Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Ἕνα φοβερό δαιμόνιο

1. Ε­ΩΣ ΠΟ­ΤΕ ΘΑ ΜΑΣ Α­ΝΕ­ΧΕ­ΤΑΙ;

Πά­νω στό ὄ­ρος Θα­βώρ τρεῖς μα­θη­τές ζοῦν τό με­γα­λει­ῶ­δες θαῦ­μα τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου καί κά­τω στόν κό­σμο οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἐν­νέ­α μα­θη­τές ἀ­ντι­με­τω­πί­ζουν τό φο­βε­ρό δρᾶ­μα τῆς πα­ρα­μορ­φώ­σε­ως ἑ­νός δαι­μο­νι­σμέ­νου. Καί κα­θώς ὁ Κύ­ρι­ος κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τό φῶς τοῦ Θα­βώρ, συ­να­ντᾶ τό σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου. Ἀ­ντι­κρύ­ζει τόν βα­σα­νι­σμέ­νο πα­τέ­ρα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου νά γο­να­τί­ζῃ­μέ πό­νο στά πό­δι­α του καί νά τοῦ λέ­ει:

– Δι­δά­σκα­λε σοῦ ἔ­φε­ρα τό παι­δί μου, πού ἔ­χει κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πό φο­βε­ρό δαι­μό­νι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἔ­χει πά­ρει τή λα­λι­ά του. Κι ὅ­που τό πι­ά­σῃ, τό ρί­χνει στή γῆ, τό κά­νει νά βγά­ζῃ ἀ­πό τό στό­μα του ἀ­φρούς, νά τρί­ζῃ τά δό­ντι­α του καί νά μέ­νῃ ξε­ρό καί ἀ­ναί­σθη­το. Ἔ­φε­ρα, Κύ­ρι­ε, τό παι­δί μου στούς μα­θη­τές σου καί τούς πα­ρε­κά­λε­σα νά βγά­λουν τό δαι­μό­νι­ο, ἀλ­λά δέν μπό­ρε­σαν.

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πο­κρί­νε­ται στό πο­νε­μέ­νο πα­τέ­ρα:

– Ὦ γε­νε­ά ἄ­πι­στη, πού τό­σα θαύ­μα­τα εἶ­δες ἀ­πό ἐ­μέ­να! Ἕ­ως πό­τε θά εἶ­μαι ἀ­κό­μη μα­ζί σας; Ἕ­ως πό­τε θά σᾶς ἀ­νέ­χο­μαι;

Ε­ΩΣ ΠΟ­ΤΕ λοι­πόν θά ἀ­νέ­χε­ται ὁ Κύ­ρι­ος τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α τῶν ἀν­θρώ­πων; Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου βέ­βαι­α εἶ­χε ἐ­λα­φρυ­ντι­κά. Δέν γνώ­ρι­ζε ποι­ός ἦ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος. Ἐ­μεῖς ὅ­μως δέν ἔ­χου­με κα­νέ­να. Ἐ­μεῖς γνω­ρί­ζου­με ποι­ός εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, γνω­ρί­ζου­με πώς εἶ­ναι ὁ Θε­ός πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καί θυ­σι­ά­στη­κε γι­ά μᾶς. Δε­χό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά τίς φα­νε­ρές καί ἀ­φα­νεῖς εὐ­ερ­γε­σί­ες του, τό πο­λύ ἔ­λε­ός του, τή χά­ρι τῶν μυ­στη­ρί­ων του. Καί πα­ρό­λα αὐ­τά ὀ­λι­γο­πι­στοῦ­με. Ἀλ­λά ὁ Κύ­ρι­ος δέν μᾶς ἐ­γκα­τα­λεί­πει, δέν μᾶς κα­τα­δι­κά­ζει. Μᾶς ἀ­νέ­χε­ται, δι­ό­τι θέ­λει τή σω­τη­ρί­α μας.

Αὐ­τή ὅ­μως ἡ ἀ­νο­χή τῆς ἀ­γά­πης του δέν πρέ­πει νά μᾶς κά­νῃ νά ἐ­φη­συ­χά­ζου­με. Ἀλ­λά νά μᾶς βο­η­θᾷ νά με­τα­νο­ή­σου­με. Νά κα­τα­λά­βου­με τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας, νά ἀ­πο­τι­νά­ξου­με κά­θε ὀ­λι­γο­πι­στί­α, δι­στα­γμό ἤ ἀμ­φι­βο­λί­α. Καί νά ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο στόν Κύ­ρι­ο καί στήν πρό­νοι­α του. Νά ἐ­μπι­στευ­θοῦ­με ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τήν ζω­ή μας σ’ Αὐ­τόν. Καί θά ἀ­κο­λου­θῇ τό θαῦ­μα. Ὅ­πως ἔ­γι­νε καί μέ τόν δαι­μο­νι­σμέ­νο νέ­ο.

2. ΒΟ­Η­ΘΕΙ­Α ΣΤΗΝ Ο­ΛΙ­ΓΟ­ΠΙ­ΣΤΙ­Α ΜΑΣ

Κα­θώς λοι­πόν φέρ­νουν τόν νέ­ο στόν Κύ­ρι­ο, γί­νε­ται κά­τι συ­γκλο­νι­στι­κό. Μό­λις τό δαι­μό­νι­ο βλέ­πει τόν Κύ­ρι­ο, τα­ρά­ζει τόν νέ­ο μέ φο­βε­ρούς σπα­σμούς. Τό δυ­στυ­χι­σμέ­νο παι­δί τώ­ρα ἀρ­χί­ζει νά κυ­λι­έ­ται στή γῆ καί νά βγά­ζῃ ἀ­φρούς ἀ­π’­τό στό­μα του. Μπρο­στά σ’­ αὐ­τό τό σπα­ρα­κτι­κό θέ­α­μα, ὁ Κύ­ρι­ος ρω­τᾶ τόν πα­τέ­ρα:

– Ἀ­πό πό­τε τό δαι­μό­νι­ο ἔ­χει κυ­ρι­εύ­σει τόν γι­ό σου καί τοῦ δη­μι­ούρ­γη­σε αὐ­τή τήν τρο­με­ρή κα­τά­στα­σι;

Καί ὁ δυ­στυ­χι­σμέ­νος πα­τέ­ρας τοῦ ἀ­πα­ντᾶ.

– Ἀ­πό μι­κρό παι­δί, Κύ­ρι­ε, τό βα­σα­νί­ζει. Πολ­λές φο­ρές μά­λι­στα τό ἔ­χει ρί­ξει στή φω­τι­ά καί στό νε­ρό, γι­ά νά τό θα­να­τώ­σῃ. Ἀλ­λά, Κύ­ρι­ε, ἐ­άν μπο­ρῇς νά κά­νῃς κά­τι, λυ­πή­σου μας καί βο­ή­θη­σέ μας.

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πα­ντᾷ στόν πα­τέ­ρα μέ τήν ἀ­σθε­νι­κή πί­στι: «Ἐ­σύ ἄν μπο­ρῇς νά πι­στεύ­σῃς, θά γί­νῃ τό παι­δί σου κα­λά. Δι­ό­τι ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τά σέ κεῖ­νον πού πι­στεύ­ει». Ὁ πα­τέ­ρας τώ­ρα γε­μᾶ­τος δά­κρυ­α στά μά­τι­α, σάν μό­λις νά ξύ­πνη­σε ἀ­πό τό λή­θαρ­γο τῆς ὀ­λι­γο­πι­στί­ας του, φω­νά­ζει μέ δύ­να­μη στόν Χρι­στό:

– Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, ἀλ­λά ἔ­χω ἀ­δύ­να­μη πί­στι. Βο­ή­θα με λοι­πόν νά ἀ­παλ­λα­γῶ ἀ­πό τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μου.

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­μέ­σως μέ ἕ­να πα­ντο­δύ­να­μο πρό­στα­γμα ἐ­πι­πλήτ­τει αὐ­στη­ρά τό δαι­μό­νι­ο καί τοῦ λέ­ει: «πο­νη­ρό πνεῦ­μα, ἄ­λα­λο καί κω­φό, σέ δι­α­τά­ζω νά βγῇς ἀ­πό αὐ­τό τό νέ­ο καί νά μήν εἰ­σέλ­θῃς πο­τέ πλέ­ον σ’ αὐ­τόν». Τό πο­νη­ρό πνεῦ­μα τό­τε ἀρ­χί­ζει νά φω­νά­ζῃ καί νά συ­ντα­ρά­ζῃ τό παι­δί. Καί κα­τό­πιν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἀ­φή­νο­ντάς τό παι­δί κά­τω σχε­δόν νε­κρό. Ὅ­μως ὁ Κύ­ρι­ος τό  πι­ά­νει ἀ­πό τό χέ­ρι καί τό ση­κώ­νει γε­μᾶ­το ὑ­γεί­α, ἐλεύθερο ἀπό τό δαιμό­νιο.

Συ­γκλο­νι­σμέ­νοι οἱ μα­θη­τές ρω­τοῦν κα­τό­πιν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τόν Κύ­ρι­ο μέ ἀ­πο­ρί­α. «Γι­α­τί ἐ­μεῖς δέν μπο­ρέ­σα­με νά δι­ώ­ξου­με τό πο­νη­ρό πνεῦ­μα ἀ­πό τό νέ­ο;»

«Αὐ­τό τό εἶ­δος τοῦ δαι­μο­νί­ου» ἀ­πα­ντᾶ ὁ Κύ­ρι­ος «δέν ἐκ­δι­ώ­κε­ται μέ τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρά μό­νο μέ προ­σευ­χή καί νη­στεί­α».

ΕΙ­ΝΑΙ πρα­γμα­τι­κά συ­γκι­νη­τι­κή ἡ ἀ­πά­ντη­σι καί προ­σευ­χή συ­νά­μα τοῦ ὀ­λι­γό­πι­στου πα­τέ­ρα στόν Κύ­ρι­ο. «Πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ». Αὐ­τή θά πρέ­πει νά εἶ­ναι καί ἡ δι­κή μας θερ­μή καί δυ­να­τή προ­σευ­χή. Δι­ό­τι κι ἐ­μεῖς πολλές φορές ὀ­λι­γό­πι­στοι εἴ­μα­στε. Δέν ἐ­μπι­στευ­ό­μα­στε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τόν ἑ­αυ­τό μας, τή ζώ­η μας, τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά μας, τό μέλ­λον μας, στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Κι ἐ­νῶ λέ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε πι­στοί, στήν οὐ­σί­α κά­πο­τε φε­ρό­μα­στε σάν ἄ­πι­στοι. Δι­ό­τι σέ στι­γμές πει­ρα­σμῶν καί θλί­ψε­ων, σέ μί­α ἀ­σθέ­νει­α ἤ μι­ά πε­ρι­πέ­τει­α, τρο­μο­κρα­τού­μα­στε καί τά χά­νου­με. Βα­σα­νι­ζό­μα­στε μέ­σα στούς φό­βους, τίς δει­λί­ες ἤ τίς ἀ­πελ­πι­σί­ες μας. Λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι δί­πλα μας, γνω­ρί­ζει τά προ­βλή­μα­τα καί τίς ἀ­γω­νί­ες μας, θέ­λει καί μπο­ρεῖ νά μᾶς βο­η­θή­σῃ. Νά πο­λε­μή­σου­με λοι­πόν τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μας. «Ἑ­αυ­τούς καί ἀλ­λή­λους καί πᾶ­σαν τήν ζω­ήν ἡ­μῶν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ πα­ρα­θώ­με­θα». Νά ἐ­μπι­στευ­θοῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας καί τούς γύ­ρω μας καί ὅ­λη μας τή ζω­ή στόν Κύ­ρι­ο. Καί νά προ­σευ­χό­μα­στε λέ­γο­ντας μέ δύ­να­μι: «Πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ».

* * *

Ἀ­γα­πη­τοί ἀ­δελ­φοί, στό τέ­λος τοῦ ἱ­ε­ροῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος κα­τό­πιν ἔ­φυ­γε μέ τούς μα­θη­τές περ­νώ­ντας ἔ­ξω ἀ­πό πό­λεις τῆς Γα­λι­λαί­ας, γι­ά νά μήν μά­θῃ κα­νείς πού ἦ­ταν καί τί ἔ­κα­νε. Δι­ό­τι πλη­σί­α­ζε ὁ και­ρός τοῦ πά­θους του. Γι’ αὐ­τό προ­ε­τοί­μα­ζε τούς μα­θη­τές, λέ­γο­ντάς τους ὅ­τι σέ λί­γο θά πα­ρα­δο­θῇ σέ ἄ­νο­μους ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά τόν θα­να­τώ­σουν. Αὐ­τός ὅ­μως τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα θά ἀ­να­στη­θῇ.

Ἄς συ­μπο­ρευ­θοῦ­με λοι­πόν καί μεῖς μέ πί­στι μα­ζί του κι ἄς συ­σταυ­ρω­θοῦ­με γι­ά νά συ­να­να­στη­θοῦ­με καί νά συ­ζή­σου­με μέ τόν Κύ­ρι­ο στήν αἰ­ώ­νι­ο Βα­σι­λεί­α του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου