Ανάμεσα στις μορφές που φώτισαν και συνεχίζουν να φωτίζουν και να εμπνέουν τη ζωή μας είναι ο γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος της Πάρου (1884-1980).
Μεγάλη ήταν η αγάπη του προς όλους, μεγάλη η υπομονή του, έντονο το ασκητικό του φρόνημα, βαθειά η λειτουργική του ζωή. Αυτά τον έφερναν κοντά σε άλλες μορφές που γνώρισα, όπως ο Όσιος Πορφύριος και ο Όσιος Παΐσιος, αλλά και ο γέρων Αμφιλόχιος της Πάτμου, με τον οποίον διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις.
Ο γέρων ήταν αυστηρός στον εαυτό του, αλλά επιεικής προς τους άλλους. Γι αυτό και τόνιζε ότι ο πνευματικός πατέρας πρέπει να αναλαμβάνει εύθύνες έναντι των πνευματικών του τέκνων.
Πολύ συχνά είχε σημεία προοράσεως και διοράσεως. Γι αυτό και όταν ως νέος δυσκολευόμουν να εξαγορεύσω κάτι στην εξομολόγηση, μου το έλεγε ο ίδιος. Παρόλα αυτά ζητούσε να το επαναλάβω, γιατί, όπως έλεγε, έπρεπε εγώ να μάθω να εξομολογούμαι.
Ήμουν ήδη νεαρός κληρικός, όταν με πήρε ένα καλοκαίρι και με ανέβασε σε ένα εκκλησάκι σε ένα λόφο της Πάρου. Εκεί επρόκειτο να νηστέψουμε και να συγκεντρωθούμε στην προσευχή. Την πρώτη μέρα, μήτε ψωμί, μήτε νερό, μήτε τίποτα. Τη δεύτερη μέρα το ίδιο. Τον ρώτησα τι είχε κατά νου. Μου είπε ότι επρόκειτο να περάσει έτσι σαράντα μέρες. Για μένα είπε ότι δεν μπορώ να το κάνω, αφού είχα ενορία και ευθύνες. Έτσι, πήρα ευλογία και την τρίτη μέρα έφυγα. Πληροφορήθηκα από τον διοικητή του στρατοπέδου που γειτόνευε με το εκκλησάκι, ότι έβαζαν στην πύλη καθημερινά νερό και ψωμί, αλλά την επομένη το έπαιρναν άθικτο. Ο γέρων παρέμενε νηστεύων και προσευχόμενος για σαραντα μέρες μία η και δύο φορές κάθε καλοκαίρι.
Κάποια στιγμή μου έλυσε εμπειρικά μια απορία που είχα ως νεαρός. Πως θα ήταν τα σώματά μας στην άλλη ζωή, μετά την ανάσταση; Μου είχε απαντήσει: «αποπνευματοποιημένα σώματα». Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το καταλάβω. «Κάποια στιγμή θα το καταλάβεις», μου είπε. Αργότερα, μετά από μια εξομολόγηση, φρόντισε ο ίδιος και επέτρεψε ο Θεός να πάρω μια ιδέα για το τι σημαίνει «αποπνευματοποιημένο» σώμα.
Προχωρώ όμως παρακάτω, για να τονίσω την αγάπη του για το μοναστικό βίο. Τόνιζε την αξία της παρθενίας και, όπως όλοι οι Πατέρες, την θεωρούσε ανωτέρα του γάμου. Έλεγε μάλιστα, ακολουθώντας και πάλι την πατερική θεολογία, ότι ο γάμος ορίσθηκε μετά την πτώση προς παρηγορίαν αλλά και για τη συνέχεια του ανθρώπινου γένους, ωστόσο, το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» ίσχυε και προ της πτώσεως, αλλά με τον τρόπο που μόνον ο Θεός γνώριζε, η, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, με τον καινό τρόπο που η ίδια η Μητέρα του Θεού συνέλαβε.
Για τον γέροντα η μοναχική ζωή ήταν μεγάλη και προνομιακή, αλλά όχι αστεία. Γι αυτό και όταν του εμπιστεύθηκα τον πόθο μου να γίνω μοναχός, άπλωσε το χέρι και μου έδειξε το μανίκι του ράσου του. «Τι είναι αυτό;», μου είπε. «Ράσο», απάντησα. «Και τι χρώμα έχει;» «Μαύρο». «Έτσι, να είσαι αποφασισμένος ότι η καρδιά σου θα γίνει το ίδιο μαύρη από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες.»
Δεν μου είπε ποτέ «γίνε» η «μη γίνεις» μοναχός. Όπως το πνεύμα του ήταν ελεύθερο, έτσι ήθελε και τα πνευματικά του τέκνα να καλλιεργούν την ελευθερία και την προσωπική ευθύνη. Ως αληθινός μοναχός δεν είχε καμιά σχέση με το φαινόμενο του γεροντισμού, που έχει προσβάλλει σήμερα το εκκλησιαστικό περιβάλλον κυρίως στον κόσμο.
Όσο βαθιά ήταν η αρετή, η άσκηση, ο εσωτερικός του αγώνας, τόση ήταν και η θεολογική—δογματική του ευαισθησία. Συνήθιζε να γράφει προς τους επισκόπους και πατριάρχες, όταν προέκυπτε κάποιο θέμα που τον ανησυχούσε. Για τα κανονικά όμως θέματα συμβουλευόταν τον πνευματικό του αδελφό Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Παρά τον ζήλο του—η καλύτερα εξαιτίας του κατ’ επίγνωσιν ζήλου του—τόνιζε ότι ο αγώνας πρέπει να γίνεται εντός των κόλπων της Εκκλησίας, κι όχι απ’ έξω. Όταν αναχώρησα για το Άγιον Όρος, μου είπε: «Να προσέξεις, μήπως για το δόγμα, το τυπικό η την παράδοση η καρδιά σου σκληρύνει. Ο μοναχός πρέπει να έχει μαλακή καρδιά, να το θυμάσαι πάντοτε αυτό.»
Οι όσιοι αυτοί γέροντες βρίσκονταν σε συνεχή πνευματική επαφή. Ο γέρων Φιλόθεος, οι όσιοι Πορφύριος και Παΐσιος, ο γέρων Ευμένιος από την Αθήνα, ο π. Ευσέβιος Βίττης από την Φαιά Πέτρα, ο γέρων Αμφιλόχιος της Πάτμου, και μαζί τους άλλοι ανώνυμοι της Αθωνικής Πολιτείας, κοινωνούσαν στις ίδιες αρετές, στα ίδια πνευματικά χαρίσματα, αλλά και στην ίδια ταπείνωση. Γι αυτό και πάντοτε ο ένας σε παρέπεμπε στον άλλο. Και συναντούσαν ο ένας τον άλλον, άλλοτε δια ζώσης, άλλοτε μέσα στην προσευχή, πάντοτε εν Αγίω Πνεύματι.
Κάποιο πρωινό, μόλις ο πορτάρης της Μονής άνοιξε την πύλη με τα χαράματα, βρήκε έναν μοναχό να κάνει κομποσχοίνι καθισμένος στη βρύση έξω από την πύλη. Του φάνηκε περίεργο και με ενημέρωσε. Κατέβηκα και είδα πως ήταν ο π. Ευσέβιος. Συνήθιζε να έρχεται με τα πόδια από τη Φαιά Πέτρα στο Άγιον Όρος, για να συναντήσει τον γερο-Παΐσιο. Και είχε καθίσει τη νύχτα έξω από την πύλη της μονής, κάνοντας κομποσχοίνι, ειρηνικός και ουράνιος, μόνος μόνω Θεώ.
Οι άνθρωποι αυτοί εκφράζουν την ενότητα της εν Χριστώ ζωής. Και είναι λυπηρό αυτό που ακούγεται από μερικούς σήμερα, ότι δεν πρέπει οι θεολόγοι, δάσκαλοι και εκκλησιαστικοί να μιλούν για τους γέροντες, γιατί τάχα η αλήθεια και εμπειρία της Εκκλησίας δεν βρίσκεται σε μεμονωμένα πρόσωπα αλλά στην κοινότητα. Μα οι φίλοι του Θεού δεν είναι μεμονωμένα πρόσωπα. Είναι οι παγκόσμιοι, καθολικοί άνθρωποι, που φέρουν μέσα τους όλη την ανθρωπότητα αγιασμένη από την θεοποιό χάρη, και μυσταγωγούν εμάς, τα πνευματικά τους παιδιά, στο μυστήριο της αγάπης του Θεού, στο μυστήριο της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει κοινότητα χωρίς τους Αγίους.
Γιατί άραγε γίνονται όλες αυτές οι συνάξεις για τους αγίους γέροντες; Μήπως η αναφορά στους σύγχρονους αυτούς Αγίους είναι μια ανάγκη να βεβαιώσουμε την αλήθεια της πίστης μας; Μήπως γιατί τα θαυμαστά σημεία πάντοτε εντυπωσιάζουν και ανταποκρίνονται στο ενδιαφέρον του ανθρώπου για ο,τι τον υπερβαίνει;
Αυτά και άλλα, λίγο ως πολύ, ισχύουν. Υπάρχει όμως και κάτι που δεν του δίνουμε τόση σημασία. Είναι ο κύριος λόγος για τον οποίον και η Εκκλησία θέσπισε τις πανηγύρεις, τα συναξάρια και τα εγκώμια των Αγίων. Και αυτός ο λόγος είναι η μίμηση, η ακολούθησή τους. Όχι απλά η γνωριμία και συνάντηση. Αλλά η ακολούθηση. Μπορεί να συναντήσω κάποιον, να συζητήσω μαζί του, αλλά μετά να τραβήξω το δικό μου δρόμο. Ακολούθηση όμως σημαίνει αυταπάρνηση, πράξη, κόπο, φιλότιμο. Αυτή τη βαριά και πολύτιμη κληρονομιά της πνευματικής ζωής παραλάβαμε από τους αληθινούς πατέρες μας. Ο καθένας έζησε διαφορετικά, αλλά όλοι συγκλίνουν στο ένα, που είναι η ολοκληρωτική αφιέρωση στον Θεό. Μας διδάσκουν αυτό που έλεγε ο όσιος Παΐσιος: ότι η χάρις του Θεού για νάρθει να έγκατασταθεί μέσα στον άνθρωπο πρέπει να βρει τον άνθρωπο να συμφωνεί κατά πνεύμα με τον Θεό, και ο άνθρωπος να εξασκήσει όλο το ανθρώπινο. Για να κατοικήσει στον άνθρωπο το Άγιον Πνεύμα χρειάζεται αυταπάρνηση, φιλότιμο, ταπείνωση, αρχοντιά, θυσία.
Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος,Καθηγούμενος Ι.Μ. Κουτλουμουσίου
(Απόσπασμα από Ομιλία στον Ι. Ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, 24/5/16)
Μεγάλη ήταν η αγάπη του προς όλους, μεγάλη η υπομονή του, έντονο το ασκητικό του φρόνημα, βαθειά η λειτουργική του ζωή. Αυτά τον έφερναν κοντά σε άλλες μορφές που γνώρισα, όπως ο Όσιος Πορφύριος και ο Όσιος Παΐσιος, αλλά και ο γέρων Αμφιλόχιος της Πάτμου, με τον οποίον διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις.
Ο γέρων ήταν αυστηρός στον εαυτό του, αλλά επιεικής προς τους άλλους. Γι αυτό και τόνιζε ότι ο πνευματικός πατέρας πρέπει να αναλαμβάνει εύθύνες έναντι των πνευματικών του τέκνων.
Πολύ συχνά είχε σημεία προοράσεως και διοράσεως. Γι αυτό και όταν ως νέος δυσκολευόμουν να εξαγορεύσω κάτι στην εξομολόγηση, μου το έλεγε ο ίδιος. Παρόλα αυτά ζητούσε να το επαναλάβω, γιατί, όπως έλεγε, έπρεπε εγώ να μάθω να εξομολογούμαι.
Ήμουν ήδη νεαρός κληρικός, όταν με πήρε ένα καλοκαίρι και με ανέβασε σε ένα εκκλησάκι σε ένα λόφο της Πάρου. Εκεί επρόκειτο να νηστέψουμε και να συγκεντρωθούμε στην προσευχή. Την πρώτη μέρα, μήτε ψωμί, μήτε νερό, μήτε τίποτα. Τη δεύτερη μέρα το ίδιο. Τον ρώτησα τι είχε κατά νου. Μου είπε ότι επρόκειτο να περάσει έτσι σαράντα μέρες. Για μένα είπε ότι δεν μπορώ να το κάνω, αφού είχα ενορία και ευθύνες. Έτσι, πήρα ευλογία και την τρίτη μέρα έφυγα. Πληροφορήθηκα από τον διοικητή του στρατοπέδου που γειτόνευε με το εκκλησάκι, ότι έβαζαν στην πύλη καθημερινά νερό και ψωμί, αλλά την επομένη το έπαιρναν άθικτο. Ο γέρων παρέμενε νηστεύων και προσευχόμενος για σαραντα μέρες μία η και δύο φορές κάθε καλοκαίρι.
Κάποια στιγμή μου έλυσε εμπειρικά μια απορία που είχα ως νεαρός. Πως θα ήταν τα σώματά μας στην άλλη ζωή, μετά την ανάσταση; Μου είχε απαντήσει: «αποπνευματοποιημένα σώματα». Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το καταλάβω. «Κάποια στιγμή θα το καταλάβεις», μου είπε. Αργότερα, μετά από μια εξομολόγηση, φρόντισε ο ίδιος και επέτρεψε ο Θεός να πάρω μια ιδέα για το τι σημαίνει «αποπνευματοποιημένο» σώμα.
Προχωρώ όμως παρακάτω, για να τονίσω την αγάπη του για το μοναστικό βίο. Τόνιζε την αξία της παρθενίας και, όπως όλοι οι Πατέρες, την θεωρούσε ανωτέρα του γάμου. Έλεγε μάλιστα, ακολουθώντας και πάλι την πατερική θεολογία, ότι ο γάμος ορίσθηκε μετά την πτώση προς παρηγορίαν αλλά και για τη συνέχεια του ανθρώπινου γένους, ωστόσο, το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» ίσχυε και προ της πτώσεως, αλλά με τον τρόπο που μόνον ο Θεός γνώριζε, η, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, με τον καινό τρόπο που η ίδια η Μητέρα του Θεού συνέλαβε.
Για τον γέροντα η μοναχική ζωή ήταν μεγάλη και προνομιακή, αλλά όχι αστεία. Γι αυτό και όταν του εμπιστεύθηκα τον πόθο μου να γίνω μοναχός, άπλωσε το χέρι και μου έδειξε το μανίκι του ράσου του. «Τι είναι αυτό;», μου είπε. «Ράσο», απάντησα. «Και τι χρώμα έχει;» «Μαύρο». «Έτσι, να είσαι αποφασισμένος ότι η καρδιά σου θα γίνει το ίδιο μαύρη από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες.»
Δεν μου είπε ποτέ «γίνε» η «μη γίνεις» μοναχός. Όπως το πνεύμα του ήταν ελεύθερο, έτσι ήθελε και τα πνευματικά του τέκνα να καλλιεργούν την ελευθερία και την προσωπική ευθύνη. Ως αληθινός μοναχός δεν είχε καμιά σχέση με το φαινόμενο του γεροντισμού, που έχει προσβάλλει σήμερα το εκκλησιαστικό περιβάλλον κυρίως στον κόσμο.
Όσο βαθιά ήταν η αρετή, η άσκηση, ο εσωτερικός του αγώνας, τόση ήταν και η θεολογική—δογματική του ευαισθησία. Συνήθιζε να γράφει προς τους επισκόπους και πατριάρχες, όταν προέκυπτε κάποιο θέμα που τον ανησυχούσε. Για τα κανονικά όμως θέματα συμβουλευόταν τον πνευματικό του αδελφό Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Παρά τον ζήλο του—η καλύτερα εξαιτίας του κατ’ επίγνωσιν ζήλου του—τόνιζε ότι ο αγώνας πρέπει να γίνεται εντός των κόλπων της Εκκλησίας, κι όχι απ’ έξω. Όταν αναχώρησα για το Άγιον Όρος, μου είπε: «Να προσέξεις, μήπως για το δόγμα, το τυπικό η την παράδοση η καρδιά σου σκληρύνει. Ο μοναχός πρέπει να έχει μαλακή καρδιά, να το θυμάσαι πάντοτε αυτό.»
Οι όσιοι αυτοί γέροντες βρίσκονταν σε συνεχή πνευματική επαφή. Ο γέρων Φιλόθεος, οι όσιοι Πορφύριος και Παΐσιος, ο γέρων Ευμένιος από την Αθήνα, ο π. Ευσέβιος Βίττης από την Φαιά Πέτρα, ο γέρων Αμφιλόχιος της Πάτμου, και μαζί τους άλλοι ανώνυμοι της Αθωνικής Πολιτείας, κοινωνούσαν στις ίδιες αρετές, στα ίδια πνευματικά χαρίσματα, αλλά και στην ίδια ταπείνωση. Γι αυτό και πάντοτε ο ένας σε παρέπεμπε στον άλλο. Και συναντούσαν ο ένας τον άλλον, άλλοτε δια ζώσης, άλλοτε μέσα στην προσευχή, πάντοτε εν Αγίω Πνεύματι.
Κάποιο πρωινό, μόλις ο πορτάρης της Μονής άνοιξε την πύλη με τα χαράματα, βρήκε έναν μοναχό να κάνει κομποσχοίνι καθισμένος στη βρύση έξω από την πύλη. Του φάνηκε περίεργο και με ενημέρωσε. Κατέβηκα και είδα πως ήταν ο π. Ευσέβιος. Συνήθιζε να έρχεται με τα πόδια από τη Φαιά Πέτρα στο Άγιον Όρος, για να συναντήσει τον γερο-Παΐσιο. Και είχε καθίσει τη νύχτα έξω από την πύλη της μονής, κάνοντας κομποσχοίνι, ειρηνικός και ουράνιος, μόνος μόνω Θεώ.
Οι άνθρωποι αυτοί εκφράζουν την ενότητα της εν Χριστώ ζωής. Και είναι λυπηρό αυτό που ακούγεται από μερικούς σήμερα, ότι δεν πρέπει οι θεολόγοι, δάσκαλοι και εκκλησιαστικοί να μιλούν για τους γέροντες, γιατί τάχα η αλήθεια και εμπειρία της Εκκλησίας δεν βρίσκεται σε μεμονωμένα πρόσωπα αλλά στην κοινότητα. Μα οι φίλοι του Θεού δεν είναι μεμονωμένα πρόσωπα. Είναι οι παγκόσμιοι, καθολικοί άνθρωποι, που φέρουν μέσα τους όλη την ανθρωπότητα αγιασμένη από την θεοποιό χάρη, και μυσταγωγούν εμάς, τα πνευματικά τους παιδιά, στο μυστήριο της αγάπης του Θεού, στο μυστήριο της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει κοινότητα χωρίς τους Αγίους.
Γιατί άραγε γίνονται όλες αυτές οι συνάξεις για τους αγίους γέροντες; Μήπως η αναφορά στους σύγχρονους αυτούς Αγίους είναι μια ανάγκη να βεβαιώσουμε την αλήθεια της πίστης μας; Μήπως γιατί τα θαυμαστά σημεία πάντοτε εντυπωσιάζουν και ανταποκρίνονται στο ενδιαφέρον του ανθρώπου για ο,τι τον υπερβαίνει;
Αυτά και άλλα, λίγο ως πολύ, ισχύουν. Υπάρχει όμως και κάτι που δεν του δίνουμε τόση σημασία. Είναι ο κύριος λόγος για τον οποίον και η Εκκλησία θέσπισε τις πανηγύρεις, τα συναξάρια και τα εγκώμια των Αγίων. Και αυτός ο λόγος είναι η μίμηση, η ακολούθησή τους. Όχι απλά η γνωριμία και συνάντηση. Αλλά η ακολούθηση. Μπορεί να συναντήσω κάποιον, να συζητήσω μαζί του, αλλά μετά να τραβήξω το δικό μου δρόμο. Ακολούθηση όμως σημαίνει αυταπάρνηση, πράξη, κόπο, φιλότιμο. Αυτή τη βαριά και πολύτιμη κληρονομιά της πνευματικής ζωής παραλάβαμε από τους αληθινούς πατέρες μας. Ο καθένας έζησε διαφορετικά, αλλά όλοι συγκλίνουν στο ένα, που είναι η ολοκληρωτική αφιέρωση στον Θεό. Μας διδάσκουν αυτό που έλεγε ο όσιος Παΐσιος: ότι η χάρις του Θεού για νάρθει να έγκατασταθεί μέσα στον άνθρωπο πρέπει να βρει τον άνθρωπο να συμφωνεί κατά πνεύμα με τον Θεό, και ο άνθρωπος να εξασκήσει όλο το ανθρώπινο. Για να κατοικήσει στον άνθρωπο το Άγιον Πνεύμα χρειάζεται αυταπάρνηση, φιλότιμο, ταπείνωση, αρχοντιά, θυσία.
Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος,Καθηγούμενος Ι.Μ. Κουτλουμουσίου
(Απόσπασμα από Ομιλία στον Ι. Ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, 24/5/16)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου