Ο Άγιος Ιωάννης, πατριάρχης Αλεξανδρείας (6ος-7ος αιώνας), έλαβε επάξια την προσηγορία του «ελεήμονος», γιατί από μικρός επιδόθηκε στην αρετή της ελεημοσύνης. Όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, ξεκίνησε ένα χειμωνιάτικο πρωινό να πάει στην εκκλησία για την ακολουθία του όρθρου.
Στο δρόμο τον συνάντησε ένας φτωχός, παγωμένος από το κρύο.
Ο Ιωάννης έβγαλε αμέσως το πανωφόρι του και του το' δωσε.
Συνέχισε την πορεία του και πριν φτάσει στην εκκλησία, τον πλησιάζει κάποιος λευκοφόρος άνδρας, του δίνει εκατό χρυσά νομίσματα και του λέει:
-Παρ' τα και μοίρασε τα όπως θέλεις.
Μόλις ο Ιωάννης τα πήρε, εκείνος εξαφανίστηκε. Από τότε όταν έδινε ελεημοσύνη, έπαιρνε πάντοτε περισσότερα,
Αργότερα, ως πατριάρχης, για να παρακινήσει τους πιστούς στην ελεημοσύνη, διηγόταν ωφέλιμα παραδείγματα με αγγελικές οπτασίες. Ένα απ' αυτά είναι και το ακόλουθο:
Ζούσε κάποτε στην Αφρική ένας τελώνης που ονομαζόταν Πέτρος, πλούσιος πολύ, αλλά και πολύ άσπλαχνος. Μ' αυτόν τον πλούσιο συνέβη κάτι θαυμαστό:
Ήταν χειμώνας. Μερικοί ζητιάνοι, καθισμένοι στον ήλιο, απολάμβαναν τη θαλπωρή του. Ξαφνικά, πετάγεται ένας θερμόαιμος και βάζει στοίχημα πως θα κατάφερνε τον Πέτρο να του δώσει ελεημοσύνη. Πήγε λοιπόν στην πόρτα του και τον περίμενε. Μόλις ήρθε ο Πέτρος, έτυχε να έρθει συγχρόνως και ο φούρναρης μ' ένα κοφίνι ψωμιά.
Ο φτωχός ζήτησε ελεημοσύνη, αλλά ο πλούσιος τον έδιωξε. Εκείνος δεν έφευγε. Τότε θύμωσε ο Πέτρος και μη βρίσκοντας κάτι πρόχειρο, του πέταξε ένα ψωμί για να τον χτυπήσει! Ο ζητιάνος αυτό περίμενε. Το άρπαξε κι έφυγε θριαμβευτικά.
Μετά από δυο μέρες ο Πέτρος αρρώστησε. Είδε τότε οπτασία, ότι βρέθηκε στο φοβερό κριτήριο. Υπήρχε εκεί μια ζυγαριά, στην οποία ζύγιζαν τα έργα του. Από τη μια μεριά είχαν συγκεντρωθεί πλήθος δαιμόνων, που έβαζαν στο ζύγι τις αμαρτίες του, ενώ από την άλλη στεκόταν λίγοι φωτεινοί άγγελοι, που δεν είχαν όμως τίποτα καλό να βάλουν.
Τότε ο φύλακας άγγελός του θυμήθηκε το ψωμί που πέταξε στο φτωχό. Το έβαλε αμέσως στο άλλο μέρος της ζυγαριάς. Και βάρυνε το ψωμί τόσο, που ισοζύγιζε όλα του τ' αμαρτήματα.
-«Πήγαινε, του είπαν τότε οι άγγελοι κάνε κι άλλες ελεημοσύνες και πρόσθεσε τες σ' αυτό το ψωμί, γιατί αλλιώς θα σε πάρουν οι δαίμονες».
Ο Άγιος Ιωάννης συμβούλευε επίσης τους πιστούς να κάνουν μνημόσυνα και λειτουργίες για τους κεκοιμημένους, βεβαιώνοντας τους, με το ακόλουθο παράδειγμα, ότι ωφελούνται πολύ από τις αγγελικές δυνάμεις οι ψυχές όλων:
Κάποτε οι Πέρσες αιχμαλώτισαν έναν Κύπριο. Οι συγγενείς του πληροφορήθηκαν λανθασμένα ότι πέθανε, γι' αυτό του έκαναν μνημόσυνα. Μετά από τέσσερα χρόνια ο αιχμάλωτος γύρισε στην πατρίδα του.
Οι δικοί του χαρούμενοι για την ανέλπιστη επιστροφή του είπαν:
-Εμείς νομίζαμε ότι πέθανες, γι' αυτό σου κάναμε τρεις λειτουργίες το χρόνο: την Πεντηκοστή, τα Φώτα και την Ανάσταση.
Εκείνος τότε θαύμασε και τους εξήγησε:
-Αυτές ακριβώς τις τρεις ημέρες παρουσιαζόταν μπροστά μου κάποιος ωραίος και αστραφτερός άνθρωπος, που μ' ελευθέρωνε από τις αλυσίδες και με πήγαινε όπου ήθελα χωρίς να με αναγνωρίζει κανένας. Έτσι κατάφερα και δραπέτευσα».
Όπως την παιδική ζωή του αγίου Ιωάννου τη σημάδεψε η εμφάνιση του ουράνιου εκείνου επισκέπτη με τα εκατό χρυσά νομίσματα, έτσι και το μακάριο τέλος του το προμήνυσε θαυμαστή αγγελική παρουσία.
Και να πως:
Τον καιρό που οι Πέρσες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια, έφυγε ο πατριάρχης Ιωάννης με πλοίο για την Κωνσταντινούπολη. Φθάνοντας σ' ένα λιμάνι της Ρόδου, βλέπει ολοφάνερα, ενώ ήταν ξύπνιος, έναν
άγγελο με χρυσό σκήπτρο στο χέρι να του λέει:
-Ο Βασιλιάς των βασιλέων σε προσκαλεί στη μακάρια και άλυπη εκείνη πόλη, όπου θα συνευφραινόμαστε αιώνια.
Πραγματικά, ο ελεήμων άγιος διέκοψε το ταξίδι του προς την επίγεια βασιλεύουσα, για να το συνεχίσει στη Βασιλεύουσα του ουρανού.
ΠΗΓΗ
«Εμφανίσεις και θαύματα των αγγέλων»
Στο δρόμο τον συνάντησε ένας φτωχός, παγωμένος από το κρύο.
Ο Ιωάννης έβγαλε αμέσως το πανωφόρι του και του το' δωσε.
Συνέχισε την πορεία του και πριν φτάσει στην εκκλησία, τον πλησιάζει κάποιος λευκοφόρος άνδρας, του δίνει εκατό χρυσά νομίσματα και του λέει:
-Παρ' τα και μοίρασε τα όπως θέλεις.
Μόλις ο Ιωάννης τα πήρε, εκείνος εξαφανίστηκε. Από τότε όταν έδινε ελεημοσύνη, έπαιρνε πάντοτε περισσότερα,
Αργότερα, ως πατριάρχης, για να παρακινήσει τους πιστούς στην ελεημοσύνη, διηγόταν ωφέλιμα παραδείγματα με αγγελικές οπτασίες. Ένα απ' αυτά είναι και το ακόλουθο:
Ζούσε κάποτε στην Αφρική ένας τελώνης που ονομαζόταν Πέτρος, πλούσιος πολύ, αλλά και πολύ άσπλαχνος. Μ' αυτόν τον πλούσιο συνέβη κάτι θαυμαστό:
Ήταν χειμώνας. Μερικοί ζητιάνοι, καθισμένοι στον ήλιο, απολάμβαναν τη θαλπωρή του. Ξαφνικά, πετάγεται ένας θερμόαιμος και βάζει στοίχημα πως θα κατάφερνε τον Πέτρο να του δώσει ελεημοσύνη. Πήγε λοιπόν στην πόρτα του και τον περίμενε. Μόλις ήρθε ο Πέτρος, έτυχε να έρθει συγχρόνως και ο φούρναρης μ' ένα κοφίνι ψωμιά.
Ο φτωχός ζήτησε ελεημοσύνη, αλλά ο πλούσιος τον έδιωξε. Εκείνος δεν έφευγε. Τότε θύμωσε ο Πέτρος και μη βρίσκοντας κάτι πρόχειρο, του πέταξε ένα ψωμί για να τον χτυπήσει! Ο ζητιάνος αυτό περίμενε. Το άρπαξε κι έφυγε θριαμβευτικά.
Μετά από δυο μέρες ο Πέτρος αρρώστησε. Είδε τότε οπτασία, ότι βρέθηκε στο φοβερό κριτήριο. Υπήρχε εκεί μια ζυγαριά, στην οποία ζύγιζαν τα έργα του. Από τη μια μεριά είχαν συγκεντρωθεί πλήθος δαιμόνων, που έβαζαν στο ζύγι τις αμαρτίες του, ενώ από την άλλη στεκόταν λίγοι φωτεινοί άγγελοι, που δεν είχαν όμως τίποτα καλό να βάλουν.
Τότε ο φύλακας άγγελός του θυμήθηκε το ψωμί που πέταξε στο φτωχό. Το έβαλε αμέσως στο άλλο μέρος της ζυγαριάς. Και βάρυνε το ψωμί τόσο, που ισοζύγιζε όλα του τ' αμαρτήματα.
-«Πήγαινε, του είπαν τότε οι άγγελοι κάνε κι άλλες ελεημοσύνες και πρόσθεσε τες σ' αυτό το ψωμί, γιατί αλλιώς θα σε πάρουν οι δαίμονες».
Ο Άγιος Ιωάννης συμβούλευε επίσης τους πιστούς να κάνουν μνημόσυνα και λειτουργίες για τους κεκοιμημένους, βεβαιώνοντας τους, με το ακόλουθο παράδειγμα, ότι ωφελούνται πολύ από τις αγγελικές δυνάμεις οι ψυχές όλων:
Κάποτε οι Πέρσες αιχμαλώτισαν έναν Κύπριο. Οι συγγενείς του πληροφορήθηκαν λανθασμένα ότι πέθανε, γι' αυτό του έκαναν μνημόσυνα. Μετά από τέσσερα χρόνια ο αιχμάλωτος γύρισε στην πατρίδα του.
Οι δικοί του χαρούμενοι για την ανέλπιστη επιστροφή του είπαν:
-Εμείς νομίζαμε ότι πέθανες, γι' αυτό σου κάναμε τρεις λειτουργίες το χρόνο: την Πεντηκοστή, τα Φώτα και την Ανάσταση.
Εκείνος τότε θαύμασε και τους εξήγησε:
-Αυτές ακριβώς τις τρεις ημέρες παρουσιαζόταν μπροστά μου κάποιος ωραίος και αστραφτερός άνθρωπος, που μ' ελευθέρωνε από τις αλυσίδες και με πήγαινε όπου ήθελα χωρίς να με αναγνωρίζει κανένας. Έτσι κατάφερα και δραπέτευσα».
Όπως την παιδική ζωή του αγίου Ιωάννου τη σημάδεψε η εμφάνιση του ουράνιου εκείνου επισκέπτη με τα εκατό χρυσά νομίσματα, έτσι και το μακάριο τέλος του το προμήνυσε θαυμαστή αγγελική παρουσία.
Και να πως:
Τον καιρό που οι Πέρσες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια, έφυγε ο πατριάρχης Ιωάννης με πλοίο για την Κωνσταντινούπολη. Φθάνοντας σ' ένα λιμάνι της Ρόδου, βλέπει ολοφάνερα, ενώ ήταν ξύπνιος, έναν
άγγελο με χρυσό σκήπτρο στο χέρι να του λέει:
-Ο Βασιλιάς των βασιλέων σε προσκαλεί στη μακάρια και άλυπη εκείνη πόλη, όπου θα συνευφραινόμαστε αιώνια.
Πραγματικά, ο ελεήμων άγιος διέκοψε το ταξίδι του προς την επίγεια βασιλεύουσα, για να το συνεχίσει στη Βασιλεύουσα του ουρανού.
ΠΗΓΗ
«Εμφανίσεις και θαύματα των αγγέλων»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου