ΚΥΡΙΑΚΗ πρὸ τῶν Φώτων σήμερα, ἀγαπητοί μου, καὶ τὸ εὐαγγέλιο προβάλλει τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ποῦ ἀξιώθηκε νὰ βαπτίση τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Τί ἦταν ὃ Ἰωάννης; Ἄνθρωπος ὅπως κ' ἐμεῖς. 'Ἀλλὰ Τί ἄνθρωπος! Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἄγριοι σὰν τὰ θηρία καὶ ἀσεβεῖς σὰν τοὺς δαίμονες• «ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέει ἕνας ἱερὸς πατήρ, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ γίνεται ἢ «θηριώδης» ἢ «δαιμονιώδης». Ἀλλ' ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι χαριτωμένοι, ὅπως λέει καὶ ὃ ἀρχαῖος ποιητής• «Ἡ χαρίεν ἒστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ἢ» (Μένανδρος). Εἶναι ὅσοι ἔφτασαν σὲ ὕψος ἀρετῆς. Αὐτοὶ ἀξίζει νὰ ὀνομάζονται ἄνθρωποι. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν καὶ ὃ Ἰωάννης ὃ βαπτιστής. Μὲ τὴν ἄσκηση τοῦ ἔγινε ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος, ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος! Εἶναι ἀξιοθαύμαστος γιὰ τὸν βίο του, ἀξιοθαύμαστος καὶ γιὰ τὸ κήρυγμά του.
Ποιὸς ὃ βίος του; Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ υἱὸς τοῦ Ζαχαρίου καὶ τῆς Ἐλισάβετ διακρίθηκε. Γεννήθηκε θαυματουργικὸς ἀπὸ μητέρα στείρα. Ἀπὸ παιδὶ δόθηκε στὸ Θεό. Ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ποῦ εἶναι τὸ πανεπιστήμιο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖ πέρασε τὴ ζωή του. Ἔζησε πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅτι ζοῦν ὅσοι κατοικοῦν στὰ μέγαρα τῶν πόλεων. Ἔζησε μὲ ἐγκράτεια θαυμαστή. Δὲν γεύθηκε οὔτε σταγόνα κρασί. Ποτὸ τοῦ ἦταν τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδανοῦ. Τροφὴ τοῦ «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μάρκ. 1,6). Τί Εἶναι οἱ «ἀκρίδες»; Εἶναι ἢ χόρτα ἢ μᾶλλον τὰ γνωστὰ ἔντομα ποῦ καὶ μέχρι σήμερα χρησιμεύουν ἐκεῖ στοὺς βεδουίνους ὡς τροφὴ• ὅπως ἐμεῖς ξεραίνουμε τὶς πιπεριές, ἔτσι αὐτοὶ ξεραίνουν τὰ ἔντομα αὐτὰ καὶ τὰ τρῶνε. Τί φοροῦσε; Τὸ φόρεμα τοῦ ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλου καὶ στὴ μέση του εἶχε μιὰ δερμάτινη ζώνη. Ποῦ κοιμόταν; Ὄχι σὲ σομιὲ, στρῶμα τοῦ ἦταν ἠ ἀμμουδιά. Κατοικία καὶ στέγη εἶχε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ συντροφιά του; τὰ ἄγρια θηρία. Μέσα στὴν ἀμόλυντη φύση ἔζησε.
Βιβλία δὲν εἶχε. Μελετοῦσε τὸ βιβλίο τῆς θείας δημιουργίας. Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε καὶ μάτια δὲν ἔχουμε. Γιὰ 'κείνων ὅλα τα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἥλιος ποῦ ἔλαμπε, ὁ Ἰορδάνης ποῦ κυλοῦσε τὰ νερά του, τὰ φυτὰ τῆς ἐρήμου, τὰ πουλιὰ ποῦ πετοῦσαν, τὰ θηρία (λιοντάρια καὶ ἄλλα) ποῦ ἀκούγονταν τὴ νύχτα, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὅλ’ αὐτὰ ἦταν βιβλία, ἀπὸ τὰ ὁποία διδασκόταν. Ἔτσι ζοῦσε.
Κι ὅταν πλέον ἦρθε ἢ ὥρα ἔλαβε ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἐκτέλεση τὴν ἀποστολή του. Ὄχι αὐτοχειροτόνητος, ὅπως συμβαίνει συχνὰ μ' ἐμάς• πῆρε ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεό, ν' ἄφηση τὴν ἔρημο καὶ νὰ ἔρθει στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἐκεῖ ἔστησε τὸ βῆμα, τὸν ἄμβωνά του, καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει. Κόσμος πολὺς ἐρχόταν νὰ τὸν ἀκούσει. Κήρυγμα μαγνήτης! Κήρυτταν καὶ ἄλλοι (γραμματεῖς, φαρισαῖοι, Σαδδουκαῖοι, ἀρχιερεῖς, ψευδοπροφῆτες), ἀλλὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου διέφερε ὅσο ἠ φωτιὰ ἀπὸ τὸν πάγο. Μὲσ" ἂπ' τὴν ψυχὴ τοῦ ἔβγαινε φωτιά. Ἀκούγοντας τὸν Ἰωάννη νόμιζε κανεὶς ὅτι ἀστράφτει καὶ βροντᾶ ὁ οὐρανός.
Ποιὸ ἦταν τὸ κήρυγμά του; Ἄλλοι προσπαθοῦσαν μὲ γλυκόλογα καὶ κολακεῖες νὰ εὐχαριστήσουν τοὺς ἀκροατές, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι ρήτορες στὴν Ἀθήνα. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε γλυκόλογα• εἶχε λόγια αὐστηρά, μὲ τὰ ὅποια προσπαθοῦσε νὰ φέρει σὲ συναίσθηση καὶ ἀφύπνιση τὶς συνειδήσεις. Θέλετε ν' ἀκούσετε;
«Γεννήματα ἐχιδνῶν...» (Ματθ. 3,7• Λουκ. 3,7). Ἀκοῦτε πῶς τοὺς ὀνομάζει; Καὶ ποιοὶ ἦταν ἀπὸ κάτω; ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, Σαδδουκαῖοι, φαρισαῖοι. Ἀπορεῖ κανεὶς πῶς δὲ' σήκωσαν λιθάρια νὰ τὸν πετροβολήσουν. Τί θὰ πεῖ «γεννήματα ἔχιδνων»; Παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, ποῦ Εἶναι τὸ πιὸ φαρμακερὸ θηρίο. Κ' ἐσεῖς, λέει, ἔχετε τὸ φαρμάκι στὴ γλώσσα σας. Δὲν κάνετε τίποτ' ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ συκοφαντεῖτε, νὰ διαβάλλετε καὶ νὰ φονεύετε τοὺς προφῆτες. Ποιὸς σᾶς εἶπε πῶς θὰ διαφύγετε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; «Τὶς ὑπέδειξε ὑμὶν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;» (ε.α.). Ὃ Θεὸς δὲ' θὰ σᾶς ἄφηση ἀτιμώρητους• θὰ ἔρθει ἢ ὥρα τῆς τιμωρίας σας.
—Μα, θὰ πεῖτε, ἀντὶ νὰ τοὺς πεῖ κ' ἕνα εὐχαριστῶ ποῦ ἦρθαν ἀπὸ μακριὰ νὰ τὸν ἀκούσουν, τοὺς δείχνει τόση αὐστηρότητα;
Ὁ Ἰωάννης ἔβλεπε μακριά. Κοντόφθαλμοι ἐμείς• ἀλλὰ τὸ μάτι τοῦ Ἰωάννου ἔβλεπε, ὅτι δὲ' θὰ πέραση πολὺς χρόνος καὶ θὰ ἐκδηλωθεῖ ἠ κακία τους. Αὐτοὶ ποῦ τώρα τὸν ἄκουγαν, σὲ λίγο θὰ εἶναι στὰ κριτήρια Ἄννα-Καϊάφα καὶ Πιλάτου καὶ θὰ φωνάζουν «Σταύρωσον σταύρωσαν αὐτὸν» (Λουκ. 23,21). Καὶ ὄντως τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς αὐτοὶ φώναζαν κάτω ἂπ' τὸ πραιτόριο. Γι' αὐτὸ τοὺς εἶπε «Γεννήματα ἔχιδνων» ποῦ παροργίζουν τὸ Θεό. Καὶ πῶς ἐκδηλώνεται ἠ Ὀργὴ τοῦ Θεοῦ «ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπείθειας» (Ἔφ. 5,6); Μὲ πολλοὺς τρόπους. Ὄργή του Θεοῦ Εἶναι λ.χ. ἕνας σεισμός, μιὰ πλημμύρα, μία πυρκαγιά, μιὰ ἐπιδημία, ἕνας πόλεμος, ἕνας ἐμφύλιος σπαραγμὸς κ.λ.π.. Ἂλλ' ὑπάρχει καὶ κάτι χειρότερο• Εἶναι ἠ κόλασης, καὶ αὐτὸ ὑπονοοῦσε ὁ Ἰωάννης. Κάποιοι θὰ γελάσουν. Ἂλλ' ὅσο Εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπάρχει νύχτα καὶ ἔρεβος καὶ σκοτάδι, τόσο βέβαιο Εἶναι ὅτι ὑπάρχει καὶ κόλασης. Θὰ κολασθεῖτε, λέει ὁ Ἰωάννης, θὰ τιμωρηθεῖτε!
—Μα αὐτὰ Εἶναι λόγια ἀπελπιστικά, θὰ πεῖτε.
Ὄχι. Ἦταν αὐστηρὸς ὁ Ἰωάννης• ἂλλ' ἦταν συγχρόνως καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀγάπης. Διότι ἀπὸ ἀγάπη ἤλεγχε. Προειδοποιοῦσε τοὺς ἀκροατές του, γιὰ νὰ μὴ φθάσουν στὴν καταστροφή. Μέσ' στὸ σκοτάδι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς (τετρακόσα χρόνια εἶχε ν' ἀκουστῆ φωνὴ ἀληθινοῦ προφήτου) ἔριξε φωτοβολίδα. Ἔχετε δεῖ φωτοβολίδα; Εἶδα φωτοβολίδες στὸν πόλεμο• σκοτάδι Εἶναι, βουνὸ σκότους, δὲ' βλέπεις τίποτα, καὶ αἴφνης ἕνα ἀεροπλάνο ρίχνει μιὰ φωτοβολίδα- ἥμερα γίνεται. Ποιὰ Εἶναι ἠ φωτοβολίδα τοῦ Ἰωάννου, ποῦ τὴ ρίχνει καὶ σ' ἐμᾶς ἀκόμα; Μία λέξι «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2).
Τί Εἶναι ἠ μετάνοια; Τὸ σπουδαιότερο καθῆκον μας. Μετάνοια Εἶναι, νὰ ξεριζώσεις τ' ἀγκάθια ποῦ ἔχεις μέσα σου - ἠ ἀρνητικὴ ὄψεις αὐτή. Μετάνοια Εἶναι, ἐκεῖ ποῦ ἦταν τ' ἀγκάθια, νὰ φυτέψεις λουλούδια, τριαντάφυλλα καὶ κρίνους, καὶ πρὸ παντός το δέντρο τῆς ἀρετῆς. Μετάνοια Εἶναι, νὰ πάψης τὴν ψευτιά, τὴν πονηρία, τὴν κακία, τὴ μοιχεία, τὴν πορνεία, τὴ βλασφημία, κάθε κακό, νὰ κάνης στροφὴ 180 μοιρῶν καὶ ν' ἀγαπήσεις τὴν ἀρετή. Μετάνοια Εἶναι ἔρως τοῦ Χριστοῦ καὶ μίσος κατὰ τοῦ διαβόλου.
«Μετανοεῖτε», εἶπε ὁ Ἰωάννης σὲ ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους, στρατιωτικούς, τελῶνες, γραμματεῖς, ἀρχιερεῖς. Ὁ Θεός, λέει, σᾶς δίνει παράταση νὰ ἐξοφλήσετε τὸ χρέος σας. Εἶναι ἠ τελευταία προθεσμία. Μετὰ πλέον, τσεκούρι καὶ φωτιά! ἔτσι μιλοῦσε. Διότι «ἠ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται» καὶ «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3.10 Λουκ. 3,9). Ἐὰν δὲν μετανοήσετε, τότε εἶστε σὰν τὸ δέντρο ποῦ παρ' ὅλη τὴν περιποίηση τοῦ κηπουροῦ παραμένει ἄκαρπο, καὶ τότε πλέον τὸ κόβουν καὶ τὸ κάνουν ξύλα γιὰ φωτιά. Ἔτσι κ' ἐσείς• αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος σας.
Ἀγαπητοί μου, ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ρίχνει καὶ σ' ἐμᾶς σήμερα τὴ φωτοβολίδα του καὶ φωνάζει• «Μετανοεῖτε». Ἁμαρτωλὸς εἴμαι• ἀλλὰ διαβάζω τὰς Γραφᾶς, τὴν Ἀποκάλυψη, τὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς προφητεῖες, καὶ νομίζω ὅτι Εἶναι μιὰ τελευταία προθεσμία γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Δὲν μετανοεῖ δυστυχῶς ἠ ἀνθρωπότης. Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ὑπερδυνάμεων συναντῶνται, ἀλλὰ τίποτε δὲν κάνουν. Κουβέντες καὶ γλυκόλογα. Δὲν λαλοῦν τὴν ἀλήθεια ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο• δὲν ἀκούγεται ἠ λέξη «μετανοεῖτε». Καθένας ἐμμένει στὸ σύστημά του.
Μήπως ἠ μικρά μας πατρίδα ἀκούει τὸ «Μετανοεῖτε»; Ἦταν ἄλλοτε δέντρο γεμάτο ἄνθη καὶ καρπούς• γέννησε μεγάλους ἄνδρες, σοφοὺς καὶ ἁγίους. Τώρα; ξηράιλα. Ὢ Ἑλλάς, δέντρο μὲ χιλιάδων χρόνων Ἱστορία, πῶς κατήντησες ἄκαρπο; Ἂν ἔρθει ὁ Ἰωάννης μὲ τὸ κλαδευτήρι του, πόσα ξεράδια ἔχει νὰ πετάξει!...
Ἄλλα κι ὁ καθένας μᾶς δέντρο Εἶναι. Ἠ μηλιὰ κάνει μῆλα, ἠ ἀχλαδιὰ ἀχλάδια, ἠ πορτοκαλιὰ πορτοκάλια, κ' ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε καρποὺς ἁγίου Πνεύματος, ἀρετές. Ἔχουμε καρπούς; καλώς• δὲν ἔχουμε; τότε, ἂν μείνουμε ἀμετανόητοι, θὰ πέση τσεκούρι καὶ φωτιά.
Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώσει μετάνοια, τώρα στὸ νέο ἔτος. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἀγράμματοι καὶ ἐπιστήμονες, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, ἀρχιεπίσκοποι καὶ πατριάρχαι, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἕνας Μέγας Ἀντώνιος, ὅταν πλησίασε νὰ πεθάνει, εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιὰ Παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσει μετάνοια. Ἐμεῖς Τί νὰ ποῦμε; Δός μας, Χριστέ, μετάνοια, μαλάκωσε τὶς καρδιές μας, μὴν πάθουμε κ' ἐμεῖς αὐτὰ ποῦ ἤλεγχε ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής.
Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου