείς ανενεργός, σε ράθυμη και αναποφάσιστη κατάσταση, χάνει τη δύναμη και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα να τους αντικρούσει εύστοχα, ώστε να απαλλαγεί από τη θανατηφόρα επίδραση και φορτικότητά τους.
Η εμπειρία των αγίων Πατέρων όμως, και μά­λιστα των Νηπτικών, μας υπογραμμίζει ότι η αποκά­λυψη «των κρυφίων» του ανθρώπου είναι απαραί­τητη προϋπόθεση της ελευθερίας του, και μάλιστα για τον εύχαρη και ειρηνικό βίο και την άσκηση της προσευχής.
Ο αββάς Ησαΐας επιμένει ότι πρέπει κανείς να αναφέρει στους εμπειρότερους περί τα πνευματικά, όχι μόνο τους κακούς, αλλά και τους καλούς λογι­σμούς. Κι αυτό, γιατί πολλές φορές, οι καλοί λογι­σμοί είναι «προβατόσχημοι». Κρύβουν δηλαδή μέσα τους υπερήφανα βιώματα, καλλιεργούν «υπερόπτη νου» και τελικά οδηγούν τον άνθρωπο σε πλήθος αδιεξόδων και άβυσσο απελπισίας.
Ο άνθρωπος, βέβαια, μπροστά στη δυσκολία του να αποκαλύψει τους λογισμούς του, προφασίζεται, συχνά, ότι ο ίδιος έχει τη δύναμη και την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία, ώστε να τους αντιμετωπίσει μόνος του, χωρίς άλλη βοήθεια και συμπαράσταση. Άλλοτε πάλι ισχυρίζεται ότι δεν έχει συναντήσει κάποιον εμπειρότερο και παλαίμαχο στον πνευματικό αγώνα, κατά των πονηρών λογισμών, άνθρωπο, ώστε να τον εμπιστευθεί και να ακολουθήσει με σιγουριά τις συμβουλές του.
Ο αββάς Δωρόθεος, συμβουλεύοντας τα πνευ­ματικά του παιδιά σχετικά με αυτό το θέμα, λέει χαρακτηριστικά ότι δεν πρέπει κανείς να βασίζεται ποτέ στο λογισμό του ούτε να διστάζει, σε περίπτωση πραγματικής έλλειψης οδηγού, να συμβουλεύεται, ακόμα και ένα μικρό παιδί. Γιατί ο Πανάγαθος Θεός, βλέποντας την ταπείνωσή του, θα φωτίσει ακόμα και ένα μικρό παιδί, ώστε να του απαντήσει θεοδίδακτα και να τον κατευθύνει με γεροντική σωφροσύνη.


η) Η αποδοχή των ακουσίων θλίψεων ως παιδείας του Κυρίου και η μεταποίησή τους σε εκούσιες

Ο κύριος παράγοντας που προκαλεί στον άνθρωπο τη λύπη είναι τα διάφορα εξωτερικά συμ­βάντα που συντελούνται χωρίς τη δική του θέληση -και ενδεχομένως τη συμμετοχή- και τα οποία έχουν δυσάρεστες επιπτώσεις σ' αυτόν και στο περιβάλλον του.
Γενεσιουργός αιτία της λύπης είναι επίσης και όσα πλήττουν τον άνθρωπο ως πρόσωπο, είτε αυτά αναφέρονται στη σωματική του υπόσταση και ακε­ραιότητα (ασθένειες, πτωχεία κτλ.), είτε αυτά θίγουν την εικόνα και την ιδέα που ο ίδιος τρέφει για τον εαυτό του.
Όταν λοιπόν βρεθεί κανείς στο μάτι του κυ­κλώνα της λύπης, τότε συνήθως κατευθύνει τα βέλη των αντιδράσεών του προς τους εκτός του εαυτού του συντελεστές της δημιουργίας των αδόκητων πει­ρασμών του. Οι άγιοι Πατέρες μας όμως, οι οποίοι γνώρισαν, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, τα ενδό­τερα του ανθρώπινου είναι και των κινήσεών του, μας βοηθούν, με την εμπειρία και το θεοφώτιστο λόγο τους, να αλλάξουμε οπτική γωνία. Μας συνιστούν δηλαδή να στρέψουμε τον προβολέα μας προς τον «έσω άνθρωπο», ο οποίος, όντας δέσμιος των παθών του, δεν υποψιάζεται ότι πάσχει. «Πάσχει», καθώς λέει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, «έως ότου αυτός ταπεινωθεί» [«Ο υπερήφανος εγκαταλείπεται από τη Χάρη, για να βασα­νισθεί από την αδυναμία του, μέχρι να ταπεινωθεί. Και όταν ταπεινωθεί η ψυχή, τότε έχουν πια νικηθεί οι εχθροί, και η ψυχή βρίσκει μεγάλη ανάπαυση εν τω Θεώ» («Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», Έκδοση 10η, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρό­μου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ. 520)].
Ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης, μιλώντας πάνω στο ίδιο θέμα, είναι ακριβέστερος και αποκαλυπτι­κότερος: «Οι διάφορες θλίψεις, λέει, που βρίσκουν τον άνθρωπο είναι γεννήματα της κακίας που ο ίδιος έχει μέσα του».
Γι' αυτό μας συνιστά, όταν βρισκόμαστε κάτω από λυπηρές και δυσάρεστες καταστάσεις, να μη θεωρούμε τους συνανθρώπους μας ως αίτιους των συμφορών μας, αλλά να υπομένουμε. Γιατί αυτός ο τρόπος της αντιμετώπισης φανερώνει γνωστικό άνθρωπο και γίνεται αιτία καθαρισμού του από την αμαρτία. Έτσι, επίσης, επαναφέρει κανείς τη «μνήμη του Θεού» στην καρδιά του. Κι αυτό, γιατί καθετί δυσάρεστο θλίβει την ψυχή «κατά αναλογίαν» της λήθης του Θεού, της διάσπασης του νου και του διασκορπισμού του εις «χώραν μακράν» (Πρβλ. Λουκ. 15).
Είναι μοναδικής σημασίας ο λόγος του αγίου Μάρκου, ο οποίος, ως έμπειρος και γνωστικός πνευ­ματικός οδηγός, αποφθέγγεται λέγοντας ότι κάθε ακούσια θλίψη έχει την αιτία της σε κάποια άλλη εκούσια πτώση. Γιατί, σύμφωνα με το λόγο της Αγίας Γραφής, συνεχίζει ο Όσιος, κανένας δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, όπως είναι αυτός ο ίδιος για τον εαυτό του.
Ως εκούσιο θεωρεί η Αγία Γραφή το λογισμό και ως ακούσιο το δυσάρεστο γεγονός που επακο­λούθησε. Γιατί ο Θεός επιτρέπει ώστε να πλήξουν τον άνθρωπο οι ακούσιες θλίψεις, με τη μορφή ακού­σιων συμβάντων. Κι αυτό του συμβαίνει εξαιτίας της παράβασης των εντολών του Θεού, τις οποίες ο άνθρωπος εκουσίως καταπάτησε.
Αυτός, συμπληρώνει ο Όσιος, είναι ο πνευματι­κός νόμος. Ανάλογα με το βαθμό της εκούσιας κακίας είναι και το μέγεθος της ακούσιας καρποφορίας. Αυτή, βέβαια, την οδυνηρή συνέπεια δεν μπορεί κα­νένας να την αποφύγει, παρά μονάχα με τη βοήθεια της προσευχής και της μετάνοιας.
Αν αντικρούσει ο άνθρωπος τα θλιβερά και τους πειρασμούς που τον βρίσκουν, εκτός προσευχής και υπομονής, τότε όχι μόνο αυτά δεν υποχωρούν, αλλά επιτίθενται σφοδρότερα και οδυνηρότερα. Ο πιστός, λοιπόν, κάνοντας τον πνευματικό αγώνα του, θα πρέπει πάντα να θυμάται ότι μέσα στις ακού­σιες θλίψεις που δέχεται, βρίσκεται κρυμμένο, με τρόπο άδηλο και θαυμαστό, το έλεος του Θεού. Αυτό οδηγεί τον άνθρωπο σε μετάνοια και «εις νομάς αιωνίους».

Μεταξύ ακουσίων και εκουσίων θλίψεων, δεν υπάρχει ασφαλώς καμιά σύνδεση και αλληλουχία, ως προς το είδος και το χρόνο που αυτές συντελέσθη­καν, αλλά συμβαίνουν σύμφωνα με τη φιλάνθρωπη λειτουργία του νόμου της δικαιοσύνης του Θεού.


Αν λοιπόν με αυτά τα δεδομένα σκέπτεται και λειτουργεί ο άνθρωπος, δεν θα τρέφει βιώματα αναξιοπαθούντα, ούτε θα πέφτει στους βρόγχους της λύπης, αλλά θα αξιοποιεί προσευχητικά τα ακούσια θλιβερά γεγονότα της ζωής του κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με ταπείνωση, αυτογνωσία και υπομονή.
Ενεργώντας έτσι, δεν θα εκτεθεί στον κίνδυνο της κατάρρευσης, αλλά θα αποδέχεται καθετί ευχα­ριστιακά. Και αυτό σημαίνει ότι καθετί λυπηρό θα γίνεται σ' αυτόν δάσκαλος Θεογνωσίας και έναυ­σμα για την προσπάθεια της κάθαρσης του από τις «εν επιγνώσει» ή «εν αγνοία» αμαρτίες του.

Οι ακούσιες θλίψεις, τελικά, δεν παράγουν το δηλητήριο της λύπης και της αθυμίας, αλλά είναι ευεργέτιδες και διάκονοι στην εργασία του ανθρώ­που για την κάθαρση της ψυχής από τα τερατώδη πάθη. Γιατί η οδός που υποδεικνύουν οι ακούσιες θλίψεις διασώζει, δια της συνεχούς μετανοίας, τη σω­στή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τον αδελφό, τον οποίο δεν δακτυλοδεικτούν ως υπεύθυνο των συμφορών του, αλλά τον αποδέχονται ως καθρέπτη της αμαρτωλότητας και της δικής του εμπάθειας.
Τότε μόνο δεν θα δεχόμαστε τους κεραυνούς της ακούσιας λύπης, όταν με τη ζωή και τα βιώματά μας δεν θλίβουμε κανένα, δηλαδή όταν δεν λυπούμε το Πνεύμα το Αγιο, με το Οποίο έχουμε σφραγισθεί, για να οδηγηθούμε στη σωτηρία (Πρβλ. Εφεσ. 4, 30).

Πώς μπορεί να απαλλαγεί ο πιστός από τον παλαιό πτωτικό άνθρωπο;

Όλοι αισθανόμαστε ότι φέρουμε τα ίχνη του παλαιού ανθρώπου. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η φιλαυτία, δηλαδή η αρρωστημένη εγωκεντρική «αγάπη» του εαυτού μας. Η φιλαυτία δεν μας αφήνει να αγαπήσουμε αληθινά και ανιδιοτελώς το Θεό και τον άνθρωπο. Από τη φιλαυτία γεννιούνται τα πάθη. Εμπαθείς καθώς είμαστε δεν μπορούμε να συνδεθούμε απαθώς με τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα και τα πράγματα. Οι σχέσεις μας γίνονται εμπαθείς και εγωιστικές και μας εμποδίζουν να χαρούμε αληθινά τους συνανθρώπους μας και τα άλλα αγαθά του κόσμου. Αυτό τελικά μας οδηγεί στη μοναξιά, το κενό, το αδιέξοδο.


Όταν λοιπόν λέμε παλαιό άνθρωπο, εννοούμε τον αρρωστημένο εγωκεντρισμό, από τον οποίο όλοι μας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, πάσχουμε.

Πώς θα απαλλαγούμε από αυτή τη βαριά πνευματική αρρώστια που δηλητηριάζει όλη μας την ύπαρξη;

Μόνο κάποιος ελεύθερος από την αρρώστια αυτή θα μπορούσε να γίνει ο ιατρός μας. Μόνο ένας καινός, καινούργιος άνθρωπος θα μπορούσε να δώσει και σε μας την δυνατότητα να ξεπεράσουμε την αρρώστια του παλαιού ανθρώπου και να γίνουμε και εμείς καινοί -καινούργιοι άνθρωποι.

Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτός ο καινός άνθρωπος είναι ο Θεάνθρωπος, ο Σωτήρας μας Χριστός, που κατά τη Γραφή «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού».

Ο Ιησούς Χριστός από άπειρη αγάπη για μας, προσφέρεται σε μας να ενωθούμε μαζί Του και έτσι να μας μεταδώσει τη δική Του νέα ζωή.

Με το Άγιο Βάπτισμα, το Χρίσμα, τη Θεία Κοινωνία, γίνεται η ενσωμάτωσή μας στο Σώμα του Χριστού και η ζωοποίησή μας από τον Χριστό.

Κάθε Χριστιανός που μετέχει στη ζωή του Χριστού, μέσα στο σώμα Του που είναι η Εκκλησία, έχει λάβει με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος τα σπέρματα της νέας ζωής. Πρέπει όμως και να αγωνισθεί, για να καθαρίζεται όλο και περισσότερο από τα πάθη και να στολίζεται με τις αρετές.

Ας το πούμε απλά: Όσο ο άνθρωπος αδειάζει από τον εγωισμό του, τόσο γεμίζει με την αληθινή αγάπη και τη Χάρη του Θεού. Όσο περιορίζεται ο παλαιός άνθρωπος, τόσο αυξάνει ο καινός άνθρωπος. Αυτό το πέρασμα από τον παλαιό στον νέο άνθρωπο δεν είναι εύκολο, γιατί τα πάθη έχουν βαθιές ρίζες μέσα μας και δεν ξεριζώνονται εύκολα.

Χρειάζεται συνεχής και πολυχρόνιος αγώνας για την κάθαρση από τα πάθη. Αυτός είναι ο αγώνας της μετανοίας. Κάθε ημέρα πρέπει να μετανοούμε για την παλαιότητά μας, δηλαδή την αμαρτωλότητά μας, την εμπάθειά μας, τον εγωκεντρισμό μας, την αδυναμία μας να αγαπήσουμε ολοκληρωτικά το Θεό Πατέρα μας και τον συνάνθρωπό μας. Και κάθε ημέρα καλούμεθα να αγωνιζόμαστε για την αγάπη, την ταπείνωση, την καθαρή εξομολόγηση, την εγκράτεια, τη δικαιοσύνη, την ανεξικακία, την προσευχή.

Έτσι γίνεται σιγά – σιγά μέσα μας μια νέα πνευματική γέννηση, η γέννηση του καινού ανθρώπου που είναι χαριτωμένος με τη Χάρη του Θεού.

Όπως όμως κάθε τοκετός συνοδεύεται από ωδίνες, έτσι και η πνευματική γέννηση προϋποθέτει τις ωδίνες της μετανοίας. Όταν σταυρώνουμε τον παλαιό άνθρωπο πονάμε, αλλά τότε είναι που ανασταίνεται μέσα μας ο νέος άνθρωπος. Συσταυρωνόμαστε με το Χριστό για να συναναστηθούμε μαζί Του.

Με τον υπομονετικό λοιπόν και καθημερινό μας αγώνα της μετανοίας θα απαλλαγούμε από τον παλαιό και πτωτικό άνθρωπο και θα μεταμορφωθούμε σε καινούς ανθρώπους. Αυτό συνέβη στη ζωή των άγιων μας, οι οποίοι με τους θαυμαστούς βίους τους μάς δείχνουν τον δρόμο.


Τί είναι η μνήμη του θανάτου και ποιό είναι το νόημά της;

Η μνήμη του θανάτου μας βοηθά να ξεπεράσουμε τον παλαιό άνθρωπο γιατί φέρει ταπείνωση στη ψυχή μας. Όταν λησμονούμε το θάνατο, έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε αιώνιοι επάνω στην γη και αυτό αυξάνει την αλαζονεία μας, την απληστία μας, τη σαρκολατρεία μας, τη διάθεση να εκμεταλλευόμαστε τους άλλους ανθρώπους. Η μνήμη του θανάτου μας δίδει την αίσθηση των ορίων μας στη γη και της σημασίας που έχουν οι πράξεις μας, οι λόγοι μας, οι σκέψεις μας για την αιωνιότητα και την μετά θάνατον ζωή.

Έτσι μας βοηθά να αντιμετωπίζουμε την παρούσα ζωή με σοβαρότητα, υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, να μη σπαταλούμε άσωτα, απερίσκεπτα και επιπόλαια την επίγεια ζωή μας, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Γι’ αυτό ελέχθη και από τον αρχαίο έλληνα σοφό Σωκράτη, ότι «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι, και το τεθνάναι ήκιστα αυτοίς ανθρώπων φοβερόν».

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει να επισκεπτόμαστε συχνά τα κοιμητήρια για να φιλοσοφούμε στη ματαιότητα των ανθρωπίνων.

Όλοι γνωρίζουμε ότι μετά από μία επίσκεψη σε κοιμητήριο είμαστε ταπεινότεροι, ευσπλαχνικότεροι, λιγότερο προσκολλημένοι στην ύλη, πιο ανοιχτοί στο Θεό και στον άνθρωπο.

Η μνήμη του θανάτου, για την οποία ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και άλλοι άγιοι Πατέρες έχουν γράψει πολλά, δεν έχει σχέση με κάποια αρρωστημένη, μελαγχολική και νευρωτική κατάσταση. Κάτι τέτοιο δεν είναι ωφέλιμο στη ψυχή, γιατί φέρει απελπισία και πρέπει με τη βοήθεια του πνευματικού να ξεπερνιέται.

Η κατά Θεόν μνήμη του θανάτου είναι κατάσταση χαρισματική και πνευματική που φέρει στη ψυχή ταπείνωση, ειρήνη και χαρά. Είναι δώρο του Θεού και από το Θεό πρέπει να την ζητούμε.


Πώς επιτυγχάνεται η μνήμη του Θεού;

Όσο ο άνθρωπος ξεπερνά την εγωκεντρική ζωή και αγαπά περισσότερο το Θεό, τόσο περισσότερο σκέπτεται το Θεό.

Ο άνθρωπος σκέπτεται αυτό που τον απασχολεί και αυτό που αγαπά. Το είπε και ο Κύριος: «Όπου ο θησαυρός υμών εκεί και η καρδία υμών».

Η μελέτη του λόγου του Θεού στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες της Εκκλησίας, η συναναστροφή μας με ανθρώπους πνευματικούς που αγαπούν το Θεό, η θερμή προσευχή, η τακτική φοίτηση στις ιερές ακολουθίες και η συχνή και άξια συμμετοχή μας στη Θεία Κοινωνία αυξάνουν μέσα μας την αγάπη του Θεού και άρα τη μνήμη του Θεού.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μάς συμβουλεύει: «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον». Δηλαδή, συχνότερα να σκεπτόμαστε, να θυμούμαστε το Θεό, από όσο αναπνέουμε.

Η συνεχής μνήμη του Θεού φέρει στη ψυχή βαθιά ειρήνη και χαρά, ακόμη και μέσα στις πιο δύσκολες καταστάσεις της ζωής.


Τί είναι η νοερά και καρδιακή προσευχή;

Η μνήμη του Θεού στον άνθρωπο φανερώνει κοινωνία με το Θεό και άρα είναι σαν προσευχή. Ο αγώνας για τη συνεχή επίκληση του αγίου ονόματος του Χριστού με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό», ανανεώνει συνεχώς στον άνθρωπο τη μνήμη του Θεού και την κοινωνία με το Θεό. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος έγραφε στους Θεσσαλονικείς: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε».

Με τη μνήμη του Θεού και την προσευχή ο άνθρωπος φανερώνει την αληθινή ευγένεια της φύσεως του, που είναι μεθόριο μεταξύ ορατού και αοράτου κόσμου και «ζώον θεούμενον»· ξεπερνά τη φυσική αναγκαιότητα, εκτείνει την ύπαρξή του μέχρι το Θεό, αισθάνεται ελεύθερος από ό,τι τον κρατά αιχμάλωτο στην γη.

Για να είναι όμως η προσευχή αληθινή, πρέπει να είναι προσευχή του όλου ανθρώπου και όχι μόνον των χειλέων ή μόνον του νου ή μόνον της καρδιάς.

Τελεία προσευχή είναι η νοερά και συγχρόνως καρδιακή. Ο νους προσεύχεται μέσα από τη καρδιά, που είναι το κέντρο της υπάρξεως. Δηλαδή ο όλος άνθρω­πος από το βάθος του και το κέντρο του προσεύχεται εκπληρώνοντας την πρόσκληση του Θεού: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου και τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ολόκληρος ο άνθρωπος προσφέρεται στο Θεό.

Γι’ αυτή την προσευχή χρησιμοποιείται η μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό», που με την σύντομη επίκλησή της βοηθά στη συγκέντρωση του νου και στο βύθισμα του νου στην καρδιά,

Οι άγιοι Πατέρες, οι λεγόμενοι νηπτικοί, από την πείρα τους έγραψαν για τον τρόπο και τη μέθοδο αυτής της προσευχής. Υπάρχει μια συλλογή των έργων αυτών των αγίων Πατέρων, που λέγεται Φιλοκαλία. Και η λέξη φιλοκαλία είναι χαρακτηριστική. Με τη νοερά και καρδιακή προσευχή ο πιστός ενώνεται με το Θεό, θεάται το Θεό, που είναι ό,τι ομορφότερο υπάρχει στον κόσμο, το υπέρτατο κάλλος.

Επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει κάποια σύγχυση μεταξύ της καρδιακής προσευχής και των διαφόρων τρόπων διαλογισμού και προσευχής, όπως ασκείται στις ανατολικές θρησκείες, νομίζω ότι πρέπει να διευκρινίσω μερικά ζητήματα:

1. Όχι μόνον η μονολόγιστη ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ...», αλλά και κάθε προσευχή της Εκκλησίας, όπως η θεμελιώδης θεοπαράδοτη κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών», πρέπει να είναι νοερά και καρδιακή, δηλαδή να βγαίνει από το βαθύτερο είναι μας.

2. Η απόκτηση του χαρίσματος της αδιάλειπτης νοεράς και καρδιακής προσευχής δεν είναι για μας τους ορθοδόξους κυρίως ζήτημα μεθόδου και τεχνικής, αλλά ζήτημα συντετριμμένης καρδιάς, δηλαδή καρδιάς που μετανοεί, πονάει για τις αμαρτίες της και ταπεινώνεται. Χωρίς αυτή την καρδιά καμία μέθοδος και τεχνική της προσευχής, όπως η χρησιμοποίηση της εισπνοής και εκπνοής, δεν μπορεί να φέρει την αληθινή προσευχή.

3. Η καρδιακή και νοερά προσευχή προϋποθέτει τη συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας, στα Μυστήρια της, την τήρηση των εντολών του Θεού και την υπακοή σε πνευματικό πατέρα. Δεν είναι δηλαδή μια ατομικιστική-ιδιωτική προσέγγιση του Θεού. Μέσα στην Εκκλησία ο ταπεινός χριστιανός λαμβάνει τη Χάρη του Θεού και αυτή ενεργεί μέσα του, με τη δική του βέβαια συνεργασία και θέληση, την αληθινή προσευχή.

Τελειώνοντας το θέμα της προσευχής θα ήθελα να πω ότι ο σημερινός άνθρωπος έχει κατ’ εξοχήν ανάγκη από τη προσευχή για να μπορεί να μην απορροφάται από τον σύγχρονο βαθύτατα υλιστικό τρόπο ζωής ξεχνώντας τη θεοείδειά του, δηλαδή τη θεϊκή καταγωγή και τον θεϊκό προορισμό του.

Ακόμη, για να μπορεί να κρατά την εσωτερική του ενότητα, ισορροπία και ειρήνη μέσα στη φοβερή διασπαστικότητα, ανισορροπία και εξωστρέφεια του σύγχρονου κόσμου. Για να μπορεί, έχοντας συνεχή την αίσθηση της παρουσίας και πρόνοιας του Θεού στη ζωή του, να μην «αγχώνεται», απελπίζεται και βιώνει τον κόσμο ως κενό και «μη νόημα»,

Με την συνεχή επίκληση του γλυκύτατου και αγίου ονόματος του Χριστού θα αισθάνεται το Χριστό στη καρδιά του, θα αποφεύγει την αμαρτία, θα καλλιεργεί αισθήματα αγάπης για το Θεό και τους ανθρώπους, θα ειρηνεύει ο ιδιος και θα ειρηνεύει και τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.

Ας μου επιτρέψετε μια αδελφική συμβουλή από την πνευματική παράδοση του Αγίου Όρους: Όσο περισσότερες φορές την ημέρα με πόθο λέμε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ…», τόσο πιο κοντά στο Θεό θα είμαστε και τόσο περισσότερη Χάρη και δύναμη θα λαμβάνουμε για να αντιμετωπίζουμε τις διάφορες δυσκολίες και πειρασμούς της ζωής.


Στους σημερινούς καιρούς της αποστασίας, πώς βλέπετε το μέλλον του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας;

Με πολύ πόνο διαπιστώνουμε ότι πράγματι σε μερίδα νεοελλήνων υπάρχει αποστασία από το Θεό των Πατέρων μας, αντιχριστιανικό και αντιεκκλησιαστικό πνεύμα που μερικές φορές γίνεται φανερός ή ύπουλος διωγμός κατά της Εκκλησίας, οργανωμένος, μεθοδευμένος και μανιώδης.

Ο αθεϊσμός και αντιχριστιανισμός γίνεται στον τόπο μας κατεστημένο, που επιδιώκει να κάνει τους Έλληνες αντίχριστους. Χρησιμοποιεί την παιδεία, τα σχολικά βιβλία, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τον τύπο. Χρησιμοποιεί ακόμη την ειρωνεία και την περιθωριοποίηση όσων τολμούν ακόμη να εκδηλώνουν τη πίστη και την αγάπη τους προς την Εκκλησία. Φθάσαμε μάλιστα σε τέτοια δαιμονική κατάσταση, ώστε και άθεοι θεολόγοι στα σχολεία να κάνουν αθεϊστική προπαγάνδα.

Αν προσθέσει κανείς σ’ αυτά και τις συνέπειες που έχουν στα ήθη και στην πίστη του λαού μας η εισβολή στο τόπο μας του τουρισμού και του δυτικού υλιστικού τρόπου ζωής και η είσοδος μας στη χοάνη της Ε.Ε., τότε αντιλαμβάνεται ότι διερχόμαστε τον μεγαλύτερο πνευματικό κίνδυνο που περάσαμε ποτέ ως ελληνορθόδοξο έθνος.

Το χειρότερο είναι ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, δεν υπάρχει η δέουσα πνευματική εγρήγορση και αντίσταση, δεν υπάρχουν προφητικές μορφές —εκτός εξαιρέσεων— που με αυτοθυσία και παρρησία θα καταγγείλουν τα όργανα του Αντιχρίστου, θα καλέσουν τον ευσεβή λαό σε πνευματική επιστράτευση, θα πουν το νέο ΟΧΙ του Ορθόδοξου Ελληνισμού στη νέα και χειρότερη πνευματική αιχμαλωσία που απειλεί το Γένος μας.

Πιστεύω ότι η προσπάθεια των εχθρών του Γένους μας για αποχριστιανικοποίηση των Ελλήνων σκοπεύει στον αφελληνισμό μας, ώστε οι Έλληνες πνευματικά και εθνικά εξανδραποδισμένοι να είμαστε εύκολη λεία των διεθνών συμφερόντων και ολοκληρωτικών ιδεολογιών.

Είναι μανιώδης η προσπάθεια των εχθρών της Εκκλησίας να γελοιοποιήσουν στα μάτια όσων Ελλήνων είναι αστήρικτοι στη πίστη και κυρίως των νέων, την παραδεδομένη χριστιανική μας πίστη και να τους βγάλει από την Εκκλησία...

Αν οι νεοέλληνες χάσουμε το Χριστό ή τον απωθήσουμε στο περιθώριο, θα χάσουμε και την πνευματική μας ελευθερία, τη δυνατότητα να συνεχίσει να καρποφορεί σ’ αυτόν τον τόπο η ζωηφόρος παράδοση του ορθοδόξου ανθρωπισμού.

Γι’ αυτό είναι για όλους μας καιρός αγώνος, πνευματικής αντιστάσεως, ομολογίας και μαρτυρίας της πίστεως μας, ό,τι και αν μας στοιχίσει.

Πιστεύω ότι και σήμερα ο αγώνας μας είναι υπέρ πίστεως και πατρίδος, ή όπως θα το έλεγαν οι αγωνιστές του 1821: «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Για την πνευματική ελευθερία που είναι η αναγκαία προϋπόθεση και της εθνικής μιας ανεξαρτησίας! Εκείνων τον αιματηρό αγώνα καλούμεθα να συνεχίσουμε σήμερα όσοι νεοέλληνες —και πιστεύω είμαστε η μεγάλη πλειονότητα— μένουμε πιστοί στις αξίες, για τις οποίες εκείνοι θυσιάσθηκαν.

Πιο επικίνδυνος για τον τόπο μας και από τους ξένους εισβολείς, που επιβουλεύονται την πατρογονική μας γη, είναι ο αντίχριστος αθεϊσμός, γιατί αυτός σκοτώνει τις ψυχές μας και αλλοιώνει τις συνειδήσεις μας και τα φρονήματά μας.

Σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας μας ο Θεός ανέδειξε φωτισμένους άνδρες σαν τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και τον Μακρυγιάννη, που αφύπνισαν το λαό και τον στερέωσαν στην Ορθόδοξη πίστη και στο εθνικό του φρόνημα.

Πιστεύω ότι και σήμερα η Χάρη του Θεού και η Υπέρμαχος Στρατηγός του Γένους μας θα οικονομήσουν κάτι για την σωτηρία μας, ανταποκρινόμενοι στον αγώνα, στο πόνο, στη μετάνοια, στα δάκρυα όσων δεν προσκύνησαν τους συγχρόνους Βάαλ της αποστασίας.

Έχουμε άλλωστε και το παράδειγμα της Ρωσίας, όπου τα 70 χρόνια διωγμού κατά της Εκκλησίας δεν μπόρεσαν να σβήσουν την πίστη στα ευρύτερα στρώματα του ευσεβούς ρωσικού λαού, μάλλον και την στερέωσαν και λάμπρυναν.

Ο Ιησούς Χριστός, ο Θεάνθρωπος, ο Εσταυρωμένος και Αναστάς, και όχι ο διάβολος, έχει τον τελευταίο λόγο στην ιστορία, και γι’ αυτό όσο και αν ο ουρανός συννεφιάζει, εμείς πάντα ελπίζουμε.