Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Η καλή απιστία

 Τη στάση του Θωμά συνηθίσαμε να τη βλέπουμε σαν κάτι που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε, αλλά αυτή η θεώρηση της στάσεως του Θωμά οφείλεται σε παρεξήγηση. O Θωμάς δεν θέλει να αρκεσθεί στις διαβεβαιώσεις των άλλων μαθητών «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», και ζητάει να Τον δει και εκείνος. Ο υμνωδός αποκαλεί αυτή την απιστία «καλή» γιατί οδηγεί τις καρδιές των ανθρώπων στην «επίγνωση». Πραγματικά, όταν αρκούμεθα στις διαβεβαιώσεις των άλλων δεχόμαστε κάτι που δεν το διαπιστώσαμε και δεν το γνωρίζουμε οι ίδιοι.



Έτσι δεχόμαστε την αλήθεια σαν ένα λογικό συμπέρασμα, σαν μια νοητική σκέψη. Αλλά η αλήθεια δεν είναι μια σκέψη, αλλά μια ολοζώντανη πραγματικότητα. Όταν δεχόμαστε μια πραγματικότητα, μόνο επειδή κάποιος άλλος μας διαβεβαιώνει γι’ αυτή, χωρίς να την αναζητούμε και να τη γνωρίσουμε εμείς οι ίδιοι, δεν τιμάμε αυτή την πραγματικότητα, και ίσως κλεινόμαστε σ’ αυτήν και δεν την αφήνουμε να μας αγγίξει. Ίσως ακόμη να αρκούμεθα στη διαβεβαίωση, γιατί μέσα μας έχουμε ουσιαστικά αποκλείσει την πραγματικότητα, για την οποία δεχόμαστε τόσο πρόθυμα να μας διαβεβαιώσουν. Η προθυμία να δεχθούμε αβασάνιστα τη διαβεβαίωση είναι σίγουρα δείγμα πνευματικής νωθρότητας, χλιαρότητας και αμφιβολίας. Η διαβεβαίωση εκείνου που βίωσε μια πραγματικότητα, έχει μια αναμφισβήτητη δύναμη, αλλά η διαβεβαίωση εκείνου που τον διαβεβαίωσε κάποιος άλλος δεν είναι τόσο δυνατή και όσο η διαβεβαίωση απομακρύνεται από το άμεσο βίωμα της πραγματικότητας, τόσο χάνει τη δύναμή της, μέχρι που στην περίπτωση της θρησκευτικής πίστεως φθάνει στην πανηγυρική διακήρυξη του θανάτου του Θεού, που έχει ήδη πεθάνει στη μακριά πορεία των διαβεβαιώσεων, που όλο και περισσότερο απομακρύνονται από την άμεση εμπειρία, απ’ την πραγματική συνάντηση μ’ Εκείνον. Πολλοί «ευσεβείς» άνθρωποι δεν φαίνεται να υποπτεύονται ότι μία «καλή απιστία» μπορεί να είναι ασύγκριτα καλύτερη από μια «κακή πίστη», μία πίστη συμβατική, μία πίστη μη γνήσια.


Πολλές φορές η πίστη μας είναι μια δουλική υποταγή, αποτέλεσμα φόβου και δειλίας. Είναι μια πίστη με την οποία μπορούμε να εξασφαλίζουμε την πνευματική μας τακτοποίηση, μια πίστη που μας προφυλάσσει απ’ την περιπέτεια. Δηλαδή μια πίστη που δεν είναι πράγματι πίστη. Γι’ αυτό και δεν τολμάμε να την αμφισβητήσουμε. Υποσυνείδητα φοβόμαστε ότι δεν έχουμε αρκετή, ή ότι ίσως δεν έχουμε καθόλου πίστη και ο φόβος μας ίσως να μην είναι αδικαιολόγητος.


Η ζωή μας, παρά τις διακηρύξεις πίστεως που κάνουμε, δείχνει αδιάψευστα την απιστία μας. Διακηρύσσουμε την πίστη μας στην πρόνοια του Θεού, αλλά το βάρος που δίνουμε στους τραπεζικούς μας λογαριασμούς, στα χρήματα και στα κτήματά μας, είναι μια αδιάψευστη απόδειξη της ειδωλολατρίας μας.


Δεν τολμάμε να εξετάσουμε τα εσωτερικά κίνητρα της εξωτερικής μας θρησκευτικότητας, γιατί συχνά συμμετέχουμε στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, όχι γιατί πραγματικά το επιθυμούμε, αλλά γιατί, σαν αποτέλεσμα μιας θρησκευτικής αγωγής που βασίζεται στον εκφοβισμό και την απειλή της τιμωρίας, αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε άλλη εκλογή. Είμαστε στο έλεος αυτού του ουράνιου τύραννου, που καλά θα κάνουμε να προσπαθήσουμε να τον εξευμενίσουμε, αν δεν θέλουμε να πέσει πάνω στα κεφάλια μας η τρομερή οργή του. Φιλάμε το χέρι που δεν τολμάμε να δαγκώσουμε. Αλλά μέσα βαθιά μας μνησικακούμε γι’ αυτή την τυραννική υποδούλωση, που δεν μας αφήνει περιθώρια εκλογής. Έτσι η πίστη μας τελικά είναι πολλές βαθμίδες πιο κάτω από την απιστία κάποιων άλλων, που είχαν και την τιμιότητα και την τόλμη αλλά και αρκετή πίστη στην πίστη τους, ώστε να τολμήσουν να την αμφισβητήσουν.


Εκείνοι τολμούν αυτή την πνευματική περιπέτεια που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην πραγματική γνώση του Θεού. Αυτοί τολμούν να πουν το ηρωικό, «αν δεν Τον δω εγώ ο ίδιος δεν θα πιστέψω». Και λέγοντάς το αυτό δείχνουν ότι έχουν αρκετή ελπίδα και πίστη πως θα Τον δουν. Ενώ όσοι από μάς δεν τολμούμε να πούμε «αν δεν Τον δούμε δεν θα πιστέψουμε», δείχνουμε ότι μέσα βαθιά μας δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει περίπτωση να τον δούμε και γι’ αυτό δεν τολμάμε να το διακινδυνεύσουμε. Δεν θέλουμε να διακινδυνεύσουμε την πνευματική μας τακτοποίηση και γι’ αυτό δεν ριχνόμαστε σ’ αυτή την πάλη με το Θεό, στην οποία ρίχτηκε ο Ιακώβ. Ο Ιακώβ σ’ αυτή την πάλη έχασε κάποιο στήριγμα· «Ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ» (Γεν. 32, 25). Έχασε ο Ιακώβ σ’ αυτή την πάλη κάποια ψευδαίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς, αλλά βγήκε απ’ αυτήν με την ευλογία του ανανεωμένου ανθρώπου. «Καὶ εἶπεν αὐτῷ, οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἰακώβ, ἀλλ᾿ Ἰσραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου· ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ καὶ μετὰ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ» (Γεν. 32, 28).


Ο Θωμάς τόλμησε να ριχτεί σ’ αυτή την πάλη. Τόλμησε να πει «αν δεν το δω εγώ ο ίδιος δεν θα πιστέψω». Και μ’ αυτή την τόλμη του έδειξε την πραγματική πίστη που βρισκόταν κάτω απ’ την επιφανειακή του απιστία, γιατί κανείς δεν αποδύεται σε μια περιπέτεια απ’ την οποία, είναι βέβαιος, ότι θα βγει χαμένος. Αλλά ο Θωμάς βγήκε τόσο κερδισμένος όσο βγαίνει κερδισμένος και όποιος άνθρωπος ζητήσει να δει το Θεό.


«Ἐὰν τὸν Θεὸν ζητήσωμεν φανήσεται ἡμῖν· καὶ ἐὰν αὐτὸν κατάσχωμεν, παραμενεῖ ἡμῖν».[1]


Ο Θωμάς έχει το κουράγιο να αναζητάει και γι’ αυτό τολμάει να λέει στους άλλους μαθητές «ἤν μὴ θεάσωμαι τοῦτον, οὐ πείθομαι τοῖς λόγοις ὑμῶν” (Κάθισμα Όρθρου Κυριακής Θωμά). «Τίς ἔδωκε (αὐτῷ) τόλμαν, καὶ ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν; Τίς ἐφύλαξε τὴν τοῦ μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον ὅτε τῇ πυρίνῃ πλευρᾷ προσῆλθε τοῦ Κυρίου;… πάντως ἡ ψηλαφηθεῖσα· εἰμή γάρ ἡ πλευρά δύναμιν ἐχορήγησε πηλίνῃ δεξιᾷ, πῶς εἷχε ψηλαφῆσαι παθήματα, σαλεύσαντα τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω;» (Οίκος Όρθρου Κυριακής Θωμά).


Αυτή λοιπόν η τόλμη της αναζητήσεως μιας άμεσης επαφής με την αλήθεια είναι ένα δώρο του Θεού. Αυτή η τόλμη οδηγεί το Θωμά στην πραγματική συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό «ἠπίστει τοῖς ρηθεῖσιν αὐτῷ, ἐξ ἀπιστίας εἰς πίστιν βεβαιῶν» (Ιδιόμελο Στιχηρό Εσπερινού Κυριακής Θωμά). «Ἐπιποθήσας σου τὴν χαρμόσυνον θέαν, τὸ πρὶν ἠπίστει ὁ Θωμᾶς· ἀξιωθεὶς δὲ ταύτης, Θεὸν καὶ Κύριόν σε ἐκάλει Δέσποτα» (Κανόνας Κυριακής Θωμά, Ωδή η΄).


Είναι πραγματικά ευλογημένη, αξιέπαινη και αξιομίμητη η αναζήτηση του Θωμά «ὤ τῆς ἀληθῶς ἐπαινουμένης τοῦ Θωμᾶ, φρικτῆς ἐγχειρήσεως!» (Κανόνας Κυριακής Θωμά, Ωδή ε΄) γιατί μ’ αυτή του την αναζήτηση «τὰς ἡμῶν διανοίας αὐτός, τύπους τῶν ἥλων ψηλαφῶν, βεβαίαν πίστιν ἐκζητῶν, ἐστήριξεν ἐν τῷ κόσμῳ, και σώζειν, ἀπό ὀργῆς καὶ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (Κάθισμα Όρθρου της Τρίτης της Β΄ Εβδομάδος μετά το Πάσχα). Του Θωμά «τὸ περίεργον, θησαυρὸν κεκρυμμένον ἡμῖν ἀνέωξε θεολογήσας γλώσσῃ γὰρ θεοφορουμένη…» (Κανόνας Κυριακής Θωμά, Ωδή η΄). Γι’ αυτό και ο αναστημένος Κύριος χαίρει «ἐρευνώμενος» και προτρέπει σ’ αυτό το Θωμά, «προτείνων διαπιστοῦντι τὴν πλευράν, τῷ κόσμῳ πιστούμενος τὴν τριήμερόν Του Ἔγερσιν» (Κανόνας Κυριακής Θωμά, Ωδή δ΄).


Γιατί όμως στη σχετική ευαγγελική διήγηση ο Χριστός σχεδόν επιπλήττει τον Θωμά: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας μακάριοι oἱ μή ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»; (Ιωάν. 20, 29). Είναι γιατί δεν αρκείται στις διαβεβαιώσεις των άλλων και ζητάει να συναντήσει αυτός ο ίδιος το Χριστό, που ο Χριστός τον επιπλήττει; Ασφαλώς όχι· η επίπληξη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο Θωμάς θέλει να συναντήσει το Χριστό. Δεν λέει ο Θωμάς, αν δεν ακούσω το λόγο Του ή αν δεν δω το φώς που ξεχύνεται από την όψη Του ή αν δεν νιώσω τη θέρμη της αγάπης Του, «οὐ μὴ πιστεύσω» αλλά, «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ» (Ιωάν. 20, 25).


Ο Χριστός δεν επιπλήττει το Θωμά γιατί ζητάει να τον συναντήσει ο ίδιος, αλλά γιατί διαλέγει το πιο χαμηλό δυνατό επίπεδο συναντήσεως, δηλαδή εκείνο των αισθήσεων. Οι ενέργειες της Θείας Χάριτος που υποπίπτουν στις αισθήσεις είναι οι λιγότερο συγκλονιστικές. Η Χάρη του Θεού ενεργεί με τρόπους πολύ συγκλονιστικότερους από εκείνους που υποπίπτουν στις αισθήσεις, αλλά ο Θωμάς, όπως κι εμείς πολλές φορές, δεν αναζητάει τις τελευταίες αλλά αρκείται στις πρώτες. Εντυπωσιαζόμαστε πολύ από μια θαυματουργική θεραπεία ή από μία υπερφυσική πρόβλεψη ενός αγίου ανθρώπου και δεν παρατηρούμε το θαύμα του εξωτερικού κόσμου ή του εσωτερικού μας κόσμου, που είναι αφάνταστα εντυπωσιακότερα από οιαδήποτε θαυματουργική θεραπεία ή υπερφυσική πρόβλεψη. Αν κάποιος νεκρός αναστηνόταν από τον τάφο του θα προκαλούσε κατάπληξη ακόμη και στους πιο πιστούς ανθρώπους, αλλά τις πνευματικές αναστάσεις που συμβαίνουν καθημερινά, μόλις που τις παρατηρούμε. Ποιος θάνατος όμως είναι φοβερότερος, ο φυσικός ή ο πνευματικός; Ποιοί είναι πραγματικά πεθαμένοι, οι άγιοι που έχουν ταφεί πριν από αιώνες ή οι άνθρωποι που κινούνται πλάι μας και οι φυσικές τους λειτουργίες είναι τέλειες αλλά που η καρδιά τους δεν μπορεί να νιώσει ίχνος αγάπης ούτε για το συνάνθρωπο ούτε για το Θεό;


Στις επόμενες Κυριακές της Πεντηκοστής θα παρουσιαστεί η δύναμη του Χριστού να ξαναστήσει έναν παραλυτικό στα πόδια του και η δύναμή του να αναστήσει πνευματικά την αμαρτωλή Σαμαρείτιδα, και σ’ αυτούς που έχουν κάποια πνευματική ευαισθησία θα φανεί ξεκάθαρα, ότι η δύναμη που προκαλεί τη μεταμόρφωση της Σαμαρείτιδος είναι πολύ συγκλονιστικότερη από τη δύναμη που ξαναστεριώνει τα μέλη του παραλύτου.


Όμως ο Χριστός ανταποκρίνεται στην ανάγκη του κάθε ανθρώπου και ενσαρκώνεται για τον κάθε άνθρωπο, δηλαδή είναι πρόθυμος να κατεβεί και να τον συναντήσει στο επίπεδο που εκείνος βρίσκεται. «Φιλάνθρωπε, μέγα καὶ ἀνείκαστον τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου· ὅτι ἐμακροθύμησας, ὑπὸ Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπὸ Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καὶ ὑπὸ τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; ἀλλὰ συνέτισον ἡμᾶς, ὡς τὸν Θωμᾶν βοᾶν σοι· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι». (Δοξαστικό Αποστίχων Εσπερινού Κυριακής Θωμά).


Ο Χριστός δέχεται να δείξει το πρόσωπό του στο Ζακχαίο, δέχεται να αγγίξει το ιμάτιό του η Χαναναία, δέχεται να πει το σωτήριο λόγο για τον εκατόνταρχο, δέχεται ακόμη και να φιλήσει τα πόδια του η αμαρτωλή, αλλά ζητάει απ’ όλους να μην αρκεσθούν να Τον συναντήσουν στο επίπεδο των αισθήσεων, αλλά να προχωρήσουν στην ουσιαστικότερη συνάντηση, που γίνεται στο χώρο της καρδιάς.


Ο Θωμάς ανταποκρίνεται σ’ αυτή την επιθυμία του Χριστού και δεν μένει στη συνάντηση με τον Κύριο, το Διδάσκαλο, τον αναμορφωτή, τον κήρυκα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ηθικής τάξεως αλλά προχωρεί στη συνάντηση με το Θεό. «Ἐπιποθήσας σου, τὴν χαρμόσυνον θέαν, τὸ πρὶν ἠπίστει ὁ Θωμᾶς· ἀξιωθεὶς δὲ ταύτης, Θεὸν καὶ Κύριόν σε ἐκάλει τὸν Χριστόν» (Κανόνας Κυριακής Θωμά, Ωδή η΄) και «ψηλαφήσας ὡμολόγησε Αὐτόν εἷναι Θεὸν οὐ γυμνόν, καὶ ἄνθρωπον οὐ ψιλόν» (Στιχηρό Εσπερινού Κυριακής Θωμά).


Λοιπόν «σπεύσωμεν καὶ ἡμεῖς, τὰς χεῖρας ἁγιάσαι τῇ τῶν παθῶν ἀργίᾳ, καὶ οὕτω τοῦ Δεσπότου, τῆς πλευρᾶς ἐφαψόμεθα» (Στιχηρό Προσόμοιο Όρθρου Τετάρτης Β΄ Εβδομάδος μετά το Πάσχα). Ας αναζητήσουμε τον αναστάντα Κύριο και ας τον δοξολογήσουμε με ύμνους «οὐ βλεφάροις ἰδόντες» όμως Αυτόν «ἀλλὰ καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες» (Κανόνας Κυριακής Θωμά, Ωδή θ΄). Ας απομακρύνουμε από την ψυχή μας την «κατήφεια» των παθών και των λογισμών τη ζάλη «καὶ οὕτως ἐξανθήσει τὸ ἔαρ τὸ τῆς πίστεως» (Στιχηρό Προσόμοιο Όρθρου Πέμπτης Β΄ Εβδομάδος μετά το Πάσχα) στις καρδιές μας. Με μια τέτοια προπαρασκευή θα μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστάντα Χριστό πέρα από το επίπεδο των αισθήσεων και θα αξιωθούμε να δούμε και να ακούσουμε «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορινθ. 2, 9).




π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου