Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

«Έκαιγε το χέρι μου…»

Ροδοκόκκινος από χαρά άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του ο κυρ-Γιώργης και ξέσπασε με ενθουσιασμό:
— Δεν ξανάνιωσα ποτέ μου τέτοια χαρά, Αγλαΐα! Αυτό το Πάσχα θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή!…
—Μα τι έπαθες, παιδάκι μου; ρώτησε η γυναίκα του. Ηρέμησε! Κάτσε. Τι συνέβη; Έφερες τα λεφτά; Σε περιμένω για να πάμε το δώρο που είπαμε. Πρέπει να βγούμε σύντομα στην αγορά. Μέγα Σάββατο σήμερα. Δεν μπορώ να γυρίζω στους δρόμους.
—Καλά, καλά! Όλα θα γίνουν. Μη βιάζεσαι!
—Δηλαδή, τι μη βιάζεσαι; Άλλαξες πάλι; Δεν θα πάμε για το δώρο; Έτσι θ’ αφήσουμε τα παιδιά τέτοια μέρα;
—Το ‘κανα το δώρο μου!
—Το έκανες; Δεν σε καταλαβαίνω! Μόνος σου; Χωρίς εμένα; Και τι πήρες; Και που το πήγες; Δεν συμφωνήσαμε να πάμε να το διαλέξουμε μαζί;
—Νόμισα ότι δεν θα είχες αντίρρηση και διαφορετική γνώμη.
—Μοιάζεις με αίνιγμα! Τι έγινε λοιπόν; Για μίλα καθαρότερα, Χριστιανέ μου, για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας πασχαλιάτικα!
—Καλά. Έλα. Κάτσε εδώ στον καναπέ και θα σου τα πω με τη σειρά. Φέρε μου ένα νερό.
Και αφού τακτοποιήθηκαν, άρχισε ο κυρ-Γιώργης:
—Όπως είπαμε το πρωί, ξεκίνησα για το συνοικισμό, για να πάρω το νοίκι από τους Ρωσοπόντιους, που βάλαμε στο σπίτι μας εδώ και δυο χρόνια, όταν έφτασαν σαν κυνηγημένα πουλιά στην Ελλάδα.
Πήγα λοιπόν, χτύπησα το κουδούνι και βγήκε η ψηλόλιγνη χαροκαμένη μάνα και μου ‘πε κλαμένη:
— Συγγνώμη, κύριε! Μας συγχωρείτε που αργήσαμε να σας δώσουμε τα λεφτά. Μας βρήκε συμφορά τους έρμους! Που να σας τα λέω! Αχ! Αχ! Αρρώστησε το μικρό μου κοριτσάκι. Έχει λευχαιμία, λένε οι γιατροί. Μέρες τώρα τρέχουμε στα Νοσοκομεία. Οι γιατροί της Κατερίνης μας συμβούλεψαν να πάμε στη Θεσσαλονίκη για καλύτερα, και το πήγαμε. Είχαμε τρεξίματα, γι’ αυτό καθυστερήσαμε να σας δώσουμε τα λεφτά. Περιμένετε μια στιγμή να σας τα φέρω.
Και πήγε που λες, Αγλαΐα μου, στο διπλανό δωμάτιο και μου ‘φερε το μηνιάτικο. Το πήρα, είπα «ευχαριστώ», ευχήθηκα «περαστικά» για την κόρη τους και «καλό Πάσχα» και βγήκα στο δρόμο.
Καθώς όμως προχωρούσα, θέλω να με πιστέψεις, Αγλαΐα, ένιωθα σαν να έκαιγε το χέρι μου! Δεν μπορούσα να ησυχάσω. Μια δυνατή φωνή αντηχούσε μέσα μου: «Έχουν άρρωστο μικρό παιδί, και μάλιστα με λευχαιμία. Τρέχουν σε γιατρούς. Δεν έχουν δικό τους σπίτι. Εσύ έχεις δύο. Γυρίζουν στα πεζοδρόμια και στις λαϊκές αγορές, για να βγάλουν κανένα μεροκάματο. Τι Πάσχα θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Εσύ τα έχεις όλα άφθονα και σκέφτεσαι να πάρεις κι άλλα δώρα για τα παιδιά σου, που τα ‘χεις μάλιστα καλοπαντρεμένα. Ρωτάς αν ψώνισαν τίποτε ιδιαίτερο για αύριο αυτοί; Η μήπως θα περάσουν όπως-όπως κι αυτή τη μέρα;…»
Ήταν τόσο δυνατή αυτή η φωνή μέσα μου, Αγλαΐα, που δεν άντεξα. Ενώ είχα φτάσει στη στάση του αστικού, έκανα μεταβολή και ξαναγύρισα στο σπίτι. Χτύπησα πάλι το κουδούνι και ξαναβγήκε στην εξώπορτα η Πόντια.
— Ορίστε, κυρ-Γιώργη! Μήπως έγινε κανένα λάθος στο μέτρημα; με ρώτησε.
—Όχι! Όχι! “Ήταν πολύ σωστά! της είπα. Μα, μια και είναι βαριά άρρωστο το παιδάκι σας, να σας δώσω πίσω το νοίκι. Δεν πειράζει. Είναι πληρωμένος ο μήνας. Εσείς έχετε ανάγκες τώρα. Πηγαινοέρχεσθε στη Θεσσαλονίκη. Ναύλα, φάρμακα, έξοδα. Κρατήστε τα! Καλή Ανάσταση!
Τα πήρε, που λες, γυναίκα, κι έσκυψε να φιλήσει το χέρι μου. Με χιλιοευχαρίστησε και με γέμισε ευχές για το σπίτι μας. Και, πίστεψέ με, το χέρι μου, που έκαιγε πρωτύτερα, τώρα ήταν δροσερό. Το είχε δροσίσει με τα καυτά της δάκρυα… Μα τι έχεις, Αγλαΐα; Γιατί κλαις; Δεν χάθηκε ο κόσμος που δεν θα κάνουμε δώρο στα παιδιά! Μήπως τους λείπει τίποτε; Θα τους κάνουμε δώρο στη γιορτή τους. Στο υπόσχομαι!
—Δεν κλαίω γι’ αυτό, άντρα μου. Καλά έκανες, αλίμονο! Τι αξία έχει ένα νοίκι. Μακάρι να ‘δίνες και πιο πολλά. Κλαίω, γιατί, καθώς τα ‘λεγες, θυμήθηκα τη μακαρίτισσα τη μάνα μου. Σου τα ‘χω ειπωμένα άλλωστε. Τι τράβηξαν κι εκείνοι, όταν είχαν έρθει πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή! Μου τα ‘λεγε πότε-πότε, όταν ήμουν παιδούλα, και κλαίγαμε μαζί. Αχ! Καταραμένη προσφυγιά! Καλά έκανες! Χαλάλι τους! Εγώ μάλιστα λέω να βρούμε κι άλλον τρόπο να τους βοηθήσουμε. Να, ας τους αφήσουμε, λέω, δυο-τρεις μήνες ακόμη στο σπίτι μας χωρίς να πληρώνουν και βλέπουμε… Η Παναγία σε φώτισε!
—Δεν σου το ‘πα πως δεν θα είχες αντίρρηση για το δώρο μου, γυναίκα; Δεν ξέρω μήπως εγώ την καρδιά σου;…
Γεωργίου Γ. Ψαλτάκη· Θεολόγου – Ιεροκήρυκος, Ήταν θαύμα της Παναγίας· 50 αληθινές ιστορίες, Έκδοσις Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», σελ. 182-184, Αθήναι 2013.

Γέροντας Βασίλειος Γοντικάκης: Η ενότητα της Εκκλησίας.

Εάν αγαπάμε τον κόσμο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου, πρέπει να στραφούμε προς την Εκκλησία και όχι προς τον κόσμο. Η Εκκλησία είναι ο «κόσμος» –η τάξι και το κάλλος- του κόσμου. Μέσα σ’ αυτήν ο κόσμος όλος βρίσκει νόημα, αρμονία. Έω από αυτήν γίνεται χάος και σύντριμμα.
Έτσι, η μεγαλύτερη αγάπη και μοναδική ευλογία για τον κόσμο δεν είναι η με κοσμικό τρόπο συμπαράστασί του αλλά η επέκτασι της Εκλησίας που αγκαλιάζει, ζωοποιεί και χαροποιεί τα πάντα.
Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός του Θεού, η Βασιλεία του Θεού που «εντός ημών εστί». Είναι ο ουρανός πάνω στη γη.

Σκοπός της είναι να μείνη στη γη, να μη φύγη από τον κόσμο, μέχρις ότου τον πάρη μαζί της, μέχρις ότου τον κάμη ουρανό: «Καινήν γην και καινόν ουρανόν κατά το επάγγελμα αυτού προσδροκώμεν». Και ο ουρανός και η γη είναι ένα πράγμα στην καινή αυτή κτίσι.
Έτσι καταλαβαίνομε ότι η αληθινή ένωσι θα γίνη στον εσχατολογικό χώρο. Και αυτό δεν είναι κάτι που μας τοποθετεί μακριά χρονικά από την ενότητα. Αν μας φαίνεται έτσι, αποδεικνύεται ότι βρισκόμαστε μακριά «Τριαδικά», ότι απέχομε από τη νέα κατανόησι, τη καινή κτίσι, που εγκαινίασε ο Χριστός.
Οι πιστοί μέσα στην Εκκλησία, τη Θεία Λειτουργία, προσφερόμενοι «κατά πάντα και δια πάντα» σ’ Αυτόν, απολαμβάνουν, δεν ζητούν απλώς, την των πάντων ένωσι.
Η ενότης της Εκκλησίας δεν είναι διοικητικό σύστημα ή διαδικασία που μπορεί να οραθή με «γυμνό» οφθαλμό και να διευθετηθή ανθρώπινα.
Είναι ένα θεανθρώπινο μυστήριο που γνωρίζεται εν Πνεύματι, που «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».
Είναι μία πραγματικότης εξωκόσμια που ζωογονεί την Εκκλησία, ενώ βρίσκεται στον κόσμο.
Είναι η εσχατολογική ελευθερία, την οποία απολαμβάνει ενώ υπάρχει μέσα στην ιστορία.
Είναι η σύνοδος του ουρανού και της γής.
Αν ήθελε ο Κύριος μίαν ενότητα απλώς διοικητική (χωρίς καμία προέκταση ζωής και μυστηρίου) θα μπορούσε να δώση σαν εικόνα της εκκλησίαστικής ενότητος τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία λέγοντας: Πάτερ, θέλω να είναι ενωμένοι οι πιστοί όπως είναι ενωμένη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Εκείνος όμως δεν έκαμε κάτι τέτοιο, αλλά ζήτησε το Τριαδικό «καθώς» να ρυθμίζη τα πάντα μέσα στην ζωή της Εκκλησίας. Και παρομοίασε τη Βασιλεία Του με μιάν αυτοδύναμη, αυξητική και ζωντανή στο σύνολό της πραγματικότητα. Είπε, η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει με προζύμι. Με σπόρο. Με μαργαρίτη κρυμμένο στη γη, που αξίζει όποιος έμπορος τον βρη να τα πουλήση όλα για να τον αποκτήση.
Και η μαρτυρία της Τριαδικής ενωτικής χάριτος δίδεται απ’ όλο το σώμα της Εκκλησίας· τη διοικητική της διάρθωσι, τη λειτουργική της ζωή και τη θεολογική της δημιουργία.
Δεν είναι η Εκκλησία μία οργάνωσι «ευσεβών», που διαθέτει λειτουργικές ευκαιρίες για τις ψυχολογικές ανάγκες των πιστών, ή θεολογία για να λύνη μεταφυσικά προβλήματα και γρίφους. Είναι «η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων». Είναι το μικρό ποίμνιο και συγχρόνως η πλατυτέρα των ουρανών, που δεν περιέχεται, αλλά περιέχει την ιστορία και όλη την δημιουργία.
Δεν μπορούμε να αφήσωμε κάτι έξω από το βάπτισμα του Χριστού. Δεν μπορούμε να κρατήσωμε κοσμική διοίκησι στην Εκκλησία και να κάνωμε πνευματικά κηρύγματα με τον λόγο ή τη γραφίδα. Γιατί αμέσως τότε και τα κηρύγματα αποδυναμώνονται, χάνουν την πνευματικότητα και υπόστασί τους.
Η ζωή μας είναι γνήσια και υγιής αν είναι θεαρχική και θεοκίνητη σ’ όλες της τις μορφές, αν δεν είμαστε εμείς οι ενεργούντες και οι λαλούντες πουθενά –ούτε στη διοίκησι, ούτε στον λόγο- αλλά «το Πνεύμα του Θεού το οικούν εν ημίν».
Εάν καθυβρίσης μία υπόστασι της Αγίας Τριάδος, όλη την Τριάδα καθύβρισες. Και αν μία εκδήλωσι της ζωής βγάλης έξω από την «όθνειαν ευπρεπεστάτης αλλοίωσιν», όλο το μυστήριο θίγεις, όλη τη ζωή σου εξαθρώνεις και βασανίζεις, μη δεχόμενος αξίως Αυτόν που ομολογεί κατηγορηματικά: «Ιδού καινά ποιώ πάντα».
Το Ορθόδοξο βάπτισμα σαν ολόσωμο τριττό βύθισμα –και όχι μερικός ραντισμός- φαίνεται και εδώ να είναι βαθύς συμβολισμός που εφαρμόζεται σ’ ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας.
Και η πάντων ένωσι, για την οποία εύχεται η Εκκλησία, δεν νοείται ως συναρμολόγησι τεμαχίων «χριστιανικών κοινοτήτων» αλλά ως επέκτασι της Τριαδικής ενότητος που ιερουργείται στο λειτουργικό της σώμα.
Η «επανένωσι της Εκκλησίας» είναι εντελώς αδόκιμη έκφρασι που συσκοτίζει το θέμα. Δεν προέρχεται από Ορθόδοξη θεολογική συνείδησι αλλά από κοσμική θεώρησι.
Η πραγμάτωσι δικών μας σχεδίων και συνομοσπονδιών (σε αντικατάστασι της Τριαδικής μυστηριακής ενότητος) είναι συμφορά και καταδίκη για τον κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντα άνθρωπο.
Το μυστήριο της ενότητος του Σώματος του Χριστού δεν ορίζεται με κατηγορίες φιλοσοφικές. Δεν περιορίζεται με θελήσεις κτιστές. Δεν δεσμεύεται από απειλές προσωπικού αλαθήτου, ούτε συγκινείται από διατεινόμενη ατομική «ευσέβεια». Τα πάντα δοκιμάζει, σαλεύει. Τα πάντα καινοποιεί χαρίζοντάς τα σ’ όλους φωτισμένα με άκτιστο φέγγος: διάφανα, ζωντανά, περιχωρούμενα.
Το μυστήριο της ενότητος, όπως το ζη και το νοεί η Εκκλησία, είναι η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, «εξ ής, ως ενοποιού δυνάμεως, ενιζόμεθα, και των μεριστών ημών ετεροτήτων υπερκοσμίως συμπτυσσομένων, εις θεοειδή μονάδα συναγόμεθα και θεομίμητον ένωσιν».

Αρχιμ.Βασίλειος Γοντικάκης από το βιβλίο: Εισοδικόν Ιερά Μονή Ιβήρων

Άγιες Ριψιμιά, Γαϊάνη και Άλλες Τριακονταδύο Παρθενομάρτυρες

Η Αγία Ριψιμία (ή Ριψίμη) μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304 μ.Χ.) και συγκεκριμένα το 292 μ.Χ. Ήταν όμορφη στο σώμα και σεμνή στο ήθος (κατ΄ άλλους και μοναχή). Επειδή δεν δέχτηκε την πρόταση του Διοκλητιανού να γίνει γυναίκα του, κατέφυγε μαζί με την γερόντισσα Γαϊανή, που λέγεται ότι ήταν καθηγουμένη της Ριψιμίας, στην Αρμενία. Ο βασιλιάς όμως της Αρμενίας Τηριδάτης, άκουσε για την ομορφιά της Ριψιμίας και θέλησε και αυτός να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η αγνή Ριψιμία αρνήθηκε και έτσι κίνησε την οργή του Τηριδάτη, ο όποιος διέταξε να τη βρουν και να τη συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι του τη βρήκαν γύρω από τα μέρη του Αραράτ, όπου κρυβόταν. Εκεί λοιπόν, οι βάρβαροι, της έβγαλαν τα μάτια, κατόπιν έκοψαν τη γλώσσα της και στο τέλος έκοψαν το σώμα της σε μικρά κομμάτια. Έτσι η Αγία Ριψιμία, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον στεφανοδότη Χριστό. Μαζί όμως με τη Ριψιμία, μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια και η γερόντισσα Γαΐανή, καθώς και 32 Παρθενομάρτυρες. Τέλος, μαζί με τις Αγίες αυτές μαρτύρησαν και 70 άνδρες, που κρύβονταν σ' εκείνα τα μέρη.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Γρηγόριος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας

Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν γιος του Ανάκ, που ήταν συγγενής του βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας, Κουσαρώ (290 μ.Χ.). Ο Ανάκ, λοιπόν, σε συνεργασία με το βασιλιά των Περσών Αρτασείρα, σκότωσε τον Κουσαρώ. Αλλά οι σατράπες της Αρμενίας εκδικήθηκαν το φόνο του, σκοτώνοντας τον Ανάκ και όλη του την οικογένεια. Διασώθηκαν μόνο δύο παιδιά του, που ένας ήταν ο Γρηγόριος.

Στην Καισαρεία συνέβη να συναντηθούν ο γιος του φονιά Ανάκ, Γρηγόριος, και ο γιος του θύματος Τηριδάτης. Τότε ο Γρηγόριος σπούδαζε με ζήλο τα Ιερά γράμματα, (στην Καισαρεία της Καππαδοκίας από τον εκεί αρχιεπίσκοπο Λεόντιο), που μεταξύ άλλων λένε: «τελείων δὲ ἐστὶν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Εβραίους, ε' 14.1). Δηλαδή, η στερεά και υψηλότερη πνευματική τροφή είναι για τους τέλειους χριστιανούς, που από την άσκηση έχουν τα πνευματικά αισθητήρια γυμνασμένα στο να διακρίνουν εύκολα μεταξύ του καλού και κακού. Γυμνασμένος, λοιπόν, και ο Γρηγόριος στη διάκριση, όχι μόνο δεν αποστράφηκε τον Τηριδάτη, αλλά τον πλησίασε με αγάπη, αποδοκίμασε την πράξη του πατέρα του και τον βοήθησε σε κάποια ασθένεια του.

Όταν αργότερα ο Τηριδάτης έγινε βασιλιάς Αρμενίας, βασάνισε φρικτά τον Γρηγόριο (που τότε ήταν επίσκοπος Αρμενίας). Διέταξε μάλιστα, να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά επέζησε για 15 χρόνια τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Ο Θεός, όμως, επέτρεψε να γίνει ο Τηριδάτης σχιζοφρενής. Αλλά δια των προσευχών του Γρηγορίου θεραπεύθηκε, μετανόησε και βαπτίσθηκε χριστιανός με όλο του το έθνος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ γεωργία, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεῖς μαρτυρίου τοὶς στίγμασιν, ἱεραρχία Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Γρηγόριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ἄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, τὸν γρήγορον Γρηγόριον ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ ὑπέρμαχον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βλέμμα γρήγορον τῆς διανοίας, Μάρτυς ἔνδοξε προκεκτημένος, ὁμωνύμως καὶ καταλλήλως διέπρεψας, ὑπὲρ Χριστοῦ τῇ ἀθλήσει στρεβλούμενος, ἐν προσευχαῖς ἀνενδότως ἠγρύπνησες ὅθεν εἴληφας, ἱεραρχικῶς δι' αἵματος, βραβεῖον κατ' ἄμφω παμμάκαρ Γρηγόριε.

Ὁ Οἶκος
Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν ἀθλοφόροις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον, Ἀρμενίας πιστοὶ ποιμένα τε καὶ πρόμαχον, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦμεν, καὶ ᾄσμασιν ἐνθέοις αὐτοῦ τὴν μνήμην· τὴν γὰρ ἀχλὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠφάνισε, σὺν αὐτοῖς καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους ὑπήνεγκε, σταθερᾷ διανοίᾳ καὶ χάριτι, καὶ πρεσβεύει Χριστῷ τοῦ σωθῆναι ἡμάς.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Τα μαθηματικά του Θεού είναι αλλιώτικα...

Άλλος είπε το να θεωρείς τον εαυτό σου πιο τελευταίο και πιο αμαρτωλό από τους άλλους. Αυτή είναι γνωστή φράση, αλλά πώς γίνεται;
Για σταθείτε! Άλλο να το λες και να λες: «εγώ είμαι πολύ αμαρτωλός» -είναι πάρα πολύ εύκολο- κι άλλο να το ζεις, όχι να το αισθάνεσαι, το αισθάνομαι είναι μια κατάσταση ψυχολογική. Εδώ οι Πατέρες λένε να το ζεις, «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί ὁ Χριστός», προσέξτε άλλο το αισθάνομαι, γιατί το αισθάνομαι είναι μια φράση: το φαντάζομαι, το φτιάχνω κι επάνω μου, πάω να απωθήσω τα υπόλοιπα· ενώ η θεραπευτική είναι να το ζεις.

 Μα πώς θα γίνει αυτό το πράγμα; Να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό. Όχι σε σχέση μόνο με αυτούς που έχεις μπροστά σου, σίγουρα κι οι άλλοι αμαρτωλοί είναι, ποιος μετράει την αμαρτία; Σε σχέση με το αναμάρτητο του Θεού, προσέξτε, γιατί «τῷ Θεῷ» αμαρτάνουμε, αυτό είναι το κλειδί αυτής της ισορροπίας των Πατέρων, ότι είσαι πιο αμαρτωλός από τους άλλους, ποιο είναι το μέτρο; Το μέτρο είναι ο Θεός. Εφόσον λοιπόν αμαρτάνουμε, λίγο ή πολύ, θα πω, κοίταξε αυτό το πράγμα εγώ το έκανα μία φορά, ο άλλος το έκανε δέκα φορές, αυτό είναι μαθηματικό μέγεθος, αλλά ενώπιον του Θεού και το μία και το μισό και το ένα δευτερόλεπτο…., για ένα δευτερόλεπτο κάμφθηκε ο Μωυσής και με το πρώτο κτύπημα της πέτρας δεν βγήκε το νερό, για ένα δευτερόλεπτο.
Λοιπόν τα μαθηματικά του Θεού είναι αλλιώτικα. Αν μπούμε σε αυτά τα μαθηματικά, ότι εγώ είμαι πιο αμαρτωλός από τους άλλους θα το λέμε, είναι όμως έτσι;
 Είναι εάν αμάρτησα ενώπιον του Θεού, βλέπετε καταλυτική σύγκριση στην ιστορία του ασώτου, ο άσωτος αναμετριέται με την αγαθότητα του πατέρα, «ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15:21), ο άλλος ο γιος όμως αναμετριέται με την αμαρτωλότητα του άλλου αδελφού. Βλέπετε το παράδειγμα; Βλέπετε τι θησαυρούς έχει μέσα η Αγία Γραφή, αυτή που ξέρουμε, είναι οι διηγήσεις πάρα πολύ γνωστές. Με ποιον γίνεται η αναμέτρηση; «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καὶ ἐνώπιόν σου». Αυτό δεν κάνει και ο Τελώνης; «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18:13), λέει, ενώ έλεγε ο Φαρισαίος: «δέν εἶμαι ἐγώ σάν τόν Τελώνη», ίδιο πράγμα.
 Με αυτά που λέμε τώρα εδώ πέρα, πασίγνωστα, απλώς κωδικοποιώ γνωστά πράγματα για τη ζωή σας. Αλλά δεν θα πείτε: «εγώ είμαι πιο αμαρτωλός από τους άλλους», και μόνο που το είπες θα πεις: «μα, εγώ;» Ο άλλος από την 17 Νοέμβρη σκότωσε τόσους ανθρώπους, εγώ δεν σκότωσα, άρα υπάρχουν και χειρότεροι αμαρτωλοί από εμένα. Η άλλη κλέβει, η άλλη κουτσομπολεύει, η άλλη παράτησε τον άνδρα της, θα βρεις χίλιους αμαρτωλούς και θα λες: «εγώ είμαι πιο αμαρτωλός από όλους» κι όμως θα το αισθάνεσαι, αλλά δε θα είναι. Η αμαρτία μας θα σταθεί ενώπιον του Θεού και με την αμαρτία, λένε οι Πατέρες, τι κάνουμε; Θίξαμε την ισορροπία τη δημιουργική του Θεού, που τα έκανε όλα τέλεια. Τα κάναμε εμείς ανάποδα.
Κρατήστε αυτό το μέγεθος για να μη γίνει η ταπείνωση μια περιττολογία ή ταπεινολογία. Το λένε οι Πατέρες· άλλο ταπείνωση κι άλλο ταπεινολογία.
π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος

Γέροντας Πορφύριος: "Όταν δεν ζείς με τον Χριστό..."

Όταν δεν ζεις με τον Χριστό, ζεις μες στη μελαγχολία, στη θλίψη, στο άγχος, στη στενοχώρια. δεν ζεις σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλές ανωμαλίες και στον οργανισμό. Επηρεάζεται το σώμα, οι ενδοκρινείς αδένες, το συκώτι, η χολή, το πάγκρεας, το στομάχι.
  Σου λένε: «Για να είσαι υγιής, πάρε το πρωί το γάλα σου, το αυγουλάκι σου, το βουτυράκι σου με δύο-τρία παξιμάδια». Κι όμως, αν ζεις σωστά, αν αγαπήσεις τον Χριστό, μ' ένα πορτοκάλι κι ένα μήλο είσαι εντάξει. Το μεγάλο φάρμακο είναι να επιδοθεί κανείς στην λατρεία του Χριστού. Όλα θεραπεύονται. Όλα λειτουργούν κανονικά. Η αγάπη του Θεού όλα τα μεταβάλλει, τα μεταποιεί, τα αγιάζει, τα διορθώνει, τα αλλάζει, τα μεταστοιχειώνει.

Ο έρωτας προς τον Χριστό είναι κάτι άλλο. Δεν έχει τέλος, δεν έχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει υγεία, δίνει, δίνει, δίνει ... Κι όσο δίνει, τόσο πιο πολύ ο άνθρωπος θέλει να ερωτεύεται. Ενώ ο ανθρώπινος έρωτας μπορεί να φθείρει τον άνθρωπο, να τον τρελάνει. Όταν αγαπήσομε τον Χριστό, όλες οι άλλες αγάπες υποχωρούν. Οι άλλες αγάπες έχουν κορεσμό.. Η αγάπη του Χριστού δεν έχει κορεσμό. Η σαρκική αγάπη έχει κορεσμό. Μετά μπορεί ν' αρχίσει η ζήλια, η γκρίνια, μέχρι κι ο φόνος. Μπορεί να μεταβληθεί σε μίσος. Η εν Χριστώ αγάπη δεν αλλοιώνεται. Η κοσμική αγάπη λίγο διατηρείται και σιγά σιγά σβήνει, ενώ η θεία αγάπη ολοένα μεγαλώνει και βαθαίνει.
Κάθε άλλος έρωτας μπορεί να φέρει τον άνθρωπο σε απελπισία. Ο θείος έρως, όμως, μας ανεβάζει στη σφαίρα του Θεού, μας χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οι άλλες ηδονές κουράζουν, ενώ αυτή διαρκώς δεν χορταίνεται. Είναι μία ηδονή ακόρεστος, που δεν την βαριέται κανείς ποτέ. Είναι το άκρον αγαθόν.

Γέροντας Πορφύριος

Μετακομιδή του Ιερού λειψάνου του Αγίου Δονάτου Επισκόπου Ευροίας Ηπείρου

Για τον βίο του Αγίου Δονάτου βλέπε στις 30 Απριλίου. Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την μετακομιδή του Ιερού του λειψάνου από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.

Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος από την Γάζα

Ο Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος καταγόταν από την συριακή πόλη της Γάζας. Ήταν πολύ ευγενικός και ελεήμων. Χάρισε όλη του την περιουσία στους φτωχούς και ο ίδιος ζούσε στην ένδεια.

Προς το τέλος της ζωής του αρρώστησε από υδρωπικία που του προκαλούσε μεγάλο πόνο. Το σώμα του άρχισε να πρήζεται, να σαπίζει και να αναδύει μια δυσωδία. Παρόλα αυτά, ο Όσιος Θεοφάνης υπέμενε και αυτή τη δοκιμασία καρτερικά και ευχαριστούσε τον Θεό.

Μια σφοδρή καταιγίδα μαινόταν ενώ πέθαινε, και η σύζυγός του φοβόταν ότι δεν θα ήταν σε θέση να τον κηδεύσει όπως πρέπει. Ο Όσιος Θεοφάνης όμως την παρηγόρησε και της προφήτευσε ότι ο φιλεύσπλαχνος Θεός, που γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, θα σταματήσει την καταιγίδα. Πράγματι, όταν ο Όσιος Θεοφάνης παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, επικράτησε ηρεμία.

Μετά το θάνατο του Οσίου, το σώμα του αφού καθαρίστηκε από τις πληγές και την φθορά, άρχισε να αναβλύζει μύρο ως απόδειξη της αγιότητάς του.

Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες»

Οι Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες» μαρτύρησαν το 1530 μ.Χ. (ή 1537 μ.Χ.).

Για τους Αγίους αυτούς, μαθαίνουμε από την Ακολουθία τους, ποίημα του Παχωμίου Ρουσσάνου, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντος τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».

Επίσης, από τον Μπανατιώτη ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη δημοσιεύτηκε «μικρά χρονική σημείωσις σωζομένη εν ταις χερσί των καλογήρων», κατά την οποία «....εστάθηκε το άνωθεν Μοναστήριον εις την κατάστασίν του έως εις τους 1537 Ιουλίου 29. Εις τον οποίον καιρόν απέρασεν η αρμάδα των Τούρκων από την Ζάκυνθον, και δεν έκαμε βλάψιμον. Και γυρίζοντας έπειτα εις τα Στροφάδια η αυτή αρμάδα τα έκαψε, και τα ερήμωσεν....».


Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Εν μονή των Στροφάδων θεαρέστως βιώσαντες και της εν Χριστώ απαθείας εποφθέντες κειμήλια υπέστητε βαρβάρων την ορμήν, Πατέρες, και μαρτύρων κοινωνοί ανεδείχθητε ως άρνες στυγνώς σφαγιασθέντες, οσιόαθλοι. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δι' υμών πιστοίς τα κρείττονα.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Των αρετών τα τιμαλφέστατα κειμήλια και τα λαμπρότατα αθλήσεως αλάβαστρα, εν τη νήσω της Στροφάδος χειρί βιαία τους κτανθέντας ασκητάς ανευφημήσωμεν ως Πατέρων ιερόν και θείον σύλλογον ανακράζοντες: Χαίροις, Άγιον άθροισμα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, των Πατέρων σεπτός χορός, των αναιρεθέντων εν Στροφάσιν ανηλεώς, χαίροις, συστοιχία λαμπρέ οσιοάθλων, οφρύν η των βαρβάρων καταπατήσασα.

Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου

Οι Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου ήταν Πελοποννήσιοι και πραγματεύονταν στα μέρη των Ιωαννίνων, όπου έμαθαν να μιλούν και τα τούρκικα. Το 1786 μ.Χ. αποφάσισαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους τον Μωρία.

Στο δρόμο, όταν έφτασαν στο Βραχώρι της Αιτωλίας, υπήρχαν φοροεισπράκτορες Τούρκοι, πού εισέπρατταν τον φόρο. Οι τρεις Μάρτυρες για ν' αποφύγουν το χαράτσι τους χαιρέτισαν τούρκικα και πέρασαν ελεύθερα στην πόλη, διότι τους πέρασαν για Τούρκους.

Κατόπιν όμως τους ανακάλυψαν, τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν για ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, έμειναν σταθεροί στην πίστη τους και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου με απαγχονισμό.

Άγιοι Γοβδέλαος, Δάδας, Κάσδοος και Κασδόα

Ο Γοβδέλαος ήταν γιος του βασιλιά Σαβωρίου και έγινε χριστιανός από έναν αξιωματικό του πατέρα του τον Δάδα. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαβώρ διέταξε και συνελήφθησαν και οι δύο. Όταν αυτοί αρνήθηκαν να θυσιάσουν στους Θεούς, το μεν Δάδα τον τεμάχισε ζωντανό, το γιο του Γοβδέλαου τον υπέβαλε σε βασανιστήρια, και έγδαρε το κεφάλι του, έκοψε τα μέλη του και κέντησε το σώμα του με καλάμια.

Ο Κάσδοος (ή Κασδίος) ήταν συγγενής του βασιλιά και επειδή έγινε χριστιανός τον έγδαρε ζωντανό.

Η Κασδόα ήταν κόρη του βασιλιά, και αδελφή του Αγίου Γοβδέλαου. Αυτή είχε επισκεφθεί τον αδελφό της στην φυλακή, ο οποίος την έκανε χριστιανή. Όταν μαθεύτηκε αυτό ο βασιλιάς την συνέλαβε, και επειδή δεν μπόρεσε να αλλάξει την πίστη της την βασάνισε σκληρά μέχρι θανάτου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.

Αγία Γουδελία

Η Αγία Γουδελία (ή Γοβδελία) ήταν Περσίδα χριστιανή απόστολος, που κατάφερε να φέρει πολλούς απίστους στο δρόμο της δια Χριστού σωτηρίας. Έζησε τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Σαπώρ (περί το 340 μ.Χ.). Επειδή δυναμικά εκτελούσε το Ιεραποστολικό της έργο, τη συνέλαβαν και την έκλεισαν για πολλά χρόνια στη φυλακή. Οι εκεί κακοπάθειές της υπήρξαν φοβερές. Μόνο η θεία χάρη την ενίσχυσε, ώστε να κατανικήσει την υγρασία, το σκοτάδι και τις συχνές στερήσεις και αυτού του νερού. Αλλά όλα αυτά τα μακροχρόνια βάσανα, δεν ελάττωσαν καθόλου τη φωτιά της πίστης και τη φλόγα της γενναιότητάς της. Κατόπιν της έγδαραν το κεφάλι, χωρίς να υποκύψει η καρτερία της. Τελικά πέθανε με σταυρικό θάνατο.

Ίσως, με την πάροδο του χρόνου, να έγινε σύγχυση μεταξύ των Συναξαριακών πηγών και ο Άγιος Γοβδελαάς που τιμούμε την ίδια μέρα έγινε, από λάθος αντιγραφές, Γουδελία ή Γοβδελία με πανομοιότυπη βιογραφία. Άλλες όμως πηγές αναφέρουν, ότι πράγματι υπήρξε μάρτυς Γουδελία, που μαρτύρησε δια ξίφους χωρίς άλλα βιογραφικά στοιχεία, που είναι περισσότερο πιθανό και αποδεκτό.

Άγιος Μαλαχίας ο Νέος Οσιομάρτυρας από τη Ρόδο

Ο Άγιος Μαλαχίας ήταν γιος Ιερέα από τη Ρόδο. Κάποτε πήγε στα Ιεροσόλυμα και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους, ότι έβρισε τον Μωάμεθ. Αμέσως συλλήφθηκε και οδηγήθηκε στις αρχές, που τον εκβίαζαν να εξωμόσει. Ο Μαλαχίας έδειξε μεγάλο θάρρος, με το όποιο εξήγειρε την οργή των Τούρκων, οι όποιοι αφού τον μαστίγωσαν, τρύπησαν τους αστραγάλους του και τον έδεσαν πίσω από ένα άγριο άλογο. Μετά από μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, οδηγήθηκε ο μάρτυρας έξω από την πόλη, όπου σουβλίστηκε και κάηκε πάνω σε αναμμένη φωτιά. Έτσι παρέδωσε την Αγία του ψυχή στις 29 Σεπτεμβρίου 1500 μ.Χ.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής

Ο Όσιος Κυριακός ήταν άνθρωπος που καλλιεργούσε «ὑπομονήν, πραότητα» (Α' προς Τιμόθεον, στ' 11). Γι' αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 5ο αιώνα μ.Χ., από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του την έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.

Από ιερατικό, λοιπόν, γένος ο Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ο Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Όταν πέθανε ο Γεράσιμος, ο Κυριακός επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση που έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Εκεί 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου.

Εκείνο που τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν ο γαλήνιος τρόπος με τον όποιο τους αντιμετώπιζε, γι' αυτό και ήταν παράδειγμα προς μίμηση από όλους. Εβδομήντα χρονών ο Κυριακός, έφυγε κι από εκεί και με υπομονή γύρισε πολλά μοναστήρια και σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών, και σε όλους έμεινε η ενθύμηση του ασκητή, που έδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους» (Προς Τίτον, γ' 2). Πραότητα, δηλαδή, σ' όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν ταὶς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείω πόθω, σκίλλη πίκρα τὴν πάλαι, πικρᾶν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος .
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Ὡς ὑπερμάχω κραταιῶ καὶ ἀντιλήπτορι, ἡ σὲ τιμώσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε, ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως, Ἀλλ' ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἠμᾶς φρούρησον, ἶνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς ἄνω ἐφιέμενος, ὑπερκοσμίου ζωῆς, τοῦ κόσμου τὴν τερπνότητα, ὡς διαπίπτουσαν, κατέλιπες Ὅσιε· ὅθεν ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ σπηλαίοις οἰκήσας, πόλεως οὐρανίου, ἀνεδείχθης πολίτης, ἐν ᾗ τῶν ἐκτελούντων τὴν σήν, μνήμην μνημόνευε.

Μεγαλυνάριον
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Γέροντας Παΐσιος: Αγάπη χωρίς "εγώ"

- Γέροντα ποιό είναι το μέτρο της αγάπης;
- Το "αγαπάτε αλλήλους, καθώς εγώ ηγάπησα υμάς".
Με αυτό ο Χριστός εννοεί ότι πρέπει πάντοτε να θυσιαζόμαστε για τους άλλους, όπως Εκείνος θυσιάστηκε για μας.
- Μπορεί Γέροντα, μέσα στην θυσία να υπάρχει θέλημα;

- Ναι, μπορεί. Θυμάμαι - λαϊκός ήμουν ακόμη -, κάποιος Κονιτσιώτης, αμέσως μετά την Ανάσταση έλεγε εις επήκοον πάντων:"Θα πάω πάνω στο Μοναστήρι, στην Παναγία, να ανάψω τα καντήλια".
Με τον τρόπο όμως που το έλεγε, έβλεπες ότι είχε υπερηφάνεια, θέλημα.
Πήγαινε λοιπόν την νύχτα στο μοναστήρι, για να ανάψη τα καντήλια, δύο ώρες δρόμο να πάη και δύο να γυρίση.
Και τι δρόμο; κακοδρόμο. Και στο εκκλησάκι ήταν όλα εγκαταλελειμμένα, πετάμενα εδώ κι εκεί που να βρη καντηλήθρα και φιτίλο. Και τελικά, έκανε όλον αυτόν τον κόπο και όλα πήγαιναν χαμένα.
Αν του έλεγε κανείς "τώρα που θα πας στο σπίτι σου άναψε το καντήλι", μπορεί και να μην το άναβε.
Αν ήθελε πραγματικά να κάνη θυσία, έπρεπε να πάη απλά, αθόρυβα, στο μοναστήρι και να ανάψη τα καντήλια.
- Δηλαδή, Γέροντα, μπορεί κάποιος να κάνη μια θυσία από υπερηφάνεια;
- Πως δεν μπορεί; Μπορεί να θυσιάσει , όπως λέει ο Απόστολος Παύλος την ζωή του και αγάπη να μην έχη.
- Έχει αξία αυτή η θυσία;

- Δεν θυμάσαι τι λέει πάλι ο Απόστολος Παύλος;
"Αγάπην δε μη έχων, ουδέν ειμί". Η θυσία, για να είναι κατά Θεόν, πρέπει να μην έχει ανθρώπινα στοιχεία, ιδιοτέλεια, υπερηφάνεια κ.λ.π.
Όταν θυσιάζεται κανείς ταπεινά, τότε έχει αγάπη και τότε συγκινεί τον Θεό.
Όταν μιλάω για αγάπη μιλάω για την αληθινή, την γνήσια αγάπη που έχει αρχοντιά.
Γιατί μπορεί κανείς να αναπαύεται με τον λογισμό του ότι έχει αγάπη, επειδή τα δίνει όλα, και όμως αγάπη να μην έχει, επειδή μέσα στην αγάπη του αυτή, έχει τον εαυτό του, επειδή δηλαδή αποβλέπει σε ατομικό του συμφέρον.
Για να είναι γνήσια η αγάπη μας, πρέπει να την εξαγνίσουμε, να βγάλουμε τον εαυτό μας από την αγάπη μας.
Και όταν όλοι βγάζουν τον εαυτό τους από την αγάπη τους, τότε ο ένας είναι μέσα στον άλλο και όλοι είναι ένα και είναι πια ενωμένοι από την μία αγάπη του Χριστού.
Και μέσα στον Χριστό είναι όλα τα προβλήματα λυμένα, διότι η αγάπη του Χριστού μας διαλύει όλα τα προβλήματα.


Από το βιβλίο: Πάθη και Αρετές
εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος" Σουρωτή Θεσσαλονίκης

Δώρα Θεού...

Η ζωή μας

Να περνάς τη ζωή σου εδώ έτσι, ώστε κάθε στιγμή να είσαι έτοιμος να την αφήσεις. Ποτέ σου να μην επιτρέψεις οι απολαύσεις να σε κάνουν να ξεχάσεις τον εαυτό σου και το Θεό. Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού, δώρα που δε σου αξίζουν. Αμαρτία είναι όταν δεν απολαμβάνουμε σωστά αυτά τα δώρα, όπως και όταν ξεχνάμε ότι όλα όσα έχουμε στη ζωή μας είναι δώρα του Θεού.
Πάτερ Επουράνιε! Ας μην ξεχνάω ποτέ ότι όλα αυτά που έχω είναι δικά Σου. Και αυτά τα δώρα που συνεχώς μου χαρίζεις, ας με κάνουν να Σε αγαπήσω περισσότερο και όχι να απομακρυνθώ από Σένα. Αν κάποτε θα με επισκεφθεί η δυστυχία δώσε μου να στραφώ πάλι σε Σένα με μετάνοια και αγάπη.

Οι άνθρωποι κάνουν λάθος όταν νομίζουν ότι η ζωή που έχουν ανήκει σ’ αυτούς και ότι μπορούν να κάνουν μ’ αυτή ο,τι θέλουν. Η ζωή είναι δώρο του Θεού. Ο Κύριος την παίρνει όταν Εκείνος θέλει. Και αυτό το βλέπουμε σχεδόν σε κάθε βήμα.

Είναι θαύμα ότι είμαι αυτός που είμαι σήμερα! Ο παππούς μου ήταν αγράμματος, το ίδιο και ο πατέρας μου. Ενώ εγώ έλαβα πλούσια το φως της γνώσεως. Πως έγινα αυτό που δεν ήταν οι γονείς και ο παππούς μου; Δεν μπορούσαν αυτοί να μου δώσουν κάτι που δεν είχαν οι ίδιοι. Ευεργέτη μου, Κύριε Ιησού Χριστέ! Σε γνωρίζω. Δεν κρύβω τις ευεργεσίες Σου. Η δική Σου χάρη με έκανε να είμαι αυτός που είμαι. «Ο θησαυρός των αγαθών! Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της Αληθείας!», με δέος ασπάζομαι τη δεξιά Σου, που με ευεργετεί συνεχώς.

«Πνοή δε τίνος εστίν η εξελθούσα εκ σου;» (Ιώβ 26, 4). Όλον σε τυλίγει το έλεος του Θεού. Και η ατμόσφαιρα γύρω σου, ο αέρας τον οποίο αναπνέεις, ακόμη και η ίδια η ικανότητα να αναπνέεις, είναι δώρα του Θεού. Κάθε στιγμή  χρησιμοποιείς αυτά τα δώρα. Δεν έχεις τίποτε δικό σου. Και να θυμάσαι: όπου είναι το έλεος του Θεού, εκεί είναι και ο ίδιος ο Θεός· γιατί όπου είναι η ευεργεσία, εκεί και ο Ευεργέτης, δηλαδή όπου είναι η δημιουργία, εκεί και ο Δημιουργός.

Αξιοποίηση των δώρων του Θεού

Όπως ένας άνθρωπος, ο οποίος προικίστηκε από το Θεό με πολλά χαρίσματα, διατρέχει τον κίνδυνο –εξαιτίας της αδυναμίας και της αναισθησίας του –να κορεσθεί, και στη συνέχεια να θεωρεί αυτά τα χαρίσματα ασήμαντα και να ξεχάσει την πραγματική τους αξία, έτσι μπορεί να συμβεί και με έναν άνθρωπο μορφωμένο, που διαβάζει πολύ και έχει και αυτός πολλά δώρα από το Θεό, τα βιβλία. Γι’αυτόν επίσης υπάρχει κίνδυνος να τα χορτάσει τόσο, ώστε και τα καλύτερα βιβλία να τα θεωρεί ασήμαντα, να αδιαφορεί γι’αυτά η να τα διαβάζει βιαστικά και χωρίς προσοχή. Να μας φυλάξει ο Θεός από τέτοιο κορεσμό. Υπάρχουν άνθρωποι που περιφρονούν τα χαρίσματα του Θεού, δεν γνωρίζουν την πραγματική τους αξία και δεν παράγουν τους καρπούς της αρετής· όμως γι’ αυτό ακριβώς δίνει ο Θεός τα χαρίσματά Του στον άνθρωπο, για να παράγει τους καρπούς της αρετής. Πάνω σ’αυτούς τους ανθρώπους θα πέσει η κατάρα του Θεού, όπως στην άχρηστη γη «την πιούσαν τον επ’αυτής πολλάκις ερχόμενον υετόν… εκφέρουσαν δε ακάνθας και τριβόλους» (Εβρ. 6, 7-8).

Ευγνωμοσύνη για τα δώρα του Θεού

Κάποτε ήσουν ασήμαντος, δεν είχες τίποτε και δε γνώριζες τίποτε. Μετά έγινες γνωστός, μορφωμένος και απέκτησες κάποια περιουσία. Δοξάζεις και ευχαριστείς το Θεό, ο οποίος σου έδωσε όλα αυτά, μόνο για να δείξει επάνω σου τη δύναμη και το έλεός Του; Μόνο με τους δικούς σου κόπους δε θα μπορούσες να προχωρήσεις, αλλά θα έμενες εκεί όπου ήσουν. Μπορεί να κατέβαινες και πιο χαμηλά.

Θυμήσου πως βαθμηδόν αποκτούσες την ικανότητα να σκέφτεσαι και να μιλάς. Σκέψου πως χαιρόνταν οι γονείς σου, όταν άρχισες να προφέρεις τις πρώτες σου λέξεις και πόσο ευτυχισμένοι ήταν! Τώρα όμως τα έχεις ξεχάσει και θεωρείς δεδομένη την ικανότητά σου να σκέφτεσαι και να μιλάς, γιατί ο Κύριος σε προίκισε με οξύ νου και σου έδωσε το χάρισμα του λόγου. Γι’ αυτό το λόγο σε τιμωρεί, για να σε διορθώσει. Να είσαι ευγνώμων προς το Θεό για τις ευεργεσίες Του.


Από το βιβλίο : Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Άγιοι Μάρκος ο ποιμένας, Αλέξανδρος, Αλφειός και Ζώσιμος τα αδέλφια, Νίκων, Νέων, Ηλιόδωρος και λοιπές Παρθένες και Παιδιά

Οι Άγιοι Μάρκος ο ποιμένας, Αλέξανδρος, Αλφειός και Ζώσιμος τα αδέλφια, Νίκων, Νέων, Ηλιόδωρος και οι λοιπές Παρθένες και Παιδιά έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού και ηγεμόνα της Πισιδίας Μάγνου (290 μ.Χ.).

Ο Μάρκος ήταν βοσκός προβάτων και γέροντας. Επειδή ομολόγησε ότι είναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτά και στάλθηκε στην Κλαυδιούπολη. Εκεί κάλεσαν τρία αδέλφια, τον Αλέξανδρο, τον Αλφειό και τον Ζώσιμο, από το χωριό Κατάλυτο, για να κατασκευάσουν χάλκινα δεσμά για τον Μάρκο. Όταν όμως άρχισαν να τα κατασκευάζουν, ένιωσαν τα χέρια τους να παραλύουν. Θαύμασαν για το γεγονός και αμέσως ομολόγησαν τον Χριστό. Τότε μαρτύρησαν με φρικτό τρόπο, αφού έριξαν στο στόμα τους βραστό μολύβι και έπειτα τους κάρφωσαν επάνω σε πέτρα. Τον δε Μάρκο, αφού συνέχισαν να τον βασανίζουν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.

Τον ίδιο θάνατο είχαν και οι υπόλοιποι Μάρτυρες, Ηλιόδωρος, Νικών και Νέων, μαζί με πολλές Παρθένες και Παιδιά. Όλοι αποκεφαλίστηκαν στην τοποθεσία Μωρομίλιο.

Όσιος Ισαάκ ο Σύρος

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο.

Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.

Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.

Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου.

Από το βιβλίο «Ασκητικοί λόγοι. Αββάς Ισαάκ του Σύρου», Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:

Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.

Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο. Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.

Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.

Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.

Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, αλλά ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.

Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.

Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης· και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ο δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.

Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.

Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»· για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.

Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αρετών ταις ακτίσι καταλαμπόμενος, της εν Χριστώ πολιτείας φωστήε πολύφωτος, θεοφόρε Ισαάκ ώφθης εν Πνεύματι, και κατευθύνεις ασφαλώς, σωτηρίας προς οδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τους ευφημούντας σε Πάτερ, ως του Χριστού θείον θεράποντα.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.
Τη ισαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, του Παρακλήτου ανεδείχθης θείον όργανον, Ισαάκ, και μοναζόντων τύπος εν πάσιν, αλλ' ως χάριτος της θείας ενδιαίτημα, χάριν αίτησαι ημίν και φως ουράνιον, τοις βοώσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ησυχίας θείος κανών, χαίροις μοναζόντων, ο διδάσκαλος ο σοφός, χαίροις ο παρέχων, τα πρόσφορα εκάστω, της χάριτος τω λόγω, Ισαάκ Όσιε.

Όσιος Αυξέντιος ο Μοναχός, που ασκήτευσε στην Κύπρο



Άγνωστος στους Συναξαριστές, γνωστός όμως και θαυματουργός στην εκκλησία της Κύπρου. Ο Όσιος αυτός ήταν Γερμανός στην καταγωγή και κατά την εποχή των σταυροφοριών, όταν οι σταυροφόροι πλησίασαν την Κύπρο, αυτός έγινε μοναχός μαζί με άλλους 300 στρατιώτες (Άγιοι Αλαμανοί). Αφού περιήλθε το νησί, κατέληξε σε μια σπηλιά στην περιοχή της Καρπασίας μεταξύ των χωριών Κώμης Κεπήρ και Επτακώμης όπου έζησε θεοφιλώς.

Ακολουθία του Οσίου αυτού, εξέδωσε ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἠμᾶς τοὺς πιστῶς σοὶ κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Προφήτης Βαρούχ ο Δίκαιος

Φιλαλήθης και θαρραλέος ο Βαρούχ (δηλαδή «ευλογημένος»), έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. Ήταν γιος του Νηρίου και υπήρξε αφοσιωμένος ακόλουθος και γραμματέας του προφήτη Ιερεμία .

Όταν ήταν φυλακισμένος ο Ιερεμίας, ο Βαρούχ έγραψε με υπαγόρευσή του προφητείες, με την εντολή να τις αναγνώσει στο λαό σε ήμερα νηστείας. Αλλά ο βασιλιάς Ιωακείμ, όταν το πληροφορήθηκε, αντί να επωφεληθεί από τις νουθεσίες του προφήτη, έριξε το βιβλίο του στη φωτιά. Οι προφητείες όμως εκείνες, γράφηκαν και πάλι. Ο Βαρούχ υπέστη και φυλάκιση, διότι οι Ιουδαίοι τον μισούσαν για τη φιλαλήθη και θαρραλέα του γλώσσα. Τον κατηγορούσαν μάλιστα, ότι αυτός παρακινούσε εναντίον τους τον προφήτη Ιερεμία. Όταν οι Ιουδαίοι κατέφυγαν φοβισμένοι στην Αίγυπτο για τη στάση τους κατά του βασιλιά της Βαβυλώνας, μαζί με τον Ιερεμία πήγε εκεί και ο Βαρούχ.

Ραβινιστική παράδοση αναφέρει, ότι αυτός μετά το θάνατο του Ιερεμία επανήλθε στη Βαβυλώνα.

Ο Βαρούχ στο ομώνυμό του βιβλίο μέσα στην Αγία Γραφή, προλέγει καθαρά για την ενανθρώπηση του Κυρίου Ιησού Χριστού.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προφητικῆς ἀξιωθεῖς λαμπηδόνας, Ἱερεμία τῷ κλεινῷ συνεδέθης, καὶ τούτω ὁμοδίαιτος ἐγένου σοφέ, ὅθεν προηγόρευσας, θεηγόρω σου γλώττη, τὴν τοῦ Λόγου κένωσιν, εἰς ἀνάπλασιν κόσμου, ἧς μετασχόντες πίστει ἀληθεῖ, Βαροὺχ Προφῆτα, ἐνθέως τιμῶμεν σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν τοῦ Λυτρωτοῦ, κηρύττων οἰκονομίαν, ὡς προφητική, κινύρα προεμελῴδης· Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗτος, τεχθεὶς ὡς ηὐδόκησεν, ᾧ παρόμοιος οὐχ ἕτερος, ἐπὶ γῆς ὀφθεὶς ἐγνώρισεν, ἐπιστήμης θείας εἴσοδον, τοῖς προσκυνοῦσι Βαρούχ, τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.

Μεγαλυνάριον
Βάρος ἀπορρίψας τὸ χθαμαλόν, βαρύτητι βίου, ἐπτερώθης πρὸς οὐρανόν, Βαροὺχ θεηγόρε· διό σε ὡς Προφήτην, θεόληπτον ὑμνοῦμεν, καὶ μεγαλύνομεν.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής

Ο Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής καταγόταν από το Ικόνιο και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270 - 275 μ.Χ.). Ήταν γνωστός για το χριστιανικό του ήθος, γι αυτό και όταν εξεδώθηκε διάταγμα κατά των Χριστιανών, ήταν από τους πρώτους που συνέλαβε ο Έπαρχος της πόλης. Υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά ενώ ακόμη βρισκόταν στη φυλακή ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός δολοφονήθηκε. Ο Πρόβος που τον διαδέχθηκε στο θρόνο ακύρωσε το διάταγμα κι έτσι ο Χαρίτων αφέθηκε ελεύθερος. Αποφάσισε να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα και να ζήσει ως αναχωρητής σε σπηλιές της περιοχής. Η φήμη του διαδόθηκε πολύ γρήγορα και ήρθαν στο πλευρό του πολλοί μαθητευόμενοι. Έτσι έκτισε στη Φαρά μεγάλη Λαύρα. Ποθώντας όμως την ερημία, αναχώρησε και πάλι για τα ενδότερα της ερήμου, όπου στην περιοχή Σουκά, έκτισε νέα Λαύρα. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του εν Κυρίω.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεῖς ταὶς αὐγαίς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε, σὺ γὰρ ὁμολογία, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοὶς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σέ, Πάτερ μνημόνευε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Χαρίτων Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τῆς σαρκός σου τὰς ὀρέξεις χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει αὐξανόμενος· καὶ ὡς ζωῆς ἐν μέσῳ, ξύλον Ἐδὲμ ἐξήνθησας, Χαρίτων παμμάκαρ ἱερώτατε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς ἀθλήσεως πόνοις δοκιμασθείς, τῆς ἀσκήσεως ἄθλοις βεβαιωθείς, χρυσίου λαμπρότερον, εὐσεβείᾳ ἀπήστραψας, καὶ καθαρὸν δοχεῖον ὑπάρξας τοῦ Πνεύματος, πονηρῶν πνευμάτων τὸ σκότος ἐμείωσας· ὅθεν συναθροίσας, μοναζόντων ἀγέλας, ποιμὴν τούτων γέγονας, καὶ φωστὴρ διαυγέστατος· Ὦ Χαρίτων μακάριε, πρὲσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτίμησας, τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, Χαρίτων μακάριε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χαρίτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτουσα πίστει· διὸ καὶ ἑορτάζομεν, πόθῳ τὴν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν τοῖς Ὁσίοις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον Ἰκονίου πιστοί, Χαρίτωνα τὸν μακάριον, ἐν ὑμνῳδίαις ἀνευφημήσωμεν, καὶ ἐν ᾄσμασι θείοις, αὐτοῦ τὴν κάραν στέψωμεν· τὴν γὰρ ὀφρὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠδάφισε, σὺν τούτοις καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν πᾶσαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους μὲν ἤνεγκε, τῶν βραβείων δὲ ἔτυχεν ἀληθῶς· Αὐτὸν οὖν ἐπαινοῦντες γεραίρομεν, τοῦ κόσμου φωστῆρα τὸν παγκόσμιον.





Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Ἡ θαυμαστή ἁλιεία

1. Ο ΣΚΟ­ΠΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥ­ΜΑ­ΤΟΣ

Ὁ Κύ­ρι­ος πε­ρι­δι­α­βαί­νει τήν ἀ­κρο­γυ­α­λι­ά τῆς Γα­λι­λαί­ας καί τά πλή­θη τρέ­χουν μέ πό­θο κον­τά του. Καί κα­θώς βλέ­πει δύ­ο μι­κρά πλοῖ­α ἀ­ραγ­μέ­να στή λί­μνη, μπαί­νει σ’ ἕ­να ἀ­πό αὐ­τά· εἶ­ναι τό πλοῖ­ο τοῦ Σί­μω­να. Καί τόν πα­ρα­κα­λεῖ νά τό σύ­ρει λί­γο πι­ό μέ­σα στή λί­μνη γι­ά νά δι­δά­ξει τά πλή­θη μέ­σα ἀ­πό τό πλοῖ­ο αὐ­τό. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τή δι­δα­σκα­λί­α του ὁ Κύ­ρι­ος λέ­ει στόν Σί­μω­να: Φέ­ρε πά­λι τό πλοῖ­ο στά βα­θι­ά νε­ρά τῆς λί­μνης καί ρίξ­τε τά δίχ­τυ­α σας. Ὁ Σί­μων ὅ­μως μέ ἔκ­πλη­ξη τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: Δι­δά­σκα­λε, ὅ­λη τή νύχ­τα κο­πι­ά­σα­με ρί­χνον­τας τά δίχ­τυ­α καί δέν πι­ά­σα­με τί­πο­τε. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τό δι­α­τά­ζεις ἐ­σύ, θά ρί­ξω τό δίχ­τυ. Καί τό θαῦ­μα πού ἀ­κο­λού­θη­σε ἦ­ταν ἐν­τυ­πω­σι­α­κό. Τό δίχ­τυ τους γέ­μι­σε τό­σα πολ­λά ψά­ρι­α ὥ­στε ἄρ­χι­σε νά σχί­ζε­ται. Οἱ ψα­ρά­δες τό­τε φώ­να­ξαν ἀ­μέ­σως τούς συ­νε­ταί­ρους τους πού ἦ­ταν στό ἄλ­λο πλοῖ­ο, νά βο­η­θή­σουν νά σύ­ρουν τά δίχ­τυ­α ἐ­πά­νω. Μά τά ψά­ρι­α ἦ­ταν τό­σο πολ­λά ὥ­στε τά δύ­ο πλοῖ­α κιν­δύ­νευ­αν νά βυ­θι­σθοῦν.

Τί νό­η­μα ὅ­μως εἶ­χε αὐ­τό τό τό­σο ἐν­τυ­πω­σι­α­κό θαῦ­μα; Καί γι­α­τί ὁ Κύ­ρι­ος πρίν τό ἐ­πι­τε­λέ­σει ζή­τη­σε ἀ­πό τούς ψα­ρά­δες νά ρί­ξουν τά δίχ­τυ­α τους σέ ἀ­κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα, καί μά­λι­στα χω­ρίς νά τούς ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι θά πι­ά­σουν ψά­ρι­α; Δι­ό­τι ὁ Κύ­ρι­ος μέ­σα ἀ­πό τό θαῦ­μα αὐ­τό ἤ­θε­λε νά δι­δά­ξει πο­λύ με­γά­λες ἀ­λή­θει­ες στούς ψα­ρά­δες τῆς Γα­λι­λαί­ας, τούς ὁ­ποί­ους σέ λί­γο θά κα­λοῦ­σε νά γί­νουν ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων καί νά σα­γη­νεύ­ουν στά πνευ­μα­τι­κά τους δίχ­τυ­α ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη. Αὐ­τό τό θαῦ­μα ἦ­ταν τύ­πος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἁ­λι­εί­ας τους. Καί ἔ­πρε­πε νά χα­ρα­χθεῖ βα­θι­ά στήν ψυ­χἠ τους. Ἔ­πρε­πε νά τό θυ­μοῦν­ται πο­λύ κα­λά οἱ ἀ­πό­στο­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα στό τι­τά­νι­ο ἔρ­γο τους θά συ­ναν­τοῦ­σαν δυ­σκο­λί­ες καί ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις. Νά θυ­μοῦν­ται καί νά συ­ναι­σθά­νον­ται ὅ­τι στήν πνευ­μα­τι­κή τους δι­α­κο­νί­α χω­ρίς τόν Κύ­ρι­ο δέν θά μπο­ροῦ­σαν τί­πο­τε νά ἐ­πι­τύ­χουν, ἐ­νῶ μέ τή δι­κή του δύ­να­μη θά μπο­ροῦ­σαν νά κά­νουν τά πάν­τα. Ἄ­δει­α τά δίχ­τυ­α χω­ρίς τήν εὐ­λο­γί­α του. Γε­μά­τα ὅ­ταν τά εὐ­λο­γεῖ ὁ Χρι­στός.

Ἔ­πρε­πε ἀ­κό­μη νά κα­τα­λά­βουν οἱ μα­θη­τές μέ­σα ἀ­πό τό θαῦ­μα αὐ­τό ὅ­τι γι­ά νά ἔ­χουν καρ­πο­φο­ρί­α στό ἔρ­γο τους θά ἔ­πρε­πε νά ἔ­χουν τυ­φλή ὑ­πα­κο­ή στά προ­στάγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀ­κό­μη καί σ’­αὐ­τά πού δέν κα­τα­νο­οῦ­σε ἡ πε­πε­ρα­σμέ­νη τους λο­γι­κή. Καί νά μήν ὑ­πο­λο­γί­ζουν κό­πο καί θυ­σί­ες. Αὐ­τοί νά δί­νουν τό χρό­νο τους, τόν κό­πο τους καί τή ζω­ή τους στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, γι­ά νά τά με­τα­χει­ρι­σθεῖ ὅ­πως αὐ­τός ἤ­θε­λε· ἔ­χον­τας τή βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος θά ἐ­πι­βρα­βεύ­ει τή θυ­σί­α τους, τήν πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ή τους, τήν ἀ­δι­ά­σει­στη πί­στη τους στή δύ­να­μή του.

2. ΣΥ­ΝΑΙ­ΣΘΗ­ΣΗ Α­ΜΑΡ­ΤΩ­ΛΟ­ΤΗ­ΤΟΣ

Ὅ­ταν εἶ­δε ὁ Πέ­τρος τό πρω­το­φα­νές αὐ­τό καί ἀ­νέλ­πι­στο πλῆ­θος τῶν ψα­ρι­ῶν, ἔ­πε­σε στά γό­να­τα τοῦ Χρι­στοῦ καί εἶ­πε: Βγές ἀ­πό τό πλοῖ­ο μου καί φύ­γε ἀ­πό μέ­να, Κύ­ρι­ε, δι­ό­τι εἶ­μαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός, καί δέν εἶ­μαι ἄ­ξι­ος νά σ’ ἔ­χω στό πλοῖ­ο μου. Ὁ Κύ­ρι­ος ὅ­μως τόν κα­θη­σύ­χα­σε καί τοῦ εἶ­πε: Μή φο­βᾶ­σαι. Ἀ­πό τώ­ρα θά σα­γη­νεύ­εις ἀν­θρώ­πους, τούς ὁ­ποί­ους μέ τό κή­ρυγ­μά σου θά ὁ­δη­γεῖς στή σω­τη­ρί­α. Κα­τό­πιν ἀ­φοῦ ὅ­λοι μα­ζί οἱ ψα­ρά­δες ἐ­πα­νέ­φε­ραν τά πλοῖ­α στή στε­ρι­ά, ἄ­φη­σαν τά πάν­τα, καί τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν.

Ἡ στά­ση ὅ­μως τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου μᾶς δη­μι­ουρ­γεῖ κά­ποι­ον προ­βλη­μα­τι­σμό. Γι­α­τί ἀν­τί νά πα­νη­γυ­ρί­σει γι­ά τό με­γα­λει­ῶ­δες θαῦ­μα, πα­ρα­κά­λε­σε τόν Κύ­ρι­ο νά φύ­γει ἀ­πό τό πλοῖ­ο του; Αὐ­τός πού ἀ­πό τά παι­δι­κά του χρό­νι­α πε­ρί­με­νε τόν Μεσ­σί­α, τώ­ρα τοῦ ζη­τᾶ νά φύ­γει ἀ­πό τή ζω­ή του; Ἀ­σφα­λῶς τό αἴ­τη­μα τοῦ Πέ­τρου δέν ἐκ­φρά­ζει μι­ά δι­ά­θε­ση ἀρ­νή­σε­ως καί ἀ­πο­δι­ώ­ξε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀν­τί­θε­τα. Ὁ ἄ­δο­λος αὐ­τός ψα­ράς τῆς Γα­λι­λαί­ας ἔ­νι­ω­σε τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ἕ­να φο­βε­ρό συγ­κλο­νι­σμό στήν ψυ­χή του. Κα­τά­λα­βε μέ­σα στήν εὐ­λο­γί­α τοῦ θαύ­μα­τος ὅ­τι δέν ἔ­χει μπρο­στά του ἕ­ναν ἁ­πλό ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά ἕ­ναν μο­να­δι­κό δι­δά­σκα­λο πού ἔ­χει θεί­α δύ­να­μη. Καί αἰ­σθα­νό­με­νος τό με­γα­λεῖ­ο του δέν ἀν­τέ­χει νά ἀ­τε­νί­σει τό θε­ϊ­κό του πρό­σω­πο καί πέφ­τει συν­τε­τριμ­μέ­νος καί τόν προ­σκυ­νᾶ. Δι­ό­τι αἰ­σθά­νε­ται τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­νά­ξι­ο τῆς πα­ρου­σί­ας του. Αἰ­σθά­νε­ται τοῦ Χρι­στοῦ τήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί τή δι­κή του ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τα.

Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς συμ­βαί­νει σέ κά­θε πνευ­μα­τι­κό ἄν­θρω­πο κά­θε φο­ρά πού αἰσθάνεται ἰδιαιτέρως ἔκδηλη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Εἶ­ναι ἕ­να βί­ω­μα πού τό νι­ώ­θου­με οἱ πι­στοί κα­θώς βρι­σκό­μα­στε σέ μί­α ἱ­ε­ρή ὥ­ρα τῆς λα­τρεί­ας ἤ σέ στιγ­μές πού αἰ­σθα­νό­μα­στε τόν Θε­ό ὁ­λο­ζών­τα­νο στή ζω­ή μας, καί ἀ­φυ­πνί­ζε­ται ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός μας, μᾶς συ­νέ­χει ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ. Τρέ­μου­με, φο­βό­μα­στε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να καί τήν πο­θοῦ­με καί τή λαχ­τα­ροῦ­με. Πῶς νά πλη­σι­ά­σου­με τόν πά­να­γνο Κύ­ρι­ο οἱ ρυ­πα­ροί καί ἀ­νά­ξι­οι; Αἰ­σθα­νό­μα­στε πό­σο ἁ­μαρ­τω­λοί εἴ­μα­στε καί ὅ­τι δέν ἀ­ξί­ζου­με τῶν εὐ­λο­γι­ῶν τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τό ὅ­μως πού δέν κα­τα­λα­βαί­νου­με ἴ­σως εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἑλ­κύ­ου­με τό ἔ­λε­ος καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό ἄς στε­κό­μα­στε μέ δέ­ος καί φό­βο ἐ­νώ­πι­όν του καί ἄς τόν πα­ρα­κα­λοῦ­με τα­πει­νά καί ὁ­λο­κάρ­δι­α νά μή φύ­γει πο­τέ ἀ­πό κον­τά μας λό­γῳ τῆς με­γά­λης ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός μας, ἀλ­λά νά μέ­νει πάν­το­τε στή ζω­ή μας.

Γιά νά κερδίσουμε τό πᾶν!

1. Χωρὶς ἀναβολὴ

Στὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς σημε­ρινῆς Κυριακῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐ­φιστᾶ τὴν προσοχὴ τῶν Χριστιανῶν τῆς Κορίνθου, ὥστε νὰ ἀποδείξουν μὲ τὴν καλὴ διαγωγή τους ὅτι δὲν δέχθηκαν μάταια καὶ ἀνώφελα τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ. Τοὺς καλεῖ σὲ ἐγρήγορση, διότι, ὅπως ὑπογραμμίζει, «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Μὴ νομίζετε ὅτι ὁ Θεὸς πάντοτε θὰ σᾶς προσ­καλεῖ μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους Του. Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός, τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας.

Κάνει ἐντύπωση ὅτι ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος δύο φορὲς ἐπαναλαμβάνει τὴ λέξη «νῦν», «τώρα», γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀμεσότητα μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐνδιαφερθεῖ ὁ Χριστιανὸς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Αὐτὸ τὸ «τώρα», κατὰ πρῶτο λόγο, εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωή μας. Τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας, οἱ εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνονται σὲ αὐτὸ καὶ οἱ ὁποῖες, ἂν δὲν ἀξιοποιηθοῦν κατάλληλα, χάνονται ὁριστικά.

Διότι, ἐνῶ γνωρίζουμε τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς μας, ἀντιθέτως ἀγνοοῦμε τὸ τέλος της. Δὲν μποροῦμε νὰ προβλέψουμε μὲ ἀκρίβεια πόσα χρόνια θὰ ζήσουμε, ἂν θὰ ζοῦμε αὔριο, ἢ τί θὰ μᾶς συμβεῖ μέσα στὰ ἑπόμενα λεπτά. Δὲν ξέρουμε τί μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ ἑπόμενη στιγμή. Μόνο ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Σ᾿ Ἐκεῖνον ἀνήκει τὸ μέλλον. Δική μας εἶναι μόνο ἡ παρούσα στιγμή. Αὐτὴν μόνο μποροῦμε νὰ καθορίσουμε. Αὐτὴν τελικὰ μποροῦμε νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε.

Δὲν ἔχουμε, λοιπόν, περιθώριο ἀναβο­λῆς. Δὲν γνωρίζουμε ἂν θὰ ἔχουμε ἄλλες εὐκαιρίες αὔριο ἢ τοῦ χρόνου· ἂν θὰ ἔχουμε δυνατότητα μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως· ἂν θὰ μποροῦμε νὰ λατρεύσουμε ἐλεύθερα τὸν Κύριό μας καὶ νὰ μετέχουμε στὰ Ἄχραντα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂς μὴ χάνουμε ἑπομένως καιρό. Τώρα εἶναι εὐκαιρία. Ἡ μεγάλη εὐκαιρία νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε τὸ τώρα, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα. Νὰ δώσουμε κάτι ἐλάχιστο, γιὰ νὰ λάβουμε τὸ πᾶν.

2. Ὅλα δικά τους

Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς ψευδοδιδασκάλους ποὺ ἀναστάτωναν τότε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, περιγράφει τὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων, ἀποδεικνύοντας ὅτι εἶναι οἱ γνήσιοι διάκονοι τοῦ Εὐαγγελίου: Ὑπομένουμε θλίψεις, ἀνάγ­κες, δαρμούς, μαστιγώσεις, φυλακίσεις, καταδιώξεις, κόπους, ἀγρυπνίες, στερήσεις φαγητοῦ. Ζοῦμε μὲ ἁγνότητα, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, μὲ μακροθυμία καὶ καλοσύνη, μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ἀγάπη εἰλικρινή. Κηρύττουμε τὴν ἀλήθεια, ἐνεργοῦμε θαυμαστὰ σημεῖα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὑπερασπιζόμαστε τὴ δικαιοσύνη μὲ πνευματικὰ ὅπλα.

Κάποιοι μᾶς ἐπαινοῦν καὶ μᾶς τιμοῦν ὡς ἀληθινοὺς διακόνους τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνῶ ἄλλοι μᾶς συκοφαντοῦν καὶ μᾶς δυσφημοῦν ὡς ἀπατεῶνες. Γιὰ τοὺς πολλοὺς εἴμαστε ἄγνωστοι καὶ ἀσήμαντοι, ἐνῶ ἄλλοι μᾶς ἀναγνωρίζουν ὡς σπουδαίους. Φθάνουμε μέχρι τὸν θάνατο, παραμένουμε ὅμως ζωντανοί. Δοκιμαζόμαστε σκληρά, ἀλλὰ δὲν πεθαίνουμε. Φαινόμαστε λυπημένοι καὶ δυστυχεῖς, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε διαρκῶς χαρούμενοι. Μᾶς θεωροῦν φτωχούς, ἐμεῖς ὅμως κάνουμε πολλοὺς νὰ πλουτίζουν ἀπὸ πνευματικοὺς καὶ οὐράνιους θησαυρούς. Παρουσιαζόμαστε, τέλος, σὰν νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα, καὶ ὅμως κατέχουμε τὰ πάντα: «Ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες». Ὅλα εἶναι δικά μας, ὅλα μᾶς ἀνήκουν.

Πράγματι, μὲ τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια, οἱ Ἀπόστολοι ἦταν πάμπτωχοι. Δὲν εἶχαν περιουσία καὶ ὑλικὲς ἀνέσεις. Τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό. Εἶχαν προσφέρει ὅ,τι διέθεταν γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὸν πολύτιμο μαργαρίτη. Εἶχαν περιφρονήσει κάθε ὑλικὸ ἀγαθό, προκειμένου νὰ κερδίσουν τὸν Χορηγὸ παντὸς ἀγαθοῦ, ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ. Ἦταν ἑνωμένοι μὲ τὸν Δημιουργὸ τῶν πάντων, μὲ Ἐκεῖνον στὸν Ὁποῖο ἀνήκουν τὰ πάντα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Πόσοι δύστυχοι ἄνθρωποι στὶς μέρες μας ἀναζητοῦν τὸ πᾶν, τὸ πλήρωμα δηλαδὴ τῆς ψυχῆς τους, μὲ λάθος τρόπο. Παρασύρονται ἀπὸ μιὰ ὑλιστικὴ μανία καὶ πασχίζουν νὰ ἀποκτήσουν ὅσο περισσότερα χρήματα, ὅσο πιὸ ἀκριβὰ σπίτια, αὐτοκίνητα καὶ ροῦχα μποροῦν. Γεμίζουν τοὺς τραπεζικοὺς λογαριασμούς τους, στοιβάζουν ἄχρηστα ἀντικείμενα στὶς ἀποθῆκες τους, δίνουν ὅλη τὴ ζωή τους στὴν ἀπόκτηση τῆς ὕλης καὶ διαπιστώνουν ὅτι ἡ ψυχή τους παραμένει τελείως ἄδεια.

«Ὁ γὰρ πολλὰ κατέχων, οὐδὲν ἔχει· ὁ δὲ μηδὲν ἔχων, τὰ πάντα κέκτηται», τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 61, 486). Δηλα­δή, ὅποιος ἔχει πολλά, δὲν ἔχει τίποτα. Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, ἔχει τὰ πάντα. Ἔχει τὸν ἀληθινὸ πλοῦτο, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐκεῖνος ἔχει τὸ πᾶν. Αὐτόν, τὸν ἀσύλητο πλοῦτο, ἂς ἐπιθυμοῦμε κι ἐμεῖς, τὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει στὴν ψυχή μας ἀπόλυτη πληρότητα.

Η κλήση των μαθητών - ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

Ιωήλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας)


«Εκάλεσεν αυτούς»


 Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Χριστός προσκαλεί τους τέσσερις πρώτους μαθητές να Τον ακολουθήσουν, τον Πέτρο και τον Ανδρέα αλλά και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τους αδελφούς. Στα ιερά Ευαγγέλια δυό φορές φαίνεται να καλεί ο Χριστός τους μαθητές αυτούς. Η πρώτη κλήση ήταν δοκιμαστική, ενώ η δεύτερη οριστική και γίνεται στο χρονικό διάστημα που ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε δολοφονηθεί από τον Ηρώδη. Η σημερινή κλήση που περιγράφεται στο ανάγνωσμα είναι η δεύτερη, που όπως είπαμε είναι και η οριστική.

Η ποιότητα ζωής των Αποστόλων

Τι άνθρωποι ήταν αυτοί οι ψαράδες που κάλεσε ο Κύριος για να γίνουν μαθητές του; Ήταν άνθρωποι ταπεινοί, αγράμματοι και αφανείς κοινωνικά. Δεν ανήκαν στην τάξη των Φαρισσαίων και των νομικών. Ο Βασίλειος ο Σελευκείας παρατηρεί: «ζητώντας ο Κύριος ανθρώπους να παιδεύσουν την οικουμένη παρέβλεψε πόλεις, δήμους και βασιλείες. Απεστράφη τους ανθρώπους του πλούτου, τους ρήτορες, «εμίσησε κράτος ρητόρων»... «Ο Κύριος με τον τρόπο της κλήσεως των πρώτων είναι σαν να έλεγε στους ανθρώπους: «αλιείς, ου βασιλέας ζητώ». Ο Ματθαίος γράφει πως ο Κύριος τους βρήκε «εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών» (Ματθ. 4,21). Διόρθωναν τα δίχτυά τους «μη δυνάμενοι ωνήσασθαι έτερα», δηλ. δεν μπορούσαν να αγοράσουν άλλα, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο. Ήσαν άνθρωποι που είχαν αγάπη μεταξύ τους. Όλοι μαζί ψάρευαν, όλοι μαζί διόρθωναν τα δίχτυα. Πατέρας και παιδιά εργαζόντουσαν μαζί κι είχαν χαρακτηριστικό γνώρισμα «το από δικαίων τρέφεσθαι πόνων», να τρέφονται με τον ιδρώτα και τον κόπο τους (Χρυσόστομος). Μπορεί να μην είχαν μόρφωση αλλά τους διέκρινε η αρετή της αγάπης. Ένας σύγχρονος θεολόγος θα προσθέσει πως ο Κύριος δεν κάλεσε ανέργους στο έργο του ευαγγελισμού των λαών, αλλ’ ανθρώπους που εργάζονταν. Τα παράτησαν όλα, γιατί είχαν εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού.

Η κλήση των μαθητών δείχνει τη δύναμη του Θεού

Αυτούς που περιφρονούσε ο κόσμος, αυτούς διάλεξε για Αποστόλους Του ο Κύριος.Ο Παύλος το σημειώνει αυτό χαρακτηριστικά: «Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α’ Κορ. 1,27). Αυτούς επέλεξε ο Κύριος, για να φανεί στον κόσμο πως η διάδοση του Ευαγγελίου δεν ήταν αποτέλεσμα δυνάμεως και σοφίας ανθρώπινης, αλλ’ ήταν αποτέλεσμα της δυνάμεως και της χάριτος του Θεού, «όπως μη καυχήσηται πάσα σαρξ ενώπιον του Θεού» (οπ.π. στιχ. 29). Η ανταπόκριση των μαθητών είναι αυθόρμητη και ολοκληρωτική. «Άφησαν τα δίχτυα, τα πλοία και τον πατέρα αυτών» (Ματθ. 4,22) και τον ακολούθησαν. Δεν είχαν δει από το Χριστό μεγάλα θαύματα η δεν άκουσαν σπουδαίους λόγους κι όμως αντελήφθησαν και κατανόησαν το πρόσωπο του Κυρίου και θυσίασαν τα πάντα γι’ Αυτόν.

Οι πιστοί μόνο με το Χριστό δένονται άρρηκτα

Ο Χριστιανός δεν πρέπει να δένεται με κανένα πράγμα η πρόσωπο της παρούσης ζωής τόσο, όσο με το πρόσωπο του Χριστού. Τον πρώτο λόγο στη ζωή μας τον έχει ο Κύριος. Δεν μας προτρέπει η Εκκλησία μας να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας, τα υπάρχοντά μας και τις οικογένειές μας. Θέλει όμως περισσότερο από τα υλικά και τα αγαπημένα μας πρόσωπα να αγαπάμε το Χριστό. Να έχουμε ζωντανή σχέση με το Χριστό. Ο σύνδεσμός μας με τον Ιησού να μην περιορίζεται σε μία διανοητική σχέση, σ’ ένα ιδεολόγημα. Να είναι ζωντανός και να εκφράζεται στην προσευχή, στη συμμετοχή μας στα μυστήρια και, αν παραστεί ανάγκη, στη δημόσια ομολογία και στη θυσία ορισμένων προσφιλών μας πραγμάτων.

Στις ημέρες μας ανθεί η αλιεία των ανθρώπων για διαφόρους σκοπούς. Αλιεύονται με πολλή τέχνη άνθρωποι, για να εξυπηρετήσουν πολιτικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς, παραθρησκευτικούς κι ακόμα και αισχρούς σκοπούς. Ανθεί στις ημέρες μας μία στρατολόγηση που διακρίνεται για την ιδιοτέλεια και το κέρδος. Παρουσιάζονται πολλοί «μεσσίες» με αξιώσεις υποταγής σ’ αυτούς εκ μέρους των ανθρώπων. Οι προσωπικές φιλοδοξίες είναι στην ημερήσια διάταξη. Ζητάμε από τους άλλους αφοσίωση και υπακοή για να ικανοποιήσουμε τα  πάθη μας που πολλές φορές είναι και ποταπά. Μόνον η υπακοή στο Χριστό ωφελεί τον άνθρωπο πολλαπλώς. Τον κάνει ειρηνικό απέναντι στους άλλους, χωρίς μικροσυμφέροντα και υλικές απολαβές. Τον καταξιώνει ως άνθρωπο και αναδεικνύει τα χαρίσματά του και τις αρετές του. Τον προάγει στη Βασιλεία του Θεού, για να ζήσει αιώνια κοντά στο Χριστό που αγάπησε ολοκληρωτικά και εγκάρδια.

Όσιος Ιγνάτιος ηγούμενος της Μονής Σωτήρος Χριστού της επιλεγόμενης του Βαθέος Ρύακος

Ο Όσιος Ιγνάτιος καταγόταν από την δεύτερη επαρχία των Καππαδοκών και έζησε στα χρόνια των βασιλέων Νικηφόρου Β’ Φωκά (963 - 969 μ.Χ.) και Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (969 - 976 μ.Χ.).

Από μικρός αφιερώθηκε στον Θεό και πήγε στο Μοναστήρι του Βαθέος Ρύακος (η Μονή αυτή βρισκόταν στην Τρίγλια κοντά στα σημερινά Μουδανιά της Μικράς Ασίας). Εκεί έμαθε όλη την ασκητική ακρίβεια από τον Όσιο Βασίλειο , ηγούμενο και κτήτορα της Μονής αυτής. Ο Ιγνάτιος, επειδή έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής, χειροτονήθηκε Αναγνώστης, κατόπιν Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Έπειτα έγινε ηγούμενος της εν λόγω Μονής και επέφερε μεγάλη πρόοδο σ' αυτή, τόσο υλική όσο και πνευματική.

Όταν κάποτε οι πολιτικοί άρχοντες θέλησαν να μεταχειριστούν τα χρήματα της Μονής, ο Ιγνάτιος με την αποφασιστική του στάση, προστάτευσε την μοναστηριακή περιουσία. Απεβίωσε στο δρόμο κοντά στο Αμόριο (κατ' άλλους, που είναι και το πιθανότερο, στο Αρμουτλή), όταν κάποτε επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη. Μετά ένα χρόνο το λείψανο του ανακομίστηκε στην αγαπημένη του Μονή, για την οποία τόσο είχε μοχθήσει.

Αγία Επίχαρις

Η Αγία Επίχαρις ήταν από τη Ρώμη και έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Συνελήφθη επειδή ήταν χριστιανή από τον έπαρχο Καισάριο και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Βασανίστηκε σκληρά και αφού της συνέτριψαν τα μέλη με μολύβδινη σφαίρα, στο τέλος την αποκεφάλισαν.

Αγία Ακυλίνα

Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν' αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ' αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.

Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε­πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.

Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.

Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.

Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα  και την Άργυρη.

Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία· κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.

Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιοι Μάρκος, Αρίσταρχος και Ζήνων οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Ο Άγιος Αρίσταρχος, είχε τη μεγάλη τιμή να χρηματίσει συνεργάτης του Απόστολου Παύλου, (προς Φιλήμ. α’, 23) και συναιχμάλωτός του (Κολοσσ. δ’, 10). Κατόπιν διέπρεψε και σαν επίσκοπος Απαμείας στη Συρία.

Ο Μάρκος (ο και Ιωάννης), που δεν είναι βέβαια ο Ευαγγελιστής, χειροτονήθηκε επίσκοπος Βύβλου και έδρασε αποστολικά. Όπως μάλιστα του Πέτρου (Πράξ. ε’, 15), έτσι και αυτού η σκιά μόνη όταν έπεφτε στους ασθενείς τους θεράπευε.

Ο Ζήνων, είναι ο ίδιος με τον νομικό Ζηνά, που σα γνήσιος και ευδόκιμος εργάτης του Ευαγγελίου, βοήθησε γι' αυτό και στην Κρήτη μαζί με τον Απολλώ. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος τόσο συγκινητικά και φιλόστοργα συνιστά στον Τίτο, να τους φροντίσει τόσο πολύ, ώστε να μη τους λείψει τίποτα (Τίτ. γ’. 13). Ο Ζήνων, διέπρεψε και σαν επίσκοπος Διοσπόλεως.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Καλλίστρατος και οι μαζί μ' αυτόν Σαράντα εννέα Μάρτυρες

Ο Άγιος Καλλίστρατος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.). Καταγόταν από την Καρχηδόνα και οι γονείς του, καθώς και οι πρόγονοί του, ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί.

Όταν μεγάλωσε ο Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό σαν νεοσύλλεκτος αλλά δεν εγκατέλειψε τις ευσεβείς συνήθειές του. Μια από αυτές ήταν η βραδυνή προσευχή. Κάποιοι ειδωλολάτρες στρατιώτες κατήγγειλαν το γεγονός στον ειδωλολάτρη στρατηγό Περσεντίνο.

Εκείνος, αφού διέταξε πρώτα τον βασανισμό του, ακολούθως διέταξε να τον τοποθετήσουν μέσα σε ένα δεμένο σάκκο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με θαυματουργό τρόπο ο σάκκος σχίστηκε και δύο δελφίνια έσωσαν τον Καλλίστρατο. Σαράντα εννέα στρατιώτες που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Χριστό. Ο Περσεντίνος τότε εξοργισθείς διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολῶν τὸν δυσμενῆ, σοφία τῶν σῶν ἀγώνων ὅθεν καὶ προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοί, μεθ' ὧν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σὲ ἐν ὕμνοις.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ ἄστρον μέγιστον, ἔλαμψας κόσμω, τᾶς ἀκτῖνας ἄπασι, τῶν σῶν ἀγώνων ἐφαπλῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τοὶς κράζουσι, Χαίροις Μαρτύρων, τὸ κλέος Καλλίστρατε.

Ὁ Οἶκος
Τὸν τοῦ Κυρίου ἀθλητήν, καὶ μέγαν στρατιώτην, καὶ φίλον τῆς Τριάδος, καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων, καὶ μιμητὴν τοῦ Ἰησοῦ, ᾄσμασιν ἐν πίστει συνελθόντες οἱ πιστοὶ χαρμονικῶς ὑμνήσωμεν, γεραίροντες αὐτοῦ τὰ παλαίσματα καὶ τάς ἀριστείας, τοὺς πόνους, οὓς ὑπέστη διὰ Χριστὸν τὸν παμβασιλέα, αἰτούμενοι τυχεῖν αὐτοῦ ταῖς πρεσβείαις, τῆς ἀμείνονος ζωῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα οἱ χοροὶ εὐφραίνονται τῶν κραζόντων· Χαίροις Μαρτύρων τὸ κλέος Καλλίστρατε.


Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

Εὐαγγέλιον Κυριακής

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 1 - 11
1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

Ερμηνευτική απόδοση

Ενώ δε τα πλήθη τον περιτριγύριζαν εις πυκνάς μάζας και τον εστρίμωχναν, δια να ακούουν τον λόγον του Θεού, αυτός εστέκετο πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ. 2 Και είδε δύο πλοία αραγμένα και ακίνητα εκεί κοντά εις την λίμνην· οι ψαράδες είχαν βγη από αυτά και έπλυναν τα δίκτυα εις την παραλίαν. 3 Και αφού εμπήκε εις ένα από αυτά, που ανήκε στον Σιμωνα, τον παρεκάλεσε να προχωρήση εις μικράν απόστασιν από την ξηράν. Και καθίσας εδίδασκε από το πλοίον τα πλήθη του λαού. 4 Οταν δε έπαυσε να ομιλή, είπε στον Σιμωνα· “ξαναφέρε το πλοίον πάλιν εις τα ανοικτά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυά σας για ψάρεμα”. 5 Και αποκριθείς ο Σιμων του είπε· “διδάσκαλε, όλην την νύκτα, που είναι κατάλληλες οι ώρες για ψάρεμα, εκοπιάσαμε ρίχνοντες τα δίκτυα και δεν επιάσαμε τίποτε. Αλλά, θα υπακούσω στον λόγον σου και θα ρίξω το δίκτυ”. 6 Και αφού έκαμαν τούτο, έκλεισαν πολύ πλήθος ιχθύων· ήρχισε δε να σχίζεται το δίκτυον από το πολύ βάρος. 7 Και επροσκάλεσαν με νεύματα τους συνεταίρους των, που ήσαν στο αλλο πλοίον, να έλθουν, δια να πιάσουν μαζή με αυτούς τα δίκτυα με τα ψάρια. Και εκείνοι ήλθαν και εγέμισαν και τα δύο πλοία τόσον πολύ, ώστε εκινδύνευσαν να βυθισθούν. 8 Οταν δε ο Σιμων είδε το θαυμαστόν αυτό γεγονός, έπεσε κάτω εμπρός εις τα γόνατα του Ιησού και είπε· “Κυριε, έβγα από το πλοίον μου, διότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος αμαρτωλός και δεν μου αξίζει να ευρίσκομαι τόσον κοντά σου”. 9 Τα είπε δε αυτά, διότι κατέλαβε αυτόν και όλους εκείνους, που ήσαν μαζή του, μεγάλη έκπληξις, δια το πλήθος των ψαριών, που είχαν κλείσει εις τα δίκτυα. 10 Η ίδια δε έκπληξις κατέλαβε τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, που ήσαν συνεταίροι του Σιμωνος. Και είπεν ο Ιησούς προς τον Σιμωνα· “μη φοβάσαι· από τώρα θα πιάνης με τα δίκτυα του κηρύγματός σου ζωντανούς ανθρώπους και θα τους οδηγής εις την βασιλείαν των ουρανών”. 11 Και αφού έφεραν πάλιν εις την ξηράν τα πλοία, αφήκαν ολα, και ψάρια και δίκτυα και πλοία, και ηκολούθησαν ως πιστοί μαθηταί τον Χριστόν.

Ἀπόστολος Κυριακής

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ϛ´ 1 - 10
1 Συνεργοῦντες δὲ καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς· 2 - λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας - 3 μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, 4 ἀλλ’ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, 5 ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, 6 ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, 7 ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, 8 διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, 9 ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, 10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

Ερμηνευτική απόδοση

Συνεργαζόμενοι δε με τον Θεόν δια να συμφιλιωθή με αυτόν ο κόσμος, σας παρακαλούμεν να προσέξετε, μήπως ματαίως και ανωφελώς δεχθήτε την χάριν του Θεού. 2 Αι ευκαιρίαι της σωτηρίας παρέρχονται. Διότι η Γραφή λέγει· “εις κατάλληλον και ευπρόσδεκτον καιρόν σε ήκουσα και σε εδέχθην και εις περίοδον, που προσφέρεται προς σωτηρίαν, σε εβοήθησα”. Ιδού τώρα είναι ο κατάλληλος και ευπρόσδεκτος καιρός, ιδού τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας. 3 Τωρα και ημείς ως πρεσβευταί του Θεού μεσιτεύομεν και παρακαλούμεν να δεχθήτε την σωτηρίας, χωρίς να δίδωμεν εις κανένα ουδεμίαν αφορμήν προσκόμματος, δια να μη γίνη κατά κανένα τρόπον θέμα μομφής και εμπαιγμού η διακονία, που μας ανέθεσεν ο Κυριος. 4 Αλλά τουναντίον εις κάθε περίστασιν και με κάθε έργον συσταίνομεν και προβάλλομεν τους εαυτούς μας σαν γνησίους υπηρέτας του Θεού με πολλήν υπομονήν, με θλίψεις, με ανάγκας, με στενοχωρίας, 5 με δαρμούς, με φυλακίσεις, με συνεχείς μετακινήσεις-είτε ένεκα των διωγμών είτε ένεκα των αναγκών του έργου μας-με κόπους, με αγρυπνίας, με νηστείας, 6 με αγνότητα από κάθε μολυσμόν, με την άδολον γνώσιν της αληθείας, με την μακροθυμίαν, με ημερότητα και καλωσύνην, με τας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, με αγάπην ειλικρινή και άδολον, 7 με το κήρυγμα, δια του οποίου εξαγγέλεται η αλήθεια, με την δύναμιν του Θεού, με τα όπλα της δικαιοσύνης τα δεξιά, σαν εκείνα που κρατούν οι επιτιθέμενοι κατά την μάχην, και με τα όπλα τα αριστερά, σαν εκείνα που κρατούν οι αμυνόμενοι με το αριστερόν των χέρι, όπως είναι η ασπίδα. 8 Μαρτυρούμεν και βεβαιώνομεν επάνω εις τα πράγματα ποίοι είμεθα με την δόξαν, την οποίαν ο Θεός και οι πιστοί άνθρωποι μας αποδίδουν, αλλά και με την περιφρόνησιν εκ μέρους των απίστων, με την δυσφήμησιν εκ μέρους των διαβολέων, με τον έπαινον και την καλήν φήμην εκ μέρους των πιστών, με την κατηγορίαν εκ μέρους των απίστων ότι είμεθα απατεώνες και με την ομολογίαν εκ μέρους των πιστών ότι είμεθα ειλικρινείς. 9 Εργάται του Ευαγγελίου ημείς ζώμεν εν μέσω του κόσμου ως άγνωστοι δια την ασημότητα ημών, αλλά και ως πολύ καλά γνωστοί από τους πιστούς δια το έργον μας, ως κινδυνεύοντες κάθε ημέραν να αποθάνωμε, αλλ' ιδού ότι ζώμεν, ως βασανιζόμενοι και τιμωρούμενοι, αλλά και μη θανατούμενοι έως τώρα, 10 ως άνθρωποι, που είμεθα συνεχώς βυθισμένοι εις την λύπην, ημείς οι οποίοι εν τούτοις εις την πραγματικότητα πάντοτε χαίρομεν, ως πτωχοί οι οποίοι κάμνομεν πολλούς άλλους πλουσίους, ως άνθρωποι ποι δεν έχομεν τίποτε και όμως κατέχομεν τα πάντα.

Όσιος Ιωάννης ο Σπηλεώτης ο εν της κώμης Σιάς ασκήσας

Περί τα τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Σιάς της επαρχίας Λευκωσίας προς το χωριό Αλάμπρα, ευρίσκεται μια ερειπωμένη εκκλησία δίπλα σε ένα χείμαρο, η οποία λέγεται «Άης Γιάννης» (Άγιος Ιωάννης). Βορειότερα αυτής της ερειπωμένης εκκλησίας έχει κτιστεί τελευταίως καινούργια εκκλησία πάλι του Αγίου Ιωάννου. Οι κάτοικοι την αφιέρωσαν στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.

Η αρχική όμως εκκλησία που κτίστηκε κάποτε στον τόπο της ερειπωμένης εκκλησίας, κτίστηκε στο όνομα τοπικού αγίου, του Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη (γνωστού και ως Ποταμίτη). Με την πάροδο του χρόνου αυτή η εκκλησία γκρεμίστηκε και οι κάτοικοι των γύρω χωριών ξανάκτισαν αυτή που σώζεται ερειπωμένη μέχρι σήμερα. Η εκκλησία κτίστηκε το 1870 μ.Χ. με απλό πετρόκτιστο κτίσμα, τετράγωνης κατασκευής, κι ήταν κεραμιδοσκέπαστη. Εσωτερικά στο κέντρο του ναού, υπάρχει χαρακτηριστικά μια καμάρα, που πιθανόν να υπήρχαν κάποτε τα λείψανα του τοπικού αυτού οσίου τα οποία εφυλόσονταν εκεί και τα προσκυνούσαν οι πιστοί. Σήμερα αυτή η εκκλησία έχει εγκαταλειφθεί και δεν λειτουργείται.

Επι ονόματι λοιπόν του τοπικού Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη είχε κτιστεί η πρώτη εκκλησία και όχι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στα ανατολικά της εκκλησίας, γύρω στα δέκα μέτρα, υπάρχει λαξευτή σπηλιά μέσα σε βράχο, κοντά στον μικρό χείμαρο. Μέσα στην μικρή αυτή σπηλιά που είναι σαν καταφύγιο, στα αριστερά της, υπάρχει πεζούλα η οποία εχρησιμοποιείτο από τον οικήτορα της ασκητή σαν κρεβάτι, λαξευμένο στη πέτρα. Στα δεξιά της σπηλιάς υπάρχει στενόμακρο μικρό κάθισμα. Την σπηλιά αυτή, την χρησιμοποιούσε ο Ασκητής Ιωάννης Σπηλεώτης σαν καταφύγιο και προστασία από τις βροχές και κυρίως εκεί κατέφευγε τον καιρό του χειμώνα. Μέχρι και σήμερα σαν επισκεφθείτε την σπηλιά, θα δείτε να διατηρούνται το πέτρινο κρεβάτι του αγίου, ακόμη και το μαχαιράκι με το οποίο έσκαψε την σπηλιά.

Στην περιοχή τότε μόνασαν πέντε όσιοι. Οι τρεις αποκαλύφθηκαν. Ο Θεράπων, ο Ευτύχιος, και ο Ιωάννης Σπηλεώτης. Το 700 μ.χ. στην περιοχή υπήρχε ένας Ρωμαϊκός συνοικισμός, η λεγόμενη Παμπουλιά. Εκεί έφθασαν αλαμάνοι αγίοι από από την Παλαιστίνη, μεταξύ αυτών και οι πέντε όσιοι. Ο Ιωάννης Σπηλεώτης πέρασε από το χωριό Σια, έσκαψε την σπηλιά του, στην οποία έζησε και πήρε το όνομα Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης.

Το 2002 μ.Χ., μετά από πυρκαγιά που προκλήθηκε στη περιοχή, τρεις ιερείς έτρεξαν να κοιτάξουν κατά πόσο επηρεάσθηκαν τα εκκλησάκια από την πυρκαγιά. Επισκεπτόμενοι τον χώρο και ιδιαίτερα το σπήλαιο, κάπου εκεί μέσα σε μια γωνιά, βρήκαν μια σανίδα όχι πεταμένη αλλά ξεχασμένη. Την μάζεψαν και την πήγαν σε συντηρητή αγιογράφο. Όταν την καθάρισαν αρκετά καλά έμειναν έκπληκτοι από το εικόνισμα που αντίκρισαν. Η σανίδα αυτή ήταν παλιά εικόνα μεγάλης αξίας του Άγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Θεωρείται δεσπόζουσας σημασίας η εικόνα αυτή, γι’ αυτό και την έχουν φυλαγμένη. Μονάχα την μέρα της γιορτής του Aγίου, εκτίθεται σε προσκύνημα. Στο ειλατάριο που κρατεί ο Όσιος αναγράφεται «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον».

Τα τελευταία χρόνια ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης έχει κάνει διάφορα θαύματα, μερικά από τα οποία παραθέτονται πιο κάτω:

α) Ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης θεράπευσε δεκαπεντάχρονο παιδί από το χωριό Κόρνος το οποίο έπασχε από λευχαιμία, όταν προσέτρεξαν οι γονείς του προς τον Άγιο και ζήτησαν τη βοήθεια του.

β) Νέος από τα Κοκκινοχώρια, ο οποίος έπεσε από σκαλωσιά έμεινε παράλυτος εξ αιτίας βλάβης της σπονδυλικής του στήλης. Ακολούθως είδε τον Άγιο Ιωάννη Σπηλεώτη στον ύπνο του και του είπε: «Έλα στο σπήλαιό μου και ξάπλωσε στο κρεβάτι μου και θα γιατρευτείς». και έτσι πήγε στην Σιά και αφού προσκύνησε στην ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου, ακολούθως πήγε στο σπήλαιο και όταν ξάπλωσε στο πέτρινο κρεβάτι του Οσίου και επικαλέστηκε την βοήθεια του, σηκώθηκε υγιής δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο.

γ) Κάποιος χριστιανός από το χωριό Λύμπια, έπαθε δυστύχημα στον παλαιό δρόμο Μοσφιλωτής - Αλάμπρας κοντά στο γεφύρι που οδηγεί ο δρόμος στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Είχε μαζί του και τα δύο του παιδιά που ήταν ακόμη βρέφη και τα οποία έπαθαν κατάγματα και ευρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Την ώρα του δυστυχήματος ο άνθρωπος αυτός είδε ένα λαμπερό γέροντα με λευκή στολή που άρπαξε τα δυο του παιδιά και τα σήκωσε πάνω και έτσι δεν έπαθαν περισσότερη βλάβη. Μετά έμαθε ότι εκεί κοντά ευρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη, όπου πήγε και προσκύνησε και ακολούθως πήγε και είδε και το σπήλαιο του.

Επίσης στην Μονή Κύκκου ανακαλύφθηκε η Κάρα του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Ο επίσκοπος της Μονής Κύκκου Νικηφόρος, παραχώρησε τεμάχιο λειψάνων του Αγίου στην κοινότητα της Σιάς. Το τεμάχιο αυτό φυλάγεται σε ειδική λειψανοθήκη στην Κεντρική εκκλησία του Χωριού της Παναγίας Χρυσελεούσας, και μεταφέρεται μόνο κατά τον συνεορτασμό των Αγίων Ιωάννη Θεολόγου και Σπηλεώτη στις 26 Σεπτεμβρίου.

Ανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέου

Η Ανακομιδή των λειψάνων του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέα, έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. από την πόλη της Ρώμης στην πόλη του μαρτυρίου του, την Πάτρα.

Άγιος Νείλος ο νεότερος από την Καλαβρία

Ο Όσιος Νείλος ο Νέος γεννήθηκε στο Ροσσάνο της Κάτω Ιταλίας το έτος 910 μ.Χ. και θεωρήθηκε «θεῖο δῶρο» από τους γονείς του, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην Υπεραγία Θεοτόκο. Ως παιδί μελετά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της ερήμου, ζητώντας από τους γονείς του να του εξηγήσουν το νόημα των δύσκολων εδαφίων. Ήταν ακόμα νεαρό παιδί, όταν απεβίωσαν και οι δύο γονείς του, και την ανατροφή του την ανέλαβε η ευσεβής αδελφή του, η οποία μερίμνησε για τη μόρφωσή του και τον καθοδήγησε με το σωστό τρόπο. Όμως ο Νείλος, ως ένας ευπαρουσίαστος, ευφυής και εύγλωττος νέος, είναι περιζήτητος από τις νεαρές κοπέλες της πόλεως, και σύμφωνα με τη διήγηση του Βίου, μία από αυτές τον κατακτά. Ενώνεται μαζί της και αποκτούν ένα παιδί. Ο Νείλος όμως δεν παραμένει κοντά τους για πολύ. Σε μία κρίση υψηλού πυρετού, ο Νείλος βλέπει ένα όραμα θανάτου και αιώνιας καταδίκης, το οποίο είναι τόσο ζωηρό, που τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Έτσι μία ημέρα, χωρίς να μιλήσει σε κανένα, φεύγει για τις μονές του Μερκουρείου. Οι μοναχοί εκεί φοβούνται όμως να τον δεχθούν στα μοναστήρια τους, καθ' ότι ο κυβερνήτης της περιοχής είχε αποστείλει επιστολές σε όλα τα μοναστήρια, απειλώντας τους μοναχούς και τη μονή που θα δεχθεί τον Όσιο Νείλο. Έτσι, έστειλαν τον Όσιο σε μοναστήρι που βρισκόταν σε ξένη, Λομβαρδική επαρχία.

Καθ' οδόν προς το μοναστήρι, ο Νείλος εμποδίσθηκε δύο φορές, τη μία από Σαρακηνό και τη δεύτερη από ιππότη. Και οι δύο του υπέδειξαν να γυρίσει πίσω. Παρά ταύτα, ο Νείλος πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ναζαρίου, όπου παρέμεινε για λίγο μόνο καιρό. Ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα, με τον όρο να του επιτραπεί η επιστροφή στο Μερκούρειο μετά από σαράντα ημέρες. Ο ηγούμενος της μονής ήθελε να κάνει τον Νείλο ηγούμενο σε μία κοντινή μονή, αλλά εκείνος ορκίσθηκε πως δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να δεχθεί οποιεσδήποτε τιμές ή υψηλές θέσεις.

Κατόπιν αυτού, ένας από τους πρώην υπηρέτες τον επισκέπτεται, για να τον ενθαρρύνει στη νέα του ζωή. Ο Νείλος ζητά από τον υπηρέτη του να μείνει μαζί του και του δίδει τα ρούχα και το χιτώνα του, αφού ο άνθρωπος εκείνος δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει το ένδυμα που φορούν οι μοναχοί. Στην συνέχεια, ο Νείλος ζητά να του δώσουν ένα δέρμα προβάτου, για να το φορά ως μανδύα. Συγχρόνως, αναγγέλλει την πρώτη του προφητεία, προβλέποντας το θάνατο ενός κακού ευγενούς, ο οποίος διέμενε κοντά στη μονή. Αμέσως μετά, αναχωρεί για το Μερκούρειο.

Ο Όσιος Νείλος τρέφει μεγάλο σεβασμό προς τον Άγιο Φαντίνο  και αναπτύσσεται ένας πολύ στενός πνευματικός δεσμός μεταξύ των δύο Αγίων. Τους περιστοιχίζουν μοναχοί, για να παρακολουθούν τα αναγνώσματα των Γραφών καθώς και τις συζητήσεις τους. Όταν κάποιοι μοναχοί πήγαν σε ένα γέροντα που τον έλεγαν Ιωάννη και ύμνησαν την αρετή του Οσίου Νείλου, ο Ιωάννης πεθύμησε να τον υποβάλλει σε δοκιμασία. Όταν έτυχε να συναντήσει ο Ιωάννης τον Νείλο, του προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί, κάτι που ο Όσιος δεν έπινε ποτέ. Όμως πήρε το ποτήρι, ζήτησε την ευλογία του Ιωάννου και άδειασε ολόκληρο το ποτήρι. Το έκανε αυτό σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς το γέροντα.

Μετά από λίγο καιρό, δέχθηκε δριμύτατη επίπληξη από τον Ιωάννη, όταν προσπάθησε να διορθώσει την ερμηνεία που έδωσε ο Ιωάννης σε ένα εδάφιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Νείλος δέχθηκε την επίπληξη με σεβασμό, αλλά βασανιζόταν από τη σκέψη μήπως ο Ιωάννης σκέπτεται αιρετικά. Στο σημείο αυτό, εμφανίζεται ο σατανάς στον Όσιο Νείλο, με τη μορφή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προκειμένου να τον πειράξει. Του δίδουν μία ερμηνεία του εδαφίου και εξαφανίζονται. Αργότερα την ίδια ημέρα, αντιλαμβανόμενος πως η ερμηνεία αυτή ήταν αιρετική, σπεύδει ο Όσιος Νείλος στον Ιωάννη και του λέγει όσα έγιναν. Ο Ιωάννης τον αναπαύει και τον ενθαρρύνει.

Μια έντονη επιθυμία γιγαντώνεται μέσα στην καρδιά του Οσίου για ησυχία, και με την ευλογία των εκεί Πατέρων πηγαίνει να μείνει μέσα σε μια σπηλιά που βρίσκεται κοντά στη μονή.

Ένας από τους συνεχείς πειρασμούς του Οσίου Νείλου είναι η σκέψη πως μπορεί να δει ένα Άγγελο, η μια φλόγα ή φωτιά, ή το Άγιο Πνεύμα, επάνω στην Αγία Τράπεζα που ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στη σπηλιά του. Πολεμά αυτόν τον πειρασμό καλύπτοντας τους οφθαλμούς του με ποταμούς δακρύων και κάνοντας πολλές μετάνοιες. Πρέπει όμως να πολεμήσει και σαρκικούς πειρασμούς. Για να τους πολεμήσει, ρίχνει τον εαυτό του επάνω σε αγκάθια και μέσα από τον πόνο κατασβήνει την επιθυμία αυτή.

Κάποτε που ήταν στη Ρώμη, παρατήρησε μία ψηλή και επιβλητική γυναίκα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου και εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ από τη μορφή της, που ότι και αν έκανε, δεν μπορούσε να τη βγάλει από τη σκέψη του. Βλέποντας πως χάνει τη μάχη με αυτή την αδυναμία, στρέφεται προς τον Κύριο με αδιάλειπτη προσευχή. Από τον Εσταυρωμένο που έχει απέναντί του, βλέπει τη μορφή του Χριστού να υψώνει το δεξί Του χέρι και να τον ευλογεί τρείς φορές. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής, όπως αναφέρεται στο Βίο, παύει κάθε πόλεμος και ακάθαρτο ερέθισμα στη ζωή του, ώστε αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει με τις πολλές νηστείες και αγρυπνίες του, το απέκτησε διά της ομολογίας της δικής του αδυναμίας.

Κάποτε πλησίασε τον Όσιο ένας μοναχός, ζητώντας να γίνει μαθητής του. Μετά από λίγο καιρό ο μοναχός κουράσθηκε από τον τρόπο ζωής του Οσίου και άρχισε να φιλονικεί μαζί του. Ο Όσιος αποφάσισε να τον διώξει, αλλά εκείνος του υπενθύμισε πως πρέπει να του δοθούν πίσω τα τρία νομίσματα που του είχε δώσει όταν πρωτοπήγε, τα οποία ήταν να δοθούν στους πτωχούς. Αν και ο Όσιος δεν είχε πλέον τα χρήματα αυτά, πήγε σε ένα κοντινό μοναστήρι και ζήτησε να του τα δανείσουν, τα οποία και εξόφλησε στο μοναστήρι φιλοτεχνώντας τρία αντίγραφα του Ψαλτηρίου.

Ο Όσιος αρχίζει να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα όγκου στο λαιμό του, πράγμα που καθιστά αδύνατη την ομιλία και επίπονη την κατάποση. Ο Όσιος Φαντίνος του ζητά να επιστρέψει στο μοναστήρι, προκειμένου να τον περιποιηθούν. Στο μοναστήρι, ο Νείλος βασανίζεται από τη σκέψη πως αν φάει ψάρια ίσως θεραπευθεί, αλλά η επιθυμία να φάει ψάρι ίσως να προέρχεται από το διάβολο. Ένας άνθρωπος του έφερε λίγα ψάρια, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να τα φάει. Ο Κύριος ανταμείβει την υπομονή και τη γενναιοψυχία του Οσίου και τον απαλλάσσει από τον όγκο διαλύοντάς τον μέσα στο λάρυγγά του. Μετά από αυτό, ο Όσιος επέστρεψε στο σπήλαιό του.

Ο διάβολος εμφανίζεται στον Όσιο, με τη μορφή Αιθίοπα, ο οποίος τον κτυπά στο κεφάλι με ένα μεγάλο ρόπαλο. Ο Νείλος μένει αναίσθητος στη γη και όταν ανασηκώνεται, αντιλαμβάνεται πως το πρόσωπό του είναι πολύ πρησμένο και με πολύ κόπο μπορεί να χρησιμοποιήσει το βραχίονά του. Μένει στην κατάσταση αυτή επί σχεδόν ένα χρόνο, πεπεισμένος πως καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν μπορεί να γιατρέψει πληγές που έχουν προξενηθεί από δαίμονα. Θεραπεύεται, όταν επιστρέφοντας στο μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του ζητήθηκε να αναγνώσει το Εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού προς τιμήν των δύο Αποστόλων. Καθώς προχωρούσε η ανάγνωση, ο Όσιος προοδευτικά θεραπευόταν.

Μετά από λίγο καιρό, ο Όσιος Φαντίνος βλέπει ένα εκστατικό όραμα, το οποίο προμηνύει την καταστροφή του Μερκουρείου από τους Σαρακηνούς. Περιφέρεται πενθώντας, λέγοντας πως οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα βιβλία τους πρόκειται όλα να καταστραφούν. Αρνείται να μείνει μέσα στο μοναστήρι και αντ' αυτού περιφέρεται στους γύρω λόφους τρεφόμενος μόνο με άγρια βότανα. Στη συνέχεια αποφασίζει να εγκαταλείψει το Μερκούρειο. Οι μοναχοί της μονής του, έρχονται στον Όσιο Νείλο, παρακαλώντας τον να τους αναλάβει και να τους ορίσει κάποιον ηγούμενο. Γνωρίζουν ποιόν προτιμούν για ηγούμενο, αλλά αφήνουν την εκλογή στον Όσιο Νείλο. Ο Όσιος επιστρέφει μαζί τους στη μονή και εκεί επιλέγει ως ηγούμενο τον αδελφό του Οσίου Φαντίνου, τον Λουκά. Ο Λουκάς αρνείται την τιμή, αλλά ο Νείλος τον αναγκάζει να τη δεχθεί.

Μετά την αναχώρηση του Γέροντος Φαντίνου, ο πρώτος πραγματικός μαθητής του, ο μακάριος Στέφανος, έρχεται κοντά του. Ο Στέφανος είναι νεαρός, περίπου είκοσι ετών, αγρότης από πτωχή οικογένεια, που φροντίζει τη μητέρα και την αδελφή του μετά το θάνατο του πατέρα του. Είναι γνωστός για την αθωότητα και την απλότητά του. Πηγαίνει στον Όσιο Νείλο, κάθεται δίπλα του, και περιμένει να του πει ο Όσιος τι επιθυμεί. Όταν ερωτάται, απαντά πως επιθυμεί να γίνει μοναχός. Ο Νείλος προσφέρεται να του δείξει το δρόμο προς τα μοναστήρια, όμως ο Στέφανος του απαντά πως τα γνωρίζει και δεν τον αναπαύουν εσωτερικά. Προτιμά να μείνει με τον Όσιο Νείλο και επιμένει να μαθητεύσει κοντά του. Ο Όσιος τελικά δέχεται να τον κρατήσει κοντά του ως υποτακτικό και αρχίζει να τον δοκιμάζει, καθώς διαπιστώνει πως ο Στέφανος από τη φύση του είναι μάλλον τεμπέλης. Ο Όσιος προσπαθεί αρχικά να τον διορθώσει και να τον κάνει πιο ευγενή και ανδρείο. Μετά από τριετή προσπάθεια να το επιτύχει αυτό διά της υπομονής και λογικής, ο Όσιος στη συνέχεια αποφασίζει να παιδαγωγήσει πολύ πιο σκληρά τον Στέφανο. Μερικές φορές τον κτυπά στην προσπάθειά του να τον αναγκάσει να αποστηθίσει τις απλές προσευχές και το Ψαλτήρι. Ο Στέφανος υπομένει όλη αυτή τη σκληρή συμπεριφορά με καρτερία και προσπαθεί να υπακούσει. Μέχρι που λέγει στον Όσιο πως δεν ενοχλείται από προσβολές του διαβόλου, αλλά πως το μοναδικό του βάσανο είναι οι συνεχείς προσβολές της ασυγκράτητης επιθυμίας για ύπνο. Ο Όσιος Νείλος του κατασκευάζει ένα σκαμνί με ένα μόνο πόδι, ώστε κάθε φορά που θα τον παίρνει ο ύπνος να πέφτει κάτω. Ο Στέφανος πέφτει κάτω άπειρες φορές τραυματίζοντας ακόμα τα χέρια και το πρόσωπό του.

Ο Όσιος φέρεται πολύ αυστηρά στον Στέφανο. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η τιμωρία που επέβαλε ο Όσιος, όταν ο Στέφανος έσπασε ένα πήλινο δοχείο. Ο Στέφανος πηγαίνει στον Όσιο και του δείχνει τα κομμάτια. Ο Όσιος τότε δένει όλα τα κομμάτια μεταξύ τους και τα κρεμάει γύρω από το λαιμό του Στεφάνου, κάνοντας τον Στέφανο να στέκεται όρθιος μέσα στην τραπεζαρία ενώ οι άλλοι μοναχοί έτρωγαν, προκειμένου να τους επιδεικνύει το σφάλμα του.

Όμως, ο Όσιος επιδεικνύει μεγάλη ελεημοσύνη στον ευλογημένο Στέφανο. Ρωτά για την κατάσταση της οικογένειας του Στεφάνου στέλνοντας την ηγουμένη Θεοδώρα, μια σεβαστή μοναχή που ζούσε ασκητικά σε ένα κοντινό μοναστήρι με μοναχές, να τους επισκεφθεί. Ο Όσιος μάλιστα της ζητά να φιλοξενήσει τη μητέρα και την αδελφή του ευλογημένου Στεφάνου. Η Θεοδώρα έδωσε τη συγκατάθεσή της στην πρόταση αυτή, έτσι η μητέρα και η αδελφή του Στεφάνου έζησαν τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής τους υπηρετώντας πιστά και ειλικρινά τον Θεό μέσα στο μοναστήρι αυτό.

Ήλθε κάποτε μία περίοδος με πολλές εισβολές Σαρακηνών. Όταν οι Σαρακηνοί πλησίασαν την περιοχή του Μερκουρείου, οι μοναχοί αναζήτησαν καταφύγιο στα γύρω οχυρά. Ο μακάριος Στέφανος, ο οποίος ευρισκόταν την εποχή εκείνη στη μονή του Αγίου Φαντίνου, κατέφυγε σε ένα οχυρό, χωρίς να επιστρέψει στο σπήλαιο όπου βρισκόταν ο Όσιος Νείλος. Ο Όσιος αρχίζει να ανησυχεί για το μαθητή του Στέφανο. Όταν, πηγαίνοντας στο μοναστήρι του Αγίου Φαντίνου το βρίσκει λεηλατημένο και εγκαταλελειμμένο, νομίζει πως ο Στέφανος είναι αιχμάλωτος των Σαρακηνών και αρχίζει να λέγει στον εαυτό του πως εάν ο Στέφανος ήταν αιχμάλωτος, τότε και ο ίδιος θέλει να μοιρασθεί την αιχμαλωσία του. Αν και φοβάται τη σκληρότητα των Σαρακηνών, νοιώθει την υποχρέωση ως Χριστιανός να δώσει τη ζωή του για το φίλο του. Έτσι, αναχωρεί προς αναζήτηση των Σαρακηνών. Μόλις όμως κατάλαβε πως τους βρήκε, όλοι τους φαίνεται να τον αναγνώρισαν και πέφτουν στα γόνατα μπροστά του, βγάζοντας από τα κεφάλια τους τα τουρμπάνια τους. Ο Όσιος τότε αναγνωρίζει πως είναι άνδρες του οχυρού που έχουν μεταμφιεσθεί σε Σαρακηνούς, προκειμένου να προφυλάξουν την περιοχή. Από αυτούς μαθαίνει πως όλοι είναι ασφαλείς, ακόμα και ο Στέφανος.

Όσο έμενε ο Στέφανος στο μοναστήρι, για να βοηθήσει στη συγκομιδή, διδάχθηκε από ένα γέροντα πως να φτιάχνει καλάθια. Πηγαίνει ένα τέτοιο καλάθι στον Όσιο Νείλο στο σπήλαιό του, πιστεύοντας πως αυτό θα τον ευχαριστούσε. Όμως ο Όσιος του δίδει εντολή να το καταστρέψει αμέσως, επειδή το έφτιαξε χωρίς την ευλογία του. Ο ίδιος γέροντας πηγαίνει αργότερα στον Όσιο Νείλο και τον ρωτά εάν ο Στέφανος μπορεί να τον βοηθήσει να μαζέψει άχυρο. Ο Όσιος δίδει τη συγκατάθεσή του. Όταν επιστρέφουν, ο γέροντας του λέγει με έντονο παράπονο πως έχασε το Ψαλτήρι του. Ο Νείλος επιπλήττει τον Στέφανο που επέτρεψε να συμβεί αυτό, καθώς και για την απροσεξία του να μην έχει παρατηρήσει που είχε αφεθεί το Ψαλτήρι. Τότε του λέγει πως οφείλει να δώσει στον ηλικιωμένο μοναχό το δικό του Ψαλτήρι.

Όταν κάποτε ο Όσιος Νείλος έστειλε τον Στέφανο στο Ροσσάνο, για να αγοράσει μία περγαμηνή, αυτός επέστρεψε συνοδευόμενος από ένα ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγάλους άνδρες της πόλεως. Το όνομά του ήταν Γεώργιος.

Αυτός είπε στον Όσιο πως επιθυμεί να γίνει μοναχός εξ’ αιτίας ενός οράματος που είχε δει, όπου ο Κύριος του υπέδειξε να πάει στον Όσιο Νείλο να τον κείρει μοναχό. Ο Όσιος είπε στον άνθρωπο να πάει σε κοινόβιο, όπου θα βρει ανάπαυση ψυχής και σώματος. Την επόμενη Κυριακή μάλιστα τον οδήγησε στο κοινοβιακό μοναστήρι του Καστελάνου, για να τον αφήσει εκεί, μα ο Γεώργιος δεν αποδέχθηκε αυτό το γεγονός, λέγοντας στον Όσιο πως δεν είναι σωστό αυτό που κάνει, καθ' ότι εκεί πού πηγαίνει ο δάσκαλος, εκεί πρέπει να πηγαίνει και ο μαθητής του. Έτσι επέστρεψαν μαζί στο σπήλαιο. Εκεί, ο Γεώργιος αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, αναφέροντας στον Όσιο πως έχει γνωρίσει εξ’ ίσου την αφθονία και την υστέρηση και πως ούτε η νηστεία ούτε η εργασία τον τρομάζουν, καθ' ότι τα έχει γνωρίσει και τα δύο, κατά τη διάρκεια των πολλών ταξιδιών του ανά τον κόσμο. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μία βαθιά πνευματική σχέση, και ο Γεώργιος προοδευτικά αποδέχεται την τραχιά και ασκητική ζωή που διάγει ο Όσιος Νείλος.

Ακολουθεί ο θάνατος του Γεωργίου και ο Βίος, αφού σημειώνει πως εξελίχθηκε σε τέλειο μοναχό, τον υμνεί για την υπακοή, τη νέκρωση, τον ασκητισμό και την καταφρόνηση του ιδίου θελήματος, που όλα συνιστούν πραγματικά μαρτυρική ζωή.

Το μοναστήρι συνεχώς μεγάλωνε, όμως ο Όσιος Νείλος, λόγῳ της βαθιάς ταπεινοφροσύνης του, πάντα παραχωρούσε τον τίτλο του ηγούμενου σε άλλον. Ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο αυτό ήταν ο μοναχός Πρόκλος, ένας άνδρας ευρείας μορφώσεως, που πριν ακόμα γίνει μοναχός, νήστευε στα νιάτα του, μελετούσε το Ψαλτήρι καθημερινά και έκανε πολλές μετάνοιες ημερησίως. Ως μοναχός, ζούσε αυστηρά ασκητικό βίο, όμως έπρεπε να μάχεται εναντίον πολλών ασθενειών.

Την εποχή ενός τρομερού σεισμού, τον οποίο ακολούθησε μεγάλη βροχόπτωση, ο Όσιος Νείλος πήγε στο Ροσσάνο. Το μόνο κτήριο πού έμεινε όρθιο ήταν ο καθεδρικός ναός, που ήταν αφιερωμένος στην Αγία Ειρήνη. Το μεγαλύτερο θαύμα όμως ήταν πως δεν είχε πάθει κακό κανένας άνθρωπος ή ζώο. Όταν έμαθε γι' αυτό ο Όσιος Νείλος, κατευθύνθηκε προς την πόλη. Εκεί, βρήκε στο δρόμο ένα παλαιό δέρμα λύκου, το οποίο φόρεσε, για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Τα παιδιά της πόλεως έτρεχαν πίσω του πετώντας πέτρες και φωνάζοντας «Εσύ, Βούλγαρε!», ενώ άλλοι τον αποκαλούσαν «Φράγκο» ή «Αρμένιο» . Ο Όσιος Νείλος προχώρησε σιωπηλά προς τον καθεδρικό ναό, όπου έβγαλε το δέρμα του λύκου και εισήλθε μέσα στο ναό, για να κλάψει μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ήταν οδηγός και προστάτιδά του. Εκεί, ο φύλακας του ναού, ονόματι Κανίσκας, ο οποίος είναι ο πρώην διδάσκαλος του Οσίου Νείλου, μαζί με μερικούς άλλους ιερείς εκπλήσσονται με την επίσκεψή του στο Ροσσάνο. Ο Όσιος Νείλος απηύθυνε κάποιο λόγο στους παριστάμενους και, αφού τους είπε να αποχωρήσουν, έμεινε με τον Κανίσκα και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει την απληστία του. Όμως ο Κανίσκας συνεχώς πρόβαλε δικαιολογίες για τις αμαρτίες του. Τελικά, ο Όσιος Νείλος του είπε πως κάποτε θα επιθυμήσει να μετανιώσει, αλλά θα είναι πολύ αργά να το κάνει. Σύντομα μετά, καθώς προσευχόταν, ο Όσιος Νείλος ασθένησε και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι του. Τότε έλαβε επιστολή από τον Κανίσκα, ο οποίος τον εκλιπαρούσε να πάει κοντά του και να του αφαιρέσει τα πλούτη του, πριν τον κρατήσει δέσμιο ο διάβολος τη στιγμή του θανάτου. Ο Όσιος Νείλος αμέσως θεραπεύθηκε από την ασθένειά του και η μόνη αντίδρασή του ήταν να υμνήσει τον Θεό, ο Οποίος στην άμετρή Του πρόνοια δεν επέτρεψε να κάνει αυτό πού το θείο θέλημα δεν επιθυμούσε.

Μετά από αυτό το γεγονός, το Άγιο Πνεύμα φώτισε τον Όσιο, ο οποίος αμέσως πήγε κοντά στους μοναχούς του, καθ' ότι ο διάβολος τριγυρνούσε ανάμεσά τους αναζητώντας να καταβροχθίσει κάποιον. Ο Όσιος Νείλος περπατούσε ανάμεσα στους αδελφούς του ακατάπαυστα ολόκληρη την ημέρα προτρέποντάς τους να επικαλούνται το Όνομα του Ιησού Χριστού, για να διώξουν μακριά το διάβολο. Τελικά, τη δεκάτη ώρα, ο διάβολος έριξε στο έδαφος ένα μεγάλο δένδρο σκοτώνοντας ένα σκυλί. Ο Βίος σχολιάζει πως ο διάβολος στην πραγματικότητα είχε σκοπό να το κάνει αυτό σε έναν από τους μοναχούς, αλλά εμποδίσθηκε από τον Όσιο, ο οποίος ήταν ως Άγγελος Κυρίου που τειχίζει αυτούς που έχουν φόβο Θεού και τους λυτρώνει.

Ο Όσιος Νείλος δυσφορούσε καθώς διαπίστωνε πως οι μοναχοί δεν πρόκοπταν στην αρετή. Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει την υπακοή των μοναχών του, για να διαπιστώσει εάν πρέπει να συνεχίσει να ζει μαζί τους ή όχι. Γι' αυτό το σκοπό πρόσταξε τους μοναχούς να κόψουν τα πλεονάζοντα κλήματα της μονής, αφήνοντας μόνο όσα χρειάζονται. Οι μοναχοί δεν απάντησαν, μόνο βγήκαν έξω και προχώρησαν να κάνουν αυτό που τους πρόσταξε ο Όσιος Νείλος. Όταν ο Όσιος είδε την υπακοή τους, έδωσε υπόσχεση στον Θεό πως δεν θα προτιμήσει τίποτε επάνω από αυτούς.

Κοντά στο Ροσσάνο υπήρχε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Αναστασία, το οποίο είχε οικοδομηθεί από τον Ευπράξιο, ένα Βυζαντινό αξιωματικό, ο οποίος εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η φροντίδα του παρεκκλησίου είχε ανατεθεί στο μοναχό Αντώνιο, ο οποίος, πριν το θάνατό του, το παρέδωσε στον Όσιο Νείλο. Εκεί ο Όσιος οικοδόμησε μοναστήρι, για τις μοναχές που ζούσαν στα διάφορα μέρη της περιοχής εκείνης.

Ο Μητροπολίτης Καλαβρίας Θεοφύλακτος, ο δομέστικος Λέων, μαζί με τους ηγέτες του Ροσσάνο και πολλοί εκ του κλήρου και των λαϊκών πήγαν κάποτε στον Όσιο. Είχαν συζητήσει καθ' οδόν τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να θέσουν στον Όσιο Νείλο, για να τον δοκιμάσουν. Όταν τους αντιλήφθηκε ο Όσιος, προσευχήθηκε στον Χριστό, λέγοντας πως γνωρίζει ότι έρχονται για μάταιους λόγους να τον επισκεφθούν, και συνεπώς χρειάζεται θεία βοήθεια να πει αυτά πού είναι απαραίτητα, αλλά και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Όσιος τελικά προχώρησε σε μία μακροσκελή ομιλία περί της ανάγκης για αρετή και την εγκατάλειψη πονηρών ατραπών. Η ομιλία αυτή βοήθησε τους ανθρώπους να ζητήσουν μεγαλόφωνα το έλεος του Θεού. Μετά από αυτό, έθεσαν πολλά ερωτήματα στον Όσιο, αλλά εκείνος χειριζόταν τα ερωτήματά τους με τρόπο ώστε οι ερωτούντες να αναγκάζονται να εξετάσουν τις δικές τους ζωές.

Κάποτε μερικοί από το Ροσσάνο πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέθεσαν ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του Οσίου Νείλου ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστού Ευπραξίου, λέγοντας πως ο Όσιος είχε πάρει τιμαλφή από το μοναστήρι του, μαζί με όλα τα αντικείμενα του μοναχού Αντωνίου. Ο Ευπράξιος ήλθε στο Ροσσάνο μετά από το διορισμό του ως αυτοκρατορικού δικαστού για την Ιταλία και την Καλαβρία. Όλοι οι ηγούμενοι της περιοχής ήλθαν να τον υποδεχθούν κατά την άφιξή του, όμως ο Όσιος Νείλος έμεινε σε απόσταση, επιθυμώντας να μην παγιδευτεί σε όλη την πομπώδη αυτή επίδειξη κολακείας. Παρέμεινε μέσα στο μοναστήρι του, προσευχόμενος για τη σωτηρία όλου του κόσμου και την ψυχή εκείνου του αξιωματικού. Νοιώθοντας περιφρονημένος από αυτή τη σκόπιμη απουσία του Οσίου Νείλου, ο δικαστής άρχισε να σκέπτεται πως θα τον τιμωρήσει. Όμως γρήγορα αρρώστησε από γάγγραινα. Παρέμεινε άρρωστος επί τρία χρόνια. Ο Όσιος Νείλος τον επισκέφθηκε και ο δικαστής φίλησε τα πόδια Οσίου και του εζήτησε να τον κείρει μοναχό. Αφού έγινε μοναχός, μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και παρέδωσε το πνεύμα.

Ο στρατηγός του Θέματος της Καλαβρίας Βασίλειος προσέφερε στον Όσιο Νείλο ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν, το οποίο απέκτησε όταν τα στρατεύματά του κατέκτησαν την Κρήτη. Ο Όσιος αρνήθηκε να δεχθεί το παραμικρό μέρος αυτού του ποσού και συμβούλευσε το στρατηγό να δώσει τα χρήματα στον καθεδρικό ναό της πόλεως. Ο Βασίλειος ερώτησε τον Όσιο εάν μπορεί τουλάχιστον να κτίσει ένα παρεκκλήσι για το μοναστήρι, το οποίο διέθετε μόνο ένα μικρό ναό φτιαγμένο από λάσπη. Η απάντηση του Οσίου Νείλου όμως τους ξαφνιάζει, καθ' ότι τους λέγει πως δεν χρειάζεται να κτίσουν τίποτε, εφ' όσον η Καλαβρία σύντομα θα πέσει ολόκληρη στα χέρια των Σαρακηνών. Έτσι ο Όσιος αποφασίζει να φύγει από την Καλαβρία και πηγαίνει στην Κάπουα. Αργότερα φθάνει στη Ρώμη και μετά από πολλές περιπέτειες οδηγείται από τον Θεό στον τόπο που πρόκειται να ενταφιασθεί. Φθάνει στην πόλη του Τούσκουλου, περίπου δώδεκα μίλια μακριά από τη Ρώμη, και πηγαίνει στη μονή της Αγίας Αγάθης, όπου υπάρχουν μερικοί Έλληνες μοναχοί. Ο πρίγκηπας του Τούσκουλου Γρηγόριος, γνωστός για την τυραννικότητα και την αδικία του, έρχεται στον Όσιο και, βάζοντας εδαφιαία μετάνοια στα πόδια του Οσίου, του λέγει πως δεν είναι άξιος, λόγῳ των πολλών του αμαρτιών, να δεχθεί τον Όσιο κάτω από την στέγη του, αλλά διαπιστώνει πως ο Όσιος, όπως ο Κύριος, προτιμά τους αμαρτωλούς από τους δικαίους. Ο πρίγκηπας τότε προσφέρει το σπίτι του, όλες τις εκτάσεις του και το οχυρό του. Ο Όσιος Νείλος όμως του δηλώνει πως χρειάζεται μόνο ένα μικρό μέρος της εκτάσεως, όπου μπορεί να ζήσει σε ησυχία και όπου οι μοναχοί του μπορούν να εξιλεωθούν ενώπιον Θεού για τις αμαρτίες τους και να προσεύχονται για τη σωτηρία του κόσμου.

Ενώ η πλειοψηφία των μοναχών παρέμεινε σε απόσταση από τον τόπο της ασκήσεως του Οσίου Νείλου, ο Όσιος συγκέντρωσε γύρω του λίγους μοναχούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μοναχός Παύλος. Ο Όσιος του παρέδωσε τα μοναδικά του επίγεια υπάρχοντα, που ήταν λίγα κουρέλια, και ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού. Μετά από αυτό, ο Όσιος Νείλος τους ευλόγησε και οι μοναχοί τον μετέφεραν μέσα στο ναό, όπου κοιμήθηκε με ειρήνη. Λίγο πριν παραδώσει την αγία του ψυχή στον Θεό, το έτος 1003 μ.Χ., ένας από τους μοναχούς τον άκουσε να προφέρει τα εξής λόγια: «Δέν θά ντροπιαστῶ, ἐπειδή ἐτήρησα, Κύριε, ὅλες τίς ἐντολές Σου».

Ο Όσιος Νείλος συνέθεσε ύμνους στον Όσιο Βενέδικτο, τους οποίους έμελψε μετά μελωδικής ψαλμωδίας σε παννυχίδα και μετά εξηκονταμελούς χορού