Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

H αγράμματη γιαγιά που έφθασε στη θέωση!

"Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση τού πατέρα για το Όρος ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή» είχε κοιμηθεί και ή μητέρα τού Γέροντα [ Εφραίμ του Κατουνακιώτη ] Αυτή ή υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ τού θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι' αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.

Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχή, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ό γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; 'Η κυρία σας, τα παιδάκια σας Είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή ή γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί «αντί να της δώσου­με θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό» τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί. το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγο του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ό αξιωματικός. Απορούσε ή κοπέλα, αν μία πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.

Ό Γέροντας, Όταν έμαθε ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδελφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.

Διηγείται ή κόρη της: «Όταν ή μητέρα μας έγινε μεγαλό­σχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ήμερες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ήμερα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθισα κοντά της όλη εκείνη τη νύχτα. Το πρόσωπο της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! "Τι λέγεις, μητέρα;" τη ρωτούσα, "τι βλέπεις;" "Τι να σου πω, παιδί μου, τι Όμορφα! Τι έβλεπα! Άλλα που βρίσκομαι;" Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.

-Μετά μία εβδομάδα πού ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ό θάνατος της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε ή μοναχή πού την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοί­μαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδιά! Λέω τότε στη μοναχή: "Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώμα­τα;" "Όχι, κυρία Ελένη", άπαντα, "δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό πού ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα πού την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι' αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Είναι σημάδι ότι σώθηκε ή μητέρα σας". Μείναμε κατάπληκτοι!

-Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκει­ται περί άγιας ψυχής! Σαν ίδρωτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, πού ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε), επί μιαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε ή μητέρα μας παρά ό επιτάφιος».

Και ό ίδιος ό Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε, αφού έπεσα, τρόπον τινά, σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφθασε! Όταν προσευχόμουν γι' αυτήν, έπαιρνα* δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.

-Είδα σαν μια θεωρία, να πούμε. Πήγαινε ή μητέρα μου στον Χριστό: "Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία". Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.

-Πολλές φορές έβλεπα Ότι ή μητέρα μου είναι ό γέρο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο...

-Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατο της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: ή μητέρα μας έφθασε σε υψηλά πνευματικά μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ό γέρο-Ιωσήφ μητέρα μου, και ή μητέρα μου γέρο-Ιωσήφ ήτανε.

-Ή μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα, μονάχη της έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γέρο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλή υπομονή πού έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές, άλλα για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό»."


από το βιβλίο: «Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης»,

Αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ έλεγε ο Γέροντας Ιάκωβος

Μορφωμένος άνθρωπος ο κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε ορθολογιστικά. Είχε αναπτύξει το νου και όχι την καρδιά. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχωρήσει εύκολα τους άλλους. Ειδικά αυτούς που έβλεπε κατώτερους και εμπαθείς. Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ιάκωβο, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.

Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρότερο;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, που δυσκολευόταν να το κατανοήσει:

—Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να αμαρτάνει, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκιο;
—Όλους μας βλέπει ο Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;
—Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;
—Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ο π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το διαχωρισμό μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.

—Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα;
—Έχεις δει τους σιδεράδες, που μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ο Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, που πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.

—Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, που αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία; Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.

—Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ο π. Ιάκωβος. Μόνον ο Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε απ' έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Απ' έξω φαίνονται καθαρά. Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνει. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, που λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, που πρέπει να μάθουμε. Η αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ο Θεός, που δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.

—Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξετάσει και πώς θα με θεραπεύσει;
—Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ο Γέροντας. Ο γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, που μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.

—Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, που μου λέτε, απάντησε ο κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, που αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;
—Τη συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ο ίδιος ο Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Ευαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχωρήσει και τον αμαρτωλό και εμάς, που αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε.

Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικώς και η συμπεριφορά του άλλου μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μην έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί η συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηριάσει και να μας θανατώσει πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες.

—Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ο κ. Σταύρος, που επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, που δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.
—Το πώς μας το είπε ο Χριστός: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5). Χρειάζεται η δική του βοήθεια, είπε ο Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθειά του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ' 14-15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει η αγάπη. Διάβασε το ιγ' Κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβεις το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.

—Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί...
—Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ο π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.
Ο κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ο Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.

—Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ο Γέροντας.
—Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη...
—Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.
Υπάκουσε ο κ. Σταύρος και ο Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.
—Αυτό είναι, που πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ο Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, που συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά.

Αυτό μας δίδαξε ο Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί που είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.

Ο κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ο π. Ιάκωβος, που είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:

—Ο Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονότι, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.

Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας

Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου της Ιερουσαλήμ (βουλευτής), φίλος και κρυφός μαθητής του Ιησού Χριστού ο οποίος καταγόταν από την Αριμαθαία, μια μικρή πόλη ΒΔ΄ της Ιερουσαλήμ.

Ο Ιωσήφ πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε να κηδέψει το σώμα του Ιησού Χριστού. Αφού έλαβε την άδεια του, μαζί με τον Νικόδημο το κατέβασαν από το σταυρό το σώμα του Κυρίου, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι' έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου (Ματθ. κζ' 57 - 60, Μαρ. ιε' 42 - 46, Λουκ. κγ' 50 - 53 και Ιω. ιθ' 38 - 42).

Ο Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας απεβίωσε ειρηνικά (κατά πάσα πιθανότητα στην Αγγλία).

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ευδόκιμος ο Δίκαιος

Ο Όσιος Ευδόκιμος γεννήθηκε στη Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829 - 842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Η ορθόδοξη οικογένειά του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του.

Ο ηθικός βίος του και η φιλάνθρωπη δράση του εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την τέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δεν σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του.

Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στο Κύριο, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε σε θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.

Κατά την Ανακομιδή το Ιερό Λείψανο του Οσίου Ευδοκίμου βρέθηκε «φαιδρόν καί ἀνθηρόν, χαριέστατον μέ ὅλους τούς χαρακτῆρας, μέ τά ἐνδύματα ἀνέπαφα» και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την 6η Ιουλίου 831 μ.Χ. Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες το Λείψανο διαλύθηκε.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς αἰωνίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου, Ἅγιε, σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα· διὸ ἐν παῤῥησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Εὐδοκιμήσας ἀγαθαῖς ἐργασίαις, ἐδοκιμάσθης ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, τοῖς πειρασμοῖς Εὐδόκιμε ἀοίδιμε· ὅθεν μετὰ θάνατον, ἀναβλύζεις πλουσίως, θαύματα ὡς νάματα, καὶ νοσήματα παύεις, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ ἐκδυσωπῶν, ὅπως πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Η μελέτη των ευεργεσιών και της αγάπης του Θεού

Δέν μᾶς δίνει ἁπλῶς τό χέρι Του, ἀλλά μᾶς προσέφερε ὁλόκληρο τόν Ἑαυτό Του καί μᾶς ἔκανε «ναόν Θεοῦ Ζῶντος»

Κάθε πράξη ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐπιθυμία καί κάθε ἐπιθυμία ἀπό τόν λογισμό. Γι’ αὐτό πρέπει νά προσπαθήσουμε νά ἀποσπάσουμε τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς ἀπό τά μάταια καί νά ἔχουμε τήν καρδιά μας γεμάτη καλούς λογισμούς, γιά νά μη μείνη σέ αὐτήν χῶρος γιά τούς κακούς.

Πολλά εἶναι ἐκεῖνα πού ἀξίζει νά γίνουν ἀντικείμενο μελέτης, ἐργασία τῆς ψυχῆς, τρυφή καί ἐνασχόληση τοῦ νοῦ. Τό γλυκύτερο ὅμως καί ὠφελιμώτερο ὅλων – καί νά τό λέμε καί νά τό σκεπτώμαστε – εἶναι τό νόημα τῶν Μυστηρίων καί ὁ πλοῦτος πού λάβαμε ἀπό αὐτά: Σέ ποιά κατάσταση βρισκόμασταν πρίν βαπτισθοῦμε καί τί γίναμε μετά τό Βάπτισμα καί τήν μετοχή μας στα Μυστήρια. Ποῦ ἤμασταν ὑποδουλωμένοι καί πῶς ἀπελευθερωθήκαμε καί κερδίσαμε τήν Βασιλεία. Ποια ἀπό τά ἀγαθά μᾶς ἔχουν ἤδη δοθῆ καί ποιά μᾶς ἐπιφυλάσσονται. Καί τό κυριώτερο, ποιός μᾶς τά χορηγεῖ ὅλα αὐτά, πόσο ὡραῖος καί ἀγαθός εἶναι, πῶς ἀγάπησε τό γένος μας καί πόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἔρωτάς Του γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅταν αὐτά κυριεύσουν τόν νοῦ καί τήν ψυχή μας, δύσκολα θά στρέψουμε σέ κάτι ἄλλο τόν λογισμό μας ἤ τήν ἐπιθυμία μας. Τόσο ὡραῖα, τόσο θελκτικά εἶναι αὐτά.

Γιατί καί οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ὑπερέχουν σέ πλῆθος καί σέ μέγεθος, καί ἡ ἀγάπη πού Τόν ὤθησε σέ αὐτές εἶναι ἀσύλληπτη ἀπό τόν ἀνθρώπινο νοῦ. Καί, ὅπως ὅταν ἡ άγάπη δέν χωράη μέσα στόν ἄνθρωπο καί ξεχειλίση, τόν βγάζει ἀπό τόν ἑαυτό του, ἔτσι καί τόν Θεό Τόν «ἐκένωσεν» ὁ ἔρωτάς Του γιά τούς ἀνθρώπους. Δέν μένει στό θεϊκό Του ὕψος προσκαλώντας κοντά Του τόν δοῦλο πού ἀγάπησε, ἀλλά κατεβαίνει ὁ Ἴδιος καί τόν ἀναζητεῖ. Φθάνει ὁ Πλούσιος μέχρι τήν τρώγλη τοῦ πτωχοῦ καί ἀπό κοντά τοῦ δείχνει τήν ἀγάπη Του καί τοῦ ζητᾶ τήν δική του. Καί, ἐνῶ ὁ πτωχός ἀπαξιοῖ, Ἐκεῖνος δέν φεύγει οὔτε δυσανασχετεῖ γιά τήν προσβολή. Καί, ἐνῶ Τόν διώχνει, Ἐκεῖνος στέκεται ἐπίμονα ἔξω ἀπό τήν πόρτα καί κάνει τά πάντα, γιά νά τοῦ δείξη τόν ἔρωτά Του: Πάσχει, ὑπομένει, πεθαίνει.

Δύο εἶναι αὐτά πού φανερώνουν καί δοξάζουν τόν ἐραστή: Νά εὐεργετῆ μέ ὅποιον τρόπο μπορεῖ τό πρόσωπο πού ἀγαπᾶ, καί νά προτιμᾶ νά πάσχη γι’ αὐτό δεχόμενος, ἄν χρειασθῆ, καί πληγές. Τό δεύτερο ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς πολύ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ἀγάπης. Γιά τόν Θεό ὅμως, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀπαθής, ἦταν ἀδύνατον κάτι τέτοιο. Μποροῦσε βέβαια ὡς φιλάνθρωπος νά εὐεργετῆ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἦταν τελείως ἀδύνατον νά δεχθῆ πληγές γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἐνῶ ἦταν ἄπειρη ἡ ἀγάπη Του γιά τόν ἄνθρωπο, δέν ὑπῆρχε ἐκεῖνο πού θα μποροῦσε νά τήν φανερώση. Ἔπρεπε ὅμως νά μη μένη ἄγνωστη ἡ ὑπερβάλλουσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά μᾶς δώση νά τήν γευθοῦμε καί νά μᾶς δείξη ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ μέ τόν σφοδρότερο ἔρωτα. Γι’ αὐτό προετοιμάζει καί πραγματοποιεῖ τήν κένωση αὐτή. Οἰκονομεῖ νά πάθη καί νά πονέση, γιά νά μᾶς πείση ὅτι ὄντως ἄμετρα μᾶς ἀγαπᾶ καί νά ἐπαναφέρη ἔτσι κοντά Του τόν ἄνθρωπο, πού εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Ἀγαθό Θεό, ἐπειδή εἶχε πιστέψει ὅτι Ἐκεῖνος τόν μισοῦσε.

Ἀλλά τό πιό παράδοξο ἀπό ὅλα εἶναι αὐτό: Ὄχι μόνον ὅταν ἔπασχε καί ἀπέθνησκε μέσα στις πληγές, δέχθηκε ὁ Χριστός τό Πάθος καρτερικά, ἀλλὰ καί μετά τήν ἀνάστασή Του, ὅταν ἐλευθερώθηκε τό Σῶμα Του ἀπό τήν φθορά, ἐξακολουθεῖ νά φέρη τις πληγές καί διατηρεῖ τίς οὐλές. Μέ αὐτές ἐμφανίζεται στα μάτια τῶν Ἀγγέλω­ν· στολίδι Του τις θεωρεῖ καὶ χαίρεται νά δείχνη ὅτι ὑπέμεινε δεινά. Καί, ἐνῶ ἀπέβαλε ὅλα τά τοῦ σώματος – γιατί τό Σῶμα Του εἶναι πλέον πνευματικό καὶ δέν ἔχει οὔτε βάρος οὔτε πάχος οὔτε κάτι ἄλλο σωματικό – , τά τραύματα ὅμως δέν τά ἀπέβαλε οὔτε ἐξήλειψε τις πληγές, ἀλλὰ θέλησε νά τις διατηρήση ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Διότι μὲ αὐτές βρῆκε τόν ἀπωλεσμένο καὶ μὲ τὸ κέντημα τῆς λόγχης κατέκτησε τὸν ἀγαπημένο.

Ἀλλιῶς, πῶς θα ἦταν λογικό νά παραμένουν τά ἴχνη τῶν πληγῶν σέ σῶμα ἀθάνατο, ὅταν ἀκόμη καί ἀπό θνητά και φθαρτά σώματα συχνά τά ἐξαλείφει ἡ ἰατρική καί ἡ φύση; Ἀλλά εἶναι φανερό ὅτι ὁ Χριστός ἐπιθυμοῦσε νά πονέση πολλές φορές γιά χάρη μας. Καί, ἐπειδή αὐτό δέν ἦταν δυνατόν – γιατί τό Σῶμα Του εἶχε μιά γιά πάντα διαφύγει τήν φθορά, ἀλλά καί γιατί λυπόταν τούς ἀνθρώπους πού θα Τόν πλήγωναν – , γι’ αὐτό θέλησε νά διατηρήση τουλάχιστον τά σημεῖα τοῦ σφαγιασμοῦ Του καί νά φέρη πάντοτε τά τραύματα πού, ὅταν σταυρώθηκε, σημάδεψαν τό Σῶμα Του. Καί τό ἔκανε αὐτό, γιά νά εἶναι πάντοτε φανερό ὅτι γιά τούς δούλους σταυρώθηκε καί κεντήθηκε στήν πλευρά, καί νά κοσμοῦν τά τραύματα αὐτά μαζί μέ τήν ἄρρητη ἐκείνη λάμψη τόν Βασιλιά.

Τι θα μποροῦσε νά συγκριθῆ μέ τήν ἀγάπη αὐτή; Τί ἀγάπησε ποτέ ἄνθρωπος τόσο πολύ; Ποιά μητέρα ὑπῆρξε τόσο τρυφερή; Ποιός πατέρας τόσο στοργικός; Ποιός καταλήφθηκε ἀπό τόσο μανικό ἔρωτα γιά τήν ὀμορφιά κάποιου, ὥστε γιά τήν ἀγάπη του αὐτήν ὄχι μόνον νά ἀνεχθῆ νά πληγωθῆ ἀπό τόν ἀγαπημένο χωρίς νά παύση νά ἀγαπᾶ τόν ἀχάριστο, ἀλλά καί νά θεωρῆ τά τραύματα αὐτά πολυτιμότερα ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο;

Καί ὅμως, ὅλα αὐτά δείχνουν ὄχι μόνο τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τήν μεγάλη τιμή πού μᾶς ἔκανε, καθόσον ἀπόδειξη ὕψιστης τιμῆς ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τό ἑξῆς: Ὄχι μόνο δέν νιώθει ντροπή πού ἀνέλαβε τήν άσθένεια τῆς φύσεώς μας, ἀλλά καί κάθεται στόν βασιλικό θρόνο φέροντας τούς μώλωπες πού κληρονόμησε ἀπό αὐτήν. Καί δέν ἀξίωσε τέτοιας τιμῆς γενικά τήν ἀνθρώπινη φύση ἀδιαφορώντας γιά τόν καθένα χωριστά, ἀλλά μᾶς καλεῖ ὅλους νά λάβουμε τό στέμμα αὐτό. Μᾶς ἐλευθέρωσε ὅλους ἀπό τήν δουλεία, μᾶς κατέστησε ὅλους υἱούς. Ἄνοιξε γιά ὅλους τόν οὐρανό, μᾶς ὑπέδειξε τόν δρόμο πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε, μᾶς δίδαξε πῶς νά πετάξουμε, καί ἐπιπλέον, μᾶς ἔδωσε καί φτερά. Καί δέν ἀρκέσθηκε σέ αὐτό, ἀλλά καί μᾶς καθοδηγεῖ ὁ Ἴδιος καί μᾶς στηρίζει καί μᾶς παρακινεῖ, ὅταν ραθυμοῦμε.

Καί δέν ἀνέφερα ἀκόμη τό σπουδαιότερο: Ὄχι μόνο βρίσκεται κοντά σ’ ἐμᾶς τούς δούλους ὁ Δεσπότης, ἀλλά καί μᾶς κάνει κοινωνούς τῶν ἀγαθῶν Του. Δέν μᾶς δίνει ἁπλῶς τό χέρι Του, ἀλλά μᾶς προσέφερε ὁλόκληρο τόν Ἑαυτό Του καί μᾶς ἔκανε «ναόν Θεοῦ Ζῶντος». Χριστοῦ μέλη εἶναι τά μέλη μας. Αὐτῶν τῶν μελῶν τήν Κεφαλή προσκυνοῦν τά Χερουβίμ. Τά πόδια μας, τά χέρια μας ἐξαρτῶνται ἀπό τήν Καρδία Ἐκείνη.

*ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗΣ

«Ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει»

Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει. Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».

Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του». «Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο. Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά; Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει. Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».

«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας. «Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».

Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». Kαι ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Επαινετός, Κρήσκης και Ανδρόνικος οι Απόστολοι

Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Επαινετός, Κρήσκης και Ανδρόνικος, ήταν πέντε από τούς εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου. Όλοι υπηρέτησαν το Ευαγγέλιο του Χριστού «ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι» (Β' προς Κορινθίους, ια - 27). Δηλαδή, υπηρέτησαν τον Κύριο με κόπο και μόχθο, με αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα στις μακρινές οδοιπορίες, με νηστείες, με ψύχος και γυμνότητα.

Ο Σίλας φυλακίστηκε μαζί με τον Παύλο στους Φιλίππους της Μακεδονίας (Πραξ. ιστ 25-39). Μετά από πολλούς μόχθους και αφού ακολούθησε τον Παύλο σε πολλές περιοδείες του, έγινε επίσκοπος Κορίνθου.

Ο Σιλουανός, από το αξίωμα του επισκόπου Θεσσαλονίκης, αγωνίσθηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στον Κύριο.

Ο Επαινετός, από το αξίωμα του επισκόπου Καρθαγένης, αγωνίσθηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στον Κύριο.

Ο Ανδρόνικος αγωνίστηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στο Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Ο Κρήσκης, τέλος, έγινε επίσκοπος Καρχιδονίας και από την θέση αυτή μόχθησε και υπηρέτησε το Θείο Ευαγγέλιο.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Ανδρόνικος, εορτάζεται μαζί με την Αγία Ιουνία και στις 17 Mαΐου, ενώ η εύρεση των τιμίων λειψάνων του εορτάζεται στις 22 Φεβρουαρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ὡς οὐρανοὶ λογικοί, τὴν δόξαν ἀστράψαντες, τοῦ κενωθέντος ἐν γῇ, συμφώνως ὑμνείσθωσαν, Κρήσκης Σιλουναὸς τέ, καὶ ὁ ἔνθεος Σίλας, ἅμα σὺν Ἀνδρονίκω, Ἐπαινετὸς ὁ θεόφρων Χριστὸν γὰρ ἰκετεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνοδίτης τοῦ Παύλου γεγονὼς καὶ συνέκδημος, τὴν Νεάπολιν μάκαρ καὶ Φιλίππους ἐφώτισας, τῆς θείας ἐπιγνώσεως φωτί, Ἀπόστολε Σίλα ἱερέ. Ἀλλὰ φύλαττε καὶ σκέπε πάντας ἡμᾶς, ἐν πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε· καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐορτάζει σήμερον ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκβοᾷ σοι Ἀπόστολε· χαῖρε ὦ Σίλα τοῦ Παύλου συνόμιλε.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστέρες μέγιστοι τὴν οἰκουμένην, εὐσεβείας λάμψεσι, φωταγωγοῦντες εὐσεβῶς, εἰς τὸν αἰῶνα δοξάζεσθε, θαυματοφόροι Κυρίου Ἀπόστολοι.

Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Ἀνδρόνικε Σίλα, καὶ θεόφρον Σιλουανέ, σὺν Ἐπαινετῷ τε, καὶ Κρήσκεντι τῷ θείῳ, τῆς ἀληθοῦς σοφίας ἐνδιαιτήματα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις εὐσεβείας θεῖος πυρσός, Ἀπόστολε Σίλα, καὶ τῆς χάριτος θησαυρός· χαίροις ὁ τῷ Παύλῳ, πιστῶς διακονήσας, αἰτούμενος δὲ πᾶσιν, ἡμῖν τὰ κρείττονα.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

O πνευματικός αγώνας

Ἀγώνας κατά τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου

Ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ ἐκ µέρους τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλει νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁµαρτία, συµπίπτει µέ τόν πνευµατικό ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ κακοῦ.

Ὁ πνευµατικός ἀγῶνας, ὁ ὁποῖος ἀποδεσµεύει τήν ψυχή ἀπό τήν ἁµαρτία, παρουσιάζει τρία µέτωπα. Καί κατά πρῶτο καί κύριο λόγο ὁ ἀγῶνας αὐτός διεξάγεται ἐναντίον τῶν ἀδυναµιῶν καί παθῶν, τῶν ἐµφύτων πονηρῶν καταβολῶν, τίς ὁποῖες µέ τή γέννησή του φέρει ὁ ἄνθρωπος. Πολύ παραστατικά καί µέ ἐπιγραµµατική βραχυλογία, τόν περιγράφει ὁ Κύριος:

«Ἀπό µέσα ἀπό τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων ἐξέρχονται οἱ κακές σκέψεις καί ἀποφάσεις, µοιχεῖες, πορνεῖες, φόνοι, κλοπές, κάθε εἴδους ἀδικίες, πού προέρχονται ἀπό τήν πλεονεξία, µοχθηρίες καί κακίες, ἀπάτη, ἠθική παραλυσία καί ἀκράτεια, ὀφθαλµός φθονερός καί κακός, βλασφηµία, ὑπερηφάνεια, τρέλλα καί ἀµυαλωσύνη, πού τήν γεννᾶ ὁ σκοτισµός τῆς ἁµαρτίας. Ὅλα αὐτά τά κακά ἐξέρχονται ἀπό µέσα, διότι στήν καρδιά ἀρχικά φυτρώνουν ὡς λογισµοί καί ἐπιθυµίες καί ἀποφάσεις, καί αὐτά κάνουν ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο».

Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ὑποχωρήσει στίς παρορµήσεις αὐτές, οἱ ὁποῖες ἐκπορεύονται ἀπό τόν ἐσωτερικό του κόσµο, τότε διατρέχει τόν κίνδυνο νά τίς µεταβάλει σέ κυρίαρχα πάθη. Συνεχής δέ καί µακροχρόνια ὑποχώρηση δηµιουργεῖ κατάσταση δουλείας.

Καί ὁ Μ. Βασίλειος ἀναγνωρίζοντας τή δυσκολία τῆς πάλης, αὐτόν τόν πνευµατικό ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου περιγράφει, ὅταν σηµειώνει: «Νά µάθεις, νά διδαχθεῖς τήν εὐαγγελική πολιτεία, τήν εὐθύτητα τῶν µατιῶν, τήν ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, τή δουλαγώγηση τοῦ σώµατος, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ, τήν ἐξαφάνιση τῆς ὀργῆς.Ὅταν ἀγγαρεύεσαι, νά προσθέτεις (Ματθ. ε΄ 41).Ὅταν σέ ἀδικοῦν, νά µή πᾶς σέ δικαστήρια (Ματθ. ε΄ 25). Ὅταν µισεῖσαι, νά ἀγαπᾶς (Ματθ. ε΄ 44). Ὅταν διώκεσαι, νά ὑποµένεις (Ματθ. ε΄ 44). Ὅταν βλασφηµεῖσαι, νά παρακαλεῖς (Α΄ Κορ. δ΄ 12-13). Νά νεκρωθεῖς γιά τήν ἁµαρτία (Ρωµ. Στ΄ 2), νά σταυρωθεῖς µέ τόν Χριστό. Ὁλόκληρη τήν ἀγάπη δῶσε την στόν Κύριο. Ἀλλά αὐτά εἶναι δύσκολα».2

Εὐθύς ἀµέσως ὁ Φωστήρ τῆς Καισαρείας µᾶς πείθει γιά τό δίκαιο τῆς δυσκολίας τοῦ πνευµατικοῦ ἀγώνα, ὅταν ὑποστηρίζει: «Καί ποιό ἀπό τά καλά εἶναι εὔκολο; Ποιός ἔστησε τρόπαιο νίκης µέ τό νά κοιµᾶται; Ποιός στεφανώθηκε µέ τά στεφάνια τῆς καρτερίας, ζῶντας πολυτελῆ ζωή καί διασκεδάζοντας; Κανένας δέν πῆρε βραβεῖο χωρίς νά τρέξει. Οἱ κόποι γεννοῦν δόξα, οἱ µόχθοι φέρνουν τά στεφάνια. Πρέπει, λέω καί ἐγώ, ἐµεῖς διά µέσου πολλῶν θλίψεων θά εἰσέλθουµε στήν οὐράνιο βασιλεία» (Πράξ. Ιδ΄ 22)! Ἀλλά τίς θλίψεις αὐτές, τίς διαδέχεται ἡ µακαριότητα στήν οὐράνιο βασιλεία”.3

Ἀγώνας κατά τοῦ διαβόλου

Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό µοναδικό µέτωπο, τό ὁποῖο ἔχει νά ἀντιµετωπίσει ὁ ἀνασφαλής ψυχικά ἄνθρωπος. Ἔχει νά διεξαγάγει ἀγῶνα καί «πρός ἐχθρούς πνευµατικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὀργάνωση στρατιωτική. Βαδίζουν µέ σχέδιο, τό ὁποῖο εἶναι καλά µελετηµένο. Τά πονηρά αὐτά τάγµατα ἔχουν ἐξουσία πάνω στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι µέ τήν ἀµέλειά τους γίνονται δοῦλοι καί ὑπήκοοί τους. Καί ἐπειδή τό πλῆθος τῶν δυστυχισµένων ὀπαδῶν τους εἶναι µεγάλο, οἱ δαίµονες φαίνονται ὡσάν νά εἶναι κοσµοκράτορες».4

Καί ὁ ἱερός Χρυσόστοµος, ἀναφερόµενος σ’ αὐτό τό µέτωπο τοῦ πνευµατικοῦ ἀγῶνα, ὡς ἔµπειρος πολεµιστής διακρίνει τά πανοῦργα τεχνάσµατα καί τίς παραπλανητικές µεθοδεῖες τοῦ ἐχθροῦ, µέ τίς ὁποῖες προσπαθεῖ νά ὑποσκελίσει ὕπουλα τόν πιστό καί καθοδηγεῖ γράφοντας: «Ἐπειδή λοιπόν παρήγγειλε πολλά πού ἔπρεπε νά γίνουν, µή φοβεῖσθε, λέει, στηρίξατε τήν ἐλπίδα σας στόν Κύριο καί ὅλα θά τά ἀνακουφίσει. «Καί ντυθεῖτε ὁλόκληρο τόν ὁπλισµό, µέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός ὁπλίζει τούς στρατιῶτες Του, γιά νά µπορεῖτε νά ἀντιστέκεσθε στά πανοῦργα τεχνάσµατα τοῦ διαβόλου». Δέν εἶπε, στίς µάχες, οὔτε στούς πολέµους, ἄλλα «στά τεχνάσµατα». Διότι ὁ ἐχθρός δέν πολεµάει οὔτε ἁπλᾶ, οὔτε φανερά, ἄλλα µέ τεχνάσµατα. Τί σηµαίνει µεθοδεία; Μεταχειρίζοµαι τέχνασµα, σηµαίνει παραπλανῶ καί µέ τίς ἐπινοήσεις καταβάλλω κάποιον, πρᾶγµα πού γίνεται καί στήν περίπτωση τῶν τεχνασµάτων, καί µέ λόγια, καί µέ ἔργα, καί µέ παλαιστικά τεχνάσµατα, σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι µᾶς παραπλανοῦν! Ἐπεξηγῶ τί ἐννοῶ: ποτέ (ὁ διάβολος) δέν παρουσιάζει φανερά τά ἁµαρτήµατα, τήν εἰδωλολατρεία δέν τήν λέει, ἀλλά διαφορετικά παριστάνει τοῦτο µεταχειριζόµενος τεχνάσµατα, δηλαδή, παριστάνει πιθανόν τόν λόγο καί χρησιµοποιεῖ ἐπικαλύµµατα”.5

Στή συνέχεια ὁ ἱερός Χρυσόστοµος καθιστᾶ προσεκτικούς τούς χριστιανούς, ὅταν ὑπογραµµίζει τό ἄνισο τοῦ ἀγῶνα, ἐφ’ ὅσον οἱ σαρκικοί ἄνθρωποι ἀντιµετωπίζουν ὄχι µόνο τήν ἀνθρωποκτόνο πονηρία τῶν δαιµόνων, ἀλλά καί ἀντιπαλαίουν µέ ἰσχυρότερά τους –ὡς πρός τήν φύση– ὄντα· καί τοῦτο, διότι οἱ δαίµονες εἶναι ἀσώµατοι (...). «Διότι δέν ἔχοµε νά παλαίψουµε, λέει, πρός ἀντιπάλους ὁµοίους µέ µᾶς, µέ αἷµα καί σάρκα, σάν τή δική µας. Ἀλλά πρός τίς ἀρχές, πρός τίς ἐξουσίες, πρός τά διαβολικά αὐτά τάγµατα, πρός τούς κοσµοκράτορες, πού ἄρχουν ἐπάνω στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, πού εἶναι βυθισµένοι στό ἠθικό σκοτάδι, τό ὁποῖο ἐπικρατεῖ στόν αἰῶνα αὐτόν. Καλούµαστε νά παλαίψουµε πρός τά πνευµατικά ὄντα, τά ὁποῖα εἶναι γεµᾶτα πονηρία καί τά ὁποῖα κατοικοῦν στούς ὁρίζοντες, πού εἶναι πάνω ἀπό τόν ἀέρα»

Σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἐξομολογουμένου

Ο ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΣ-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
«Δίπλα στὸν Γέροντα Πορφύριο», διηγεῖται πνευματικό του παιδί, «αἰσθανόμουν ἄνετα. Δὲν καταπίεζε κανέναν. Ἤθελε, ὅποιος πήγαινε κοντά του, νὰ κάμνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή του. Ἔλεγε πάντοτε στοὺς ἐξομολόγους ὅτι, ὅταν, ὡς πνευματικοὶ πατέρες, κατευθύνουμε τὴν πορεία αὐτῶν ποὺ ἐξομολογοῦνται σ’ ἐμᾶς, πρέπει πάντοτε νὰ σεβόμαστε τὴν ἐλευθερία τους, τονίζοντάς μας ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἐλευθερία. Μᾶς ἀνέφερε συχνὰ τὸ γνωστὸ περιστατικό σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶπε μιὰ φορὰ κάτι ἀπὸ τὸ ὁποῖο πολλοὶ σκανδαλίστηκαν, μὲ ἀποτέλεσμα ν’ ἀρχίσουν νὰ φεύγουν, ὥσπου ἔφυγαν ὅλοι κι ἔμειναν μόνο οἱ μαθητές του.
Ὁπότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε ὅτι, ἂν ἤθελαν νὰ φύγουν κι ἐκεῖνοι, ἦταν ἐλεύθεροι νὰ τὸ πράξουν. Σημειώνει ἐπὶ λέξει τὸ κατὰ Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο: “Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;”»[98].

Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Θεοδότη και τα τρία παιδιά της

Η Αγία Θεοδότη ήταν από τη Νίκαια και διακρινόταν για τη θερμότητα της ευσέβειας της. Έμεινε χήρα και αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τριών παιδιών της, χωρίς να δώσει καμιά προσοχή στις προτάσεις δεύτερου γάμου. Με τη φιλόστοργη φροντίδα της, μεγάλωσαν οι γιοι της και αναδείχτηκαν παιδιά πιστά και με μεγάλη φρόνηση. Τα χρόνια όμως εκείνα, ήταν δύσκολα και επικίνδυνα. Η εικονομαχία ήταν στο αποκορύφωμα της. Η αγία Θεοδότη με τους γιους της, ήταν στην πρώτη τάξη των υπερμάχων αθλητών της Ορθοδοξίας. Εκείνη μεταξύ του γυναικείου κόσμου, αυτοί μεταξύ των συνομηλίκων τους, συμβούλευαν και διήγειραν κατά των άσεβων προσταγμάτων των εικονομάχων βασιλέων. Το καθήκον αυτό, έφερε μητέρα και γιους στο μαρτύριο, που το υπέστησαν με αξιοθαύμαστη καρτερία. Έτσι όλοι μαζί, πήραν τα αθάνατα στεφάνια, που παρέχει στους καλούς αθλητές ο αγωνοθέτης Θεός. Ναό στην Αγία Θεοδότη έκτισε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός. (Η μνήμη της Αγίας Θεοδότης και των τριών παιδιών της επαναλαμβάνεται και την 22α Δεκεμβρίου με διαφορετικά βιογραφικά στοιχεία τα οποία όμως μοιάζουν με τα βιογραφικά στοιχεία που υπάρχουν στον ιστοχώρο της Εκκλησίας της Ελλάδος για την 29η Ιουλίου).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὡς δῶρον ἐκλεκτόν, Θεοδότη θεόφρον, προσήγαγες Θεῶ, τοὺς ἐνθέους βλαστούς σου, σὺν τούτοις γὰρ ἠγώνισαι, ἱερῶς ἐναθλήσασα, μεθ' ὧν πρέσβευε, ὑπὲρ ἠμῶν τῷ Κυρίῳ, δοῦναι ἄφεσιν, ἁμαρτιῶν ἠμὶν πάσι, καὶ βίου διόρθωσιν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Καλλίνικος

Ο Άγιος Καλλίνικος κατάγονταν από την Κιλικία. Ήταν ευσεβής και ενάρετος και είχε σαν έργο ζωής την κατήχηση των εθνικών με σκοπό τη σωτηρία τους. Όταν έφθασε στην Αίγυπτο, φανατικοί ειδωλολάτρες εξεγέρθηκαν εναντίον του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον ηγεμόνα Σακέρδωνα. Αυτός, υποκρινόμενος, έδειξε ότι λυπάται, και για να κάμψει το φρόνημα του Καλλινίκου, ανέφερε δήθεν περιστατικά πρώην γενναίων χριστιανών, που όταν αντίκρισαν τα σκληρά βάσανα, αρνήθηκαν την πίστη τους. Ο Καλλίνικος, αντιλαμβανόμενος την υποκρισία του ηγεμόνα, μειδίασε και του είπε: «Μην αναβάλλεις, έπαρχε, να λάβεις πείρα της δύναμης με την οποία ο Χριστός οπλίζει τους γνήσιους πιστούς Του. Γρήγορα ετοίμασε όλα σου τα κολαστήρια όργανα, φωτιά, ξίφη, τροχούς, μαχαίρια, μαστίγια και ό,τι άλλο σκληρό μαρτύριο έχεις. Όλα αυτά και άλλα περισσότερα και σκληρότερα βασανιστήρια ποθώ για την αγάπη του Χριστού». Πράγματι, ο έπαρχος τον μαστίγωσε σκληρά. Του φόρεσε παπούτσια, τα οποία είχαν καρφιά και τον ανάγκασε να τρέχει μέχρι την πόλη της Γάγγρας σε απόσταση ογδόντα στάδια. Έσκισε τις σάρκες του με σιδερένια νύχια και όπως ήταν μισοπεθαμένος, τον έδεσε πίσω από ένα άγριο άλογο, που τον έσυρε για πολλά χιλιόμετρα. Τόση ήταν η λύσσα του έπαρχου, που πρίν ο Καλλίνικος αφήσει την τελευταία του πνοή, τον έριξε μέσα στη φωτιά. Έτσι ένδοξα πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου. Η δε σύναξη του γινόταν κοντά στην γέφυρα του Iουστινιανού, και κοντά σε κάποιο μέρος που λεγόταν Πετρίον.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Κλῆσιν σύνδρομον, ἔχων τῷ βίῳ, νίκος καλλίστον, ἤρας ἐν ἄθλοις, καταλλήλως γεγονῶς ὁ προκέκλησαι, σὺ γὰρ καλῶς τὸν ἀγῶνα τελέσας σου, ὡς νικητὴς ἐδοξάσθης Καλλίνικε. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ ἄνω τερπνά, ἀξίως νῦν κεκλήρωσαι· Χριστοῦ γὰρ σφοδρῶς, τῷ πόθῳ πυρακτούμενος, τοῦ πυρὸς Καλλίνικε, δι᾽ αὐτοῦ ἀνδρείως κατετόλμησας· ᾧ καὶ νῦν παριστάμενος, μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν πάντων ἡμῶν.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Μετάνοια: Ένας ατέλειωτος δρόμος

Φεύγοντας από το εξομολογητήριο, με ψυχές καθαρές, χρειάζεται να προσέξουμε ιδιαίτερα. Πολλοί λέμε πως μετά την εξομολόγηση αισθανόμαστε «ξαλαφρωμένοι». Όμως η εξομολόγηση δεν είναι ένα ναρκωτικό. Ίσα-ίσα θα πρέπει να φεύγουμε με βαθύτερη συνείδηση της αμαρτωλότητάς μας, με συνεχή προβληματισμό, αλλά και με δυνατή αίσθηση της άπειρης αγάπης του Θεού, που, παρ’ όλη την κατάντια μας, μας δέχεται.
Ο αγώνας μας θα πρέπει να γίνει εντονώτερος . Να διορθώσουμε τα λάθη μας. Να μην ξαναγυρίσουμε στα ίδια αμαρτήματα. Να εργαζόμαστε με επιμέλεια τις εντολές του Θεού. Ο αγώνας αυτός οπωσδήποτε δεν είναι εύκολος. Είναι επίπονος και οδυνηρός. Δυστυχώς όλοι μας δεν έχουμε τη διάθεση να επιδιώξουμε με υπομονή και επιμέλεια την θεραπεία των παθών μας. Θέλουμε άμεσα αποτελέσματα ∙ όλα να γίνουν εδώ και τώρα. Είμαστε άνθρωποι των «κουμπιών», του αυτοματισμού και ζητάμε όλα να αλλάξουν αμέσως. Πάμε στον πνευματικό και νομίζουμε πως αυτός έχει κάποιο μαγικό ραβδί που θα βοηθήσει αυτόματα. Όμως μια αμαρτωλή και παθολογική κατάσταση, που τη χτίζουμε ολόκληρες δεκαετίες, δεν αλλάζει σε μια στιγμή. Ο ιερέας είναι γιατρός ψυχών, όχι μάγος και αγύρτης. Και η θεραπεία μας δεν μπορεί να γίνει μέσα σε λίγα λεπτά , με κάποια μαγική και άρα ψεύτικη ενέργεια∙ αλλά με τη δική μας γνήσια μετάνοια, με τον δικό μας αγώνα, με υπομονή και επιμέλεια, κάτω από τη χάρη του Θεού.
Με το να εξομολογηθούμε δύο, τρεις φορές δεν σημαίνει ότι ζήσαμε την μετάνοια στην πληρότητά της . Η μετάνοια είναι ένας ατέλειωτος δρόμος, μια διαρκής κατάσταση που δεν σταματάει ποτέ. Δεν υπάρχει τέλος στη μετάνοια, γιατί τούτο θα σήμαινε τέλεια ομοίωση με τον Χριστό. Στο Γεροντικό, μέσα από ένα θαυμάσιο περιστατικό, βλέπουμε πώς ζούσαν οι άγιοι τη μετάνοια:
«Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, όταν έμελλε να τελευτήση και κάθονταν οι πατέρες γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και τους λέγει: “Να ο Αββάς Αντώνιος ήλθε”. Και μετά από λίγο λέγει: “Να η χορεία των προφητών ήλθε”.Και πάλι το πρόσωπό του περίσσια έλαμψε και είπε: “Να, η χορεία των αποστόλων ήλθε”. Και έλαμψε πάλι το πρόσωπό του πιο πολύ. Και ιδού, ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Και τον ρώτησαν οι γέροντες, λέγοντας: “Με ποιόν μιλάς πάτερ;”. Και εκείνος είπε: “Να οι Αγγελοι ήλθαν να με πάρουν και παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη”. Και του λέγουν οι γέροντες: “Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσης, πάτερ”. Και τους είπε ο γέρων: “Σας βεβαιώνω, ότι δεν βλέπω να έχω κάμει αρχή”.Και πληροφορήθηκαν όλοι ότι είναι τέλειος. Και πάλι, ξαφνικά, έγινε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και φοβήθηκαν όλοι. Και τους λέγει: “Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει: Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”. Και ευθύς παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή. Και γέμισε όλο το κελλί από ευωδία».
Σ’ αυτήν την ατέλειωτη πορεία πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο να ξανακυλήσουμε στην αμαρτία. Ας μην απελπιστούμε. Το ιατρείο της μετανοίας είναι πάντα ανοικτό. «Το να πέσει κανείς είναι ανθρώπινο. Το να μείνει κανείς στην πτώση , δεν είναι ανθρώπινο, αλλά σατανικό», λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας. Διαβάζουμε πάλι στο Γεροντικό:
«Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας:
“Τι να κάμω, Αββά, οπού έπεσα;” . Του λέγει ο γέρων: “Να σηκωθής πάλι. Λέγει ο αδελφός: “Σηκώθηκα και πάλι έπεσα”. Και λέγει ο γέρων: “Να σηκωθής πάλι και πάλι”. Λέγει τότε ο αδελφός: “Έως πότε;”. Λέγει ο γέρων: “Έως ότου σε βρη ο θάνατος, είτε στο καλό είτε στην πτώση. Σε όποια κατάσταση βρίσκεται ο άνθρωπος, σ ́ αυτή και φεύγει”».
Ο Θεός πάντα μας περιμένει. Δεν μας απαρνιέται ποτέ.
«Ρωτήθηκε ὁ Ἀββὰς Μιὼς ἀπὸ κάποιον στρατιωτικό, ἂν ὁ Θεὸς δέχεται μετάνοια. Κι ἀκεῖνος, ἀφοῦ τὸν κατήχησε μὲ πολλὰ λόγια, τὸν ρωτᾶ: “Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σοῦ σχισθεῖ ἡ χλαμύδα, τὴν πετᾶς”; Λέγει: “Ὄχι, ἀλλὰ τὴν ράβω καὶ τὴν ξαναχρησιμοποιῶ”. Τοῦ λέγει τότε ὁ γέρων: “Ἂν λοιπὸν σὺ τὸ ροῦχο το λυπᾶσαι, ὁ Θεὸς τὸ πλάσμα του δὲν θὰ το λυπηθεῖ; ”»

Πώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα παιδιά για το Θεό;

Αλήθεια, πώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα παιδιά για το Θεό; Πόσο εφικτό γίνεται αυτό όταν εμείς έχουμε μεγάλα πνευματικά κενά αλλά και οι σημερινές απαιτήσεις των παιδιών έχουν γίνει πιεστικές; Στους καιρούς μας περισσεύουν οι αντιρρήσεις για την ύπαρξη του Θεού, ενώ μεταλλαγμένες μορφές αθεΐας εμφανίζονται συνεχώς. Παράλληλα τα αμείλικτα ερωτήματα των παιδιών μας ζητούν απαντήσεις, σημερινές και άμεσες. Πού είναι ο Θεός όταν το κακό κραυγάζει θριαμβευτικά, όταν ο πόνος, η αρρώστια, ο θάνατος χτυπούν βάναυσα και ανελέητα; Πού είναι ο Θεός στην ορφάνια ή στην έσχατη φτώχεια; Σ’ αυτό τον ορυμαγδό αμφισβητήσεων και αντιρρήσεων μόνο η εμπειρική βίωση από μέρους μας της ορθοδόξου πίστεως μπορεί να απαντήσει.
Από την αρχή παρουσιάζεται ένα πρακτικό πρόβλημα. Στην εκκλησιαστική παράδοση και την ορθόδοξη Θεολογία μιλούμε για ένα Θεό πού είναι Τριαδικός. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πώς αυτά πού κατανοούμε ή προσπαθούμε να κατανοήσουμε εμείς, δεν είναι αυτονόητα στο παιδί. Γι’ αυτό και χρειάζεται στο ξεκίνημα να χρησιμοποιήσουμε παραδείγματα πού «απλοποιούν» την τριαδικότητα του Θεού. Ένα χαρακτηριστικό είναι το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος με το κεραμίδι στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Πριν ξεκινήσουμε να αποκαλύπτουμε το μεγάλο μυστήριο του Θεού στην παιδική ψυχή πρέπει να δημιουργήσουμε την αίσθηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του. Δηλαδή, όπως όταν γεννήθηκε, οι παραστάσεις γύρω του αλλά και ή συνεχής στοργή και φροντίδα το έπεισαν για το ποιοί είναι οι γονείς του που δίπλα τους αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά, έτσι πρέπει να το πείσουμε να δέχεται το Θεό σαν παρουσία, σαν αίσθηση ζωντανή, να πιστεύει σ’ Εκείνον και να εκδηλώνει την πίστη του με συγκεκριμένο τρόπο. Οι εικόνες, το καντήλι, το θυμίαμα, ή άσκηση της νηστείας, η προσπάθεια εφαρμογής των Ευαγγελικών εντολών από μέρους της οικογένειας δημιουργούν μία ατμόσφαιρα την οποία το παιδί αποδέχεται ως φυσικό του περιβάλλον και στη συνέχεια ακολουθεί. Έτσι γίνεται ευκολότερη αργότερα η προσέγγιση των πνευματικών δεδομένων. Κοντολογίς η πνευματική ατμόσφαιρα πού υπάρχει στο σπίτι, κηρύττει σιωπώσα και αποτελεί την πρώτη απόδειξη πώς ή πίστη στο Θεό δεν είναι έργο απροσδιόριστο χειρών ανθρώπων αλλά πραγματικότητα πού μπορεί να βιωθεί.
Η οποιαδήποτε στάση μας – πρέπει να γνωρίζουμε – μπορεί να «χρεώσει» το Θεό και την Εκκλησία. Μερικές φορές εφευρίσκοντας τρόπους για να διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά μας, επιστρατεύουμε και το Θεό σαν συνήγορο των δικών μας αποφάσεων. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μην χρησιμοποιούμε την παρουσία του Θεού κατ’ επιλογήν και κυρίως στις οφειλές των άλλων σε μας. "Αν π.χ. υποστηρίζουμε κάτι εξόφθαλμα άδικο και χρησιμοποιούμε και το Θεό γι’ αυτό, τότε πρέπει να γνωρίζουμε πώς το παιδί θα απορρίψει και εμάς και το δίκιο μας.
Είναι νομίζουμε λάθος να μιλούμε για το Θεό με έννοιες πού το παιδί δεν κατανοεί. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε λέξεις πού δεν έχουν αντίκρισμα στην παιδική ψυχή. Θα μπορούσαμε ”πλάθοντας” το Θεό να του μιλήσουμε με όπλο τις καινοδιαθηκικές ή παλαιοδιαθηκικές ιστορίες για την αγάπη Του, την ειρήνη Του πού απλόχερα σκορπίζει σ’ εκείνους που τον πιστεύουν και Τον αγαπούν. Είναι ευκολότερη η προσέγγιση του Θεού όταν μιλάμε για τα «χαρακτηριστικά Του. Kαλά θα είναι να ακολουθούμε το μεγάλωμα του παιδιού και να του αποκαλύπτουμε τις αλήθειες της ορθοδόξου πίστεως κατά τη δεκτικότητα του.
Ο νέος αυτός ρόλος που αναλαμβάνουμε, δηλαδή αυτή η εμπειρία της διδασκαλίας ή της μικράς κατηχήσεως θα μας φέρει συχνά αντιμέτωπους με τις πραγματικά μεγάλες πνευματικές ελλείψεις ή και την τελεία μας άγνοια πάνω στα πνευματικά ζητήματα.
"Ας φροντίσουμε μιλώντας για το Θεό να γνωρίσουμε τι ακριβώς πρέπει να πούμε στα παιδιά μήπως βρεθούμε σε δρόμους μη ορθόδοξους.
"Ας αναζητήσουμε το απόσταγμα της πατερικής σοφίας πού αποτελεί τη σωστική κιβωτό. Σχεδόν ταυτόχρονα μπορεί ν’ αρχίσει λίγο στην αρχή, εντονότερα στη συνέχεια ή αμφισβήτηση για την αλήθεια ή ακόμη θ’ αναπτυχθούν σκέψεις ως προς την ορθή πίστη άλλων θρησκειών. Στις μέρες μας μάλιστα που ο συγκρητισμός καταργεί τις ιδιαιτερότητες και τις ταυτότητες των τόπων και των προσώπων χρειάζεται να καταβληθεί πολύς κόπος ώστε το παιδί μας να πεισθεί πώς η πίστη που του διδάξουμε είναι πραγματικά ή σωστή.
Είναι πολύ σημαντικό ή διδασκαλία μας να συνοδεύεται από τιμία συνεχή προσπάθεια μας να μάθει το παιδί πώς οι εντολές του Θεού είναι πραγματικά εφαρμόσιμες. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς καλά γιατί χρειάζεται ή πράξη να προηγείται της θεωρίας.
Η άρνηση του Θεού από μέρους του παιδιού σε κάποια ηλικία έρχεται όχι τόσο από την προσωπική του επανάσταση, όσο γιατί αδυνατεί να σηκώσει το «βάρος» της μαρτυρίας του Χριστού στο σχολείο ή στην κοινωνία γενικότερα. Δεν μπορεί να σηκώνει «μόνο» του τις ειρωνείες των φίλων και συμμαθητών του και τότε μοιάζει με τους πολλούς. Τότε, ίσως, είναι ώρα να πούμε στο παιδί μας πως η αγάπη μας σε κάποιον δεν είναι θεωρητική αλλά έχει αξία όταν για εκείνον πού αγαπάς θυσιάζεσαι. Αυτό δηλαδή πού δίδαξε ο Κύριος «αυτή εστίν η εντολή η έμή, Ινα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς μείζονα ταύτης σγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού» (Ίω. ιε’ 12, 13). Είναι ανάγκη να μιλήσουμε για την ανάγκη της μαρτυρίας του ονόματος του Χριστού που συχνά γίνεται μαρτύριο.
Την πιο σκληρή μάχη καλείται να δώσει ο παιδαγωγός στα αμείλικτα ερωτήματα του παιδιού: γιατί το κακό στον κόσμο; Γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι; γιατί πονούν;
Κι όμως αποτελεί βασικό ζήτημα ολόκληρης της ανθρώπινης ζωής, σε όλους τους καιρούς. Με πολλή υπομονή και διάκριση θα ξεκινήσουμε από το θέμα της Ελευθερίας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, πλασμένος από το Θεό, απολάμβανε τον πλούτο των δωρεών του ζώντας στον Παράδεισο. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο και αθάνατο.
Τί θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς την ελευθερία και την αθανασία; Με την αμαρτία ο άνθρωπος χάνει μόνος του την ελευθερία, αιχμαλωτίζεται. Δεν του τη στερεί ο Θεός. Έκτοτε το κακό σαν παγκόσμια επιδημία εξαπλώνεται στη γη ως ακριβό τίμημα αυτής της κακής χρήσης της Ελευθερίας.
Αφού τέλος καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια με το λόγο και το παράδειγμα μας, ας αναθέσουμε με την προσευχή μας τα παιδιά στο Θεό, για να επιλέξει Εκείνος τον τρόπο πού θα μιλήσει στην καρδιά τους.

Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμένας οι Απόστολοι και Διάκονοι

«Ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ἠμὶν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος» (Ευαγγέλιο Ματθαίου, κ' 26). Όποιος, δηλαδή, θέλει να γίνει μέγας μεταξύ σας, είπε ο Κύριος, ας είναι υπηρέτης σας και ας μαθαίνει να γίνεται εξυπηρετικός στους άλλους. Σ' αυτή την κατηγορία ανθρώπων άνηκαν και οι απόστολοι - από τους 70 μαθητές του Κυρίου - Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμένος. Αυτοί ήταν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων (Πράξ. στ' 5). Το έργο τους ήταν να υπηρετούν και να επιστατούν στη διατροφή των απόρων μελών της Εκκλησίας, ιδιαίτερα των ορφανών και των χηρών. Αλλά υπηρετούσαν και στη διάδοση του θείου λόγου.

Έτσι αργότερα, ο μεν Πρόχορος ακολούθησε τον ευαγγελιστή Ιωάννη στη Μικρά Ασία, όπου έγινε επίσκοπος Νικομήδειας και αναδείχθηκε τέλειος διάκονος του επισκοπικού καθήκοντος. Ο δε Τίμων υπέστη μαρτυρικό θάνατο στη Βόστρα της Αραβίας, όπου είχε σταλεί να υπηρετήσει το Ευαγγέλιο. Οι άλλοι δύο, ο Νικάνωρ και ο Παρμένος, πέθαναν στην Ιερουσαλήμ, εκτελώντας το διακονικό τους έργο. Κηδεύθηκαν από τους ίδιους τους Αποστόλους, κάτω από το πένθος όλης της Εκκλησίας, την οποία υπηρέτησαν με τόσο ζήλο και επιτυχία. Έτσι, ο καθένας χωριστά, αναδείχθηκε «πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ» (Επιστολή προς Έφεσίους, στ' 21). Δηλαδή πιστός διάκονος στο έργο του Κυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι συνέκδημοι, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, θεόθεν ἐκρίθητε διακονεὶν εὐσεβῶς, τῷ θείῳ πληρώματι, Πρόχορε θεηγόρε, σὺν Νικάνορι ἅμα, Τίμων ὁ θεοκήρυξ. Παρμένος τὲ ὁ θεῖος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Διάκονοι σεπτοί, καὶ αὐτόπται τοῦ Λόγου, καὶ σκεύη ἐκλογῆς, ἀνεδείχθητε πίστει, Νικάνορ καὶ Πρόχορε, Παρμενᾶ, Τίμων ἔνδοξε· ὅθεν σήμερον, τὴν ἱερὰν ἡμῶν μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, ὑμᾶς μακαρίζοντες.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου

Η Οσία Ειρήνη έζησε στα χρόνια της βασίλισσας Θεοδώρας, που αναστήλωσε τις άγιες εικόνες.

Η Ειρήνη καταγόταν από την Καππαδοκία και διακρινόταν όχι μόνο για την ευσέβεια της, αλλά και για την σωματική ωραιότητα της και για την ευγενή ανατροφή της. Είχε ζητηθεί λοιπόν σε γάμο, από διακεκριμένο άνδρα του παλατιού και ξεκίνησε για το Βυζάντιο. Στη διαδρομή όμως, πέρασε από τη Μονή του Χρυσοβαλάντου και τόσο ελκύστηκε από τη συναναστροφή των καλογριών, ώστε πήρε τη μεγάλη απόφαση να παραμείνει μαζί τους. Έτσι απέρριψε τις κοσμικές δόξες, γύρισε στην πατρίδα της, πούλησε τα υπάρχοντα της, βοηθώντας πολλούς φτωχούς και τα υπόλοιπα χρήματα τα εναπόθεσε στη Μονή. Έγινε μοναχή και η ζωή της μέσα στο μοναστήρι υπήρξε πολύ ασκητική και αγία.

Όταν πέθανε η ηγουμένη, η Ειρήνη, παρά την άρνηση της, ορίστηκε διάδοχος της. Από τη νέα της θέση, επετέλεσε τα καθήκοντα της άριστα. Ο Θεός μάλιστα, την προίκισε με το προφητικό και θαυματουργικό χάρισμα. Έτσι δια της προσευχής της, απάλλαξε πολλούς από τα δαιμόνια. Προαισθάνθηκε τον θάνατο της και απεβίωσε ειρηνικά, γεμάτη χαρά για το ευχάριστο ουράνιο ταξίδι της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείας γήινους πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ' ἄφθαρτων στεφάνων νῦν σὲ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστὸς ὁ ὡραιότατος ὢ καθιέρωσας σαύτην, ὅλη καρδία καὶ ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ἅγιος Παντελεήμων

Οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων, ἀγαπητοί μου, δέν ἔρχονται γιά νά τρῶμε, νά πίνουμε καί νά περνοῦμε ἄσκοπα τόν καιρό μας. Δέν πρέπει νά τίς ἀφήνουμε νά περνοῦν, χωρίς νά ἀποκομίζουμε πνευματικό ὄφελος. Πρέπει νά διδασκώμεθα ἀπό τήν ζωή, τό μαρτύριο καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Μέ αὐτήν τήν προϋπόθεση ξεκινοῦμε τήν ἁπλῆ ὁμιλία μας γιά τόν Ἅγιο Παντελεήνονα.

Γεννήθηκε στήν Νικομήδεια τῆς Μ. Ἀσίας. Ὁ πατέρας του Εὐστόργιος ἦταν εἰδωλολάτρης καί μάλιστα ἀξιωματοῦχος, μέλος τῆς συγκλήτου. Ἡ μητέρα του Εὐβούλη ἦταν χριστιανή καί μάλιστα πολύ πιστή. Εἶναι Ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ἔμεινε ὀρφανός σέ νεαρή ἡλικία. Ἔτσι τίς χριστιανικές νουθεσίες καί συμβουλές τοῦ ἔδινε τώρα ὁ ἱερεύς τῆς Νικομηδείας καί πνευματικός τῆς μητέρας του Ἅγιος Ἑρμόλαος, τόν ὁποῖο γιορτάσαμε χθές μαζί μέ τήν Ἁγία Παρασκευή.
Ἐνωρίς ὁ πατέρας του τόν παρέδωσε σ᾿ ἕνα φημισμένο γιατρό τῆς ἐποχῆς, τόν Εὐφρόσυνο, γιά νά τοῦ διδάξει τήν ἰατρική ἐπιστήμη. Σέ λίγο ὁ Παντολέον, ἔτσι ἦταν στήν ἀρχή τό ὄνομά του, ξεπέρασε ὅλους τούς συνομηλίκους του στήν μόρφωση, στήν ἐπιστήμη μά καί στήν ἀρετή. Ὅλοι μιλοῦσαν γιά τόν θαυμάσιο χαρακτήρα του. Ἀκόμη καί ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος τόν προώριζε γιά γιατρό τῶν ἀνακτόρων. Βέβαια ἀκόμη ἦταν εἰδωλολάτρης, δέν εἶχε βαπτισθεῖ, δέν εἶχε ἐπιλέξει ποιά πίστη θά ἀκολουθήσει, τοῦ πατέρα του ἤ τῆς μητέρας του;
Κάποτε, ἐνόσῳ ἀκόμη σπούδαζε τήν ἰατρική ἐπιστήμη, ἕνα φίδι φαρμακερό δάγκωσε κάποιο παιδί καί ἐκεῖνο ἔπεσε νεκρό. Σκέφθηκε λοιπόν ὁ Ἅγιος, ἄν ὁ Χριστός ἀνέσταινε τό παιδί, τότε καί ὁ ἴδιος θά γινόταν χριστιανός, ἀφοῦ αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Πράγματι μέ τήν προσευχή του στόν Χριστό τό παιδί ἀναστήθηκε. Τότε ὁ Παντελεήμων κατάλαβε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή πίστη καί ἔτρεξε στόν Ἅγιο Ἑρμόλαο, ἀπό τόν ὁποῖο ζήτησε τό Ἅγιο Βάπτισμα καί ἔτσι ἔγινε χριστιανός.
Αὐτό τό θαῦμα, αὐτή ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος μαρτυρεῖ, εἶναι μία μεγάλη ἀπόδειξις, ὅτι ἡ πίστις στόν Ἰησοῦ Χριστό εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή πίστις, ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός ἀληθινός Θεός κι᾿ ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε σίγουροι γιά τήν πίστη μας. Ἔχουμε τό μεγάλο προνόμιο, τήν μεγίστη χάρη νά γνωρίζουμε τόν ἀληθινό Θεό, νά εἴμαστε παιδιά τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἄν αὐτό δέν τό πιστεύουμε, τότε ὅ,τι καί ἄν κάνουμε εἶναι ἄχρηστο καί μάταιο.
Ὁ Παντελεήμων λοιπόν γιάτρευε τούς ἀσθενεῖς, ὄχι μόνο μέ τίς γνώσεις του, ἀλλά καί μέ τήν πίστη του, μέ τήν προσευχή του στόν Ἰησοῦ Χριστό. Βοηθοῦσε τούς φτωχούς. Ὄχι μόνο τούς ἐθεράπευε δωρεάν, ἀλλά καί τούς ἐνίσχυε οἰκονομικά. Μοίρασε ὅλη του τήν περιουσία στούς φτωχούς. Μέ πολλές καί ἐπίμονες προσπάθειες κατόρθωσε νά κάνει χριστιανό καί τόν πατέρα του. Καί ἀντί νά γίνει γιατρός στό παλάτι, ἔγινε μάρτυς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμιανός διέταξε νά βασανίσουν τόν Ἅγιο καί κατόπιν νά τόν ἀποκεφαλίσουν.
Ἀρνήθηκε τίς τιμές καί τήν δόξα τοῦ κόσμου, γιά νά κερδίσει τόν Χριστό καί τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτό εἶναι μέγα μάθημα καί σπουδαῖο δίδαγμα γιά μᾶς. Πολλοί γιά γήϊνες ἀπολαύσεις, γιά πρόσκαιρες ἡδονές, γιά ψεύτικες καί πολύ παροδικές μικροχαρές χάνουν τόν οὐρανό. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά ἕναν βοηθό καί συνεργάτη του: Δημᾶς με ἐγκατέλειπε ἀγαπήσας τόν νῦν αἰῶνα. Ἄφησε τόν ἀπόστολο Παῦλο, τόν ἐγκατέλειψε, ἀρνήθηκε τόν Χριστό γιά κοσμικά καί ἐφήμερα πράγματα.
Ἀντίθετα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἄφησε τόν αὐτοκράτορα πατέρα του, τόν Κωνστάντιο Χλωρό, περιφρόνησε τήν κοσμική δόξα, τήν λαμπρή σταδιοδρομία πού θά εἶχε κοντά στόν εἰδωλολάτρη πατέρα του καί ἀκολούθησε τήν εὐσεβέστατη μητέρα του, τήν ἁγία Ἑλένη, τήν ὁποία χώρισε καί ἔδιωξε ὁ σύζυγός της, γιατί ἀκριβῶς ἦταν χριστιανή. Ὅμως ὁ Θεός τόν ὑπερύψωσε. Ἔτσι καί αὐτοκράτορας ἔγινε καί μεγάλο Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας τόν ἀνέδειξε ὁ Θεός.
Ἡ ἁγία Εὐψημία κάποτε παρουσιάσθηκε στόν μακαριστό π. Παΐσιο καί μεταξύ τῶν ἄλλων τοῦ εἶπε: Ἄν γνώριζα τήν δόξα καί τήν τιμή πού θά εἶχα στόν οὐρανό, ὄχι μόνο αὐτά τάμαρτύρια θά ὑπέμενα, ἀλλά θά ἤθελα σέ ὅλη μου τήν ζωή νά ἔχω τέτοια βασανιστήρια.
 Ὁ ἄγνωστος ἅγιος ἀσκητής, πού βρῆκε σκάβοντας ὁ π. Πανάρετος τοῦ εἶπε. Σκέπασέ με καί πάλι καί μή πεῖς τίποτε σέ κανένα. Μοῦ φτάνει ἡ δόξα πού ἔχω ἀπό τόν Θεό. Δέν ἔχω καθόλου ἀνάγκη τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Ἐπίσης στόν Συνοδικό Τόμο τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, κατά τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων διαβάζουμε κάτι πολύ συγκινητικό. Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν εὐσεβεστάτων ἐκείνων Πατριαρχῶν καί Βασιλέων, οἱ ὁποῖοι ἀντήλλαξαν τήν ἐπίγεια δόξα καί ἐξουσία τους μέ τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὁ δέ Μωϋσῆς ἀρνήθηκε νά λέγεται γυιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ. Ἀρνήθηκε τίς τιμές μέσα στό παλάτι τῶν Αἰγυπτίων καί προτίμησε νά συγκακουχεῖται, νά ὑποφέρει μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀπέβλεπε στήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ ἅγιος Παντελεήμων μέσα σέ φοβερούς διωγμούς κατά τῶν χριστιανῶν, ἄφησε τήν εἰδωλολατρεία καί ἀκολούθησε τόν Χριστό. Κράτησε τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσε. Ἄς τό σχολιάσουμε λίγο αὐτό, νά δοῦμε τί γίνεται στίς ἡμέρες μας;
Βρισκόμαστε σέ κάποια ἀνάγκη, σέ μία δύσκολη κατάσταση, ἔχουμε κάποια ἀρρώστια καί τάζουμε, ὑποσχόμαστε ἤ μᾶς συμβουλεύουν οἱ ἄλλοι, τάξε μία λαμπάδα σάν τό μπόϊ σου ἤ ἕνα δοχεῖο λάδι κ.ο.κ. Οὔτε ἐμεῖς σκεφθήκαμε, οὔτε ποτέ οἱ ἄλλοι μᾶς εἶπαν, ἀφοῦ ζητᾶς τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, νά πᾶς στήν Ἐκκλησία, νά νηστεύσεις, νά ἐξομολογηθεῖς καί νά κοινωνήσεις. Αὐτό εἶναι πού θά μᾶς ὀφελήσει. Καί τά ἄλλα εἶναι καλά, μά δέν φτάνουν. Ξοδεύουμε κάποια χρήματα, πληρώνουμε, κάνουμε τό πιό ἀνώδυνο, ἀποφεύγουμε ὅμως τά πνευματικά, πού εἶναι καί πιό δύσκολα.
Ὁ Χριστός παραπονέθηκε κάποτε στόν ἅγιο Ἱερώνυμο, ὅτι δέν τόν ἀγαπάει. Ἐγώ, Κύριε, δέν σέ ἀγαπῶ; Ἐγώ πού ἄφησα τήν πατρίδα μου, τό σπίτι μου, τούς δικούς μου, τήν σταδιοδρομία μου καί ἦρθα στήν ἔρημο; Γιά σένα τά ἔκανα ὅλα αὐτά, γιά τήν δική σου τήν ἀγάπη, Κύριε. Ἱερώνυμε, δέν μέ ἀγαπᾶς, ἐπέμενε ὁ Χριστός. Σήμερα εἶναι τά γενέθλιά μου καί περιμένω ἕνα δῶρο, ἀλλά δέν μοῦ τό προσφέρεις. Μά δέν ἔχω τίποτε, Κύριε. Τί νά σοῦ δώσω; Τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε. Τίς ἁμαρτίες σου θέλω, γιά νά τίς συγχωρήσω. Τήν καρδιά σου ζητῶ νά μοῦ δώσεις, γιά νά τήν καθαρίσω. Στήν Παλαιά Διαθήκη αὐτό μᾶς λέγει ὁ Θεός: Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν. Οὔτε τό πορτοφόλι μας θέλει, οὔτε τά χρήματά μας ζητάει. Θέλει τήν καρδιά μας.
Τήν χάρη του μᾶς τήν δίνει δωρεάν. Αὐτό εἶπε καί στούς ἀπόστόλους: Δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε. Αὐτό εἶναι μισή ἀλήθεια καί μισό ψέμα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ Χριστός δέν θέλει νά τοῦ δώσουμε χρήματα, ὑλικά πράγματα. Μέ αὐτά δέν ἐξαγοράζουμε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κάτι ὅμως πρέπει νά τοῦ προσφέρουμε, κάτι πρέπει νά δώσουμε, μέ κάτι κι᾿ ἐμεῖς θά πληρώσουμε. Κι᾿ αὐτό εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη, ἡ βαθειά τεπείνωσις, ἡ σωστή πίστη, ἡ ἀπό καρδιᾶς συγχώρησις ὅσων μᾶς ἐλύπησαν κτλ. Αὐτά θά προσφέρουμε στόν Θεό. Θά ὑποσχεθοῦμε νά γίνουμε καλύτεροι χριστιανοί, πιό θερμοί, περισσότερον ἀγωνισταί.
Ἀγαπητοί μου,
Ὁ ἅγιος Παντελεήμων ὑποσχέθηκε νά γίνει χριστιανός καί τό ἔκανε μέσα σέ δύσκολους καιρούς. Ἐμᾶς μᾶς βάπτισαν, ὅταν εἴμασταν μικροί, ὅταν δέν καταλαβαίναμε τίποτε. Αὐτό δέν εἶναι καθόλου κακό. Νά τούς εὐχαριστοῦμε καί νά τούς εὐγνωμονοῦμε πρέπει. Τώρα πρέπει νά γίνουμε συνειδητοί χριστιανοί, ἄνθρωποι πίστεως καί ἀρετῆς. Ὁ Θεός, διά πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος,  νά μᾶς δίνει τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί νά μᾶς χαρίσει τήν βασιλεία του. Ἀμήν.

Πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψατε ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν"

Ἄγχος. Πίεση. Ἔνταση. Ρυθμοὶ ἐξ­αντλητικοί. Καθημερινὸ κυνηγη­τὸ τοῦ χρόνου. ­Ὑποχρεώσεις ἀπα­νωτές, ποὺ νιώθεις κυριολεκτικὰ νὰ σὲ πνίγουν. Ὑποθέσεις ποικίλες, οἰκογε­­νει­ακές, ἐπαγγελματικές, οἰκονομικές, μέ­ριμνες συνεχόμενες, τέτοιες καὶ τόσες ποὺ νὰ μὴ σὲ ἀφήνουν νὰ ἀναπνεύσεις. «Πόσο ἀκόμα θὰ ἀντέξω;» ἀναρωτιέσαι.

Δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἐξαίρεση ἡ κατάσταση ποὺ περιγράψαμε. Μᾶλλον τὸν κανόνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Ποῦ νὰ βρεῖ λίγες στιγμὲς γιὰ ἠρεμία, χαλάρωση; Τὰ νεῦρα του συνεχῶς τὰ νιώθει τεντωμένα, τοὺς μῦς σφιγμένους. Κι ὅταν κάποτε, ἀργὰ τὰ μεσάνυχτα, κατακλιθεῖ γιὰ ὕπνο, πῶς νὰ κοιμηθεῖ μ’ αὐτὴν τὴν ἔνταση ποὺ ἔχει; Τὸ πρῶτο ποὺ φυγαδεύεται σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ὁ ὕπνος. Γι’ αὐτὸ τόσοι ἄνθρωποι σήμερα ὑποφέρουν ἀπὸ ἀϋπνίες. Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ τὸ βάσανο. Ὅλη τὴν ἡμέρα νὰ τρέχεις νὰ προλάβεις τὶς ὑποθέσεις σου, νὰ πνίγεσαι μέσα στὶς ὑποχρεώσεις, καὶ τὸ βράδυ ποὺ πέφτεις κατάκοπος λίγο νὰ ξεκουραστεῖς, νὰ μὴν μπορεῖς...

Πνίγονταν καὶ οἱ μαθητές!...

Ἦταν τὸ δειλινὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀνέβηκαν μαζὶ μὲ τὸν Διδάσκαλό τους στὸ πλοιάριο γιὰ νὰ διασχίσουν τὴ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος πρὸς τὸ ἀπέναντι μέρος. Δὲν πέρασε ὥρα πολλή, καὶ ἡ κοσμοχαλασιὰ ἄρχισε. Λαίλαπα ἀνέμου, σάλος κυμάτων, θύελλα τρομακτική, τρικυμία φοβερή, τέτοια ποὺ νὰ ἀπειλεῖ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ καταποντίσει τὸ σκάφος. Τὰ κύματα νὰ εἰσορμοῦν μὲ μανία μέσα σ’ αὐτό, χτυπώντας το ἀπὸ κάθε πλευρά. Καὶ τὸ μικρὸ πλοιάριο νὰ στροβιλίζεται σὰν τσόφλι καρυδιοῦ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κλύδωνα!

Καὶ ὁ Κύριος;

Κοιμόταν!

Ναί, κοιμόταν. «Ἦν καθεύδων ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον», μᾶς πληροφορεῖ τὸ ἱερὸ κείμενο (Μάρκ. δ΄ 38).

Γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς περιγραφὲς τῶν ἱερῶν εὐαγγελιστῶν ὅτι ὅλη ἡ ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ Κυρίου ἦταν μεστὴ κόπων καὶ ἀγρυπνιῶν, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ παραμελεῖ καὶ αὐτὲς τὶς βασικὲς ἀνθρώπινες ἀνάγκες γιὰ συντήρηση στὴ ζωὴ καὶ ἀνάπαυση, προκειμένου νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο ποὺ Τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του. Τώρα Τὸν ἀντικρίζουμε νὰ κοιμᾶται κατάκοπος. Κι αὐτὸ μέσα στὸν σάλο, τὴν ὥρα ποὺ τὰ κύματα κόντευαν νὰ τοὺς πνίξουν!...

Αὐτὸν τὸν ὕπνο δὲν μπορεῖ ἄραγε νὰ τὸν χαρίσει καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ πλέουν μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, κι ὄχι σπάνια τὸ συναντοῦν τρικυμισμένο καὶ ἀπειλητικό;

Ὑπάρχει μία φράση στοὺς Ψαλμοὺς ποὺ δείχνει πόση μέριμνα λαμβάνει ὁ Κύριος γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐμπιστεύονται τὴ ζωή τους σ’ Αὐτὸν καὶ γι’ αὐτὸ Τοῦ ἀνήκουν, εἶναι οἱ δικοί Του, οἱ ἀγαπητοί Του!

Ἀντιπαραβάλλει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς τοὺς ἀνθρώπους τῆς πολυπραγμοσύνης, τῆς ὑπεραπασχόλησης, τῶν συν­εχῶν δραστηριοτήτων στὶς ὁποῖες ἐπιδίδονται γιὰ τὸ προσωπικό τους κέρδος, συχνὰ καὶ εἰς βάρος τῶν ἄλλων, τοὺς ἀντιπαραβάλλει μὲ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἀπευθύνεται στοὺς πρώτους καὶ τοὺς λέει: Ἐ­­­σεῖς ποὺ δὲν ἔχετε τὸν Θεὸ βοηθὸ στὴ ζωή σας ξυπνᾶτε προτοῦ νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ τρέξετε στὶς ­ἐπιχειρήσεις σας. Πᾶτε νὰ καθίσετε στὸ τραπέζι, πᾶτε νὰ ξαπλώσετε στὸ κρεβάτι, καὶ ἀμέσως σηκώνεστε. Οὔτε μιὰ ­μπουκιὰ γλυκὸ ψω­μὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φᾶτε ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὶς μέριμνες ποὺ σᾶς ἔχουν κατα­­κλύσει. Κι ὅλα αὐτὰ γιὰ ποιὸ ­σκοπό; «Εἰς μάτην». Μάταια. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγ­μὴ ὁ Κύριος δίνει ὕπνο γλυκύ, βα­θὺ στοὺς ἀγαπητούς Του. «Εἰς μάτην ὑμῖν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν. ἐγείρεσθαι μετὰ τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης, ὅταν δῷ τοῖς ἀγαπητοῖς αὐτοῦ ὕ­­πνον» (Ψαλμ. ρκϚ΄ [126] 2).

Ὕπνο στοὺς ἀγαπητούς Του!

Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ὅλη τους τὴ ­μέριμνα τὴν ἔχουν ἐπιρρίψει στὰ χέρια τοῦ Θε­οῦ· ποὺ ὅλη τὴ ζωή τους τὴν ἔχουν ἐμπιστευθεῖ στὴν ἀγαθή Του πρόνοια καὶ πατρικὴ στοργή. Σὰν τὸ μικρὸ παιδί, ποὺ μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του μπορεῖ νὰ κοιμᾶται ἥσυχο ἀκόμα καὶ στὴ μέση τοῦ πολέμου, τῆς βοῆς, τῆς ταραχῆς. Σὰν τὸν ἀπόστολο Πέ­τρο, ποὺ τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ θάνατο, κι αὐτὸς τὴ νύχτα ἐκείνη μέσα στὴ φυλακή, δεμένος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν, κοιμόταν βαθιά! (Πράξ. ιβ΄ 6).

Εἶναι οἱ ἀγαπητοί Του αὐτοί. Καὶ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τοὺς δείξει πόσο τοὺς ἀγαπᾶ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων τοὺς κάνει κι αὐτὸ τὸ δῶρο: Τοὺς δίνει ὕπνο!

Ὕπνο βαθύ, ἀναζωογονητικό!

Ἂν θέλεις καὶ σύ, ἀδελφέ, νὰ ἐνταχθεῖς στὴ μερίδα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀγαπητῶν τοῦ Κυρίου, ἕνα ἔχεις νὰ κάνεις. Σοῦ τὸ συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, αὐτὸς ποὺ κοιμόταν ἥσυχος... «Πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψατε ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 7). Ὅλη τὴ φροντίδα, τὴν ἀνησυχία σου ρίξ’ την ἐπάνω Του, διότι Αὐτὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ σένα.

Καὶ τότε θὰ μπορεῖς νὰ κοιμᾶσαι ἥσυχος. Ἀκόμα κι ὅταν τὸ καράβι τῆς ὑπάρξεώς σου τὸ βλέπεις νὰ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὰ μανιασμένα κύματα τῶν πολυειδῶν περιστάσεων τῆς ζωῆς...

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Παντελεήμων ο Μεγαλομάρτυς και Ιαματικός

Ο Άγιος Παντελεήμων (Παντελέων το πρότερον όνομα) καταγόταν από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε στα χρόνια του Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.). Πατέρας του ήταν ο Ευστόργιος, ο οποίος ήταν εθνικός και μετά τις νουθεσίες του γιου του έγινε χριστιανός. Μητέρα του ήταν η Ευβούλη, η οποία προερχόταν από χριστιανική οικογένεια . Εκπαιδεύτηκε στην ιατρική από τον Ευφρόσυνο και κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη και βαπτίσθηκε από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο  που ήταν ιερέας της Εκκλησίας της Νικομήδειας.

Κάποια στιγμή όταν οχιά δάγκωσε έναν νεαρό και ουσιαστικά τον θανάτωσε ο Άγιος Παντελεήμονας επικαλούμενος τον Χριστό τον ανάστησε.

Αφορμή του μαρτυρίου του στάθηκε ένα ακόμα θαύμα του Αγίου. Κάποτε είχε θεραπεύσει έναν τυφλό, ο οποίος και ανέφερε το γεγονός της θεραπείας του στον βασιλιά, λέγοντάς του ότι τον θεράπευσε ο Παντελέων στο όνομα του Χριστού, στον οποίο και ο ίδιος πλέον πίστευε. Ο βασιλιάς αφού τον άκουσε, αμέσως διέταξε και τον αποκεφάλισαν. Ο ίδιος ο Παντελέων προσήχθη στον βασιλιά, ο οποίος διέταξε τον βασανισμό του με σκοπό την άρνηση της πίστεώς του.

Ο Άγιος βασανίσθηκε σκληρά με διάφορους τρόπους, όμως δεν υπέκυψε στις πιέσεις αφού ο Κύριος εμφανίσθηκε μπροστά του με τη μορφή του πνευματικού του Ερμόλαου και του έδωσε θάρρος. Τέλος διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του και τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που τον καλούσε όχι ως Παντελέοντα αλλά ως Παντελεήμονα. Μόλις όμως ο δήμιος άπλωσε το χέρι του για να κόψει με το σπαθί του το κεφάλι του Αγίου, το σπαθί λύγισε και το σίδερο έλιωσε σαν κερί. Μπροστά σε τέτοιο θαύμα και οι παραβρισκόμενοι στρατιώτες έγιναν χριστιανοί. Τότε ο Άγιος εκουσίως παραδόθηκε στο μαρτύριο. Λέγεται ότι από τη πληγή του δεν έτρεξε αίμα αλλά γάλα και το δέντρο της ελιάς, στο οποίο τον είχαν δέσει καρποφόρησε ξαφνικά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε, καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. α’.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ᾽αὐτοῦ κομισάμενος, ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου τὰς ψυχικὰς ἡμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεί, πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μαρτυρήσας γενναίως ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ τὴν πίστιν κηρύξας τῷ σῷ πατρί, ἀνείλκυσας πανεύφημε, τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνοίας, καὶ τυράννων μὴ πτήξας, τὸ ἄθεον φρόνημα, τῶν δαιμόνων κατῄσχυνας, τὸ ἀνίσχυρον θράσος· ὅθεν καὶ τὴν χάριν, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω, ἰᾶσθαι νοσήματα, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, Παντελεῆμον πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τοῦ Ἀναργύρου τὴν μνήμην, τοῦ γενναίου τὴν ἄθλησιν, τοῦ πιστοῦ τὰς ἰατρείας, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν φιλόχριστοι, ἵνα λάβωμεν ἔλεος, μάλιστα οἱ βορβορώσαντες, ὡς κἀγώ, τοὺς ἑαυτῶν ναούς· ψυχῶν γὰρ καὶ σωμάτων ὁμοῦ τὴν θεραπείαν περέχει. Σπουδάσωμεν οὖν, ἀδελφοί, ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἔχειν τοῦτον ἀσφαλῶς, τόν ῥυόμενον ἐκ πλάνης τοὺς βοῶντας ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Μεγαλυνάριον
Ῥεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βρύει χρῄζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες δεῦτε ἀρύσασθε σε.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Σχόλια στο Απολυτίκιο της Αγίας Παρασκευής.

πρωτοπρεσβυτέρουΔημητρίου Αθανασίου.

Α. Υπάρχουν δύο γραφές για την αρχή του Απολυτικίου της Αγίας Παρασκευής.

1.Τήν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε…

2.Τῇ σπουδῇ σου τήν κλῆσιν κατάλληλον ἐργασαμένη, φερώνυμε…

Στα: ωρολόγια εκδ. 1757 σ. 304, 1830 σ. 381, 1832 σ. 365, 1851 σ. 317, ΤΑΣ εκδ. 1771 σ. 96, μηναίο εκδ. 1820 σ. 141, τυπικό Διονυσίου σ. 374, Συλλογή ιδιομέλων Μανουήλ πρωτοψάλτου εκδ. 1831 σ. 154,υπάρχει το Απολυτικίο ως εξής.

Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Η άλλη εκδοχή πιθανόν να είναι λάθος. Η αιτιατική «κατάλληλον» είναι σαφές ότι πάει στη σπουδή και όχι στην κλήση.

Πολλά τα νοήματα και διασταυρούμενα. Η Αγία έλαβε αυτό το όνομα, επειδή γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή, αλλά η έννοια παρασκευή/προπαρασκευή έγινε βίωμα, αρετή, μόνιμη πίστη, ήτοι «κατοικία» για την Αγία, με σκοπό την κατοίκηση στον Παράδεισο, προγευόμενη την Βασιλεία των Ουρανών, κατά την αγιοπνευματοκίνητη έμπνευση του ιερού υμνωδού.

Β.Λέμε λοιπόν προς την Αγία.

Την σπουδή σου, δηλ.το ενδιαφέρον σου και τον αγώνα σου για την σωτηρία σου,την έκανες ταιριαστή με το όνομά σου :Παρασκευή. Γιατί; επειδή Παρασκευή σημαίνει ετοιμασία, προπαρασκευή. Γι΄αυτό και ονομάζεται η αγία φερώνυμος, δηλ..φέρει όνομα σύμφωνο και ταιριαστό με τα έργα της. Σε όλη της την ζωή ετοιμαζόταν για την βασιλεία των ουρανών. Άρα όλη της η ζωή ήταν Παρασκευή, δηλαδή ετοιμασία για τον παράδεισο. Έτσι λοιπόν κληρονόμησε και έλαβε για κατοικία της (=μόνιμο τόπο διαμονής),την πίστη που είναι ομώνυμη, έχει το ίδιο όνομα με την Αγία Παρασκευή δηλ.η πίστη είναι μια προπαρασκευή ,μια προετοιμασία.

Γ. Γ. Ο μακαριστός καθηγητής Στέργιος Σάκκος σημειώνει τα εξής σχετικά με το απολυτίκιο   της Αγίας.Στην κλήση, δηλαδή στην θεία προσφορά, λέει ο ποιητής, πρόσθεσες την δική σου συμμετοχή, την σπουδή. Έτσι ονομάζει τον αγώνα, την προσωπική άσκηση και την ιεραποστολική δράση της αγίας. Τονίζει μάλιστα την προσφορά αυτή με την μετοχή «εργασαμένη», που δηλώνει ενέργεια, έργο.

Το δεύτερο σημείο που επισημαίνει το απολυτίκιο, είναι η σχέση η οποία συνδέει το όνομα της αγίας Παρασκευής -«αθληφόρον» την χαρακτηρίζει ο ποιητής- με την πίστη. Ο υμνογράφος θεωρεί το όνομα της Παρασκευής όνομα της πίστεως. Πως; Θα εξηγήσω αμέσως.

Δύο έννοιες σχετίζονται με το όνομα Παρασκευή. Η πρώτη, ετυμολογική, ταυτίζετια με την «σπουδήν». Είναι η εγρήγορση, η προετοιμασία (παρασκευή – παρασκευάζω). Η άλλη, ιστορική, αναφέρεται στο Πάθος, θυμίζοντας την κατ’ εξοχήν ημέρα του φρικτού και ζωοποιού Πάθους του Κυρίου, την Μεγάλη Παρασκευή, τότε που η «κλήση» του Θεού, η θεία χάρις, έκανε την πιο δραματική αλλά και την πιο δυναμική της αποκάλυψη στον κόσμο.

Η πρώτη σημασία (Παρασκευή = προπαρασκευή, προετοιμασία) φέρνει στην σκέψη μας την πίστη, που είναι η προετοιμασία, η καλλιέργεια και η τελείωσή μας. Αλλά και η δεύτερη σημασία, Μ. Παρασκευή, θυμίζει την πίστη στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Να, λοιπόν, πως η Παρασκευή είναι ομώνυμη της πίστεως. Να, γιατί της αναγνωρίζει ο υμνογράφος ότι «την ομώνυμόν σου πίστιν εις κατοικίαν κεκλήρωσαι».

Αυτό που σημαίνει το όνομά της, αυτό έλαβε η αθληφόρος Παρασκευή. Ενστερνίστηκε τόσο βαθιά την πίστη, ώστε η πίστη έγινε γι’ αυτήν όχι ένα απλό ιδίωμα ή μία αρετή της, αλλά το ίδιο το όνομά της. Θα μπορούσε να ονομαστεί αγία Πίστις.

Πίστη είναι η προετοιμασία για το θάνατο και η απόφαση θανάτου. Αλλά δεν σταματά στον θάνατο η πίστη. Επεκτείνεται πέρα απ’ αυτόν, με διαστάσεις που περικλείουν την αιωνιότητα. Γίνεται μία αιώνια κατοικία, η οποία προσφέρεται ως κλήρος στον πιστό. Αυτό σημαίνει η έκφραση «εις κατοικίαν κεκλήρωσαι». Ότι είναι ένα μερίδιο, μία κληρονομιά η πίστη, λέγεται πολλές φορές στην αγία Γραφή. Στην αρχή της β´ επιστολής του ο απόστολος Πέτρος χαιρετίζει τους χριστιανούς με την προσφώνηση· «τοις ισότιμον ημίν λαχούσι πίστιν εν δικαιοσύνη του Θεού ημών» (Β´ Πε 1,1).

Ου χρείαν έχουσιν απαλθείν

Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Ο χορτασμός περισσότερων από πέντε χιλιάδες ανθρώπων με πέντε άρτους και δύο ψάρια αποτελεί το θαύμα εκείνο δια του οποίου ο Χριστός έδωσε ορατό σημείο της θεϊκής Του δύναμης σε μαζικό επίπεδο. Συνήθως τα θαύματα του Χριστού είναι προσωπικά. Απευθύνονται σε ένα ή δύο ανθρώπους κάθε φορά. Εδώ πρόκειται για ένα θαύμα το οποίο προκαλεί απεριόριστο θαυμασμό και στη συνέχεια ενθουσιασμό τέτοιο, που οι άνθρωποι θα επιχειρήσουν να ανακηρύξουν τον Χριστό ως τον επίγειο βασιλιά τους. Τους έδωσε τη δυνατότητα να έχουν, έστω και για μία ημέρα, την επίγεια τροφή τους, άκοπα, άφθονα, αναπάντεχα. Οι άνθρωποι νιώθουν ότι η επιβίωση κοντά στον Χριστό είναι εξασφαλισμένη. Οι υλικές τους ανάγκες μπορούν να καλυφθούν, χωρίς κόπο, χωρίς αγωνία, χωρίς άγχος. Γιατί να μην είναι ο Χριστός ο άρχοντάς τους, γενναιόδωρος, ικανός να πολλαπλασιάσει το ελάχιστο και να τους θρέψει μέχρι κορεσμού;  Ο Χριστός θα αρνηθεί βεβαίως κάτι τέτοιο, προκαλώντας και την οργή τους, αλλά θα φύγει από ανάμεσά τους, δείχνοντάς τους ότι ο αληθινός σκοπός της κοινωνίας Του με τον κόσμο δεν είναι η επιβίωση του ανθρώπου αλλά ο Άρτος της Ζωής, η αγάπη που γίνεται άνοιγμα αιωνιότητας, με απλοχεριά, πληρότητα και την ίδια στιγμή με μοναδική προϋπόθεση την πείνα για Θεό, που κάνει όποιον το επιθυμεί να εγκαταλείψει τη ζωή του, την εργασία του, τις κοσμικές του προτεραιότητας, για να ακούσει τον λόγο του Χριστού και να κοινωνήσει το Πρόσωπό Του.

Προκαλεί εντύπωση, εκτός των άλλων, η απάντηση του Χριστού στους μαθητές Του, όταν εκείνοι Τον παρακαλούν να επιτρέψει στους ανθρώπους να πάνε στα γύρω χωριά, καθώς βρίσκονταν σε έρημο τόπο, για να αγοράσουν φαγητά για να φάνε, αφού ήδη η ημέρα είχε περάσει. «Ου χρείαν έχουσιν απελθείν . δότε αυτοίς υμείς φαγείν» (Ματθ. 14, 16), είναι ο λόγος του Κυρίου.  Δε υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να φάνε.

Αυτός ο λόγος «ου χρείαν έχουσιν απελθείν» ήταν και είναι ένα σπουδαίο μήνυμα του Χριστού προς όλους τους ανθρώπους. Πρωτίστως είναι ένα μήνυμα προς όλους όσους στη ζωή τους έχουν την καλή, την καλοπροαίρετη αναζήτηση. Αυτούς οι οποίοι θέλουν από τον Χριστό και την Εκκλησία την αλήθεια, αλλά νιώθουν ότι οι βιοτικές μέριμνες τους τραβούνε προς τον κόσμο, την εργασία, την καθημερινή φροντίδα. Αυτούς που ζούνε τον πειρασμό ότι καλή είναι η πίστη, παρηγορεί για λίγο τον άνθρωπο, του δίνει τη δυνατότητα να βρει την αλήθεια, όμως δεν φτάνει, διότι οι υλικές ανάγκες, η επιθυμία να χαρούμε αυτή την έστω πρόσκαιρη ζωή, είναι πολύ ισχυρή. Ο Χριστός προτρέπει όλους να παραμείνουν κοντά Του. Είναι η πρόνοιά Του, είναι ο φωτισμός και η στήριξή που δίνει σε όσους θέλουν να Τον αποδεχτούν και να Τον κοινωνούν στην καρδιά τους, είναι η δύναμη που δίνει η παρουσία Του σε όσους ζητούν να αντέξουν στις δυσκολίες της επιβίωσης χωρίς να απελπίζονται, χωρίς να τις καθιστούν άγχος και προτεραιότητα, είναι η επίγνωση ότι η ζωή στην οποία έχουμε κληθεί να υπάρχουμε είναι και μία πρόσκληση μαρτυρίας της όντως αλήθειας που είναι Εκείνος, με τους λόγους, τα έργα, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα.

Ου χρείαν έχουσιν απελθείν. Οι άνθρωποι αναζητούμε νόημα στην καθημερινότητα του πολιτισμού. Πιστεύουμε πως ο Χριστός και η Εκκλησία δεν μπορούνε να αγγίξουν τις συντεταγμένες της ζωής. Πιστεύουμε ότι η σχέση με τον Χριστό και η ζωή της Εκκλησίας μας υποχρεώνουν να είμαστε απομονωμένοι,  περιθωριακοί και συμβιβασμένοι, όμως και μόνο η παρουσία μας κοντά Του και στην Εκκλησία αποτελεί μία πράξη αληθινής αντίστασης, η οποία δείχνει ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης:  να αγαπούμε, να ελπίζουμε, να στεκόμαστε με επίγνωση ποιος είναι ο κόσμος, ποια η ζωή και τι θέλει ο Θεός που μας δημιούργησε και μας δίνει την ευκαιρία να αναστηθούμε να κάνουμε για να είμαστε κοντά Του.  Δεν έχουμε λοιπόν ανάγκη να φύγουμε και να αναζητήσουμε νόημα εκτός της ζωής του Θεού, αφού μόνο αυτή μας δίνει πληρότητα, μόνο αυτή μας τρέφει προς ζωήν αιώνιον.

Ου χρείαν έχουσιν απελθείν. Είναι μία συνεχής προτροπή του Χριστού προς όλους όσους θέλουμε να είμαστε χριστιανοί να δώσουμε στους ανθρώπους την δική Του τροφή, την αιώνια, χωρίς να αρνηθούμε να συνδράμουμε και στην υλική τροφή. Να μπορέσουμε να συνδυάσουμε αρμονικά τόσο την τροφή του πνεύματος όσο και την συμβολή, έστω και στο μέτρο του προσκαίρου και εφικτού, και στην αντιμετώπιση των υλικών αναγκών των ανθρώπων και μάλιστα εκείνων που διψούν για Θεό. Η Εκκλησία δεν κλείνει την πόρτα της αγάπης σε κανέναν. Όμως είναι σημαντικό και οι άνθρωποι, οι οποίοι επιθυμούν να λάβουν από την Εκκλησία, να μην την βλέπουν μόνο με την ιδιοτέλεια της πρόσληψης, αλλά και με την επιθυμία της σωτηρίας. Ο ανθρωπισμός της εποχής μας θεωρεί ρατσισμό το να κλείσει κάποιος την πόρτα στους άλλους ανθρώπους, που δεν ακολουθούν τις ιδέες, τον τρόπο ζωής μας, την ταυτότητά μας, τις παραδόσεις μας και όντως μια τέτοια στάση ζωής είναι απάνθρωπη, σκληρή και ανάλγητη. Όμως, ως πότε οι άνθρωποι θα οχυρώνονται πίσω από το λαμβάνειν, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να ακούσουν για την πίστη, να αναζητήσουν Ποιος είναι Αυτός ο Οποίος ωθεί τους χριστιανούς να αγαπούνε και να προσφέρουν όσο μπορούν, από το περίσσευμα ή το υστέρημά τους.

Ζούμε σε μία εποχή στην οποία οι άνθρωποι απαιτούν από την Εκκλησία την ύλη. Θεωρούν υποχρεωμένους τους χριστιανούς να προσφέρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν. Λησμονούν ότι η ύλη πρόσκαιρα καλύπτει τις ανθρώπινες ανάγκες, διότι μόνο αναστέλλει χωρίς να εξαλείφει τον θάνατο. Και δεν τολμούμε ως χριστιανοί να υποδείξουμε τόσο στους εαυτούς μας να μην έχουμε άγχος, όσο και στον πολύ κόσμο που κουνά το δάχτυλο προς την Εκκλησία και ζητά, κάποτε και με θράσος και με υπερβολή, ότι αξίζει να δει γιατί η Εκκλησία θέλει να προσφέρει, θέλει να αγαπήσει και Ποιον Θεό κηρύττει. Διότι δεν είναι μία αφ’  εαυτού πρωτοβουλία ούτε ένας ανθρωπισμός η μαρτυρία της πίστης, αλλά ο συνδυασμός της κοινωνίας με τον Χριστό και της συνολικής, πληρωτικής αγάπης που βλέπει τον άνθρωπο και στον παρόντα και στον αιώνιο χρόνο. Εκείνοι οι άνθρωποι που άκουσαν τον Χριστό για μία ολόκληρη ημέρα έλαβαν την ευλογία να χορτάσουν και την υλική τους πείνα. Όμως ο Χριστός αρνήθηκε να θεοποιήσει  και να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα θαυματουργικά να δίνει στους ανθρώπους την τροφή και διότι δεν θα ήταν ελεύθεροι να Τον αποδεχτούν ή να Τον απορρίψουν αλλά και διότι θα αλλοτριωνόταν εντελώς το μήνυμα που ήρθε να δώσει:  ότι σώζει η πείνα γι’  Αυτόν ως τον Άρτο της ζωής, ότι έχει νόημα να λάβεις τα υλικά μόνο όταν μπορείς να τα αξιοποιήσεις προς όφελος της ύπαρξής σου σε συσχετισμό με την ανάσταση και την αιωνιότητα. Αυτό είναι τελικά και το νόημα της αληθινής αγάπης την οποία προσφέρει ο Θεάνθρωπος σε αντιδιαστολή με την μερική, πρόσκαιρη και συναισθηματική αγάπη που ο ανθρωπισμός του κόσμου δίνει. Κι αυτή βεβαίως χρειάζεται. Δεν λυτρώνει όμως και δεν αφυπνίζει αληθινά τον άνθρωπο, για να κάνει μέσα του την επανάσταση της σωτηρίας, της αλλαγής, της αντίστασης στο συμβιβασμό της επιβίωσης.

Αγία Ωραιοζήλη

Η Αγία Ωραιοζήλη έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Είχε πατρίδα το Βυζάντιο και οι γονείς της ήταν Έλληνες ειδωλολάτρες. Στην αρχή ήταν και αυτή ειδωλολάτρισσα, κατόπιν όμως έγινε χριστιανή από το κήρυγμα του Αποστόλου Ανδρέα. Επειδή η Ωραιοζήλη ήταν μορφωμένη γυναίκα, μπόρεσε και έμαθε σωστά όλες τις αλήθειες του Ευαγγελίου, έτσι ώστε να τις διδάσκει και σ' άλλες γυναίκες και κατόρθωσε να ελκύσει πολλές απ' αυτές στον Χριστό.

Όταν επί αυτοκράτορα Δομιτιανού κινήθηκε διωγμός κατά των Χριστιανών, η Αγία Ωραιοζήλη συνελήφθη και επειδή έμεινε πιστή στην αγάπη του Χριστού, αποκεφαλίστηκε και κατατάχθηκε στο σεμνό χορό των Μαρτύρων. Το δε νεκρό της σώμα το έριξαν στη φωτιά.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης

Άνηκαν και οι τρεις στον Ιερό κλήρο της εκκλησίας, στη Νικομήδεια.

Όταν ο Άγιος Παντελεήμων  ανακρινόταν, και ρωτήθηκε από ποιόν διδάχτηκε την χριστιανική πίστη, απάντησε, ότι την διδάχτηκε από τον Ιερέα Ερμόλαο. Αυτό ήταν αρκετό, για να σταλούν αμέσως στρατιώτες και να συλλάβουν τον Ερμόλαο. Με τη θέληση τους, ακολούθησαν αυτόν μπροστά στον κριτή της Νικομήδειας, οι φίλοι και συνεργάτες του Ιερείς Έρμιππος και Ερμοκράτης.

Ο δικαστής, αφού εξέτασε πρώτα τον Ερμόλαο, ρώτησε έπειτα τους άλλους δύο τι ζητούσαν και ήλθαν σ' αυτόν. Εκείνοι αποκρίθηκαν, ότι ήταν στρατιώτες του Ερμολάου κάτω από τη σημαία του Χριστού, και ότι τον παρακαλούσαν να έχουν όλοι κοινό θάνατο, όπως είχαν και κοινή αδελφική ζωή. Η απάντηση αυτή, αντί να κινήσει το θαυμασμό του δικαστή, άναψε περισσότερο το θυμό του. Καταδίκασε λοιπόν και τους τρεις σε θάνατο. Έτσι με τη θυσία των κεφαλών τους, κέρδισαν τα αθάνατα βραβεία των αθλητών της πίστης και της αγάπης του Χρίστου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἱερατεύσαντες, γνησίως Ἅγιοι, τῷ πρυτανεύσαντι, ἠμὶν τὰ κρείττονα, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδόν, ἠνύσατε γηθοσύνως, Ἱερὲ Ἐρμόλαε, σὺν Ἐρμίππω Ἐρμόκρατες, τρίστυλον ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενοι, διὸ ἐκδυσωπεῖτε ἀπαύστως, σώζεσθαι πάντας πάσης βλάβης.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Παρασκευή η Οσιομάρτυς

Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου (138 - 160 μ.Χ.). Ήταν κόρη των ευσεβών Χριστιανών, Αγάθωνα και Πολιτείας, οι οποίοι φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή της, όπως είχαν υποσχεθεί στο Θεό στην περίπτωση που θα τους έδινε ένα παιδί. Επειδή το παιδί γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή έλαβε αυτό το όνομα.

Μετά το θάνατο των γονέων της, η Παρασκευή μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα στην Ρώμη και στα περίχωρα της πόλης, κηρύσσοντας το λόγο του Χριστού. Η δράση της προκάλεσε τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Αντωνίνο, ο οποίος την συνέλαβε και της υποσχέθηκε υλικά αγαθά στην περίπτωση που θα θυσίαζε στα είδωλα. Βλέποντας όμως πως η Αγία παρέμενε σταθερή στην πίστη της, την υπέβαλε στο βασανιστήριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας, το οποίο υπέμεινε με καρτερικότητα. Τότε ο Αντωνίνος διέταξε και την έβαλαν σε ένα λέβητα με καυτό λάδι και πίσσα. Επειδή όμως είδε την Αγία άθικτη, πλησίασε το πρόσωπο του στον λέβητα - καθώς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς η αγία είχε μείνει ανέπαφη - για να δοκιμάσει αν πράγματι είναι καυτό, και αμέσως τυφλώθηκε. Η Αγία με προσευχή έδωσε στον Αντωνίνο το φως του, με αποτέλεσμα να πιστέψει στο Χριστό ή κατ' άλλους να σταματήσει τους διωγμούς εναντίον τους. Ελευθέρωσε πάντως την Αγία Παρασκευή, η οποία συνέχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο σε άλλα μέρη, μέχρι που έφτασε στην Ελλάδα.

Στα Τέμπη ένας ειδωλολάτρης άρχοντας την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέμεινε καρτερικά, για να τελειωθεί με δια αποκεφαλισμού θάνατο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν ναόν σου πάνσεμνε, ὡς ἱατρεῖον ψυχικὸν εὑράμενοι, ἐν τούτῳ πάντες οἱ πιστοί, μεγαλοφώνως τιμῶμέν σε, Ὁσιομάρτυς Παρασκευὴ ἀοίδιμε.


Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

(Ματθ΄ 14, 14-22)

Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν.  ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα.  ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν.  οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας.  ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε.  καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Και όταν εξήλθε, είδε πολύ πλήθος και τους σπλαχνίστηκε και θεράπευσε τους αρρώστους τους.  Όταν λοιπόν βράδιασε, τον πλησίασαν οι μαθητές λέγοντας: « Ο τόπος είναι έρημος και η ώρα ήδη πέρασε. Απόλυσε τα πλήθη, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν τρόφιμα για τους εαυτούς τους».  Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Δεν έχουν ανάγκη να φύγουν. δώστε τους εσείς να φάνε».  Εκείνοι του λένε: «Δεν έχουμε εδώ παρά μόνο πέντε άρτους και δύο ψάρια».  Αυτός είπε: «Φέρτε μου εδώ αυτά».  Και διέταξε τα πλήθη να καθίσουν πάνω στο χορτάρι, έλαβε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, σήκωσε πάνω το βλέμμα στον ουρανό και ευλόγησε το Θεό και, αφού τα έκοψε με τα χέρια, έδωσε στους μαθητές τούς άρτους και οι μαθητές στα πλήθη.  Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και σήκωσαν το περίσσευμα των κομματιών, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.  Και αυτοί που έτρωγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς να μετρηθούν γυναίκες και παιδιά. Και αμέσως ανάγκασε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο και να πάνε πριν από αυτόν στην όχθη αντίπερα, ωσότου να απολύσει τα πλήθη.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(Γαλ. γ΄ 23 - δ΄ 5)

Πρὸ δὲ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ᾿Ελθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾿Αβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ΄ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ΄ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν,  ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Προτού όμως να έρθει η πίστη, φρουρούμασταν περικλεισμένοι από το νόμο, για τη μελλοντική πίστη που επρόκειτο να αποκαλυφτεί.  Ώστε ο νόμος έχει γίνει δούλος φρουρός παιδιών και οδηγός μας στο Χριστό, για να δικαιωθούμε από την πίστη.  Όταν ήρθε όμως η πίστη, δεν είμαστε πια κάτω από δούλο φρουρό παιδιών και οδηγό.  Γιατί όλοι είστε γιοι του Θεού μέσω της πίστης στο Χριστό Ιησού.  Γιατί όσοι στο Χριστό βαφτιστήκατε, το Χριστό ντυθήκατε.  Δεν υπάρχει Ιουδαίος ούτε Έλληνας, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό. γιατί όλοι εσείς είστε ένας στο Χριστό Ιησού.  Αν λοιπόν εσείς είστε του Χριστού, άρα είστε σπέρμα του Αβραάμ, κληρονόμοι σύμφωνα με την υπόσχεση. Εννοώ, λοιπόν, ότι για όσο χρόνο ο κληρονόμος είναι νήπιο, δε διαφέρει σε τίποτα από δούλο, αν και είναι κύριος όλων.  Αλλά είναι κάτω από επιτρόπους και οικονόμους μέχρι την προθεσμία του πατέρα του.  Έτσι κι εμείς, όταν ήμασταν νήπια, ήμασταν υποδουλωμένοι κάτω από τα στοιχεία του κόσμου.  Όταν όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός απέστειλε προς τα έξω τον Υιό του, που γεννήθηκε από γυναίκα και που ήταν κάτω από το νόμο,  για να εξαγοράσει αυτούς που είναι κάτω από το νόμο, ώστε να λάβουμε την υιοθεσία.

Η ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΧΩΡΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει φερώνυμος Σκήτη ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ εἶναι ἡ μεγαλύτερα καὶ ἀρχαιότερα τῶν «ἰδιορρύθμων Σκητῶν». Ἂς σημειωθῆ δὲ ὅτι καμμία ἄλλη ἑορτὴ (γυναικεία) δὲν ἑορτάζεται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἰμὴ μόνον τῆς «Γιαγιᾶς», ὡς ὀνομάζεται χαϊδευτικῶς, ἀπὸ τοὺς μοναχούς.

Ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος (1669—1707), Νοταρᾶς ὁ Πελοποννήσιος ἐν τῇ δωδεκαβίβλῳ αὐτοῦ ἀναφέρει τάδε: «Ἡ νῦν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης εἰς τόπον τραχὺν καὶ κρημνώδη ἤρξατο οἰκοδομηθῆναι περὶ τὸ 1680 διὰ συνεργίας τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Διονυσίου τοῦ ἐξ Ἄνδρου, ὅστις παρητήσατο τὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως ἐξ αἰτίας ταύτης.

Ἐν ἐπίσημῳ τινι ἡμέρᾳ, ἐνοχλουμένου τοῦ Πατριάρχου τούτου ὑπὸ πολλῶν, ὤφθη πτωχὸς τις ζητῶν θεωρηθῆναι τὸ δίκαιον αὐτοῦ παρὰ τοῦ Πατριάρχου καὶ ἐβόα: Θεώρησόν μου τὸ δίκαιον.

Λέγει αὐτῷ ὁ Πατριάρχης: Οὐχ ὁρᾷς πόσην σύγχυσιν ἔχω καὶ ζητεῖς μοι καὶ σὺ τὸ δίκαιόν σου νὰ θεωρήσω; Λέγει ὁ πτωχός· ἂν τὸ δίκαιόν μου οὐ δύνασαι ἰδεῖν, μὴ Πατριάρχευε.

Ἤθελεν ὅμως ἀνταποκριθῆναι καὶ τὸν Πατριάρχην. Καὶ τί νὰ κάμω, ἂν μὴ Πατριαρχεύσω;

Λέγει ὁ πτωχός· πήγαινε εἰς τὸ Ὄρος νὰ σώσῃς τὴν ψυχήν σου. Καὶ μὲ τὸν λόγον τοῦτον ἔγινεν ἀφανὴς ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν του ὁ πτωχὸς καὶ οὐχ εὑρέθη.

Ὅθεν ἐγνω ἐκ θείας ἄφατου οἰκονομίας γενέσθαι τὴν ὀπτασίαν ἐκείνην καὶ οὕτω παρῃτήσατο καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ Ὄρος πολλῶν καλῶν ἐγένετο πρόξενος μετὰ τῶν ἄλλων δὲ καὶ τούτου, τῆς Σκήτης.

Προεκατοίκησαν ἐν τῇ Σκήτῃ δυὸ ἢ τρεῖς Ἡσυχασταὶ ἔχοντες μετ᾿ αὐτοῦ γνωριμίαν, οἵτινες καὶ μικρὰν εἶχον Καλύβην καὶ Ναὸν σμικρότατον ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Συνέβη τότε νὰ ἔλθουν ἐξ Ἀσίας τινὲς καὶ φέρουν εἰς τὰ Κελλία τῆς Προβάτας (Κελλίον Ἁγίου Γεωργίου) τὸν πόδα ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ καὶ ἐφανέρωσαν περὶ τούτου τῷ Πατριάρχῃ ζητοῦντες συμβουλὴν τί νὰ κάμωσιν.

Ἔχων δὲ κλίσιν ὁ Πατριάρχης εἰς τὸν τόπον τοῦτον συνεβούλευσεν αὐτοῖς, νὰ οἰκοδομήσωσι Ναὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τῆς ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ καὶ νὰ ἀφιερώσωσιν ἐν αὐτῷ τὸν πόδα καὶ νὰ ἡσυχάσωσι καὶ οἱ ἴδιοι κτίζοντες οἰκήματα· καὶ ἔδωκε καὶ τὴν δαπάνην τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Ναοῦ ὁ Πατριάρχης καὶ ὠκοδομήθη μικρὸς Ναὸς τότε. Διότι ὁ νῦν μέγιστος καὶ κάλλιστος ἐγένετο ἔπειτα.

Ἔκτοτε ὁ τόπος ἔλαβε τὴν ὀνομασίαν «ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ» καὶ ἔπαυσε τὸ ὄνομα τῶν «Βουλευτηρίων». Πρὸ δὲ τούτου, πανταχοῦ τῶν «βουλευτηρίων» εὑρίσκομεν λεγόμενον. Ἐκ τοῦ Κώδικος δὲ τῆς Σκήτεως μανθάνομεν ὅτι ὁ ποῦς τῆς Ἁγίας Ἄννης προσεκομίσθη τῷ 1686.

Κατὰ τῷ 1753 Κύριλλος ὁ 5ος ἐκύρωσε τὴν κανονισθεῖσαν τάξιν ἐν τῇ Σκήτῃ καὶ τοῦ ὁποίου σῴζεται ἐν τῇ Σκήτῃ τὸ μέγα εὐρύχωρον Πατριαρχικὸν Κελλίον «ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ», ἱδρυθὲν τῷ 1759. Οὗτος ἀπεβίωσε καὶ ἐτάφη ἐνταῦθα.

Ἡ Σκήτη αὕτη φαίνεται ὅτι ἱδρύθη σχεδὸν συγχρόνως τῇ Λαύρᾳ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἡ ἐν ἀρχῇ τοῦ 11ου αἰῶνος (1007) ὑπὸ διάφορον ὅμως ἐπωνυμίαν. Εἶναι αἱ Καλύβαι αὐτῆς ἐπὶ τραχέων καὶ κρημνωδῶν μερῶν ἐνιδρυμέναι, φαίνονται δὲ εἰς τὸν ἀνιόντα πρὸς αὐτὰς ὡς μετέωρά τινα λευκάζοντα ἐν μέσῳ χλοερῶν λοχμῶν.

Εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Μεγίστης Λαύρας ὑπάρχει Ἑλληνικὴ «Σκήτη τῆς θεοπρομήτορος Ἁγίας Ἄννης», ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχαιότερα καὶ μεγαλύτερα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κατὰ τὸ ἔτος 1780 εἶχε Καλύβας 60. Τὸ 1903 εἶχε 55 καὶ περὶ τοὺς 165 Ἀσκητάς. Ἀπὸ τὴν Λαύραν ἀπέχει 4 ὥρας.

Ἀπὸ τῆς Κερασιᾶς, εἰς ἀπόστασιν 1 ὥρας καὶ 30 λεπτῶν, άφοῦ διέλθῃ τις κατ᾿ ἀρχὰς μὲν ὁμαλὴν ὁδόν, εἶτα δὲ ἀνωφερῆ καὶ βραχώδη καὶ τἀνάπαλιν, φθάνει εἰς τὴν θέσιν ὅπου ὑπάρχει ὁ λεγόμενος Σταυρὸς τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τῆς Λαύρας, τὸν ὁποῖον ἐχάραξεν ἐπὶ τοῦ αὐτόθι μεγάλου βράχου διὰ τοῦ δακτύλου αὐτοῦ.

Ἐκ τῆς θέσεως ταύτης θεᾶται τις τὰ Κελλία τῆς Σκήτεως Μεγάλης Ἁγίας Ἄννης. Ἐκεῖθεν μετὰ 15λεπτον πορείαν, ἀφικνεῖται δι᾿ ἀποτόμων καὶ κρημνωδῶν ἀτραπῶν εἰς τὴν ρηθεῖσαν Σκήτην, κειμένην εἰς ὕψος 340 μέτρων ὡς ἔγγιστα ἄνω τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης.

Παρὰ τὸν Ὅρμον τῆς Σκήτεως, ἀφιστάμενον ἀπ᾿ αὐτῆς ἐν ἀναβάσει ¾ τῆς ὥρας, κατὰ τὴν θέσιν Αὐλάκι εἶχεν ἱδρυθῇ τὸ πάλαι τὸ Μοναστήριον τῶν «Βουλευτηρίων», τανῦν «Ἅγιος Ἐλευθέριος», ὅπου ὑφίστατο τῷ 1010.

Καταστραφέντος ὅμως ὑπὸ ληστοπειρατῶν Ἀράβων, ὁ τελευταῖος Ἡγούμενος αὐτοῦ Γερόντιος ἀνῆλθεν εἰς τὰ ὑψηλότερα ὀρεινὰ καὶ κρημνώδη μέρη καὶ ἀνήγειρε τὸ Ἡσυχαστήριον τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὑφιστάμενον καὶ νῦν μετὰ τῆς Πηγῆς τοῦ Ἁγιάσματος, ἥτις παραδόξως ποτὲ δὲν ὑπερεκχειλίζει, ἀλλ᾿ οὐδὲ μειοῦται ὅσον καὶ ἂν ἀντλῇ τις. Ἕτεροι δ᾿ ὡσαύτως Μοναχοὶ τοῦ καταστραφέντος Μοναστηριοῦ κατέφυγον ἄνωθεν τῶν Καυσοκαλυβίων, ἱδρύσαντες τὸ Μονύδριον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.

Ἐν τῇ Σκήτῃ ταύτῃ καλλιεργεῖται τὸ Καλαμῶδες φυτόν, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξάγονται κόκκοι σκληροὶ καὶ φαιόχροοι, καλούμενοι ἐν Ἅγιῳ Ὄρει τὰ «ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ». Τούτους τοὺς καρποὺς οἱ Ἀσκηταὶ τοὺς κατασκευάζουσι κομβολόγια, συνδέοντες διὰ σύρματος, ὅπερ διαπερῶσι διὰ τῶν φύσει ὑπαρχουσῶν διατρήσεων αὐτῶν.

Ἀπεκλήθησαν δὲ δάκρυα τῆς Παναγίας, ὑπὸ τῶν Ἡσυχαστῶν, διότι ἡ Παναγία ἐμφανισθεῖσα εἰς τὸν ἐν τῇ Καλύβῃ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος διαμένοντα Γέροντα ὑπέδειξεν αὐτῷ τὴν καλλιέργειαν τοῦ φυτοῦ τούτου πρὸς πόρον ζωῆς, καθ᾿ ὃν χρόνον ἡδημόνει δακρύων, μὴ δυνάμενος ἕνεκα γήρατος νὰ προσπορίζεται τὰ πρὸς ζωάρκειαν αὐτοῦ.

Ἡ εἰς τὰς ὑψηλοτέρας κλιτύας κειμένη Καλύβη εἶναι ἡ τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ἐκ τῆς ὁποίας διὰ πολυαρίθμων βαθμίδων κατέρχεταί τις εἰς τὴν Σκήτην εἶναι δὲ λίαν ἀπομεμονωμένη, προσβληθεῖσα πολλάκις ὑπὸ λῃστῶν. Ἐν τῇ Σκήτῃ ταύτῃ ἀφθονοῦσι τὰ ψυχρὰ καὶ διαυγῆ ὕδατα τοῦ Ἄθω, διὰ τῶν ὁποίων οἱ Ἀσκηταὶ συντηροῦσιν ἐν ταῖς βραχώδεσι περιοχαῖς αὐτῶν ἐλαιῶνας, λεμονεῶνας καὶ πορτοκαλεῶνας πολλούς.

Ἐν τῷ Κυριακῷ τῆς Σκήτεως ὑπάρχουσι καὶ τὰ ἑξῆς ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ: Τμῆμα τῆς Κάρας τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νεκταρίου τοῦ Νέου, καὶ τῶν νέων Ὁσιομαρτύρων ΙΓΝΑΤΙΟΥ, ΕΥΘΥΜΙΟΥ καὶ ΑΚΑΚΙΟΥ, ἐκ τῆς Σκήτεως Ἰβήρων, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ κ.λπ. Ἐγγὺς τοῦ Κυριακοῦ εὑρίσκεται τὸ Κοιμητήριον ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῆς ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ τιμώμενον καὶ ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Μητροπολίτου Νεοφύτου Μαυρομμάτη τῷ 1729.

Ἀπὸ τοῦ 17ου αἰῶνος συνεκεντρώθησαν ἡσυχασταί τινες εἰς τὰς τῆς Μεγάλης Ἁγίας Ἄννης κλιτύας καὶ εἰς ἀπόστασιν ἀπ᾿ αὐτῆς 30 λεπτῶν τῆς ὥρας καὶ ἀπήρτησαν τὴν Σκήτην τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης ἐπὶ ξηροῦ, ἀνύδρου καὶ λιθώδους τόπου τῶν ἀποτομωτάτων καὶ ὑπερκειμένων τῆς θαλάσσης βράχων.

π. Κωνσταντῖνος Παλαιολογόπουλος

Οσία Ολυμπιάδα η Διακόνισσα

Η Ολυμπιάδα έζησε στα χρόνια των Πατριαρχών Νεκταρίου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (395 μ.Χ.). Ο πατέρας της Ακούνδος είχε το αξίωμα του κόμητος. Κατ' άλλους όμως ονομαζόταν Σέλευκος.

Η Ολυμπιάδα είχε μεγάλη σωματική ωραιότητα, ευφυΐα, παιδεία, και πολλά πλούτη. Παντρεύτηκε τον έπαρχο Κωνσταντινούπολης Νευρίδιο, αλλά αυτός μετά από λίγο χρόνο πέθανε και έτσι η Ολυμπιάδα έμεινε χήρα σε πολύ μικρή ηλικία. Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος προσπάθησε να την πείσει να πάρει δεύτερο άνδρα, κάποιο αξιωματούχο Ελπίδιο. Αυτή όμως, τιμώντας τη μνήμη του άντρα της και φλεγόμενη από τον πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία με τα πλούτη της, απέρριψε το δεύτερο γάμο. Αφοσιώθηκε λοιπόν στο μέγα αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης Ιωάννη το Χρυσόστομο και γεμάτη ενθουσιασμό έδωσε στην αρχιεπισκοπή του χιλιάδες χρυσά νομίσματα και κτήματα.

Μέσα στην Εκκλησία είχε τον τίτλο της Διακόνισσας. Ίδρυσε μάλιστα και μοναστήρι, κοντά στο ναό της αγίας Ειρήνης. Αργότερα, όταν ο Χρυσόστομος εξορίστηκε, η Ολυμπιάδα έπεσε σε βαθύ πένθος. Για να την παρηγορήσει ο μέγας ιεράρχης, της έστειλε αρκετές επιστολές (σώζονται 17).

Πέθανε εξορισμένη στη Νικομήδεια, μόλις 50 ετών, λίγο μετά από το θάνατο του ιερού Χρυσοστόμου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Κοίμηση της Αγίας Άννας Μητέρας της Υπεραγίας Θεοτόκου

Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Τη δε μητέρα της, την έλεγαν Μαρία.

Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ.Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε την Παρθένο Μαρία.

Η Αγία Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται» (Ματθαίου, κε' 46). Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια.

Περικαλλή ναό προς τιμήν της αγίας Άννας έκτισε στην Κωνσταντινούπολη περί το 550 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Λείψανο της Αγίας υπάρχει στην αγιορείτικη σκήτη της Αγίας Άννας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα, διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας, ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ᾽ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.