Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Ο πόνος ως απαραίτητο στοιχείο της μετάνοιας

 Ἕ­νας νέ­ος δέ­θη­κε καρ­δια­κὰ ἀ­πὸ τὸν ἐ­ρῶ­τα καὶ τὰ δε­σμὰ μί­ας πόρ­νης. Ἀ­φοῦ ἐ­λέγ­χθη­κε πο­λὺ γι' αὐ­τὸ ἀ­πὸ πολ­λούς, ἀ­πε­φά­σι­σε νὰ σπά­ση τὰ δε­σμὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας μὲ μί­α γε­νι­κὴ καὶ κα­θο­λι­κὴ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι ὅ­λων του τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν. Συγ­κεν­τρώ­νον­τας λοι­πὸν τὸ πλῆ­θος τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τοῦ τὶς ἔ­γρα­ψε σὲ ἕ­να χαρ­τί. Στὴν ἐ­ξέ­τα­σι ὅ­μως τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του, δὲν εἶ­χε καὶ τὸν ἀ­πα­ραί­τη­το πό­νο καὶ τὴ συν­τρι­βὴ στὴν καρ­διά του, ὅ­πως πρέ­πει νὰ κά­νουν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἑ­τοι­μά­ζον­ται νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν, ἀλ­λὰ τό­σο πο­λὺ λί­γο πό­νο εἶ­χε, ποὺ πη­γαί­νον­τας γιὰ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ, στὸ δρό­μο πέ­ρα­σε πά­λι ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ τῆς πόρ­νης ἐ­κεί­νης, καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε πά­λι νὰ πέ­ση στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ νὰ προ­σθέ­ση καὶ μί­α νέ­α, μὲ τὴν ἐλ­πί­δα ὅ­τι θὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ ὅ­λες τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του. 


 Ἀλ­λὰ τί ἀ­κο­λού­θη­σε; ὅ­πως βρι­σκό­ταν πά­νω σ' ἐ­κεῖ­νο τὸν πο­νη­ρὸ λο­γι­σμό, ἔ­φθα­σε καὶ ἄλ­λος νέ­ος συ­νε­ρα­στής, ὁ ὁ­ποῖ­ος βλέ­πον­τας τὸν ἐ­κεῖ, θύ­μω­σε καὶ κτυ­πών­τας τὸν μό­νο μὲ μί­α πλη­γὴ τὸν σκό­τω­σε. Παίρ­νον­τας κα­τό­πιν οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ λεί­ψα­νό του γιὰ νὰ τὸ ἐν­τα­φιά­σουν, βρῆ­καν πά­νω του τὸ χαρ­τὶ στὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε γραμ­μέ­νες τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του γιὰ νὰ τὶς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ.


Τί ἐ­λε­ει­νὸς θά­να­τος! Τί ἐλ­πί­δες ψεύ­τι­κες! λο­γι­σμὸς πλα­νε­μέ­νος τοῦ δυ­στυ­χι­σμέ­νου αὐ­τοῦ νέ­ου!


Πό­σοι ἄν­θρω­ποι μᾶλ­λον πό­σοι χρι­στια­νοὶ ξε­κι­νοῦν νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους καὶ πη­γαί­νουν στὸν Πνευ­μα­τι­κό τους χω­ρὶς νὰ ἔ­χη γί­νει προ­η­γου­μέ­νως κά­ποι­α προ­ε­τοι­μα­σί­α; ἀλ­λὰ τὸ βα­σι­κώ­τε­ρο, χω­ρὶς νὰ ὑ­πάρ­χη ἡ συ­ναί­σθη­σι ὅ­τι λυ­πή­σα­με τὸν Θε­ὸ μὲ αὐ­τὰ ποὺ κά­να­με; Καὶ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς κα­τα­στά­σε­ως αὐ­τῆς εἶ­ναι πολ­λοὶ λε­γό­με­νοι χρι­στια­νοὶ ποὺ ἐ­νῶ συ­χνὰ ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τὸν Πνευ­μα­τι­κό τους καὶ ἐν­νο­εῖ­ται ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται, βλέ­πει κά­νεις νὰ φθά­νουν στὰ δι­α­ζύ­για ἡ καὶ νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νων­ται ἐν­τε­λῶς ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος;


Ἂν ἡ σω­τη­ρί­α μᾶς ἐ­ξαρ­τό­ταν μό­νον ἀ­πὸ μί­α ἄ­τυ­πη ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι χω­ρὶς συ­ναί­σθη­σι τοῦ τί γί­νε­ται, τό­τε καὶ οἱ πιὸ ἀ­ναί­σχυν­τοι καὶ ἀ­δι­άν­τρο­ποι ἁ­μαρ­τω­λοί, ποὺ καυ­χῶν­ται γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους καὶ τὶς δι­ή­γουν­ται στὶς φι­λι­κές τους συν­τρο­φι­ὲς σὰν κά­ποι­ο παι­γνί­δι, ἐ­κεῖ­νοι θὰ ἦ­ταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γιὰ τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι καλ­λί­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ­λους. Για­τί αὐ­τοὶ χω­ρὶς ντρο­πὴ ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται ὅ­λες τους τὶς ἁ­μαρ­τί­ες. ὁ­πό­τε ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σις θὰ ἦ­ταν μί­α ὑ­πό­θε­σις ποὺ τε­λει­ώ­νει ὅ­λη στὸ στό­μα, θὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἕ­να ξε­φόρ­τω­μα τῆς θε­λή­σε­ως καὶ ὄ­χι τῆς καρ­διᾶς. Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ ἀ­λή­θεια. Δι­ό­τι ἐ­ξο­μο­λό­γη­σις κα­νο­νι­κὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­σις τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ του πά­λι στὸν Θε­ό.


Ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σις πρέ­πει νὰ ἔ­χη πό­νο


Γι' αὐ­τὸ ἂν καὶ αὐ­τὴ ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ φα­νέ­ρω­σις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας μὲ τὸ στό­μα εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­τι­κή, γιὰ νὰ τὴν ἀ­κού­ση ὁ Πνευ­μα­τι­κός, νὰ τὴν δι­όρ­θω­ση καὶ νὰ τὴν συγ­χω­ρή­ση, ὅ­μως δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τή, ἀλ­λὰ χρει­ά­ζε­ται ἀ­κό­μη καὶ ἕ­νας ἐ­σω­τε­ρι­κὸς πό­νος τῆς καρ­διᾶς. ὁ πό­νος αὐ­τὸς πρέ­πει νὰ ἔ­χη τὰ ἑ­ξῆς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: α) νὰ εἶ­ναι δυ­να­τός, β') νὰ εἶ­ναι τέ­λει­ος γ') νὰ εἶ­ναι ὑ­περ­φυ­σι­κὸς καὶ δ) νὰ εἶ­ναι παν­το­τι­νός.


Γι' αὐ­τὸ καὶ στὴν δι­κή μας ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι ἐ­ὰν ἀ­που­σιά­ζη τὸ ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του πό­νου, ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σίς μας θὰ εἶ­ναι σὰν τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι τοῦ Ἰ­ού­δα. Για­τί καὶ ἡ με­τά­νοι­ά του ἦ­ταν μὲ τὸ στό­μα καὶ ὄ­χι μὲ τὴν καρ­διά.


Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως αὐ­τὰ τὰ χα­ρα­κη­ρι­στι­κὰ τοῦ καρ­δια­κοῦ πό­νου εἶ­­ναι τό­σο ἀ­πα­ραί­τη­τα, ὅ­σο ἀ­πα­ραί­τη­το ε­ἶ­ναι τὸ νὰ δε­χθοῦ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ τὴν συγ­χώ­ρε­σι τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των μας, γι' αὐ­τό, πρέ­πει ἐ­δῶ νὰ τὰ δοῦ­με πιὸ ἀ­να­λυ­τι­κά.


Ο πό­νος πρέ­πει νὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸς


Α΄. Λοιπόν ὁ πό­νος γιὰ τὴν με­τά­νοι­α πρέ­πει νὰ εἶ­ναι δυ­να­τός. Τό­σο δυ­να­τός, ὥ­στε νὰ κυ­ρι­εύ­η τὴν καρ­διὰ καὶ νὰ μὴν τὴν ἀ­φή­νη νὰ νι­κι­έ­ται ἀ­πὸ τὴν εὐ­χα­ρί­στη­σι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ποὺ μπαί­νει μέ­σα στὴν καρ­διὰ μὲ τὶς προ­σβο­λὲς τοῦ ἐ­χθροῦ. Καὶ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι τό­σο ἀ­πο­φα­σι­στι­κός, ὥ­στε νὰ κά­νη αὐ­τὸν ποὺ με­τα­νο­εῖ νὰ μὴν θέ­λη πλέ­ον νὰ λυ­πή­ση τὸν Θε­ό. Νὰ ἐ­νερ­γή­ση ὅ­πως ἐ­νερ­γεῖ μί­α ἔν­τι­μη γυ­ναί­κα, ποὺ ἔ­χει ἀ­πο­φα­σί­σει νὰ δι­α­φυ­λά­ξη τὴν τι­μὴ τοῦ συ­ζύ­γου της καὶ πο­τὲ νὰ μὴν τοῦ δεί­ξη ἀ­πι­στί­α, κι ἂν ἀ­κό­μη τὴν εὕ­ρι­σκαν ἀ­μέ­τρη­τες συμ­φο­ρές.


Πρέ­πει ἀ­κό­μη ὁ πό­νος αὐ­τὸς νὰ εἶ­ναι τό­σο με­γά­λος, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ πό­νος μί­ας μη­τέ­ρας ποὺ χά­νει τὸ μο­νά­κρι­βο παι­δί της ἡ τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο τῆς σύ­ζυ­γο. "Ἢ ὅ­πως εἶ­ναι ὁ πό­νος μιᾶς μα­χαι­ριᾶς ή μί­ας με­γά­λης βε­λό­νας ή ἑ­νὸς ἀγ­κα­θιοῦ ποὺ θὰ μπῆ μέ­σα στὸ πό­δι, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­λε­γε ὁ Δα­βίδ: "Τα­λαι­πω­ρή­θη­κα καὶ πό­νε­σα σὰν νὰ μπῆ­καν ἀγ­κά­θια στὸ σῶ­μα μου" (Ψάλμ.31,4) σὲ τρό­πο ποὺ ὁ πό­νος αὐ­τὸς καὶ ἡ λύ­πη νὰ πλα­κώ­νη τὴν καρ­διά μας σὰν μί­α πλά­κα καὶ νὰ τὴν συν­τρι­βὴ καὶ νὰ τὴν κά­μνη ἄλ­λο­τε νὰ βγά­ζη ἀ­να­στε­ναγ­μοὺς καὶ ἄλ­λο­τε δά­κρυ­α. Γι' αὐ­τὸ καὶ εἶ­πε ὁ ἀβ­βὰς Ἰ­σα­ὰκ ὁ Σύ­ρος: "Με­τά­νοι­α εἶ­ναι καρ­διὰ ποὺ ἔ­χει συν­τρι­βὴ καὶ ποὺ ἔ­χει τα­πει­νωθψ.


Ο πό­νος πρέ­πει νὰ εἶ­ναι με­γά­λος καὶ τέ­λει­ος


Β΄. Αὐ­τὸς ὁ πό­νος δὲν πρέ­πει νὰ εἶ­ναι προ­σποι­η­τός, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι με­γά­λος καὶ τέ­λει­ος. ὁ πό­νος ἐ­κεῖ­νος ποὺ μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ νὰ στε­ρού­μα­στε κά­τι καὶ νὰ μι­σοῦ­με τὶς ἁ­μαρ­τί­ες, για­τί μὲ αὐ­τὲς λυ­πή­σα­με τὸν Θε­ὸ ὀ­νο­μά­ζε­ται συν­τρι­βὴ καὶ ὁ πό­νος ἐ­κεῖ­νος ποὺ μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὶς ἁ­μαρ­τί­ες γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας καὶ ἐ­πει­δὴ ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ χά­νου­με τὸν πα­ρά­δει­σο καὶ κα­τα­δι­κα­ζό­μα­στε στὸν ἅ­δη ὀ­νο­μά­ζε­ται ἐ­πι­τρι­βή. Καὶ οἱ δύ­ο αὐ­τοὶ πό­νοι πρέ­πει νὰ εἶ­ναι τό­σο με­γά­λοι καὶ τέ­λοι­οι, ὥ­στε νὰ κά­νουν ἐ­κεῖ­νον ποὺ με­τα­νο­εῖ νὰ μι­σή­ση τὴν ἁ­μαρ­τί­α μὲ ὅ­λη του τὴν ψυ­χὴ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο κα­κό. Μὲ τό­ση με­γά­λη δύ­να­μι, ὥ­στε ἡ ψυ­χὴ μὲ τὴν δύ­να­μι αὐ­τὴ καλ­λί­τε­ρα νὰ δι­α­λέ­ξη ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο κα­κὸ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ τῆς συμ­βῆ πα­ρὰ νὰ δι­α­πρά­ξη τὴν ἁ­μαρ­τί­α.


Γι' αὐτὸ πρέπει ὁπωσδήποτε, ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ πραγματικά, νὰ δείξη στὸν Θεὸ ποὺ βλέπει τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ τόσο πονεῖ, ὥστε συγκρίνοντας τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν κτισμάτων, προτιμᾶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.


Καὶ ἀκόμη τόσο δυνατοὶ πρέπει νὰ εἶναι οἱ πόνοι αὐτοί, ὥστε ὄχι μόνο νὰ μένουν γιὰ πάντα σ' αὐτὸν ποὺ μετανοεῖ καὶ νὰ συντρίβουν τὴν καρδιά του, ὄχι μόνο νὰ τὴν κάνουν νὰ ἀναστενάζη καὶ νὰ κλαίη, ἀλλὰ νὰ κάμνουν ἀκόμη καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μισῆ καὶ νὰ ἀποστρέφεται ἀπὸ μέσα τῆς τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ μὴν θέλη ποτέ, μὰ ποτὲ νὰ γίνη ἡ ἁμαρτία.


Ο πόνος πρέπει νὰ εἶναι ὑπερφυσικὸς


Γ'. ὁ πόνος αὐτὸς τῆς καρδιᾶς πρέπει νὰ εἶναι ὑπερφυσικός, τόσο ἀπὸ τὴν αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται, ὅσο καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται. ἐπειδὴ ἡ αἰτία καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ πόνου αὐτοῦ εἶναι κυρίως ἡ ὑπερφυσικὴ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ συντρίβει καὶ προκαλεῖ κατάνυξι στὴν καρδιὰ μὲ αὐτὸν τὸν πόνο τῆς μετανοίας.


"Ἔτσι καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ πόνου αὐτοῦ δὲν πρέπει νὰ εἶναι γιὰ κάποιο φυσικὸ καὶ πρόσκαιρο ἀγαθὸ ποὺ χάσαμε, ἀλλὰ γιὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἀγαθὰ τὰ ὄποια στερηθήκαμε μὲ τὴν ἁμαρτία.


Ἢ κυριώτερη ὅμως αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ εἶναι ὁ πόνος αὐτὸς ὑπερφυσικὸς εἶναι ὅτι μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ αὐτὸν πόνο μποροῦμε νὰ χαροῦμε τὴν συμφιλίωσι καὶ τὴν ἕνωσι μὲ τὸν Θεὸ καὶ συνέχεια τὴν μακαριότητα, τὰ ὁποία ξεπερνοῦν τοὺς ὅρους τῆς φύσεως.


Λοιπόν, ἐκεῖνος ποὺ ἐξομολογεῖται, ἐὰν δὲν ἔχη στὴν καρδιὰ τοῦ ἕναν τέτοιο ἀποτελεσματικό, τέλειο καὶ ὑπερφυσικὸ πόνο, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι ἐπιστρέφει στὴν κατοικία τοῦ χωρὶς νὰ ἔχη ἀναπαυθῆ καὶ μερικὲς φορὲς ταραγμένος.


Ἡ ἐξομολόγησις δὲν ἐξαλείφει τὶς κακὲς κλίσεις τῆς καρδιᾶς


"Ἔτσι καὶ ἡ ἐξομολόγησις ποὺ θὰ γίνη καλὰ καὶ ὅπως πρέπει, μολονότι ἐξαλείφει τὶς ἁμαρτίες, ὅμως δὲν ἐξαλείφει καὶ ὅλο τὸ κακὸ ποὺ ἔκαναν στὴν ψυχὴ οἱ ἁμαρτίες, δηλαδὴ τὴν τύφλωσι καὶ τὴ σκότωσι τοῦ νοῦ, τὴν ἀσχήμια τοῦ κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ ἐξομολόγησις δὲν παίρνει ἀπὸ ἐμᾶς ὅλη τὴν ποινὴ καὶ τὸν κανόνα, ποὺ πρέπει νὰ δεχθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, οὔτε σηκώνει ὅλη τὴν δύναμι τῶν κακῶν ἕξεων, τὶς ὁποῖες δεχθήκαμε μὲ τὴν ἁμαρτία, ἂν καὶ κάπως τὶς λιγοστεύει. Αλλὰ αὐτὰ ὅλα μας τὰ ἀφήνει γιὰ νὰ τὰ διορθώσουμε καὶ νὰ τὰ ἐξαλείψουμε ἐμεῖς μὲ τὸν παντοτινὸ πόνο τῆς καρδιᾶς μας καὶ μὲ τοὺς κόπους καὶ μόχθους καὶ ἀγῶνες τῆς μετανοίας, ποὺ ὀφείλουμε νὰ κάμνουμε σὲ όλῆ μας τὴ ζωή.


Γι' αὐτὸ αὐτὸς ὁ πόνος καὶ ἡ λύπη τῆς καρδιᾶς πρέπει νὰ εἶναι παντοτινός, γιατί παντοτινὴ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ μετάνοια. Γιατί ὅσο ἔχουμε τὸν πόνο αὐτόν, ἔχουμε καὶ τὴν μετάνοια μόλις ὅμως ἐκλείψει ὁ πόνος αὐτὸς ἀπὸ τὴν καρδιά, ἀμέσως ἀπομακρύνεται καὶ ἡ μετάνοια.


Γιὰ ποιὰ αιτία πρέπει νὰ εἶναι ὁ πόνος παντοτινὸς


Ἑπομένως ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ μετάνοια πρέπει νὰ εἶναι παντοτινά: ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία λέγεται θανάσιμη, γιατί μόλις τὴν διαπράξη ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐκλείψη ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ ἔτσι νὰ ριχθῆ στὴν αἰώνια κόλασι. ὁ Θεὸς ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς φιλανθρωπίας του δὲν τὸν θανατώνει σωματικά, ἀλλὰ τὸν ἀφήνει νὰ ζήση γιὰ νὰ μετανοήση σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκανε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής. "Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀφοῦ πέση μιὰ φορὰ σὲ ἁμαρτία καὶ μάλιστα θανάσιμη, δὲν μπορεῖ ν' ἀδιαφορῆ, ἀλλὰ πρέπει καθημερινὰ νὰ λυπᾶται, νὰ πονῆ, νὰ μετανοῆ καὶ νὰ φροντίζη γιὰ τὴν ἁμαρτία του, μολονότι συγχωρέθηκε ἀπὸ τὸν Πνευματικό του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, μολονότι διὰ τοῦ Προφήτου Νάθαν συγχωρέθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς δύο ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε, μολονότι πλήρωσε ἀρκετὸ κανόνα μὲ τὴν ἀποστασία ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ ἀβεσσαλὼμ καὶ τὸν ἐδίωξε ἀπὸ τὸ βασίλειό του, ὅμως πάλι αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν σταμάτησε νὰ μετανοῆ καὶ νὰ κλαίη γι' αὐτὲς τὶς ἁμαρτίες σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Γι' αὐτὸ καὶ ἔλεγε: "Τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ τὴν ὁμολογῶ δημόσια καὶ θὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου" (Ψάλμ. 37,19). "Κάθε νύκτα θὰ λούσω τὴν κλίνη μου, μὲ δάκρυα θὰ βρέξω τὸ στρῶμα μου" (Ψάλμ. 6,7). Καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅσες φορὲς ἄκουγε τὸν πετεινὸ ποὺ φώναζε, θυμόταν τὴν ἄρνησι ποὺ ἔκανε καὶ μετανοοῦσε καὶ ἔκλαιγε, ὅπως ἀναφέρει ὁ μαθητὴς τοῦ ἅγιος Κλήμης.


Ἡ μετάνοια δὲν ἐξαλείφει τὰ ἴχνη καὶ τὰ σημάδια τῆς ἁμαρτίας


Ο πόνος τῆς καρδίας καὶ ἡ μετάνοια πρέπει νὰ εἶναι παντοτινά, γιατί κάθε ἁμαρτία εἶναι σὰν πληγῆ' καὶ ἂν γιατρευθῆ ἡ πληγή, ὅμως τὸ Ἴχνος καὶ τὸ σημάδι καὶ ὁ τύπος τῆς πληγῆς ἀπομένει στὴν ψυχή, καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐξαλειφθῆ ἐντελῶς στὴν παροῦσα ζωή. Γιατί ἕνας ποὺ ἔκλεψε μία φορὰ ἡ πόρνευσε ἡ σκότωσε, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη τόσο ἀθῶος καὶ τόσο καθαρὸς μὲ τὴ μετάνοια, σὰν νὰ μὴν ἔκλεψε ἐντελῶς ή σὰν νὰ μὴν πόρνευσε ή σὰν νὰ μὴ σκότωσε. Γι' αὐτὸ ὅσες φορὲς θυμηθῆ ὁ ἁμαρτωλὸς τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε καὶ ἴδή τους τύπους καὶ τὰ σημάδια τους, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ λυπᾶται καὶ νὰ μὴν κλαίη γὶ αὐτὲς καὶ νὰ μὴ μετανοῆ, καὶ ἂν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι οἱ πληγὲς τοῦ αὐτὲς εἶναι γιατρεμένες.


Ὅλων λοιπὸν τῶν ἁμαρτιῶν τὰ ἴχνη καὶ τὰ σημάδια μένουν ἀνεξάλειπτα στὴν ψυχή. Ἰδιαιτέρως ὅμως τῶν σαρκικῶν ἁμαρτιῶν. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι ἡ μετάνοια μπορεῖ νὰ συγχωρήση τὴν ἁμαρτία ἑνὸς ἀνδρὸς ἡ μίας γυναικὸς ποὺ ἔφθειραν τὴν παρθενία τους καὶ πόρνευσαν, δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ κάνη καὶ αὐτὴν ποὺ ἁμάρτησε σὰν ἐκείνη ποὺ δὲν ἁμάρτησε. Γι' αὐτὸ καὶ σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ προξενεῖ πένθος σὲ ὅσους ἔπεσαν στὴν πορνεία. Καὶ στὸ τέλος τοῦ λόγου του γιὰ τὴ Μετάνοια λέγει: "Ὑπάρχει θεραπεία καὶ μετὰ τὸ ἕλκος, ἀλλὰ τὸ σημάδι ἀπὸ τὸ τραῦμα μένει".


Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι κι ἂν ἀκόμη θεραπευθῆ ἡ πληγὴ τῆς ἁμαρτίας, τὸ σημάδι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἔχει ἀπομείνει ἐλέγχει τὸ πάθος. Διότι δὲν εἶναι τὸ Ῥδιο τὸ σῶμα τὸ ἀκέραιο μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει θεραπευθῆ, οὔτε εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σχισμένο καὶ μπαλωμένο ροῦχο μὲ τὸ ὁλοκαίνουργιο κι ἂν ἀκόμη φαίνεται μὲ κάποια τέχνη ὅτι ἔχει ἐπανέλθει στὴ προηγούμενη κατάστασι".


Γι' αὐτὸ καὶ διαβάζουμε στὸ Γεροντικὸ ὅτι ὁ Μέγας Μακάριος πάντοτε ἔκλαιγε καὶ λυπόταν γιατί ὅταν ἦταν μικρὸ παιδὶ ἔκλεψε μερικὰ ἀγγούρια ἀπὸ κάποιον κῆπο.


Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος, λοι­πόν, δὲν μπο­ρεῖ νὰ μεί­νη ἀ­να­μάρ­τη­τος ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τί­ες θα­νά­σι­μες ἡ συγ­γνω­στές. "Ποι­ὸς ἄλ­λω­στε θὰ καυ­χη­θῆ δτὶ ἔ­χει κα­θα­ρὴ τὴν καρ­διά του;" (Πάρ. 20,9), δι­ό­τι σχε­δὸν κά­θε μέ­ρα καὶ κά­θε ὥ­ρα ἁ­μαρ­τά­νου­με ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ τὸ λό­γο καὶ μὲ πο­νη­ροὺς λο­γι­σμούς, βλά­σφη­μους καὶ αἰ­σχροὺς καὶ πα­ρορ­γί­ζου­με τὸν Θε­ό. Καὶ γι' αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς πρέ­πει ὅ­λοι νὰ ἔ­χου­με πό­νο στὴν καρ­διὰ καὶ κα­θη­με­ρι­νὰ νὰ με­τα­νο­οῦ­με γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες αὐ­τὲς καὶ νὰ ζη­τοῦ­με συγ­χώ­ρε­σι ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὄ­χι μό­νο γιὰ τὰ πε­ρα­σμέ­να μᾶς ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὰ πα­ρόν­τα καὶ γιὰ τὰ κα­θη­με­ρι­νά. Γι' αὐ­τὸ καὶ ὁ ἅ­γιος Ἰ­σα­ὰκ βε­βαι­ώ­νον­τας αὐ­τὸ λέ­γει: "Γε­νι­κὰ πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι σὲ αὐ­τὲς τὶς εἴ­κο­σι­τεσ­σε­ρες ὧ­ρες τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ τῆς νύ­κτας ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τὴ με­τά­νοι­α".


Πόσα καλὰ προξενεῖ ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς


Ἂν λοιπόν, ἔχουμε συνέχεια στὴν καρδιὰ τὸν πόνο αὐτὸν τόσο δυνατό, ὁ πόνος αὐτὸς μπορεῖ νὰ προξενήση πολλὰ καλὰ στὴν ψυχή, γιατί θὰ συγκεντρώση τὸ νοῦ μέσα στὴν καρδιὰ καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήνη νὰ θυμᾶται τὶς ἁμαρτίες. ἐπειδὴ κατὰ τρόπο φυσικὸ σὲ ὁποῖο μέλος πονεῖ ὁ ἄνθρωπος, μ' ἐκεῖνο ἀσχολεῖται καὶ ὁ νοῦς του. αὐτὸς ὁ πόνος θὰ κάνη τὴν καρδιὰ νὰ ξεράση τὸ φαρμάκι καὶ τὸ ἀγκίστρι τῆς ἁμαρτίας ποὺ κατάπιε. αὐτὸς ὁ πόνος θὰ τὴν μαλακώση, θὰ τὴν ταπείνωση καὶ θὰ τὴν ξεκολλήση γρήγορα ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κλίσεις ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὴν ἁμαρτία. ἐπειδὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι σκληρή, πέτρινη καὶ ἀταπείνωτη καὶ χωρὶς νὰ ἔχη πόνο δὲν μπορεῖ νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ μαλακώση. αὐτὸς ὁ πόνος θὰ ἀνεβῆ μπροστὰ στὸν Κύριο Σαββαὼθ καὶ σχεδὸν θὰ τὸν βιάση νὰ συγχωρέση τὶς ἁμαρτίες (Ἤσ. 49,4).


Αὖ­τος ὁ πό­νος καὶ ἡ λύ­πη δὲν εἶ­ναι πι­κρὸς ὥ­στε νὰ προ­ξε­νῆ ἀ­πό­γνω­σι, για­τί τὴν πα­ρό­μοι­α λύ­πη καὶ τὸν πα­ρό­μοι­ο πό­νο ποὺ προ­ξε­νεῖ ἀ­πό­γνω­σι, πρέ­πει νὰ τὴν δι­ώ­ξου­με ἀ­πὸ μέ­σα μας, για­τί προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν πο­νη­ρό. Ἀλ­λὰ ὁ πό­νος αὐ­τὸς εἶ­ναι γλυ­κὸς καὶ χα­ρο­ποι­ός, για­τί εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας, μὲ τὴν πολ­λὴ γλυ­κειὰ κα­τά­νυ­ξι καὶ μὲ τὰ δά­κρυ­α καὶ μὲ τὸ ξα­λά­φρω­μα τῆς συ­νει­δή­σε­ως. Καὶ τέ­λος αὐ­τὸς ὁ πό­νος θὰ ξερ­ρι­ζώ­ση ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ τὶς κα­κὲς συ­νή­θει­ες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ θὰ προ­ξε­νή­ση τὴν ἀ­λη­θι­νὴ με­τά­νοι­α, ποὺ εἶ­ναι σύμ­φω­να μὲ τὸν ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, ἕ­νας ἑ­ξα­φα­νι­σμὸς ὄ­χι μό­νο τῶν ἔρ­γων καὶ τῶν πρά­ξε­ων τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἀλ­λὰ καὶ τῶν δι­α­θέ­σε­ων καὶ κλί­σε­ων τῆς καρ­διᾶς καὶ τῶν νο­η­μά­των καὶ τῶν προ­σβο­λῶν ποὺ δέ­χε­ται ἡ δι­ά­νοι­α.


Αὖτος εἶναι πόνος τόσο γλυκὺς ποὺ προξενεῖ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια μὲ τὴν Θεία Χάρι! Πόνος ποὺ προξενεῖ τὴν χαρά, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀκίνητο ἡ δυσκίνητο πρὸς τὸ κακό. Πόνος μακάριος ποὺ προξενεῖ τὴν μακαριότητα ἐκείνη ποὺ δὲν ἔχει πόνο!


Γι' αὐτὸ ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἔρευνα τῆς συνειδήσεως ποὺ κάνει κάποιος γιὰ νὰ μπορῆ νὰ βρῆ ἔτσι ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε μὲ ἔργο, μὲ λόγο καὶ μὲ τὴν συγκατάθεσι τῶν λογισμῶν. Ἀπαραίτητο εἶναι νὰ ἐξομολογηθῆ κανεὶς ὅλες του τὶς ἁμαρτίες στὸν Πνευματικό, χωρὶς νὰ ἀφήση καμμία ἀνεξομολόγητη. ὅμως μαζὶ μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἐξομολόγησι πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένη καὶ ἡ συντριβὴ καὶ ὁ ἐσωτερικὸς πόνος τῆς καρδιᾶς. Γιατί ὁ ἄλλος κανόνας ποὺ θὰ δεχθῆ αὐτὸς ποὺ μετανοεῖ ἀπὸ τὸν Πνευματικό του, εἴτε νηστεία εἶναι, εἴτε κάποια ἄλλη κακοπάθεια, ταπεινώνει μόνο τὸ σῶμα καὶ τὸν ἔξω ἄνθρωπο, καὶ μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς κόβει μόνον τὰ κλαδιὰ ἀπὸ τὸ δένδρο. ὁ πόνος ὅμως ὁ καρδιακὸς ταπεινώνει καὶ πληγώνει τὸν ἐσω ἄνθρωπο καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν καρδιά, ποὺ εἶναι ἡ ἕδρα ὅλων μαζὶ τῶν ἁμαρτιῶν. Ταπεινώνοντας τὴν καρδιά, ταπεινώνει καὶ πληγώνει καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἡ καλλίτερα συντρίβει καὶ πληγώνει αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν διάβολο ποὺ ἔχοντας φωλιάσει μέσα στὴν καρδιά, ἀπὸ ἐκεῖ μέσα προβάλλει ὅλους τους αἰσχροὺς καὶ πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἁμαρτίες.


Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, ὅτι ὁ πόνος αὐτὸς καὶ ἡ ἐσωτερικὴ λύπη τῆς καρδιᾶς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναγκαία καὶ συστατικά του μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας. ἡ ἐξομολόγησις τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ μετανοοῦντος μὲ τὸ στόμα καὶ ἡ ἄφεσις ἡ ὄχι ὑπὸ τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο τοῦ μυστηρίου τῆς Ἵερας ἐξομολογήσεως· εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο καὶ ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο συστατικό του μυστηρίου αὐτοῦ καὶ ὁ ἐσωτερικὸς αὐτὸς πόνος τῆς καρδιᾶς. Καὶ ἂν λείπη αὐτὸς ὁ πόνος ἀπὸ τὴν καρδιὰ αὐτοῦ ποὺ μετανοεῖ, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἐξομολόγησί του δὲν εἶναι τέλεια. ὅπως δὲν εἶναι τέλειο τὸ βάπτισμα ἐκείνου ποὺ ἔχει βαπτισθῆ χωρὶς νερὸ ἡ χωρὶς τὴν ἐπίκλησι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο θέλοντας νὰ δείξη πόσο ἀπαραίτητος γιὰ τὴ μετάνοια εἶναι ὁ πόνος αὐτὸς τῆς καρδιᾶς, πρῶτα ζητεῖ τὸν πόνο αὐτὸν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μετανοοῦν λέγοντας μὲ τὸν Προφήτη Ἴωηλ: "Αἰαρρῆζτε τὶς καρδιές σας καὶ ὄχι τὰ ροοχα σᾶς" (Ἴωηλ 2,12) καὶ ὑστέρα ζητεῖ τὴν μετάνοια στὴ συνέχεια συμπληρώνοντας: "Καὶ ἐπιστρέψτε πρὸς τὸν Κύριο τὸν Θεό σας". Βλέπετε, ποιὰ εἶναι ἡ κανονικὴ καὶ νόμιμη ἐξομολόγησις; ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια;


Τώρα, ἂς σκεφθοῦμε καλά, ἂν ἐκεῖνος ποὺ ἁμαρτάνει χωρὶς ντροπὴ λέγοντας "θὰ ἐξομολογηθῶ, ἔχω καιρὸ νὰ ἐξομολογηθῶ", μπορεῖ ἔτσι νὰ ἔχη ἀληθινὸ πόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του; Νομίζω ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἔχη, γιατί μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει φανερώνει ὅτι οὔτε κὰν γνωρίζη ὅτι πρέπει νὰ μετανοήση νόμιμα καὶ ὅπως πρέπει. ἂν ὅμως τὸ γνωρίζη καὶ κατόπιν λέγη παρόμοια καὶ ἁμαρτάνη μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μετανοίας, τότε αὐτὸ φαίνεται ὅτι εἶναι ἐντελῶς παράλογο. αὐτὸ ποὺ λέγει, εἶναι σὰν νὰ λέγη: "Ἔγω θὰ μολύνω τώρα τὴν ψυχή μου καὶ ὕστερα ἂν θὰ θελήσω θὰ μπορέσω νὰ ξεπλύνω ἐκεῖνον τὸν μολυσμὸ μὲ ὅλο τὸ αἷμα μου. ἐγὼ θὰ ἀγαπήσω αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔπειτα θὰ μισήσω τὴν ἀγάπη της".


Βλέπετε ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι λόγια ἀνόητου ἀνθρώπου;


Διότι ὅσο λέγει τέτοια καὶ ἁμαρτάνει μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μετανοίας, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήση ἀληθινὴ μετάνοια καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὸν Θεὸ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήση τὸν πόνο, τὸν ἀχώριστο σύντροφο τῆς ἀληθινῆς μετανοίας, τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς ὅπως εἴπαμε, τόσο ἀποτελεσματικὸ καὶ τόσο τέλειο, ὥστε ὁ πόνος αὐτός, συγκρινόμενος μὲ κάθε ἄλλο πόνο, νὰ εἶναι σὰν τὸ πέλαγος ποὺ συγκρίνεται μὲ ὅλους τους ποταμούς.




Πόσα πρέπει νὰ κάμνη κάποιος μετὰ τὴν ἐξομολόγησι


Ἂς γνωρίζουμε λοιπόν, ὅτι ὕστερα ἀπὸ μία καλὴ καὶ κατανυκτικὴ ἐξομολόγησι πρέπει: α) νὰ ἐκπληρώση κανεὶς τὸν κανόνα ποὺ θὰ τοῦ δώση ὁ Πνευματικὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. β) Πρέπει μὲ εὐχαριστία καὶ μὲ ὑπομονὴ ἀγόγγυστη νὰ πλήρωση τὴν παιδεία ποὺ θὰ τοῦ δώση ὁ Θεός, γιὰ νὰ γιατρέψη τὶς ἁμαρτίες του. Γιατί ὅλα αὐτά, καὶ μάλιστα οἱ ἀτιμίες καὶ οἱ ὕβρεις, γεννοῦν στὴν καρδιὰ πόνο καὶ κατάνυξι, καὶ γι' αὐτὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ συμβαίνουν. Γι' αὐτὸ εἶπε ἕνας Πατέρας: ὅταν πονέσης πολὺ γιὰ κάποια ὕβρι ἡ ἀτιμία, νὰ γνωρίζης ὅτι πολὺ ὠφελήθηκες. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἔδωσε παρόμοιες τιμωρίες στὸν Δαβὶδ μετὰ τὴν συγχώρεσι τῆς ἁμαρτίας τοῦ φόνου καὶ τῆς μοιχείας. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ὁ σοφώτερος Πνευματικὸς ἀπὸ ὅλους, καὶ αὐτὸς γνωρίζει νὰ διορθώνη τοὺς ἁμαρτωλοὺς καλλίτερα ἀπὸ ὅλους τους Πνευματικοὺς μὲ σωστὸ κανόνα. Καὶ διότι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ συγχωρῆ μαζὶ μὲ τὸ φταίξιμο καὶ τὴν αἰώνια τιμωρία, ὅμως δὲν τὴν συγχωρεῖ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ τὴν συγχωρεῖ μὲ κάποια πληροφορία τοῦ προσωρινοῦ αὐτοῦ κανόνος καὶ τῆς παιδείας.


Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια χρειάζεται τέσσερα πράγματα


Ἔκεινος ποὺ θέλει νὰ φυτέψη περιβόλι σὲ ἕνα τόπο ἄγριο χρειάζεται τέσσερα πράγματα: α) νὰ κόψη τὰ βλαστάρια καὶ τὰ κλαδιὰ ἀπὸ τὰ ἄγρια δένδρα, β) νὰ βγάλη καὶ τὶς ρίζες ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἄγρια δένδρα, γιατί ἂν μείνουν οἱ ρίζες πάλι θὰ φυτρώσουν τὰ βλαστάρια, γ) στὸν τόπο ἐκεῖνο τῶν ἄγριων δένδρων νὰ φυτέψη ἀλλὰ ἥμερα καὶ καρποφόρα καὶ δ) χρειάζεται νὰ φυλάη τὰ δένδρα αὐτὰ ἀπὸ κάθε ζῶο καὶ ἀπὸ κάθε ἀναποδιὰ μέχρις ὅτου νὰ ριζώσουν, νὰ γίνουν δένδρα μεγάλα καὶ νὰ κάνουν καρπό.


Καὶ μεῖς, γιὰ ν' ἀ­πο­κτή­σου­με τὴν ἀ­λη­θι­νὴ με­τά­νοι­α χρει­α­ζό­μα­στε τέσ­σε­ρα πράγ­μα­τα: α) νὰ κό­ψου­με τὰ βλα­στά­ρια καὶ τὰ κλα­διὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, δη­λα­δὴ νὰ πά­ρου­με μί­α στα­θε­ρὴ ἀ­πό­φα­σι πο­τὲ νὰ μὴν ξα­να­κά­νου­με τὴν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί κλά­δοι καὶ βλα­στά­ρια εἶ­ναι οἱ νέ­ες πρά­ξεις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. αὐ­τὴ τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­σι ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α θὰ τὴν προ­ξε­νή­ση ἡ συ­νε­χὴς συ­νο­μι­λί­α μὲ τὸν Θε­ό, ἡ μνή­μη τοῦ θα­νά­του, ἡ μνή­μη τῆς κρί­σε­ως τοῦ Θε­οῦ, ἡ συ­χνὴ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ ἡ συ­χνὴ με­τά­λη­ψις τῶν Θεί­ων Μυ­στη­ρί­ων κα­τό­πιν ἄ­δειας τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ του. Μά­λι­στα αὐ­τό, δηλ. ἡ συ­χνὴ Θ. Με­τά­λη­ψις θὰ βο­η­θή­ση στὴν ἀ­πο­φυ­γὴ ὅ­λων τῶν αἰ­τι­ῶν τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως θὰ βο­η­θή­ση ἡ ἀ­πο­φυ­γὴ τῶν κα­κῶν συ­να­να­στρο­φῶν καὶ τῶν προ­σώ­πων ἐ­κεί­νων μὲ τὰ ὁ­ποί­α ἁ­μάρ­τη­σε κα­νείς. Καὶ γε­νι­κὰ πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φεύ­γη κα­νεὶς τὶς συ­να­να­στρο­φὲς ἐ­κεῖ­νες ποὺ βλά­πτουν τὴν ψυ­χή του.


β) Χρειάζεται μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς πράξεως τῆς ἁμαρτίας ὄχι μόνο νὰ κόψη κανεὶς τὰ κλαδιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ξερριζώση τὶς ρίζες της. Καὶ ρίζες τῆς ἁμαρτίας εἶναι οἱ κακὲς κλίσεις καὶ τὰ πάθη καὶ ὀρέξεις καὶ ἐπιθυμίες ποὺ μένουν ριζωμένες στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς καὶ ἀφοῦ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ δὲν ἁμαρτάνη ξανά. Τὶς κλίσεις αὐτὲς καὶ προσπάθειες καὶ ἐνθυμήσεις τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ τὶς ξερριζώση ἐντελῶς κανεὶς ἀπὸ τὴν καρδιά του, πρέπει νὰ ἀγωνισθῆ. Γιατί, ἂν δὲν τὶς ξερριζώση, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ξαναβλαστήσουν καὶ πάλι νὰ γεννήσουν τὴν ἁμαρτία, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος.


Γι' αὐτὸ βλέπουμε πολλοὺς μετανοημένους, ποὺ μολονότι ἀποφάσισαν νὰ μὴν διαπράξουν τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν πράξι, ἂν καὶ ἔκοψαν τὰ κλαδιὰ τῆς ἁμαρτίας ἀπομακρυνόμενοι τελείως ἀπ' τὴν πράξι, ἄφησαν ὅμως τὶς ρίζες, καὶ μὲ τὴν καρδιὰ πάλι κλίνουν πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐπιθυμοῦν. Καὶ ὅπως οἱ Ἰσραηλίτες σωματικὰ βγῆκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ψυχικὰ ὅμως καὶ μὲ τὴν κλίσι τῆς καρδιᾶς τοὺς βρίσκονταν ἐκεῖ καὶ γι' αὐτὸ ἐπιθυμοῦσαν τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ πράσα τῆς Αἰγύπτου (Ἀριθ. 11,4), ἔτσι καὶ αὐτοί· ἔμπρακτα ἐγκαταλείπουν τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλείπουν καὶ τὴν κλίσι πρὸς τὴν ἁμαρτία. Συγχωροῦν καὶ τὸν ἐχθρό τους καὶ τοῦ βάζουν μετάνοια καὶ δὲν τὸν ἐκδικοῦνται, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸ στόμα. Στὴν καρδιὰ τοὺς ἀκόμη ὑπάρχει κάποιο πάθος μνησικακίας. Γι' αὐτὸ καὶ ὅταν τὸν βρὴ κάποια δυστυχία χαίρονται καὶ ὅταν τὸν βρὴ κάποια εὐτυχία, λυποῦνται. Ἀπεφάσισαν μὲ τὸ πρόσωπα ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἁμάρτησαν νὰ μὴν ἁμαρτήσουν πλέον, ὅμως τὸ πρόσωπο αὐτὸ πάντα τὸ θυμοῦνται καὶ αἰσθάνονται κάποια κρυφὴ συμπάθεια στὸ πρόσωπο ἐκεῖνο. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ φαντάζονται συνέχεια μὲ τὰ μάτια τοῦ νοῦ καὶ γλυκομιλοῦν μαζί του καὶ ὅταν εἶναι ξύπνιοι καὶ ὅταν κοιμοῦνται. Καὶ κάνουν ὅπως ἔκανε ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ, ποὺ χωρίστηκε σωματικὰ ἀπὸ τὰ Σόδομα, δὲ χωρίσθηκε ὅμως ἀπὸ τὴν καρδιά της, καὶ γι' αὐτὸ γύρισε πίσω νὰ δή: "... καὶ νὰ ἔγινε στήλη ἀπὸ ἁλάτι" (Γέν. 19,26).


Ἀλ­λ' ὅ­μως τὶς ρί­ζες αὐ­τὲς καὶ τὶς κα­κὲς κλί­σεις καὶ τὰ πά­θη τῆς καρ­διᾶς, πῶς μπο­ροῦ­με νὰ τὰ βγά­λου­με; Ἀ­κοῦ­στε: Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ θέ­λουν νὰ ξερ­ρι­ζώ­σουν τὴ ρί­ζα κά­ποι­ου δέν­δρου, με­τα­χει­ρί­ζον­ται τσα­πιά, δι­κέλ­λια, τσε­κού­ρια καὶ ἀλ­λὰ ἐρ­γα­λεῖ­α. "Ἔ­τσι καὶ μεῖς, πρέ­πει νὰ με­τα­χει­ρι­σθοῦ­με πολ­λὰ ἐρ­γα­λεῖ­α γιὰ νὰ βγά­λου­με αὐ­τὲς τὶς κα­κὲς ρί­ζες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Δη­λα­δὴ νὰ με­τα­χει­ρι­στοῦ­με ἐγ­κρά­τεια φα­γη­τῶν, ἐγ­κρά­τεια ὕ­πνου, γο­νυ­κλι­σί­ες, καὶ κά­θε ἄλ­λη ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ κα­κο­πά­θεια τοῦ σώ­μα­τος, ἐ­πει­δὴ ὅ­λα αὐ­τά, ὄ­χι μό­νο βγά­ζουν τὰ χώ­μα­τα ποὺ εἶ­ναι γύ­ρω ἀ­πὸ τὶς ρί­ζες, καὶ σα­λεύ­ουν καὶ κου­νοῦν τὶς ρί­ζες, ἀλ­λ' ἀ­κό­μη καὶ κτυ­ποῦν καὶ κό­βουν αὐ­τὲς τὶς ρί­ζες, για­τί συν­τρί­βουν τὴν καρ­διὰ μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α εἶ­ναι φυ­τευ­μέ­νες αὐ­τὲς οἱ ρί­ζες, ὅ­πως λέ­γει ὁ ἅ­γιος Μάρ­κος ὁ Ἀ­σκη­τής: "Χω­ρὶς τὸν συν­τριμ­μὸ τῆς καρ­διᾶς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ ἀ­παλ­λα­γῆ κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὰ πά­θη. Συν­τρί­βει τὴν καρ­διὰ ἡ τρι­πλῆ ἐγ­κρά­τεια, δη­λα­δὴ ἡ ἐγ­κρά­τεια τοῦ ὕ­πνου, τῆς γα­στρὸς καὶ τῆς σω­μα­τι­κῆς ἀ­νέ­σε­ως".


Ἀπὸ τί προξενεῖται ὁ πόνος καὶ ἡ συντριβὴ


Τὸ πιὸ κοφτερὸ ὅμως ἐργαλεῖο καὶ τὸ πιὸ κοφτερὸ τσεκούρι ἀπὸ ὅλα, ποὺ μπορεῖ νὰ κόψη καὶ νὰ βγάλη αὐτὲς τὶς κακὲς ρίζες τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς ποὺ εἴπαμε παραπάνω, καὶ ἡ συντριβὴ καὶ ἡ λύπη τῆς ψυχῆς. Τὸν πόνο αὐτὸν θὰ τὸν προξενήση ἡ μνήμη τῶν ἑξῆς: ὅτι λυπήσαμε τὸν Θεὸ καὶ φανήκαμε ἀχάριστοι στὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Θεός. ὅτι βλάψαμε καὶ μεῖς τὸν ἑαυτὸ μᾶς πρόσκαιρα καὶ αἰώνια μὲ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάναμε. ὅτι χάσαμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Θεία Χάρι τῆς υἱοθεσίας καὶ δικαιώσεως. ὅτι στερηθήκαμε τὴν αἰώνια μακαριότητα τοῦ Παραδείσου καὶ ὅτι κερδίσαμε μία ἄπειρη κόλασι καὶ μία αἰωνιότητα βασάνων μὲ τὶς ἁμαρτίες μας.


"Ἔχοντας ὑπ' ὄψιν αὐτά, μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τὸν πόνο αὐτόν.


Μά­θα­με λοι­πόν, Ά) πῶς νὰ κό­βου­με τὰ βλα­στά­ρια καὶ τὰ κλα­διὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας μὲ τὴν ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ ἀ­πο­χὴ τῆς πρά­ξε­ως τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Β) Πῶς νὰ ξερ­ρι­ζώ­νω­με ἀ­πὸ τὴν καρ­διά μας τὶς ρί­ζες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας μὲ τὸν δυ­να­τὸ καὶ παν­το­τι­νὸ πό­νο. Γ) Τώ­ρα ἂς μά­θου­με πῶς πρέ­πει νὰ φυ­τέ­ψω­με στὴν καρ­διά μας ἀν­τὶ γιὰ τὰ προ­η­γού­με­να ἄ­γρια δέν­δρα, δέν­δρα ἥ­με­ρα καὶ καρ­πο­φό­ρα, δη­λα­δὴ ἀν­τὶ γιὰ τὶς κα­κί­ες τὶς ἀ­ρε­τές. Ἀν­τὶ γιὰ τὴν ὑ­πε­ρη­φά­νεια τὴν τα­πεί­νω­σι. Ἀν­τὶ τῆς γα­στρι­μαρ­γί­ας τὴν ἐγ­κρά­τεια Ἀν­τὶ γιὰ τὴν φι­λαρ­γυ­ρί­α τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἀν­τὶ γιὰ τὴ σκλη­ρό­τη­τα, τὴν πρα­ό­τη­τα. Ἀν­τὶ τῶν σαρ­κι­κῶν πα­θῶν, τὴν παρ­θε­νί­α καὶ τὴν σω­φρο­σύ­νη. Ἀν­τὶ τῆς ἀ­δι­κί­ας τὴν δι­και­ο­σύ­νη. Ἀν­τὶ τοῦ φθό­νου καὶ τοῦ μί­σους, τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴν φι­λα­δελ­φί­α. Καὶ ἀν­τὶ τῆς πρώ­της πα­ρα­βά­σε­ως τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ, τὴν φύ­λα­ξι καὶ τὴν ἐρ­γα­σί­α τους. Για­τί δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὸ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας καὶ γιὰ τὴν ἀ­πό­κτη­σι τῆς ἀ­λη­θι­νῆς με­τά­νοι­ας τὸ νὰ ξερ­ρι­ζώ­σου­με ἀ­πὸ τὴν καρ­διά μας τὶς ρί­ζες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ κα­τό­πιν τὸν τό­πο αὐ­τὸ νὰ τὸν ἀ­φή­σω­με χέρ­σο. ἂν ἀ­φή­σω­με τὴν καρ­διὰ μᾶς ἀ­καλ­λι­έρ­γη­τη, πά­λι θὰ ξα­να­βλα­στή­ση ἀγ­κά­θια καὶ δέν­δρα ἄ­γρια, ὅ­πως συμ­βου­λεύ­ει τὸ ἅ­γιο Πνεῦ­μα μὲ τὸν ψαλ­μο­γρά­φο Δα­βὶδ" πρέ­πει λοι­πὸν νὰ ἀ­πο­φεύ­γη κα­νεὶς τὰ κα­κά, καὶ νὰ πράτ­τη τὰ ἀ­γα­θά. "" Ἐκ­κλι­νον ἀ­πὸ κά­κου καὶ ποί­η­σον ἀ­γα­θὸν" (Ψάλμ. 33,15).


Δ) Καὶ τελευταῖο, ἀφοῦ φυτέψη κάποιος αὐτὲς τὶς ἀρετὲς στὴν καρδιά του, πρέπει νὰ τὶς προσέξη ὅσο μπορεῖ, μέχρι νὰ ριζώσουν, δηλαδή, μέχρι νὰ τοῦ γίνουν συνήθεια μὲ τὴν ἔξι, ὅπως ἔγιναν προηγουμένως ἕξις τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες. Καὶ μέχρι νὰ ἀνθίσουν καὶ νὰ κάνουν καρπὸ σωτηρίας καὶ ἀληθινῆς μετανοίας. Γιατί ἂν δὲν τὶς προσέχη καὶ δὲν τὶς φροντίζη, ἔρχεται ὁ σπορέας τῶν ζιζανίων ὁ διάβολος καὶ τὸν καιρὸ ποὺ ἐσὺ κοιμᾶσαι καὶ ἀδιαφορεῖς, τὶς ξερριζώνει καὶ φυτεύει πάλι τὰ ζιζάνια καὶ τὶς δικές του κακίες. Καὶ ἀκόμη γιατί ἂν δὲν φυλάττη κανεὶς τὶς ἀρετὲς αὐτὲς μὲ φροντίδα, τὰ πάθη πάλι θὰ ἐπιστρέψουν στὴν καρδιά του. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες ὠνόμασαν τὰ πάθη φιλεπίστροφα, δηλαδὴ ἀγαποῦν νὰ ἐπιστρέφουν στὸν τόπο τους. Καὶ ὅταν ἐπιστρέφουν καὶ βροῦν τὸν τόπο τῆς καρδιᾶς καλλιεργημένο καὶ δουλεμένο, ριζώνουν καλλίτερα ἀπὸ πρῶτα μέσα του καὶ ἔτσι "Γίνονται τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων".


αὐτὰ τὰ τέσσερα εἶναι, τὰ συστατικά της ἀληθινῆς μετανοίας. Μὲ αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς ν' ἀποκτήση ἀληθινὴ μετάνοια. αὐτὰ εἶναι οἱ καρποὶ καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀληθινῆς μετανοίας. Δηλαδή: Ά) νὰ ἀποφασίση σταθερὰ νὰ μὴν ἁμαρτήση πλέον. Β) Νὰ ξερριζώση τὶς ρίζες τῆς ἁμαρτίας, δηλ. τὶς κακὲς κλίσεις, τὰ πάθη καὶ τὶς ὀρέξεις τῆς σάρκας. Γ) Ἀντὶ γιὰ τὶς κακίες νὰ φυτέψη τὶς ἀρετὲς στὴν ψυχή του. Καὶ Δ) ἀφοῦ ξερριζώση τὶς κακίες καὶ φυτέψη τὶς ἀρετὲς νὰ ἀγωνισθῆ νὰ ριζώσουν σταθερὰ μέσα τοῦ μέχρι νὰ ἀποδώσουν τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας. Μὲ αὐτὰ μπορεῖ νὰ πληροφορηθῆ δτὶ ὁ Θεὸς ὄντως τοῦ συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες καὶ συμφιλιώθηκε μαζί του.


Πῶς ἑρμηνεύεται τὸ "πίπτ' ἐγειραι".


Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη πλάνη. Μία παρεξηγημένη ἑρμηνεία ἑνὸς πατερικοῦ χωρίου ποὺ λέγει "Πίπτ' ἐγειραι", δηλαδή, πέσε καὶ σήκω. 'Ἂς μὴ πλανηθῆ κανεὶς λέγοντας· νὰ ποὺ οἱ Πατέρες λέγουν "πίπτ' ἐγειραι", δηλαδὴ ὅσες φορὲς πέσης, σήκω καὶ σώζεσαι. οἱ Πατέρες τὸ εἶπαν αὐτὸ γιὰ νὰ βγάλουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὸν φόβο τῆς ἀπογνώσεως καὶ ὄχι γιὰ νὰ τοὺς κά­νουν νὰ ἁ­μαρ­τά­νουν μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς με­τα­νοί­ας. Μα­κρυ­ὰ μί­α τέ­τοι­α σκέ­ψις! Γι' αὐ­τὸ λέ­γει ὁ ἅ­γιος Ἰ­σα­άκ: "Τὴν ἀν­δρεί­αν ποὺ οἱ θεῖ­οι Πα­τέ­ρες το­πο­θέ­τη­σαν στὶς θεῖ­ες τοὺς Γρα­φές... δὲν πρέ­πει γιὰ μᾶς νὰ γί­νη βο­ή­θεια τῆς ἁ­μαρ­τί­ας... Γιὰ νὰ ἔ­χου­με ἐ­με­ϊς ἐλ­πί­δα με­τα­νοί­ας, σκέ­φτη­καν νὰ κλέ­ψουν ἀ­πὸ τὸ νοῦ μας τὸν φό­βο τῆς ἀ­πο­γνο­5­σε­ως". "Ἔ­πει­τα οἱ πα­τέ­ρες εἶ­παν "Πί­πτ' ἐ­γει­ραι"· πέ­σε καὶ σή­κω καὶ ὄ­χι σή­κω καὶ πέ­σε, ὅ­πως ἀν­τί­στρο­φα τὸ ἑρ­μη­νεύ­ουν πολ­λοί· πο­λὺ δι­α­φέ­ρει τὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο. ὥ­στε τὸ νὰ πέ­φτη κά­ποι­ος καὶ νὰ ση­κώ­νε­ται, καὶ κα­τό­πιν, ἀ­φοῦ ση­κω­θῆ πά­λι νὰ πέ­φτη, αὐ­τὸ οὔ­τε εἶ­ναι, οὔ­τε ὀ­νο­μά­ζε­ται με­τά­νοι­α. Τὸ ἀ­λη­θι­νὸ νό­η­μα τοῦ "Πί­πτ' ἐ­γει­ραι" εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει μὲ ὅ­λες του τὶς δυ­νά­μεις νὰ βρί­σκε­ται μα­κρυ­ὰ ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ νὰ φυ­λά­γε­ται καὶ νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ μὴν πέ­ση. ἂν ὅ­μως ἀ­πὸ ἀ­σθέ­νεια ἀν­θρώ­πι­νη πέ­ση καὶ ὄ­χι μὲ τὴν δι­κή του προ­αί­ρε­σι, δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­πελ­πί­ζε­ται, ἀλ­λὰ ἀ­μέ­σως νὰ ση­κώ­νε­ται καὶ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γῆ­ται καὶ νὰ με­τα­νο­ῆ χω­ρὶς νὰ χά­νη και­ρό. ἐ­πει­δὴ σύμ­φω­να μὲ τὸν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τῆς Κλί­μα­κος "Γνώ­ρι­σμα τῶν Ἀγ­γέ­λων εἶ­ναι τὸ νὰ μὴν πέφτουν".


Γι' αὐτὸ καὶ σύ, ἀδελφέ, ἂν ἴσως ἔπεσες ἀπὸ τὴν μεγάλη σου δυστυχία καὶ τὴν ἀσθένεια, μὴ γελασθῆς καὶ πῆς στὸν ἑαυτό σου ἐγὼ τώρα ἔπεσα καὶ ἔπεσα, λοιπὸν ἂς ξαναπέσω καὶ ἂς κάνω πάλιτην ἁμαρτία καὶ ὕστερα ἐξομολογοῦμαι καὶ μετανοῶ γιὰ ὅλα καὶ ἀπομακρύνομαι πλέον ἀπὸ τὸ κακό. Μὴν ἀκοῦς τὸ λογισμὸ αὐτό, γιατί φανερὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο ποὺ ζητεῖ τὴν καταστροφή σου.


Γι' αὐτὸ καὶ ἀνεφέραμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας τὸ γεγονὸς μὲ τὸ νέο ποὺ πῆγε νὰ ἐξομολογηθῆ, ἀλλὰ ὁ δυστυχὴς δὲν πρόλαβε. Γιατί μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἐλιπε ὁ πόνος καὶ ἡ συντριβὴ γιὰ ὅσα εἶχε διαπράξει.


Ἂς ἐγκαταλείψουμε λοιπὸν τὴν αὐθάδεια καὶ τὸ ψεύτικο θάρρος του νὰ ἁμαρτάνωμε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως καὶ ἔχοντας πάντοτε στὴ μνήμη μας τὸ παράδειγμα αὐτοῦ του δυστυχισμένου νέου, "νὰ ἐργαζώμαστε τὴ σωτηρία μὲ φόβο καὶ τρόμο" (Φιλιπ. 2,12), ὅπως παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος. Γιατί καὶ ἡ ἀληθινὴ μετάνοια γεννιέται ἀπὸ τὸν φόβο, καὶ ἡ μὲν μετάνοια μοιάζει μὲ τὸ καράβι ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ λιμάνι τῆς ἀγάπης, ἐνῶ ὁ φόβος εἶναι ὁ καραβοκύρης τοῦ καραβιοῦ αὐτοῦ, ὅπως λέγει ὁ ἀββὰς Ἰσαάκ. "Ἢ μετάνοια εἶναι τόπλοιο, ὁ φόβος ἐϊναι ὁ κυβερνήτης, καὶ ἡ ἀγάπη τὸ λιμάνι τὸ θεϊκό".




Εἴδαμε μέποσο κόπο ἀποκτᾶται ἡ ἀληθινὴ μετάνοια! μὲ τί κόπους καὶ μόχθους καὶ αἵματα κερδίζεται ἡ ἀ­λη­θι­νὴ συγ­χώ­ρη­σις τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν! Πῶς λοι­πὸν μπο­ρεῖ νὰ πῆ κά­ποι­ος "ἂς ἁ­μαρ­τή­σω καὶ θὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ καὶ θὰ με­τα­νο­ή­σω", σὰν νὰ εἶ­ναι κά­ποι­ο εὔ­κο­λο πράγ­μα ἡ ἀ­λη­θι­νὴ με­τά­νοι­α; Γι' αὐ­τὸ ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα ἂς προ­σέ­χου­με καὶ ὅ­ταν μᾶς πα­ρα­κι­νή­ση ὁ δι­ά­βο­λος σὲ κά­ποι­α ἁ­μαρ­τί­α, ἀν­τὶ νὰ δι­ευ­κο­λύ­νω­με τὸ γκρέ­μι­σμά μας λέ­γον­τας "ὕ­στε­ρα θὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ, θὰ με­τα­νο­ή­σω", ἂς το­πο­θε­τή­σου­με στὴν ψυ­χὴ μᾶς αὐ­τὸ τὸ ἀ­νί­κη­το κά­στρο καὶ ἂς λέ­με: "Ποι­ὸς γνω­ρί­ζει ἂν ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ κα­λά; ποι­ὸς γνω­ρί­ζει ἂν ἡ ἁ­μαρ­τί­α αὐ­τὴ ποὺ σκέ­πτο­μαι νὰ κά­νω εἶ­ναι ἡ τε­λευ­ταί­α καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ κό­ψη τὸ σχοι­νὶ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς του καὶ θὰ μὲ ἀ­φή­ση νὰ πέ­σω στὴν ἀ­πώ­λεια; ποι­ὸς γνω­ρί­ζει ἂν ὁ Θε­ός μου δώ­ση τὸ χά­ρι­σμα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς με­τα­νοί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔ­δω­σε σὲ ἄλ­λους πα­ρό­μοι­ους μὲ ἐ­μέ­να ἁ­μαρ­τω­λούς; ποι­ὸς γνω­ρί­ζει ἂν ἴ­σως κι ἐ­γὼ ποὺ συ­νή­θι­σα νὰ μὴ φο­βοῦ­μαι τὸν Θε­ό, δο­θῶ σι­γὰ σι­γὰ σὲ μί­α ἀ­πο­δο­κι­μα­σμέ­νη ζω­ὴ καὶ σὲ ἔ­σχα­τη ἀ­πελ­πι­σί­α"; Καὶ μεῖς, ἂν εἴμαστε φρόνιμοι δὲν θὰ διακινδυνεύσουμε τόσο φανερὰ τὴ σωτηρία μας, στηρίζοντας τὴν ἐλπίδα μας σὲ μία ἄκαρπη ἐξομολόγησι καὶ σὲ μία ψεύτικη μετάνοια, ἐνῶ μποροῦμε νὰ κρεμάσουμε τὴ σωτηρία μας σὲ ἕνα δυνατὸ σχοινὶ γιὰ νὰ σωθοῦμε, ἐμεῖς νὰ θέλουμε νὰ τὴν κρεμάσουμε σὲ μία σάπια κλωστή, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βυθίση σὲ ἕνα πέλαγος ἀτέλειωτου καὶ ἄπειρου πυρός. Τὸ δυνατὸ σχοινὶ εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἀγώνας νὰ ξερριζώσης ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὶς κακὲς κλίσεις μὲ ἕνα δυνατὸ πόνο καὶ ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀληθινῆς μετανοίας καὶ συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν σου μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. ἡ παραμονὴ στὴν ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀμάσητη κατάποσι τῆς ἁμαρτίας. αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐντελῶς ἀνόητος, γιατί θεληματικὰ κάνει ἕνα κακὸ ἀμέτρητο, ὁρίζοντας μόνος του τὸν χρόνο τῆς μετανοίας γιὰ τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ ἦταν ὁ Θεὸς σχεδὸν φίλος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ σὰν νὰ μὴν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ θανάσιμα κάθε ἁμαρτία.


Ἂς φροντίσουμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀληθινὴ μετάνοια μέσα στὴν ψυχή μας καὶ τὰ σημάδια τῆς ἀληθινῆς μετανοίας ὅπως ἀποδείξαμε στὸν παρόντα λόγο. ἂς ἀγωνισθοῦμε γιὰ νὰ ἔχουμε πάντοτε στὴν καρδιά μας καὶ τὸν πόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ποὺ εἶναι στοιχεῖο τῆς ἀληθινῆς μετανοίας γιατί χωρὶς αὐτὸν τὸν πόνο δὲν μποροῦμε ν' ἀποκτήσουμε οὔτε τὴν ἀληθινὴ μετάνοια καὶ αὐτὸ συμβαίνει μὲ φυσικὸ καὶ σωστὸ τρόπο. ἐπειδὴ κάθε ἁμαρτία ξεκίνησε καὶ πραγματοποιήθηκε μέσα στὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν εὐχαρίστησι ποὺ αἰσθάνθηκε ἡ καρδιά, γι' αὐτὸ πάλι μὲ τὴν ὀδύνη καὶ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς πρέπει νὰ θανατωθῆ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία. Καὶ ἔτσι νὰ γίνουν τὰ ἀντίθετα ἰάματα στὰ ἀντίθετα. Καὶ αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ποὺ λέγει: "Ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθε στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὴν ἡδονή, θὰ ἐκδιωχθῆ" μὲ τὴν ὀδύνη, τὸ ἀντίθετό της.


Τί νὰ λέω πολλά; ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κατηγορήση καὶ δὲν θὰ μᾶς κατακρίνη τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐπειδὴ δὲν θεολογήσαμε ἡ δὲν κάναμε θαύματα ἡ δὲν γίναμε θεωρητικοί, οὔτε κὰν γιατί ἁμαρτήσαμε, ὄχι∙ ἀλλὰ θὰ μᾶς κατακρίνη ἐπειδὴ δὲν μετανοήσαμε καὶ δὲν λυπηθήκαμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.


Τελειώνω μὲ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν νέο Θεολόγο: Πρέπει ὅλοι μας νὰ γιατρευθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς πληγὲς τῆς ἁμαρτίας, καὶ κατόπιν νὰ φυλάξουμε καὶ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κάνουμε κάθε ἀρετή. Γιατί ἂν πεθάνουμε ὑγιεῖς καὶ ἴατρευμενοι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἐρχόμαστε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἂν ὅμως πεθάνουμε ἀγιάτρευτοι, ἀσθενεῖς καὶ πνευματικὰ ἀνάπηροι μὲ τὴν ἀμετανοησία, πηγαίνουμε στὸν ἅδη. ἐπειδὴ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν εἶναι νοσοκομεῖο γιὰ νὰ δέχεται τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀνάπηρους, ἀλλὰ εἶναι κατοικία καὶ παλάτι γιὰ νὰ δέχεται τοὺς ὑγιεῖς καὶ γερούς. Γι' αὐτό, δικοί μου σύντροφοι συναμαρτωλοί, ἂς φωνάζουμε πάντοτε πρὸς τὸν Θεὸ ἐκεῖνες τὶς κοινὲς δεήσεις τῆς ἐκκλησίας' "Ἅγιε, ἐπισκεψε καὶ γιάτρεψε τὶς ἀσθένειές μας γιὰ χάρι τοῦ ὀνόματός σου"· καὶ "Ἐπουράνιε Βασιλέα, παράλαβέ μας σὲ κατάστασι μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος". Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου