Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟ

ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ(Μνήμη Αγ.Αποστόλου Ανδρέα)

 Ο απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος (30 Νοε.) υπήρξε πνεύμα σπινθηροβόλο. Άσημος κατά κόσμον, ψαράς το επάγγελμα με τον αδελφό του Πέτρο, αλλά οξύς διερευνητής της αλήθειας. Πράγμα που τον οδήγησε πρώιμα στο να γίνει μαθητής του Προδρόμου στην έρημο και εν συνεχεία του Χριστού. Όταν ο Πρόδρομος έδωσε τη μαρτυρία του για τον Χριστό, ο Ανδρέας με έναν ακόμα μαθητή του Ιωάννη ζήτησαν να τον γνωρίσουν περισσότερο. Ο Χριστός τους κάλεσε στο σπίτι του και έμειναν μαζί του την ημέρα εκείνη(Ιω. 1, 35-52).


  Ο Χριστός δεν προσπάθησε να προσελκύσει με λόγια τον Ανδρέα και τους άλλους αποστόλους. Τους είπε απλά: «Έρχεσθε και ίδετε». Τους κάλεσε να μείνουν κοντά του. Να τον γνωρίσουν στην πράξη. Προσφέρθηκε να τους δείξει τον τρόπο ζωής του. Να τους κάνει γνωστό τον εαυτό του.Επέτρεψε να συγχρωτισθούν μαζί του για μια μέρα. Η συντροφιά με τον Χριστό, έστω και για μία μέρα, ήταν αρκετή για να σαγηνεύσει και να ενθουσιάσει τον Ανδρέα, να του δώσει την απόλυτη βεβαιότητα ότι βρισκόταν μπροστά στον Μεσσία. Η συναναστροφή με τον Χριστό ήταν το καλύτερο κήρυγμα, ανώτερο μακράν από οποιονδήποτε άλλο πειστικό λόγο γι’ αυτόν.


 Γι’ αυτό και ήρθε αυτοπροσώπως στη γη ο Χριστός.Για να μας εμφανίσει τον εαυτό του(Ιω. 14, 21).Να γνωρίσουμε τη δική του ζωή. Για να κάνουμε κι εμείς ό,τι έκανε και έζησε Εκείνος ως άνθρωπος. Και να μπορούμε ακολούθως να λέμε κι εμείς με τη σειρά μας στον καθένα:«Έρχου και ίδε». Έλα να δεις πώς είναι η ζωή με τον Χριστό. Μα εμείς συνήθως είμαστε μόνο λόγια. Λόγια κενά. Κάλπικες λίρες. Χωρίς αντίκρυσμα στην πράξη. Η ζωή μας είναι ασύμφωνη με τα λόγια μας. Γι’ αυτό και αυτά πέφτουν στο κενό. Δεν λένε τίποτε σε κανέναν.




Μα πόσο αλλιώτικα θα ήταν,αντί για λόγια, να έλαμπε η ζωή μας από έργα καλά (Ματθ. 5, 16),να αντανακλούσε όντως τη ζωή του Χριστού!Τί ζωντανός λόγος θα ήταν μια τέτοια ζωή!


 Ένας απλός αγρότης, σχεδόν αγράμματος αλλά πολύ ευλαβής, βρισκόταν στις ρουμανικές φυλακές, στο ίδιο κελλί με φυλακισμένους αντιφρονούντες καθηγητές και άλλους ανθρώπους υψηλής μόρφωσης. Ο φτωχός αγρότης προσπαθούσε να φέρει στον Χριστό έναν άθεο, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Αλλά εισέπραττε μόνο ειρωνείες. Πάνω σε μια συζήτηση ανέφερε, ότι μιλάει στον Χριστό και τον βλέπει. Ο καθηγητής όμως τον αποπήρε:

«Άντε από δω! Μη μου λες εμένα παραμύθια! Πώς τον βλέπεις τον Χριστό; …Δείχνει ήρεμος, θυμωμένος, χαρούμενος; Χαμογελάει καμιά φορά;»

«Το βρήκατε! Μου χαμογελάει», λέει ο αγρότης.

«Κύριοι, ελάτε ν’ ακούσετε, …αυτός ο άνθρωπος μας κοροϊδεύει. Λέει ότι ο Χριστός τού χαμογελάει. Δείξε μου, πώς σου χαμογελάει;»

Ο αγρότης τότε πήρε πολύ σοβαρό ύφος. Το πρόσωπό του άρχισε να λάμπει. Ένα χαμόγελο εμφανίσθηκε πάνω του. Ολόκληρη η ομορφιά του Παραδείσου βρισκόταν μέσα στο χαμόγελο εκείνου του προσώπου. Ο καθηγητής έσκυψε το κεφάλι και είπε:

«Έχετε δίκιο, κύριε. Έχετε δει τον Χριστό. Σας έχει χαμογελάσει»!(Αγιορειτική Μαρτυρία, τ.3,σ.149).

Βλέπουμε ποτέ εμείς τον Χριστό; Μπορούμε να δείξουμε την ομορφιά του και σε άλλους;

π. Δημητρίου Μπόκου.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ, ΠΟΥ ΜΕΝΕΙΣ;

 «Στραφεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ραββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις; λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. ἦν ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾿Ιωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ» (Ιωάν. 1, 38-41)


«Στράφηκε τότε ὁ Ἰησοῦς καί, ὅταν τούς εἶδε νά τόν ἀκολουθοῦν, τούς λέει: «Τί ζητᾶτε;» Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ραββί – πού ὅταν ἑρμηνεύεται λέγεται Δάσκαλε – ποῦ μένεις;» Τούς λέει: «Ἐλᾶτε καί θά δεῖτε». Ἦρθαν, λοιπόν, καί εἶδαν ποῦ μένει, καί ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἡ ὥρα ἦταν περίπου τέσσερις τό ἀπόγευμα. Ἦταν ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφός τοῦ Σίμωνα Πέτρου, ἕνας ἀπό τούς δύο πού ἄκουσαν ἀπό τὀν Ἰωάννη καί τόν ἀκολούθησαν». 



 «Πού μένεις;», ρωτά ο απόστολος Ανδρέας τον Χριστό, όταν ακούει από τον πρώτο δάσκαλό του, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι ο Ιησούς είναι ο αμνός του Θεού, που θα πάρει επάνω Του όλη την αμαρτία του κόσμου. Και ο Χριστός τους καλεί να έρθουν εκεί όπου Τον φιλοξενούσαν, στην πορεία του ευαγγελισμού των ανθρώπων, καθότι ο Κύριος δεν είχε τίποτε δικό Του.

 Και βλέποντας ο απόστολος Ανδρέας το ότι ο Χριστός δεν ήρθε για να επιβιώσει από τη διδασκαλία, τον λόγο, τα έργα Του, αλλά να γίνει θυσία για όλους, αισθάνεται ότι εδώ δεν έχει να κάνει με έναν συνηθισμένο διδάσκαλο, προφήτη, ξεχωριστό άνθρωπο, αλλά με τον Μεσσία, τον απεσταλμένο από τον Θεό για να λυτρώσει τον κόσμο από την αμαρτία και τον θάνατο. Είχε όμως αναζήτηση ο απόστολος Ανδρέας. Ήθελε μία αληθινή ζωή, πέρα από την επιβίωση. Δεν είχε ως κέντρο της ζωής τον εαυτό του, αλλά ακολουθούσε εκείνον που ένιωθε ότι μιλούσε στην ψυχή του, πρώτα τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και κατόπιν τον Χριστό.


 «Πού μένεις;», θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον Χριστό κι εμείς σήμερα. Η δική Του απάντηση προς εμάς θα ήταν και πάλι «Ελάτε και θα δείτε».

 Μένει στα σπίτια των φτωχών. 

Μένει στις καρδιές των αρρώστων και πονεμένων.

 Μένει σ’ εκείνους που αναζητούν την αλήθεια. 

Μένει στους ασυμβίβαστους με την αμαρτία. Μένει όμως και στους αμαρτωλούς που έχουν επίγνωση. 

Μένει στην Αγία Τράπεζα, όταν τελείται η θεία λειτουργία, στην οποία ο Ίδιος είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος. 

Μένει στα χείλη και στην καρδιά που προσεύχονται. 

Μένει στη συγχώρεση και στην αλλαγή της πορείας. 

Μένει στις καρδιές των παιδιών που δεν κρατάνε το κακό που τους γίνεται. 

Μένει σε όσους θέλουν να Τον βρούνε. 

Μένει όμως κι εκεί όπου δεν το περιμένει κάποιος: στις κρυμμένες στροφές της ζωής μας, εκεί όπου το σκοτάδι, η απελπισία και ο θάνατος καραδοκούν, και κάνει ένα σινιάλο φωτός, αρκεί η καρδιά μας να έχει μάτια για να το δει, όσο κι αν πονά.


Πού δεν μένει; Στους αυτάρκεις, κληρικούς και λαϊκούς που έχουν απαντήσεις για όλα, αλλά δεν ζούνε την αγάπη. Στους ατομιστές, που δεν κοιτάζουν τον διπλανό τους. Σε όσους έχουν αποφασίσει ότι μαζί Του θα περάσουν καλά. Σε όσους τελικά Τον θεωρούν δεδομένο στη ζωή τους, διότι δεν έχουν έρωτα και λαχτάρα γι’ Αυτόν.


Ας μας βοηθήσει ο Άγιος απόστολος Ανδρέας με την προσευχή του και το παράδειγμά του να θέτουμε συνεχώς στον εαυτό μας το ερώτημα «Κύριε, πού μένεις;», για να ακούμε από Εκείνον το «ελάτε και δείτε» να εκπληρώνεται στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου μας, χωρίς κατάκριση και απόρριψη από εμάς, αλλά με την αγάπη που λυτρώνει.


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας

 Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))




   Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ πρωτοκλήτου. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, μιὰ μικρὴ πόλη στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφός τοῦ Σίμωνα, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μετωνομάσθηκε Πέτρος. Ὑπῆρξε πρῶτα μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ Ἰωάννη καὶ ὀνομάζεται πρωτόκλητος, ἐπειδὴ εἶναι ὁ πρῶτος, ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἦταν βέβαια ψαρᾶς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του. Ἄκουσε τὸ βαπτιστὴ Ἰωάννη, ποὺ εἶπε κι ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀνδρέας κι ἕνας ἄλλος μαθητὴς πῆραν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνος στράφηκε καὶ τοὺς ρώτησε· «Τί ζητεῖτε;». Καὶ τότε ὁ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;».




Φαίνεται πὼς ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα ἦταν ὁ ὕστερα ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ τὸ συνηθίζει σὲ τέτοιες περιπτώσεις νὰ μὴ λέγη τὸ ὄνομά του. Στὴν ἐρώτηση λοιπὸν τοῦ Ἀνδρέα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε· «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», ἐλᾶτε νὰ δῆτε. Καὶ συνεχίζει τὴ διήγηση ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Ἦλθον σὺν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»· ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποὺ μένει καὶ ἔμειναν κοντὰ του ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὡς τὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα. Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τί θὰ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν θεῖο Διδάσκαλο οἱ δυὸ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη μία ἥμερα ὁλόκληρη, ποὺ ἔμειναν μαζί του, καὶ ποιὲς θὰ ἦσαν οἱ ἐντυπώσεις των.




Ἀλλὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ ἔκαμε καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε ἡ ὁλοήμερη ἀναστροφὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ, τὴν βλέπομε στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ Ἀνδρέας, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, «εὑρίσκει πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸ Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει· «Βρήκαμε τὸ Χριστό!». Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Χριστός, ὁ ἀπεσταλμένος δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο περίμενε ὁ λαός. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα· ὁ βάπτισης Ἰωάννης ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔλεγε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!». Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε τώρα στοὺς δύο ψαράδες καὶ τοὺς ἔπεισε πὼς αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν. Δὲν ἔμενε λοιπὸν ἀμφιβολία, κι ὁ Ἀνδρέας γεμάτος χαρὰ καὶ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ἔφερε τὴν ἀγγελία στὸν ἀδελφό του.



Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἱερὸ κείμενο συπληρώνει ὅτι ὁ Ἀνδρέας πῆρε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κύτταξε τὸ Σίμωνα στὰ μάτια καὶ τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς»· ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθῆς Κηφᾶς. Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι τὸ Κηφᾶς στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Πέτρος. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄλλαξε τὸ ὄνομα τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν εἶπε Κηφά, δηλαδὴ Πέτρο, μᾶς τὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ὓστερ’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ὁμολογία τὸ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν...». Ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πέτρα τῆς πίστεως καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ πρώτη συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν εἶναι καὶ ἡ ὁριστικὴ κλήση του στὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου. Ὅταν παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε ὁριστικά τους μαθητές, ποὺ θὰ γίνονταν Ἀπόστολοι καὶ τότε πρῶτον πάλι κάλεσε τὸν Ἀνδρέα μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο, ποὺ τοὺς βρῆκε «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν». Ἄλλες δυὸ φορὲς ὕστερα βλέπομε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Μία φορά, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Φίλιππο ἔφεραν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ κάποιους Ἕλληνες, ποὺ ζήτησαν νὰ τὸν δοῦν. Καὶ δεύτερη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμιλοῦσε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ· τότε, μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας ρώτησε· «Εἰπὲ ταῦτα πότε ἔσται;», πές μας πότε θὰ γίνουν αὐτά;


Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν ξέρομε πολλὰ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἡ ἱεραποστολική του δράση συνδέεται μὲ τὴ δική μας Βυζαντινὴ καὶ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατριαρχικὸς ναὸς σήμερα στὴν Πόλη τιμᾶται στὸ ὄνομά του. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, ὅπου καὶ μαρτύρησε, σταυρωμένος ἀνάποδα. Ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου στὴν Πάτρα εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλοπρεπέστερους σήμερα ναοὺς στὴν Ἑλλάδα. Τὴν ἁγία του κάρα τὸ 1460 ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος φεύγοντας τὴν κατάκτηση τῶν Τούρκων τὴν πῆρε μαζί του ἀπὸ τὴν Πάτρα στὴ Ρώμη, καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ Μητροπολίτης Πατρὼν τὴν ξαναπῆρε στὴν Πάτρα. Μένει πάντα στ’ αὐτιά μας ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιομνημόνευτούς του Εὐαγγελίου· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Ἀμὴν

Εορτή του Αγίου ενδόξου καὶ πανευφήμου αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου

 Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει τον Άγιο Απόστολο Ανδρέα, έναν άνθρωπο από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, ψαρά στο επάγγελμα, υιό του Ιωνά και αδελφό του Σίμωνα, που μετονομάσθηκε Πέτρος από τον Χριστό. 


Δεν διασώζονται μεγάλες δηλώσεις στα Ευαγγέλια, θα λέγαμε, ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος, απλός, χωρίς εξωτερικές εκφάνσεις, σε αντίθεση με τον αδελφό του τον Πέτρο. Μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, δεν διακρινόταν για τη μόρφωσή του, αλλά για την ευσέβειά του. Ήταν ένας άνθρωπος αναζήτησης, ένας άνθρωπος για τον οποίο το νόημα της ζωής δεν περιοριζόταν στην εκπλήρωση της επιβίωσης.


Όταν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος είδε τον Ιησού, είπε στους μαθητές του:


«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Ένας λόγος που ακούστηκε στην έρημο της Ιουδαίας και άνοιξε δρόμο στην καρδιά των μαθητών. Μια μαρτυρία που ξεδιαλύνει τη γνώση της διδασκαλίας, αποκαλύπτει τα νοήματα και εισάγει τον άνθρωπο στον χώρο της εμπειρίας του προσώπου.


Η διδασκαλία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, γνωρίζοντας τον Χριστό, δεν είχε επιχειρήματα ούτε αποδείξεις. Δεν ανέλυσε θεολογίες στους μαθητές του. Δεν φεύγουν από τον Ιωάννη (τον Βαπτιστή) επειδή άκουσαν μια θεωρητική διδασκαλία, έφυγαν γιατί τους είπε: «Αυτός είναι Εκείνος! Αυτός είναι το νόημα! Αυτόν ακολουθήστε!». Τους υπέδειξε τον Χριστό (μέσα από τις νουθεσίες για τον ερχομό του Μεσσία) και Τον έδειξε. 


Ο Ανδρέας και ένας άλλος μαθητής ακολουθούν τον Ιησού, και ο Χριστός τούς ρωτά: ρωτώντας την καρδιά τους, όχι το μυαλό, «Τί ζητεῖτε;» και αυτοί απαντούν: «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;». Και τότε ακούστηκε ο λόγος που είναι θεμέλιο στην πίστη του ανθρώπου: «ἔρχεσθε καὶ ἴδετε».


Ο Θεός, αδελφοί μου, δεν εξηγείται μέσα από έννοιες και ιδέες, δεν προσπαθεί να αποδείξει τη Θεότητά Του, αλλά προσκαλεί. Προσκαλεί σε μια σχέση, σε μια κοινωνία μαζί Του. Αφού είδε ο Ανδρέας, έζησε κοντά στον Χριστό και τη χαρά αυτή δεν την κράτησε για τον εαυτό του: «εὑρίσκει οὗτος πρῶτον τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον, ὁ Χριστός)». Ο ένας βρίσκει τον άλλον και δεν μεταφέρει ιδέες, αλλά εμπειρία. Αυτός είναι ο τρόπος της Εκκλησίας, όταν η μαρτυρία γίνεται μήτρα που γεννά τα μέλη Της. Έτσι ο Ανδρέας γίνεται ο πρώτος Ευαγγελιστής και η Εκκλησία του απονέμει το προσωνύμιο “Πρωτόκλητος”. Όχι μόνο γιατί κλήθηκε πρώτος, αλλά γιατί πρώτος κάλεσε, άλλον, ο πρώτος που λέει: «Ἔλα καὶ ἴδε!».


Το συγκλονιστικό είναι πως η Εκκλησία δεν αρχίζει μέσα από μεγάλες διδασκαλίες και θαύματα, αλλά από ένα βλέμμα («Στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτούς») και μία πρόσκληση. Ο Απόστολος Ανδρέας στα Ευαγγέλια δεν μιλά συχνά. Δεν πρωτοστατεί. Είναι “σιωπηλός”, “δεύτερος” μετά τον Πέτρο. Κι όμως, ο Χριστός τον χαράζει στην αιωνιότητα: έγινε απόστολος της Αχαΐας, μετέδωσε την πίστη στον ελληνικό κόσμο και μαρτύρησε με σταυρό, όπως ο Διδάσκαλός Του.


Εκείνο που τον έκανε μεγάλο ήταν η “μυστική υπακοή” που έκανε στην καρδιά του: «Αν Εκείνος καλεί… εγώ θα πάω». Έτσι κι εμείς, ο αγώνας για την επιβίωση να μη φιμώνει την πνευματική μας αναζήτηση. Η ζωή δεν μπορεί να τελειώνει στους φόβους και στους λογαριασμούς μας, αλλά να αναζητούμε τα καλέσματα του Χριστού στη ζωή μας και να γίνονται σκοποί συνάντησης, γνωρίζοντας ότι η πίστη δεν γεννιέται στη σκέψη, αλλά στα βήματα που κάνουμε για να Τον γνωρίσουμε. Κάθε μέρα είναι μια “πρόταση”, ένας χώρος συνάντησης μέσα στην προσωπική μας ιστορία. Η κλήση δεν είναι πομπώδης, είναι απλή, “περιορίζεται” στην “αίσθηση του βλέμματος” που το διακρίνουμε στην πρόνοιά Του, στις πιο απίθανες στιγμές της ζωής μας, όταν όλα φαίνονται πως τελειώνουν και όμως τότε κάτι φέγγει μέσα μας και μας δείχνει πως βρισκόμαστε μόνο στην αρχή.


π. Παναγιώτης Τσαπέκος

«ΕΥΡΗΚΑΜΕΝ ΤΟΝ ΜΕΣΣΙΑΝ»

 Ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἀνακαλύψεις ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴ μακρὰ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καμία δὲν ἦταν τόσο σπουδαία ὅσο αὐτὴ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ πλήρης χαρᾶς ἀνεφώνησε: «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν».


Καὶ μόνη ἡ λέξη «εὑρήκαμεν» δηλώνει ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητοῦσε, ποὺ εἶχε πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ ζητοῦσε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ποὺ τόσο πολὺ εἶχε παραποιηθεῖ ἀπὸ τὶς μεσσιανικὲς ἀντιλήψεις τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ὁ ἁπλὸς αὐτὸς ψαράς, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη γιορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, ἀνήκει στὴν ὁμάδα προσώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, τὸν Τίμιο Πρόδρομο, τὸν δίκαιο Συμεὼν καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ πρόσωπα, ποὺ διέσωζαν τὴν ὀρθὴ πίστη τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν γιὰ τὸ Μεσσία.


Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας δὲν ἀναζητοῦσε μιὰ ἀφηρημένη περὶ Θεοῦ ἰδέα, ἀλλά, διασώζοντας τὴ γνήσια πίστη τῶν Γραφῶν, γνώριζε ποιὸν Σωτῆρα ὑποσχόταν ὁ Θεὸς στὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸν βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Οἱ λέξεις τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» εἶναι λέξεις πλήρους χαρᾶς ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ τὸν Κύριο καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μαζί Του. Δὲν βρῆκε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἁπλῶς κάτι ποὺ ἀναζητοῦσε, μιὰ ἀπάντηση σὲ κάποιο μεταφυσικὸ ἐρώτημα. Βρῆκε τὸ Πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ τοῦ γέμιζε τὴν ὕπαρξη μὲ χαρά. Καὶ πράγματι αὐτὸ συμβαίνει μὲ ὅλους ὅσους γνωρίζουν τὸν Σωτῆρα Χριστό. Ὅποιος γνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ θέτει ὡς ὁδηγὸ τῆς ζωῆς του, ὅποιος ἔχει προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, αὐτὸς ἔχει τὴν ἐμπειρία μιᾶς ἐσωτερικῆς χαρᾶς καὶ ὁμολογεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀλλοῦ αὐτὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἀγαλλιάσεως, παρὰ μόνο κοντὰ στὴν πηγή της, τὸν Χριστό.


Ἡ ἐν Χριστῷ λύτρωση καὶ Σωτηρία σημαίνει λύτρωση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ τὶς συνέπειές της. Καὶ μέσα στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ὁ Χριστὸς παρέχει πάντοτε τὴ βοήθειά Του στὸν πρὸς Αὐτὸν ἀφοσιωμένον ἄνθρωπο. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ζεῖ μὲ ὁδηγὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, ζεῖ μέσα στὸ φῶς καὶ γνωρίζει ποῦ βαδίζει. Ἔχει ἐλπίδα καὶ στήριγμα στὴ ζωή του. Ἔχει εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια. Ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς καὶ διακηρύσσει μαζί μὲ τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα: «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν».


Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι προτροπὴ γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς. Μᾶς προτρέπει νὰ ἀναζητοῦμε συνεχῶς τὸ πρόσωπο τοῦ Χρστοῦ μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο, τὴ διάθεση καὶ τὸ φρόνημα τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, γιὰ νὰ βροῦμε τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ

 Στή σημερινή Ἀποστολική περικοπή, ἀγαπητοί μου, παρουσιάζεται τό μαρτυρικό στεφάνι, πού φέρει ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων. Προβάλλεται ἡ Ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν καί τῶν σπηλαίων, ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀμφιθεάτρου καί τῆς πυρᾶς. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Κορινθίους «ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ καὶ ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», δηλ. οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν θέαμα γιά τόν κόσμο καί κατάντησαν σάν τά σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου καί θεωροῦνται τά ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας. Καί προσθέτει τά βάσανα πού περνοῦν, τήν πείνα καί τή δίψα, τούς ξυλοδαρμούς καί τίς περιπλανήσεις, τούς ἐμπαιγμούς, τούς διωγμούς καί τίς συκοφαντίες.


Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἀλήθεια ὅτι, μπαίνοντας στόν κόσμο ὡς κάτι ξένο καί θεῖο, ἀντιμετώπισε τήν ἀντιπαλότητα καί τήν ἀποστροφή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί τά μέλη του, ὅπως ἀναφέρεται στήν Ἐπιστολή πρός Διόγνητον, κείμενο τοῦ 2ου – 3ου αἰ., «ὑπὸ Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται καὶ ὑπὸ Ἑλλήνων διώκονται». Μιά αἰτία δίωξής του ἀπό τόν κόσμο ἦταν τό ὅτι οἱ Χριστιανοί, συνεπεῖς στήν κλήση τους καί θέλοντας νά εἶναι «ἅγιοι», διήγαγαν τό βίο τους μέ αὐστηρότητα, χωρίς νά ἔρχονται σέ στενή ἐπαφή μέ τόν κόσμο, ἔτσι ὥστε, ἀδίκως καί συκοφαντικῶς, νά κατηγοροῦνται ὡς «μισητές τοῦ ἀνθρώπινου γένους».


Ἡ πίστη καί λατρεία τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τῶν ὑπολοίπων Χριστιανῶν, στόν ἀληθινό Θεό ἦταν ἐκεῖνες πού τούς ἐνίσχυαν στήν περιφρόνηση τοῦ κόσμου καί στήν καταφρόνηση τοῦ θανάτου διά τοῦ μαρτυρίου. Ἦταν φυσικό νά περιφρονοῦν ὅλες τίς ἀντιξοότητες πού περιγράφει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀλλά καί τό μαρτύριο ἀκόμη, λόγω τῆς ἀλλοκόσμου διαγωγῆς τους καί τῆς παρουσίας θείας δύναμης ἐντός ἐκείνων. Οἱ Χριστιανοί συμβιοῦν μέ τόν κόσμο, ἀλλά ἔρχονται ἀπό ἄλλον χῶρο, καί εἶναι γι’ αὐτόν ὅ,τι ἡ ψυχή γιά τό σῶμα· εἶναι ἡ ψυχή τοῦ κόσμου.


Ἀγαπητοί μου, ὁ Ἀπόστολος καλεῖ νά γίνουμε μιμητές του· «παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε». Ἡ περιγραφή τῶν βασάνων ἐκείνου, ἀλλά καί ἐν γένει τῶν Χριστιανῶν, ἐκφράζουν τήν ὑπέροχη Εὐαγγελική διαγωγή, πού γεννᾶται ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Ὅπως ἡ ζωή, ἔτσι καί ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, περικλείει μέσα της κάτι τό μυστηριῶδες, λόγω τῆς θείας προέλευσης της.


Κάποτε μπορεῖ πάλι ἡ Ἐκκλησία νά ὁδηγηθεῖ στίς κατακόμβες καί στά σπήλαια. Ἐάν δέν εἴμαστε ἕτοιμοι, δέν θά μπορέσουμε νά ἀνταποκριθοῦμε στήν ὑψηλή κλήση μας. Μήν ξεχνοῦμε ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί διαφέρουμε ἀπό τόν κόσμο καί γι’ αὐτό περιφρονούμαστε καί διωκόμαστε ἀπ’ ἐκεῖνον. Ἐμεῖς, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἴμαστε οἱ «μαθητές» τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 6,1), οἱ «σωζόμενοι» (Πράξ. 2, 47), οἱ «τῆς ὁδοῦ» (Πράξ. 9, 1-2), οἱ «κλητοί» (Α΄ Κορ. 1, 24), οἱ «ἅγιοι» (Φιλιπ. 4, 21), οἱ «Χριστιανοί» (Πράξ. 11, 26). Ἄς πολιτευόμαστε, λοιπόν, ἀξίως τῶν ὀνομάτων πού ἔχουμε, προκειμένου νά ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου μακαριότητας. Ἀμήν.


(π.Ἱερόθεος Κρητικός)

«Ἐπί τῷ Kυρίῳ πέποιθα...εὐθύτητας εἶδε τό πρόσωπον αὐτοῦ» (Ψαλμ. ι΄,1,7).

 Ὁ Προφητάναξ Δαβίδ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀναφωνεῖ: «Ἐπάνω στόν Κύριο ἔχω στηρίξει τήν πεποίθησή μου...γιατί ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καί ἀγαπᾶ τίς δικαιοσύνες, τό δέ πρόσωπόν Του τό ἔστρεψε στούς εὐθεῖς ἀνθρώπους». Εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα νά γνωρίζουμε τίς δίκαιες καί σωστές διαθέσεις τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό ἔζησαν οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στήν Καινή Διαθήκη οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν ἀκριβές πρότυπό τους τή ζωή τοῦ Κυρίου, τήν γεμάτη ταπείνωση, ἀγάπη καί θυσία. Ἔτσι, σήμερα καί ἐμεῖς εἴμαστε πάνοπλοι εἰς τό νά ἀμυνώμαστε στίς προκλήσεις τῶν «φίλων» καί τῶν ἐχθρῶν.


Στή σημερινή ἀποστολική περικοπή (Α΄ Κορ. 4,9-16) ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει μέ ὅλη του τήν εἰλικρίνεια καί ἁπλότητα τά παθήματα, τούς ἐξευτελισμούς, τίς περιπέτειες, τίς δοκιμασίες πού ὑπέστησαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἰδιαιτέρως ὁ ἴδιος ἀπό τούς ἀρνητές τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ζητεῖ ἀπό τούς Κορινθίους μέ ὅλο τό δικαίωμα πού ἔχει, ὡς πνευματικός τους πατέρας, νά τόν μιμηθοῦν. 


Αὐτό ἀφορᾶ καί ἐμᾶς. «Παρακαλῶ ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε».


Ὁ θεῖος Ἀπόστολος περιγράφει τίς ἀφάνταστες ταλαιπωρίες καί περιπέτειες γιά τή διάδοση τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων «καί πεινῶμεν καί διψῶμεν καί κολαφιζόμεθα...». Νά ἕνα σημεῖο ἄξιο προσοχῆς καί μίμησης. Ἄραγε ἐμεῖς κάνουμε θυσίες στίς δυσκολίες τῶν συνανθρώπων μας; Ὅταν, κυρίως, ἡ ψυχή τους εἶναι βυθισμένη στό σκοτάδι τῆς ἀγνοίας καί τῆς ἁμαρτίας καί ζοῦν χωρίς Θεό, αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά τούς βοηθήσουμε; Οἱ Ἀπόστολοι ἀντιμετώπιζαν τίς περιπέτειές τους μέ ὑπομονή καί ἀνοχή «Λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν». Μᾶς βρίζουν οἱ ἄλλοι, λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἐμεῖς εὐχόμαστε ἀγαθά γι’ αὐτούς πού μᾶς βρίζουν. Μᾶς καταδιώκουν;


Ἐμεῖς δείχνουμε ἀνοχή καί ὑπομονή. Μᾶς συκοφαντοῦν; Ἐμεῖς ἀπευθύνομε λόγια καλωσύνης. Τί μεγάλη καρδιά εἶχαν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι. Καί, ὅμως, τέτοιοι πρέπει νά γίνουμε καί ἐμεῖς. Μπορεῖ οἱ ἄλλοι νά θέλουν τό κακό μας, νά διασύρουν τήν ὑπόληψή μας. Ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιγράψουμε τούς Ἀποστόλους. Θά ἀμυνθοῦμε βέβαια. Θά διαλύσουμε τίς συκοφαντίες. Θά διαφυλάξουμε τόν ἑαυτό μας καί τό κῦρος μας. Ἀλλά αὐτά θά γίνουν μέ ἠρεμία, μέ καλωσύνη, μέ πραότητα καί συγχωρητικότητα. Δέν θά ἀνταποδώσουμε τά ἴδια. Δέν θά τούς ἐκδικηθοῦμε. Ἐμεῖς στήν καρδιά τους θά ἀντιτάξουμε τήν καλωσύνη μας. «Μηδενί κακόν ἀντί κακοῦ ἀποδίδοντες» (Ρωμ. 12,17).


Θά νικοῦμε μέ τήν ἀγάπη μας: «Μή νικῶ ὑπό τοῦ κακοῦ, ἀλλά νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τό κακόν» (Ρωμ. 13,21). Διότι καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκτελοῦμε καί τήν ψυχική γαλήνη ἐξασφαλίζουμε.


Σήμερα, δυστυχῶς, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού εἶναι πρόθυμοι νά εἰρωνευθοῦν τήν Ἐκκλησία, τόν Κλῆρο, τούς πιστούς. Τό ἴδιο ὑπῆρχε καί στήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων. Καί, ὅμως, δέν ὑπελόγισαν τά σχόλια τοῦ κόσμου. Δέν ἐγκατέλειψαν τόν ἀγῶνα τους! Ἤξεραν ὅτι ἡ χριστιανική τους πίστη ἀξίζει ὅσο δέν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος. Κράτησαν γερά τόν θησαυρό τους.


Ἄς μιμηθοῦμε καί ἐμεῖς τούς θείους Ἀποστόλους. Εἶναι ἐνδεχόμενο μερικοί νά μᾶς χαρακτηρίσουν ὡς ὀπισθοδρομικούς, καθυστερημένους, ἀκοινώνητους «μωρούς», διότι δέν ἀκολουθοῦμε τό νέο πνεῦμα, διότι πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία, διότι ἐξομολογούμαστε, διότι εἴμαστε σεμνοί καί ἠθικοί, διότι θέλουμε νά εἴμαστε καλοί οἰκογενειάρχες, διότι δέν καταπατοῦμε τίς ἀρχές τῆς ἀρετῆς, διότι δέν πετοῦμε στό δρόμο τήν τιμή μας. Ἄς μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τίς εἰρωνεῖες καί τούς ἐμπαιγμούς τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν δεσμωτῶν τοῦ κακοῦ. Πράγματι, ὑπῆρξαν ἱερές προσωπικότητες οἱ Ἀπόστολοι, ἅγιες, πλήρεις καί ἀκέραιες. Μέ τίς ἱεραποστολικές περιοδεῖες τους, μέ τή διδασκαλία τους ἀναδείχθηκαν πνευματικοί ἀναμορφωτές τῶν ἐθνῶν, γιατί μέσα τους πλημμύριζε ἡ ἀγάπη πρός τόν Κύριό τους, τόν Χριστό. Αὐτή ἡ ἀγάπη τούς ἐνίσχυε εἰς τό νά ἀγαπήσουν καί τούς ἀνθρώπους, χωρίς κανένα δισταγμό «κήρυξαν στά ἔθνη» Χριστό.


Καταξιώθηκαν, ἁγίασαν, θεμελίωσαν τήν Ἐκκλησία.


Μιά τέτοια ἱερή προσωπικότητα ὑπῆρξε καί ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, τοῦ ὁποίου σήμερα ἑορτάζουμε τήν σεβάσμια μνήμη.


Ὀνομάστηκε Πρωτόκλητος, ἐπειδή κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο πρῶτος στήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν. Γεννήθηκε στή Βησθαϊδά τῆς Γαλιλαίας.


Ἦταν ἀδελφός τοῦ Πέτρου. Σάν ἁπλοϊκοί ψαράδες καί εὐσεβεῖς Ἰσραηλῖτες παρακολουθοῦσαν τά κηρύγματα Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ καί ἦταν μαθητές του. Κάποια ἡμέρα ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἔδειξε τόν Ἰησοῦ στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη λέγοντάς τους: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ἀμέσως ἀκολούθησαν τόν Ἰησοῦ μέ βαθειά συγκίνηση. Ὁ Ἀνδρέας παρέμεινε ἄγαμος. Ἀξιώθηκε πρῶτος νά γνωρίσει τόν Κύριο καί θά ἀναφωνίσει στόν ἀδελφό του «εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν» (Ἰω. 1,42). Ἀκολούθησε ἡ κλήση στό ἀποστολικό ἀξίωμα «καί λέγει πρός αὐτούς (ὁ Ἰησοῦς). Ἀκολουθῆστε με καί θά σᾶς κάμω ἱκανούς νά ψαρεύετε ἀντί ψαριῶν, ἀνθρώπους, τούς ὁποίους μέ τό δίκτυο τοῦ κηρύγματος θά ἑλκύετε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 4,19). Ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα ἔρχονται στόν Ἰησοῦ καί Τοῦ λένε ὅτι μερικοί Ἕλληνες θέλουν νά Τόν δοῦν. Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα (ἦλθε ἡ ὥρα) ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 12,23).


Μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Ἀνδρέας εἶναι ἀκόμα στήν Ἱερουσαλήμ.


Θά πληροφορηθεῖ τόν λιθοβολισμό τοῦ Στεφάνου καί τήν κλήση τοῦ Παύλου, καί τόν διωγμό τῶν πρώτων χριστιανῶν.


Ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐπιβεβαίωνε μέ θαύματα τό ἔργο καί τό κήρυγμα τῶν διαδόχων του Ἀποστόλων (Μάρκ. 16,20). Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας θά ξεκινήσει τίς περιοδεῖες του- τίς γεμάτες δοκιμασίες- στόν Εὔξεινο Πόντο, Νίκαια, Τραπεζοῦντα, Βυζάντιο, ἱδρύοντας τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διά νά καταλήξει, διά τῆς Θράκης, Μακεδονίας καί Θεσσαλίας, στήν Πάτρα ὅπου καί θά μαρτυρήσει μέ σταυρικό θάνατο καυχόμενος γιά τήν θυσία τοῦ Κυρίου του, ὑπομένοντας καί συγχωρῶντας τούς διῶκτες του.


Ἀδελφοί μου,


ἄς ἀγωνιζόμαστε τόν καλόν ἀγῶνα καί ὁλοένα καί περισσότερο θά ἐπαληθεύεται στή ζωή μας τό σημερινό «μιμηταί μου γίνεσθε» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ΑΜΗΝ!

Αλιείς ανθρώπων

 «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν».


Γιορτάζουμε σήμερα με λαμπρότητα τη μνήμη του αγίου και αποστόλου Ανδρέα, του Πρωτοκλήτου. Του πρώτου μαθητή που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Χριστού, εκείνου που άφησε τα δίχτυα της Βηθσαϊδά για να γίνει «αλιεύς ανθρώπων».


Η ζωή του αποστόλου Ανδρέα είναι ένα υπόδειγμα πρωτοβουλίας και παραδειγματικής πίστης. Ήταν ο πρώτος που ακολούθησε τον Ιησού, και αμέσως μετά, οδήγησε και τον αδελφό του, τον Πέτρο, στον Διδάσκαλο, με εκείνα τα λιτά, αλλά τόσο δυναμικά λόγια: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Αυτή η φράση αποτελεί την πεμπτουσία της αποστολικής του δράσης: η χαρά της εύρεσης του Χριστού δεν μπορεί να αποκρυβεί. Η πίστη δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά μια φλόγα που φουντώνει, καίει και φωτίζει τους γύρω. Ο απόστολος Ανδρέας μάς διδάσκει ότι κάθε Χριστιανός είναι κατ’ ουσία ένας «Πρωτόκλητος» και ένας «Ανδρέας», καλούμενος να μεταδώσει τη Χάρη που έλαβε.


Το κήρυγμα του αποστόλου Ανδρέα απλώθηκε σε πολλές περιοχές, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Ελλάδα, και, κατά την ιερή μας παράδοση, έφτασε μέχρι την πατρίδα μας, την Κύπρο, αφήνοντας πίσω του ένα διαχρονικό πνευματικό αποτύπωμα.


Η χάρη του στην Κύπρο


Στο ανατολικότερο άκρο του νησιού μας, στην ακριτική χερσόνησο της Καρπασίας, δεσπόζει η φημισμένη και κατεχόμενη σήμερα ιερά μονή του αποστόλου Ανδρέα. Αυτό το ιερό προσκύνημα δεν είναι απλώς ένας ναός, ένα ιερό προσκύνημα, είναι ένα ζωντανό μνημείο οικουμενικής εμβέλειας, της αδιάλειπτης σχέσης του νησιού μας με τον Πρωτόκλητο απόστολο, μια αιώνια γέφυρα πίστης, αλλά και ελπίδας ότι με την βοήθεια του Θεού θ’ αποκατασταθεί το δίκαιο σ’ αυτό τον πολύπαθο τόπο. Θα ηχήσουν σύντομα και εκεί αναστάσιμα οι καμπάνες.


Η τοπική παράδοση θέλει το πλοίο του αποστόλου Ανδρέα να αγκυροβολεί σ’ εκείνη την περιοχή λόγω νηνεμίας. Εκεί, ο απόστολος έκανε το θαύμα του: χτύπησε τον ξηρό βράχο με το ραβδί του, και αμέσως ανάβλυσε άφθονο αγίασμα, ένα νερό που όχι μόνο ξεδίψασε τους ταξιδιώτες, αλλά και θεράπευσε την τύφλωση του παιδιού του καπετάνιου.


Αδελφοί μου, αυτό το θαύμα στην πατρίδα μας την Κύπρο είναι ένα κήρυγμα από μόνο του. Το νερό που ξεπηδά από τον βράχο συμβολίζει τη ζωή που χαρίζει ο Χριστός, η οποία έρχεται σε εμάς δια του κηρύγματος των αποστόλων. Η τύφλωση του παιδιού αντιπροσωπεύει τη δική μας πνευματική τύφλωση, την αδυναμία μας να διακρίνουμε το φως και την αλήθεια του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο απόστολος Ανδρέας, με τη Χάρη του Θεού, φέρνει το φως στην ψυχή, θεραπεύοντας την άγνοια, την αμφιβολία και την αμαρτία.


Η μονή του αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία, παρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες που παρεμβάλλει η κατοχή, παρέμεινε και παραμένει για αιώνες ένα παγκύπριο προσκύνημα, ένα σύμβολο ελπίδας. Είναι ένα μέρος όπου Έλληνες και Τούρκοι Κύπριοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, έφταναν με πίστη για να προσκυνήσουν και να ζητήσουν τη χάρη του αγίου. Μας υπενθυμίζει ότι η πίστη στον Θεό ξεπερνά εθνικά και πολιτικά σύνορα, και γίνεται κοινή πηγή παρηγοριάς και ελπίδας.


Σήμερα, αν και η φυσική παρουσία μας στη μονή εμποδίζεται από το καθεστώς της κατοχής, η πνευματική μας σύνδεση παραμένει άρρηκτη. Η φωνή του Πρωτοκλήτου ηχεί ακόμη στην καρδιά κάθε συμπατριώτη μας.


Η δική μας «Βηθσαϊδά»


Ας αναρωτηθούμε: ποια είναι η δική μας «Βηθσαϊδά»; Ποια «δίχτυα» μας κρατούν δεμένους και μας εμποδίζουν ν’ ακολουθήσουμε τον Χριστό, με όλη τη δύναμη και θέρμη της ψυχής μας; Ποια είναι η «τύφλωση» από την οποία προσβαλλόμαστε και που θα πρέπει να θεραπευτεί μέσα μας;


Ο απόστολος Ανδρέας, που με «ανδρεία» (όπως δηλώνει και το όνομά του) βάδισε στον σταυρό – τη μαρτυρική του τελείωση – μας καλεί να μιμηθούμε την αφοβία, την αφοσίωσή του, αλλά και την υποδειγματική προσήλωσή του. Να γίνουμε κι εμείς, όπως αυτός, γέφυρες που οδηγούν τους συνανθρώπους μας στον Χριστό, αρχίζοντας από τους πιο κοντινούς μας, όπως έκανε με τον αδελφό του Πέτρο.


Ας ζητήσουμε από τον Πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα, τον προστάτη και θεραπευτή της πατρίδας μας Κύπρου, να πρεσβεύει στον Κύριο:


Να μας φωτίζει, ώστε να βλέπουμε καθαρά το θέλημα του Θεού.


Να μας ενδυναμώνει, ώστε ν’ αντιμετωπίζουμε με πίστη τις δικές μας «νηνεμίες» και δοκιμασίες.


Να αποκατασταθούν η ελευθερία και η ειρήνη στην Κύπρο μας και ν’ αναβλύσει και πάλι το αγίασμα της αγάπης σε όλο το νησί μας.


Αγαπητοί αδελφοί, με την ευχή αυτή, ας φεύγουμε από τον ιερό αυτό Ναό, έχοντας φουντωμένη την φλόγα του Πρωτοκλήτου στην ψυχή μας, πρόθυμοι να διακηρύξουμε και εμείς δι’ ευχών του αποστόλου Ανδρέα: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν».


Χριστάκης Ευσταθίου,


Θεολόγος

«Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιω. 1, 42)

 Τον Πρωτόκλητο απόστολο Ανδρέα τιμά σήμερα η σύναξη και ενωμένη οικουμενική Εκκλησία. Τα γεγονότα της γνωριμίας του με τον Χριστό παρακολουθήσαμε στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας.


Τον Ανδρέα τον ακολουθεί ο Ιησούς, να συνειδητοποιήσει το μεγαλείο του θείου Διδασκάλου και να οδηγήσει κοντά στον Κύριο τον αδελφό του, τον Πέτρο. Για να πετύχει αυτόν τον σκοπό του, ο Χριστός χρησιμοποιεί μία φράση: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Η προσμονή του Μεσσία ήταν πόθος που έδινε δύναμη στον λαό του στις ιστορικές του περιπέτειες. Ο περιούσιος λαός πίστευε ότι, όταν θα ερχόταν ο Μεσσίας, θα τους ελευθέρωνε από όλα τα δεινά τους.


Η λέξη Μεσσίας ερμηνεύεται με την λέξη Χριστός, διότι είναι αυτός που χρίεται, για να είναι βασιλεύς ή αρχιερεύς ή προφήτης. Ο Ιησούς Χριστός είναι χρισμένος από τον Θεό Πατέρα, έχει δηλαδή την εξουσία να είναι ταυτοχρόνως και Βασιλεύς και Αρχιερεύς και Προφήτης. Όλες αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν στο πρόσωπο του Χριστού. Με αυτές τις τρεις ουσίες ο Κύριος αποστέλλεται για τη σωτηρία του ανθρώπου.


Όταν ο Ανδρέας λέει στον αδελφό του Πέτρο: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», σημαίνει πως βρήκε το πρόσωπο εκείνο που θα ελευθερώσει τους ανθρώπους από κάθε μορφή δουλείας, εξωτερικής και πνευματικής. Ο Ανδρέας γοητεύθηκε από το προσωπικό μεγαλείο του Ιησού. Τον Θεάνθρωπο Κύριο είδε ως Βασιλέα, Διδάσκαλο, Αρχιερέα. Διαπίστωσε, από τις ώρες που πέρασε μαζί Του, πως είχε να κάνει με τον Σωτήρα του κόσμου. Θαυμάστηκε από όλες αυτές τις ιδιότητες που έβγαζαν απέραντη γαλήνη και γλυκύτητα από το πρόσωπο του Ιησού. Στον Χριστό είδε την απλότητα του Βασιλέα, τη σοφία του Διδασκάλου και Προφήτη, το μεγαλείο και την ιεροπρέπεια του Αρχιερέα. Έγινε ο πρώτος μαθητής του Χριστού, διότι ήθελε να ελευθερωθεί μέσα από τη σοφία, τη δύναμη και τη θυσία του Κυρίου. Ένιωσε επίσης βαθύτατη ανάγκη να αναγγείλει τη γνώση του Μεσσία αυτού στα πιο κοντινά του πρόσωπα, όπως ήταν ο αδελφός του, ο Πέτρος, και ύστερα σε ολόκληρη την ανθρωπότητα με την ιεραποστολική του δράση. Ο ευαγγελισμός των ανθρώπων έγινε έργο ζωής για τον Ανδρέα και δεν τελείωσε ποτέ με τον μαρτυρικό του θάνατο.


Αν θέλουμε σήμερα να μιμηθούμε τον Πρωτόκλητο απόστολο Ανδρέα, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε το μήνυμά του στάση ζωής. Το μήνυμα του σήμερα τιμώμενου αποστόλου είναι το: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Έχουμε την πνευματική ποιότητα και την αδιαπραγμάτευτη συνείδηση να πούμε κι εμείς με ειλικρίνεια «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν»; Έχουμε βρει στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία; Βιώνουμε τη σχέση μας με τον Χριστό ως μαθητές Του, ως όργανα και δούλοι Του και ως λατρευτές Του;


Ο Μεσσίας δεν είναι κάποιος κοσμικός σωτήρας, μια πηγή ανακούφισης από τους αυτοδημιούργητους πόνους της γης. Δεν είναι κάποιος φιλόσοφος, που με την ηθική του διδασκαλία θα οδηγήσει τους ανθρώπους σε γνώσεις και ιδέες αλλά με την μία και αληθινή γνώση, που ξεκλειδώνει τα μυστικά της ευτυχίας. Ο Χριστός δεν είναι ένας από τους πνευματικούς ταγούς και τους θρησκευτικούς μύστες που παραπλανούν την ανθρωπότητα με τις μισαλλοδοξίες, τις υποσχέσεις και την ατελέσφορη στενοκεφαλιά τους.


Για μας ο Μεσσίας Χριστός είναι ο Βασιλεύς μας. Είναι ο Ηγέτης της πιο δυνατής δημοκρατίας του σύμπαντος, που είναι η Βασιλεία των Ουρανών! Είναι ο παντοκράτωρ Θεός μας, που στην Πολιτεία Του όλοι οι πολίτες είναι τριγωνιστές και βασιλείς, εικόνες του μόνου Βασιλέως της δόξας. Είναι ο Άρχων του παντός, που θέλει και χαίρεται όταν οι πιστοί Του τον μιμούνται στην αρχοντιά, και δεν διστάζει να τους ανεβάσει στον θρόνο Του και να τους κάνει παρόντες της Θεότητας και συνθρόνους της μεγαλωσύνης Του. Η υπακοή σ’ αυτόν τον Κυβερνήτη είναι ελευθερία. Η υποταγή στο θέλημά Του είναι κατάξίωση. Η συμπόρευση μαζί Του είναι παντοτινή ευδαιμονία.


Όποιος υποτάσσεται στον Μεσσία Χριστό αναπνέει την ελευθερία, πορεύεται γαλήνια, ισορροπεί φυσιολογικά, ζει αληθινά, σώζεται και δυναμώνει ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες του παρόντος κόσμου. Όστε φυλακή, όστε ασωτία, όστε κατά κόσμον αποτυχία, όστε η φτώχεια, όστε η χολέρα, όστε η περιφρόνηση, όστε η προδοσία, όστε κάποια δύναμη ή πρόσωπο μπορούν να κλονίσουν την αγάπη και την υπακοή του πιστού στον μεγάλο Κύριο της υπάρξεώς του. Ο πιστός κοντά στον Χριστό βρίσκει τα πάντα· γι’ αυτό και τα πάντα γίνονται για χάρη του.


Για μας ο Μεσσίας Χριστός είναι ο σοφότατος Διδάσκαλος. Είναι η σοφία του Θεού, ο Λόγος Του. Είναι Αυτός που πλάθει τα πάντα χωρίς λάθος. Αυτός που συναρμολογεί το σύμπαν, την ορατή και αόρατη ζωή, με τρόπο απαράμιλλο και θαυμαστό. Αυτός που δίνει λόγο, συναίσθημα και βούληση στο κορυφαίο από τα πλάσματά Του, τον άνθρωπο, για να τον προσεγγίζει ελεύθερα, να αγιάζεται και να γίνεται μίτος Θεός, όμοιος με τον Πλαστουργό του.


Ο Μεσσίας Χριστός έχει όλες τις απαντήσεις, έχει την άκρατη γνώση, έχει τον απόλυτο σχεδιασμό για ό,τι υπάρχει και θα υπάρξει. Ο Παντοδύναμος Δημιουργός κρατά στην «παλάμη» Του τον χώρο και τον χρόνο σαν μία γυάλινη σφαίρα, μέσα στην οποία βλέπει από όλες τις πλευρές και γνωρίζει τις παραμικρές παραμέτρους της.


Έτσι, ο πιστός ακολουθεί τον Χριστό ως Διδάσκαλο, κοντά στον Οποίο μαθητεύει στα μυστικά της αληθινής ζωής. Κοντά στον Μεσσία διαμορφώνεται και ο τρόπος. Ξεπερνά την αληθινή γνώση, που δεν βρίσκεται στα δεδομένα των κοσμικών υπολογιστών, ούτε στις πληροφορίες του διαδικτύου, ούτε στην αυτονομημένη ευστροφία της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά βρίσκεται στη γλυκιά νότα ενός ψαλμού, στο λεπτοσώματο άρωμα ενός θυμιάματος, στα δεκατομμύρια κύματα ενός φιλοβασιλεύματος, στη θερμότητα ενός βλέμματος, στη θαλπωρή μιας αγκαλιάς, στην καύση ενός δακρύου μετανοίας. Κοντά στον Μέγα Διδάσκαλο ο πιστός μαθαίνει πως η σοφία δεν είναι γνώσεις και πληροφορίες ούτε θεωρήματα και συμπεράσματα. Η σοφία είναι βίωμα, εμπειρία της αποκάλυψης του Θεού, ξεκίνημα της γνώσης μαζί Του και η ευλογημένη αγωνία αυτής της γνώσης να μην σταματήσει ποτέ!


Για μας, τέλος, ο Μεσσίας Χριστός είναι ο Μέγας Αρχιερεύς. Είναι Εκείνος που μυστηριωδώς θυσιάζεται και θυσιάζεται, για να μοιράσει τον Εαυτό Του σε όποιον τον αγαπάει. Ο Ιησούς είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος, ο Τροφοδοτών τον Εαυτό Του και τροφοδοτούμενος στην Εκκλησία και από την Εκκλησία για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Μεσσίας είναι η αρχή και το τέλος της αληθινής λατρείας. Είναι το περιεχόμενο κάθε προσευχής. Η δόξα Του είναι το ποθούμενο κάθε ψυχής. Πολλοί θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη λατρεία των ανθρώπων. Θέλησαν να γίνουν και να θεωρηθούν ως θεοί και ανώτεροι από τους άλλους. Κανείς, όμως, απ’ αυτούς δεν μπορεί να δώσει σωτηρία. Όσοι προσποιούνται πως προσεγγίζουν το θείο, για να λάμψουν περισσότερο και να κατακτήσουν μια θέση στον παγκόσμιο πλανήτη, πέφτουν στην ίδια τους την κατάπτωση. Ο πιστός, όμως, δεν παρασύρεται από αυτούς τους «θεούς» και «κυρίους» του διαδόχου. Ο πιστός λατρεύει τον Μεσσία Χριστό και γεύεται τις άκτιστες νεότητες της θείας χάρης Του, που χύνεται σαν το νερό της ζωής. Ο πιστός κοντά στον Αρχιερέα Χριστό μυείται στα άρρητα μυστήρια της θεογνωσίας και στο κάλλος της Θεότητας.


Ο Πρωτόκλητος  Απόστολος Ανδρέας σήμερα μας λέει: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν!» Μαζί του ας προσπαθήσουμε κι εμείς να έλθουμε στην ίδια θέση. Να προσεγγίσουμε τον Κύριο ως Βασιλέα, Διδάσκαλο και Αρχιερέα. Να υποταχθούμε στη δύναμη της αγάπης Του, στη σοφία της παναγίας Του, στα μυστικά της λατρείας Του, για να μπορούμε να λέμε με ειλικρίνεια:  


«Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» – και με τις πρεσβείες του Πρωτόκλητου αποστόλου Ανδρέα να λαμβάνουμε τις ευλογίες αυτού του Μεσσία για πάντα. **Αμήν.

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

 Ὡς αὐθεντικός Πνευματικός Πατέρας ὁμιλεῖ στούς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐπισημαίνει, μάλιστα, ὅτι μπορεῖ πολλοί νά μιλοῦν καί νά διδάσκουν γιά τόν Χριστό, μόνον ἐκεῖνος ὅμως εἶναι Πατέρας τους Πνευματικός, γιατί ἐκεῖνος τούς γέννησε ἐν Χριστῷ, διά τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι Πατέρας τους, γιατί ὑπέστη τόν πνευματικό τοκετό, ἀπό τόν ὁποῖο προκύπτει πνευματική σχέση ἰσχυρή καί εὐλογημένη, ἀνώτερη ἀκόμα καί ἀπό τή σαρκική.


Ἡ πολυδιάστατη πνευματική πατρότητα


Τό πρόσωπο τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός εἶναι κατοχυρωμένο, διαχρονικά, στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ποιός, ὅμως, εἶναι ὁ αὐθεντικός Πνευματικός Πατέρας, ὁ ὁποῖος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στήν πνευματική πορεία τῶν πιστῶν; Σύμφωνα μέ λόγιο Ἱεράρχη: «Πρέπει ὁ Πνευματικός νά εἶναι ὄντως “πνευματικός”, νά εἶναι πατέρας, νά εἶναι ἱερέας, νά μπορεῖ νά λειτουργεῖ, νά προσεύχεται, νά ξέρει νά ἀκουμπάει στόν Θεό καί νά μήν εἶναι ἕνας ἁπλός κοινωνικός ἐργάτης, πού κάνει ἕνα θρησκευτικό “χόμπι”. Ὁ Πνευματικός δέν εἶναι σύμβουλος, πού δίνει συμβουλές, δέν εἶναι δάσκαλος, πού διδάσκει, οὔτε εἰσαγγελέας, πού ἐλέγχει. Ὁ Πνευματικός εἶναι πατέρας, πού ἀγκαλιάζει, φίλος, πού ἐλευθερώνει, ἀδελφός, πού συγχωρεῖ· εἶναι μυσταγωγός, πού ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς ψυχῆς.


Δέν εἶναι αὐτός πού ξέρει, εἶναι αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὡς Πατέρα του, καί τόν κάθε ἄνθρωπο, ὡς παιδί τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πνευματικός ἔχει τήν χάρη τῆς Ἱερωσύνης, ἀρκεῖ νά τήν κρατάει ζεστή καί ἐνεργό μέσα του.


Ἄν ἔτσι τή διατηρεῖ, τότε ὁ Θεός δίνει πολλά καί μέ πολλούς τρόπους».


Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀναγνώριση τήν ὁποία ὀφείλουμε στόν Πνευματικό μας Πατέρα, πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη τοῦ ἔργου πού ἐπιτελεῖ στήν ψυχή μας. 


Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει σχετικῶς: «Πόσο πολύ πρέπει νά τιμήσεις καί ν’ ἀγαπήσεις ἐκεῖνον πού ἔγινε πνευματικός πατέρας σου; Εἶναι ἐκεῖνος πού σέ μεταποίησε ἀπό τό εἶναι στό “εὐ εἶναι”, σοῦ μετέδωσε τόν φωτισμό τῆς γνώσεως, σοῦ δίδαξε τή φανέρωση τῆς ἀλήθειας, σέ ἀναγέννησε διά τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας, σοῦ ἀνέθεσε τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, τῆς ἀθανασίας καί τῆς ἀδιάδοχης βασιλείας καί κληρονομίας, σέ κατέστησε, ἀπ’ τούς ἀνάξιους, ἄξιο τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καί οὐράνιο, ἀντί ἐπίγειο, καί αἰώνιο, ἀντί πρόσκαιρο, καί υἱό καί μαθητή, ὄχι ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σοῦ χάρισε τό πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας...».


Ἡ ὀφειλόμενη τιμή καί ὑπακοή


Ἐπειδή ὁ Πνευματικός Πατέρας διαδραματίζει τέτοιον σπουδαῖο ρόλο στήν πνευματική μας ζωή, τοῦ ὀφείλουμε τιμή καί ὑπακοή, καθώς λειτουργεῖ ὡς ἡ ἀσφαλής ὁδός πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ἀοίδιμος καί κατά Θεόν σοφός πνευματικός πατήρ πλήθους χριστιανῶν ἔλεγε: «Εἶναι προτιμότερο νά τά χαλάσεις μέ τόν Θεό, παρά μέ τόν Πνευματικό. Διότι, ἐάν τά χαλάσεις μέ τόν Θεόν· ὁ πνευματικός σου θά σέ συμφιλιώσει πάλι μέ τόν Θεόν, ἐάν ὅμως, τά χαλάσεις μέ τόν Πνευματικόν, ἀποκόπτεται ὁ δρόμος πρός τόν Θεόν».


Στήν ἐκκοσμικευμένη ἐποχή μας θεωρεῖται περιττή ἡ παρουσία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Καί μόνο ἡ προβολή του ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς πνευματικῆς αὐθεντίας –ἐφόσον, πάντοτε, πληροῖ τίς ἀπαραίτητες πρός τοῦτο προϋποθέσεις– προκαλεῖ εἰρωνεία ἤ καί ἀποστροφή, γιατί ἡ ἐποχή μας ἀρνεῖται τίς αὐθεντίες, ἀποθεώνει τόν ἐγωισμό καί ὑποτιμᾶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Γι’ αὐτό, εἶναι πράξη ἀντίστασης στό ρεῦμα τῆς ἐποχῆς νά ἔχει κανείς Πνευματικό Πατέρα, νά διασώζει μαζί του εὐλογημένη σχέση πνευματικῆς ἐλευθερίας καί ἀποδοχῆς, ἀναζητώντας τήν πνευματική καθοδήγηση καί τήν ἀπαλλαγή ἀπό τό ἄχθος τῶν ἁμαρτιῶν.


Τό μήνυμα πού στέλνει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν σήμερα εἶναι ὅτι χρειαζόμαστε στήν πνευματική μας ζωή «χειραγωγόν εἰς Χριστόν», ἀπλανῆ ὁδηγό, ἄγγελο φωτεινό, πού θά μᾶς ὁδηγήσει, μέ ἀσφάλεια, στόν δρόμο τῆς πνευματικῆς μας τελειώσεως. Ὅσοι τόν διαθέτουμε, ἄς τόν ἀξιοποιήσουμε, ἀνανεώνοντας καί ἐμπλουτίζοντας τή σχέση μας μαζί του. Ὅσοι δέν τόν διαθέτουμε, ἄς τόν ἀποκτήσουμε, γιά ν’ ἀποκτήσει νόημα ἀληθινό καί προοπτική αἰωνιότητας ἡ ζωή μας. Γένοιτο!


Ἀρχιμ. Ἐ. Οἰκ.

ΕΟΡΤΗ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ

 †ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ


(Ὁμιλία στόν Ναό Ἁγίου Ἀνδρέου, στρατόπεδο ΠΑΥΠ Πρέβεζας, 30/11/1997)


Ἀγαπητοί ἀδελφοί,


Ἑορτάζοντας τήν μνήμη τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, ἄς πάρουμε μερικά διδάγματα ἀπό τόν βίο του.


Τό πρῶτο δίδαγμα εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας αἰσθανόμενος, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή εἴμαστε ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα, ὄχι μόνο ἀνάγκες ὑλικές καί βιοτικές ἀλλά καί ἀνάγκες πνευματικές, δηλαδή, τήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνίας ἀξίας τῆς ψυχῆς καί τῆς μελλούσης ζωῆς, δέν στεκόταν μέ τά χέρια σταυρωμένα, ἀλλά ἔψαχνε. Γι’ αυτό εἶχε πάει κοντά στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἀναζητοῦσε, δηλαδή, καλό διδάσκαλο, καλό ὁδηγό.


Πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος νά θέλει νά μορφωθεῖ, νά θέλει νά μάθει κάποια τέχνη, καί νά κάθεται μέ τά χέρια σταυρωμένα, ἤ νά περιμένει ὅτι θά βγεῖ κάτι, ἄν χαζεύει στίς πλατεῖες καί στούς δρόμους ἤ συχνάζει στα καφενεία καί στίς ταβέρνες ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ;


Ἔτσι λοιπόν, κοντά στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο ἀξιώθηκε νά μάθει ὄχι ἁπλῶς κάποια πράγματα ἤ ἔστω πολλά πράγματα, ἀλλά ἀξιώθηκε νά τόν ἰδεῖ μιά μέρα νά σηκώνει τό χέρι του καί νά τοῦ δείχνει Κάποιον καί νά τοῦ λέει:


- Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού θά σβύσει τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Θά τήν πάρει καί θά τήν πετάξει ἔξω ἀπό τό παράθυρο τῆς ψυχῆς μας γιά νά μείνουμε καθαροί. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι πού μᾶς κάνει νά φεύγουμε μακρυά ἀπό τόν Θεό, τόν πανταχοῦ παρόντα Θεό, ἀπό τή Ζωή πού εἶναι ὁ Θεός καί νά καταντᾶμε στόν θάνατο.


Καί ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας, ἕνας ἁπλός Ἀνδρέας τότε, ξεκίνησε καί πῆγε κοντά στόν Χριστό. Γιατί κατάλαβε ὅτι τό μέγιστο πράγμα, τήν αἰώνια ζωή δέν πρέπει νά τήν ἀναζητεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ κολυβολογαριασμούς. Ἀλλά πρέπει νά τήν ἀναζητεῖ, ὅπως ἔλεγε ὁ Κύριός μας καί σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας. Δηλαδή, ὄχι μόνο κάτι νά κάνει, ἀλλά νά χαλάει καί λίγη φαιά οὐσία ψάχνοντας νά βρεῖ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ὑπηρετήσει τόν Θεό καί θά ἀγωνιστεῖ γιά τή σωτηρία του.


Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα πού πῆγε κοντά στόν Χριστό, ἐπειδή εἶχε μάτια γιά νά βλέπει καί αὐτιά γιά νά ἀκούει, δέν τά εἴχε δηλαδή γιά ὀμορφιά, γι’ αὐτό καί ἄκουσε καί εἶδε. Καί ἄκουσε μάλιστα τόν Χριστό νά τοῦ λέει καί νά λέει: «Ἀπό τώρα καί πέρα θά βλέπεις τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου».


Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός θέτει ἐνώπιόν μας, τό σοβαρότερο τό μεγαλύτερο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου πού βρίσκεται μακριά ἀπό τόν Θεό. Μακριά ἀπό τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός. Καί πορεύεται μέσα στό σκοτάδι. Καί μέσα στό σκοτάδι ὅταν πορεύεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἰδεῖ τά έργα των δαιμόνων, ἐκστασιάζεται ὁ σκοτισμένος ἄνθρωπος καί νομίζει πώς κάτι βρῆκε.


Καί μᾶς λέει ὁ Χριστός: Τά δαιμόνια δέν εἶναι παρά ἄγγελοι πού ἔπεσαν. Καί ἀφοῦ ἔπεσαν εἶναι σέ μειονεκτική θέση ἔναντι τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Ἀλλά ἐσεῖς προσέχετε. Μήν ἐπηρεάζεσθε ἀπό τά έργα τῶν δαιμόνων. Ἀνοῖχτε τά μάτια σας! Καί θά βλέπετε τούς ἀγγέλους, τούς ἁγίους ἀγγέλους, ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή νά ἀνεβοκατεβαίνουν καί νά τρέχουν, γιά νά ὑπηρετήσουν τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου.


Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Χριστό, καταντάει στήν ταλαιπωρία καί στή δυστυχία. Καί ἡ χειρότερη δυστυχία δέν εἶναι ἡ ὁρατή, ἡ αἰσθητή. Ἡ μεγαλύτερη δυστυχία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μένει στό κενό χωρίς Θεό. Μένει κούφιος ἐσωτερικά, μέ μία συνείδηση πού γίνεται δράκοντας ἐναντίον του νά τόν καταφάει.


Καί ὁ ἄνθρωπος παλεύοντας μέ τή συνείδησή του, μέ τήν μνήμη τῶν παλαιῶν του πράξεων, τῶν κακῶν του πράξεων, καταντάει σκιά ἐπάνω στόν κόσμο. Σκέτη ταλαιπωρία καί δυστυχία. Ἀπό κάθε δυστυχία χειρότερη καί ἀθλιότερη, ἔστω κι ἄν φαίνεται πώς τά ἔχει ὅλα καλά, καί μακαρίζεται ἀπό τούς μή βλέποντες. Καί καταντάει ὅλο νά στενάζει χωρίς ποτέ νά βλέπει φῶς. Μάλλον χωρίς νά θέλει νά ἰδεῖ τό φῶς.


Ποιό φῶς; ἐκεῖνο τό δάχτυλο τοῦ Προδρόμου πού λέει: «Ίδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».


Ἔγινε, λοιπόν, ὁ Ἀνδρέας ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.


Καί ποιό ἦταν τό ἔργο ὅλων τῶν ἁγίων ἀποστόλων;


Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡμεῖς μωροί διά τόν Χριστόν, ὑμεῖς δέ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ». Ἐμᾶς, ὅποιος μᾶς βλέπει, καί ἔχει τά μυαλά τοῦ κόσμου τούτου, λέει: «Αὐτούς τούς ἀνθρώπους τούς ἀποβλάκωσε ἡ πίστη στόν Χριστό. Δέν ξέρουν τό συμφέρον τους. Ἀξία στή ζωή ἔχει νά εἶσαι κάτι καί νά ξέρεις νά χρησιμοποιεῖς τή δύναμή σου. Καί ἄν χρειαστεῖ, πάτα καί κανένα στόν λαιμό. Ὅταν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά γίνεσαι κλωτσοσκούφι καί καρπαζοεισπράκτορας, δέν εἶσαι μωρός; Δέν ἀποβλακώθηκες ἀπό τήν πίστη στόν Χριστό;»


«Ναί,» λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Ἔτσι εἶναι. Ἐμεῖς εἴμαστε μωροί διά τόν Χριστόν, χάριν τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐπειδή ἐμεῖς γίναμε μωροί ἑκουσίως καί ἐνσυνειδήτως, μέ δική μας θέλησή καί ἀπόφαση, γυρίζουμε τόν κόσμο. Καί ἀντί νά κοιτάζουμε τόν ἑαυτό μας, κοιτάζουμε νά κάνουμε κάτι γιά τούς ἄλλους. Γι’ αὐτό ἐγίνατε ἐσεῖς φρόνιμοι ἐν Χριστῷ. «Ἡμεῖς μωροί διά τόν Χριστόν, ὑμεῖς δέ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ».


Καί πῶς γίνατε φρόνιμοι; Μέ τό νά σᾶς φανερώσουμε τόν μεγαλύτερο πλοῦτο μέσα στόν κόσμο πού εἶναι ὁ Χριστός, ἡ αἰώνια ζωή πού δίνει ὁ Χριστός, καί ἡ αἰώνια σωτηρία. Νά, τί κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι.


Καί παρακάτω συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί περιγράφει τά πόσα τράβηξε ὁ ἴδιος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, πόσο ὑπέφεραν στή ζωή τους γιά τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό ὑπακοή στόν Χριστό καί ἀπό ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους.


Ἐμεῖς δυστυχώς θεωροῦμε ταλαιπωρία νά ἀσχολούμεθα μέ τούς ἄλλους. Ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε ὅτι εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος νά ἀσχολεῖται ὁ ἄνθρωπος μέ τούς ἄλλους. Καί νά ἀσχολεῖται μέ τούς ἄλλους ὄχι μεγαλώνοντας τόν ἑαυτό του, ἀλλά μικραίνοντας τόν ἑαυτό του ἐδῶ, κατά τά μέτρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γιατί ἔτσι γίνεται καί αὐτός φρόνιμος ἐν Χριστῷ. Ἀφοῦ ἀξία ἔχει, ποιός θά γίνει μεγάλος ἐκεῖ.


Ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας στήν ἐπίγεια ζωή του ἔμεινε μικρός. Ἀλλά ἐκεῖ πάνω εἶναι παμμέγιστος. Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Ἀποκάλυψη: «Ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στηρίζεται ἐπάνω σέ δώδεκα θεμελίους λίθους. Καί αὐτοί εἶναι οἱ δώδεκα ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ». Αὐτή ἦταν ἡ ἀμοιβή τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου.


Λέει ἕνα τροπάριο τῶν Θεοφανείων: «Διά καταδύσεως ἡ πρός Θεόν ὑμῶν ἄνοδος γίνεται». Ὅσο πάρει τήν ἀπόφαση ὁ ἄνθρωπος νά κατεβεῖ συνειδητά γιά τόν Χριστό πρός τά κάτω, δηλαδή νά ταπεινωθεῖ, τόσο πιό πολύ κατακόρυφα ἀνυψώνεται πρός τά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, πρός τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.


Ἔτσι τρέχοντας ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας ἔφτασε καί στήν Πάτρα. Καί ἐκεῖ ἔγιναν μερικά θαύματα. Ἐθεράπευσε τήν Μαξιμίλα, σύζυγο τοῦ ὑπάρχου τῆς Ἀχαΐας Αἰγεάτη. Καί μετά πίστευσε καί ἔγινε χριστιανός ὁ ἀδελφός τοῦ ὑπάρχου ὁ Στρατοκλῆς, τόν ὁποῖο χειροτόνησε πρῶτο ἐπίσκοπο Πατρῶν ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας. Καί ὅταν γύρισε ὁ Αἰγεάτης ἀπό τήν Ρώμη, βρήκε τήν γυναίκα του χριστιανή.


Θύμωσε ὁ Αἰγεάτης ἀκούγοντας τέτοια πράγματα καί ἔπιασε καί σταύρωσε τόν ἀπόστολο Ἀνδρέα. Καί ἀφοῦ τόν ἐσταύρωσε, ξεσηκώθηκε  ὁ κόσμος πού εὐεργετήθηκε ἀπό τόν ἅγιο καί ὅλοι ἀπαιτοῦσαν ἀπό τόν ἔπαρχο νά κατεβάσει τόν ἀπόστολο ἀπό τόν Σταυρό. Ἀλλά ὁ ἀπόστολος τούς ἔλεγε: «Εγώ μιά ζωή προσεύχομαι για νά φτάσω σέ αὐτή τήν ὥρα!»


Καί προσευχόταν καί ἔλεγε: «Σέ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, μέ ὅλη μου τήν καρδιά πού μέ ἀξίωσες, ὅπως σύ καρφώθηκες σέ ξύλο γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες, ἔτσι καί ἐγώ νά πεθάνω πάνω στόν σταυρό πρός δόξαν σου καί ἀπό ὑπακοή στό θέλημά σου». Ἐπῆγε γιά μιά στιγμή μετανοημένος ὁ Αἰγεάτης νά τόν κατεβάσει ἀπό τόν Σταυρό, καί τοῦ λέει ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας:


- Τόν ἑαυτό σου ξεκάρφωσε ἀπό τόν σταυρό τῆς ἁμαρτίας. Ἄφησέ με ἐμένα.


Ἀφόρητος πόνος εἶναι ἡ ἁμαρτία, πού – ἄν δέν μετανοήσουμε – θά ταλαιπωρεῖ αἰώνια τήν ψυχή μας.


«Ξεκάρφωσε τόν ἑαυτό σου ἀπό τά καρφιά τῆς ἁμαρτίας», εἶναι τό μεγαλύτερο δίδαγμα, πού μᾶς ἔδωσε ὁ ἅγιος καί πανεύφημος ἀπόστολος Ἀνδρέας.


Ἀνδρέας σημαίνει ἄνθρωπος ἀνδρειωμένος. Καί αγώνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου γίνεται μόνο ἀπό ἀνδρειωμένους ἀνθρώπους. Στίς καταβασίες τῶν Χριστουγέννων ψάλλουμε: «Οἱ Παῖδες εὐσεβείᾳ συντραφέντες, δυσεβοῦς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρός ἀπειλήν οὐκ ἐπτοήθησαν ἀλλ’ ἐν μέσῳ τῆς φλογός ἑστῶτες ἔψαλλον, ὁ τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ». Πού σημαίνει:


Οἱ ἅγιοι τρεῖς παῖδες πού ἀνατράφηκαν μέ τήν εὐσέβεια, εἶχαν τό σθένος νά καταφρονήσουν τά ἀσεβῆ προστάγματα τοῦ βασιλιᾶ. Καί γι’ αὐτό «πυρός ἀπειλήν οὐκ ἐπτοήθησαν». Κάποιοι ἄλλοι αἰσθάνονται δυνατοί καί σφίγγουν τήν γροθιά τους καί κάνουν παλληκαρακισμούς χτυπώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Καί ὅσο πιό πολύ βλέπουν τόν ἄλλο μικρό, τόσο τό παίζουν λιοντάρια. Καί ὅσο βλέπουν τόν ἄλλο δυνατό καί μεγαλύτερο, τόσο πιό πολύ γίνονται λαγοί καί σκουλήκια. Αὐτός εἶναι ὁ παλληκαρισμός τῶν ἀνθρώπων.


Ἐνῶ αὐτοί οἱ νέοι συντραφέντες μέ τήν εὐσέβεια, πυρός ἀπειλήν οὐκ ἐπτοήθησαν, ἀλλά μέσα στήν φλόγα τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, στάθηκαν ὄρθιοι, καί λεβέντικα τήν πολέμησαν. Ἔτσι, ἀδελφοί μου, γίνεται τό ξεκάρφωμα τῆς ἁμαρτίας.


Μεγαλύτερη λεβεντιά στόν κόσμο εἶναι τό νά προσκυνάει τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος καί νά ζητάει τήν δύναμή του, τήν βοήθειά του καί τήν ἐνίσχυσή του. Ὅπως οἱ τρεῖς Παῖδες μέσα στήν κάμινο τοῦ πυρός, καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας κρεμασμένος πάνω στόν σταυρό.


Νά μᾶς ἀξιώνει καί ἐμᾶς ο Θεός ἔτσι νά παλεύουμε καί ἔτσι μέ τήν δύναμή του νά νικάμε. Ἀμήν.

Μὲ βαθὺ πόθο

 ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ


Περίλαμπρη εἶναι ἡ σημερινὴ ἡμέρα, διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη ἑνὸς πολὺ σπουδαίου Ἁγίου. Ἑνὸς Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος μάλιστα πρῶτος κλήθηκε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἅγιος ἔνδοξος καὶ πανεύφημος ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος. Ποιά γλώσσα, ποιοί λόγοι θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξυμνήσουν τὸ μεγαλεῖο τῆς μορφῆς του; Ὁπωσδήποτε κάτι ἰδιαίτερο, κάτι μοναδικὸ θὰ εἶδε ὁ Κύριος στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ τὸν κάλεσε πρῶτο νὰ γίνει μαθητής του.




Πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα ἦταν ἡ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας. Στὰ ἥσυχα νερὰ τῆς λίμνης Τιβεριάδος ἐργαζόταν ὡς ψαράς. Ἡ εὐλαβὴς ψυχή του, ὡστόσο, μὲ ἀγωνία προσδοκοῦσε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ νωρὶς εἶχε γίνει μαθητὴς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Κάποια ἡμέρα, λοιπόν, ὅπως ἀκούσαμε στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, συνέβη ἐκεῖνο ποὺ χρόνια περίμενε. Ἄκουσε καὶ εἶδε τὸν Πρόδρομο νὰ ὑψώνει τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ὑποδεικνύει τὸν «Ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ»! Μὲ ἀσυγκράτητη χαρὰ ἔσπευσε μαζὶ μὲ τὸν ἄλλο μαθητὴ τοῦ Προδρόμου, τόν μετέπειτα εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, καὶ πλησίασαν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνος στράφηκε πρὸς τὸ μέρος τους καὶ τοὺς ρώτησε: «Τί ζητεῖτε;» «Ραββί, ποῦ μένεις;», ἀποκρίθηκαν σεβαστικά. Διδάσκαλε, ποῦ μένεις γιὰ νὰ Σὲ ἐπισκεφθοῦμε καὶ νὰ συνομιλήσουμε μαζί Σου; Τότε ὁ Κύριος τοὺς προσκάλεσε στὸ σπίτι ὅπου διέμενε.


«Ραββί, ποῦ μένεις;» Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Ἰωάννη δὲν ἐκφράζει περιέργεια, ἀλλὰ ἕνα βαθὺ πόθο, μιὰ ἔντονη προσδοκία νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο. Ἡ ψυχή τους ἔπασχε, ἀγωνιοῦσε νὰ βρεῖ τὸν προσδοκώμενο Χριστό. Δὲν τοὺς ἀρκοῦσε μόνο νὰ Τὸν δοῦν. Δὲν τοὺς ἔφθανε μιὰ ἁπλὴ ἐξωτερικὴ ἐπικοινωνία. Ἤθελαν «κατὰ μόνας ἐντυχεῖν αὐτῷ καὶ μεθ᾿ ἡσυχίας» (PG 129, 1137), σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνός. Ἤθελαν νὰ συνομιλήσουν μόνοι μαζί Του· ὄχι ἔξω στὸν θόρυβο τοῦ δρόμου, ἀλλὰ στὴν ἡσυχία· νὰ Τὸν γνωρίσουν βαθύτερα. Γι’ αὐτὸ ὁ καρδιογνώστης Κύριος τοὺς κράτησε κοντά Του τὴν ἡμέρα ἐκείνη.


Γιὰ νὰ πλησιάσει κανεὶς τὸν Κύριο καὶ νὰ Τὸν γνωρίσει, δὲν ἀρκεῖ μιὰ τυπικὴ πνευματικὴ ζωή, οὔτε ἡ πρόχειρη ἀνάγνωση κάποιων βιβλίων. Ἀπαιτεῖται μιὰ βαθύτερη προσέγγιση, μιὰ κατ᾿ ἰδίαν ἐπικοινωνία κατὰ τὶς κατανυκτικὲς ὧρες τῆς προσευχῆς καὶ τῆς πνευματικῆς μελέτης. Χρειάζεται ἕνας, κατὰ τὸ δυνατόν, περιορισμὸς τῶν ἐξωτερικῶν θορύβων τῆς καθημερινότητας, μιὰ συνάντηση μὲ τὸν Κύριο − «μόνος πρὸς Μόνον» − στὸ «ταμιεῖον» τῆς καρδιᾶς. Ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός.




«Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!» Βρήκαμε τὸν Μεσσία! Βρήκαμε τὸν Χριστό! Αὐτὸ ἀναφώνησε μὲ ἐνθουσιασμὸ ὁ Ἀν­δρέας στὸν ἀδελφό του Πέτρο, μετὰ τὴ συγ­κλονιστικὴ ἐκείνη συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Κύριο. Καμία ἀμφιβολία, κανένας δισταγμὸς δὲν ὑπῆρχε στὴν ψυχή του. Εἶχε βρεῖ Αὐτὸν ποὺ ἐπὶ χιλιάδες χρόνια προσδοκοῦσε ὁ κόσμος· Αὐτὸν τὸν Ὁποῖο προανήγγειλαν οἱ Γραφές· Αὐτὸν ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ποθοῦσε.


Τὸ ρῆμα καὶ μόνο ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀνδρέας, «εὑρήκαμεν», παραπέμπει στὴν εὕρεση ἑνὸς ἀκριβοῦ θησαυροῦ, ἑνὸς πολύτιμου μαργαρίτη. Πράγματι, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς παρομοιάζει τὸν Ἑαυτό του μὲ κρυμμένο θησαυρὸ καὶ μὲ πολύτιμο μαργαριτάρι, ποὺ ὅταν τὸ βρῆκε κάποιος ἔμπορος, πούλησε ὅ,τι εἶχε γιὰ νὰ τὸ κάνει δικό του. Αὐτὸ ἔπραξε καὶ ὁ Ἀνδρέας. Ὅταν ἀργότερα τὸν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά Του, ἄφησε ὅ,τι εἶχε, ἔμεινε χωρὶς κάτι ἄλλο, παρὰ μόνο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε Μαθητὴς καὶ Ἀπόστολός του. Ἀπὸ ψαρὰς στὴν Τιβεριάδα ἔγινε «ἁλιεὺς ἀνθρώπων» στὴ θάλασσα τῆς οἰκουμένης. Ἀπὸ ἀγράμματος βιοπαλαιστὴς ἔγινε πάνσοφος Θεολόγος. Ἀντάλλαξε τὸ παρὸν μὲ τὴν αἰωνιότητα· τὸ τίποτε, μ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τὸ πᾶν.


«Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν», ἀναφωνεῖ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν γνωρίσει βαθύτερα τὸν Κύριο. Παίρνει ἄλλη τροπὴ ἡ ζωή του. Ἀνοίγουν τὰ μάτια του. Βλέπει διαφορετικὰ τὸν κόσμο γύρω του. Ἀλλάζει. Ἡ ψυχή του γαληνεύει, γεμίζει. Τίποτε πλέον δὲν τοῦ λείπει. Διότι βρίσκοντας τὸν Χριστὸ ἀνακαλύπτει τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Βρίσκει τὸ πᾶν. Τὸ μόνο ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ στὸ ἑξῆς εἶναι νὰ κρατήσει μόνιμα στὴν καρδιά του τὸν Κύριο, μὲ ὁποιοδήποτε κόστος. Θέλησα νὰ γίνω μεγαλέμπορος προσφέροντας ὅλα ὅσα ἔχω, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. «Τὸν τίμιον ὠνησάμενος μαργαρίτην καὶ ἀντιδοὺς τὰ ρέοντα καὶ συρόμενα τῶν ἑστώτων καὶ οὐρανίων». Ἀγοράζοντας τὸν πολύτιμο μαργαρίτη καὶ ἀνταλλάσσοντας τὰ ἐπίγεια καὶ πρόσ­καιρα μὲ τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια. «Ἥπερ δὴ πραγματειῶν μεγίστη καὶ βεβαιοτάτη τοῖς γε νοῦν ἔχουσι» (PG 35, 1045). Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο, ἀσφαλὲς καὶ ἔξυπνο ἐμπόριο.


Πολλὲς σπουδαῖες ἀνακαλύψεις ἔχει καταγράψει ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, γιὰ τὶς ὁποῖες κάποτε οἱ ἐρευνητὲς δαπανοῦν ὁλόκληρη τὴ ζωή τους. Ὅποιος ὅμως γνωρίσει τὸν Κύριο, ἔχει βρεῖ τὸν πολυτιμότερο θησαυρό· θησαυρὸ μὲ αἰώνια ἀξία. Αὐτὸ τὸν ἀνεξάντλητο θησαυρό, τὸν Χριστό, εἴθε νὰ κατέχουμε κι ἐμεῖς, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου.

Σύναξη Αγιωτών Αγίων

 Η Αγιά και από την ονομασία και ετυμολογία της λέξεως παραπέμπει σε μία περιοχή («Χώρα» Αγιάς, όπου άκμασε η μοναστική πολιτείας του «Όρους των Κελλίων») όπου ζουν άγιοι άνθρωποι (Αγία (περιοχή-Αγιά), επειδή υπήρχαν πολλά Μοναστήρια και ζούσαν πολλοί Μοναχοί («άγιοι άνθρωποι»). Πράγματι, το πλήθος των Ιερών Μονών, Ιερών Ναών, εξωκκλησιών και των εκκλησιαστικών θησαυρών της Αγιάς είναι πολύ μεγάλο.


Αυτός ο τόπος έχει κάποια δικά του ιδιαίτερα πολιτιστικά και εκκλησιαστικά χαρακτηριστικά. Αξιώθηκε επίσης να βγάλει από τα σπλάγχνα του τον άγιο Συμεών τον ανυπόδητο και μονοχίτωνα, να δεχθεί στους κόλπους του τον άγιο Δαμιανό, να δεχθεί τις ιεροκηρυκτικές επισκέψεις τού ιερομάρτυρος αγίου Κοσμά τού Αιτωλού και να τιμά από αιώνες με ξεχωριστό τρόπο τους δύο οσίους Αντωνίους, τον Μέγα και τον εν Βεροία ασκήσαντα.


Η μεγαλύτερη τοπική γιορτή είναι αυτή του Αγίου Αντωνίου την 1η Σεπτεμβρίου. Η καθιέρωση τοπικής εορτής όλων των Αγιωτών Αγίων, αποτελεί μια συνολική τιμή στους μεγάλους αυτούς Αγίους, ενω΄βοηθά στην πνευματική καλλιέργεια των κατοίκων.


Στο παρελθόν, όταν αρχιερατικός επίτροπος Αγιάς ήταν ο π. Ιωαννίκιος Βαρβαρέλης, είχε ιστορηθεί η εικόνα των Αγιωτών Αγίων και είχε γίνει απόπειρα συντάξεως ειδικής ακολουθίας, πού όμως δεν τελεσφόρησε. Αργότερα, όταν αρχιερατικός επίτροπος Αγιάς ανέλαβε ο π. Νεκτάριος Δρόσος, πραγματοποιήθηκε ειδική Ημερίδα(18 Μαΐου 2003) με τίτλο «ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΓΙΩΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» και με επτά σχετικές εισηγήγεις.


Αργότερα προτάθηκε από την ιερατική σύναξη περιφέρειας Αγιάς και ο Μητροπολίτης Δημητριάδος αποδέχτηκε, κάθε τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου να καθιερωθεί η εκκλησιαστική γιορτή με την ονομασία «Σύναξις Αγιωτών Αγίων». Οι άγιοι που θα τιμώνται είναι:


Συμεών ο μονοχίτων και ανυπόδυτος 

Δαμιανός ό εν Κισσάβω 

Κοσμάς ό Αιτωλός 

Αντώνιος ο μέγας 

Αντώνιος ο εν Βεροία 

Νικόλαος ο εν Βουνένοις 


και θα έχει ως κέντρο των εκκλησιαστικών τελετών και εκδηλώσεων τον ιστορικό Ιερό Ναό Αγίων Αντωνίων Αγιάς.

Άγιος Φρουμέντιος αρχιεπίσκοπος Αβησσυνίας

 Στα χρόνια του μεγάλου Κωνσταντίνου (330 μ.Χ.), κάποιος φιλόσοφος από την Τύρο, που ονομαζόταν Φρουμέντιος, πήγε στην Αβησσυνία (Αιθιοπία) για να συλλέξει ιστορικά στοιχεία γι' αυτή τη χώρα. Έγινε γνωστός στη βασιλική αυλή για τη λογιότητά του και διορίστηκε σε ανώτερη διοικητική θέση.


Τη θέση και την επιρροή του, χρησιμοποίησε για την έναρξη διάδοσης του χριστιανισμού. Κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανακοίνωσε στον τότε αρχιεπίσκοπο Μέγα Αθανάσιο, ότι μια πιο συστηματική χριστιανική εργασία σ' αυτή τη χώρα θα είχε αποτελέσματα καρποφόρα. Ο Μέγας Αθανάσιος συμφώνησε και του ανέθεσε την Ιεραποστολή εκείνη, αφού τον χειροτόνησε επίσκοπο (το έτος 341 μ.Χ.) με τον τίτλο «Ἀξώμης». Και η Ιεραποστολή εκείνη, με βοηθό του Φρουμεντίου τον Αιδέσιο, έφερε πράγματι αρκετή καρποφορία.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Μηθύμνης

 Ο Άγιος Αλέξανδρος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν επίσκοπος Μηθύμνης, ο πρώτος ίσως επίσκοπος αυτής της Μητροπόλεως, και μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. Επίσης, λέγεται, ότι ίδρυσε μοναστήρι στην περιφέρεια της Κοινότητος Λαφιώνας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.


Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:


+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ

A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω

ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ

ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ


Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.


Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.


Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».


Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος

 Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.


Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.


Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ  κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.


Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.


Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.


Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.


Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.


Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.


Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.


Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.


Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!


Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.


Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’.

Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.


Μεγαλυνάριον

Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟ ΤΟΝ ΚΥΠΡΙΟ

Εὐαγγέλιον Κυριακής

 ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Α´ 35 - 52



35 Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, 36 καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. 37 καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ. 38 στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· 39 Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Ραββί· ὃ λέγεται μεθερμηνευόμενον Διδάσκαλε· ποῦ μένεις; 40 λέγει αὐτοῖς· Ἔρχεσθε καὶ ἵδετε. ἦλθαν οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. 41 Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ· 42 εὑρίσκει οὗτος πρῶτον τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Χριστός· 43 καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ· σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος. 44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. 45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. 46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. 48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. 50 ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. 52 καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.



Ερμηνευτική απόδοση


Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ συνηθισμένον μέρος, ποὺ ἐκήρυττε, καὶ μαζί του ἦσαν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 36 Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ συνηθισμένον μέρος, ποὺ ἐκήρυττε, καὶ μαζί του ἦσαν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 37 Καὶ οἱ δύο μαθηταὶ ἤκουσαν αὐτὸν νὰ λέγῃ ταῦτα καὶ ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν. 38 Ἔστρεψε δὲ ὀπίσω ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅταν τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν σιωπηλοὶ παρ’ ὅλον τὸν πόθον, ποὺ εἶχαν νὰ τοῦ ὁμιλήσουν, τοὺς εἶπε· 39 Τί θέλετε καὶ τί ζητεῖτε ἀπὸ ἐμέ; Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν· Ραββί, (τὸ ὁποῖον ὅταν μεταφρασθῇ σημαίνει διδάσκαλε), ποὺ μένεις, διὰ νὰ σὲ ἐπισκεφθῶμεν ἐκεῖ καὶ συνομιλήσωμεν; 40 Εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐλᾶτε τώρα καὶ ἴδετε, ποὺ μένω. Ἦλθον λοιπὸν καὶ εἶδον ποὺ μένει. Καὶ παρέμειναν πλησίον του τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἡ ὥρα δέ, ποὺ συνήντησαν τὸν Ἰησοῦν οἱ δύο μαθηταί, ἦτο περίπου δέκα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ τέσσαρες τὸ ἀπόγευμα. 41 Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς μαθητάς, ποὺ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὰ ὅσα εἶπε περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἠκολούθησαν αὐτόν, ἦτο ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου. 42 Προτοῦ δὲ καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς εὕρῃ τὸν ἀδελφόν του, εὑρίσκει ὁ Ἀνδρέας πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τοῦ Σίμωνα καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, (ὄνομα ποὺ μεταφράζεται εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Χριστός). 43 Καὶ μολονότι εἶχεν ἀρχίσει πλέον νὰ νυκτώνῃ, τὸν ἔφερε κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἐκύτταξε μὲ βλέμμα ἐρευνητικὸν καὶ εὐμενὲς καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· σὺ λόγῳ τοῦ ὅτι θὰ γίνῃς σὰν πέτρα στερεὸς εἰς τὴν πίστιν, θὰ ὀνομασθῇς Κηφᾶς (τὸ ὁποῖον μεταφράζεται Πέτρος). 44 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀπεφάσισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀναχωρήσῃ εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει τὸν Φίλιππον καὶ τοῦ λέγει· Ἀκολούθησέ με εἰς τὸ ταξίδιον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ κάμω. 45 Ἦτο δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν Βησθαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέου καὶ τοῦ Πέτρου. 46 Εὑρίσκει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν νόμον καὶ τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν οἱ προφῆται, τὸν εὑρήκαμεν. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. 47 Ἀλλ’ ὁ Ναθαναὴλ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, τὸ κακὸ καὶ ἄσημον αὐτὸ χωριό, μπορεῖ νὰ βγῇ τίποτε καλόν; Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Ἔλα καὶ ὅταν τὸν ἴδῃς μὲ τὰ μάτια σου, θὰ πεισθῇς. 48 Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει δι’ αὐτόν· Νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει πονηρία καὶ ἀνειλικρίνεια, ἀλλ’ ὁ ὁποῖος μὲ εὐθύτητα ποθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν ἀλήθειαν. 49 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ναθαναήλ· Ἀπὸ ποὺ μὲ γνωρίζεις; Καὶ πῶς εἶσαι πληροφορημένος περὶ τῆς εἰλικρινείας τῶν ἀποκρύφων σκέψεων καὶ ἐλατηρίων μου; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Προτοῦ νὰ σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος, ὅταν μακρὰν ἀπὸ κάθε μάτι ἀνθρώπου ἦσο κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν καὶ προσηύχεσο, ἐγὼ μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν καὶ θεῖον μάτι μου σὲ εἶδα. 50 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, πράγματι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἐπεριμέναμε σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας. 51 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα, ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, πιστεύεις; Θὰ ἴδῃς μεγαλύτερα καὶ θαυμαστότερα ἀπὸ αὐτά. 52 Καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι ἀπὸ τώρα, ποὺ ἤνοιξε κατὰ τὴν βάπτισίν μου ὁ οὐρανός, θὰ τὸν ἴδετε καὶ σεῖς ἀνοιγμένον καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ να ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ὡς υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μοναδικὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ πρόκειται νὰ ἔλθῃ πάλιν κριτὴς ἔνδοξος καθήμενος ἐπὶ τῶν νεφελῶν. Θὰ ἀνεβαίνουν δὲ καὶ θὰ κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι διὰ νὰ ὑπηρετοῦν αὐτὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν του.

Ἀπόστολος Κυριακής

 ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Δ´ 9 - 16



9 δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ’ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ· 15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.



Ερμηνευτική απόδοση


 Κάθε ἄλλο ὅμως παρὰ βασιλείαν ἀπολαμβάνομεν ἡμείς οἱ Ἀπόστολοι. Διότι νομίζω, ὅτι ὁ Θεὸς ἠμᾶς τοὺς Ἀποστόλους ἔδειξε δημοσίᾳ καὶ εἰς τὰ μάτια ὅλων τελευταίους, σὰν καταδίκους, ποὺ πρόκειται νὰ θανατωθοῦν. Διότι ἐγίναμεν θέαμα εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ εἰς τοὺς ἀγγέλους, καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θαυμαζόμενοι μὲν ἀπὸ τοὺς ἀγαθούς, περιφρονούμενοι δὲ καὶ χλευαζόμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους. 10 Ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμεθα ἀπὸ τοὺς ἀπίστους βλάκες καὶ ἀνόητοι διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Σεῖς ὅμως εἶσθε φρόνιμοι κατὰ Χριστόν. Ἠμεῖς εἴμεθα ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμεθα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σεῖς ὅμως εἶσθε ἰσχυροί, διότι δὲν σᾶς εὗρε κανένας πειρασμός. Σεῖς εἶσθε ἔνδοξοι, ἠμεῖς δὲ εἴμεθα ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι. 11 Μέχρι τῆς ὥρας αὐτῆς, ποὺ σᾶς γράφω, καὶ πεινῶμεν καὶ ὑποφέρομεν ἀπὸ δίψαν εἰς τὰς περιοδείας μας καὶ δὲν ἔχομεν ἀρκετὰ ρούχα, ὅταν εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιδίων μας καταλαμβανώμεθα ἔξαφνα ἀπὸ χειμῶνα, καὶ δεχόμεθα κτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις καὶ δὲν καταστεκόμεθα πουθενά, ἀλλὰ διαρκῶς φεύγομεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. 12 Καὶ κοπιάζομεν ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Τὴν ὥραν ποὺ οἱ ἀπιστοῦντες εἰς τὸ εὐαγγέλιον μᾶς ὑβρίζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἠμεῖς εὐχόμεθα ἀγαθὰ ὑπὲρ αὐτῶν. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν, δεικνύομεν ἀνοχὴν πρὸς τοὺς διώκτας μας. 13 Ἐνῶ μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντῶμεν μὲ λόγους γλυκεῖς καὶ παρακλητικούς. Σὰν καθάρματα καὶ ἀποσαρώματα τοῦ κόσμου ἐγίναμεν, ἀποσπόγγισμα ἀκάθαρτον εἰς τὰ μάτια ὅλων ἕως τὴν στιγμὴν αὐτήν. 14 Δὲν θέλωμε αὐτὰ ποὺ γράφω νὰ σᾶς ντροπιάσω, ἀλλὰ σὰν παιδιά μου ἀγαπητὰ σᾶς συμβουλεύω. 15 Ναί· σᾶς συμβουλεύω μὲ πατρικὴν λαχτάραν καὶ στοργήν. Διότι, ἐὰν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους κατὰ Χριστόν, δὲν ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρας. Ἕνα καὶ μόνον ἔχετε πνευματικὸν πατέρα, ἐμέ. Διότι μὲ τὴν χάριν, ποὺ μοῦ ἔδωκεν ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέσις μου μὲ τὸν Χριστόν, διὰ μέσου τοῦ Εὐαγγελίου ἐγὼ σᾶς ἐγέννησα πνευματικῶς. 16 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς παρακαλῶ γίνεσθε μιμητοί μου.


Άγιος Φιλούμενος ο Νεοιερομάρτυρας

 Από μικρός ο Άγιος Φιλούμενος αγάπησε τον Χριστό. Σε ηλικία δέκα ετών μαζί με τον αδελφό του περίμεναν να αποκοιμηθεί ο μεγαλύτερος τους αδελφός και αυτοί σηκώνονταν και προσεύχονταν κρυφά για ώρες.


Ο Άγιος, κατάγονταν από το χωριό Ορούντα της επαρχίας Μόρφου. Καλή παιδαγωγό και δασκάλα της ευσεβείας είχαν τη γιαγιά τους Λωξάντρα, η οποία τους ζητούσε να της διαβάζουν βίους αγίων. Διαβάζοντας ο Άγιος του Θεού Φιλούμενος, τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Καυσοκαλυβίτου, ως άλλος μιμητής εκείνου, έκαυσε τις επιθυμίες του κόσμου τούτου.


Τα δίδυμα τέκνα της Μαγδαληνής και Γεωργίου Ορουντιώτη, Φιλούμενος και Ελπίδιος φλεγόμενα από θείο έρωτα, ξεκίνησαν για την παλαίφατη Ιερά Μονή Σταυροβουνίου.


Εκεί παρέμειναν για πέντε χρόνια και μετά ανεχωρήσαν από τη μαρτυρική γη της Κύπρου στην Αγία Γην των Ιεροσολύμων. Ο πατήρ Ελπίδιος μετά από δώδεκα έτη διακονίας στα Ιεροσόλυμα συνέχισε τον εκκλησιαστικό του βίο σε διάφορα μέρη της Ορθοδοξίας και εκοιμήθη στο Άγιο Όρός.


Ο Φιλούμενος έμεινε στην αγία γη για 46 έτη διακονώντας την εκεί αδελφότητα του Πατριαρχείου, ως φύλακας αγίων τόπων, αλλά εξαιρέτως αγίων τρόπων. Τελευταίος σταθμός της διακονίας του ήταν το Φρέαρ του Ιακώβ, το οποίον έγινε τόπος του μαρτυρίου του. Στις 16 Νοεμβρίου 1979 μ.Χ. (29 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), φανατικοί σιωνιστές, που διεκδικούσαν το προσκύνημα ως δικό τους, τον κατέκοψαν την ώρα του εσπερινού, Αγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν το τίμιο του λείψανο έπειτα από πέντε ημέρες και το ενταφίασαν στην αγία γη.


Τέσσερα χρόνια αργότερα, κατά την κηδεία θανούντος μέλους της αγιοταφικής αδελφότητας, ανοίχθηκε ο τάφος του π. Φιλουμένου, για να γίνει ανακομιδή των οστών. Όλοι τότε οι παρευρισκόμενοι αντίκρυσαν ένα εξαίρετο και θαυμαστό θέαμα. Το σώμα του νεκρού Αρχιμανδρίτη ήταν ανέπαφο και ευωδίαζε. Ξανακλείσανε τον τάφο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1984 μ.Χ., οπότε κατά την κηδεία του αρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου ανοίχθηκε και πάλι. Το σώμα συνέχισε να είναι αναλλοίωτο και να ευωδιάζει. Το λείψανο τοποθετήθηκε με κάθε ευλάβεια σε γυάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του Αγίου Βήματος στον ιερό ναό της Αγίας Σιών, όπου και γίνεται αντικείμενο προσκύνησης από χιλιάδες πιστούς.


Σημείωση: Διαβάστε εδώ την Πατριαρχική Πράξη του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων για την αγιοκατάταξη του Αγίου Φιλούμενου.

Άγιος Άβιβος επίσκοπος Γεωργίας, Ιερομάρτυρας

 Η πυρολατρία

Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. ο σάχης της Περσίας Χοσρόης Α’ (531 - 579 μ.Χ.), γιος και διάδοχος του Καβάλη Α’ (488 – 531 μ.Χ.), εισβάλλοντας στην Καχέτη, που βρισκόταν τότε σε εσωτερική αναστάτωση, κατέκτησε τις περιοχές Ράνι, Μοβακάν και Αλαζάν. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Κάρτλης, υποτάσσοντας και τη χώρα αυτή. Τη διοίκηση των επαρχιών την ανέθεσε σε σατράπες (Σατράπης (περσ. Χσαδράπ) λεγόταν ο διοικητής επαρχίας (σατραπείας) του αρχαίου περσικού κράτους). Στους κατοίκους επέβαλε φόρο υποτέλειας. Το χειρότερο όμως είναι ότι θέλησε να εξαφανίσει το χριστιανισμό και να επιβάλει το μαζδαϊσμό. Πρόσταξε, λοιπόν, να χτιστούν σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά πυρολατρικοί ναοί, στους οποίους στήθηκαν βωμοί με άσβεστη φωτιά. Πολλοί χριστιανοί, είτε αναγκασμένοι είτε παρασυρμένοι, αρνήθηκαν τον αληθινό Θεό και δέχτηκαν την περσική πλάνη.


Θείος ζήλος

Ναός πυρολατρικός χτίστηκε και στην πόλη Νεκρέσι, της οποίας επίσκοπος ήταν ο μακάριος Άβιβος, όπως είδαμε στο βίο του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι. Ο καλός ποιμενάρχης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη λατρεία των δαιμόνων στην ίδια του την έδρα. Οπλισμένος, λοιπόν, με θείο ζήλο, πήγε μια μέρα στο ναό, προχώρησε θαρρετά ως το θυσιαστήριο και, ρίχνοντας νερό πάνω στην φλόγα, την έσβησε.


Η γενναία πράξη του επισκόπου έκανε τους χριστιανούς να ενθουσιαστούν και τους πυρολάτρες να μουδιάσουν. Πολλοί Γεωργιανοί, που είχαν πλανηθεί, γύρισαν πάλι στην Εκκλησία του Χριστού.


Από την ημέρα εκείνη ο φιλόθεος ιεράρχης, με το σταυρό στο χέρι, άρχισε να οργώνει την επαρχία του. Περιοδεύοντας ακούραστα σε πόλεις και χωριά, κήρυσσε την αλήθεια, ξερίζωνε την πλάνη, έκανε θαυμαστά σημεία και έσβηνε τους πυρολατρικούς βωμούς. Όλοι οι βουνίσιοι κάτοικοι του Καυκάσου, που είχαν μεταστραφεί στο μαζδαϊσμό, ξανάγιναν χριστιανοί χάρη στα κηρύγματα και τα θαύματά του.


Σε μικρό χρονικό διάστημα ο άγιος επίσκοπος κατόρθωσε όχι μόνο το ποίμνιό του να στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη, μα και πολλούς Πέρσες να οδηγήσει στο Χριστό. Αυτό όμως εξαγρίωσε τους κατακτητές.


Σύλληψη

Τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν αλύπητα και τον έριξαν σε μια σκοτεινή φυλακή. Ύστερα έστειλαν αναφορά στο σατράπη, που έμενε στην πόλη Ρέχη, με την οποία τον ενημέρωσαν για όλα όσα έκανε εναντίον της θρησκείας τους ο άγιος.


Ο σατράπης έστειλε αμέσως στη Νεκρέσι οπλισμένους στρατιώτες με την εντολή να τον φέρουν δεμένο μπροστά του. Έτσι κι έκαναν. Ήρθαν, τον έδεσαν κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους τους χριστιανούς να κλαίνε και να στενάζουν απαρηγόρητα.


Πηγαίνοντας προς τη Ρέχη, πέρασαν από το χωριό Ικάλτο της ορεινής Καχέτης. Εκεί τους πρόλαβε ένας απεσταλμένος του οσίου Συμεών του Θαυμαστορείτη . Ο Όσιος Συμεών και ο επίσκοπος Άβιβος είχαν παλαιό πνευματικό σύνδεσμο και συχνά αλληλογραφούσαν. Τώρα ο χαρισματούχος Όσιος, γνωρίζοντας τη σύλληψη και προγνωρίζοντας το μαρτύριο του φίλου του, θέλησε να του συμπαρασταθεί. Έστελνε, λοιπόν, στον ιερομάρτυρα το ραβδί του, ως συμβολική ευλογία, κι ένα θερμό γράμμα, παρηγορητικό και ενθαρρυντικό. Διαβάζοντάς το ο μακάριος, ξέσπασε σε δάκρυα. Ουράνια δύναμη και ιερός ενθουσιασμός πλημμύρισαν την ψυχή του.


Φεύγοντας από το Ικάλτο ο άγιος αποχαιρέτησε κλαίγοντας τους κληρικούς του, που είχαν συναχθεί εκεί απ’ όλα τα χωριά της περιοχής για να πάρουν την ευχή του, και τους νουθέτησε κατάλληλα, προτρέποντάς τους να μένουν πιστοί ως το θάνατο στην Ορθοδοξία και να ποιμαίνουν τα λογικά πρόβατα του Χριστού με αυτοθυσία.


Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, τη Μτσχέτα, και αντικρίζοντας τον καθεδρικό της ναό, τον «Σβετιτσχόβελ», ένιωσε μιαν απέραντη ψυχική ευφροσύνη και αναφώνησε:


- Κοίτα, μητέρα μου Εκκλησία, το παιδί σου, που το οδηγούν δεμένο στο μαρτύριο!


Και πρόσθεσε μονολογώντας:


- Ετοιμάσου, Άβιβε, να δεχθείς το στεφάνι, που σου ετοιμάζει ο Χριστός, και προχώρα σταθερά στον αθλητικό σου δρόμο.


Στον άγιο Σίω

Στη Μτσχέτα ο άγιος παρακάλεσε τους στρατιώτες να τον οδηγήσουν ως την κοντινή μονή Μγβίμε, για να δει τον Όσιο Σίω , που ζούσε τότε έγκλειστος σ’ ένα σπήλαιο. Οι στρατιώτες, που είχαν εντυπωσιαστεί από την ακτινοβόλα αρετή του, σεβάστηκαν την επιθυμία του.


Σε λίγο οι δύο άγιοι συναντήθηκαν με χαρά και συγκίνηση. Μετά τον αδελφικό τους ασπασμό, άρχισαν να συζητούν πνευματικά. Τέλος, ο ιερός Άβιβος είπε:


- Προσευχήσου, πάτερ Σιώ, στο Θεό για το λαό μας, που τον καταπιέζουν οι άνομοι Πέρσες. Όσοι, μάλιστα, Γεωργιανοί είναι αστερέωτοι στην ορθή πίστη, σαγηνεύονται από την πυρολατρία. Μα και οι κατακτητές αναγκάζουν με κάθε τρόπο τους χριστιανούς να προσκυνούν την άλογη φωτιά. Όπως, λοιπόν, κάποτε οι άγιοι Τρεις Παίδες, ριγμένοι μέσα στο χαλδαϊκό καμίνι, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς με την προσευχή τους, έτσι και τώρα εξουδετέρωσε, διάλυσε και αφάνισε με τη δική σου θεόδεκτη προσευχή τους δαιμονικούς λογισμούς και τις θεομίσητες πράξεις των διωκτών του χριστιανισμού.


- Γνωρίζω, τίμιε δέσποτα, αποκρίθηκε ο Σίω, ότι με ένθεο ζήλο και άγια τόλμη έσβησες τις φωτιές των περσικών βωμών. Εύχομαι να σε δυναμώσει ο Κύριος με τη χάρη Του, ώστε να σβήσεις κι εκείνη την αόρατη φωτιά, που θ’ ανάψει ο διάβολος για να σε κάψει. Ως σοφός ιεράρχης, ξέρεις ότι «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Μη φοβάσαι όμως! Η θλίψη που σε περιμένει, θα σου εξασφαλίσει το θείο έλεος και την ουράνια μακαριότητα. Ο Θεός βοηθός σου!


Οι δύο άγιοι αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν με δάκρυα. Δεν θα ξανάβλεπαν ο ένας τον άλλο στην παρούσα ζωή.


Στο σατράπη

Από τη Μτσχέτα πήγαν κατευθείαν στη Ρέχη. Ο μακάριος Άβιβος παρουσιάστηκε δεμένος στο σατράπη, που είχε αποφασίσει να τον ανακρίνει δημόσια. Έτσι, είχε μαζέψει πολλούς επισκόπους, ιερείς, τοπάρχες και πλήθος λαού. Μπροστά σ’ όλους αυτούς, λοιπόν, ρώτησε τον ιερομάρτυρα:


- Γιατί περιφρόνησες το σάχη μας Χοσρόη, το βασιλιά των βασιλιάδων; Και γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας;


-Βασιλιά των βασιλιάδων δεν γνωρίζω άλλον από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αποκρίθηκε άφοβα ο επίσκοπος. Όσο για τη φωτιά, που τη λατρεύετε σαν θεότητα, την έσβησα για να διαλύσω τη δαιμονική σας πλάνη. Αφήστε αυτή την πλάνη και πιστέψτε στον μοναδικό και αληθινό Θεό, που δημιούργησε τα σύμπαντα. Στο νόμο Του είναι γραμμένο: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου… Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι…». «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις».


- Εγώ σε ρώτησα γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας, τον έκοψε ο σατράπης, κι εσύ μας λες να πιστέψουμε στον δικό σου Θεό;


- Θεότητα δεν θανάτωσα, απάντησε ο άγιος. Τη φωτιά μόνο έσβησα, που την έχετε στους ναούς σας και τη λατρεύετε. Μάθε πως η φωτιά δεν είναι θεός, αλλά δημιούργημα του Θεού και ένα από τα τέσσερα στοιχεία του θεόπλαστου κόσμου. Τ’ άλλα τρία είναι η γη, το νερό και ο αέρας (Γη, νερό, αέρας και φωτιά είναι τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου, σύμφωνα με τη διδασκαλία του πυθαγορικού φιλοσόφου του 5ου αι. π. Χ. Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, την οποία υιοθετεί και ο Μέγας Βασίλειος βλ. Εξαήμερος Α’ η’). Εσείς διατηρείτε τη φωτιά ρίχνοντάς της ξύλα, κι εγώ την έσβησα ρίχνοντάς της νερό. Πώς λοιπόν, είναι θεότητα, όταν μάλιστα υποτάσσεται στον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί στις καθημερινές του ανάγκες; Απορώ με την ανοησία και την πνευματική σας τυφλότητα....


Το μαρτύριο

Τα προσβλητικά αυτά λόγια εξόργισαν το σατράπη. Διακόπτοντας την ανάκριση, πρόσταξε να μαστιγώσουν τον άγιο αλύπητα. Και όταν είδε με πόση καρτερία σήκωνε το βασανιστήριο, έδωσε εντολή να τον λιθοβολήσουν.


Η εντολή εκτελέστηκε αμέσως. Σε λίγο ο σεπτός ιεράρχης έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου σαν τον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.


Το ματωμένο σώμα του το έσυραν με σκοινιά έξω από την πόλη, για να το φάνε τα θηρία και τα αρπακτικά πουλιά. Το φρουρούσαν, πάντως, από μακριά, για να μην έρθουν οι χριστιανοί και το πάρουν.


Οι μέρες περνούσαν και το τίμιο λείψανο ούτε τα άγρια ζώα το άγγιζαν ούτε η φθορά. Σαν είδαν κι απόειδαν οι τύραννοι, το παράτησαν κι έφυγαν. Τότε οι αδελφοί της μονής Σαμτάβρο (=των Αρχόντων), που είχε ιδρυθεί από τον μακάριο Ισίδωρο, μαθητή και αυτόν του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι, αφού πήραν κρυφά το μαρτυρικό σώμα, το κήδεψαν και το ενταφίασαν με τιμές μέσα στο καθολικό τους.


Η Εκκλησία της Γεωργίας σύντομα συναρίθμησε τον ιερομάρτυρα στη χορεία των αγίων και καθόρισε τον εορτασμό της μνήμης του στις 29 Νοεμβρίου, ημέρα της αθλήσεώς του.


Στα χρόνια του ηγεμόνα Στεφάνου (639 - 663 m.X.), το σεπτό σκήνωμα του αγίου Αβίβου ανακομίσθηκε με επισημότητα από τη μονή Σαμτάβρο στον καθεδρικό ναό της Μτσχέτα και τοποθετήθηκε κάτω από την αγία τράπεζα, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα.




Όσιος Πιτυρούν

 Ο Όσιος Πιτυρούν έκανε μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου  και πήρε από τις αρετές και τα χαρίσματα εκείνου, η δε εγκράτεια του εικονίζεται κατά τον αυστηρότατο ασκητισμό. Πολλές φορές έμεινε νηστικός εντελώς, χωρίς καθόλου να ζημιωθεί η υγεία του ή να ελαττωθεί η πνευματική αντοχή του και η προθυμία του. Συχνά έλεγαν οι μοναχοί για οράματα, που εμφανίζονταν σ' αυτούς οι δαίμονες. Εκείνος τότε έλεγε: «εγώ φοβάμαι περισσότερα τα δαιμόνια, πού φωλιάζουν την υπερηφάνεια, τη φιλαργυρία, τη φιληδονία και άλλα παρόμοια πάθη. Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα δαιμόνια και πρέπει μεγάλη προσοχή προς αυτά». Ο όσιος Πιτυρούν απεβίωσε ειρηνικά.

Άγιοι Έξι Μάρτυρες

 Οι Άγιοι Έξι Μάρτυρες είναι άγνωστο που και πότε μαρτύρησαν. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν τους καταδίωκαν, άνοιξε μια πέτρα και μπήκαν στο εσωτερικό της.


Άγιος Ιωάννης ο Ιερομάρτυρας, «ὁ ἐν Περσίδι»

 Σε πολλά Μηνολόγια ο Ιωάννης αυτός αναφέρεται ότι καταγόταν από την πόλη της Δαμασκού και μαρτύρησε στην Περσία.


Όσιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

 Χωρίς την παράθεση βιογραφικού υπομνήματος γίνεται η αναγραφή του ονόματος του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νικολάου στο Κωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, καθώς και στα μηναία και τους μεταγενεστέρους εντύπους συναξαριστές, την 29η Νοεμβρίου («Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Νι­κόλαος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται»).


Σε συγχρόνους επισκοπικούς καταλόγους της Θεσσαλονίκης, η αρχιερατεία του τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνος μ.Χ., και συγκεκριμένα στο έτος 160 μ.Χ., χρονολόγηση που πρότεινε ο μητροπολίτης Αμασείας Ανθιμος Αλεξούδης, χωρίς ωστόσο να έχει στη διάθεσή του κάποια επαρκή στοιχεία.


Η ταύτισή του με τον αρχιεπίσκοπο Νικόλαο τον ομολογητή, το όνομα του οποίου αναγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, την οποία επιχειρεί δειλά ο Μ. Γεδεών, είναι παντελώς αστήρικτη και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή.

Όσιος Μάρκος

 Η μνήμη του Οσίου Μάρκου αναφέρεται στον Συναξαριστή Delehaye με σύντομο υπόμνημα.


Ο Όσιος Μάρκος εγκατέλειψε γυναίκα, παιδιά και συγγενείς, και έγινε μοναχός. Γύριζε την έρημο, τις πόλεις και τα χωριά, για να καταλήξει στην Αίγυπτο, όπου βρέθηκε νεκρός σε κάποιο ναό, φέροντας επάνω του βαρεία σίδερα. Όταν το είδε αυτό ο κόσμος, θαύμασε για την ασκητικότητά του. Έτσι κατασκεύασαν ξύλινη θήκη, όπου έβαλαν μέσα το σώμα του, μαζί με τα σίδερα πού έφερε όταν ζούσε.




Άγιος Φαίδρος

 Ο Άγιος Φαίδρος θανατώθηκε μαρτυρικά, αφού έχυσαν επάνω του καυτή ρητίνη.


Άγιος Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου

 Ο Άγιος Διονύσιος, ήταν επίσκοπος Κορίνθου και έζησε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (περί το 160 μ.Χ.) στην εποχή του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Κατά τον Μελέτιο ο Διονύσιος αυτός, ήταν άνδρας λόγιος, πολυμαθής και θεοσεβής. Μεριμνούσε όχι μόνο για το ποίμνιό του, αλλά και για τις άλλες εκκλησίες με τις οποίες επικοινωνούσε με επιστολές. Αυτή την επικοινωνία ο ιστορικός Ευσέβιος τη χαρακτηρίζει ως θεία διδασκαλία. Λέγεται ότι μαρτύρησε δια ξίφους.





Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ Κορίνθου θεῖος ποιμήν καὶ τῆς εὐσεβείας, θεοῤῥήμων ὑφηγητὴς· Χαίροις ὁ ἐκχέας, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ αἷμα, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὢ Διονύσιε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Φιλούμενος

 Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Φιλούμενο, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία. Ήταν έμπορος σιτηρών. Καταγγέλθηκε, το 270 μ.Χ., ως χριστιανός στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη και τον παρουσίασαν μπροστά στον ηγεμόνα. Ο Φιλούμενος όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές που δέχθηκε και παρέμεινε πιστός στην μία και αληθινή πίστη του Χριστού. Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τρυπώντας του τα άκρα με καρφιά. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.

Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν

 Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ' αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Προς Εφεσίους, ε' 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

Γέροντας Ισίδωρος ο Φιλοθεΐτης ο τυφλός(+27 Νοεμβρίου 2022)

 Ο Γέροντας Ισίδωρος ο Φιλοθεΐτης ο τυφλός εκοιμήθη  την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022 στην Ιερά Μονή Φιλοθέου σε ηλικία 87 ετών.

Χιλιάδες ψυχές ανέπαυσε τόσο με τους λόγους όσο και με τις προσευχές του, όλα τα χρόνια, όταν εξερχόταν του Αγίου Όρους δύο φορές το χρόνο.




Ο μακαριστός γέροντας Ισίδωρος γεννήθηκε στην Πάτρα με μειωμένη όραση.

Σε ηλικία 15 ετών χειρουργήθηκε στα μάτια, οπότε έμεινε τελείως τυφλός.

Σε ηλικία 40 ετών εκάρη μοναχός από τον μακαριστό Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, στον οποίο εξομολογήτο ως λαϊκός στην Πάτρα.

Πριν γίνει μοναχός άρχισε ξαφνικά να βλέπει, και είπε στην Παναγία: Παναγία μου πάρε μου το φως, γιατί μοναχός δεν θα γίνω, και εν ώρα κρίσεως μη μου ζητήσεις ευθύνες.

Αμέσως έχασε και πάλι το φως του. Αυτό το ήθελε, γιατί πίστευε, ότι η αναπηρία που είχε τον βοηθούσε πνευματικά.

Όταν επανδρώθηκε το έτος 1980 η Ιερά Μονή Ξηροποτάμου από τον μακαριστό Γέροντα Εφραίμ τον Ξηροποταμινό και άλλους φιλοθεΐτες μοναχούς, ο π.Ισίδωρος ήταν ένας από αυτούς που την επάνδρωσαν.

Μέχρι τη μοναχική κουρά του πουλούσε λαχεία στην Πάτρα.

Ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για την αναπηρία του. Αντιθέτως ευχαριστούσε τον Θεό για αυτήν.

Έλεγε: δεν έχω τίποτα και δεν μου λείπει τίποτα. Να σημειωθεί ότι ο π.Ισίδωρος έκανε απόλυτη υπακοή στον Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη, ενώ τους διέκρινε αμοιβαία αγάπη

Επισκέφθηκε αρκετές φορές στην Αριζόνα τον Γέροντά του για να πάρει την ευχή του.

Είχε ιδιαίτερη αγάπη προς το Πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία αποκαλούσε «Μανούλα».

Όταν του ζητούσαν την ευχή του, απαντούσε «της Παναγίας μας» ή «του Γέροντά μου».



Εκατοντάδες είναι οι μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν θαύματα κοντά του.


Ο πατήρ Γεώργιος Χριστοδούλου μας περιγράφει τη συγκλονιστική εμπειρία του από την πρώτη του συνάντηση με τον μακαριστό Γέροντα:


Θυμάμαι την πρώτη φορά που επισκέφθηκα το Άγιον Όρος σε ηλικία 18 ετών, παρέα με τις έντονες υπαρξιακές μου αναζητήσεις. Μου είπαν πως θα άξιζε να επισκεφθώ έναν τυφλό μοναχό , τον γέροντα Ισίδωρο, στην Ιερά Μονή Φιλοθέου.


Μα τι θα μπορούσε να μου πει ένας τυφλός άνθρωπος αν δεν με κοίταζε στα μάτια, στο σώμα, στις κινήσεις μου, έτσι ώστε να με χαρτογραφήσει, σκέφτηκα…

Μόλις τον συνάντησα, μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα έξω από το μοναστήρι. Με κράτησε από το ένα χέρι και στο άλλο είχε τη μαγκουρίτσα του. Καθίσαμε στο έδαφος κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο. Άρχισε να μου μιλάει για τον Θεό και με ρωτούσε αν συμφωνώ.

Εγώ τότε του εκμυστηρεύτηκα πως έχω πρόβλημα με την πίστη. 

Με την πίστη;;;Και μου δίνει τρία δυνατά χτυπήματα με τη μαγκούρα όπου έβρισκε. Θύμωσα και πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Μετά μαλάκωσε η φωνή του και με ένα ζεστό γεμάτο γλυκύτατο ύφος μου λέει…

”Γιώργο…εμένα η Παναγία κάποια στιγμή μου έδωσε το φως μου, αλλά όταν είδα ότι δεν με συνέφερε, της ζήτησα να μου το πάρει πίσω. Και με άκουσε. Έλα το βράδυ μετά την τράπεζα στο κελί μου”.

Τι μυστήριος παππούλης σκέφτηκα.

Πήγα στο κελί του και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μου βάλει ένα παλιό χαλάκι στη μούρη.

 “Μύρισε καλά μου είπε”. 

Ευωδίαζε. Ήταν το χαλάκι που έβρεχε με τα δάκρυά του ο γέροντάς του Εφραίμ της Αριζόνα. 

“Αυτό δεν είναι θαύμα”;

Κάποια στιγμή περιεργαζόμουν το κελάκι του. Κοίταζα αριστερά δεξιά και δεν μου φαινόταν χώρος τυφλού ανθρώπου. Είχε ως διακονία να αντιγράφει κασέτες και να τις ταχυδρομεί σε ανθρώπους έξω στον κόσμο για πνευματική ενίσχυση.

 Επίσης ταξίδευε μόνος και συχνά στην Αμερική, άλλαζε δύο αεροδρόμια μόνο και μόνο για να εξομολογηθεί στον γέροντά του. Όταν μας μιλούσε για εκείνον, έκλαιγε, του έλειπε η αγία πατρική παρουσία του. Τον αγαπούσε πολύ.

 Όποτε ανέβαινα στο Άγιον Όρος επεδίωκα να τον συναντήσω και να γεμίσω την ψυχή μου με την γεμάτη χάρη παρουσία του και τον πνευματοφόρο λόγο του.

Πιστεύω πως σήμερα ξεκίνησε να τον βρει στην Ουράνια Βασιλεία και πως θα είναι για πάντα αχώριστοι μαζί και με τον Ουράνιο Πατέρα και Δημιουργό μας.

Αιωνία του η μνήμη! Άγιος!



Και πως να μην σου δώσει κουράγιο, ένας άνθρωπος που στην Ι.Μ. Φιλοθέου «σουλατσάρει» από την μία άκρη στην άλλη, όντας τυφλός. Και πηγαινοέρχεται τόσο γρήγορα που νομίζεις ότι βλέπει και την παραμικρή λακουβίτσα του δάφους.

Τον πρωτογνώρισα εκεί και όταν έμαθα ότι βρισκόταν στην ΑΘήνα πήγα με την σύζυγό μου να τον δούμε…

Περιμένοντας στο μικρό σαλονάκι του σπιτιού του Πνευματικού του τέκνου που τον φιλοξενούσε, ακούγαμε διάφορες ιστορίες του γέροντος. Ένα χαρακτηριστικό ήταν αυτό που μας διηγήθηκε ο σπιτονοικοκύρης του σπιτιού, και που είχε να κάνει με τα «μάτια» του γέροντος. Όταν έφτασε στο σπίτι του ανθρώπου αυτού (ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε) στάθηκε στο χωλάκι και του είπε: «Βρε τι όμορφο σπίτι έχεις εσύ?». Και συνέχισε «Άντε στο αυτοκίνητο να φέρεις τα πράγματα και θα πάω μόνος μου στο δωμάτιό μου». Και έφυγε λες και ήξερε το σπίτι απ’ έξω και ανακατωτά και πήγε στο δωμάτιο που του είχε ετοιμάσει ο άνθρωπος!!!!




1:30 ώρα το μεσημέρι. Η βροχή έπεφτε, άλλες φορές με ορμή, άλλες φορές χαλάρωνε. Παρ` όλο που έβρεχε είπαμε να πάμε με τα πόδια στην γειτονική μονή Φιλοθέου. Μισή ώρα απόσταση, μέσα από ένα γοητευτικό ανηφορικό μονοπάτι μέσα στις καστανιές. Τόσο πυκνό που η βροχή δεν έφτανε. Ψιχάλες μόνο μας ενοχλούσαν. Ένα καλυβάκι εγκαταλελειμμένο. Ένα ρυάκι. Ευτυχώς δεν είχε φουσκώσει και πατώντας προσεχτικά στις πέτρες το περάσαμε αβρόχοις ποσί. Ύστερα από 20 λεπτά σταμάτησε και μπήκαμε σε αμαξωτό δρόμο. εδώ δεν είχαμε την κάλυψη των δέντρων και γίναμε παπιά. Σε 10 λεπτά φτάσαμε. Το κόκκινο χρώμα, τόσο στην εκκλησία, όσο και στους τοίχους μας έκανε εντύπωση. Προσκυνήσαμε στην εκκλησία. 

Πριν φύγουμε πετύχαμε τον γέροντα Ισίδωρο τον τυφλό. Του είπα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω.

Πήρε το μπαστούνι του και με χτύπησε ελαφρά στα πόδια.

«Τι πράγματα είναι αυτά. Για κοίτα με στο πρόσωπο. Πως με βλέπεις εμένα;Με βλέπεις δυστυχισμένο, λυπημένο; Χαρούμενο δεν με βλέπεις. Εγώ είμαι εκ γενετής τυφλός. Και δοξάζω την Παναγία γιατί έτσι κάνω λιγότερες αμαρτίες. 

Πριν γίνω μοναχός, στην Πάτρα από όπου είμαι, μια μέρα ενώ πουλούσα λαχεία για να ζήσω, στην πλατεία Γεωργίου άρχισα να βλέπω θολά. Ξεχώριζα κάποια πράγματα. Έτσι ξαφνικά. Οπότε λέω στην Παναγία. Παναγία μου, μην επιτρέψεις να δω το φως μου, γιατί αν το δω δεν θα γίνω μοναχός. Και εκείνη τη στιγμή ξανατυφλώθηκα«

Μα, επέμενα εγώ, δύσκολο είναι να μην στενοχωριέσαι στις θλίψεις, στις δυσκολίες

«Α, δεν με ακούς εσύ. Εγώ βαράω. Μάθε να έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό. Δεν ξέρει ο Θεός και ξέρεις εσύ. Αν ο Θεός στο επιτρέπει αυτό είναι επειδή είναι προς όφελος της σωτηρίας της ψυχής σου. Άντε μη βαρέσω»


Με αυτά τα λόγια πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Ένα από τα καλύτερα μοναστήρια, χάρη στον προηγούμενο της τον Εφραίμ. Μεγάλη μορφή. Εκτός της Φιλοθέου επάνδρωσε άλλα 3 μοναστήρια του Αγίου όρους και 1 σκήτη. Και τώρα είναι στην Αμερική και έχει φτιάξει μέχρι στιγμής 20 μοναστήρια. Δεν το κάνει ο καθένας. Ο Ισίδωρος κυκλοφορούσε με μια κουβερτούλα του Εφραίμ που μοσχομύριζε. Και δεν ήταν κολόνια. Γιατί στην αρχή η μυρωδιά ήταν έντονη και σταδιακά μειώνονταν έως που εξαφανιζόταν.