Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Η αμαρτωλότητα των διδασκάλων μέσο σωτηρίας.

Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο ότι, αν πήγαινε σε αυτόν κάποιος αδελφός σαν σε άγιο και μεγάλο γέροντα με φόβο, τίποτε δεν του έλεγε. Αν δε κάποιος από τους αδελφούς του έλεγε για να τον ταπεινώσει: «Αββά, όταν ήσουν καμηλιέρης και έκλεβες νίτρο και το πουλούσες, δεν σε έδερναν οι φύλακες», του μιλούσε μετά χαράς για ό,τι τον ρωτούσε.

Διαβάζοντας κανείς το Γεροντικό, διαπιστώνει ότι εκεί βρίσκεται η χριστιανική ζωή στην πράξη. Μέσα από τα περιστατικά της μοναχικής πολιτείας, διακρίνει τον αγώνα, τη σοφία, τον πόθο αλλά και την ανθρώπινη αδυναμία. Δεν ωραιοποιείται η πνευματική ζωή των μοναχών κι ούτε παρουσιάζεται ως αλάνθαστη, αναμάρτητη, τέλεια.

Άλλωστε, το Ευαγγέλιο δεν κρύβει τη πτώση του Αποστόλου Πέτρου, ούτε την άρνηση των υπολοίπων, έστω κι αν γράφτηκε σε περίοδο που βρίσκονταν στη συνείδηση των χριστιανών ως τα πρόσωπα όπου εστηρίζετο η διδασκαλία και το βίωμά της Εκκλησίας.

Η ανθρώπινη πραγματικότητα, την οποία όλοι βιώνουμε, μιλά για αδυναμίες, πάθη κληρονομικά και επίκτητα, επιθυμίες που αντικρούονται με τη λογική, άτσαλες συμπεριφορές. Κανείς δεν γεννήθηκε τέλειος, όσες αρετές και να κληρονόμησε. Η χριστιανική ζωή είναι πρωτίστως και ισοβίως αγώνας και εγρήγορση. Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι υπάρχει αμαρτία που είναι αδύνατο να τη διαπράξει;

Οι αληθινοί ασκητές γνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα, γι’ αυτό και προσέχουν να μην υπερηφανεύονται και να μην θαρρεύουν στον εαυτό τους. Ούτε όμως και να κατακρίνουν κανένα για τη πτώση του, γνωρίζοντας ότι μπορεί να ακολουθεί η δική τους. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι «η καθαρότητα της καρδιάς βρίσκεται στη βοήθεια στους αδύνατους που πέφτουν», και άρα όχι στην κατάκριση.

Από την άλλη, είναι ανάγκη να γνωρίζουμε ότι η μετάνοια αλλάζει όχι μόνο τη συμπεριφορά αλλά και τη θεώρηση της ζωής του ανθρώπου. Γίνεται νέος άνθρωπος, διαφορετικός ως προς τις επιθυμίες και τις προτεραιότητές του. Γι’ αυτό και «άγνωστος» σε όσους τον ήξεραν πριν τη μετάνοιά του. Η εμπειρία αυτή προέρχεται από το άγιο Πνεύμα, που θεωρεί τα όποια αμαρτήματα της προηγούμενης ζωής συγχωρεμένα και «ως μη γενόμενα» ενώπιον του Θεού. Δεν γίνεται, βέβαια, το ίδιο με τους ανθρώπους που δεν ξεχνούν γιατί δεν συγχωρούν. Όμως για το μετανοημένο, που κατέβηκε μέχρι τον Άδη από τον πόνο της μετάνοιάς του, η υπενθύμιση από τους άλλους της προηγούμενης αμαρτωλής ζωής είναι ευκαιρία ταπείνωσης και για τον ίδιο η ενθύμηση υπόμνηση για προσοχή, σύμφωνα με τον Ευαγγελικό λόγο « ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέση».

Βαδίζουμε πάνω σε σχοινί! Ας μαθητεύουμε στους αγίους Πατέρες μας, παλαιοτέρους και σύγχρονους, που «έπαθαν και έμαθαν» και μας καθοδηγούν «απλανώς». Αν κάποιοι θέλουν να θεωρούν ότι «οι ποιμένες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας» γεννήθηκαν αναμάρτητοι, είναι γιατί εξυπηρετεί τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές τους αλλά όχι την πραγματικότητα. Η Εκκλησία ως «η σωτηρία αυτών που χάνονται», κατά τον άγιο Ισαάκ το Σύρο, καλεί σε σωτηρία και νέα εν Χριστώ ζωή, που μας τη διδάσκουν όσοι ένοιωσαν χαμένοι και βρήκαν τη σωτηρία με την προσωπική τους μετάνοια.

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Λέγε μου, πάτερ… πότε θά ἔλθει τό τέλος τοῦ κόσμου;

Mια φορά συνάντησε ο Γέροντας (Κλεόπας) στο δάσος έναν άγιο Ερημίτη και τον ερώτησε:

-Λέγε μου,π ά τ ε ρ, πότε θα έλθη το τέλος του κόσμου;

Και ο όσιος Ησυχαστής στενάζοντας του είπε:

- Γνωρίζεις πότε θα ελθη το τέλος του κόσμου; Όταν δεν θα ύπάρχη δρόμος από την μια γειτονιά στην άλλη!

Δηλαδή, όταν θα έκλειψη η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. (σελ. 165)

Όταν προ ολίγων ετών οι άνθρωποι ήσαν ταραγμένοι ότι ο Αντίχριστος έρχεται, ότι θα έλθουν πόλεμοι και άλλα παρόμοια ο π. Κλεόπας τους έλεγε με δυνατή φωνή:

«Ο Πατήρ είναι στο τιμόνι!» Πάρτε και διαβάστε τους στίχους 10 -11 του ψαλμού 32:

«Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών και αθετεί βουλάς αρχόντων, η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει, λογισμοί της καρδίας αυτού εις γενεάν και γενεάν».

Κατόπιν τους ενεθάρρυνε λέγοντας:

«Μη ταράζεσθε και μη φοβείσθε,διότι δεν θα γίνει, όπως θέλουν αυτοί.

Ότι θέλουν αυτοί ας κάνουν!

Εσείς να μη φοβείσθε. Προσεύχεσθε και κάνετε το σημείο του Σταυρού με πίστη και θα φύγουν οι δαίμονες!» (σελ. 169)

…Μία φορά κάποια γυναίκα ερώτησε τον Γέροντα:

«Πάτερ, πώς ξέρετε κάθε τι πού θα συμβή; Και ο Γέροντας της απήντησε σύντομα:

«Η προσευχή σε ανεβάζει σε βαθμίδες γνώσεως. Όσο περισσότερο προσεύχεσαι, τόσο περισσότερα γνωρίζεις και ακόμη καλλίτερα είναι.

Μη φοβάσαι ποτέ κανέναν και για κανένα πράγμα. Μόνο προσεύχου!

Ο Θεός και η Μητέρα του σε βλέπουν και σε ακούνε!». (σελ. 184)

Άλλοτε έλεγε ό π. Κλεόπας: «Μάθετε να νηστεύετε διότι θα έλθει καιρός, που θα τρώτε μια πατάτα την εβδομάδα!». (σελ. 181)

Ένας πατήρ ερώτησε τον Γέροντα: «Τι θα γίνει Γέροντα, μετά την αναχώρησή σου προς τον Κύριο; Και εκείνος απήντησε:

«Θα έλθουν δυνατότερα κρύα και σκληρές παγωνιές».(σελ . 184)

-Εδώ εννοεί βέβαια το πνευματικό κρύο, από την ενασχόληση όλων με τα γήινα, την έλλειψη ενδιαφέροντος για τα πνευματικά, και την μεγαλύτερη υποδούλωση στα πάθη.-

Λίγο πριν αναχωρήσει από τα επίγεια ο π. Κλεόπας, τον επισκέφθηκαν δύο γυναίκες από την Κοινότητα Ποϊάνα Τεΐου και πήραν την ευλογία του. Κατόπιν του εζήτησαν πνευματικό λόγο και εκείνος τους είπε:

«Εγώ πηγαίνω στον Κύριο τώρα, αλλά εσείς να περιμένετε δύσκολους καιρούς!». (σελ. 184)

«Η ζωή και οι αγώνες του Γέροντος Κλεόπα, Ρουμάνου Ησυχαστού καί Διδασκάλου».Α ρ χ ι μ. Ι ω α ν ν ι κ ί ο υ Μπαλάν, έκδοση«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.

Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.

Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.

Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.

Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Οι Τρεις Ιεράρχες

Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά «τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος» Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Το ήθος, η πνευματική καλλιέργεια, η αγιότητα βίου, η σύνδεση της ελληνικής παιδείας με τη χριστιανική πίστη, το ενδιαφέρον τους για τη μόρφωση και για το συνάνθρωπο, η διαμόρφωση της θεολογικής ορολογίας και η παγίωση της χριστιανικής αλήθειας οδήγησαν την Εκκλησία στην ανάδειξη των Τριών Ιεραρχών σε προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.

Δεν θα υπεισέλθουμε στα βιογραφικά των Τριών Ιεραρχών, που νομίζω είναι γνωστά.Εδώ θα επικεντρωθούμε σε ένα φαινόμενο, που τα τελευταία χρόνια αρχίζει να γίνεται εντονότερο και σαφώς μας προβληματίζει. Πρόκειται για τη συστηματική προσπάθεια να αποδομηθεί η ουσία της εορτής των Τριών Ιεραρχών, να σχετικοποιηθεί η συμβολή τους στα γράμματα, τον πολιτισμό και την παιδεία. Θα μπορούσαν να παρατεθούν πλήθος θλιβερών παραδειγμάτων προς επίρρωσιν, αλλά αρκούμεθα να αναφερθούμε στην παράλειψη των Τριών Ιεραρχών από την ύλη των Θρησκευτικών της Γ’ Γυμνασίου. Δικαιολογίες που επικαλούνται λόγους συντομίας προφανώς προκαλούν θυμηδία, δοθείσης της τεράστιας αξίας του έργου και της προσωπικότητας τους. Ίσως θα είχε ενδιαφέρον να αναζητήσουμε τις αιτίες. Θα μπορούσαν να αναφερθούν αρκετές. Περιοριζόμαστε όμως στα βασικά.

Σε έναν κόσμο, που η χρησιμοθηρία, η χρησιμότητα και ο ατομοκεντρισμός λειτουργούν κανονιστικά, πολλοί διερωτώνται αν έχουν οι Τρεις Ιεράρχες να δώσουν μαρτυρία και υπαρξιακό νόημα στο σύγχρονο άνθρωπο. Σε αυτά προστίθενται οι γνωστές δήθεν «φωταδιστικές» προσπάθειες αποδόμησης τους, που εδράζονται στην επαρχιώτικη απομίμηση –ούτε καν αντιγραφή- ξένων πολιτιστικών προτύπων και παραδόσεων.
Η μεταμοντερνιστική –μηδενιστική μόδα, που τόσο όψιμα έφτασε στη χώρα μας, και βασικό της πρόταγμα έχει την απαξίωση όλων των αξιών, με ειρωνικό τρόπο καταδυναστεύει κάθε υπερατομική αξία και καθιστά τον άνθρωπο «άτομο», υποκείμενο στη συστημική απροσωπία. Κάθε έννοια κοινωνικότητας, συλλογικότητας, προσωπικής ετερότητας καταλύεται και λοιδορείται. Σημασία έχει «να είσαι ο εαυτός σου», ήτοι ό,τι προτάσσει το συμφέρον σου. Αυτή η αποθέωση της ατομικότητας, όχι μόνο εξαίρεται, αλλά θεωρείται από κάποιους διανοούμενους ως η λύση στην κρίση των καιρών μας. Το πρόβλημα -κατ’ αυτούς- εστιάζεται στην κρίση της εξατομίκευσης. Είμαστε «πίσω» οντολογικά και υπαρξιακά. Για να πάμε λοιπόν «μπροστά» θα πρέπει να καταστούμε «άτομα», έρμαια της απροσωπίας των νεωτερικών συστημάτων.Φυσικά οι φωνές αυτές αγνοούν ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας, που συνδέεται με το κοινοτικό πνεύμα και την οντολογική προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Αγνοούν προσέτι ότι το μοντέλο αυτό χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν και ξεπεράστηκε διότι οι ανάγκες των καιρών ήταν διαφορετικές.
Οντολογικά η πρόταση αυτή δεν έχει βάση. Αλλά οι θιασώτες της επιμένουν κι αντί να προτείνουν εναλλακτική λύση αρκούνται στη λογική του συρμού: «Εκεί πάνε τα πράγματα, άρα αυτή είναι η μόνη διέξοδος». Με αυτή την απλουστευτική προσέγγιση απαντούν στο «κενό νοήματος» των καιρών μας. Τα προτάγματα της νεωτερικής «Βουλγάτας» αποκτούν έτσι καθολικό χαρακτήρα και θεωρούνται τα μόνα αποδεκτά, ενώ όλες οι άλλες παραδόσεις απλά μνημονεύονται ως «παραδόσεις», χωρίς όμως να έχουν για το νεωτερικό τρόπο σκέψης κάποιο αξιολογικό έρεισμα.
Αυτή η λογική του νεωτερικού μονόδρομου απαξιώνει κάθε έννοια πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας και ετερότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό ό,τιδήποτε προ-νεωτερικό απαξιώνεται, θεωρείται «γραφικό». Αυτή εν ολίγοις είναι η «κυρίαρχη» τάση στο χώρο της διανόησης στις μέρες μας. Με μια κουβέντα θα τη χαρακτηρίζαμε νεωτερικό μαξιμαλισμό.
Εν συνεχεία θα δούμε ορισμένες πτυχές της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών και ας κρίνει ο καθένας ξεχωριστά αν είναι «επίκαιρες» ή όχι. Με αυτό τον τρόπο θα γίνει κατανοητή η διαπίστωση του Χρυσοστόμου: «Που οι πολεμήσαντες; Σεσίγηνται και λήθη παραδέδονται. Που δε η Εκκλησία; Υπέρ τον ήλιον λάμπει».

1. Ξεκινάμε από κάποιες βασικές θέσεις των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία: «Ἡ πραγματική παιδεία εἶναι ἀγωγή ὠφέλιμη γιά τήν ψυχή, πού τήν καθαρίζει ἀπό ἐλαττώματα, πολλές φορές μέ κόπο καί πόνο» λέγει ο Μέγας Βασίλειος.

Αλλού για το δάσκαλο θα πει: «Αξιοπιστία του διδάσκοντος ευπαράδεκτον μεν τον λόγον καθίστησι, προσεχέστερους δε τους διδασκομένους παρασκευάζει». Και στον περίφημο λόγο του «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» λέγει: «Η ψυχή έχει για καρπό την αλήθεια, αλλά είναι ωραίο να φοράει και την κοσμική σοφία ,όπως τα φύλλα των δέντρων που προστατεύουν τον καρπό και δίνουν καλή θέα».
Ο άγιος Γρηγόριος συμφωνεί: «Νομίζω ὅτι ὅλοι οἱ φρόνιμοι ἄνθρωποι ὁμολογοῦν πώς ἡ παιδεία εἶναι τό πρῶτο ἀγαθό πού διαθέτουμε. Ὄχι μόνο ἡ Χριστιανική, πού εἶναι καί ἡ εὐγενέστερη καί πού περιφρονεῖ κάθε κομψότητα καί κάθε φιλοδοξία τῶν λόγων γιά νά κρατήσει μόνο τή σωτηρία καί τό κάλλος τῶν νοητῶν πραγμάτων, ἀλλά καί ἡ ἐξωτερική (θύραθεν) μόρφωση τήν ὁποία κάποιοι Χριστιανοί ἀπό κακή ἐκτίμηση ἀπορρίπτουν, διότι τάχα εἶναι ὕπουλη καί ἀπατηλή καί ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό».
Ο Χρυσόστομος ολοκληρώνει : «Τίποτε δέν συγκρίνεται μέ τό νά διαπαιδαγωγήσεις τήν ψυχή καί νά διαπλάσεις τή διάνοια ἑνός νέου». Και αλλού: «Ουδέν γαρ γνώσεως εστί τιμιώτερον. Η γαρ γνώσις φως εστι της ψυχής. Το έμπαλιν η άγνοια σκότος».
Φυσικώ τω λόγω η γνώση περιλαμβάνει και τη θεογνωσία, η οποία ωστόσο δεν ερείδεται σε νοησιαρχικές ή νομιναλιστικές προκείμενες, αλλά βιώνεται υπαρξιακά. Σχετικά ο άγιος Γρηγόριος θα πει: «δια πολιτείας άνελθε, δια καθάρσεως κτήσαι το καθαρόν, πράξις γάρ επίβασις θεωρίας». Συνεπώς η συμφωνία λόγων και έργων, η ταπείνωση, η άσκηση και η βίωση της θεολογίας ως αγιοπνευματικής θεοπτικής εμπειρίας συνιστούν τις απαρχές της ορθόδοξης πνευματικότητας και ταυτόχρονα το πρότυπο της κατά Χριστόν ζωής.
Για να γίνει κατανοητό το γεγονός ότι οι Τρεις Ιεράρχες συνδύασαν τη θύραθεν σοφία με το πρότυπο της αγιότητας και της ταπείνωσης αρκεί να θυμηθούμε ένα απόσπασμα από τον εναρκτήριο λόγο του Χρυσοστόμου το 386 μ.Χ., όταν χειροτονήθηκε ιερέας την Αντιόχεια :

Και τις αν ταύτα πιστεύσειεν, ότι ημέρας ούσης, νηφόντων ανθρώπων και εγρηγορούντων, μειρακίσκος ευτελής και απερριμμένος προς ύψος αρχής ανηνέχθη τοσούτον;(…)Καίτοι και ει κατά τους αενάους ως ρέοντας ποταμούς και πηγάς λόγων εναπέκειντό μου τω στόματι, τοσούτων αθρώων συνδραμόντων προς την ακρόασιν, ταχέως ανεστάλη μοι τω φόβω το ρείθρον και ανεχαίτισεν αν εις του πίσω τα νάματα…
(Ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει, λέει, ότι μέρα μεσημέρι, μπροστά σε ανθρώπους ξυπνητούς και ξεμέθυστους, ένα κακομοίρης πιτσιρικάς θ’ ανεβεί να καθίσει τόσο ψηλά; … Μα, ακόμα κι αν έφταναν στο στόμα μου οι ποταμοί και οι πηγές των λόγων, ο φόβος θα γύριζε πίσω τα νερά τους).

Κι αλλού αναφέρει: «Τι θα προτιμήσουμε τέλος πάντων τα χειροκροτήματα του κόσμου ή την αγάπη του Θεού;». Ο Μ. Βασίλειος είναι ακόμα αυστηρότερος: «Πολλών μεν ακήκοα λόγων ψυχωφελών, πλην παρ’ ουδενί των διδασκάλων εύρον αξίαν των λόγων την αρετήν» . Η ευρύτητα της σκέψης των τριών Ιεραρχών φαίνεται από την θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται την χρησιμότητα και σπουδαιότητα. Σε μια εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες ονομάζονταν «βάναυσοι», θα πει ο Χρυσόστομος: «Μη καταφρονώμεν των από χειρών τρεφομένων, αλλά μάλλον αυτούς μακαρίσωμεν δια τούτο» .

2. Η κοινωνική διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών, αξίζει να αναφερθεί, γιατί θεμελιώνεται στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, την αγάπη, την αλληλεγγύη και την κοινοχρησία, κατά το πρότυπο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων.  Η λύση του κοινωνικού προβλήματος προϋποθέτει μια εσωτερική επανάσταση, μια επανάσταση «ψυχών» (Ζιάκας). Κι όπως πολύ σωστά έχει παρατηρήσει ένας καλός συνάδελφος η λέξη «επανάσταση» εμπεριέχει εντός της την «Ανάσταση». Μάλλον θα είχε κατά νου τα λόγια του Χρυσοστόμου: «Όταν δεις τη φθορά, τότε ακριβώς να πιστεύεις στην ανάσταση, γιατί ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναίρεση της φθοράς» (ΕΠΕ 36,130-131).
Ο Χρυσόστομος επί του κοινωνικού προβλήματος τονίζει: «όπου γαρ το εμον και το σον εκεί πάσα μάχης ιδέα και φιλονικίας υποθεσις». Ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «αν αυτός που απογυμνώνει το ντυμένο ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάνει, δεν είναι το ίδιο;». Και ο Γρηγόριος τονίζει: «Μην τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Μόλις που χρειάζεται να πούμε ότι η διδασκαλία αυτή δεν έμεινε στα λόγια.
Υπενθυμίζουμε τη «Βασιλειάδα», συγκρότημα ευαγών ιδρυμάτων, που ίδρυσε ο Μέγας Βασίλειος και εκεί βρήκαν καταφύγιο πτωχοί, ορφανά, λεπροί, απόκληροι ανεξαρτήτως αν ήταν χριστιανοί ή ειδωλολάτρες.

Επί των ημερών του Χρυσοστόμου η εκκλησία της Κωνσταντινούπολης έτρεφε 7000 φτωχούς. Ο ίδιος έδινε μεγάλα ποσά για να εξασφαλίσει την ελευθερία πολλών δούλων. Η δε αρετή της ακτημοσύνης εφαρμόστηκε και από τους τρεις (ενώ ήταν πάμπλουτοι μοίρασαν όλα τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς).
Δείγμα του ρηξικέλευθου αλλά και βαθιά ανθρωπιστικού πνεύματος που διακατείχε το Χρυσόστομο αποτελεί το γεγονός ότι και αυτή ακόμα η ύπαρξη εκκλησιαστικής περιουσίας τον ενοχλούσε, αν και τα εισοδήματα της δεν ήταν υπέρμετρα. Τον ενοχλούσε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε συνιστούσε στους πιστούς αντί να δίνουν χρήματα για τη διακόσμηση των ναών να τα δίνουν αυτοπροσώπως στους φτωχούς. Έτσι εξυψώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο και προάγεται η κοινωνικότητα.

Η ύπαρξη περιουσίας δικαιολογείται ωστόσο -κατά το Χρυσόστομο- εξαιτίας της απανθρωπίας εκείνων των χριστιανών, που δεν συνέβαλαν αποφασιστικά, ενώ είχαν τη δυνατότητα, στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων: «Σήμερα η εκκλησία έχει αγρούς, οικοδομές και εισπράξεις από νοίκια(…).Κι όλα αυτά τα έχει εξαιτίας της απανθρωπίας σας. Όλος αυτός ο πλούτος έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια σας και τα έσοδα της εκκλησίας έπρεπε να προέρχονται από τη γενναιοδωρία σας. Τώρα όμως (…)εσείς δεν καρποφορείτε με προσφορές στην εκκλησία και οι ιερείς δεν μπορούν να προσφέρουν όσα πρέπει».
Και αλλού  αναφέρει: «Πολλή φροντίδα πρέπει να έχει η εκκλησία ώστε ούτε να της περισσεύει, αλλ’ ούτε να της λείπει τίποτα, άλλα όσα εισπράττει να τα σκορπίζει γρήγορα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη».
Η γλώσσα του Χρυσοστόμου ξαφνιάζει. Είναι σκληρή, αλλά συνάμα τίμια και ρεαλιστική: «Καθημερινά βλασφημείται ο θεός από μας εξαιτίας των αρπαγών και της πλεονεξίας μας. Η αρρώστια αυτή κατάλαβε όλη την οικουμένη και τις ψυχές όλων. Κηρύττουμε το Χριστό και υπηρετούμε το χρυσό».
Θα μπορούσαν να αναφερθούν ακόμη πολλά άλλα αποσπάσματα, αλλά νομίζω ότι -έστω και με αυτόν τον λακωνικό τρόπο- έγινε κατανοητή η κοινωνική τους διδασκαλία, που εκ πάσης επόψεως είναι επίκαιρη και τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους. Η αναφορά αυτή δεν συνδέεται απαραίτητα με τη θλιβερή επικαιρότητα. Οφείλουμε όμως να διευκρινίσουμε ότι άλλο ορθοδοξία και άλλο δυτικότροπος χριστιανισμός, όπως επίσης άλλο αυθεντική διδασκαλία και άλλο σύγχρονη «εκκοσμικευμένη» παραφθορά. Σε τελευταία ανάλυση η κακοπροαίρετη κριτική καθίσταται νεοδονατισμός.

Αλλά ας αφήσουμε να μας πει μια τελευταία λέξη επί του θέματος ο ιερός Χρυσόστομος: «Δεν θα υπήρχε ανάγκη για λόγια…αν επιδεικνύαμε έργα. Κανείς δεν θα ήταν άθεος, αν εμείς είμαστε χριστιανοί όπως πρέπει. Αν τηρούσαμε τις εντολές του Χριστού, αν ανεχόμασταν να μας αδικούν, αν επιτρέπαμε να μας εκμεταλλευτούν, αν ευλογούσαμε όταν μας βρίζουν, αν ευεργετούσαμε όταν μας κακομεταχειρίζονται, αν όλοι τα κάναμε αυτά κανείς δεν θα ήταν τέτοιο θηρίο, ώστε να μη μεταστραφεί σ’ αυτή την ευσέβεια» (Ομιλία Ι, εις την Α’ Τιμοθ., PG 62,551).

3. Η συμβολή των Τριών Ιεραρχών στη θεολογία και τη φιλοσοφία είναι
πανθομολογούμενη. Ορισμένες πτυχές είναι οι ακόλουθες:
α) η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον τριαδικό Θεό από το Μέγα Βασίλειο: Λέγει χαρακτηριστικά στην επιστ.234: «Ημεις εκ των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία προσεγγίζειν ουκ υπισχνούμεθα….Αι μεν γαρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσι, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος».

β) η ουσία του απολυτρωτικού έργου του Χριστού και η ορθόδοξη χριστολογία από τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο: «Ει τις εις άνουν άνθρωπον ήλπικεν ανόητος όντως εστίν και ουκ άξιος όλως σωθήσεται. Το απρόσληπτον και αθεράπευτον, ο δε ήνωται τω θεώ τούτο και σώζεται».

γ) η βάση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η ελεύθερη συνεργασία ανθρώπου και Θείας Χάριτος, κατά τη διδασκαλία του Χρυσοστόμου: «Εντεύθεν μανθάνομεν δόγμα μέγα, ως ουκ αρκεί προθυμία ανθρώπων αν μη της άνωθεν τις απολαύσει ροπής και πάλιν ουδέν κερδαίνομεν από της άνωθεν ροπής, προθυμίας ουκ ούσης».

δ) η ορθή διατύπωση της τριαδικής ορολογίας και οι απαρχές της προσωποκεντρικής οντολογίας: Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ο πρώτος που απερίφραστα χρησιμοποίησε την διατύπωση «ΜΙΑ ΟΥΣΙΑ, ΤΡΕΙΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ» προκειμένου να περιγράψει τον τριαδικό Θεό. Η ουσία είναι το «κοινόν» στην τριάδα και οι υποστάσεις είναι το «ίδιον». Υπόσταση για τον μέγα αυτό θεολόγο της εκκλησίας μας είναι αυτή αύτη η θεία ουσία μετά των χαρακτηριζόντων αυτήν υποστατικών ιδιωμάτων βάσει των οποίων επιτυγχάνεται η διάκρισις αυτών, αλλά όχι η διαίρεσις τους. Έτσι στην Αγία Τριάδα διακρίνουμε τα φυσικά ιδιώματα που είναι κοινά και ταυτίζονται με τη θεία ενέργεια και τα υποστατικά ιδιώματα που χαρακτηρίζουν τις υποστάσεις (πρόσωπα).
Ο αγ. Γρηγόριος εμβαθύνει σε αυτό το θέμα και ορίζει το «ίδιον», ήτοι το υποστατικό ιδίωμα εκάστης υποστάσεως της τριάδος, ως σχέση μεταξύ προσώπων. Επισημαίνει ορθά ότι τα ονόματα των υποστάσεων δηλώνουν σχέση και οδηγείται στις απαρχές της προσωποκεντρικής οντολογίας : «Ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ούτε ενεργείας. Σχέσεως δε και του πώς έχει προς τον Υιόν ο Πατήρ ή ο Υιός προς τον Πατέρα», λέγει ο άγιος στον 29ο λόγο του. Η θεολογική αυτή διατύπωση συμπληρωμένη από την αποφατική σκέψη των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων και τη θεολογία των ακτίστων ενεργειών του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά θα αποτελέσει τη βασική οντολογική προτεραιότητα της ορθοδοξίας.

ε)ο αποφατικός χαρακτήρας των δογματικών διατυπώσεων ως βασική οντολογική αρχή : Ο άγιος Γρηγόριος θα τονίσει το ακατάληπτο μυστήριο του Θεού: «Άπειρον το θείον και δυσθεώρητον και τούτο παντή καταληπτόν η απειρία». Και αλλού θα πει: «θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον». Με τον τρόπο αυτό δείχνει πως η αλήθεια δεν περιορίζεται σε λεκτικές διατυπώσεις και εγκαινιάζει τη σύζευξη με τον ελληνικό αποφατισμό : «ο θεός ου ληπτός, ει δε ληπτός ου θεός» (Στοβαίου, Ανθολόγιον). Ο άγιος Γρηγόριος θα προχωρήσει ένα βήμα παρακάτω: ο αποφατισμός στη σκέψη του δε σημαίνει μια θεολογία των αρνήσεων, ούτε
μια κατάφαση στην απροσωπία του Θεού. Ο Θεός είναι προσωπικός, είναι σχέση και μυστήριο, που δεν υπόκειται σε λεκτικές κατηγοριοποιήσεις.

στ) η ορθή διδασκαλία περί αγίου πνεύματος και η αντιμετώπιση της πνευματομαχικής κακοδοξίας: «Λέγεται λοιπόν Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, το ίδιο επίσης Κύριος, Πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. Διότι αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεμίζει με το είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεμίζει όλο τον κόσμο, δεν περιορίζεται όμως η δύναμή του στον κόσμο. Είναι αγαθό, ευθές, ηγεμονικό, αγιάζει από τη φύση του και όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το μέτρο, δεν μετριέται, μετέχεται δεν μετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν συγκρατείται, κληρονομείται, δοξάζεται, συναριθμείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός, για να δοθεί νομίζω, έμφαση στο ομοούσιο» (Αγ. Γρηγ., Λόγος ΛΑ’).

ζ) οι απαρχές της πολιτικής θεολογίας: Στην περί εξουσίας αντίληψη του ο Χρυσόστομος μας εισάγει στα πρώτα κεφάλαια της λεγόμενης στις μέρες μας πολιτικής θεολογίας με κύρια θέση την αντίληψη ότι ο φορέας της εξουσίας ως πιστός δύναται να εξαγιαστεί, χωρίς παράλληλα να γίνεται αποδεκτή οποιαδήποτε έννοια αυθεντίας ή δεσποτείας: «ειπέ μοι τι εστί άρχοντος ίδιον;» θα τονίσει με έμφαση (και αλλού: «εισι άρχοντες; εαυτών άρχοντες»).Εντύπωση προκαλεί η περί τυράννων άποψη του: «Πιο καλά είναι να μην σε κυβερνά κανείς παρά να σε κυβερνά κακός άρχοντας». Η αναρχία λοιπόν με την έννοια της παντελούς απουσίας άρχοντα είναι προτιμότερη από την τυραννία. Καταλαβαίνει εύκολα κανείς ότι τα όσα καταγγέλλονται κατά του χριστιανισμού -τουλάχιστον σε ότι αφορά την «ανατολική» εκδοχή του- για συμβιβασμό με το «σύστημα» δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.

4.Ο σεβασμός της ετερότητας: «Ετέρως εγώ βλέπω τα πράγματα και ετέρως εκείνος» , θα πει χαρακτηριστικά ο Χρυσόστομος. Κι αλλού: «Μη φοβηθείς να προσεύχεσαι υπέρ των ειδωλολατρών, γιατί ο ίδιος ο Θεός το επιθυμεί. Εάν χρειάζεται να προσεύχεσαι υπέρ των ειδωλολατρών, είναι προφανές πως πρέπει να προσεύχεσαι και υπέρ των αιρετικών κι όλων
ανεξαιρέτως των ανθρώπων κι όχι να τους καταδιώκεις» .
Οι Τρεις Ιεράρχες έλαμψαν ως ασκητές, μεγαλούργησαν ως θεολόγοι, συνέδεσαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία, άφησαν σε όλους μας παρακαταθήκη αξιών σε κοινωνικό, παιδαγωγικό, φιλοσοφικό επίπεδο. Πνεύματα φωτεινά με απέραντη αγάπη στον άνθρωπο και στην εκκλησία άνοιξαν νέους ορίζοντες στην ελληνική παιδεία και έκαναν τη χριστιανική διδασκαλία επίκαιρη σε κάθε εποχή. Η αξία της ζωής και του έργου τους δεν αίρεται ούτε από τις εγωιστικές θεωρήσεις ιδεολογικής μονομέρειας, ούτε από τις γραφίδες ορισμένων διανοουμένων, που αποδεικνύονται (θα μου συγχωρέσετε την αυστηρότητα) οργανικοί.
Η σύγχρονη εκπαιδευτική κοινότητα ας εμπνευστεί από το ήθος των Τριών Ιεραρχών και ας αντλήσει από την πολυποίκιλη διδασκαλία τους στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ουσιαστική ανανέωση της παρεχόμενης παιδείας με κεντρικά σημεία προσανατολισμού τον άνθρωπο, τη μόρφωση, τη διαμόρφωση στοιχειώδους καλλιέργειας, το σεβασμό της ετερότητας και την ειρήνη.

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

Ήγουν πραγματεία σύντομος

περί ετερότητος πολιτιστικής και αναρχίας φιλοθέου

του Μιχαήλ Μπερκουτάκη, Θεολόγου - Εκπαιδευτικού


"...Oι ιερές μορφές των Τριών Ιεραρχών αποτελούν για τους νέους μας, όχι μόνο φωτεινά πρότυπα ζωής, αλλά και άσειστους πυλώνες αντίστασης ενάντια στον ολοκληρωτισμό που επαγγέλλονται οι θιασώτες της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων..."

"... ένας από τους βασικούς μας στόχους πρέπει, να είναι η διατήρηση και η προβολή της πολιτιστικής μας ετερότητας, και αυτήν ακριβώς την ετερότητα του πολιτισμού μας διακονεί και διασώζει και η σημερινή εορτή των Τριών Ιεραρχών..."

«Πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν.

Αυτοί γαρ τη Τριάδι, υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσιν»

Λαμπρή και ευφρόσυνη είναι η σημερινή ημέρα, κατά την οποία η Αγία μας Εκκλησία –μέσα στα πλαίσια του ετήσιου λειτουργικού της κύκλου– τιμά τους τρεις Μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους του γένους μας. Αναφερόμαστε, φυσικά, στους Τρεις Ιεράρχες, το Μεγάλο Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, και τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, Αρχιεπίσκοπο, επίσης, Κωνσταντινουπόλεως. Λαμπρή, λοιπόν, και ευφρόσυνη η σημερινή ημέρα, και ανάλογα αισθήματα χαράς θα έπρεπε, να γεννά στις ψυχές, αυτών που τιμούν τα ιερά πρόσωπα των τριών εκφραστών της Ορθόδοξης Θεολογίας, και του ελληνικού πολιτικού, ποιητικού, και φιλοσοφικού, γενικότερα, λόγου. Δυστυχώς, όμως, την πνευματική λαμπρότητα και ευφροσύνη του φετινού μας εορτασμού σκιάζει –όχι για πρώτη φορά– το κράτος του φόβου και της αγωνίας, το οποίο συνέχει ασφυκτικά τις καρδιές όσων αναζητούν με «απαθές πάθος» μέσα στην παράδοσης του λαού μας –δηλαδή, μέσα στην πολιτιστική ταυτότητα της Ρωμιοσύνης– την απάντηση για τα ουσιώδη και αιώνια ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, της ελευθερίας και της ισότητας, της αγάπης και της δικαιοσύνης, του πρώτου και του έσχατου, σε τελική ανάλυση, νοήματος του ανθρώπινου βίου.

Αιτία του «φθοροποιού» –και όχι «χαροποιού», όπως θα άρμοζε στην περίσταση– πένθους μας είναι το επίκαιρο αίτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το Νεοελληνικό Κράτος, που συχνά επανέρχεται στο προσκήνιο της πολιτικής και δημοσιογραφικής επικαιρότητας. Δεν είμαστε, φυσικά, αρμόδιοι για την επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος, ούτε τολμάμε, να αντιπαραβάλλουμε την προσωπική μας κρίση στα επιχειρήματα των ειδικών (επιστημόνων, δημοσιογράφων, και πολιτικών). Δεν μπορούμε, όμως, παρά να θέσουμε στους εαυτούς μας, απλά και αυθόρμητα, με ειλικρίνεια και ρεαλισμό, το ερώτημα: Θα έχει, άραγε, θέση στο εκπαιδευτικό σύστημα της πατρίδας μας η εορτή των Τριών Ιεραρχών μετά από έναν ενδεχόμενο χωρισμό της Εκκλησίας από το Νεοελληνικό Κράτος; Μήπως, τελικά, η κατάργηση του εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών είναι μία, ακόμη, αναπόφευκτη συνέπεια της ευρωπαϊκής πορείας της πατρίδας μας, μια θυσία του Ελληνισμού στο βωμό του νέου πολιτιστικού μορφώματος της εποχής μας, που από πολλούς χαρακτηρίζεται ως Παγκοσμιοποίηση και Νέα Τάξη Πραγμάτων; Θα συνεχίσουν, άραγε, να τιμούν τη σημερινή εορτή τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, ή –για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια ενός σύγχρονου θεολόγου– «...έχουμε το τραγικό προνόμιο, να ζούμε το ιστορικό τέλος ενός πολιτισμού που έζησε για περισσότερο από τρεις χιλιάδες χρόνια...»; Μια ενδεχόμενη καταφατική απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι η αιτία του σημερινού μας φόβου, του πένθους και της αγωνίας μας.

Είναι πιθανό, μετά τα όσα αναφέραμε, να κατηγορηθούμε ακόμη και από τους καλοπροαίρετους συνανθρώπους μας, ότι υπερβάλλουμε ή κινδυνολογούμε. Το ενδεχόμενο αυτό μας αναγκάζει, να γίνουμε σαφέστεροι, εξηγώντας συνοπτικά τους λόγους, για τους οποίους θεωρούμε σημαντική και ουσιώδη την παρουσία της εορτής των Τριών Ιεραρχών μέσα στα πλαίσια των επίσημων εορτών του εκπαιδευτικού μας συστήματος, και αφήνοντας την αποτίμηση της σκέψης μας στην προσωπική κρίση και εκτίμηση των ακροατών μας.

Α. Κατά πρώτο, λοιπόν, λόγο εκτιμάμε, ότι ένας από τους βασικούς στόχους της πατρίδας μας –κατά τη δύσκολη, από κάθε άποψη, πορεία της μέσα στο σύγχρονο κόσμο– πρέπει να είναι η διατήρηση και η προβολή της πολιτιστικής μας ετερότητας. Σε αντίθετη περίπτωση καραδοκεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος της πολιτιστικής και, κατά συνέπεια, εθνικής μας αφομοίωσης από λαούς, που είτε υπερτερούν πληθυσμιακά και τεχνολογικά, είτε υπερέχουν με βάση την πολιτική και οικονομική τους δύναμη. Ο Ελληνισμός, ως πολιτιστικό και εθνικό μέγεθος, επέζησε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας για περισσότερους από τέσσερις αιώνες χωρίς «σύνορα», γιατί οι υπόδουλοι Έλληνες ήξεραν πολύ καλά, ότι τα σύνορα του Ελληνισμού διασώζονταν μέσα στην ετερότητα της πολιτιστικής τους παράδοσης. Τα «σύνορα» του Ελληνισμού βρίσκονταν στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, στη λατρευτική πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην αργία της Κυριακής, στον καθορισμό της ημερομηνίας του εορτασμού του Πάσχα. Αυτά ήταν τα πραγματικά «όρια», που διέκριναν με ασφάλεια το Ρωμιό από τον αλλόπιστο Τούρκο και τον αλλόδοξο Φράγκο. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο, το ότι στη συνείδηση του λαού μας η απώλεια της Ορθόδοξης Πίστης σήμαινε, ταυτόχρονα, την απώλεια και της εθνικής συνείδησης, όσων υπέκυψαν, τελικά, στον πειρασμό του εξισλαμισμού (ο τάδε Τούρκεψε, δηλαδή εξισλαμίστηκε, λεγόταν χαρακτηριστικά). Αυτή, ακριβώς, η πολιτιστική ετερότητα είναι, κατά την ταπεινή μας κρίση, η ασφαλιστική δικλείδα, πάνω στην οποία θα έπρεπε, να στηριχθεί η προάσπιση του Ελληνισμού στο σύγχρονο κόσμο, και αυτήν ακριβώς την ετερότητα του πολιτισμού μας διακονεί και διασώζει η «ασύγχυτη και άτρεπτη», αλλά, ταυτόχρονα, «αδιαίρετη και αχώριστη», ένωση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία μέσα στα στενά –σε σχέση με το πραγματικό μεγαλείο του πολιτισμού της Ρωμιοσύνης– ιστορικά πλαίσια του Νεοελληνικού κράτους. Αυτήν, ακριβώς, την ετερότητα του πολιτισμού μας διακονεί και η σημερινή εορτή των Τριών Ιεραρχών.

Β. Ένας ακόμη λόγος, που καθιστά σημαντική την παρουσία της εορτής των Τριών Ιεραρχών μέσα στα πλαίσια των επίσημων εορτών του εκπαιδευτικού μας συστήματος, είναι και η ανάγκη προβολής, κυρίως προς τους νέους ανθρώπους (όπως οι μαθητές και οι μαθήτριες των σχολειών μας), υψηλών προτύπων ζωής και δημιουργίας. Ζούμε, δυστυχώς, σε μια εποχή πνευματικού κατήφορου, που τα ποικιλώνυμα σκουπίδια του έντυπου, τηλεοπτικού, και ηλεκτρονικού λόγου απειλούν, κυριολεκτικά, να μας πνίξουν. Ζούμε σε μια εποχή, που προβάλλει, δοξάζει, και ιεροποιεί τις τυχάρπαστες και παρακμιακές φυσιογνωμίες των πρωταγωνιστών των διάφορων Reality shows. Ζούμε σε μια εποχή, που φιλοδοξεί να στερήσει από το σύγχρονο άνθρωπο –στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης ανταγωνιστικότητας και εξειδίκευσης– το δικαίωμα της ελεύθερης και κριτικής σκέψης, το δικαίωμα, σε τελική ανάλυση, του αυτοπροσδιορισμού της προσωπικότητας και της ιστορικής του μοίρας. Σε μια τέτοια, λοιπόν, εποχή οι ιερές μορφές των Τριών Ιεραρχών, ως ανθρώπων που αγάπησαν και υπηρέτησαν με πάθος την παιδεία και τα γράμματα, ως ανθρώπων που συνδύασαν με άριστο τρόπο την επιστημονική γνώση και την αγιότητα (νοούμενη ως Θέωση, κατά την Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας), ως ανθρώπων που ένωσαν τη Θεολογία της Εκκλησίας με το μέγιστο πνευματικό δημιούργημα της παγκόσμιας ιστορίας, δηλαδή την πολιτιστική παράδοση του Ελληνισμού, ως ανθρώπων, τέλος, που αγωνίστηκαν σθεναρά για την επικράτηση της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης στις ανθρώπινες κοινωνίες, αποτελούν για τους νέους μας, όχι μόνο φωτεινά πρότυπα ζωής, αλλά και άσειστους πυλώνες αντίστασης ενάντια στον ολοκληρωτισμό της νέας εποχής, που επαγγέλλονται οι θιασώτες της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων.

Ας παρακαλέσουμε, λοιπόν, όλοι μαζί τους Τρεις Μεγάλους Πατέρες και Οικουμενικούς Διδασκάλους του γένους μας, που σήμερα εορτάζουν, να σκεπάζουν με τις Θεόδεκτες προσευχές και πρεσβείες τους τις μαθήτριες και τους μαθητές των σχολείων της πατρίδας μας, αλλά και ολόκληρο το γένος των Ορθόδοξων Χριστιανών, και να μας αξιώνουν, να τους τιμάμε με καθαρή καρδιά –όχι μόνο εμείς, αλλά και τα παιδιά μας, και τα παιδιά των παιδιών μας– κάθε χρόνο τέτοια ημέρα «εις αιώνας αιώνων».

Μπερκουτάκης Μιχαήλ Θεολόγος - Εκπαιδευτικός

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής ο Μυτιληναίος

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής, γεννήθηκε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου. Έζησε τον 18ο αιώνα μ.Χ., κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας.

Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, που οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά.

Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του Ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου.

Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο.

Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα το πρώην μαγαζί του Αγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου και Ερμού 110). Κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση οργής και έγινε Μωαμεθανός. Συνήλθε όμως, συναισθάνθηκε το αμάρτημα του και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και προετοιμάστηκε για το μαρτύριο.

Επανήλθε λοιπόν στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στον κριτή, με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό και δήλωσε ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι ψεύτικη. Ο κριτής αμέσως εξέδωσε απόφαση, να θανατωθεί ο μάρτυρας με αγχόνη και κατόπιν τον παρέδωσε σ' άλλον άρχοντα, τον Ναζίρ Ομέρ αγά, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Ο Άγιος όμως πρόβαλλε ακατάβλητο φρόνημα και μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου αφού πρώτα φίλησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχήθηκε στον Θεό και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της νίκης στις 30 Ιανουαρίου 1785 μ.Χ.

Το τίμιο λείψανο του ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κατ' οικονομία Θεού εκβράσθηκε στα νότια της πόλης της Μυτιλήνης. Οι Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν το σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από το δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησιού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας το ιερό λείψανο από τα βέβηλα μάτια των τούρκων.

Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι την ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., που βρέθηκαν τα Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη (βλέπε 14 Ιουλίου) και άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985 μ.Χ., ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου και τελείται η μετακομιδή του στην γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία για να τιμάται από τούς Χριστιανούς στο εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί το 1980 μ.Χ. στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη και συνδρομές πιστών.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ Πύργων ἐβλάστησας και ἐν Μυτιλήνη σαφῶς ἀθλήσας Θεόδωρε, ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀξίως δεδόξασαι. Ὄθεν τά λείψανά σου, Νεομάρτυς εὐρόντες χάριν ἐκ τούτων θείαν κομιζόμεθα πίστει, δοξάζοντες τόν Κύριον, τόν Σέ στεφανώσαντα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Τρεις Ιεράρχες

Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:

Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο (βλέπε 1 Ιανουαρίου), χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου) και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο (βλέπε 25 Ιανουαρίου), θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».

Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν: «Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού».

Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.

Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.

Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τούς Ἱερούς καί θεοφθόγγους Κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν κάματον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς μεγάλους φωστῆρας τοὺς φεραυγεῖς, Ἐκκλησίας τοὺς πύργους τοὺς ἀρραγεῖς, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τῶν καλῶν ἀπολαύοντες, καὶ τῶν λόγων τούτων, ὁμοῦ καὶ τῆς χάριτος· τὸν σοφὸν Χρυσορρήμονα, καὶ τὸν μέγαν Βασίλειον, σὺν τῷ Γρηγορίῳ, τῷ λαμπρῷ θεολόγῳ· πρὸς οὓς καὶ βοήσωμεν, ἐκ καρδίας κραυγάζοντες· Ἱεράρχαι τρισμέγιστοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.

Ὁ Οἶκος
Τὶς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαρρήσω, ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ᾿ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.

Μεγαλυνάριον
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ


Ιω. Φουντούλης

Ἔτσι ἀκριβῶς μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας τά τρία μεγάλα αὐτά τέκνα της: Σοφούς διδασκάλους καί Πατέρες, πού μᾶς ἐδίδαξαν καί μᾶς διδάσκουν διαρκῶς μέ τήν θεία σοφία τῶν λόγων καί τῶν παραδειγμάτων των· ἱερουργούς ἐνθέους τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, συλλειτουργοῦντας μαζί μας καί συνδοξολογοῦντας τόν Θεό· πολίτας τοῦ οὐρανοῦ καί οἰκήτορας τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Καί πρός τόν σκοπό αὐτόν ὑπηρετοῦν ὅλα τά στοιχεῖα τῆς λατρείας μας. Τό ἑορτολόγιο, πού φέρνει στήν μνήμη μας τά ἱερά αὐτά πρόσωπα κατ' ἔτος. Ἡ ὑμνογραφία, πού μέ τούς ὕμνους της ἐγκωμιάζει τούς ἀγῶνας καί τήν δόξαν των. Τά συναξάρια, πού μᾶς περιγράφουν τόν βίο καί τάς ἀρετάς των. Ἡ εἰκονογραφία πού ἀνιστορεῖ τίς ἱερές μορφές των καί μᾶς δίδει τήν δυνατότητα νά βλέπωμε σάν ζωντανά τά πνευματικά αὐτά ἀναστήματα.

Αὐτό εἶναι τό νόημα καί ὁ σκοπός τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων στήν Ἐκκλησία μας. Νά δείξη αὐτή τήν ἀδιάλειπτο καί ἀδιάσπαστο κοινωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κοινωνία ζώντων ἐν Χριστῷ πιστῶν, εἴτε στήν γῆ αὐτή εἴτε στήν μακαρία κατάστασι τοῦ οὐρανοῦ. Κοινωνία γιά τήν ὁποία δέν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλά μόνο ζῶντες, ἐφ' ὅσον ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦν μέλη της ἡνώθησαν διά τῶν μυστηρίων μέ τόν αἰώνιο καί ἀθάνατο χορηγό τῆς ζωῆς, τόν Χριστό. Ὅλοι μαζί συνδοξολογοῦν καί συνυμνοῦν τόν Θεό καί δέονται οἱ ζῶντες γιά τούς κεκοιμημένους καί οἱ κεκοιμημένοι γιά τούς ζῶντας. Ὅλοι εἶναι πολῖται τῆς Βασιλείας, μέ τήν σφραγῖδα τῆς ἀθανασίας, μέ τά ὀνόματά των γραμμένα στό βιβλίο τῆς ζωῆς.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ, Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

Του Γ. Μ. Βαρδαβά
Την 30η Ιανουαρίου η εκκλησία μας τιμά τους «τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος» Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Πρότυπα αγιότητας, ασκητικότητας, παιδείας αλλά και κοινωνικοκεντρικού βίου οι Τρεις τους συνέζευξαν αρμονικά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία γι’ αυτό και δικαίως έχουν χαρακτηριστεί ως προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.
Σε μια εποχή έντονης σύγχυσης και προβολής του νεωτερικού προτύπου ως δογματικώς αυταποδείκτου προτάγματος καθολικής αξίας πολλές είναι οι «φωνές» που «εις μάτην» προσπαθούν να σχετικοποιήσουν την αξία του βίου και του έργου τους.
Σε αυτά προστίθενται οι γνωστές δήθεν (νέο-)«φωταδιστικές» προσπάθειες αποδόμησης τους, που εδράζονται στην επαρχιώτικη απομίμηση –ούτε καν αντιγραφή- ξένων πολιτιστικών προτύπων και παραδόσεων. Η μεταμοντερνιστική –μηδενιστική μόδα, που τόσο όψιμα έφτασε στη χώρα μας, και που βασικό της πρόταγμα έχει την απαξίωση όλων των αξιών, με ειρωνικό τρόπο καταδυναστεύει κάθε υπερατομική αξία και καθιστά τον άνθρωπο «άτομο», υποκείμενο στη συστημική απροσωπία. Κάθε έννοια κοινωνικότητας, συλλογικότητας, προσωπικής ή συμβολικής ετερότητας καταλύεται και λοιδορείται. Σημασία έχει «να είσαι ο εαυτός σου», ήτοι μόνον ό,τι προτάσσει το συμφέρον σου.
Αυτή η αποθέωση της ατομικότητας, όχι μόνο εξαίρεται, αλλά θεωρείται από κάποιους διανοούμενους ως η λύση στην κρίση των καιρών μας. Το πρόβλημα -κατ’ αυτούς- εστιάζεται στην κρίση της εξατομίκευσης. Είμαστε «πίσω» οντολογικά και υπαρξιακά. Για να πάμε λοιπόν «μπροστά» θα πρέπει να καταστούμε «άτομα», έρμαια της απροσωπίας των νεωτερικών συστημάτων και της κερδοσκοπίας των «εχόντων και κατεχόντων» ελίτ. Αυτή η λογική του νεωτερικού μονόδρομου απαξιώνει κάθε έννοια πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας και ετερότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό ό,τιδήποτε προ-νεωτερικό απαξιώνεται, θεωρείται «γραφικό», ενώ παράλληλα καταδυναστεύονται και τα κοινωνικά προτάγματα, οι κοινωνικοί αγώνες, τα σύμβολα του λαού μας, η συλλογική ετερότητα.
Φυσικά οι φωνές αυτές αγνοούν (ή καλύτερα: τους συμφέρει να αγνοούν) ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας, που συνδέεται με το κοινοτικό πνεύμα και την οντολογική προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Δεν κατανοούν ότι «άλλο ανατολή και άλλο δύση», αλλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας καταστήσουν καταναλωτές υπακούοντας στις ορέξεις των ολίγων, που τόσο άνετα υπηρετούν, «οργανικοί» όντες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι η πνευματική μας ηγεσία περνά κρίση ταυτότητας και ότι ποδηγετείται (για να μην πω «εξαγοράζεται») από συγκεκριμένες «ομάδες συμφερόντων». Φυσικά υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις. Αλλά ας μην μακρηγορούμε άλλο κι ας επανέλθουμε στο προκείμενο.
Ο Μέγας Βασίλειος (330 – 379) γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλειος και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Η μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια και έδωσε πολύ επιμελημένη αγωγή στο γιο της. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και του Βυζαντίου. Όταν έγινε 20 χρονών πήγε στην Αθήνα, όπου δίδασκαν διαπρεπείς δάσκαλοι τα ελληνικά γράμματα, τη φιλοσοφία, τη ρητορική κ.λπ. Εκεί συναντήθηκε με το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, που τον γνώριζε από την Καισάρεια, και συνδέθηκαν με μια σπάνια φιλία. Ο Βασίλειος έμεινε στην Αθήνα 4 χρόνια και σπούδασε ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία και ιατρική.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος(328-391) γεννήθηκε στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από τη χριστιανή μητέρα του Νόννα. Έκανε ανώτερες σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνώρισε το Βασίλειο και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Συνέχισε τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισάρειας, της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Εκεί ξαναβρέθηκε με το Βασίλειο και η φιλία τους έγινε πιο μεγάλη.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354 – 407) γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτερος αξιωματικός του συριακού στρατού. Η μητέρα του Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία 20 χρονών. Κύριο έργο της ήταν η ανατροφή και η μόρφωση του γιου της. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική το Λιβάνιο και στη φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδάσκαλου. Βλέποντας όμως τις αδικίες των δικαστηρίων ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια. Το όνομά του συνδεόταν με την έμφυτη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία, εξ’ ου και το Χρυσόστομος, αλλά και με τη θεολογική, ψυχολογική και κοινωνική κατάρτιση και δράση. Ήταν λεπτή και πολυδιάστατη φύση. Διακρινόταν για τον ευθύ και ορμητικό του χαρακτήρα. Φερόταν με θάρρος προς τους ισχυρούς και με ηπιότητα προς τους αδυνάτους. Δεν ήταν λιγότερο σοφός από τους άλλους δύο ιεράρχες, απλά δε συστηματοποιούσε τις φιλοσοφικές του γνώσεις, τις παρουσίαζε με φυσικότητα, ζωντάνια και πάθος στα πλαίσια των έργων του. Αντιπροσωπευτικός για όλες τις εποχές ιεροκήρυκας, που μαστίγωνε με δριμύτητα τις δεισιδαιμονίες, την κοινωνική αδικία και την αθλιότητα.
Από το τεράστιο έργο τους θα σταχυολογήσουμε ελάχιστες μόνο αναφορές τους περί αγωγής και παιδείας:
α. Για την αγωγή και την εν γένει συμπεριφορά των νέων ο Μ. Βασίλειος τονίζει: «Χρειάζεται ὁ νέος νά μάθει νά ἐρωτᾶ χωρίς ἐριστικότητα καί νά ἀπαντᾶ χωρίς ὑπεροψία. Νά μή διακόπτει τόν συνομιλητή του, οὔτε νά παρεμβάλλει τά δικά του λόγια ἐπιδεικτικά. Ἄν ἔχει διδαχθῆ κάτι ἀπό ἄλλον νά μήν τό κρύβει σά νά ἦταν δική του σκέψη, ἀλλά νά φανερώνει τίνος εἶναι».
β. Ποιος είναι ο καλός δάσκαλος;
Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο:«Ὁ καλός δάσκαλος εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό φθόνο καί ἔπαρση. Θέλει οἱ ἀρετές νά γίνουν κοινό κτῆμα τῶν μαθητῶν του, θέλει μόνο νά τούς ἐξισώσει σέ ὅλα μέ τόν ἑαυτό του» (Περί Παρθενίας).Κι αλλού: «Γιατί αὐτό κυρίως εἶναι τό γνώρισμα τοῦ πραγματικοῦ δασκάλου, τό νά συμπάσχει στίς συμφορές τῶν μαθητῶν του, τό νά θρηνεῖ καί νά πενθεῖ γιά τά τραύματα αὐτῶν πού ἔχει στήν εὐθύνη του» (ομιλία 28). Σωστός δάσκαλος λέει ο Χρυσόστομος στην 30η ομιλία του είναι αυτός «που διδάσκει μᾶλλον παρά πού ἐλέγχει, που παιδαγωγεῖ παρά πού τιμωρεῖ, που βάζει τάξη παρά πού διαπομπεύει».
γ. Ποιος είναι αληθινά μορφωμένος;
Ας ακούσουμε την άποψη του αγίου Γρηγορίου: «Γιά μένα δέν εἶναι σοφός ἐκεῖνος πού ἔχει σοφία λόγου, οὔτε ἐκεῖνος πού παρουσιάζει μέν εὐφράδεια ἀλλά ἔχει ἄστατη καί ἀδιαμόρφωτη ψυχή, σάν τούς τάφους οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικά μέν εἶναι ἐμφανίσιμοι καί ὡραῖοι ἐνῶ ἐσωτερικά κρύβουν πτώματα καί δυσωδία. Σοφό θεωρῶ ἐκεῖνον πού λέει μέν λίγα περί ἀρετῆς, ἀλλά παρουσιάζει πολλά μέ τή ζωή του καί ἐπιβεβαιώνει μέ τήν πράξη τήν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου του. (Λόγος 16)».
Κι αλλού: «Σοφία εἶναι τό νά γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του καί νά μήν ὑπερηφανεύεται». (Λόγος 32)».
δ. Η ευρύτητα της σκέψης των τριών Ιεραρχών φαίνεται από την θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται την χρησιμότητα και σπουδαιότητα. Σε μια εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες θεωρούνταν ακόμα «βάναυσοι» (πρβλ. π.χ. τις αναφορές του Λουκιανού) , θα πει ο Χρυσόστομος: «Μη καταφρονώμεν των από χειρών τρεφομένων, αλ¬λά μάλλον αυτούς μακαρίσωμεν δια τούτο» (ΡG 51, 193).
Η κοινωνική τους διδασκαλία αξίζει να τονιστεί, γιατί εδράζεται στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, κατά το πρότυπο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, την αγάπη και την κοινοχρησία.
Περιττό είναι να ειπωθεί ότι ενώ και οι τρεις προερχόταν από πάμπλουτες οικογένειες και θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που λέμε «άνετη ζωή» μένοντας σε μια θεωρητική διδασκαλία του «σαλονιού», προτίμησαν να κάνουν τη θεωρία πράξη (η γνωστή Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου που περιλάμβανε συγκρότημα ευαγών ιδρυμάτων είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα) και να μοιράσουν ολόκληρη την τεράστια περιουσία τους στους άπορους.
Η κοινωνιοκενρική τους διδασκαλία με άλλα λόγια δεν είναι ένα θεωρητικό ιδεολόγημα, αλλά θυσιαστική και αγαπητική πράξη.
Τελείως τηλεγραφικά σταχυολογώ τα εξής:
Ο Χρυσόστομος αναφέρει:«όπου γαρ το εμόν και το σον εκεί πάσα μάχης ιδέα και φιλονικίας υπόθεσις». Ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «αν αυτός που απογυμνώνει το ντυμένο ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάνει, δεν είναι το ίδιο;». Και ο Γρηγόριος τονίζει: «Μην τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Η απάντηση τους στο κοινωνικό πρόβλημα που ακόμα σοβεί, είναι απάντηση της πράξης.
Δείγμα του ρηξικέλευθου αλλά και βαθιά ανθρωπιστικού πνεύματος που διακατείχε το Χρυσόστομο αποτελεί το γεγονός ότι και αυτή ακόμα η ύπαρξη εκκλησιαστικής περιουσίας τον ενοχλούσε, αν και τα εισοδήματα της δεν ήταν υπέρμετρα. Τον ενοχλούσε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε συνιστούσε στους πιστούς αντί να δίνουν χρήματα για τη διακόσμηση των ναών να τα δίνουν αυτοπροσώπως στους φτωχούς. Έτσι εξυψώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο και προάγεται η κοινωνικότητα.
Η ύπαρξη περιουσίας δικαιολογείται ωστόσο -κατά το Χρυσόστομο- εξαιτίας της απανθρωπίας εκείνων των χριστιανών, που δεν συνέβαλαν αποφασιστικά, ενώ είχαν τη δυνατότητα, στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων: «Σήμερα η εκκλησία έχει αγρούς, οικοδομές και εισπράξεις από νοίκια(…).Κι όλα αυτά τα έχει εξαιτίας της απανθρωπίας σας. Όλος αυτός ο πλούτος έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια σας και τα έσοδα της εκκλησίας έπρεπε να προέρχονται από τη γενναιοδωρία σας. Τώρα όμως (…)εσείς δεν καρποφορείτε με προσφορές στην εκκλησία και οι ιερείς δεν μπορούν να προσφέρουν όσα πρέπει».
Και αλλού (PG 48, 656B) αναφέρει: «Πολλή φροντίδα πρέπει να έχει η εκκλησία ώστε ούτε να της περισσεύει, αλλ’ ούτε να της λείπει τίποτα, άλλα όσα εισπράττει να τα σκορπίζει γρήγορα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη».
Η γλώσσα του Χρυσοστόμου ξαφνιάζει. Είναι σκληρή, αλλά συνάμα τίμια και ρεαλιστική: «Καθημερινά βλασφημείται ο θεός από μας εξαιτίας των αρπαγών και της πλεονεξίας μας. Η αρρώστια αυτή κατάλαβε όλη την οικουμένη και τις ψυχές όλων. Κηρύττουμε το Χριστό και υπηρετούμε το χρυσό»(PG 59,413B-414B).
Η αναφορά μας αυτή δεν είναι απαραίτητο να συνδεθεί με τη θλιβερή επικαιρότητα. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι άλλο ορθοδοξία και άλλο σχολαστικισμός ή πιετισμός ή φονταμενταλιστικός«ταλιμπανισμός», όπως επίσης άλλο αυθεντική διδασκαλία και άλλο σύγχρονη «εκκοσμικευμένη» παραφθορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες έλαμψαν ως ασκητές, μεγαλούργησαν ως θεολόγοι, συνέδεσαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία, άφησαν σε όλους μας παρακαταθήκη αξιών σε κοινωνικό, παιδαγωγικό, φιλοσοφικό επίπεδο. Πνεύματα φωτεινά με απέραντη αγάπη στον άνθρωπο και στην εκκλησία άνοιξαν νέους ορίζοντες στην ελληνική παιδεία και έκαναν τη χριστιανική διδασκαλία επίκαιρη σε κάθε εποχή. Αληθινοί φάροι ορθοδοξίας, πίστης και ζωής ας αποτελέσουν παράδειγμα για όλους μας στους καιρούς της κρίσεως που βιώνουμε.
Η σύγχρονη εκπαιδευτική κοινότητα ας εμπνευστεί από το ήθος των Τριών Ιεραρχών και ας αντλήσει από την πολυποίκιλη διδασκαλία τους στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ουσιαστική ανανέωση της παρεχόμενης παιδείας με κεντρικά σημεία προσανατολισμού τον άνθρωπο, τη μόρφωση, τη διαμόρφωση στοιχειώδους καλλιέργειας, το σεβασμό της ετερότητας, το κοινοτικό πνεύμα, την καταπολέμηση κάθε είδους «αποκλειστικότητας» ρατσισμού και ξενοφοβίας και την ειρήνη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου


Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιγνάτιος (τιμάται 20 Δεκεμβρίου) ήταν διάδοχος των Αποστόλων και χρημάτισε δεύτερος Επίσκοπος Αντιοχείας. Υπήρξε, μαζί με τον Επίσκοπο της Εκκλησίας της Σμύρνης Πολύκαρπο, μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου. Μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.) στη Ρώμη, κατασπαραχθείς από τα θηρία.

Μετά το φρικτό μαρτύριο του Αγίου, κάποιοι Χριστιανοί μάζεψαν από τον ιππόδρομο τα εναπομείναντα άγια λείψανά του και τα μετέφεραν στην Αντιόχεια. Η Σύναξη αυτού ετελείτο στην Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πλουτοποιῶν δωρημάτων, τὴν τῶν λειψάνων σου μυρίπνοον θήκην, τὴ ποίμνη σου μετήγαγον ἐκ Ρώμης εὐσεβῶς, ἧσπερ τὴν ἐπάνοδον, ἑορτάζοντες ποθῶ, χάριν ἀρυόμεθα, πολλαπλῶν ἰαμάτων, τοὺς σοὺς ἀγῶνας μέλποντες ἀεί, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐξ ἑῴας σήμερον ἐξανατείλας, καί τήν κτίσιν ἅπασαν, καταλαμπρύνας διδαχαῖς, τῷ Μαρτυρίῳ κεκόσμηται, ὁ Θεοφόρος καί θεῖος Ἰγνάτιος.

Ὁ Οἶκος
Ἱερεμίαν ὁ Θεὸς ἐκ μήτρας ἁγιάσας, καὶ πρὸ τοῦ γεννηθῆναι γινώσκων ὡς προγνώστης, δοχεῖον ἔσεσθαι αὐτὸν Πνεύματος Ἁγίου, ἐμπιπλᾷ τοῦτον εὐθύς, ἐκ νεαρᾶς βιώσεως, καὶ Προφήτην τοῦτον, καὶ κήρυκα πᾶσιν ἀποστέλλει, προαγγέλλειν τὴν ἁγίαν ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ παρουσίαν. Τεχθεὶς οὖν ὁ αὐτὸς Θεὸς ἐκ Παρθένου, πρός τὸ κήρυγμα ἐλθών, εὗρεν ἐκ βρέφους, ἄξιον αὐτοῦ τῆς χάριτος ὑποφήτην, τὸν θεοφόρον καὶ θεῖον Ἰγνάτιον.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΕΝΑ ΗΡΩΑΣ 13 ΕΤΩΝ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΠΟΥ ΝΙΚΗΣΕ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ «Μόνο ὁ ἀβάσταχτος, ὁ βαθύς πόνος φέρνει τήν ἀναγέννηση, τό νέο ἄνθρωπο».

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ 13 ΕΤΩΝ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΠΟΥ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
στὸ 2ο Συμπόσιο Νοσηλευτικῆς Ὀγκολογίας
στό Γενικό Νοσοκομεῖο τῆς Ἀεροπορίας 251,
τό  φθινόπωρο τοῦ 2013
.                      […] Πρόκειται γιά ἕνα παιδί πού προσβλήθηκε ἀπό καρκίνο σέ ἡλικία 13 ἐτῶν καί τελικά πέθανε σέ ἡλικία 18 ἐτῶν. Ἦταν ἕνα ζωηρό παιδί μέ ὄνειρα γιά τήν ζωή, μέ ἔντονη κοινωνική δραστηριότητα, τό ὁποῖο ὅμως κατά τήν διάρκεια τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ καρκίνου βοηθήθηκε ἀπό τήν μάνα του καί χρησιμοποίησε τήν νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
.                     Τήν ὅλη περιπέτεια τῆς ἀσθενείας περιγράφει ἡ μάνα του σέ βιβλίο πού κυκλοφορεῖ μέ τόν τίτλο «ὑπόσχεση».[…]
.                       […] Ὅταν τό παιδί ἀρρώστησε στήν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν ἄρχισε μιά συναρπαστική περιπέτεια. Ἀπό τήν μιά μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἀσθένεια, χρησιμοποιώντας ὅλες τίς μεθόδους, ἰατρικές θεραπεῖες, ἐναλλακτικές θεραπεῖες, ψυχολογικές, διαλογισμός, ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ὁ ψυχικός πόνος καί τῶν δύο, ἀλλά κυρίως τό πρόβλημα τοῦ θανάτου πού ἐμφανίσθηκε μπροστά τους.
Τό παιδί «ἦταν πανέξυπνο, ἐρευνητικό μυαλό, ἔψαχνε γιά τά πάντα καί διψοῦσε γιά τή γνώση». Ἡ μάνα «γαλουχήθηκε μέ τό ὅραμα ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο. Ἡ γενιά τοῦ Πολυτεχνείου, οἱ τελευταῖοι μαρξιστές, πίστεψαν σ’ αὐτό τό δόγμα». «Μέ τήν ἔπαρση τῆς ἀριστερῆς ἰδεολογίας κάποτε, ἦταν φουσκωμένη μέ ὁράματα, ἰδέες, λύσεις».
.                      Καί ὅταν ἦλθε ὁ καρκίνος, ἐμφανίσθηκε καί μιά ἄλλη πραγματικότητα. Τό ἐρώτημα τοῦ παιδιοῦ στήν μάνα ἦταν ἀδυσώπητο: «Τί γίνεται μετά τό θάνατο; ὅλα τέλος;». Καί ἡ μάνα του αἰσθάνθηκε νά σπάζουν τά μούτρα της «ὅταν κατάλαβε τό ἀτελές τοῦ συστήματος τοῦ κόσμου». Καί διηγεῖται: «Πῶς νά τόν ἱκανοποιήσω μέ ἀπαντήσεις ρηχές μέσα ἀπό τήν σφαίρα τῆς λογικῆς καί τόν κόσμο τοῦ ὀρθολογισμοῦ; Ἄθελά μου, ἐντελῶς μηχανιστικά ἀπό τή δική μου πλευρά, τοῦ ἔστρεψα τήν προσοχή στήν προσευχή. Ἔτσι, ὅπως θά ἔκανε ἡ μάνα μου. Προσευχή γιά νά τιθασεύσει τόν ἀβάσταχτο πόνο. Καί τότε ὁ πόνος ἄρχισε νά δουλεύει θεραπευτικά γιά τήν ψυχή τοῦ Βανή, ἐνῶ ἐμένα ἀπειλοῦσε νά μέ συνθλίψει. Ὁ πόνος, ἄν δέν σέ καταστρέψει, θά σέ ἀναστήσει».
.                      Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πολλές θεραπευτικές δυνατότητες πού παραμένουν ἄγνωστες ἤ ἀναξιοποίητες … κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιμετωπίζη σωστά ὅλα τά προβλήματά του καί νά ὑπερβαίνη καί αὐτόν τόν θάνατο.
.                      Ἡ ὅλη περιπέτεια τῆς ἀσθένειας ἦταν συγκλονιστική. Ἡ ἴδια διηγεῖται:
«Ἡ “ἐμπειρία” τοῦ καρκίνου πού ζήσαμε, δέν ἦταν ἁπλά μιά “κατάσταση” στή ζωή μας. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωή στήν ὁριακή της πλευρά μέ τό θάνατο. Ἀπό τίς πρῶτες μέρες τό ἴδιο τό παιδί μου κοιτάζει κατάματα τό ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου του καί ρωτάει: “τί γίνεται μετά τό θάνατο; Ὅλα τέλος;” Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζει μία ἀναζήτηση στά τρίσβαθα τοῦ εἶναι μας. Ἡ ἐρώτηση ἦταν τέτοια πού σχετιζότανε οὐσιαστικά μέ τό σκοπό τῆς ὕπαρξής μας.
Ἤδη τό νόημα τῆς ὕπαρξης γιά μένα εἶχε θρυμματιστεῖ. Μέ τό χρόνο, διαπίστωσα ὅτι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἰατρική, ὅπως καί τά διάφορα ψυχοθεραπευτικά καί φιλοσοφικά ρεύματα, ἀδυνατοῦν νά δώσουν ἱκανοποιητικές ἀπαντήσεις σέ ὁριακά ζητήματα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Μοῦ πῆρε πολύ χρόνο ἐπίσης νά διαπιστώσω ὅτι, ὅσο καί ἄν πασχίζουν ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα, ἡ ἐξέλιξη τῆς ἰατρικῆς, ἡ ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας καί ἡ παρουσία ἀναρίθμητων ψυχοθεραπευτικῶν συστημάτων, ἀδυνατοῦν νά διαχειριστοῦν καί νά ἀπαντήσουν σέ ζητήματα πού ἅπτονται τῆς ἠθικῆς, τῆς ἐλεύθερης βούλησης καί τοῦ πόνου στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου». 
Ἡ μάνα ἀγαποῦσε μυστικά καί αἰσθητά, ὠθοῦσε τό παιδί της στήν προσευχή. Καί ἐκεῖνο ἀνταποκρινόταν μέ θαυμαστό τρόπο. Προσευχόταν, ἀναζητοῦσε τήν ἡσυχία. «Ἀνακάλυπτε τόν ἑαυτό του. Προχωροῦσε στήν αὐτογνωσία. Καθόριζε τήν ψυχή του, σέ σχέση μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους γύρω του. Ἀπελευθερωνόταν ἀπό μικρόψυχους κλυδωνισμούς καί ἐξαρτήσεις. Προσπαθοῦσε ν’ ἀντέξει τόν ἑαυτό του, νά τόν κυριαρχήσει. Φαινόταν στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε τούς ἀπανωτούς πόνους καί τίς δυσοίωνες διαγνώσεις. Πάσχιζε νά ἐλευθερωθεῖ».
 «Ἡ στάση του ἀπέναντι στό καρκίνο ἦταν ἡρωική. Πάλη ἄνιση, ἀγώνας μέχρι τό τέλος, ἀγόγγυστος καί ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ. Ἡ ὑπομονή του δέν εἶχε κανένα στοιχεῖο ἠττοπάθειας ἤ παραίτησης. Ἦταν σκληρή ἀποδοχή τῆς πραγματικότητας. Ἡ ὑπομονή του, τοῦ ἔδωσε χρόνο καί γαλήνη νά στραφῆ στό πνεῦμα του. Ἀνακάλυψε τήν προσευχή, σιωπηλά. Αὐτή τόν ἀπογείωσε. Τόν ἔκανε νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό του, νά βγεῖ ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του. Μεταμόρφωσε τόν χαρακτήρα του, τήν ἐγωπάθειά του. Τόν ὁδήγησε ν’ ἀγαπήσει δυνατά. Ἔφυγε σάν ἀετός, ἐλεύθερος!».
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθένειας τοῦ καρκίνου ἀνακαλύφθηκε ἕνας ἄλλος κόσμος, μυστικός, πνευματικός. Γράφει ἡ μάνα:
.                      Ἄν ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βοηθᾶ κάθε ἄνθρωπο, εἴτε εἶναι ἄρρωστος εἴτε ὄχι, πολύ περισσότερο βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο πού πάσχει ἀπό καρκίνο.
.                      «Ὁ Μίνως (Βανῆς) εἶχε μάθει τούς νόμους τῆς σιωπῆς, τήν εὐεργετική θεραπεία τῆς ἡσυχίας. Ἤξερε πότε ν’ ἀποσυρθεῖ, πότε νά ἐπικοινωνήσει. Αὐτός καί ἡ μάνα του μιλοῦσαν καί μέ τά βλέμματα. Ἐκείνη διάβαζε τά μάτια του. Γνώριζε τί συντελοῦνταν μέσα του. Δέν τῆς ἐπιτρεπόταν νά παραβιάσει τήν ἡσυχία του. Ἤξερε πότε θά τοῦ πιάσει τήν παλάμη νά προσευχηθοῦν μαζί. Ἐκείνη τήν ἱερή στιγμή, ὁ Μίνως (Βανῆς) δέν δυσανασχετοῦσε. Ἀντίθετα, τό περίμενε. Ἤξερε πότε νά τόν ἀφήσει μόνο, στήν ἐντελῶς προσωπική του “κοινωνία” μέ τόν Θεό. Ἱερές στιγμές μέ ἰδιαίτερο μυστικό, ἐκστατικό νόημα. Μετά τόν παρακολουθοῦσε νά βγαίνει μέσα ἀπό μιά ἄλλου χαρακτήρα καί πέραν τῆς αἰσθητῆς φύσεως κατάσταση, μέ νοῦ καθαρό σάν κρύσταλλο, ἑνωμένο μέ τήν καρδιά. Ἀπαλλαγμένο ἀπό τίς ἀπαιτήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀποδεσμευμένο ἀπό τή φαντασία καί τή γνώση. Ἀπελευθερωμένο ἀπό τά δεσμά αὐτῆς τῆς ζωῆς καί τά ζητήματα πού μᾶς καῖνε. Ὁ νοῦς ὁλοφάνερα εἶχε συναντήσει κάτι ἀνώτερο, εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν ἀληθινή γνώση. Τήν τέλεια γνώση. Γι’ αὐτό παρέμενε ἀτάραχος, σίγουρος, γαλήνιος, χωρίς καθημερινούς συλλογισμούς, χωρίς τό φόβο τοῦ θανάτου. Ἡ μάνα του τόν ἔβλεπε μέ θαυμασμό γιά τή δύναμη ψυχῆς πού ἐξέπεμπε, γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τῆς μιλοῦσε, γιά μιά ἐνέργεια ἐσωτερική, ἄλλου βεληνεκοῦς, ἀκατανόητη». 
Ἡ οἰκογένεια χρησιμοποιώντας τίς δυνατότητες πού δίνει ἡ ἰατρική ἐπιστήμη, ἀλλά καί οἱ ἐναλλακτικές θεραπεῖες ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γίνουν διάφορες ἐσωτερικές διεργασίες. Γράφει: 
«Ὄντως ὅμως ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς φρικτές σωματικές ὀδύνες, ὁ νοῦς του παρέμενε εἰρηνικός καί ἔψαχνε προσευχόμενος. Δέν ἱκανοποιοῦνταν ἀπό τίς λογικές ἀπαντήσεις καί τόν παρακολουθοῦσα νά ἀποζητᾶ τήν ἡσυχία πολλές φορές καί μετά νά ἐπιστρέφει στή φυσιολογική ζωή ἤρεμος, δημιουργικός, δυνατός. Συγκεντρωνότανε σίγουρα σέ μιά προσωπική ἐνδοσκόπηση καί πήγαινε παραπέρα. Ἀκολουθοῦσε μέ καθαρή καρδιά πνευματικά μονοπάτια, ἀναζητώντας τήν πηγή πού θά τοῦ πρόσφερε τήν ἀληθινή γνώση. Ὁ Βανῆς ἀνέπτυξε μιά ἐκπληκτική ἐσωτερική διαύγεια καί πρέπει νά ἄρχισε μέσα του μιά σπάνια ἐσωτερική διεργασία. Εἶχε μιά καθαρή συνειδητότητα γιά τήν ἀσθένειά του, τόν κόσμο, ὅσα συνέβαιναν γύρω του, γιά τό Θεό. Ἔδειχνε ἀκλόνητος ἀπό τίς ὑποτροπές καί τά βάσανά του. Ὁ νοῦς του ἦταν καθαρός, ὑγιής, χωρίς ἀλλοιώσεις μέ ἀπωθημένες ἐπιθυμίες ἤ ἄλυτα προβλήματα. Ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς δυσκολίες καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀπό τό φόβο. Τό σῶμα του ἦταν ἄρρωστο ὁ νοῦς του ὅμως καί ἡ καρδιά του δέν ἀρρώστησαν. Τήν ἀλλαγή του αὐτή δέν τήν ὁμολογοῦσε οὔτε εἶχε φαίνεται τήν ἀνάγκη νά τήν συζητάει. Τίς σκέψεις του ὅμως τίς ἔγραφε. Καί βέβαια μόνο μιά μάνα μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ καί νά καταλάβει ὅτι κάτι διαφορετικό συμβαίνει στό παιδί της». 
Μετά τήν περιπέτεια αὐτή ἡ μάνα κατάλαβε τήν ἀξία τοῦ πόνου, ὅταν ὁδηγῆται ὁ ἄνθρωπος στήν νοερά προσευχή. «Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἀσθενεῖς οἱ πολύ πονεμένοι, πού καταφέρνουν καί ἐπιτυγχάνουν, μέσω τῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτήν τήν ἕνωση, μεταμορφώνονται σ’ ἄλλου εἴδους ἀνθρώπων. Ἀλλά αὐτό γίνεται μέσα ἀπό τόν πολύ πόνο. Μόνο ὁ ἀβάσταχτος, ὁ βαθύς πόνος φέρνει τήν ἀναγέννηση, τό νέο ἄνθρωπο». 
Ἡ μάνα αὐτή καί μετά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της ἀνακάλυψε «τή δυνατότητα θεραπείας τοῦ νοῦ πού εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ, μόνον ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου “ἀποκαλυφθεῖ”». Αὐτό γίνεται μέ τήν «ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ», ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου «εἶναι συνδεδεμένος μέσω τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τό Θεό, ὅπως λένε οἱ νηπτικοί πατέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ἔμαθε «ὅτι τό βασικό πρόβλημα στήν ζωή μας εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ»· ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό τήν λογική ἐνέργεια ἔχει καί τήν νοερά ἐνέργεια καί ὅτι καλλιεργοῦμε «ἔντονα τή λογική» καί ἀναπτύσσουμε «ὑπερβολική δράση» καί ὅτι «ἔχουμε παραμελήσει τήν ἄλλη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, τό νοῦ, πού εἶναι τό κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου». Γνώρισε «τή θεραπευτική ἀγωγή πού ἔχει ὁ Χριστιανισμός καί ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθόδοξη Διδασκαλία καί παράδοση τῶν νηπτικῶν πατέρων τῆς πίστης μας, κάτι πού σήμερα ἔχει χαθεῖ», «τό θεραπευτικό χαρακτήρα καί τή σωτηριολογική σημασία πού ἔχει ἡ Χριστιανική πίστη, πού εἶναι ἀποκεκαλυμμένη πίστη», ὅτι ἐκτός ἀπό τούς φυσικούς νόμους «πού προάγουν τό φυσικό ὑλικό κόσμο καί πού ἀποδεικνύονται συνεχῶς ἀνεπαρκεῖς νά ἐπιλύσουν λεπτότερα θέματα, ὅπως προανέφερα, ἠθικῆς, ζωῆς, θανάτου», «πρέπει νά ὑπάρχουν καί πνευματικοί νόμοι πού λειτουργοῦν καί ρυθμίζουν τήν ὑλική μέ τήν πνευματική μας ὑπόσταση».
.                      Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τό παιδί εἶχε ἕναν ἤρεμο θάνατο, ἀλλά τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ μάνα μετέτρεψε τόν πόνο της σέ ἐλευθερία, ἀγάπη καί δημιουργικότητα, ὅπως τό παρουσιάζει ἐκπληκτικά […] «Δέν αἰσθάνομαι ἡρωίδα γιά τόν ἀγώνα πού δώσαμε σάν οἰκογένεια καί πού τόσες ἄλλες οἰκογένειες δίνουν. Ὅμως, ἡ διδασκαλία καί ὁ λόγος τῆς χριστιανικῆς πίστης σάν θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού διατυπώνετε μέσα ἀπό τό ἔργο σας μ’ ἔσωσαν πνευματικά καί ψυχικά, τά μετέδωσα καρδιακά στό ἄρρωστο παιδί μου κι αὐτό μέ τήν σειρά του μοῦ τό ἀνταπέδωσε στήν πράξη. […] ».
.                      Πολλοί ἄνθρωποι σήμερα, ἀκόμη καί Κληρικοί πού ζοῦν στήν Ἐκκλησία, ἔχουν μιά κακή ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία. Ἄλλοι τήν ἐκλαμβάνουν ὡς μιά Θρησκεία πού ἱκανοποιεῖ τά θρησκευτικά συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων, ἄλλοι τήν θεωροῦν ὡς ἕνα ἰδεολογικό σύστημα πού ἀντιτάσσεται σέ ἄλλα ἰδεολογικά συστήματα, ἄλλοι ὡς μιά κοινωνική ὀργάνωση πού ἀσχολεῖται μόνον γιά τήν ἀντιμετώπιση διαφόρων κοινωνικῶν ἀναγκῶν. Ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πολλές θεραπευτικές δυνατότητες πού παραμένουν ἄγνωστες ἤ ἀναξιοποίητες, κυρίως δίνει νόημα στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, θεραπεύει τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιμετωπίζη σωστά ὅλα τά προβλήματά του καί νά ὑπερβαίνη καί αὐτόν τόν θάνατο. Τόν θάνατο ἤ μπορεῖ νά τόν ἀγνοήση κανείς ἤ νά βρεθῆ κάτω ἀπό τήν ἀσφυκτική πίεσή του ἤ νά τόν ὑπερβῆ, νά νικήση τόν φόβο πού προξενεῖ. Ἡ Ἐκκλησία ἀποβλέπει σέ αὐτό τό τελευταῖο, στήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ θανάτου, ἀρκεῖ νά βρεθοῦν οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι νά κάνουν αὐτό τό ἔργο.
 […]

Τί θέλουμε ἀληθινά ἀπό τό Χριστό;

Επισκόπου Antony Bloom

 Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνη τελείως έξω από την ζωή μας, είναι έτοιμος να το σηκώση αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνη απλώς ένα μέρος της ζωής μας.

Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;

Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.

Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά:

«ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίσι του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!

 Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ. Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώση ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;

Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθήτε την θέρμη, το βάθος και την έντασι που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για την ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; ΌΧΙ, καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής σάς απασχολεί.

Όταν κάνετε την γεμάτη πάθος, βαθειά και έντονη προσευχή, την σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάστασι που σας στεναχωρεί και μετά στραφήτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώση η διάθεσί σας, τι άλλαξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι ασφαλώς. Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρσι, όλη η έντασι της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστι σας, την σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθησι της παρουσίας Του. Αλλά γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για κείνο το πρόσωπο ή για κείνη την υπόθεσι, και όχι για τον Θεό.

Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.

Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε, αληθινά, ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνη κάτι για εμάς. Αλλά από την στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότης, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.

Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάστασι η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς, οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει να ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας που δεν μπορούσε να ακολουθήση τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;

Πολύ συχνά, ότι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποίαν τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για να αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πώς είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;

Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;

Από το βιβλίο: «Μάθε να προσεύχεσαι», εκδ. «Η ΕΛΑΦΟΣ”

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Ο Όσιος Εφραίμ καταγόταν από την Ανατολή και γεννήθηκε στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας πιθανώς το 308 μ.Χ. ή και ενωρίτερα. Ήκμασε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 - 337 μ.Χ.), Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.) και των διαδόχων αυτού. Από την μικρή του ηλικία διδάχθηκε την πίστη και την αρετή από τον Επίσκοπο της γενέτειράς του Ιάκωβο (309 - 364 μ.Χ.), ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να λάβει μεγαλύτερο αξίωμα. Ακολούθησε πολύ νωρίς τον μοναχικό βίο και με το φωτισμό του Παρακλήτου έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα πνευματικής και ηθικής οικοδομής. Γι’ αυτό και θαυμάζεται για το πλήθος και το κάλλος των έργων του. Γνώστης ακριβής όλων των δογματικών θεμάτων, ήξερε να καταπολεμά τις αιρέσεις και να υπερασπίζει με θαυμάσια σαφήνεια την Ορθοδοξία. Ήταν εκείνος που κατατρόπωσε σε διάλογο τον αιρετικό Απολλινάριο και οδήγησε πολλούς αιρετικούς να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια.

Όταν, διά της συνθήκης του έτους 363 μ.Χ., που υπέγραψε ο διάδοχος του Ιουλιανού του Παραβάτου, Ιοβιανός (363 - 364 μ.Χ.), η Νίσιβης παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Όσιος Εφραίμ εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήλθε στην Έδεσσα, όπου ασκήτεψε σε παρακείμενο όρος. Το έτος 370 μ.Χ. επισκέφθηκε τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και λίγο αργότερα τους Πατέρες και Ασκητές της Αιγύπτου.

Ο Όσιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 373 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριο της Αγίας Ακυλίνας, στην περιοχή Φιλοξένου, κοντά στην αγορά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρεῖθρον ἄυλον, ἐν τὴ ψυχή σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι, ὅθεν ἠμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοὶς ἱεροίς σου ρυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἐφραίμ Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τήν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις πικρώς, Ἐφραίμ δάκρυα κατανύξεως· πρακτικός δέ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος ὅσιε· ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν θησαυρὸν τῆς σοφίας τῶν μυστηρίων Χριστοῦ, τὸν κρατῆρα τὸν θεῖον τῆς κατανύξεως, ἀνυμνήσωμεν πιστοί, ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ· φερωνύμως γὰρ ἀεί, τὰς καρδίας τῶν πιστῶν, εὐφραίνει ἔπεσι θείοις, Ἐφραίμ, ὡς πράκτωρ καὶ μύστης, τῶν τοῦ Κυρίου ἀποκαλύψεων.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Μην δικαιολογείς την αδράνειά σου!

Δεν υπάρχει πιο κρύο πράγμα από τον χριστιανό που δεν σώζει άλλους. Δεν μπορείς εδώ να επικαλεσθείς την φτώχια, διότι θα σε κατηγορήσει η χήρα που κατέβαλε τα δύο λεπτά...


Δεν μπορείς να επικαλεστείς την ταπεινή σου καταγωγή, διότι και οι απόστολοι ήταν άσημοι και κατάγονταν από ασήμους. Δεν μπορείς να προβάλεις την αγραμματοσύνη σου κι εκείνοι ήταν αγράμματοι.

Ακόμη κι αν είσαι δούλος, κι αν είσαι δραπέτης, θα μπορέσεις να εκπληρώσεις το καθήκον σου, διότι και ο Ονήσιμος τέτοιος ήταν. Κοίταξε όμως που τον καλεί και σε τι υψηλό αξίωμα τον ανεβάζει ο απόστολος «ίνα κοινωνή μοι», λέγει, «εν τοις δεσμοίς μου». Δεν μπορείς να προφασισθείς την ασθένεια, διότι και ο Τιμόθεος τέτοιος ήταν, είχε «πυκνάς ασθενείας»...

Δεν βλέπετε τα δένδρα τα άκαρπα πως είναι γερά, πως είναι ωραία, μεγάλα, λεία και ψηλά; Αλλά αν είχαμε κήπο, θα προτιμούσαμε να έχουμε ροδιές και ελιές καρποφόρες παρά αυτά, διότι αυτά είναι για την τέρψη και όχι για την ωφέλειά μας ελάχιστα ωφελούν. Τέτοιοι είναι οι χριστιανοί που φροντίζουν μόνο για τα δικά τους, η μάλλον ούτε τέτοιοι, διότι αυτοί είναι για την φωτιά, ενώ τα καλλωπιστικά δένδρα χρησιμοποιούνται και για την οικοδόμηση και για την ασφάλεια των ιδιοκτητών.

Τέτοιες ήταν και οι πέντε παρθένες, αγνές βέβαια και κόσμιες και σώφρονες, αλλά σε κανέναν χρήσιμες, γι’ αυτό και κατακαίονται. Τέτοιοι είναι αυτοί που δεν έθρεψαν τον Χριστό. Πρόσεξε ότι κανείς απ’ αυτούς δεν κατηγορείται για προσωπικά του αμαρτήματα δεν κατηγορείται ότι πόρνευσε ούτε ότι επιόρκησε, καθόλου, αλλά ότι δεν υπήρξε χρήσιμος στον άλλο...

Πως είναι χριστιανός τέτοιος άνθρωπος; Πες μου, αν το προζύμι που ανακατεύεται με το αλεύρι δεν μεταβάλλει στη δική του φύση όλο το φύραμα, είναι προζύμι; Και αλήθεια, το μύρο που δεν γεμίζει ευωδιά εκείνους που πλησιάζουν θα το ονομάζαμε μύρο;

Μην πεις μου είναι αδύνατο να παρακινήσω άλλους. Αν πράγματι είσαι Χριστιανός, αδύνατο είναι το να μη συμβαίνει αυτό. Όπως αυτά που βλέπουμε στη φύση είναι αναντίρρητα, έτσι και τούτο διότι στη φύση του Χριστιανού βρίσκεται το πράγμα. Μην υβρίζεις τον Θεό. Αν πεις ότι δεν μπορεί να φωτίζει ο ήλιος, τον ύβρισες. Αν πεις ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να ωφελεί, ύβρισες τον Θεό και τον είπες ψεύτη. Διότι είναι ευκολότερο να μη θερμαίνει και να μη χύνει φως ο ήλιος, παρά να μη φωτίζει ο χριστιανός... είναι ευκολότερο να γίνει σκοτάδι το φως, παρά να συμβεί αυτό. Μη λες, λοιπόν, είναι αδύνατο, διότι αδύνατο είναι το αντίθετο. Μην υβρίζεις, λοιπόν, τον Θεό.

Αν ρυθμίσουμε σωστά τη ζωή μας, οπωσδήποτε θα συμβούν κι εκείνα και θα ακολουθήσουν σαν κάτι το φυσικό. Δεν είναι δυνατόν να μείνει κρυφό το φως του Χριστιανού δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί μια τόσο φωτεινή λαμπάδα. Ας μην αμελούμε, λοιπόν!



Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος: ο Προφήτης της φιλανθρωπίας

Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Φλωρόφσκυ

Ο Χρυσόστομος υπήρξε πολύ δυνατός ιεροκήρυκας. Υπεραγαπούσε το κήρυγμα και το θεωρούσε ως το κατ’ εξοχήν καθήκον ενός χριστιανού κληρικού. Η ιεροσύνη είναι εξουσία, αλλ’ είναι εξουσία λόγου και πειθούς.


Αυτό είναι το διακριτικό γνώρισμα της χριστιανικής αρχής. Οι βασιλείς εξαναγκάζουν, οι κληρικοί πείθουν. Οι πρώτοι ενεργούν με διαταγές, οι δεύτεροι με προτροπές. Οι κληρικοί απευθύνονται στην ανθρώπινη ελευθερία, στην ανθρώπινη θέληση και ζητούν αποφάσεις. Όπως ο ίδιος ο Χρυσόστομος συνήθιζε να λέει, «είμαστε υποχρεωμένοι να επιτύχουμε τη σωτηρία των ανθρώπων με τον λόγο, την πραότητα και την προτροπή». Η όλη αξία της ανθρώπινης ζωής για τον Χρυσόστομο βρισκόταν στο ότι αυτή ήταν, και έπρεπε να είναι, μια ζωή εν ελευθερία, και γι’ αυτό μια ζωή χρήσιμη. Στα κηρύγματά του μιλούσε συνεχώς για την ελευθερία και την απόφαση. Η ελευθερία ήταν γι’ αυτόν μια εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Ο Χριστός ήλθε, όπως ο Χρυσόστομος συνήθιζε να υπενθυμίζει, ακριβώς για να θεραπεύσει τη βούληση του ανθρώπου. Ο Θεός πάντοτε ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη καταστρέφει την ελευθερία μας, Ο ίδιος ο Θεός ενεργεί διά κλήσεων και προτροπών, όχι καταπιεστικώς. Δείχνει την ευθεία οδό, καλεί και προσκαλεί, και προειδοποιεί για τους κινδύνους της κακίας, αλλά δεν εξαναγκάζει. Οι χριστιανοί κληρικοί πρέπει να ενεργούν κατά παρόμοιο τρόπο. Εξ ιδιοσυγκρασίας ο Χρυσόστομος ήταν μάλλον υπέρ των άμεσων και επαναστατικών λύσεων,οξύς και αυστηρός, αλλ’ ήταν πάντοτε κατά του εξαναγκασμού, ακόμα και στον αγώνα με τους αιρετικούς. Απαγορεύεται στους Χριστιανούς, συνήθιζε να επαναλαμβάνει, να μετέρχονται βία, ακόμα και για αγαθούς σκοπούς. «Η πολεμική μας δεν κάνει τους ζωντανούς νεκρούς, αλλά μάλλον κάνει τους νεκρούς να ζήσουν, γιατί ασκείται με πνεύμα πραότητας και ταπεινοφροσύνης. Καταδιώκω με λόγια, όχι με έργα. Καταδιώκω την αίρεση, όχι τους αιρετικούς. Είναι δικό μου γνώρισμα το να καταδιώκομαι μάλλον, παρά να καταδιώκω. Έτσι ο Χριστός ήταν νικητής ως εσταυρωμένος και όχι ως σταυρωτής». Η δύναμη του Χριστιανισμού βρισκόταν, γι’ αυτόν, στην ταπείνωση και στην ανεκτικότητα, όχι στη δύναμη. Έπρεπε κανείς να είναι αυστηρός με τον εαυτό του και επιεικής προς τους άλλους.

Εν τούτοις, ο Χρυσόστομος δεν ήταν καθόλου ένας αισιόδοξος αισθηματίας. Η διάγνωσή του για την ανθρώπινη κατάσταση ήταν μαύρη κι άραχνη. Ζούσε σε μια εποχή που η Εκκλησία κατακλύσθηκε ξαφνικά άπα πλήθη κατ’ όνομα μόνον Χριστιανών. Είχε την εντύπωση ότι κήρυττε σε νεκρούς. Παρατηρούσε την έλλειψη φιλανθρωπίας και την επαναπαυόμενη αδικία και τις είδε σχεδόν μέσα σε μια αποκαλυπτική προοπτική: «Κατεσβέσαμεν τον ζήλον και το σώμα του Χριστού είναι νεκρόν». Είχε την εντύπωση ότι μιλούσε σε ανθρώπους για τους οποίους ο Χριστιανισμός ήταν μόνον ένας συμβατικός συρμός, ένας κενός τύπος, μια επιτήδευση και τίποτα περισσότερο: «Μέσα στις χιλιάδες μπορεί κανείς δύσκολα να βρει περισσότερους από εκατό που έχουν σωθεί, και ακόμα και γι’ αυτό αμφιβάλλω». Ένοιωθε μάλλον στενοχώρια για τον μεγάλο αριθμό των κατ’ όνομα μόνον Χριστιανών, που τους θεωρούσε «μια επί πλέον τροφή για το πυρ».

Η ευημερία ήταν γι’ αυτόν ένας κίνδυνος, το χειρότερο είδος διωγμού, χειρότερο κι από ένα φανερό διωγμό. Κανείς δεν βλέπει κινδύνους. Η ευημερία εκτρέφει την αδιαφορία. Οι άνθρωποι πέφτουν στον ύπνο και ο διάβολος σκοτώνει τους υπνώττοντας. Ο Χρυσόστομος ανησυχούσε ιδιαίτερα για το φανερό και αυθαίρετο χαμήλωμα των αξιολογικών κριτηρίων και των απαιτήσεων, που παρατηρείτε ακόμα και μεταξύ του κλήρου. Το άλας έχανε την ολιστική του δύναμη. Αντέδρασε σ’ αυτό όχι μόνο με λόγους αποδοκιμασίας και επιπλήξεως, αλλά και με έργα φιλανθρωπίας και αγάπης. Αγωνιζόταν απεγνωσμένα για την ανανέωση της κοινωνίας, για τη θεραπεία των κοινωνικών κακών. Κήρυττε και ασκούσε τη φιλανθρωπία, ιδρύοντας νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, βοηθώντας τους φτωχούς και τους ενδεείς. Ήθελε να ανακτηθεί το πνεύμα ασκήσεως της αγάπης. Ήθελε περισσότερη δραστηριότητα και αφοσίωση μεταξύ των Χριστιανών. Ο Χριστιανισμός γι’ αυτόν ήταν ακριβώς «η οδός», όπως είχε μερικές φορές ορισθεί στους αποστολικούς χρόνους, και ο ίδιος ο Χριστός ήταν «η οδός». “Ο Χρυσόστομος ήταν πάντα εναντίον όλων των συμβιβασμών, εναντίον της πολιτικής της συνδιαλλαγής και της προσαρμογής. Ήταν προφήτης ενός ολοκληρωμένου Χριστιανισμού.

Ο Χρυσόστομος ήταν κυρίως ένας κήρυκας της ηθικότητας, αλλ’ η ηθική του ήταν βαθειά ριζωμένη στην πίστη. Συνήθιζε να ερμηνεύει τη Γραφή στο ποίμνιο του, και ο αγαπημένος του συγγραφέας ήταν ο αγ. Παύλος. Ήταν στις επιστολές του που μπορούσε κανείς να δει αυτή την οργανική σχέση μεταξύ πίστεως και ζωής. Ο Χρυσόστομος είχε το αγαπημένο του δογματικό θέμα, στο οποίο επανειλημμένα επανήρχετο –πρώτ’ απ’ όλα το θέμα της Εκκλησίας, που συνδεόταν στενά με το δόγμα της λυτρώσεως, δηλαδή της θυσίας του αρχιερέως Χριστού· η Εκκλησία είναι η καινούργια ύπαρξη, η εν Χριστώ ζωή, και η εν ανθρώποις ζωή του Χριστού. Δεύτερον, το θέμα της θείας Ευχαριστίας, ενός μυστηρίου και μιας θυσίας. Είναι πολύ δίκαιο να ονομάζουμε τον Χρυσόστομο, όπως πράγματι καλείτο, «ο διδάσκαλος της θείας Ευχαριστίας», doctor eucharisticus. Και τα δύο θέματα συνδέονται μεταξύ τους. Ήταν εν τη θεία Ευχαριστία, και δ’ αυτής, που η Εκκλησία μπορούσε να είναι ζώσα.

Ό Χρυσόστομος ήταν μια μαρτυρία της ζωντανής πίστεως και γι’ αυτό το λόγο η φωνή του ακουγόταν τόσο πρόθυμα και στην Ανατολή και στη Δύση· αλλά γι’ αυτόν η πίστη ήταν κανόνας ζωής κι όχι απλώς μια θεωρία. Τα δόγματα πρέπει να γίνονται πράξεις. Ο Χρυσόστομος κήρυττε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, το Ευαγγέλιο της καινούργιας ζωής. Δεν ήταν κήρυκας μιας αυτόνομης ηθικής. Κήρυττε τον Χριστό, και τούτον εσταυρωμένον και αναστάντα, τον αμνόν και τον αρχιερέα. Η ορθή ζωή ήταν γι’ αυτόν η μόνη επαρκής απόδειξη της ορθής πίστεως. Η πίστη ολοκληρώνεται στα έργα, τα έργα της φιλανθρωπίας και της αγάπης. Χωρίς την αγάπη, η πίστη, η μυστική θεωρία, και η θέα των μυστηρίων του Θεού είναι αδύνατα. Ο Χρυσόστομος παρακολουθούσε τον απεγνωσμένο αγώνα για την αλήθεια μέσα στην κοινωνία των χρόνων του. Ενδιαφερόταν πάντοτε για ζωντανές ψυχές. Μιλούσε σε ανθρώπους, σε ζωντανά πρόσωπα. Πάντοτε απευθυνόταν σ’ ένα ποίμνιο, για το οποίο αισθανόταν ευθύνη. Πάντοτε συζητούσε συγκεκριμένες περιπτώσεις και καταστάσεις.

Ένα από τα συνήθη και αγαπημένα του θέματα ήταν το θέμα του πλούτου και της φτώχειας. Το θέμα το έθετε ή το υπαγόρευε το περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Χρυσόστομος έπρεπε να εργαστεί. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τη ζωή όπως είχε διαμορφωθεί μέσα σε μεγάλες και πολυάνθρωπες πόλεις, με όλες τις προστριβές μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών. Απλούστατα δεν μπορούσε να αποφύγει τα κοινωνικά προβλήματα χωρίς να απομακρύνει τον Χριστιανισμό από τη ζωή, αλλά τα κοινωνικά προβλήματα ήταν γι’ αυτόν κυρίως θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα. Δεν ήταν κατά κύριο λόγο ένας κοινωνικός αναμορφωτής, έστω κι αν είχε τα δικά του σχέδια για μια χριστιανική κοινωνία. Ενδιαφερόταν για τη συμπεριφορά των Χριστιανών μέσα στον κόσμο, για τα καθήκοντά τους, για το επάγγελμά τους.

Στα κηρύγματά του βρίσκουμε, πρώτ’ απ’ όλα, μια διεισδυτική ανάλυση της κοινωνικής καταστάσεως. Βρίσκει πάρα πολλή αδικία, ψυχρότητα, αδιαφορία και πόνο και θλίψη στην κοινωνία των χρόνων του. Και βλέπει καλά σε ποιά έκταση αυτή η κατάσταση οφείλεται στον άπληστο χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας, στο άπληστο πνεύμα της ζωής. Αυτό το πνεύμα πλεονεξίας εκτρέφει την ανισότητα και επομένως την αδικία. Δεν ενοχλείται ο Χρυσόστομος μόνον από τη μάταιη πολυτέλεια της ζωής· φοβάται τον πλούτο ως ένα μόνιμο πειρασμό. Ο πλούτος διαφθείρει τον πλούσιο. Ο πλούτος καθ’ εαυτόν δεν έχει καμιά αξία. Είναι μια μάσκα, κάτω απ’ την οποία κρύβεται το πραγματικό πρόσωπο του ανθρώπου, άλλ’ εκείνοι που έχουν πλούτη φθάνουν στο σημείο να τα αγαπούν, και εξαπατώνται· φθάνουν στο σημείο να τα εκτιμούν και να στηρίζονται σ’ αυτά. Όλα τα πλούτη, όχι μόνο τα μεγάλα, είναι επικίνδυνα, εφ’ όσον ο άνθρωπος μαθαίνει να στηρίζεται πάνω σ’ ό,τι είναι, απ’ την ίδια του τη φύση, κάτι το πρόσκαιρο και χιμαιρικό.

Ο Χρυσόστομος είναι πολύ ευαγγελικός σ’ αυτό το σημείο, θησαυροί πρέπει να θησαυρίζονται εν ουρανώ και όχι επί της γης και όλοι οι γήινοι θησαυροί είναι χιμαιρικοί και καταδικασμένοι να φθαρούν. «Μια αγάπη για τον πλούτο είναι αφύσικη αγάπη», λέγει ο Χρυσόστομος. Είναι απλώς ένα φορτίο της ψυχής και μάλιστα ένα επικίνδυνο φορτίο. Υποδουλώνει την ψυχή· την αποσπά από την υπηρεσία προς τον Θεό. Το χριστιανικό πνεύμα είναι πνεύμα αυταπαρνήσεως και ο πλούτος προσδένει τον άνθρωπο σε άψυχα πράγματα. Το πνεύμα πλεονεξίας διαστρέφει την δράση, διαστρεβλώνει την προοπτική. Ο Χρυσόστομος ακολουθεί πιστά τις εντολές της επί του Όρους Ομιλίας. «Μη μερι­μνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε…». Η ψυχή είναι σπουδαιότερη από το ένδυμα ή την τροφή, αλλ’ η αγωνία είναι η κυριαρχούσα διάθεση της άπληστης κοινωνίας.

Οι Χριστιανοί καλούνται να απαρνηθούν όλα τα πλούτη και να ακολουθήσουν τον Χριστό με πλήρη εμπιστοσύνη και πίστη. Τα πλούτη μπορούν να δικαιωθούν μόνο με τη χρήση τους: θρέψετε τους πεινασμένους, βοηθήστε τους φτωχούς, και δώστε τα πάντα στους ενδεείς. Εδώ είναι η κυρία ένταση, η κυρία σύγκρουση μεταξύ του πνεύματος της Εκκλησίας και της ψυχικής διαθέσεως της κοσμικής κοινωνίας. Η ωμή αδικία της καθημερινής ζωής είναι η αιμορροούσα πληγή αυτής της κοινωνίας. Σ’ ένα κόσμο θλίψεως και στερήσεως, όλα τα πλούτη είναι άδικα —είναι απλώς αποδείξεις ψυχρότητας και συμπτώματα ολιγοπιστίας. Ο Χρυσόστομος προχωρεί τόσο πολύ, ώστε να αποκηρύσσει ακόμα και την πολυτέλεια των ναών. «Η Εκκλησία», λέγει, «είναι ένας θριαμβευτικός χορός αγγέλων και όχι ένα χρυσοχοείο. Η Εκκλησία ζητά τις ψυχές των ανθρώπων και μόνο προς χάριν των ψυχών ο Θεός δέχεται κάθε άλλη προσφορά. Το ποτήρι που ο Χριστός προσέφερε στους μαθητές κατά τον Μυστικό Δείπνο δεν ήταν από χρυσάφι. Κι όμως ήταν πολύτιμο όσο τίποτα άλλο. Όταν θέλεις να τιμήσεις τον Χριστό, κάνε το όταν τον βλέπεις γυμνό στο πρόσωπο των φτωχών. Δεν έχει καμιά αξία, αν φέρεις μετάξι και πολύτιμα μέταλλα στον ναό και αφήσεις έξω τον Χριστό να υποφέρει από το κρύο και τη γύμνια. Δεν έχει καμιά αξία, αν ο ναός είναι γεμάτος από χρυσά σκεύη, αλλά ο ίδιος ο Χριστός πεθαίνει από την πείνα. Κατασκευάζετε χρυσά δισκοπότηρα, αλλά παραλείπετε να προσφέρετε ένα ποτήρι κρύο νερό στους φτωχούς. Ο Χριστός, ως ένας άστεγος ξένος περιφέρεται έξω και ζητιανεύει και αντί να τον δεχθήτε, σεις κάνετε διακοσμήσεις».

Ο Χρυσόστομος φοβόταν πως κάθε τι που αποθηκευόταν, ήταν κατά κάποιο τρόπο κλεμμένο από τους φτωχούς. Ένας δεν μπορεί να είναι πλούσιος, παρά μόνο αν κρατήσει τους άλλους φτωχούς. Η ρίζα του πλούτου βρίσκεται πάντα βυθισμένη σε κάποια αδικία. Εν τούτοις, η φτώχεια καθ’ εαυτή δεν ήταν για τον Χρυσόστομο μια αρετή. Φτώχεια σήμαινε γι’ αυτόν πρώτ’ απ’ όλα στέρηση και ανάγκη και θλίψη και πόνο. Γι’ αυτό τον λόγο ο Χριστός μπορεί να βρεθεί ανάμεσα στους φτωχούς, και έρχεται σε μας μεταμφιεσμένος σαν ζητιάνος, και όχι σαν πλούσιος άνθρωπος. Η φτώχεια είναι μια ευλογία μόνο όταν γίνει χαρούμενα αποδεκτή για χάρη του Χριστού. Οι φτωχοί έχουν λιγότερη αγωνία από τους πλούσιους και είναι πιο ανεξάρτητοι -ή τουλάχιστον μπορεί να είναι. Ο Χρυσόστομος γνωρίζει καλά ότι η φτώχεια μπορεί επίσης να αποτελέσει πειρασμό, όχι μόνο γιατί είναι ένα βάρος, αλλά και γιατί μπορεί να ενθαρρύνει τον φθόνο ή την απελπισία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ήθελε να πολεμήσει τη φτώχεια, όχι μόνο για να απαλύνει τον πόνο, αλλά και για να απομακρύνει τους πειρασμούς.

Ο Χρυσόστομος ενδιαφερόταν πάντοτε για τα ηθικά θέματα. Είχε τις δικές του απόψεις για μια δίκαιη κοινωνία και το πρώτο που θεωρούσε απαραίτητο γι’ αυτήν ήταν η ισότητα. Αυτή αποτελεί την πρώτη αξίωση κάθε γνήσιας αγάπης. Αλλά ο Χρυσόστομος ήθελε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Αισθανόταν ότι μόνο ένας κάτοχος όλων των πραγμάτων υπήρχε στον κόσμο -ο ίδιος ο Θεός, ο ποιητής των όλων. Στην κυριολεξία, καμιά ατομική περιουσία δεν έπρεπε να υπάρχει. Τα πάντα ανήκουν στον Θεό. Το κάθε τι δεν δίδεται, αλλά δανείζεται μάλλον εμπιστευτικά από τον Θεό στον άνθρωπο, για τους σκοπούς του Θεού. Ο Χρυσόστομος θα ήθελε να προσθέσει: Τα πάντα είναι του Θεού εκτός των καλών έργων του ανθρώπου -αυτά είναι το μόνο πράγμα που ο άνθρωπος μπορεί να κατέχει. Αφού τα πάντα ανήκουν στον Θεό, τον Κύριο όλων μας, τα πάντα δίδοντα για κοινή χρήση. Δεν αληθεύει τούτο ακόμα και για τα εγκόσμια πράγματα; Πόλεις, αγορές, δρόμοι δεν είναι κοινά για όλους; Η οικονομία του Θεού είναι του ιδίου είδους. Νερό, αέρας, ήλιος και σελήνη και η υπόλοιπη κτίση δόθηκαν για κοινή χρήση. Έριδες αρχίζουν συνήθως, όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να οικειοποιηθούν πράγματα, τα οποία, λόγω της φύσεως τους, δεν δόθηκαν για ιδιαίτερη κατοχή από μερικούς με αποκλεισμό των άλλων.

Ο Χρυσόστομος είχε σοβαρές αμφιβολίες για την ατομική ιδιοκτησία. Δεν αρχίζει η διαμάχη απ’ τη στιγμή που η ψυχρή διάκριση μεταξύ του «δικού μου» και του «δικού σου» πρωτοεμφανίζεται; Ο Χρυσόστομος δεν νοιαζόταν τόσο πολύ για τα αποτελέσματα, όσο για τις αιτίες -για τον προσανατολισμό της βουλήσεως. Πού πηγαίνει ο άνθρωπος να συγκεντρώσει τους θησαυρούς του; Ο Χρυσόστομος επιζητούσε τη δικαιοσύνη προς υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν δημιουργήθηκε κάθε άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού; Δεν θέλει ο Θεός τη σωτηρία και μεταστροφή κάθε επί μέρους ανθρώπου, άσχετα από τη θέση του μέσα στη ζωή, και μάλιστα άσχετα από τη διαγωγή του κατά το παρελθόν; Όλοι καλούνται σε μετάνοια και όλοι μπορούν να μετανοήσουν. Δεν υπήρχε, όμως, στο κήρυγμά του καμιά περιφρόνηση των υλικών πραγμάτων. Τα υλικά αγαθά προέρχονται επίσης από τον Θεό και δεν είναι κακά καθ’ εαυτά. Εκείνο που είναι κακό είναι μόνο η άδικη χρήση των αγαθών, προς όφελος μερικών, ενώ οι άλλοι αφήνονται να πεινούν. Η απάντηση βρίσκεται στην αγάπη. Η αγάπη δεν είναι εγωιστική, «ου περπερεύεται, ου ζητεί τα εαυτής». Ο Χρυσόστομος κοίταζε πίσω προς την πρώτη Εκκλησία. «Κοιτάξετε την αύξηση της ευσέβειας.

Αποχωρίζονται τα πλούτη τους, και χαίρονται, και είχαν μεγάλη χαρά, γιατί μεγαλύτερα ήταν τα πλούτη που έπαιρναν χωρίς κόπο. Κανένας δεν ονειδιζόταν, κανένας δεν εφθονείτο, κανένας δεν μνησικακούσε· δεν υπήρχε υπερηφάνεια, δεν υπήρχε καταφρόνηση. Δεν γινόταν λόγος για «δικό μου» και «δικό σου». Γι’ αυτό και η χαρά υπηρετούσε στο τραπέζι τους-κανένας δεν φαινόταν να τρώει από τα δικά του ή από του άλλου. Ούτε θεωρούσαν την περιουσία των αδελφών τους ξένη γι’ αυτούς· ήταν περιουσία του Κυρίου. Ούτε πάλι νόμιζαν ότι κάτι ήταν δικό τους, όλα ήταν των αδελφών». Πώς ήταν τούτο δυνατόν; ρωτά ο Χρυσόστομος: Με την έμπνευση της αγάπης, σε αναγνώριση της άπειρης αγάπης του Θεού.

Με καμιά έννοια ο Χρυσόστομος δεν κήρυττε τον «κομμουνισμό». Η γενική περιγραφή καθ’ εαυτή μπορεί να ξεγελάσει και να παραπλάνηση όπως κάθε άλλη. Η ουσία είναι το πνεύμα. Ό,τι ο Χρυσόστομος κήρυττε στις πόλεις, οι μοναχοί με θέρμη το εφάρμοζαν στις κοινότητές τους, ομολογούντες με έργα ότι ο Θεός ήταν ο μόνος κύριος και ο κάτοχος των πάντων. Ο Χρυσόστομος δεν θεωρούσε τη μοναστική ζωή απλώς ως μια ανώτερη οδό που προοριζόταν για τους εκλεκτούς, αλλά μάλλον ως ένα κανονικό ευαγγελικό υπόδειγμα ζωής που δόθηκε για όλους τους Χριστιανούς. Σ’ αυτό το σημείο συμφωνούσε πλήρως με την κυρία παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, από του αγ. Βασιλείου και του αγ. Αυγουστίνου μέχρι του αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου στους μεταγενέστερους χρόνους. Αλλά η δύναμη του μοναχισμού δεν βρίσκεται στο ίδιο το πρότυπο, αλλά στο πνεύμα της αφιερώσεως, στην εκλογή μιας «υψηλότερης κλήσεως». Ήταν αυτή η κλήση μόνο για τους λίγους; Ο Χρυσόστομος πάντα υποπτευόταν την ανισότητα. Δεν ήταν επικίνδυνο να διακρίνεις μεταξύ των «ισχυρών» και των «αδυνάτων»; Ποιός θα έκρινε και θα αποφάσιζε εκ των προτέρων; Ο Χρυσόστομος πάντα είχε στον νου του πραγματικούς ανθρώπους. Υπήρχε κάποιο είδος εξατομικεύσεως έμφυτο στη μέθοδο με την οποία προσέγγιζε τους ανθρώπους, αλλά εκτιμούσε πάρα πολύ την ομοθυμία -το πνεύμα αλληλεγγύης, της κοινής φροντίδας και ευθύνης, του πνεύματος της διακονίας.

Κανένας δεν μπορεί να αυξηθεί στην αρετή, παρά μόνο αν υπηρετεί τους αδελφούς του. Γι’ αυτόν τον λόγο πάντα τόνιζε την αξία της φιλανθρωπίας. Εκείνοι που παραλείπουν να ασκούν εμπράκτως τη φιλανθρωπία, θα αφεθούν έξω από τον νυμφώνα του Χριστού. Δεν είναι αρκετό, λέγει, να υψώνετε τα χέρια στον ουρανό -απλώστε τα στους ενδεείς, και τότε θα εισακουσθείτε από τον Πατέρα. Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την παραβολή της τελικής κρίσεως, η μόνη ερώτηση που θα τεθεί τότε είναι η ερώτηση για τη φιλανθρωπία. Αλλά πάλι δεν ήταν ένας απλός μοραλισμός αυτό που ενδιέφερε τον Χρυσόστομο. Η ηθική του είχε ένα ολοφάνερο βάθος. Το αληθινό θυσιαστήριο είναι το ίδιο το σώμα των ανθρώπων. Δεν είναι αρκετό να λατρεύεις τον Θεό στα θυσιαστήρια. Υπάρχει ένα άλλο θυσιαστήριο, καμωμένο από ζωντανές ψυχές και αυτό το θυσιαστήριο είναι ο ίδιος ο Χριστός, το σώμα του. Η θυσία της δικαιοσύνης και της ευσπλαχνίας θα έπρεπε να προσφερθεί επίσης πάνω σ’ αυτό το θυσιαστήριο, αν πρόκειται οι προσφορές μας να γίνουν δεκτές στα μάτια του Θεού. Τα έργα της φιλανθρωπίας πρέπει να εμπνέονται από την απόλυτη αφοσίωση και αφιέρωση στο Χριστό, που ήλθε στον κόσμο να ανακουφίσει κάθε ανάγκη και λύπη και πόνο.

Ο Χρυσόστομος δεν πίστευε σε αφηρημένα σχήματα· είχε μια φλογερή πίστη στη δημιουργική δύναμη της χριστιανικής αγάπης. Γι’ αυτόν τον λόγο έγινε ο διδάσκαλος και ο προφήτης για όλες τις εποχές μέσα στην Εκκλησία. Κατά τη νεότητά του έζησε μερικά χρόνια στην έρημο, αλλά δεν θα ήθελε να παραμείνει εκεί. Γι’ αυτόν η μοναστική απομόνωση ήταν μόνο μια περίοδος καταρτισμού. Γύρισε στον κόσμο να κηρύξει τη δύναμη του Ευαγγελίου. Ήταν ένας κεκλιμένος από τον Θεό ιεραπόστολος· είχε έναν αποστολικό και ευαγγελικό ζήλο. Ήθελε να μοιραστεί την έμπνευσή του με τους αδελφούς του. Ήθελε να εργαστεί για τη στερέωση της βασιλείας του Θεού. Προσευχόταν για τέτοια πράγματα μέσα στην κοινή ζωή, ώστε κανένας δεν θα είχε ανάγκη να αποτραβηχτεί στην έρημο αναζητώντας την τελείωση, γιατί θα υπήρχε η ίδια ευκαιρία και μέσα στις πόλεις. Ήθελε να μεταμορφώσει την ίδια την πόλη και γι’ αυτό τον σκοπό διάλεξε για τον εαυτό του το δρόμο της ιεροσύνης και του αποστολικού αξιώματος.

Ήταν τούτο ένα ουτοπικό όνειρο; Ήταν δυνατό να αναμορφώσει τον κόσμο και να αφαιρέσει την κοσμικότητα του κόσμου; Επέτυχε ο Χρυσόστομος στην αποστολή του; Η ζωή του ήταν θυελλώδης και σκληρή, ήταν μια ζωή καρτερίας και μαρτυρίου. Καταδιώχθηκε και αποδοκιμάστηκε όχι από τους εθνικούς, αλλά από ψευδαδέλφους, και πέθανε άπατρις σαν αιχμάλωτος στην εξορία. Όλα όσα του δόθηκαν για να τα υποστεί τα δέχθηκε με πνεύμα χαράς, σαν να ερχόταν από το χέρι του Χριστού, που και ο ίδιος αποδοκιμάσθηκε και θανατώθηκε. Η Εκκλησία με ευγνωμοσύνη αναγνώρισε εκείνον τον μάρτυρα και πανηγυρικά ανακήρυξε τον Χρυσόστομο ως ένα από τους «οικουμενικούς διδασκάλους» για όλους τους μελλοντικούς αιώνες.

Υπάρχει κάποια ασυνήθιστη γεύση επικαιρότητος στα κείμενα του Χρυσοστόμου. Ο κόσμος στον οποίον έζησε ήταν σαν τον δικό μας, ένας κόσμος εντάσεων, ένας κόσμος άλυτων προβλημάτων σ’ όλους τους τομείς της ζωής. Οι συμβουλές του μπορεί να βρίσκουν όχι λιγότερη απήχηση στην εποχή μας από εκείνη που εύρισκαν στη δική του εποχή. Αλλά η σπουδαιότερη συμβουλή του είναι μια πρόσκληση προς πραγμάτωση του ολοκληρωμένου Χριστιανισμού, στον οποίον πίστη και φιλανθρωπία, πίστη και πρακτική εφαρμογή, συνδέονται οργανικά σε μια απόλυτη εγκατάλειψη του ανθρώπου στην καταπληκτική αγάπη του Θεού, σε μια απόλυτη εμπιστοσύνη στο έλεός του, σε μια απόλυτη προσήλωση στην υπηρεσία του, δια Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.