Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

ΤΙ ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ ΑΠ’ ΤΟ ΘΕΟ ΝΑ ΑΚΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΙΠΟΤΕ!

 Είπε Γέρων : Τι μεγάλο δώρο απ’ το Θεό να ακούς κατηγορίες

και να μη σε αγγίζει τίποτε! Όχι επειδή κάνεις κάποιο αγώνα

ή πιέζεσαι ή παρακαλάς ή προσεύχεσαι. Μα επειδή ζεις αλλού, είσαι σε άλλο κλίμα και άλλη ατμόσφαιρα. Κατανοείς καλά ότι ο άλλος, αν δεν είναι συντονισμένος με το Θεό και την αγάπη Του, είναι φυσικό να κάνει λάθος εκτιμήσεις, και να λέει λόγια που δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια.


Στη Φιλοκαλία διαρκώς τονίζεται, ότι η άγνοια των ανθρώπων θολώνει το νου, και δημιουργεί μπερδεμένους λογισμούς. Το πιο μεγάλο μυστικό για να κατανοείς τους άλλους, να ερμηνεύεις τις πράξεις τους, και κυρίως να μη διαλύεσαι, είναι :


1. Να ζεις εσύ αλλού. Στο ¨αλλού¨ της θείας Παρουσίας. και

2. Να έχεις επίγνωση της ανθρώπινης άγνοιας που ταλαιπωρεί όλους μας.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΗΤΑ ΝΑ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ...

 «Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!»



Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων

 Οι Απόστολοι του Χριστού θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες πρώτου μεγέθους της πνευματικής ζωής. Την 30η Ιουνίου, η Εκκλησία γιορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους που αρχικά εξέλεξε ο Κύριος, πλην του Ιούδα Ισκαριώτη. Αυτοί είναι: Σίμωνας (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος του Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο αδελφός του Ιακώβου του μικρού και ο Ματθίας, που εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους. Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου. Έχουμε, λοιπόν, χρέος και εμείς οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους και με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου, που διέπνεε κι αυτούς, να γίνουμε μιμητές του έργου τους.


Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ´.

Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.


Μεγαλυνάριον

Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾶ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.


Ὁ Οἶκος

Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.


Κάθισμα

Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.

Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳ, ὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότες, οἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀεί, θείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΑΓ.ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ & ΠΑΥΛΟΥ

Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου

 Ὁ Μέγας καί κορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὑποβάλλει σέ ὅλους μας μία ἐρώτηση, τήν ὁποία σᾶς μεταέρω: Εἴμαστε χριστιανοί, πραγματικοί χριστιανοί, ναί ἤ ὄχι; Ἐάν ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι εἴμαστε καλοί χριστιανοί, δέν σημαίνει, ὅτι πράγματι εἴμαστε. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει, νά μή ἀγαποῦμε τόν Θεό μέ τήν γλώσσα, μέ λόγια μόνο, ἀλλά μέ ἔργα, νά ἔχουμε ἁπτές ἀποδείξεις καί μαρτυρίες.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε καί ἔδειχνε στούς Γαλάτες, πού τόν ἀμφισβητοῦσαν, ὅτι δέν εἶναι γνήσιος Ἀπόστολος, ἔδειχνε τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τίς πληγές, πού δέχτηκε γιά τό Ὄνομά Του. Ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Γιά τό τί εἶμαι ἔχω μία ἀπολογία, τά στίγματα, τά παθήματα καί τούς κινδύνους, πού ὑπομένω γιά τόν Χριστό. Αὐτά μαρτυροῦν λαπρότερα ἀπό κάθε φωνή καί σάλπιγγα, ὅτι ἐγώ τά ὑπομένω γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Δέν τά ἔχω ἁπλῶς, ἀλλά τά βαστάζω, σάν στεφάνι νικητικό καί σάν παράσημα καί διάδημα βασιλικό. Γι᾿ αὐτά καυχῶμαι καί μεγαλύνομαι καί παρησιάζομαι στόν Κύριο. Τά στίγματα μαρτυροῦν ὅτι εἶμαι γνήσιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ χριστιανός προσφέρει γιά τήν πίστη του, κουράζεται καί  θυσιάζεται. Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα (Β΄, πρός Κορ.) ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ ὅσα ὑπέμεινε γιά τήν πίστη του καί τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό: Ὑποβλήθηκα σέ κόπους περισσότερο ἀπό ὅ,τι θά περίμενε κανείς. Δέχτηκα χτυπήματα μέ ἀφάνταστη ἀγριότητα, πού μοῦ προξένησαν βαθιές πληγές. Πολλές φορές μέ ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἀμέτρητες φορές κινδύνευσα νά θανατωθῶ. Ἀπό τούς Ἰουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα. Τρεῖς φορές μέ ἐράβδισαν, μία φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα στή θάλασσα καί κινδύνεψα νά πνιγῶ. Κάποτε διαλύθηκε τό πλοῖο στά ἀνοιχτά τῆς θάλασσας καί πάλευα ἕνα μερόνυχτο μέ τά ἄγρια κύματα.

Ὑπηρέτησα τόν Κύριο πολλές φορές μέ κοπιαστικές ὁδοιπορίες. Διέτρεξα κινδύνους σέ ποτάμια, κινδύνεψα ἀπό ληστές, κινδύνεψα ἀπό τούς ὁμογενεῖς μου, ἀπό τό ἰουδαϊκό ἔθνος. Διέτρεξα κινδύνους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, κινδύνους μέσα σέ πόλεις, μέσα στή θάλασσα. Κινδύνεψα ἀπό ἀνθρώπους πού ὑποκρινόντουσαν τούς ἀδελφούς.

Ὑπηρέτησα τόν Κύριο μέ κόπο καί μόχθο, μέ ἀγρυπνίες πολλές φορές, μέ πείνα καί δίψα, μέ νηστεῖες πολλές φορές, μέ ψύχος καί γυμνότητα. Ἐκτός ἀπό πολλά ἄλλα, πού παρέλειψα νά ἀπαριθμήσω, εἶχα καί τήν καθημερινή πίεση καί ἐπίθεση τῶν διωκτῶν μου καθώς καί τήν ἀγωνιώδη φροντίδα μου γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες.

Στή Δαμασκό φρουροῦσαν τήν πόλη, ἐπειδή ὁ διοικητής ἐκεῖ ἤθελε νά μέ συλλάβει. Μέ κατέβασαν ὅμως ἀπό ἕνα παράθυρο τοῦ τοίχους μέσα σέ δίχτυ καί ἔτσι ξέφυγα ἀπό τά χέρια τῶν διωκτῶν μου.

Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν, ὄχι σέ κάποιο γερό ἄνθρωπο, ἀλλά σέ ἕνα φιλάσθενο Παῦλο. Εἶχε κάποια σωματική ἀσθένεια, πού τόν ταλαιπωροῦσε. Ὁ σατανᾶς, λέει, τόν βασάνιζε, σάν νά τόν τρυποῦσε μέ μυτερό ξύλο. Καί πάλι ὅλα αὐτά τά δέχτηκε μέ χαρά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ πραγματικοῦ χριστιανοῦ.

Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του μᾶς ἐξιστορεῖ ὅσα ἀντιμετώπισαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων. Μέ τήν πίστη κατετρόπωσαν βασίλεια, ἔφραξαν στόματα λεόντων, δηλαδή τούς ἔρριξαν μέσα στά λεοντάρια, ἀλλά ἐκεῖνα δέν τούς ἔφαγαν. Ἔσβησαν τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τήν σφαγή, ἀναδείχθηκαν ἥρωες στόν πόλεμο. Ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα. Ἄλλοι βασανίσθηκαν μέχρι θανάτου, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους. Δηλαδή προτίμησαν νά θανατωθοῦν, παρά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί ἔτσι νά ἐλευθερωθοῦν. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη δεσμά καί φυλακή. Λιθοβολήθηκαν, τούς ἔκαναν κομμάτια μέ τό πριόνι, πέρασαν δοκιμασίες φοβερές, θανατώθηκαν μέ μαχαίρι. Περιπλανήθηκαν μέσα στίς ἐρημιές ντυμένοι μέ προβιές, ἔζησαν μέ στερήσεις, καταπιέστηκαν φοβερά, ὑπέμειναν θλίψεις καί κακουχίες. Περιπλανήθηκαν στά βουνά, μέσα σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅποιος γνωρίζει ἀπό Παλαιά Διαθήκη, καταλαβαίνει πολύ εὔκολα ποιούς ὑπονοεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος.

Ἀλλά, ἄν ἀνοίξουμε τό Συναξάρι καί διαβάσουμε τούς βίους τῶν Ἁγίων, θά δοῦμε ἐκεῖ μέσα βασανιστήρια φοβερά καί πρωτάκουστα. Τί δέν ἐπεννόησε ἡ διεστραμμένη φαντασία τῶν εἰδωλολατρῶν διωκτῶν! Ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν μέ καρτερία καί γενναιότητα τά τάγματα τῶν Μαρτύρων, οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ.

Ἀκόμη διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ὁσίων Ἀσκητῶν μένουμε ἔκβαμβοι ἀπό τά πνευματικά ἀγωνίσματα καί τά τιτάνια παλαίσματά τους. Ἑκούσιες στερήσεις ἀναψυχῆς καί ἀνάπαυσης, νηστεῖες αὐστηρότατες, ἐξαντλητικές ἀγρυπνίες, προσευχές ἀσταμάτητες, ἀμέτρητες μετάνοιες, ἡ ταπείνωση καί ὁ ἐξευτελισμός καί ἄλλες σωματικές κακουχίες εἶχαν τήν πρώτη θέση στή ζωή τους. Ὁ  πνευματικός τους ἀγώνας ἦταν ἀσταμάτητος, γιά νά κερδίσουν τόν ποθούμενο, δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ ἱστορικός τῆς Ἐκκλησίας ἀναφερόμενος στούς Πατέρες τῆς Α΄. Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέει, ὅτι ἐκεῖ  μέσα ἦταν οἱ Ἅγοι Πατέρες ἄλλοι μέ ἕνα πόδι ἤ μέ ἕνα χέρι, χωρίς μάτια, μέ κομένη τήν μύτη ἤ τά αὐτιά, μέ ξεριζωμένα τά δόντια, μέ πολλές πληγές στά πρόσωπα, μέ σακατεμένα τά ἁγιασμένα σώματά τους. Ὅλοι εἶχαν τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί αὐτό εἶναι πίστις καί αὐτό σημαίνει χριστιανός. Ἄνθρωπος τῆς μαρτυρίας, τῆς ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου, τῆς θυσίας.

Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, θά τολμήσουμε νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα, ἄν εἴμαστε χριστιανοί ἤ ὄχι; Πῶς καί μέ τί θά τό ἀποδείξουμε; Εἴμαστε χριστιανοί γιά νά προσφέρει σέ μᾶς ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, γιά νά μᾶς ἐπαινεῖ ὁ κόσμος ἤ γιά νά προσφέρουμε ἐμεῖς στόν Χριστό καί στούς ἀνθρώπους; Μᾶς ἀρέσει ὁ ἀγώνας, ἡ ἄσκηση ἤ ἡ ἀνάπαυση καί ἡ καλοπέραση; Μέχρι σήμερα τί κάναμε γιά τήν πίστη μας, γιά νά ἀποδείξουμε, ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Ὁ χριστιανός τῶν σαλονιῶν, τοῦ καναπέ καί τῆς τηλεόρασης, ὁ χριστιανός τοῦ καφενείου, τοῦ καφέ στή γειτονειά καί τοῦ κοτσομπολιοῦ δέν εἶναι κἄν χριστιανός.

Ἡ προσευχή ἔχει κάποιο κόπο. Ἡ νηστεία ἔχει δυσκολίες. Δέν εἶναι εὔκολο πάλι νά ἀφήσεις τόν πρωϊνό σου ὕπνο καί νά ἔρθεις στή θεία Λειτουργία. Οὔτε εἶναι τόσο εὔκολο νά ξεγυμνώσεις τά τραύματα τῆς ψυχῆς σου στόν πνευματικό. Τό νά συγχωρήσεις τόν ἐχθρόν σου, προϋποθέτει μεγαλεῖο ψυχῆς. Γιά νά βοηθήσεις τόν πάσχοντα ἀδελφό σου, πρέπει νά ἔχεις μεγάλη καρδιά. Τό νά κόψεις τό δικό σου θέλημα, γιά νά κάνεις τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι ἀρκετά ὀδυνηρό. Αὐτό πονάει, μᾶς στοιχίζει πολύ. Ὅταν αὐτά τά σχετικῶς ἁπλά καί ἐλάχιστα δέν μποροῦμε νά κάνουμε, πῶς θά φτάσουμε νά μαρτυρήσουμε καί νά πεθάνουμε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτό μᾶς ζητηθεῖ; Γιατί θά ἔρθει πάλι τέτοιος καιρός.

Θά τελειώσω μέ κάτι πού σᾶς τό εἶπα ἀρκετά παλαιότερα. Ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐξεστράτευε ἐναντίον τῶν Περσῶν, παρατήρησε σέ μιά μάχη, ὅτι ἕνας στρατιώτης ὅλο καί κρυβόταν, τήν μιά πίσω ἀπό ἕνα βράχο, τήν ἄλλη πίσω ἀπό ἕνα δέντρο κλπ. Μετά τήν μάχη τόν κάλεσε ὁ βασιλιάς καί τόν ρώτησε, πῶς σέ λένε; Ἐκεῖνος ἀπάντησε συνεσταλμένα, ὅτι Ἀλέξανδρος εἶναι τό ὄνομά του. Ἀ, τοῦ εἶπε, ἐδῶ θά τά χαλάσουμε. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι γενναῖος καί ἐσύ εἶσαι δειλός. Στό ἑξῆς ἕνα ἀπό τά δύο θά γίνει. Ἤ θά ἀλλάξεις τό ὄνομά σου ἤ θά ἀλλάξεις τακτική καί θά γίνεις κι᾿ ἐσύ γενναῖος.

Αὐτό θά πρέπει νά κάνουμε κι᾿ ἐμεῖς: Ἤ θά ἀγωνισθοῦμε νά γίνουμε πραγματικοί χριστιανοί ἤ ἄν παραμείνουμε στήν κατάσταση πού εἴμαστε τώρα, νά παύσουμε νά  λεγώμαστε χριστιανοί. Τέτοιους χριστιανούς δέν τούς θέλει ὁ Χριστός. Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς φωτίσει νά κάνουμε τό σωστό καί νά γίνουμε ὅλοι μας ἄξιοι χριστιανοί. Ἀμήν.-     

Όλα αυτά τα βάσανα τα δεχόταν ο Παύλος από τους ανθρώπους, όμως ευχαριστούσε τον Θεό, σαν να δέχθηκε από τον Ίδιο

 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος




Υπέστη ναυάγιο, για να καταπαύσει το ναυάγιο της οικουμένης.

Έμεινε στο βυθό ένα μερόνυχτο, για να ανασύρει από το βυθό της πλάνης.


Κοπίασε για να αναπαύσει τους κουρασμένους από την αμαρτία.


Πληγώθηκε, για να γιατρέψει τους πληγωμένους από τον Σατανά.


Φυλακίστηκε, για να αποφυλακίσει όσους βρίσκοντας στο σκοτάδι.


Έφτασε πολλές φορές στον θάνατο, για να απαλλάξει, από φοβερούς θανάτους...


Μαστιγώθηκε, για να λευτερώσει από την μάστιγα του διαβόλου τους κακοποιούς.


Ραβδίστηκε, για να στηρίξει με την βακτηρία του Χριστού τους ανθρώπους.


Λιθοβολήθηκε, για να μας απαλλάξει από την πέτρινη αναισθησία.


Βρέθηκε στην ερημιά, για να μας βγάλει από την μοναξιά της ψυχής.


Πεζοπορούσε, για να στηρίξει τους ξενιτεμένους και να ανοίξει δρόμους προς τον

Ουρανό.


Κινδύνεψε στις πόλεις, για να δείξει την Άνω Πόλη (Άνω Ιερουσαλήμ).


Βρέθηκε σε πείνα και σε δίψα, για να χορτάσει και να ξεδιψάσει άλλους.


Γυρνούσε φτωχός και γυμνός, για να ντύσει με την στολή του Χριστού, τους άσεμνους και ασχημονούντες.


Παραδόθηκε στην μανία του όχλου, για να λευτερώσει όσους ήταν υπό την εξουσία του διαβόλου.    

«Εγώ δεν είμαι ο απόστολος Παύλος!»

 «Μην χάνεις το θάρρος σου. Μην σκέφτεσαι το κακό. Ο Δημιουργός σου βρίσκεται κοντά σου. Ο τα πάντα ορών βλέπει. Ο Παντελεήμων θα σε ελεήσει. Και τώρα είναι ελεήμων απέναντί σου αν και είσαι άρρωστος και σκυθρωπός. Αυτός δοκιμάζει τον ηρωισμό σου. Δοκιμάζει την πίστη και την ελπίδα σου. 

 «Μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὃν παραδέχεται» ( Εβρ. 12, 6 ) λέει ο Απόστολος , που έχει υποστεί πολλά χτυπήματα , όπως λέει αλλού: «ὑπό ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν ἔλαβον, τρίς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρίς ἐναυάγησα» ( Β΄ Κορ. 11, 24-25 ) . 

  Όλα αυτά τα βάσανα τα δεχόταν ο Παύλος από τους ανθρώπους , όμως ευχαριστούσε τον Θεό , σαν να δέχθηκε από τον Ίδιο. Και ποτέ δεν παραπονιόταν για τους ανθρώπους ,τους βασανιστές του, αλλά, βασανισμένος και διωγμένος , ασταμάτητα ενθάρρυνε τους άλλους χριστιανούς λέγοντας: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε.»( Φιλ. 4,4 ) .


  Εσύ βέβαια θα μου πεις: «Εγώ δεν είμαι ο απόστολος Παύλος!» . Ξέρω , ότι δεν είσαι , αλλά είσαι χριστιανός, και είσαι πνευματικό τέκνο του απόστολου Παύλου, όπως είμαστε όλοι εμείς τα πνευματικά τέκνα όλων των αποστόλων, των πνευματικών μας γονιών. Εσύ νομίζεις πως σήμερα δεν υπάρχουν χριστιανοί που να υπομένουν τα βάσανα με χαρά; 

    Ιδού, στη Ρωσία επαναλαμβάνεται η ιστορία των αποστολικών παθών. Φτάνουν έως εμάς πολλές ειδήσεις, πως οι χριστιανοί στη Ρωσία υπομένουν τα μαρτύρια με χαρά, Υπάρχουν και ανάμεσά μας χριστιανοί , οι οποίοι με αποστολική χαρά υπομένουν τα βάσανα της ζωής. Αυτοί δεν το αγγέλλουν στον κόσμο, ούτε οι εφημερίδες γράφουν γι’ αυτό. Αυτοί τα λένε ψιθυριστά στους πνευματικούς , και προσεύχονται στον Θεό για τους βασανιστές τους. Ο πάγος των παθών δεν καταστρέφει τη ζεστασιά της ελπίδας τους. Τί είδους άνθρωπος θα ήταν εκείνος που την εποχή του δριμύτατου χειμώνα δεν θα πίστευε στον ερχομό της άνοιξης; Αλόγιστος. Άπειρος. Η δυνατή παγωνιά θα ήταν διπλάσια δυνατότερη χωρίς την προσδοκία της άνοιξης. Και στη δική σου ζωή θα στείλει ο Δημιουργός σου την άνοιξη μετά από τις τωρινές σκυθρωπές μέρες σου. Κι εσύ θα χαίρεσαι και θα γιορτάζεις. Και θα θυμώνεις με τον εαυτό σου, που κάποια φορά είχες ξεπέσει στην πίστη και την ελπίδα. Γι’ αυτό: μην χάνεις το θάρρος. Μην σκέφτεσαι το κακό. Ο Δημιουργός σου θα βρίσκεται κοντά σου. Ο χειμώνας περνά και η άνοιξη είναι στην πόρτα.

Ειρήνη σε σένα και ευλογία από τον Κύριο».


 ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

Δεν φτάνει μόνο η πίστη…ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Β΄»Εκδόσεις «εν πλώ»

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι

 Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.


Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.


Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Ψάρεμα στήν Ἱερά Μονή Καρακάλλου – ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

 Διηγήθηκε κάποιος κύριος ὅτι εἶχε πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ σκοπὸ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ καλύβι τοῦ Γέροντος Πορφυρίου. Λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ συνοδός του ἱερέας ἤθελε νὰ πάει στὴν Ἱ. Μ. Καρακάλλου, τοῦ εἶπε νά πάει κι’ αὐτὸς ἐκεῖ καὶ μετὰ νὰ πᾶνε καὶ οἱ δύο στὰ Καυσοκαλύβια. Λόγῳ τῆς κακοκαιρίας δὲν φαινόταν δυνατὴ ἡ μετάβαση στὰ Καυσοκαλύβια καὶ ἔτσι ἔμειναν στὴν Καρακάλλου, μὲ πρόθεση νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἀθήνα χωρὶς νὰ πᾶνε στὰ Καυσοκαλύβια.


  Ἔτσι, ὁ προσκυνητής, ὁ ὁποῖος εἶχε μαζὶ του ἀγκίστρια (ποὺ τὰ λέει “τσαπαρή”) γιὰ νὰ τὰ δώσει σὲ ἕναν ὑποτακτικὸ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου στὰ Καυσοκαλύβια, χάρισε τὰ ἀγκίστρια στὸν μοναχὸ τῆς Καρακάλλου ποὺ εἶχε τὸ διακόνημα τοῦ ψαρᾶ. Τότε ὁ ἡγούμενος εἶπε στὸν ψαρὰ νὰ πάει γιὰ ψάρεμα καὶ ὁ λαϊκὸς ζήτησε νὰ τὸν συνοδεύσει. Προηγουμένως εἶχε πεῖ ὅτι τὰ ἀγκίστρια τὰ προόριζε γιὰ τὸν Γέροντά του καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν ποιὸς εἶναι ὁ Γέροντάς του, εἶχε πεῖ: ὁ πατήρ Πορφύριος.


  Ὅταν βγῆκαν στὴν θάλασσα μὲ τὸν μοναχό ἡ θάλασσα χόχλαζε ψάρια, δηλαδή σμῆνος ψαριῶν φανερωνόταν στὴν ἐπιφάνειά της σὰν νὰ σπᾶνε φυσαλλίδες. Μόλις ἔριξαν τὴν τσαπαρὴ καὶ τὸ πρῶτο ἀγκίστρι ἄγγιξε τὴν θάλασσα, ἀμέσως τὴν τράβηξε τὸ πρῶτο ψάρι μέσα καὶ σὲ λίγο δημιουργήθηκε ἕνα τσαμπὶ μὲ ψάρια. (Ἡ τσαπαρὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ ἀγκίστρια τοποθετημένα σὰν σταφύλι). Ἔβγαλαν τὴν τσαπαρή, τὴν ἄδειασαν ἀπὸ τὰ ψάρια καὶ ἔτσι ρίχνοντας καὶ βγάζοντας γέμισαν ἕνα καφάσι ψάρια.


 Τότε ρώτησε ὁ προσκυνητὴς τὸν μοναχὸ ἂν φθάνουν αὐτὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, τοὺς ἐπισκέπτες καὶ τοὺς ἐργάτες τῆς μονῆς κι’ ἔτσι γέμισαν καὶ ἕνα ἀκόμη μικρὸ καφάσι. Τότε ὁ προσκυνητὴς εἶπε νὰ ἐπιστρέψουν, ἀλλ’ ὁ καλόγερος εἶπε νὰ μαζέψουν λίγα ἀκόμα. Ἀλλὰ τὰ ψάρια πιὰ δὲν τσιμποῦσαν, ἔφευγαν. Καὶ παρόλες τὶς προσπάθειες τοῦ μοναχοῦ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα παραπάνω. Τότε ὁ καλόγερος ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «ἥμαρτον, Παναγία μου, πλεονεξία μ’ ἔπιασε». Ὅταν βγῆκαν στὸ λιμάνι, οἱ παρευρισκόμενοι δὲν πίστευαν ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ψάρια πιάστηκαν μὲ τὴν τσαπαρὴ καὶ ἔψαχναν νὰ βροῦν τὰ δίχτυα…

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀπὸ τὸ Σημειωματάριο ἑνὸς Ὑποτακτικοῦ“.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ!

 Λίγα χρόνια μετά την κοίμηση του Αγίου Νεκταρίου, έφεραν στη μονή της Αίγινας, ένα δαιμονισμένο δεμένο με αλυσίδες που συγκρατούσαν τέσσερις άντρες.

Τον οδήγησαν στον τάφο του Αγίου και οι ιερείς άρχισαν να τον "διαβάζουν". Κάποια στιγμή ο δαιμονισμένος άρχισε να φωνάζει: «Άγιε Νεκτάριε, μ' έκαψες. Μ' έκαψες.» και έπεσε στο πάτωμα λιπόθυμος.


Όταν συνήλθε, είχε θεραπευτεί!!!


 Άλλη μια περίπτωση δαιμονισμένου ατόμου που θεραπεύτηκε με την βοήθεια του Αγίου Νεκταρίου είναι μια γυναίκα από το Μεριστό. Όταν επισκέφθηκε, με συνοδεία, και προσκύνησε τον τάφο του Αγίου, θεραπεύτηκε αμέσως!!!

Όσιοι Σέργιος και Γερμανός οι θαυματουργοί οι εν Βαλάμη

 Οι Όσιοι Σέργιος και Γερμανός εγκαταστάθηκαν στη νήσο Βαλάμη το 1329 μ.Χ. και προσπάθησαν να διαδώσουν τον Χριστιανισμό κάτω από δύσκολες συνθήκες.


Οι Όσιοι Σέργιος και Γερμανός κοιμήθηκαν περί το 1353 μ.Χ.


Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο των Οσίων.

Άγιος Σέργιος ο δίκαιος ο Μάγιστρος

 Ο Άγιος και δίκαιος Σέργιος, καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια της Αμάστρισου, του Εύξεινου Πόντου. Η οικογένεια του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με εκείνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Έκανε λαμπρές σπουδές και γρήγορα έφθασε σε υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Αν και ο Θεόφιλος ήταν θερμός υποστηρικτής των εικονομάχων, ο Σέργιος παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων. Αναδείχθηκε δε και προστάτης πολλών υπερασπιστών των αγίων εικόνων, κατά τον από του Θεόφιλου διωγμό. Μετά δε το θάνατο του Θεόφιλου, συνετέλεσε τα μέγιστα και εξάντλησε όλη την επιρροή του για να ενισχυθεί η γνώμη της Θεοδώρας για τη σύγκληση Οικουμενικης Συνόδου, για την αναστύλωση των Εικόνων. Εκοιμήθη ειρηνικά στην Κρήτη και ετάφη στη μονή του Μαγίστρου. Αργότερα τα άγια λείψανά του μετακομίσθηκαν με μεγάλες τιμές και ετάφησαν στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία έκτισε ο ίδιος στον κόλπο της Νικομήδειας, η οποία λεγόταν του Νικητιάνου επειδή ο κτήτοράς της καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια.

Άγιος Παππίας

 Υπήρξε και αυτός ολοκαύτωμα στην πολυάριθμη σειρά των επί Διοκλητιανού και Mαξιμιανού (301 μ.Χ.) μαρτυρικών θυμάτων. Μόνο δια το ότι πίστεψε στον Χριστό και δεν θέλησε ν' αρνηθεί την πίστη του, φυλακίστηκε και βασανίστηκε για μέρες ολόκληρες. Επειδή όμως έμεινε αμετάθετος στην πίστη του, αποκεφαλίστηκε και ανέβηκε νικηφόρος στα ουράνια.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου

 Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.).


Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.


Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’.

Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλὰς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας χάριτος, τὴ ἐνεργεῖα, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ρεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ὑμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμω ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τὲ ἔνδοξε, ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι' ὑμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες, Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἐν κόσμῳ, ἄπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη τῇ χειρουργίᾳ, τέμνετε, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι, ἰατροὶ ὑπάρχετε.


Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Δοξαστικό Kυριακής Αγίων Πάντων

Η αληθινή τιμή των αγίων - Κυριακή των Αγίων Πάντων

 Π. Αντώνιος Μπλούμ – Μητροπολίτης Σουρόζ (1914- 2003)


Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.





  ζΗ δωρεά του Θεού κατά τη μέρα της Πεντηκοστής δε σπαταλήθηκε μάταια και άσκοπα από τους μαθητές του Χριστού. Καρπός της υπήρξε η αγιότητα. Έχοντας δεχτεί τον Κύριο μέσα στις ψυχές, μέσα στις ζωές τους, έδειξαν φανερά στο Θεό την πίστη και την αγάπη τους και φανέρωσαν σ' ολόκληρη την οικουμένη τι μπορεί να κάνει η θεϊκή ζωή όταν κατοικεί μέσα στον άνθρωπο.


Την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή γιορτάζουμε τη μνήμη όλων εκείνων οι οποίοι, όπως οι Απόστολοι, δέχτηκαν τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος και έφεραν καρπούς, όλων των άγιων γνωστών και αγνώστων, όλων των «υπό Θεού γνωσθέντων», όλων των ανθρώπων οι οποίοι έγιναν άξιοι του Θεού τους. Και χαιρόμαστε διότι ο κόσμος δέχτηκε τη δωρεά του Θεού με αγάπη.


Δεν είναι όμως αρκετό το να γιορτάζουμε, να χαιρόμαστε διότι στους άλλους το δώρο του Θεού δε δόθηκε εις μάτην.


Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λέει ότι μόνο με τον ορθό βίο μπορούμε να δοξολογήσουμε το Θεό και μόνο με τον ορθό βίο μπορούμε να τιμήσουμε τους αγίους τους οποίους αγαπούμε και προσκυνούμε. Με τον ίδιο τρόπο είναι μόνο με τις ζωές μας που θα δείξουμε στους νεκρούς τους οποίους αγαπήσαμε και σεβαστήκαμε ότι δεν έζησαν χωρίς σκοπό εφ' όσον εμείς έχουμε αποδώσει τον καρπό των όσων μας δίδαξαν.


Σήμερα ο καθένας μας γιορτάζει όχι μόνο τη μέρα των Αγίων Πάντων αλλά και τη μνήμη των αγίων εκείνων που του είναι κοντινοί και αγαπητοί, όμοιοι στην καρδιά και την ψυχή. Συγκεντρώστε την προσοχή σας στους βίους αυτών ειδικά, διότι αρχικά είχαν αιχμαλωτίσει τις καρδιές σας με τη δύναμη της προσωπικότητάς τους κι έπειτα με μια κάποια συγγένεια προς το μυαλό σας - κι αν είμαστε ικανοί να στεκόμαστε με δέος και θαυμασμό, χαρά και αγάπη μπροστά στη ζωή και τις επιτεύξεις κάποιου άνθρωπου αυτό σημαίνει ότι μεταξύ μας υπάρχει κάτι το κοινό, ότι εκείνος αποκαλύπτει αυτό που μπορούμε να κατορθώσουμε στα βάθη των ψυχών μας και το οποίο αποτυγχάνουμε να κάνουμε πράξη από δειλία, ασθένεια και απειρία.


Ας συγκεντρώσει ο καθένας μας την προσοχή στους αγίους που τον τραβάνε και ας πάρει από εκείνους τα μαθήματα της ζωής. Η προσκύνηση και ο έπαινός τους δε θα είναι τότε άδεια λόγια αλλά μια ζωντανή μαρτυρία για την αλήθεια και ταυτόχρονα μια μεταμόρφωση στις καρδιές και τις ζωές μας. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τους αγίους του Θεού τους οποίους η εκκλησία αναγνωρίζει και τιμά αλλά και για τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν σφραγίσει τις ζωές μας με την ευγένεια και το ύψος του πνεύματός τους, την αγνότητα της ζωής τους. Αυτή είναι η πραγματική τιμή και προσκύνηση των αγίων αλλά και η αληθινή προσευχή για αιωνία μνήμη των κεκοιμημένων.

Αναρτήθηκε από nick στις 12:53 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:  

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

BlogThis!

Μοιραστείτε το στο Twitter

Μοιραστείτε το στο Facebook

Κοινοποίηση στο Pinterest

Άγιοι Φανέντες

Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως. Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.


Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.


Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.


Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.


Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.


Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.


Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.


Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.

Δόξῃ Κύριος καὶ ἀφθαρσίᾳ, κατελάμπρυνεν, πιστοὺς ὁπλίτας, ὡς στρατείαν φυγόντας καὶ αἵρεσιν, τῶν Κεφαλλήνων δὲ νῆσον ἐπλούτισεν, διὰ σεπτῶν σκηνωμάτων τῆς χάριτος. Ὅθεν ἅπαντες, τοὺς τρεῖς Φανέντας τιμήσωμεν, Χριστοῦ ἀῤῥαγεῖς ἀμύντορας, Γρηγόριον Θεόδωρον καὶ Λέοντα.


Ὁ Οἶκος

Τὸν θησαυρὸν τῶν ἁπάντων σφοδρῶς ἀγαπήσαντες, καὶ διδαχὰς τοῦ Κυρίου τηρήσαντες πάσας, τῆς πίστεως ἐδείχθησαν ἀριστεῖς φαεινότατοι, οἱ πιστοὶ ὁπλῖται. Ἐπουρανίων οὖν στρατιῶν κοινωνούς, Γρηγόριον, Θεόδωρον καὶ Λέοντα, ἱκετεύσωμεν οἱ πόθῳ τιμῶντες τὴν πανθαύμαστον αὐτῶν πολιτείαν τε καὶ εὔρεσιν, ὅπως παντοίων ὁ Σωτὴρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύσῃ, οὐρανοδρόμον τε ἀναδείξῃ τὸν βίον, ἵνα ἀεὶ δοξάζειν ἀξιωθῶμεν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν τὸν Τρισήλιον.


Μεγαλυνάριον

Ὀρθοδόξου πίστεως ἀριστεῖς, φανέντας ἐκ λήθης, ὥσπερ φῶτα θεοειδῆ, Γρηγόριον πάντες, Θεόδωρον ἐν πόθῳ, σὺν Λέοντι προφρόνως, ὕμνοις τιμήσωμεν.

Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων

 1. Ἡ παντοδυναμία τῆς πίστεως


Τὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε, ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, μὲ πανηγυρικὸ τόνο μᾶς περιγράφει κορυφαῖες στιγμὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐπεκτείνεται ὅμως καὶ στοὺς Ἁγίους κάθε ἐποχῆς. Μᾶς ἐξιστορεῖ ἀρχικὰ τὰ κατορθώματα ποὺ πέτυχαν μὲ τὴ θερμὴ πίστη τους. Καὶ δὲν εἶναι λίγα αὐτά: Καταπολέμησαν καὶ ὑπέταξαν βασίλεια, κυβέρνησαν τὸν λαὸ μὲ δικαιοσύνη, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ὅπως ὁ Δανιήλ, ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς, πῆραν δύναμη καὶ ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀναδείχθηκαν ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὶς ἐχθρικὲς παρατάξεις καὶ τὰ πολυπληθὴ στρατεύματά τους, εἶδαν ἀναστάσεις νεκρῶν.


Μᾶς συγκινεῖ ὁ νικηφόρος αὐτὸς παιάνας τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ μᾶς διδάσκει. Διότι στὴν ἐποχή μας, ἡ ραγδαία ἐξέλιξη τῆς Τεχνολογίας καὶ ἡ ἁλματώδης πρόοδος τῆς Ἐπιστήμης ἔδωσαν στὸν ἄνθρωπο τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι παντοδύναμος. Νόμισε ὅτι μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ στὶς δυνάμεις του, νὰ πατήσει στὰ πόδια του καὶ νὰ φθάσει τὸν Θεό. Ὅτι δὲν χρειάζεται πλέον τὸν Δημιουργό του.


Τοὺς τελευταίους μῆνες, ὅμως, διαπιστώνουμε καθημερινὰ τὴ μικρότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ἀδυναμία του νὰ ὑπερνικήσει ὄχι βασίλεια κραταιὰ καὶ ἡγεμόνες καὶ θηρία, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἕναν ἀπειροελάχιστο μικροοργανισμό. Ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἐπενδύει στὶς πτωχὲς δυνάμεις του, ἐνῶ ἀντίθετα μεγαλύνεται ὅταν ἀναγνωρίζει τὴ μικρότητά του καὶ στηρίζει τὴν πίστη του στὸν παντοδύναμο Κύριο, διότι ἡ πίστη εἶναι ἡ μόνη δύναμη τοῦ ἀνθρώπου.


2. Μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως


Στὴ συνέχεια ἡ περικοπὴ περιγράφει τὰ φρικτὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστησαν ὅ­σοι δὲν δέχθηκαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους: Τοὺς ἔδεσαν στὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λέγεται τύμπανο καὶ τοὺς ἔδειραν σκληρὰ μέχρι θανάτου. Δέχθηκαν ἐμπαιγμούς, μαστιγώσεις, δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, σφα­γιάσθηκαν, περιφέρονταν σὰν πλανόδιοι ἐδῶ κι ἐκεῖ, φορώντας γιὰ ροῦχα προβιὲς καὶ γιδοδέρματα καὶ ζώντας μέσα σὲ στερήσεις, θλίψεις καὶ κακοπάθειες. Περιπλανιόντουσαν σὲ ἐρημιὲς καὶ σὲ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.


Ὁδηγήθηκαν ἀκόμη σὲ ὀδυνηρὰ βασανιστήρια, «οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπο­λύ­τρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύ­χω­σιν», ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος. Δὲν δέχθηκαν δηλαδὴ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὶς κακοπάθειες καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ προτίμησαν τὸ σκληρὸ μαρτύριο γιὰ νὰ ἀναστηθοῦν σὲ μιὰ καλύτερη ζωή, παρὰ νὰ ἔχουν μιὰ πρόσκαιρη ἀποκατάσταση στὴ ζωὴ αὐτή. Ὑπέμειναν τὰ πάντα μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Μάλιστα, οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔζησαν μετὰ Χριστόν, γνώρισαν τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.


Τὴν ἴδια αὐτὴ ἐλπίδα ἐκφράζει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄ 18). Δὲν εἶναι ἄξια τὰ ὅσα πάσχουμε καὶ ὑποφέρουμε τὸν καιρὸ αὐτόν, σὲ σύγκριση μὲ τὴ δόξα ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ, γιὰ νὰ μᾶς δοθεῖ. Αὐτὸ μᾶς φωνάζουν σὲ μιὰ ἀπόλυτη συμφωνία καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι κάθε ἐποχῆς. Αὐτὴ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μέλλουσας ζωῆς ὁμολογεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας αἰῶνες τώρα στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».


Τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακουφίσει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν ὀδύνη τῶν θλίψεων, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου ὅσο ἡ βεβαιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι τὸ φθαρτὸ καὶ ταλαιπωρημένο σῶμα μας, τὸ ὁποῖο θὰ παραδοθεῖ στὸν θάνατο, πρόκειται νὰ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο σὲ ζωὴ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὴν παρούσα, στὴν αἰώνια εὐτυχία καὶ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου.

Ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων

 1. ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΦΥΣΕΩΣ


Στό ἱ­ε­ρό εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των ὁ Κύ­ριος μᾶς πα­ρου­σιά­ζει δύ­ο βα­σι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιά νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με ὅ­λοι μας τόν δρό­μο τῶν ἁ­γί­ων.


Ἡ πρώ­τη προ­ϋ­πό­θε­ση ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως.  Μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὁ Κύ­ριος: Κα­θέ­να πού θά μέ ὁ­μο­λο­γή­σει μπρο­στά στούς ἀν­θρώ­πους πού κα­τα­δι­ώ­κουν τήν πί­στη μου, θά τόν ὁ­μο­λο­γή­σω κι ἐ­γώ ὡς πι­στό ἀ­κό­λου­θό μου μπρο­στά στόν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στούς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ­νον ὅ­μως πού θά μέ ἀρ­νη­θεῖ μπρο­στά στούς ἀν­θρώ­πους, αὐ­τόν θά τόν ἀρ­νη­θῶ κι ἐ­γώ καί δέν θά τόν ἀ­να­γνω­ρί­σω ὡς δι­κό μου μπρο­στά στόν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στούς οὐ­ρα­νούς.


Ὁ Κύ­ριος λοι­πόν θέ­τει ὡς βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας νά ὁ­μο­λο­γοῦ­με τόν Χρι­στό μπρο­στά στούς δι­ῶ­κτες καί ἀρ­νη­τές του. Ποι­ό ὅ­μως ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τό νό­η­μα τῶν λό­γων αὐ­τῶν τοῦ Κυ­ρί­ου; ῎Αν κα­νείς με­λε­τή­σει τίς ἀ­να­λύ­σεις τῶν ἱ­ε­ρῶν ἑρ­μη­νευ­τῶν θά δεῖ ὅ­τι ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος δέν ζη­τεῖ μιά γε­νι­κή καί ἀ­ό­ρι­στη ὁ­μο­λο­γί­α. Ἀλ­λά ζη­τεῖ νά τόν ὁ­μο­λο­γοῦ­με μέ συγ­κε­κρι­μέ­νο καί σα­φῆ τρό­πο, νά τόν ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὡς Σω­τή­ρα μας καί Θε­ό μας. Για­τί ὅ­μως ὁ Χρι­στός μας μᾶς ζη­τᾶ μιά τέ­τοι­α ὁ­μο­λο­γί­α; Δι­ό­τι μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες κα­νείς δέν ἀρ­νή­θη­κε ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἕ­νας με­γά­λος δι­δά­σκα­λος, προ­φή­της, ἀ­να­γεν­νη­τής, φι­λό­σο­φος. Κα­νείς δέν ἀρ­νή­θη­κε τό πνευ­μα­τι­κό, καί κοι­νω­νι­κό του ἔρ­γο. Αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο πού ἐ­νο­χλεῖ τούς δι­ῶ­κτες τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι ἕ­να ση­μεῖ­ο κά­ι μο­να­δι­κό: Ἡ θε­ό­τη­τά του. Δι­ό­τι αὐ­τό κα­θο­ρί­ζει τά πάν­τα στή ζω­ή μας. Ἐ­άν δε­χθοῦ­με τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό ἁ­πλῶς καί μό­νον ὡς ἕ­αν ἱ­στο­ρι­κό πρό­σω­πο ξε­χω­ρι­στό καί τέ­λει­ο, τό­τε αὐ­τό δέν ἔ­χει καμ­μί­α ἐ­πί­δρα­ση στή ζω­ή μας. Ἐ­άν ὅ­μως τόν ἀ­πο­δε­χθοῦ­με καί τόν ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὡς θε­άν­θρω­πο Δι­δά­σκα­λο Σω­τή­ρα μας, τό­τε αὐ­τό ἔ­χει κα­θο­ρι­στι­κή ση­μα­σί­α γιά τή ζω­ή μας. Δι­ό­τι τό­τε θά πρέ­πει νά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με ὅ­λα ὅ­σα ζη­τά­ει ἀ­πό ἐ­μᾶς καί νά συμ­μορ­φώ­σου­με τή ζω­ή μας μέ τό θέ­λη­μά του. Ὁ δρό­μος λοι­πόν πρός τήν ἁ­γι­ό­τη­τα προ­ϋ­πο­θέ­τει ὄ­χι μιά γε­νι­κή καί ἀ­ό­ρι­στη ὁ­μο­λο­γί­α πί­στε­ως, ἀλ­λά μιά πί­στη καί ὁ­μο­λο­γί­α συγ­κε­κρι­μέ­νη. Νά ὁ­μο­λο­γοῦ­με τόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό ὡς «Θε­όν ἀ­λη­θι­νόν, ἐκ Θε­οῦ ἀ­λη­θι­νοῦ γεν­νη­θέν­τα». Καί νά ζοῦ­με ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος θέ­λει. Μό­νον ἔ­τσι θά μπο­ρέ­σου­με νά εἰ­σέλ­θου­με στό δρό­μο τῶν Ἁ­γί­ων, στό δρό­μο τοῦ Χρι­στοῦ.


2. Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ


Στή συ­νέ­χεια ὁ Κύ­ριος μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τή δεύ­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση γιά τόν δρό­μο τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος. Ζη­τᾶ ἀ­π’ ὅ­λους μας νά Τόν ἀ­γα­ποῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λο στόν κό­σμο. Ἐ­κεῖ­νος, λέ­ει, πού ἀ­γα­πᾶ τόν πα­τέ­ρα του ἤ τή μη­τέ­ρα του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­μέ­να, καί μέ ἀρ­νεῖ­ται γιά νά μή χω­ρι­σθεῖ ἀ­πό τούς γο­νεῖς του, δέν ἀ­ξί­ζει γιά μέ­να. Κι ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­γα­πᾶ τόν γιό του ἤ τήν κό­ρη του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­μέ­να, δέν εἶ­ναι ἄ­ξιος νά λέ­γε­ται μα­θη­τής μου. Κι ἐ­κεῖ­νος πού δέν παίρ­νει τήν ἀ­πό­φα­ση νά ὑ­πο­στεῖ σταυ­ρι­κό θά­να­το καί δέν ἀ­κο­λου­θεῖ πί­σω μου μέ τήν ἀ­πό­φα­ση νά ἀ­κο­λου­θή­σει τό πα­ρά­δειγ­μά μου, δέν ἀ­ξί­ζει γιά μέ­να.


Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Κύ­ρι­ε, ἐ­μεῖς ἀ­φή­σα­με τά πάν­τα καί σέ ἀ­κο­λου­θή­σα­με. Τί ἄ­ρα­γε θά γί­νει μ’ ἐ­μᾶς; Καί ὁ Κύ­ριος ἀ­πάν­τη­σε: Ὅ­ταν θά κα­θί­σω στόν θε­ϊ­κό μου θρό­νο, θά κα­θί­σε­τε κι ἐ­σεῖς σέ δώ­δε­κα θρό­νους δι­κά­ζον­τας τίς δώ­δε­κα φυ­λές τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Καί κα­θέ­νας πού ἄ­φη­σε σπί­τια ἤ ἀ­δελ­φούς ἤ ἀ­δελ­φές ἤ πα­τέ­ρα ἤ μη­τέ­ρα ἤ γυ­ναῖ­κα ἤ παι­διά ἤ χω­ρά­φια γιά νά μή χω­ρι­σθεῖ ἀ­πό ἐ­μέ­να, θά λά­βει πολ­λα­πλά­σια σ’ αὐ­τή τή ζω­ή, καί θά κλη­ρο­νο­μή­σει τήν αἰ­ώ­νιο ζω­ή. Καί πολ­λοί πού εἶ­ναι ἐ­δῶ πρῶ­τοι, θά εἶ­ναι στήν αἰ­ώ­νια βα­σι­λεί­α τε­λευ­ταῖ­οι, καί πολ­λοί τε­λευ­ταῖ­οι θά εἶ­ναι ἐ­κεῖ πρῶ­τοι.


Ὁ Κύ­ριός μας ἐ­δῶ θέ­τει ὡς βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση γιά νά μᾶς ἀ­πο­δε­χθεῖ ὡς ἄ­ξιους μα­θη­τές του νά τόν ἀ­γα­ποῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὁ,τι­δή­πο­τε ἄλ­λο στόν κό­σμο, ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τά πλέ­ον ἀ­γα­πη­μέ­να ἱ­ε­ρά μας πρό­σω­πα,  τόν πα­τέ­ρα μας καί τήν μη­τέ­ρα μας. Καί για­τί μᾶς τό ζη­τά­ει αὐ­τό; Μᾶς τό ζη­τά­ει ὄ­χι για­τί ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη μας, ἀλ­λά γιά τό δι­κό μας συμ­φέ­ρον. Πρω­τί­στως διότι ὅταν τά συγγενικά μας πρόσωπα βρί­σκονται μακριά ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει ὁ κίν­δυνος νά ἐπηρεάσουν κι ἐμᾶς. Ἔπειτα ὑπάρχουν πολ­λοί χριστιανοί πού ἔχουν ἀρρωστημένη προσκόλ­λη­ση στά παιδιά τους, στούς γονεῖς τους, ἤ σέ ἄλλα συγ­γε­νι­κά πρόσωπα σέ βαθμό πού νά τά ἀγαποῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ἀπό τόν Θεό!.. Ὁ Κύ­ριος ὅμως μᾶς ζη­τά­ει νά τόν ἀ­­γα­ποῦ­με πά­νω ἀ­π’ ὅ­λους καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο κα­θοριστικό γιά τή ζωή ζωή μας: Δι­ό­τι θέ­λει νά μᾶς κα­τα­στή­σει με­τό­χους τῆς δι­κῆς του μα­κα­ρι­ό­τη­τος, νά μᾶς προ­σφέ­ρει ἀ­σύλ­λη­πτης ἀ­ξί­ας δῶ­ρα, νά μᾶς προ­σφέ­ρει τά πάν­τα. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἀ­γα­ποῦ­με τόν Χρι­στό μας πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο στόν κό­σμο, ζοῦ­με ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή σ’ ἕ­να ἄλ­λο κό­σμο· στόν κό­σμο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν ἔ­χου­με στραμ­μέ­να τά μά­τια μας σ’ ἐ­κεῖ­νον, τό­τε μπο­ροῦ­με νά γευ­θοῦ­με τά ἀ­ό­ρα­τα μυ­στι­κά, τίς πνευ­μα­τι­κές ὀ­μορ­φι­ές, τά μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ. Μπο­ροῦ­με νά γευ­θοῦ­με τή γλυ­κύ­τη­τα τῆς πα­ρου­σί­ας του· ν’ ἀ­πο­λαύ­σου­με τή μυ­στι­κή κοι­νω­νί­α μα­ζί του. Νά ζοῦ­με κα­θη­με­ρι­νά μιά πνευ­μα­τι­κή ζω­ή ἁ­γι­ό­τη­τος, χά­ρι­τος. Νά ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τή λα­τρεί­α καί τήν προ­σευ­χή, ὡς ὕ­ψι­στες πνευ­μα­τι­κές ἠ­δο­νές. Ἔ­τσι θά ἔ­χου­με μέ­σα μας τέ­τοι­α δυ­να­τά βι­ώ­μα­τα, πού θά συ­νε­παίρ­νουν τήν ὑ­παρ­ξή μας. Ἔ­τσι θά γί­νου­με πο­λί­τες τῆς Βα­σι­λεί­ας του ἀ­πό αὐ­τή τήν ζω­ή. Ἄς τόν ἀ­γα­πή­σου­με λοι­πόν πά­νω ἀ­π’­ὅ­λους καί ὅ­λα. Καί ἄς εἰ­σέλ­θου­με στό μυ­στή­ριο τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πης καί ζω­ῆς.

Ἐγκώμιο στούς Ἁγίους Πάντες

 ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἐγκώμιο στούς Ἁγίους Πάντες, πού μαρτύρησαν σ᾽ ὅλο τόν κόσμο


Δέν πέρασαν ἀκόμη ἑπτά μέρες, ἀπό τότε πού γιορτάσαμε τήν ἱερή πανήγυρη τῆς Πεντηκοστῆς, καί πάλι μᾶς πρόφθασε χορός μαρτύρων ἤ καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τή στρατιά τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ἀλλά εἶναι ἴδιας ἀξίας καί τάξης μέ αὐτή. Γιατί μάρτυρες καί ἄγγελοι διαφέρουν μόνο στά ὀνόματα, στά ἔργα τους ὅμως ταυτίζονται. Στόν οὐρανό κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, στόν οὐρανό καί οἱ μάρτυρες. Αἰώνιοι καί ἀθάνατοι εἶναι ἐκεῖνοι, τό ἴδιο θά γίνουν καί οἱ μάρτυρες. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔλαβαν καί ἀσώματη φύση; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Γιατί οἱ μάρτυρες, ἄν καί ἔχουν σῶμα, ὅμως εἶναι ἀθάνατο ἤ καλύτερα καί πρίν ἀπό τήν ἀθανασία ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στολίζει τά σώματά τους περισσότερο ἀπό τήν ἀθανασία. Δέν εἶναι τόσο λαμπρός ὁ οὐρανός, πού στολίζεται μέ τό πλῆθος τῶν ἀστεριῶν, ὅσο εἶναι τά σώματα τῶν μαρτύρων, πού στολίζονται μέ τό λαμπρό αἷμα τῶν τραυμάτων. Ὥστε ἐπειδή πέθαναν γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνώτεροι, καί βραβεύτηκαν πρίν ἀπό τήν ἀθανασία παίρνοντας τά στεφάνια ἀπό τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους.


«Τόν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους, τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί τιμή» (Ψαλμ. 8, 6), λέει ὁ Δαυίδ, γιά τή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί τό λίγο αὐτό πού στεροῦνταν οἱ ἄνθρωποι σέ σχέση μέ τούς ἀγγέλους, τό συμπλήρωσε ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε, καταδικάζοντας τό θάνατο μέ τό δικό του θάνατο. Ἐγώ ὅμως δέν ἀντλῶ ἀπ᾽ ἐδῶ τά ἐπιχειρήματά μου, ἀλλά ἀπό τό ὅτι τό μειονέκτημα αὐτό τοῦ θανάτου ἔγινε πλεονέκτημα. Γιατί ἄν δέν ἦταν θνητοί δέν θά γίνονταν μάρτυρες. Ὥστε ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος δέν θά ὑπῆρχε καί στεφάνι. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά ὑπῆρχε καί μαρτύριο. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά λέει: «Κάθε μέρα πεθαίνω, μά τό δικό σας καύχημα, πού ἔχω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α' Κορ. 15, 31). Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος καί φθορά, δέν θά μποροῦσε πάλι ὁ ἴδιος νά λέει: «Χαίρομαι στά παθήματά μου γιά σᾶς, καί ἀναπληρώνω στή σάρκα μου τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1, 24). Ἄς μήν λυπούμαστε λοιπόν ἐπειδή γίναμε θνητοί, ἀλλά ἄς εὐχαριστοῦμε, ἐπειδή ἀπό τό θάνατο μᾶς ἀνοίχτηκε τό στάδιο τοῦ μαρτυρίου, ἀπό τή φθορά λάβαμε ἀφορμή γιά τά βραβεῖα. Ἀπό ἐδῶ ἔχουμε τήν ἀφορμή γιά ἀγωνίσματα.


Βλέπεις τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πῶς τό πιό μεγάλο κακό τό ἀποκορύφωμα τῆς συμφορᾶς πού μᾶς ἔφερε ὁ διάβολος, ἐννοῶ τό θάνατο, τόν μετέτρεψε σέ τιμή καί δόξα μας, ὁδηγώντας μ᾽ αὐτόν τούς ἀθλητές στά βραβεῖα τοῦ μαρτυρίου; Τί θά κάνουμε ὅμως; Θά εὐχαριστήσουμε τό διάβολο γιά τό θάνατο; Ὁ Θεός νά φυλάξει. Γιατί τό κατόρθωμα δέν εἶναι ἔργο τῆς δικῆς του θελήσεως, ἀλλά εἶναι χάρισμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τόν ἔφερε γιά νά μᾶς καταστρέψει καί ξαναφέρνοντάς μας στή γῆ νά ξεκόψει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Ὁ Χριστός ὅμως, μέ τό δικό του θάνατο ἄλλαξε τήν πορεία καί μέ τόν ἴδιο τό θάνατο μᾶς ἀνέβασε πάλι στόν οὐρανό. Κανείς σας λοιπόν ἄς μήν μέ κατηγορήσει, ἄν ὀνόμασα τό σύνολο τῶν μαρτύρων χορό καί στράτευμα, δίνοντας δυό ἀντίθετα ὀνόματα στό ἴδιο πράγμα. Γιατί χορός καί στράτευμα εἶναι ἀντίθετα πράγματα, ἐδῶ ὅμως ἔγιναν ἕνα. Ἐπειδή βάδιζαν μ᾽ εὐχαρίστηση στά βασανιστήρια, σάν νά χόρευαν καί ἔδειξαν τόση ἀνδρεία καί ἀντοχή σάν νά βρίσκονταν σέ πόλεμο καί νίκησαν τούς ἐχθρούς. Ἄν βέβαια ἐξετάσουμε τή φύση τῶν ὅσων γίνονταν, ἦταν μάχη καί πόλεμος καί παράταξη. Ἄν ὅμως ἐξετάσεις τή διάθεση αὐτῶν πού ἔπασχαν, ἦταν χοροί, ὅσα συνέβαιναν, ἦταν διασκεδάσεις καί πανηγύρια καί ἡ πιό μεγάλη ἀπόλαυση.


Θέλεις νά μάθεις ὅτι αὐτά ἦταν πιό τρομερά ἀπό τόν πόλεμο; Ἐννοῶ τά σχετικά μέ τούς μάρτυρες. Ποιό τέλος πάντων εἶναι τό φοβερό στόν πόλεμο; Στήνονται καί ἀπό τίς δυό μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, πού λάμπουν ἀπό τά ὅπλα καί καταυγάζουν τή γύρω περιοχή, ρίχνοντας ἀπό παντοῦ σύννεφα τά βέλη, πού μέ τό πλῆθος τους κρύβουν τόν οὐρανό, τρέχουν αὐλάκια τά αἵματα πάνω στή γῆ καί εἶναι πολλοί ὁλόγυρα οἱ νεκροί. Ὅπως ἀκριβῶς στό θερισμό πέφτουν στή γῆ τά στάχυα, ἔτσι καί ἐδῶ εἶναι οἱ στρατιῶτες, καθώς πέφτουν ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο. Ἔλα λοιπόν νά σέ ὁδηγήσω ἀπό ἐκεῖνα σ᾽ αὐτή ἐδῶ τή μάχη. Καί ἐδῶ ὑπάρχουν δυό παρατάξεις, ἡ μία τῶν μαρτύρων καί ἡ ἄλλη τῶν τυράννων. Ἀλλά οἱ τύραννοι εἶναι ὁπλισμένοι τέλεια, οἱ μάρτυρες ὅμως μάχονται μέ γυμνό τό σῶμα καί ἡ νίκη ἀνήκει στούς γυμνούς καί ὄχι στούς ὁπλισμένους. Ποιός δέν θά ἀποροῦσε, μέ τό ὅτι αὐτός πού μαστιγώνεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν μαστιγώνει; Ὁ δεμένος νικάει τόν ἐλεύθερο; Αὐτός πού κατακαίγεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν καίει; Αὐτός πού πέθαινει νικάει ἐκεῖνον πού τόν σκοτώνει;


Εἶδες πώς αὐτά εἶναι πιό φοβερά ἀπό ἐκεῖνα; Ἐκεῖνα ἄν καί εἶναι φοβερά, γίνονται ὅμως μέ φυσικό τρόπο, αὐτά ὅμως ξεπερνοῦν κάθε φυσικό τρόπο καί κάθε σειρά τῶν πραγμάτων, γιά νά μάθεις ὅτι τά κατορθώματα εἶναι τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί τί εἶναι πιό ἄδικο ἀπό τή μάχη αὐτή; Τί πιό παράνομο ἀπό τά ἀγωνίσματα; Γιατί στούς πολέμους καί οἱ δύο πού μάχονται προστατεύονται, ἐδῶ ὅμως δέν συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ὁ ἕνας εἶναι γυμνός καί ὁ ἄλλος ὁπλισμένος. Στούς ἀγῶνες πάλι ἐπιτρέπεται καί στούς δυό νά σηκώνουν τά χέρια ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ ὅμως ὁ ἕνας εἶναι δεμένος καί ὁ ἄλλος κτυπάει ἐλεύθερος καί πληγώνει. Καί αὐτοί πού δίκαζαν σάν νά ᾽ταν ἐξουσιαστές ἐξασφάλισαν γιά τούς ἑαυτούς τους τό δικαίωμα νά κακοποιοῦν. Στούς δίκαιους μάρτυρες ὅμως ἔδωσαν τό προνόμιο νά κακοποιοῦνται. Ἔτσι μάχονται μέ τούς ἁγίους καί οὔτε ἔτσι τούς νικοῦν. Ἀλλά μετά τήν ἄνιση αὐτή μάχη, ἀφοῦ νικήθηκαν ὑποχώρησαν. Καί αὐτό μοιάζει σάν κάποιον πού φέρνει ἕνα πολεμιστή στόν πόλεμο, τοῦ κόβει τήν αἰχμή τοῦ δόρατος, τοῦ βγάζει τό θώρακα καί τόν διατάζει νά μάχεται ἔτσι μέ γυμνό σῶμα. Ἀλλά ὁ πολεμιστής ἄν καί χτυπιέται, πληγώνεται καί τραυματίζεται βαριά, τελικά στήνει τρόπαιο νίκης.


Καθώς ὁδηγοῦσαν τούς μάρτυρες γυμνούς, μέ δεμένα πίσω τά χέρια καί ἀπό παντοῦ τούς χτυποῦσαν καί τούς ξέσκιζαν, φαίνονταν πώς νικοῦνταν, ὅμως αὐτοί ἄν καί τραυματίζονταν, ἔστηναν τό τρόπαιο τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καί ὅπως τό διαμάντι ὅταν χτυπιέται δέν σπάζει, οὔτε μαλακώνει, ἀλλά διαλύει τό σίδερο πού τό χτυπᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ψυχές τῶν ἁγίων, ἐνῶ βασανίζονταν τόσο πολύ, οἱ ἴδιες δέν πάθαιναν κανένα κακό, ἀλλά διέλυαν τή δύναμη ἐκείνων πού τούς χτυποῦσαν καί τούς ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀγῶνες νικημένους, ντροπιασμένους καί βαριά τραυματισμένους. Γιατί ἔδεσαν τούς μάρτυρες καί στό ξύλο καί τρυποῦσαν τά πλευρά τους, ἀνοίγοντας βαθιά αὐλάκια, σάν νά ὄργωναν τή γῆ, ἀλλά δέν ἔσκιζαν τά σώματά τους. Καί μποροῦσε νά δεῖ κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ἀνοιγμένα καί στήθη τσακισμένα. Οὔτε ἐδῶ ὅμως σταματοῦσαν τή μανία τους τά αἱμοβόρα ἐκεῖνα θηρία, ἀλλά, ἀφοῦ τούς κατέβαζαν ἀπό τό ξύλο, τούς τέντωναν σέ σιδερένια σχάρα πάνω σέ ἀναμένα κάρβουνα. Καί τότε μποροῦσες νά δεῖς ἀκόμη σκληρότερα θεάματα ἀπό τά προηγούμενα. Νά τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες ἀπό τά σώματά τους, ἄλλες ἀπό τό αἷμα πού χυνόταν καί ἄλλες ἀπό τίς σάρκες πού ἔλειωναν. Οἱ ἅγιοι ὅμως πού ἦταν ξαπλωμένοι πάνω στά κάρβουνα σάν νά ἦταν ρόδα, παρακολουθοῦσαν μέ πολλή εὐχαρίστηση τά ὅσα γίνονταν.


2. -. Ἐσύ ὅμως ὅταν ἀκούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στό νοῦ σου τή νοητή σκάλα, πού εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ νά ἁπλώνεται ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀπό ἐκείνη κατέβαιναν ἄγγελοι, ἀπό αὐτήν ἀνεβαίνουν μάρτυρες, καί τίς δύο δέ τίς στηρίζει ὁ Κύριος. Δέν θά ἄντεχαν τούς πόνους αὐτοί οἱ ἅγιοι, ἄν δέν στηρίζονταν σ᾽ αὐτή τή σκάλα. Ἀπό ἐκείνη ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν ἄγγελοι. Καί ἀπό αὐτή, εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἀνεβαίνουν καί μάρτυρες. Καί γιατί αὐτό; Ἐπειδή οἱ ἄγγελοι στέλνονται γιά νά ὑπηρετήσουν αὐτούς πού θά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Οἱ μάρτυρες ὅμως σάν ἀθλητές καί νικητές, ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς ἀγῶνες, ἔφυγαν στή συνέχεια γιά τόν ἀγωνοθέτη.


Ἀλλά ἄς μήν ἀγγίζουν μονάχα τ᾽ ἀφτιά μας τά ὅσα λέγονται. Ὅταν δηλαδή ἀκοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν κάρβουνα, κάτω ἀπό τά καταπληγωμένα σώματα, ἄς ἀναλογιστοῦμε πῶς νιώθουμε ὅταν μᾶς πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἀνυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετοῦμε, γκρινιάζουμε σάν μικρά παιδιά, θεωρώντας ὅτι ἡ φλόγα τοῦ πυρετοῦ δέν εἶναι καθόλου μικρότερη ἀπό τήν κόλαση. Αὐτοί ὅμως, χωρίς νά τούς πιάσει πυρετός, ἀλλά ἔχοντας ὁλόγυρά τους τή φλόγα νά τούς ζώνει καί τίς σπίθες νά πηδοῦν ἐπάνω στίς πληγές καί νά δαγκώνουν τά τραύματα πιό ἄγρια ἀπό κάθε θηρίο, ἦταν σάν ἀδαμάντινοι καί ἔβλεπαν τά ὅσα γίνονταν σάν νά συνέβαιναν σέ ξένα σώματα. Ἔτσι μέ πολλή γενναιότητα καί μέ πολλή ἀνδρεία στέκονταν σταθεροί στήν ὁμολογία τους, μένοντας ἀκλόνητοι σ᾽ ὅλα τά βασανιστήρια καί κάνοντας νά λάμψει καί ἡ δική τους ἀνδρεία καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε δεῖ πολλές φορές ν᾽ ἀνεβαίνει ψηλά τήν αὐγή ὁ ἥλιος καί νά στέλνει τίς χρυσές ἀκτίνες του; Ἔ, τέτοια ἦταν τά σώματα τῶν ἁγίων. Σάν χρυσές ἀκτίνες τούς περικύκλωναν ἀπό παντοῦ σάν ρυάκια μέ τό αἷμα καί ἔκαναν νά λάμπει τό σῶμα τους πολύ περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι κάνει ὁ ἥλιος τόν οὐρανό.


Βλέποντας αὐτό τό αἷμα οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες φοβοῦνταν καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔτρεμε. Γιατί δέν ἦταν ἁπλῶς αἷμα αὐτό πού τώρα ἔβλεπαν, ἀλλά αἷμα σωτήριο, αἷμα ἅγιο, αἷμα ἄξιο γιά τούς οὐρανούς, αἷμα πού διαρκῶς ποτίζει τά καλά φυτά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶδε τό αἷμα καί ἔφριξε ὁ διάβολος, γιατί θυμήθηκε ἄλλο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Γιά χάρη ἐκείνου τοῦ αἵματος χύθηκε αὐτό. Γιατί ἀπό τότε πού κεντήθηκε ἡ πλευρά τοῦ Δεσπότου βλέπεις στή συνέχεια νά κεντοῦνται ἀμέτρητες πλευρές. Ποιός λοιπόν δέν θά ἔπαιρνε μέρος μ᾽ εὐχαρίστηση πολλή σ᾽ αὐτούς τούς ἀγῶνες, ὅταν πρόκειται νά γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦ Δεσπότου καί νά ἔχει τόν ἴδιο θάνατο μέ τόν Χριστό; Εἶναι ἀρκετή αὐτή ἡ ἀνταπόδοση καί μεγαλύτερη ἡ τιμή. Ἡ ἀμοιβή ξεπερνάει τά κατορθώματα καί ἔρχεται πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄς μήν φοβόμαστε λοιπόν ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε μαρτύρησε, ἀλλά ἄς τρομάζουμε ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε δειλίασε καί ἔπεσε, ἐνῶ μπροστά του εἶχε τέτοια βραβεῖα.


Καί ἄν θέλεις ν᾽ ἀκούσεις τί ἔγινε ὕστερα μάθε πώς αὐτά δέν μπορεῖ νά τά παραστήσει κανένας ἀνθρώπινος λόγος, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὔτε μάτι εἶδε, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς ἀναλογίστηκε αὐτά, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν» (Α' Κορ. 2, 9). Καί κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἀγάπησε τόσο τό Θεό, ὅσο οἱ μάρτυρες. Βέβαια δέν θά σιωπήσουμε, ἐπειδή τό μέγεθος τῶν ἀγαθῶν πού ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ξεπερνᾶ καί τό λόγο καί τή σκέψη μας, ἀλλά ὅσο εἶναι δυνατόν καί ἐμεῖς νά ποῦμε καί ἐσεῖς ν᾽ ἀκούσετε, θά προσπαθήσουμε νά σᾶς δείξουμε ἀμυδρά τή μακαριότητα πού περιμένει τούς μάρτυρες στόν οὐρανό. Γιατί θά τή γνωρίσουν καθαρά μόνον αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά τήν ἀπολαύσουν προσωπικά. Καί τά μέν δεινά αὐτά καί ἀβάστακτα τά ὑποφέρουν οἱ μάρτυρες γιά λίγο χρονικό διάστημα. Μετά ὅμως ἀπό τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τή ζωή αὐτή ἀνεβαίνουν στούς οὐρανούς, ἐνῶ προπορεύονται ἄγγελοι καί τούς περιστοιχίζουν ἀρχάγγελοι. Γιατί οἱ ἄγγελοι δέν ντρέπονται τούς συνδούλους τους, ἀλλά θά ἤθελαν νά κάνουν τά πάντα γι᾽ αὐτούς, ἐπειδή καί ἐκεῖνοι προτίμησαν νά δεινοπαθήσουν γιά τό Δεσπότη τους Χριστό.


Καί ὅταν ἀνεβοῦν στόν οὐρανό, ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἅγιες δυνάμεις τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν. Ἄν λοιπόν, ὅταν ξένοι ἀθλητές ἔρχονται στήν πόλη, ὅλος ὁ λαός τρέχει ἀπό παντοῦ καί ἀφοῦ τούς περικυκλώσουν παρατηροῦν καλά ἀπό κοντά τή δύναμη πού ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματός τους, πολύ περισσότερο ὅταν οἱ ἀθλητές τῆς εὐσέβειας ἀνεβοῦν στούς οὐρανούς τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις. Τρέχουν ἀπό παντοῦ γιά νά παρατηρήσουν τά τραύματά τους καί τούς ὑποδέχονται ὅλους καί τούς ἀσπάζονται σάν ἥρωες πού γύρισαν ἀπό τόν πόλεμο καί τή μάχη καί ὕστερα ἀπό πολλά τρόπαια καί νίκες. Ἔπειτα τούς ὁδηγοῦν μέ μεγάλη συνοδεία πρός τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, στό θρόνο ἐκεῖνο πού εἶναι γεμάτος ἀπό πολλή δόξα, ὅπου βρίσκονται τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ. Καί ὅταν φτάσουν ἐκεῖ καί προσκυνήσουν ἐκεῖνον πού κάθεται πάνω στό θρόνο, ἀπολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή ἀπό τό Δεσπότη ἀπό ἐκείνη πού ἀπολαμβάνουν ἀπό τούς συνδούλους τους ἀγγέλους. Γιατί δέν τούς δέχεται σάν δούλους - ἄν καί αὐτό θά ἦταν μεγάλη τιμή καί δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἴση μ᾽ αὐτήν - ἀλλά σάν φίλους Του. «Γιατί ἐσεῖς», λέει ὁ Κύριος, «εἴσαστε φίλοι μου» (Ἰωαν. 15, 14). Καί πολύ σωστά τό λέει, γιατί καί ἀλλοῦ εἶπε: «Μεγαλύτερη ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη δέν ἔχει κανένας, ὥστε νά δώσει τή ζωή του γιά χάρη τῶν φίλων του» (Ἰωαν. 15, 13).


Ἐπειδή λοιπόν ἔδειξαν τήν πιό μεγάλη ἀγάπη, τούς ὑποδέχεται καί ἀπολαμβάνουν ἐκείνη τή δόξα. Ἑνώνονται μέ τούς ἀγγελικούς χορούς καί παίρνουν μέρος στήν ὑπερκόσμια δοξολογία. Ἄν λοιπόν καί ὅταν εἶχαν τό σῶμα μετεῖχαν στό χορό ἐκεῖνο μέ τήν κοινωνία τῶν μυστηρίων καί ἔψαλλαν μαζί μέ τά Χερουβίμ τόν τρισάγιο ὕμνο, καθώς γνωρίζετε ἐσεῖς οἱ πιστοί, πολύ περισσότερο τώρα πού βρέθηκαν μέ τούς ἀγγέλους, παίρνουν μέρος στή δοξολογία ἐκείνη, μέ πολλή παρρησία. Ἄραγε δέν φοβόσαστε πρίν τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν ἐπιθυμεῖτε τώρα τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν λυπᾶστε τώρα, πού δέν εἶναι καιρός μαρτυρίου; Ἄς γυμναζόμαστε λοιπόν γιά τόν καιρό τοῦ μαρτυρίου. Περιφρόνησαν ἐκεῖνοι τή ζωή, περιφρόνησε ἐσύ τίς ἀπολαύσεις. Ἔρριξαν ἐκεῖνοι τά σώματά τους στή φωτιά, ρίξε ἐσύ τώρα χρήματα στά χέρια τῶν φτωχῶν. Καταπάτησαν ἐκεῖνοι τά ἀναμμένα κάρβουνα, σβῆσε ἐσύ μέσα σου τή φλόγα τῆς ἐπιθυμίας. Εἶναι ἐνοχλητικά αὐτά, ἀλλά μᾶς φέρνουν κέρδος. Μήν βλέπεις τά παρόντα πού εἶναι δυσάρεστα, ἀλλά τά μέλλοντα πού εἶναι εὐχάριστα. Ὄχι τά βάσανα πού περνᾶς τώρα, ἀλλά τά ἀγαθά πού ἐλπίζεις. Ὄχι τά παθήματα, ἀλλά τά βραβεῖα. Ὄχι τούς κόπους, ἀλλά τά στεφάνια. Ὄχι τούς ἱδρῶτες, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Ὄχι τούς πόνους, ἀλλά τίς ἀνταποδόσεις. Ὄχι τήν ἀναμένη φωτιά, ἀλλά τή βασιλεία πού σέ περιμένει. Ὄχι τούς δήμιους πού σέ περιτριγυρίζουν, ἀλλά τό Χριστό πού θά σέ στεφανώσει.


3. -. Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος καί ὁ εὐκολότερος δρόμος γιά τήν ἀρετή. Νά μήν βλέπει δηλαδή κανείς τούς κόπους μόνο, ἀλλά μαζί μέ τούς κόπους καί τά βραβεῖα. Καί ὄχι ξεχωριστά τό καθένα. Ὅταν λοιπόν πρόκειται νά δώσεις ἐλεημοσύνη, μήν σκέπτεσαι τά χρήματα πού θά ξοδέψεις, ἀλλά τήν ἀπόκτηση τῆς δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, ἔδωσε στούς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του μένει αἰώνια» (Ψαλμ. 111, 9). Μήν βλέπεις τόν πλοῦτο σου πού λιγοστεύει, ἀλλά τό θησαυρό πού πληθαίνει. Ἄν νηστεύεις, μήν σκέπτεσαι τήν καταβολή πού φέρνει ἡ νηστεία, ἀλλά τήν ἄνεση πού θά προέρθει ἀπό τή σωματική ἀδυναμία. Ἄν ἀγρυπνήσεις στήν προσευχή, μήν συλλογίζεσαι τήν ταλαιπωρία τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλά τήν παρρησία πού θά ἀποκτήσεις ἀπό τήν προσευχή. Ἔτσι κάνουν καί οἱ στρατιῶτες. Δέν βλέπουν τά τραύματα, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Δέν βλέπουν τίς σφαγές, ἀλλά τίς νίκες. Οὔτε βλέπουν τούς νεκρούς στό πεδίο τῆς μάχης, ἀλλά τούς ἥρωες πού στεφανώνονται. Ἔτσι καί οἱ κυβερνῆτες βλέπουν μπροστά στά κύματα τά λιμάνια, μπροστά στά ναυάγια τά ἐμπορεύματα, μπροστά στά δεινά τῆς θάλασσας τά ἀγαθά μετά τή θάλασσα.


Ἔτσι κάμε καί ἐσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι μέσα στή βαθιά νύχτα, ὅταν κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί τά θηρία καί τά κατοικίδια ζῶα, ὅταν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐσύ μόνο νά σηκωθεῖς καί νά μιλήσεις μέ τόν Κύριό μας. Εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος; Ἀλλά τίποτε δέν εἶναι πιό γλυκό ἀπό τήν προσευχή. Ἄν συνομιλήσεις μόνος μαζί Του, πολλά θά καταφέρεις. Δέν θά σέ ἐνοχλεῖ κανείς, οὔτε θά ἐμποδίσει τήν προσευχή σου. Ἔχεις καί τήν ὥρα σύμμαχο γιά νά ἐπιτύχεις αὐτά πού θέλεις. Ἐσύ ὅμως βαριέσαι νά σηκωθεῖς καί στριφογυρίζεις ξαπλωμένος στό μαλακό στρῶμα; Σκέψου τούς μάρτυρες πού εἶναι σήμερα ξαπλωμένοι στή σιδερένια σχάρα, χωρίς στρῶμα ἀπό κάτω, ἀλλά ἀναμένα κάρβουνα.


Ἐδῶ θέλω νά σταματήσω τό λόγο, γιά νά φύγετε ἔχοντας ἔντονη καί ζωηρή τή μνήμη ἐκείνης τῆς σχάρας καί νά τήν θυμᾶστε νύχτα καί μέρα. Γιατί, καί ἄν ἀκόμα μᾶς κρατοῦν ἄπειρα δεσμά, ὅταν ἔχουμε στό νοῦ μας αὐτή τή σχάρα, θά μπορέσουμε νά τά σπάσουμε ὅλα μέ εὐκολία καί νά σηκωθοῦμε γιά προσευχή. Ὄχι μόνο τή σχάρα, ἀλλά καί τίς ἄλλες τιμωρίες τῶν μαρτύρων ἄς τίς χαράξουμε στό βιβλίο τῆς καρδιᾶς μας. Ἄς σκεφτοῦμε καί ἐμεῖς σάν αὐτούς πού λαμπροστολίζουν τά σπίτια τους καί κρεμᾶνε σ᾽ ὅλα τά σημεῖα ὄμορφες ζωγραφιές. Ἄς ζωγραφίσουμε στούς τοίχους τῆς δικῆς μας ψυχῆς τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων. Γιατί ἐκεῖνες οἱ ζωγραφιές εἶναι ἀνώφελες, αὐτές ὅμως ἐπικερδεῖς. Αὐτή ἡ ζωγραφική δέν χρειάζεται χρώματα, οὔτε ἔξοδα, οὔτε κάποια τέχνη. Ἀλλά γιά ὅλα αὐτά φτάνει νά χρησιμοποιήσει κανείς τήν προθυμία του καί τή γενναία καί νηφάλια σκέψη του καί μ᾽ αὐτή σάν χέρι ἄριστου τεχνίτη νά ζωγραφίσει τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων.


Ἄς ζωγραφίσουμε λοιπόν στή ψυχή μας ἄλλους νά εἶναι στά τηγάνια, ἄλλους ξαπλωμένους σ᾽ ἀναμμένα κάρβουνα, ἄλλους ἀναποδογυρισμένους στά καζάνια, ἄλλους νά καταποντίζονται στή θάλασσα, ἄλλους νά ξεσκίζονται, ἄλλους νά τούς γυρίζουν στόν τροχό, ἄλλους νά τούς ρίχνουν στόν γκρεμό. Ἄλλους πάλι νά παλεύουν μέ θηρία, ἄλλους νά τούς ὁδηγοῦν στό βάραθρο καί ἄλλους ὅπως ἔτυχε ὁ καθένας νά τελειώσει ἡ ζωή του. Ὥστε μέ τήν ποικιλία αὐτῆς τῆς ζωγραφικῆς, ἀφοῦ λαμπροστολίσουμε τό σπίτι τῆς ψυχῆς μας, νά τό κάνουμε κατάλληλο κατάλυμα γιά τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν. Γιατί ἄν δεῖ τέτοιες ζωγραφιές στήν ψυχή μας, θά ἔρθει μαζί μέ τόν Πατέρα καί μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά κατοικήσει μέσα μας. Καί θά γίνει στή συνέχεια ἡ ψυχή μας βασιλικό παλάτι καί κανένας κακός λογισμός δέν θά μπορέσει νά τήν πατήσει, ἀφοῦ ἡ μνήμη τῶν μαρτύρων, σάν ζωγραφιά θά ὑπάρχει πάντοτε μέσα μας καί θά σκορπᾶ πολλή λάμψη καί θά κατοικεῖ συνεχῶς μέσα μας ὁ βασιλιάς τῶν ὅλων Θεός. Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ ὑποδεχτοῦμε τό Χριστό ἐδῶ, θά μπορέσουμε μετά τήν ἀναχώρησή μας ἀπό τή γῆ νά Τόν ὑποδεχτοῦμε στίς αἰώνιες κατοικίες μας, τίς ὁποῖες εὔχομαι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μέ τόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στόν Πατέρα καί στό ἅγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Όσιος Γρηγόριος Μυστριώτης ο εν Στρογγυλή των Λιχάδων

 Ο Όσιος Γρηγόριος, ήταν γόνος επίσημης οικογένειας χριστιανών της περιοχής του σημερινού Μυστρά και έζησε κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από μικρός διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και επέδειξε ζήλο για τη μοναχική ζωή.


Σε ηλικία 16 ετών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί σε μοναστήρι, χωρίς όμως να του το επιτρέψουν οι γονείς του. Αργότερα, ακολούθησε μια ομάδα μοναχών – επισκεπτών του Μυστρά, με σκοπό να προσκυνήσει μαζί τους, τους Αγίους Τόπους. Απρόβλεπτοι όμως λόγοι, τους οδήγησαν στη Ρώμη. Εκεί ο νεαρός Γρηγόριος γίνεται μοναχός, σε κάποια Ιερά Μονή της περιοχής.


Αργότερα αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους, και στη συνέχεια φθάνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και από εκεί μεταβαίνει στη Θράκη, Μακεδονία για να εγκατασταθεί τελικά στην Εύβοια. Η παρουσία του γεμάτου από τη Θεία Χάρη Γρηγορίου στη μικρή πόλη του Ωρεού, ξεσηκώνει παλλαϊκό συναγερμό. Ο Ιερός Ναός που έμενε, κατακλυζόταν καθημερινά από πλήθη πιστών, που πήγαιναν στον Όσιο για να ακούσουν το κήρυγμά του και τις βαθυστόχαστες συμβουλές του.


Πολύ γρήγορα όμως, για να αποφύγει την τιμή που του έκαναν οι άνθρωποι και για να βρει την πολυπόθητη ησυχία, φεύγει από τον Ωρεό και εγκαθίσταται σε ένα πολύ μικρό νησάκι, τη νήσο Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας. Δεν άργησε όμως το νέο αυτό κρησφύγετο του Οσίου Γρηγορίου να γίνει γνωστό και να προστρέχουν σ’ αυτόν πλήθη πλουσίων και φτωχών, Ιερείς και Αρχιερείς και Μοναχοί, για να διδαχθούν απ’ αυτόν την οδό της μετανοίας και ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του.


Ο Όσιος Γρηγόριος, ο «εκ Μυστρά καταγόμενος», αφού διέπρεψε σε όλους τους τομείς της αρετής, και έγινε πλήρης ημερών, μετέστη προς την ουράνια μακαριότητα, συναντώντας τον Πατέρα και Πλάστη του.


Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων.


Σήμερα, στη βορειοανατολική ακτή της Στρογγυλής υπάρχουν τα ερείπια του ησυχαστηρίου του Οσίου Γρηγορίου. Στο κτιριακό συγκρότημα διακρίνονται σήμερα ο Ναός της Παναγίας, ο τάφος του Οσίου Γρηγορίου, τα κελιά, η είσοδος, τα πελώρια τείχη και αλλά προσκτίσματα. Γύρω από τα ερείπια του ησυχαστηρίου υπάρχει πλήθος θραυσμάτων κεράμων, ογκόλιθοι και πολλοί πωρόλιθοι από τα κτίρια του ησυχαστηρίου. Το μνημείο χρήζει ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.


Ο Όσιος Γρηγόριος είναι ο Πολιούχος της ιστορικής έδρας του Δήμου Σπάρτης και στον Μυστρά υπάρχει νεόδμητος Ιερός Ναός αφιερωμένος σε αυτόν.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Λακεδαίμονος γόνον τοῦ Μυστρᾶ τὸ ἐκβλάστημα, νήσου Στρογυλῆς τῆς ἀοίκου, πολιστὴν γενναιότατον, Ὠρεῶν Εὐβοίας φωτιστήν, καὶ πλείστων μοναχῶν τὸν ποδηγόν, τὸν Ὅσιον Γρηγόριον εὐσεβῶς, τιμήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

Χαλινώσας Ὅσιε, τῆς σῆς σαρκὸς τὰς ὀρέξεις, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ἀοικήτῳ Στρογγυλῇ, καταλαμπρύνας τὰ τάγματα, τῶν μοναζόντων, Γρηγόριε πάντιμε.

Άγιοι Φανέντες

 Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως. Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.


Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.


Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.


Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.


Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.


Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.


Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.


Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.

Δόξῃ Κύριος καὶ ἀφθαρσίᾳ, κατελάμπρυνεν, πιστοὺς ὁπλίτας, ὡς στρατείαν φυγόντας καὶ αἵρεσιν, τῶν Κεφαλλήνων δὲ νῆσον ἐπλούτισεν, διὰ σεπτῶν σκηνωμάτων τῆς χάριτος. Ὅθεν ἅπαντες, τοὺς τρεῖς Φανέντας τιμήσωμεν, Χριστοῦ ἀῤῥαγεῖς ἀμύντορας, Γρηγόριον Θεόδωρον καὶ Λέοντα.


Μεγαλυνάριον

Ὀρθοδόξου πίστεως ἀριστεῖς, φανέντας ἐκ λήθης, ὥσπερ φῶτα θεοειδῆ, Γρηγόριον πάντες, Θεόδωρον ἐν πόθῳ, σὺν Λέοντι προφρόνως, ὕμνοις τιμήσωμεν.


Ὁ Οἶκος

Τὸν θησαυρὸν τῶν ἁπάντων σφοδρῶς ἀγαπήσαντες, καὶ διδαχὰς τοῦ Κυρίου τηρήσαντες πάσας, τῆς πίστεως ἐδείχθησαν ἀριστεῖς φαεινότατοι, οἱ πιστοὶ ὁπλῖται. Ἐπουρανίων οὖν στρατιῶν κοινωνούς, Γρηγόριον, Θεόδωρον καὶ Λέοντα, ἱκετεύσωμεν οἱ πόθῳ τιμῶντες τὴν πανθαύμαστον αὐτῶν πολιτείαν τε καὶ εὔρεσιν, ὅπως παντοίων ὁ Σωτὴρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύσῃ, οὐρανοδρόμον τε ἀναδείξῃ τὸν βίον, ἵνα ἀεὶ δοξάζειν ἀξιωθῶμεν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν τὸν Τρισήλιον.

Σύναξη της Παναγίας Μεγαλομάτας στην Σκιάθο

 Ο Ναός της Παναγίας, κτίσμα μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα μ.Χ., από τον οποίο έχει διασωθεί η εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Μεγαλομάτας, την οποία και περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Τα Κρούσματα», εόρταζε το Σάββατο του Ακαθίστου.


Είχε όμως την τύχη και των άλλων σαράντα παρεκκλησίων του Κάστρου. Μετά την εγκατάλειψη του Φρουρίου το 1830 μ.Χ. και την επιστροφή των Σκιαθιτών στο χώρο της πάλαι ποτέ βυζαντινής πολίχνης, όπου έχτισαν την σημερινή πόλη της Σκιάθου, ο ναΐσκος ερειπώθηκε και κατέρρευσε. Εξαίρεση βέβαια αποτελούν οι τέσσερεις ενοριακοί Ναοί που διατηρήθηκαν έως των ημερών μας.


Μόλις τον χειμώνα του 2010 μ.Χ. ο Ναός αποκαθάρθηκε από τις προσχώσεις. Κατά τις εργασίες αποκαλύφθηκε το σωζόμενο δάπεδο του ναΐσκου, η είσοδος, η διαγράμμιση του αγίου βήματος καθώς και ίχνη τοιχογραφίας και κονιάματος. Στο σημείο της εισόδου ο Ναΐσκος συγκοινωνούσε με άλλο ορθογώνιο δώμα που πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως πρόναος, το οποίο γειτνίαζε με τα λουτρά. Εντοπίστηκαν ακόμη κάποια μικροαντικείμενα όπως και ένα μικρό κανόνι σε άριστη κατάσταση.


Μετά την αποκάλυψη των ερειπίων του Ναού πλήθος σκιαθιτών επισκέφτηκε το Κάστρο, και όλων η γνώμη συνηγορούσε στο να καθιερωθεί και εδώ υπαίθρια Αγρυπνια, όπως καθιερώθηκε λίγα χρόνια πιο μπροστά και στον άλλο ερειπωμένο Ναό του Κάστρου, τον αφιερωμένο στην Κοίμηση, την Παναγία την Πρέκλα, που είχε την τύχει να αποκαλυφθούν και εκείνου τα ερείπια.


Έτσι καθιερώθηκε να τελείται η εξοχική αυτή Αγρυπνία την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου, ώστε να είναι αφορμή να επισκεφθεί κανείς το Κάστρο, τον Ιούνιο, που από Απρίλιο έως Αύγουστο έχει κάθε μήνα ένα τουλάχιστον πανηγύρι στις Εκκλησίες του.


Η Αγρυπνία αρχίζει με την Ακολουθία του Όρθρου του Ακαθίστου, που τελείται κατά παράβαση της Τάξεως, ιδιαιτέρως την ημέρα αυτή, καθώς ο Ναός της Παναγίας ετιμάτο στην εορτή του Ακαθίστου, και ακολούθως λαμβάνει χώρα η Θεία Λειτουργία.


Η πρώτη Αγρυπνία έγινε το 2011 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ᾿. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς δῶρον ἀτίμητον ἐν τῇ σῇ νήσῳ σεπτόν, Εἰκὼν ἡ περίπυστος πηγὴ θαυματων πολλῶν, ἐν Σκιάθῳ ἀνεύρηται. Ἣν ὡς Μεγαλομάταν, μετ᾿ εὐχῶν θερμοτάτων, πίστει τε καὶ ἐλπίδι, εὐσεβῶς μελωδοῦμεν, τὴν ὄντως Θεοτόκον καὶ ἀειπάρθενον.


Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων της Οσίας Θεοκτίστης

 Τη πρώτη Κυριακή, μεταξύ 23ης και 30ής Ιουνίου μηνός, εν Μηθύμνη μνήμην επιτελούμεν της ανακομιδής των ιερών λειψάνων της Όσιας μητρός ημών Θεοκτίστης (1960).

Άγιος Πιέριος Ιερομάρτυρας Πρεσβύτερος Αντιοχείας

 Ο Άγιος Πιέριος Ιερομάρτυρας Πρεσβύτερος Αντιοχείας μαρτύρησε δια πυρός. (Ορισμένοι Συναξαριστές, μαζί με τη μνήμη του Αγίου Πιερίου, αναφέρουν και αυτή του αδελφού του Ισιδώρου).

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο πολύτλας Ιερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στον Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και κατά το άγιο Βάπτισμα πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.


Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση ο Κύριλλος μετέβη στη Βενετία (1584 μ.Χ.) για ευρύτερη μόρφωση. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τον Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.


Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου. Στη μετάνοιά του παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς , Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγκελλό του.



Ἀπολυτίκιον

῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.

Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.

᾿Εν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις, ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε. ῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος, ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.


Ὁ Οἶκος

῎Ανωθεν τῶν ᾿Αγγέλων, αἱ δυνάμεις κροτοῦσιν, ἐπάξιόν σοι Πάτερ τὸν ὕμνον· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ τὴν μνήμην σου ἄγοντες, τοῖς ᾄσμασί σε στέφομεν, Κύριλλε, καὶ πιστῶς βοῶμεν·

Χαῖρε, ὁ ὅσιος Ποιμενάρχης·

χαῖρε, ὁ ἔνδοξος Πατριάρχης.

Χαῖρε, τὸ τῆς Κρήτης οὐράνιον βλάστημα·

χαῖρε, ᾿Αγκαράθου Μονῆς τὸ ἀπάνθισμα.

Χαῖρε, Μάρκου ὁ διάδοχος, τῆς Αἰγύπτου ὁ πυρσός·

χαῖρε, Βυζαντίου πρόεδρος, ᾿Εκκλησίας ὀφθαλμός.

Χαῖρε, ὅτι καθεῖλες πολεμίων τὸ θράσος·

χαῖρε ὅτι ὑπῆλθες μαρτυρίου τὸν δρόμον.

Χαῖρε, ῾Αγίων πάντων συμμέτοχος·

χαῖρε, Μαρτύρων θεῖος ἐφάμιλλος.

Χαῖρε, σεπτῶν δωρεῶν οἰκονόμος·

χαῖρε, ζωῆς ἀληθοῦς κληρονόμος.

Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.


Κάθισμα

῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἠκολούθησας, δι̉ ἀρετῆς ἐκ παιδός, καὶ τούτου ἐποίμανας, τὴν ἐκλογάδα καλῶς, μακάριε Κύριλλε· ᾔσχυνας ἀσεβείας, τοὺς κομψοὺς τοῖς σοῖς λόγοις· ἔθραυσας μαρτυρίῳ, τῶν τυράννων τὸ θράσος· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους διπλοῦς, θεόθεν ἀπέλαβες.



Το έτος 1593 μ.Χ. εστάλη από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία για να στηρίξει το από τις επιθέσεις της Ουνίας χειμαζόμενο Ορθόδοξο ποίμνιο, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα είχε την εντολή να περάσει από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601 μ.Χ.) για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Θρόνο.


Μετά την κοίμηση του Αγίου Μελετίου (13-9-1601 μ.Χ.) ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 μ.Χ. έφτασε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του.


Το Φεβρουάριο του 1612 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία. Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την απαρασάλευτη εμμονή στην Ορθόδοξη πίστη ως τον μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της ευσεβείας.


Για να διαφωτίσει το Ορθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.


Φεύγοντας από τη Βλαχία επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 μ.Χ. επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού, αφού στο μεταξύ, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, είχαν εκλείψει τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.


Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.


Οι πολέμιοι του Πατριάρχου βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.


Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.


Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.


Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.


Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν.


Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.


Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.


Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός  συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.

Άγιος Ανεκτός

 O Άγιος Ανεκτός ήταν ευσεβής και ζηλωτής άνδρας, που με τα λόγια και τα έργα του, αποτελούσε πολύτιμη δύναμη της Εκκλησίας στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Το 298 μ.Χ. ο ηγεμόνας της πόλης αυτής, Ουρβανός, αφού συνέλαβε τον Ανεκτό και δεν μπόρεσε να τον αποσπάσει από την πίστη του, κατέφυγε στην ωμή και θηριώδη βία των βασανιστηρίων. Στην αρχή τον εράβδισαν. Έπειτα του έσχισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια, τρύπησαν τους αστραγάλους του και έκαψαν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες. Όταν είδαν ότι ακόμα ανέπνεε, τον αποκεφάλισαν, και έτσι ο γνήσιος αυτός χριστιανός πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Αγία Ιωάννα η Μυροφόρος

 Η Αγία Ιωάννα η Μυροφόρος απεβίωσε ειρηνικά. Ήταν γυναίκα του Χουζά, επιτρόπου του Ηρώδη και διακονούσε τον Κύριο μαζί με τις άλλες γυναίκες (Λουκά η' 3, κδ' 10).

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

 Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη. Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.


Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Αγίων Πάντων

 Σήμερα, εορτάζουμε, όσους αγίασε το Άγιο Πνεύμα, τους Προπάτορες και Πατριάρχες, τους Προφήτες και ιερούς Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Ιεράρχες, τους Ιερομάρτυρες και Οσιομάρτυρες, τους Όσιους και Δίκαιους και όλες γενικά τις άγιες Γυναίκες και τους υπόλοιπους ανώνυμους Αγίους.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Βλαστοὺς εὐαγγελίου καὶ καρποὺς ἀμαράντους, χοροὺς ἁγίων Πάντων εὐφημήσωμεν πάντες, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς, καὶ ἀγῶνας τοὺς γενναίους, ἀπὸ ψυχῆς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς· δόξα τῷ ἁγιάσαντι· δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καὶ οὐρανῷ ὑμᾶς δοξάσαντι.


(Ποίημα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου)


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.

Τῶν ἁγίων Πάντων οἶκος ὁ πάνσεπτος, οὐρανὸς ὥς τις ἄλλος ἀστράπτει αἴθριος, ἐν μέσῳ ἔχων τὸν Χριστόν, ὥς περ ἥλιον λαμπρόν, τὴν παρθένον Μαριάμ, σελήνην ὡς πλησιφαῆ, καὶ κύκλῳ καθάπερ ἄστρα, χορούς τε πάντων ἁγίων, ἀεὶ πρεσβεύοντας σωθῆναι ἡμᾶς.


(Ποίημα Κυρίλλου πατριάρχου Κων/πόλεως)


Κοντάκιον

Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τῶν Ἁγίων σύμπαντες, τῶν ἀπ’ αἰῶνος τὴν μνήμην, Προφητῶν Δικαίων τε, καὶ Ἀποστόλων Μαρτύρων, ἅμα τε, σὺν Ἱεράρχαις καὶ τοῖς Ὁσίοις, σήμερον, ἐγκωμισάσωμεν θεοφρόνως, αὐτοὶ γὰρ σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, ἀκαταπαύστως, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.


Μεγαλυνάριον

Ἔνδοξοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυρες Κυρίου, καὶ πανθαύμαστοι Ἀθληταί, Προφητῶν ὁ δῆμος, Ἱεραρχῶν Ὁσίων, ποιήσατε πρεσβείαν, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Θεόν.

Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Εὐαγγέλιον ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. «ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ»

 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 32 - 33



32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· 33 ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.


ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 37 - 38



37 Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.


ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΘ´ 27 - 30



27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 28 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. 29 καὶ πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναίκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.




Ερμηνευτική απόδοση



32 Μὴ λογαριάζετε λοιπὸν τοὺς διωγμοὺς καὶ τοὺς κινδύνους, ἀλλὰ λογαριάζετε τὰς μεγάλας ἀμοιβάς, ποὺ σᾶς περιμένουν.Καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ὡς Σωτῆρα του καὶ Θεόν του ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ καταδιώκουν τὴν πίστιν μου, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἑγὼ ὡς πιστὸν ἀκόλουθόν μου ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. 33 Ἐκεῖνον δέ, ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ ὡς Θεάνθρωπον Σωτῆρα ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἑγὼ καὶ δὲν θὰ τὸν ἀναγνωρίσω ὡς ἰδικόν μου ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς.





37 Ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του παραπάνω ἀπὸ ἑμέ, καὶ ἀρνεῖται ἐμὲ διὰ νὰ μὴ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, δὲν ἀξίζει γιὰ μένα.Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν του ἢ τὴν θυγατέρα του παραπάνω ἀπὸ ἑμέ, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται μαθητής μου. 38 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇ θάνατον σταυρικὸν καὶ δὲν ἀκολουθεῖ μὲ τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν ὀπίσω μου μιμούμενος κατὰ πάντα τὸ παράδειγμά μου, δὲν ἀξίζει γιὰ μένα.





27 Τότε ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπεν· Ἰδού, ἡμεῖς ἀφήκαμεν ὅλα καὶ σὲ ἠκολουθήσαμεν.Τί ἄραγε θὰ δοθῇ εἰς ἡμᾶς ὡς ἀμοιβή; 28 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς ποῦ μὲ ἀκολουθήσατε, ὅταν θὰ ξαναγεννηθῇ ὁ κόσμος καὶ θὰ ἔχῃ συντελεσθῇ ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις, ὁπότε θὰ καθήσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς θρόνον λαμπρόν, ἀντάξιον τῆς δόξῃς του, θὰ καθήσετε καὶ σεῖς εἰς δώδεκα θρόνους δικάζοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. 29 Καὶ καθένας ποὺ ἀφῆκε σπίτια ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ ἢ χωράφια διὰ νὰ μείνῃ ἐνωμένος καὶ νὰ μὴ χωρισθῇ ἀπὸ ἐμέ, θὰ λάβῃ πολλαπλὰ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, θὰ κληρονομήσῃ δὲ καὶ τὴν αἰώνιον ζωήν. 30 Πολλοὶ δέ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν πρῶτοι, θὰ εἶναι εἰς τὸν κόσμον τὸν μέλλοντα τελευταῖοι, καὶ πολλοὶ τελευταῖοι θὰ εἶναι ἐκεῖ πρῶτοι.

Ἀπόστολος ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. «ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ»

 ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 33 - 40



33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΒ´ 1 - 2



1 Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, 2 ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρὸν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.



Ερμηνευτική απόδοση


Αὐτοὶ διότι εἶχαν πίστιν κατεπολέμησαν καὶ ὑπέταξαν βασίλεια, ἐκυβέρνησαν τὸν λαὸν μὲ δικαιοσύνην, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησιν τῶν ὑποσχέσεων, ποὺ τοὺς ἔδωκεν ὁ Θεός, ἐβούλωσαν καὶ ἔφραξαν στόματα λεονταριῶν, ὅπως ὁ Δανιήλ, 34 Ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴν δύναμιν τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνον νὰ σφαγοῦν μὲ μαχαίρια, ἔλαβον δύναμιν καὶ ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀνεδείχθησαν ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι εἰς τὸν πόλεμον, ἔτρεψαν εἰς φυγὴν τὰς παρατάξεις καὶ τὰ πολυπληθῆ στρατεύματα τῶν ξένων καὶ ἐχθρῶν. 35 Διὰ τῆς πίστεως, ποὺ ειχαν εἰς τὴν ὑπερφυσικὴν δύναμιν τῶν προφητῶν αἱ γυναῖκες, τὰς ὁποίας ἀναφέρει ἡ Π. Διαθήκη, ἐπῆραν πάλιν ζωντανοὺς δι’ ἀναστάσεως τοὺς πεθαμένους τν. Ἄλλοι δὲ ἐδέθησαν εἰς τὸ βασανιστικὸν ὄργανον, ποὺ ἐλέγετο τύμπανον καὶ ἐδάρησαν σκληρὰ μέχρι θανάτου, μὴ δεχθέντες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν των καὶ ἔτσι νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ μαρτύριον· ἐπροτίμησαν δὲ τὸ σκληρὸν αὐτὸ μαρτύριον, διὰ νὰ ἐπιτύχουν ἀνάστασιν καλυτέραν ἀπὸ τὴν πρόσκαιρον ἀποκατάστασιν εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. 36 Ἄλλοι δὲ ἐδοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη δὲ δεσμὰ καὶ φυλακήν. 37 Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ἐδοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, ἀπέθανον μὲ τὸν διὰ μαχαίρας θάνατον, περιεφέροντο σὰν πλανόδιοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· καὶ ἐφόρουν γιὰ ἐνδύματα προβατοδέρματα καὶ γιδοδέρματα, στερούμενοι, θλιβόμενοι καὶ κακοπαθοῦντες. 38 Τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνδρῶν δὲν ἦτο ἄξιος οὔτε ἠδύνατο νὰ συγκριθῇ πρὸς αὐτοὺς ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἐπεριπλανῶντο εἰς τὰς ἐρήμους καὶ εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς τρύπας τῆς γῆς. 39 Καὶ ὅλοι αὐτοί οἰ ἅγιοι ἄνδρες, καίτοι ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴν μαρτυρίαν διὰ τὴν πίστιν των, δὲν ἀπήλαυσαν τὴν ὑπόσχεσιν τῆς οὐρανίου κληρονομίας. 40 Διότι ὁ Θεὸς προέβλεψε δι’ ἠμᾶς κάτι καλύτερον, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴ λάβουν εἰς βαθμὸν τέλειον τὴν σωτηρίαν χωρὶς ἡμᾶς, ἀλλὰ νὰ τὴν λάβωμεν ὅλοι μαζί. Ἔτσι ἠμεῖς εὑρισκόμεθα εἰς πλεονεκτικωτέραν θέσιν, διότι ὄχι μόνον ζῶμεν εἰς τοὺς χρόνους τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ περίοδος τῆς ἀναμονῆς εἶναι μικροτέρα δι’ ἡμᾶς.



1 Λοιπὸν καὶ ἡμεῖς, ἀφοῦ ἔχομεν τριγύρω μᾶς τόσον μεγάλο καὶ πυκνὸν σύννεφον ἀνθρώπων, ποὺ ἐμαρτύρησαν διὰ τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως, ἂς πετάξωμεν ἀπὸ ἐπάνω μας κάθε βάρος βιοτικῶν πραγμάτων καὶ φροντίδων, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εὔκολα κανεὶς παρασόρεται, καὶ ἂς τρέχωμεν μὲ ὑπομονὴν τὸν ἀγῶνα, ποὺ προβάλλει ἐμπρός μας. 2 Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἂς μὴ στρέφωμεν τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν προσοχήν μας παρὰ μόνον εἰς τὸν Ἰησοῦν, ποὺ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεως καὶ μᾶς τελειοποιεῖ εἰς αὐτήν. Αὐτὸς διὰ τὴν χαράν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐμπρός του καὶ θὰ ἀπελάμβανεν, ὅταν μὲ τὸ πάθημά του θὰ ἔσωζε πολλούς, ὑπέμεινε θάνατον σταυρικὸν καὶ κατεφρόνησε τὴν ἐντροπὴν καὶ τὴν ἀτίμωσιν τοῦ θανάτου τούτου, διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἔχει καθήσει τώρα εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.