1. Χωρὶς ἀναβολὴ
Στὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ τῶν Χριστιανῶν τῆς Κορίνθου, ὥστε νὰ ἀποδείξουν μὲ τὴν καλὴ διαγωγή τους ὅτι δὲν δέχθηκαν μάταια καὶ ἀνώφελα τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ. Τοὺς καλεῖ σὲ ἐγρήγορση, διότι, ὅπως ὑπογραμμίζει, «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Μὴ νομίζετε ὅτι ὁ Θεὸς πάντοτε θὰ σᾶς προσκαλεῖ μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους Του. Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός, τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας.
Κάνει ἐντύπωση ὅτι ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος δύο φορὲς ἐπαναλαμβάνει τὴ λέξη «νῦν», «τώρα», γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀμεσότητα μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐνδιαφερθεῖ ὁ Χριστιανὸς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Αὐτὸ τὸ «τώρα», κατὰ πρῶτο λόγο, εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωή μας. Τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας, οἱ εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνονται σὲ αὐτὸ καὶ οἱ ὁποῖες, ἂν δὲν ἀξιοποιηθοῦν κατάλληλα, χάνονται ὁριστικά.
Διότι, ἐνῶ γνωρίζουμε τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς μας, ἀντιθέτως ἀγνοοῦμε τὸ τέλος της. Δὲν μποροῦμε νὰ προβλέψουμε μὲ ἀκρίβεια πόσα χρόνια θὰ ζήσουμε, ἂν θὰ ζοῦμε αὔριο, ἢ τί θὰ μᾶς συμβεῖ μέσα στὰ ἑπόμενα λεπτά. Δὲν ξέρουμε τί μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ ἑπόμενη στιγμή. Μόνο ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Σ᾿ Ἐκεῖνον ἀνήκει τὸ μέλλον. Δική μας εἶναι μόνο ἡ παρούσα στιγμή. Αὐτὴν μόνο μποροῦμε νὰ καθορίσουμε. Αὐτὴν τελικὰ μποροῦμε νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε.
Δὲν ἔχουμε, λοιπόν, περιθώριο ἀναβολῆς. Δὲν γνωρίζουμε ἂν θὰ ἔχουμε ἄλλες εὐκαιρίες αὔριο ἢ τοῦ χρόνου· ἂν θὰ ἔχουμε δυνατότητα μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως· ἂν θὰ μποροῦμε νὰ λατρεύσουμε ἐλεύθερα τὸν Κύριό μας καὶ νὰ μετέχουμε στὰ Ἄχραντα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂς μὴ χάνουμε ἑπομένως καιρό. Τώρα εἶναι εὐκαιρία. Ἡ μεγάλη εὐκαιρία νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε τὸ τώρα, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα. Νὰ δώσουμε κάτι ἐλάχιστο, γιὰ νὰ λάβουμε τὸ πᾶν.
2. Ὅλα δικά τους
Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς ψευδοδιδασκάλους ποὺ ἀναστάτωναν τότε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, περιγράφει τὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων, ἀποδεικνύοντας ὅτι εἶναι οἱ γνήσιοι διάκονοι τοῦ Εὐαγγελίου: Ὑπομένουμε θλίψεις, ἀνάγκες, δαρμούς, μαστιγώσεις, φυλακίσεις, καταδιώξεις, κόπους, ἀγρυπνίες, στερήσεις φαγητοῦ. Ζοῦμε μὲ ἁγνότητα, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, μὲ μακροθυμία καὶ καλοσύνη, μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ἀγάπη εἰλικρινή. Κηρύττουμε τὴν ἀλήθεια, ἐνεργοῦμε θαυμαστὰ σημεῖα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὑπερασπιζόμαστε τὴ δικαιοσύνη μὲ πνευματικὰ ὅπλα.
Κάποιοι μᾶς ἐπαινοῦν καὶ μᾶς τιμοῦν ὡς ἀληθινοὺς διακόνους τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνῶ ἄλλοι μᾶς συκοφαντοῦν καὶ μᾶς δυσφημοῦν ὡς ἀπατεῶνες. Γιὰ τοὺς πολλοὺς εἴμαστε ἄγνωστοι καὶ ἀσήμαντοι, ἐνῶ ἄλλοι μᾶς ἀναγνωρίζουν ὡς σπουδαίους. Φθάνουμε μέχρι τὸν θάνατο, παραμένουμε ὅμως ζωντανοί. Δοκιμαζόμαστε σκληρά, ἀλλὰ δὲν πεθαίνουμε. Φαινόμαστε λυπημένοι καὶ δυστυχεῖς, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε διαρκῶς χαρούμενοι. Μᾶς θεωροῦν φτωχούς, ἐμεῖς ὅμως κάνουμε πολλοὺς νὰ πλουτίζουν ἀπὸ πνευματικοὺς καὶ οὐράνιους θησαυρούς. Παρουσιαζόμαστε, τέλος, σὰν νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα, καὶ ὅμως κατέχουμε τὰ πάντα: «Ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες». Ὅλα εἶναι δικά μας, ὅλα μᾶς ἀνήκουν.
Πράγματι, μὲ τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια, οἱ Ἀπόστολοι ἦταν πάμπτωχοι. Δὲν εἶχαν περιουσία καὶ ὑλικὲς ἀνέσεις. Τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό. Εἶχαν προσφέρει ὅ,τι διέθεταν γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὸν πολύτιμο μαργαρίτη. Εἶχαν περιφρονήσει κάθε ὑλικὸ ἀγαθό, προκειμένου νὰ κερδίσουν τὸν Χορηγὸ παντὸς ἀγαθοῦ, ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ. Ἦταν ἑνωμένοι μὲ τὸν Δημιουργὸ τῶν πάντων, μὲ Ἐκεῖνον στὸν Ὁποῖο ἀνήκουν τὰ πάντα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Πόσοι δύστυχοι ἄνθρωποι στὶς μέρες μας ἀναζητοῦν τὸ πᾶν, τὸ πλήρωμα δηλαδὴ τῆς ψυχῆς τους, μὲ λάθος τρόπο. Παρασύρονται ἀπὸ μιὰ ὑλιστικὴ μανία καὶ πασχίζουν νὰ ἀποκτήσουν ὅσο περισσότερα χρήματα, ὅσο πιὸ ἀκριβὰ σπίτια, αὐτοκίνητα καὶ ροῦχα μποροῦν. Γεμίζουν τοὺς τραπεζικοὺς λογαριασμούς τους, στοιβάζουν ἄχρηστα ἀντικείμενα στὶς ἀποθῆκες τους, δίνουν ὅλη τὴ ζωή τους στὴν ἀπόκτηση τῆς ὕλης καὶ διαπιστώνουν ὅτι ἡ ψυχή τους παραμένει τελείως ἄδεια.
«Ὁ γὰρ πολλὰ κατέχων, οὐδὲν ἔχει· ὁ δὲ μηδὲν ἔχων, τὰ πάντα κέκτηται», τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 61, 486). Δηλαδή, ὅποιος ἔχει πολλά, δὲν ἔχει τίποτα. Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, ἔχει τὰ πάντα. Ἔχει τὸν ἀληθινὸ πλοῦτο, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐκεῖνος ἔχει τὸ πᾶν. Αὐτόν, τὸν ἀσύλητο πλοῦτο, ἂς ἐπιθυμοῦμε κι ἐμεῖς, τὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει στὴν ψυχή μας ἀπόλυτη πληρότητα.
Στὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ τῶν Χριστιανῶν τῆς Κορίνθου, ὥστε νὰ ἀποδείξουν μὲ τὴν καλὴ διαγωγή τους ὅτι δὲν δέχθηκαν μάταια καὶ ἀνώφελα τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ. Τοὺς καλεῖ σὲ ἐγρήγορση, διότι, ὅπως ὑπογραμμίζει, «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Μὴ νομίζετε ὅτι ὁ Θεὸς πάντοτε θὰ σᾶς προσκαλεῖ μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους Του. Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός, τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας.
Κάνει ἐντύπωση ὅτι ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος δύο φορὲς ἐπαναλαμβάνει τὴ λέξη «νῦν», «τώρα», γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀμεσότητα μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐνδιαφερθεῖ ὁ Χριστιανὸς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Αὐτὸ τὸ «τώρα», κατὰ πρῶτο λόγο, εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωή μας. Τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας, οἱ εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνονται σὲ αὐτὸ καὶ οἱ ὁποῖες, ἂν δὲν ἀξιοποιηθοῦν κατάλληλα, χάνονται ὁριστικά.
Διότι, ἐνῶ γνωρίζουμε τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς μας, ἀντιθέτως ἀγνοοῦμε τὸ τέλος της. Δὲν μποροῦμε νὰ προβλέψουμε μὲ ἀκρίβεια πόσα χρόνια θὰ ζήσουμε, ἂν θὰ ζοῦμε αὔριο, ἢ τί θὰ μᾶς συμβεῖ μέσα στὰ ἑπόμενα λεπτά. Δὲν ξέρουμε τί μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ ἑπόμενη στιγμή. Μόνο ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Σ᾿ Ἐκεῖνον ἀνήκει τὸ μέλλον. Δική μας εἶναι μόνο ἡ παρούσα στιγμή. Αὐτὴν μόνο μποροῦμε νὰ καθορίσουμε. Αὐτὴν τελικὰ μποροῦμε νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε.
Δὲν ἔχουμε, λοιπόν, περιθώριο ἀναβολῆς. Δὲν γνωρίζουμε ἂν θὰ ἔχουμε ἄλλες εὐκαιρίες αὔριο ἢ τοῦ χρόνου· ἂν θὰ ἔχουμε δυνατότητα μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως· ἂν θὰ μποροῦμε νὰ λατρεύσουμε ἐλεύθερα τὸν Κύριό μας καὶ νὰ μετέχουμε στὰ Ἄχραντα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂς μὴ χάνουμε ἑπομένως καιρό. Τώρα εἶναι εὐκαιρία. Ἡ μεγάλη εὐκαιρία νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε τὸ τώρα, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα. Νὰ δώσουμε κάτι ἐλάχιστο, γιὰ νὰ λάβουμε τὸ πᾶν.
2. Ὅλα δικά τους
Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς ψευδοδιδασκάλους ποὺ ἀναστάτωναν τότε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, περιγράφει τὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων, ἀποδεικνύοντας ὅτι εἶναι οἱ γνήσιοι διάκονοι τοῦ Εὐαγγελίου: Ὑπομένουμε θλίψεις, ἀνάγκες, δαρμούς, μαστιγώσεις, φυλακίσεις, καταδιώξεις, κόπους, ἀγρυπνίες, στερήσεις φαγητοῦ. Ζοῦμε μὲ ἁγνότητα, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, μὲ μακροθυμία καὶ καλοσύνη, μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ἀγάπη εἰλικρινή. Κηρύττουμε τὴν ἀλήθεια, ἐνεργοῦμε θαυμαστὰ σημεῖα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὑπερασπιζόμαστε τὴ δικαιοσύνη μὲ πνευματικὰ ὅπλα.
Κάποιοι μᾶς ἐπαινοῦν καὶ μᾶς τιμοῦν ὡς ἀληθινοὺς διακόνους τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνῶ ἄλλοι μᾶς συκοφαντοῦν καὶ μᾶς δυσφημοῦν ὡς ἀπατεῶνες. Γιὰ τοὺς πολλοὺς εἴμαστε ἄγνωστοι καὶ ἀσήμαντοι, ἐνῶ ἄλλοι μᾶς ἀναγνωρίζουν ὡς σπουδαίους. Φθάνουμε μέχρι τὸν θάνατο, παραμένουμε ὅμως ζωντανοί. Δοκιμαζόμαστε σκληρά, ἀλλὰ δὲν πεθαίνουμε. Φαινόμαστε λυπημένοι καὶ δυστυχεῖς, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε διαρκῶς χαρούμενοι. Μᾶς θεωροῦν φτωχούς, ἐμεῖς ὅμως κάνουμε πολλοὺς νὰ πλουτίζουν ἀπὸ πνευματικοὺς καὶ οὐράνιους θησαυρούς. Παρουσιαζόμαστε, τέλος, σὰν νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα, καὶ ὅμως κατέχουμε τὰ πάντα: «Ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες». Ὅλα εἶναι δικά μας, ὅλα μᾶς ἀνήκουν.
Πράγματι, μὲ τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια, οἱ Ἀπόστολοι ἦταν πάμπτωχοι. Δὲν εἶχαν περιουσία καὶ ὑλικὲς ἀνέσεις. Τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό. Εἶχαν προσφέρει ὅ,τι διέθεταν γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὸν πολύτιμο μαργαρίτη. Εἶχαν περιφρονήσει κάθε ὑλικὸ ἀγαθό, προκειμένου νὰ κερδίσουν τὸν Χορηγὸ παντὸς ἀγαθοῦ, ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ. Ἦταν ἑνωμένοι μὲ τὸν Δημιουργὸ τῶν πάντων, μὲ Ἐκεῖνον στὸν Ὁποῖο ἀνήκουν τὰ πάντα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Πόσοι δύστυχοι ἄνθρωποι στὶς μέρες μας ἀναζητοῦν τὸ πᾶν, τὸ πλήρωμα δηλαδὴ τῆς ψυχῆς τους, μὲ λάθος τρόπο. Παρασύρονται ἀπὸ μιὰ ὑλιστικὴ μανία καὶ πασχίζουν νὰ ἀποκτήσουν ὅσο περισσότερα χρήματα, ὅσο πιὸ ἀκριβὰ σπίτια, αὐτοκίνητα καὶ ροῦχα μποροῦν. Γεμίζουν τοὺς τραπεζικοὺς λογαριασμούς τους, στοιβάζουν ἄχρηστα ἀντικείμενα στὶς ἀποθῆκες τους, δίνουν ὅλη τὴ ζωή τους στὴν ἀπόκτηση τῆς ὕλης καὶ διαπιστώνουν ὅτι ἡ ψυχή τους παραμένει τελείως ἄδεια.
«Ὁ γὰρ πολλὰ κατέχων, οὐδὲν ἔχει· ὁ δὲ μηδὲν ἔχων, τὰ πάντα κέκτηται», τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 61, 486). Δηλαδή, ὅποιος ἔχει πολλά, δὲν ἔχει τίποτα. Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, ἔχει τὰ πάντα. Ἔχει τὸν ἀληθινὸ πλοῦτο, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐκεῖνος ἔχει τὸ πᾶν. Αὐτόν, τὸν ἀσύλητο πλοῦτο, ἂς ἐπιθυμοῦμε κι ἐμεῖς, τὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει στὴν ψυχή μας ἀπόλυτη πληρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου