Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Εὐλογημένα μου παιδιά, Ὅταν εἴμεθα μέ τόν Γέροντά μου στήν Νέα Σκήτη, ἡ παραίνεσίς του, ἡ προτροπή, ἡ τακτική καί ὁ σκοπός του ἦταν νά μᾶς συμβουλεύη συνέχεια, ἐπισταμένως, μέ ἄγρυπνη παρακολούθησι νά λέμε τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ μας καί νά ἀγρυπνοῦμε γενναῖα. Μᾶς εἶχε ἐμφυτεύσει πολύ βαθειά τήν ἔννοια τῆς προσευχῆς καί τῆς νήψεως διά τῆς ἀγρυπνίας. Μᾶς ἔλεγε ὅτι μοναχόν πού ἀγρυπνεῖ καί προσεύχεται μετά νήψεως, μή τόν ἰδῆτε ὡς γήϊνον ἄνθρωπον, ἀλλά ὡς ἄγγελον Θεοῦ. Ὅπως οἱ ἄγγελοι εἰς τόν οὐρανόν ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα, ἀενάως τόν Τρισάγιον Θεόν μέ ἀπέραντη εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασι καί θεωρία Θεοῦ, οὕτω πως καί οἱ μοναχοί πρέπει νά ἀγρυπνοῦν, νά ὑμνολογοῦν, νά νήφουν, νά πενθοῦν καί νά κλαῖνε τίς νύκτες καί τίς ἡμέρες.
Βέβαια ἡ νύκτα εἶναι πιό ἀποδοτική διά τό ἥσυχον τῆς φύσεως, καί ἰδιαίτερα κατά τίς ὧρες πού ξεκουράζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν μέριμνα τῆς ἡμέρας. Ξεκουράζεται ὁ νοῦς ἀπό τήν ἀδολεσχία καί τόν κόπο τῆς ἡμέρας, ὁπότε ἀγρυπνώντας ξεκούραστος καί νηφάλιος ἔχει ἀπόδοσιν περισσοτέραν.
Μᾶς παρακολουθοῦσε ὁ Γέροντάς μας, ἐάν ἀδιαλείπτως προσευχώμεθα. Δέν μᾶς ἔλεγε πολλές θεωρίες, ἐννοῶ μεγάλες διδασκαλίες πολύωρες. Ὄχι· λίγη ὥρα, ἀλλά διδασκαλία μεστωμένη καί «διάνα» στόν σκοπό.
Κάποτε ἔλεγε σέ κάποιον ἀδελφό τῆς συνοδείας μας: Λέγε, παιδί μου, τήν εὐχή· δέν σέ ἀκούω νά τήν λές!
Ἐ, τώρα Γέροντα, προφορικά θά τήν ποῦμε, μετά ἀπό τόσα χρόνια στήν καλογερική;
Μά ντρέπεσαι, παιδί μου, νά πῆς τήν εὐχή, ἐπειδή φαίνεται ὁ τρόπος τῆς προφορικῆς εὐχῆς ἀρχαρίτικος; Καί περνιέσαι ὅτι εἶσαι προχωρημένος; Ντροπή εἶναι, ὅταν δέν τήν λέμε τήν προσευχή καί ὅταν ὁ νοῦς μας περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ὅταν τό στόμα μας δέν σταματᾶ καθόλου νά ὁμιλῆ. Αὐτό εἶναι ντροπή καί στά μάτια τοῦ Θεοῦ καί στά μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Κάποιος ἀδελφός τήν ἔλεγε συνέχεια, ἀκατάπαυστα καί κάποια μέρα ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔκανε τήν ἐπίσκεψί της, ἄν καί ὑπῆρχε κι ἄλλοτε κατά διαστήματα ἐμφανιζόμενη κατά διαφορετικό τρόπο. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, μετά ἀπό πολλή προφορική ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μας, τόσον ἀνοίχθηκαν τά μάτια, τόσον τῆς ψυχῆς, ὅσον καί τοῦ σώματος, τά σάρκινα, ὥστε νά βλέπουν πολύ διαφορετικά! Μά, τό πῶς, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπόρεσε νά τό ἐξηγήση. Ὅλα ὅσα ἔβλεπε καί ἄκουγε ἦταν κάτι τό ξένο, κάτι πού εἶχε σχέσι μέ τό ὑπερφυσικό. Τά πουλάκια νά κελαηδοῦν, τά φυτά ἀνθισμένα, τά δέντρα μέ τό ἄνθος καί τήν εὐωδία τους, ὁ ἥλιος, ἡ λαμπερή ἡμέρα, τά πάντα μιλοῦσαν γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ! Τά ἔβλεπε, ὅπως θά ἔβλεπε καί ἕναν Παράδεισο. Εἶχε γίνει μία ἀποκάλυψις, ἕνα ξεσκέπασμα, μία φανέρωσις ἑνός μυστηρίου πού εἶναι τόσο κρυμμένο ἀπό ἐμᾶς πού δέν βλέπουμε μέ τέτοια μάτια πνευματικά. «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». Τόσο τό ζωϊκό ὅσο καί τό φυτικό βασίλειο μιλοῦσαν γιά τήν δόξα, γιά τήν μεγαλοπρέπεια, γιά τήν μεγαλωσύνη, γιά τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος τοῦ Θεοῦ! Ἐθαύμαζε, ἐξίστατο, δέν μποροῦσε νά μιλήση. Τά μάτια ἔτρεχαν δάκρυα· ὄχι δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες, ἀλλά δάκρυα γιά τήν ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ. Πῶς μποροῦσε ἡ καρδιά νά ἀντέξη αὐτή τήν ἀποκάλυψι τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ!
Μά καί ὁ Ἀδάμ, ὅταν ἦτο εἰς τόν Παράδεισον τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ Παράδεισος τοῦ ἦτο μία θεωρία, μία ἁπτή θεωρία τοῦ Θεοῦ. Εὐφραίνετο τό πνεῦμα του, ἠγαλλιᾶτο, ὅταν ἐπλησίαζε στό κάθε τι, στό κάθε δημιούργημα καί ἄκουγε τή φωνή του, τήν ὑμνολογία του στόν Θεό.
Ὅπως, ὅταν ζοῦσε στή γῆ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως, ὅταν ἦταν στό μοναστήρι του στήν Αἴγινα, κάποτε οἱ μοναχές του, τοῦ ζήτησαν νά τούς ἑρμηνεύση τί θά πῆ: «Πᾶσα πνοή, αἰνεσάτω τόν Κύριον». Τούς ἀπήντησε: «Θά σᾶς πῶ ἀλλά περιμένετε». Ἔτσι κάποια νύχτα πού ἀγρυπνοῦσαν ἔξω καί ὁ Ἅγιος πῆγε πιό πέρα καί αὐτός νά κάνη τήν προσευχή του, γιά μιά στιγμή οἱ μοναχές, κατά τρόπον ὑπερφυσικόν, χωρίς νά μπορέσουν νά τό ἐρμηνεύσουν, ἄκουσαν, ἔνοιωσαν, αἰσθάνθηκαν ὅλη τήν κτίσι μέ μία πνοή, μέ ἕνα βούϊσμα, κάτι τό ὑπερφυσικό. Μόνο τότε πληροφορήθηκαν ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». Ὅλη ἡ κτίσις μέ μία πνοή αἰνοῦσε τόν Κύριο, τόν Δημιουργό, τόν Πλάστη.
Διαβάζουμε καί στούς Πατέρες μας ὅτι ἀγρυπνοῦσαν ὅλη τήν νύκτα καί πολλάκις ἐν συνεχείᾳ καί ὅλη τήν ἡμέρα καί δέν καταλάβαιναν πῶς πέρασε ἡ νύχτα καί ἡ ἡμέρα. Ὁ χρόνος ἐκμηδενιζόταν καί τοῦτο ὠφείλετο στό ὅτι ὁ νοῦς τους εἶχε πάθει μετάθεσι. Ὁ νοῦς τους μετετίθετο, ξεκολλοῦσε ἀπό τά γήϊνα καί μεταφέρετο στόν ἄλλο κόσμο. Καί κατά τόν Δαβίδ «χίλια χρόνια ὡς μία ἡμέρα καί ὡς ἕνα κομμάτι τῆς νύχτας λογίζεται». Χίλια χρόνια τούτου τοῦ κόσμου εἶναι σάν μιά στιγμή χρόνου τοῦ ἄλλου κόσμου. Οἱ Ἄγγελοι ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα καί δέν γνωρίζουν τί σημαίνει χρόνος.
Ἡ προσευχή εἶναι τό καμάρι, εἶναι ἡ ὀμορφιά τοῦ χριστιανοῦ καί ἰδιαίτερα τοῦ μοναχοῦ, ὅταν προσεύχεται. Μοναχός πού δέν προσεύχεται, δέν ἔχει αὐτή τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος στήν ψυχή του, στόν νοῦ του. Τί θά πῆ ὀμορφιά τοῦ νοῦ; Ἡ ὀμορφιά τοῦ νοῦ γνωρίζεται, ὅταν ὁ νοῦς μετατίθεται κατά τόν καιρό τῆς ἀγρυπνίας καί τῆς προσευχῆς πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἄλλο κόσμο, τόν πνευματικό· τόν κόσμο, πού δέν ἔχει καμμιά συνάφεια καί σχέσι μέ τοῦτον τόν κόσμο τόν ὑλικό. Ὅταν ἐπιφοιτήση τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἡ μετάθεσις αὐτή τοῦ νοῦ δέν χρήζει χρόνου. Σέ μηδέν χρόνο ὁ νοῦς βρίσκεται σέ ἐπαφή μέ τόν θεῖον φῶς καί μέ τόν θεῖον Παράδεισον. Περιπολεύει εἰς τά ὑπέρ φύσιν καί εἰς τό ὑπερπέραν καί ἀδολεσχεῖ καί τρέφει καί ὀμορφαίνει καί λαμπρύνεται καί στολίζεται καί εὐωδιάζει καί γίνεται ἐκτός ἑαυτοῦ. Ὅλα αὐτά τά κάνει ἡ προσευχή. Ἡ βάσις, ἡ ἀφετηρία, ὁ τόπος τῆς ἐκτοξεύσεως πρός τόν ἄλλο κόσμο εἶναι ἡ εὐλογημένη προσευχή. Καί τί δέν κάνει αὐτή ἡ προσευχή καί τί δέν διορθώνει καί τί δέν βάζει στήν θέσι του!
Αὐτήν τήν προσευχή ὁ διάβολος τήν ἔχει ἐπισημάνει καί ἐπιδιώκει νά τήν σταματήση. Αὐτό εἶναι τό σύνθημα τῶν λεγεώνων τῶν δαιμόνων. Ὅλοι μέ μιά φωνή ζητοῦν νά σταματήσουμε νά φωνάζουμε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νά μή λαλῆται τό ὄνομα Του στόν κόσμο, νά μήν ἀκούγεται· πρέπει νά καταργηθῆ.
Ὁ Χριστός μας ἀπό τήν ἄλλη πλευρά φωνάζει:
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»1. Μεγάλη δουλειά, μεγάλη ὑπόθεσις. Ὅποιος μοῦ φωνάζει τό Ὄνομα, τό ὁποῖον εἶναι ὁμολογία τῆς θεότητός Μου, θά τόν ὁμολογήσω, θά τόν δικαιώσω ἐνώπιον τοῦ Πατρός μου καί ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων Του, μέ ἀποτέλεσμα νά στεφανωθῆ αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Οἱ Ἄγγελοι θά παίξουν ἐμβατήρια γι᾿ αὐτόν τόν νικητή τοῦ Θείου Ὀνόματος.
Καί βλέπετε τά δαιμόνια νά πάσχουν· ὅταν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀκούγεται, αὐτοί, ἀνακατεύονται, δέν νοιώθουν καλά μέσα στά σωθικά τους. Ὅπως μᾶς κάνει ἐμᾶς ὁ διάβολος, ὅταν μπαίνη μέσα μας καί δή ὑποστατικά. Κυλίει τόν ἄνθρωπο κάτω καί βγάζει ἀφρούς καί στρεβλώνει τά μάτια του καί ἀγριεύει καί ἄνθρωποι πολλοί δέν μποροῦν νά τόν δεσμεύσουν· οὔτε σίδερα τόν πιάνουν, ἕναν ἄνθρωπο γήϊνο, οὔτε μποροῦν νά τόν δαμάσουν, ὅταν τό δαιμόνιο τόν περιλάβη. Ἔτσι παθαίνει καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος· αὐτόν τόν πόνο, αὐτόν τόν δαιμονισμό αἰσθάνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέγη τήν εὐχή μέ πόθο, μέ ἀγάπη καί μέ ζῆλο τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Χριστός πρέπει νά βασιλεύη. Γιατί ἀνέβηκε ἐπάνω στόν Σταυρό; «Ὅταν ὑψώσητε τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε, ὅτι ἐγώ εἰμι»2. Αὐτό εἶπε στό Ἱερόν Του Εὐαγγέλιον. Θεοπρεπέστατα μᾶς τό πληροφόρησε ὅτι θά ἔλθη καιρός, ὅταν θά μέ σταυρώσετε καί θά μέ σηκώσετε ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν, πού θά γνωρίσετε τήν δύναμι τῆς Θεότητός μου καί τήν δύναμι τοῦ Θείου Ὀνόματός μου. Τότε πᾶσα γλῶσσα, πᾶσα φυλή καί πᾶς ἄνθρωπος θά προσκυνήση καί θά ὁμολογήση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κριτής τῶν ζώντων καί τῶν νεκρῶν. «Πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων»3. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος καί εὐτυχισμένος αὐτός πού θά ὁμολογήση στήν ζωή του. Τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι, ὅσο καί ἄν εἶναι βεβαρημένο τό ποινικό του, ὅταν θά ὁμολογῆ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, Αὐτός ὁ Χριστός θά ἐξαλείψη αὐτό του τό βάρος καί αὐτήν του τήν ἐνοχή.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…»
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τοῦ ἀφέθησαν οἱ ἀνομίες του, πού τοῦ συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες του. Συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες καί λειώνουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φωνάζη εἰς βοήθειάν του τόν Κύριόν του καί Θεόν του, καί ὁ Χριστός τοῦ χαρίζει μετάνοια, τοῦ χαρίζει τήν ἀνακαινιστική καί ἀναγεννητική μετάνοια μέ τά δάκρυα καί μέ τό πένθος. Καί μετά ἀπό τήν κατάστασι αὐτή τοῦ πένθους καί τῶν δακρύων, τόν ὁδηγεῖ στό χαροποιόν πένθος καί μετά στόν κλαυθμό τῆς Θείας Ἀγάπης. Μετάβασις ἀπό τήν μία κατάστασι στήν ἄλλη. Καί ὅλα αὐτά καί τόσα ἄλλα τά γεννᾶ, τά παράγει ἡ προσευχή· τίποτε ἄλλο, μόνον τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Τί ἔλεγαν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι εἰ ςτούς Ἀποστόλους, ὅταν τούς συνέλαβαν καί τούς δίκαζαν καί τούς ἀπειλοῦσαν; «Οὐ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μή διδάσκειν ἐπί τῷ ὀνόματι τούτῳ;»4. Σταματῆστε νά μιλᾶτε γι᾿ αὐτό τό ὄνομα. Ὄχι, τούς ἀπαντᾶ ὁ θαρραλέος Ἀπόστολος Πέτρος· «Οὐ δυνάμεθα σιωπᾶν· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»5. Ἐμεῖς θά ὁμολογοῦμε, θά κηρύττουμε, «ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν»6, καί δέν θά μᾶς κλείση κανείς τό στόμα. Ἀποτέλεσμα ἦταν νά τόν κρεμάσουν οἱ υἱοί τοῦ διαβόλου ἀνάποδα, μέ κάτω τό κεφάλι κι ἐπάνω τά πόδια νά μαρτυρήση. Ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τόν ἴδιο θάνατο ὑπέστη. Παρομοίως καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι καί Μάρτυρες. Γι᾿ αὐτό τό Ὄνομα ἔγιναν ὅλα. Καί τώρα ἀκόμη, ὅταν φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἄν θά μπορούσαμε νά βλέπαμε μέ τά μάτια μας, τί γίνεται ἀοράτως, θά λέγαμε: «Ὄντως καί τώρα καί πάντοτε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά ἀνακατεύη τήν κόλασι».
Μήπως οἱ χιλιαστές δέν τό ἔχουν αὐτό τό ἀνακάτεμα μέσα τους; Βεβαίως! Ὁ διάβολος τούς ἔχει «πασάρει» τόσο ὄμορφα νά λένε: «Πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἄντε καί παρακάτω γιά νά δοῦμε. Υἱός τοῦ Θεοῦ ὅμως ὑπό ποίαν ἔννοιαν; Διότι ὅλοι ὅσοι πιστεύουμε στόν Χριστό καί εἴμεθα ἀναγενημένοι, εἴμεθα παιδιά τοῦ Θεοῦ κατά Χάριν. Ὁ Χριστός μας ὅμως εἶναι ὁ κατά φύσιν Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί βροντοφώνησε ἡ θεολόγος γλῶσσα τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου; «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος»7. Αὐτό δέν μποροῦν νά τό ποῦν, γιατί αὐτή ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Θεολόγου Ἰωάννου εἶναι τό «Βατερλώ» τῶν χιλιαστῶν. Αὐτό κηρύττουμε, αὐτό φωνάζουμε, αὐτό βροντοφωνοῦμε, ὅταν προσευχώμεθα μέ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Καί αὐτό πρέπει νά θεμελιωθῆ ἀκράδαντα στήν ζωή μας. Νά φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, νύχτα – μέρα· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὁμολογία καί ἔλεος. Τί καλύτερο ἀπό τοῦτο; Νά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μας καί νά γεμίζη ἡ ἀτμόσφαιρα μέ τήν ὀμορφιά τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί ἐν συνεχείᾳ νά ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο ἔλεος «ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν». Καί ὅταν φωνάζη ὁ Χριστιανός καί δή ὁ μοναχός· «Ἔλεος καί συγγνώμη Κύριε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σῶσόν με», πῶς ὁ Χριστός θά παραβλέψη αὐτόν τόν ἄνθρωπο καί δέν θά τοῦ στείλη τά χαρίσματά Του;
Πῶς νά μή γνωρίση τό Φῶς Του;
Πῶς νά μήν πάθη μετάθεσι νοῦ;
Πῶς νά μήν κλαίη μέσα στό Φῶς, μέσα στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς Θείας Λαμπρότητος;
Πῶς νά μήν εὕρη μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό Φῶς τόν Χριστό, ὅπως ἔχει;
Βέβαια στήν ἀρχή τῆς ὁμολογίας καί τῆς πορείας καί τῆς θεμελιώσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, δέν φαίνεται τό κέρδος. Εἶναι ὁ κόπος, εἶναι ὁ μόχθος, εἶναι ὁ ἀγώνας, εἶναι ἡ ἀντίδρασις τῶν λεγεώνων τῶν δαιμόνων, γιά νά σταματήσουμε. Ὁ κόπος τῆς προσευχῆς θά παρέλθη· καί κατά τόν χρόνο καί τήν διάρκεια τῆς προφορικῆς ἐπικλήσεως τοῦ Θείου Ὀνόματος θά ὑπάρξη ἡ παράκλησις τοῦ Χριστοῦ. Στήν συνέχεια δέ, ὅταν ἐπιτυχῶς καί περιεκτικῶς συνοδεύση τήν προσευχή ἡ ὅλη προσοχή τῆς ζωῆς, θά ἔλθη ἐν καιρῷ εὐθέτῳ καί ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὠφέλεια, τήν ὁποίαν τώρα δέν γνωρίζουμε. Δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἀνοιχθοῦν τά μάτια τῆς ψυχῆς.
Πρέπει τήν προσευχή, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή τοῦ λόγου, νά τήν συνοδεύση ἡ ἀγρυπνία. Νά ἀγρυπνοῦμε, μέ περιεκτική καί γενική ἐγκράτεια, ἐγκράτεια στίς πέντε αἰσθήσεις, ἐγκράτεια στό στόμα, ἀλλά κυρίως στίς σκέψεις. Νά μήν ἀφήνουμε τό νοῦ νά περιέρχεται ὅλον τόν κόσμο.
Ὅταν ἡ γλῶσσα ὁμιλῆ πολλά, πῶς ὁ νοῦς θά εἶναι ἥσυχος;
Καί ὅταν κλείνη τό στόμα καί ὁ νοῦς γυρίζη, πῶς θά ἔχη τήν δυνατότητα καί τήν καθαρότητα νά μετατεθῆ στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ;
Ἐγκράτεια, λοιπόν, περιεκτική καί γενική προσοχή. Νά προσέχουμε τό τί λέμε, τό τί σκεπτόμεθα, πῶς συναναστρεφόμεθα ἀνάμεσά μας, πῶς τηροῦμε τήν ὑπακοή. Ἔχουμε τόν ἀπαιτούμενο φόβο Θεοῦ;
Προσέχουμε τήν συνείδησί μας;
Τήν ἐλέγχουμε;
Μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδησίς πάνω στά ἔργα καί στούς λογισμούς μας;
Κάνουμε ταμεῖο;
Κάθε τόσο λέμε τήν εὐχή;
Ὁνοῦς ποῦ πηγαίνει;
Πόσα εἶπα σήμερα;
Μέ ποιόν συζήτησα;
Τί μοῦ ξέφυγε;
Καί ὁ δείκτης, «τό κομπιοῦτερ», δείχνει ὅτι ἐδῶ κατέκρινες, ἐδῶ ἀργολόγησες, ἐδῶ θύμωσες, ἐδῶ δέν ἔκανες καλά τό διακόνημά σου, ἐδῶ ἔδειξες ἀμέλεια, ἐδῶ δέν ἀγρύπνησες, ἐδῶ σκέφθηκες ἄλλα ἀντί ἄλλων.
«Ἥμαρτον, συγγνώμη Θεέ μου! Ἡμάρτησα τῷ Κυρίῳ μου. Συγχώρησέ με, Θεέ μου, δέν θά τό ξανακάνω. Βοήθησέ με, δῶσε μου προσοχή, μετανοῶ» καί τόσα ἄλλα. Ἔτσι παίρνεις δύναμι, γιά νά ἀντιμετωπίσης τά πράγματα καλύτερα. Ἐάν ἔχης προσοχή, ἡ ἀντιμετώπισι θά φέρη ὁπωσδήποτε καλυτέρευσι. Τήν ἄλλη μέρα ἀκόμη μεγαλύτερη καλυτέρευσι, ἕως ὅτου κάποια μέρα, φυσιολογικά, δέν θά πέφτης σέ τίποτε τό σοβαρό.
Πρωτίστως ὅμως νά ἐλέγχουμε ἀκριβέστατα τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως, ἐάν ἔχουμε ταπείνωσι. Ἐδῶ εἶναι τό κύριο σημεῖο, πού θά δώσουμε ὅλη μας τήν προσοχή. Ὁ ἐγωϊσμός καί ἡ ὑπερηφάνεια ἐμποδίζουν σέ κάθε τι πού λέγεται καλό καί πρόοδος· ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό πράσινο φῶς. Τό κόκκινο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωϊσμός, ἡ κενοδοξία. Μ᾿ αὐτά δέν προχωροῦμε. Ὅταν σηκώσουμε τό κόκκινο καί δώσουμε τό πράσινο, τότε ἐρχίζει πάλι τό προχώρημα.
Πότε θά δοῦμε πώς ἔχουμε ὑπερηφάνεια, ἐγωϊσμό; Φέρ᾿ εἰπεῖν, ὅταν ἕνας ἀδελφός σοῦ πῆ ἕνα λόγο, ἤ καταφρονητικό ἤ ἐλεγκτικό ἤ ὅπως ἀλλιῶς τόν πῆ· ὅταν ἐσύ μέσα σου ἀνακατευτῆς, ὅταν πικραθῆς, ὅταν ἐπαναστατήση τό «ἐγώ», ὅταν ἀντιλέξης εἴτε ἔσωθεν εἴτε ἔξωθεν, αὐτό εἶναι μιά μαρτυρία ὅτι ὑπάρχει στήν καρδιά πληγή ἐγωϊσμοῦ καί ὑπερηφανείας. Αὐτός ὁ λόγος, ὁ κατά παραχώρησιν Θεοῦ, εἶναι τό φάρμακο, εἶναι τό οἰνόπνευμα πού μπῆκε στήν πληγή αὐτή καί πόνεσε. Πόνεσε εὐεργετικά· βέβαια, ἄν τόν δεχθοῦμε μέ τόν σωστό λογισμό ἀντιμετωπίσεως. Εὐεργετικά καυτηριάζεται ἡ πληγή. Αὔριο αὐτό τό οἰνόπνευμα, αὐτός ὁ λόγος λιγώτερο θά μᾶς πικράνη, λιγώτερο θά πονέσουμε, τήν ἄλλη λιγώτερο καί σιγά – σιγά καυτηριάζεται καί θεραπεύεται. Ὅταν ὅμως ὁ πόνος μᾶς κάνη νά ἀντιδράσουμε, νά ἀντιμιλήσουμε, νά πικραθοῦμε, νά πονέσουμε, νά ἀγανακτήσουμε, σημαίνει ὅτι δέν δεχθήκαμε τό φάρμακο, δέν μᾶς ἄρεσε, καί ἡ πληγή χειροτέρευσε. Σέ ἄλλη περίπτωσι παρόμοια ἡ πληγή καί ὁ πόνος θά εἶναι μεγαλύτερος. Ἔτσι ὀξύνεται μία κατάστασις καί ὅταν μείνη χωρίς ἐπιμέλεια, φθάνει στό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος «νά μή δέχεται μύγα στό σπαθί του».
Λοιπόν ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς πόρτας, γιά νά προχωρήσουμε στά ἐνδότερα τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή μας, τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά τρέχη, θά προφέρεται, θά βγαίνη πρός τά ἔξω. Ἡ ταπεινοφροσύνη θά «σιγοντάρη», θά τιμονιάρη σωστά, θά ὁδηγῆ ἀπταίστως, ὥστε ἡ προσευχή νά ἀποβῆ καρποφόρος. Τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά δώση τήν ταπείνωσι, δηλαδή τίς σκέψεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, εἶμαι ἕνας ἔνοχος, εἶμαι ἕνας ἐμπαθής, εἶμαι ἕνας πληγωμένος, εἶμαι ἕνας ληστής, εἶμαι ἕνας βρώμικος ἄνθρωπος στήν ψυχή· εἶμαι ἕνας τυφλός καί φωνάζω τόν Χριστό μου γιά νά δῶ, νά φωτισθοῦν τά μάτια μου, νά θεραπευθῆ ἡ πληγή μου, νά σβήση ἀπό τό ποινικό μου ἡ ποινή μου, νά γίνω καλά, γιατί εἶμαι ἄρρωστος· νά ξεβρωμίσω καί νά εὐωδιάσω· γι᾿ αὐτό φωνάζω, ὄχι γιατί εἶμαι κάτι. Καί ἀπό ποῦ τό ἔχω αὐτό τό κάτι; «Τί δέ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες –κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο– εἰ δέ καί ἔλαβες τί καυχᾶσι ὡς μή λαβών!»8. Ἐάν ὅλα τά ἔχουμε ἀπό τόν Θεό κι αὐτό τό «εἶναι» μας εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἐμεῖς δέν εἴμεθα κάτι, ἀλλά εἴμεθα ἕνα μηδέν, ἀνύπαρκτο πρᾶγμα.
Ὁ Θεός ὡς Δημιουργός πάρα πολύ εὔκολα μᾶς ἔκανε ἀνθρώπους καί ἑπομένως ὅ,τι εἴμεθα, εἴμεθα τοῦ Θεοῦ. Εἴμεθα ὑπόχρεοι νά ὑπηρετήσουμε τόν Κύριο.
Μέ τό στόμα λέω δυό κουβέντες; Τό στόμα τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Μέ τά χέρια μου ἐξυπηρετῶ, ἐργάζομαι, διακονῶ τούς ἀδελφούς, κάνω ἔργα ἀγάπης; Τά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Τρέχω στό διακόνημά μου; Τά πόδια τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Σκέφτομαι σωστά γιά τόν Θεό, γιά τούς ἀδελφούς; Καί ὁ νοῦς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Ἑπομένως δέν ἔχω τίποτε δικό μου. Εἶμαι ἕνα ὁλοστρόγγυλο μηδενικό.
Ἐάν ὁ Χριστός σ᾿ αὐτό τό μηδενικό βάλη μπροστά του τό ἕνα, παίρνουμε ἄριστα καί ἀπό μηδέν γίνεται δέκα. Ἀριστεύουμε στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τό μηδενικό παίρνει θεϊκή ὑπόστασι. Καί ὅταν τό εὐλογήση ὁ Θεός, παίρνει θεϊκή ὑπόστασι, παίρνει χάρι καί μέθεξι Θεοῦ. Τί ὀμορφιά, τί κάλλος γίνεται στόν νοῦ καί στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου! Χρηστότης βασιλεύει. Ἡ χρηστότητα, ἡ καλοσύνη, ἡ εὐτυχία, ἡ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα μέ τόν Κύριο. Τά πάντα σβήνουν, ὅλα χάνονται καί νοιώθει μόνο τόν Κύριο μέσα του!
Ἀλλά ὅταν ὑπερηφανευθῆ ὁ ἄνθρωπος, θά συμβῆ καί ἀπρόσεξία καί λάθος καί πταῖσμα καί ἁμάρτημα. Ἐάν δέν ψηλώση ὁ λογισμός, πτῶσι δέν γίνεται. Ὅταν συμβῆ ἁμάρτημα, σηκώνει ὁ Θεός τήν χρηστότητά του καί γίνεται «ταρακούνημα». Σαλεύονται τά θεμέλια τῆς ψυχῆς καί τά πάντα ἐσωτερικά ἐρημώνουν· νοιώθει κατάρρευσι γενική. Καί ὅταν πάλι ταπεινωθῆ καί γνωρίση τήν πτῶσι του ὁ ἄνθρωπος καί κλαύση σάν τόν Πέτρο, ὁ Κύριος στέλνει πάλι τό Πνεῦμα Του καί τόν ἀναγκαινίζει καί τόν διορθώνει.
Ὅλα εἶναι στό χέρι τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ!
Γι᾿ αὐτό, ὅταν μνημονεύουμε τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί κρατᾶμε γερά τά θεμέλια τῆς ταπεινώσεως, βαδίζουμε κατευθεῖαν πρός τόν θεῖο θρόνο καί πρός τήν θεία μετάθεσι τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς πρός τόν ἄλλο κόσμο. Νά προσέξουμε τό τιμόνι, νά μήν πάθη βλάβη, νά μήν ξεφύγουμε ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη. Τό φρόνημά μας νά εἶναι ταπεινό, χαμηλωμένο, κάτω πεσμένο. Εἶμαι γῆ καί σποδός, πηλός καί τίποτε ἄλλο. Καί τί ἀξία ἔχει ὁ πηλός, ἡ λάσπη; Τήν πατᾶνε οἱ ἄνθρωποι καί τά ζῶα. Ἀπό αὐτήν τήν λάσπη ἔγινα ἄνθρωπος, ἔγινα αὐτό τό ὑψηλό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ σύνθεσις τοῦ πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ κόσμου. Γίνομαι μέγας καί τρανός διά τοῦ Θεοῦ καί ἄνευ τοῦ Θεοῦ εἶμαι πηλός καί πατιέμαι ἀπό ἀνθρώπους καί κτήνη.
Ἄς βασιλεύση τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ἐμᾶς. Αὐτό τό εὐλογημένο καί ὑπερχαριτωμένο Ὄνομα ἄς γίνη τροφή, ἄς γίνη ποτό, ἄς γίνη ἔνδυμα, ἄς γίνη ὀξυγόνο, ἄς γίνη ζωή, ἄς γίνη καρδιά, ἄς γίνη νοῦς, ἄς γίνη τά πάντα· διότι ὅταν γίνη τά πάντα, τότε θά κερδίσουμε Τόν τά πάντα δημιουργήσαντα. Καί ὅταν ὁ Χριστός βασιλεύση στήν καρδιά διά τοῦ Θεῖου Ὀνόματός Του, θά βασιλεύη ἡ εἰρήνη, ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα. Βασιλεύει ὁ Χριστός καί τά πάντα ὑποτέτακται. Ὅλα εἶναι ὑποτεταγμένα καί πάθη καί ἀδυναμίες.
Αὐτή εἶναι ἡ τελειότης, ἡ ἀτέλεστη τελειότης.
Ἀλλά ἐμεῖς θά εἴμεθα πολύ εὐχαριστημένοι, ἐάν κρατήσουμε τοῦ Χριστοῦ τό Ὄνομα, κρατήσουμε καί τό ταπεινό φρόνημα καί κλαῖμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί νοιώθουμε Θεοῦ εἰρήνη στήν ψυχή μας.
Ἄς ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλη μας τήν ψυχή. Ἐάν ἐπικρατήση στήν ζωή μας ὁ Χριστός, τότε μόνα τους τά πράγματα θά πᾶνε στήν θέσι τους· καί οἱ σκέψεις καί τά ἔργα καί τά λόγια καί ἡ συναναστροφή μας καί τά πάντα θά μποῦνε στόν σωστό καί σωτήριο ρυθμό. Ἐάν ὁ Χριστός ἀπουσιάση, ἐάν ὁ Χριστός δέν εἶναι στήν ζωή μας, δέν εἶναι στόν δρόμο μας, δέν μᾶς φωτίζη, ὅλα θά πᾶνε στραβά. Χριστός ἤ χάος· ἤ στό φῶς ἤ στό σκότος. Ἐνδιάμεσα δέν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Πατέρων.
Ἄς φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τό φωνάζη ὁ μοναχός, γεμίζει εὐλογία ἡ ἀτμόσφαιρα καί ὁ χῶρος πού βρίσκεται. Δέν εἶναι μόνον ἡ προσωπική ὠφέλεια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ ὠφέλεια καί τῶν γύρω, πού ἀκούουν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ τό μυαλό μου ἐμένα νά σκέπτεται ἁμαρτωλά. Ἀκούω τόν ἀδελφό νά φωνάζει τόν Χριστό.
Ἐγώ τί κάνω;
Ποῦ περιπολεύει ὁ νοῦς μου; Αὐτός βιάζεται γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, κι ἐγώ «χασκογελάω» μέ τόν ἑαυτό μου ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἤ πιάνομαι στήν ἀργολογία καί ἀκούω τόν ἀδελφό νά φωνάζη;
Τί κάνω; Εἶμαι στά καλά μου; Γιά ποιόν σκοπό ἦρθα ἐδῶ; Δέν ἦρθα νά ὁμολογήσω Χριστόν πράξει καί λόγῳ; Καί ἀρχίζω νά μεταμελοῦμαι καί ἀρχίζω κι ἐγώ νά λέω τήν προσευχή.
Ἔ, αὐτή ἡ ἀλλαγή μου σέ ποιόν ὀφείλεται; Δέν ὀφείλεται σ᾿ αὐτόν τόν ἀδελφό, πού μέ βοήθησε μέ τήν προφορική εὐχή, πού φωνάζει;
«Ὅταν σιγοῦν οἱ γάτες, οἱ ποντικοί χορεύουν». Ὅταν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δέν ἀκούγεται, τά δαιμόνια μᾶς βάζουν στό μυαλό μας σκέψεις, μᾶς βάζουν λόγια στό στόμα νά ἀργολογοῦμε, νά πειράζη ὁ ἕνας τόν ἄλλον, νά «χασκογελοῦμε»· μᾶς σπρώχνουν στό θέλημα, μᾶς σπρώχνουν στήν ἰδιορρυθμία, γιά νά μᾶς κάνουν «ἀμόναχους».
Ὅταν ὅμως ὁ Χριστός ἀκούγεται ἀπό δῶ, ἀπό κεῖ, εἶναι σάν τά σκυλιά πού φωνάζουν καί τά θηρία ἀπομακρύνονται, οἱ κλέφτες δέν ζυγώνουν· καί ὅσο πιό γερό εἶναι τό σκυλί καί φωνάζει γενναῖα, τόσο καί μακρύνονται οἱ ἐχθροί. Τότε τά πρόβατα βόσκουν ἄκακα καί θαυμάσια καί ὁ τσοπᾶνος παίζει τήν φλογέρα του. Ὅλα αὐτά δέν θά γίνουν, ἄν δέν ὑπάρξουν αὐτά τά σκυλιά πού φωνάζουν καί ἀπομακρύνουν τόν ἐχθρό. Ἔτσι καί ἕνα μοναστήρι, εἶναι ἕνα μαντρί, ἕνα πνευματικό μαντρί καί οἱ πατέρες εἶναι τό κοπάδι. Ὁ ζῆλος, κατά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἶναι τό σκυλί. Ὁ ζῆλος φαίνεται στήν ἐφαρμογή τῆς πράξεως καί τῆς θεωρίας τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν θέλη κανείς νά ἀργολογήση, πῶς θά πάη νά μιλήση σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού προσεύχεται; Σκέπτεται καί λέει: «Μά νά τοῦ χαλάσω τώρα τήν προσευχή, νά τοῦ τήν σταματήσω τώρα;» Τό θεωρεῖ ἐγκληματικό. Ἔτσι καί ὁ ἴδιος φυλάγεται ἀπό τήν ἀργολογία καί ὁ ἄλλος ἐπίσης περιορίζεται. Ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον βοηθεῖται. Γι᾿ αὐτό λεγόμεθα ἀδελφοί γι᾿ αὐτό κι ἐδῶ μᾶς μάζεψε ὁ Χριστός μας, γιά νά βοηθῆ ὁ ἕνας τόν ἄλλον. «Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε καί οὕτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ»9. «Ἀδελφός ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά»10.
Ἔτσι ἕνα μοναστήρι θά γίνη γερό καί δυνατό, ὅταν βασιλεύη ἡ ἀγάπη, ὅταν ἔχουμε ἀγάπη στήν ψυχή μας. Καί πότε θά ἔλθη αὐτή ἡ ἀγάπη; Ὅταν ὁ Χριστός τῆς ἀγάπης βασιλεύση. Ἄν ὁ Χριστός δέν βασιλεύση μέσα μας, ἀγάπη σωστή δέν ἔχουμε. Ὄχι τήν ἀγάπη, γιατί ταιριάζουν οἱ ἰδέες μας ἤ γιατί καθόμαστε καί μιλᾶμε «περί ἀνέμων καί ὑδάτων» κ.λ.π., καί αὐτό θεωρεῖται ἀγάπη! Ὄχι αὐτήν τήν ἀγάπη. Εἶναι ἄρρωστη, καί σέ δεδομένη περίπτωσι οἱ ἄνθρωποι μαλώνουν καί διαλύεται. Ἡ ἀγάπη πού χαρίζει ὁ Χριστός εἶναι θεμελιωμένη στόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ συνδετικός κρῖκος πού ἑνώνει.
Λοιπόν, ἡ προσευχή θά μᾶς χαρίση ὅλα τά καλά, τήν ταπείνωσι καί τήν ἀδελφική ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό θά πρέπη νύχτα – μέρα, ἀπό τήν στιγμή, πού ἀνοίγουν τά μάτια ἀπό τόν ὕπνο, Χριστόν νά ὁμολογοῦμε, Χριστόν νά ἀναπνέουμε, Χριστόν νά ἐσθίουμε. Καί ὅταν τρέφεται καί ποτίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ ποτέ νά πεθάνη.
Εὐλογημένα μου παιδιά, Ὅταν εἴμεθα μέ τόν Γέροντά μου στήν Νέα Σκήτη, ἡ παραίνεσίς του, ἡ προτροπή, ἡ τακτική καί ὁ σκοπός του ἦταν νά μᾶς συμβουλεύη συνέχεια, ἐπισταμένως, μέ ἄγρυπνη παρακολούθησι νά λέμε τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ μας καί νά ἀγρυπνοῦμε γενναῖα. Μᾶς εἶχε ἐμφυτεύσει πολύ βαθειά τήν ἔννοια τῆς προσευχῆς καί τῆς νήψεως διά τῆς ἀγρυπνίας. Μᾶς ἔλεγε ὅτι μοναχόν πού ἀγρυπνεῖ καί προσεύχεται μετά νήψεως, μή τόν ἰδῆτε ὡς γήϊνον ἄνθρωπον, ἀλλά ὡς ἄγγελον Θεοῦ. Ὅπως οἱ ἄγγελοι εἰς τόν οὐρανόν ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα, ἀενάως τόν Τρισάγιον Θεόν μέ ἀπέραντη εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασι καί θεωρία Θεοῦ, οὕτω πως καί οἱ μοναχοί πρέπει νά ἀγρυπνοῦν, νά ὑμνολογοῦν, νά νήφουν, νά πενθοῦν καί νά κλαῖνε τίς νύκτες καί τίς ἡμέρες.
Βέβαια ἡ νύκτα εἶναι πιό ἀποδοτική διά τό ἥσυχον τῆς φύσεως, καί ἰδιαίτερα κατά τίς ὧρες πού ξεκουράζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν μέριμνα τῆς ἡμέρας. Ξεκουράζεται ὁ νοῦς ἀπό τήν ἀδολεσχία καί τόν κόπο τῆς ἡμέρας, ὁπότε ἀγρυπνώντας ξεκούραστος καί νηφάλιος ἔχει ἀπόδοσιν περισσοτέραν.
Μᾶς παρακολουθοῦσε ὁ Γέροντάς μας, ἐάν ἀδιαλείπτως προσευχώμεθα. Δέν μᾶς ἔλεγε πολλές θεωρίες, ἐννοῶ μεγάλες διδασκαλίες πολύωρες. Ὄχι· λίγη ὥρα, ἀλλά διδασκαλία μεστωμένη καί «διάνα» στόν σκοπό.
Κάποτε ἔλεγε σέ κάποιον ἀδελφό τῆς συνοδείας μας: Λέγε, παιδί μου, τήν εὐχή· δέν σέ ἀκούω νά τήν λές!
Ἐ, τώρα Γέροντα, προφορικά θά τήν ποῦμε, μετά ἀπό τόσα χρόνια στήν καλογερική;
Μά ντρέπεσαι, παιδί μου, νά πῆς τήν εὐχή, ἐπειδή φαίνεται ὁ τρόπος τῆς προφορικῆς εὐχῆς ἀρχαρίτικος; Καί περνιέσαι ὅτι εἶσαι προχωρημένος; Ντροπή εἶναι, ὅταν δέν τήν λέμε τήν προσευχή καί ὅταν ὁ νοῦς μας περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ὅταν τό στόμα μας δέν σταματᾶ καθόλου νά ὁμιλῆ. Αὐτό εἶναι ντροπή καί στά μάτια τοῦ Θεοῦ καί στά μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Κάποιος ἀδελφός τήν ἔλεγε συνέχεια, ἀκατάπαυστα καί κάποια μέρα ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔκανε τήν ἐπίσκεψί της, ἄν καί ὑπῆρχε κι ἄλλοτε κατά διαστήματα ἐμφανιζόμενη κατά διαφορετικό τρόπο. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, μετά ἀπό πολλή προφορική ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μας, τόσον ἀνοίχθηκαν τά μάτια, τόσον τῆς ψυχῆς, ὅσον καί τοῦ σώματος, τά σάρκινα, ὥστε νά βλέπουν πολύ διαφορετικά! Μά, τό πῶς, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπόρεσε νά τό ἐξηγήση. Ὅλα ὅσα ἔβλεπε καί ἄκουγε ἦταν κάτι τό ξένο, κάτι πού εἶχε σχέσι μέ τό ὑπερφυσικό. Τά πουλάκια νά κελαηδοῦν, τά φυτά ἀνθισμένα, τά δέντρα μέ τό ἄνθος καί τήν εὐωδία τους, ὁ ἥλιος, ἡ λαμπερή ἡμέρα, τά πάντα μιλοῦσαν γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ! Τά ἔβλεπε, ὅπως θά ἔβλεπε καί ἕναν Παράδεισο. Εἶχε γίνει μία ἀποκάλυψις, ἕνα ξεσκέπασμα, μία φανέρωσις ἑνός μυστηρίου πού εἶναι τόσο κρυμμένο ἀπό ἐμᾶς πού δέν βλέπουμε μέ τέτοια μάτια πνευματικά. «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». Τόσο τό ζωϊκό ὅσο καί τό φυτικό βασίλειο μιλοῦσαν γιά τήν δόξα, γιά τήν μεγαλοπρέπεια, γιά τήν μεγαλωσύνη, γιά τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος τοῦ Θεοῦ! Ἐθαύμαζε, ἐξίστατο, δέν μποροῦσε νά μιλήση. Τά μάτια ἔτρεχαν δάκρυα· ὄχι δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες, ἀλλά δάκρυα γιά τήν ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ. Πῶς μποροῦσε ἡ καρδιά νά ἀντέξη αὐτή τήν ἀποκάλυψι τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ!
Μά καί ὁ Ἀδάμ, ὅταν ἦτο εἰς τόν Παράδεισον τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ Παράδεισος τοῦ ἦτο μία θεωρία, μία ἁπτή θεωρία τοῦ Θεοῦ. Εὐφραίνετο τό πνεῦμα του, ἠγαλλιᾶτο, ὅταν ἐπλησίαζε στό κάθε τι, στό κάθε δημιούργημα καί ἄκουγε τή φωνή του, τήν ὑμνολογία του στόν Θεό.
Ὅπως, ὅταν ζοῦσε στή γῆ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως, ὅταν ἦταν στό μοναστήρι του στήν Αἴγινα, κάποτε οἱ μοναχές του, τοῦ ζήτησαν νά τούς ἑρμηνεύση τί θά πῆ: «Πᾶσα πνοή, αἰνεσάτω τόν Κύριον». Τούς ἀπήντησε: «Θά σᾶς πῶ ἀλλά περιμένετε». Ἔτσι κάποια νύχτα πού ἀγρυπνοῦσαν ἔξω καί ὁ Ἅγιος πῆγε πιό πέρα καί αὐτός νά κάνη τήν προσευχή του, γιά μιά στιγμή οἱ μοναχές, κατά τρόπον ὑπερφυσικόν, χωρίς νά μπορέσουν νά τό ἐρμηνεύσουν, ἄκουσαν, ἔνοιωσαν, αἰσθάνθηκαν ὅλη τήν κτίσι μέ μία πνοή, μέ ἕνα βούϊσμα, κάτι τό ὑπερφυσικό. Μόνο τότε πληροφορήθηκαν ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». Ὅλη ἡ κτίσις μέ μία πνοή αἰνοῦσε τόν Κύριο, τόν Δημιουργό, τόν Πλάστη.
Διαβάζουμε καί στούς Πατέρες μας ὅτι ἀγρυπνοῦσαν ὅλη τήν νύκτα καί πολλάκις ἐν συνεχείᾳ καί ὅλη τήν ἡμέρα καί δέν καταλάβαιναν πῶς πέρασε ἡ νύχτα καί ἡ ἡμέρα. Ὁ χρόνος ἐκμηδενιζόταν καί τοῦτο ὠφείλετο στό ὅτι ὁ νοῦς τους εἶχε πάθει μετάθεσι. Ὁ νοῦς τους μετετίθετο, ξεκολλοῦσε ἀπό τά γήϊνα καί μεταφέρετο στόν ἄλλο κόσμο. Καί κατά τόν Δαβίδ «χίλια χρόνια ὡς μία ἡμέρα καί ὡς ἕνα κομμάτι τῆς νύχτας λογίζεται». Χίλια χρόνια τούτου τοῦ κόσμου εἶναι σάν μιά στιγμή χρόνου τοῦ ἄλλου κόσμου. Οἱ Ἄγγελοι ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα καί δέν γνωρίζουν τί σημαίνει χρόνος.
Ἡ προσευχή εἶναι τό καμάρι, εἶναι ἡ ὀμορφιά τοῦ χριστιανοῦ καί ἰδιαίτερα τοῦ μοναχοῦ, ὅταν προσεύχεται. Μοναχός πού δέν προσεύχεται, δέν ἔχει αὐτή τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος στήν ψυχή του, στόν νοῦ του. Τί θά πῆ ὀμορφιά τοῦ νοῦ; Ἡ ὀμορφιά τοῦ νοῦ γνωρίζεται, ὅταν ὁ νοῦς μετατίθεται κατά τόν καιρό τῆς ἀγρυπνίας καί τῆς προσευχῆς πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἄλλο κόσμο, τόν πνευματικό· τόν κόσμο, πού δέν ἔχει καμμιά συνάφεια καί σχέσι μέ τοῦτον τόν κόσμο τόν ὑλικό. Ὅταν ἐπιφοιτήση τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἡ μετάθεσις αὐτή τοῦ νοῦ δέν χρήζει χρόνου. Σέ μηδέν χρόνο ὁ νοῦς βρίσκεται σέ ἐπαφή μέ τόν θεῖον φῶς καί μέ τόν θεῖον Παράδεισον. Περιπολεύει εἰς τά ὑπέρ φύσιν καί εἰς τό ὑπερπέραν καί ἀδολεσχεῖ καί τρέφει καί ὀμορφαίνει καί λαμπρύνεται καί στολίζεται καί εὐωδιάζει καί γίνεται ἐκτός ἑαυτοῦ. Ὅλα αὐτά τά κάνει ἡ προσευχή. Ἡ βάσις, ἡ ἀφετηρία, ὁ τόπος τῆς ἐκτοξεύσεως πρός τόν ἄλλο κόσμο εἶναι ἡ εὐλογημένη προσευχή. Καί τί δέν κάνει αὐτή ἡ προσευχή καί τί δέν διορθώνει καί τί δέν βάζει στήν θέσι του!
Αὐτήν τήν προσευχή ὁ διάβολος τήν ἔχει ἐπισημάνει καί ἐπιδιώκει νά τήν σταματήση. Αὐτό εἶναι τό σύνθημα τῶν λεγεώνων τῶν δαιμόνων. Ὅλοι μέ μιά φωνή ζητοῦν νά σταματήσουμε νά φωνάζουμε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νά μή λαλῆται τό ὄνομα Του στόν κόσμο, νά μήν ἀκούγεται· πρέπει νά καταργηθῆ.
Ὁ Χριστός μας ἀπό τήν ἄλλη πλευρά φωνάζει:
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»1. Μεγάλη δουλειά, μεγάλη ὑπόθεσις. Ὅποιος μοῦ φωνάζει τό Ὄνομα, τό ὁποῖον εἶναι ὁμολογία τῆς θεότητός Μου, θά τόν ὁμολογήσω, θά τόν δικαιώσω ἐνώπιον τοῦ Πατρός μου καί ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων Του, μέ ἀποτέλεσμα νά στεφανωθῆ αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Οἱ Ἄγγελοι θά παίξουν ἐμβατήρια γι᾿ αὐτόν τόν νικητή τοῦ Θείου Ὀνόματος.
Καί βλέπετε τά δαιμόνια νά πάσχουν· ὅταν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀκούγεται, αὐτοί, ἀνακατεύονται, δέν νοιώθουν καλά μέσα στά σωθικά τους. Ὅπως μᾶς κάνει ἐμᾶς ὁ διάβολος, ὅταν μπαίνη μέσα μας καί δή ὑποστατικά. Κυλίει τόν ἄνθρωπο κάτω καί βγάζει ἀφρούς καί στρεβλώνει τά μάτια του καί ἀγριεύει καί ἄνθρωποι πολλοί δέν μποροῦν νά τόν δεσμεύσουν· οὔτε σίδερα τόν πιάνουν, ἕναν ἄνθρωπο γήϊνο, οὔτε μποροῦν νά τόν δαμάσουν, ὅταν τό δαιμόνιο τόν περιλάβη. Ἔτσι παθαίνει καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος· αὐτόν τόν πόνο, αὐτόν τόν δαιμονισμό αἰσθάνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέγη τήν εὐχή μέ πόθο, μέ ἀγάπη καί μέ ζῆλο τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Χριστός πρέπει νά βασιλεύη. Γιατί ἀνέβηκε ἐπάνω στόν Σταυρό; «Ὅταν ὑψώσητε τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε, ὅτι ἐγώ εἰμι»2. Αὐτό εἶπε στό Ἱερόν Του Εὐαγγέλιον. Θεοπρεπέστατα μᾶς τό πληροφόρησε ὅτι θά ἔλθη καιρός, ὅταν θά μέ σταυρώσετε καί θά μέ σηκώσετε ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν, πού θά γνωρίσετε τήν δύναμι τῆς Θεότητός μου καί τήν δύναμι τοῦ Θείου Ὀνόματός μου. Τότε πᾶσα γλῶσσα, πᾶσα φυλή καί πᾶς ἄνθρωπος θά προσκυνήση καί θά ὁμολογήση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κριτής τῶν ζώντων καί τῶν νεκρῶν. «Πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων»3. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος καί εὐτυχισμένος αὐτός πού θά ὁμολογήση στήν ζωή του. Τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι, ὅσο καί ἄν εἶναι βεβαρημένο τό ποινικό του, ὅταν θά ὁμολογῆ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, Αὐτός ὁ Χριστός θά ἐξαλείψη αὐτό του τό βάρος καί αὐτήν του τήν ἐνοχή.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…»
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τοῦ ἀφέθησαν οἱ ἀνομίες του, πού τοῦ συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες του. Συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες καί λειώνουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φωνάζη εἰς βοήθειάν του τόν Κύριόν του καί Θεόν του, καί ὁ Χριστός τοῦ χαρίζει μετάνοια, τοῦ χαρίζει τήν ἀνακαινιστική καί ἀναγεννητική μετάνοια μέ τά δάκρυα καί μέ τό πένθος. Καί μετά ἀπό τήν κατάστασι αὐτή τοῦ πένθους καί τῶν δακρύων, τόν ὁδηγεῖ στό χαροποιόν πένθος καί μετά στόν κλαυθμό τῆς Θείας Ἀγάπης. Μετάβασις ἀπό τήν μία κατάστασι στήν ἄλλη. Καί ὅλα αὐτά καί τόσα ἄλλα τά γεννᾶ, τά παράγει ἡ προσευχή· τίποτε ἄλλο, μόνον τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Τί ἔλεγαν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι εἰ ςτούς Ἀποστόλους, ὅταν τούς συνέλαβαν καί τούς δίκαζαν καί τούς ἀπειλοῦσαν; «Οὐ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μή διδάσκειν ἐπί τῷ ὀνόματι τούτῳ;»4. Σταματῆστε νά μιλᾶτε γι᾿ αὐτό τό ὄνομα. Ὄχι, τούς ἀπαντᾶ ὁ θαρραλέος Ἀπόστολος Πέτρος· «Οὐ δυνάμεθα σιωπᾶν· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»5. Ἐμεῖς θά ὁμολογοῦμε, θά κηρύττουμε, «ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν»6, καί δέν θά μᾶς κλείση κανείς τό στόμα. Ἀποτέλεσμα ἦταν νά τόν κρεμάσουν οἱ υἱοί τοῦ διαβόλου ἀνάποδα, μέ κάτω τό κεφάλι κι ἐπάνω τά πόδια νά μαρτυρήση. Ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τόν ἴδιο θάνατο ὑπέστη. Παρομοίως καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι καί Μάρτυρες. Γι᾿ αὐτό τό Ὄνομα ἔγιναν ὅλα. Καί τώρα ἀκόμη, ὅταν φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἄν θά μπορούσαμε νά βλέπαμε μέ τά μάτια μας, τί γίνεται ἀοράτως, θά λέγαμε: «Ὄντως καί τώρα καί πάντοτε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά ἀνακατεύη τήν κόλασι».
Μήπως οἱ χιλιαστές δέν τό ἔχουν αὐτό τό ἀνακάτεμα μέσα τους; Βεβαίως! Ὁ διάβολος τούς ἔχει «πασάρει» τόσο ὄμορφα νά λένε: «Πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἄντε καί παρακάτω γιά νά δοῦμε. Υἱός τοῦ Θεοῦ ὅμως ὑπό ποίαν ἔννοιαν; Διότι ὅλοι ὅσοι πιστεύουμε στόν Χριστό καί εἴμεθα ἀναγενημένοι, εἴμεθα παιδιά τοῦ Θεοῦ κατά Χάριν. Ὁ Χριστός μας ὅμως εἶναι ὁ κατά φύσιν Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί βροντοφώνησε ἡ θεολόγος γλῶσσα τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου; «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος»7. Αὐτό δέν μποροῦν νά τό ποῦν, γιατί αὐτή ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Θεολόγου Ἰωάννου εἶναι τό «Βατερλώ» τῶν χιλιαστῶν. Αὐτό κηρύττουμε, αὐτό φωνάζουμε, αὐτό βροντοφωνοῦμε, ὅταν προσευχώμεθα μέ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Καί αὐτό πρέπει νά θεμελιωθῆ ἀκράδαντα στήν ζωή μας. Νά φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, νύχτα – μέρα· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὁμολογία καί ἔλεος. Τί καλύτερο ἀπό τοῦτο; Νά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μας καί νά γεμίζη ἡ ἀτμόσφαιρα μέ τήν ὀμορφιά τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί ἐν συνεχείᾳ νά ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο ἔλεος «ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν». Καί ὅταν φωνάζη ὁ Χριστιανός καί δή ὁ μοναχός· «Ἔλεος καί συγγνώμη Κύριε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σῶσόν με», πῶς ὁ Χριστός θά παραβλέψη αὐτόν τόν ἄνθρωπο καί δέν θά τοῦ στείλη τά χαρίσματά Του;
Πῶς νά μή γνωρίση τό Φῶς Του;
Πῶς νά μήν πάθη μετάθεσι νοῦ;
Πῶς νά μήν κλαίη μέσα στό Φῶς, μέσα στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς Θείας Λαμπρότητος;
Πῶς νά μήν εὕρη μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό Φῶς τόν Χριστό, ὅπως ἔχει;
Βέβαια στήν ἀρχή τῆς ὁμολογίας καί τῆς πορείας καί τῆς θεμελιώσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, δέν φαίνεται τό κέρδος. Εἶναι ὁ κόπος, εἶναι ὁ μόχθος, εἶναι ὁ ἀγώνας, εἶναι ἡ ἀντίδρασις τῶν λεγεώνων τῶν δαιμόνων, γιά νά σταματήσουμε. Ὁ κόπος τῆς προσευχῆς θά παρέλθη· καί κατά τόν χρόνο καί τήν διάρκεια τῆς προφορικῆς ἐπικλήσεως τοῦ Θείου Ὀνόματος θά ὑπάρξη ἡ παράκλησις τοῦ Χριστοῦ. Στήν συνέχεια δέ, ὅταν ἐπιτυχῶς καί περιεκτικῶς συνοδεύση τήν προσευχή ἡ ὅλη προσοχή τῆς ζωῆς, θά ἔλθη ἐν καιρῷ εὐθέτῳ καί ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὠφέλεια, τήν ὁποίαν τώρα δέν γνωρίζουμε. Δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἀνοιχθοῦν τά μάτια τῆς ψυχῆς.
Πρέπει τήν προσευχή, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή τοῦ λόγου, νά τήν συνοδεύση ἡ ἀγρυπνία. Νά ἀγρυπνοῦμε, μέ περιεκτική καί γενική ἐγκράτεια, ἐγκράτεια στίς πέντε αἰσθήσεις, ἐγκράτεια στό στόμα, ἀλλά κυρίως στίς σκέψεις. Νά μήν ἀφήνουμε τό νοῦ νά περιέρχεται ὅλον τόν κόσμο.
Ὅταν ἡ γλῶσσα ὁμιλῆ πολλά, πῶς ὁ νοῦς θά εἶναι ἥσυχος;
Καί ὅταν κλείνη τό στόμα καί ὁ νοῦς γυρίζη, πῶς θά ἔχη τήν δυνατότητα καί τήν καθαρότητα νά μετατεθῆ στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ;
Ἐγκράτεια, λοιπόν, περιεκτική καί γενική προσοχή. Νά προσέχουμε τό τί λέμε, τό τί σκεπτόμεθα, πῶς συναναστρεφόμεθα ἀνάμεσά μας, πῶς τηροῦμε τήν ὑπακοή. Ἔχουμε τόν ἀπαιτούμενο φόβο Θεοῦ;
Προσέχουμε τήν συνείδησί μας;
Τήν ἐλέγχουμε;
Μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδησίς πάνω στά ἔργα καί στούς λογισμούς μας;
Κάνουμε ταμεῖο;
Κάθε τόσο λέμε τήν εὐχή;
Ὁνοῦς ποῦ πηγαίνει;
Πόσα εἶπα σήμερα;
Μέ ποιόν συζήτησα;
Τί μοῦ ξέφυγε;
Καί ὁ δείκτης, «τό κομπιοῦτερ», δείχνει ὅτι ἐδῶ κατέκρινες, ἐδῶ ἀργολόγησες, ἐδῶ θύμωσες, ἐδῶ δέν ἔκανες καλά τό διακόνημά σου, ἐδῶ ἔδειξες ἀμέλεια, ἐδῶ δέν ἀγρύπνησες, ἐδῶ σκέφθηκες ἄλλα ἀντί ἄλλων.
«Ἥμαρτον, συγγνώμη Θεέ μου! Ἡμάρτησα τῷ Κυρίῳ μου. Συγχώρησέ με, Θεέ μου, δέν θά τό ξανακάνω. Βοήθησέ με, δῶσε μου προσοχή, μετανοῶ» καί τόσα ἄλλα. Ἔτσι παίρνεις δύναμι, γιά νά ἀντιμετωπίσης τά πράγματα καλύτερα. Ἐάν ἔχης προσοχή, ἡ ἀντιμετώπισι θά φέρη ὁπωσδήποτε καλυτέρευσι. Τήν ἄλλη μέρα ἀκόμη μεγαλύτερη καλυτέρευσι, ἕως ὅτου κάποια μέρα, φυσιολογικά, δέν θά πέφτης σέ τίποτε τό σοβαρό.
Πρωτίστως ὅμως νά ἐλέγχουμε ἀκριβέστατα τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως, ἐάν ἔχουμε ταπείνωσι. Ἐδῶ εἶναι τό κύριο σημεῖο, πού θά δώσουμε ὅλη μας τήν προσοχή. Ὁ ἐγωϊσμός καί ἡ ὑπερηφάνεια ἐμποδίζουν σέ κάθε τι πού λέγεται καλό καί πρόοδος· ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό πράσινο φῶς. Τό κόκκινο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωϊσμός, ἡ κενοδοξία. Μ᾿ αὐτά δέν προχωροῦμε. Ὅταν σηκώσουμε τό κόκκινο καί δώσουμε τό πράσινο, τότε ἐρχίζει πάλι τό προχώρημα.
Πότε θά δοῦμε πώς ἔχουμε ὑπερηφάνεια, ἐγωϊσμό; Φέρ᾿ εἰπεῖν, ὅταν ἕνας ἀδελφός σοῦ πῆ ἕνα λόγο, ἤ καταφρονητικό ἤ ἐλεγκτικό ἤ ὅπως ἀλλιῶς τόν πῆ· ὅταν ἐσύ μέσα σου ἀνακατευτῆς, ὅταν πικραθῆς, ὅταν ἐπαναστατήση τό «ἐγώ», ὅταν ἀντιλέξης εἴτε ἔσωθεν εἴτε ἔξωθεν, αὐτό εἶναι μιά μαρτυρία ὅτι ὑπάρχει στήν καρδιά πληγή ἐγωϊσμοῦ καί ὑπερηφανείας. Αὐτός ὁ λόγος, ὁ κατά παραχώρησιν Θεοῦ, εἶναι τό φάρμακο, εἶναι τό οἰνόπνευμα πού μπῆκε στήν πληγή αὐτή καί πόνεσε. Πόνεσε εὐεργετικά· βέβαια, ἄν τόν δεχθοῦμε μέ τόν σωστό λογισμό ἀντιμετωπίσεως. Εὐεργετικά καυτηριάζεται ἡ πληγή. Αὔριο αὐτό τό οἰνόπνευμα, αὐτός ὁ λόγος λιγώτερο θά μᾶς πικράνη, λιγώτερο θά πονέσουμε, τήν ἄλλη λιγώτερο καί σιγά – σιγά καυτηριάζεται καί θεραπεύεται. Ὅταν ὅμως ὁ πόνος μᾶς κάνη νά ἀντιδράσουμε, νά ἀντιμιλήσουμε, νά πικραθοῦμε, νά πονέσουμε, νά ἀγανακτήσουμε, σημαίνει ὅτι δέν δεχθήκαμε τό φάρμακο, δέν μᾶς ἄρεσε, καί ἡ πληγή χειροτέρευσε. Σέ ἄλλη περίπτωσι παρόμοια ἡ πληγή καί ὁ πόνος θά εἶναι μεγαλύτερος. Ἔτσι ὀξύνεται μία κατάστασις καί ὅταν μείνη χωρίς ἐπιμέλεια, φθάνει στό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος «νά μή δέχεται μύγα στό σπαθί του».
Λοιπόν ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς πόρτας, γιά νά προχωρήσουμε στά ἐνδότερα τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή μας, τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά τρέχη, θά προφέρεται, θά βγαίνη πρός τά ἔξω. Ἡ ταπεινοφροσύνη θά «σιγοντάρη», θά τιμονιάρη σωστά, θά ὁδηγῆ ἀπταίστως, ὥστε ἡ προσευχή νά ἀποβῆ καρποφόρος. Τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά δώση τήν ταπείνωσι, δηλαδή τίς σκέψεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, εἶμαι ἕνας ἔνοχος, εἶμαι ἕνας ἐμπαθής, εἶμαι ἕνας πληγωμένος, εἶμαι ἕνας ληστής, εἶμαι ἕνας βρώμικος ἄνθρωπος στήν ψυχή· εἶμαι ἕνας τυφλός καί φωνάζω τόν Χριστό μου γιά νά δῶ, νά φωτισθοῦν τά μάτια μου, νά θεραπευθῆ ἡ πληγή μου, νά σβήση ἀπό τό ποινικό μου ἡ ποινή μου, νά γίνω καλά, γιατί εἶμαι ἄρρωστος· νά ξεβρωμίσω καί νά εὐωδιάσω· γι᾿ αὐτό φωνάζω, ὄχι γιατί εἶμαι κάτι. Καί ἀπό ποῦ τό ἔχω αὐτό τό κάτι; «Τί δέ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες –κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο– εἰ δέ καί ἔλαβες τί καυχᾶσι ὡς μή λαβών!»8. Ἐάν ὅλα τά ἔχουμε ἀπό τόν Θεό κι αὐτό τό «εἶναι» μας εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἐμεῖς δέν εἴμεθα κάτι, ἀλλά εἴμεθα ἕνα μηδέν, ἀνύπαρκτο πρᾶγμα.
Ὁ Θεός ὡς Δημιουργός πάρα πολύ εὔκολα μᾶς ἔκανε ἀνθρώπους καί ἑπομένως ὅ,τι εἴμεθα, εἴμεθα τοῦ Θεοῦ. Εἴμεθα ὑπόχρεοι νά ὑπηρετήσουμε τόν Κύριο.
Μέ τό στόμα λέω δυό κουβέντες; Τό στόμα τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Μέ τά χέρια μου ἐξυπηρετῶ, ἐργάζομαι, διακονῶ τούς ἀδελφούς, κάνω ἔργα ἀγάπης; Τά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Τρέχω στό διακόνημά μου; Τά πόδια τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Σκέφτομαι σωστά γιά τόν Θεό, γιά τούς ἀδελφούς; Καί ὁ νοῦς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Ἑπομένως δέν ἔχω τίποτε δικό μου. Εἶμαι ἕνα ὁλοστρόγγυλο μηδενικό.
Ἐάν ὁ Χριστός σ᾿ αὐτό τό μηδενικό βάλη μπροστά του τό ἕνα, παίρνουμε ἄριστα καί ἀπό μηδέν γίνεται δέκα. Ἀριστεύουμε στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τό μηδενικό παίρνει θεϊκή ὑπόστασι. Καί ὅταν τό εὐλογήση ὁ Θεός, παίρνει θεϊκή ὑπόστασι, παίρνει χάρι καί μέθεξι Θεοῦ. Τί ὀμορφιά, τί κάλλος γίνεται στόν νοῦ καί στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου! Χρηστότης βασιλεύει. Ἡ χρηστότητα, ἡ καλοσύνη, ἡ εὐτυχία, ἡ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα μέ τόν Κύριο. Τά πάντα σβήνουν, ὅλα χάνονται καί νοιώθει μόνο τόν Κύριο μέσα του!
Ἀλλά ὅταν ὑπερηφανευθῆ ὁ ἄνθρωπος, θά συμβῆ καί ἀπρόσεξία καί λάθος καί πταῖσμα καί ἁμάρτημα. Ἐάν δέν ψηλώση ὁ λογισμός, πτῶσι δέν γίνεται. Ὅταν συμβῆ ἁμάρτημα, σηκώνει ὁ Θεός τήν χρηστότητά του καί γίνεται «ταρακούνημα». Σαλεύονται τά θεμέλια τῆς ψυχῆς καί τά πάντα ἐσωτερικά ἐρημώνουν· νοιώθει κατάρρευσι γενική. Καί ὅταν πάλι ταπεινωθῆ καί γνωρίση τήν πτῶσι του ὁ ἄνθρωπος καί κλαύση σάν τόν Πέτρο, ὁ Κύριος στέλνει πάλι τό Πνεῦμα Του καί τόν ἀναγκαινίζει καί τόν διορθώνει.
Ὅλα εἶναι στό χέρι τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ!
Γι᾿ αὐτό, ὅταν μνημονεύουμε τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί κρατᾶμε γερά τά θεμέλια τῆς ταπεινώσεως, βαδίζουμε κατευθεῖαν πρός τόν θεῖο θρόνο καί πρός τήν θεία μετάθεσι τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς πρός τόν ἄλλο κόσμο. Νά προσέξουμε τό τιμόνι, νά μήν πάθη βλάβη, νά μήν ξεφύγουμε ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη. Τό φρόνημά μας νά εἶναι ταπεινό, χαμηλωμένο, κάτω πεσμένο. Εἶμαι γῆ καί σποδός, πηλός καί τίποτε ἄλλο. Καί τί ἀξία ἔχει ὁ πηλός, ἡ λάσπη; Τήν πατᾶνε οἱ ἄνθρωποι καί τά ζῶα. Ἀπό αὐτήν τήν λάσπη ἔγινα ἄνθρωπος, ἔγινα αὐτό τό ὑψηλό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ σύνθεσις τοῦ πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ κόσμου. Γίνομαι μέγας καί τρανός διά τοῦ Θεοῦ καί ἄνευ τοῦ Θεοῦ εἶμαι πηλός καί πατιέμαι ἀπό ἀνθρώπους καί κτήνη.
Ἄς βασιλεύση τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ἐμᾶς. Αὐτό τό εὐλογημένο καί ὑπερχαριτωμένο Ὄνομα ἄς γίνη τροφή, ἄς γίνη ποτό, ἄς γίνη ἔνδυμα, ἄς γίνη ὀξυγόνο, ἄς γίνη ζωή, ἄς γίνη καρδιά, ἄς γίνη νοῦς, ἄς γίνη τά πάντα· διότι ὅταν γίνη τά πάντα, τότε θά κερδίσουμε Τόν τά πάντα δημιουργήσαντα. Καί ὅταν ὁ Χριστός βασιλεύση στήν καρδιά διά τοῦ Θεῖου Ὀνόματός Του, θά βασιλεύη ἡ εἰρήνη, ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα. Βασιλεύει ὁ Χριστός καί τά πάντα ὑποτέτακται. Ὅλα εἶναι ὑποτεταγμένα καί πάθη καί ἀδυναμίες.
Αὐτή εἶναι ἡ τελειότης, ἡ ἀτέλεστη τελειότης.
Ἀλλά ἐμεῖς θά εἴμεθα πολύ εὐχαριστημένοι, ἐάν κρατήσουμε τοῦ Χριστοῦ τό Ὄνομα, κρατήσουμε καί τό ταπεινό φρόνημα καί κλαῖμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί νοιώθουμε Θεοῦ εἰρήνη στήν ψυχή μας.
Ἄς ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλη μας τήν ψυχή. Ἐάν ἐπικρατήση στήν ζωή μας ὁ Χριστός, τότε μόνα τους τά πράγματα θά πᾶνε στήν θέσι τους· καί οἱ σκέψεις καί τά ἔργα καί τά λόγια καί ἡ συναναστροφή μας καί τά πάντα θά μποῦνε στόν σωστό καί σωτήριο ρυθμό. Ἐάν ὁ Χριστός ἀπουσιάση, ἐάν ὁ Χριστός δέν εἶναι στήν ζωή μας, δέν εἶναι στόν δρόμο μας, δέν μᾶς φωτίζη, ὅλα θά πᾶνε στραβά. Χριστός ἤ χάος· ἤ στό φῶς ἤ στό σκότος. Ἐνδιάμεσα δέν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Πατέρων.
Ἄς φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τό φωνάζη ὁ μοναχός, γεμίζει εὐλογία ἡ ἀτμόσφαιρα καί ὁ χῶρος πού βρίσκεται. Δέν εἶναι μόνον ἡ προσωπική ὠφέλεια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ ὠφέλεια καί τῶν γύρω, πού ἀκούουν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ τό μυαλό μου ἐμένα νά σκέπτεται ἁμαρτωλά. Ἀκούω τόν ἀδελφό νά φωνάζει τόν Χριστό.
Ἐγώ τί κάνω;
Ποῦ περιπολεύει ὁ νοῦς μου; Αὐτός βιάζεται γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, κι ἐγώ «χασκογελάω» μέ τόν ἑαυτό μου ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἤ πιάνομαι στήν ἀργολογία καί ἀκούω τόν ἀδελφό νά φωνάζη;
Τί κάνω; Εἶμαι στά καλά μου; Γιά ποιόν σκοπό ἦρθα ἐδῶ; Δέν ἦρθα νά ὁμολογήσω Χριστόν πράξει καί λόγῳ; Καί ἀρχίζω νά μεταμελοῦμαι καί ἀρχίζω κι ἐγώ νά λέω τήν προσευχή.
Ἔ, αὐτή ἡ ἀλλαγή μου σέ ποιόν ὀφείλεται; Δέν ὀφείλεται σ᾿ αὐτόν τόν ἀδελφό, πού μέ βοήθησε μέ τήν προφορική εὐχή, πού φωνάζει;
«Ὅταν σιγοῦν οἱ γάτες, οἱ ποντικοί χορεύουν». Ὅταν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δέν ἀκούγεται, τά δαιμόνια μᾶς βάζουν στό μυαλό μας σκέψεις, μᾶς βάζουν λόγια στό στόμα νά ἀργολογοῦμε, νά πειράζη ὁ ἕνας τόν ἄλλον, νά «χασκογελοῦμε»· μᾶς σπρώχνουν στό θέλημα, μᾶς σπρώχνουν στήν ἰδιορρυθμία, γιά νά μᾶς κάνουν «ἀμόναχους».
Ὅταν ὅμως ὁ Χριστός ἀκούγεται ἀπό δῶ, ἀπό κεῖ, εἶναι σάν τά σκυλιά πού φωνάζουν καί τά θηρία ἀπομακρύνονται, οἱ κλέφτες δέν ζυγώνουν· καί ὅσο πιό γερό εἶναι τό σκυλί καί φωνάζει γενναῖα, τόσο καί μακρύνονται οἱ ἐχθροί. Τότε τά πρόβατα βόσκουν ἄκακα καί θαυμάσια καί ὁ τσοπᾶνος παίζει τήν φλογέρα του. Ὅλα αὐτά δέν θά γίνουν, ἄν δέν ὑπάρξουν αὐτά τά σκυλιά πού φωνάζουν καί ἀπομακρύνουν τόν ἐχθρό. Ἔτσι καί ἕνα μοναστήρι, εἶναι ἕνα μαντρί, ἕνα πνευματικό μαντρί καί οἱ πατέρες εἶναι τό κοπάδι. Ὁ ζῆλος, κατά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἶναι τό σκυλί. Ὁ ζῆλος φαίνεται στήν ἐφαρμογή τῆς πράξεως καί τῆς θεωρίας τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν θέλη κανείς νά ἀργολογήση, πῶς θά πάη νά μιλήση σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού προσεύχεται; Σκέπτεται καί λέει: «Μά νά τοῦ χαλάσω τώρα τήν προσευχή, νά τοῦ τήν σταματήσω τώρα;» Τό θεωρεῖ ἐγκληματικό. Ἔτσι καί ὁ ἴδιος φυλάγεται ἀπό τήν ἀργολογία καί ὁ ἄλλος ἐπίσης περιορίζεται. Ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον βοηθεῖται. Γι᾿ αὐτό λεγόμεθα ἀδελφοί γι᾿ αὐτό κι ἐδῶ μᾶς μάζεψε ὁ Χριστός μας, γιά νά βοηθῆ ὁ ἕνας τόν ἄλλον. «Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε καί οὕτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ»9. «Ἀδελφός ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά»10.
Ἔτσι ἕνα μοναστήρι θά γίνη γερό καί δυνατό, ὅταν βασιλεύη ἡ ἀγάπη, ὅταν ἔχουμε ἀγάπη στήν ψυχή μας. Καί πότε θά ἔλθη αὐτή ἡ ἀγάπη; Ὅταν ὁ Χριστός τῆς ἀγάπης βασιλεύση. Ἄν ὁ Χριστός δέν βασιλεύση μέσα μας, ἀγάπη σωστή δέν ἔχουμε. Ὄχι τήν ἀγάπη, γιατί ταιριάζουν οἱ ἰδέες μας ἤ γιατί καθόμαστε καί μιλᾶμε «περί ἀνέμων καί ὑδάτων» κ.λ.π., καί αὐτό θεωρεῖται ἀγάπη! Ὄχι αὐτήν τήν ἀγάπη. Εἶναι ἄρρωστη, καί σέ δεδομένη περίπτωσι οἱ ἄνθρωποι μαλώνουν καί διαλύεται. Ἡ ἀγάπη πού χαρίζει ὁ Χριστός εἶναι θεμελιωμένη στόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ συνδετικός κρῖκος πού ἑνώνει.
Λοιπόν, ἡ προσευχή θά μᾶς χαρίση ὅλα τά καλά, τήν ταπείνωσι καί τήν ἀδελφική ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό θά πρέπη νύχτα – μέρα, ἀπό τήν στιγμή, πού ἀνοίγουν τά μάτια ἀπό τόν ὕπνο, Χριστόν νά ὁμολογοῦμε, Χριστόν νά ἀναπνέουμε, Χριστόν νά ἐσθίουμε. Καί ὅταν τρέφεται καί ποτίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ ποτέ νά πεθάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου