Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Η απιστία του Θωμά και η απιστία η δική μας

 Αγαπητοί αδελφοί, σήμερα, πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα και όγδοη ημέρα απ’ την Ανάσταση του Χριστού, γιορτάζουμε την ψηλάφηση του αναστημένου Χριστού από τον απόστολο Θωμά. Όπως ακούσαμε στο ευαγγέλιο, και όπως ξέρουμε όλοι μας, ο Θωμάς χαρακτηρίζεται άπιστος. Ο ίδιος είπε στους άλλους Μαθητές, όταν άκουσε για την Ανάσταση του Χριστού: «Αν εγώ ο ίδιος δε δω με τα μάτια μου τις πληγές του και αν δεν ψηλαφήσω τα σημάδια του Σταυρού του, δε θα πιστέψω». Όταν είδε όμως το Χριστό, πίστεψε και ομολόγησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Και ο Χριστός του είπε: «Μὴ γίνου ἄπιστος». Άρα λοιπόν, η απιστία του Θωμά υπάρχει και αναφέρεται μέσα στο Ευαγγέλιο, κι έτσι την ξέρουμε όλοι κι έτσι την ακούσαμε σήμερα στους ύμνους που ψάλλουμε από το πρωί.



Ποιο ήταν το περιεχόμενο της απιστίας του Θωμά; Τι είναι αυτό που έκανε το Θωμά να είναι άπιστος; Πόσο διέφερε από τους άλλους Μαθητές; Ήταν περισσότερο πιστοί οι άλλοι Μαθητές απ’ αυτόν; Όταν διαβάζουμε τα σχετικά με την Ανάσταση του Χριστού στα Ευαγγέλια, βλέπουμε ότι όλοι οι Μαθητές ήταν περίπου στην ίδια κατάσταση. Όταν ήρθαν οι Μυροφόρες, για να τους πουν ότι πήγαν στον τάφο και δε βρήκαν το Χριστό αλλά. αντιθέτως τον συνάντησαν αναστημένο, ο ευαγγελιστής Λουκάς γράφει ότι «ἠπίστουν αὐτοῖς» και «ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεί λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν». Τα θεώρησαν αυτά φλυαρίες και πράγματα που δεν μπορούσαν να γίνουν. Επίσης, ο ίδιος λέει πως, ακόμα και όταν είδαν το Χριστό μπροστά τους, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους ότι ο Χριστός είχε αναστηθεί. Νόμιζαν πως έβλεπαν φάντασμα. Αν πάντως διαβάσουμε τα σχετικά με την Ανάσταση του Χριστού, βλέπουμε ότι όλοι σχεδόν οι Μαθητές είχαν την ίδια άποψη που είχε και ο Θωμάς. Απλώς, ο Θωμάς έλειπε όταν ο Χριστός εμφανίστηκε στους άλλους. Κι έτσι, δήλωσε κατηγορηματικά ενώπιον των άλλων ότι, αν δεν τον δει ο ίδιος με τα μάτια του και δε βάλει τα χέρια του πάνω στα σημάδια για να δει ότι ήταν αυτός ο σταυρωμένος Χριστός, ποτέ δε θα πίστευε. Ο Χριστός δεν ήταν για το Θωμά κάποιος με τον οποίο γνωρίστηκε επειδή βρέθηκαν μαζί τυχαία. Ο Χριστός για το Θωμά ήταν ο Μεσσίας. Ήταν εκείνος που, όπως πίστευε ο Θωμάς, κρατούσε στα χέρια του το μέλλον το δικό του και το μέλλον του λαού του. Και αυτά δεν ήταν προσδοκίες που πήγαζαν από ψυχρούς υπολογισμούς με στόχο μικρά ή μεγάλα συμφέροντα. Αντίθετα, ήταν καρπός αφιέρωσης ολόκληρης της ύπαρξής του στο Σταυρό του Χριστού. Ο Θωμάς ανέπνεε, σκεπτόταν και ενεργούσε με βάση την αγάπη του για το Χριστό.


Το περιεχόμενο λοιπόν της απιστίας του Θωμά ήταν αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους όταν αποχωρίζονται έναν άνθρωπό τον οποίο αγαπούν και τους μπαίνει η ιδέα ότι δε θα τον ξαναδούν ποτέ. Από κεί πηγάζει η απιστία του Θωμά. Δεν ήταν απιστία σαν αυτή που ξέρουμε εμείς οι άνθρωποι. Ήταν κάτι άλλο, που εμείς μπορούμε να το καταλάβουμε λίγο από παρόμοιες εμπειρίες. Όταν στερείται κανείς τον άνθρωπο κοντά στον οποίο και για τον οποίο ζει, τον άνθρωπο που με την παρουσία του δίνει νόημα στη ζωή του, τότε δημιουργείται μέσα του η εντύπωση ότι δε θα ξαναδεί ποτέ τον άνθρωπο αυτό. Αυτή ήταν η απιστία του Θωμά. Η απιστία του προερχόταν από τη θλίψη που είχε περιγράφει ο Χριστός το βράδυ του Μυστικού Δείπνου, τη θλίψη που θα περνούσαν οι Μαθητές γιατί δε θα τον έβλεπαν για λίγο. Αυτό ακριβώς τον έκανε, και εκείνον και τους άλλους Μαθητές, να γίνουν άπιστοι, να μην μπορούν να πιστέψουν ότι αναστήθηκε και ότι είναι πάλι μαζί τους. Γράφει ένας άγιος: «Έβλεπα συχνότερα φως [το φως του αναστημένου Χριστού], και άλλες φορές φαινόταν μέσα μου, οπόταν η ψυχή μου είχε ειρήνη και γαλήνη. Και άλλες φορές φαινόταν μακριά από μένα ή και κρυβόταν εντελώς. Και όταν κρυβόταν μου προξενούσε θλίψη αμέτρητη, γιατί σκεπτόμουν πως δεν θα φανεί ποτέ πια».


Σε μας βέβαια υπάρχουν κάποιες άλλες απιστίες. Συνήθως είναι δύο ειδών. Η μία απιστία, γνωστή από πολύ παλιά, είναι εκείνη κατά την οποία πιστεύει κανείς στο Θεό, ότι υπάρχει ο Θεός, πιστεύει ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος, πιστεύει ότι σταυρώθηκε και αναστήθηκε, αλλά όλα αυτά τα πράγματα παραμένουν σαν ιδέες, σαν απόψεις, σαν τοποθετήσεις, και δεν έχουν εσωτερικό αντίκρισμα. Δεν έχουν περάσει από το μυαλό στην καρδιά. Κι έτσι, δεν εμφανίζονται και στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους ούτε στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Είναι απλώς ιδέες και απόψεις που έχουμε στο μυαλό μας και τις οποίες μπορεί να υπερασπιζόμαστε μέχρι θανάτου, ή για τις οποίες μπορεί να φιλονικούμε με τους ανθρώπους, αλλά μέσα μας δεν έχουν αντίκρισμα. Είναι η απιστία που την περιέγραψε πολλές φορές ο Χριστός στους ανθρώπους, και πιο πολύ την περιέγραψε στους μαθητές του προ του Σταυρού, προ του Πάθους, προ της Αναστάσεως. Αυτή είναι μία απιστία που κυριαρχούσε πάντοτε και κυριαρχεί και τώρα, και βρίσκεται και μέσα σε μας.


Υπάρχει και μία άλλη απιστία. Είναι η απιστία που είναι προϊόν του πολιτισμού στον οποίο ζούμε σήμερα, του σημερινού τρόπου ζωής. Βλέπετε, σήμερα ο άξονας της ζωής των ανθρώπων και η αναφορά τους δεν είναι ο Θεός. Είναι άλλα πράγματα. Κι έτσι, μπαίνει στο μυαλό τους το ερώτημα: Υπάρχει Θεός; Υπάρχει αιώνια ζωή; Έχει σημασία και νόημα για μας η τήρηση των εντολών του Θεού; Έχει σημασία να αναζητούμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού; Όλα αυτά λοιπόν τίθενται εδώ και πάρα πολλά χρόνια, και στις μέρες μας, με έναν τέτοιο τρόπο που πολλές φορές δημιουργούν μέσα στους ανθρώπους φοβερές υπαρξιακές αγωνίες, με πολύ μεγάλη σημασία για τη ζωή τους. Σε έναν κόσμο που είναι προσανατολισμένος αλλού, και όχι προς το Θεό, είναι επόμενο να έχουμε και αυτού του είδους την απιστία. Μια απιστία άγνωστη στην εποχή του Χριστού. Γιατί τότε άξονας αναφοράς όλων των ανθρώπων ήταν κάποιος θεός. Αλλά απ’ αυτό το είδος της απιστίας, όπως κι από το προηγούμενο -δηλαδή μία πίστη που στηρίζεται μόνο στο μυαλό και στη λογική και δεν έχει κατεβεί στην καρδιά, δεν έχει γίνει φρόνημα, απόφαση και θέληση- δεν υπέφερε ούτε ο Θωμάς ούτε οι Μαθητές. Υπέφεραν οι άλλοι και υποφέρουμε κι εμείς.


Πώς θα αντιμετωπίσουμε και θα θεραπεύσουμε την απιστία μας; Στην πρώτη μορφή της, που περιγράψαμε παραπάνω, μπορεί να αντιμετωπιστεί αν πιστέψουμε στο Χριστό, όπως πίστεψε ο Θωμάς σ’ αυτόν όταν τον γνώρισε. Όταν συνάντησε το Χριστό ο Θωμάς, δε σκέφτηκε ως εξής: «Εγώ μπορώ να πιστεύω σ’ αυτόν, πως είναι ο Μεσσίας, πως αυτός θα σώσει τον Ισραήλ, αλλά δε χρειάζεται να τον ακολουθήσω. Θα μείνω σπίτι μου, στις ασχολίες μου και στις υποχρεώσεις μου. Θα τον σκέφτομαι όμως. Θα ξέρω ότι αυτός είναι ο Θεός στον οποίο πιστεύω. Όταν θα συζητώ με άλλους, θα τον υποστηρίζω. Δε θα δέχομαι να μου προσβάλλει κάποιος την πίστη μου». Ο Θωμάς σκέφτηκε διαφορετικά. Είπε: «Αφού πιστεύω σ’ αυτόν, θα κάνω ό,τι μου πει». Και ο Χριστός του είπε: «Έλα μαζί μου». Και ο Θωμάς ακολούθησε. Ήταν τόσο αφοσιωμένος στο πρόσωπο του Χριστού, που ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί ότι όταν ο Χριστός αποφάσισε να μεταβεί στη Βηθανία, κοντά στον πεθαμένο Λάζαρο, κινδυνεύοντας να θανατωθεί από τους Ιουδαίους, ο Θωμάς είπε: «Ας πάμε και εμείς να πεθάνουμε μαζί του».


Η πρώτη απιστία μας θεραπεύεται με την πίστη που είχε ο Θωμάς, ακολουθώντας το Χριστό. Όταν τα λόγια μας γίνονται αποφάσεις και οι προθέσεις μας έργα. Αλλά και η δεύτερη μορφή απιστίας, η απιστία της εποχής μας, θεραπεύεται με την τακτική του Θωμά. Ο Θωμάς στάθηκε μπροστά στο Θεό και μπροστά στους συμμαθητές του μόνος και γυμνός. Οι άλλοι του έλεγαν ότι είδαν το Χριστό και πίστεψαν. Του Θωμά δεν του φτάνουν τα επιχειρήματα που προέρχονται από την πίστη των άλλων. Θέλει σημάδια που μπορεί ο ίδιος να δει και να ψηλαφήσει. Η απιστία του μοιάζει με την απιστία του σημερινού ανθρώπου. Που δεν πιστεύει παρά μόνο στον εαυτό του. Η απιστία αυτή κρύβει απέραντη μοναξιά, αλλά ταυτόχρονα φανερώνει την αυθεντικότητα του αληθινού αναζητητή. Εκφράζεται με ευθύτητα και ακεραιότητα που οδηγεί σε υπαρξιακή αγωνία. Ο Θωμάς είναι γεμάτος από θλίψη, γιατί δε βλέπει τον αγαπημένο του δάσκαλο. Μια πληγή μέσα του είναι ανοιχτή και τον γεμίζει πόνο. Ο Χριστός αναστήθηκε, αλλά εκείνος είναι ακόμα σταυρωμένος.


Αγαπητοί αδελφοί, βλέπετε ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας μιλάει για την Ανάσταση του Χριστού σε συγκεκριμένο χρόνο. Λέει για την πρώτη ημέρα, ημέρα της Ανάστασης, και λέει επίσης για τη δεύτερη εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές «μεθ᾽ ἡμέρας ὀκτώ», σαν σήμερα. Και εννοεί βέβαια ο ευαγγελιστής ότι πάλι «μεθ᾽ ἡμέρας ὀκτώ» ο Χριστός θα εμφανιστεί. Περιγράφει, όπως καταλαβαίνετε όλοι, αυτό που γίνεται και σήμερα στην Εκκλησία μας, αφού «μεθ᾽ ἡμέρας ὀκτώ», κάθε εβδομάδα και κάθε Κυριακή, εμείς συναζόμαστε εδώ για να τελέσουμε τη Θεία Λειτουργία, τη Θεία Ευχαριστία, εκεί που εμφανίζεται ο Χριστός. Όταν παρατηρήσουμε τα περί της Αναστάσεως που αναφέρουν οι ευαγγελιστές, βλέπουμε ότι οι εμφανίσεις του Χριστού είναι δύο ειδών: εμφανίσεις που γίνονται σε έναν Μαθητή, σε δύο Μαθητές ή σε περισσότερους και εμφανίσεις που γίνονται σε όλους μαζί τους Μαθητές. Στην πρώτη περίπτωση όλοι τον βλέπουν σαν κάτι άλλο, σαν κηπουρό ή σαν συνοδοιπόρο, και σιγά σιγά τους φανερώνεται. Εμφανίζεται σε όσους αποφάσισαν να σηκώσουν το σταυρό τους, όπως έκανε ο Θωμάς όταν τον γνώρισε και έγινε μαθητής του. Όταν όμως εμφανίζεται σε όλους μαζί, τότε όλοι σιγουρεύονται ότι αυτός είναι. Τότε βεβαιώνονται ότι αυτός είναι, ο Χριστός που σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Τώρα φανερώνεται στην Εκκλησία του, στο χώρο όπου ξεπερνιούνται οι δυσκολίες του καθενός μας, όπου ο ένας αναπληρώνει τις ελλείψεις του άλλου και όλοι μαζί απολαμβάνουμε τη δωρεά της Ανάστασής του.


Και βέβαια, μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν μέσα τους το φρόνημα του Θωμά, αυτή την καλή απιστία που ακούγαμε από το πρωί σήμερα στους ύμνους της Εκκλησίας μας -«ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ»-, εκείνη την απιστία δηλαδή του ανθρώπου που περιμένει να δει τον αγαπημένο του, που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εκείνον, που του λείπει, που στενοχωριέται γιατί λείπει ένα δευτερόλεπτο κι ένα λεπτό απ’ τη ζωή του, που έχει σημασία γι’ αυτόν να είναι μαζί του και δίπλα του, όπως ήταν ο Θωμάς και οι απόστολοι. Εάν λοιπόν κι εμείς έχουμε το ίδιο φρόνημα, τότε θα εμφανιστεί και σε μας. Κι αν ακόμα εμείς δεν τον δούμε, αλλά έχουμε μέσα μας αυτό το φρόνημα, τότε πάλι θα τύχουμε αυτού του μακαρισμού που είπε ο Χριστός: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». «Μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει», αλλά όμως έχουν αυτό το φρόνημα, αυτή τη λαχτάρα, αυτή την προσδοκία, αυτή την προσμονή. Είθε, αγαπητοί αδελφοί, ο Θεός να μας τη χαρίσει σε όλους μας.


π. Πινακούλας, Αντώνιος, Το πηγάδι και η πηγή: Κηρύγματα στις Κυριακές της Μ. Σαρακοστής και του Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2008.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου