Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

«Μιμητές μας γίνεστε!»(Μνήμη Αγίων Αποστόλων)

  Τὴν μνήμη τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ φέτος, ὅπως κάθε χρόνο. Τιμᾶ τοὺς κορυφαίους, Πέτρο καὶ Παῦλο, καὶ τὸ σύνολο τῶν Ἀποστόλων, «τὸν δωδεκάριθμο χορό». Ὑμνεῖ τοὺς κήρυκες τοῦ λόγου, ποὺ σὰν τὰ γοργόφτερα πουλιὰ μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀληθείας σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τοὺς φωτεινοὺς ἀστέρες ποὺ διέλυσαν τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης, τὶς κιθάρες τοῦ πνεύματος ποὺ σκόρπισαν τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.


  Εἶναι νὰ ἀπορῇ, πράγματι, κανεὶς πῶς μπόρεσε μιὰ δράκα ἁπλῶν καὶ ἀνίσχυρων, «ἀμόρφωτων» ἀνθρώπων νὰ ἀντιμετωπίσῃ πολυπληθέστερους καὶ μάλιστα μεγάλους καὶ τρανοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς. Πῶς κατάφεραν, ἐπίσης, μέσα σὲ ἀντικειμενικὰ δύσκολες καὶ ἀντίξοες συνθῆκες, ὄχι μόνον νὰ διατηρήσουν οἱ ἴδιοι τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγνότητά των ἀλλὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὸν ὀρθὸ δρόμο!

  Ὑπῆρξαν ἀληθινὰ ἀξιοθαύμαστοι οἱ «θεοφεγγεῖς» αὐτοὶ «κήρυκες», διότι ἡ ἀποστολή των δὲν ἦταν οὔτε εὔκολη, οὔτε μονοδιάστατη, ἀλλὰ πολύπλευρη, πνευματική, μορφωτικὴ καὶ κοινωνική.


  Ἀπὸ τὴν μιά, οἱ Ἀπόστολοι, ἀκολουθῶντας τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ., κβ’ 19), καλοῦνταν νὰ σκορπίσουν τὸ μήνυμα τοῦ Λόγου σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους («πάντα τὰ ἔθνη») καί, παράλληλα, νὰ κηρύξουν ὅλη τὴν ἀλήθεια. Πῶς νὰ διδάξουν, ὅμως, ἀνθρώπους ποὺ μέχρι τότε ζοῦσαν μέσα στὴν πλάνη τῆς πολυθεΐας καὶ στὸ σκότος τῶν εἰδώλων ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, «οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται;» (Πράξ. ιζ’ 24-25). Πῶς νὰ διαφυλάξουν, ἐξ ἄλλου, «τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας» ποὺ κινδύνευε πάντοτε νὰ ἀλλοιωθῇ ἀπὸ ψευδαδέλφους καὶ ψευδοπροφῆτες (Ματθ., ζ’ 15);


   Καὶ δὲν ἦταν μόνον ἡ πνευματικὴ ἀποστολή. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι καλοῦνται νὰ διάγουν ἕναν ἠθικὸ καὶ ἁγιασμένο βίο μέσα σὲ ἕναν κόσμο διεφθαρμένο καὶ ἀπάνθρωπο, ζῶντες ὡς «πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Καὶ ὅμως καταφέρνουν νὰ πετύχουν καὶ στὴν δεύτερη αὐτὴν ἀποστολή, νὰ μὴν ἐπηρεάζωνται δηλαδὴ ἀπὸ τὴν γύρω ἐχθρότητα καὶ κακία, ἀλλὰ νὰ παραμένουν «φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (ὅ.π.).


   Δυσκολότερη, ὅμως, ὑπῆρξε ἡ τρίτη ἀποστολή, ἡ ἐφαρμογὴ στὴν πράξη τοῦ μηνύματος τῆς ἀληθείας. Καὶ ἐδῶ, ὅμως, ἀναδείχθηκαν πραγματικὰ μεγάλοι οἱ Ἀπόστολοι. Ἐναρμόνισαν, πρωτίστως οἱ ἴδιοι στὴν ζωή των, τὰ λόγια -τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ- μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, γινόμενοι μὲ τὴν σειρά των ὑπόδειγμα βίου καὶ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίγνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α’ Κορ., ια’ 1). Πῶς νὰ ζητήσῃ κάποιος ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του νὰ κάνῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος πρῶτα δὲν ἐφαρμόζει;


  Οἱ Ἀπόστολοι, λοιπόν, τήρησαν τὴν ὀρθὴ πίστη, ἔζησαν ἀληθινὴ ἐν Χριστῶ ζωὴ καὶ ἔγιναν πολῖτες τῆς δίκαιης καὶ ἀγαπητικῆς Του πολιτείας, αὐτῆς ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἵδρυσε στὴν γῆ, «τῆς ἐπωνύμου Του καινῆς πολιτείας», καὶ τῆς ὁποίας μέλη εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσωμε, ἀρκεῖ δηλαδὴ νὰ ζήσωμε καὶ ἐμεῖς μὲ βάση τὶς ἀρχὲς τῆς ὀρθοδοξίας, τῆς ὀρθοζωΐας καὶ τῆς ὀρθοπολιτείας.


  Μέσα ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Β’ καὶ Δ’ κεφάλαιο) πληροφορούμαστε γιὰ τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν στὶς κοινότητες τῆς ἀγάπης. Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ὁμοψυχία τῶν Χριστιανῶν, μέσα στὴν κοινότητα, δὲν περιοριζόταν μόνον σὲ θέματα πνευματικῆς ἢ μορφωτικῆς φύσεως, ἀλλὰ ἐπεκτεινόταν καὶ στὰ οἰκονομικὰ ζητήματα, ὅπου ὑπῆρχε δικαιοσύνη καὶ τιμιότητα, ὥστε νὰ καλύπτωνται οἱ ἀνάγκες ὅλων τῶν ἀδελφῶν, «καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε» (Πράξ., δ’ 35). Γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθῆ, μάλιστα, αὐτὸ τὸ κοινὸ ἔργο, ἐπειδὴ οἱ ἀνάγκες συνεχῶς αὐξάνονταν, ἡ κοινότητα στὸ σύνολό της-καὶ ὄχι μόνον οἱ Ἀπόστολοι- ἐξέλεξε τοὺς διακόνους, γιὰ νὰ βοηθοῦν τοὺς Ἀποστόλους στὸν τομέα τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς.


Οἱ Ἀπόστολοι, ἑπομένως, μὲ βάση τὴν δική τους κοινότητα μὲ τὸν Χριστό, θεμελίωσαν, στὴν συνέχεια, τὶς ἀποστολικὲς κοινότητες, ὅπου μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης, καὶ στὶς ὁποῖες προέτρεπαν τοὺς νέους πολῖτες νὰ ζοῦν μὲ ὀρθὴ πίστη, ἀληθινὴ ζωὴ καὶ δίκαιη καὶ εἰρηνικὴ πολιτεία. Ὑπῆρξε, μάλιστα, ἐσωτερικὸς σύνδεσμος μεταξὺ τῶν διαφόρων κοινοτήτων καὶ ἀλληλοστήριξη, ὅπως ἔγινε γιὰ παράδειγμα ἐκ μέρους τῶν ἄλλων κοινοτήτων πρὸς στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφοὺς τῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων (Β’ Κορ., η’ 14, Γαλ., β’ 10, κ. ἀ.).


  Δυστυχῶς, ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ αὐτονομία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀλληλεγγύης ποὺ χαρακτήριζε τὶς πρῶτες αὐτὲς κοινότητες δὲν διατηρήθηκε στοὺς ἑπόμενους χρόνους γιὰ πολλοὺς λόγους, ποὺ ἀποτελοῦν θέμα ξεχωριστῆς μελέτης.


  Σημασία ἔχει, πάντως, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι στήριξαν τὰ θεμέλια τῶν κοινοτήτων αὐτῶν, ποὺ ὑπῆρξαν ἀληθινὲς κυψέλες χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, πάνω στὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν Χριστό, μὲ τὸν Ὁποῖον παρέμεναν διαρκῶς ἑνωμένοι, παρὰ τὴν διασπορά των σ’ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Ἐξ ἄλλου, δὲν κήρυτταν δικές των ἀλήθειες, ἀλλὰ τὴν μοναδικὴ Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι πρόσωπο, ὁ Χριστός («Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ’ 6). Πέτυχαν, ἔτσι, στὴν τριπλὴ αὐτὴν ἀποστολή, τῆς πνευματικῆς διαφωτίσεως, τῆς μορφωτικῆς καλλιέργειας καὶ τῆς κοινωνικῆς διακονίας, χάρη στὴν ἑνότητα μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὴν μεταξύ των ἑνότητα καὶ συνεργασία, καὶ φυσικὰ χάρη στὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατηύθυνε κάθε τους βῆμα.


  Ἔχομε, ἑπομένως, χρέος καὶ ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ φωτισμένοι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ βαδίζωμε στὰ χνάρια τῶν Ἀποστόλων, γινόμενοι μὲ τὴν σειρά μας μικροὶ ἀπόστολοι, ποὺ σημαίνει νὰ μένωμε πιστοὶ στὴν ἀλήθεια τῆς «Μίας, Ἁγίας καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ νὰ ἀποτελοῦμε, μὲ τὴν γνήσια χριστιανική ζωή μας καὶ τὴν δίκαιη καὶ συνεργατική μας πολιτεία, φωτεινὰ παραδείγματα καὶ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους, «ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ., ε’ 16).


  Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι θὰ τιμήσωμε πραγματικὰ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ μᾶς καλοῦν, διὰ στόματος τοῦ κορυφαίου των, Ἀποστόλου Παύλου, νὰ γίνωμε μιμητές των στὰ ἔργα καὶ ὄχι μόνον στὰ λόγια (Α’ Κορ., ια’ 1), πρὸς ὄφελος καὶ σωτηρία ἡμῶν τῶν ἰδίων καὶ πάντων τῶν ἀνθρώπων. Γένοιτο!

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΕΙΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΑΕΙ ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΕΙΝ»

 Ο π. Πορφύριος ήθελε το «ίνα ώσιν εν» με το πνεύμα του Θεού, που είναι αγνό και ανιδιοτελές, όχι με το μπερδεμένο πνεύμα του κόσμου –και βέβαια αφού έχουμε πρώτα καθαρισθεί από τα βασικά πάθη.

 Κάποτε για παράδειγμα του είπαν: «Γέροντα δυό μοναχοί ζουν στο τάδε μέρος πολύ καλά, αρμονικά». Χαμογέλασε λέγοντας: «Ταίριαξαν τα πάθη τους». Στην ιστορία του μοναχισμού όποτε υπήρχε ένα άτομο με ιδιαιτερότητες και δεν προσαρμοζόταν στο πρόγραμμα της μονής η το απομόνωναν η το έδιωχναν σαν ξένο σώμα. Αντιθέτως ο π.Πορφύριος επιδίωκε να έχει τέτοια άτομα στο περιβάλλον του, διότι προσωπικά ο ίδιος είχε μεγάλο όφελος αλλά και η συνοδεία του. Τα άτομα με τις αντιθέσεις τους καλλιεργούν σε μεγάλο βαθμό την αγία ταπείνωση. Τα αντίθετα πράγματα είναι το μεγάλο μυστικό για να αποκτήσουμε την αγία ταπείνωση.

Το πνεύμα του π. Πορφυρίου ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό της εποχής μας το οργανωσιακό και της παγκοσμιοποίησης. Η εποχή μας συνθλίβει την ελευθερία και την προσωπικότητα του ατόμου, που είναι η βασική αρχή της δημιουργίας των όντων, δηλαδή του αγγελικού κόσμου και του ανθρώπου.

Όταν ο Γέροντας έβλεπε ότι πάμε να ενωθούμε μέσα από τα πάθη μας, το αντιλαμβανόταν με το βυθοσκόπιό του και αμέσως ξεκινούσε τη δουλειά, με έναν πρωτάκουστο τρόπο για μας, αλλά πολύ γνωστό τρόπο για τον Θεό και τους αγίους Του, που ήταν πραγματικοί ιατροί των ψυχών. Προκαλούσε ο ίδιος τη σύγχυση, ώστε να διαλύσει αμέσως τη φιλία που δεν ήταν κατά Θεόν αλλά κατά κόσμον. «Η φιλία του κόσμου έχθρα του Θεού εστί» (Ιακ.δ’4).


Απόσπασμα από το βιβλίο του αρχιμ. Αρσενίου Κωτσόπουλου


ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ. Στα ίχνη ενός σπουδαίου ανθρώπου του Θεού

Μνήμη των αγρίως σφαγιασθέντων υπό Κουρδικών ορδών εν τω νομώ Διαρβεκίρ της Μικράς Ασίας

 Μνήμη των αγρίως σφαγιασθέντων υπό Κουρδικών ορδών εν τω νομώ Διαρβεκίρ της Μικράς Ασίας Ορθοδόξων Χριστιανών υπαγομένων εις το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας που έλαβε χώρα το έτος 1896 μ.Χ. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός.

Άγιος Φυγέλλος Απόστολος από τους Ο'

 Ο Άγιος Φυγέλλος (ή Φυνέλλος) απόστολος από τους Ο' αναφέρεται μόνο στον Συναξαριστή του Delehaye μεταξύ των μνημονευομένων αποστόλων από τους Ο' και σημειώνεται, ότι «ούτος φρονήσας τα του Σίμωνος εγένετο επίσκοπος Εφέσου».


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων

 Οι Απόστολοι του Χριστού θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες πρώτου μεγέθους της πνευματικής ζωής. Την 30η Ιουνίου, η Εκκλησία γιορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους που αρχικά εξέλεξε ο Κύριος, πλην του Ιούδα Ισκαριώτη. Αυτοί είναι: Σίμωνας (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος του Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο αδελφός του Ιακώβου του μικρού και ο Ματθίας, που εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους. Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου. Έχουμε, λοιπόν, χρέος και εμείς οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους και με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου, που διέπνεε κι αυτούς, να γίνουμε μιμητές του έργου τους.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ´.

Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.


Μεγαλυνάριον

Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾶ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.


Ὁ Οἶκος

Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.


Κάθισμα

Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.

Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳ, ὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότες, οἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀεί, θείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΑΓ.ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ & ΠΑΥΛΟΥ

ΟΙ Πρωτοκορυφάιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος

 Σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί. Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Οι δυο αυτοί Απόστολοι υπήρξαν οι πρώτοι μεταξύ των άλλων Αγίων Αποστόλων και οι μεγάλοι κήρυκες του Ευαγγελίου. Αυτοί οι δύο καθώς και οι άλλοι ένδεκα απόστολοι, όπου τους τιμούμε όλους μαζί αύριο, είναι οι στύλοι της Εκ­κλησίας. Αυτοί θεμελίωσαν όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας πάνω στην ασάλευτη πέτρα του Χριστού, όπου δεν πρόκειται να μετακινηθεί ποτέ, διότι σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου, «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύ­σουσιν αὐτῆς». Γι’ αυτό η Εκκλησία μας λέγεται Απο­στολική.

Τί είναι όμως Εκκλησία; Εκκλησία είναι η φανέρωση του Θεού στη γη. Έτσι η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινος 'Οργα­νισμός ή ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, αλλά αποκάλυψη Θεού. Και ή αποκάλυψη τού Θεού είναι πέρα άπό τή λογική τού ανθρώπου. Ό Θεός δεν αποκαλύπτεται στους ανθρώπους που δεν μπορούν να αντέξουν την φα­νέρωσή του, και αυτοί είναι εκείνοι που δεν θέλουν να σωθούν. Έξω από την Εκκλησία του Χριστού ούτε αποκάλυψη τού Θεού υπάρχει, ούτε σωτηρία του αν­θρώπου.

Η να το πούμε αλλιώς έξω από το κήρυγμα των Αγίων Αποστόλων, έξω από την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ούτε Εκκλησία υπάρχει, ούτε Ορθο­δοξία, που θα πη αλήθεια. Αλήθεια είναι ο Χριστός, αλήθεια είναι η Εκκλησία. Και την αλήθεια αυτή την κηρύττουν αλάν­θαστα οι Άγιοι Απόστολοι και την διδάσκουν ορθά οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων, οι Άγιοι Πατέρες. Ο άνθρωπος βρίσκει το Θεό του μέσα στην Εκκλησία. Έξω από την Εκκλησία δεν αποκαλύπτεται ο Θεός στους ανθρώπους, γι' αυτό και εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτη­ρία.

Εδώ μέσα στην Εκκλησία του Χριστού μόνο απο­καλύπτεται όλο το θαύμα τού Θεού, που είναι ή σωτη­ρία του ανθρώπου. Εάν θέλαμε να πούμε τί είναι θαύ­μα, αυτό θα λέγαμε. Θαύμα είναι ή φανέρωση του Θεού για τη σω­τηρία του ανθρώπου. Ούτε ο άνθρωπος σώζεται χωρίς τη φανέρωση του Θεού, ούτε το θαύμα γίνεται για άλλο λόγο, παρά μόνο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο για ένα και μόνο σκοπό, για να τον σώση από την αμαρτία. Και ο άνθρωπος σώζεται από την αμαρτία όταν μετανοήσει ειλικρινά και δεχθεί μέσα του με πίστη τη θεία χάρη.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας όπως λέγεται Αποστο­λική, Εκκλησία των Αγίων Πατέρων, θα μπορούσε να λεχθή και Εκκλησία των θαυμάτων, δηλαδή της φανέ­ρωσης τού Θεού. Τα θαύματα του Θεού μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία ενεργούνται. Ότι γίνεται έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία και λέγεται θαύμα δεν είναι θαύμα του Θεού, αλλά ψέμα τού διαβόλου. Και εδώ πάλι χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι ο διάβολος εύκολα μεταβάλλεται σε άγγελο του φωτός και οδηγεί τους ανθρώπους στην πλάνη και στην προσκύνηση του.

Δεν είναι μία απλή υπόθεση το θαύμα, αλλά η έμπρακτη φανέρωση της αλήθειας της Εκκλησίας. Δεν είναι το θαύμα τόσο απλό ούτε μετριέται με το πλήθος των ανθρώ­πων, που προστρέχουν στον τόπο, που έγινε. Όταν ο Θεός φανερώθηκε στον Μωϋσή, δεν υπήρχε άλλος εκεί ήταν ο προφήτης μόνος του. Και όταν ο Ιησούς Χριστός θαυματουργούσε, έλεγε σε αυστηρό τόνο να μήν το πουν σε κανένα. Και όταν πάλι ο Κύριος έβλεπε τους ανθρώπους να προστρέχουν πολλοί σ’ αυτόν, για να τον δουν πώς θαυματουργεί, θεράπευε τον άρρωστο γρήγορα και έφευγε. Το θαύμα δεν γίνεται, για να ικανοποιήση την περιέργεια των ανθρώπων, αλλά για να σώση τον άνθρω­πο.

Το ίδιο βλέπομε και στην Ανάσταση τού Κυρίου καθώς και στην ένδοξη Ανάληψή του εμφανίζεται σε λίγους αν­θρώπους, και όχι σε πολλούς. Αυτός, που βλέπει ένα θαύ­μα, βλέπει με τα μάτια του το Θεό τρέμει από το φόβο του, διότι δεν μπορεί να βαστάξη τη φανέρωση τού Θεού, όπως έγινε και με τον σημερινό εορταζόμενο Απόστολο Παύλο όταν βάδιζε στη Δαμασκό και του αποκαλύφθηκε ο Κύριος, έπεσε κάτω και έμεινε τυφλός. Τα θαύ­ματα της Εκκλησίας αγαπητοί μου αδελφοί είναι αλήθεια ότι και στις μέρες μας γίνονται. Αλλά πίστη στο θαύμα δεν θα πει να προστρέξω γρήγορα εκεί που φάνηκε κάτι πώς είναι θαύμα, και όταν ακόμη είναι θαύμα. Αλλά θαύμα θα πει να κλάψω για τις αμαρτίες μου. Αυτό το θαύμα κή­ρυξαν οι Άγιοι Απόστολοι, αυτό το θαύμα δίδαξαν οι Άγιοι Πατέρες και αυτό το θαύμα δέχεται και ή Εκκλησία του Χριστού μας. Αμήν.




Ο ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ

 Ὁ μήνας ᾽Ιούνιος καταυγάζεται ἀπό τή μεγάλη ἑορτή τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29 ᾽Ιουνίου). Δέν πρόκειται περί μίας ἁπλῆς ἑορτῆς, ὅπως συνήθως ἑορτάζουμε τίς ὑπόλοιπες ἑορτές τῶν ἁγίων μας: νά θυμηθοῦμε τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους καί στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας νά τούς μιμηθοῦμε. Στόν ἐναγκαλισμό τῶν δύο ἀποστόλων, ὅπως τόν βλέπουμε στή γνωστή εἰκόνα τους, ἡ ᾽Εκκλησία μας πρόβαλε τή σύζευξη τῆς πίστεως καί τῶν ἔργων, μέ ἄλλα λόγια εἶδε τούς ἀποστόλους αὐτούς ὡς σύμβολο καί τύπο τῆς παραδόσεώς της.

Ὑπῆρξε, καί ὑπάρχει ἀκόμη σέ ὁρισμένους αἱρετικούς, ἡ ἄποψη ὅτι οἱ πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι ἀκολουθοῦν διαφορετικές παραδόσεις καί ἐκφράζουν διαφορετικές θεολογίες: ὁ ἀπόστολος Πέτρος – λένε -  τονίζει τά ἔργα ὡς δρόμο σωτηρίας, γεγονός πού τόν σχετίζει περισσότερο μέ τήν ᾽Ιουδαϊκή παράδοση, καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει κυρίως τήν πίστη, ἄρα εἶναι ὁ ρηξικέλευθος καί ὁ ἀληθινός χριστιανός. Τόν Πέτρο εἶδαν πολλοί ὡς πρότυπο τῆς θεολογίας τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία πράγματι ὑπερτονίζει τά καλά ἔργα εἰς βάρος συχνά τῆς πίστεως, καί τόν Παῦλο ἀπό τήν ἄλλη σχέτισαν μέ τόν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὑποβαθμίζει τά ἔργα ὑπέρ τῆς πίστεως.

Γιά ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους ὅμως μία τέτοια διασπασμένη κατανόηση τῆς θεολογίας τῶν ἀποστόλων αὐτῶν ἀποτελεῖ μεγάλη πλάνη. Καί τοῦτο γιατί καί οἱ δύο ἀπόστολοι ἐκφράζουν τήν ἴδια τελικῶς θεώρηση τῆς πίστεως. Δέν προβάλλει ἄλλον Χριστό ὁ Πέτρος καί ἄλλον ὁ Παῦλος. Καί οἱ δύο καταθέτουν τήν ἴδια ἐμπειρία, τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, γιά τήν ὁποία καί οἱ δύο ἔδωσαν μέ μαρτυρικό τρόπο τή ζωή τους. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἄλλωστε πού τούς φώτιζε, ἦταν καί εἶναι πάντοτε τό ἴδιο. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά παράδειγμα, τονίζει τήν πίστη ὡς προϋπόθεση τῆς σωτηρίας, ἐξαγγέλλει τήν κοινή μαρτυρία καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων, ποεξάρχοντος τοῦ Πέτρου (Βλ. π.χ. Α´Πέτρ. 1, 5-9. 21κ.ἀ.), κατά τήν ὁποία, ναί μέν ῾ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται᾽ (Ρωμ. 1,17), ἀλλά ἡ πίστη αὐτή ἐκφράζεται μέ τά ἔργα τῆς πίστεως, μέ τή μετάνοια δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, καί μέ τόν καρπό τῆς πίστεως, τήν ἀγάπη. ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽ (Γαλ. 5, 6) κατά τή συνοπτική διατύπωσή του, πού σημαίνει ὅτι τότε ἡ χριστιανική πίστη ζωντανεύει καί ἐνεργοποιεῖται, ὅταν ἀκολουθεῖ τόν δρόμο τῆς ἀγάπης. Πρόκειται γιά διαφορετική διατύπωση τῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἀποστόλου ᾽Ιακώβου, κατά τήν ὁποία ῾ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽ (2, 18). Διαφορετικά, ἡ πίστη μόνη μπορεῖ νά θεωρηθεῖ καί ὡς δαιμονική, ἀφοῦ ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσιν καί φρίττουσι᾽( ᾽Ιακ. 2,19).

῎Ετσι πίστη καί ἔργα (πίστεως) συμπορεύονται στή χριστιανική παράδοση, ἐνῶ ὁποιαδήποτε διάσπαση τῆς πίστεως ἀπό τά ἔργα ἑρμηνεύεται ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῆς ψυχῆς καί τοῦ διασπασμένου νοῦ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἐσωτερική δηλαδή διάσπαση, τήν ὁποία ζοῦν οἱ αἱρετικοί, λόγω τῆς ἐνεργούσας μέσα τους ἁμαρτίας, τούς ὁδηγεῖ καί στό νά βλέπουν διασπασμένη τή θεολογία τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Μέ ἄλλα λόγια καί στό σημεῖο αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἡ ψυχολογική ἀρχή, σύμφωνα μέ τήν ὁποία  ὁ κάθε ἄνθρωπος γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου προβάλλει στήν πραγματικότητα τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό: αὐτό πού ζεῖ, τό προεκτείνει καί πρός τά ἔξω.

Στήν πιθανή ἔνσταση ὅτι ἱστορικά ὑπῆρξε κάποια σύγκρουση τῶν πρωτοκορυφαίων - ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος τότε πού ῾ἦρθε ὁ Πέτρος στήν ᾽Αντιόχεια, τοῦ ἀντιμίλησε κατά πρόσωπο, γιατί ἦταν ἀξιοκατάκριτος. Γιατί πρίν ἔρθουν μερικοί ἄνθρωποι τοῦ ᾽Ιακώβου, ἔτρωγε στά κοινά δεῖπνα μαζί μέ τούς ἐθνικούς. Σάν ἦρθαν ὅμως, ὑποχωροῦσε καί διαχώριζε τή θέση του, ἐπειδή φοβόταν τούς ᾽Ιουδαίους᾽ (Πρβλ. Γαλ. 2,11 ἑξ.) - ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι διαφορετική: ἡ διαφωνία ἦταν γιά τήν τακτική τοῦ Πέτρου ἀπέναντι στούς ἐθνικούς καί ὄχι γιά τήν πίστη καί τήν ἀλήθεια πού ζοῦσε. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, εἴπαμε, πρόβαλε καί προβάλλει συνεχῶς τήν  ἑ ν ό τ η τ ά  τους μέσα καί ἀπό τήν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς τους, ὅπου τούς τοποθετεῖ σέ ἐναγκαλισμό.

Ἡ μεγάλη λοιπόν ἑορτή τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τή συνοδεύει καί μέ νηστεία (γι᾽ αὐτούς γίνεται ἡ νηστεία καί ὄχι γιά τήν ἑπομένη, τῆς σύναξης τῶν ἀποστόλων), μᾶς ὑπενθυμίζει τή βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε καί νά σχετιστοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν μαζί μέ τήν πίστη μας σέ ᾽Εκεῖνον δέν κινητοποιηθεῖ καί ὅλη ἡ ζωή μας. Μέ ἁπλά λόγια, ἡ ἀγάπη μας γιά τόν συνάνθρωπο (αὐτό σημαίνει κυρίως κινητοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ μας) ἀποτελεῖ καί τή σπουδαιότερη ἐπιβεβαίωση τῆς πραγματικῆς πίστεώς μας.




Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου

 Ὁ Μέγας καί κορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὑποβάλλει σέ ὅλους μας μία ἐρώτηση, τήν ὁποία σᾶς μεταέρω: Εἴμαστε χριστιανοί, πραγματικοί χριστιανοί, ναί ἤ ὄχι; Ἐάν ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι εἴμαστε καλοί χριστιανοί, δέν σημαίνει, ὅτι πράγματι εἴμαστε. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει, νά μή ἀγαποῦμε τόν Θεό μέ τήν γλώσσα, μέ λόγια μόνο, ἀλλά μέ ἔργα, νά ἔχουμε ἁπτές ἀποδείξεις καί μαρτυρίες.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε καί ἔδειχνε στούς Γαλάτες, πού τόν ἀμφισβητοῦσαν, ὅτι δέν εἶναι γνήσιος Ἀπόστολος, ἔδειχνε τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τίς πληγές, πού δέχτηκε γιά τό Ὄνομά Του. Ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Γιά τό τί εἶμαι ἔχω μία ἀπολογία, τά στίγματα, τά παθήματα καί τούς κινδύνους, πού ὑπομένω γιά τόν Χριστό. Αὐτά μαρτυροῦν λαπρότερα ἀπό κάθε φωνή καί σάλπιγγα, ὅτι ἐγώ τά ὑπομένω γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Δέν τά ἔχω ἁπλῶς, ἀλλά τά βαστάζω, σάν στεφάνι νικητικό καί σάν παράσημα καί διάδημα βασιλικό. Γι᾿ αὐτά καυχῶμαι καί μεγαλύνομαι καί παρησιάζομαι στόν Κύριο. Τά στίγματα μαρτυροῦν ὅτι εἶμαι γνήσιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ χριστιανός προσφέρει γιά τήν πίστη του, κουράζεται καί  θυσιάζεται. Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα (Β΄, πρός Κορ.) ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ ὅσα ὑπέμεινε γιά τήν πίστη του καί τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό: Ὑποβλήθηκα σέ κόπους περισσότερο ἀπό ὅ,τι θά περίμενε κανείς. Δέχτηκα χτυπήματα μέ ἀφάνταστη ἀγριότητα, πού μοῦ προξένησαν βαθιές πληγές. Πολλές φορές μέ ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἀμέτρητες φορές κινδύνευσα νά θανατωθῶ. Ἀπό τούς Ἰουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα. Τρεῖς φορές μέ ἐράβδισαν, μία φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα στή θάλασσα καί κινδύνεψα νά πνιγῶ. Κάποτε διαλύθηκε τό πλοῖο στά ἀνοιχτά τῆς θάλασσας καί πάλευα ἕνα μερόνυχτο μέ τά ἄγρια κύματα.

Ὑπηρέτησα τόν Κύριο πολλές φορές μέ κοπιαστικές ὁδοιπορίες. Διέτρεξα κινδύνους σέ ποτάμια, κινδύνεψα ἀπό ληστές, κινδύνεψα ἀπό τούς ὁμογενεῖς μου, ἀπό τό ἰουδαϊκό ἔθνος. Διέτρεξα κινδύνους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, κινδύνους μέσα σέ πόλεις, μέσα στή θάλασσα. Κινδύνεψα ἀπό ἀνθρώπους πού ὑποκρινόντουσαν τούς ἀδελφούς.

Ὑπηρέτησα τόν Κύριο μέ κόπο καί μόχθο, μέ ἀγρυπνίες πολλές φορές, μέ πείνα καί δίψα, μέ νηστεῖες πολλές φορές, μέ ψύχος καί γυμνότητα. Ἐκτός ἀπό πολλά ἄλλα, πού παρέλειψα νά ἀπαριθμήσω, εἶχα καί τήν καθημερινή πίεση καί ἐπίθεση τῶν διωκτῶν μου καθώς καί τήν ἀγωνιώδη φροντίδα μου γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες.

Στή Δαμασκό φρουροῦσαν τήν πόλη, ἐπειδή ὁ διοικητής ἐκεῖ ἤθελε νά μέ συλλάβει. Μέ κατέβασαν ὅμως ἀπό ἕνα παράθυρο τοῦ τοίχους μέσα σέ δίχτυ καί ἔτσι ξέφυγα ἀπό τά χέρια τῶν διωκτῶν μου.

Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν, ὄχι σέ κάποιο γερό ἄνθρωπο, ἀλλά σέ ἕνα φιλάσθενο Παῦλο. Εἶχε κάποια σωματική ἀσθένεια, πού τόν ταλαιπωροῦσε. Ὁ σατανᾶς, λέει, τόν βασάνιζε, σάν νά τόν τρυποῦσε μέ μυτερό ξύλο. Καί πάλι ὅλα αὐτά τά δέχτηκε μέ χαρά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ πραγματικοῦ χριστιανοῦ.

Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του μᾶς ἐξιστορεῖ ὅσα ἀντιμετώπισαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων. Μέ τήν πίστη κατετρόπωσαν βασίλεια, ἔφραξαν στόματα λεόντων, δηλαδή τούς ἔρριξαν μέσα στά λεοντάρια, ἀλλά ἐκεῖνα δέν τούς ἔφαγαν. Ἔσβησαν τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τήν σφαγή, ἀναδείχθηκαν ἥρωες στόν πόλεμο. Ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα. Ἄλλοι βασανίσθηκαν μέχρι θανάτου, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους. Δηλαδή προτίμησαν νά θανατωθοῦν, παρά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί ἔτσι νά ἐλευθερωθοῦν. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη δεσμά καί φυλακή. Λιθοβολήθηκαν, τούς ἔκαναν κομμάτια μέ τό πριόνι, πέρασαν δοκιμασίες φοβερές, θανατώθηκαν μέ μαχαίρι. Περιπλανήθηκαν μέσα στίς ἐρημιές ντυμένοι μέ προβιές, ἔζησαν μέ στερήσεις, καταπιέστηκαν φοβερά, ὑπέμειναν θλίψεις καί κακουχίες. Περιπλανήθηκαν στά βουνά, μέσα σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅποιος γνωρίζει ἀπό Παλαιά Διαθήκη, καταλαβαίνει πολύ εὔκολα ποιούς ὑπονοεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος.

Ἀλλά, ἄν ἀνοίξουμε τό Συναξάρι καί διαβάσουμε τούς βίους τῶν Ἁγίων, θά δοῦμε ἐκεῖ μέσα βασανιστήρια φοβερά καί πρωτάκουστα. Τί δέν ἐπεννόησε ἡ διεστραμμένη φαντασία τῶν εἰδωλολατρῶν διωκτῶν! Ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν μέ καρτερία καί γενναιότητα τά τάγματα τῶν Μαρτύρων, οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ.

Ἀκόμη διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ὁσίων Ἀσκητῶν μένουμε ἔκβαμβοι ἀπό τά πνευματικά ἀγωνίσματα καί τά τιτάνια παλαίσματά τους. Ἑκούσιες στερήσεις ἀναψυχῆς καί ἀνάπαυσης, νηστεῖες αὐστηρότατες, ἐξαντλητικές ἀγρυπνίες, προσευχές ἀσταμάτητες, ἀμέτρητες μετάνοιες, ἡ ταπείνωση καί ὁ ἐξευτελισμός καί ἄλλες σωματικές κακουχίες εἶχαν τήν πρώτη θέση στή ζωή τους. Ὁ  πνευματικός τους ἀγώνας ἦταν ἀσταμάτητος, γιά νά κερδίσουν τόν ποθούμενο, δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ ἱστορικός τῆς Ἐκκλησίας ἀναφερόμενος στούς Πατέρες τῆς Α΄. Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέει, ὅτι ἐκεῖ  μέσα ἦταν οἱ Ἅγοι Πατέρες ἄλλοι μέ ἕνα πόδι ἤ μέ ἕνα χέρι, χωρίς μάτια, μέ κομένη τήν μύτη ἤ τά αὐτιά, μέ ξεριζωμένα τά δόντια, μέ πολλές πληγές στά πρόσωπα, μέ σακατεμένα τά ἁγιασμένα σώματά τους. Ὅλοι εἶχαν τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί αὐτό εἶναι πίστις καί αὐτό σημαίνει χριστιανός. Ἄνθρωπος τῆς μαρτυρίας, τῆς ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου, τῆς θυσίας.

Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, θά τολμήσουμε νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα, ἄν εἴμαστε χριστιανοί ἤ ὄχι; Πῶς καί μέ τί θά τό ἀποδείξουμε; Εἴμαστε χριστιανοί γιά νά προσφέρει σέ μᾶς ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, γιά νά μᾶς ἐπαινεῖ ὁ κόσμος ἤ γιά νά προσφέρουμε ἐμεῖς στόν Χριστό καί στούς ἀνθρώπους; Μᾶς ἀρέσει ὁ ἀγώνας, ἡ ἄσκηση ἤ ἡ ἀνάπαυση καί ἡ καλοπέραση; Μέχρι σήμερα τί κάναμε γιά τήν πίστη μας, γιά νά ἀποδείξουμε, ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Ὁ χριστιανός τῶν σαλονιῶν, τοῦ καναπέ καί τῆς τηλεόρασης, ὁ χριστιανός τοῦ καφενείου, τοῦ καφέ στή γειτονειά καί τοῦ κοτσομπολιοῦ δέν εἶναι κἄν χριστιανός.

Ἡ προσευχή ἔχει κάποιο κόπο. Ἡ νηστεία ἔχει δυσκολίες. Δέν εἶναι εὔκολο πάλι νά ἀφήσεις τόν πρωϊνό σου ὕπνο καί νά ἔρθεις στή θεία Λειτουργία. Οὔτε εἶναι τόσο εὔκολο νά ξεγυμνώσεις τά τραύματα τῆς ψυχῆς σου στόν πνευματικό. Τό νά συγχωρήσεις τόν ἐχθρόν σου, προϋποθέτει μεγαλεῖο ψυχῆς. Γιά νά βοηθήσεις τόν πάσχοντα ἀδελφό σου, πρέπει νά ἔχεις μεγάλη καρδιά. Τό νά κόψεις τό δικό σου θέλημα, γιά νά κάνεις τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι ἀρκετά ὀδυνηρό. Αὐτό πονάει, μᾶς στοιχίζει πολύ. Ὅταν αὐτά τά σχετικῶς ἁπλά καί ἐλάχιστα δέν μποροῦμε νά κάνουμε, πῶς θά φτάσουμε νά μαρτυρήσουμε καί νά πεθάνουμε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτό μᾶς ζητηθεῖ; Γιατί θά ἔρθει πάλι τέτοιος καιρός.

Θά τελειώσω μέ κάτι πού σᾶς τό εἶπα ἀρκετά παλαιότερα. Ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐξεστράτευε ἐναντίον τῶν Περσῶν, παρατήρησε σέ μιά μάχη, ὅτι ἕνας στρατιώτης ὅλο καί κρυβόταν, τήν μιά πίσω ἀπό ἕνα βράχο, τήν ἄλλη πίσω ἀπό ἕνα δέντρο κλπ. Μετά τήν μάχη τόν κάλεσε ὁ βασιλιάς καί τόν ρώτησε, πῶς σέ λένε; Ἐκεῖνος ἀπάντησε συνεσταλμένα, ὅτι Ἀλέξανδρος εἶναι τό ὄνομά του. Ἀ, τοῦ εἶπε, ἐδῶ θά τά χαλάσουμε. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι γενναῖος καί ἐσύ εἶσαι δειλός. Στό ἑξῆς ἕνα ἀπό τά δύο θά γίνει. Ἤ θά ἀλλάξεις τό ὄνομά σου ἤ θά ἀλλάξεις τακτική καί θά γίνεις κι᾿ ἐσύ γενναῖος.

Αὐτό θά πρέπει νά κάνουμε κι᾿ ἐμεῖς: Ἤ θά ἀγωνισθοῦμε νά γίνουμε πραγματικοί χριστιανοί ἤ ἄν παραμείνουμε στήν κατάσταση πού εἴμαστε τώρα, νά παύσουμε νά  λεγώμαστε χριστιανοί. Τέτοιους χριστιανούς δέν τούς θέλει ὁ Χριστός. Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς φωτίσει νά κάνουμε τό σωστό καί νά γίνουμε ὅλοι μας ἄξιοι χριστιανοί. Ἀμήν.-      



Ὁμιλία στήν ἑορτή τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς)

 1. Η μνήμη καθενός από τους αγίους ερχόμενη κατά την εόρτιο ημέρα αυτής, είναι κοινή αφορμή ευφρο­σύνης και στα πλήθη και στις πό­λεις και στους πολίτες και στους πολιτάρχες και γίνεται πρόξενος μεγάλης ωφέλειας σε όλους τους εορτάζοντες. Γιατί λέγει ο σοφός Σο­λομών «η μνήμη του δικαίου συνο­δεύεται από εγκώμια, και όταν εγκωμιάζεται ο δίκαιος ευφραίνονται οι λαοί» (Παροιμ. 10, 7). Γιατί, όπως κατά τη νύχτα, όταν αναφθεί λαμπάδα το φως φέγγει για την ανάγκη και την από­λαυση όλων των παρόντων, έτσι και ο θεάρεστος βίος κάθε αγίου και το μακάριο τέλος του και η δοσμένη χάρη σ’ αυτόν από τον Θεό λόγω της καθαρότητας του βίου, προβαλλόμενος στο μέσον με τη μνήμη σαν κάποιος ολόλαμπρος πυρσός, προσ­φέρει κοινή την πνευματική ευφροσύνη και την ωφέλεια στους συναθροισμένους. Και όπως ακριβώς όταν γίνει ευφορία στη γη δεν ευχαριστούνται μόνον οι γεωργοί, αλλά και όλοι οι άν­θρωποι (γιατί η απόλαυση από τους καρπούς της γης είναι κοινή σε όλους), έτσι και η προς τον Θεό καρποφορία των αγίων με την αρετή δεν ευφραίνει μόνο τον γεωργό των ψυχών, αλλά και όλους εμάς, αφού βρίσκεται μπροστά μας ως κοινή τρυφή και απόλαυση των ψυχών μας. Αλλωστε και όταν είναι ακόμη παρόντες σ’ αυτόν τον βίο οι άγιοι είναι όλοι προτροπή προς την αρετή για όλους εκείνους που τους ακούουν και τους βλέπουν με σύνεση· γιατί είναι έμψυχες εικόνες της αρετής, αυτοκίνητες στήλες κάθε καλού, βιβλία ζωντανά που ομιλούν γι’ αυτά που οδηγούν στα ανωτέρα, και όταν μεταβούν από αυτόν τον βίο με τη μνήμη των καλών σε εκείνους συντηρούν για χάρη μας αθάνατη την από αυτούς ωφέλεια. Η μνήμη επίσης των αγαθών έργων εκείνων είναι εγκώμιο εκείνων, που χρεωστείται βέβαια από εμάς σε εκείνους για την προγενέστερη ωφέλεια, είναι όμως χρήσιμο σε μας και τώρα, για το όφελος που προξενείται σ’ εμάς και τώρα από αυτούς.

2. Δεν προσθέτομε βέβαια κάτι στα αγαθά εκείνων υπενθυμίζοντας τις πράξεις τους. Πώς δηλαδή θα μπορούσαμε να το κάνομε αυτό εμείς που δεν είμαστε ικανοί ούτε την αρετή τους να παραστήσομε ολόκληρη; Γιατί φιλοτιμήθηκαν παρακινούμενοι από τις πάνω από το λόγο αμοιβές που είχε υποσχεθεί ο Θεός, να δεί­ξουν, όσο επέτρεπε η φύση, και τρόπο ζωής που υπερβαίνει κάθε λόγο. Δεν αυξάνομε λοιπόν τα προσόντα αυτών εγκωμιάζοντάς τους, μακριά μια τέτοια σκέψη! αλλά αυξάνομε τα από εκείνους προξενούμενα σε μας αγαθά ανυψώνοντας τους εαυτούς μας προς εκείνους σαν θεοφεγγείς λυχνίες και κατανοώντας και προσδεχόμενοι περισσότερο την από εκείνους προερχόμενη καλλοποιό δύναμη.

3. Αν η μνήμη κάθε αγίου τελείται, για τους λόγους που είπα­με, από εμάς με ύμνους και τα εγκώμια που ταιριάζουν σ’ αυτούς, πόσο περισσότερο πρέπει του Πέτρου και του Παύλου, της κορυ­φαίας ακρότητας του κορυφαίου χορού των Αποστόλων; Αυτοί είναι κοινοί πατέρες και καθοδηγητές όλων εκείνων που φέρουν το όνομα του Χριστού, αποστόλων, μαρτύρων, οσίων, ιερέων, ιεραρχών, ποιμένων και διδασκάλων, και όλων των ποιμαινομένων και διδασκομένων, ως αρχιποιμένες ή και αρχιτέκτονες της κοινής όλων ευσέβειας και αρετής, και «ως φωστήρες στον κόσμο που επέχουν θέση ζωής» (Φιλ. 2, 16), που τόσο πολύ ξεπερνούν σε λάμψη εκείνους που διέλαμψαν με την ευσέβεια και την αρετή τους, όσο υπερβαίνει τους άλλους αστέρες ο ήλιος, ή όσο οι ουρανοί τους ουρανούς, διηγούμενοι την ανώτατη δόξα του Θεού· τόσο πολύ ξεπερνούν το μέγεθος των ουρανών και το κάλλος των αστέρων και την ταχύτητα και των δύο και την τάξη και τη δύναμη, όσο αυτοί φανερώνουν και τα πάνω από την αίσθηση προς αυτά τα υπερουράνια και υπερκόσμια, και αναπέμπουν φως, «στο οποίο δεν υπάρχει παραλλαγή ή αποσκίασμα μετατροπής» (Ιακ. 1, 17), όχι μόνο εξάγοντας από το σκότος στο θαυμαστό αυτό φως, αλλά καθι­στώντας με τη μετάδοση αυτούς που μετέχουν φως και γεννήμα­τα τέλειου φωτός, ώστε και ο καθένας από αυτούς κατά τη μελλο­ντική ένδοξη παρουσία και επιφάνεια του αρχίφωτου και θεάν­θρωπου Λόγου να λάμψει σαν ήλιος.

4. Τέτοιοι φωστήρες έχοντας ανατείλει σήμερα σε μας ο ένας μαζί με τον άλλο λαμπρύνουν την Εκκλησία· γιατί η σύνοδος αυτών δεν προκαλεί έκλειψη, αλλά περίσσεια φωτός· γιατί δεν συμβαίνει, περιπολώντας ο ένας επάνω, να είναι εδραιωμένος στα ύψη, και ο άλλος να είναι χαμηλότερα για να υποσκιάσει τον άλλο, ούτε ο ένας να ηγείται της ημέρας και ο άλλος της νύχτας, ώστε φερόμενος αντίκρυ να πέσει στη σκιά, ούτε ο ένας να εκπέμπει το φως και ο άλλος να παίρνει το φως από εκεί, ώστε να παθαίνει από αυτό αλλοίωση, δεχόμενος άλλοτε αλλιώς τον φωτι­σμό ανάλογα με την απόσταση, αλλά, αφού και οι δύο κατέστη­σαν εξίσου μέτοχοι του Χριστού, της αστείρευτης πηγής, του αιώ­νιου φωτός, απέκτησαν ίσο και το ύψος και τη δόξα και τη λαμπρότητα. Γι’ αυτό και είναι αλληλουχία η σύνοδος των φω­στήρων αυτών, που χορηγεί διπλάσια έλλαμψη στις ψυχές των πιστών.

5. Αλλ’ ο πρώτος αποστάτης που οδήγησε σε αποστασία από τον Θεό και τον πρώτο άνθρωπο, βλέποντας ήδη εκείνον που έπλασε τον Αδάμ πατέρα του γένους των ανθρώπων, να αναπλά­θει ύστερα τον Πέτρο πατέρα του γένους των αληθινά θεοσεβών, και όχι μόνο βλέποντας, αλλά και ακούοντας αυτόν να λέγει προς αυτόν, «συ είσαι Πέτρος, και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδο­μήσω την Εκκλησία μου» (Ματθ. 16, 18)· αφού έμαθε αυτό ο αρχέκακος από τη φθονερή κακία του πειράζει και τον Πέτρο τον αρχηγό του γένους των θεοσεβών, όπως άλλοτε και τον Αδάμ τον αρχηγό του γένους των ανθρώπων. Γνωρίζοντας όμως ότι αυτός ήταν στολισμένος με σύνεση και πυρωμένος από την αγάπη προς τον Χριστό, δεν τολμά βέβαια την κατά πρόσωπο επίθεση, αλλά παραπλανώντας τον με δόλο κατά κάποιο τρόπο από πλάγια, και μάλιστα από δεξιά, τον πείθει να πράττει πέρα από τα αναγκαία, και κατά τον καιρό του σωτηρίου πάθους, λέγοντας ο Κύριος προς τους μαθητές, «αύτη τη νύχτα όλοι θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς εμένα» (Ματθ. 26, 31), αυτός πρόβαλε με απείθεια αντίρρηση. Και όχι μόνον αυτό, αλλά έθετε και τον εαυτό του πάνω από όλους, λέγοντας ότι, και αν όλοι σκανδαλισθούν, αλλ’ εγώ όχι. Εγκαταλείπεται λοιπόν περισσότερο από τους άλλους, επειδή κυριεύθηκε από αλαζονεία, ώστε, αφού ταπεινωθεί περισσότερο από τους άλλους, να παρουσιασθεί στον κατάλληλο καιρό λα­μπρότερος, όχι όπως ο Αδάμ που πειράσθηκε και συγχρόνως νικήθηκε και καταποντίσθηκε τελείως, αλλά, αφού πειράσθηκε και παρασύρθηκε για λίγο, νίκησε τον πειράζοντα. Πώς; Με την απευθείας κατάκριση του εαυτού του και τη σφοδρή λύπη και μετάνοια, και με το δραστικό προς εξιλέωση φάρμακο, τα δά­κρυα· γιατί λέγει· «καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την εξουθενώσει» (Ψαλμ. 50, 12), και η αρεστή στον Θεό λύπη προκαλεί μετάνοια αμετάτρεπτη προς σωτηρία, και «αυτός που σπέρνει την παράκληση με δάκρυα, θα θερίσει με αγαλλίαση τη συγ­χώρηση» (Ψαλμ. 125, 5).

6. Θα μπορούσε όμως κανείς να δει εξετάζοντας αυτόν, ότι όχι μόνο θεράπευσε με τη μετάνοια και το οδυνηρό πένθος την άρνη­ση στην οποία παρασύρθηκε, αλλά και ότι ξερρίζωσε τελείως από την ψυχή του το πάθος εξαιτίας του οποίου εγκαταλείφθηκε περισσότερο από τους άλλους. Και αυτό θέλοντας να δείξει σε όλους ο Κύριος, μετά το σαρκικό πάθος του για χάρη μας και την από τους νεκρούς τριήμερη ανάστασή του, χρησιμοποίησε προς τον Πέτρο τα λόγια που αναγνώσθηκαν σήμερα στο ευαγγέλιο, λέγοντας προς αυτόν «Σίμων υιέ του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς», δηλαδή από τους μαθητές μου. Και πρόσεχε την προς το ταπεινότερο μεταβολή αυτού. Αυτός δηλαδή που πρωτύτερα, και χωρίς να ερωτηθεί, τοποθέτησε πάνω από τους άλλους τον εαυτό του και είπε, «και αν όλοι σε αρνηθούν, όμως όχι εγώ», τώρα ερωτώμενος, εάν τον αγαπά περισσότερο από τους άλλους, συμφωνεί βέβαια ότι τον αγαπά, το περισσότερο όμως παραλείπει να το πει, λέγοντας· «ναι, Κύριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ».

7. Τί λέγει λοιπόν ο Κύριος; Επειδή έδειξε αυτόν ότι ούτε από την προς αυτόν αγάπη εξέπεσε και ότι απέκτησε την ταπείνωση, εκπληρώνει την από παλαιά προς αυτόν υπόσχεση και λέγει προς αυτόν, «ποίμαινε τα αρνιά μου». Πραγματικά, όταν ονομά­ζει οικοδομή το σύνολο αυτών που πιστεύουν σ’ αυτόν υπόσχεται ότι θα τον τοποθετήσει θεμέλιο, λέγοντας «συ είσαι Πέτρος και επάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου» (Ματθ. 16, 8). Όταν ο λόγος γίνεται για την αλιεία τον κάμνει αλιέα ανθρώ­πων, λέγοντας «από τώρα θα αλιεύεις ανθρώπους» (Λουκά 5, 10). Όταν πάλι κάνει πρόβατα τους δικούς του τοποθετεί τον Πέτρο ποιμένα, λέγοντας «ποίμαινε τα αρνιά μου, ποίμαινε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21, 15-16). Μπορούμε όμως αδελφοί, να αντιληφθούμε και από εδώ, ότι όσο ποθεί τη σωτηρία μας ο Κύριος τόσο περισσότερο και από αυτούς που τον αγαπούν δεν ζητεί τίποτε άλλο, παρά να μας οδηγούν προς τη βοσκή και τη σωτήρια μάνδρα.

8. Ας ποθήσομε λοιπόν και εμείς τη σωτηρία μας και ας δείξομε υπακοή σ’ αυτούς που με έργο και λόγο μας οδηγούν προς αυτήν· γιατί αρκεί να θελήσει καθένας από εμάς να πορευθεί τον δρόμο που οδηγεί προς τη σωτηρία, και ο καθηγητής έφτασε ετοιμασμέ­νος από τον κοινό Σωτήρα, και ο χορηγός της σωτηρίας είναι ετοι­μότατος εξαιτίας της υπερβολικής φιλανθρωπίας του ως αυτό­κλητος, ή μάλλον όντας αυτοπαράκλητος. Και ερωτά τρεις φορές, ώστε αποκρινόμενος εκείνος τρεις φορές, να δώσει την καλή ομο­λογία και με την τριπλή ομολογία να θεραπεύσει την τριπλή άρνηση· και τρεις φορές τον ορίζει επικεφαλής στα αρνιά και τα πρόβατά του, τοποθετώντας κάτω από τον Πέτρο και τις τρεις τάξεις των σωζομένων, τη δουλεία, την μισθοφορία και την υιότητα, ή την παρθενία, τη χηρεία με σωφροσύνη και τον τίμιο γάμο. Αλλά ο Πέτρος, ερωτώμενος πάλι και πάλι αν αγαπά τον Χριστό, στενοχωρήθηκε, λέγει, από τις επανειλημμένες ερωτήσεις επειδή νόμισε ότι δεν τον πίστευε. Γνωρίζοντας όμως τον εαυτό του, ότι τον αγαπά και μη αγνοώντας ούτε και αυτό, ότι γνωρίζεται από αυτόν που τον ερωτά περισσότερο από όσο ο ίδιος γνωρίζει τον εαυτό του, περισφιγμένος κατά κάποιο τρόπο από παντού, δεν ομολογεί μόνο ότι τον αγαπά, αλλά και κηρύττει, ότι ο αγαπώμενος από αυτόν είναι ο Θεός των όλων, λέγοντας· «συ, Κύριε, γνω­ρίζεις τα πάντα, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ» (Ιω. 21, 17)· γιατί το να γνωρί­ζει τα πάντα είναι γνώρισμα του Θεού των πάντων.

9. Ο Κύριος όμως αφού αυτός έκαμε αυτή την ομολογία από την ψυχή του, όχι μόνο τον χειροτονεί ποιμένα και αρχιποιμένα όλης της Εκκλησίας του, αλλά υπόσχεται ότι θα τον περιζώσει με τόση δύναμη, ώστε να δείξει υπομονή και μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, αυτός που πριν από την υπόσχεση αυτή δεν άντεξε ούτε στην ερώτηση και λαλιά ενός κοριτσιού. «Σε διαβεβαιώνω αληθινά», είπε προς αυτόν, «ότι όταν ήσουν νεώ­τερος» και στη σωματική και στην πνευματική ηλικία, «έζωνες τον εαυτό σου», δηλαδή χρησιμοποιούσες τη δύναμή σου και περ­πατούσες όπου ήθελες, όντας αυτοκίνητος και ζώντας σύμφωνα με την προαίρεση που είχες από τη φύση σου, όταν όμως θα γε­ράσεις φθάνοντας στο άκρο της σωματικής και της πνευματικής ηλικίας, «θα απλώσεις τα χέρια σου»· με τα λόγια αυτά προδηλώνει το δια του σταυρού τέλος του και μαρτυρεί ότι το δέσιμό του πάνω σ’ αυτόν δεν θα γίνει χωρίς τη θέληση του Πέτρου. Θα απλώσεις λοιπόν ο ίδιος τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώσει, δη­λαδή θα σε ενδυναμώσει και θα σε φέρει όπου δεν θέλεις φεύγο­ντας από τους ανθρώπους επειδή η φύση δεν θέλει τη διάλυσή της με το θάνατο· γιατί το υπερφυσικό μαρτύριο του Πέτρου δεί­χνει τη σχέση της φύσεώς μας εδώ προς τη ζωή· γιατί εκείνα, λέγει, θα υπομείνεις με καρτερία και με τη θέλησή σου για μένα και τη μαρτυρία μου παίρνοντας δύναμη από μένα, τα οποία επειδή είναι πάνω από τη φύση δεν τα θέλει ως από τη φύση της η φύση.

10. Αλλά ο Πέτρος βέβαια τέτοιος ήταν, όσο μπορούμε από αυτά τα λίγα να γνωρίσομε. Τί ήταν όμως ο Παύλος και ποιά γλώσσα, ή μάλλον ποιές και πόσες θα μπορέσουν να παραστήσουν ακόμα και μέτρια την μέχρι θανάτου καρτερία εκείνου για χάρη του Χριστού; Αυτός καθημερινά πέθαινε, ή καλύτερα ζούσε όντας παντοτινά πεθαμένος αφού δεν ζούσε αυτός πλέον, όπως ο ίδιος λέγει, αλλ’ είχε μέσα του ζώντα τον Χριστό (Γαλ. 2, 20). Για την αγάπη του Χριστού όχι μόνο θεώρησε όλα τα παρόντα σκύβαλα, αλλά και τα μέλλοντα τα τοποθετούσε δεύτερα συγκρίνοντάς τα προς αυτόν γιατί λέγει· «είμαι πεπεισμένος, ότι ούτε ο θάνατος, ούτε η ζωή, ούτε τα παρόντα, ούτε τα μέλλοντα, ούτε ύψωμα ούτε βάθος θα μπορέσει να μας χωρήσει από την αγάπη του Θεού που μας έδειξε μέσω του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 8, 38). Και είχε ζήλο Θεού, ώστε και να ζηλεύει εμάς με ζήλο Θεού. Και σε ποιόν άλλο θα παραχωρήσει τα ίσα, παρά μόνο στον Πέτρο; Ποιός πάλι ήταν ως προς την ταπεί­νωση άκουσε αυτόν πάλι να λέγει για τον εαυτό του· «εγώ είμαι ο ελάχιστος από τους Αποστόλους, τέτοιος που δεν είμαι ικανός να ονομάζομαι απόστολος» (Α’ Κορ. 15, 9).

11. Τί λοιπόν; Αφού είναι ίδιος με τον Πέτρο στην ομολογία, τον ζήλο, την ταπείνωση, την αγάπη, άραγε δεν επέτυχε και τα ίδια έπαθλα από αυτόν που τα πάντα τα χορηγεί με δικαιότατο ζυγό και μέτρο και σταθμά; Γι’ αυτό στον Πέτρο βέβαια λέγει, «συ είσαι Πέτρος, και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου», ενώ για τον Παύλο τί λέγει προς τον Ανανία; «Αυτός είναι σκεύος εκλογής μου για να μεταφέρει το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων» (Πράξ. 9, 15). Ποιό όνομα; Οπωσδήποτε αυτό με το οποίο ονομασθήκαμε εμείς, την Εκκλησία του Χρι­στού, την οποία ως θεμέλιο βαστάζει ο Πέτρος. Βλέπετε πόση είναι η λαμπρότητα και η ομοτιμία του Πέτρου και του Παύ­λου, και ότι και από τους δύο βαστάζεται η Εκκλησία του Χριστού; Γι’ αυτό και αυτή τώρα απονέμει μία και την ίδια τιμή και στους δύο, εορτάζοντας σήμερα και τους δύο μαζί ομότιμα. Αλλά εμείς, εξετάζοντας το τέλος αυτών, ας μιμηθούμε τον τρόπο ζωής των και αν όχι τα άλλα, τουλάχιστο την από την ταπείνωση και μετάνοια διόρθωση· γιατί τα άλλα βέβαια είναι μεγάλα και υψηλά και ταιριάζουν σε μεγάλους και είναι κατάλ­ληλα προς μίμηση από μεγάλους, μερικά ίσως είναι τελείως αμί­μητα από όλους, η διόρθωση όμως από τη μετάνοια ταιριάζει σε μας περισσότερο παρά σε εκείνους, αφού και καθημερινά διαπράττομε ο καθένας πολλά πταίσματα (Ιακ. 3, 2) και από πουθενά αλλού δεν υπάρχει για μας ελπίδα σωτηρίας, αν δεν αποσπάσομε αυτήν από τη διαρκή μετάνοια.

12. Προηγείται όμως της μετάνοιας η αναγνώριση και κατανόη­ση των δικών μας πταισμάτων, η οποία είναι μεγάλη αφορμή προς εξιλέωση· γιατί λέγει ο Ψαλμωδός προφήτης προς τον Θεό «ελέησέ με, γιατί εγώ γνωρίζω την ανομία μου» (Ψαλμ. 50, 1-2), αποσπώντας με την επίγνωση το έλεος και με την εξαγόρευση και αυτομεψία απο­κομίζοντας τέλεια τη συγχώρηση· γιατί λέγει· «είπα, θα εξαγορεύσω εναντίον μου την ανομία μου προς τον Κύριο, και συ συγχώρη­σες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 6)· γιατί την επίγνωση των αμαρτημάτων μας ακολουθεί η αυτοκατάκριση, και αυτήν η λύπη για τα αμαρτήματα, την οποία ο Παύλος ονόμασε «λύπη κατά Θεόν» (Β’ Κορ. 7, 10). Αυτήν πάλι την κατά Θεόν λύπη ακολουθεί η με συντριμμέ­νη καρδιά εξομολόγηση και παράκληση προς τον Θεό, και η υπό­σχεση της αποχής στο εξής από τις κακίες· και αυτό είναι η μετά­νοια.

13. Και εξαιτίας αυτού ο Μανασσής εκείνος απαλλάχθηκε από την τιμωρία για τα αμαρτήματά του, αν και βέβαια περιέπεσε σε πλήθος και μέγεθος και βάθος παραπτωμάτων και κυλιόταν σ’ αυτά για περίοδο πολλών ετών (Δ’ Βασ. 21, 1-18). Του Δαβίδ πάλι όχι μόνο εξά­λειψε ο Κύριος το αμάρτημα εξαιτίας της μετάνοιάς του, αλλά και δεν του αφαίρεσε την προφητική χάρη. Αυτήν χρησιμοποιώντας και ο Πέτρος, όχι μόνο σηκώθηκε από την πτώση και επέτυχε τη συγχώρηση, αλλά και του ανατέθηκε η προστασία της Εκκλη­σίας του Χριστού. Αυτήν την προστασία θα βρεις να έχει επιτύχει και ο Παύλος μετά την επιστροφή και την προκοπή και την παρα­πάνω από τους άλλους οικείωση με τον Θεό· γιατί η μετάνοια αν είναι αληθινή και βγαίνει αληθινά από την καρδιά, πείθει τον κάτοχό της να μη συνεχίζει τις αμαρτίες, να μη προσηλώνεται πια στα φθειρόμενα, να μη χάσκει πλέον στις μη καλές ηδονές, αλλά να καταφρονεί τα παρόντα, να αφοσιώνεται στα μέλλοντα, να αγωνίζεται εναντίον των παθών, να επιδιώκει τις αρετές, να δεί­χνει εγκράτεια σε όλα, να επαγρυπνεί με τις προς τον Θεό προσευχές, να απέχει από το κέρδος από αδικίες, να είναι συγχωρητικός προς εκείνους που πταίουν σ’ αυτόν, να είναι ευμενής προς όσους τον ικετεύουν, να είναι προθυμότατος και να κάμπτεται μέσα από την ψυχή του προς όλους εκείνους που χρειάζονται τη βοήθειά του, παρέχοντας από όσα έχει, λόγια, έργα, χρήματα, ώστε με τη φιλανθρωπία να κερδίσει τη φιλανθρωπία και αντί της προς τον πλησίον αγάπης να λάβει την εκ μέρους του Θεού αγάπη και να αποσπάσει την προς τον εαυτό του θεία ευμένεια και να επιτύχει το αιώνιο έλεος και τη θεία ευλογία και χάρη που παραμένει στον αιώνα.

14. Αυτήν εύχομαι να επιτύχομε όλοι εμείς με τη χάρη του μονογενούς Υιού του Θεού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)



Έφτασε η μέρα που τιμάται ο φυτευτής!

 Έφτασε η μέρα που τιμάται ο φυτευτής! Ποιος είναι ο φυτευτής; Μα ποιος άλλος παρά ο «πρώτος μετά τον Ένα», ο αεικίνητος και ακαταπόνητος, ο Μέγας Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος;

Και γιατί τον αποκαλώ φυτευτή; Ο ίδιος χρησιμοποιεί για τον εαυτό του το όνομα αυτό. Στην πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή του:

«Εγώ εφύτευσα, Απόλλως επότισεν, αλλ' ο Θεός ηύξανεν».

Δηλαδή:

«Eγώ φύτεψα, ο Aπολλώς πότισε, μα την αύξηση την πραγματοποιούσε ο Θεός».

Για ν' αξιολογήσει αμέσως μετά το έργο του με τις εξής φράσεις:

«Ώστε ούτε ο φυτεύων εστί τι, ούτε ο ποτίζων, αλλ' ο αυξάνων Θεός».

Δηλαδή:

«Eπομένως, ούτε αυτός που φυτεύει είναι κάτι ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά ο Θεός που δίνει την αύξηση».


 Κι αν εκείνος, με τη βαθιά του ταπείνωση, έβλεπε τόσο ασήμαντη την προσφορά του στο έργο της διαδόσεως και επικρατήσεως της Αλήθειας, όλος ο Χριστιανικός κόσμος του αναγνωρίζει την σημαντική συμβολή του στο να οδηγηθεί από το σκότος στο Φως και ν' απολαύσει τις ιδιαίτερες ευλογίες Του Θεού.

«Εγώ εφύτευσα». Δεν ήταν από την αρχή τέτοιος. Ήρκεσε όμως μία δυναμική αποκάλυψη Του Υιού Του Θεού προς τον πρώην διώκτη Σαύλο στον δρόμο της Δαμασκού, για να τον μεταβάλει σε θερμό της Πίστεως κήρυκα και διδάσκαλο του Ευαγγελίου.


  Ποιος ποτέ θα καταφέρει να διηγηθεί «τα κατά πόλιν δεσμά και τας θλίψεις» του Αποστόλου Παύλου, που υπέφερε για να φυτεύσει την Αλήθεια της Ορθοδοξίας στις καρδιές των Ιουδαίων και των ειδωλολατρών; 

  Ή να περιγράψει «τους κόπους, τους μόχθους, τας αγρυπνίας, τας εν λιμώ και δίψει κακοπαθείας, τας εν ψύχει και γυμνότητι», όπως θ' ακούσουμε απόψε, στα στιχηρά ιδιόμελα του Εσπερινού της εορτής των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων, πως υπέστη ο Παύλος, για να ριζώσει το ευαγγελικό μήνυμα εκεί που η άγνοια και το ψέμα είχαν στήσει τον θρόνο τους;


  Με υποτυπώδη μέσα συγκοινωνίας, οδοιπόρος ως επί το πλείστον, ανάμεσα σε χιλιάδες κινδύνους και ταλαιπωρίες, περιοδεύει, κινείται συνεχώς, διέρχεται οροσειρές, διαπλέει θάλασσες, συλλαμβάνεται, μαστιγώνεται, φυλακίζεται, για να μην αφήσει πόλη στην Παλαιστίνη και στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο και στην Ελλάδα μας, που να μη την επισκεφθεί και να μη μεταδώσει το χαρμόσυνο μήνυμα της δια Του Χριστού σωτηρίας των ανθρώπων. Ιεροσόλυμα, Αντιόχεια, Πέργη, Αντιόχεια της Πισιδίας, Ικόνιο, Δέρβη, Λύστρα, Φρυγία, Γαλατική χώρα, Τροία, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος, Έφεσος, Καισαρεία της Παλαιστίνης και τέλος Ρώμη, δέχτηκαν την ευεργετική σκαπάνη του φυτευτή Του Χριστού. Τι σημασία έχει για εκείνον κι αν λιθοβολείται στα Λύστρα και φτάνει μια ανάσα απ' τον θάνατο; Αν ξυλοκοπείται και ραβδίζεται στους Φιλίππους; Αν δύο ολόκληρα χρόνια περνά στις φυλακές της Καισαρείας κι άλλα δύο σ' εκείνες της Ρώμης;


  «Εγώ εφύτευσα». Kαι το άξιο πολλής προσοχής είναι τούτο: Δεν προφτάνει να φυτεύσει ο δραστήριος και Θεοφώτιστος φυτευτής και η φυτεία μεγαλώνει και γεμάτη ζωή που της χαρίζει ο Αυξάνων Θεός, σκορπίζει την ευωδία της ολόγυρα και ομορφαίνει τον κατάξερο από την άγνοια της πνευματικής ζωής τότε κόσμο.

Φυτεία, την οποία εφύτευσε το άγιο χέρι του Αποστόλου Παύλου, είναι και η δική μας Εκκλησία, η Εκκλησία της Ελλάδος.

 Εκείνος μετέδωσε στους ειδωλολάτρες προγόνους μας την Μόνη Αλήθεια. Και σήμερα, 2000 χρόνια μετά την ίδρυσή της, τι μας ζητάει; Να φροντίσουμε να καρποφορήσουμε καρπό πίστεως, αρετής και αγιότητας. Έντονη, επιβλητική και ζωηρή ακούγεται η παραγγελία του προς όλους εμάς, από την Προς Φιλιππησίους Επιστολή του:

«Το λοιπόν, αδελφοί, όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εί τις αρετή και εί τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε. Α και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε. Και ο Θεός της Ειρήνης, έσται μεθ' υμών».

Δηλαδή:

«Αδελφοί μου, όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι καθαρά, όσα είναι προσφιλή, όσα έχουν καλή φήμη, αν υπάρχει κάποια αρετή κι αν υπάρχει κάποιος έπαινος, αυτά να συλλογίζεστε. Eκείνα που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε και είδατε σε μένα, αυτά να κάνετε. Και ο Θεός της Ειρήνης θα είναι μαζί σας».


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι

 Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.


Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.


Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

Στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως κρύβεται όχι μόνο η Θεότητα αλλά και η Ανθρωπότητα του Χριστού

 Στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως κρύβεται όχι μόνο η Θεότητα αλλά και η Ανθρωπότητα του Χριστού.

Είναι Μυστήριο των Μυστηρίων·το, από κάθε άποψη Απόκρυφο,που υπερβαίνει όλους τους όρους της φυσικής γνώσεως.

Εκείνος που μεταλαμβάνει εξέρχεται από τον ναό, όλος ανακαινισμένος.

Το πυρ της θεότητος: κατέφλεξε τις αμαρτίες ,αγίασε τη διάνοια,ενίσχυσε τις δυνάμεις της ψυχής,φώτισε τον νου,καθήλωσε την καρδιά με τον φόβο του Θεού και την ανέδειξε κατοικία του Αγίου Πνεύματος .

Εκείνος που μεταλαμβανει γεμίζει από άφατη χαρά και ανείπωτη αγαλλίαση.

Μόνο αυτός αισθάνεται την αλλοίωση.Ευφραίνεται για τον ανακαινισμό του.

Όλες οι αρετές στολίζουν την καρδιά του.Πόθος του είναι η ένωση με τον Κύριο.

Ψυχική γαλήνη, και ουράνια ειρήνη βασιλεύει μέσα του.


ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ.

ΓΕΡΟΝΤΑ, ΕΓΩ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ ΕΧΩ ΝΑ ΚΛΑΨΩ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΦΑΛΜΑ ΜΟΥ!

 –Γέροντα,εγώ χρόνια τώρα έχω να κλάψω για ένα σφάλμα μου∙ δεν έχω ούτε ένα δάκρυ. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχω πραγματική μετάνοια;

– Δεν πονάς για ένα σφάλμα που κάνεις;


– Πονάω ,αλλά ίσως είναι ρηχός ο πόνος.


– Από τα δάκρυα μη βγάζης συμπέρασμα. Είναι βέβαια τα δάκρυα ένα χαρακτηριστικό της μετανοίας, αλλά δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό. Μερικοί, εκεί που κλαίνε, εκεί γελάνε. Ο καρδιακός πόνος και ο εσωτερικός αναστεναγμός είναι τα εσωτερικά δάκρυα, που είναι ανώτερα από τα εξωτερικά. Ένας καημένος, έλεγε: «Τί σκληρός που είμαι, πάτερ! Ούτε ένα δάκρυ! Η καρδιά μου είναι σαν πέτρα. Τί σκληροκαρδία! Αχ!». Ενώ ήταν πολύ ευαίσθητος, αισθανόταν πολύ σκληρός, γιατί δεν έκλαιγε. Αναστέναζε όμως βαθιά, βογγούσε ο καημένος, και έβλεπες έναν αναστεναγμό να βγαίνη από τα βάθη της καρδιάς του! Ενώ άλλος κλαίει-γελάει και είναι σαν να τον ανοιξιάτικο καιρό. Βλέπει λ.χ. κάποιον δυστυχισμένο, συγκινείται, κλαίει λίγο, κι ένα κι ένα λέει: «α, εγώ ,πώς συμμετέχω στον πόνο του άλλου!». Ή, αν προσευχηθή και χύση λίγα δάκρυα ,λέει:«α,η προσευχή μου εισακούεται, γιατί γίνεται μετά δακρύων!» και αναπαύει τον λογισμό του.


Υπάρχουν και τα απαρηγόρητα δάκρυα. Αυτά είναι ταγκαλίστικα. Δεν έχουν μετάνοια, αλλά θιγμένο εγωισμό. Τότε ο άνθρωπος κλαίει εγωιστικά για την πτώση του. Πληγώνεται, γιατί με τις απροσεξίες του ξέπεσε στα μάτια των άλλων, και όχι γιατί λύπησε τον Θεό, και υποφέρει διπλά.


Στον ανταρτοπόλεμο ένας καπετάνιος από τους αντάρτες – ο Θεός να του χαρίζη μετάνοια- είχε πιάσει έναν φτωχό οικογενειάρχη που είχε εννιά παιδιά, τον έβαλε κάτω και τον χτυπούσε αλύπητα, επειδή δεν συμφωνούσε με την ιδεολογία του. Αυτός ο άνθρωπος μάλιστα ήταν κάποτε στην υπηρεσία του. Φώναζε ο καημένος: «Καλά, δε με λυπάσαι, εννιά παιδιά έχω∙ δεν θυμάσαι που σε κουβαλούσα και στην πλάτη μου; Τι σου έκανα;».


Κάποιος από τους συντρόφους του καπετάνιου, όταν τον είδε να τσαλαπατά τόσο σκληρά αυτόν τον άνθρωπο, του φώναξε: «Ε, τί σου έκανε; Δεν τον λυπάσαι; Οικογενειάρχης άνθρωπος είναι». Αμέσως εκείνος βάζει κάτι κλάματα, επειδή θίχτηκε ο εγωισμός του από την παρατήρηση του συντρόφου του!


Αυτά τα κλάματα είναι εγωιστικά∙ είναι σαν την μεταμέλεια του Ιούδα. Παρέδωσε τον Χριστό και μετά πήγε στους Φαρισαίους να πη «ήμαρτον», αλλά εκείνοι του είπαν: «Τι μας το λες ότι αμάρτησες;». Οπότε προσεβλήθη,πείσμωσε, τους πέταξε τα αργύρια και πήγε και κρεμάσθηκε από εγωισμό. Ενώ, αν μετανοούσε και πήγαινε και έλεγε στον Χριστό «ευλόγησον», θα σωζόταν.


Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Όσιοι Σέργιος και Γερμανός οι θαυματουργοί οι εν Βαλάμη

 Οι Όσιοι Σέργιος και Γερμανός εγκαταστάθηκαν στη νήσο Βαλάμη το 1329 μ.Χ. και προσπάθησαν να διαδώσουν τον Χριστιανισμό κάτω από δύσκολες συνθήκες.


Οι Όσιοι Σέργιος και Γερμανός κοιμήθηκαν περί το 1353 μ.Χ.


Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο των Οσίων.

Άγιος Σέργιος ο δίκαιος ο Μάγιστρος

 Ο Άγιος και δίκαιος Σέργιος, καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια της Αμάστρισου, του Εύξεινου Πόντου. Η οικογένεια του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με εκείνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Έκανε λαμπρές σπουδές και γρήγορα έφθασε σε υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Αν και ο Θεόφιλος ήταν θερμός υποστηρικτής των εικονομάχων, ο Σέργιος παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων. Αναδείχθηκε δε και προστάτης πολλών υπερασπιστών των αγίων εικόνων, κατά τον από του Θεόφιλου διωγμό. Μετά δε το θάνατο του Θεόφιλου, συνετέλεσε τα μέγιστα και εξάντλησε όλη την επιρροή του για να ενισχυθεί η γνώμη της Θεοδώρας για τη σύγκληση Οικουμενικης Συνόδου, για την αναστύλωση των Εικόνων. Εκοιμήθη ειρηνικά στην Κρήτη και ετάφη στη μονή του Μαγίστρου. Αργότερα τα άγια λείψανά του μετακομίσθηκαν με μεγάλες τιμές και ετάφησαν στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία έκτισε ο ίδιος στον κόλπο της Νικομήδειας, η οποία λεγόταν του Νικητιάνου επειδή ο κτήτοράς της καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια.

Άγιος Παππίας

 Υπήρξε και αυτός ολοκαύτωμα στην πολυάριθμη σειρά των επί Διοκλητιανού και Mαξιμιανού (301 μ.Χ.) μαρτυρικών θυμάτων. Μόνο δια το ότι πίστεψε στον Χριστό και δεν θέλησε ν' αρνηθεί την πίστη του, φυλακίστηκε και βασανίστηκε για μέρες ολόκληρες. Επειδή όμως έμεινε αμετάθετος στην πίστη του, αποκεφαλίστηκε και ανέβηκε νικηφόρος στα ουράνια.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου

 Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.).


Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.


Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’.

Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλὰς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας χάριτος, τὴ ἐνεργεῖα, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ρεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ὑμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμω ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τὲ ἔνδοξε, ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι' ὑμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες, Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἐν κόσμῳ, ἄπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη τῇ χειρουργίᾳ, τέμνετε, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι, ἰατροὶ ὑπάρχετε.


Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ: ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ, ΕΙΣΑΙ ΔΟΥΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ, ΑΝ ΠΑΛΙ ΘΕΛΕΙΣ, ΕΙΣΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΠ' ΑΥΤΑ!

 Αμαρτήματα  δεν  είναι  όσα  γίνονται  κατά  φύση, αλλά  πονηρά  είναι  εκείνα  που  γίνονται  από  την  προαίρεση  του  ανθρώπου.

Π.χ.  δεν  είναι  αμαρτία  το  να  τρώει  ο  άνθρωπος, αλλά  το  να  μην  τρώει  με  ευχαριστία, κοσμιότητα  και  εγκράτεια  ώστε  να  κρατά  το  σώμα  του  στη  ζωή  χωρίς  κανένα  πονηρό  υπολογισμό.

Ούτε  το  να  βλέπεις  αθώα  είναι  αμαρτία, αλλά  το  να  βλέπεις  με  φθόνο, υπερηφάνεια  και  απληστία. 


Επίσης  το  να  μην  ακούς  υπομονετικά, αλλά  με  οργή  και  θυμό, το  να  μην  καθοδηγείς  τη  γλώσσα  σου  σε  ευχαριστία  προς  το  Θεό  και  προσευχή, αλλά  να  κατηγορείς  τούς  άλλους, και  το  να  μην  απασχολείς  τα  χέρια  σου  στην  ελεημοσύνη, αλλά  σε  φόνους  και  αρπαγές. 

Έτσι  κάθε  μέλος  του  σώματος  αμαρτάνει  με  το  να  εργάζεται  παρά  το  θέλημα  του  Θεού  και  με  τη  θέληση  του  ανθρώπου  τα  πονηρά.

Αν  θέλεις, είσαι  δούλος  των  παθών, αν  θέλεις, είσαι  ελεύθερος  και  δεν  θα  υποκύψεις  στα  πάθη. Γιατί  ο  Θεός  σε  έκανε  αυτεξούσιο. Και  όποιος  νικά  τα  πάθη  της  σάρκας  στεφανώνεται  με  την  αφθαρσία.  Αν  δεν  υπήρχαν  τα  πάθη, δεν  θα  υπήρχαν  αρετές, ούτε  στεφάνια  που  χαρίζονται  από  το  Θεό  στους  άξιους.

Εκείνοι  που  δεν  βλέπουν  το  συμφέρον  τους  αν  και  γνωρίζουν  το  αγαθό, έχουν  τυφλή  την  ψυχή  τους  και  έχει  πωρωθεί  η  διακριτική  δύναμή  τους. Αυτούς  δεν  πρέπει  να  τούς  προσέχομε, για  να  μην  πέσομε  κι  εμείς  στα  πάθη  τους  από  απρονοησία  μας, σαν  τυφλοί.

Εναντίον  εκείνων  που  αμαρτάνουν  δεν  πρέπει  να  θυμώνομε  και  αν  ακόμη  διαπράττουν  εγκλήματα  άξια  τιμωρίας. Για  χάρη  του  ιδίου  του  δικαίου  όμως  πρέπει  να  επαναφέρομε  όσους  σφάλλουν  και  να  τούς  τιμωρούμε  αν  τύχει, είτε  μόνοι  μας  είτε  μέσω  άλλων, αλλά  δεν  πρέπει  να  οργιζόμαστε, γιατί  η  οργή  ενεργεί  σύμφωνα  με  το  πάθος, δεν  κρίνει  σωστά  και  δε  βλέπει  το  δίκαιο. Γι  αυτό  ούτε  κι  εκείνους  που  δείχνουν  υπερβολική  ευσπλαχνία  προς  όσους  σφάλλουν  πρέπει  να  τούς  παραδεχόμαστε, αλλά  οι  κακοί  πρέπει  να  τιμωρούνται  για  το  καλό  και  τη  δικαιοσύνη  και  όχι  σύμφωνα  με  το  πάθος  μας  της  οργής.

Μόνο  ότι  αποκτά  η  ψυχή  είναι  σίγουρο  και  αναφαίρετο. Και  αυτό  είναι  η  ενάρετη  και  αρεστή  στο  Θεό  ζωή  και  η  γνώση  και  τα  καλά  έργα.  Ενώ  ο  πλούτος  είναι  τυφλός  οδηγός  και  ανόητος  σύμβουλος, οδηγεί  στην  απώλεια  την  αναίσθητη  ψυχή  του  εκείνος  που  μεταχειρίζεται  τον  πλούτο  με  κακό  και  φιλήδονο  τρόπο.

Πρέπει  οι  άνθρωποι  η  τίποτε  το  περιττό  να  μην  αποκτούν, η  αν  έχουν, να  γνωρίζουν  με  βεβαιότητα  ότι  όλα  τα  πράγματα  της  ζωής  αυτής  είναι  από  τη  φύση  τους  φθαρτά  και  εύκολα  αφαιρούνται  και  πετιούνται  και  κομματιάζονται.  Επομένως  δεν  πρέπει  να  θλίβονται  με  όσα  συμβαίνουν.

Να  μην  ακλουθούμε  την  ενάρετη  και  θεάρεστη  διαγωγή  για  να  μας  επαινέσουν  οι  άνθρωποι, αλλά  για  τη  σωτηρία  της  ψυχής  ας  προτιμήσομε  την  ενάρετη  ζωή. Γιατί  κάθε  ημέρα  ο  θάνατος  είναι  μπροστά  στα  μάτια  μας  και  τα  ανθρώπινα  είναι  αβέβαια  και  σκοτεινά.

  

 Μέγας Αντώνιος από το βιβλίο: Μικρή Φιλοκαλία


εκδ. Αποστολική Διακονία

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΙΑ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΛΑΔΙ. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

 Φωτιά είναι η προσευχή και ιδιαιτέρως όταν αναπέμπεται από νηφάλια και φλογισμένη ψυχή. Αλλά η φωτιά αυτή για ν’ αγγίξη τις ουράνιες αψίδες χρειάζεται λάδι και λάδι της φωτιάς αυτής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελεημοσύνη.

Χύνε λοιπόν το λάδι άφθονο, για να αισθάνεσαι χαρά για το κατόρθωμά σου και να κάνης τις προσευχές σου με περισσότερο θάρρος και μεγαλύτερη προθυμία .


Διότι, όπως δεν μπορούν να προσευχηθούν με θάρρος εκείνοι που δεν έκαναν κανένα καλό, έτσι και αυτοί που κατόρθωσαν κάτι και έρχονται ύστερα από την δίκαιη πράξι να προσευχηθούν, κάνουν την προσευχή τους με μεγαλύτερη προθυμία, γεμάτοι χαρά από την ανάμνησι του κατορθώματος.


Για να γίνη λοιπόν και σ’ αυτό πιο δυνατή η προσευχή μας, επαγρυπνώντας ο νους μας στις προσευχές από την ανάμνησι των κατορθωμάτων, ας ερχώμαστε στις προσευχές με την ελεημοσύνη και ας θυμώμαστε με ακρίβεια όλα αυτά που λέχθηκαν.


Και πάνω από όλα τα άλλα, σας παρακαλώ, να διατηρήτε συνέχεια στο νου σας εκείνη την εικόνα που είπα, ότι δηλαδή οι φτωχοί στέκονται μπροστά στις πόρτες των ναών αναπληρώνοντας εκείνη την ανάγκη της ψυχής, την οποία αναπληρώνει η βρύσι στο σώμα.


Αν λοιπόν θυμώμαστε συνέχεια αυτό, καθαρίζοντας συνεχώς τη σκέψι μας, θα μπορέσουμε να αναπέμπουμε καθαρές τις προσευχές μας και να αποσπάσουμε μεγάλη παρρησία από το Θεό , ώστε να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρι και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού …


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 Ο πολύτλας Ιερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στον Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και κατά το άγιο Βάπτισμα πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.


Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση ο Κύριλλος μετέβη στη Βενετία (1584 μ.Χ.) για ευρύτερη μόρφωση. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τον Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.


Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου. Στη μετάνοιά του παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς , Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγκελλό του.


Το έτος 1593 μ.Χ. εστάλη από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία για να στηρίξει το από τις επιθέσεις της Ουνίας χειμαζόμενο Ορθόδοξο ποίμνιο, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα είχε την εντολή να περάσει από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601 μ.Χ.) για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Θρόνο.


Μετά την κοίμηση του Αγίου Μελετίου (13-9-1601 μ.Χ.) ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 μ.Χ. έφτασε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του.


Το Φεβρουάριο του 1612 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία. Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την απαρασάλευτη εμμονή στην Ορθόδοξη πίστη ως τον μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της ευσεβείας.


Για να διαφωτίσει το Ορθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.


Φεύγοντας από τη Βλαχία επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 μ.Χ. επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού, αφού στο μεταξύ, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, είχαν εκλείψει τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.


Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.


Οι πολέμιοι του Πατριάρχου βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.


Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.


Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.


Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.


Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν.


Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.


Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.


Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.

Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.

᾿Εν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις, ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε. ῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος, ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.


Ὁ Οἶκος

῎Ανωθεν τῶν ᾿Αγγέλων, αἱ δυνάμεις κροτοῦσιν, ἐπάξιόν σοι Πάτερ τὸν ὕμνον· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ τὴν μνήμην σου ἄγοντες, τοῖς ᾄσμασί σε στέφομεν, Κύριλλε, καὶ πιστῶς βοῶμεν·

Χαῖρε, ὁ ὅσιος Ποιμενάρχης·

χαῖρε, ὁ ἔνδοξος Πατριάρχης.

Χαῖρε, τὸ τῆς Κρήτης οὐράνιον βλάστημα·

χαῖρε, ᾿Αγκαράθου Μονῆς τὸ ἀπάνθισμα.

Χαῖρε, Μάρκου ὁ διάδοχος, τῆς Αἰγύπτου ὁ πυρσός·

χαῖρε, Βυζαντίου πρόεδρος, ᾿Εκκλησίας ὀφθαλμός.

Χαῖρε, ὅτι καθεῖλες πολεμίων τὸ θράσος·

χαῖρε ὅτι ὑπῆλθες μαρτυρίου τὸν δρόμον.

Χαῖρε, ῾Αγίων πάντων συμμέτοχος·

χαῖρε, Μαρτύρων θεῖος ἐφάμιλλος.

Χαῖρε, σεπτῶν δωρεῶν οἰκονόμος·

χαῖρε, ζωῆς ἀληθοῦς κληρονόμος.

Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.


Κάθισμα

῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἠκολούθησας, δι̉ ἀρετῆς ἐκ παιδός, καὶ τούτου ἐποίμανας, τὴν ἐκλογάδα καλῶς, μακάριε Κύριλλε· ᾔσχυνας ἀσεβείας, τοὺς κομψοὺς τοῖς σοῖς λόγοις· ἔθραυσας μαρτυρίῳ, τῶν τυράννων τὸ θράσος· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους διπλοῦς, θεόθεν ἀπέλαβες.


Άγιοι Μάρκιος και Μαρκία

 Η Αγία Μαρκία μαρτύρησε δια ξίφους.


Για τον Μάρκιο γνωρίζουμε, ότι οδηγήθηκε στον άρχοντα του Ικονίου Περίνιο και επειδή ομολογούσε τον Χριστό, έγδαραν το σώμα του, τον έβαλαν επάνω σε πυρακτωμένη σχάρα, έκοψαν τη γλώσσα του και στο τέλος τον αποκεφάλισαν.

Άγιος Ανεκτός

 O Άγιος Ανεκτός ήταν ευσεβής και ζηλωτής άνδρας, που με τα λόγια και τα έργα του, αποτελούσε πολύτιμη δύναμη της Εκκλησίας στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Το 298 μ.Χ. ο ηγεμόνας της πόλης αυτής, Ουρβανός, αφού συνέλαβε τον Ανεκτό και δεν μπόρεσε να τον αποσπάσει από την πίστη του, κατέφυγε στην ωμή και θηριώδη βία των βασανιστηρίων. Στην αρχή τον εράβδισαν. Έπειτα του έσχισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια, τρύπησαν τους αστραγάλους του και έκαψαν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες. Όταν είδαν ότι ακόμα ανέπνεε, τον αποκεφάλισαν, και έτσι ο γνήσιος αυτός χριστιανός πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Αγία Ιωάννα η Μυροφόρος

 Η Αγία Ιωάννα η Μυροφόρος απεβίωσε ειρηνικά. Ήταν γυναίκα του Χουζά, επιτρόπου του Ηρώδη και διακονούσε τον Κύριο μαζί με τις άλλες γυναίκες (Λουκά η' 3, κδ' 10).

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

 Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη. Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.






Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

«Δεῦτε ὀπίσω μου και ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων».

 Ὁ Κύριος μας, Ἰησοῦς Χριστός, μέ τά πανάχραντα πόδια Του, βαδίζει στήν ἀμμουδιά τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας. Δύο ψαράδες παραπέρα, ὁ Πέτρος καί ὁ Ἀνδρέας, ρίχνουν τό δίκτυ στήν θάλασσα. Ἄλλοι δύο παρακάτω, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης μέ τόν πατέρα τους, κάνουν τό ἴδιο. Ψαράδες.


     Ὁ Καρδιογνώστης Χριστός τούς ἀπευθύνει πρωτάκουστη καί παράδοξη πρόσκληση: «ἀκολουθήσατε μέ καί ἐγώ θά σᾶς κάνω ἱκανούς νά ψαρεύετε καί νά προσελκύετε ἀνθρώπους, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μέ τό δίκτυ τοῦ κηρύγματος».


Καί ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Σελευκείας. «Ψαράδες ζητῶ, καί ὄχι βασιλιάδες. Ναῦτες προτρέπω, ὄχι δυνάστες. Σταματῆστε νά ἀγωνίζεσθε κατά τῆς ἄψυχης θάλασσας. Μεταφέρετε γιά χάρη μου τήν ἁλιευτική τέχνη στήν ξηρά. Ἐδῶ ὑπάρχει πέλαγος ἀσέβειας. Σ΄ αὐτό ἁπλῶστε πρός χάρη μου τά δίκτυα σας. Θάλασσα εἰδωλολατρίας ἁπλώνεται παντοῦ. Ἀπό νέφος πολυθεΐας καλύπτεται ἡ κτίση, βυθός ἀσέβειας ἔχει κατακλύσει τά πάντα, πνίγονται οἱ ἄνθρωποι κάτω ἀπό τά δαιμονικά κύματα. Γίνετε, μετά τήν θάλασσα, ἁλιεῖς τῆς ξηράς, ἄς περιβληθεῖ μέ δίκτυα ἡ γῆ. Ἀπό τώρα θά εἶσθε ἁλιεῖς ἀνθρώπων».

     Ἀμέσως, σάν νά διαπέρασε ἄγκιστρο τίς ἀκοές τους, ἀκολούθησαν πρόθυμα Αὐτόν πού ἀναζητεῖ ἐλεύθερα θύματα.


     «Ὑπάκουσαν στή φωνή τοῦ Χριστοῦ», θά τονίσει ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Αὐγουστίνος Καντιώτης. «Ὅλα τά ἄφησαν, τά δίχτυα καί πλοῖα καί φίλους καί συγγενεῖς καί ὅ,τι ἄλλο πρόσωπο ἤ πράγμα ἀγαποῦσαν στόν κόσμο. Γι’ αὐτούς ἔφτανε τό ὅτι θά ἔμεναν κοντά στό Χριστό. Πλοῦτος τους ὁ Χριστός. Ἀδελφός τους, φίλος τους, πατέρας τους ὁ Χριστός. Χαρά τους καί εὐτυχία τους ὁ Χριστός».


     Καί ὅλοι βρῆκαν μαρτυρικό θάνατο. Καί τί μέ αὐτό; Στέκονται ἐκεῖ. Κοντά σέ Αὐτόν πού ἀγάπησαν καί τήν φωνή Του ἄκουσαν, καί Τόν ψηλαφῆσαν. Κοντά στόν θρόνο Του, μέσα στήν δόξα Του. Φάνηκαν πιστοί καί ὑπάκουοι μέχρι θανάτου. Πώς νά μή θαυμάσει κανείς τήν ὑπακοή τους, τήν παρρησία τους, τήν ἀνδρεία καί αὐταπάρνηση τους, τήν ἀπέραντη ἀγάπη καί ἀφοσίωση τους στό Χριστό;


     Ἅγιοι Ἀπόστολοι! Πρεσβεύετε στό Χριστό, νά δώσει καί σ’ ἐμᾶς ὑπακοή στό θέλημα του. Νά προτιμοῦμε τό θάνατο, παρά νά παραβοῦμε ἤ νά παραχαράξουμε μία ἀπό τίς ἅγιες ἐντολές Του. Ἀμήν.


π.Π. Καλλίκας





Η κλήση του Θεού και η ελευθερία του ανθρώπου

 Με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή μεταφερόμαστε νοερά στην Γαλιλαία και στην αρχή της δημόσιας δράσης του Χριστού. Στην ηλικία των τριάντα χρονών, μετά το βάπτισμα και μετά τους πειρασμούς και αφού συνελήφθη ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Ιησούς ήρθε στην Γαλιλαία. Εκεί κάλεσε τους πρώτους μαθητές του, τους δύο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα και τους άλλους δύο αδελφούς Ιάκωβο και Ιωάννη. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. «Οι δε αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ». Εκεί «παρά την θάλασσα της Γαλιλαίας», αρχίζει να θεμελιώνεται η Εκκλησία, εκεί σπέρνεται ο κόκκος του σινάπεως, για να γίνει «δένδρο μέγα» και να απλώσει τα κλαδιά του σε όλη την οικουμένη. 


Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης λόγω του ότι υπήρξαν νωρίτερα μαθητές του Τιμίου Προδρόμου, είχαν το πνευματικό υπόβαθρο αλλά και τις σχετικές πληροφορίες από τον δάσκαλο τους, ώστε να ακολουθήσουν αυτόν που ο ίδιος βάπτισε στον Ιορδάνη. Γι’ αυτό και ανταποκρίθηκαν αμέσως στο κάλεσμα του Χριστού, παρά το γεγονός ότι δεν τον γνώριζαν προσωπικά και τόσο καλά. Αποδέχθηκαν με χαρά να γίνουν μαθητές ενός άλλου διδασκάλου, γιατί ήταν έτοιμοι να κληθούν, παράλληλα είχαν και τη δική τους διάθεση αναζήτησης ενώ αποτελούσε εχέγγυο η διαβεβαίωση του Προδρόμου για τον μεσσιανικό χαρακτήρα του προσώπου του Ιησού. Παρά το γεγονός ότι είχαν υπό την κατοχή τους πλοιάρια και ως συνέταιροι πιθανόν να βρίσκονταν σε καλή οικονομική κατάσταση, τα δύο ζεύγη αδελφών εγκαταλείπουν τους γονείς τους, παραιτούμενοι οικειοθελώς και ομοθυμαδόν από την εργασία τους. 


Η κλήση του Χριστού στην πραγματικότητα της σωτηρίας είναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Είναι ένα μυστήριο, έργο του θελήματος και της πρόγνωσης του Θεού. «Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς» (Ιω. ιε΄16), δεν με διαλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας διάλεξα. Αυτό το κάλεσμα απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, με διαφορετικό τρόπο αλλά με κοινό σκοπό, τη βασιλεία του Θεού. Όταν ο Θεός μας διαλέγει και μας εκλέγει, όταν Εκείνος μας καλεί, σέβεται την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς μας. Δεν παραβλέπει το γεγονός ότι ο καθένας από εμάς είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Γι’ αυτό και δεν καταργεί την ελευθερία μας, δεν μας ισοπεδώνει και δεν μας εξισώνει, γιατί η χάρη του Θεού δεν κατασκευάζει πανομοιότυπους αγίους. Μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας καλούμαστε να χωρέσουμε όλοι, κλειστοί και ανοιχτοί τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι και σοβαροί, επιεικείς και αυστηροί, ευαίσθητοι και δυναμικοί, όποιοι και αν είμαστε εμείς, όποιοι και αν είναι oι άλλοι oι διαφορετικοί από εμάς. 


Καλώντας τους να τον ακολουθήσουν δεν τους απέσπασε από την εργασία τους για μια εύκολη και ανέμελη ζωή, αλλά τους ανέθεσε κάποια ανώτερη, σπουδαιότερη και πνευματική πλέον εργασία. Από τον βυθό της θάλασσας, τους οδήγησε στη θάλασσα της κοινωνίας και, αντί για ψαράδες του θαλασσινού νερού, τους ανέδειξε ψαράδες ανθρώπων.


Πολύ μεγάλη και τεράστια η διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εργασίας. Για το ψάρεμα της θάλασσας χρειάζεται να ξέρεις την τέχνη της αλιείας, να έχεις ευνοϊκούς καιρούς και μεγάλη υπομονή. Το ψάρεμα όμως των ανθρώπων θέλει μεγαλύτερα και ανώτερα προσόντα, αγιοπνευματικά προσόντα και χαρίσματα.


 Η προθυμία και η αυταπάρνηση βασικά γνωρίσματα του χριστιανού


Το ερώτημα που προκύπτει μέσα από το σημερινό ευαγγέλιο είναι εάν εμείς δείχνουμε τέτοια αυταπάρνηση και προθυμία στην κλήση του Θεού. Γιατί ο Κύριος μας καλεί και εμάς, όπως ακριβώς και τους τέσσερεις ψαράδες. Μας ζητά να εγκαταλείψουμε τα πάντα και να τον ακολουθήσουμε. Ζητά να εγκαταλείψουμε τα πάθη µας, το αμαρτωλό θέλημά µας, τον αμαρτωλό εαυτό μας και να στραφούμε με αποφασιστικότητα προς αυτόν. Η στροφή μας προς τον Χριστό αφορά στη μετάνοια και στη συνειδητή τήρηση του θελήματός του. Η δε κλήση του Χριστού γίνεται με τον ανάλογο με την εποχή μας τρόπο· με τη φωνή των Πνευματικών µας πατέρων, τις συμβουλές και τις νουθεσίες τους, την Αγία Γραφή, τους λόγους των πνευματικών ανθρώπων και τα κηρύγματα στην Εκκλησία. Και εμείς αντίστοιχα ακολουθούμε τον Χριστό με τον ανάλογο τρόπο· πολεμούμε τα πάθη και τις αδυναμίες μας, αγωνιζόμαστε ενάντια στα ελαττώματά μας, καλλιεργούμε τις αρετές, κάνουμε έργα αγάπης και φιλανθρωπίας, προσφέρουμε σε όσους έχουν ανάγκη την πνευματική η υλική μας στήριξη και συνδρομή. 


Το πνεύμα της προσφοράς και της θυσίας αποτελεί το θεμέλιο της χριστιανικής ζωής. Αντίθετα αυτό που την αλλοιώνει και την αναιρεί είναι ο ατομισμός, η εγωπάθεια, η τρυφή και η καλοπέραση. Ο λόγος του Κυρίου για το θέμα αυτό είναι ξεκάθαρος « Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι (Ματθ ιστ΄24). Αυτό μας υποδεικνύει σήμερα το παράδειγμα των μαθητών του Κυρίου.




«Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα… το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ»

 Πρόσκληση απλή, όμως ιδιαίτερα τιμητική. Πρόσκληση χωρίς κανένα εξαναγκασμό, χωρίς δεσμεύσεις, αλλά και χωρίς υποσχέσεις. Πρόσκληση για έργο πνευματικό και πανανθρώπινο και όχι για έργο προσωπικό και βιοποριστικό. Πρόσκληση τιμητική, γιατί αυτή δεν προέρχεται από άνθρωπο, αλλά από τον ίδιο τον Χριστό. Πρόσκληση που θα αλλάξει, όχι μόνο τη ζωή αυτών που προσκαλούνται, αλλά και της ανθρωπότητας ολόκληρης. Με την αναγεννητική της δύναμη θα νεκρώσει πάθη και εγωισμούς και θα επαναφέρει αξίες που γκρεμίστηκαν ή και ενταφιάστηκαν. Τέλος, θα καθιερώσει ως τρόπο ζωής, την προσφορά, τη θυσία και την αγάπη που θα είναι τα γνωρίσματα της βασιλείας του Θεού. Γνωρίσματα που θα επιβεβαιώνουν ότι ο άνθρωπος έγινε αποδέκτης του μηνύματος του Χριστού για να γίνει συνεργάτης στο έργο της επικράτησης της βασιλείας του Θεού και κατ' επέκταση και της δικής του σωτηρίας.


Είπε ο Χριστός στο πρώτο δημόσιο κήρυγμά Του: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Έφτασε η βασιλεία του Θεού, αλλά η επικράτησή της και η συμμετοχή σ’ αυτήν προϋποθέτει αλλαγή και μεταμόρφωση του ανθρώπου. Μια μεταμόρφωση, όπου ο άνθρωπος, κατά τον Απόστολο Παύλο καλείται να βγάλει από πάνω του τον παλιό αμαρτωλό εαυτό του και να ντυθεί τον καινούργιο άνθρωπο, που ανανεώνεται συνεχώς σύμφωνα με την εικόνα του δημιουργού του, ώστε με την τέλεια ζωή του, να φτάσει στην τέλεια γνώση του Θεού.


Αν, για τη μεταμόρφωση του ανθρώπου, χρειαζόταν αυτή η ελεύθερη και επίπονη προσπάθεια, πόσο μάλλον για την αλλαγή και μεταμόρφωση ολόκληρου του κόσμου. Χρειαζόταν, πέραν από την ελευθερία και την επιμονή, το πρόσωπο Εκείνο που θα τους ενέπνεε τόση εμπιστοσύνη, ούτως ώστε «ευθέως», αμέσως, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς αντιρρήσεις ή συζητήσεις, να τα αφήσουν όλα και να τον ακολουθήσουν. Και Αυτό ήταν μόνο το πρόσωπο του Χριστού. Εγγύηση, η μαρτυρία του Ιωάννου του Προδρόμου που έλεγε γι' Αυτόν:


«Ίδε ο αμνός του Θεού» και που έκανε δυο από αυτούς να τον ακολουθήσουν αρχικά για μια ημέρα.


Όμως σήμερα, όσο άμεση ήταν η πρόσκληση, τόσο άμεση ήταν και η απάντηση. «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων», είπε σήμερα ο Χριστός στα αδέλφια Πέτρο και Ανδρέα, ενώ μετά από λίγο, θα καλέσει άλλα δύο αδέλφια, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, να τον ακολουθήσουν. Όσο καθοριστικό ήταν το έργο τους, άλλο τόσο άμεση και καθοριστική ήταν και η απάντησή τους. Όπως ακούσαμε και στο σημερινό Ευαγγέλιο, άφησαν «ευθέως», οι μεν πρώτοι τα δίχτυα, οι δε δεύτεροι το πλοίο και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν.


Επάγγελμα, περιουσία αλλά και δεσμοί ιεροί και σεβαστοί, όπως οι οικογενειακοί, υποχωρούν, ο ένας μετά τον άλλο, μπροστά στο κάλεσμα του Θεού. Αυτό ήταν απόλυτα απαραίτητο. Η αγάπη προς τον Θεό έπρεπε να ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη αγάπη. Θα πει αργότερα ο Ίδιος ο Χριστός: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος. Και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος. Και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος».


Μέσα από το «ευθέως», το οποίο και υπογραμμίζεται επανειλημμένα στο σημερινό Ευαγγέλιο, επιβεβαιώνεται από τη μια η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού και από την άλλη η αποφασιστικότητα με την οποία ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα Του, για το Αποστολικό έργο, οι πρώτοι Μαθητές Του. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε αργότερα, μέσα από το ξεπέρασμα των διαφόρων δυσκολιών, ιδιαίτερα δε και που επισφραγίστηκε με τη θυσία της ζωής τους. Ο άμεσος τρόπος ανταπόκρισης σήμερα των τεσσάρων Αποστόλων, είναι ιδιαίτερα χρήσιμος και σημαντικός για τον καθένα από μας. Γιατί, ενώ μας δίνεται η ευκαιρία, είτε για μετάνοια και επιστροφή, είτε για επιτέλεση ιεραποστολικού έργου, εμείς επιμένουμε στην αναβολή, ακόμα και στην άρνηση. Ισχυριζόμαστε συνήθως ότι έχουμε καιρό και ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα έχουμε την ευκαιρία για μετάνοια και διόρθωση ή και για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα.


Το σήμερα είναι βέβαιο, γιατί το νιώθουμε, το ζούμε. Το αύριο ή πολύ περισσότερο το μακρινό μέλλον, πόσο σίγουρο θα είναι; Για τούτο και ο Απόστολος Παύλος προτρέπει: « Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος ιδού νυν ημέρα σωτηρίας». Να, τώρα είναι ο καιρός της χάρης, τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας.


Για τούτο ας μην αναβάλουμε αυτό που μπορούμε να κάνουμε σήμερα. Γιατί η αναβολή θα σημαίνει ματαίωση η δε ματαίωση θα φέρει τη σίγουρη καταστροφή. 


Ας μην αναβάλλουμε από αμέλεια. Ας μην αναβάλλουμε από φόβο, όσο θολά κι αν είναι τα ρυάκια των αμαρτιών μας. Γιατί, η αγάπη του Θεού είναι τόσο μεγάλη που έχει τη δύναμη, σαν άλλος ωκεανός, να καθαρίζει ακόμα και τα πιο θολά ποτάμια των αμαρτιών μας. Αρκεί, μέσα σ’ αυτά τα ποτάμια να τρέχουν σήμερα και τα δάκρυα της δικής μας μετάνοιας, που θα συμπαρασύρουν ό,τι θολό και ακάθαρτο υπάρχει μέσα μας. Ας βρούμε τη δύναμη. Ας το κάνουμε σήμερα. Μπορούμε.


Το «δεύτε οπίσω μου», ακούεται και σήμερα. Με την ίδια ειλικρίνεια ο Χριστός απευθύνεται στον καθένα από μας ξεχωριστά. Και η πρόσκληση αυτή είναι ελαφρύτερη. Γιατί, δεν μας ζητά να αφήσουμε επάγγελμα, πατρίδα ή και δεσμούς συγγενικούς. Η μόνη συμπαράταξη που ζητά, είναι αυτή της εφαρμογής του θελήματος του Θεού, με παράλληλη αποδέσμευση από τον αμαρτωλό εαυτό μας. Ας τον παρακαλέσουμε, λοιπόν, να δυναμώνει τη θέλησή μας, ούτως ώστε, παραμερίζοντας τα πρόσκαιρα και αμαρτωλά, να αναζητήσουμε τα αιώνια και πνευματικά. Ας συνειδητοποιήσουμε τη μεγάλη τιμή που μας γίνεται, καθώς και το μέγεθος της Χάριτος του Θεού και χωρίς δισταγμό, χωρίς αναβολή, χωρίς εξηγήσεις, ας απαντήσουμε θετικά στην πρόσκληση του Χριστού, «δεύτε οπίσω μου», όπως έκαναν σήμερα και πρώτοι μαθητές Του, Ανδρέας και Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης.


Θεόδωρος Αντωνιάδης





«δεῦτε ὀπίσω μου» (Μτθ. 4, 19).

 Στήν εὐαγγελική περικοπή τῆς ἡμέρας ἀκούσαμε σήμερα τόν Μεγάλο Διδάσκαλο Ἰησοῦ νά προσκαλεῖ τούς μαθητές Του γιά νά Τόν ἀκολουθήσουν. Ἀπευθύνει μία πρόσκληση, ἡ ὁποία εἶναι καί μία πρόκληση, πρός κάποιους ἐπιλεγμένους ἀνθρώπους, στούς ὁποίους πρόκειται νά ἀναθέσει τόν εὐαγγελισμό τῆς ἀνθρωπότητας.


Τό «δεῦτε ὀπίσω μου» τό ἀπευθύνει ὁ Χριστός κατ’ ἀρχήν στούς μαθητές Του ἐκείνη τή στιγμή, ἀλλά στή συνέχεια τό ἀπευθύνει σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἐπιθυμεῖ νά Τόν ἀκολουθήσει, νά μαθητεύσει κοντά Του καί νά γίνει ἐργάτης γιά τήν ἐλπίδα τοῦ κόσμου, πού τόσο τή χρειάζεται.


Τό «δεῦτε ὀπίσω μου» εἶναι ἕνα προσκλητήριο σκληρῆς ἐργασίας, δέν εἶναι ἕνα προσκλητήριο βολέματος καί καλοπέρασης.


Εἶναι ἕνα κάλεσμα γιά συμπόρευση καί συνοδοιπορία. Εἶναι ἕνα ἔναυσμα γιά τό μονοπάτι τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς. Ὁ πιστός πού ἀποφασίζει νά ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτό τό «δεῦτε» ἐπωμίζεται τήν ἐλεύθερη εὐθύνη νά μορφώσει τόν ἑαυτό του κατά τέτοιον τρόπο, ὥστε νά καθίσταται τό ζωντανό παράδειγμα γιά τόν καταρτισμό τῶν ἄλλων. Ὅποιος θέλει νά κάνει ὑπακοή στό «δεῦτε ὀπίσω μου» θά ξεχάσει τά δικαιώματά του, γιά νά χαρίσει τόν ἑαυτό του ὡς εὔχρηστο ἐργαλεῖο στήν πρόνοια καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἀποδέχεται τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ ἐγκαταλείπει τήν προοπτική τῆς ἄνεσης καί τήν προσδοκία τῶν γήινων παροχῶν. Ξέρει ὅτι, ἐφόσον ἀκολουθήσει τόν Χριστό, θά γνωρίσει τή φωτιά τῶν θλίψεων, τοῦ πόνου, τῆς ἀπαξίωσης, τῆς ἐγκατάλειψης, τῆς προδοσίας, τῆς κοσμικῆς ἀπομόνωσης, τῆς συκοφαντίας, τῆς διαβολῆς. Ξέρει πώς ὁ ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ δέν θά πλουτίσει ποτέ ὑλικά, δέν θά ζήσει στήν κοσμική εὐμάρεια τῶν ἀγαθῶν, δέν θά ἐλπίσει σέ κάποια ἀπολαβή, δέν θά χαρεῖ μέ καμία ἀνθρώπινη ἐξουσία καί κοινωνική θέση.


Τό «δεῦτε ὀπίσω μου» εἶναι μία μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός πού διαλέγει στήν πορεία τῆς ζωῆς του νά συμπορευθεῖ μέ τόν Χριστό ἐπιθυμεῖ νά ζήσει ὅπως μᾶς ἔδειξε νά ζοῦμε ὁ Χριστός μέ τή ζωή Του. Ὁ ἀκόλουθος τοῦ Ἰησοῦ εἶναι συνακόλουθος τῆς πρακτικῆς ἀγάπης, τῆς ἐλεύθερης προσφορᾶς, τῆς χαρούμενης θυσίας, τῆς σωστῆς καθοδήγησης καί διδασκαλίας. Ὁ μιμητής τοῦ Κυρίου κατεβαίνει στό ἐπίπεδο τῶν ἄλλων, σαρκώνεται κατά τίς ἀνάγκες τους, μεταμορφώνεται καί δοξάζεται γιά νά φωτίζει τά σκοτάδια τοῦ κόσμου, ἀνασταίνεται καί ζεῖ ἀληθινά, γιά νά σκορπίζει τήν ἐλπίδα τῆς νίκης κατά τοῦ κακοῦ, θεώνεται, γιά νά ἀποδείξει πώς πλαστήκαμε γιά τόν καθάριο οὐρανό καί ὄχι γιά τή λάσπη τῆς βρώμικης πτώσης. Ὁ μιμητής τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀξιομίμητος καί ὁ ἴδιος. Βάζει τόν Θεάνθρωπο ὡς παράδειγμα καί πρότυπο στή ζωή του καί ἔτσι καθιστᾶ τόν ἑαυτό του παράδειγμα καί πρότυπο τῶν συνανθρώπων του.


Αὐτό, βεβαίως, προϋποθέτει μία συνέπεια στήν ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Τό «δεῦτε ὀπίσω μου» δέν ἀφήνει περιθώρια ἐπιλογῶν. Ὅποιος θέλει νά βαδίζει «ὀπίσω» τοῦ Ἰησοῦ δέν γίνεται νά βαδίζει ἀντίθετα ἀπό τόν Ἰησοῦ. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος θέλει νά κάνει δική του πορεία, διαφορετική ἀπό τήν πορεία τοῦ Κυρίου, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι συνοδοιπόρος τοῦ Διδασκάλου. Ὁ Χριστός δέν προσκαλεῖ τούς ἀνθρώπους γιά νά δικαιωθοῦν γιά τίς ἐπιλογές τους οὔτε γιά να τίς δικαιολογήσουν, ἀλλά τούς προσκαλεῖ γιά νά παραιτηθοῦν ἀπό τίς ἐπιλογές τους καί νά ὑποταχτοῦν πρόθυμα στά κελεύσματα τοῦ Σωτήρα. Εἶναι ἀνέντιμο καί ὑποκριτικό κάποιος πού δέν ἔμαθε νά κάνει ὑπακοή καί δέν ἀγαπάει τήν ὑπακοή νά παρουσιάζεται ὡς ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς. Εἶναι ψεύτικο κάποιος πού ἀπορρίπτει τόν Χριστό μέ τή ζωή του νά παρουσιάζεται ὡς μαθητής τοῦ Χριστοῦ μέ τά λόγια του.


Τό «δεῦτε ὀπίσω μου» εἶναι μία πρόκληση τοῦ Κυρίου νά παλέψουμε μέ τά πάθη μας, μέ τό διαβρωμένο ἠθικά κοσμικό φρόνημα, μέ τόν «κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου» καί τίς μισάνθρωπες σκοτεινές δυνάμεις του. Εἶναι μία πρόκληση νά ὀρθώσουμε τό ἀνάστημά μας καί νά καταθέσουμε τήν ἀλήθεια γιά θέματα πού ταλαιπωροῦν καί δουλαγωγοῦν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Εἶναι μία πρόκληση νά φανερώσουμε τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στίς ἀδύναμες συνειδήσεις, πού καταρρακώνονται ἀπό τά χαστούκια τῆς ζωῆς. Εἶναι μία πρόκληση νά ἀποδείξουμε πώς ἡ Ἀλήθεια εἶναι ζωή καί χαρά καί πώς τό ψέμα εἶναι καταστροφή καί θάνατος.


Ἄς δεχθοῦμε τό «δεῦτε ὀπίσω μου» ὡς πρόσκληση σωτηρίας καί ὡς πρόκληση ἐργασίας. Χωρίς ἐπιφυλάξεις ἄς ἀνταποκριθοῦμε στό κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ Ὁποῖος θέλει νά συμπορεύεται μαζί μας, θέλει νά Τόν μιμούμαστε, θέλει νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς δοξάζει μέ τήν ὑπερκόσμια δόξα τῆς δικῆς Του ποιότητας καί νά μᾶς κάνει ζωντανά παραδείγματα γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀμήν.