Τήν προηγούμενη Κυριακή εἴδαμε ὅτι ὁ Χριστός μᾶς προτρέπει νά τόν ἀκολουθήσουμε ἀκόμη κι ἄν χρειαστεῖ νά ἐγκαταλείψουμε οἰκογένεια, συγγενεῖς, φίλους. Εὔλογα θά ἀναρωτιόταν ὅμως κανείς, πῶς θά μπορούσαμε νά ζήσουμε ἐάν ἀφήσουμε τά πάντα πίσω μας;
Τήν ἀπάντηση σ’ αὐτό τό ἀνθρώπινο ἐρώτημα, μᾶς τήν δίνει ὁ Κύριός μας, μέσα ἀπό τό ἀπόσπασμα τῆς ἐπί τοῦ Ὅρους ὁμιλίας Του, τό ὁποῖο μᾶς μεταφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος.
Τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, μᾶς λέει, εἶναι ὁ λύχνος, δηλαδή τό φῶς τοῦ σώματός του. Ἑπομένως ἄν τά μάτια του εἶναι φωτεινά, ὅλο τό σῶμα του εἶναι φωτεινό. Ἀντίθετα ὅμως ἐάν τά μάτια του εἶναι σκοτεινά, ὅλο τό σῶμα εἶναι σκοτεινό. Μέ τά λόγια αὐτά θέλει νά μᾶς τονίσει ὅτι ἄν ὄντως ἐνδιαφερόμαστε νά φωτίσουμε τήν ὕπαρξη τῆς ζωής μας, θά πρέπει νά ἀφήσουμε πίσω ὁτιδήποτε ἀντιστρατεύεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζοντας, πρέπει, μᾶς λέει, νά μεριμνήσουμε γιά τόν πνευματικό μας κόσμο, καί νά μή φορτώνουμε τή ζωή μας μέ μέριμνες περιττές καί ἀνούσιες. Ἐπιπλέον, λέει, πώς δέν μπορεῖ κανείς νά δουλεύει σέ δύο κυρίους στόν Θεό καί στόν μαμωνά, γιατί ἤ τόν ἕνα θά ἀγαπήσει καί τόν ἄλλο θά μισήσει ἤ θά ὑπακούσει στίς ἐπιταγές τοῦ ἑνός καί θά καταφρονήσει τόν ἄλλο. Μέ τόν ὄρο μαμωνά, ὑπονοεῖ ὁ Κύριος τόσο τόν ἴδιο τόν διάβολο καί τά ἔργα τοῦ σκότους, ὅσο καί τίς βιοτικές μέριμνες, οἱ ὁποῖες ἀποσποῦν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό συνεχίζει τήν διήγηση λέγοντάς μας, μή μεριμνᾶτε τί θά φᾶτε, τί θά πιεῖτε ἤ τί θά φορέσετε ὡς ἔνδυμα, γιατί ἡ ψυχή εἶναι παραπάνω ἀπό τήν τροφή καί τό σῶμα. Δεῖτε, μᾶς λέει, τά πουλιά, δέν σπέρνουν, δέν θερίζουν, δέν ἀποθηκεύουν σέ ἀποθῆκες καί ὁ πατέρας ὁ ἐπουράνιος τά τρέφει καί τά συντηρεῖ.
Ἐπίσης, νά μήν ἀγωνιᾶ ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐνδυμασία του, ἅς δεῖ τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ, πού δέν ὑφαίνουν οὔτε γνέθουν κι ὅμως εἶναι πιό λαμπρά ντυμένα κι ἀπ’ τόν Σολομώντα. Κι ἄν ὁ Θεός ντύνει τόσο ὄμορφα τά χόρτα καί τά ἄνθη, τά ὁποῖα ἀφοῦ ξεραθοῦν καίγονται στόν κλίβανο, πόσο μᾶλλον δέν θά ἐνδιαφερθεῖ γιά τό τελειότερο δημιούργημά του τόν ἄνθρωπο; Ὁ ἐπουράνιος πατέρας γνωρίζει τίς ἀνάγκες μας καί φροντίζει γι’ αὐτές. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει, ὅπως μᾶς λέγει, νά ἐπιζητοῦμε πρῶτα τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν δικαιοσύνη Του, κι ὅλα τα ἄλλα θά μᾶς δοθοῦν.
Ὀλιγοπίστους ἀποκαλεῖ ὅλους ἐκείνους πού θέτουν ὡς προτεραιότητα στή ζωή τους τήν κάλυψη τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν.
Ἡ ὑπέρμετρη ἐνασχόληση τοῦ ἀνθρώπου μέ τά ὑλικά ἀγαθά, περιέχει τόν κίνδυνο τῆς ἐγκατάλειψης ἤ τῆς περιφρόνησης τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τά ὅσα μᾶς εἶπε ὁ Χριστός στήν πρώτη συνάφεια τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Δείχνει ἔλλειμμα πίστεως, ἔλλειμμα ἐμπιστοσύνης στήν ἀγάπη καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Ἐάν ὁ Θεός ἔστειλε τόν Υἱό Του τόν μονογενῆ στόν κόσμο, μέ σκοπό νά θεραπεύσει καί νά ἀναστήσει τόν ἔσω ἄνθρωπο, θά ἀφήσει ἄραγε κανέναν νά χαθεῖ ἀπό ἔλλειψη στοιχειωδῶν ἀγαθῶν;
Κι ὅμως στήν καθημερινότητά του ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ αὐτή τήν μεγάλη ἀλήθεια. Θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας χριστιανούς, καί παρόλα αὐτά ἀναλώνουμε ὅλο το χρόνο, ὅλη τή ζωή μας στό κυνήγι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, στήν ἱκανοποίηση τῶν βιοτικῶν μας ἀναγκῶν καί μόνο. Οἱ συνθῆκες τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωῆς καί οἱ συγκυρίες τῶν τελευταίων ἐτῶν ἐπιτείνουν αὐτή τήν μονοσήμαντη ἀγωνία μας καί μᾶς ἀπορροφοῦν κάθε ἰκμάδα σωματική καί ψυχική. Καί ὅσο ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία μας ἀπό τά ὑλικά καί τά γήινα, τόσο οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἀπελπισία καί ἀπόγνωση.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής, ἡ διέξοδος μονόδρομος: ζητεῖτε πρώτον τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέγει, μόνο ἔτσι θά ξεφύγουμε ἀπό τά δεσμά τοῦ μαμωνᾶ στόν ὁποῖο ἔχει ὑποδουλωθεῖ ἡ ὕπαρξή μας. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη διέξοδος ἀπό κάθε ἀνθρώπινη κρίση, ἰδιαίτερα σήμερα πού ζοῦμε σέ κοινωνίες πού σκοτεινιάζουν τή ζωή μας. Ἅς στραφοῦμε στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἅς τόν ἐμπιστευτοῦμε καί θά φροντίσει σίγουρα ἐκεῖνος γιά τά ὑπόλοιπα πού ἀφοροῦν τή ζωή μας, καί τήν ἐφήμερη τήν ἐπί γῆς, καί τήν ἐπουράνια τήν αἰώνια.
π. Ἰωάννης Λεοντάρης
ἐφημέριος Μαρμάρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου