Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

-Αυτό είναι η Κόλαση παιδί μου!

 Τί είναι κόλαση;

Αυτό ρώτησε ένα παιδάκι τον μακαριστό Σιατίστης Παύλο.Του απάντησε ο Αρχιερέας :

-Πες ότι κάποιος άνθρωπος λέει καλά λόγια για σένα σε όλους, σε αγαπάει πραγματικά, ενώ εσύ δεν τον θέλεις και μιλάς συνεχώς εναντίον του παντού. Μαθαίνεις από άλλους, αλλά και από τον ίδιο ότι επιθυμεί να σε επισκεφτεί στο σπίτι σου.

Πώς αισθάνεσαι;

- Δεν έχω μούτρα να τον δω πάτερ.

-Αυτό είναι η Κόλαση παιδί μου.

ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΠΑΛΑΤΙ

 Θαυμαστή διήγηση από τις περιοδείες του Απόστολου Θωμά στις Ινδίες


Ο Απόστολος Θωμάς πωλήθηκε κατά παραχώρηση Κυρίου στον έμπορο Αμβάνη ως δούλος και πολύ ικανός και έμπειρος οικοδόμος. Ο Αμβάνης έφερε τον δούλο στις Ινδίες και τον παρουσίασε στον Βασιλέα ως μέγα αρχιτέκτονα και οικοδόμο. Εκείνος τον δέχθηκε και του πρόσφερε πολλά χρήματα για να του οικοδομήσει καινούργια παλάτια.

Ο Απόστολος του Χριστού μόλις πήρε τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς και στους έχοντας ανάγκη.

Μετά από λίγο χρόνο έστειλε ο Βασιλεύς τους αυλικούς του για να δουν πως πηγαίνουν οι νέες οικοδομές. Όταν είδαν κατάπληκτοι ότι ούτε τα θεμέλια δεν έχει τοποθετήσει ο οικοδόμος και μαθαίνοντας ότι τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς, έτρεξαν στον βασιλέα και του ανήγγειλαν το γεγονός. Εκείνος διέταξε να δέσουν τον Απόστολο οπισθάγκωνα και να τον φέρουν μπροστά του. Αφού ήλθε, του είπε με οργή:

-Μου έκτισες το παλάτι;

-Ναι, απάντησε με ηρεμία ο Απόστολος και μάλιστα είναι πολύ ωραίο.

-Εμπρός λοιπόν, είπε ο βασιλιάς, πάμε να το δω και εγώ.

-Δεν είναι δυνατόν, βασιλιά να δεις αυτό το ανάκτορο σ’ αυτή την ζωή. Μετά την αναχώρηση σου από τον κόσμο αυτό θα το απολαύσεις και θα αγαλλιασθεί η ψυχή σου.

Τα λόγια αυτά του αληθινού δούλου του Θεού, θεώρησε ο βασιλιάς Γουνδαφόρος, διότι αυτό ήταν το όνομά του, ως εμπαιγμό και χλεύη. Και επειδή έμαθε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι πτωχός και δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να του επιστρέψει τα σπαταληθέντα χρήματα, σκέφθηκε ότι μόνο ο θάνατος του θα ικανοποιήσει κάπως τον θυμό του. Γι' αυτό διέταξε να τον γδάρουν ζωντανό και ύστερα να τον ρίξουν στην φωτιά να καεί.

Τι κάνει όμως ο Παντοδύναμος Θεός; Ο αδελφός του βασιλιά οργίστηκε περισσότερο κατά του Αποστόλου και βίαζε τον βασιλιά να τον τιμωρήσει. Ξαφνικά όμως πέθανε και ο θάνατος του αγίου Θωμά ματαιώθηκε. Έτσι όλοι πλέον ασχολούνταν με την εκφορά του νεκρού.

Ο Θεός όμως που δεν επιθυμεί τον θάνατο του αμαρτωλού, επιτέλεσε εδώ καταπληκτικό θαύμα. Μόλις πέθανε ο Γάδ, αυτό ήταν το όνομά του, παρέλαβαν την ψυχή του άγγελοι και της έδειχναν τις αιώνιες κατοικίες των ανθρώπων που σώθηκαν από την αμαρτία ή μετανόησαν.

Η ψυχή του Γάδ κυριεύθηκε από θαυμασμό για το έξοχο κάλλος εκείνης της ουράνιας έπαυλης που ξεχώριζε από τις άλλες και παρακαλούσε τους συνοδούς αγγέλους της να την αφήσουν να κατοικήσει σ' ένα απ' αυτά τα μικρά δωμάτια που έβλεπε. Οι άγγελοι όμως δεν δέχονταν την παράκληση του λέγοντας ότι αυτό το παλάτι ανήκει στον αδελφό του Γουνδαφόρο και το έκτισε ένας ξενόφερτος άνθρωπος ονόματι Θωμάς.

Μόλις πληροφορήθηκε αυτό ο Γάδ παρακαλούσε επίμονα τους αγγέλους να του επιτρέψουν να γυρίσει στον κόσμο για ν' αγοράσει αυτό το λαμπρό παλάτι από τον αδελφό του.

Με το θέλημα λοιπόν του Θεού επανήλθε η ψυχή του Γάδ στο σώμα της για να λυτρωθεί έτσι ο Απόστολος από τον θάνατο και πολλοί άνθρωπο να σωθούν από το θαύμα της αναστάσεως του Γάδ.

Ενώ οι συγγενείς του, ετοίμαζαν το νεκρό σώμα του Γάδ για τον ενταφιασμό, ξαφνικά άρχισε να αναπνέει. Όλοι εξεπλάγησαν και φώναξαν τον βασιλιά στον οποίο είπε ο αναστημένος αδελφός του:

-Αν με αγαπάς, αδελφέ μου, έχω την αξίωση να μου πουλήσεις αυτό το ωραίο παλάτι που σου έκτισε στον ουρανό ο χριστιανό Θωμάς.

Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο βασιλιάς φωτίστηκε εκ Πνεύματος Αγίου ότι ο Θωμάς είναι αληθινός Απόστολος του Θεού και φωτισμένος στην ψυχή είπε στον αδελφό του:

-Αδελφέ μου, δεν μπορώ να σου πουλήσω αυτό το παλάτι γιατί η απόκτηση του δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Θεωρώ προτιμότερο να συστήσω σε εσένα τον τεχνίτη του, ο οποίος ζει ακόμη, και εκείνος προς χάριν σου θα οικοδομήσει παρόμοιο ανάκτορο.

Αμέσως διέταξε ν' αποφυλακίσουν και φέρουν ενώπιόν του τον Θωμά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά τους, εκείνοι έπεσαν και οι δύο γονατιστοί στα πόδια του ζητώντας συγχώρεση διότι από άγνοια, διέπραξαν το κακό σε βάρος του και τον παρακάλεσαν να κηρύξει στην χώρα τους τον αληθινό Θεό που λατρεύει και την διδασκαλία του, ώστε όλοι οι άνθρωποι να απολαύσουν τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά, τα οποία αξιώθηκε να γνωρίσει ο Γάδ.

Με κατάπληξη άκουσε όλα αυτά ο Απόστολος Θωμάς και ευχαρίστησε εκ βάθους καρδίας τον Θεό για τα θαυμάσια Του και την Θεία Πρόνοιά Του. Αμέσως τους κατήχησε και τους βάπτισε όλους και άλλα αναρίθμητα πλήθη ινδών, στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Απο το βιβίο "Ψυχωφελείς Οπτασίες και Διηγήσεις"

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Άγιος Ιωάννης Κοτσούρωφ ο πρωτομάρτυρας της νεότερης Ρωσίας

 Ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κοτσούρωφ (Kochurov) ήταν ο πρώτος κληρικός - θύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης.


Το 1901 μ.Χ., μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης, διορίσθηκε εφημέριος της Ρωσικής Κοινότητας του Σικάγου. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους στο Tsarskoe Selo, τον Νοέμβριο του 1917 μ.Χ. Το όνομά του μνημονεύθηκε δεύτερο, μετά από εκείνο του Μητροπ. Κιέβου αγίου Βλαδιμήρου, από τον Πατριάρχη Τύχωνα, κατά την Θεία Λειτουργία της 31/03/1918 μ.Χ.

Όσιοι Σπυρίδων και Νικόδημος «οι εν τω σπηλαίω»

 Ο μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή και άσημη οικογένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος και τραχύς στους τρόπους, αλλ' αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος. Ένας «χωριάτης» για τους αριστοκράτες, ένας «αγροΐκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια, ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου.


Κι όμως ο όσιος ξεπέρασε σε αξία και τους σοφούς και τους ισχυρούς και τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική βία, με το φόβο του Θεού, που είναι η αρχή και η πηγή της πραγματικής σοφίας.


Ο όσιος Σπυρίδων ήρθε στη μονή των Σπηλαίων και άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή το 1139 μ.Χ.. Ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, Γι' αυτό και δεν μπορούσε να μελετά τα ιερά βιβλία. Αυτό τον γέμιζε θλίψη. Προσευχήθηκε ολόκαρδα στον Κύριο να του δώση φωτισμό και δύναμη για να μάθη ανάγνωση. Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έμαθε να διαβάζει. Ήταν απερίγραπτη η χαρά του που μπορούσε πια να μελετά τα θεία λόγια του Κυρίου και τα θεόπνευστα έργα των αγίων. Έμαθε απ' έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι και το έλεγε μ' ευλάβεια και ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα που εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου.


Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα ήταν ένας μεγάλος νηστευτής και αγωνιστής ιερομόναχος, ο μακάριος Ποιμήν. Βλέποντας την καθαρότητα, την ακακία, την ευσέβεια και τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ο όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και γι' αυτό ήταν ολόχαρος και συγκινημένος βαθιά.


Με ψαλμούς, με ύμνους, με ωδές πνευματικές και με την αδιάλειπτη ευχή του Ιησού εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ο δίκαιος Σπυρίδων: Έκοβε ξύλα, έκαιγε το φούρνο, κοσκίνιζε το αλεύρι, έπλαθε το ζυμάρι...


Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ο όσιος άναψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήσει τα πρόσφορα που είχε ετοιμάσει. Ξαφνικά όμως μια σπίθα πήδησε μέσ' από τίς φλόγες και πετάχτηκε μέχρι το καλαμένιο ταβάνι, που άρπαξε αμέσως φωτιά. Αμέσως ο δούλος του Θεού έβγαλε το μανδύα του κι έκλεισε μ' αυτόν βιαστικά το άνοιγμα του φούρνου. Έπειτα έβγαλε και το τρίχινο πουκάμισο του, έδεσε τα μανίκια μεταξύ τους, έτρεξε στο κοντινό πηγάδι και το γέμισε νερό! Επιστρέφοντας γοργά φώναξε: «Αδελφοί! Βοήθεια! Φωτιά! Τρέξτε»!


Έτρεξαν οι αδελφοί με κουβάδες, αλλά τι να δουν! ο μανδύας, με τον όποιο ο όσιος είχε κλείσει τον αναμμένο φούρνο, ήταν εντελώς απείραχτος από τη φωτιά και το δεμένο πουκάμισο ήταν γεμάτο νερό, σαν ασκί στεγανό, και δεν άφηνε ούτε μια σταγόνα να χυθεί! Με το νερό εκείνο έσβησε ο μακάριος τη φωτιά, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια των αδελφών. Κι αυτοί δόξασαν το Θεό, που η χάρη Του ολοφάνερα επισκίαζε και βοηθούσε τον πνευματοφόρο αδελφό τους.


Βοηθός του οσίου Σπυρίδωνος στο προσφορειό ήταν ο μοναχός Νικόδημος. Ευλαβέστατος και υπάκουος, αληθινά νεκρός για τον κόσμο, τη σάρκα και το σαρκικό θέλημα, προσπαθούσε πάντοτε με ζήλο κι επιμέλεια να μιμήται τον ευλογημένο Σπυρίδωνα τόσο στους χειρωνακτικούς κόπους όσο και στο θεάρεστο ήθος, στην αδιάλειπτη προσευχή, στον ενάρετο βίο.


Οι δύο όσιοι, αφού διακόνησαν θεοφιλώς το μοναστήρι τους τριάντα χρόνια σαν προσφοράρηδες, εκοιμήθησαν ειρηνικά εν Κυρίω σε βαθύ γήρας, και πήγαν να συναντήσουν τον ποθούμενο Ιησού, τον «Άρτο της Ζωής», «τον έσθιόμενον και μηδέποτε δαπανώμενον».

Άγιοι Σέλευκος και Στρατονίκη οι σύζυγοι

 Οι Άγιοι Σέλευκος και Στρατονίκη, σε νεαρή ηλικία ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. Ήταν γνήσιο χριστιανικό ζευγάρι, που με τόση τελειότητα παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους Επιστολήν του. Ήταν μια ψυχή και μια καρδιά. Αλλά όταν κλήθηκαν να διαλέξουν μεταξύ της ζωής τους και της πίστης τους, δεν δίστασαν ούτε στιγμή. Για να μείνουν ενωμένοι, έπρεπε να δεχτούν τον θάνατο για το Ευαγγέλιο. Και έτσι έπεσαν ιερά σφάγια, για να ανατείλουν περίλαμπροι την ήμερα της ανάστασης.

Μνήμη ανώνυμου ομολογητού

 Ο Άγιος αυτός έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.) και ήταν γιος Ιερέα των ειδώλων. Στην πίστη του Χριστού τον έφερε κάποια ευσεβής χριστιανή Διακόνισσα, που ήταν φίλη της μητέρας του.


Ο νέος αυτός στην αρχή, όταν το έμαθε ο πατέρας του, υπέστη απ' αυτόν σκληρά βασανιστήρια. Δια θαύματος όμως σώθηκε και όταν πέθανε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, κατόρθωσε να φέρει στη Χριστιανική πίστη και τον γέροντα πατέρα του, καθώς και πολλούς ειδωλολάτρες νέους. Αφού στη συνέχεια έζησε ανώτερη πνευματική ζωή, απεβίωσε ειρηνικά.


Το περιστατικό είναι παρμένο από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρητου.


Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει για το περιστατικό αυτό:


«Kατά τους χρόνους Iουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα΄ [361], ήτον ο Άγιος ούτος, υιός γενόμενος ενός ιερέως των ειδώλων, και εν δυσσεβεία ανατραφείς. Όταν δε ήτον νέος κατά την ηλικίαν, τότε μετετέθη εις την ευσέβειαν με τοιούτον τρόπον. Mία γυνή ονομαστή κατά την ευσέβειαν, και Διάκονος κατά το αξίωμα, ήτον φίλη με την μητέρα του Aγίου τούτου. Aύτη δε η τούτου μήτηρ, όσαις φοραίς επήγαινε με τον μικρόν όντα υιόν της εις την ευσεβή εκείνην γυναίκα, εχαιρετούσεν εκείνη, τόσον την μητέρα, όσον και τον υιόν, και επαρακίνει αυτόν εις την ευσέβειαν και την του Xριστού πίστιν. Aφ’ ου δε η μήτηρ του απέθανεν, επήγαινεν ο νέος εις την ευσεβή Διάκονον, και απελάμβανεν από εκείνην την συνήθη διδασκαλίαν. Eπειδή δε εδέχθη εις την ψυχήν του τας συμβουλάς της, ερώτησεν αυτήν, με ποίον τρόπον εδύνετο να φύγη την πλάνην του πατρός του, Έλληνος όντος, και να απολαύση την παρ’ αυτής κηρυττομένην ευσέβειαν. H δε Διάκονος είπεν εις αυτόν. Πρέπει τέκνον μου, να αποστραφής τον πατέρα σου, και να προτιμήσης τον Θεόν τον δημιουργόν εκείνου και εδικόν σου. Kαι να υπάγης εις μίαν πόλιν, εις την οποίαν ευρισκόμενος, δύνασαι να γλυτώσης από τας χείρας του δυσσεβούς βασιλέως. Υπέσχετο δε η θεοφιλής εκείνη, ότι αυτή η ιδία να λάβη πρόνοιαν διά τούτο.


O δε νέος είπε. Θέλω έλθω εις εσένα, και θέλω παραδώσω εις τας χείρας σου την ψυχήν μου. Aφ’ ου δε επέρασαν ολίγαι ημέραι, ο μεν Iουλιανός ανέβη εις την εν Aντιοχεία Δάφνην (τζεφτιλίκιον δε ήτον η Δάφνη της Aντιοχείας) διά να κάμη εορτήν εις τους δαίμονας και κοινήν τράπεζαν. Aνέβη δε και ο του νέου τούτου πατήρ, με το να ήτον ιερεύς, και εσυνείθιζε να ακολουθή με τον βασιλέα. Mαζί δε με τον πατέρα του ήτον και ο νέος ούτος, ομοίως και άλλος ένας αδελφός του. Eπειδή και αυτοί ήτον νεωκόροι, ήγουν προσμονάριοι του ναού των ειδώλων, και ερράντιζαν τα φαγητά του βασιλέως. Eπτά δε ημέρας εσυνείθιζον να πανηγυρίζουν εις την Δάφνην. Kατά την πρώτην λοιπόν ημέραν, αφ’ ου παρεστάθη ο νέος ούτος εις την τράπεζαν του βασιλέως, και ερράντισε τα μιαρά φαγητά, και εγέμωσεν αυτά από την ακαθαρσίαν των δαιμόνων. Tότε αναχωρήσας δρομαίος από την Δάφνην, πηγαίνει εις την Aντιόχειαν, και ευρίσκει την θαυμασίαν εκείνην Διάκονον. Kαι ιδού, λέγει, ήλθον εις εσένα, χωρίς να φανώ ψεύστης εις την υπόσχεσίν μου. Όθεν εσύ επιμελήσου τώρα διά την σωτηρίαν και της ψυχής μου και της ζωής μου, και τελείωσον την υπόσχεσίν σου. Παρευθύς λοιπόν εσηκώθη η θεοφιλής εκείνη, και πέρνουσα μαζί της τον νέον, επήγεν αυτόν προς τον άνθρωπον του Θεού Mελέτιον τον Aντιοχείας. O δε Άγιος Mελέτιος ιδών αυτόν, του είπε να καθίση κατά το παρόν επάνω εις τον εκεί ευρισκόμενον οίκον. O δε πατήρ του, επεριτριγύριζεν εις την Δάφνην ζητών τον υιόν του. Πηγαίνωντας δε και εις την Aντιόχειαν, εγύριζεν εις τους δρόμους και εις τα στενά σωκάκια, στρέφωντας εις κάθε μέρος τους οφθαλμούς του, μήπως ιδή τον ποθούμενον υιόν εις κανένα μέρος. Eπειδή επήγεν εις τον τόπον εκείνον, όπου εκατοίκει ο θείος Mελέτιος, στρέφωντας επάνω τα ομμάτιά του, βλέπει τον υιόν του, οπού έσκυπτεν από τα κάγκελλα. Όθεν τρέξας, ετράβιξεν αυτόν από εκεί και τον εκατέβασε. Kαι αφ’ ου τον επήγεν εις το οσπήτιόν του, πρώτον μεν έδειρεν αυτόν πολλά. Έπειτα πυρώσας σουβλία, έβαλεν αυτά εις τας χείρας και πόδας και πλάτας του υιού του. Ύστερον δε κλείσας αυτόν μέσα εις τον κοιτώνα, και κλειδωνίας έξωθεν βαλών, ανέβη πάλιν εις την Δάφνην.


Λέγει δε ο μακάριος Θεοδώρητος, ότι αυτά ήκουσεν οπού τα εδιηγείτο ο ίδιος πατήρ του νέου, ο μετά ταύτα πιστεύσας, όστις ήτον γέρωντας, όταν τα έλεγεν, επρόσθεσε δε, λέγει, ο γέρων και ταύτα ακόμη. Ότι ο νέος ούτος υιός του, έγινεν ένθους, και γεμώσας από θείαν χάριν, εσύντριψε μεν όλα τα είδωλα του πατρός του, τα εν τω οίκω ευρισκόμενα. Eπεριγέλα δε και την των ειδώλων ασθένειαν. Ύστερον δε στοχασθείς αυτό οπού έκαμεν, ήτοι την συντριβήν των ειδώλων, εφοβήθη τον ερχομόν του πατρός του. Όθεν παρεκάλεσε τον Δεσπότην Xριστόν να νεύση, διά να τζακισθούν μεν αι κλειδωνίαι, να ανοιχθούν δε αι πόρται. Eπειδή, έλεγεν, ότι διά εσένα Kύριε, ταύτα έπαθα και εποίησα. Όθεν ευθύς οπού τούτο είπεν, έπεσαν αι κλειδωνίαι, άνοιξαν δε αι πόρται. Kαι ευθύς έδραμεν εις την θεοφιλή διδάσκαλόν του, εκείνη δε ενδύσασα αυτόν γυναικεία φορέματα, εκράτησεν αυτόν εις τον οίκον της. Έπειτα επρόσφερεν αυτόν πάλιν εις τον θείον Mελέτιον. O δε Άγιος Mελέτιος, απέστειλεν αυτόν διά νυκτός εις την Παλαιστίνην προς τον Eπίσκοπον των Iεροσολύμων. Ήτον δε τότε Iεροσολύμων ο θείος Kύριλλος. Aφ’ ου δε απέθανεν ο Iουλιανός, ωδήγησεν ο νέος ούτος εις την ευσέβειαν και τον πατέρα του. Kαθώς ο ίδιος ούτος πατήρ του, γέρων ήδη ώντας, τούτο εδιηγήθη εις ημάς, περιφέρων ακόμη εις το σώμα του και τα στίγματα και σημάδια των πληγών, οπού έλαβε διά την του Xριστού πίστιν. O νέος λοιπόν ούτος πολλούς και άλλους Έλληνας οδηγήσας εις την της ευσεβείας επίγνωσιν με τα λόγιά του και με την ενάρετον πολιτείαν του, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς».

Άγιος Ιάκωβος επίσκοπος Μυγδονίας

 Ο Άγιος Ιάκωβος έγινε επίσκοπος Αντιοχείας της Μυγδονίας, που ονομάζεται και Νίσιβις (ή Nησίκη) και βρίσκεται μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη.


Για την μεγάλη του αρετή, ο Θεός του είχε δώσει το χάρισμα της θαυματουργίας. Μάλιστα με την δύναμη του Χριστού, ανέστησε ακόμα και νεκρό, ενώ βοήθησε πολλούς να γίνουν Χριστιανοί.


Μετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας και μετά τη λήξη της Συνόδου πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέστη στην κηδεία του Πατριάρχη Μητροφάνη του Α'.


Ο Ιάκωβος έγραψε και βιβλίο ψυχωφελέστατο, για το όποιο αναφέρει ο επίσκοπος Θεοδώρητος.


Η μνήμη του Αγίου επαναλαμβάνεται και την 13η Ιανουαρίου.

Άγιος Νικόλαος από τη Χίο ο Νεομάρτυρας

 Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.


Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.


Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.


Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.


Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.


Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.


Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.


Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.


Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.


Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.


Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.


Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.


Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.


Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.


Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.


Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.


Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον· ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας· ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν· Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.

Άγιος Επίμαχος ο Αιγύπτιος

 Ο Άγιος Επίμαχος καταγόταν από την πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου και έζησε την εποχή που ο διοικητής της Αλεξάνδρειας Απελλιανός καταδίωκε τους Χριστιανούς.


Ο Άγιος Επίμαχος μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και κατέφυγε στην έρημο, όπου έκανε άσκηση στην τελειότερη πνευματική ζωή. Αλλά όταν άρχισε ο διωγμός των Χριστιανών, αποφάσισε να πάει στην Αλεξάνδρεια, για να συμμετέχει από κοντά στη σκληρή και φλογερή πάλη.


Εκεί, κατηγορήθηκε στον διοικητή ως Χριστιανός και συνελήφθη. Ο Απελλιανός τον διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν ο Άγιος αρνήθηκε διέταξε να τον βασανίσουν. Συγκεκριμένα διέταξε να του σχίσουν τις σάρκες. Την ώρα που οι δήμιοι καταξέσκιζαν τις σάρκες του, ένα κομμάτι αποσπάστηκε από το δέρμα του και έσταξε αίμα στο τυφλό μάτι μίας γυναίκας, η οποία τον συμπονούσε. Τότε ευθύς η γυναίκα απόχτησε φως από το τυφλό της μάτι. Μετά από αυτό το θαύμα ο Άγιος Επίμαχος υπέκυψε στα βασανιστήρια και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το λείψανο του παρέλαβαν ευσεβείς χριστιανοί και το έθαψαν με μεγάλη ευλάβεια.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ὡς γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Σωτῆρος Ἐπίμαχε, τῷ ἐχθρῷ στερρῶς συνεπλάκης, συμμαχίᾳ τῆς πίστεως, καὶ τοῦτον ἐτροπώσω Ἀθλητά, βασάνους πολυτρόπους ὑποστάς· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου σε κοινωνόν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Αὐτοκλήτως ὥρμησας, πρὸς εὐσεβείας τοὺς ἄθλους, ἀκβοῶν Ἐπίμαχε, τοῖς παρανόμοις ἀνδρείως· Πάρειμι, ὑπεραθλῆσαι τῆς ἀληθείας, ξόανα, ἐκμυστηρίσαι τῆς ἀπωλείας· καὶ τμηθεὶς τὸν σὸν αὐχένα, δικαιοσύνης στέφανον εἰληφας.


Μεγαλυνάριον

Μάχην συγκροτήσας περιφανῆ, Ἐπίμαχε μάκαρ, ἐναντίον τῶν δυσμενῶν, θείᾳ δυναστείᾳ λαμπρὸν τρόπαιον ἦρας· διὸ τῶν σῶν καμάτων, δρέπεις τὰ ἔπαθλα.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

 Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις» (Β' προς Κορινθίους, Β' 15). Δηλαδή ευωδία Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ' αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.


Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.


Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.


Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.


Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.


Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό. (Για τον Άγιο Αριστόβουλο βλέπε σχετικά και την 15η Μαρτίου).



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’.

Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοῖς τῶv αἱμάτων σου.

Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε, καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.


Μεγαλυνάριον

Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.


Ὁ Οἶκος

Τῶν Ἀποστόλων τὴν μνήμην πάντες, ὡς σωτηρίας ἡμέραν εὐφημήσωμεν νῦν, καὶ εὐσεβῶς μακαρίσωμεν. Αὕτη γὰρ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὥς περ ἥλιος λάμπει, φωτὸς ἀκτῖσι πᾶσαν ἀχλὺν ἐκδιώκουσα, καὶ καταλάμπουσα τοὺς πόθῳ ταύτην ἐκτελοῦντας, καὶ πίστει γεραίροντας· διὸ προθύμως συνδράμωμεν, ἀνυμνοῦντες αὐτοὺς καὶ κραυγάζοντες· Ἐκ τῶν κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, Ἀπόστολοι Κυρίου παναοίδιμοι.


Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Εἰς ἅπασαν τὴν γῆν, ὁ σοφὸς ὑμῶν φθόγγος, ἐξῆλθεν ἀληθῶς, τοῦ Κυρίου αὐτόπται, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι, Οὐρβανὲ σὺν Ἀμπλίᾳ τε, Ἀριστόβουλε, καὶ Ἀπελλῆ σὺν Ναρκίσσῳ, μετὰ Στάχυος, ὑπὲρ ὑμῶν τὸν Σωτῆρα, ἀπαύστως πρεσβεύσατε.


Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε'ΛΟΥΚΑ- Χάσμα μέγα και αγεφύρωτο…(Άσπλαχνοι και Χριστομάχοι)

 Είναι αυτή η παραβολή( Φτωχού Λαζάρου) κατάγιομη από νοήματα, η εμβάθυνση στα οποία, ρίχνει φως άπλετο στις ψυχές μας, εφόσον βέβαια τα πνευματικά μας αισθητήρια δεν έχουν ολότελα απονεκρωθεί…Αλλιώς και νεκρό να δούμε να ανασταίνεται, δεν πρόκειται να καταλάβουμε το ελάχιστο.


  Το βέβαιο είναι, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, πως έχουν υπάρξει αναρίθμητες ψυχές κεκοιμημένων αδελφών μας, που θέλουν να μας προειδοποιήσουν για αυτόν τον τόπον της βασάνου. Και αυτός ο τόπος δεν είναι ένας τόπος με καζάνια που κοχλάζουν…μακάρι να ταν έτσι! 

Ακούγαμε πρόσφατα έναν άγιο των ημερών μας να κηρύττει(σ.σ. π.Αθανάσιος Μυτιληναίος). Ας μην απορούμε! Ας αφουγκραστούμε τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, που θέλουν να μας γνωστοποιήσουν, όσα ο λόγος ο Άγιος της Γραφής, δια των προφητών και των Αγίων Πατέρων, όντας τόσο προσβάσιμος, ιδίως σήμερα, μας φανερώνει! 

Ο τόπος της βασάνου, είναι η θέα του Θείου Φωτός ως πυρ…ως φωτιά, που δεν αντέχεται και σε καίει! 

Το ίδιο Φως που για τον φτωχό, βασανισμένο και περιφρονημένο Λάζαρο αλλά και για όσους μετανοημένους και ενωμένους με τον Ζωντανό Θεό πορευθούν εις Ανάστασιν Ζωής είναι αιώνια φωτιστικό και υπέροχα ευχάριστο, …ὁ ἐγείρων ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψῶν πένητα τοῦ καθίσαι αὐτὸν μετὰ ἀρχόντων, μετὰ ἀρχόντων λαοῦ αὐτοῦ (Ψαλ. 112.7-8), το ίδιο ακριβώς Φως θα είναι χωρίς τέλος καυστικό και βασανιστικό για όσους φαύλους αμετανόητους, πλεονέκτες, ανοικτίρμονες, υβριστές, αποστατούντες και βλασφημούντες το Άγιο Όνομα του εν Τριάδι Θεού θα πορευθούν εις Ανάστασιν κρίσεως. 

Και σε αυτό το σημείο θα σταθούμε ιδιαιτέρως.


(Ακολουθεί απόσπασμα από κείμενο του γράφοντος με τίτλο:"Το αιωνιώς ασυγχώρητο" Ιούνιος 2020).... 

  Αναρωτιόμαστε πολλές φορές τι είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος και τι εννοεί ο Χριστός μας, όταν λέει ότι είναι η μόνη αμαρτία που δεν συγχωρείται . 

 Η ψυχή του κεκοιμημένου κατ αρχάς δεν μπορεί να μετανοήσει και να συγχωρεθεί, αφού εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια . Την ψυχή του κεκοιμημένου όμως που εν ζωή βλασφήμησε το Πανάγιο Πνεύμα και δεν το εξομολογήθηκε ειλικρινώς, δεν μπορούν να την βοηθήσουν οι πράξεις της στρατευομένης Εκκλησίας. Όταν δηλαδή κάποιος αμφισβητήσει τον Τριαδικό Θεό και τις ενέργειές Του , όταν κάποιος λοιδορήσει απαξιώσει και βλασφημήσει τον Θεό Πνεύμα, τότε αν φύγει ανεξομολόγητος για αυτό του το έγκλημα, τα μνημόσυνα τα σαρανταλείτουργα οι ελεημοσύνες και οι προσευχές των περιλειπομένων δεν θα μπορέσουν να του προσφέρουν καμιά όνηση, περισσότερο Φως και αλλαγή της θέσης της ψυχής του, όπως μπορεί να συμβεί με μια ψυχή που δεν εξομολογήθηκε μια σοβαρή αμαρτία εν ζωή . 

 Είναι βεβαίως πολύ λεπτά και δυσδιάκριτα τα όρια και πολλές φορές απλησίαστα, αλλά πολλοί αναρωτιούνται ιδίως στις μέρες μας . Δεν είναι να βλάψω λεκτικά την φήμη του Αγίου Πνεύματος. Ένοχοι αιωνίου κατακρίσεως και τιμωρίας ( Μαρκ. γ/28,29)όσοι συκοφαντούν το Άγιο Πνεύμα.

 Η συκοφαντία έχει αμέτρητες εκφάνσεις . Από το να πεις ότι ένα θαύμα του Θεού έγινε με την συνδρομή του διαβόλου, όπως οι πωρωμένοι και εθελουσίως τυφλωμένοι,οι εμπαθείς Φαρισαίοι έκαναν με τον Χριστό μας, ή να πεις στις μέρες μας (πόσο πύκνωσε αυτός ο τραγικός λόγος)ότι το Πανάγιο Πνεύμα δεν μπορεί να ενεργήσει και να καταστήσει απρόσβλητη από οποιονδήποτε μολυσμό την Θεία Κοινωνία….»

  Τι γίνεται λοιπόν με όσους βλασφήμησαν εν ζωή την αδιαίρετη Αγία Τριάδα και έφυγαν αμετανόητοι χωρίς ορθή πίστη και έργα εν Χριστώ αγάπης; Τώρα που πλέον γνωρίζουν, θα επιθυμούσαν σφόδρα να επιστρέψουν για να φωνάξουν το ημάρτομεν ή έστω να στείλουν έναν απεσταλμένο…Λάζαρο στους αγαπημένους τους! Τούτο όμως δεν το επιτρέπει η δικαιοσύνη του Κυρίου! "…ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος" (Ἰακ. 2,13).

  Η κρίσις χωρίς έλεος επίσης, για όσους ακόμα και σήμερα με τα εναπομείναντα έργα τους, παρασύρουν στο σκοτάδι της αθεϊας και της βλασφημίας τους εν ζωή αδελφούς. Το βιβλίο με τα πεπραγμένα μας, είναι και παραμένει ανοιχτό, συνεχώς συμπληρούμενο, ως την ημέρα την τελική της κρίσεως! Προστίθενται και τα καλά, που οδηγούν νέες ψυχές στον Χριστό και την αλήθεια Του, ανεβάζοντας τις ψυχές αυτών των αγαθών κεκοιμημένων προς τα πιο φωτεινά και υψηλά αλλά και τα άσχημα θεοστυγή, πραχθέντα και λεχθέντα, που απομακρύνουν από τον Κύριο και σπέρνουν το δαιμονικά ανέλπιδο στις ψυχές όσων αναζητούν εναγώνια την αλήθεια. Αυτά βυθίζουν ακόμα περισσότερο στα αιώνια ερέβη, όσους θλιβερά και εμμονικά ούτως ασέβησαν.

Όλα σημειώνονται αδιαλείπτως! Ας ακούσουμε τη φωνή της Ευαγγελικής Αλήθειας που ηχεί ακόμα στα αυτιά μας και ας μη μιμηθούμε το άσπλαχνο και Χριστομάχο, όσων χωρίζονται εθελούσια με χάσμα μέγα και αγεφύρωτο από τον Φωτοδότη Κύριο.


Νώντας Σκοπετέας

Απόσπασμα από ομότιτλη εκπομπή

30-10-2022

Μια από τις πολλές πτυχές και διαστάσεις τούτης της περιάκουστης παραβολής του Κυρίου μας. Στο μεγαλύτερο μέρος της εκπομπής, διαβάζεται ένα Θεόπνευστο ομίλημα του Χρυσοστόμου των ημερών μας π.Αθανασίου Μυτιληναίου, κατά την Ε Κυριακή του Ευαγγελιστού Λουκά το 1995.

Κυριακή Ε Λουκά. Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος

 Κείμενο Εὐαγγελίου (Λουκά ιστ´ 19-31).


Πατερικές Ἑρμηνευτικές σκέψεις


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (ΜΙGΝΕ  Ρ. G. τ. 48, στ. 970-982).


Ηταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος· φοροῦσε πορφύρα καί μεταξωτά ἐνδύματα κι ἔκανε γλέντια λαμπρά. Ἦταν κι ἕνας φτωχός πού τόν ἔλεγαν Λάζαρο. Αὐτός καθόταν στήν πόρτα τοῦ πλουσίου γεμᾶτος πληγές κι ἤθελε νά χορτάση ἀπό τά ψίχουλα, πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι του. Τά σκυλιά ἔρχονταν κι ἔγλυφαν τίς πληγές του». Γιά ποιό λόγο μιλοῦσε ὁ Κύριος μέ παραβολές καί γιατί ἄλλες παραβολές τίς ἐξηγοῦσε κι ἄλλες ὄχι καί τί εἶναι ἡ παραβολή καί τά παρόμοια, θά τά ἐξετάσουμε σέ ἄλλη περίσταση,

γιά νά μήν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ τώρα. Αὐτό μόνο θά σᾶς πῶ· ποιός ἀπό τούς Εὐαγγελιστές μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστός διηγήθηκε αὐτή τήν παραβολή. Εἶναι λοιπόν ὁ Λουκᾶς μόνο. Εἶναι ἀνάγκη νά τό γνωρίζουμε κι αὐτό· ἀπό ὅσα εἶπε ὁ Χριστός ἄλλα τά διηγήθηκαν κι οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές καί καθένας χωριστά διηγήθηκε ὅ,τι ἄκουσε ἰδιαιτέρως. Γιά ποιό λόγο; Γιά νά γίνη ἀπαραίτητη ἡ ἀγνάγνωση καί τῶν ἄλλων Εὐαγγελιστῶν καί νά παρουσιαστῆ ἡ ἐξαίρετη συμφωνία μεταξύ τους. Ἄν μᾶς τά εἶχαν ἐξηγήσει ὅλοι τους ὅλα, δέ θά προσέχαμε σ᾿ ὅλους μέ τήν ἴδια προθυμία· θά ἔφτανε ὁ ἕνας νά μᾶς τά διδάξη ὅλα. Ἄν πάλι τά ἔλεγε ὁ καθένας διαφορετικά, δέ θά παρουσιαζόταν ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Γι᾿ αὐτό καί πολλά τά ἔγραψαν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές καί πάλι ὁ καθένας χωριστά ἔγραψε κι ἄλλα.

Ὁ Χριστός, λοιπόν, μέ τήν παραβολή αὐτή μᾶς λέει τό ἑξῆς· Ἦταν κάποιος πλούσιος καί ζοῦσε μέσα σέ πολλή κακία. Δέ δοκίμαζε καμιά συμφορά καί τ᾿ ἀγαθά του κυλοῦσαν σάν ἀπό πηγές. Τό ὅτι δέν τοῦ συνέβαινε τίποτε δυσάρεστο, οὔτε καμμιά λύπη, οὔτε καμιά δυσκολία, τό ἐξυπονοεῖ ἡ φράση «διασκέδαζε καθημερινά». Τό ὅτι ζοῦσε μέσα σέ κακία φαίνεται ἀπό τό τέλος πού τοῦ ἔτυχε καί πρίν ἀπό τό τέλος, ἀπό τήν περιφρόνηση πού ἔδειχνε στό φτωχό. Ὅτι δέν ἐλεοῦσε ὄχι ἐκεῖνον μονάχα πού βρισκόταν κάθε μέρα στήν πόρτα του, ἀλλά οὔτε ἄλλον κανένα, τό ἔδειξε αὐτός ὁ ἴδιος. Γιατί δέν ἦταν ὁ φτωχός πεσμένος σέ κάποιο σταυροδρόμι οὔτε σ᾿ ἀπόκρυφο τόπο, ἀλλά σέ μέρος τέτοιο, πού ἀδιάκοπα περνοῦσε ὁ πλούσιος κι ἦταν ὑποχρεωμένος νά τόν βλέπη. Ἄν λοιπόν δέν ἐλέησε αὐτόν πού ἦταν ριγμένος ἀδιάκοπα στίς πόρτες του καί μπροστά στά μάτια του πεσμένος, πού καθημερινά μιά καί δυό καί περισσότερες φορές ἦταν ἀναγκασμένος, μπαίνοντας καί βγαίνοντας, νά τόν βλέπη, ἄν δέν ἐλέησε αὐτόν πού ἦταν σέ τέτοια θλιβερή κατάσταση καί μέ σύντροφο μιά τόση φτώχεια καί πού βασανιζόταν ἀπό τήν φοβερή ἀρρώστια μιά ὁλόκληρη ζωή, ποιός ἀπό ὅσους ἄλλους τόν παρακαλοῦσαν θά μποροῦσε ποτέ νά τοῦ λυγίση τήν καρδιά; Γιατί ἄν τόν προσπέρασε τήν πρώτη μέρα, τή δεύτερη ἦταν φυσικό κάτι ν᾿ ἀντιληφθῆ. Κι ἄν δέν τόν πρόσεξε καί τότε, τήν τρίτη τοὐλάχιστο ἤ τήν τέταρτη ἤ τήν παράλλη, ἔπρεπε νά λυγίση ἐπί τέλους, ἀκόμα κι ἄν ἦταν ἀγριώτερος ἀπό τά θηρία...

Πρώτη λοιπόν κακία εἶναι αὐτή ἡ σκληρότητα καί ἡ ἄφθαστη ἀπανθρωπιά του. Δέν εἶναι τό ἴδιο νά εἶσαι φτωχός καί νά μή βοηθᾶς ὅσους βρίσκονται σέ ἀνάγκη μέ τό νά ἀδιαφορῆς γι᾿ αὐτούς πού λιώνουν ἀπό τήν πεῖνα, ἐνῶ σύ ἀπολαμβάνεις τέτοια καλοπέραση. Καί πάλι, δέν εἶναι τό ἴδιο νά δῆς μιά καί δυό φορές ἕνα φτωχό καί νά προσπεράσης μέ τό νά τόν βλέπης καθημερινά καί νά μή συγκινηθῆ ἡ ψυχή σου ἀπό εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία, παρ᾿ ὅλο πού ἀδιάκοπα εἶναι μπροστά σου. Ἀκόμα δέν εἶναι ἴδιο νά βρίσκεσαι σέ συμφορές καί λύπες καί στενοχώριες καί νά μήν βοηθᾶς τό διπλανό σου μέ τό νά ἀδιαφορῆς γιά τούς ἄλλους πού λιώνουν ἀπ’ τήν πεῖνα, ἐνῶ ἐσύ ζῆς σέ εὐφροσύνη καί διαρκῆ εὐτυχία, καί νά κλείνης τήν καρδιά σου χωρίς ἡ χαρά σου νά σέ κάνη πιό φιλάνθρωπο. Τό γνωρίζετε ὅλοι αὐτό· κι ἄν ἀκόμα εἴμαστε ἀπ᾿ ὅλους ἀγριώτεροι, εἶναι στή φύση μας νά μᾶς κάνη ἡ εὐτυχία πιό ἤμερους καί πιό καλούς. Αὐτόν ὅμως οὔτε ἡ εὐτυχία του δέν τόν ἔκανε καλύτερο· ἔμεινε ἀποθηριωμένος καί μέ τήν συμπεριφορά του ἔδειξε ὅτι ἔκρυβε μέσα του σκληρότητα καί ἀπανθρωπιά περισσότερο ἀπό κάθε θηρίο. Κι ὅμως, αὐτός πού ζοῦσε μέσα στήν κακία καί στήν ἀπανθρωπιά δοκίμαζε κάθε εὐτυχία, ἐνῶ ὁ δίκαιος, ὁ κυνηγός τῆς ἀρετῆς, ζοῦσε στό βυθό τῆς δυστυχίας. Ὅτι ὁ Λάζαρος ἦταν δίκαιος τό φανέρωσε τό τέλος του καί πρίν ἀπό τό τέλος ἡ ὑπομονή μέσα στή φτώχεια του. Δέ σᾶς φαίνεται ἄραγε πώς βλέπετε μπροστά σας αὐτά τά πράγματα; Κατάμεστο τό πλοῖο τοῦ πλουσίου ἀπό ἐμπορεύματα καί ταξίδευε μέ οὔριο ἄνεμο. Μή θαυμάσετε· τραβοῦσε ὁλοταχῶς γιά τό ναυάγιο, ἐπειδή δέ θέλησε νά διαθέση τό ἐμπόρευμά του μέ φόβο Θεοῦ. Νά σᾶς ἀναφέρω καί δεύτερη κακία; Ἡ καθημερινή ξένοιαστη ἀπόλαυση. Κι αὐτή εἶναι ἄκρα κακία. ῎Οχι τώρα πού ἐπιδιώκουμε τόση πνευματικότητα, ἀλλά καί παλιότερα, στήν Παλαιά Διαθήκη, τότε πού οἱ ἀπαιτήσεις ἦταν μικρότερες... Ὁ πλούσιος, λοιπόν, ζοῦσε μέσα σέ τόση κακία, μέσα σέ καθημερινή τρυφή καί ντυνόταν μέ πολυτέλεια ἀνάβοντας περισσότερο τήν κόλαση γιά τόν ἑαυτό του, ἀνάβοντας περισσότερο τή φωτιά, κάνοντας τήν καταδίκη του ἀπαρηγόρητη καί τήν τιμωρία του ἀσυγχώρητη. Κι ὁ φτωχός; Ριγμένος στήν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε βλαστήμησε, οὔτε ἀγανάκτησε. ...Ἀπό ποῦ εἶναι αὐτό φανερό; Ἀπό τό ὅτι τόν πῆραν οἱ ἄγγελοι καί τόν ἀποκατάστησαν στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Δέ θά τοῦ γινόταν τέτοια τιμή, ἄν ἦταν βλάσφημος...

Ἄς ἐπιδιώξουμε τήν ἀρετή καί τή χαρά πού δίνουν τά πνευματικά κατορθώματα, ζηλεύοντας τό Λάζαρο, πλούσιοι καί φτωχοί. Αὐτός δέν κατώρθωσε μόνο ἕναν καί δυό καί τρεῖς ἄθλους τῆς ἀρετῆς, ἀλλά πολύ περισσότερους, τή φτώχεια, τήν ἀρρώστεια, τήν ἀπουσία προστάτη, ὅτι ὑπέφερε σέ σπίτι πού μποροῦσε νά τοῦ σβήση ὅλα ἐκεῖνα τά δεινά του κι ὅμως δέν ἀξιώθηκε οὔτε ἕνα λόγο παρηγοριᾶς, ὅτι ἔβλεπε νά δοκιμάζη τόση ἀπόλαυση αὐτός πού τόν περιφρονοῦσε κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά νά ζῆ μέσα στήν κακία καί κανένα κακό νά μήν παθαίνη. Δέν εἶχε κι ἄλλο Λάζαρο νά δῆ (σάν τόν ἑαυτό του), δέν μποροῦσε νά ὑψωθῆ σέ σκέψεις γιά τήν ἀνάσταση, εἶχε τήν κακή ὑπόληψη πού ἀπό τίς συμφορές του σχημάτιζαν γι᾿ αὐτόν οἱ πολλοί, σά νά μήν τόν ἔφταναν τά πάθη του, ἀκόμα δέν ἔβλεπε τόν ἑαυτό του δύο καί τρεῖς μέρες, ἀλλά ὁλόκληρη τή ζωή του σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση καί τόν πλούσιο στήν ἀντίθετη. Τί, λοιπόν, θά ἀπολογηθοῦμε ἐμεῖς, ὅταν ἐκεῖνος βαστοῦσε μέ τόση γενναιότητα ὅλα μαζί τά δεινά κι ἐμεῖς δέν ἀντέχουμε οὔτε τά μισά; Δέν μπορεῖτε, δέν μπορεῖτε νά παρουσιάσετε οὔτε ν᾿ ἀναφέρετε κάποιον ἄλλον μέ τόσες καί τέτοιες συμφορές. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τόν παρουσίασε μπροστά μας ὁ Χριστός· σέ ὅσο βάθος συμφορᾶς κι ἄν πέσουμε, βλέποντας σ᾿ αὐτόν (τό Λάζαρο) τό ἀμέτρητο πλῆθος τῶν θλίψεων, ν᾿ ἀντλήσουμε παρηγοριά καί στήριγμα ἀπό τή σοφία ἐκείνου καί τήν ὑπομονή. Εἶναι κοινός δάσκαλος τῆς οἰκουμένης γιά ὅσους ὑποφέρουν ὁποιοδήποτε κακό, δίνει σ᾿ ὅλους τήν εὐκαιρία νά τόν βλέπουν καί ὑπερβάλλει ὅλους μέ τό πλῆθος τῶν δεινῶν του.

Η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου

 Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


(Λουκ. ιστ’ 19-31)


Οι άνθρωποι αγωνίζονται για τα υπάρχοντά τους εδώ στη γη. Οι εξαντλητικοί και ανώφελοι διαπληκτισμοί τους δεν έχουν τέλος. Αχ, άνθρωποι! Πού ανήκετε; Είστε κοπάδι που μάχεστε για ένα βοσκοτόπι. Ο ιδιοκτήτης τόσο του κοπαδιού όσο και του λιβαδιού στέκεται και κοιτάζει με έκπληξη το κοπάδι του να διαπληκτίζεται για τη βοσκή του, όταν τόσο το κοπάδι όσο και η βοσκή ανήκουν σ’ εκείνον. Οι άνθρωποι θυμούνται πολλά πράγματα. Ένα μόνο πράγμα δε θυμούνται ποτέ, όσο συχνά και να τ’ ακούνε: πως έρχονται γυμνοί σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς να κουβαλάνε τίποτα μαζί τους, και γυμνοί ξαναφεύγουν.


Οι άνθρωποι μοιράζουν τη γη αυτή, αν και ποτέ σχεδόν δεν καταφέρνουν να το κάνουν σωστά. Προστατεύουν τα όρια της γης τους με τη ζωή τους. Και παρ’ όλα αυτά, τα σύνορα μετακινούνται. Το πιο φτηνό πράγμα συνήθως καταλήγει πολύ ακριβότερο. Οι άνθρωποι δε διαφωνούν σ’ αυτό, αλλά δίνουν στο τρομερό κόστος τα επίθετα «δικαιοσύνη» ή «πατριωτισμός» ή κάποιο άλλο βολικό όνομα. Το μόνο που δε λένε ποτέ, είναι πως συνιστά παραφροσύνη να πεθαίνουν πρόβατα για μια αγκαλιά χόρτα, όταν τα χόρτα είναι εκεί για να στηρίξουν τη ζωή, όχι για άλλο λόγο. Το ζήτημα της ιδιοκτησίας, σε τελευταία ανάλυση, είναι ζήτημα χόρτου. Όλα όσα τρώνε και ντύνονται οι άνθρωποι είναι χορτάρι ή κάτι πιο νεκρό από το χορτάρι. Στο πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής αναφέρεται πώς ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους και στα ζώα φυτά και χόρτα για τροφή (Γέν. α’ 29-30). Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους να σου πούνε: «τι αξίζει περισσότερο, το χορτάρι ή οι άνθρωποι;», θ’ ακούσεις μόνο μια απάντηση: οι άνθρωποι. Με τις πράξεις τους όμως οι άνθρωποι δείχνουν πως λογαριάζουν πιο πολύτιμο το χορτάρι από τον άνθρωπο και γι’ αυτό θυσιάζουν και τη δική τους ζωή και των άλλων για το ευτελές χόρτο. Αν το πρόβλημα της ιδιοκτησίας είναι πρόβλημα του χορταριού, τότε αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο, ο «λίθος προσκόμματος» της ζωής του ανθρώπου στη γη. Μόνο εκείνοι που έχουν αποκτήσει το πνεύμα του Θεού δεν σκαλώνουν στο εμπόδιο αυτό, αλλά το παρακάμπτουν ειρηνικά κι αφήνουν σε άλλους την περιουσία τους. Για όλους τους άλλους το εμπόδιο αυτό είναι αιτία φιλονικίας, αντεγκλήσεων, ατέρμονου μόχθου και ιδρώτα· το πρόβλημα και το περιεχόμενο όλης της ζωής τους και τελικά της μνήμης τους. Πού είναι ο πλούτος του Κροίσου; Πού είναι τα συμπόσια του Λούκουλλου; Πού η αυτοκρατορία του Καίσαρα; Πού η δύναμη του Ναπολέοντα; Απ’ όλους τους έμειναν κάποια ίχνη, με τη μια ή την άλλη μορφή, που όμως δεν είναι ικανά ν’ απαντήσουν στο ερώτημα: Πού είναι τώρα ο πλούσιος Κροίσος; Πού ο κοιλιόδουλος Λούκουλλος; Πού οι φιλοκυρίαρχοι Καίσαρες; Πού ο παντοδύναμος Ναπολέων; Αξίζει πολύ περισσότερο να μάθουμε πού βρίσκονται οι άνθρωποι, όχι πού βρίσκονται οι κτήσεις κι η περιουσία τους. Αυτό όμως δεν μπορούμε να το μάθουμε, προτού ανακαλύψουμε πού ανήκουν οι άνθρωποι. Σε ποιον λοιπόν ανήκουν οι άνθρωποι; Αυτός που θα βρει την απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα βρει εύκολα απάντηση και στο πρόβλημα της ιδιοκτησίας του ανθρώπου, όπως οι εργαζόμενοι στο δρόμο που πρώτα μετακινούν τα βράχια κι έπειτα μπορούν να τακτοποιήσουν τ’ αμμοχάλικα και άλλα υλικά. Όταν οι άνθρωποι βρουν την απάντηση στο ερώτημα αυτό μακριά από τον Κύριο Ιησού Χριστό, όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια ως τώρα, θα πρέπει να το έκαναν ακολουθώντας τον ένα από τους δύο δρόμους: Πρώτο, πως ο άνθρωπος κατέχεται από κακές και πονηρές πνευματικές δυνάμεις, που κρύβονται πίσω από τη φύση και τα παράγωγά της. Ή, δεύτερο, πως ο άνθρωπος ανήκει στη φύση που τον δημιούργησε, τον συντηρεί για κάποιο διάστημα, όπως ένα έπιπλο ανάμεσα σε πολλά άλλα, και τελικά τον αποκόπτει και τον θανατώνει. Όλοι οι σοφοί από τη δημιουργία του κόσμου δε δανείστηκαν ούτε ένα ψήγμα αντίληψης από το Χριστό. Έχουν μόνο τις δυο αυτές απαντήσεις στο ερώτημα: σε ποιον ή σε τι ανήκει ο άνθρωπος; Η απάντηση του Χριστού στο ερώτημα αυτό ξεκαθαρίζει πως ο άνθρωπος ανήκει στον Πανεύσπλαχνο Θεό. Ο άνθρωπος δεν είναι «κτήμα», όπως τα πράγματα που ανήκουν σε κάποιον. Ανήκει στο Θεό ως ελεύθερη και λογική ύπαρξη, ως υιός του Θεού. Η απάντηση αυτή δε δόθηκε από κάποιον φιλόσοφο. Αν ήταν έτσι τα πράγματα δε θα τον πιστεύαμε. Αυτή είναι η απάντηση του παντεπόπτου Θεού, που επισκέφτηκε τους ανθρώπους από το τριαδικό σύστημα ύπαρξης και ζωής, απ’ όπου πηγάζει η ζωή. Πιστεύουμε επομένως πως η απάντηση αυτή είναι η σωστή και την κρατάμε ως σωστική αλήθεια. Αυτή στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κληθεί απλά «απάντηση», αλλά μαρτυρία του πάνσοφου Θεού. Με τη μαρτυρία αυτή παίρνουμε την απάντηση στο πρόβλημα για τα υπάρχοντα του ανθρώπου, σ’ όλες τις ερωτήσεις για την ιδιοκτησία, τα οικονομικά και τις πολιτικές πάνω στη γη. Ο άνθρωπος ανήκει στο Θεό. Η φύση επίσης ανήκει στο Θεό. Αυτό σημαίνει πως όλα όσα ο άνθρωπος ονομάζει υπάρχοντά του, στην πραγματικότητα είναι του Θεού. Ο Θεός τα δανείζει στον άνθρωπο. Ο Θεός δάνεισε τα υπάρχοντα αυτά στους ανθρώπους άνισα. Γιατί αυτό; Επειδή οι άνθρωποι είναι ελεύθερες και λογικές υπάρξεις. Ο Θεός δε μοιράζει άνισα τα πράγματα σε νεκρούς ή σε μισοπεθαμένες υπάρξεις που δεν έχουν αντίληψη, που δε λειτουργεί ο νους τους. Έκανε όμως τη μοιρασιά στις λογικές κι ελεύθερες υπάρξεις άνισα, για να φανεί καθαρά η αντίληψη κι η ελευθερία τους· για να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι την αλληλεξάρτησή τους και με τη σωστή και λογική χρήση των αγαθών που τους δάνεισε ο Θεός, να εργαστούν τόσο για τη δική τους σωτηρία, όσο και για τη σωτηρία των αδελφών τους. Έτσι αυτά που τους δάνεισε ο Θεός και που οι άνθρωποι ονομάζουν λαθεμένα περιουσία τους, πρέπει να γίνουν μέσα για τη σωτηρία των ανθρώπων.

***


Το σημερινό ευαγγέλιο μας μιλάει για έναν πλούσιο άνθρωπο που δεν έβλεπε μ’ αυτόν τον τρόπο τα υπάρχοντά του, αλλά μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό το λόγο όμως βασανίστηκε τόσο πολύ, που η καρδιά μας παγώνει στο άκουσμα των βασάνων του και οι τρίχες του κεφαλιού μας σηκώνονται όρθιες και μόνο από την περιγραφή τους. Είπε ο Κύριος: «Άνθρωπός τις δε ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. πτωχός δέ τις ην ονόματι Λάζαρος, ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού» (Λουκ. ιστ’ 19-21). Αυτή είναι μια φοβερή εικόνα που περιγράφει την επίγεια ανισότητα. Σταθείτε όμως. Αργότερα θα δούμε μια φοβερή εικόνα της ουράνιας ανισότητας. Πόσο αντίθετη παράθεση! Από τη μια ο πλούσιος άνθρωπος, ντυμένος με πορφύραν και βύσσον, με κόκκινα, πορφυρά ενδύματα και με πολυτελή λινό χιτώνα. Από την άλλη ένας ζητιάνος, γεμάτος πληγές, έλκη. Από τη μια μεριά ο άνθρωπος που κάνει παρέα με άλλους σαν κι αυτόν, δηλαδή πλούσιους, καλοθρεμμένους, χαρούμενους κι ευτυχισμένους. Από την άλλη ένας άνθρωπος που μόνη παρέα του είχε τα σκυλιά. Από τη μια χλιδή, υγεία και γεμάτα στομάχια. Από την άλλη φτώχεια, αρρώστια και πείνα. Στη μια μεριά τα τραγούδια κι οι χοροί αντιλαλούσαν στο στερέωμα. Από την άλλη η σιωπηλή ελπίδα για ένα ψίχουλο ψωμί, μια άλαλη παρακολούθηση του ιδρώτα να τρέχει από το σώμα του, μια άδηλη αναμονή του θανάτου. Βουβός και άρρωστος. Το ευαγγέλιο δε μας λέει ότι ο Λάζαρος ζήτησε ποτέ βοήθεια, όπως κάνουν οι άλλοι ζητιάνοι. Αυτός γύρευε να κορέσει την πείνα του μόνο από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου, χωρίς ποτέ του να μιλήσει. Μιλούσε με κάποιους στην καρδιά του, μα ποτέ με τη γλώσσα του. Τι θα μπορούσε να πει με τη γλώσσα για τη φτώχεια του, αφού όλο το σώμα του ήταν τριγυρισμένο από σκυλιά; Κι αυτό μιλούσε από μόνο του κι ήταν πολύ πιο εύγλωττο από πολλά λόγια.


Ας προσέξουμε εδώ ένα πολύ σπουδαίο σημείο: Ο Κύριος δεν αναφέρει το όνομα του πλουσίου, μας δίνει όμως το όνομα του φτωχού, του ζητιάνου. Το όνομα του πλουσίου δεν αναφέρεται καθόλου στην παραβολή, μας είναι άγνωστο, ενώ ο Λάζαρος αναφέρεται και στη γη και στον ουρανό. Τι σημαίνει αυτό; Δεν είναι κάτι εντελώς αντίθετο από τη συνηθισμένη πρακτική των ανθρώπων, που θα ήταν ν’ αναφερθεί το όνομα του πλουσίου και ν’ αγνοηθεί το όνομα του φτωχού ή, ακόμα κι αν αυτό ήταν γνωστό, να μην αναφερθεί καθόλου για να μην ενοχλήσει; Οι φτωχοί βαδίζουν ή έρπουν ανάμεσα στους ανθρώπους σαν ανώνυμες σκιές που πετάγονται ξαφνικά σαν ζητιάνοι, ενώ τα ονόματα των πλουσίων αντηχούν ακόμα και μέσα στα βασιλικά παλάτια, τραγουδιούνται στα έπη, γράφονται στην ιστορία, αναφέρονται στα μέσα επικοινωνίας και χαράζονται σε μνημεία.


Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο Κύριος δεν αναφέρει το όνομα του πλουσίου: για να μην τιμήσει ιδιαίτερα κάποιον που οι άνθρωποι τιμούν πολύ· για να ξεκαθαρίσει πως η κρίση του Θεού διαφέρει και συνήθως είναι εντελώς αντίθετη από την κρίση των ανθρώπων για να δείξει πώς αμείβει ο ουρανός τους ανθρώπους. Παραλείποντας το όνομα του πλουσίου όμως, αποκάλυψε κι ένα ουράνιο μυστήριο. Το όνομα τέτοιου πλούσιου θα είναι άγνωστο στον ουρανό. Δε θ’ αναφερθεί μαζί με τους αγγέλους και τους αγίους. Θα διαγραφεί από το Βιβλίο της Ζωής. Θα μπορούσε ο Κύριος να δώσει κάποιο όνομα στον πλούσιο, όπως έκανε και για το φτωχό. Αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να το προφέρει με τ’ άγια χείλη Του, για να μην τον αναζωογονήσει κατά κάποιο τρόπο, αφού είχε διαγραφεί από το Βιβλίο της Ζωής.


Οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως ο Κύριος φρόντισε ιδιαίτερα να μην αναφέρει τα ονόματα του Ηρώδη, του Πιλάτου ή του Καϊάφα. «Είπατε τη αλώπεκα ταύτη» (Λουκ. ιγ’ 32), είπε για τον Ηρώδη, χωρίς να πει τ’ όνομά του. Πολύ νωρίτερα ο Θεός είχε πει για τους αμαρτωλούς με τον Ψαλμωδό: «ουδ’ ού μη μνησθώ των ονομάτων αυτών διά χειλέων μου» (Ψαλμ. ιε’ 4). Για τους δικαίους όμως είπε ο Κύριος Ιησούς: «χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. ι’ 20). Τοποθετεί τη χαρά αυτή πάνω από κάθε άλλη χαρά, παραπάνω κι από τη χαρά που ένιωθαν οι απόστολοι όταν διαπίστωσαν πως τα πνεύματα υποτάσσονται σ’ αυτούς.


Τι κακό έκανε ο άνθρωπος αυτός, ώστε ο Κύριος να μην αναφέρει τ’ όνομά Του; Ο Κύριος δεν τον κατηγόρησε ούτε για κλοπή, ούτε για ψεύδη ή για μοιχεία, για έγκλημα ή γι’ απιστία στο Θεό, ούτε για τον τρόπο που απόκτησε τα πλούτη του. Για ποιο λόγο λοιπόν τον κατηγόρησε ο Κύριος; Μα η ζωντανή κατηγορία έστεκε μπροστά στην πύλη του αρχοντικού του. Δεν ήταν γραμμένη σε χαρτί με μελάνι, αλλά με πληγές και έλκη στο σώμα του ζωντανού ανθρώπου.


Ο πλούσιος είχε σίγουρα όλα τα πάθη και τις κακίες που αναπόφευκτα κουβαλούν μαζί τους τα πλούτη στον ελαφρόμυαλο άνθρωπο. Αυτός που κάθε μέρα ντύνεται με λαμπρότητα, τρώει και πίνει πλουσιοπάροχα και ξοδεύει τον καιρό του σε ηδονές και απολαύσεις, δεν έχει μέσα του θέση για το φόβο του Θεού. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα του από το κουτσομπολιό, το στομάχι του από την πολυφαγία και την καρδιά του από την υπερηφάνεια και τη ματαιότητα, την καταφρόνηση των άλλων και την απαξίωση των πραγμάτων του Θεού. Όλ’ αυτά οδηγούν αναπόφευκτα τον άνθρωπο στη φιληδονία, στην απάτη, στην εκδικητικότητα, στο έγκλημα και στην απόρριψη του Θεού. Καμιά απ’ αυτές τις αμαρτίες και τις κακίες όμως δεν ανέφερε ο Κύριος για τον πλούσιο. Από την παραβολή μόνο μια ανομία είναι καθαρή για τον πλούσιο: η υπερβολική περιφρόνησή του για το φτωχό Λάζαρο, για την αρρώστια και τη φτώχεια του.


Αν ο Λάζαρος ήταν υγιής άνθρωπος, ντυμένος στα μεταξωτά και παρουσιαζόταν στην πύλη, οπωσδήποτε θα τον υποδεχόταν ο πλούσιος και θα τον καλούσε στο τραπέζι του. Θα τον υποδεχόταν και θα τον καλούσε σαν άνθρωπο. Ο πλούσιος όμως δεν έβλεπε και δεν αναγνώριζε κάποιον άνθρωπο στο Λάζαρο, μέσα στη φτώχεια και τις πληγές του. Περιφρονούσε το πλάσμα αυτό του Θεού σα να μην υπήρχε καθόλου. Γύριζε αλλού τα μάτια του για να μη τον βλέπει και μολύνει την δράση του. Τα πλούτη του τα λογάριαζε αποκλειστικά δικά του, όχι σαν δανεικά που είχε πάρει από το Θεό. Το τάλαντο που του έδωσε ο Θεός το έθαψε στη γη του κορμιού του κι έτσι κανένας άλλος δεν ωφελήθηκε απ’ αυτό. Η καρδιά του ήταν δοσμένη «εν κραιπάλη και μέθη» (Λουκ. κα’ 34). Ο πνευματικός κόσμος κι οι πνευματικές αξίες δεν υπήρχαν γι’ αυτόν. Έβλεπε μόνο με τα σωματικά του μάτια, άκουγε μόνο με τα σωματικά του αυτιά και ζούσε αποκλειστικά με αφοσίωση στα σαρκικά πράγματα.


Η ψυχή του πλούσιου ήταν γεμάτη πληγές, όπως ήταν και το σώμα του Λάζαρου. Η ψυχή του ήταν η πραγματική εικόνα του σώματος του Λάζαρου και το σώμα του Λάζαρου η αληθινή εικόνα της ψυχής του. Έτσι ο Θεός έβαλε δυο ανθρώπους στη γη για να γίνουν ο ένας καθρέφτης του άλλου. Ο ένας ζούσε στο μέγαρο κι ο άλλος στην πύλη. Η εξωτερική λαμπρότητα του πλούσιου καθρέφτιζε την εσωτερική κατάσταση του Λάζαρου. Η εξωτερική εμφάνιση των πληγών του Λάζαρου καθρέφτιζε την εσωτερική κατάσταση του πλούσιου. Ήταν απαραίτητο ν’ απαριθμήσει ο Κύριος όλες τις αμαρτίες του πλούσιου; Μα ήταν ολοφάνερες με την πρώτη ματιά και μάλιστα καθεμιά απ’ αυτές. Η έλλειψη συμπάθειας του πλούσιου προς το Λάζαρο τράβηξε την κουρτίνα της ψυχής του και φανερώθηκε αμέσως -στα μάτια, στ’ αυτιά, στη μύτη και τη γλώσσα- ο βόρβορος που είχε μέσα του.


Αυτή είναι η εικόνα δυο ανθρώπων που ζούνε στη γη: του ενός το όνομα είναι πασίγνωστο στους ανθρώπους κι αναφέρεται πάντα με συμπάθεια· του άλλου το όνομα δεν το ξέρει κανένας, μα ούτε κι ενδιαφέρεται να το μάθει. Και τώρα θα δούμε την εικόνα των δύο αυτών ανθρώπων στον ουρανό.


«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού» (Λουκ. ιστ’ 22, 23). Οι πλούσιοι πεθαίνουν όπως κι οι φτωχοί. Κανένας δε γεννήθηκε στον κόσμο αυτόν για να ζήσει αιώνια. Ο κόσμος αυτός είναι φθαρτός και περιμένει το τέλος του. Οι πλούσιοι πεθαίνουν αφήνοντας έναν αναστεναγμό γι’ αυτόν τον κόσμο. Οι φτωχοί αφήνουν έναν αναστεναγμό για το μέλλοντα κόσμο. Αφήνοντας τον κόσμο αυτόν ο πλούσιος εγκατέλειψε τη λαμπρότητα, την πολυτέλεια και τις ηδονές του. Ο Λάζαρος άφησε τον κόσμο αυτό και μαζί του άφησε την πείνα, τις πληγές και τα σκυλιά.


Ας δούμε τώρα το θερισμό του Θεού. Όταν πέθανε ο Λάζαρος, άγγελοι παρέλαβαν την ψυχή του και την οδήγησαν στον παράδεισο. Όταν πέθανε ο πλούσιος, οι άγγελοι έφυγαν με άδεια χέρια από το νεκροκράβατό του. Από μια φανερά σάπια ρίζα, οι άγγελοι βρήκαν και έδρεψαν ένα υπέροχο και ώριμο φρούτο. Από το άλλο δέντρο, που ήταν καταπράσινο και ευσκιόφυλλο, δε βρήκαν κανένα καρπό. «Παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Λουκ. θ’ 9).


Τα προφητικά αυτά λόγια εκπληρώθηκαν απόλυτα στον άσπλαχνο πλούσιο. Ξεριζώθηκε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Το σώμα του το έρριξαν στον τάφο, για να λιώσει εκεί. Η ψυχή του πήγε στην κόλαση, για να καίγεται εκεί. Οι άγγελοι δε μαζεύτηκαν γύρω από το νεκρικό του κρεβάτι, αφού ήξεραν πως εκεί δεν περίμεναν τίποτα. Τη θέση των αγγέλων πήραν οι δαίμονες κι οι άνθρωποι, για να τον θάψουν. Οι δαίμονες έθαψαν την ψυχή του στην κόλαση κι οι άνθρωποι το σώμα του στη γη.


Οι άνθρωποι, όπως ήταν φυσικό, αντέδρασαν διαφορετικά στο θάνατο του πλούσιου απ’ ό,τι σ’ εκείνον του φτωχού Λάζαρου, όπως γινόταν κι όταν ζούσαν. Ο θάνατος του πλούσιου έγινε αμέσως γνωστός παντού κι όλη η πόλη μαζεύτηκε στην κηδεία του. Το παγωμένο σώμα του το ξαναέντυσαν με πορφυρά και πολυτελή λινά ρούχα, το τοποθέτησαν σε φέρετρο φτιαγμένο από σπάνια ξύλα και μέταλλα και το περιέφεραν στην πόλη σε χρυσή άμαξα που έσυραν άλογα με μαύρες σέλες. Κατά κάποιο τρόπο απαιτούσαν έτσι την έκφραση λύπης για κάποιον που, με τη ζωή του, σκόρπισε τον οίκτο του ουρανού. Πίσω από τη νεκροφόρα ακολουθούσε το πλήθος των φίλων του, των συγγενών και των δούλων του, που όλοι τους ήταν ντυμένοι με πένθιμα μαύρα ρούχα. Ακολουθούσαν ποιόν; Έναν άνθρωπο που δεν έδινε ούτε τα περισσεύματα από το τραπέζι του σ’ έναν πεινασμένο ζητιάνο. Η πόλη ολόκληρη βγήκε για την κηδεία του, να εκφράσει το σεβασμό του σ’ αυτόν τον έξοχο συμπολίτη και ν’ ακούσει τις ομιλίες που εκθείαζαν τις αρετές του κι όλα όσα είχε κάνει για την πόλη, το έθνος και για την ανθρωπότητα γενικότερα. Άκουσαν όλοι λόγια όμορφα σαν τα πορφυρά ρούχα, απαλά σαν το εξαιρετικό λινό που φορούσε το νεκρό σώμα, που τώρα δεν είχε ανάγκη ούτε ένα ψίχουλο από το τραπέζι αυτού του κόσμου. Λόγια που ήταν τόσο ψεύτικα, όσο κι η ζωή του ανθρώπου αυτού. Λόγια τόσο κενά όσο η ψυχή του, που ήταν άμοιρη καλών έργων.


Τελικά έχωσαν στη γη το σώμα που ήταν ντυμένο στα πορφυρά και στα πολυτελή λινά. Κι εκεί δεν το έλειχαν τα σκυλιά, αλλά το καταβρόχθιζαν τα σκουλήκια. Πάνω στον τάφο, στον τάφο εκείνου που είχε χάσει το στεφάνι της αιώνιας δόξας, τοποθετήθηκαν στεφάνια με λουλούδια. Πάνω στον τάφο έβαλαν και μια ακριβή πέτρινη στήλη, όπου ήταν χαραγμένο το όνομα του ανθρώπου που δεν ήταν γραμμένο στο βιβλίο της ζωής. Κανένας από τις χιλιάδες ανθρώπους που έλαβαν μέρος στην τελετή αυτή όμως, δεν ήξερε ότι η ψυχή του ανθρώπου αυτού βρισκόταν ήδη στην κόλαση.


Από την άλλη πλευρά τώρα, τι είδους κηδεία να είχε ο φτωχός Λάζαρος; Θα έμοιαζε μάλλον με τον ενταφιασμό κάποιου σκύλου που βρέθηκε νεκρός στο δρόμο. Θα πρέπει να υπήρχε κάποια κρατική εξουσία για ν’ αναλάβει τους νεκρούς ζητιάνους που πέθαιναν στο δρόμο και να τους θάψει. Κι αυτό για διάφορους λόγους, αλλά κυρίως για τους εξής δύο: πρώτα για τον κίνδυνο να ξεσχίσουν τα σκυλιά το σώμα του και να το σκορπίσουν στην αγορά και δεύτερο, από το φόβο μη μυρίσει και μολύνει έτσι την πόλη. Όπως και νά ‘χαν τα πράγματα, το σώμα έπρεπε να μεταφερθεί το συντομότερο έξω από την πόλη και να ενταφιαστεί, γιατί το πτώμα αυτό, που ήταν γεμάτο πληγές και ντυμένο με ράκη, ενοχλούσε την όραση των περαστικών. Το μόνο που φρόντιζαν όλοι, ήταν η καλοπέραση των κατοίκων της πόλης. Η παρουσία του φτωχού ανθρώπου τους ενοχλούσε όλους, τόσο όσο ζούσε όσο κι όταν πέθανε. Οι αρχές δεν έχωναν τη μύτη τους σε τέτοια δυσάρεστα πράγματα, γι’ αυτό και δεν προσπαθούσαν να βρουν και να πληρώσουν ανθρώπους για να εκτελέσουν το δυσάρεστο αυτό καθήκον. Αυτό που περνούσε από στόμα σε στόμα, ήταν: Κάποιος ζητιάνος πέθανε· ποιος θα τον θάψει; Ποιος θα πληρώσει γι’ αυτό; Ποιος ήταν αυτός; Και μια ανόητη ερώτηση: Ποιος θα ήξερε και θα θυμόταν το όνομα του ζητιάνου;


Πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους, από την αξία που είχαν στα μάτια των άλλων; Ο ουρανός όμως δε νοιάζεται πολύ για την κρίση των ανθρώπων. Δε νοιάζεται αν οι άνθρωποι επαινούν ή περιφρονούν, αν ανταμείβουν με μετάλλια ή αν καταδικάζουν. Η εκτίμηση των ανθρώπων φτάνει μόνο ως τον τάφο εκείνων που πέθαναν. Μετά την ψυχή την αναλαμβάνει ο ουρανός και κάνει τη δική του εκτίμηση. Γι’ αυτό κι ο πλούσιος άνθρωπος που ντυνόταν με πανάκριβα ρούχα πήγε κατευθείαν στην κόλαση, ενώ ο Λάζαρος με τα έλκη ανέβηκε στον παράδεισο.


«Και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού» (Λουκ. ιστ’ 22, 23). Αυτή θα ήταν ίσως η πρώτη φορά από τότε που γεννήθηκε, που ο πλούσιος σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό. Στη γη κοίταζε μόνο τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Δεν είχε φροντίδες κι ανάγκες και γι’ αυτό δε σήκωνε ψηλά τα μάτια του. Το ίδιο κάνουμε σήμερα και πολλοί από μας, γι’ αυτό έχουμε και την παροιμία που λέει: «Χωρίς βάσανα, προσευχή δε γίνεται!» Χίλιες φορές νά ‘ναι ευλογημένα τα βάσανα που μας βρίσκουν σ’ αυτή τη ζωή και μας αναγκάζουν να σηκώσουμε τα μάτια και την καρδιά μας στον Κύριο. Αν ο πλούσιος δεν είχε εξορκίσει τα βάσανα στη γη και δεν τ’ απέφευγε με τα γέλια και τις διασκεδάσεις, ίσως νά ‘χε σηκώσει όσο ζούσε τα μάτια του στον ουρανό και νά ‘χε γλιτώσει από την κόλαση. Τώρα όμως βρισκόταν στην κόλαση, απ’ όπου μάταια σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό.


Ο σοφός Σολομών είχε πει: «Αγαθός θυμός υπέρ γέλωτα, ότι εν κακία ανθρώπου αγαθυνθήσεται καρδία» (Εκκλησ. ζ’ 3). Ο πλούσιος είχε απολαύσει τη ζωή του, ήταν ευτυχισμένος, γι’ αυτό και δεν τον άγγιξε ο φόβος του Θεού. Όταν από την κόλαση σήκωσε τα μάτια του, είδε τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Η παραβολή λέει πως τον είδε από μακρόθεν, για να δείξει πως η κόλαση βρίσκεται μακριά από τον παράδεισο, όπου είναι η κατοικία των δικαίων. Ο Αβραάμ ήταν ο κατά σάρκα γενάρχης των Ιουδαίων. Με τη δικαιοσύνη του έγινε προπάτορας όλων των δικαίων που με την πίστη, την υπακοή και την ταπείνωσή τους ευαρέστησαν στο Θεό κι έκαναν το θέλημά Του. Ο Λάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ. Τι σημαίνει αυτό; Με τους κόλπους του Αβραάμ ο Κύριος υποδηλώνει το ήρεμο καταφύγιο όλων των δικαίων, τους οποίους ανέπαυσε ο Θεός μετά τις καταιγίδες της ζωής στη γη.


Ωσότου έρθει ο Χριστός στη γη, οι Ιουδαίοι είχαν τον Αβραάμ ως τον καλλίτερο των δικαίων. Κι ο Κύριος την παραβολή αυτή την έλεγε στους Ιουδαίους. Με την έλευση του Χριστού στον κόσμο, ήταν φυσικό να εξελιχτούν πολλοί άνθρωποι πιο δίκαιοι από τον Αβραάμ στη βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος δεν υποσχέθηκε στον Αβραάμ πως θα τον βάλει σε κάποιο θρόνο για να κρίνει τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, όπως έκανε στους αποστόλους (βλ. Λουκ. κβ’ 30). Σαν απόγονος του Σημ όμως ο Αβραάμ ήταν ο πρώτος που θ’ αξιωνόταν να μπει στη βασιλεία του Θεού (βλ. Λουκ. ιγ’ 28), όπου, μαζί του θα ήταν κι όλοι οι άλλοι δίκαιοι, οι κακοποιημένοι και θανατωμένοι προφήτες, οι αφοσιωμένοι βασιλιάδες κι άλλοι θεάρεστοι άνθρωποι.


Στη χορεία των δικαίων, μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Ιωσήφ, τους προφήτες Ηλία και Ελισαίο, το δίκαιο Ιώβ και τον ένδοξο Δαβίδ, προσχώρησε κι ο Λάζαρος, ο φτωχός ζητιάνος που σ’ όλη του τη ζωή υπόμεινε καρτερικά την πείνα, τη γυμνότητα, την περιφρόνηση, την αρρώστια και τα έλκη που αιμορραγούσαν. Κανένας απ’ αυτούς που ζούσαν σ’ αυτή τη φωτεινή χώρα, στον τόπο της ειρήνης και της ανεκλάλητης χαράς, δεν έφτασε εκεί με τα επίγεια πλούτη και τις διασκεδάσεις του, τα επιτεύγματα και την εξουσία του, το βασιλικό στέμμα και την ευγενική καταγωγή του, αλλά μόνο με τη σταθερή κι ακλόνητη πίστη κι ελπίδα του στο Θεό, την υποταγή του στο θεϊκό θέλημα ή με την υπομονή και την έγκαιρη μετάνοια.


Ο Θεός δεν αποβλέπει στην κοινωνική θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Προσέχει μόνο την καρδιά μας. Στη βασιλεία Του θα μπουν εκείνοι που έχουν βασιλικές ψυχές, όχι βασιλικά στέμματα· αυτοί που είναι πλούσιοι στην αγάπη και την πίστη, όχι σε χρήματα και κτήματα· όσοι κατέχουν τη σοφία Θεού κι όχι τη σοφία του κόσμου· αυτοί που έχουν χαρούμενες και ιλαρές καρδιές, όχι οι άλλοι που ο μόνος τρόπος που χαίρεται η καρδιά τους είναι ν’ ακούνε μουσική και να χορεύουν, εκείνοι που η καρδιά τους χαίρεται κοντά στο Θεό, όπως λέει κι ο Ψαλμωδός: «Η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα» (Ψαλμ. πγ’ 3).


Τι έκανε ο αμαρτωλός άνθρωπος όταν είδε από μακριά το Λάζαρο κοντά στον Αβραάμ, τον ίδιο Λάζαρο που με το όνομά του δεν ήθελε να μολύνει τα χείλη του στη γη; «και αυτός φωνή σας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη» (Λουκ. ιστ’ 24). Δε θά ‘βρισκε λόγια κανείς για να περιγράφει καλύτερα τον τρόμο και τα βάσανα του αμαρτωλού στην κόλαση. Όταν ο άνθρωπος πεινάει λίγο, αναζητά κρέας ή ψάρι για να κορέσει την πείνα του. Όταν πεθαίνει της πείνας, είναι ευχαριστημένος αν βρει μια χούφτα βελανίδια, για να συγκρατήσει την ψυχή μέσα στο σώμα του. Πόσο πιο φοβερή πρέπει να ήταν η φωτιά της κόλασης όπου καιγόταν ο πλούσιος! Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δε ζήτησε πάγο, έναν κουβά ή έστω ένα ποτήρι νερό, αλλά μόνο ένα βρεγμένο δάχτυλο. Μόνο μια σταγόνα νερό στο ακροδάχτυλο, για να δροσίσει τη γλώσσα του που καιγόταν. Αχ, αδελφοί μου! Αν οι άνθρωποι πίστευαν τουλάχιστο πως ο Χριστός δεν ήρθε στη γη για να επεκτείνει το βασίλειο του ψεύδους ή για να κάνει ένα πράγμα να φαίνεται μεγαλύτερο απ’ ό,τι πραγματικά είναι, τότε η μοναδική αυτή ευαγγελική παραβολή Του θα ήταν αρκετή για να σωθούν όλοι οι άνθρωποι που ζουν στη γη. Προσέξτε πως ο άνθρωπος αυτός, που στη ζωή του δεν ήξερε τι σημαίνει έλεος κι ευσπλαχνία, ζητούσε τώρα το έλεος από τα βάθη της κόλασης. Κοιτάξτε έπειτα τον εαυτό σας, βαθμολογήστε τον όλοι εσείς που όχι μόνο δεν έχετε έλεος, αλλά καλλιεργείτε μέσα σας ασπλαχνία προς τους φτωχούς και τους απόρους. Ίσως πολύ σύντομα κραυγάσετε κι εσείς για έλεος όπως ο πλούσιος, από εκεί που δεν μπορεί να εισχωρήσει ούτε μια ακτίνα ελέους, στον αιώνα τον άπαντα.


«Είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν» (Λουκ. ιστ’ 25, 26). Ο Αβραάμ απευθύνθηκε στον αμαρτωλό με μια ευγενική λέξη. Τον ονόμασε τέκνον. Αυτό δείχνει πως στην ουράνια βασιλεία υπάρχει απόλυτη απουσία του κακού. Με το λόγο αυτό ο Αβραάμ ήθελε επίσης να θυμίσει στον απόγονό του πως ανήκαν στην ίδια φυλή, πως ο πλούσιος είχε μπροστά του παραδείγματα δίκαιων κι ενάρετων ανθρώπων από τον ίδιο τον Αβραάμ, αλλά κι από άλλους δίκαιους. Επομένως θα μπορούσε να είχε σωθεί κι αυτός από τα βάσανα της κόλασης όταν είχε την ευκαιρία στη γη. Δεν μπορούσε όμως ν’ ανταποκριθεί στο αίτημα του αμαρτωλού για δυο λόγους: πρώτο, επειδή την κατάσταση των πραγμάτων είχε κρίνει η θεία δικαιοσύνη και δεύτερο, επειδή σ’ εκείνον τον κόσμο δεν υπάρχει δρόμος ή γέφυρα για να περάσουν οι άνθρωποι από τα ενδιαιτήματα των δικαίων στον τόπο κόλασης των αμαρτωλών. Αν κάποιον αμαρτωλό, με τις προσευχές της Εκκλησίας στη γη, τον μεταφέρει ο Θεός από την κόλαση στον παράδεισο πριν από την Τελική Κρίση, αυτό είναι μυστικό του Θεού, όπου δεν μπορεί να παρέμβει ο Αβραάμ. Υπενθύμισε μόνο στον πρώην πλούσιο, που τώρα ήταν πιο φτωχός από τον φτωχότερο ζητιάνο στον κόσμο, πως στην επίγεια ζωή του είχε όλα όσα ήθελε. Έτσι, αφού ενόσω ζούσε δεν αποζητούσε κανένα από τ’ αγαθά του ουρανού και δεν είχε δώσει ούτε ένα μικρό ψίχουλο για να τα κερδίσει, αλλ’ ούτε κι έχυσε ένα δάκρυ γι’ αυτά, σημαίνει πως όλη την ανταμοιβή του την εισέπραξε στη ζωή αυτή. Ο Λάζαρος, αντίθετα, στην παροδική αυτή ζωή του έλαβε μόνο βάσανα, πόνους και περιφρόνηση, επιζητούσε με δάκρυα μόνο τα ουράνια αγαθά και τώρα τ’ απολαμβάνει. Όπως είπε ο Κύριος, «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ζ’ 4). Κι αλλού πάλι είπε ο ίδιος: «υμείς… λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» (Ιωάν. ιστ’ 20) και «ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε» (Λουκ. στ’ 25).


Όταν ο αμαρτωλός συνειδητοποίησε πως ο Αβραάμ απάντησε δίκαια στην πρώτη του ερώτηση, επανήλθε με μιαν άλλη: «Είπε δε· ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου· έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρεται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου» (Λουκ. ιστ’ 27, 28). Πώς προκλήθηκε αυτή η ξαφνική συμπάθεια για τους άλλους και το ενδιαφέρον του για τη σωτηρία τους; Δεν ήταν συμπάθεια και έλεος αυτό που ένιωσε, αλλά μάλλον μια προσπάθεια για ένα νοτισμένο ακροδάχτυλο, ώστε να ελαφρώσει τα βάσανά του. Αποκάλυψε έτσι μιαν άλλη αμαρτία του: τον σκανδαλισμό των άλλων. Βρισκόταν στην κόλαση όχι μόνο επειδή φέρθηκε άσπλαχνα στο Λάζαρο, αλλ’ επειδή με τον ελαφρόμυαλο βίο του είχε δώσει κακό παράδειγμα στ’ αδέρφια του, οδηγώντας τα έτσι στην καταστροφή και τον όλεθρο κι ανοίγοντας και γι’ αυτά το δρόμο προς την κόλαση. Ο σκανδαλισμός των άλλων είναι μεγάλη αμαρτία. Το να γλιστράει κάποιος και να τραβά ταυτόχρονα κι άλλους μαζί του αξίζει μεγαλύτερη τιμωρία, απ’ ότι όταν γλιστράει κανείς και πέφτει μόνος του. Ακούστε τα φοβερά λόγια που χρησιμοποίησε ο Κύριος για εκείνους που γίνονται αιτία σκανδαλισμού: «Λυσιτελεί αυτώ ει λίθος μυλικός περίκειται περί τον τράχηλον αυτού και έρριπται εις την θάλασσαν, ή ίνα σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων» (Λουκ. ιζ’ 2). Φαίνεται πως τ’ αδέρφια του πλούσιου μάλλον ήταν μικρότερα από τον ίδιον, γι’ αυτό κι ήθελε να πάει ο Λάζαρος κοντά του και να συγχωρήσει εκείνον πρώτα και μετά να εκθέσει την αμαρτία του στ’ αδέρφια του. Τότε οι φλόγες θα ήταν ηπιότερες και τα κολαστήρια ελαφρύτερα. Η έκκληση αυτή που έκανε στον Αβραάμ δεν αφορούσε τόσο τ’ αδέρφια του, όσο τον ίδιο τον εαυτό του.


«Λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωυσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτών ο δε είπεν ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις εκ νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν· είπε δε αυτώ· ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ’ 29-31). Ο Αβραάμ δεν μπορούσε ούτε και στη δεύτερη παράκληση του πλούσιου ν’ ανταποκριθεί. Κι έδωσε καθαρές και πειστικές δικαιολογίες γι’ αυτό. Τι νόημα θα είχε να ξαναγυρίσει ο Λάζαρος στον κόσμο και να προειδοποιήσει τους ανθρώπους τι τους περιμένει μετά το θάνατό τους, αφού ο Μωυσής κι οι προφήτες είχαν πει όλα όσα έπρεπε να κάνουν για να σωθούν; Χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι σώθηκαν όχι από μαρτυρίες νεκρών, αλλά ζωντανών. Όταν λοιπόν τόσες χιλιάδες άνθρωποι σώθηκαν ακούγοντας το Μωυσή και τους προφήτες, έτσι μπορούν να σωθούν και τ’ αδέρφια σου.


Μάταια προσπάθησε πάλι ο πλούσιος να επαναλάβει την έκκλησή του, ενισχύοντάς την με τα λόγια: εάν τις εκ νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Ο Αβραάμ απέρριψε πάλι το αίτημά του με καθαρά επιχειρήματα. Τι θα τους ωφελούσε η παρουσία κι η μαρτυρία του Λάζαρου, αν δεν άκουγαν το Μωυσή και τους προφήτες; Ο Μωυσής, ο Ησαΐας κι ο Ηλίας δεν είδαν το Θεό και μίλησαν στους ανθρώπους στο όνομά Του; Αν λοιπόν τ’ αδέρφια του δεν άκουσαν και δεν πίστεψαν αυτούς, πως θα πίστευαν στο Λάζαρο αν εμφανιζόταν μπροστά τους; Πρώτ’ απ’ όλα ποιος ήταν ο Λάζαρος; Ένας άνθρωπος που δεν τους ενδιέφερε καθόλου όσο ζούσε, όπως δεν ενδιέφερε και τον αδερφό τους. Έπειτα, μάλλον δε θα είχαν ακούσει καθόλου για το θάνατο του Λάζαρου. Όταν είχαν δει το πρόσωπό του καλυμμένο από έλκη, θα τον αναγνώριζαν τώρα που θα τους παρουσιαζόταν με δόξα, να αστράφτει σαν άγγελος; Πότε είχαν ακούσει τη φωνή του, για να την αναγνωρίσουν τώρα; Πότε είχαν ακούσει την ιστορία της ταλαίπωρης ζωής του, για να την ξέρουν τώρα; Δε θά ‘λεγαν ότι «αυτό είναι οπτασία» ή «φάντασμα» ή «οφθαλμαπάτη»; Τι ωφέλησε τον Σαούλ η εμφάνιση του Σαμουήλ «εκ νεκρών» (Α’ Βασ. κη’ 11-14);


***


Η απάντηση του Αβραάμ δεν βοήθησε καθόλου τον αμαρτωλό στην κόλαση. Θα μπορούσε σήμερα βέβαια να βοηθήσει εκείνους που επικαλούνται τα πνεύματα των νεκρών για ν’ ανακαλύψουν τα μυστήρια του ουρανού, με το πρόσχημα πως αυτό ενδεχομένως θα ενίσχυε την πίστη τους. Δεν υπάρχει πραγματικά καλλίτερος τρόπος να κάνεις έναν άνθρωπο παρανοϊκό και να τον στείλεις στην κόλαση. Ο πνευματισμός είναι πτήση από το φως στο σκοτάδι, η αναζήτηση του φωτός μέσα στο βαθύ σκότος. Εκείνοι που επικαλούνται τα πνεύματα για να βρουν την αλήθεια, φανερώνουν καθαρά πως δεν πιστεύουν στον Κύριο Ιησού. Πώς λογικοί άνθρωποι μπορούν να πιστεύουν στα πνεύματα των θείων και των γειτόνων τους, όταν κανένας δεν ξέρει αν τα πνεύματα είναι πραγματικά των ανθρώπων που επικαλούνται; Κι οι άνθρωποι αυτοί δεν πιστεύουν στην αλήθεια του παντοδύναμου Θεού. Πώς μπορούν οι θείες κι οι γείτονες, τα μέντιουμ κι οι μάγοι, να βεβαιώσουν τα λόγια τους; Ο Χριστός βεβαίωσε τα λόγια Του με το Αίμα Του, καθώς και με το αίμα αμέτρητων χιλιάδων πιστών αντρών και γυναικών, που το έδωσαν για το λόγο Του. Οι Ιουδαίοι όχι μόνο είδαν την ψυχή του αναστημένου Λάζαρου, του αδερφού της Μάρθας και της Μαρίας, μα είδαν και το σώμα του. Και όμως όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά γύρευαν να θανατώσουν το Λάζαρο, για να μην μαρτυρήσει την αλήθεια (βλ. Ιωάν. ι’ 11). Οι Ιουδαίοι είχαν δει και την κόρη του Ιαείρου ν’ ανασταίνεται, όπως και το γιο της χήρας της Ναΐν. Γιατί λοιπόν δεν πίστεψαν;


Οι Ιουδαίοι είδαν πολλούς από τους νεκρούς τους να βγαίνουν από τους τάφους τους στην Ανάσταση του Χριστού. Γιατί λοιπόν δεν πίστεψαν; Τελικά αναγνώρισαν το ακαταμάχητο και αδιάσειστο γεγονός της ανάστασης του Χριστού, αντί όμως να πιστέψουν, εκείνοι δωροδόκησαν τους φύλακες για να κρύψουν την αλήθεια και ν’ αναφέρουν ψέματα. Δεν είναι αρκετά αυτά για να μας κάνουν να πιστέψουμε; Αν θέλουμε περισσότερες μαρτυρίες από τους νεκρούς, έχουμε τον Αβραάμ, το Λάζαρο και τον αμαρτωλό πλούσιο. Έχουμε εδώ μαρτυρίες από τον παράδεισο κι από την κόλαση, μαρτυρίες που επιβεβαιώνει όχι κάποιο πρόσωπο, αλλά ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς. Όποιος από μας κι αν έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια τον παράδεισο και την κόλαση κι άκουγε τη συνομιλία του Αβραάμ με τον άσπλαχνο πλούσιο, δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει τα μάτια και τ’ αυτιά του, όσο με το γεγονός ότι αυτά τα πιστοποιεί ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που γνωρίζει όλα τα μυστήρια. Είχε δει κι είχε ακούσει όλα όσα διηγήθηκε σ’ εμάς με την παραβολή Του. Και τώρα γνωρίζουμε την αλήθεια. Αν την είχαμε δει μόνοι μας, ίσως και ν’ αμφιβάλαμε, να νομίζαμε πως πρόκειται για κάποια οπτασία, παραίσθηση. Εκείνος όμως είδε και άκουσε. Δεν μπορούσε ούτε ν’ απατήσει ούτε ν’ απατηθεί.


Αδελφοί μου! Δεν μπορούμε παρά να πιστεύουμε περισσότερο Εκείνον, παρά τον ίδιο μας τον εαυτό. Το ζητάει αυτό από μας. Είναι η πρώτη απαίτησή Του στο ευαγγέλιο, το να πιστέψουμε δηλαδή περισσότερο Εκείνον παρά τον εαυτό μας. Να τον πιστέψουμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, είτε ζωντανός είναι αυτός είτε νεκρός. Το ίδιο δε γίνεται με τον οδηγό σ’ ένα ταξίδι και στους ταξιδιώτες που τον ακολουθούν; Δεν απαιτεί κι αυτός να τον ακολουθούν οι ταξιδιώτες και να μην αναζητούν με το άπειρο μάτι τους να βρουν δικό τους δρόμο; Διαφορετικά εκείνοι θ’ ακολουθήσουν λάθος οδηγό που, για δικούς του λόγους, θα ισχυριστεί πως ξέρει κάποιο συντομότερο κι ευκολότερο δρόμο. Ο Χριστός είναι ο Οδηγός στο δρόμο προς τη Βασιλεία Του, στο δρόμο που κανένας άλλος δεν ξέρει τόσο καλά όσο Εκείνος. Πρέπει να πιστεύουμε στο Χριστό περισσότερο απ’ ό,τι στα δικά μας πλανεμένα μάτια κι αυτιά και στη δική μας ολέθρια αντίληψη. Εκείνος, για να μην πλανηθούμε από διάφορα ύποπτα πνεύματα και οπτασίες, άνοιξε για χάρη μας τον παράδεισο και την κόλαση. Έδωσε την άδεια στους νεκρούς να μας πληροφορήσουν τι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας. Κι αυτό έγινε μπροστά Του, ώστε να βεβαιωθούμε για την αλήθεια σε ό,τι αφορά στον άλλο κόσμο. Άφησε τους νεκρούς να μας φανερώσουν μόνο την αλήθεια που μας είναι απαραίτητο να μάθουμε, ώστε να μη μιμηθούμε την ασπλαχνία του πλούσιου, αλλά την υπομονή του Λάζαρου, την πίστη και την ελπίδα του. Να μη λογαριάζουμε τίποτα δικό μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά να βλέπουμε όλα όσα έχουμε σαν δάνειο από το Θεό για τη σωτηρία τη δική μας και των δικών μας ανθρώπων.


Δόξα και αίνος στον Κύριο Ιησού, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013)

Τούς πονεῖς τούς φτωχούς;

 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Ἀργά τά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό τήν πόρτα του!


Καί τότε τό κατάλαβε καλά, τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού λίγο πρίν ποτέ δέν θέλησε νά τό καταλάβει.




Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ, ἀναγκάσθηκε νά ψάξει νά ἰδεῖ, τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει, ἡ κακή του ἐκείνη διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά ἰδεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του: δηλ. ἕναν συνάνθρωπο, πού ἔπρεπε νά τόν περιμένει ὅτι μποροῦσε κάποτε νά βρεθῆ καί ὁ ἴδιος στήν θέση του· καί εἶχε γι᾿ αὐτό χρέος νά τόν συμπονάει.


Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθῆ τότε ὁ πλούσιος. Τώρα εἶχε φθάσει στό ἄκρο ἀντίθετο! Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά εἶχε χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν ἔτσουζε. Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά "βουτήξει" ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλώσσα· γιατί ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).


Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἐκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά ἀνακουφίσει καί νά δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ· ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά· ἀπο τήν αἴσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.


Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι:


Στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου ἡ ποινή θά εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.


Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό!


Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό!


Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι᾿ αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή;


Ζητάει μιά σταγόνα νερό!


Ποῖος;


Ἐκεῖνος, πού στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ψίχουλο ψωμί.


Τόν ἔκαμε ὁ Θεός, νά ποθήσει σταγόνα νερό! Γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια. Καί ποσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί στήν φτώχεια.

Για την παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου

 (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας)


[Λουκά 16, 19-31]


«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς (:Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απέξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο και από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)» [Λουκ. 16, 19]. Θα ρωτούσε ίσως κάποιος : «Άραγε, σύμφωνα με την ευαγγελική ιστορία, η οποία λέγει ότι ο φτωχός πήγε στον τόπο της ανάπαυσης, ενώ ο πλούσιος στην κόλαση, έχουν ήδη γίνει αυτά, και κληρώθηκε ανταπόδοση αντάξια στον καθένα, ή με αυτά που λέγει ο Κύριος παριστάνει την εικόνα της μελλοντικής κρίσεως;


Αλλά βέβαια», θα συνέχιζε τον συλλογισμό του, «επειδή αναφέρει τον Λάζαρο, πραγματικά έγινε και πραγματοποιήθηκε. Και γιατί δεν είπε ‘’κάποιος φτωχός άνθρωπος’’, αλλά είπε ‘’Λάζαρος’’; Μήπως για να δείξει με την ονομασία ότι αυτά έγιναν πραγματικά και αληθινά και δεν είναι παραβολή;». Σε αυτόν όμως που έτσι συλλογίζεται, θα πούμε: Η κρίση, λέγει παντού η Αγία Γραφή, θα γίνει μετά την ανάσταση των νεκρών, και η ανάσταση δε θα γίνει, αν δεν έρθει και πάλι ο Χριστός, σε εμάς από τον ουρανό με τη δόξα του Πατέρα μαζί με τους αγίους αγγέλους. Έτσι και ο πάνσοφος Παύλος λέγει ότι «αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ᾿ οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον (: κι αυτό θα συμβεί, διότι ο ίδιος ο Κύριος με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού θα κατεβεί από τον ουρανό, και οι νεκροί που είχαν πεθάνει πιστοί στο Χριστό θα αναστηθούν πρώτοι)» [Α΄ Θεσ. 4, 16]. Χωρίς λοιπόν να κατεβεί από τους ουρανούς ο Κριτής όλων, ούτε και η ανάσταση των νεκρών θα γίνει. Και πώς τότε δεν είναι απίθανο να σκεφτούμε ότι έγινε ήδη σε κάποιους η ανταπόδοση ή των πονηρών ή των αγαθών έργων; Αυτά λοιπόν που λέγονται από τον Χριστό και για τον πλούσιο και για τον Λάζαρο είναι τρόπος παραβολής διατυπωμένος με ευφυΐα.

Η διήγηση, όπως διασώζει η παράδοση των Εβραίων, αναφέρει ότι εκείνο τον καιρό υπήρχε κάποιος Λάζαρος στα Ιεροσόλυμα, που ζούσε σε έσχατη φτώχεια και ασθένεια, τον οποίο και ανάφερε ο Κύριος, παίρνοντάς τον ως παράδειγμα προς φανερότερη απόδειξη των όσων έλεγε. Γιατί, αφού δεν είχε έρθει ακόμα από τους ουρανούς ο Χριστός, ούτε ανάσταση είχε γίνει, ούτε ακολούθησε σε κάποιους ανταπόδοση των πράξεών τους. Αλλά σαν σε εικόνα, περιγράφτηκε με την παραβολή ένας πλούσιος που ζούσε μέσα σε απολαύσεις και χωρίς ευσπλαχνία, και ένας φτωχός και άρρωστος, για να γνωρίσουν ότι, αν αυτοί που έχουν τον πλούτο στη γη δε θελήσουν να γίνουν καλοκάγαθοι και μεταδοτικοί και κοινωνικοί και δε θελήσουν να βοηθήσουν τις ανάγκες των φτωχών, θα υποστούν φοβερή και αναπόφευκτη τιμωρία.


Νομίζω όμως ότι είναι αναγκαίο να πω προηγουμένως ποια υπήρξε η αφορμή του λόγου ή ποιο πράγμα θέλησε ο Χριστός να αποδείξει και διαμόρφωσε και διατύπωσε άριστα την παραβολή αυτή. Σκοπός δηλαδή του Σωτήρα ήταν να μας καθιστά τεχνίτες στην αγαθοεργία και να διαπρέπουμε στα καυχήματα των αρετών. Γιατί ήθελε να καλλιεργούμε τη φιλαλληλία και να φροντίζουμε για τη φιλοπτωχία, και να αγωνιζόμαστε γενναία για την πραγματοποίηση αυτών των έργων και μάλιστα απευθύνοντας τις παραινέσεις Του για το θέμα αυτό στους πλούσιους του κόσμου αυτού και οδηγώντας τους στο δρόμο που ταιριάζει πάρα πολύ στους αγίους, έλεγε: «πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται (: κι αν για την εξασφάλιση της ουράνιας αυτής βασιλείας τα υλικά αγαθά σας γίνονται εμπόδιο, πουλήστε όσα έχετε και δώστε τα ελεημοσύνη στους φτωχούς. Και με την ελεημοσύνη και την αγαθοεργία κάντε για τον εαυτό σας πουγκιά που δεν παλιώνουν, θησαυρό που δεν χάνεται και δεν λιγοστεύει˙ θησαυρό στους ουρανούς, όπου ούτε κλέφτης πλησιάζει για να τον αρπάξει, ούτε σκόρος τον καταστρέφει)» [Λουκ. 12, 33]. Και η εντολή βέβαια ήταν καλή και αγαθή και σωτήρια, όμως ο Χριστός δεν αγνοούσε ότι η δυνατότητα εφαρμογής αυτού που συνιστούσε δεν είναι δυνατή στους πολλούς, γιατί ο ανθρώπινος νους αδυνατεί πάντοτε μπροστά στα δυσχερή και δύσκολα να κατορθωθούν έργα. Επειδή όμως είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, επινόησε κάποιο τρόπο βοήθειας προς αυτούς, για να μη διαδεχθεί τον εδώ πλούτο διαρκής και δύσκολα να αποβληθεί φτώχεια, και τις πρόσκαιρες απολαύσεις αιώνια κόλαση.


«Εάν λοιπόν», λέγει, «δεν ανέχεστε να εγκαταλείψετε τον φιλήδονο πλούτο και να πωλήσετε όλες τις περιουσίες σας και να τις μοιράσετε σε αυτούς που έχουν ανάγκη, προσπαθήστε να ευδοκιμήσετε έστω και λιγότερο· κάνετε για τους εαυτούς σας φίλους, από τον άδικο μαμωνά, δηλαδή μη χρησιμοποιείτε τον πλούτο μόνο για τον εαυτό σας αλλά απλώστε χέρι και σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Πονέστε μαζί με αυτούς που υποφέρουν, παρηγορήστε τους αγίους, που αγαπούν την εκούσια φτώχεια, για να λατρεύουν απερίσπαστα τον Θεό. Αυτό δεν θα σας είναι χωρίς αμοιβή γιατί όταν θα σας λείψει ο επίγειος πλούτος, επειδή θα έχετε καταληφθεί από το τέλος της ζωής σας, τότε θα σας κάνουν μετόχους της ελπίδας τους και η παρηγοριά που θα δοθεί σε αυτούς από τον Θεό. Γιατί αυτούς που καταπονήθηκαν σε αυτήν τη ζωή και βάσταξαν με υπομονή το δυσβάστακτο φορτίο της φτώχειας, ως αγαθός θα τους κάνει πάλι δικούς Του».


Κάτι ανάλογο συμβουλεύει και ο Παύλος στους πλουσίους, λέγοντας σχετικά με αυτούς που ταλαιπωρούνται σε τούτη τη ζωή: «ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης (: αλλά και η δική τους παρρησία στον Θεό, που εξαιτίας των δοκιμασιών τους πλεονάζει, να συμπληρώσει το δικό σας τυχόν πνευματικό υστέρημα, για να υπάρξει έτσι ισότητα και στα σωματικά και στα πνευματικά)» [Β΄Κορ. 8, 14]. Και αυτό σημαίνει ότι δεν παραγγέλλει τίποτε άλλο, παρά εκείνο που είπε ο Χριστός: «ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς (: όπως ο άδικος αυτός διαχειριστής φρόντισε εγκαίρως να εξασφαλίσει τη φιλία των οφειλετών του κυρίου του, έτσι και εσείς φροντίστε να κάνετε για το καλό σας φίλους απ’ τον πλούτο που είναι άδικος˙ διότι οι μεγάλες περιουσίες με αδικία συνήθως συγκεντρώνονται˙ αλλά και όποιος κατακρατά τα πλούτη μόνο για τον εαυτό του διαπράττει μεγάλη αδικία. Κάντε λοιπόν κι εσείς φίλους απ’ τον άδικο πλούτο ευεργετώντας με φιλανθρωπίες τους συνανθρώπους σας, ώστε όταν πεθάνετε, να σας υποδεχθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώνιες σκηνές του παραδείσου)» [Λουκ. 16, 9]. Ότι όμως το να μην ανέχονται οι πλούσιοι να το κάνουν ούτε αυτό, γίνεται πρόξενο καταστροφής και φωτιάς που δεν σβήνει, το δείχνει καθαρά λέγοντάς μας την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.


«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς (: Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απ’ έξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο, κι από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)» [Λουκ. 16, 19].


Εδώ πρόσεξε, σε παρακαλώ, και εξέτασε με ακρίβεια τα λόγια του Σωτήρα που παρουσιάζουν κάτι το πολύ σοφό. Γιατί, ενώ μπορούσε να πει: «Ο τάδε άνθρωπος, που ονομαζόταν…, ήταν πλούσιος», όπως στην περίπτωση του Ιώβ [βλ. Ιώβ 1, 1: «Ἄνθρωπος τις ἦν ἐν χώρᾳ τῇ Αὐσίτιδι, ᾧ ὄνομα Ἰώβ, καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος (: Στην Αυσίτιδα χώρα ζούσε ένας άνθρωπος ο οποίος ονομαζόταν Ιώβ. Ήταν ευθύς και έντιμος, άμεμπτος, δίκαιος απέναντι όλων, ευσεβής προς τον Θεό, απέφευγε κάθε πονηρό πράγμα, κάθε αμαρτωλή πράξη)»], αυτό βέβαια δεν το είπε, αλλά τον ονομάζει απλώς άνθρωπο πλούσιο, ενώ αναφέρει τον φτωχό με τον όνομά του. Ποια λοιπόν είναι η παρατήρηση; Ο πλούσιος, επειδή δεν ήταν φιλεύσπλαχνος, είναι ανώνυμος στον Θεό. Γιατί είπε κάπου με τη φωνή του Ψαλμωδού για εκείνους που δεν τον σέβονται: «οὐ μὴ συναγάγω τὰς συναγωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων, οὐδ᾿ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου (: δεν θα συναθροίσω ποτέ κατά κανένα λόγο και τρόπο σε λατρευτικές συγκεντρώσεις ανθρώπους μολυσμένους με αίματα αθώων ανθρώπων ή με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών. Ποτέ δεν θα αναφέρω στα χείλη μου, ούτε καν και θα ενθυμηθώ, τα ονόματα των ασεβών ανθρώπων και των ειδωλολατρικών τους θεών)» [Ψαλμ. 15, 4]. Αντίθετα, όπως είπα, ο φτωχός αναφέρεται ονομαστικά με τη γλώσσα του Θεού.


Όμως ας δούμε την έπαρση του πλουσίου για όσα από αυτά που κανένα δεν είναι από τα αναγκαία. Τι λέγει λοιπόν γι’ αυτόν ο Χριστός; «Και φορούσε πορφύρα και λινό ένδυμα», δηλαδή φρόντιζε να ντύνεται με πολυτελέστατα ενδύματα. Ο φτωχός όμως ήταν πεταμένος δίπλα στον πυλώνα, δεσμευμένος με την αρρώστια και τη φτώχεια, και δεν του έδινε καμία σημασία. Επειδή δεν είχε καμία φροντίδα και περιποίηση προσπαθούσε να χορτάσει από εκείνα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου και τα πιο άχρηστα. Αλλά και «οι σκύλοι», λέγει, «έγλειφαν τις πληγές του», που δεν τον έβλαπταν βέβαια, όπως ήταν φυσικό, αλλά του έδειχναν κατά κάποιο τρόπο τη συμπόνια τους και τον θεράπευαν (γιατί με τη γλώσσα τους αποκαθιστούν και τις δικές τους πληγές), ξύνοντας κατά κάποιο τρόπο το μέρος που του πονούσε και γλείφοντας το με φιλοφροσύνη. Εκείνος όμως που ήταν πλούσιος και σκληρότερος από τα θηρία, αποδεικνυόταν ασυγκίνητος και άσπλαχνος και γεμάτος από κάθε απανθρωπιά.


«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη (: κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός και οι άγγελοι του Θεού τον μετάφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δεν φάνηκαν γι’ αυτόν οι άγγελοι του Θεού)» [Λουκ. 16, 22].


Έφυγε όμως ο Λάζαρος αυτός όχι μόνος, αλλά με ολόκληρη συνοδεία δορυφόρων αγγέλων και με τις πιο αγαθές ελπίδες για αιώνια πλέον ανάπαυση· διότι γι’ αυτούς που έχουν τις ελπίδες τους στον Θεό η αποδημία από τα δικά μας είναι μετάθεση από τη θλίψη και τους πόνους. Κάτι ανάλογο δίδαξε και ο Σολομών λέγοντας: «Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἑλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δὲ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ (: Η ζωή των δικαίων βρίσκεται κάτω από το παντοδύναμο προστατευτικό χέρι του Θεού, και καμιά θλίψη και βάσανος δεν θα τους αγγίξει, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψει. Στα μάτια των αφρόνων φάνηκε ότι πέθαναν και η έξοδός τους από τον κόσμο αυτό θεωρήθηκε δυστύχημα και η αναχώρησή τους από τη ζωή αυτή φάνηκε στους άφρονες ως όλεθρος και απώλεια. Εκείνοι όμως υπάρχουν και ζουν σε ειρήνη)» [Σοφ. Σολ. 3, 1-3]. Γιατί τους δίνεται ισάξιο προς τους κόπους τους το μέτρο παρηγορίας ή ενδεχομένως οι αμοιβές είναι περισσότερες από τους πόνους, γιατί το είπε Χριστός: «μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν (: η πρόνοια, η δικαιοσύνη και η αγαθότητα του Θεού θα σας δώσει στην αγκαλιά σας ένα μέτρο καλό, στοιβαγμένο και κουνημένο, ώστε να μη μένει καθόλου κενός χώρος από το δοχείο της μετρήσεως, ένα μέτρο που θα πλεονάζει και θα ξεχύνεται)» [Λουκ. 6, 38].


Συμπέρασμα: «ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν (:κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός Λάζαρος)», λέγει, «καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη (: και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους του Θεού στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δε φάνηκαν γι΄αυτόν οι άγγελοι του Θεού, αλλά βασανιζόταν στον τόπο του Άδη)» [Λουκ. 16, 22]. Γιατί η απαλλαγή από το σώμα ήταν θάνατος για τον πλούσιο αυτόν που υπήρξε σκληρός και άσπλαχνος γιατί μεταφέρθηκε από την απόλαυση στην κόλαση, από τη δόξα στην ατιμία, από το φως στο σκοτάδι.

Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου – Δύο ψυχογραφίες

 Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, αγαπητοί μου, που ακούσαμε στη σημερινήν ευαγγελική περικοπή, είναι μία κατασκευασμένη ιστορία, που ο Κύριος ήθελε να δώσει μία απάντηση εις τους Φαρισαίους.


Σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν». Κάθε κήρυγμα του Κυρίου, προπαντός περί πτωχείας, περί εκουσίου πτωχείας, όταν οι Φαρισαίοι άκουγαν αυτά, φιλάργυροι υπάρχοντες, ήσαν φιλοχρήματοι και φιλάργυροι άνθρωποι, τον εξεμυκτήριζον, τον κορόιδευαν τον Ιησούν. «Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». «Σεις», λέει, «είσαστε εκείνοι οι οποίοι δικαιώνετε τους εαυτούς σας μπροστά στους ανθρώπους και δείχνετε ότι έχετε αγιότητα. Όμως ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας, και εκείνο που είναι εις τους ανθρώπους υψηλόν, -δηλαδή υπερηφάνεια-, αυτό στον Θεό μπροστά είναι βδέλυγμα, είναι σίχαμα».


Κι έτσι ο Κύριος είπε την παραβολήν αυτήν, του πλουσίου και του Λαζάρου και ήθελε να τους δείξει ότι δεν πρέπει να καυχώνται δια τον πλούτον των, δια την τιμή των, δια την αξιοπρέπειά των κ.τ.λ., γιατί τα πράγματα αλλάζουν μετά τον θάνατον. Αλλάζει το σκηνικό. Και τους είπε ότι υπάρχουν δύο σκηνικά. Το ένα στη Γη, με την παρούσα ζωή. Το άλλο στον ουρανό, μετά τον θάνατο. Κι εκεί ακριβώς ο Κύριος οικοδομεί την παραβολήν αυτήν.


Όμως, όπως πάντα, κάθε λόγος του Κυρίου είναι πολυσήμαντος. Έτσι και η παραβολή αυτή, δεν θέλει μόνον απλώς να διδάξει ό,τι είπαμε, αλλά έχει και άλλες πολλές πλευρές, τις οποίες εξυπηρετεί. Ο λόγος του Θεού, ποτέ δεν εξαντλείται. Και το σημαντικόν, ότι σε κάθε εποχή κατανοείται ο λόγος του Θεού περισσότερο και περισσότερο, ανακαλύπτεται πάντοτε κάτι καινούριο, το οποίον έχει να μας δώσει ως απάντηση.


Εμείς ας μείνομε, στην αγάπη σας, σε μία ψυχογραφία σύντομη, των δύο προσώπων της παραβολής. Και πρώτα ο πλούσιος της παραβολής. Σημειώνει ο ευαγγελιστής: «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς». «Κάποιος άνθρωπος», λέει, «ήτο πλούσιος. Και αυτός εντύνετο με πορφύραν, εξωτερικά ιμάτια, που ήσαν χρώματα βαθέος κοκκίνου», ένα χρώμα και μία ποιότητα υφάσματος, που φορούσαν την εποχή εκείνη οι βασιλείς. Και ο βύσσος είναι ένα βαμβακερόν εσωτερικότερον ένδυμα, από αιγυπτιακό βαμβάκι, βεβαίως την εποχή εκείνη πανάκριβο. Και το πρώτο και το δεύτερο. «Και ακόμη, έξω από την πολυτελή του ένδυση, ήτο ευφραινόμενος. Ευφραινόμενος κάθε μέρα. Και όχι μόνο κάθε μέρα, αλλά και λαμπρώς!».


Ένας πλούσιος άνθρωπος, όπως όλοι οι πλούσιοι άνθρωποι, έτσι κι αυτός ζούσε και επολιτεύετο. Το πώς βέβαια τώρα απέκτησε τον πλούτον αυτόν, αυτό εις την παραβολή δεν αναφέρεται. Μπορεί με απάτες. Μπορεί όμως και τίμια. Αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Η αμαρτία του δεν είναι εις τον πλούτον, γιατί κι ο Θεός είναι πλούσιος. Κι Εκείνος δίδει τον πλούτον. Και ο Αβραάμ, ο οποίος θα μπει σαν τρίτο πρόσωπο μέσα εις την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, κι αυτός ήτο όχι απλώς πλούσιος, αλλά σφόδρα-σφόδρα πλούσιος. Πάρα πολύ πλούσιος. Αλλά ποτέ δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον ο Αβραάμ. Και ακόμη, επειδή δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον, γι’ αυτό και δεν προσεκολλήθη στον πλούτον τον επίγειον. Μας λέγει ο Απόστολος εις την προς Εβραίους επιστολήν του ότι ο Αβραάμ «ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς -της οποίας- τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Ποια είναι αυτή η πόλις, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός; Είναι η Βασιλεία του Θεού. Δηλαδή ζούσε στη Γη αλλά επολιτεύετο εις τον ουρανόν. Και εξεδέχετο και απεδέχετο και ανέμενε την βασιλείαν του Θεού. Κάπου αλλού θα μας πει ο Απόστολος Παύλος, ότι από πλευράς γης, δεν είχε αποκτήσει ούτε τόσην έκτασιν όση είναι η έκταση μιας ανθρωπίνης πατούσας, ποδός, πατούσας, πέλματος. Γιατί; Γιατί ο Αβραάμ έλεγε πάντοτε ότι είναι πάροικος και παρεπίδημος. Όχι στη γη Χαναάν, που του είπε ο Θεός να εγκατασταθεί μονίμως, αλλά εις τον παρόντα κόσμον. Και το σπουδαίον είναι ότι βρίσκομε τον Αβραάμ μες την παραβολή που είπε ο Κύριος, να υπάρχει εις τον Παράδεισον. Εδώ είναι το σπουδαίο. Ότι όντως ο Αβραάμ εκέρδισε τον Παράδεισον.


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οικονομείται η παραβολή στη δομή της, ώστε να ανοιχθεί διάλογος ανάμεσα δύο πλουσίων. Του Αβραάμ και του πλουσίου, που μετά θάνατον βεβαίως επήγε όχι εις τον Παράδεισον, αλλά εις τον Άδη. Και οικονομείται, σας είπα, γιατί, όπως ακούσατε στην παραβολή και δεν μπορούμε να τα πούμε όλα, είναι πολυσήμαντη παραβολή, ότι «χάσμα μέγα», λέει, «ἐστήρικται ανάμεσα σε σας και σε μας. Δεν μπορούμε ούτε σε σας να περάσομε, ούτε σεις σε μας να έρθετε». Αλλά οικονομείται, δομείται η παραβολή για να ανοιχθεί διάλογος μεταξύ δύο πλουσίων! Είναι καταπληκτικό. Του Αβραάμ και του πλουσίου της παραβολής. Αυτό σημαίνει ότι ο πλούτος δεν είναι κάτι καθ’ εαυτό κακόν. Αλλά εκείνο που είναι κακό είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι εις τον πλούτον. Ποια είναι η στάση που παίρνει απέναντι εις τον πλούτον.


Αφού λοιπόν ο πλούτος είχε γίνει για τον πλούσιον σκοπός της ζωής, επόμενον ήτο να απολαμβάνει ό,τι ο πλούτος μπορούσε να του δώσει, όλα τα αγαθά. Και πρώτα ησθάνετο και ήθελε και επιζητούσε ένα αίσθημα ασφαλείας ότι… «Ἒχω κείμενα πολλά ἀγαθά», όπως λέει και μία άλλη παραβολή. Ξέρετε ο πλούσιος έχει πάντοτε αυτό το αίσθημα της ασφαλείας. Ότι έχει χρήματα. Ό,τι πείνα και να ‘ρθει, όπως και αν γυρίσουν τα πράγματα, αυτός έχει χρήματα. Βεβαία αυτό είναι μία απάτη, γιατί ο πλούτος είναι μία ρόδα που γυρίζει. Και τα χρήματα είναι τα πιο άπιστα πράγματα. Αλλάζουν με πάσαν ευκολίαν τσέπη με τσέπη. Φεύγουν από την τσέπη μου και πηγαίνουν στην τσέπη του αλλουνού. Έτσι, ωστόσο, ζει ο πλούσιος αυτήν την αίσθηση. Γι΄αυτό θέλει να είναι πλούσιος. Για να έχει το αίσθημα της ασφάλειας. Αλλά και της ανέσεως, αλλά και της ευημερίας. Να τρώγει, να πίνει καλά. Έτσι, τι λέει; Πώς αισθάνεται; Όλα πηγαίνουν καλά. Όλα είναι για μας. Έτσι, σιγά σιγά δημιουργείται ένας εγωκεντρικός τύπος εις τον πλούσιον, που όλοι πρέπει να στρέφονται γύρω από αυτόν. Στον εγωκεντρισμό δεν υπάρχει περιθώριο ή χώρος ούτε ακόμη γι’ Αυτόν τον Θεόν. Δεν χωράει… Και ο Θεός πρέπει να στρέφεται, αντίθετα, να στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, για να τον ικανοποιεί διαρκώς. Έτσι ζητάει ο άνθρωπος ο πλούσιος τον Θεό· κάνει τον σταυρό του, ανάβει ένα κεράκι, για να εξασφαλίσει την εύνοια του Θεού. Για να μην λιγοστέψουν τα αγαθά του. Συνεπώς βλέπετε μίαν θρησκευτικότητα ιδιοτελέστατη. Μία θρησκευτικότητα η οποία βεβαίως στα μάτια του Θεού απορρίπτεται.


Ακόμη, πώς σκέπτεται; Όπως και τα σύγχρονα παιδιά που ζητούν χρήματα από τον πατέρα τους. Το είχα ακούσει αυτό… Να λέει ο ένας πιτσιρίκος στον άλλον πιτσιρίκο: «Κοίταξε, ο πατέρας σου που σε γέννησε, είναι υποχρεωμένος να σου δώσει χρήματα!». Έτσι και ο άνθρωπος, ο άφρων άνθρωπος, ο άφρων πλούσιος, τι λέγει; «Ο Θεός, ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μου δώσει αγαθά». Γίνεται ακόμη και τύπος ηδονιστικός. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Καί οὐ μόνον ἐνεδίδετο πορφύραν καί βύσσον –όχι μόνο ντυνόταν όπως ντυνόταν– ἀλλά καί τήν ἂλλην τρυφήν ἐτρύφα πᾶσαν -αλλά και όλη την άλλη τρυφή ετρυφούσε– εὐφραινόμενος οὐ νῦν μέν νῦν δέ οὐ –όχι σήμερα κι όχι αύριο, μέρα παρά μέρα, μία φορά την εβδομάδα– ἀλλά καθ’ ἡμέραν– καθημερινά!. Καί οὐ μετρίως, ἀλλά λαμπρῶς- Και όχι μέτρια, αλλά με λαμπρότητα». Γι΄ αυτό, αυτό το «λαμπρῶς» ο ίδιος ο Θεοφύλακτος το αποδίδει: «ἀσώτως και πολυτελῶς». Και ο ηδονιστικός τύπος ουσιαστικά τι είναι; Είναι τύπος υλιστικός. Αυτός είναι υλιστής, είναι ειδωλολάτρης. Λατρεύει την ύλη. Λατρεύει τη σάρκα.


Είναι κατ’ εξακολούθησιν άσπλαχνος άνθρωπος. Δεν τον ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Μάλιστα, πόσον καιρό είχε, αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός, έξω απ’ τον πυλώνα του σπιτιού του, τον φτωχό τον Λάζαρο; Πολύ καιρό. Εντούτοις, δεν συνεκινείτο που τον έβλεπε από το παράθυρο και από το μπαλκόνι του σπιτιού του να χορταίνει από τα ψίχουλα του τραπεζομανδήλου που τίναζαν οι υπηρέται. Δεν συνεκινείτο. Και ο άσπλαχνος είναι α-κοινώνητος. Δεν έχει κοινωνίαν. Μένει στον εαυτόν του. Είναι ακοινώνητος. Εντούτοις, εντούτοις διατηρούσε πολλές φορές, για να καθησυχάζεται η συνείδησις, διατηρούσε και μίαν υποτυπώδη θρησκευτικότητα. Διότι ανεφώνησε εις τον Άδη. Τι είπε; «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με». Ανεγνώριζε τον Αβραάμ, πρόγονον και ζητούσε το έλεός του. Αλλά… είναι τόσο στοιχειώδες, δεν ήτο ικανό αυτό βεβαίως να τον βοηθήσει. Ακόμη διατηρούσε και μίαν φυσικήν αγάπην, αλλά στα σαρκικά του αδέλφια, εις τους στενούς του συγγενείς, όταν ενδιαφέρθηκε να μην φθάσουν κι εκείνοι εις εκείνον τον τόπον της βασάνου. Τι είπε; «Καλά, δεν μπορώ να ΄ρθω εγώ σε εσένα, ούτε εσύ σε μένα. Ούτε ο Λάζαρος να ‘ρθει σε μένα, για να μου δώσει μίαν λιγάκι κατάψυξη, μια ευχαρίστηση. Να βουτήξει– λέει- το μικρό του δαχτυλάκι μες το νερό και να ‘ρθει να μου το βάλει στα χείλη μου, τα φρυγμένα μου χείλη. Δεν είναι δυνατόν. Σε παρακαλώ όμως πάτερ Αβραάμ, αν είναι δυνατόν, στείλε τον Λάζαρο εις την Γη -δηλαδή να αναστηθεί ο Λάζαρος- και να πει στους αδελφούς μου, τους σαρκικούς μου αδελφούς, γιατί έχω πέντε αδέλφια, να προσέξουν τη ζωή τους, για να μην έρθουν κι αυτοί εδώ». Βλέπετε λοιπόν ότι υπήρχε μία αγάπη· τελείως περιορισμένη. Μόνον εις τον συγγενικόν κύκλον. Στον φτωχό Λάζαρο, που τον έβλεπε κάθε μέρα εκεί απέναντι στον πυλώνα του ουδεμία ευσπλαχνία, ουδέ μία αγάπη. Βλέπετε λοιπόν ότι είχε λίγη, στοιχειώδη ανθρωπιά. Δυστυχώς όχι ικανή να τον σώσει.


Η ζωή του ήταν έκφραση βίου αλαζονικού. Η παρουσία του βεβαίως ήταν πρόκλησις στην πτωχείαν. Είναι εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή, είναι ο πλούτος που κάνει τους πτωχούς να εμπυρίζονται. Να παίρνουν φωτιά. Να πυρώνουν. Είναι η ζήλεια. Είναι το νεύρο εκείνο που κινεί τον φθόνον και την κακίαν, εναντίον εκείνου που απολαμβάνει τα αγαθά του ως πλούσιος κι ο άλλος δεν έχει να φάει. «Ὁ πτωχός», λέγει, «ἐμπυρίζεται», μας λέγει η Γραφή. Και το αξιοπαρατήρητον στην όλη ιστορία είναι το εξής: Δεν είχε όνομα. Πώς το έλεγαν; Λέγει, σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καί ποῦ τό ὂνομα τοῦ πλουσίου; -Πού είναι το όνομα του πλουσίου;-. Οὐδαμοῦ -Πουθενά-. Ἀνώνυμος γάρ ἐστίν (Δεν έχει όνομα. Είχε. Αλλά δεν αναφέρεται). Πόσος πλοῦτος! Και ὂνομα αὐτῷ οὐχ εὐρίσκεται–Τόσος πλούτος, ε; Το όνομά του δεν υπάρχει».


Και ένας άλλος ερμηνευτής, ο Θεοφύλακτος, λέγει: «Τόν μέν πλούσιον ἀνωνύμως ἐν τῇ παραβολῇ παρέλαβεν, οἶα μηδέ ἂξιον παρά Θεῷ ὀνομάζεσθαι». «Δεν ήταν άξιος ο άνθρωπος αυτός καν να ονομασθεί από τον  Θεό». Και ένας άλλος, τρίτος ερμηνευτής: «Γέγραπται γάρ περί τῶν πονηρῶν· οὐ μή μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διά χειλέων μου – Ο Θεός λέει: Δεν θέλω να θυμηθώ, ούτε καν να προσφέρω το όνομα των πονηρών ανθρώπων». Ο Θεός τα πάντα γνωρίζει. Εκείνο που λέει: «Δεν θέλω να θυμηθώ», όχι ότι ο Θεός ξεχνάει. Αλλά είναι μία έκφρασις που θα το λέγαμε κι εμείς. «Δεν θέλω να ξέρω το όνομά του!». Το ξέρομε. Το λέμε σαν έκφραση περιφρονήσεως. Ότι «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να έχει καμίαν σχέση με εμένα». Έτσι λοιπόν λέγει ο Θεός: «Δεν θέλω να θυμηθώ το όνομα του ασεβούς, του αμαρτωλού. Ούτε καν να το προφέρω με τα χείλη μου». Ο πλούσιος λοιπόν της παραβολής δεν είχε όνομα. Δηλαδή ξέρετε; Δεν είχε πρόσωπο. Το όνομα είναι εκείνο που δίδει το πρόσωπον.


Έχομε και την ψυχογραφία του φτωχού Λαζάρου. Γι’ αυτόν η παραβολή μάς αναφέρει αρκετά χαρακτηριστικά. Ήταν πτωχός. Από συγκυρία ή όχι, έτσι τα πράγματα ήρθαν, μας είναι άγνωστο. Πάντως δεν ήταν πτωχός από ασωτία· διότι είχε μίαν ευσέβειαν. Δεν ήταν λοιπόν πτωχός, γιατί ήταν άσωτος. Έτσι, πολλές φορές, η πτωχεία είναι ένας μόνιμος σύντροφος σε πολλούς ανθρώπους και χωρίς βέβαια αυτοί να ευθύνονται για την πτωχεία τους. Αλλά εκείνο που τον καθιστά πρόσωπον, τον φτωχόν, είναι ότι ήτο επώνυμος. Ελέγετο Λάζαρος. Και Λάζαρος, εδώ θέλω να προσέξομε κάτι, σημαίνει: «Ο Θεός είναι βοηθός μου». Θα ‘θελα να ρωτήσω: Αφού ο Θεός ήτο βοηθός του, γιατί δεν τον έβγαζε από την πτωχείαν; Γιατί δεν τον έβγαζε από την ασθένειαν; Από τις πληγές· που ήταν, λέγει, γεμάτος από έλκη. Γιατί; Πολλάκις το λέγω. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέπει να αλλάξομε αντίληψη περί θείας βοηθείας. Θεία βοήθεια δεν σημαίνει να με βγάλει ο Θεός από τη φτώχεια μου. Δεν σημαίνει να με βγάλει από την αρρώστιά μου. Να με βγάλει από τις αντίξοες καταστάσεις. Αλλά βοήθεια του Θεού είναι να μπορώ να υπομένω όλα αυτά, για να φθάσω να δω το πρόσωπό Του, το πρόσωπο του Θεού. Αυτό είναι η βοήθεια. Δηλαδή, να σωθώ. Και όπως λέγει εδώ ο Θεοφύλακτος: «Τοῦ πένητος ὀνομαστί μνημονεύει –Δίδει όνομα εις τον φτωχόν». Και ξέρετε ότι είναι το μόνο όνομα μέσα σε παραβολή; Σε καμία άλλη παραβολή δεν υπάρχει όνομα. Είναι η μοναδική περίπτωσις. Είναι κι άλλα πράγματα…


Επιτρέψατέ μου μία παρένθεση πολύ γρήγορα. Σας είπα, είναι πολυσήμαντη παραβολή. Ξέρετε ότι ο Λάζαρος, ο αδελφός της Μαρίας και της Μάρθας, ανεστήθη από τους νεκρούς. Τετραήμερος νεκρός ανεστήθη. Όχι μόνον δεν πίστεψαν οι Εβραίοι, αλλά έκαναν συμβούλιον να θανατώσουν το αντικείμενον του θαύματος του Ιησού Χριστού. Για να μην φαίνεται. Γιατί, λέει, πήγαινε όλη η Ιερουσαλήμ εκεί εις την Βηθανία, για να δουν τον Λάζαρο· που ανεστήθη. Και οι ταλαίπωροι σχεδιάζουν τον φόνον του Λαζάρου. Πίστεψαν; Όχι. Γι΄ αυτό βάζει όνομα ο Κύριος στην παραβολή. Σαν να ήθελε να τους πει: «Κι ο Λάζαρος ανεστήθη». Στην παραβολή χαλκεύεται το πράγμα, οικοδομείται ότι και αν, λέει, αναστηθεί, «Παιδάκι μου», του λέει, «τέκνον», του λέει ο Αβραάμ του πλουσίου, «δεν πρόκειται να πιστέψουν. Εάν δεν δεχθούν τον Μωυσέα και τον νόμο και τους προφήτας, δεν πρόκειται να πιστέψουν». Ο Λάζαρος ανεστήθη. Τους το ‘κανε αυτό. Τον είδαν. Πίστεψαν; Επαναλαμβάνω· επαναλαμβάνω: Ετοιμάζουν την δολοφονία του.


Έδωσε απάντηση ο Χριστός. Τοποθετημένος, να επανέλθω, εις τον πτωχόν της παραβολής, τοποθετημένος εις τον πυλώνα του πλουσίου, δημιουργεί μία ζωηρή αντιπαράθεση με τον πλούσιον ιδιοκτήτη του. Παρά ταύτα, δεν διαμαρτύρεται. Δεν επικαλείται κοινωνική ισότητα. Δεν βρίζει τον πλούσιο. Ή την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Δεν σήκωσε ποτέ τη γροθιά του. Αυτό το σύγχρονο σύμβολον της εκδικήσεως της κοινωνικής. Ποτέ δεν χόρτασε φαγητό. Και αυτό προήρχετο, που έτρωγε, από τα ψιχουλάκια, από τα σκουπίδια του πλουσίου σπιτιού. Αυτό τι δείχνει; Είχε πολλή ταπείνωση. Δεν ήταν απλώς πτωχός. Αλλά ήταν και άρρωστος. Κάτι περισσότερο. Ήταν πληγιασμένος. Αυτό τον έκανε να απομονούται από τους άλλους ανθρώπους. Τον εσιχαίνοντο. Γεμάτος από πληγές. Κι έτσι ανέπτυσσε και την αρετή της υπομονής. Συντροφιά του είχε τα αδέσποτα σκυλιά. Μόνον αυτά έδειχναν μία φιλική διάθεση απέναντί του. Φαίνεται ότι η πτωχεία στον άνθρωπο, τον καθιστά πιο κοντινό στη Δημιουργία. Όπως αυτή, κατά φυσικό τρόπο προσφέρεται. Το φτωχό παιδί θα παίξει με το χώμα. Πιο κοντά στη δημιουργία. Το πλουσιόπαιδο δεν ξέρω με τι παιγνίδια παίζει. Ο πλούτος, για σκεφθείτε το, απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση. Η πτωχεία κάνει τον άνθρωπο να είναι πιο κοντά εις την φύσιν. Τον κάνει πιο φυσικόν άνθρωπον. Και οι τροφές του είναι πιο φυσικές. Ο τρόπος του είναι πιο φυσικός. Ο πλούτος δημιουργεί έναν τεχνητό κόσμο, έναν ψεύτικο κόσμο.


Στον φτωχό Λάζαρο ακόμη βρίσκομε και μία αξιοζήλευτη αρετή. Την αγία σιωπή! Στην αγία σιωπή, που πολλά έχει να πει, υπάρχει το μυστήριον της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Βρίσκομε τον Ιησούν, ο Οποίος εσιώπα. «Δεν μου αποκρίνεσαι;», του λέει ο Πιλάτος. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Ακριβώς γιατί είχε πολλά να πει. Σιωπά εκείνος που έχει πολλά να πει.


Τέλος, η παρουσία του φτωχού απέναντι στον πλούσιο, ήταν μία πρόκληση στον πλούτο. Μία πρόκληση, που θα ΄πρεπε να κάνει αίσθηση και να προκαλεί την ντροπή. Ο πλούσιος έπρεπε να κρύβει το πρόσωπό του μπροστά στη φτώχεια του Λαζάρου. Αλλά όταν λείπει η ντροπή, τότε αναφαίνεται η πρόκληση.


Αγαπητοί, ο Κύριος σήμερα, μας παρουσίασε στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, δύο πρόσωπα. Πρόκειται για δύο θέσεις στη ζωή. Για δύο στάσεις απέναντι στον Θεό και εις τους συνανθρώπους. Σε αυτές ο καθένας μας πρέπει να καθρεπτίζεται. Ούτε ο πλούτος είναι ικανός καθ’ εαυτόν, όπως είπαμε, ούτε η πτωχεία καθ’ εαυτή είναι καλή. Απλώς είναι δύο ευκαιρίες να αναπτύξει ο άνθρωπος την προσωπικότητά του. Και ο φτωχός και ο πλούσιος. Είναι δύο διαφορετικά επίπεδα, που δημιουργούν μία διαφορά δυναμικού θα λέγαμε· που αναπτύσσεται το ανθρώπινον ενδιαφέρον και η ανθρωπίνη αγάπη. Δεν φταίει η διαφοροποίηση στη ζωή. Αλλά η κοινωνική απομόνωση. Αυτή γέννησε τις κοινωνικές επαναστάσεις, τον φθόνο, το μίσος, τον πόλεμο. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, είναι, αγαπητοί μου, μία μικρογραφία δύο ψυχογραφιών· που πρέπει πάντοτε να μελετούμε και να μαθαίνομε πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους.