Όσο ο άνθρωπος είναι ναρκωμένος από το μεθύσι της ναρκισσιστικής αυτοαποθεώσεως δεν βιώνει άμεσα την οδύνη της υπαρξιακής του μοναξιάς, αν και υφίσταται έμμεσα τις συνέπειές της με την μορφή των σωματικών συμπτωμάτων ή των διαπροσωπικών δυσκολιών. Μόλις απαλλαγεί από τη νάρκη της αυτοαποθεώσεως βιώνει βαθιά αυτή την οδύνη και διαπιστώνει ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση εξορίας, μακριά από το σπίτι του πατέρα του, τη γη της Επαγγελίας. «Ὤ, πόσων ἀγαθῶν ὁ ἄθλιος ἐμαυτόν ἐστέρησα! Ὁποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ!» (δοξαστικό Εσπερινού Κυριακής Ασώτου).
επιστροφή από την εξορία
Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτή τη διαπίστωση, αναπότρεπτα θα αισθανθεί την ανάγκη της επιστροφής και θα πει σαν τον άσωτο γιο της παραβολής, «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». «Ὡς ὁ ἄσωτος υἱός, ἦλθον κἀγὼ οἰκτίρμων, ὁ τὸν βίον ὅλον δαπανήσας ἐν τῇ ἀποδημίᾳ· ἐσκόρπισα τὸν πλοῦτον, ὃν δέδωκάς μοι, Πάτερ· δέξαι με, Πάτερ, μετανοοῦντα ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με» (Αίνοι Κυριακής Ασώτου). Είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση του ανθρώπου για την αποξένωσή του από την πηγή της ζωής του, το Θεό, που ονομάζουμε μετάνοια. Η μετάνοια δεν έχει καμιά σχέση με νομικές αφέσεις αμαρτιών, για απάλειψη συναισθημάτων ενοχής και βαυκαλιστικά ξαλαφρώματα. Ούτε έχει καμιά σχέση η μετάνοια με πνευματικές λογιστικές και μαθηματικές πράξεις. Αυτού του είδους η «μετάνοια» είναι είτε ένας άλλος τρόπος αυτοδικαιώσεως είτε μια άλλη μορφή επιδιώξεως ναρκισσιστικής ευφορίας.
Επειδή ακριβώς η μετάνοια έχει αυτές τις βαθιές υπαρξιακές διαστάσεις, γι’ αυτό ακούμε συχνά τους αγίους να παραπονούνται ότι δεν έχουν μετάνοια. «Οὐκ ἔχω μετάνοιαν, οὐκ ἔχω κατάνυξιν, οὐκ ἔχω δάκρυον παρακλητικὸν τὰ ἐπανάγοντά με, τέκνα, εἰς ἰδίαν κληρονομίαν», όπως λέει ο συγγραφέας του κανόνα στον Ιησού Χριστό. Και ο αββάς Σισώης που έζησε μια ολόκληρη ζωή χύνοντας καυτά δάκρυα μετανοίας, έτσι που να αυλακώσει το πρόσωπό του, όταν έφθασε η στιγμή του θανάτου ζητούσε από το Θεό και τους αγίους περισσότερο χρόνο για να μετανοήσει κι όταν οι μαθητές του απόρησαν λέγοντας: «Γέροντα, εσύ ζητάς καιρό για να μετανοήσεις που γνώρισες τόσο πολύ και τόσο καλά τη μετάνοια; – Μόλις τώρα αρχίζω να γνωρίζω τη μετάνοια» απάντησε ο άγιος αββάς.
Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να επιτύχει ο άνθρωπος αυτή την πραγματική μετάνοια, όταν όμως την επιτύχει δεν του χρειάζονται πια τα πνευματικά μέσα που χρησιμοποιεί η Εκκλησία, κυρίως για να καλλιεργήσει και να αναπτύξει τη μετάνοια μέσα στην ψυχή του πιστού. Γι’ αυτό και ο Ποιμήν δεν έρχεται σε αντίφαση με το Πηδάλιο ή τους Κανόνες, με τις απόψεις που διατυπώνει στο ακόλουθο περιστατικό: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν ἀββᾶν Ποιμένα, λέγων· Ἐποίησα ἁμαρτίαν μεγάλην, καὶ θέλω μετανοῆσαι τρία ἔτη. Λέγει αὐτῷ ὁ Γέρων· πολύ ἐστν. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἀδελφός. Ἀλλ᾿ ἕως ἐνιαυτοῦ; καὶ εἶπε πάλιν ὁ Γέρων· πολύ ἐστιν. Οἱ δὲ παρόντες ἔλεγον· ἕως τεσσαράκοντα ἡμερῶν; Καὶ πάλιν εἶπε· πολύ ἐστιν· εἶπε δέ, ἐγὼ λέγω, ὅτι ἐὰν ἐξ ὅλης καρδίας μετανοήσῃ ἄνθρωπος, καὶ μὴ προσθῇ ἔτι ποιεῖν τὴν ἁμαρτίαν, καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας δέχεται αὐτὸν ὁ Θεός» (Migne 65, 323).
Πραγματικά, στην παραβολή ο πατέρας δέχεται αμέσως τον άσωτο χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς όρους, χωρίς κυρώσεις, χωρίς ούτε καν επιπλήξεις, αλλά με χαρές και γλέντια και χορούς. «Πάλιν τῆς οἰκείας δόξης χαρίζεται τὰ γνωρίσματα καὶ μυστικὴν τοῖς ἄνω ἐπιτελεῖ εὐφροσύνην» (στιχηρό Εσπερινού Κυριακής Ασώτου).
Όμως η μετάνοια, όπως και όλες οι άλλες πνευματικές πραγματικότητες, δεν βιώνεται ή απόλυτα ή καθόλου, αλλά περισσότερο ή λιγότερο. Κανείς δεν έχει την τέλεια μετάνοια όπως δείχνει το παράδειγμα του Σισώη· και από την άλλη μεριά, και ο πιο αμετανόητος έχει νιώσει, έστω και ελάχιστα, αυτό το αίσθημα του αποδήμου από τη Χάρη του Θεού, γι’ αυτό και ο συγγραφέας του κανόνα στον Ιησού Χριστό ζητάει «μετάνοιαν ὁλόκληρον».
Όπως όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια γεύση μετάνοιας έτσι κι όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια, όσο κι αν είναι ελάχιστη, γεύση της παρουσίας του Θεού στην καρδιά τους.
Έτσι, τον αναστημένο Χριστό θα συναντήσουμε τόσο, όσο έχουμε νιώσει αυτό το βαθύ υπαρξιακό αίσθημα της αποξενώσεως και της αποδημίας από το πατρικό σπίτι, από τον παράδεισο της τρυφής.
π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου