Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Των 318 Αγίων Πατέρων Α´ Οικ. Συνόδου

Κατά Ιωάννην (ιζ΄ 1–13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε,
καθὼς ἔδωκας αὐτῷ
ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.

Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τόν καιρό ἐκείνο, αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε, «Πατέρα, ἦλθε ἡ ὥρα· δόξασε τὸν Υἱόν σου, διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ Υἱός σου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν ποὺ τοῦ ἔδωκες ἐπὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ δώσῃ ζωὴν αἰώνιον εἰς τὸν καθένα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔδωκες. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή: τὸ νὰ γνωρίζουν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἔστειλες. Ἐγὼ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, ἐτελείωσα τὸ ἔργον ποὺ μοῦ ἔδωκες νὰ κάνω, καὶ τώρα δόξασέ με σύ, Πατέρα, πλησίον σου μὲ τὴν δόξαν ποὺ εἶχα μαζί σου πρὶν νὰ ὑπάρξῃ ὁ κόσμος. Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες ἀπὸ τὸν κόσμον. Δικοί σου ἦσαν καὶ τοὺς ἔδωκες σ’ ἐμένα, καὶ τὸν λόγον σου ἔχουν τηρήσει. Τώρα κατάλαβαν ὅτι ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωκες, εἶναι ἀπὸ σένα, διότι τὰ λόγια ποὺ μοῦ ἔδωκες, τοὺς τὰ ἔδωκα καὶ αὐτοὶ τὰ ἐδέχθησαν καὶ ἐγνώρισαν ἀληθινὰ ὅτι ἐβγῆκα ἀπὸ σένα καὶ ἐπίστεψαν ὅτι σὺ μὲ ἔστειλες.
Ἐγὼ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ, δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες, ἐπειδὴ εἶναι δικοί σου, καὶ ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου καὶ τὰ δικά σου εἶναι δικά μου, καὶ ἔχω δοξασθῆ δι’ αὐτῶν. Δὲν θὰ εἶμαι πλέον εἰς τὸν κόσμον, ἐνῷ αὐτοὶ θὰ εἶναι εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. Πατέρα ἅγιε, φύλαξέ τους μὲ τὴν δύναμιν τοῦ ὀνόματός σου ποὺ μοῦ ἔδωκες, διὰ νὰ εἶναι ἕνα ὅπως εἴμεθα ἐμεῖς. Ὅταν ἤμουν μαζί τους εἰς τὸν κόσμον, ἐγὼ τοὺς ἐφύλαττα μὲ τὴν δύναμιν τοῦ ὀνόματός σου· ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες τοὺς ἐφύλαξα καὶ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἐχάθηκε παρὰ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ γραφή. Ἀλλὰ τώρα ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καὶ αὐτὰ τὰ λέγω ἐνῷ εἶμαι ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ ἔχουν τὴν χαράν μου μέσα τους τελείαν.

Ο Απόστολος της Κυριακής Των Αγίων Πατέρων

Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην.
Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ
ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν
τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.
Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

Ἀπόδοση σε απλή γλώσσα:
 Τις ημέρες ἐκείνες, ὁ Παῦλος εἶχε ἀποφασίσει νὰ προσπεράσωμεν τὴν Ἔφεσον διὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσῃ εἰς τὴν Ἀσίαν. Ἦτο βιαστικὸς διὰ νὰ βρίσκεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐὰν τοῦ ἦτο δυνατόν, τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀπὸ τὴν Μίλητον ἔστειλε εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἐκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν δὲ ἦλθαν πρὸς αὐτόν, τοὺς εἶπε, «Ξέρετε πῶς ἔζησα μαζί σας ὅλον τὸν χρόνον ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν ποὺ ἐπάτησα εἰς τὴν Ἀσίαν.
Προσέχετε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλόκληρον τὸ ποίμνιον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σὰς ἐτοποθέτησε ἐπισκόπους, διὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό του αἷμα. Διότι ξέρω τοῦτο, ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησίν μου θὰ μποῦν μεταξύ σας λύκοι ἄγριοι καὶ δὲν θὰ φεισθοῦν τὸ ποίμνιον, καὶ ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους θὰ ἐγερθοῦν ἄνδρες οἱ ὁποῖοι θὰ διαστρέψουν τὴν ἀλήθειαν διὰ νὰ παρασύρουν τοὺς μαθητὰς ὥστε νὰ ἀκολουθήσουν αὐτούς.
Διὰ τοῦτο νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι καὶ νὰ θυμᾶσθε ὅτι, ἐπὶ τριετίαν νύχτα καὶ ἡμέραν, δὲν ἔπαυσα νὰ νουθετῶ τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς μὲ δάκρυα. Καὶ τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἀφιερώνω εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν λόγον τῆς χάριτός του, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ αὐξήσῃ τὴν οἰκοδομήν σας καὶ νὰ σᾶς δώσῃ κληρονομίαν μεταξὺ ὅλων τῶν ἁγιασμένων. Δὲν ἐπεθύμησα κανενὸς τὸ χρῆμα ἢ τὸ χρυσάφι ἢ τὸν ρουχισμόν. Ξέρετε σεῖς οἱ ἴδιοι ὅτι τὰς ἀνάγκας τὰς δικάς μου καὶ τῶν συντρόφων μου ἐξυπηρέτησαν τὰ χέρια μου αὐτά. Σᾶς ἔδειξα, μὲ κάθε τρόπον, ὅτι ἔτσι μὲ τὸν κόπον τῆς ἐργασίας σας πρέπει νὰ βοηθᾶτε τοὺς ἀδυνάτους καὶ νὰ θυμᾶσθε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ εἶπε αὐτὸς ὁ ἴδιος: «Εἶναι εὐτυχέστερον νὰ δίνῃ κανεὶς παρὰ νὰ παίρνῃ». Καὶ ὅταν εἶπε αὐτά, ἐγονάτισε μὲ ὅλους καὶ προσευχήθηκε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ερμείας

Ο Άγιος Μάρτυς Ερμείας, ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε από νεαρή ηλικία ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και γρήγορα ξεχώρισε για την γενναιότητα, την ανδρεία και το αγωνιστικό του φρόνημα, τα οποία αντλούσε από την πίστη του στον Ιησού Χριστό.

Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (138 - 161 μ.Χ.) ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ δε των πρώτων που συνέλαβαν, ήταν και ο Ερμείας, αγνοώντας και τις μεγάλες του υπηρεσίες στην πατρίδα αλλά και τα σεβάσμια γηρατειά του. Οδηγήθηκε μπροστά στο Δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει τα είδωλα. Ο Άγιος όμως ακλόνητος και ακατάβλητος, αρνήθηκε να προδώσει τον Κύριό του και να θυσιάσει στα μιαρά ειδωλολατρικά ξόανα. Με τη γλυκύτητα δε πού τον διέκρινε, απάντησε στις προτροπές των τυράννων «Θα ήταν πολύ ανόητο σεβαστέ άρχοντά μου να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο στο τέλος της ζωής μου να χάσω αυτά τα πολύτιμα αγαθά».

Τότε εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε αφού τον βασανίσουν σκληρά, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση όμως και τη χάρη του Θεού, ο Άγιος εξήλθε σώος και αβλαβής από όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Τελικά αποκεφάλισαν χαρίζοντας του το στέφανο της δόξας το 160 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν. Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ὧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον
Ὄπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΔΑΙΜΟΝΙΟ

Θαύμα Οσίου Μαρτίνου Επισκόπου Φραγκίας όντας εν ζωή – Το δαιμόνιο της αυτοκτονίας.
Ο Άγιος ενώ περνούσε μέσα από την πόλη (ο άγιος ήταν επίσκοπος Κωνσταντίνης της σημερινής Τουρζ της Γαλλίας), βρήκε…
σε ένα μέρος κάποιον νέο απηγχονισμένο και είπε στους εκεί παρευρισκομένους.
«Τούτο το κακό έγινε συνεργεία του διαβόλου», Και αφού στάθηκε προς την ανατολή, έκανε προσευχή στον Θεό αρκετή ώρα. Έπειτα είπε: «Το πνεύμα το ακάθαρτο και πονηρό, που παρακίνησε τούτον τον νέο να κρεμασθεί στην αγχόνη εν ονόματι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού φανερώσου μπροστά σε όλους, για να σε δούμε». Αμέσως με τα λόγια αυτά φανερώθηκε το δαιμόνιο σαν αραπόπουλο, κρατώντας στα χέρια του σχοινί, τα μάτια του ήσαν σαν φωτιά, τα χείλη του μαύρα, τα δόντια του λευκά, τα χέρια του μακριά, τα πόδια του στραβά και η γλώσσα του κρεμασμένη έξω από το στόμα του, σαν του λυσσασμένου σκυλιού.

Τότε του λέγει ο Άγιος: «Πνεύμα ακάθαρτο και πονηρό, ποιά είναι η εργασία σου;» Εκείνο απάντησε: «Η εργασία μου είναι να παρακινώ τους ανθρώπους σε αυτοκτονία, διότι σε αυτό με διόρισε ο αρχηγός μου ο σατανάς». Λέγει ο Άγιος: «Και για ποιά αιτία παρακίνησες τούτον τον νέον να κρεμασθεί;».
Τότε το δαιμόνιο άρχισε να κατηγορεί τον αυτόχειρα, λέγοντας:

«Αυτός ο άνθρωπος ήταν πρώτα ειδωλολάτρης και υστέρα έγινε Χριστιανός, όμως δεν ζούσε σύμφωνα με τις εντολές που παράλαβε, αλλά έκανε τα κακά του θελήματα, και δεν σκεπτόταν την αιώνια κόλαση. Είχε δοθεί όλως διόλου στις κακίες, βάζοντας με την θέληση του τον λαιμό του κάτω από τον ζυγό της αμαρτίας και αφού πληγώθηκε ολόκληρος από το κεφάλι έως τα πόδια έχασε την ελπίδα της σωτηρίας του. Έτσι βρήκα και εγώ την ευκαιρία και τον παρακίνησα να κρεμασθεί, για να τον έχω μαζί μου στην κόλαση. Διότι αυτός είναι ο δικός μου μεγάλος αγώνας».Τότε ο Άγιος είπε στον δαίμονα: «Δόλιε και φονιά, συ είσαι εχθρός και κατήγορος και συ παρακίνησες τούτον τον δυστυχή να παραδοθεί στο σκοτάδι και στην απώλεια, και τον κατάντησες σε άθλια κατάσταση, τώρα δε τον κατηγορείς, ότι αυτός έγινε αίτιος να κρεμασθεί και όχι συ; Γι αυτό σε προστάζει ο Ιησούς Χριστός, δι’ εμού του ταπεινού, να πας να κατοικήσεις στην άκρη της οικουμένης έως ότου έλθει η συντέλεια του κόσμου και να κατεβείς με τους συντρόφους σου στον Άδη, ο όποιος είναι ετοιμασμένος για σας».Και αμέσως ο δαίμονας χάθηκε.

Μετά από αυτά πλησίασε ο Άγιος τον νεκρό και είπε αυτήν την προσευχή:
«Κύριε ο Θεός μου, ο έχων άμετρον συμπάθειαν και πέλαγος ευσπλαγχνίας ανεκδιήγητον, μη παρίδης το πλάσμα των χειρών σου, αλλά ως αγαθός και φιλάνθρωπος επίβλεψον εξ ύψους αγίου σου, και ανάστησον τον νεκρόν τούτον, ίνα δοξάζηται το πανάγιον όνομά σου εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Και αμέσως αναστήθηκε ο νεκρός και πέφτοντας στα πόδια του Αγίου είπε:
«Σε ευχαριστώ, Άγιε του Θεού, διότι δεν με άφησες τον αμαρτωλό στον φρικτό και πικρό εκείνο τόπο του Άδου, αλλά σε παρακαλώ οδήγησέ με, για να τύχω της σωτηρίας μου». Τότε ο Άγιος είπε:
«Επειδή, παιδί μου δοκίμασες και είδες το μεγάλο κακό, που προξενούν στον άνθρωπο οι αμαρτίες, γι αυτό άξια μετανόησε, κλάψε για τις αμαρτίες σου, μίσησε αυτές και πάρε απόφαση από σήμερα να απέχεις από κάθε κακό».Αφού κατόπιν του έδωσε τον πρέπονται κανόνα και αφού τον καθοδήγησε πως πρέπει να περνά την ζωή του και να κάνη έργα της μετανοίας τον άφησε να φύγει.

Να θυμάσαι πως κάθε εμπόδιο είναι νουθεσία από τον Θεό.

Έχεις ποτέ σκεφτεί ότι όλα που αφορούν εσένα, αφορούν και Εμένα; Διότι αυτά που αφορούν εσένα αφορούν την κόρη του οφθαλμού Μου; Είσαι πολύτιμη στα μάτια Μου και σε έχω αγαπήσει, για αυτό είναι ιδιαίτερη χαρά για Μένα να σε εκπαιδεύσω. Όταν οι πειρασμοί έρχονται επάνω σου και ο πολέμιος, σαν το ποτάμι, θέλω να ξέρεις ότι, Από Μένα ήταν αυτό.
Θέλω να ξέρεις ότι η αδυναμία σου έχει ανάγκη από τη δύναμη Μου, και η ασφάλεια σου βρίσκεται στο να Με αφήσεις να σε προστατεύω. Θέλω να ξέρεις ότι, όταν βρίσκεσαι σε δύσκολες συνθήκες, μεταξύ των ανθρώπων που δεν σε καταλαβαίνουν, δεν λογαριάζουν αυτά που σου είναι ευάρεστα, και σε απομακρύνουν Από Μένα ήταν αυτό. Είμαι ο Θεός σου, οι περιστάσεις τις ζωής είναι στα χέρια μου, δεν βρέθηκες τυχαία στη θέση σου, είναι ακριβώς η θέση που σου έχω ορίσει. Δε Με παρακαλούσες να σου μάθω την ταπείνωση;
Και να, σε έβαλα σ’ αυτό ακριβώς το περιβάλλον, στο σχολείο όπου διδάσκουν αυτό το μάθημα. Το περιβάλλον σου, και αυτοί που ζουν γύρω σου, μόνο εκτελούν το θέλημά Μου. Έχει οικονομικές δυσκολίες και μόλις τα βγάζεις πέρα, να ξέρεις ότι, Από Μένα ήταν αυτό.
Θέλω να ξέρεις ότι Εγώ διαθέτω τα χρήματα σου και να καταφεύγεις σε μένα, και να γνωρίζεις ότι εξαρτάσαι από Μένα. Θέλω να ξέρεις ότι τα αποθέματά Μου είναι ανεξάντλητα, και να βεβαιωθείς ότι είμαι πιστός στις υποσχέσεις Μου. Να μη συμβεί ποτέ να σου πουν την ανάγκη σου «Μην πιστεύεις στον Κύριο και Θεό σου»
Έχεις περάσει ποτέ νύχτα μέσα στη θλίψη; Είσαι χωρισμένος από τους συγγενείς σου, τους ανθρώπους που αγαπάς; Σου το επέτρεψα για να στραφείς σε Μένα, και σε Μένα να βρεις την αιώνια παρηγοριά και ανακούφιση. Σε ξεγέλασε ο φίλος σου ή κάποιος που του είχες ανοίξει την καρδιά σου, Από Μένα ήταν αυτό.
Εγώ επέτρεψα να σε αγγίξει αυτή η απογοήτευση, για να μάθεις ότι ο καλύτερος φίλος σου είναι ο Κύριος. Θέλω να τα φέρνεις όλα σε Μένα και όλα να Μου τα λες. Σε συκοφάντησε κάποιος, να το αφήσεις σ’ εμένα, σε Μένα να προσκολληθείς, σε Μένα η καταφυγή σου, για να κρυφτείς από την αντιλογία εθνών. Θα κάνω την δικαιοσύνη σου να λάμψει σαν το φως και την ζωή σου, σαν μέρα μεσημέρι. Καταστράφηκαν τα σχέδιά σου, λύγισε η ψυχή σου και είναι εξαντλημένη, Από Μένα ήταν αυτό.
Έκανες σχέδια και είχες δικούς σου σκοπούς Μου, τα έφερες να τα ευλογήσω. Αλλά Εγώ θέλω να αφήσεις σε Μένα, να κατευθύνω και να χειραγωγώ τις περιστάσεις της ζωής σου, διότι είσαι το ορφανό, και όχι ο πρωταγωνιστής. Σε βρήκαν απροσδόκητες αποτυχίες, και η απελπισία κατέλαβε την καρδιά σου, να ξέρεις, Από Μένα ήταν αυτό. Διότι μ’ αυτή την κούραση και το άγχος δοκιμάζω πόσο ισχυρή είναι η πίστη σου στις υποσχέσεις Μου και την παρρησία σου στη προσευχή για τους συγγενείς σου. Δεν ήσουν εσύ που εμπιστεύτηκες τις φροντίδες γι’ αυτούς στην προνοητική αγάπη Μου; Δεν είσαι συ που και τώρα τους αφήνεις στην προστασία της Πανάγνου Μητέρας Μου; Σε βρήκε σοβαρή ασθένεια, που μπορεί να γιατρευτεί ή είναι αθεράπευτη και σε κάρφωσε στο κρεβάτι σου, Από Μένα ήταν αυτό. Επειδή θέλω να Με γνωρίσεις πιο βαθιά, μέσω της σωματικής ασθένειας και να μην γογγύζεις γι’ αυτή την δοκιμασία που σου στέλνεται και να μην προσπαθείς να καταλάβεις τα σχέδια Μου, της σωτηρίας της ψυχής των ανθρώπων με διάφορους τρόπους, αλλά αγόγγυστα και ταπεινά να σκύψεις το κεφάλι σου μπροστά στην αγαθότητά Μου. Ονειρευόσουν να κάνεις κάτι ξεχωριστό και ιδιαίτερο για Μένα και αντί να το κάνεις έπεσες στο κρεβάτι του πόνου Από Μένα ήταν αυτό.
Διότι τότε θα ήσουν βυθισμένος στα δικά σου έργα, και Εγώ δεν θα μπορούσα να προσελκύσω τις σκέψεις σου σε Μένα, αλλά Εγώ θέλω να διδάσκω τις βαθύτατες σκέψεις και τα μαθήματα Μου, για να Με υπηρετείς. Θέλω να σε μάθω να συναισθάνεσαι πως είσαι τίποτα χωρίς Εμένα.
Μερικοί από τους καλύτερους υιούς Μου είναι αυτοί, οι οποίοι είναι αποκομμένοι από την δραστική ζωή, για να μάθουν να χειρίζονται το όπλο της αδιάλειπτης προσευχής. Κλήθηκες απροσδόκητα να αναλάβεις μία δύσκολη και υπεύθυνη θέση, στηριγμένη σε Μένα. Σου εμπιστεύομαι τις δυσκολίες αυτές, και γι’ αυτό θα σε ευλογήσει Κύριος ο Θεός σου σ’ όλα τα έργα σου, σ’ όλους τους δρόμους σου, σ’ όλα, Καθοδηγητής και Δάσκαλος σου θα είναι ο Κύριος σου. Την ημέρα αυτή, στα χέρια σου, τέκνο Μου έδωσα αυτό το δοχείο με το θείο μύρο, να το χρησιμοποιείς ελεύθερα. Να θυμάσαι πάντοτε ότι κάθε δυσκολία που θα συναντήσεις, κάθε προκλητική λέξη, κάθε διαβολή και κατάκριση, κάθε εμπόδιο στα έργα σου, που θα μπορούσε να προκαλέσει αγανάκτηση και απογοήτευση, κάθε φανέρωση της αδυναμίας και της ανικανότητας σου, θα χρίεται μ’ αυτό το έλαιο. Από Μένα ήταν αυτό.
Να θυμάσαι πως κάθε εμπόδιο είναι νουθεσία από τον Θεό, και γι’ αυτό να βάλεις στην καρδιά σου αυτόν τον λόγο, που σου έχω αποκαλύψει την ημέρα αυτή. Από Μένα ήταν αυτό. Να ξέρεις και να θυμάσαι – πάντα, όπου και να είσαι, ότι οποιοδήποτε κεντρί, θα αμβλυνθεί μόλις θα μάθεις σε όλα να βλέπεις Εμένα Όλα σου στάλθηκαν από Μένα, για την τελείωση της ψυχής σου, Όλα αυτά ήταν από μένα.
Άγιος Σεραφείμ της Βίριτσα
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»

Αγία Εμμελεία

Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατη καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.

Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.

Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων

Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.

Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.

Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.

Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.

Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.


Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Λόγος εις την Ανάληψη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.(Απόσπασμα)

Ο Κύριος “ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού”. Το γεγονός της Αναλήψεως του Κυρίου είναι το ορατό σημείο της συμφιλίωσης Θεού και ανθρώπου, αλλά και του δοξασμού της ανθρώπινης φύσης.

Η καταλλαγή αυτή και ο δοξασμός του ανθρώπου επιτεύχθηκε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού -με την οποία ο Θεός ένωσε την ανθρώπινη φύση με τη θεία Του φύση  ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως- το επι γης έργο Του, τα εκούσια Του Πάθη, την ένδοξη Ανάστασή Του.

Οι πολλαπλές εμφανίσεις του Θεανθρώπου,  μετά την Ανάστασή Του, σκοπό είχαν να πείσουν τους Μαθητές Του ότι, όντως, αναστήθηκε και να χαρίσει σε αυτούς την ειρήνη, τη χαρά και το φως της ανεσπέρου αυτής ημέρας. Στις Πράξεις των Αποστόλων (1:3), o αναστημένoς Ιησούς εμφανιζόταν στoυς Μαθητές Τoυ και τoυς «δίδασκε τα περί της Βασιλείας τoυ Θεoύ για σαράντα ημέρες».

Την Πέμπτη της έκτης εβδoμάδας από την Ανάστασή Τoυ, o Χριστός, αφoύ ευλόγησε τoυς μαθητές Τoυ, αναλήφθηκε στoυς Ουρανούς (Λoυκ. 24, 50-51), στην περιoχή της Βηθανίας, έτσι ώστε την ημέρα της Πεντηκοστής να επιστρέψει εν Αγίω Πνεύματι, για να συνεχίσει, ως Εκκλησία πλέον, το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων. Η εν Αγίω Πνεύματι σωματική παρουσία του Κυρίου υπάρχει και θα υπάρχει συνεχώς, μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου οι πιστοί μπορούν να ενωθούν μαζί Του. Ο Απ. Παύλος μας υπενθυμίζει με το λόγο του, ότι «έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα.» (Α΄ Θεσ. 4: 17).

Το γεγονός της Αναλήψεως αποτελεί ένα από τα βασικότερα δόγματα της Εκκλησίας μας και αναφέρεται στo Σύμβoλo της Πίστεως. Αμήν.



————————————————————————————————————————————————————————————–

Κατά το γεγονός της Αναλήψεως, πραγματοποιήθηκε στην πράξη η συμφιλίωση του Θεού με το ανθρώπινο γένος. Διαλύθηκε η παλιά έχθρα, τελείωσε ο μακροχρόνιος πόλεμος. Κι αυτό συνέβαινε έως τώρα, όχι επειδή μισούσε ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά επειδή ο άνθρωπος επιδείκνυε αδιαφορία και αχαριστία. Και τώρα, η αλλαγή δεν έγινε εξαιτίας των δικών μας κατορθωμάτων ή επειδή αλλάξαμε στάση και συμπεριφορά, αλλά λόγω της απροσμέτρητης αγάπης και του ενδιαφέροντος του Θεού…

Τώρα στην Ανάληψη, εμείς που δεν ήμασταν άξιοι να κατοικούμε στον παράδεισο, εμείς που στο τέλος καταντήσαμε να μην αξίζουμε να ζούμε εδώ στη γη, με αποτέλεσμα να γίνει ο κατακλυσμός και να χαθεί όλο το ανθρώπινο γένος εκτός της οικογένειας του Νώε, εμείς τώρα οι ανάξιοι ανεβαίνουμε στον ουρανό. Τα χερουβίμ, παλαιά, φυλάγανε τον παράδεισο για να μην μπούμε ξανά και τώρα εμείς τα υπερβαίνουμε. Η ανθρώπινη φύση, στο πρόσωπο του Χριστού, έτυχε τιμής που δεν έτυχε η φύση των αγγέλων. Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Δεν έγινε άγγελος. Ενώθηκε μόνο με την ανθρώπινη φύση. Και οι άγγελοι δεν ζηλεύουν, αντίθετα χαίρονται, διότι χαρά των αγγέλων είναι η προκοπή μας και πόνος τους η εξαθλίωσή μας.

Για την αλλαγή αυτή οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον Χριστό. Αυτός έγινε μεσίτης. Ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος. Ο Θεός ήταν οργισμένος με μας και εμείς τον μισούσαμε. Και μας συμφιλίωσε ο Υιός Του. Πώς μας συμφιλίωσε; Δεχόμενος την τιμωρία που έπρεπε να επιβάλει σε μας. «Εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ., 3: 13). Δέχτηκε την τιμωρία του ουρανού, δέχτηκε και τις προσβολές των ανθρώπων. «Οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ’ εμέ» (Ψαλμ. 68:10) … Πολλές φορές μιλούμε για τη μεσιτεία της Παναγίας και των αγίων και ξεχνούμε ότι μεσίτης πάνω απ’ όλους τους αγίους είναι ο ίδιος Χριστός. Αυτός ως άνθρωπος συνεχώς μεσιτεύει για μας τους ελεεινούς αδελφούς Του. Όπως ακριβώς παίρνουμε κάτι από τη σοδειά μας και το προσφέρουμε στο Θεό για να τον ευχαριστήσουμε και να ευλογήσει όλη τη σοδειά μας, έτσι ακριβώς και ο Χριστός την ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε στη μήτρα της παρθένου Μαρίας την κάνει προσφορά στον Θεό, για να ευλογηθεί όλο το ανθρώπινο γένος…

Ενώ πλαστήκαμε από τον Θεό «κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του», ο άνθρωπος δεν πρόσεξε και ωμοιώθη τοις κτήνεσι. Το να γίνει, δε, κάποιος σαν τα ζώα είναι σαν να έγινε χειρότερος από αυτά. Το να σέρνεται ένα φίδι είναι φυσικό, το να σέρνεται, όμως, ένας αετός είναι η εσχάτη κατάπτωση … Μερικές φορές, ο άνθρωπος γίνεται χειρότερος των ζώων. Έτσι ο Ησαΐας λέγει, «έγνω βους τον κτησάμενον, και όνος την φάτνη του κυρίου αυτού· Ισραήλ, δε, εμέ ουκ έγνω» (Ησαΐας 1: 3) … Για να μας συνετίσει ο Κύριός μας, βάζει διδασκάλους τα έντομα. «Πορεύθητι προς τον μύρμηγκα, και ζήλωσον τας οδούς αυτού» (Παροιμ. 6: 6) … Εμείς οι κατώτεροι των ζώων, τα παιδιά του διαβόλου, με την Ανάληψη του Χριστού γίναμε ανώτεροι και από τους αγγέλους.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Θεοδοσία η Παρθένος

Η Αγία Θεοδοσία καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης και δεν είχε μόνο παρθενικό σώμα, αλλά και παρθενική ψυχή. Από ηλικία 18 χρονών, έλαμπε για το ζήλο και τη θερμή της πίστη, ανάμεσα στις νεαρές ειδωλολάτρισσες γυναίκες. Αυτό καταγγέλθηκε στον άρχοντα Ουρβανό, που με κάθε δελεαστικό τρόπο προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό. Όμως η παρθένος Θεοδοσία έμεινε αμετακίνητη στο Ιερό της πιστεύω. Ο Ουρβανός, βλέποντας την αδάμαστη επιμονή της, εξοργίστηκε και με θηριώδη τρόπο έσπασε τα κόκκαλά της και πριόνισε τις σάρκες της. Έπειτα, την πλησίασε και της πρότεινε να αλλαξοπιστήσει, έστω και την τελευταία στιγμή, και αυτός θα θεράπευε αμέσως τις πληγές της. Η Θεοδοσία μισοπεθαμένη απάντησε: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο τύραννος διέταξε και την έριξαν στη θάλασσα, οπού και παρέδωσε το πνεύμα της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.

Της Αναλήψεως

«Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῶ κόσμω, οἱ οὐρανοὶ ἡτοίμασαν τὸν θρόνον αὐτοῦ, νεφέλαι τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, Ἄγγελοι θαυμάζουσιν, ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν, ὁ Πατὴρ ἐκδέχεται, ὃν ἐν κόλποις ἔχει συναϊδιον, Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον κελεύει πᾶσι τοὶς Ἀγγέλοις αὐτοῦ, Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν, Πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χείρας. ὅτι ἀνέβη Χριστός, ὅπου ἣν τὸ πρότερον».

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μετά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν εγκατέλειψε αμέσως τον κόσμο, αλλά συνέχισε για σαράντα ημέρες να εμφανίζεται στους μαθητές Του (Πράξ.1,3). Αυτές οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του προς αυτούς είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Έπρεπε οι πρώην δύσπιστοι και φοβισμένοι μαθητές να βιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους και να αποβάλλουν κάθε δισταγμό και ψήγμα απιστίας για Εκείνον.

Την τεσσαρακοστή λοιπόν ημέρα, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Κύριος τους μαθητές του «εξήγαγε έξω έως τη Βηθανία», στο όρος των Έλαιών όπου συνήθως προσηύχετο. «Και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24,50) και «ευλογώντας τους, εχωρίσθηκε απ' αυτούς και εφέρετο πρός τα πάνω, στον ουρανό» μέχρι που τον έχασαν από τα μάτια τους. Και μετά αφού Τον προσκύνησαν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη και έμεναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό.

Ο ευαγγελιστής Μάρκος, περιγράφοντας πιο λακωνικά το θαυμαστό και συνάμα συγκινητικό γεγονός, αναφέρει πως μετά από την ρητή αποστολή των μαθητών σε ολόκληρο τον κόσμο κηρύττοντας και βαπτίζοντας τα έθνη, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,19-20).

Αυτή η ευλογία είναι πια η αρχή της Πεντηκοστής. Ο Κύριος ανέρχεται για να μας στείλει το παράκλητο Πνεύμα, όπως λέγει το τροπάριο της εορτής: «Ανυψώθηκες στη δόξα, Χριστέ Θεέ μας, αφού χαροποίησες τους μαθητές σου με την επαγγελία του Αγίου Πνεύματος και βεβαιώθηκαν από την ευλογία σου».

Η Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. «Ανελήφθη εν δόξη» για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος.

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανήλθε στους ουρανούς, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Μπορεί να κάθισε στα δεξιά του Θεού στους ένδοξους ουρανούς, όμως η παρουσία Του εκτείνεται ως τη γη και ως τα έσχατα της δημιουργίας. Άφησε στη γη την Εκκλησία Του, η οποία είναι το ίδιο το αναστημένο, αφθαρτοποιημένο και θεωμένο σώμα Του, για να είναι το μέσον της σωτηρίας όλων των ανθρωπίνων προσώπων, που θέλουν να σωθούν. Νοητή ψυχή του σώματός Του είναι ο Θεός Παράκλητος, «το Πνεύμα της αλήθείας» (Ιωάν. 15,26), ο Οποίος επεδήμησε κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής σε αυτό, για να παραμείνει ως τη συντέλεια του κόσμου.

Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Χριστού. Αυτό εννοούσε, όταν υποσχόταν στους μαθητές Του: «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20).


Ευαγγελική περικοπή (Ιωαν. 24: 36-53)

«36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 37 πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. 38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. 40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; 42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. 44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. 45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, 47 καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. 48 ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. 49 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ' ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. 50 Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. 51 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ' αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. 52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, 53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν».


Αποστολικόν Ανάγνωσμα (Πραξ. 1: 1-12)

«1 Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 5 ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; 7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 11 οἳ καὶ εἶπον· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ'ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανὸν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλὴμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν.».


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

«Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την ανάσταση και ανάληψή του στους πιστούς; Επήγασε από θλίψη.

Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία; Επιφάνηκε σε μας από θάνατο.

Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα; Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία. Όπως λέγει ο απόστολος γι' αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι' αυτό κι' ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).

Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε τη προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ' αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α' Πέτρ. 2:21).

Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ' εμάς και μας συναναστράφηκε, ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ' αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.

Σήμερα ο Κύριος όχι μόνο στάθηκε, όπως μετά την ανάσταση, στο μέσο των μαθητών του, αλλά και αποχωρίσθηκε από αυτούς και, ενώ τον έβλεπαν, αναλήφθηκε στον ουρανό και εισήλθε στ' αληθινά άγια των αγίων «και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα και αξίωμα, που γνωρίζεται και ονομάζεται είτε στον παρόντα είτε στον μέλλοντα αιώνα».(Εφ. 1:20)

Γιατί λοιπόν στάθηκε στο μέσο τους κι' έπειτα τους συνόδευσε; «Τους εξήγαγε, λέγει, έξω έως τη Βηθανία», αλλά «και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24:50). Το έκαμε για να επιδείξει τον εαυτό του ολόκληρο σώο και αβλαβή, για να παρουσιάσει τα πόδια υγιή και βαδίζοντα σταθερά, αυτά που υπέστησαν τα τρυπήματα των καρφιών, τα ομοίως επί του σταυρού καρφωμένα χέρια, την ίδια τη λογχισμένη πλευρά, αν έφεραν πάνω τους, τους τύπους των πληγών, προς διαπίστωση του σωτηριώδους πάθους.

Εγώ δε νομίζω ότι δια του «στάθηκε στο μέσο των μαθητών» δεικνύεται και το ότι αυτοί στηρίχθηκαν στη πίστη προς αυτόν, με αυτή τη φανέρωση και ευλογία του. Γιατί δεν στάθηκε μόνο στο μέσο όλων αυτών, αλλά και στο μέσο της καρδιάς του καθενός, γιατί από εκείνη την ώρα οι απόστολοι του Κυρίου έγιναν σταθεροί και αμετακίνητοι.

Στάθηκε λοιπόν στο μέσο τους και τους λέγει, «ειρήνη σε σας», τούτη τη γλυκιά και σημαντική και συνηθισμένη του προσφώνηση. Την διπλή ειρήνη, προς το Θεό που είναι γέννημα της ευσέβειας και αυτή που έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας. Και καθώς τους είδε φοβισμένους και ταραγμένους από την ανέλπιστη και παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ότι βλέπουν πνεύμα - φάντασμα, αυτός τους ανέφερε πάλι τους διαλογισμούς της καρδιάς των, και αφού έδειξε ότι είναι αυτός ο ίδιος, πρότεινε τη διαβεβαίωση δια της εξετάσεως και ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, όχι γιατί είχε ανάγκη τροφής, αλλά για επιβεβαίωση της αναστάσεώς του.

Έφαγε δε μέρος ψητού ψαριού και μέλι από κηρύθρα, που είναι και αυτά σύμβολα του μυστηρίου του. Δηλαδή ο Λόγος του Θεού ένωσε στον εαυτό του καθ' υπόσταση τη φύση μας, που σαν ιχθύς κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου, και την καθάρισε με το απρόσιτο πυρ της Θεότητός του. Με κηρύθρα δε μελισσιού μοιάζει η φύση μας γιατί κατέχει το λογικό θησαυρό τοποθετημένο στο σώμα σαν μέλι στη κηρύθρα. Τρώγει από αυτά ευχαρίστως γιατί καθιστά φαγητό του τη σωτηρία του καθενός από τους μετέχοντας της φύσεως. Δεν τρώει ολόκληρο, αλλά μέρος «από κηρύθρα μέλι» επειδή δεν πίστευσαν όλοι και δεν το παίρνει μόνος του, αλλά προσφέρεται από τους μαθητές, γιατί του φέρνουν μόνο τους πιστεύοντες σ' αυτόν, χωρίζοντάς τους από τους απίστους.

Κατόπιν τους υπενθύμισε τους λόγους του πριν το πάθος, που όλοι πραγματοποιήθηκαν. Τους υποσχέθηκε να τους στείλει το άγιο Πνεύμα, τους είπε να καθίσουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι να λάβουν δύναμη από ψηλά. Μετά τη συζήτηση ο Κύριος τους έβγαλε από το σπίτι και τους οδήγησε έως τη Βηθανία και αφού τους ευλόγησε, όπως αναφέραμε, αποχωρίσθηκε από αυτούς και ανυψώθηκε προς τον ουρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σαν όχημα και ανήλθε ενδόξως στους ουρανούς, στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Πατρός, καθιστώντας ομόθρονο το φύραμά μας.

Καθώς οι Απόστολοι δεν σταματούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό, με τη φροντίδα των αγγέλων πληροφορούνται ότι έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό και «θα τον ιδούν όλες οι φυλές της γης, να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». (Ματθ. 24: 30). Τότε οι μαθητές αφού προσκύνησαν από το Όρος των Ελαιών, από όπου αναλήφθηκε ο Κύριος, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ χαρούμενοι, αινώντας και ευλογώντας το Θεό και αναμένοντες την επιδημία του θείου Πνεύματος.

Όπως λοιπόν εκείνος έζησε και απεβίωσε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε, έτσι κι' εμείς ζούμε και πεθαίνουμε και θα αναστηθούμε όλοι. Την ανάληψη όμως δεν θα πετύχουμε όλοι, αλλά μόνο εκείνοι για τους οποίους ζωή είναι ο Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος, όσοι προ του θανάτου σταύρωσαν την αμαρτία δια της μετανοίας, μόνο αυτοί θα αναληφθούν μετά την κοινή ανάσταση σε νεφέλες προς συνάντηση του Κυρίου στον αέρα. (Α' Θεσ. 4:17).

Ας έρθουμε στο υπερώο μας, στο νου μας προσευχόμενοι, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας για να πετύχουμε την επιδημία του Παρακλήτου και να προσκυνήσουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τὴ ἐπαγγελία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Χριστός Ανέστη

Επιλεγμένα λόγια Αγίων Πατέρων και σύγχρονων Γερόντων για την ταπείνωση

«Ταπείνωσις, Χριστοῦ μίμησις». - Μέγας Βασίλειος

«Μητέρα τῆς πηγῆς εἶναι ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων· πηγὴ δὲ τῆς διακρίσεως ἡ ταπείνωσις». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης

«Οὐδὲν ταπεινοφροσύνης ἴσον». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

«Ἡ μὲν μετάνοια μᾶς ἀνεγείρει, τὸ πένθος κρούει τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ δὲ ὁσία ταπείνωση τὴν ἀνοίγει». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης

«Στοὺς ταπεινοὺς ἀποκαλύπτονται τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ». - Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

«Χωρὶς τὴν ταπείνωση τὸ πᾶν εἶναι μηδέν. Μὲ τὴν ταπείνωση τὸ μηδὲν γίνεται πᾶν». - Μέγας Βασίλειος

«Ὅταν λέω ταπεινοφροσύνη δὲν ἐννοῶ αὐτὴν στὰ λόγια ποὺ τὴν προσφέρει ἡ γλώσσα, ἀλλὰ αὐτὴν ποὺ βρίσκεται στὴν σκέψη, στὴν ψυχή, στὴν συνείδηση ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὴν δεῖ. Ἀρκεῖ αὐτὴ καὶ μόνο ἡ ἀρετή, ἔστω κι ἂν καμμία ἄλλη δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ κάνει σπλαχνικὸ τὸν Κύριο». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

«Ἡ ταπείνωση εἶναι δωρεὰ ἄνωθεν παρεχόμενη». - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης

«Κάθε τόπος μπορεῖ νὰ γίνει τόπος Ἀνάστασης. Φτάνει νὰ ζεῖς τὴν Ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

«Ὅπως ἡ σκιὰ ἀκολουθεῖ τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη τὴν ἀκολουθεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ στολὴ τῆς θεότητας. Ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ, αὐτὴν ντύθηκε καὶ ἔζησε μαζί μας». - Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

«Ἡ τέλεια ταπείνωση εἶναι τὸ νὰ ἀποδίδεις κάθε ἐπιτυχία σου καὶ κατόρθωμά σου στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἦταν ἡ τέλεια ταπείνωση ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι». - Ἀββᾶς Δωρόθεος

«Ἀγωνιστεῖτε νὰ ἀποκτήσετε τὴν ταπείνωση. Εἶναι εὐωδία καὶ ἔνδυμα Χριστοῦ. Γιὰ χάρη της ὅλα θὰ τὰ συγχωρήσει ὁ Θεός. Δὲ θὰ ἐξετάσει τὶς ἐλλείψεις ποὺ ἔχει ὁ ἀγώνας μας. Ἐνῷ χωρὶς ταπείνωση, καμία ἄσκηση δὲ θὰ μᾶς βοηθήσει. Μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθεῖ. Χωρὶς αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο, δὲ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει μὰ μποῦμε στὸν παράδεισο ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ταπεινούς». - Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

«Θεμέλιο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὅσα κι ἂν κτίσεις καὶ ἐλεημοσύνη καὶ προσευχὲς καὶ νηστεῖες καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀρετή, ἂν δὲ βάλεις πρῶτα ὡς θεμέλιο αὐτή, ματαιοπονεῖς καὶ ὅλα ὅσα χτίζεις θὰ γκρεμιστοῦν εὔκολα, ὅπως ἔπεσε τὸ σπίτι ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε οἰκοδομηθεῖ στὴν ἄμμο. Δὲν ὑπάρχει κανένα, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ κατορθώματά μας, ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ. Ποιὸ θέλεις νὰ ἀναφέρουμε; Τὴ σωφροσύνη, τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, τὸ καθετί, ὅλα ἀποδεικνύονται ἀκάθαρτα καὶ θεομίσητα καὶ ἀηδῆ χωρὶς ταπείνωση. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τὴν ἔχουμε πάντοτε μαζί μας καὶ στὰ λόγια μας καὶ στὰ ἔργα μας καὶ στὶς σκέψεις μας καὶ πάνω στὴν ταπείνωση νὰ χτίζουμε ὅλη μας τὴ ζωή». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

«Ἡ ταπεινοφροσύνη ἔβαλε τὸν τελώνη πάνω ἀπὸ Φαρισαῖο. Ἡ ὑπερηφάνεια νίκησε καὶ τὶς ἀσώματες δυνάμεις καὶ τὶς ἔκανε διαβολικές. Ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἀναγνώριση τῶν ἁμαρτημάτων ἔβαλε στὸν παράδεισο τὸν ληστὴ πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ἂν λοιπόν αὐτοὶ ποὺ ὁμολογοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους ἀποκτοῦν τόση παρρησία, οἱ ἄλλοι ποὺ βλέπουν στὸν ἑαυτὸ τους τόσα ἀγαθὰ καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ διατηροῦν ταπεινὴ τὴν ψυχή τους, πόσα στεφάνια θὰ πετύχουν;». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

«Ὅταν εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ἀναρριχηθοῦμε στὶς βουνοκορφὲς τῆς ἀρετῆς, ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ κατέβουμε τουλάχιστον στὸ φαράγγι τῆς ταπείνωσης. Ἡ ταπείνωση εἶναι ὁ πιὸ σίγουρος μεσολαβητής μας μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Κυρίου. Τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἡ αὐτομεμψία εἶναι ποὺ θὰ κάνουν τοὺς ἔσχατους νὰ γίνουν πρῶτοι». - Στάρετς Μακάριος

«Ἡ ἁγία ταπείνωση εἶναι ἕνας μεγάλος θησαυρός, ἀνέκφραστος πλοῦτος, δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά. Εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀρετὴ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴ μιμηθοῦν οἱ δαίμονες. Εἶναι ἡ πύλη τῆς Οὐράνιας Βασιλείας ποὺ εἰσάγει σ’ αὐτὴν ὅσους τὴν πλησιάζουν». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης

«Οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι ζοῦν συνεχῶς μὲ τὴ συναίσθηση καὶ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ὅσο περισσότερο αὐξάνουν οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴ σκέψη ὅτι εἶναι ἀνάξιοι γιὰ ἕναν τέτοιο πλοῦτο». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης

«Ἡ ταπείνωση ἐπειδὴ ἐκ φύσεως ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφανίζει σχεδὸν ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ὑπάρχουν μέσα μας καὶ τὰ ὁποία μισεῖ ὁ Θεός, εἶναι δυσκολοκατόρθωτη. Καὶ μπορεῖς νὰ βρεῖς σὲ ἕναν ἄνθρωπο μερικὴ ἐργασία πολλῶν ἀρετῶν, ἂν ὅμως ζητήσεις καὶ μυρωδιὰ μόνο ταπεινώσεως, μόλις ποὺ θὰ τὴν βρεῖς. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχουμε μεγάλη ἐπιμέλεια, ὥστε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἁγία ταπείνωση». - Ἅγιος Ἠσύχιος

«Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ ταπείνωση ἐφόσον μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ φροντίζουμε γιὰ τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ. Ταπείνωση πρῶτα ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ ἔπειτα ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους. Μὲ κάθε τρόπο καὶ ἀπὸ παντοῦ ὀφείλουμε νὰ συντρίβουμε τὴν καρδιὰ μας, μεταχειριζόμενοι καθετί ποὺ μᾶς ταπεινώνει. Ταπεινώνουν τὴν ψυχή μας οἱ πολλὲς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ σέ μας, ὅταν τὶς μετροῦμε μία- μία καὶ τὶς φέρνουμε στὸ νοῦ μας». - Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης

«Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο χρειαζόμαστε τὴν ταπεινοφροσύνη γιὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι σὲ κάθε λόγο ποὺ ἀκοῦμε νὰ λέμε, «συγχώρεσέ με». Γιατί μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη ὅλες οἱ παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καταστρέφονται. Εἶναι μεγάλη ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, γιατί καὶ μὲ μόνη αὐτὴ οἱ ἅγιοι μπῆκαν στὸν Παράδεισο. Ἂς ταπεινωθοῦμε λίγο καὶ ἐμεῖς καὶ θὰ σωθοῦμε». - Ἀββᾶς Δωρόθεος

«Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ταπεινώσεις. Ἡ πρώτη ταπείνωση εἶναι τὸ νὰ θεωρεῖ κανεὶς τὸν ἀδερφὸ τοῦ πιὸ συνετὸ καὶ σὲ ὅλα καλύτερο ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸν ἑαυτὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλους. Ἡ δεύτερη εἶναι νὰ ἀποδίδει κανεὶς κάθε ἐπιτυχία του καὶ κάθε κατόρθωμά του στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ταπείνωση ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι». - Ἀββᾶς Δωρόθεος

«Ὁ Χριστὸς μόνο τὴν ταπείνωση θέλει κι ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ κάνει ἡ Χάρη Του». - Γέροντας Πορφύριος

«Ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη, ἀφοῦ ἔριξε τοὺς Ἀγγέλους ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές. Αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη κι ἀπὸ τὴν ἄβυσσο ἀκόμα ν’ ἀνεβάσει στὸν οὐρανὸ τὸν ἁμαρτωλό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Κύριος μακαρίζει πρὶν ἀπ’ ὅλους τους πτωχοὺς τῷ πνεύματι». - Ἀββᾶς Λογγίνος

«Νὰ ὑπομένεις τὴν ἐξουθένωση καὶ τὴν ταπείνωση μὲ ἀγαθὴ θέληση γιὰ νὰ ἀποκτήσεις παρρησία στὸ Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπομένει κάθε σκληρὸ λόγο χωρὶς νὰ ἀντιμιλήσει τότε μὲ στεφάνι ἄφθαρτο στεφανοῦται. Τελειότητα τῆς ταπεινώσεως εἶναι νὰ δέχεσαι μὲ χαρὰ κάθε ψεύτικη παρηγοριά. Ὁ ταπεινός, ὅταν ἀδικεῖται, δὲν ταράσσεται οὔτε ἀπολογεῖται. Δέχεται τὴ συκοφαντία σὰν ἀλήθεια καὶ δὲν φροντίζει νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους ὅτι συκοφαντήθηκε ἀλλὰ ζητᾶ συγχώρηση». - Ἀββᾶς Ἰσαὰκ

«Γιὰ νὰ καταλάβεις πόσο σπουδαῖο ἀγαθὸ εἶναι ἡ ταπείνωση, φτιάξε μὲ τὴν φαντασία σου δύο ἁμάξια καὶ ζεῦξε στὸ ἕνα τὴν ἀρετὴ μὲ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ στὸ ἄλλο τὴν ἁμαρτωλότητα μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Καὶ θὰ δεῖς ὅτι τὸ ζεῦγος τῆς ἁμαρτωλότητας θὰ ξεπεράσει τὴν ἀρετή. Καὶ αὐτό, ὄχι φυσικὰ ἀπὸ τὴν δική του ἱκανότητα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης, ποὺ πάει μαζί της. Τὸ ἄλλο ζευγάρι πάλι θὰ καθυστερήσει ὄχι ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὑπέρογκο βάρος τῆς ὑπερηφάνειας. Διότι ὅπως ἡ ταπεινοφροσύνη μὲ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ὕψος νικᾶ τὴν βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας καὶ κατορθώνει νὰ ἀνέβει στὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, μὲ τὸ ὑπέρογκο βάρος της, κατορθώνει νὰ ὑπερνικήσει τὴν ἀνάλαφρη ἀρετὴ καὶ νὰ τὴν τραβήξει πρὸς τὰ κάτω μὲ εὐκολία». - Μέγας Βασίλειος

«Προτιμότερη εἶναι ἡ πτώση μὲ ταπεινοφροσύνη, παρὰ νίκη μὲ ὑπερηφάνεια». - Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ

«Προτιμῶ ἄνθρωπο ἁμαρτωλό, ποὺ ἀναγνωρίζει τὸ σφάλμα του καὶ ταπεινώνεται, παρὰ ἐνάρετο μὲ αὐταρέσκεια». - Ἀββᾶς Σαρματίας

«Πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο, ἔχουμε ἀνάγκη τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἂς εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ λέμε ἀμέσως στὸν ἀδελφό μας σὲ κάθε περίσταση «συγχώρεσέ με». Ἡ ταπεινοφροσύνη ἐξαφανίζει ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου». - Ἀββᾶς Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητὴς

«Ρώτησαν κάποιο Γέροντα πότε ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος ταπείνωση. – Ὅταν θυμᾶται τὶς ἁμαρτίες τοῦ συνεχῶς, ἀποκρίθηκε». - Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ

«Κράτα διαρκῶς στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά σου τὰ λόγια του τελώνη: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλω» Μόνο μὲ τὴν ταπείνωση θὰ βρεῖς σωτηρία». - Ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς

«Εἶδα κάποτε ἁπλωμένες στὴ γῆ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ τρόμαξα. – Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ τὶς ξεφύγει; Ἔλεγα ἀναστενάζοντας. Ἄκουσα τότε μυστηριώδη φωνὴ νὰ μοῦ ἀποκρίνεται: – Ὁ ταπεινόφρων». - Μέγας Ἀντώνιος

«Τί πρέπει νὰ κάνεις γιὰ νὰ βρεῖς τὴν σωτηρία σου; Νὰ παραδέχεσαι τὰ σφάλματά σου μὲ συντριμμένη καρδιὰ καὶ νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸ Θεό. Νὰ ὑπομένεις ἐπίσης καρτερικά τους πειρασμούς, πού σοῦ συμβαίνουν, καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς θὰ σωθεῖς». - Μέγας Ἀντώνιος

«Σημάδι τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὅτι, ἐνῷ ἔχει κανεὶς κάθε σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀρετή, νομίζει πὼς χρωστᾶ περισσότερα στὸ Θεό, γιατί μὲ τὴ χάρη Του ἔλαβε πολλὰ χωρὶς νὰ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἂν τοῦ ἔρθει κάποιος πειρασμός, εἴτε ἀπὸ δαίμονες, εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπους, θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ ἄλλους ἀκόμα περισσότερους, ὥστε νὰ ἐξοφληθεῖ λίγο ἀπὸ τὸ χρέος του. Κι ἂν δὲν πάθει κάτι τέτοιο, θλίβεται πολὺ καὶ ἀγωνιᾶ καὶ ζητᾶ νὰ βρεῖ τρόπο νὰ ἐξαναγκάσει τὸν ἑαυτό του». - Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητὴς

«Ὅποιος ἔχει ταπεινοφροσύνη καὶ ἐργασία πνευματική, ὅσα διαβάζει στὶς θεῖες Γραφές, ὅλα θὰ τὰ ἐννοήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἄλλον». - Ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς

«Οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι ζοῦν συνεχῶς μὲ τὴ συναίσθηση καὶ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ὅσο περισσότερο αὐξάνουν οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴ σκέψη ὅτι εἶναι ἀνάξιοι γιὰ ἕνα τέτοιο πλοῦτο». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης

«Ὅλα ὅσα βλέπονται τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος καὶ ὅλα ὅσα γίνονται μὲ λογικὴ τὰ ἐνισχύει ἡ ταπείνωση. Ὅταν ἀπουσιάζει τὸ φῶς, ὅλα εἶναι σκοτεινὰ καὶ ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ταπείνωση ὅλα τὰ κατορθώματά μας εἶναι ἄχρηστα». - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης

«Ἡ ἀναισθησία τῆς καρδιᾶς κατὰ τὴν προσευχὴ ὀφείλεται στὴν ὑπερηφάνεια ἐνῷ ἡ θέρμη της δείχνει ταπείνωση». - Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κονστάνδης

«Ὅποιος πειρασμὸς κι ἂν βρεῖ τὸν ταπεινόφρονα, νικᾶ γιατί σωπαίνει». - Ἀββᾶς Ποιμὴν

«Ἡ Ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Διὰ μέσου αὐτῆς μπῆκαν οἱ Πατέρες μας στὴν πόλη τοῦ Θεοῦ». - Ἀββᾶς Ἰωάννης

«ὁ ταπεινόφρων ἐν ἀληθείᾳ ἀδικούμενος οὐ ταράττεται». - Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

«Κάθε πρωὶ ὁ Θεὸς εὐλογεῖ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ ἕνα χέρι. Ὅταν βλέπει ταπεινὸ ἄνθρωπο τὸν εὐλογεῖ μὲ τὰ δύο χέρια». - πάπα – Τύχωνας

«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη καὶ φόβο Θεοῦ ὅπως κι ἀπὸ τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέει». - Μέγας Ἀντώνιος

«Ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ταπείνωση εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ αὐταπάρνηση». - Ἀββᾶς Σισώης

Ὁ θάνατος

Ἅγ. Τύχων, ἀρχιεπ. Βορονέζ καί Ζαντόνσκ

Ἡ σκέψη τοῦ θανάτου εἶναι ἱκανή νά παρακινήσει τόν ἁμαρτωλό σέ μετάνοια. Μᾶς εἶναι καί γνωστός καί ἄγνωστος ὁ θάνατος. Γνωστός, γιατί ξέρουμε ὅτι ὅλοι θά πεθάνουμε. Ἄγνωστος, γιατί δέν ξέρουμε πότε, ποῦ καί πῶς θά πεθάνουμε.
Ὅσο περισσότερο ζοῦμε, τόσο περισσότερο μικραίνει ἡ ζωή μας, τόσο λιγοστεύουν οἱ μέρες μας και πλησιάζουμε στό θάνατο. Εἴμαστε πιό κοντά του σήμερα ἀπ᾿ ὅ,τι χθές, αὐτή τήν ὥρα ἀπ᾿ ὅ,τι τήν προηγούμενη.
Ὁ θάνατος βαδίζει ἀόρατος πίσω ἀπ᾿ τόν καθένα καί τόν ἁρπάζει τότε πού δέν τόν ὑποπτεύεται. Ἐντούτοις, σχεδόν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι - καί μάλιστα οἱ ὑγιεῖς καί οἱ δυνατοί - κάνουν τίς ἀκόλουθες σκέψεις γιά τόν ἑυατό τους:

- Ἐγώ θά ζήσω ἀκόμη ἀρκετά. Εἶναι πολύ μακριά τό τέλος μου. Θά μαζέψω πλούτη καί θά εὐφραίνομαι.
Μά ὁρμάει ξαφνικά ἐναντίον τους ὁ θάνατος καί σβήνουν τά ὄνειρα καί οἱ ἐπιθυμίες. Καί πεθαίνει γρήγορα ἐκεῖνος πού ἔταξε στόν ἑαυτό του μακροζωία. Καί ἀφήνει τ᾿ ἀγαθά του καί τό σῶμα του στόν κόσμο ἐκεῖνος πού ἤθελε νά συγκεντρώνει πλούτη.
Ἄγνωστο λοιπόν μᾶς εἶναι τό τέλος, χριστιανοί. Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, πού φροντίζει γιά τό καλό μας, τά καθόρισε ἔτσι, ὥστε νά εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι καί νά καταφεύγουμε στήν εἰλικρινή μετάνοια.
Μέ ὅ,τι θά φύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπό δῶ, μ᾿ αὐτό καί θά παρουσιαστεῖ μπροστά στό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀδελφοί, ἄς συλλογιστοῦμε προσεκτικά αὐτά τά λόγια κι ἄς μετανοήσουμε, γιά νά μήν ταξιδέψουμε πρός τήν αἰωνιότητα μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ἐμφανιστοῦμε μ᾿ αὐτές σ᾿ ἐκεῖνο τό δικαστήριο. Ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός μᾶς ὑποσχέθηκε τό ἔλεός Του, δέν μᾶς ὑποσχέθηκε ὅμως ὅτι θά ζοῦμε τό ἑπόμενο πρωί. Καί τοῦτο, γιά νά εἴμαστε προσεκτικοί, καί ὅταν ξυπνᾶμε, νά θυμόμαστε τό θάνατό μας, νά διορθώνουμε τόν ἑαυτό μας, νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν ἔξοδό μας, ὥστε νά ἔχουμε μακάριο τέλος.
Εἶναι φοβερή ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι τή σκέφτονταν κι ἔκλαιγαν, ἱκετεύοντας τόν φιλάνθρωπο Θεό νά τούς ἐλεήσει ἐκείνη τήν ὥρα. Ἐκπληκτικό! Νά κλαῖνε οἱ Ἅγιοι στή σκέψη τοῦ θανάτου, καί οἱ ἁμαρτωλοί ὡστόσο νά μή συγκινοῦνται, ἄν καί καθημερινά κάποιον βλέπουν νά πεθαίνει.
Φτωχοί ἁμαρτωλοί! Γιατί κοιμόμαστε, ἐνῶ ὁ διάβολος σάν κλέφτης ἁρπάζει τή σωτηρία μας; Ἄς γράψουμε στή μνήμη μας τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι. Ἀπ᾿ αὐτήν θά ἐξαρτηθεῖ, ἄν ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι αἰώνια εὐτυχισμένος ἤ αἰώνια δυστυχισμένος. Ἀπό τό θάνατο ἀνοίγουν γιά τόν καθένα οἱ πύλες τῆς αἰωνιότητας, ὁ δρόμος γιά τήν αἰώνια μακαριότητα ἤ τήν αἰώνια δυστυχία. Ἀπ΄αὐτόν τόν σταθμό ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ ἤ νά πεθαίνει αἰώνια.
Ποῦ βρίσκονται τώρα ὅσοι ἔζησαν πρίν ἀπό μᾶς καί πέρασαν τή ζωή τους ἀμετανόητα, μέ κραιπάλες καί ἡδονές; Ἔφυγαν ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀφήνοντας ἐδῶ ὅλες τους τίς χαρές. Ὁδηγήθηκαν καθένας στόν τόπο του, περιμένοντας τήν τελευταία Κρίση, ὁπότε θά λάβουν τήν ἀμοιβή τῶν ἔργων τους.
Γι᾿ αὐτό ἐφόσον δέν ἦρθε ἀκόμα γιά μᾶς ἐκείνη ἡ ὥρα, ἄς στραφοῦμε ὁλόψυχα πρός τό Θεό μας μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια, ὥστε νά κερδίσουμε τήν αἰωνιότητα.
Ἀγαπητέ χριστιανέ! Ὁ θάνατος μᾶς ἀκολουθεῖ βῆμα πρός βῆμα χωρίς νά τόν βλέπουμε, καί τό τέλος φτάνει τότε πού δέν τό περιμένουμε. Γι᾿ αὐτό νά βρίσκεσαι συνέχεια σέ κατάσταση μετάνοιας, ἕτοιμος παντοῦ καί πάντοτε γιά τήν ἀναχώρησή σου.
Ὁ συνετός δοῦλος εἶναι πάντα ἄγρυπνος καί περιμένει πότε θά τόν καλέσει ὁ Κύριός του. Ἀγρύπνα κι ἐσύ καί περίμενε πότε θά σέ καλέσει ὁ Κύριός σου, ὁ Χριστός. Νά ζεῖς ὅπως θά ἤθελες νά σέ βρεῖ ὁ θάνατος. Νά ζεῖς μέ εὐσέβεια καί νά ἐργάζεσαι μέ φόβο καί τρόμο γιά τή σωτηρία σου. Ἔτσι δέν θά στερηθεῖς τήν αἰώνια σωτηρία, πού μᾶς δώρισε ὁ Κύριός μας μέ τό αἷμα Του καί τό θάνατό Του. Ἔτσι θά τελειώσεις τή ζωή σου χριστιανικά. Καί εἶναι πραγματικά μακάριοι οἱ νεκροί ἐκεῖνοι πού πεθαίνουν πιστοί στόν Κύριο καί ἑνωμένοι μαζί Του".

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἀπό τό βιβλίο: “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ευτυχής Επίσκοπος Μελιτηνής

Είναι άγνωστο από που καταγόταν και πότε άθλησε ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευτύχιος. Αναδείχθηκε σε Επίσκοπο Μελιτηνής, όμως λόγω της Χριστιανικής δράσεώς του συνελήφθη, αρνήθηκε δε να θυσιάσει στα είδωλα, και μετά από πολλά βασανιστήρια ρίχθηκε στο νερό, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

Ο Σωφρόνιος Εύστρατιάδης στο Αγιολόγιο του, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα γράφεται Ευτυχής και μάλιστα επίσκοπος Μελιτηνής και ότι το σωστό είναι Ευτύχιος μάρτυς και όχι επίσκοπος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Εὐτύχιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.
Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον
Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Τι είναι το κουτσομπολιό

Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου

Ήταν κάποτε μία κυρία η οποία προσήλθε με μετάνοια να εξομολογηθεί σε κάποιον ιερέα. Ο ιερέας την καλοδέχτηκε, έβαλε το πετραχήλι του και την παρότρυνε να αρχίσει να του λέγει τα λάθη της. Η γυναίκα κόμπιαζε.
Μετά από λίγη ώρα και μετά από τα πειστικά λόγια του ιερέως ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεται ή να φοβάται να ομολογήσει τα λάθη της, η γυναίκα άρχισε να του διηγείται τα λόγια, τις κατακρίσεις και τα κουτσομπολιά που σε όλη της την ζωή έλεγε για ανθρώπους που είτε τους γνώριζε είτε δεν τους είχε συναντήσει ποτέ.
Ο ιερέας την άκουσε υπομονετικά. Όταν τελείωσε ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος. Της διάβασε την συγχωρητική ευχή. Η γυναίκα νόμιζε τελείωσαν και πήγε να φύγει.

Ο ιερέας όμως την είπε: «Μην βιάζεσαι, θέλω να πας στο σπίτι σου, να πάρεις το μαξιλάρι σου και να ανέβεις στην στέγη. Εκεί, να πάρεις ένα μαχαίρι και να ανοίξεις στα δυο το μαξιλάρι. Θέλω να το κάνεις αυτό και να παρατηρήσεις τι θα γίνει. Έλα αύριο να μου πεις τι έγινε.
Η γυναίκα πήγε και έκανε ότι της είπε ο ιερέας.
Την επαύριον η γυναίκα ξαναπήγε στον ιερέα.
«Έκανα ότι μου είπατε», είπε η γυναίκα. Ο ιερέας λοιπόν την ρώτησε: «Τι παρατήρησες καθώς έσκιζες το μαξιλάρι»;
Η γυναίκα χωρίς δισταγμό είπε: «Με το που άρχισα να σκίζω το μαξιλάρι άρχισαν να βγαίνουν τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα του και να γεμίζουν τον τόπο…κάποια τα έπαιρνε ο αέρας και τα πήγαινε πολύ μακριά».
Ο ιερέας μετά την σύντομη αυτή περιγραφή της είπε: «Τώρα λοιπόν, θέλω να πας σπίτι σου και να μαζέψεις όλα εκείνα τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα στο μαξιλάρι σου»!
Η γυναίκα τα έχασε. «Μα, τι λέτε πάτερ, πώς να τα μαζέψω όλα εκείνα τα πούπουλα; Ένας Θεός ξέρει που έχουνε πάει τώρα με τον αέρα. Αυτό που λέτε είναι αδύνατο να το κάνω». Ο ιερέας την κοίταξε στα μάτια γεμάτος ηρεμία και τις είπε: «Να λοιπόν τι είναι το κουτσομπολιό»!!!
Η γυναίκα σάστισε. Κατάλαβε ότι αν και μετάνιωσε γι’ αυτά που είπε, τα λόγια της ακόμα και τώρα πληγώνουν ανθρώπους και γίνονται αιτία σκανδαλισμού κι άλλων.
Διασκευή ιστορίας από την ταινία: Doubt (2008)
http://agiosharalabos.blogspot.gr/2014/05/blog-post_1153.html

Ὅταν ἀντικρύζεις τό φῶς τῆς ἡμέρας, σκέψου τήν ἀνέσπερη μέρα, τήν αἰώνια.

10 απλά καθημερινά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε ώστε να ευαρεστούμε τον Χριστό.

Προσπάθησε νά εὐαρεστεῖς στόν Θεό σέ ὅλα καί πάντοτε καί νά σκέπτεσαι τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό διάβολο καί τήν υἱοθεσία της ἀπό τόν Θεό.

Ὅταν σηκώνεσαι ἀπό τό κρεβάτι: κάνε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί λέγε: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐπίσης: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς· καί, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου».
Ὅταν πλένεσαι, εἴτε στό σπίτι σου εἴτε στά λουτρά, λέγε: «Ραντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».
Ὅταν ντύνεσαι, σκέψου τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό καθαρή καρδιά: «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός». Καί: «Πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου».
Ὅταν βγάζεις τά παλιά ροῦχα καί τά παρατᾶς μέ περιφρόνηση, θυμήσου μέ μεγαλύτερη περιφρόνηση τήν παραίτηση τοῦ παλαιοῦ, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἐμπαθοῦς, τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν γεύεσαι τή γλυκύτητα τοῦ ψωμιοῦ, θυμήσου τόν ἀληθινό Ἄρτο, ὁ ὁποῖος δίνει στήν ψυχή τήν αἰώνια ζωή, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί νά αἰσθάνεσαι πεῖνα γι᾽ αὐτόν τόν Ἄρτο -δηλαδή, νά ἐπιθυμεῖς νά κοινωνεῖς ἀπ᾽ Αὐτόν συχνότερα. Πίνοντας νερό, τσάϊ, γλυκό κρασί ἤ ἄλλο ποτό, θυμήσου τό ἀληθινό ποτό, τό ὁποῖο σβήνει τή δίψα τῆς ψυχῆς πού φλέγεται ἀπό τά πάθη- τό πανάχραντο καί ζωοποιό Αἷμα τοῦ Σωτῆρος.
Ὅταν ἀναπαύεσαι τήν ἡμέρα, θυμήσου τήν αἰώνια ἀνάπαυση, τήν ἑτοιμασμένη γιά ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται καί παλεύουν κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τῶν ἀερίων πνευμάτων τοῦ κακοῦ, κατά τῆς ἀνθρωπίνης ἀδικίας ἤ τραχύτητας καί ἀμάθειας. και Ὅταν ξαπλώνεις γιά νά κοιμηθεῖς τή νύχτα, σκέψου τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀργά ἤ γρήγορα ὁπωσδήποτε θά ἔρθει σέ ὅλους μας, καί τή σκοτεινή ἐκείνη, αἰώνια, φοβερή νύκτα, στήν ὁποία θά ριχθοῦν ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.
Ὅταν ἀντικρύζεις τό φῶς τῆς ἡμέρας, σκέψου τήν ἀνέσπερη μέρα, τήν αἰώνια, τή λαμπρότατη -τή λαμπρότερη κι ἀπό τήν πιό λαμπρή γήινη μέρα- τήν ἡμέρα τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, κατά τήν ὁποία θά χαροῦν ὅλοι ὅσοι προσπάθησαν νά εὐαρεστήσουν στόν Θεό ἤ μετανόησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά ὅλα ὅσα ἔκαναν κατά τή διάρκεια τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.
Ὅταν πηγαίνεις κάπου, θυμήσου τή δίκαιη πνευματική πορεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί λέγε: «Τά διαβήματά μου κατεύθυνον κατά τό λόγιόν Σου καί μή κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία».
Ὅταν κάνεις κάτι, προσπάθησε νά τό κάνεις μέ τή σκέψη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε τά πάντα μέ τήν ἄπειρη σοφία, χάρη καί παντοδυναμία Του καί σέ δημιούργησε κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωσή Του.
Ὅταν παίρνεις ἤ ἔχεις χρήματα ἤ θησαυρό, θυμήσου ὅτι ὁ ἀκένωτος θησαυρός μας, ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλοῦμε ὅλους τούς θησαυρούς τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας, ἡ ἀνεξάντλητη πηγή κάθε εὐλογίας, εἶναι ὁ Θεός. Εὐχαρίστησέ Τον μέ ὅλη τήν καρδιά σου, καί μήν κλείνεις τούς θησαυρούς σου μέσα σου, μήπως ἔτσι κλείσεις τήν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς σου στόν ἀνεκτίμητο καί ζωντανό θησαυρό, τόν Θεό· ἀλλά μοίρασε μέρος τῆς περιουσίας σου σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, στούς ἄπορους, στούς φτωχούς ἀδελφούς σου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μείνει σ᾽ αὐτήν τή ζωή γιά νά φανερώσεις σ᾽ αὐτούς τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη σου στόν Θεό, καί νά ἀμειφθεῖς γι᾽ αὐτό στήν αἰωνιότητα ἀπό τόν Θεό.
Ὅταν βλέπεις τή λευκή λάμψη τοῦ ἀργύρου, μή δελεασθεῖς ἀπό αὐτήν ἀλλά σκέψου ὅτι ἡ ψυχή σου ὀφείλει νά εἶναι λευκή καί νά λάμπει μέ τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν βλέπεις τή λάμψη τοῦ χρυσοῦ, μή σαγηνεύεσαι ἀπό αὐτήν ἀλλά θυμήσου ὅτι ἡ ψυχή σου πρέπει νά καθαρίζεται μέ τή φωτιά ὅπως ὁ χρυσός, καί ὅτι ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ νά σέ κάνει νά λάμπεις κι ἐσύ ὅπως ὁ ἥλιος, στήν αἰώνια, λαμπρή βασιλεία τοῦ Πατέρα Του. Θυμήσου ὅτι θά δεῖς τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Θεό, τήν Ἁγία Τριάδα, τήν Ὑπεραγία Παρθένο καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ὅλες τίς ἐπουράνιες δυνάμεις καί τούς ἁγίους νά λάμπουν πλημμυρισμένοι ἀπό τό ἀνέκφραστο φῶς τό ὁποῖο ξεχύθηκε ἐπάνω τους».
«Η συνεχής προσπάθεια για εκκοπή του μετεωρισμού και καθαρά προσευχή»
Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690 μ.Χ., από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.

Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».

Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».

Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.

Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.

Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.

Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.

Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.

Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.

Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.

Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.

Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».

Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.

Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.

Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.

Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 μ.Χ.

Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.

Όταν, κατά το 1832 μ.Χ., επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β', επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.

Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.

Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.

Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.

Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ «Διάβολος καὶ Σία».

Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς

.                 Πρὶν ἀπὸ μερικὲς μέρες μὲ ἐπισκέφτηκε ἕνας ἔμπορος, ποὺ μοῦ εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὰ ἑξῆς: «Κληρονόμησα μία ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση ἀπὸ τὸν πατέρα μου καὶ ἐπιθυμοῦσα μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καὶ κάθε μέσο γιὰ νὰ πετύχω τὸ στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τοὺς ἀνθρώπους, χρησιμοποιοῦσα πλαστὰ χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τὴν ὥρα ποὺ πουλοῦσα καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στοὺς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπὸ τὸν καθένα καὶ ἤμουν τσιγκούνης μὲ ὅλους. Καὶ ὅσο ἐγὼ βυθιζόμουν μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ στὶς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στὸ σπίτι μου ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα καὶ ἄρχισε νὰ τὸ καταστρέφει συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναίκα μου παραδόθηκε στὴν ἀκολασία καὶ ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καὶ ἐμένα καὶ τὴn μητέρα του, ἔφυγε μακριά, ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι χωρὶς νὰ πεῖ τίποτα. Μιὰ Κυριακή, πρὶν νὰ βραδιάσει, καθόμουν στὸ σπίτι δίπλα στὸ παράθυρο, σκεπτόμενος τὴν δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νὰ μιλοῦν, στὸν δρόμο κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τὸν ἄλλο:
— Ποῦ βρισκόμαστε;
Καὶ ό ἄλλος εἶπε:
— Αὐτὸ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου.
Ἀκούγοντας τὸ ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος:
— Ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσει τὴν ψυχὴ τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θὰ ἦταν αὐτὸς ὁ ἄσπλαχνος γιός του, νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ταμπέλα τὸ ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καὶ νὰ γράψει τὴν ἐπιγραφὴ «Διάβολος καὶ Σία».
.                 Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἂν ἕνας κεραυνὸς χτυποῦσε τὸ σπίτι μου, λιγότερο θὰ μὲ τάραζε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια. Τὴν ἴδια νύχτα, παρόλο ποὺ ἦταν σκοτάδι καὶ ἔβρεχε, πῆγα στὸν τάφο τοῦ πατέρα μου καὶ ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τὸ ξημέρωμα, κλαίγοντας μὲ λυγμούς. Τὸ πρωὶ ἐγκατέλειψα τὰ πάντα καὶ βρῆκα καταφύγιο σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθιὰ μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Σήμερα νιώθω πὼς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικὸς ἄνθρωπος. Βρῆκα τὴν ψυχή μου, τὸν μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νὰ σκέφτομαι καὶ νὰ φροντίζω γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὸν κόσμο».
.                 Αὐτὴ ἡ ἱστορία μὲ ἐξέπληξε γιὰ ἕνα λόγο. Δὲν μὲ ἐξέπληξε ἡ ἱστορία ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ μὲ ἐντυπωσίασαν οἱ ὁμοιότητες ποὺ ἔχει μὲ τὶς ἱστορίες κάποιων μετανοημένων ἀνθρώπων καὶ ἁγίων, ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ δέκα πέντε αἰῶνες.
.                 Μιὰ φορὰ μὲ ἐπισκέφτηκε μία γυναίκα καὶ μὲ κλάματα μοῦ διηγήθηκε τὴν σκοτεινὴ ἱστορία τῆς ζωῆς της. Ἡ ἱστορία της εἶναι τόσο σκοτεινή, ποὺ εἶναι ντροπὴ νὰ τὴν πεῖ κανεὶς στὸ καπηλειό. Πῶς λοιπὸν νὰ τὴν πεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ ναοῦ; Ὅσο αὐτὴ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες της, στὸν νοῦ μου εἶχα ἱστορίες ἄλλων ἁμαρτωλῶν γυναικῶν ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ παρελθόν. Ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτίες τῆς σύγχρονης ἁμαρτωλῆς γυναίκας ἔμοιαζαν μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παλαιοτέρων ἁμαρτωλῶν γυναικῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ταπεινὴ καὶ ἡ «ἐκ βαθέων» καὶ ἀποφασιστικὴ μετάνοιά της ἔμοιαζε ἐπίσης.
.                 Κάποτε, ὅταν ὑπηρετοῦσα σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριό, θυμᾶμαι πὼς ἦρθε ἕνας μορφωμένος, πολυμαθὴς «ἀνήξερος», νὰ μιλήσει σὲ μία συγκέντρωση τοῦ λαοῦ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ποὺ ὑπάρχουν σ’ αὐτὴ τὴν χώρα καὶ ἐκθέτουν συνεχῶς σὲ κίνδυνο τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἠθικὴ τοῦ λαοῦ. Ἀνέλυε τὰ πάντα λεπτομερῶς, ἀλλὰ μιλοῦσε μὲ σκέψεις ἄλλων ἀνθρώπων, χωρὶς νὰ λέει τὴ δική του γνώμη. Ὅταν τελείωσε τὴν ὁμιλία του, οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν σιωπηλοὶ σὰν πέτρες. Ὁ ὁμιλητὴς πλησίασε ἕναν σκεφτικό, μέσης ἡλικίας, ἁπλὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν ρώτησε ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη του γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Αὐτὸς ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ ἀπάντησε:
— Γιατί ρωτᾶς ἐμένα, κύριε; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος στὸν κόσμο καὶ ἐμένα προσωπικὰ δὲν μοῦ χρειάζεται κανένα δικαίωμα, ἐμένα μοῦ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοια. Δὲν ἔχω δικαίωμα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἔχω δικαίωμα νὰ ἀναπνέω τὸ θεϊκὸ ὀξυγόνο. Παρατήρησα, πὼς στὴν ὁμιλία σου δὲν τόλμησες νὰ ἀναφέρεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πιθανὸν ἀπὸ τὸν φόβο ποὺ ἔχεις ἀπέναντι στὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι τόσο ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερο νὰ ἀναφέρω τὸ ὄνομά Του.
.                 Λέγοντας αὐτὰ στὸν «πολυμαθῆ» κύριο, αὐτὸς ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος, στὴν συνέχεια ἄρχισε νὰ μιλᾶ στὸν ὑπόλοιπο λαὸ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας. Τοὺς εἶπε πὼς ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη ἀνάγκη κάθε ἀνθρώπου καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ καὶ συνέχισε λέγοντας πὼς οἱ ἄνθρωποι εὔκολα θὰ συμφωνοῦσαν ὅσον ἀφορᾶ στὰ δικαιώματα καὶ θὰ ἔβαζαν σὲ τάξη ὅλα ὅπως πρέπει, στὴν περίπτωση ποὺ μετάνιωναν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ χωριὸ ἄκουσαν τὰ λόγια του μὲ κατάπληξη καὶ τὸν ἐπιδοκίμασαν. Ὁ «ἔξυπνος» κύριος ἐγκατέλειψε τὴν συγκέντρωση μουρμουρίζοντας θυμωμένα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ βουνά μας.

Τά σχόλια καί οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων.Ἡ ἀνάγκη καλοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ.

Η Χάρη του Θεού να ‘ναι μαζί σου!
“Με κουτσομπολεύουν”, γράφεις.
Καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι. Πόσο καυστική είναι η φωτιά της γλώσσας και πόσο καχύποπτο το μάτι του ανθρώπου! Γι’ αυτό και ο άγιος Δαβίδ στους Ψαλμούς του συχνά και εγκάρδια ικετεύει τον Θεό να τον λυτρώσει από την ανθρώπινη κακογλωσσιά.
Πού θα βρεις παρηγοριά και στήριγμα; Στη μαρτυρία της συνειδήσεώς σου. Κράτα μέσα σου την επίγνωση της ορθότητας των πράξεών σου ενώπιον του Θεού και των σοβαρών ανθρώπων. Έτσι θ’ αντιμετωπίσεις θαρραλέα τα λόγια του κόσμου, όποια κι αν είναι αυτά. Ταυτόχρονα , όμως, να φέρεσαι σε όλους φυσιολογικά, σαν να μην έχεις ακούσει τίποτε από τα κουτσομπολιά τους.

Είναι αδύνατο να αγνοήσεις εντελώς το τι λένε ή τι μπορεί να πουν οι άνθρωποι. Γενικά, το πιο συνετό θα είναι να μην προκαλείς σχόλια και αντιδράσεις. Δεν πρέπει ωστόσο, για την αποφυγή των αντιδράσεων να φτάνεις ως το σημείο να αθετείς τις θείες εντολές και να παραιτείσαι από την πνευματική ζωή.
Γιατί, όμως, σε σχολιάζουν; Μήπως έδωσες καμιάν αφορμή; Ίσως το ταξίδι σου στον Άγιο Στέργιο; Αλλά αυτό δεν το κοινολόγησες. Ήσουν, άλλωστε, μαζί με συγγενείς σου. Μήπως το ότι πηγαίνεις στην Εκκλησία κάθε Κυριακή και εορτή; Αλλά αυτό το κάνουν όλοι οι αληθινοί χριστιανοί. Εκτάκτως μόνο και για πολύ σοβαρούς λόγους – « δι’ ευλόγους αιτίας » -μπορούν να απουσιάσουν από τη λατρευτική σύναξη, χωρίς να θεωρηθούν ράθυμοι, αμελείς, ψεύτικοι χριστιανοί. Οι άγιοι πατέρες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, μάλιστα, παραγγέλλουν να αποκόπτεται από το σώμα της Εκκλησίας όποιος χωρίς σοβαρό λόγο δεν εκκλησιάζεται για τρεις συνεχείς Κυριακές.
Μη μιμείσαι τις κακές συνήθειες των μεγαλοαστών κυριών της Μόσχας και μην ακούς τα ανόητα λόγια τους. Αυτό είναι το σήμερα∙ το αύριο είναι ο θάνατος. Ο θάνατος δεν έχει σε καμίαν υπόληψη τις κομψές γυναίκες∙ τις παίρνει σβάρνα και αυτές. Και μετά το θάνατο υπάρχει η λογοδοσία. Στο φοβερό βήμα του Χριστού δεν περνάει η εξυπνάδα των μεγαλοαστών κυριών.
Μη συγχύζεσαι, λοιπόν, από οποιαδήποτε λόγια. Απλώς κάνε ό,τι μπορείς για να μην τα προκαλείς. Αν, ωστόσο, δεν καταφέρεις να τα αποτρέψεις, αγνόησέ τα. Όπως σου είπα, η μαρτυρία της συνειδήσεώς σου ενώπιον του Θεού είναι αρκετή για την παρηγοριά και την ενθάρρυνσή σου. Και όλος ο κόσμος να σε κατακρίνει, σε καμία περίπτωση δεν είσαι ένοχη, αν ο Θεός σε δικαιώνει μέσα στη συνείδηση. Για τον αθώο άνθρωπο οι άδικες επικρίσεις είναι σαν τα μαύρα σύννεφα, που μαζεύονται για λίγο από πάνω του, μα σύντομα διαλύονται και χάνονται, χωρίς να δίνουν βροχή. Έτσι χάνονται και τα ανθρώπινα λόγια. Ύστερ’ από κάμποσο καιρό κανένας δεν τα θυμάται πια. Το ίδιο θα συμβεί , πιστεύω, και στη δική σου περίπτωση. Το εύχομαι ολόψυχα. Επαναλαμβάνω: Να φέρεσαι φυσιολογικά, όπως πάντα, σαν να μην καταλαβαίνεις τίποτα.
Οι σκληρές ασκήσεις δεν ταιριάζουν στον δικό σου τρόπο ζωής. Στη θέση τους βάλε το φόβο του Θεού και τη μνήμη του θανάτου. Αυτά τα δύο θα σε διδάξουν τα πάντα.
Γράφε μου ό,τι σκέφτεσαι. Η κρυψίνοια στην καθημερινή ζωή δεν είναι πάντα κακό πράγμα, στην πνευματική ζωή, όμως, είναι το πιο επικίνδυνο. Απαιτείται να έχεις κάποιον καλό σύμβουλο , τόσο για τοα βιοτικά όσο και, πολύ περισσότερο, για τα πνευματικά σου προβλήματα. Υπάρχουν γύρω μας και μέσα μας πονηρές δυνάμεις, οι οποίες, πείθοντάς μας ότι έχουμε διάφορες φανταστικές αρετές, μας κατευθύνουν σε δραστηριότητες μάταιες ή βλαπτικές και μας οδηγούν στην σύγχυση και στην πλάνη. Ο εχθρός βρίσκεται πολύ κοντά μας και τα θέλει όλα δικά του! Με πολλά μέσα μπορείς να τον πολεμήσεις και πρώτα-πρώτα με την ίδια σου τη λογική. Μην κάνεις αμέσως ό,τι σου φαίνεται καλό. Εξέταζέ το με επιμέλεια, πριν ενεργήσεις . Με την εξέταση αυτή οι δόλιοι σκοποί του εχθρού εύκολα αποκαλύπτονται. Δυστυχώς, όμως, η λογική δεν λειτουργεί πάντα. Διαταράσσεται, μπερδεύεται και σκοτίζεται από τις υπερβολές του εχθρού. Γι’ αυτό γράφε μου, όπως είπαμε. και γράφε μου τα πάντα. Αν μπορούσες να βρεις εκεί κάποιον καλό πνευματικό σύμβουλο και καθοδηγό, θα μπορούσες να συζητάς μαζί του πιο συχνά.
Ο Κύριος να σε ελεήσει και να σε σώσει! Όσο ζεις, να διδάσκεσαι.
Πρόσεχε τον εαυτό σου. Τα λάθη σου θα σε βοηθούν να διορθώνεσαι.
«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράμματα σε μια ψυχή»

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Κάρπος ο Απόστολος από τους Εβδομήκοντα

Ο Απόστολος Κάρπος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Νέρωνα (52 μ.Χ.), και συναριθμείτε με τους εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου. Επίσης, ήταν συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου και απ' ότι μαθαίνουμε από τη Β' προς Τιμόθεον επιστολή του (δ' 13), εργάσθηκε για τη διάδοση του Ευαγγελίου στην Τρωάδα. Έπειτα, έγινε επίσκοπος στη Βάρνα της Θράκης (ο δε Σ. Ευστρατιάδης, αναφέρει Βέρροια της Θράκης), όπου με την αγία του ζωή και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, έγινε πνευματικός αστέρας πρώτου μεγέθους και φώτισε με τις θείες διδασκαλίες του όλη την επικράτεια της επισκοπής του.

Στο έργο του ο Κάρπος υπέστη πολλούς πειρασμούς και θλίψεις, που τις αντιμετώπισε με μεγάλη γενναιότητα και υπομονή. Δε φοβόταν τους πόνους και τις κακοπάθειες, αλλά έμπαινε δυναμικά στη μάχη, χωρίς να υπολογίζει το θυμό και την οργή των τυράννων. Είχε κατασταλάξει μέσα του ο λόγος του Κυρίου: «ἐν τῷ κοσμῷ θλίψιν ἔξετε» (Ευαγγέλιο Ιωάννου, ιστ' 33.). Δηλαδή, εφόσον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχετε θλίψη. Ο δρόμος για την ένωση με τον Κύριο δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με δοκιμασίες, που με συνεχή αγώνα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε, σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του.

Ο Άγιος Κάρπος πέθανε ειρηνικά, φωτίζοντας με το παράδειγμά του πολλούς ανθρώπους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Κάρπε, πρέβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας χάριτος, τῇ κοινωνίᾳ, ἐκοινώνησας, δεσμῶν τῷ Παύλῳ, θεομακάριστε Κάρπε Ἀπόστολε, καὶ κοινωνοὺς θείας δόξης ἀνέδειξας, τοὺς δεξαμένους τὸ φέγγος τῶν λόγων σου. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καρποφόρος πέφηνας, τῇ μυστικῇ γεωργίᾳ, ὡς κλεινὸς Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης τοῦ Λόγου· ὅθεν σου, ὁ τῶν ἀγώνων καρπὸς ὁ θεῖος, κάρπωμα, τερπνὸν προσήχθη τῷ Παντεπόπτῃ· ὃν ἱκέτευε ἀπαύστως, Κάρπε θεόφρον, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν τοῦ Παρακλήτου, Κάρπε πάνσοφε εἰσδεδεγμένος, τοὺς σκοτισθέντας ἀγνωσίᾳ ἐφώτισας, καὶ μεταστὰς πρὸς τὰ ἄνω βασίλεια, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων παρίστασαι, ἐξαιτούμενος, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἑκάστοτε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Μεγαλυνάριον
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ διακονῶν, διάκονος ὤφθης, μυστηρίων πνευματικῶν, ὧν διαπορθμεύων, τοῖς θέλουσι τὴν χάριν, θαυμάτων ἀναβλύζεις, ὦ Κάρπε χάριτας.

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟΝ (Ἰω. 9, 1-5)

«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»

1.«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50,6). Διά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶ, ἐπειδή δέν ἐδέχθησαν τό ὑψηλόν νόημα τῶν λόγων του, ἀλλά τόν ὠνόμασαν καί δαιμονισμένον καί ἐπεχείρουν καί νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἐξῆλθεν ἀπό τόν ναόν, θεραπεύει τόν τυφλόν, καί καταπραύνων τήν ὀργήν των μέ τήν ἀπουσίαν του καί μέ τήν πραγματοποίησιν τοῦ θαύματος μαλακώνων τήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνίαν των καί κάμνων πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάμνει δέν εἶναι τυχαῖον, ἀλλά τότε συνέβη διά πρώτην φοράν. Καθ̉ ὅσον λέγει· «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9,32)· διότι ἴσως κάποιος νά ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ, ἐκ γενετῆς ὅμως ὄχι ἀκόμη. Καί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναόν, ἦλθεν ἐπίτηδες νά κάνῃ τό θαῦμα γίνεται φανερόν ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλόν, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχήν τόν εἶδεν, ὥστε καί εἰς τούς μαθητάς νά κάνῃ ἐντύπωσιν. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότι, βλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπῃ μέ τόσην προσοχήν, ἐζητοῦσαν νά μάθουν, λέγοντες· «Ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτησις· διότι πῶς ἦτο δυνατόν ν̉ ἁμαρτήσῃ πρίν γεννηθῇ; πῶς δέ, ἄν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του, ἦτο δυνατόν αὐτός νά τιμωρηθῇ; Διατί λοιπόν ἔκαμαν αὐτήν τήν ἐρώτησιν; Πρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμα, θεραπεύων τόν παράλυτον, ἔλεγεν· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνῃς εἰς τό ἑξῆς» (Ἰω. 5,14).

Αὐτοί λοιπόν ἀντιληφθέντες ὅτι ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, τοῦ λέγουν· «Ἔστω, ἐκεῖνος ἔγινεν παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων του, δι̉ αὐτόν ὅμως τί θά ἠμποροῦσες νά εἰπῇς; αὐτός ἥμαρτεν; Ἀλλά δέν ἠμπορεῖς νά τό εἰπῆς, διότι εἶναι τυφλός ἐκ γενετῆς. Μήπως ὅμως ἥμαρτον οἱ γονεῖς του; Ἀλλ̉ οὔτε αὐτό, διότι τό παιδί δέν τιμωρεῖται διά τάς ἀδικίας τοῦ πατρός του» Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, βλέποντες κάποιο παιδί νά εὑρίσκεται εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, λέγομεν, «Τί θά ἠμποροῦσε κανείς νά εἰπῇ δι̉ αὐτό; τί ἔκαμε τό παιδί»; χωρίς νά ἐρωτῶμεν, ἀλλά ἐκφράζομεν ἀπορίαν, ἔτσι λοιπόν καί οἱ μαθηταί, δέν τό ἔλεγον αὐτό τόσο ὑπό μορφήν ἐρωτήσεως ἀλλά ἀπορίας. Τί ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Χριστός; «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του». Αὐτό δέ δέν τό λέγει ἀπαλλάσσων αὐτούς ἀπό τάς ἁμαρτίας (Διότι δέν εἶπεν ἁπλῶς, «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του», ἀλλά ἐπρόσθεσεν, «Διά νά γεννηθῇ τυφλός»), ἀλλά γιά νά δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἡμάρτησε βέβαια καί αὐτός καί οἱ γονεῖς του, ἀλλά δέν προέρχεται, λέγει, ἀπό αὐτήν τήν αἰτίαν ἡ τύφλωσις.

Αὐτά δέ τά ἔλεγεν ὄχι γιά νά δείξῃ αὐτό, ὅτι δηλαδή αὐτός μέν δέν ἐτυφλώθη δι̉ αὐτήν τήν αἰτίαν, ἐνῶ ὡρισμένοι ἄλλοι ἐτυφλώθησαν ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν αἰτιῶν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν γονέων των· καθ̉ ὅσον δέν εἶναι δυνατόν ν̉ ἁμαρτάνῃ ἄλλος καί νά τιμωρῆται ἄλλος. Διότι ἐάν τό παραδεχθῶμεν αὐτό, κατ̉ ἀνάγκην θά παραδεχθῶμεν καί ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδή ἡμάρτησε πρίν γεννηθῇ. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν εἰπών, ὅτι «οὔτε αὐτός ἥμαρτεν», δέν ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν ἐκ γενετῆς ν̉ ἀμαρτήσῃ καί τιμωρηθῇ, ἔτσι εἰπών· «Οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ», δέ ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν νά τιμωρηθῇ ἐξ αἰτίας τῶν γονέων του· καθ̉ ὅσον διά τοῦ Ἰεζεκιήλ ἀναιρεῖ αὐτήν τήν σκέψιν «Ὁρκίζομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δέν θά λέγεται αὐτή ἡ παροιμία, οἱ πατέρες ἔφαγον ἄγορα σταφύλια καί ἐμωδίασαν τά δόντια τῶν παιδιῶν των» (Ἰεζ. 18,3´2). Καί ὁ Μωϋσῆς δέ λέγει· «Δέν θά ἀποθάνῃ ὁ πατέρας ἐξ αἰτίας τοῦ υἱοῦ του» (Δευτ. 24,16). Καί διά κάποιο βασιλέα λέγεται ὅτι, δι̉ αὐτόν τόν λόγον δέν τό ἔκαμεν αὐτό, φυλάσσων τόν νόμον τοῦ Μωϋσέως (Δ´ Βασ. 14,6). Ἐάν δέ λέγῃ κάποιος, πῶς λοιπόν ἐλέχθη «Αὐτός πού καταλογίζει ἁμαρτίας γονέων εἰς τά τέκνα μέχρι τρίτην καί τετάρτην γενεάν»; (Δευτ. 5,9) ἐκεῖνο θά ἠμπορούσαμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή δέν ἐλέχθη δι̉ ὅλους, ἀλλά δι̉ ἐκείνους πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον. Αὐτό δέ πού ἐννοεῖ εἶναι τό ἑξῆς· Ἐπειδή αὐτοί πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον εἶχον γίνει μετά τά σημεῖα καί θαύματα χειρότεροι ἀπό τούς προγόνους των πού δέν εἶδαν κανένα ἀπό αὐτά, τά ἴδια, λέγει, θά πάθουν πού ἔπαθον ἐκεῖνοι, ἐπειδή διέπραξαν τά ἴδια παραπτώματα. Καί τό ὅτι ἐλέχθη δι̉ ἐκείνους θά τό διαπιστώσῃ κανείς ἐάν ἐξετάσῃ ἀκριβέστερον τό χωρίον.

Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐγεννήθη τυφλός; «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», λέγει. Νά καί πάλιν ἄλλη ἀπορία, ἐάν λοιπόν δέν ἦταν δυνατόν νά φανῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν τιμωρίαν αὐτοῦ. Βέβαια δέν ἐλέχθη αὐτό, ὅτι δέν ἦτο δυνατόν (διότι ἦτο δυνατόν), ἀλλά διά νά φανερωθῇ καί εἰς αὐτόν. Τί λοιπόν, λέγει, ἠδικήθη διά τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ποίαν ἀδικίαν; εἰπέ μου· διότι ἐάν ἤθελεν οὔτε κἄν θά τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν. Ἐγώ ὅμως λέγω, ὅτι καί εὐηργετήθη ἀπό τήν τύφλωσιν, καθ̉ ὅσον ἀνέβλεψε μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς· διότι τί ὠφελήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς; (διότι ἐτιμωρήθησαν χειρότερα, ἀφοῦ ἐτυφλώθησαν ὡς πρός τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς)· ποία δέ ἡ βλάβη εἰς αὐτόν ἀπό τήν τύφλωσιν; Διότι μέ τήν τύφλωσίν του αὐτήν ἀνέβλεψεν. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν τά κακά δέν εἶναι κακά, δηλαδή τά κακά τῆς παρούσης ζωῆς, ἔτσι οὔτε τά ἀγαθά δέν εἶναι ἀγαθά, ἀλλά κακόν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ τύφλωσις δέν εἶναι κακόν. Αὐτός δέ πού τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν ἀπό τήν ἀνυπαρξίαν, ἐξουσίαν εἶχεν καί νά τόν ἀφήσῃ εἰς αὐτήν τήν κατάστασιν. Μερικοί δέ λέγουν, ὅτι αὐτή ἡ φράσις δέν ἔχει αἰτιολογικόν χαρακτῆρα, ἀλλ̉ ἐκφράζει τό ἀποτέλεσμα, ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅταν λέγῃ· «Ἐγώ ἦλθα εἰς αὐτόν τόν κόσμον διά κρίσιν, διά ν̉ ἀποκτήσουν τό φῶς των ἐκεῖνοι, πού δέν βλέπουν καί νά γίνουν τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν», (Ἰω. 9, 39) (καί ὅμως δέν ἦλθεν δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά γίνουν δηλαδή τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν). Καί πάλιν ὁ Παῦλος λέγει· «Αὐτό πού εἶναι δυνατόν νά γίνῃ γνωστόν περί τοῦ Θεοῦ τούς εἶναι φανερόν, ὥστε νά εἶναι ἀδικαιολόγητοι» (Ρωμ. 1, 19-20) (ἄν καί βέβαια δέν ἐφανέρωσε εἰς αὐτούς τά περί ἑαυτοῦ δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά στερηθοῦν τήν ἀπολογίαν, ἀλλά διά νά τύχουν ἀπολογίας). Καί πάλιν ἀλλοῦ λέγει· «Ὁ νόμος δέ ἐδόθη διά νά πλεονάσουν τά παραπτώματα» (Ρωμ. 5,20) (μολονότι βέβαια δέν εἰσῆλθεν εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων δι̉ αὐτόν τόν λόγον, ἀλλά διά νά ἐμποδισθῇ ἡ ἁμαρτία).
2. Βλέπεις εἰς ὅλας τάς περιπτώσεις ὅτι ὁ προσδιορισμός δεικνύει τό ἀποτέλεσμα; Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄριστος οἰκοδόμος, τό μέν ἕνα τμῆμα τῆς οἰκίας τό κατασκευάζει, τό δέ ἄλλο τό ἀφήνει ἀτελείωτον, ὥστε μέ τό ὑπόλοιπον νά ἀπολογηθῇ πρός αὐτούς πού δέν πιστεύουν δι̉ ὅλον τό ἔργον του, ἔτσι καί ὁ Θεός, ὡσάν μίαν οἰκίαν ἑτοιμόρροπον, συγκολλεῖ τό σῶμα μας καί τό τελειοποιεῖ, θεραπεύων τήν ξηράν χεῖρα, δίδων ζωήν εἰς παράλυτα μέλη, θεραπεύων τούς χωλούς, καθαρίζων τούς λεπρούς, θεραπεύων τούς ἀσθενεῖς, καθιστῶν ἀρτιμελεῖς τούς ἀναπήρους, ἐπαναφέρων εἰς τήν ζωήν ἀπό τόν θάνατον τούς νεκρούς, διανοίγων τούς ὀφθαλμούς τῶν τυφλῶν καί δίδων ὀφθαλμούς εἰς ἐκείνους πού δέν ἔχουν, καί διορθώνων ὅλα αὐτά, πού ἦσαν ἀτέλειαι τῆς ἐκ φύσεως ἀσθενείας, ἐδείκνυε τήν δύναμίν του. Εἰπών δέ, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐννοεῖ τόν ἑαυτόν του καί ὄχι τόν Πατέρα, διότι ἡ δόξα ἐκείνου ἦτο φανερά. Ἐπειδή λοιπόν ἤκουον ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα ἀπό τήν γῆν, διά τοῦτο καί αὐτός ἔπλασε καθ̉ ὅμοιον τρόπον τό χῶμα· διότι τό νά εἰπῇ, ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού ἔλαβον χῶμα ἀπό τήν γῆν καί ἔπλασα τόν ἄνθρωπον, ἐφαίνετο ὅτι δυσαρεστοῦσε τούς ἀκροατάς, ἀποδεικνυόμενον ὅμως αὐτό ἐμπράκτως, δέν θά ἐνοχλοῦσε πλέον αὐτούς.

Διά τοῦτο λοιπόν καί αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα καί τό ἀνέμειξε μέ τό πτύσμα, ἐφανέρωσε μέ τήν ἐνέργειάν του αὐτήν τήν κρυμμένην δόξαν του· διότι δέν ἦτο μικρή δόξα τό νά θεωρηθῇ αὐτός δημιουργός τῆς κτίσεως· καθ̉ ὅσον ἀπό αὐτό ἠκολούθουν καί τά ἄλλα καί ἀπό τό ἐπί μέρους ἐγένετο πιστευτόν τό ὅλον·διότι ἡ πίστις διά τό μεγαλύτερον ἔργον του, ἐπεβεβαίωνε καί τό μικρότερον· καθ̉ ὅσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πολυτιμώτερον ἀπό ὅλα τά ὄντα τῆς κτίσεως, καί ἀπό τά μέλη μας πολυτιμώτερος εἶναι ὁ ὀφθαλμός. Διά τοῦτο ἔδωσε τό φῶς εἰς τούς ὀφθαλμούς ὄχι ἔτσι ἁπλῶς, ἀλλά μέ ἐκεῖνον τόν τρόπον· διότι ἄν καί εἶναι μικρόν τό μέλος αὐτό ὡς πρός τό μέγεθος, ἀλλ̉ ὅμως εἶναι ἀναγκαιότερον ἀπό ὅλα τά μέλη σώματος. Καί αὐτό δηλῶν ὁ Παῦλος, ἔλεγεν· «Ἐάν εἰπῇ ἡ ἀκοή, ἐπειδή δέν εἶμαι ὀφθαλμός, δέν ἀνήκω εἰς τό σῶμα, μήπως παύῃ, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, νά ἀνήκῃ εἰς τό σῶμα;» (Α´ Κορ. 12,16). Διότι ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας εἶναι ἀπόδειξις τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερον δέ ὁ ὀφθαλμός. Καθ̉ ὅσον αὐτός διακυβερνᾷ ὁλόκληρον τό σῶμα, αὐτός δίδει τό κάλλος εἰς ὅλον τό σῶμα, αὐτός στολίζει τό πρόσωπον, αὐτός εἶναι ὁ λύχνος ὅλων τῶν μελῶν· διότι αὐτό πού εἶναι ὁ ἥλιος διά τήν οἰκουμένην, αὐτό εἶναι ὁ ὀφθαλμός διά τό σῶμα. Ἄν σβήσῃς τόν ἥλιον, ὅλα τά κατέστρεψες καί τά ἀνέτρεψες· ἄν σβήσῃς τούς ὀφθαλμούς καί τά πόδια εἶναι ἄχρηστα καί τά χέρια καί ἡ ψυχή· διότι χάνεται ἡ γνῶσις ἀχρηστευομένων αὐτῶν· καθ̉ ὅσον δι̉ αὐτῶν ἐγνωρίσαμεν τόν Θεόν· «Διότι τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ βλέπονται καθαρά ἀπό τότε πού ἐκτίσθη ὁ κόσμος διά μέσου τῶν δημιουργημάτων» (Ρωμ. 1,20). Ἑπομένως δέν εἶναι ὁ ὀφθαλμός μόνον λύχνος εἰς τό σῶμα, ἀλλά περισσότερον ἀπό τό σῶμα εἶναι λύχνος τῆς ψυχῆς. Καί ἀκριβῶς λοπόν διά τοῦτο ἔχει τοποθετηθῆ, ὡσάν ἀκριβῶς εἰς κάποιαν βασιλικήν θέσιν, εἰς τό ὑψηλότερον μέρος τοῦ σώματος καί προΐσταται τῶν ἄλλων αἰσθήσεων. Αὐτόν λοιπόν διαπλάσσει.

Εἰς τήν συνέχειαν, διά νά μή νομίσῃς ὅτι ἔχει ἀνάγκην ἀπό ὕλην ὅταν δημιουργῇ, καί διά νά μάθῃς ὅτι οὔτε καί εἰς τήν ἀρχήν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό πηλόν (διότι αὐτός πού ἔφερεν εἰς τήν ὕπαρξιν τάς σπουδαιοτέρας οὐσίας πού δέν ὑπῆρχον, πολύ περισσότερον ἐδημιούργησεν αὐτήν χωρίς νά ὑπάρχῃ ὕλη), διά νά μάθῃς λοιπόν, ὅτι αὐτό δέν τό κάμνει ἀπό ἀνάγκην, ἀλλά διά νά διδάξῃ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀρχικός δημιουργός, ἀφοῦ ἄλειψε τόν πηλόν εἰς τούς ὀφθαλμούς εἶπεν· «Πήγαινε καί πλύσου», διά νά γνωρίσῃς, ὅτι δέν ἔχω ἀνάγκην ἀπό πηλόν διά νά ἀνοίξω τούς ὀφθαλμούς, ἀλλά διά νά φανερωθῇ μέ αὐτήν τήν ἐνέργειάν μου ἡ δόξα μου. Τό ὅτι λοιπόν ὁμιλεῖ περί τοῦ ἑαυτοῦ του γίνεται φανερόν ἀπό τό ὅτι, ἀφοῦ εἶπεν, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐπρόσθεσεν· «Ἐγώ πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μέ ἔστειλεν»· δηλαδή, ἐγώ πρέπει νά φανερώσω τόν ἑαυτόν μου καί νά πράξω ἐκεῖνα πού ἠμποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι πράττω τά ἴδια μέ τόν Πατέρα, ὄχι παρόμοια, ἀλλά τά ἴδια, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει εἰς μεγαλύτερον βαθμόν ὅτι εἶναι ὅμοια ἀκριβῶς τά ἔργα του μέ τά τοῦ Πατρός, καί τό ὁποῖον λέγεται ἐπί τῶν πραγμάτων ἐκείνων πού δέν διαφέρουν καθόλου. Ποῖος λοιπόν θά ἀμφισβητῇ εἰς τό ἑξῆς, βλέπων αὐτόν νά ἠμπορῇ νά πράττῃ τά ἴδια μέ τόν Πατέρα; διότι δέν ἔπλασε μόνον ὀφθαλμούς, οὔτε ἤνοιξεν, ἀλλά καί ἐχάρισε καί τήν ὅρασιν, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἐνεφύσησε καί ψυχήν· καθ̉ ὅσον ἐάν ἐκείνη δέν ἐνεργῇ, ὁ ὀφθαλμός, καί ἄν ἀκόμη εἶναι ὑγιέστατος, δέν θά ἠμπορέσῃ ποτέ νά ἰδῆ τίποτε. Ὥστε καί τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς ἐχάρισε καί ἔδωσεν εἰς τό μέλος τά πάντα, καί ἀρτηρίας καί νεῦρα καί φλέβας καί αἷμα καί ὅλα τά ἄλλα, ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται τό σῶμα μας.

«Ἐγώ πρέπει νά ἐργάζωμαι ἐν ὅσῳ ἀκόμη εἶναι ἡμέρα». Τί θέλουν νά εἰποῦν αὐτοί οἱ λόγοι; ποίαν σημασίαν ἔχουν; Πολλήν. Διότι αὐτό πού λέγει ἔχει τήν ἑξῆς σημασίαν· «Ἕως ἡμέρα ἐστίν»· Ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἠμποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά πιστεύουν εἰς ἐμέ, ἐν ὅσῳ συνεχίζεται αὐτή ἡ ζωή, πρέπει νά ἐργάζωμαι. «Ἔρχεται νύξ (δηλαδή ὁ μέλλων καιρός), ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται». Δέν εἶπεν, ὁπότε ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά ἐργάζωμαι, ἀλλά «ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται», δηλαδή, τότε πού δέν θά ἰσχύῃ πλέον ἡ πίστις, οὔτε οἱ κόποι, οὔτε ἡ μετάνοια. Τό ὅτι βέβαια ἔργον ὀνομάζει τήν πίστιν, γίνεται φανερόν ἀπό τήν ἐρώτησιν πρός αὐτόν· «Τί θά κάνωμεν, διά νά ἐκτελέσωμεν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;» (Ἰω. 6,28). Ἀπαντᾶ· «Αὐτό εἶναι τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, διά νά πιστεύσετε εἰς αὐτόν πού ἀπέστειλε ἐκεῖνος» (Ἰω. 6,29). Πῶς λοιπόν αὐτό τό ἔργον «δέν ἠμπορεῖ κανείς νά τό πράξῃ τότε»; Διότι τότε οὔτε ἡ πίστις ἰσχύει, ἀλλ̉ ὅλοι θά ὑπακούσουν εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι. Διά νά μή εἰπῇ λοιπόν κάποιος ὅτι αὐτό τό κάνει ἀπό φιλοδοξίαν, δεικνύει ὅτι ὅλα τά κάνει ἀπό ἐνδιαφέρον δι̉ αὐτούς πού ἔχουν τήν δυνατότητα μόνον ἐδῶ νά πιστεύσουν, καί δέν ἠμποροῦν πλέον ἐκεῖ νά ἔχουν καμμίαν ὠφέλειαν. Διά τοῦτο δέν ἔκαμεν αὐτό πού ἔκαμεν ἀφοῦ ἦλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός.

Τό ὅτι βέβαια ἦτο ἄξιος μέν νά θεραπευθῇ καί, ἐάν ἔβλεπεν, θά ἐπίστευε καί θά προσήρχετο, καί, δέν θά ἔδειχνεν ἀδιαφορίαν καί πάλιν ἐάν ἤκουεν ἀπό κάποιον πού ἦτο ἐκεῖ, γίνεται φανερόν ἀπό τά ἑξῆς, ἀπό τήν ἀνδρείαν καί τήν ἰδίαν τήν πίστιν του· καθ̉ ὅσον φυσικόν ἦτο νά σκεφθῇ καί νά εἰπῇ· Μά τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔκαμε πηλόν καί ἤλειψε τούς ὀφθαλμούς μου καί μοῦ εἶπε· «Πήγαινε καί πλύσου». Δέν ἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ καί μετά νά μέ στείλῃ εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ; Πολλές φορές ἐπλύθην ἐκεῖ μαζί μέ ἄλλους πολλούς καί δέν εἶδα καμμίαν ὠφέλειαν· ἐάν εἶχε κάποιαν δύναμιν θά ἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ παρόντα, πρᾶγμα πού καί ὁ Νεεμάν ἔλεγε πρός τόν Ἐλισσαῖον· καθ̉ ὅσον καί ἐκεῖνος, λαβών ἐντολήν νά ὑπάγῃ καί νά λουσθῇ εἰς τόν Ἰορδάνην δυσπιστοῦσε, καί ὅλα αὐτά τήν στιγμήν πού τόση φήμη ὑπῆρχε περί τοῦ Ἐλισσαίου(Δ´ Βασ. 5, 10-11). Ἀλλ̉ ὅμως ὁ τυφλός δέν ἠπίστησεν οὔτε ἔφερεν ἀντίρρησιν οὔτε ἐσκέφθη μέσα του· Τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔπρεπε νά ἀλείψῃ τούς ὀφθαλμούς μου μέ πηλόν; αὐτό περισσότερον τυφλώνει· ποῖος ποτέ ἀνέβλεψε μέ αὐτόν τόν τρόπον; Ἀλλά τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἐσκέφθη. Εἶδες πίστιν σταθεράν καί προθυμίαν; «Ἔρχεται ἡ νύκτα». Δείχνει μέ αὐτό ὅτι καί μετά τήν σταύρωσίν του πρόκειται νά συνεχίσῃ τήν πρόνοιάν του διά τούς ἀσεβεῖς καί νά ἐπιστρέψῃ πολλούς εἰς τήν πίστιν· διότι ἀκόμη εἶναι ἡμέρα. Μετά δέ ἀπό αὐτό τούς ἀπομακρύνει τελείως. Καί θέλων νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν· «Ὅσον καιρόν εἶμαι εἰς τόν κόσμον, εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»· πρᾶγμα πού ἔλεγε καί πρός ἄλλους· «Πιστεύετε ἐν ὅσῳ τό φῶς εἶναι μαζί σας» (Ἰω. 12,36).

3. Καί διατί λοιπόν ὁ Παῦλος τήν μέν παροῦσαν ζωήν ὠνόμασε νύκτα, τήν δέ μέλλουσαν ἡμέραν; Δέν ἀντιτίθεται πρός τόν Χριστόν, ἀλλά λέγει τά ἴδια, ἄν καί ὄχι μέ τά ἴδια λόγια, ἀλλά μέ τό ἴδιο νόημα· καθ̉ ὅσον λέγει· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησε, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν» (Ρωμ. 13,12). Διότι νύκτα ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν δι̉ ἐκείνους πού κάθονται εἰς τό σκότος, ἤ συγκρίνων αὐτήν μέ ἐκείνην τήν ἡμέραν, ἐνῷ ὁ Χριστός νύκτα ὀνομάζει τήν μέλλουσαν ζωήν λόγῳ τοῦ ὅτι δέν συγχωροῦνται τότε τά ἁμαρτήματα, ὁ Παῦλος ὅμως ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν νύκτα ἐπειδή εὑρίσκονται μέσα εἰς τό σκότος αὐτοί πού ζοῦν μέσα εἰς τήν κακίαν καί τήν ἀπιστίαν. Ἀπευθυνόμενος πρός πιστούς, ἔλεγεν· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησεν, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν», καθ̉ ὅσον πρόκειται νά ἀπολαύσουν ἐκεῖνο τό φῶς, καί νύκτα ὀνομάζει τόν παλαιόν βίον· διότι λέγει· «Ἄς ἀποβάλωμεν τά ἔργα τοῦ σκότους» (Ρωμ. 13,12). Βλέπεις πού λέγει δι̉ ἐκείνους ὅτι εἶναι νύκτα; Διά τοῦτο λέγει· «Ἄς συμπεριφερώμεθα σεμνά, ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα» (Ρωμ.13,13) διά νά ἀπολαύσωμεν ἐκεῖνο τό φῶς. Διότι, ἐάν αὐτό τό φῶς εἶναι τόσον ὡραῖον, σκέψου πόσον ὡραῖον θά εἶναι ἐκεῖνο· ὅσον δηλαδή ἀνώτερον εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου ἀπό τό τοῦ λύχνου, τόσον καί πολύ περισσότερον ἐκεῖνο εἶναι ἀνώτερον ἀπό αὐτό. Καί διά νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν ὅτι «ὁ ἥλιος θά σκοτισθῇ» (Ματθ. 24,29), δηλαδή ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς ἀφθόνου λαμπρότητός του οὔτε ὁ ἥλιος θά φανῇ. Ἐάν δέ τώρα δαπανῶμεν ἀμέτρητα χρήματα διά νά ἔχωμεν φωτεινάς καί εὐαέρους οἰκίας κτίζοντες αὐτάς καί ταλαιπωρούμενοι, σκέψου πῶς πρέπει νά μεταχειριζώμεθα τά σώματα διά νά οἰκοδομήσωμεν λαμπράς οἰκίας εἰς τούς οὐρανούς, ὅπου ὑπάρχει τό ἀπερίγραπτον ἐκεῖνο φῶς· διότι ἐδῶ μέν γίνονται καί μάχαι καί φιλονικίαι διά τά σύνορα καί τούς τοίχους, ἐνῷ ἐκεῖ δέν ὑπάρχει τίποτε τό παρόμοιον, οὔτε φθόνος οὔτε κακολογία, καί κανείς δέν θά φιλονικήσῃ μαζί μας διά σύνορα κτημάτων. Καί αὐτήν μέν τήν οἰκίαν εἴμεθα ἀναγκασμένοι νά τήν ἐγκαταλείψωμεν ὁπωσδήποτε ἐνῷ ἐκείνη θά παραμείνῃ διαρκῶς· καί αὐτή μέν κατ̉ ἀνάγκην καταστρέφεται ἀπό τόν χρόνον καί ὑφίσταται μυρίας ζημίας, ἐνῷ ἐκείνη μένει αἰωνίως ἄφθαρτος· καί αὐτήν μέν δέν ἠμπορεῖ πτωχός νά τήν οἰκοδομήσῃ, ἐνῷ ἐκείνην μπορεῖ νά τήν οἰκοδομήσῃ καί μέ δύο ὀβολούς, ὅπως ἀκριβῶς ἡ χήρα. Διά τοῦτο λυποῦμε ὑπερβολικά, διότι ἄν καί εὑρίσκονται ἔμπροσθέν μας τόσα ἀγαθά, ραθυμοῦμεν καί ἀδιαφοροῦμεν, καί πράττομεν μέν τά πάντα διά νά ἔχωμεν ἐδῶ λαμπράς οἰκίας, ἀδιαφορῶμεν ὅμως καί δέν φροντίζομεν νά ἀποκτήσωμεν εἰς τούς οὐρανούς ἔστω καί μικρόν κατάλυμα.

Εἰπέ μου λοιπόν, πού θά ἤθελες νά ἔχῃς οἰκίαν ἐδῶ; ἆρά γε εἰς τήν ἐρημίαν ἤ εἰς μίαν ἀπό τάς μικράς πόλεις; Ἐγώ τουλάχιστον δέν τό νομίζω, ἀλλά θά ἤθελες νά ἔχῃς εἰς τάς βασιλικωτάτας καί μεγάλας πόλεις, ὅπου ὑπάρχει περισσότερον ἐμπόριον καί μεγαλυτέρα πολυτέλεια. Ἀλλ̉ ἐγώ σέ ὁδηγῶ εἰς μίαν τέτοιαν πόλιν, τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖ σέ παρακαλῶ νά κτίζῃς καί νά οἰκοδομῇς μέ ὀλιγώτερα χρήματα καί ὀλιγώτερον κόπον. Ἐκείνην τήν οἰκίαν τήν οἰκοδομοῦν τά χέρια τῶν πτωχῶν καί αὐτό πρό πάντων εἶναι οἰκοδομή· διότι αὐτά πού γίνονται τώρα εἶναι δείγματα τῆς πιό φοβερᾶς παραφροσύνης. Καθ̉ ὅσον ἐάν κάποιος σέ ὡδήγει εἰς τήν περσικήν γῆν διά νά ἰδῇς τά ἐκεῖ καί νά ἐπανέλθῃς καί εἰς τήν συνέχειαν σέ διέτασσε νά κτίσῃς οἰκίαν, ἆρά γε δέν θά ἀπέδιδες εἰς αὐτόν τήν πιό χειροτέραν ἀνοησίαν, μέ τό νά σέ διατάσσῃ νά κάμνῃς ἀσκόπους δαπάνας; Πῶς λοιπόν κάμνῃς τό ἴδιο πρᾶγμα εἰς τήν γῆν, τήν ὀποίαν μετά ἀπό ὀλίγον θά ἐγκαταλείψῃς;

Ἀλλά, λέγει, θά τήν ἀφήσω εἰς τά παιδιά μου. Ὅμως καί ἐκεῖνα μετά ἀπό ὀλίγον ἀπό σένα θά τήν ἐγκαταλείψουν, πολλές φορές δέ καί πρίν ἀπό σένα, καί ὁμοίως καί οἱ μετά ἀπό ἐκείνους. Καί αὐτό τό πρᾶγμα γίνεται εἰς σέ αἰτία ἀπογοητεύσεως, ὅταν δέν ἰδῇς τούς κληρονόμους σου νά κατέχουν αὐτά. Ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιον δέν εἶναι δυνατόν νά φοβηθῇς, ἀλλά μένει σταθερά αὐτό πού ἀπέκτησες καί εἰς ἐσένα καί εἰς τά παιδιά σου καί εἰς τά ἐγγόνια σου, ἄν ἐπιδείξουν τήν ἰδίαν ἀρετήν. Τήν οἰκοδόμησιν ἐκείνης τῆς οἰκίας τήν κάμνει ὁ Χριστός· ἐάν οἰκοδομῇς ἐκείνην δέν εἶναι ἀνάγκη νά ὁρίζῃς ἐπιστάτας, οὔτε νά φροντίζῃς, οὔτε νά μεριμνᾷς· διότι ὅταν ὁ Θεός ἀναλάβῃ τό ἔργον τί χρειάζεται ἡ φροντίς; Ἐκεῖνος τά συγκεντρώνει ὅλα καί κτίζει τήν οἰκίαν. Καί δέν εἶναι αὐτό μόνον τό ἀξιοθαύμαστον, ἀλλ̉ ὅτι αὐτός ἔτσι οἰκοδομεῖ αὐτήν, ὅπως ἀρέσει εἰς ἐσένα, ἀλλά καί περισσότερον ἀπό αὐτό πού σοῦ ἀρέσει καί ἀπό αὐτό πού θέλεις· διότι εἶναι τεχνίτης ἄριστος καί φροντίζει πάρα πολύ διά τά συμφέροντά σου. Καί ἄν εἶσαι πτωχός καί θελήσῃς νά οἰκοδομήσῃς αὐτήν τήν οἰκίαν κανείς δέν θά σέ φθονήσῃ οὔτε καί θά σέ κακολογήσῃ· διότι κανείς δέν τήν βλέπει αὐτήν ἀπό ἐκείνους πού φθονοῦν, ἀλλ̉ οἱ ἄγγελοι πού γνωρίζουν νά χαίρωνται μέ τά ἰδικά σου ἀγαθά. Κανείς δέν θά ἠμπορέσῃ νά ἐξουσιάσῃ αὐτήν, διότι κανείς δέν κατοικεῖ πλησίον της ἀπό αὐτούς πού πάσχουν ἀπό παρόμοια νοσήματα. Γείτονας ἐκεῖ ἔχεις τούς ἁγίους, τούς περί τόν Παῦλον καί Πέτρον, ὅλους τούς προφήτας, τούς μάρτυρας, τό πλῆθος τῶν ἄγγελων καί τῶν ἀρχαγγέλων.

Διά τοῦτο λοιπόν ὅλα αὐτά τά ὑπάρχοντά μας ἄς τά προσφέρωμεν εἰς τούς πτωχούς , διά νά ἐπιτύχωμεν ἐκείνας τάς σκηνάς, τά ὁποίας μακάρι νά ἐπιτύχωμεν ὅλοι ἡμεῖς μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μετά τοῦ ὁποίου ἀνήκει εἰς τόν Πατέρα δόξα συγχρόνως καί εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.