Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη
Ήταν Πέμπτη βράδυ και οι μαθητές του Κυρίου Τον ρώτησαν:
-Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα, Κύριε;
Κι ο Ιησούς έδωσε σε δύο μαθητές τις οδηγίες:
-Πηγαίνετε στη χώρα και θ’ ανταμώσετε έναν άνθρωπο που θα βαστά μια στάμνα με νερό. Να του πείτε πως ο Δάσκαλος ρωτά πού θα κάνει με τους μαθητές του Πάσχα. Κι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο δωμάτιο στο πάνω πάτωμα, στρωμένο έτοιμο· εκεί θα ετοιμάσετε το πασχαλιάτικο δείπνο.
Πήγαν οι μαθητές στα Ιεροσόλυμα, βρήκαν τον άνθρωπο που τους πήγε στο μεγάλο το δωμάτιο, στο πάνω πάτωμα. Στρωμένο, έτοιμο ήταν το δωμάτιο.
Όταν λοιπόν εβράδιασε, ο Ιησούς μαζί με τους μαθητές πήγανε στο ανώγι και κάθισαν όλοι μαζί να φάνε. Στη μέση ο Ιησούς, στ’ αριστερά Του ο Πέτρος, στα δεξιά ο Ιωάννης.
-Πεθύμησα, είπε επίσημα ο Δάσκαλος, να φάγω τούτο το Πάσχα μαζί σας, πριν απ’ τα Πάθη μου.
Μυστικός Δείπνος
Κατά το έθιμο, άρχισαν με την προσευχή. Κι ύστερα Εκείνος που ήτανε ο σεβαστός, έπαιρνε το κρασί, δόξαζε το Θεό που έκανε τον καρπό του αμπελιού κι ύστερα το περνούσε το ποτήρι και στους άλλους.
Το ευλόγησε ο Ιησούς το ποτήρι με το κρασί και το έδωσε στους άλλους. Και τότε έγινε κάποια αναταραχή. Μαλώσανε οι μαθητές, ποιος πρώτος θα πάρει να πιει απ’ το ευλογημένο το κρασί. Πού πά’ να πει, ποιος είν’ ο πρώτος.
Αμίλητος ο Δάσκαλος σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, έβγαλε το ρούχο Του και ζώστηκε ένα πεσκίρι που βρήκε στη γωνιά. Και μια λεκάνη βρήκε, τη γιόμισε νερό κι άρχισε να πλένει τα ποδάρια των μαθητών και να τα σφουγγίζει προσεχτικά με το πεσκίρι.
Σαστισμένοι οι μαθητές, Τον άφηναν να τους πλένει τα σκονισμένα πόδια τους! Μοναχά ο Πέτρος πήγε ν’ αρνηθεί.
-Κύριε, εσύ θα μου πλύνεις τα ποδάρια; Δε γίνεται αυτό! Ποτέ δε θα μου πλύνεις τα πόδια μου, Δάσκαλε! Έτσι είπε και μαζεύτηκε και πήγε να κρύψει τα πόδια του.
Τότε ο Ιησούς τον κοίταξε στα μάτια.
-Αν δε σε πλύνω, δε θα ’χεις θέση κοντά μου, του είπε.
Τότε ταράχτηκε ο Πέτρος.
-Κύριε, είπε, αν είναι έτσι, όχι μονάχα τα ποδάρια μου μα και τα χέρια μου και το κεφάλι να μου πλύνεις.
Χαμογέλασε ο Κύριος, τους κοίταξε έναν έναν.
-Ξέρετε γιατί σας έπλυνα τα πόδια; Για να μάθετε κάτι σπουδαίο. Να, εσείς με λέτε Δάσκαλο και Κύριο και σωστά με ονομάζετε, γιατί και Δάσκαλός σας είμαι και Κύριος. Αν λοιπόν εγώ σας έπλυνα τα πόδια, εγώ ο Κύριος και Δάσκαλος, κι εσείς οφείλετε ο ένας να πλένει τα πόδια του αλλουνού. Παράδειγμα σας έδωσα να είσαστε υπηρέτες ο ένας του αλλουνού.
Όλοι κατάλαβαν το μάθημα που ο Δάσκαλος τους έδωσε. Κατέβασαν ντροπιασμένοι τα κεφάλια τους.
Μονάχα ο Ιούδας -κι ας είχε πλύνει και τα δικά του πόδια ο Κύριος- είχε το νου του ποια θα ’ταν η πιο κατάλληλη στιγμή να πάει να παραδώσει το Δάσκαλο.
Μα τώρα και ο Ιησούς σαν να ταράχτηκε και με φωνή σιγανή, θαρρείς και είχε λυγμό η φωνή, είπε:
-Αλήθεια σάς λέω, ένας από σας απόψε θα με προδώσει.
Ε! Τώρα κι αν τα ’χασαν οι μαθητές. Το ’ξεραν τόσα χρόνια δα μαζί πως ο Δάσκαλος διάβαζε το μυαλό και την καρδιά τους. Γι’ αυτό…
-Μην είμαι εγώ, Δάσκαλε;
-Μήπως και είμαι εγώ; ρωτούσανε με αγωνία.
Ο Ιούδας το άκουσε κι αυτός. Κατάλαβε πως είχε διαβάσει τη σκέψη του ο Δάσκαλος. Έκανε, όμως, τον ανήξερο.
-Μήπως, Δάσκαλε, είμαι εγώ; ρώτησε για να μην ξεχωρίσει απ’ τους άλλους.
Ο Δάσκαλος τον κοίταξε στα μάτια.
-Εσύ το είπες, ψιθύρισε μονάχα σιγανά.
Οι άλλοι δεν άκουσαν, τόσο ήταν ταραγμένοι. Ο Πέτρος, που καθότανε απ’ την αρχή στα αριστερά του Δασκάλου, έσκυψε και έκανε νόημα στον Ιωάννη που καθότανε στα δεξιά του Ιησού να τραβηχτεί λιγάκι για να ρωτήσει τον Κύριο ποιον εννοούσε.
Έπεσε ο Ιωάννης στο στήθος του Δασκάλου και παρακλητικά Τον ρώτησε κι αυτός:
-Κύριε, πες μου ποιος είναι ο προδότης!
Ο Κύριος αναστέναξε βαθιά κι απάντησε σιγανά:
-Είναι εκείνος που αφού βουτήξω στο πιάτο το κοινό μπουκιά ψωμί, θα του τη δώσω.
Έτσι είπε ο Δάσκαλος, πήρε μια μπουκιά ψωμί, τη βούτηξε στο πιάτο το κοινό που ήταν εκεί στη μέση -έθιμο ήτανε αυτό- και το ’δωσε στον Ιούδα, κι αυτός πήρε τη βούκα και την έφαγε.
Αυτό δεν έκανε εντύπωση στους άλλους μαθητές γιατί όλοι θα παίρνανε μπουκιά ψωμί απ’ το κοινό πιάτο όπου ήταν βουτηγμένη, μια κι όπως είπαμε αυτό ήταν το έθιμο. Δεν άκουσαν το Δάσκαλο που του ψιθύρισε:
-Ό,τι είναι να κάνεις, καν’ το γρήγορα.
Κι ούτε προσέξανε πως μες στη νύχτα γλίστρησε ο προδότης κι έφυγε και τον κατάπιε η σκοτεινιά. Τώρα σαν να ξαλάφρωσε η καρδιά του Δασκάλου.
-Παιδιά μου, λίγο ακόμα θα μείνω μαζί σας. Μα μια καινούρια εντολή πριν φύγω σας αφήνω. Προσέξτε, καινούρια εντολή. Παιδιά μου, μεταξύ σας να αγαπιόσαστε. Έτσι θα ξέρουν όλοι πως είσαστε δικοί μου μαθητές. Μονάχα έτσι θα το ξέρουν, αν αγάπη έχετε ο ένας για τον άλλο. Καινούρια εντολή πριν φύγω σας αφήνω: Να αγαπάει ο ένας τον άλλο.
Μετά ο Κύριος πήρε ένα κομμάτι ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε, το μοίρασε στους μαθητές.
-Πάρτε αυτό το κομμάτι το ψωμί, είναι το σώμα μου. Το σώμα μου που σας το δίνω. να το κάνετε αυτό για να με θυμάστε. Για ανάμνησή μου να το κάνετε.
Ύστερα, πήρε το ποτήρι με το κρασί που ήταν μπρος του. Εσήκωσε τα μάτια του ψηλά στον Ουρανό και το Θεό ευχαρίστησε για το ψωμί, για το κρασί, δώρο του Θεού κι αυτό.
Και είπε πάλι ο Κύριος:
-Αυτό είναι το αίμα μου. Όλοι να πιείτε απ’ αυτό. Είναι το αίμα το δικό μου που για χατίρι όλων χύνεται για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Και δε θα πιω ξανά απ’ το χυμό του αμπελιού ως την ημέρα εκείνη που όλοι μαζί θα πίνουνε ένα καινούριο, εκεί, στη Βασιλεία του Πατέρα μου.
Τα μάτια των μαθητών γιόμισαν δάκρυα. Όλο αγάπη η καρδιά τους για το Δάσκαλο. Αρχίσανε να ψέλνουν ύμνους στο Θεό. Για σκέψου, ήταν αυτοί που πρώτοι μεταλαβήκανε το σώμα και το αίμα του Ιησού. Για σκέψου, πρώτοι στο μεγάλο το μυστήριο. Μα ο Δάσκαλος, χρυσάφι σκέτο τα λόγια του, είπε κι άλλα:
-Παιδιά μου, αγαπημένα μου παιδιά, για λίγο μοναχά θα ’μαι μαζί σας. Να μην ταράζεται η καρδιά σας. Εγώ είμαι ο Δρόμος που οδηγεί στον Ουρανό, εγώ είμαι η καθαρή Αλήθεια, εγώ είμαι η Ζωή που στους πιστούς δίνει Ζωή αιώνια. Και καθετί που θα ζητήσετε στο όνομά μου, ό,τι ζητήσετε, ναι, θα το κάνω. Εγώ είμαι η αληθινή κληματαριά και ο πατέρας μου ο αμπελουργός. Όπως το κλήμα δεν μπορεί από μονάχο του καρπό να κάνει αν δε μένει με την κληματαριά ενωμένο, έτσι ούτε κι εσείς θα κάνετε έργα αρετής αν δε μένετε μαζί μου ενωμένοι. Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς τα κλήματα. Όπως με αγάπησε εμένα ο Πατέρας έτσι κι εγώ εσάς αγάπησα. Είσαστε φίλοι μου. Αυτή την εντολή σας δίνω: Ο ένας ν’ αγαπά τον άλλο!
Πόσα είπε ο Κύριος εκεί, στο ανώγι! Σαν φύγει θα στείλει τον Παράκλητο, το Πνεύμα δηλαδή το Άγιο, και θα ’χουν χαρά και ειρήνη στην καρδιά και κανένας, μα κανένας δε θα μπορεί αυτά τα θεία δώρα να τα πάρει!
Παρηγορήθηκαν οι μαθητές και τότε ήρθε η ώρα να παρακαλέσει τον Πατέρα.
Κι άρχισε ο Κύριος να λέει την προσευχή -αρχιερατική τη λεν αυτή την προσευχή- και να παρακαλά ο Κύριος γι’ αυτούς που θα πιστέψουν στ’ όνομά Του. Κι έτσι με ψαλμουδιές κατέβηκαν απ’ το ανώγι κι όλοι μαζί τραβήξανε για το βουνό, Όρος των Ελαιών όπως το λέγανε. Εκεί θα πιάσουν το Χριστό μας οι στρατιώτες. Τα Πάθη του Κυρίου τώρα αρχίζουνε…
Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Ψυχογιός, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου