Κυριακή 1 Μαΐου 2022

«Ὤ, καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!»

 Η πρώτη Κυριακή μετά την Ανάσταση του Κυρίου, η και Αντίπασχα ονομαζομένη, είναι αφιερωμένη στον μαθητή του Χριστού Θωμά, ο οποίος γίνεται πια το «μέσον» διά της απιστίας του, προκειμένου να καταστεί βέβαιο το γεγονός της νίκης κατά του θανάτου. «Ἀπιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησε», κατά τον υμνογράφο. Και τούτο γιατί η απιστία αυτή «προκαλεί» τον Κύριον να του φανερώσει πιο έντονα τα σημάδια της παρουσίας Του και να τον οδηγήσει στη σωτήρια ομολογία: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».




1. Η απιστία του Θωμά έτσι γίνεται καλή απιστία. Όσο παράδοξα κι αν ηχεί τούτο, η πραγματικότητα είναι αυτή: υπάρχει καλή, αλλά και κακή απιστία. Καλή απιστία είναι αυτή που σε πρώτη φάση εγκλωβίζει τον άνθρωπο στην αμφισβήτηση και την άρνηση, θέτοντάς του ως προτεραιότητα την πίστη στη λογική και τις αισθήσεις. «Ἐάν μὴ ἴδω, οὐ μὴ πιστεύσω». Είναι ο σκεπτικισμός που συναντάμε πολλές φορές μέσα στις ευαγγελικές διηγήσεις, σαν την περίπτωση για παράδειγμα του Ναθαναήλ, όταν καλείται να γνωρίσει τον Μεσσία από τον φίλο του Φίλιππο – «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» – ή σαν την περίπτωση του τραγικού πατέρα που προσφεύγει μεν στον Ιησού για να θεραπεύσει το παιδί του, αλλά γεμάτος ερωτηματικά και αμφισβήτηση: «Ἀλλ᾽ εἲ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽. Κι ο Κύριος την αμφισβήτηση και τον σκεπτικισμό αυτόν δεν τα απορρίπτει. Τα παίρνει ως τα πρώτα εναύσματα της πίστεως, που θα οδηγήσουν στη στέρεα και βεβαία πίστη. Διότι βλέπει ότι η απιστία αυτή πηγάζει από μια καρδιά που πάσχει και αγωνιά.


Έτσι το γνώρισμα της καλής απιστίας φαίνεται να είναι αυτό: η οδυνωμένη καρδιά του ανθρώπου, που παλεύει μεταξύ της πίστεως και της απιστίας. «Πιστεύω, Κύριε,» -για να θυμηθούμε και πάλι το προαναφερθέντα πατέρα- «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Θυμάται κανείς εδώ και το παρόμοιο γεγονός απιστίας που πέρασε και ο Γέρων Παΐσιος στα παιδικά του χρόνια (Αρσένιος τότε), όταν η απιστία ενός φοιτητή κλόνισε τις μέχρι τότε βεβαιότητές του. Και μας περιγράφει την οδύνη της καταστάσεως αυτής: «Θόλωσε ο πνευματικός μου ορίζοντας. Γέμισα από αμφιβολίες. Θλίψη κατέλαβε την ψυχή μου». Είναι η παρόμοια κατάσταση που περνάει κάθε άνθρωπος, μέχρις ότου στερεωθεί στην πίστη του στον Χριστό, γεγονός που σημαίνει ότι η φάση αυτή της απιστίας δεν θεωρείται ως κάτι αρνητικό και παράδοξο, αλλά φυσιολογικό σκαλοπάτι στην πορεία της πνευματικής ωριμάνσεως του ανθρώπου.


2. Πότε η απιστία θεωρείται κακή; Όταν δεν θεωρείται καρπός εσωτερικής πάλης, αλλά αφορμή για να οριστικοποιηθεί η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Χριστό, κάτι που προφανώς έχει ήδη αποφασιστεί από αυτόν. Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος έχει αποφασίσει να δουλεύει στα πάθη του, όταν η προτεραιότητά του είναι η εμπαθής προσκόλλησή του στον κόσμο τούτο, είτε ως φιληδονία είτε ως φιλοδοξία και φιλαργυρία, όταν με άλλα λόγια την πρώτη θέση την καταλαμβάνει ο εαυτός του, τότε την απιστία την χρησιμοποιεί ως αφορμή για να δικαιώσει τις επιλογές του. Στην περίπτωση αυτή δεν βοηθείται από τη χάρη του Θεού κατά τρόπο θετικό, ή μάλλον βοηθείται, αλλά με τρόπο που παραπέμπει στο «φοβερὸν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Η περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού Ιούδα, που και αυτός πέρασε από το καμίνι της απιστίας, είναι, νομίζουμε, εν προκειμένω ενδεικτική.


3. Ποιο φαίνεται να είναι το αποφασιστικό σημείο του περάσματος από την απιστία στην πίστη; Η ύπαρξη ενός έστω ελάχιστου ποσοστού ταπείνωσης, δηλαδή η αμφισβήτηση του απόλυτου των επιλογών του ίδιου του ανθρώπου, που τον κάνει να εμπιστευτεί την κοινή εμπειρία των άλλων και που τον οδηγεί στην Εκκλησία. Ο Θωμάς κατορθώνει να απεγκλωβιστεί από την απιστία του, μόλις αποφασίζει να βγει από το «καβούκι» του. Η ταπείνωση που επιδεικνύει, ως στροφή προς τους άλλους και όχι τον εαυτό του, είναι το ρίσκο που αναλαμβάνει για να μπει στο χώρο της έκπληξης: της εμπειρίας του αναστημένου Χριστού. Ο Κύριος βλέπουμε ότι εκεί του φανερώνεται: στη σύναξη των μαθητών, στην Εκκλησία, και όχι στο θολό σύννεφο των λογισμών της μοναξιάς του. Και τον καλεί μ’ έναν απόλυτα προσωπικό τρόπο, που διαλύει τις αμφιβολίες του: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Η συγκλονιστική αυτή εμπειρία του Θωμά τον οδηγεί πια στη φυσιολογική στάση των πιστών μαθητών: στην προσκύνηση του Χριστού και στην ομολογία της πίστεως: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».


4. Έτσι η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου διαπιστώνεται ότι είναι γεγονός βιούμενο στην Εκκλησία και μόνον εκεί. Μόνον ο εν τη Εκκλησία ζων και μάλιστα αυτός που αγωνίζεται να βαδίζει την οδό του Κυρίου, δηλαδή να τηρεί τις άγιες εντολές Του, μπορεί και να βλέπει και να νιώθει την αναστημένη παρουσία Εκείνου. «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες και πιστεύσαντες». Πέραν του γεγονότος με τον Θωμά, ο Κύριος το είχε προείπει στους μαθητές Του, στην εκτεταμένη διδασκαλία Του στα πλαίσια του Μυστικού Δείπνου: μετά τη Σταυρική Του θυσία θα είναι ορατός και θα Τον αισθάνονται μόνον οι μαθητές Του. Στην ένσταση του Ιούδα, όχι του Ισκαριώτη, «Κύριε, καὶ τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν Σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ;», στην ένσταση δηλαδή της κοσμικής λογικής που απαιτεί μιαν εξωτερική επιβολή και νίκη κατά των εχθρών της πίστεως, ο Κύριος είναι απόλυτος και σαφής: Μόνον όποιος τηρεί τις εντολές Του, συνεπώς οι πιστοί μαθητές Του, θα Τον ζουν και θα Τον βλέπουν. «Ἐὰν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν».


Κι είναι τούτο και η μόνιμη απάντηση, πέραν των όσων είπαμε, για το πως βεβαιώνεται κανείς στην πίστη του Χριστού: μόνον διά της αγάπης στον συνάνθρωπο. «Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη», που σημειώνει ο απ. Παύλος. Με άλλα λόγια, όταν η αμφιβολία και η απιστία αρχίζουν να με ταλαιπωρούν, η απάντηση είναι να θερμαίνω την καρδιά μου εντονότερα για τον κάθε πλησίον μου και μάλιστα τον θεωρούμενο εχθρό μου. Την ώρα που θα παλεύω ν’ αγαπώ εκείνον με τον οποίο φαίνεται να έχω πρόβλημα, την ώρα ακριβώς αυτή θα νιώθω και τη χάρη του αναστημένου Χριστού να εισρέει στην καρδιά μου. Είναι μια εμπειρία της Αναστάσεως που βεβαίως, είναι αυτονόητο, πρέπει κανείς να πειραματιστεί στον ίδιο του τον εαυτό για να τη νιώσει.


Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου