Για την παραβολή του «ασώτου υιού», που ακούγεται κάθε χρόνο την Β΄ Κυριακή του Τριωδίου, που γι’ αυτή την παραβολή ονομάζεται και Κυριακή του Ασώτου, έχει ειπωθεί από πολλούς, πως κι να χανόταν όλο το άγιο κείμενο της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, και σωζόταν μονάχα η παραβολή αυτή, θα έφτανε για να νιώσουμε το άπειρο μεγαλείο του ουράνιου Πατέρα μας, την καλοσύνη και την ευσπλαχνία του· να ιδούμε στο βάθος το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Και δεν είναι υπερβολή αυτός ο λόγος, που θέλει να τονίσει τη μεγάλη σημασία της παραβολής αυτής. Γιατί η παραβολή του Ασώτου, είναι η τελειότερη συγκεφαλαίωση και η ποιητικότερη σύνοψη όλου του Ευαγγελίου.
Πατρική Δωρεά
Από το συναξάρι της ημέρας μαθαίνουμε, πως οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας όρισαν να διαβάζεται αυτή η παραβολή στη Β΄ Κυριακή του Τριωδίου, για τον ακόλουθο λόγο: επειδή πολλοί άνθρωποι, βρισκόμενοι σε νέα ηλικία, που είναι πιο ευόλισθη, παρασέρνονται ευκολότερα σε πολλές ασωτίες (μέθη, ασέλγεια, πορνεία κι άλλες βαριές αμαρτίες) πέφτουν, ύστερ’ απ’ το βάραθρο της αμαρτίας, στην σκοτεινή άβυσσο της απογνώσεως -η οποία απόγνωση κατά τους Πατέρας είναι αποτέλεσμα της σατανικής αλαζονείας·- και πέφτοντας μέσα στην άβυσσο της απογνώσεως, νομίζουν πως δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα σωτηρίας τους· και δεν θέλουν να αγωνιστούν για την επανάκτηση της αρετής, παρά πέφτουν ολοένα και βαθύτερα στο βούρκο, νομίζοντας πως δεν υπάρχει πια γι’ αυτούς κανένα έλεος· γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι άγιοι Πατέρες, θέλοντας να τραβήξουν αυτούς τους αμαρτωλούς απ’ το χείλος της αβύσσου της απογνώσεως, βάζουν εδώ την παραβολή του Ασώτου, για να δείξουν τη φιλανθρωπία, τη μακροθυμία και την πατρική ευσπλαχνία του Θεού προς το πεσμένο στην αμαρτία πλάσμα του, και πως δεν υπάρχει κανένας αμαρτωλός και κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο και να είναι, που να μπορεί να νικήσει την άπειρην ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού.
***
Αυτή η πατερική θέση, της άπειρης ευσπλαχνίας του Θεού, που δέχεται μ’ ανοιχτή κι ολόθερμην αγκάλη τον κάθε «άσωτον υιόν του», τον καθέν’ από μας, αφοπλίζει μερικούς ανθρώπους, που πιστεύουν, πως οι αμαρτίες τους είναι τόσες και τόσο φοβερές, που δεν μπορεί να τις συγχωρέσει ούτε ο άνθρωπος ούτε ο Θεός. Ας ακούσουν τον άγιον Ιωάννη το Χρυσόστομο -μαζί μ’ όλους τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας- που κηρύχνει: «ο ωκεανός έχει όρια, μα η θεία ευσπλαχνία του Θεού δεν έχει όρια»! Ποιο ποτάμι, από αισχρές και μεγάλες αμαρτίες μας, δεν μπορεί να χωρέσει μέσα στην απέραντη θάλασσα της ευσπλαχνίας του Θεού; Όσο μεγάλο κι αν είναι το βάρος και το είδος των αμαρτιών μας, η πραγματική μετάνοια, το συνταρακτικό «ήμαρτον» του ασώτου, έχει τη δύναμη ν’ ανοίγει τις πόρτες του «πατρικού» σπιτιού μας, την καρδιά του φιλεύσπλαχνου Πατέρα και Θεού μας. «Αν είχαμε, λέγει ένας άγιος, όλο το νερό των ωκεανών για μελάνι, και το σύμπαν για χαρτί, δε θα μπορούσαμε να περιγράψωμε την καλοσύνη του Θεού. Αλλά θα πείτε, πως μιλεί κανείς πιο γρήγορα απ’ ότι γράφει. Ναι· μα κι αν είχαμε όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, που υπήρξαν και θα υπάρξουν, κι όλες τις διάνοιες των αγγέλων, πάλι δε θα μπορούσαμε να εξυμνήσουμε την καλοσύνη του Θεού. Αλλά, ίσως προσθέσετε, πως μπορεί να φανταστεί κανείς κάτι, πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι μπορεί να το περιγράψει ή να το εκφράσει. Μα και πάλι, αν είχαμε τόση φαντασία, όσα είναι τα σπυριά της άμμου και τα φύλλα των δέντρων, δε θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την άπειρη καλοσύνη του Θεού· κι αυτό, γιατί όλα όσα αριθμήσαμε είναι περιορισμένα και τελειώνουν, ενώ η καλοσύνη, δηλ. η φιλανθρωπία του Θεού μένει απεριόριστη και άπειρη».
***
Καμιά άλλη παραβολή δεν έχει τόσο βάθος που να μας αποκαλύπτει τη βαθιά φιλευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού, και τόσο πλάτος, που να χωρεί, μέσα σε λίγες γραμμές, το μεγαλείο του Θεού, μαζί με όλο το δράμα του ανθρώπου: και του δικαίου -στο πρόσωπο του μεγάλου, του φρόνιμου γιου- και του παραστρατημένου, του αμαρτωλού, του ασώτου. Σ’ αυτούς τους δυο τύπους της παραβολής βρισκόμαστε όλοι οι άνθρωποι. Κ’ έχουμε όλοι ανάγκη απ’ το έλεος και τη συγγνώμη του μεγαλόψυχου Πατέρα μας, του Θεού. Και οι «δίκαιοι», που αντιπροσωπεύονται στην παραβολή από το μεγαλύτερο γιο, και οι άσωτοι. Και να γιατί. Ο μεγαλύτερος γιος μας παρουσιάζεται στην παραβολή ως φρόνιμος, υπάκουος, εργατικός, αφοσιωμένος στις πατρικές εντολές και υπηρεσίες. Μα όταν γύρισε ο χαμένος αδερφός του, κ’ είδε τον πατέρα του να του ανοίγει την καρδιά του και το σπίτι του, φθόνησε τον «αμαρτωλόν» αδερφό του και ξέσπασε: «Τόσα χρόνια σε δουλεύω», λέει στον πατέρα του, «και ποτέ δεν παράκουσα προσταγή σου· κι όμως ποτέ δε μου χάρισες ένα κατσίκι, για να γλεντήσω με τους φίλους μου. Και τώρα που γύρισεν αυτός ο γιος σου, που έφαγε το βιος σου όλο με τις πόρνες, του σφάζεις το καλύτερο μοσχάρι απ’ τα θρεφτάρια μας…». Ο μεγάλος και φρόνιμος γιος, όπως σημειώνει κ’ ένας νεοέλληνας θρησκευτικός στοχαστής, «ενσαρκώνει το γράμμα του νόμου, αλλά βρίσκεται μακριά απ’ το πνεύμα του. Μπορεί να ’μεινε στο πλευρό του πατέρα του, μπορεί να σεβάστηκε πάντα τις εντολές του, αλλά την καρδιά του δεν τη φλογίζει η αγάπη, που κάνει τον πατέρα να ’ναι η βάτος “ἡ καιομένη καὶ μὴ φλεγομένη”. Δεν είχε την αγάπη, την “ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως”. (Κ. Μπαστιά, Νέον Κυριακοδρόμιο, σελ. 54). Ο μεγάλος γιος είχε τη φρόνηση ν’ ακούει πάντα τον πατέρα του και να μην απομακρυνθεί πότε από κοντά του – σ’ αυτό μπορεί ν’ αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Μα δεν είχε ριζώσει βαθιά στην καρδιά του η αγάπη στον αδερφό του, στον άνθρωπο. Παρασύρθηκε απ’ το φθόνο, που σπέρνει ανάμεσά μας ο σατανάς, κι αντί να μισήσει την αμαρτία του αδερφού του και να χαρεί για τον αμαρτωλό άνθρωπο που γύρισε στον ίσιο δρόμο, για το αδερφό του, αυτός θύμωσε κ’ έφυγε. Η καρδιά του είχε στενέψει τόσο πολύ απ’ το γράμμα του νόμου, κ’ είχε ξεραθεί απ’ την τυπική «φρονιμάδα» του τόσο, που όταν ο πατέρας του, για να τον συνεφέρει του είπε: «παιδί μου, εσύ ’σουν πάντα στο πλευρό μου, κι όλα τα δικά μου είναι δικά σου, κ’ έπρεπε να χαρείς και να φχαριστηθείς και συ, επειδή ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, κ’ ήταν χαμένος και βρέθηκε» – αυτός δεν συγκινήθηκε, δεν ζεστάθηκε η καρδιά του, να πάει ν’ αγκαλιάσει τον αδερφό του που γύρισε, μα έστρεψε τις πλάτες προς το πατρικό του και χάθηκε μες τη νύχτα. Και θα μένει ένα αιώνιο παράδειγμα, εκείνων που είναι κολλημένοι σα στρείδια στο γράμμα του νόμου, και κρίνουν και καταδικάζουν τους αμαρτωλούς, αντί να δείχνουν κατανόηση και αγάπη σ’ εκείνους, που ο Θεός είναι έτοιμος, μόλις ακούσει ένα «ἥμαρτον», ένα «ἱλάσθητι» κ’ ένα «δέξαι με», να τους δεχτεί με χαρές μεγάλες στον ουρανό και στον παράδεισο κατά το λόγο που είπε «χαρὰ μεγάλη γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοούντι»!
***
Ο άσωτος γιος, που διεσκόσπισε τον πλούτο της πατρικής δωρεάς και εξαχρείωσε το «κατ’ εικόνα», με τις ακατονόμαστες αμαρτίες του, «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Στο τέλος, «στοιχήθηκε» χοιροβοσκός και προσπαθούσε να χορτάσει την πείνα του με τα ξυλοκέρατα, που έπεφταν απ’ το στόμα των χοίρων. Εδώ ας θυμηθούμε τη σοφή παρατήρηση του αγίου Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθοπούλου: «ἀκόρεστον γάρ τοι πρᾶγμα ἡ ἁμαρτία, θέλγουσα, τῇ συνηθείᾳ διὰ τοῦ προσκαίρως ἡδύνοντος· ἣν δὴ καὶ κερατίοις παρεικάζει, ὡς χοίρων οὖσαν τροφήν· τὰ γὰρ κεράτια, πρῶτον μὲν γλυκύ τι προβάλλονται, ὕστερον δὲ τραχύ τι καὶ ἀχυρῶδες ἀποτελοῦσιν· ἃ πάντως κέκτηται καὶ ἡ ἁμαρτία». Δηλαδή: η αμαρτία είναι πράγμα που δεν χορταίνεται με την προσωρινή ηδονή, η οποία μοιάζει με τα ξυλοκέρατα, τα χαρούπια, που είναι η τροφή των χοίρων. Γιατί, όπως τα ξυλοκέρατα αφήνουν στην αρχή μια γλύκα στο στόμα μας κ’ ύστερα μένει ένα άνοστο, τραχύ και αχυρώδες πράγμα, έτσι ακριβώς κ’ η αμαρτία.
Ως εδώ είναι το πρώτο μέρος της ζωής του ασώτου, που είναι παράδειγμα για όλους μας – προς αποφυγήν βέβαια. Και λέω για όλους, γιατί δεν είναι κανείς, που να ’χει βαστάξει την Πατρικήν δωρεάν, σε όλα αδιάφθορη και ασκόρπιστη. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί· κι όλοι μοιάζουμε, ποιος λίγο ποιος πολύ, κατά το πρώτο μέρος της ζωής του, τον άσωτο. Κι αλίμονο σ’ εκείνον, που θα πει: «εγώ δεν είμαι άσωτος, εγώ δεν είμαι αμαρτωλός». Θα πέσει στο λάκκο, που έπεσε την προηγούμενη Κυριακή ο Φαρισαίος. Εδώ μπορούμε να σκεφτούμε την «αυτομεμψία» των αγίων Πατέρων. Και ειδικότερα, τους λόγους ενός αγίου υμνογράφου: «Ὢ, πόσων ἀγαθῶν, ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα! Ὢ, ποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! Τὸν πλοῦτον ἠνάλωσα, ὅνπερ ἔλαβον· τὴν ἐντολὴν παρέβην. Οἴμοι τάλαινα ψυχή! Τῷ πυρὶ τῷ αἰωνίῳ λοιπὸν, καταδικάζεσαι· διὸ πρὸ τέλους βόησον Χριστῷ τῷ Θεῷ· ὡς τὸν ἄσωτον δέξαι με υἱόν, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με». Υπάρχει ορθόδοξος χριστιανός, ακόμη κι ο πιο άγιος, που δε θα μπορούσε να υπογράψει αυτό το τροπάρι, σα να ’τανε γραμμένο ειδικά γι’ αυτόν; Νομίζουμε, όχι. Κι αυτό, γιατί όσο πιο πολύ ανεβαίνεις, τόσο πιο καλά βλέπεις τις ατέλειες και τις αμαρτίες σου.
***
Αλλά αν το πρώτο μέρος της ζωής του Ασώτου, που οι πιότεροι το ’χουμε κάνει δικό μας, είναι ένα χτυπητό παράδειγμα προς αποφυγή, έρχεται το δεύτερο, της επιστροφής, που πρέπει όλοι να μιμηθούμε: χωρίς καμιά αναβολή και χωρίς καμιά αμφιβολία, πως ο Πατέρας μας, απ’ τον οποίο χωριστήκαμε, πέφτοντας σε όποιου είδους αμαρτίες πράξαμε, θα μας δεχτεί άμα μετανοήσουμε και επιστρέψουμε κοντά του, σαν τον Άσωτο. Θα μας δεχτεί κ’ εμάς στη στοργική του αγκαλιά. Θα μας δείξει την πατρικήν ευσπλαχνία. Θα ξαναφορέσει στο χέρι μας το δαχτυλίδι, που δείχνει τη χάρη του αγ. Πνεύματος· θα μας φορέσει πάλι τα καινούργια ενδύματα και υποδήματα, «τὴν στολὴν τὴν πρώτην»· κ’ ύστερα θα σφάξει «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», τον Γιο του το Μονογενή, για να μας παραθέσει το ουράνιο τραπέζι του, τα Άχραντα Μυστήρια. Περιμένει, όμως, την πραγματική μας μετάνοια και επιστροφή, στο δρόμο που μας δείχνει η Εκκλησία του. «Ό,τι χαλά η αμαρτία», λέγει ο Μελέτιος Πηγάς, «ανακτίζει η μετάνοια. Η αμαρτία εξορίζει, η μετάνοια προσοικειοί. Η αμαρτία πτωχαίνει, πλουτίζει η μετάνοια. Η αμαρτία σκορπίζει, η μετάνοια περιμαζώνει. Εκείνη κατασταίνει βοσκούς χοίρων, ετούτη μας κατασταίνει πάλιν υιούς. Εκείνη μας γυμνώνει, ετούτη μας στολίζει. Ω, μετάνοια, η θύρα της σωτηρίας, η οδός προς την οδόν του Σωτήρα, η οδηγή προς το αγαθόν, η πρόξενος της δόξης, οι πτέρυγες της χρυσής περιστεράς, τες οποίες επιθυμεί και ο προφήτης Δαβίδ… Ξορίζει και γυμνώνει μας, αδελφοί, η αμαρτία· αλλά αν θελήσωμεν να επιστρέψωμεν, δια μετανοίας, με “συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην” καρδίαν, θέλομεν κλαύσει και θέλομεν πρώτον μεν αναχωρήσει από την αμαρτίαν, έπειτα θέλομεν εξομολογηθή τα προτύτερα κακά, και θέλομεν κολάζει ατοί μας του λόγου μας, άλλην κατάκρισιν δεν μας θέλει δώσει ο Θεός, άλλην κόλασιν. Μάλιστα θέλει χάρη, μας θέλει συναπαντήξει, μας θέλει λαμπροφορήσει… μας θέλει τελειώσει πάσαν ευφροσύνην και χαράν, με τες πνευματικές συμφωνίες και αγγελικές, μετά χορών και κρότων ουρανίων. Θέλομεν και ευφράνει και ευφρανθή με τον ουράνιόν μας Πατέρα και τους αγγέλους του Θεού, και θέλομεν αποκατασταθή πάλιν εις την πρώτην αξίαν και τιμήν της βασιλείας του Θεού».
Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου