Σάββατο 30 Απριλίου 2016
Ανάστα ο Θεός, κρίνον τήν γην, ότι σύ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις εθνέσι...
Ανάστα ο Θεός, κρίνον τήν γην, ότι σύ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις εθνέσι...
Η Πρώτη Ανάσταση – Μέγα Σάββατο
Όπως έχουμε ήδη πει, το Μέγα Σάββατο μετέχει ταυτοχρόνως στο πένθος της Μεγάλης Εβδομάδας και στη χαρά του Πάσχα. Είναι εν μέρει στραμμένο προς τον τάφο του Κυρίου και εν μέρει προς τον Αναστάντα. Ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου, που τελέσαμε το βράδυ της Παρασκευής, περιγράφει την προσμονή και τη θλίψη των «φίλων του Ιησού» -των μαθητών και των αγίων γυναικών- των οποίων η προσοχή είναι τώρα συγκεντρωμένη στον τάφο, όπου ο από Αρειμαθαίας Ιωσήφ έχει εναποθέσει το Σώμα του Σωτήρος. Ήδη ο Εσπερινός και η Λειτουργία που τελούμε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου «προλαμβάνουν» την Κυριακή και μας φέρνουν το πρώτο μήνυμα της Αναστάσεως.
«Σήμερον ο Άδης στενών βοά· συνέφερε μοι ει τον εκ Μαρίας γεννηθέντα μη. υπεδεξάμην· ελθών γαρ επ' εμέ, το κράτος μου έλυσε· πύλας χαλκάς συνέτριψε, ψυχάς ας κατείχον το πριν, ως Θεός ανάστησε...»
Μετά το «Φως ιλαρόν» διαβάζονται τρία αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη: Πρώτα-πρώτα η διήγηση περί της Δημιουργίας (Γέν.1:1-13), επειδή η Ανάσταση του Χριστού θα είναι κατά μία έννοια μια νέα Κτίση. Κατόπιν χωρία από το βιβλίο της Εξόδου (12:1-11) για την καθιέρωση του Μωσαϊκού Πάσχα, για τον αμνό, για το ράντισμα των θυρών με το αίμα του, και όλα εκείνα τα στοιχεία που προτύπωναν το Χριστιανικό Πάσχα. Τέλος, ο προφήτης Δανιήλ μάς διηγείται την ιστορία των τριών παίδων που ρίφθησαν στο καμίνι μετά την άρνηση τους να προσκυνήσουν την εικόνα του Βασιλιά (Δαν. 3: 1-88). Η θαυματουργή τους διάσωση από τον θάνατο συμβολίζει τη νίκη του Αναστημένου. Η ωδή των τριών παίδων παρακινεί ολόκληρη την Κτίση να δοξολογήσει τον Κύριο:
«Ευλογείτε ήλιος και σελήνη, άστρα του ουρανού, τον Κύριον.»
«Ευλογείτε φως και σκότος, νύκτες και ήμεραι, τον Κύριον.»
Ωστόσο η τελική ευλογία κατά την απόλυση δεν αναφέρει ακόμη την Ανάσταση. Το Μέγα Σάββατο έχει ήδη αναγγείλει το Πάσχα, αλλά χαμηλόφωνα ακόμη. Το μήνυμα της Αναστάσεως, τούτο το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, φυλάσσεται ακόμη σαν μυστικό. Οι ώρες όμως κυλούν και δεν αργεί η ώρα που η Εκκλησία με όλη τη δύναμη της φωνής της -θα διακηρύξει την εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού.
Η Πρώτη Ανάσταση – Μέγα Σάββατο
Όπως έχουμε ήδη πει, το Μέγα Σάββατο μετέχει ταυτοχρόνως στο πένθος της Μεγάλης Εβδομάδας και στη χαρά του Πάσχα. Είναι εν μέρει στραμμένο προς τον τάφο του Κυρίου και εν μέρει προς τον Αναστάντα. Ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου, που τελέσαμε το βράδυ της Παρασκευής, περιγράφει την προσμονή και τη θλίψη των «φίλων του Ιησού» -των μαθητών και των αγίων γυναικών- των οποίων η προσοχή είναι τώρα συγκεντρωμένη στον τάφο, όπου ο από Αρειμαθαίας Ιωσήφ έχει εναποθέσει το Σώμα του Σωτήρος. Ήδη ο Εσπερινός και η Λειτουργία που τελούμε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου «προλαμβάνουν» την Κυριακή και μας φέρνουν το πρώτο μήνυμα της Αναστάσεως.
«Σήμερον ο Άδης στενών βοά· συνέφερε μοι ει τον εκ Μαρίας γεννηθέντα μη. υπεδεξάμην· ελθών γαρ επ' εμέ, το κράτος μου έλυσε· πύλας χαλκάς συνέτριψε, ψυχάς ας κατείχον το πριν, ως Θεός ανάστησε...»
Μετά το «Φως ιλαρόν» διαβάζονται τρία αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη: Πρώτα-πρώτα η διήγηση περί της Δημιουργίας (Γέν.1:1-13), επειδή η Ανάσταση του Χριστού θα είναι κατά μία έννοια μια νέα Κτίση. Κατόπιν χωρία από το βιβλίο της Εξόδου (12:1-11) για την καθιέρωση του Μωσαϊκού Πάσχα, για τον αμνό, για το ράντισμα των θυρών με το αίμα του, και όλα εκείνα τα στοιχεία που προτύπωναν το Χριστιανικό Πάσχα. Τέλος, ο προφήτης Δανιήλ μάς διηγείται την ιστορία των τριών παίδων που ρίφθησαν στο καμίνι μετά την άρνηση τους να προσκυνήσουν την εικόνα του Βασιλιά (Δαν. 3: 1-88). Η θαυματουργή τους διάσωση από τον θάνατο συμβολίζει τη νίκη του Αναστημένου. Η ωδή των τριών παίδων παρακινεί ολόκληρη την Κτίση να δοξολογήσει τον Κύριο:
«Ευλογείτε ήλιος και σελήνη, άστρα του ουρανού, τον Κύριον.»
«Ευλογείτε φως και σκότος, νύκτες και ήμεραι, τον Κύριον.»
Ωστόσο η τελική ευλογία κατά την απόλυση δεν αναφέρει ακόμη την Ανάσταση. Το Μέγα Σάββατο έχει ήδη αναγγείλει το Πάσχα, αλλά χαμηλόφωνα ακόμη. Το μήνυμα της Αναστάσεως, τούτο το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, φυλάσσεται ακόμη σαν μυστικό. Οι ώρες όμως κυλούν και δεν αργεί η ώρα που η Εκκλησία με όλη τη δύναμη της φωνής της -θα διακηρύξει την εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού.
«Ανάστα ο Θεός, κρίνων την γην...»
Το έργο της αμαρτίας είχε συντελεσθεί. Ο άνθρωπος είχε φθάσει στο έσχατο σημείο της τόλμης του· εσταύρωσε τον Θεόν!
Ο Υιός του ανθρώπου είχε έλθει στην έσχατη ταπείνωση, «κατήλθεν εν τοις κατωτάτοις της γης». Η θεία δικαιοσύνη είχε πληρωθεί. Ένα, ακόμη, υπολείπεται, η δικαίωση, η ανάσταση. Τούτο το γεγονός, της αναστάσεως το μέγα θαύμα, εορτάζει ολόκληρος ο χριστιανικός κόσμος, τη δικαίωση της θείας ενανθρωπήσεως, την αποκατάσταση της ηθικής τάξεως στον κόσμο, την κατίσχυση της αληθείας επί του ψεύδους, την νίκη του φωτός κατά του σκότους, το θρίαμβο του Θεού στο έργο Αυτού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η εκ νεκρών ανάσταση του Χριστού αποτελεί τη βεβαίωση της αναστάσεως του ανθρώπου. Αυτή είναι το κήρυγμα των Αποστόλων, ο θεμέλιος της Εκκλησίας, η δύναμις των μαρτύρων, η ελπίς των δικαίων. Η χριστιανική διδασκαλία, η Εκκλησία και η Θεία Λατρεία, όλη η ζωή των χριστιανών, σαν ένα πλανητικό σύστημα, στρέφεται περί τον ζωηφόρο ήλιο της αναστάσεως. Η ανάσταση του Κυρίου μας αποτελεί το μόνο ρυθμιστή της ζωής των ανθρώπων και τη μόνη δύναμη, η οποία είναι ικανή να μας συγκρατήσει από το κακό και να μας ενισχύσει στο αγαθό.
Γιατί η ανάσταση δεν νοείται μόνο σαν ένα γεγονός αντικειμενικό και έξω από τον άνθρωπο.
Το αληθινό νόημα της αναστάσεως είναι, ότι αυτή πρέπει να αποτελεί γεγονός δια του Ιησού Χριστού μέσα μας και τούτο βέβαια όχι σαν απλή θεωρία και ιστορική γνώση, αλλά σαν πείρα και πράξη και ζωή.
Ο Χριστός ονόμασε τον εαυτό Του ανάσταση και ζωή των ανθρώπων και αυτό φανερώνει ότι για να ζούμε, πρέπει σε κάθε στιγμή, να ενεργείται μέσα μας η ανάσταση. Αλλά η εσωτερική αυτή ανάσταση προϋποθέτει νέκρωση της αμαρτίας και φθορά του «έξω ανθρώπου» από την καθημερινή μάχη προς το εγκόσμιο κακό.
Αυτή, λοιπόν, η εξωτερική φθορά και η εσωτερική ανανέωση εμφανίζεται, πολλές φορές, στον ιδιωτικό και δημόσιο και εθνικό μας βίο ως αγωνιστικό και δημιουργικό πνεύμα, ως πίστις στις αναλλοίωτες ηθικές και πνευματικές αξίες της ζωής, ως σεβασμός προς την προσωπικότητα και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ως ακοίμητος συναίσθησις ευθύνης και νυχθήμερος εργασία και μόχθος προς συνάρτηση του παρόντος μετά της αιωνιότητος, ως προσπάθεια και προσευχή προς επικράτηση δικαίας και σταθεράς ειρήνης στον κόσμο και προς διασφάλιση της αληθινής ελευθερίας των ανθρώπων. Αυτά είναι τα σημεία που πείθουν, ότι είμεθα «της αναστάσεως υιοί».
Αλλά τα φαινόμενα της παρούσης εποχής δεν μας πείθουν, δυστυχώς, και γεννάται πολλή πικρία και απογοήτευση στην ψυχή μας, όχι μόνον εξ αιτίας εκείνων που αντιτάσσονται στην πίστη του Ευαγγελίου και την Εκκλησία, αλλά και εκείνων που θεωρούν εαυτούς χριστιανούς και εμφανίζονται στον κόσμο σαν υπέρμαχοι και προασπιστές του λεγομένου και μη πιστευόμενου χριστιανικού πολιτισμού.
Εμείς, οι Ορθόδοξοι Έλληνες, κατά τον ίδιο τρόπο, και υπηρετήσαμε στο Ευαγγέλιο και αισθανόμεθα την πίστη μας και ζούμε την ανάσταση.
Και επειδή πιστεύουμε, δεν καμπτόμεθα, αλλά εντείνουμε κάθε φορά τις προσπάθειές μας και υπομένουμε στον αγώνα της ζωής και στη μάχη της ιστορίας, ακούοντες συνεχώς ηχούσαν την σάλπιγγα του Προφήτου «Ανάστα ο Θεός, κρίνων την γην...».
Toυ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου κ.κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Ο Υιός του ανθρώπου είχε έλθει στην έσχατη ταπείνωση, «κατήλθεν εν τοις κατωτάτοις της γης». Η θεία δικαιοσύνη είχε πληρωθεί. Ένα, ακόμη, υπολείπεται, η δικαίωση, η ανάσταση. Τούτο το γεγονός, της αναστάσεως το μέγα θαύμα, εορτάζει ολόκληρος ο χριστιανικός κόσμος, τη δικαίωση της θείας ενανθρωπήσεως, την αποκατάσταση της ηθικής τάξεως στον κόσμο, την κατίσχυση της αληθείας επί του ψεύδους, την νίκη του φωτός κατά του σκότους, το θρίαμβο του Θεού στο έργο Αυτού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η εκ νεκρών ανάσταση του Χριστού αποτελεί τη βεβαίωση της αναστάσεως του ανθρώπου. Αυτή είναι το κήρυγμα των Αποστόλων, ο θεμέλιος της Εκκλησίας, η δύναμις των μαρτύρων, η ελπίς των δικαίων. Η χριστιανική διδασκαλία, η Εκκλησία και η Θεία Λατρεία, όλη η ζωή των χριστιανών, σαν ένα πλανητικό σύστημα, στρέφεται περί τον ζωηφόρο ήλιο της αναστάσεως. Η ανάσταση του Κυρίου μας αποτελεί το μόνο ρυθμιστή της ζωής των ανθρώπων και τη μόνη δύναμη, η οποία είναι ικανή να μας συγκρατήσει από το κακό και να μας ενισχύσει στο αγαθό.
Γιατί η ανάσταση δεν νοείται μόνο σαν ένα γεγονός αντικειμενικό και έξω από τον άνθρωπο.
Το αληθινό νόημα της αναστάσεως είναι, ότι αυτή πρέπει να αποτελεί γεγονός δια του Ιησού Χριστού μέσα μας και τούτο βέβαια όχι σαν απλή θεωρία και ιστορική γνώση, αλλά σαν πείρα και πράξη και ζωή.
Ο Χριστός ονόμασε τον εαυτό Του ανάσταση και ζωή των ανθρώπων και αυτό φανερώνει ότι για να ζούμε, πρέπει σε κάθε στιγμή, να ενεργείται μέσα μας η ανάσταση. Αλλά η εσωτερική αυτή ανάσταση προϋποθέτει νέκρωση της αμαρτίας και φθορά του «έξω ανθρώπου» από την καθημερινή μάχη προς το εγκόσμιο κακό.
Αυτή, λοιπόν, η εξωτερική φθορά και η εσωτερική ανανέωση εμφανίζεται, πολλές φορές, στον ιδιωτικό και δημόσιο και εθνικό μας βίο ως αγωνιστικό και δημιουργικό πνεύμα, ως πίστις στις αναλλοίωτες ηθικές και πνευματικές αξίες της ζωής, ως σεβασμός προς την προσωπικότητα και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ως ακοίμητος συναίσθησις ευθύνης και νυχθήμερος εργασία και μόχθος προς συνάρτηση του παρόντος μετά της αιωνιότητος, ως προσπάθεια και προσευχή προς επικράτηση δικαίας και σταθεράς ειρήνης στον κόσμο και προς διασφάλιση της αληθινής ελευθερίας των ανθρώπων. Αυτά είναι τα σημεία που πείθουν, ότι είμεθα «της αναστάσεως υιοί».
Αλλά τα φαινόμενα της παρούσης εποχής δεν μας πείθουν, δυστυχώς, και γεννάται πολλή πικρία και απογοήτευση στην ψυχή μας, όχι μόνον εξ αιτίας εκείνων που αντιτάσσονται στην πίστη του Ευαγγελίου και την Εκκλησία, αλλά και εκείνων που θεωρούν εαυτούς χριστιανούς και εμφανίζονται στον κόσμο σαν υπέρμαχοι και προασπιστές του λεγομένου και μη πιστευόμενου χριστιανικού πολιτισμού.
Εμείς, οι Ορθόδοξοι Έλληνες, κατά τον ίδιο τρόπο, και υπηρετήσαμε στο Ευαγγέλιο και αισθανόμεθα την πίστη μας και ζούμε την ανάσταση.
Και επειδή πιστεύουμε, δεν καμπτόμεθα, αλλά εντείνουμε κάθε φορά τις προσπάθειές μας και υπομένουμε στον αγώνα της ζωής και στη μάχη της ιστορίας, ακούοντες συνεχώς ηχούσαν την σάλπιγγα του Προφήτου «Ανάστα ο Θεός, κρίνων την γην...».
Toυ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου κ.κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας Ηπείρου
Ο Άγιος Δονάτος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Εύροια και μορφώθηκε στο Βουθρωτό της Ηπείρου. Σε ηλικία τριάντα ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ευροίας και αρχιεράτευσε επί αξήντα χρόνια. Μετείχε δε στην Β' Οικουμενική Σύνοδο. Άλλες πηγές θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από τη Δύση, αφού το όνομα αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο εκεί.
Στις λατινικές πηγές παρατηρείται σύγχυση μεταξύ του Αγίου Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, και του ομωνύμου του Επισκόπου Αρητίου Τυρρηνίας, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτου. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί, αφενός μεν λόγω της συνωνυμίας, αφετέρου δε διότι η Επισκοπή Ευροίας υπαγόταν Εκκλησιαστικά στη Δύση, αν και πολιτικά ανήκε στο Βυζάντιο.
Οι αγιολογικές πηγές μαρτυρούν πλήθος θαυμάτων από τον Άγιο. Στο Συναξάρι αναφέρεται και το θαύμα του Αγίου που φόνευσε τον δράκοντα. Κοντά στην Εύροια υπήρχε ένα χωριό που ονομαζόταν Σωρεία, στο οποίο υπήρχε μία πηγή, από την οποία, όποιος έπινε, πέθαινε. Όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρα μαζί του και άλλους ιερείς και πήγε στην πηγή. Την στιγμή που έφθασε εκεί, ακούσθηκε μία βροντή. Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά του ένας δράκοντας, που είχε την φωλιά του στην πηγή. Μόλις ο Άγιος έστρεψε το βλέμμα του και είδε το θηρίο, πήρε στα χέρια του το σχοινί, με το οποίο κτυπούσε τον όνο επάνω στον οποίο επέβαινε, χτύπησε το θηρίο στη ράχη, που έπεσε νεκρό στο έδαφος. Στην συνέχεια ο Άγιος ευλόγησε την πηγή, ήπιε πρώτος αυτός νερό απ' αυτή και, ακολούθως, προέτρεψε και τους άλλους να πιουν χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι, πράγματι, ήπιαν και ευφράνθηκαν και επέστρεψαν ασφαλείς στις οικίες τους.
Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου, έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο, ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να θεραπεύσει την θυγατέρα του που έπασχε από δαιμόνιο. Ο Άγιος θεράπευσε τη βασιλόπαιδα και ο Θεοδόσιος του πρόσφερε τόπο στον Ομφάλιο Ηπείρου και χρήματα, προκειμένου ο Άγιος να ανεγείρει ναό. Στην τοποθεσία αυτή σώζονται ερείπια αρχαίου ναού, που χρονολογείται όμως από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Είναι πιθανό ο νεότερος αυτός ναός να οικοδομήθηκε επί των θεμελίων εκείνου, τον οποίο έχτισε ο Άγιος, διότι κατά τις ανασκαφές βρέθηκε και παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο Άγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μάλλον το 388 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του ανωτέρου ναού σε μνημείο, το οποίο κατά την παράδοση είχε ο ίδιος ετοιμάσει.
Το 604 μ.Χ. ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των συχνών βαρβαρικών επιδρομών που γίνονταν στα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με τον ιερό κλήρο της Ευροίας στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, μεταφέροντας και το λείψανο του Αγίου Δονάτου. Αργότερα, το 1125 μ.Χ., κατά την εποχή των Σταυροφοριών στην Δύση, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Δονάτου, μεταφέρθηκε από τον Ενετό Δόγη Domenico Michelli, στην Εκκλησία της Παναγίας και Δονάτου στο Murano (Μουράνο) της Βενετίας.
Μέρος του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δονάτου δια των ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου και του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη στις 29ην Σεπτεμβρίου 2000 από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.
Ο Άγιος Δονάτος είναι πολιούχος της Παραμυθίας και όλης της Ιεράς Μητροπόλεως και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.
Σημείωση: Στην Λευκάδα, η μνήμη του Αγίου Δονάτου τιμάται στις 7 Αυγούστου. Με αυτήν την ημερομηνία συμφωνεί και χειρόγραφο της Αθωνικής Μονής Μεγίστης Λαύρας (βλ. Ζαμπέλη Γερασ., Πρωτοπρ., Ιστορία…, ό.π., σελ. 51).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.
Στις λατινικές πηγές παρατηρείται σύγχυση μεταξύ του Αγίου Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, και του ομωνύμου του Επισκόπου Αρητίου Τυρρηνίας, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτου. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί, αφενός μεν λόγω της συνωνυμίας, αφετέρου δε διότι η Επισκοπή Ευροίας υπαγόταν Εκκλησιαστικά στη Δύση, αν και πολιτικά ανήκε στο Βυζάντιο.
Οι αγιολογικές πηγές μαρτυρούν πλήθος θαυμάτων από τον Άγιο. Στο Συναξάρι αναφέρεται και το θαύμα του Αγίου που φόνευσε τον δράκοντα. Κοντά στην Εύροια υπήρχε ένα χωριό που ονομαζόταν Σωρεία, στο οποίο υπήρχε μία πηγή, από την οποία, όποιος έπινε, πέθαινε. Όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρα μαζί του και άλλους ιερείς και πήγε στην πηγή. Την στιγμή που έφθασε εκεί, ακούσθηκε μία βροντή. Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά του ένας δράκοντας, που είχε την φωλιά του στην πηγή. Μόλις ο Άγιος έστρεψε το βλέμμα του και είδε το θηρίο, πήρε στα χέρια του το σχοινί, με το οποίο κτυπούσε τον όνο επάνω στον οποίο επέβαινε, χτύπησε το θηρίο στη ράχη, που έπεσε νεκρό στο έδαφος. Στην συνέχεια ο Άγιος ευλόγησε την πηγή, ήπιε πρώτος αυτός νερό απ' αυτή και, ακολούθως, προέτρεψε και τους άλλους να πιουν χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι, πράγματι, ήπιαν και ευφράνθηκαν και επέστρεψαν ασφαλείς στις οικίες τους.
Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου, έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο, ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να θεραπεύσει την θυγατέρα του που έπασχε από δαιμόνιο. Ο Άγιος θεράπευσε τη βασιλόπαιδα και ο Θεοδόσιος του πρόσφερε τόπο στον Ομφάλιο Ηπείρου και χρήματα, προκειμένου ο Άγιος να ανεγείρει ναό. Στην τοποθεσία αυτή σώζονται ερείπια αρχαίου ναού, που χρονολογείται όμως από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Είναι πιθανό ο νεότερος αυτός ναός να οικοδομήθηκε επί των θεμελίων εκείνου, τον οποίο έχτισε ο Άγιος, διότι κατά τις ανασκαφές βρέθηκε και παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο Άγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μάλλον το 388 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του ανωτέρου ναού σε μνημείο, το οποίο κατά την παράδοση είχε ο ίδιος ετοιμάσει.
Το 604 μ.Χ. ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των συχνών βαρβαρικών επιδρομών που γίνονταν στα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με τον ιερό κλήρο της Ευροίας στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, μεταφέροντας και το λείψανο του Αγίου Δονάτου. Αργότερα, το 1125 μ.Χ., κατά την εποχή των Σταυροφοριών στην Δύση, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Δονάτου, μεταφέρθηκε από τον Ενετό Δόγη Domenico Michelli, στην Εκκλησία της Παναγίας και Δονάτου στο Murano (Μουράνο) της Βενετίας.
Μέρος του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δονάτου δια των ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου και του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη στις 29ην Σεπτεμβρίου 2000 από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.
Ο Άγιος Δονάτος είναι πολιούχος της Παραμυθίας και όλης της Ιεράς Μητροπόλεως και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.
Σημείωση: Στην Λευκάδα, η μνήμη του Αγίου Δονάτου τιμάται στις 7 Αυγούστου. Με αυτήν την ημερομηνία συμφωνεί και χειρόγραφο της Αθωνικής Μονής Μεγίστης Λαύρας (βλ. Ζαμπέλη Γερασ., Πρωτοπρ., Ιστορία…, ό.π., σελ. 51).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.
Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου
Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).
Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».
Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.
Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».
Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.
Μεγάλο Σάββατο - Η ταφή του Κυρίου
Το Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στο Πόντιο Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες διότι, καθώς έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα κηρύξουν έπειτα στο λαό ως αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμη ζούσε· και τότε θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη της πρώτης». Αυτά αφού είπαν στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για ασφάλεια του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ταῖς Μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα·Τὰ μύρα τοῖς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστός, δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος.
Κοντάκιον
Ἦχος β'.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ταῖς Μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα·Τὰ μύρα τοῖς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστός, δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος.
Κοντάκιον
Ἦχος β'.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Παρασκευή 29 Απριλίου 2016
Μεγάλη Παρασκευή. Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
O Χριστός στο Γολγοθά! Ο Σωτήρας μας στο Σταυρό! Ο Δίκαιος πάσχει! Εκείνος πού αγαπά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, θανατώνεται από ανθρώπους! Όποιος έχει συνείδηση, ας ντραπεί! Όποιος έχει καρδιά, ας θρηνήσει! "Όποιος έχει νου, ας κατανοήσει!
Με τί μπορούμε να συγκρίνουμε το γεγονός αυτό, πού είναι μυστήριο σαν το άπειρο, σκληρό σαν τη γη και φοβερό σαν την κόλαση; Από τα εκατομμύρια δρώμενα πού έχουμε καθημερινά στον κόσμο, απ’ αυτά πού μπορούν να δουν τα μάτια μας και ν’ ακούσουν τ’ αυτιά μας, με ποιό γεγονός θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε αυτήν την ανομολόγητη πράξη κακίας του Γολγοθά; Μ’ ένα αρνί πού βρίσκεται αντιμέτωπο με αγέλη λύκων;
Ή με το αθώο παιδί πού βρίσκεται στο στόμα κάποιου τεράστιου φιδιού; Μήπως με τη μητέρα πού περιτριγυρίζεται από παράφρονες γιους και θυγατέρες; Ή με την πτώση κάποιου επιδέξιου τεχνίτη σε μηχανή πού ο ίδιος είχε συναρμολογήσει και κομματιάζεται στα γρανάζια της; Μήπως με τον Άβελ, πού τον σκότωσε ο αδερφός του; Μα τότε ο μεγαλύτερος αμαρτωλός σκότωσε τον λιγότερο αμαρτωλό. Εδώ όμως έχουμε κακούς ανθρώπους πού πέφτουν πάνω στον αθώο. Μήπως με τον Ιωσήφ, πού τ’ αδέρφια του τον πούλησαν στην Αίγυπτο; Μα αυτή ήταν μια αμαρτία εναντίον αδελφού, όχι εναντίον του ευεργέτη.
Εδώ όμως έχουμε αμαρτία εναντίον του Ευεργέτη! Με το δίκαιο Ιώβ μήπως, πού ο σατανάς έφθειρε τη σάρκα του και μύριζε απαίσια, αφού είχε γίνει τροφή σκουληκιών; Εκεί πάλι έχουμε το σατανά να ξεσηκώνεται ενάντια στο πλάσμα του Θεού, ενώ εδώ έχουμε το πλάσμα να ξεσηκώνεται εναντίον του Δημιουργού. Με τον εξαίσιο Δαβίδ, πού του εναντιώθηκε κι επαναστάτησε ό γιός του Άβεσαλώμ; Μα αυτή ήταν μια μικρή τιμωρία για τη μεγάλη αμαρτία του Δαβίδ. Έδώ όμως έχουμε τον Αθώο, Τον Δίκαιο, να υποφέρει τόσο φοβερά!
Με τί μπορούμε να συγκρίνουμε το γεγονός αυτό, πού είναι μυστήριο σαν το άπειρο, σκληρό σαν τη γη και φοβερό σαν την κόλαση; Από τα εκατομμύρια δρώμενα πού έχουμε καθημερινά στον κόσμο, απ’ αυτά πού μπορούν να δουν τα μάτια μας και ν’ ακούσουν τ’ αυτιά μας, με ποιό γεγονός θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε αυτήν την ανομολόγητη πράξη κακίας του Γολγοθά; Μ’ ένα αρνί πού βρίσκεται αντιμέτωπο με αγέλη λύκων;
Ή με το αθώο παιδί πού βρίσκεται στο στόμα κάποιου τεράστιου φιδιού; Μήπως με τη μητέρα πού περιτριγυρίζεται από παράφρονες γιους και θυγατέρες; Ή με την πτώση κάποιου επιδέξιου τεχνίτη σε μηχανή πού ο ίδιος είχε συναρμολογήσει και κομματιάζεται στα γρανάζια της; Μήπως με τον Άβελ, πού τον σκότωσε ο αδερφός του; Μα τότε ο μεγαλύτερος αμαρτωλός σκότωσε τον λιγότερο αμαρτωλό. Εδώ όμως έχουμε κακούς ανθρώπους πού πέφτουν πάνω στον αθώο. Μήπως με τον Ιωσήφ, πού τ’ αδέρφια του τον πούλησαν στην Αίγυπτο; Μα αυτή ήταν μια αμαρτία εναντίον αδελφού, όχι εναντίον του ευεργέτη.
Εδώ όμως έχουμε αμαρτία εναντίον του Ευεργέτη! Με το δίκαιο Ιώβ μήπως, πού ο σατανάς έφθειρε τη σάρκα του και μύριζε απαίσια, αφού είχε γίνει τροφή σκουληκιών; Εκεί πάλι έχουμε το σατανά να ξεσηκώνεται ενάντια στο πλάσμα του Θεού, ενώ εδώ έχουμε το πλάσμα να ξεσηκώνεται εναντίον του Δημιουργού. Με τον εξαίσιο Δαβίδ, πού του εναντιώθηκε κι επαναστάτησε ό γιός του Άβεσαλώμ; Μα αυτή ήταν μια μικρή τιμωρία για τη μεγάλη αμαρτία του Δαβίδ. Έδώ όμως έχουμε τον Αθώο, Τον Δίκαιο, να υποφέρει τόσο φοβερά!
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΗ.
Εκεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους. Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔτρεχαν σάν δορυφόροι ὁπλῖτες, ὡπλισμένοι μέ ξίφη καί σάν ἀστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ὡπλισμένοι μέ τούς θεϊκούς καί παντοδύναμους κεραυνούς τοῦ Βασιλέως των, οἱ ὁποῖοι πρόφθαιναν μέ πολύ ζῆλο καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή γρηγοράδα, ὑπακούοντας στό θεϊκό μόνο νεῦμα καί κάνοντας ἔργο καί πρᾶξι τή διαταγή καί στεφανωμένοι μέ τό στέφανο τῆς νίκης κατά τῆς παρατάξεως τῶν ἐχθρῶν καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό καί κατέρχονται στά ὑποχθόνια δεσμωτήρια τῶν πανάρχαιων νεκρῶν, πού ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἅδη καί βαθύτερα ἀπ᾿ ὅλη τή γῆ, γιά νά βγάλουν ἀπό ἐκεῖ μέσα τούς ἁλυσοδεμένους καί ἀπό αἰῶνες τώρα κεκοιμημένους.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ
Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
1. - Ὁλοκληρώθηκε λοιπόν ὁ ἀγώνας μας τῆς νηστείας καί τελείωσε στό Σταυρό. Καί ποῦ ἔπρεπε νά καταλήξει τό τέλος τῆς νίκης, ἄν ὄχι στό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ; Γιατί ὁ Σταυρός εἶναι τό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε βέβαια μιά φορά, ἀλλά τρέπει πάντοτε σέ φυγή τούς δαίμονες. Πράγματι, ποῦ εἶναι τά εἴδωλα καί οἱ μάταιοι φόνοι τῶν ζώων; Ποῦ εἶναι οἱ ναοί καί ἡ φωτιά τῆς δυσσέβειας; Σβήστηκαν ὅλα ἀπό ἕνα Ἅγιο Αἷμα καί γκρεμίστηκαν, καί μένει ὁ Σταυρός πολυδύναμη δύναμη, ἀόρατο βέλος, ἄυλο φάρμακο, παυσίπονο πλῆγμα, δόξα γεμάτη ὄνειδος. Ὥστε, καί ἄν μύρια ἄλλα διηγηθῶ γιά τό Χριστό, καί ἄν καταπλήξω τόν ἀκροατή μου διηγούμενος μύρια θαύματα, δέν καυχιέμαι τόσο γιά ἐκεῖνα, ὅσο γιά τό Σταυρό. Ἐννοῶ τό ἑξῆς μ᾽ αὐτό πού λέω: Ὁ Ἰησοῦς προῆλθε ἀπό Παρθένο. Εἶναι μεγάλο θαῦμα νά παρακαμφθεῖ ὁ γάμος καί ἡ φύση νά καινοτομήσει. Ἀλλά, ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, δέ θά σωζόταν μέ τά ἔργα της ἡ πρώτη παρθένος τοῦ Παραδείσου. Τώρα ὅμως μέ τό γεγονός τῆς σταύρωσης ἡ γυναίκα σώζεται πρώτη, θεραπεύοντας τό παλαιό κακό μέ νέα χαρίσματα. Ἀναστήθηκε ὁ νεκρός στή Γαλιλαία, ἀλλά πέθανε πάλι. Ἐγώ ὅμως, πού ἀναστήθηκα μέσω τοῦ Σταυροῦ, δέν εἶναι δυνατό πιά νά πέσω σέ θάνατο. Διέπλευσε ὁ Ἰησοῦς τή θάλασσα, ὁ Θεός μέσα σέ πλοῖο, καί τό ξύλο πρόσφερε μιά ἐφήμερη ὠφέλεια. Ἐγώ ὅμως ἀπόκτησα ξύλο αἰώνιο, εὐεργετικό, πού, χρησιμοποιώντας το ἀντί γιά πηδάλιο, ἀντιμετωπίζω τά πνευματικά κύματα τῆς πονηρίας.
Δόθηκε φαγητό σέ πέντε καί πάλι σέ ἑπτά χιλιάδες ἀνθρώπους μ᾽ ἕνα σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ποῦ εἶναι λοιπόν τά ἀπομεινάρια τοῦ φαγητοῦ; Πῶς ἐγώ πού δέν ἤμουν παρών θά λάβω ὅ,τι καί οἱ παρόντες; Γέμισαν δώδεκα κοφίνια ἀπό τά περισσεύματα. Ἡ Χάρη εἶναι σύμμετρη. Σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί τρεφόμαστε συνεχῶς καί ἐνῶ χορταίνουμε ζητοῦμε ξανά καί ἐνῶ ξαναπαίρνουμε πάλι ποθοῦμε καί εἶναι περισσότερο ὅσο ἀπομένει. Γιατί ἡ Χάρη δέν ἐλαττώνεται. Ἄς ἐπαινεῖται ἡ μέρα πού γέννησε τό φῶς, πού χάρη σ᾽ αὐτήν οἱ ἄλλες μέρες προσκλήθηκαν νά εὐφρανθοῦν. Ἄκουσε πῶς: Σήμερα πλάσθηκε ὁ Ἀδάμ, τήν ἕκτη ἡμέρα. Σήμερα περιβλήθηκε θεία μορφή. Σήμερα ἔγινε ὁ ἄνθρωπος κυβερνήτης καί ἔπιασε καλά τά πηδάλια τῆς οἰκουμένης ὡς ἡγεμόνας ὅλων τῶν ζώντων. Σήμερα ἔλαβε ἐντολές τίς ὁποῖες εἶχε τή δυνατότητα νά τίς κάνει ἤ ὄχι. Σήμερα ξέπεσε ἀπό τόν Παράδεισο καί σήμερα ξαναμπῆκε. Ὤ μέρα πολύτροπη, γεμάτη λύπη καί δίχως καθόλου λύπη, πού τό πρωί ἔφερες λύπη καί τό βράδυ εὐφροσύνη - ἤ μᾶλλον πού δέν πλήγωσες τόσο, ὅσο θεράπευσες.
2. - Μέ λύπη ὁμολογῶ πρός ἐσᾶς φέρνοντας στό νοῦ μου τά παλαιά παθήματα, ἀκούοντας ὅτι ὁ Ἀδάμ ξέπεσε ἀπό τήν πατρική ἑστία. Ξέπεσε αὐτός πού ἦταν πολίτης τοῦ Παραδείσου, πού τρεφόταν χωρίς νά καλλιεργεῖ, πού ἀπολάμβανε χωρίς βροχή καί πού δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό ἱδρώτα οὔτε ἀπό ξινάρι, οὔτε ἀπό κόπους καί μόχθους γιά νά ζήσει. Χαιρόταν τά θαλερά δέντρα πού συνέχεια ἀνθοῦσαν καί καρποφοροῦσαν, πού σέ κάθε ἐπιθυμία του ἀκολουθοῦσαν ὅσα τοῦ χρειάζονταν καί πού δέν ἤξερε, ἐξαιτίας τῆς ὡραιότητας ἐκείνων πού ἔβλεπε, σέ ποιό νά πρωτοαπλώσει τό χέρι του. Συχνά μοῦ ἦρθαν δάκρυα γιά τήν τόση μακαριότητα, βλέποντάς τον νά τήν ἔχει χάσει. Ἀφοῦ ὅμως ἐντρύφησα στά Εὐαγγέλια καί ἔφτασα σ᾽ αὐτήν τήν ἡμέρα (γιατί ἕκτη ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη καί τούτη), ἀπαλλάχτηκα ἀπό τή λύπη καί ἄλλαξα γνώμη, καί φορῶ τώρα τά λευκά ροῦχα τοῦ λόγου καί λέγω στόν ἑαυτό μου καί σ᾽ ἐσᾶς: «δραπέτευσε ὁ πόνος, ἡ λύπη, ὁ στεναγμός» (Ἡσ. 51, 11). «Τά παλιά πέρασαν, νά ὅλα ἔγιναν καινούργια» (Β' Κορ. 5, 17). Ὅπως δηλαδή οἱ βοηθοί τῶν γιατρῶν θεραπεύουν τά δαγκάματα τῶν φιδιῶν βγάζοντας ἀπό αὐτά τά ἴδια καί παρασκευάζοντας τά ἀντίδοτα, πολεμώντας τό πάθος μέ τίς ἀφορμές τοῦ πάθους, ἔτσι καί ὁ Σωτήρας χρησιμοποίησε γιά τή θεραπευτική Του ἐνέργεια ὅλες μαζί τίς ἀφορμές τῶν παθῶν, κάνοντας τό πικρό γλυκύ, μεταβάλλοντας τή χολή σέ φάρμακο, στρέφοντας κατά τοῦ θανάτου τό ἴδιο του τό κεντρί, μετατρέποντας τή δοκιμή τοῦ δέντρου σέ σωτηρία, παίρνοντας τήν ἡμέρα πού ἔφερε τή λύπη στόν κόσμο καί παρέχοντας ὡς ἀντίδοτο τήν ἡμέρα πού ἔφερε σ᾽ αὐτόν τή χαρά.
Μήν πιστέψεις ἐμένα, ἀλλά πίστεψε τά μάτια σου. Κοίταξε τή συνάθροισή μας αὐτή καί παῦσε νά ἀντιλέγεις. Εἶναι ἡμέρα τῆς Σταύρωσης καί χαιρόμαστε ὅλοι, νηστεύομε ἀπό τά κακά καί καθαριζόμαστε ἀπό ὅλα, τά μέσα καί τά ἔξω. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῆς ἑορτῆς καί ὁ τρόπος τῆς εὐφροσύνης. Σᾶς ἀναφέρω κάποια μικρά θαύματα τῆς δύναμης τοῦ Σταυροῦ. Κοίταξε ὁλόγυρα τήν οἰκουμένη: πόσα χωριά ὑπάρχουν, πόσες πόλεις, πόσοι τόποι, πόσα ἔθνη, νησιά, ποτάμια, παραλίες, πόσα γένη καί πόσες φυλές καί βαρβαρικές γλῶσσες. Ὅλοι αὐτοί σήμερα γιά χάρη τοῦ Σταυροῦ νηστεύουν καί σταυρώνουν τά πάθη τους μέ τή δύναμη Ἐκείνου. Πολλοί περνοῦν ὅλη τή νύχτα χωρίς νά χάσουν τή δύναμη γιά νηστεία. Καί τώρα συγκεντρωθήκαμε ὅλοι ν᾽ ἀκούσομε γιά τό Σταυρό καί γεμίζομε τήν ἐκκλησία καί σπρώχνομε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ἱδρωκοποῦμε καί ταλαιπωρούμαστε. Μπροστά στούς δικαστές παίρνομε τήν ἄδεια νά καθίσομε, ἐνῶ μπροστά στόν Ἰησοῦ στεκόμαστε ὄρθιοι μ᾽ εὐχαρίστηση, γιατί καί ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ὄρθιος γιά χάρη μας, γιά νά σταματήσει τούς λόγους τῆς κακίας. Τί ἔγινε λοιπόν σήμερα. Ἄς μή μᾶς διαφύγουν ἔτσι ἁπλά τά θαύματα τῆς ἡμέρας.
3. - Ἔφεγγε λοιπόν ἡ μέρα καί ἦταν πολύ πρωί, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁδηγοῦνταν μέ δεμένα τά χέρια στό Πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Ποιά χέρια; Ἐκεῖνα πού θεράπευσαν τυφλούς καί γιάτρεψαν κουτσούς. Καί σφίγγονταν μέ δεσμά τά δάχτυλα πού δημιούργησαν βλέφαρα, καί κρατοῦνταν ὁ θεραπευτής τῶν ἀνθρώπων γιά νά μήν ἐκπληρώση τό ἔργο τῆς τέχνης πού ἤξερε. Αὐτά εἶναι πού ἀνταποδίδονται στόν Κύριο. Δέχτηκε δεσμά Αὐτός πού δεσμεύει τά νερά στά σύννεφα (Ἰώβ 24, 8), Αὐτός πού ἐλευθερώνει μέ γενναιότητα τούς δεμένους στίς φυλακές (Ψαλμ. 67, 7), Αὐτός πού χαρίζει στούς αἰχμαλώτους τήν ἐλευθερία (Ἠσ. 61, 1). Δέχτηκε τά δεσμά Αὐτός πού ἔλυσε τόν Λάζαρο ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου (Ἰω. 11, 1). Ὁδηγήθηκε στό πραιτώριο Αὐτός πού ἔχει σάν δορυφόρους Του ἀμέτρητους Ἀγγέλους. Στάθηκε μπροστά στόν Πιλάτο Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό. Ἀνεχόταν ὁ Δημιουργός νά Τόν σέρνουν τά δημιουργήματά Του, ὁ Πλάστης τά πλάσματά Του, ὁ Τεχνίτης τά ἔργα τῶν χεριῶν Του.
4. - Καί τί γίνεται ἔπειτα; «Αὐτοί», λέει, «δέν μπῆκαν στό πραιτώριο γιά νά μή μολυνθοῦν, ἀλλά νά μπορέσουν νά φᾶνε τό φαγητό τοῦ Πάσχα» (Ἰω. 28, 28). Ὤ πέλαγος παρανομίας! Ἐκτελοῦν ἕναν ἄδικο φόνο καί δέ θέλουν νά μποῦν στό πραιτώριο, προσέχοντας νά μή μολυνθοῦν αὐτοί πού ἦταν ἤδη μολυσμένοι. Ἐλευθερώνουν τό πρόβατο μέ τό Πρόβατο. Περίμενε λοιπόν τήν κρίση ὁ Κριτής ὅλης τῆς οἰκουμένης. Περίμενε τούς μάρτυρες τῶν ψυχῶν, Πλάστης καί κρινόμενος. Ἦταν ἄνθρωποι πού κάθονταν καί δίκαζαν, ἐνῶ ὁ Θεός στεκόταν καί σώπαινε. Στεκόταν στήν πόρτα τῶν ἀνθρώπων ὁ Κύριος τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ρώτησε ὀ Πιλάτος τάχα ὡς πιό φιλάνθρωπος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Τί λέγω; Θά δείξουν τήν ἀλήθεια τά ὅσα ἔγιναν: «γιά ποιό πράγμα κατηγορεῖτε τοῦτον τόν ἄνθρωπο;» (Ἰω. 18, 29). Ποιός μπορεῖ νά κατακρίνει τό Θεό; Ἀναγκάζομαι νά λέγω ὅ,τι εἶπε ὁ Πιλάτος. Ὁ Ἰησοῦς σωπαίνει, ὄχι γιατί λείπουν τά λόγια στό Λόγο, ἀλλά γιά νά μή διαλύσει μέ τήν ἀπόκρισή Του τό στεφάνι τοῦ Σταυροῦ. Κατηγορεῖται γιά κτήματα ὁ ἀκτήμων; Γιά ξένα σπίτια, Αὐτός πού δέν ἔχει τόπο ὅπου νά γείρει τό κεφάλι Του; Γιά πράγματα, Αὐτός πού καί τούς μαθητές Του εἶχε γυμνούς ὥς τή μέση; Αὐτός πού δέν εἶχε ὑποζύγιο, ἀλλά χρησιμοποίησε ξένο πουλάρι, γιά νά εὐλογήσει τά παιδιά σας; Πέστε μιά πρόφαση, πλάσατε αὐτήν, σκοτῶστε, ἀλλά δίκαια.
«Τοῦ ἀπάντησαν οἱ Ἰουδαῖοι• ἄν αὐτός δέν ἦταν κακοποιός, δέ θά σοῦ τόν παραδίδαμε» (Ἰω. 18, 30). Μεγάλη ἀπόδειξη αὐτή γιά τά πράγματα, διατύπωση ἀόριστη. Πές μας τήν κακία Του καί μήν παραπλανᾶς τόν ἀκροατή. «Τούς λέει ὁ Πιλάτος• Πάρτε τον ἐσεῖς καί δικάστε τον σύμφωνα μέ τό νόμο σας» (Ἰω. 18, 31). Ἔξυπνος δικαστής. Βάζει τό βάρος στό κεφάλι τῶν Ἰουδαίων: «Πάρτε ἐσεῖς αὐτόν πού ἔπραξε τό κακό». «Τοῦ λένε οἱ Ἰουδαῖοι• Σ᾽ ἐμᾶς δέν ἐπιτρέπεται νά σκοτώσομε κανένα» (Ἰω. 18, 32). Πῶς τότε σκοτώσατε τόν Ἠσαΐα, πῶς τόν Ζαχαρία, πῶς καθένα ἀπό τούς προφῆτες; Ἀλλά δέν σᾶς ἐπιτρέπεται νά σκοτώσετε, ὄχι γιατί δέ θέλετε, ἀλλά γιατί δέν μπορεῖτε. Γιατί οἱ Ρωμαῖοι τούς ἔχουν ἤδη ἀφαιρέσει τό δικαίωμα αὐτό. Καταργεῖται λοιπόν πλέον ὁ νόμος καί ἔμεινε στό χαρτί πιά νοητά καί τόν κατάργησε ὁ δεμένος Ἰησοῦς. Ὁ Πιλάτος τότε λέει• «ἐγώ δέ βρίσκω τίποτε νά τόν κατηγορήσω» (Ἰω. 18, 38). Ὄχι μόνο ἐσύ, Πιλάτε, ἀλλά οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι βρίσκουν. Οὔτε οἱ τυφλοί οὔτε οἱ νεκροί οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ σελήνη οὔτε ὁ κόσμος οὔτε ὅλοι οἱ δίκαιοι, οἱ προφῆτες καί οἱ μάρτυρες. Γιατί λέει κάποιος προφήτης δικός τους: «Αὐτός δέν ἔκαμε καμιά ἁμαρτία οὔτε βρέθηκε στό στόμα του δόλος» (Ἠσ. 53, 9. Α' Πέτρ. 2, 22). Βοηθοῦν ὅλοι τόν Πιλάτο, διατυπώνοντας δίκαιη γνώμη. Μόνοι ἀγωνίζονται οἱ Ἰουδαῖοι, δικάζουν μέ κραυγές καί φιλονεικοῦν νά σκιάσουν τήν ἀλήθεια μέ θορύβους καί ἐπιβεβαιώνουν τή κρίση τοῦ Ἠσαΐα: «περίμενα νά κάνει σταφύλια, καί ἔκανε ἀγκάθια» (Ἠσ. 5, 2)•καί δέν ἔδειξε δικαιοσύνη, ἀλλά τήν πιό κούφια κραυγή. Τό ἀμπέλι τῶν Ἰουδαίων καρποφορεῖ κραυγή.
5. - Ἐνῶ διαδραματίζονταν αὐτά καί ὁ Πιλάτος οὔτε νά μιλήσει μποροῦσε οὔτε ν᾽ ἀκούσει ἀπό τήν ἀνάμεικτη ταραχή καί προετοιμαζόταν στάση, στέλνει κάποιον σ᾽ αὐτόν ἡ γυναίκα του (ἦταν καλή βοηθός πού συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της πού ἔτρεχε) καί τοῦ λέει: «Μήν ἀναλάβεις τήν εὐθύνη γι᾽ Αὐτόν τόν δίκαιο» (Ματθ. 27, 19). Ἄν μπορεῖς, σῶσέ Τον. Ἄν δέν μπορεῖς, σῶσε τόν ἑαυτόν σου. Σά νά τοῦ ἔλεγε τά λόγια τοῦ Δαβίδ: «μήν καταστρέψεις τή ψυχή μου μαζί μέ τίς ψυχές τῶν ἀσεβῶν καί τή ζωή μου μαζί μέ τή ζωή αἱμοβόρων ἀνδρῶν» (Ψαλμ. 25, 9). «Μήν ἀναλάβεις εὐθύνη γιά Ἐκεῖνον τόν δίκαιο, γιατί ἐξαιτίας Του ἔπαθα πολλά στόν ὕπνο μου» (Ματθ. 27, 19). Σάν ἕνας ἄλλος Ἰωσήφ, βλέποντας τήν ἀλήθεια μέ τά ὄνειρα, δίνει μαρτυρία ἀντίθετη μέ τήν κραυγή τῶν Ἰουδαίων. Γιατί ἔπρεπε νά νικηθοῦν ἀπό γυναῖκες. Τούς νίκησε ἡ πόρνη Ραάβ. Τούς νίκησε ἡ αἱμορροούσα. Τούς νίκησε ἡ Χαναναία. Καί τώρα πάλι στεφάνι νίκης ἐναντίον τους παίρνει γυναίκα. «Τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι: Ἐμεῖς ἔχομε νόμο καί σύμφωνα μέ τό νόμο μας πρέπει νά πεθάνει» (Ἰω. 19, 7). Ποιόν νόμο; Μέ ποιές λέξεις τό βεβαιώνει; Μέ τίς λέξεις τάχα πού διαβάσαμε σήμερα; «Ὁδηγήθηκε στή σφαγή σάν τό πρόβατο, σάν ἄκακο ἀρνί ἄφωνο μπροστά σ᾽ αὐτόν πού τό κουρεύει, δέν ἀνοίγει τό στόμα του» (Ἠσ. 53, 7). «Ἀπό τίς ἀνομίες τοῦ λαοῦ μου ὁδηγήθηκε στό θάνατο» (Ἠσ. 53, 8). Αὐτές τίς φράσεις βρίσκω χρήσιμες γιά ἐκείνους. Σέ κανένα ἄλλο ὅμως σημεῖο δέν βρίσκω ὅτι σταυρώνεται δίκαια ὁ Ἰησοῦς.
6. - Μπῆκε ὁ Πιλάτος στό πραιτώριο, ὑποχωρώντας στό θυμό τῶν Ἰουδαίων, ἀγωνιζόμενος νά σβήσει φλόγα ἄσβεστη. Μπῆκε καί βγῆκε καί ἄναψε περισσότερο τή φωτιά. Βγῆκε ἔχοντας στεφανώσει τόν Ἰησοῦ καί ἐνῶ Τοῦ εἶχε φορέσει πορφύρα, γεγονός πού θαύμασαν καί δέν ἤθελαν οἱ Ἰουδαῖοι. Νά δείχνει δηλαδή στεφανωμένο ἤδη καί μέ βασιλική στολή Αὐτόν πού πολεμοῦσαν. Γιατί ὅ,τι ἔγινε ἦταν γιά περιφρόνησή Του καί ὑπαινιγμός γιά τήν βασιλική φύση. Μόλις Τόν εἶδαν, Αὐτόν πού πολλές φορές Τόν εἶχαν ἀτενίσει καί ποτέ δέν Τόν εἶχαν δεῖ, Αὐτόν πού πάντοτε καθώς Τόν ἔβλεπαν φούντωνε τό πάθος τους καί φλέγονταν ἀπό τήν ἴδια τους τή φωτιά («θά θελήσουν νά κατακαοῦν ἀπό τή φωτιά», Ἠσ. 9, 5), ὕψωσαν τή σοδομιτική κραυγή. Τήν ὕψωσαν καί ὑψώθηκαν: «Ἄρον, ἄρον, σταύρωσον Αὐτόν. Τό βασιλιά σας θέλετε νά σταυρώσω; Δέν ἔχομε βασιλιά», λένε, «παρά μόνο τόν Καίσαρα» (Ἰω. 19, 15). Ἀρνοῦνται χωρίς νά διώκονται• ἀθεΐα μετά ἀπό ὅσα εἶχαν ὑποφέρει στήν Αἴγυπτο. «Αὐτοί εἶναι, Ἰσραήλ, οἱ θεοί σου, πού σέ ἔβγαλαν ἀπό τή γῆ τῆς Αἰγύπτου» (Ἐξ. 32, 18). Δέν ἔχετε βασιλιά παρά τόν Καίσαρα; Ποιός λοιπόν σᾶς ὁδήγησε στήν ἔρημο ἤ Ποιός σᾶς ἔθρεψε; Σέ Ποιόν φωνάζει ὁ Μωυσῆς λέγοντας, «ὁ Κύριος πού βασιλεύει ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα» (Ἐξ. 15, 18) καί ἀκόμη περισσότερο; Ἀφοῦ λοιπόν ἀρνηθήκατε τό βασιλιά σας, μείνετε στό ἑξῆς χωρίς βασιλέα, σέρνοντας τό ζυγό τῆς αἰώνιας δουλείας. Αὐτά ἔγιναν ὥς αὐτή τήν ὥρα. Ἄς δοῦμε καί τό μέρος τῆς ἡμέρας πού ἀπομένει. Γιατί ὁλόκληρη εἶναι ἁγία.
7. - Τόν πῆραν στεφανωμένο. Μέ τί; Μέ ἀγκάθια, τά δῶρα τῶν Ἰουδαίων. «Περίμενε νά κάνει τό ἀμπέλι σταφύλια, ἔκανε ὅμως ἀγκάθια» (Ἠσ. 5, 2). Δέχτηκε ραπίσματα, ἐμπτυσμούς, χτυπήματα, μαστιγώθηκε ἐκεῖνος πού δέν εἶχε λόγο νά ντρέπεται γιά τίποτα. Στάσου μαζί μέ τόν Ἠσαΐα καί βλέπε τό Θεό μέ τά μάτια του. Τί λέει λοιπόν ἐκεῖνος; «Κύριε, ποιός νά πιστέψει σέ ὅ,τι ἀκοῦν τά ἀφτιά μας; Τόν εἴδαμε καί δέν εἶχε μορφή οὔτε κάλλος• τό πρόσωπό Του ἦταν κακοποιημένο καί δέν ἦταν νά τό βλέπει ἄνθρωπος» (Ἠσ. 53, 1-3). Δέν εἶχε ὡραιότητα οὔτε ὀμορφιά, ὁ Τεχνίτης ὅλης τῆς ὡραιότητας. Γιατί θρηνοῦσε τήν κακότητα τῶν Ἰουδαίων. «Ἦταν ἄνθρωπος πληγωμένος πού ἤξερε νά ὑποφέρει» (Ἠσ. 53, 3). Ἄνθρωπος, ὄχι Θεός. Ἦταν ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός Αὐτός πού χτυποῦσαν. Ποιός ἦταν λοιπόν Αὐτός πού ἀνέφερε τόσους πόνους, τόσες λύπες, πού Τόν χτυποῦσαν ὅλοι; Μήν τυχόν καί ὑποφέρει δίκαια ὅσα ὑποφέρει; «Αὐτός σηκώνει τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποφέρει γιά μᾶς» (Ἠσ. 53, 4). «Ἐγώ δέ βρίσκω καμμιά κατηγορία κατά τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ» (Ἰω. 18, 38). Ἀλλά μήν ντρέπεσαι καθόλου γιά τά περιφρονημένα ἀγαθά. Γιατί, ἄν καί ἔπαθε τόσα, ἔμεινε ἀπαθής. Δέχτηκε χτυπήματα καί ἐμπτυσμούς, ὑπέφερε τά αἴσχιστα, παραμένει ὅμως μέ τήν τιμή καί τήν δόξα Του ὡς ἕνας ἀπό ὅσους δέχονται χτυπήματα. Ὅπως λέει σ᾽ αὐτούς κάπου ὁ Ἠσαΐας: «ἐμεῖς νομίσαμε πώς Τόν εἶχε κάνει ὁ Θεός νά πονέσει, Τόν εἶχε πληγώσει καί ταλαιπωρήσει• ἐνῶ Ἐκεῖνος εἶχε πληγωθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ταλαιπωρήθηκε γιά τίς ἀνομίες μας» (Ἠσ. 53, 4-5). Καί Αὐτός λοιπόν καί ἐμεῖς κειτόμαστε πληγωμένοι. «Μέ τά τραύματά Του θεραπευτήκαμε ἐμεῖς» (Ἠσ. 53, 5). Ἕνας νεκρός γιατρός νεκρῶν, ἕνας τραυματίας ἀντιφάρμακο γιά πολυπονεμένους ἀνθρώπους. Ἀλλά ὥς πότε σοῦ δώσαμε ἄδεια, ἄνθρωπε, νά μᾶς περιπαίζεις; Πές μας μέ περισσότερη σαφήνεια ὅ,τι ζητοῦμε. «ὁδηγήθηκε σάν πρόβατο στή σφαγή καί σάν ἀρνί ἄφωνο μπροστά σ᾽ ἐκεῖνον πού τό κουρεύει» (Ἠσ. 53, 7). Ἀγαθό πρόβατο πού παραδόθηκε στά χέρια κακῶν μαγείρων. Ἄν τό σφάζετε, Ἰουδαῖοι, μήν τό κουρεύετε. Καί ἄν τό κουρεύετε, λυπηθεῖτε τό ὠφέλιμο πρόβατο πού καρποφορεῖ.
8. - «Ἔβαλαν μαζί του καί ἄλλους δυό κακούργους» (Λουκᾶ 13, 4). Ἔχει φτάσει ὁ λόγος μου στήν ἑνδέκατη ὥρα τῆς ἡμέρας, γιά νά μήν ἐξαντλήσει κανένας τήν ὑπομονή του. Καί θά ἤθελα βέβαια νά παρατρέξω τήν ἱστορία, ἐπειδή σᾶς τήν ἔχω διηγηθεῖ πολλές φορές. Βλέπω ὅμως τό ληστή νά μέ βιάζει συνεχῶς. Καί δέν εἶναι παράξενο• ἀφοῦ παραβίασε τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου, μεταβάλλοντας τήν τέχνη του σέ σωτηρία. Στεκόταν στό Σταυρό ὁ Ἀμνός καί δύο λύκοι, ἀλλά ἐνῶ ὁ ἕνας ἔμεινε σταθερός στή γνώμη του, ὁ ἄλλος ἄλλαξε καί εἶπε: «μνήσθητί μου, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». Ὤ, δύναμη τοῦ Ἰησοῦ! Ὁ ληστής γίνεται τώρα προφήτης, πού κηρύττει ἀπό τό σταυρό: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». (Λουκᾶ 23, 42). Τί βλέπεις, ληστή, στό βασιλιά; Ραπίσματα, ἐμπτυσμούς, καρφιά καί Σταυρό καί τά περιπαίγματα τῶν Ἰουδαίων καί τῶν στρατιωτῶν τή λόγχη πού τώρα ξεγυμνώνεται. Δέ βλέπω, λέει, τά φαινόμενα. Βλέπω τούς Ἀγγέλους νά στέκουν ὁλόγυρα, τόν ἥλιο νά φεύγει, τό καταπέτασμα νά σχίζεται, τή γῆ νά τρέμει, τούς νεκρούς νά ἑτοιμάζονται νά βγοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πού δέχεται ὅλους - καί τούς προφῆτες πού ἦρθαν τήν ἑνδέκατη ὥρα ὡς ἐργάτες, δίνοντας τό ἴδιο δηνάριο, τοῦ λέει: σέ βεβαιώνω» (λάβε καί σύ τή βεβαίωση, ὤ ληστή, σύ πού σήμερα εἶσαι ληστής καί σήμερα πάλι υἱός), «ὅτι σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο» (Λουκᾶ 23, 43). Ἐγώ σέ ἔβγαλα, ἐγώ θά σέ ξαναβάλω μέσα, ἐγώ πού ἔκλεισα τίς θύρες τοῦ Παραδείσου καί τίς ἀσφάλισα μέ τήν πύρινη ρομφαία. Ἄν δέν βάλω μέσα ἐγώ κάποιον, μένουν οἱ πόρτες κλεισμένες. Ἔλα, ληστή: Λήστεψες τό διάβολο. Πῆρες στεφάνι νίκης ἐναντίον του. Εἶδες ἕνα ἄνθρωπο καί τόν προσκύνησες ὡς Θεό. Πέταξες τά παλιά σου ὅπλα καί πῆρες τά ὅπλα τῆς πίστης.
9. - Ἐνῶ γίνονταν αὐτά καί ὅλα ἁγιάζονταν, ὁ ἥλιος ἀπό τόν αἰθέρα, τό ξύλο ἀπό τά φυτά, ἡ χολή ἀπό τά ζῶα, ὁ ἀδιαίρετος χιτώνας ἀπό τά ὑφάσματα, ἡ πορφυρή στολή ἀπό τή θάλασσα, ἡ λόγχη καί τά καρφιά ἀπό τά μέταλλα καί τό σίδηρο καί ἡ δίδυμη πηγή αἵματος καί νεροῦ πού ἀνάβλυσε, ὁ Σωτήρας ἔκανε τό δικό Του. «Πατέρα μου, συγχώρεσε τήν ἁμαρτία τους» (Λουκᾶ 23, 32). Γιά ποιούς λέει τό «συγχώρεσε»; Γιά τούς Ἕλληνες, τούς Ἰουδαίους, τούς ξένους, τούς βάρβαρους, γιά ὅλους γενικά. Μιά φορά τό εἶπε, καί ἡ πράξη ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς. Μήπως εἶπε μόνο γιά τούς ἐχθρούς Του τό «συγχώρεσε»; Τό λέει γιά κάθε λαό καί τό λέει συνεχῶς καί ὅποιος θέλει τό παίρνει.
10. - Μαζεύτηκαν ὅλοι στό πραιτώριο καί ἔλεγαν στόν Πιλάτο: «Γνωρίζομε ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἀπατεώνας εἶπε ὅσο ζοῦσε ἀκόμα, μετά τρεῖς μέρες θά ἀναστηθῶ» (Ματθ. 27, 63). Τό ξέρεις καλά, τό θυμᾶσαι καλά ὅτι θ᾽ ἀναστηθεῖ; Ἀσφάλισε τόν Τάφο. Γιά χάρη μου τόν ἀσφαλίζεις. Φύλαξε τό νεκρό μήπως φύγει. «Ἔχετε», τούς λέει, «φρουρά, πηγαίνετε καί ἀσφαλίστε τον ὅπως θέλετε» (Ματθ. 27, 63). Κλεῖστε τόν Τάφο ὅπως ξέρετε. Πάρτε τά μέτρα πού ξέρετε. Φρουρῆστέ Τον ὅπως ξέρετε. Ἄν δέν Τόν φρουρήσετε σεῖς, θά βρίσκουν πρόφαση σ᾽ ἐμένα. Τώρα ὅμως τόν παραδίδω σ᾽ ἐσᾶς τούς ἴδιους πού ὅταν ζοῦσε ἐσεῖς Τόν συλλάβατε καί ὅταν θανατώθηκε ξέφυγε ὅλη τή φύλαξή σας.
Ἄς μείνομε λοιπόν ξύπνιοι καί ἄγρυπνοι, γιά νά δοῦμε τόν βαθύ ὕπνο τῶν Ἰουδαίων καί νά συνεορτάσομε μαζί μέ τίς ἐπουράνιες Στρατιές στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μας, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
1. - Ὁλοκληρώθηκε λοιπόν ὁ ἀγώνας μας τῆς νηστείας καί τελείωσε στό Σταυρό. Καί ποῦ ἔπρεπε νά καταλήξει τό τέλος τῆς νίκης, ἄν ὄχι στό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ; Γιατί ὁ Σταυρός εἶναι τό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε βέβαια μιά φορά, ἀλλά τρέπει πάντοτε σέ φυγή τούς δαίμονες. Πράγματι, ποῦ εἶναι τά εἴδωλα καί οἱ μάταιοι φόνοι τῶν ζώων; Ποῦ εἶναι οἱ ναοί καί ἡ φωτιά τῆς δυσσέβειας; Σβήστηκαν ὅλα ἀπό ἕνα Ἅγιο Αἷμα καί γκρεμίστηκαν, καί μένει ὁ Σταυρός πολυδύναμη δύναμη, ἀόρατο βέλος, ἄυλο φάρμακο, παυσίπονο πλῆγμα, δόξα γεμάτη ὄνειδος. Ὥστε, καί ἄν μύρια ἄλλα διηγηθῶ γιά τό Χριστό, καί ἄν καταπλήξω τόν ἀκροατή μου διηγούμενος μύρια θαύματα, δέν καυχιέμαι τόσο γιά ἐκεῖνα, ὅσο γιά τό Σταυρό. Ἐννοῶ τό ἑξῆς μ᾽ αὐτό πού λέω: Ὁ Ἰησοῦς προῆλθε ἀπό Παρθένο. Εἶναι μεγάλο θαῦμα νά παρακαμφθεῖ ὁ γάμος καί ἡ φύση νά καινοτομήσει. Ἀλλά, ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, δέ θά σωζόταν μέ τά ἔργα της ἡ πρώτη παρθένος τοῦ Παραδείσου. Τώρα ὅμως μέ τό γεγονός τῆς σταύρωσης ἡ γυναίκα σώζεται πρώτη, θεραπεύοντας τό παλαιό κακό μέ νέα χαρίσματα. Ἀναστήθηκε ὁ νεκρός στή Γαλιλαία, ἀλλά πέθανε πάλι. Ἐγώ ὅμως, πού ἀναστήθηκα μέσω τοῦ Σταυροῦ, δέν εἶναι δυνατό πιά νά πέσω σέ θάνατο. Διέπλευσε ὁ Ἰησοῦς τή θάλασσα, ὁ Θεός μέσα σέ πλοῖο, καί τό ξύλο πρόσφερε μιά ἐφήμερη ὠφέλεια. Ἐγώ ὅμως ἀπόκτησα ξύλο αἰώνιο, εὐεργετικό, πού, χρησιμοποιώντας το ἀντί γιά πηδάλιο, ἀντιμετωπίζω τά πνευματικά κύματα τῆς πονηρίας.
Δόθηκε φαγητό σέ πέντε καί πάλι σέ ἑπτά χιλιάδες ἀνθρώπους μ᾽ ἕνα σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ποῦ εἶναι λοιπόν τά ἀπομεινάρια τοῦ φαγητοῦ; Πῶς ἐγώ πού δέν ἤμουν παρών θά λάβω ὅ,τι καί οἱ παρόντες; Γέμισαν δώδεκα κοφίνια ἀπό τά περισσεύματα. Ἡ Χάρη εἶναι σύμμετρη. Σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί τρεφόμαστε συνεχῶς καί ἐνῶ χορταίνουμε ζητοῦμε ξανά καί ἐνῶ ξαναπαίρνουμε πάλι ποθοῦμε καί εἶναι περισσότερο ὅσο ἀπομένει. Γιατί ἡ Χάρη δέν ἐλαττώνεται. Ἄς ἐπαινεῖται ἡ μέρα πού γέννησε τό φῶς, πού χάρη σ᾽ αὐτήν οἱ ἄλλες μέρες προσκλήθηκαν νά εὐφρανθοῦν. Ἄκουσε πῶς: Σήμερα πλάσθηκε ὁ Ἀδάμ, τήν ἕκτη ἡμέρα. Σήμερα περιβλήθηκε θεία μορφή. Σήμερα ἔγινε ὁ ἄνθρωπος κυβερνήτης καί ἔπιασε καλά τά πηδάλια τῆς οἰκουμένης ὡς ἡγεμόνας ὅλων τῶν ζώντων. Σήμερα ἔλαβε ἐντολές τίς ὁποῖες εἶχε τή δυνατότητα νά τίς κάνει ἤ ὄχι. Σήμερα ξέπεσε ἀπό τόν Παράδεισο καί σήμερα ξαναμπῆκε. Ὤ μέρα πολύτροπη, γεμάτη λύπη καί δίχως καθόλου λύπη, πού τό πρωί ἔφερες λύπη καί τό βράδυ εὐφροσύνη - ἤ μᾶλλον πού δέν πλήγωσες τόσο, ὅσο θεράπευσες.
2. - Μέ λύπη ὁμολογῶ πρός ἐσᾶς φέρνοντας στό νοῦ μου τά παλαιά παθήματα, ἀκούοντας ὅτι ὁ Ἀδάμ ξέπεσε ἀπό τήν πατρική ἑστία. Ξέπεσε αὐτός πού ἦταν πολίτης τοῦ Παραδείσου, πού τρεφόταν χωρίς νά καλλιεργεῖ, πού ἀπολάμβανε χωρίς βροχή καί πού δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό ἱδρώτα οὔτε ἀπό ξινάρι, οὔτε ἀπό κόπους καί μόχθους γιά νά ζήσει. Χαιρόταν τά θαλερά δέντρα πού συνέχεια ἀνθοῦσαν καί καρποφοροῦσαν, πού σέ κάθε ἐπιθυμία του ἀκολουθοῦσαν ὅσα τοῦ χρειάζονταν καί πού δέν ἤξερε, ἐξαιτίας τῆς ὡραιότητας ἐκείνων πού ἔβλεπε, σέ ποιό νά πρωτοαπλώσει τό χέρι του. Συχνά μοῦ ἦρθαν δάκρυα γιά τήν τόση μακαριότητα, βλέποντάς τον νά τήν ἔχει χάσει. Ἀφοῦ ὅμως ἐντρύφησα στά Εὐαγγέλια καί ἔφτασα σ᾽ αὐτήν τήν ἡμέρα (γιατί ἕκτη ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη καί τούτη), ἀπαλλάχτηκα ἀπό τή λύπη καί ἄλλαξα γνώμη, καί φορῶ τώρα τά λευκά ροῦχα τοῦ λόγου καί λέγω στόν ἑαυτό μου καί σ᾽ ἐσᾶς: «δραπέτευσε ὁ πόνος, ἡ λύπη, ὁ στεναγμός» (Ἡσ. 51, 11). «Τά παλιά πέρασαν, νά ὅλα ἔγιναν καινούργια» (Β' Κορ. 5, 17). Ὅπως δηλαδή οἱ βοηθοί τῶν γιατρῶν θεραπεύουν τά δαγκάματα τῶν φιδιῶν βγάζοντας ἀπό αὐτά τά ἴδια καί παρασκευάζοντας τά ἀντίδοτα, πολεμώντας τό πάθος μέ τίς ἀφορμές τοῦ πάθους, ἔτσι καί ὁ Σωτήρας χρησιμοποίησε γιά τή θεραπευτική Του ἐνέργεια ὅλες μαζί τίς ἀφορμές τῶν παθῶν, κάνοντας τό πικρό γλυκύ, μεταβάλλοντας τή χολή σέ φάρμακο, στρέφοντας κατά τοῦ θανάτου τό ἴδιο του τό κεντρί, μετατρέποντας τή δοκιμή τοῦ δέντρου σέ σωτηρία, παίρνοντας τήν ἡμέρα πού ἔφερε τή λύπη στόν κόσμο καί παρέχοντας ὡς ἀντίδοτο τήν ἡμέρα πού ἔφερε σ᾽ αὐτόν τή χαρά.
Μήν πιστέψεις ἐμένα, ἀλλά πίστεψε τά μάτια σου. Κοίταξε τή συνάθροισή μας αὐτή καί παῦσε νά ἀντιλέγεις. Εἶναι ἡμέρα τῆς Σταύρωσης καί χαιρόμαστε ὅλοι, νηστεύομε ἀπό τά κακά καί καθαριζόμαστε ἀπό ὅλα, τά μέσα καί τά ἔξω. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῆς ἑορτῆς καί ὁ τρόπος τῆς εὐφροσύνης. Σᾶς ἀναφέρω κάποια μικρά θαύματα τῆς δύναμης τοῦ Σταυροῦ. Κοίταξε ὁλόγυρα τήν οἰκουμένη: πόσα χωριά ὑπάρχουν, πόσες πόλεις, πόσοι τόποι, πόσα ἔθνη, νησιά, ποτάμια, παραλίες, πόσα γένη καί πόσες φυλές καί βαρβαρικές γλῶσσες. Ὅλοι αὐτοί σήμερα γιά χάρη τοῦ Σταυροῦ νηστεύουν καί σταυρώνουν τά πάθη τους μέ τή δύναμη Ἐκείνου. Πολλοί περνοῦν ὅλη τή νύχτα χωρίς νά χάσουν τή δύναμη γιά νηστεία. Καί τώρα συγκεντρωθήκαμε ὅλοι ν᾽ ἀκούσομε γιά τό Σταυρό καί γεμίζομε τήν ἐκκλησία καί σπρώχνομε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ἱδρωκοποῦμε καί ταλαιπωρούμαστε. Μπροστά στούς δικαστές παίρνομε τήν ἄδεια νά καθίσομε, ἐνῶ μπροστά στόν Ἰησοῦ στεκόμαστε ὄρθιοι μ᾽ εὐχαρίστηση, γιατί καί ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ὄρθιος γιά χάρη μας, γιά νά σταματήσει τούς λόγους τῆς κακίας. Τί ἔγινε λοιπόν σήμερα. Ἄς μή μᾶς διαφύγουν ἔτσι ἁπλά τά θαύματα τῆς ἡμέρας.
3. - Ἔφεγγε λοιπόν ἡ μέρα καί ἦταν πολύ πρωί, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁδηγοῦνταν μέ δεμένα τά χέρια στό Πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Ποιά χέρια; Ἐκεῖνα πού θεράπευσαν τυφλούς καί γιάτρεψαν κουτσούς. Καί σφίγγονταν μέ δεσμά τά δάχτυλα πού δημιούργησαν βλέφαρα, καί κρατοῦνταν ὁ θεραπευτής τῶν ἀνθρώπων γιά νά μήν ἐκπληρώση τό ἔργο τῆς τέχνης πού ἤξερε. Αὐτά εἶναι πού ἀνταποδίδονται στόν Κύριο. Δέχτηκε δεσμά Αὐτός πού δεσμεύει τά νερά στά σύννεφα (Ἰώβ 24, 8), Αὐτός πού ἐλευθερώνει μέ γενναιότητα τούς δεμένους στίς φυλακές (Ψαλμ. 67, 7), Αὐτός πού χαρίζει στούς αἰχμαλώτους τήν ἐλευθερία (Ἠσ. 61, 1). Δέχτηκε τά δεσμά Αὐτός πού ἔλυσε τόν Λάζαρο ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου (Ἰω. 11, 1). Ὁδηγήθηκε στό πραιτώριο Αὐτός πού ἔχει σάν δορυφόρους Του ἀμέτρητους Ἀγγέλους. Στάθηκε μπροστά στόν Πιλάτο Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό. Ἀνεχόταν ὁ Δημιουργός νά Τόν σέρνουν τά δημιουργήματά Του, ὁ Πλάστης τά πλάσματά Του, ὁ Τεχνίτης τά ἔργα τῶν χεριῶν Του.
4. - Καί τί γίνεται ἔπειτα; «Αὐτοί», λέει, «δέν μπῆκαν στό πραιτώριο γιά νά μή μολυνθοῦν, ἀλλά νά μπορέσουν νά φᾶνε τό φαγητό τοῦ Πάσχα» (Ἰω. 28, 28). Ὤ πέλαγος παρανομίας! Ἐκτελοῦν ἕναν ἄδικο φόνο καί δέ θέλουν νά μποῦν στό πραιτώριο, προσέχοντας νά μή μολυνθοῦν αὐτοί πού ἦταν ἤδη μολυσμένοι. Ἐλευθερώνουν τό πρόβατο μέ τό Πρόβατο. Περίμενε λοιπόν τήν κρίση ὁ Κριτής ὅλης τῆς οἰκουμένης. Περίμενε τούς μάρτυρες τῶν ψυχῶν, Πλάστης καί κρινόμενος. Ἦταν ἄνθρωποι πού κάθονταν καί δίκαζαν, ἐνῶ ὁ Θεός στεκόταν καί σώπαινε. Στεκόταν στήν πόρτα τῶν ἀνθρώπων ὁ Κύριος τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ρώτησε ὀ Πιλάτος τάχα ὡς πιό φιλάνθρωπος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Τί λέγω; Θά δείξουν τήν ἀλήθεια τά ὅσα ἔγιναν: «γιά ποιό πράγμα κατηγορεῖτε τοῦτον τόν ἄνθρωπο;» (Ἰω. 18, 29). Ποιός μπορεῖ νά κατακρίνει τό Θεό; Ἀναγκάζομαι νά λέγω ὅ,τι εἶπε ὁ Πιλάτος. Ὁ Ἰησοῦς σωπαίνει, ὄχι γιατί λείπουν τά λόγια στό Λόγο, ἀλλά γιά νά μή διαλύσει μέ τήν ἀπόκρισή Του τό στεφάνι τοῦ Σταυροῦ. Κατηγορεῖται γιά κτήματα ὁ ἀκτήμων; Γιά ξένα σπίτια, Αὐτός πού δέν ἔχει τόπο ὅπου νά γείρει τό κεφάλι Του; Γιά πράγματα, Αὐτός πού καί τούς μαθητές Του εἶχε γυμνούς ὥς τή μέση; Αὐτός πού δέν εἶχε ὑποζύγιο, ἀλλά χρησιμοποίησε ξένο πουλάρι, γιά νά εὐλογήσει τά παιδιά σας; Πέστε μιά πρόφαση, πλάσατε αὐτήν, σκοτῶστε, ἀλλά δίκαια.
«Τοῦ ἀπάντησαν οἱ Ἰουδαῖοι• ἄν αὐτός δέν ἦταν κακοποιός, δέ θά σοῦ τόν παραδίδαμε» (Ἰω. 18, 30). Μεγάλη ἀπόδειξη αὐτή γιά τά πράγματα, διατύπωση ἀόριστη. Πές μας τήν κακία Του καί μήν παραπλανᾶς τόν ἀκροατή. «Τούς λέει ὁ Πιλάτος• Πάρτε τον ἐσεῖς καί δικάστε τον σύμφωνα μέ τό νόμο σας» (Ἰω. 18, 31). Ἔξυπνος δικαστής. Βάζει τό βάρος στό κεφάλι τῶν Ἰουδαίων: «Πάρτε ἐσεῖς αὐτόν πού ἔπραξε τό κακό». «Τοῦ λένε οἱ Ἰουδαῖοι• Σ᾽ ἐμᾶς δέν ἐπιτρέπεται νά σκοτώσομε κανένα» (Ἰω. 18, 32). Πῶς τότε σκοτώσατε τόν Ἠσαΐα, πῶς τόν Ζαχαρία, πῶς καθένα ἀπό τούς προφῆτες; Ἀλλά δέν σᾶς ἐπιτρέπεται νά σκοτώσετε, ὄχι γιατί δέ θέλετε, ἀλλά γιατί δέν μπορεῖτε. Γιατί οἱ Ρωμαῖοι τούς ἔχουν ἤδη ἀφαιρέσει τό δικαίωμα αὐτό. Καταργεῖται λοιπόν πλέον ὁ νόμος καί ἔμεινε στό χαρτί πιά νοητά καί τόν κατάργησε ὁ δεμένος Ἰησοῦς. Ὁ Πιλάτος τότε λέει• «ἐγώ δέ βρίσκω τίποτε νά τόν κατηγορήσω» (Ἰω. 18, 38). Ὄχι μόνο ἐσύ, Πιλάτε, ἀλλά οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι βρίσκουν. Οὔτε οἱ τυφλοί οὔτε οἱ νεκροί οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ σελήνη οὔτε ὁ κόσμος οὔτε ὅλοι οἱ δίκαιοι, οἱ προφῆτες καί οἱ μάρτυρες. Γιατί λέει κάποιος προφήτης δικός τους: «Αὐτός δέν ἔκαμε καμιά ἁμαρτία οὔτε βρέθηκε στό στόμα του δόλος» (Ἠσ. 53, 9. Α' Πέτρ. 2, 22). Βοηθοῦν ὅλοι τόν Πιλάτο, διατυπώνοντας δίκαιη γνώμη. Μόνοι ἀγωνίζονται οἱ Ἰουδαῖοι, δικάζουν μέ κραυγές καί φιλονεικοῦν νά σκιάσουν τήν ἀλήθεια μέ θορύβους καί ἐπιβεβαιώνουν τή κρίση τοῦ Ἠσαΐα: «περίμενα νά κάνει σταφύλια, καί ἔκανε ἀγκάθια» (Ἠσ. 5, 2)•καί δέν ἔδειξε δικαιοσύνη, ἀλλά τήν πιό κούφια κραυγή. Τό ἀμπέλι τῶν Ἰουδαίων καρποφορεῖ κραυγή.
5. - Ἐνῶ διαδραματίζονταν αὐτά καί ὁ Πιλάτος οὔτε νά μιλήσει μποροῦσε οὔτε ν᾽ ἀκούσει ἀπό τήν ἀνάμεικτη ταραχή καί προετοιμαζόταν στάση, στέλνει κάποιον σ᾽ αὐτόν ἡ γυναίκα του (ἦταν καλή βοηθός πού συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της πού ἔτρεχε) καί τοῦ λέει: «Μήν ἀναλάβεις τήν εὐθύνη γι᾽ Αὐτόν τόν δίκαιο» (Ματθ. 27, 19). Ἄν μπορεῖς, σῶσέ Τον. Ἄν δέν μπορεῖς, σῶσε τόν ἑαυτόν σου. Σά νά τοῦ ἔλεγε τά λόγια τοῦ Δαβίδ: «μήν καταστρέψεις τή ψυχή μου μαζί μέ τίς ψυχές τῶν ἀσεβῶν καί τή ζωή μου μαζί μέ τή ζωή αἱμοβόρων ἀνδρῶν» (Ψαλμ. 25, 9). «Μήν ἀναλάβεις εὐθύνη γιά Ἐκεῖνον τόν δίκαιο, γιατί ἐξαιτίας Του ἔπαθα πολλά στόν ὕπνο μου» (Ματθ. 27, 19). Σάν ἕνας ἄλλος Ἰωσήφ, βλέποντας τήν ἀλήθεια μέ τά ὄνειρα, δίνει μαρτυρία ἀντίθετη μέ τήν κραυγή τῶν Ἰουδαίων. Γιατί ἔπρεπε νά νικηθοῦν ἀπό γυναῖκες. Τούς νίκησε ἡ πόρνη Ραάβ. Τούς νίκησε ἡ αἱμορροούσα. Τούς νίκησε ἡ Χαναναία. Καί τώρα πάλι στεφάνι νίκης ἐναντίον τους παίρνει γυναίκα. «Τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι: Ἐμεῖς ἔχομε νόμο καί σύμφωνα μέ τό νόμο μας πρέπει νά πεθάνει» (Ἰω. 19, 7). Ποιόν νόμο; Μέ ποιές λέξεις τό βεβαιώνει; Μέ τίς λέξεις τάχα πού διαβάσαμε σήμερα; «Ὁδηγήθηκε στή σφαγή σάν τό πρόβατο, σάν ἄκακο ἀρνί ἄφωνο μπροστά σ᾽ αὐτόν πού τό κουρεύει, δέν ἀνοίγει τό στόμα του» (Ἠσ. 53, 7). «Ἀπό τίς ἀνομίες τοῦ λαοῦ μου ὁδηγήθηκε στό θάνατο» (Ἠσ. 53, 8). Αὐτές τίς φράσεις βρίσκω χρήσιμες γιά ἐκείνους. Σέ κανένα ἄλλο ὅμως σημεῖο δέν βρίσκω ὅτι σταυρώνεται δίκαια ὁ Ἰησοῦς.
6. - Μπῆκε ὁ Πιλάτος στό πραιτώριο, ὑποχωρώντας στό θυμό τῶν Ἰουδαίων, ἀγωνιζόμενος νά σβήσει φλόγα ἄσβεστη. Μπῆκε καί βγῆκε καί ἄναψε περισσότερο τή φωτιά. Βγῆκε ἔχοντας στεφανώσει τόν Ἰησοῦ καί ἐνῶ Τοῦ εἶχε φορέσει πορφύρα, γεγονός πού θαύμασαν καί δέν ἤθελαν οἱ Ἰουδαῖοι. Νά δείχνει δηλαδή στεφανωμένο ἤδη καί μέ βασιλική στολή Αὐτόν πού πολεμοῦσαν. Γιατί ὅ,τι ἔγινε ἦταν γιά περιφρόνησή Του καί ὑπαινιγμός γιά τήν βασιλική φύση. Μόλις Τόν εἶδαν, Αὐτόν πού πολλές φορές Τόν εἶχαν ἀτενίσει καί ποτέ δέν Τόν εἶχαν δεῖ, Αὐτόν πού πάντοτε καθώς Τόν ἔβλεπαν φούντωνε τό πάθος τους καί φλέγονταν ἀπό τήν ἴδια τους τή φωτιά («θά θελήσουν νά κατακαοῦν ἀπό τή φωτιά», Ἠσ. 9, 5), ὕψωσαν τή σοδομιτική κραυγή. Τήν ὕψωσαν καί ὑψώθηκαν: «Ἄρον, ἄρον, σταύρωσον Αὐτόν. Τό βασιλιά σας θέλετε νά σταυρώσω; Δέν ἔχομε βασιλιά», λένε, «παρά μόνο τόν Καίσαρα» (Ἰω. 19, 15). Ἀρνοῦνται χωρίς νά διώκονται• ἀθεΐα μετά ἀπό ὅσα εἶχαν ὑποφέρει στήν Αἴγυπτο. «Αὐτοί εἶναι, Ἰσραήλ, οἱ θεοί σου, πού σέ ἔβγαλαν ἀπό τή γῆ τῆς Αἰγύπτου» (Ἐξ. 32, 18). Δέν ἔχετε βασιλιά παρά τόν Καίσαρα; Ποιός λοιπόν σᾶς ὁδήγησε στήν ἔρημο ἤ Ποιός σᾶς ἔθρεψε; Σέ Ποιόν φωνάζει ὁ Μωυσῆς λέγοντας, «ὁ Κύριος πού βασιλεύει ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα» (Ἐξ. 15, 18) καί ἀκόμη περισσότερο; Ἀφοῦ λοιπόν ἀρνηθήκατε τό βασιλιά σας, μείνετε στό ἑξῆς χωρίς βασιλέα, σέρνοντας τό ζυγό τῆς αἰώνιας δουλείας. Αὐτά ἔγιναν ὥς αὐτή τήν ὥρα. Ἄς δοῦμε καί τό μέρος τῆς ἡμέρας πού ἀπομένει. Γιατί ὁλόκληρη εἶναι ἁγία.
7. - Τόν πῆραν στεφανωμένο. Μέ τί; Μέ ἀγκάθια, τά δῶρα τῶν Ἰουδαίων. «Περίμενε νά κάνει τό ἀμπέλι σταφύλια, ἔκανε ὅμως ἀγκάθια» (Ἠσ. 5, 2). Δέχτηκε ραπίσματα, ἐμπτυσμούς, χτυπήματα, μαστιγώθηκε ἐκεῖνος πού δέν εἶχε λόγο νά ντρέπεται γιά τίποτα. Στάσου μαζί μέ τόν Ἠσαΐα καί βλέπε τό Θεό μέ τά μάτια του. Τί λέει λοιπόν ἐκεῖνος; «Κύριε, ποιός νά πιστέψει σέ ὅ,τι ἀκοῦν τά ἀφτιά μας; Τόν εἴδαμε καί δέν εἶχε μορφή οὔτε κάλλος• τό πρόσωπό Του ἦταν κακοποιημένο καί δέν ἦταν νά τό βλέπει ἄνθρωπος» (Ἠσ. 53, 1-3). Δέν εἶχε ὡραιότητα οὔτε ὀμορφιά, ὁ Τεχνίτης ὅλης τῆς ὡραιότητας. Γιατί θρηνοῦσε τήν κακότητα τῶν Ἰουδαίων. «Ἦταν ἄνθρωπος πληγωμένος πού ἤξερε νά ὑποφέρει» (Ἠσ. 53, 3). Ἄνθρωπος, ὄχι Θεός. Ἦταν ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός Αὐτός πού χτυποῦσαν. Ποιός ἦταν λοιπόν Αὐτός πού ἀνέφερε τόσους πόνους, τόσες λύπες, πού Τόν χτυποῦσαν ὅλοι; Μήν τυχόν καί ὑποφέρει δίκαια ὅσα ὑποφέρει; «Αὐτός σηκώνει τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποφέρει γιά μᾶς» (Ἠσ. 53, 4). «Ἐγώ δέ βρίσκω καμμιά κατηγορία κατά τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ» (Ἰω. 18, 38). Ἀλλά μήν ντρέπεσαι καθόλου γιά τά περιφρονημένα ἀγαθά. Γιατί, ἄν καί ἔπαθε τόσα, ἔμεινε ἀπαθής. Δέχτηκε χτυπήματα καί ἐμπτυσμούς, ὑπέφερε τά αἴσχιστα, παραμένει ὅμως μέ τήν τιμή καί τήν δόξα Του ὡς ἕνας ἀπό ὅσους δέχονται χτυπήματα. Ὅπως λέει σ᾽ αὐτούς κάπου ὁ Ἠσαΐας: «ἐμεῖς νομίσαμε πώς Τόν εἶχε κάνει ὁ Θεός νά πονέσει, Τόν εἶχε πληγώσει καί ταλαιπωρήσει• ἐνῶ Ἐκεῖνος εἶχε πληγωθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ταλαιπωρήθηκε γιά τίς ἀνομίες μας» (Ἠσ. 53, 4-5). Καί Αὐτός λοιπόν καί ἐμεῖς κειτόμαστε πληγωμένοι. «Μέ τά τραύματά Του θεραπευτήκαμε ἐμεῖς» (Ἠσ. 53, 5). Ἕνας νεκρός γιατρός νεκρῶν, ἕνας τραυματίας ἀντιφάρμακο γιά πολυπονεμένους ἀνθρώπους. Ἀλλά ὥς πότε σοῦ δώσαμε ἄδεια, ἄνθρωπε, νά μᾶς περιπαίζεις; Πές μας μέ περισσότερη σαφήνεια ὅ,τι ζητοῦμε. «ὁδηγήθηκε σάν πρόβατο στή σφαγή καί σάν ἀρνί ἄφωνο μπροστά σ᾽ ἐκεῖνον πού τό κουρεύει» (Ἠσ. 53, 7). Ἀγαθό πρόβατο πού παραδόθηκε στά χέρια κακῶν μαγείρων. Ἄν τό σφάζετε, Ἰουδαῖοι, μήν τό κουρεύετε. Καί ἄν τό κουρεύετε, λυπηθεῖτε τό ὠφέλιμο πρόβατο πού καρποφορεῖ.
8. - «Ἔβαλαν μαζί του καί ἄλλους δυό κακούργους» (Λουκᾶ 13, 4). Ἔχει φτάσει ὁ λόγος μου στήν ἑνδέκατη ὥρα τῆς ἡμέρας, γιά νά μήν ἐξαντλήσει κανένας τήν ὑπομονή του. Καί θά ἤθελα βέβαια νά παρατρέξω τήν ἱστορία, ἐπειδή σᾶς τήν ἔχω διηγηθεῖ πολλές φορές. Βλέπω ὅμως τό ληστή νά μέ βιάζει συνεχῶς. Καί δέν εἶναι παράξενο• ἀφοῦ παραβίασε τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου, μεταβάλλοντας τήν τέχνη του σέ σωτηρία. Στεκόταν στό Σταυρό ὁ Ἀμνός καί δύο λύκοι, ἀλλά ἐνῶ ὁ ἕνας ἔμεινε σταθερός στή γνώμη του, ὁ ἄλλος ἄλλαξε καί εἶπε: «μνήσθητί μου, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». Ὤ, δύναμη τοῦ Ἰησοῦ! Ὁ ληστής γίνεται τώρα προφήτης, πού κηρύττει ἀπό τό σταυρό: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». (Λουκᾶ 23, 42). Τί βλέπεις, ληστή, στό βασιλιά; Ραπίσματα, ἐμπτυσμούς, καρφιά καί Σταυρό καί τά περιπαίγματα τῶν Ἰουδαίων καί τῶν στρατιωτῶν τή λόγχη πού τώρα ξεγυμνώνεται. Δέ βλέπω, λέει, τά φαινόμενα. Βλέπω τούς Ἀγγέλους νά στέκουν ὁλόγυρα, τόν ἥλιο νά φεύγει, τό καταπέτασμα νά σχίζεται, τή γῆ νά τρέμει, τούς νεκρούς νά ἑτοιμάζονται νά βγοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πού δέχεται ὅλους - καί τούς προφῆτες πού ἦρθαν τήν ἑνδέκατη ὥρα ὡς ἐργάτες, δίνοντας τό ἴδιο δηνάριο, τοῦ λέει: σέ βεβαιώνω» (λάβε καί σύ τή βεβαίωση, ὤ ληστή, σύ πού σήμερα εἶσαι ληστής καί σήμερα πάλι υἱός), «ὅτι σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο» (Λουκᾶ 23, 43). Ἐγώ σέ ἔβγαλα, ἐγώ θά σέ ξαναβάλω μέσα, ἐγώ πού ἔκλεισα τίς θύρες τοῦ Παραδείσου καί τίς ἀσφάλισα μέ τήν πύρινη ρομφαία. Ἄν δέν βάλω μέσα ἐγώ κάποιον, μένουν οἱ πόρτες κλεισμένες. Ἔλα, ληστή: Λήστεψες τό διάβολο. Πῆρες στεφάνι νίκης ἐναντίον του. Εἶδες ἕνα ἄνθρωπο καί τόν προσκύνησες ὡς Θεό. Πέταξες τά παλιά σου ὅπλα καί πῆρες τά ὅπλα τῆς πίστης.
9. - Ἐνῶ γίνονταν αὐτά καί ὅλα ἁγιάζονταν, ὁ ἥλιος ἀπό τόν αἰθέρα, τό ξύλο ἀπό τά φυτά, ἡ χολή ἀπό τά ζῶα, ὁ ἀδιαίρετος χιτώνας ἀπό τά ὑφάσματα, ἡ πορφυρή στολή ἀπό τή θάλασσα, ἡ λόγχη καί τά καρφιά ἀπό τά μέταλλα καί τό σίδηρο καί ἡ δίδυμη πηγή αἵματος καί νεροῦ πού ἀνάβλυσε, ὁ Σωτήρας ἔκανε τό δικό Του. «Πατέρα μου, συγχώρεσε τήν ἁμαρτία τους» (Λουκᾶ 23, 32). Γιά ποιούς λέει τό «συγχώρεσε»; Γιά τούς Ἕλληνες, τούς Ἰουδαίους, τούς ξένους, τούς βάρβαρους, γιά ὅλους γενικά. Μιά φορά τό εἶπε, καί ἡ πράξη ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς. Μήπως εἶπε μόνο γιά τούς ἐχθρούς Του τό «συγχώρεσε»; Τό λέει γιά κάθε λαό καί τό λέει συνεχῶς καί ὅποιος θέλει τό παίρνει.
10. - Μαζεύτηκαν ὅλοι στό πραιτώριο καί ἔλεγαν στόν Πιλάτο: «Γνωρίζομε ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἀπατεώνας εἶπε ὅσο ζοῦσε ἀκόμα, μετά τρεῖς μέρες θά ἀναστηθῶ» (Ματθ. 27, 63). Τό ξέρεις καλά, τό θυμᾶσαι καλά ὅτι θ᾽ ἀναστηθεῖ; Ἀσφάλισε τόν Τάφο. Γιά χάρη μου τόν ἀσφαλίζεις. Φύλαξε τό νεκρό μήπως φύγει. «Ἔχετε», τούς λέει, «φρουρά, πηγαίνετε καί ἀσφαλίστε τον ὅπως θέλετε» (Ματθ. 27, 63). Κλεῖστε τόν Τάφο ὅπως ξέρετε. Πάρτε τά μέτρα πού ξέρετε. Φρουρῆστέ Τον ὅπως ξέρετε. Ἄν δέν Τόν φρουρήσετε σεῖς, θά βρίσκουν πρόφαση σ᾽ ἐμένα. Τώρα ὅμως τόν παραδίδω σ᾽ ἐσᾶς τούς ἴδιους πού ὅταν ζοῦσε ἐσεῖς Τόν συλλάβατε καί ὅταν θανατώθηκε ξέφυγε ὅλη τή φύλαξή σας.
Ἄς μείνομε λοιπόν ξύπνιοι καί ἄγρυπνοι, γιά νά δοῦμε τόν βαθύ ὕπνο τῶν Ἰουδαίων καί νά συνεορτάσομε μαζί μέ τίς ἐπουράνιες Στρατιές στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μας, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι
Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.
Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.
Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.
Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.
Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.
Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.
Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.
Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».
Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.
Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.
Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.
Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.
Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.
Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.
Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν, Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἰάσονα πιστοί, καὶ Σωσίπατρον ὕμνοις, ὡς μύστας ἱερούς, τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ κήρυκας τῆς Πίστεως, ἐπαξίως τιμήσωμεν, ὅπως λάβωμεν, ταῖς παρακλήσεσι τούτων, πάντες ἔλεος, καὶ χάριν εὕρωμεν θείαν, εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.
Ὁ Οἶκος
Ἀπόστολοι θεηγόροι, καὶ κήρυκες εὐσεβείας, διδάσκαλοι καὶ προστάται εὐσεβούντων ἀεισέβαστοι, παρεστηκότες Θεῷ, καὶ φωτὸς θείου πληρούμενοι, καὶ στεφάνοις ἐγκοσμούμενοι, φωτίσατε ἡμᾶς δεόμεθα, γεραίρειν τὴν ὑμῶν πανέορτον πανήγυριν, ἐν εὐφήμοις ὑμνῳδίαις εὐσεβῶς· πάντες γὰρ ἐσμεν ποίμνιον ὑμῶν, λυτρωθέντες τῆς πλάνης ἐν χάριτι, ἀλλ' ὡς ὄντες σωτῆρες τῶν πιστῶν, σπεύσατε πρὸς τὸν Κτίστην, πρεσβεύειν παρρησίᾳ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.
Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.
Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.
Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.
Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.
Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.
Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.
Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».
Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.
Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.
Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.
Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.
Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.
Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.
Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν, Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἰάσονα πιστοί, καὶ Σωσίπατρον ὕμνοις, ὡς μύστας ἱερούς, τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ κήρυκας τῆς Πίστεως, ἐπαξίως τιμήσωμεν, ὅπως λάβωμεν, ταῖς παρακλήσεσι τούτων, πάντες ἔλεος, καὶ χάριν εὕρωμεν θείαν, εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.
Ὁ Οἶκος
Ἀπόστολοι θεηγόροι, καὶ κήρυκες εὐσεβείας, διδάσκαλοι καὶ προστάται εὐσεβούντων ἀεισέβαστοι, παρεστηκότες Θεῷ, καὶ φωτὸς θείου πληρούμενοι, καὶ στεφάνοις ἐγκοσμούμενοι, φωτίσατε ἡμᾶς δεόμεθα, γεραίρειν τὴν ὑμῶν πανέορτον πανήγυριν, ἐν εὐφήμοις ὑμνῳδίαις εὐσεβῶς· πάντες γὰρ ἐσμεν ποίμνιον ὑμῶν, λυτρωθέντες τῆς πλάνης ἐν χάριτι, ἀλλ' ὡς ὄντες σωτῆρες τῶν πιστῶν, σπεύσατε πρὸς τὸν Κτίστην, πρεσβεύειν παρρησίᾳ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.
Μεγάλη Παρασκευή - Τα άγια πάθη του Κυρίου
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο• και αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σα σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ενάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει: «Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφάζονταν, σύμφωνα με τον νόμο, ο πασχαλινός αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προτυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό, πρίν από 1043 χρόνια.
Το δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτή αίμα και νερό. Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τὸν δι' ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ' ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον, δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Το δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτή αίμα και νερό. Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τὸν δι' ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ' ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον, δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Πέμπτη 28 Απριλίου 2016
Εις τα φρικτά Πάθη του Κύριου ημών Ιησού Χριστού
π. Μάρκος Μανώλης
«Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;»
Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, πάντοτε τὰ ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν τὰ ἐνθυμηθῆ ὁ εὐλαβὴς ἄνθρωπος, προκαλοῦν κατάνυξιν καὶ δάκρυα καὶ φέρουν τὴν ψυχὴν εἰς μεγάλην ταπείνωσιν.
Ἀναφέρει τὸ «Γεροντικὸν» τὴν ἑξῆς διήγησιν. «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὅτι ἐκαθήμην κάποτε κοντὰ εἰς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα· καὶ τὸν εἶδα ὅτι ἦλθε εἰς θείαν ἔκστασιν καὶ ἐπειδὴ εἶχα πολὺ θάρρος εἰς αὐτόν, τοῦ ἔβαλα μετάνοια καὶ τὸν παρεκάλεσα λέγοντας: πές μου, ποῦ ἤσουν;
Ὁ δὲ Γέροντας, ἀφοῦ τὸν ἠνάγκασα, εἶπε «ὁ λογισμός μου ἦτο ὅπου ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος ἔστεκε καὶ ἔκλαιε πλησίον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος· καὶ ἐγὼ ἤθελα πάντοτε ἔτσι νὰ κλαίω».
Ἰδιαιτέρως ὅμως ἀπόψε, κατὰ τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν τοῦ νυμφίου τῆς Μ. Πέμπτης, τὰ φρικτὰ πάθη τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ μαλακώνουν καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιά, τὴν κατανύσσουν καὶ τὴν κάμνουν νὰ χύνη δάκρυα σωτήρια.
Ποῖα δὲ εἶναι τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας;
Ὅπως μνημονεύει τὸ ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου «Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶ χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην· καὶ πρὸ πάντων τὸν σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, ἃ διʼ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο…»
Ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ περιγράψη, ὅπως πρέπει. Καὶ ὄχι μόνον ἀνθρωπίνη γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀγγέλων. Ἂς ἐννοήσωμεν, ἀδελφοί, καὶ ἂς συλλογισθῶμεν αὐτὸ τὸ μέγα καὶ ἀνερμήνευτον μυστήριον. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» ψάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐκφραστικώτατα, «ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου». Μεγάλα καὶ ὑπερφυσικὰ θεάματα! Εἶδε αὐτὰ ὁ ἥλιος καὶ ἔχασε τὰς ἀκτῖνας του. Εἶδε ἡ σελήνη καὶ ἐσκοτείνιασε. Ἤκουσε ἡ γῆ καὶ ἀπὸ τὸν φόβον της ἔτρε- με καὶ ἐκλονεῖ το·εἶδαν αἱ πέτραι καὶ ἐσχίζοντο· ὅλος ὁ κόσμος ἐταράχθη καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα συνεκλονίσθησαν διὰ τὰ πάθη τοῦ Δημιουργοῦ των.
Ἀλλὰ πῶς τὰ βλέπομεν ἡμεῖς, ἀδελφοί; Ἐὰν τὰ ἄψυχα στοιχεῖα καὶ ἀναίσθητα, σὰν νὰ ἦσαν ἔμψυχα καὶ ζωντανά, τὰ ἔχασαν καὶ ἄλλαξαν τὴν τάξιν των ἀπὸ τὸν φόβον Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν θεωρίαν τῶν βλεπομένων, ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι οἱ λογικοί, ποὺ ἐλάβομεν τόσας μεγάλας εὐεργεσίας ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ποὺ διʼ ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε, νὰ μὴ κατανυχθοῦμε καὶ νὰ μὴ δακρύσωμεν κατʼ αὐτὰς τὰς ἁγίας ἡμέρας;
Καὶ δὲν κινδυνεύομεν νὰ γίνωμεν ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα ἀλογώτεροι καὶ χειρότεροι, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λίθους ἀνοητότεροι; Ὄχι ἀδελφοί μου. Ἂς μὴ μᾶς συμβῆ αὐτό. Ἀντιθέτως μάλιστα. Ἐμεῖς μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἂς ἀνυμνήσωμεν καὶ ἂς δοξολογήσωμεν τὰ θεῖα παθήματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἀλλοιούμενοι τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν καὶ συσταυρούμενοι καὶ ἡμεῖς μετὰ τοῦ Κυρίου μας. Πῶς θὰ γίνη αὐτό;
Ὅταν ἀποφασίσωμεν ἀπὸ τώρα νὰ ἀσκήσωμεν τὴν ὑπακοὴν εἰς τὸ πανάγιον θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὸν πνευματικόν μας Πατέρα καὶ νὰ κόψωμεν τελείως τὰ ἰδικά μας θελήματα. Καὶ ἀκόμη, ὅταν ἀποφασίσωμεν νὰ νεκρώσωμεν τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς καὶ ἁμαρτωλὰς ὀρέξεις. Διὰ τοῦτο ἂς ἀκούσωμεν πόσα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἀναγκάζουν καὶ μᾶς παρακινοῦν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ.
Ποιὸς ἀπὸ ἡμᾶς διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ φίλου του κατεδέχθη νὰ φυλακισθῆ ἢ ἠθέλησε νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν ἀγαπημένον του; Ἀλλʼ ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεός μας ὄχι ἕνα ἢ δύο, ἀλλὰ πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα παθήματα κατεδέχθη νὰ πάθη διʼ ἡμᾶς τοὺς κατακρίτους.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Παῦλος, ἐνθυμούμενος αὐτὰ ἔλεγε: «πέπεισμαι ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Διότι τόσην ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, «ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκε, διὰ νὰ μὴ χαθῆ κανείς, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». (Ἰωάν. 3.16). Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἅγιοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ δώσουν κάποιο ἀνταπόδωμα πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὴν τόσην πολλὴν ἀγάπην, ποὺ ἔχει εἰς ἡμᾶς.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τί νὰ δώσουν, οἱ μὲν ἔδωσαν τὸ αἷμα των, ὅπως οἱ ἔνδοξοι Μάρτυρες, ἄλλοι δὲ ἐδαπάνησαν καὶ ἐξήραναν τὸ κορμί τους εἰς νηστείαν καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως, ὅπως οἱ Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι.
Ἄλλοι δὲ ἔδωσαν τὴν περιουσίαν τους ἐλεημοσύνην, ψάλλοντες μετὰ τοῦ θείου Δαβὶδ «τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;». Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ψαλμικὸν στίχον «τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» ἂς λέγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, πάντοτε μὲ ἀχόρταστον ἀγάπην καὶ ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς μας ὑπηρετοῦντες Αὐτόν, ὅσον μποροῦμεν καθημερινῶς.
Καὶ νὰ αὐξάνωμεν τὴν σπουδὴν καὶ τὴν προθυμίαν μας εἰς τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ σωτηρίας μας, διὰ νὰ γίνωμεν μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους κληρονόμοι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Αρχιμ. Μάρκου Μανώλη
Ομιλία εις την Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος Αττικής, Μεγάλη Παρασκευή 1978
Ορθόδοξος Τύπος 13-04-2012
«Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;»
Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, πάντοτε τὰ ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν τὰ ἐνθυμηθῆ ὁ εὐλαβὴς ἄνθρωπος, προκαλοῦν κατάνυξιν καὶ δάκρυα καὶ φέρουν τὴν ψυχὴν εἰς μεγάλην ταπείνωσιν.
Ἀναφέρει τὸ «Γεροντικὸν» τὴν ἑξῆς διήγησιν. «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὅτι ἐκαθήμην κάποτε κοντὰ εἰς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα· καὶ τὸν εἶδα ὅτι ἦλθε εἰς θείαν ἔκστασιν καὶ ἐπειδὴ εἶχα πολὺ θάρρος εἰς αὐτόν, τοῦ ἔβαλα μετάνοια καὶ τὸν παρεκάλεσα λέγοντας: πές μου, ποῦ ἤσουν;
Ὁ δὲ Γέροντας, ἀφοῦ τὸν ἠνάγκασα, εἶπε «ὁ λογισμός μου ἦτο ὅπου ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος ἔστεκε καὶ ἔκλαιε πλησίον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος· καὶ ἐγὼ ἤθελα πάντοτε ἔτσι νὰ κλαίω».
Ἰδιαιτέρως ὅμως ἀπόψε, κατὰ τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν τοῦ νυμφίου τῆς Μ. Πέμπτης, τὰ φρικτὰ πάθη τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ μαλακώνουν καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιά, τὴν κατανύσσουν καὶ τὴν κάμνουν νὰ χύνη δάκρυα σωτήρια.
Ποῖα δὲ εἶναι τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας;
Ὅπως μνημονεύει τὸ ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου «Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶ χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην· καὶ πρὸ πάντων τὸν σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, ἃ διʼ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο…»
Ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ περιγράψη, ὅπως πρέπει. Καὶ ὄχι μόνον ἀνθρωπίνη γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀγγέλων. Ἂς ἐννοήσωμεν, ἀδελφοί, καὶ ἂς συλλογισθῶμεν αὐτὸ τὸ μέγα καὶ ἀνερμήνευτον μυστήριον. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» ψάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐκφραστικώτατα, «ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου». Μεγάλα καὶ ὑπερφυσικὰ θεάματα! Εἶδε αὐτὰ ὁ ἥλιος καὶ ἔχασε τὰς ἀκτῖνας του. Εἶδε ἡ σελήνη καὶ ἐσκοτείνιασε. Ἤκουσε ἡ γῆ καὶ ἀπὸ τὸν φόβον της ἔτρε- με καὶ ἐκλονεῖ το·εἶδαν αἱ πέτραι καὶ ἐσχίζοντο· ὅλος ὁ κόσμος ἐταράχθη καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα συνεκλονίσθησαν διὰ τὰ πάθη τοῦ Δημιουργοῦ των.
Ἀλλὰ πῶς τὰ βλέπομεν ἡμεῖς, ἀδελφοί; Ἐὰν τὰ ἄψυχα στοιχεῖα καὶ ἀναίσθητα, σὰν νὰ ἦσαν ἔμψυχα καὶ ζωντανά, τὰ ἔχασαν καὶ ἄλλαξαν τὴν τάξιν των ἀπὸ τὸν φόβον Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν θεωρίαν τῶν βλεπομένων, ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι οἱ λογικοί, ποὺ ἐλάβομεν τόσας μεγάλας εὐεργεσίας ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ποὺ διʼ ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε, νὰ μὴ κατανυχθοῦμε καὶ νὰ μὴ δακρύσωμεν κατʼ αὐτὰς τὰς ἁγίας ἡμέρας;
Καὶ δὲν κινδυνεύομεν νὰ γίνωμεν ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα ἀλογώτεροι καὶ χειρότεροι, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λίθους ἀνοητότεροι; Ὄχι ἀδελφοί μου. Ἂς μὴ μᾶς συμβῆ αὐτό. Ἀντιθέτως μάλιστα. Ἐμεῖς μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἂς ἀνυμνήσωμεν καὶ ἂς δοξολογήσωμεν τὰ θεῖα παθήματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἀλλοιούμενοι τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν καὶ συσταυρούμενοι καὶ ἡμεῖς μετὰ τοῦ Κυρίου μας. Πῶς θὰ γίνη αὐτό;
Ὅταν ἀποφασίσωμεν ἀπὸ τώρα νὰ ἀσκήσωμεν τὴν ὑπακοὴν εἰς τὸ πανάγιον θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὸν πνευματικόν μας Πατέρα καὶ νὰ κόψωμεν τελείως τὰ ἰδικά μας θελήματα. Καὶ ἀκόμη, ὅταν ἀποφασίσωμεν νὰ νεκρώσωμεν τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς καὶ ἁμαρτωλὰς ὀρέξεις. Διὰ τοῦτο ἂς ἀκούσωμεν πόσα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἀναγκάζουν καὶ μᾶς παρακινοῦν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ.
Ποιὸς ἀπὸ ἡμᾶς διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ φίλου του κατεδέχθη νὰ φυλακισθῆ ἢ ἠθέλησε νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν ἀγαπημένον του; Ἀλλʼ ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεός μας ὄχι ἕνα ἢ δύο, ἀλλὰ πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα παθήματα κατεδέχθη νὰ πάθη διʼ ἡμᾶς τοὺς κατακρίτους.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Παῦλος, ἐνθυμούμενος αὐτὰ ἔλεγε: «πέπεισμαι ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Διότι τόσην ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, «ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκε, διὰ νὰ μὴ χαθῆ κανείς, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». (Ἰωάν. 3.16). Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἅγιοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ δώσουν κάποιο ἀνταπόδωμα πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὴν τόσην πολλὴν ἀγάπην, ποὺ ἔχει εἰς ἡμᾶς.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τί νὰ δώσουν, οἱ μὲν ἔδωσαν τὸ αἷμα των, ὅπως οἱ ἔνδοξοι Μάρτυρες, ἄλλοι δὲ ἐδαπάνησαν καὶ ἐξήραναν τὸ κορμί τους εἰς νηστείαν καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως, ὅπως οἱ Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι.
Ἄλλοι δὲ ἔδωσαν τὴν περιουσίαν τους ἐλεημοσύνην, ψάλλοντες μετὰ τοῦ θείου Δαβὶδ «τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;». Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ψαλμικὸν στίχον «τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» ἂς λέγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, πάντοτε μὲ ἀχόρταστον ἀγάπην καὶ ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς μας ὑπηρετοῦντες Αὐτόν, ὅσον μποροῦμεν καθημερινῶς.
Καὶ νὰ αὐξάνωμεν τὴν σπουδὴν καὶ τὴν προθυμίαν μας εἰς τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ σωτηρίας μας, διὰ νὰ γίνωμεν μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους κληρονόμοι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Αρχιμ. Μάρκου Μανώλη
Ομιλία εις την Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος Αττικής, Μεγάλη Παρασκευή 1978
Ορθόδοξος Τύπος 13-04-2012
«Τῇ ἁγίᾳ και Μεγάλῃ Πέμπτῃ»
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
«Τῇ ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι πατέρες», όρισαν να εορτάζουμε τα εξής: α) τον ιερό νιπτήρα, δηλαδή το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών από το Διδάσκαλό τους, β) το Μυστικό Δείπνο, δηλαδή την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας, γ) την προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή, που ως Αρχιερέας απηύθυνε στον ουράνιο Πατέρα, και δ) την προδοσία του Ιούδα.
Σ’ αυτά τα τέσσερα σημεία ψηλαφούμε την ταπεινωμένη, τη θυσιαστική, την προσφερόμενη και την προδομένη αγάπη. Το βράδυ εκείνο στα Ιεροσόλυμα, όπου ο κόσμος ησύχαζε στα σπίτια του, ο Ιησούς ως πρόσωπο κι ως αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας δίνει την τελευταία μάχη με το μίσος, την εγκατάλειψη, τη μοναξιά, δηλαδή το θάνατο σε άλλη μορφή.
Το πλύσιμο των ποδιών, σύμφωνα με την Ιουδαϊκή συνήθεια, ώστε να «ανακληθούν» καθαροί. Ο Κύριος και διδάσκαλος, τιμητικά πλένει τα πόδια των μαθητών Του δείχνοντας συγχρόνως πως ο πρώτος, μέσα στην Εκκλησία Του, θα πρέπει να είναι «πάντων διάκονος». Η άλλη διάσταση της εξουσίας που δεν επιβάλλει το θέλημά της ούτε ζητά δουλική υποταγή. Από τότε και για πάντα ο «ιερός νιπτήρας» θα δείχνει τον αληθινό επίσκοπο ως «τύπον και τόπον Χριστού» και θα τον διακρίνει από τον κοσμικό άρχοντα.
Η παράδοση στην Εκκλησία του μεγάλου και φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, θα παραμένει εις αιώνας το σημείο της παρουσίας του ζώντος Θεού. Ο ίδιος γίνεται «βρώσις και πόσις» για να ζήσει ο κόσμος. Προσφέρει και προσφέρεται θυσία «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Δε μας καλεί να γίνουμε καλοί και ηθικοί, εφαρμόζοντας τη διδασκαλία Του, όπως συμβαίνει με ιδρυτές θρησκειών και φιλοσοφιών. Μας προσκαλεί για να ενωθούμε μαζί Του υπαρξιακά, ουσιαστικά, τέλεια. «Λάβετε, φάγετε». «Πίετε εξ αυτού πάντες». Το σώμα και το αίμα του Θεανθρώπου «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον».
Το «περίλυπός εστι η ψυχή μου έως θανάτου», που λέει στον κήπο της Γεθσημανής, είναι ο πόνος της ψυχής που γίνεται πιο δυνατός από τον πόνο του σώματος, αγγίζοντας τα όρια του θανάτου. Πόνος από την εγκατάλειψη από τους αγαπημένους, πόνος από την αποτυχία, από την απογοήτευση, από τη μοναξιά. Ο τέλειος άνθρωπος Ιησούς Χριστός, έχοντας ψυχή και σώμα όπως εμάς, μπορεί να κατανοήσει κάθε άνθρωπο που πονεί ψυχικά, που συντρίβεται από τον πόνο των γεγονότων και των ανθρώπων. Κι ως Θεός μπορεί να συμπορευτεί και να συμπαρασταθεί.
Η προδοσία του Ιούδα, ενός εκλεκτού μαθητή, θα δείχνει το πόσο εύκολα μπορούμε να αρνηθούμε και να προδώσουμε τους ευεργέτες μας, αν στηριχτούμε στο λογισμό και στα πάθη μας.
Η Μεγάλη Πέμπτη μας φέρνει προ των Παθών του Κυρίου και μας ετοιμάζει για το «σήμερον κρεμμάται επί ξύλου». Εκεί, στο μέσον του ναού, η εσταυρωμένη αγάπη θα καλεί όλους μαζί και προσωπικά τον καθένα για ανταποκριθούμε στην πρόσκληση για σταυροαναστάσιμη πορεία ζωής.
«Τῇ ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι πατέρες», όρισαν να εορτάζουμε τα εξής: α) τον ιερό νιπτήρα, δηλαδή το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών από το Διδάσκαλό τους, β) το Μυστικό Δείπνο, δηλαδή την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας, γ) την προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή, που ως Αρχιερέας απηύθυνε στον ουράνιο Πατέρα, και δ) την προδοσία του Ιούδα.
Σ’ αυτά τα τέσσερα σημεία ψηλαφούμε την ταπεινωμένη, τη θυσιαστική, την προσφερόμενη και την προδομένη αγάπη. Το βράδυ εκείνο στα Ιεροσόλυμα, όπου ο κόσμος ησύχαζε στα σπίτια του, ο Ιησούς ως πρόσωπο κι ως αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας δίνει την τελευταία μάχη με το μίσος, την εγκατάλειψη, τη μοναξιά, δηλαδή το θάνατο σε άλλη μορφή.
Το πλύσιμο των ποδιών, σύμφωνα με την Ιουδαϊκή συνήθεια, ώστε να «ανακληθούν» καθαροί. Ο Κύριος και διδάσκαλος, τιμητικά πλένει τα πόδια των μαθητών Του δείχνοντας συγχρόνως πως ο πρώτος, μέσα στην Εκκλησία Του, θα πρέπει να είναι «πάντων διάκονος». Η άλλη διάσταση της εξουσίας που δεν επιβάλλει το θέλημά της ούτε ζητά δουλική υποταγή. Από τότε και για πάντα ο «ιερός νιπτήρας» θα δείχνει τον αληθινό επίσκοπο ως «τύπον και τόπον Χριστού» και θα τον διακρίνει από τον κοσμικό άρχοντα.
Η παράδοση στην Εκκλησία του μεγάλου και φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, θα παραμένει εις αιώνας το σημείο της παρουσίας του ζώντος Θεού. Ο ίδιος γίνεται «βρώσις και πόσις» για να ζήσει ο κόσμος. Προσφέρει και προσφέρεται θυσία «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Δε μας καλεί να γίνουμε καλοί και ηθικοί, εφαρμόζοντας τη διδασκαλία Του, όπως συμβαίνει με ιδρυτές θρησκειών και φιλοσοφιών. Μας προσκαλεί για να ενωθούμε μαζί Του υπαρξιακά, ουσιαστικά, τέλεια. «Λάβετε, φάγετε». «Πίετε εξ αυτού πάντες». Το σώμα και το αίμα του Θεανθρώπου «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον».
Το «περίλυπός εστι η ψυχή μου έως θανάτου», που λέει στον κήπο της Γεθσημανής, είναι ο πόνος της ψυχής που γίνεται πιο δυνατός από τον πόνο του σώματος, αγγίζοντας τα όρια του θανάτου. Πόνος από την εγκατάλειψη από τους αγαπημένους, πόνος από την αποτυχία, από την απογοήτευση, από τη μοναξιά. Ο τέλειος άνθρωπος Ιησούς Χριστός, έχοντας ψυχή και σώμα όπως εμάς, μπορεί να κατανοήσει κάθε άνθρωπο που πονεί ψυχικά, που συντρίβεται από τον πόνο των γεγονότων και των ανθρώπων. Κι ως Θεός μπορεί να συμπορευτεί και να συμπαρασταθεί.
Η προδοσία του Ιούδα, ενός εκλεκτού μαθητή, θα δείχνει το πόσο εύκολα μπορούμε να αρνηθούμε και να προδώσουμε τους ευεργέτες μας, αν στηριχτούμε στο λογισμό και στα πάθη μας.
Η Μεγάλη Πέμπτη μας φέρνει προ των Παθών του Κυρίου και μας ετοιμάζει για το «σήμερον κρεμμάται επί ξύλου». Εκεί, στο μέσον του ναού, η εσταυρωμένη αγάπη θα καλεί όλους μαζί και προσωπικά τον καθένα για ανταποκριθούμε στην πρόσκληση για σταυροαναστάσιμη πορεία ζωής.
«ΤΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΝ ΦΟΒΩ ΤΡΑΠΕΖΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΑΝΤΕΣ ΠΑΝΤΕΣ»
(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Πέμπτης)
«Τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι θείοι Πατέρες, αλληλοδιαδόχως εκ τε των θείων Αποστόλων και των ιερών Ευαγγελίων παραδεδώκασιν ημίν τέσσερά τινα εορτάζειν΄ τον ιερόν Νιπτήρα, τον Μυστικόν Δείπνον (δηλαδή την παράδοσιν των καθ' ημάς φρικτών Μυστηρίων), την υπερφυά Προσευχήν και την Προδοσίαν αυτήν».
Αυτό είναι το συναξάρι της Μεγάλης Πέμπτης. Η αγία μας Εκκλησία τιμά την αγία αυτή ημέρα όσα έλαβαν χώρα στο υπερώο της Ιερουσαλήμ και όσα ακολούθησαν μετά το Μυστικό Δείπνο.
Το Θείο Δράμα οδεύει προς την ολοκλήρωσή του. Ο εκουσίως και αδίκως Παθών για τη δική μας σωτηρία Κύριος γνωρίζει ότι έφτασε το τέλος της επί γης παρουσίας Του. Η προδοσία του αγνώμονα μαθητή, η σύλληψη, οι εξευτελισμοί, το ψευδοδικαστήριο, η καταδίκη και ο σταυρικός θάνατος είναι θέμα ωρών. Ως άνθρωπος αισθανόταν το δια της θυσίας Του βαρύ φορτίο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους και γι' αυτό αγωνιούσε υπερβαλλόντως. Δεν τον ενδιέφερε το δικό Του μαρτύριο και ο θάνατος, αλλά η συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του.
Γι' αυτό λοιπόν αφιέρωσε το βράδυ της προπαραμονής του επικείμενου ιουδαϊκού Πάσχα και παραμονή της δικής Του σταυρικής θανής στους αγαπημένους Του μαθητές. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ΄ υμών προ του με παθείν» (Λουκ.22,15) τους είπε. Ήθελε να φάγει για τελευταία φορά μαζί τους. Μα το σπουδαιότερο να τους αφήσει τις τελευταίες παρακαταθήκες Του και πάνω απ' όλα να τελέσει τον Μυστικό Δείπνο, να παραδώσει την υπερφυά Θεία Ευχαριστία, η οποία θα τελείται στο διηνεκές, ως η αέναη πραγματική παρουσία Του στην Εκκλησία.
Στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης συγκινήσεως και σε ένδειξη πραγματικής και άδολης αγάπης, έσκυψε ως δούλος ο Κύριος και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Με την πράξη Του αυτή ήθελε να διδάξει έμπρακτα το πρωταρχικό χρέος της αλληλοδιακονίας των ανθρώπων. «Ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών» (Λουκ.22:25), άφησε ως ύψιστη εντολή για τις κατοπινές ανθρώπινες γενεές.
Κατόπιν κάθισαν στο τραπέζι του δείπνου. Ο Κύριος θέλησε κατ' αρχήν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση του προδότη μαθητή. Δεν ήταν δυνατόν να καθίσει ο άνομος εκείνος μαζί τους στην παράδοση του φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, πολλώ δε μάλλον να κοινωνήσει σε αυτό. Λέγει λοιπόν «Εις εξ' υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ' εμού» (Μάρκ.14,18, Ιωάν.13,22). Τα λόγια αυτά έφεραν αναστάτωση στους μαθητές. Δεν περίμεναν να ακούσουν τέτοια φοβερή αγγελία και άρχισαν να διερωτώνται: ποιος άραγε είναι αυτός; Ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης πέφτοντας στον τράχηλο του Διδασκάλου ρώτησε εξ' ονόματος όλων: «Κύριε τις εστιν»; και ο Κύριος απάντησε: «Εκείνος εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω» (Ιωάν.13,26). Και βουτώντας τεμάχιο άρτου στο φαγητό το έδωσε στον Ιούδα. Αυτός το έφαγε και ταυτόχρονα «εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς» (Ιωάν.13,27). Ο Ιησούς του είπε: «ό ποιείς, ποίησον τάχιον» (Ιωάν.13,27). Ο προδότης μαθητής έφυγε βιαστικά, απομακρυνθείς για πάντα από τη χορεία των μαθητών και από την κοινωνία του Θείου Διδασκάλου. «Ην δε νύξ» προσθέτει ο Ιωάννης. «Νυξ πραγματική, τονίζει σύγχρονος συγγραφέας, αλλά και νυξ πνευματική εν τη ψυχή του Ιούδα, εν η το φως του θείου Πνεύματος δια παντός εσβέσθη»!
Μετά από αυτό ο Κύριος προέβη στη σύσταση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε έκοψε αυτόν σε τεμάχια και έδωκε στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το σώμα μου», το αληθινό το πραγματικό, «το υπέρ υμών διδόμενον» (Λουκ.22,19). Ύστερα πήρε το ποτήριο της ευλογίας, που ήταν γεμάτο με οίνο, και αφού ανέπεμψε ευχαριστήριο δέηση στο Θεό Πατέρα έδωκε στους μαθητές Του λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες΄ τούτο γαρ εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ.26,28, Μάρκ.14,24).
Αφού κοινώνησαν όλοι και έφαγαν, ο Κύριος μίλησε και απεύθυνε την τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία Του στους μαθητές Του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διασώζει στο Ευαγγέλιό Του ολόκληρη αυτή την εκτενή ομιλία στα κεφάλαια 13-16. Ο τρόπος της ομιλίας προδίδει στον Κύριο δραματική έκφραση. Ως άνθρωπος μπροστά στο μαρτύριο, το οποίο γνωρίζει ως Θεός αγωνιά και λυπάται. Αρχίζει με το «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ» (Ιωάν.13,31). Τα παθήματα που θα ακολουθήσουν και η ταπείνωση θα είναι η δόξα του Υιού και συνάμα αυτή θα είναι η δόξα του Πατέρα. Οι αλήθειες και οι ηθικές ιδέες της ομιλίας την καθιστούν πραγματικά μοναδική. Η τρυφερότητα προς τους μαθητές Του είναι έκδηλη, τους αποκαλεί «τεκνία». Κύριο χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι η προτροπή για ενότητα και αγάπη μεταξύ των μαθητών και κατ' επέκταση όλων των ανθρώπων. «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν.13,3) και «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν.14,27).
Μετά ακολούθησε η περίφημη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα για την ενότητα των μαθητών Του. Δεν εύχεται να τους άρει ο Θεός Πατέρας από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξει από τον πονηρό και τα έργα του.
Αφού περατώθηκε και η προσευχή η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Ο Ιησούς πήρε τους μαθητές Του και πήγε στο Όρος των Ελαιών, σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό και ήσυχο τόπο, λίγο έξω από τη μεγάλη πόλη. Εκεί υπήρχε κήπος στον οποίο μπήκε με τους μαθητές Του για να προσευχηθεί (Ιωάν.18,1). Να μείνει μόνος «ενώπιος ενωπίω» με τον Ουράνιο Πατέρα και να αντλήσει δύναμη για τη μεγάλη δοκιμασία, που Τον περίμενε. Ο τρόπος της προσευχής ήταν δραματικός. Ως άνθρωπος αγωνιούσε για το επερχόμενο πάθος. «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ.26,38) είπε στους μαθητές Του. «Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ.26,39) παρακαλούσε τον Πατέρα και «εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντος επί την γην» (Λουκ.22:45). Μάταια προσπαθούσε να νικήσει τη νωθρότητα των μαθητών Του, οι οποίοι δε μπορούσαν να κατανοήσουν την κρισιμότητα των δραματικών εκείνων στιγμών, και έπεφταν σε βαθύ ύπνο.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές και θόρυβος πολύς. Έφτασαν οι στρατιώτες με οδηγό τον Ιούδα για να συλλάβουν τον Ιησού. Χαρακτηριστικό σύνθημα ο ασπασμός του Διδασκάλου από τον Προδότη (Λουκ.22,48). Ο Πέτρος χρησιμοποιεί βία, κόβει το αφτί του στρατιώτη Μάλχου (Ιωάν.18,11). Παρ' όλα αυτά η σύλληψη πραγματοποιείται. Ο Κύριος δέσμιος οδηγείται σε ολονύκτιες ψεύτικες δίκες για να καταδικαστεί και να σταυρωθεί.
Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τη Μεγάλη Πέμπτη έχουν τεράστια σωτηριολογική σημασία για μας. Πρώτ' απ' όλα η εκούσια πορεία του Κυρίου προς το Πάθος φανερώνει την άμετρη θεία ευσπλαχνία και αγάπη για τον πεσόντα άνθρωπο. Η ολοκληρωτική νίκη της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με τον σταυρικό θάνατο του αναμάρτητου Χριστού. Μόνο το τίμιο αίμα του Μεγάλου Αθώου μπορούσε να καθαρίσει κάθε ρύπο αμαρτίας σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Μόνο αυτό μπορούσε να φέρει την καταλλαγή και την ισορροπία, που είχε διαταράξει σοβαρά το κακό και η αμαρτία.
Υπέροχο πραγματικά είναι και το υμνολογικό περιεχόμενο της αγίας αυτής ημέρας. Δημοφιλές είναι το αρκτικό τροπάριο «Ότε οι ένδοξοι μαθηταί...», μέσω του οποίου παροτρύνονται οι πιστοί να αποφύγουν τα πάθη του προδότη Ιούδα. Επίσης ο κανόνας, ποίημα του Κοσμά του μοναχού αποτελεί ένα κορυφαίο ποίημα της Εκκλησίας μας. Στο κοντάκιο «Τον άρτον λαβών εις χείρας ο προδότης...» ποίημα του περιφήμου Ρωμανού, αποτυπώνεται με ακρίβεια η δολιότητα και η αθλιότητα του Ιούδα. Ο Οίκος, ποίημα του Συμεών του Υμνογράφου, καλεί τους πιστούς να μιμηθούν τους μαθητές του Χριστού και να προσέλθουν στην πνευματική τράπεζα «καθαραίς ταις ψυχαίς», να ζήσουν το μυστήριο της απολύτρωσης. Εκπληκτικά τροπάρια είναι τα στιχηρά των Αίνων «Συντρέχει λοιπόν το συνέδριον των Ιουδαίων...» ποίημα Κοσμά του μοναχού, «Ιούδας ο παράνομος ο βάψας εν τω δείπνω την χείρα...», «Ιούδας ο προδότης δόλιος ων...» κλπ., ποιήματα Ιωάννου του μοναχού, ιστορούν την προδοσία του αγνώμονα μαθητή. Υπέροχο είναι ακόμα και το δοξαστικό «Ον εκήρυξεν Αμνόν Ησαίας έρχεται επί σφαγήν εκούσιον...». Καταπληκτικά είναι επίσης και τα απόστιχα τροπάρια, ποιήματα του πατριάρχου Μεθοδίου, «Σήμερον το κατά του Χριστού πονηρόν συνήχθη συνέδριον...», «Σήμερον ο Ιούδας το της φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπείον...», και « Μηδείς, ω πιστοί, του δεσποτικού δείπνου αμύητος...», παρουσιάζουν κατά τρόπο ποιητικότατο την σύλληψη και την ψευδοδίκη του Κυρίου. Θαυμαστό είναι ακόμα και το δοξαστικό των αποστίχων «Μυσταγωγών σου Κύριε...» με το οποίο καλούνται οι μαθητές Του από Αυτόν να γίνουν διάκονοι των ανθρώπων, όπως Εκείνος.
Αυτή η Μεγάλη Θυσία μπορεί να έχει πρακτικά αποτελέσματα στην Εκκλησία, μέσω της Θείας Ευχαριστίας, την οποία παρέδωσε ο Κύριος τη σημερινή ημέρα στους μαθητές Του και μέσω αυτών στην Εκκλησία. Η απολυτρωτική Θυσία του Σταυρού συνεχίζεται στο διηνεκές στις άγιες Τράπεζες των ναών, ως την κυριότερη αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας. Ο Κύριος είναι παρών στην Εκκλησία Του μέσω του ιερού Μυστηρίου τη Θείας Ευχαριστίας. Εμείς γινόμαστε οργανικά, πραγματικά, μέλη του μυστικού Του Σώματος με την Κοινωνία του αγίου Σώματός Του. Έτσι συντελείται η σωτηρία μας.
«Τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι θείοι Πατέρες, αλληλοδιαδόχως εκ τε των θείων Αποστόλων και των ιερών Ευαγγελίων παραδεδώκασιν ημίν τέσσερά τινα εορτάζειν΄ τον ιερόν Νιπτήρα, τον Μυστικόν Δείπνον (δηλαδή την παράδοσιν των καθ' ημάς φρικτών Μυστηρίων), την υπερφυά Προσευχήν και την Προδοσίαν αυτήν».
Αυτό είναι το συναξάρι της Μεγάλης Πέμπτης. Η αγία μας Εκκλησία τιμά την αγία αυτή ημέρα όσα έλαβαν χώρα στο υπερώο της Ιερουσαλήμ και όσα ακολούθησαν μετά το Μυστικό Δείπνο.
Το Θείο Δράμα οδεύει προς την ολοκλήρωσή του. Ο εκουσίως και αδίκως Παθών για τη δική μας σωτηρία Κύριος γνωρίζει ότι έφτασε το τέλος της επί γης παρουσίας Του. Η προδοσία του αγνώμονα μαθητή, η σύλληψη, οι εξευτελισμοί, το ψευδοδικαστήριο, η καταδίκη και ο σταυρικός θάνατος είναι θέμα ωρών. Ως άνθρωπος αισθανόταν το δια της θυσίας Του βαρύ φορτίο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους και γι' αυτό αγωνιούσε υπερβαλλόντως. Δεν τον ενδιέφερε το δικό Του μαρτύριο και ο θάνατος, αλλά η συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του.
Γι' αυτό λοιπόν αφιέρωσε το βράδυ της προπαραμονής του επικείμενου ιουδαϊκού Πάσχα και παραμονή της δικής Του σταυρικής θανής στους αγαπημένους Του μαθητές. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ΄ υμών προ του με παθείν» (Λουκ.22,15) τους είπε. Ήθελε να φάγει για τελευταία φορά μαζί τους. Μα το σπουδαιότερο να τους αφήσει τις τελευταίες παρακαταθήκες Του και πάνω απ' όλα να τελέσει τον Μυστικό Δείπνο, να παραδώσει την υπερφυά Θεία Ευχαριστία, η οποία θα τελείται στο διηνεκές, ως η αέναη πραγματική παρουσία Του στην Εκκλησία.
Στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης συγκινήσεως και σε ένδειξη πραγματικής και άδολης αγάπης, έσκυψε ως δούλος ο Κύριος και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Με την πράξη Του αυτή ήθελε να διδάξει έμπρακτα το πρωταρχικό χρέος της αλληλοδιακονίας των ανθρώπων. «Ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών» (Λουκ.22:25), άφησε ως ύψιστη εντολή για τις κατοπινές ανθρώπινες γενεές.
Κατόπιν κάθισαν στο τραπέζι του δείπνου. Ο Κύριος θέλησε κατ' αρχήν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση του προδότη μαθητή. Δεν ήταν δυνατόν να καθίσει ο άνομος εκείνος μαζί τους στην παράδοση του φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, πολλώ δε μάλλον να κοινωνήσει σε αυτό. Λέγει λοιπόν «Εις εξ' υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ' εμού» (Μάρκ.14,18, Ιωάν.13,22). Τα λόγια αυτά έφεραν αναστάτωση στους μαθητές. Δεν περίμεναν να ακούσουν τέτοια φοβερή αγγελία και άρχισαν να διερωτώνται: ποιος άραγε είναι αυτός; Ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης πέφτοντας στον τράχηλο του Διδασκάλου ρώτησε εξ' ονόματος όλων: «Κύριε τις εστιν»; και ο Κύριος απάντησε: «Εκείνος εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω» (Ιωάν.13,26). Και βουτώντας τεμάχιο άρτου στο φαγητό το έδωσε στον Ιούδα. Αυτός το έφαγε και ταυτόχρονα «εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς» (Ιωάν.13,27). Ο Ιησούς του είπε: «ό ποιείς, ποίησον τάχιον» (Ιωάν.13,27). Ο προδότης μαθητής έφυγε βιαστικά, απομακρυνθείς για πάντα από τη χορεία των μαθητών και από την κοινωνία του Θείου Διδασκάλου. «Ην δε νύξ» προσθέτει ο Ιωάννης. «Νυξ πραγματική, τονίζει σύγχρονος συγγραφέας, αλλά και νυξ πνευματική εν τη ψυχή του Ιούδα, εν η το φως του θείου Πνεύματος δια παντός εσβέσθη»!
Μετά από αυτό ο Κύριος προέβη στη σύσταση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε έκοψε αυτόν σε τεμάχια και έδωκε στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το σώμα μου», το αληθινό το πραγματικό, «το υπέρ υμών διδόμενον» (Λουκ.22,19). Ύστερα πήρε το ποτήριο της ευλογίας, που ήταν γεμάτο με οίνο, και αφού ανέπεμψε ευχαριστήριο δέηση στο Θεό Πατέρα έδωκε στους μαθητές Του λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες΄ τούτο γαρ εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ.26,28, Μάρκ.14,24).
Αφού κοινώνησαν όλοι και έφαγαν, ο Κύριος μίλησε και απεύθυνε την τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία Του στους μαθητές Του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διασώζει στο Ευαγγέλιό Του ολόκληρη αυτή την εκτενή ομιλία στα κεφάλαια 13-16. Ο τρόπος της ομιλίας προδίδει στον Κύριο δραματική έκφραση. Ως άνθρωπος μπροστά στο μαρτύριο, το οποίο γνωρίζει ως Θεός αγωνιά και λυπάται. Αρχίζει με το «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ» (Ιωάν.13,31). Τα παθήματα που θα ακολουθήσουν και η ταπείνωση θα είναι η δόξα του Υιού και συνάμα αυτή θα είναι η δόξα του Πατέρα. Οι αλήθειες και οι ηθικές ιδέες της ομιλίας την καθιστούν πραγματικά μοναδική. Η τρυφερότητα προς τους μαθητές Του είναι έκδηλη, τους αποκαλεί «τεκνία». Κύριο χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι η προτροπή για ενότητα και αγάπη μεταξύ των μαθητών και κατ' επέκταση όλων των ανθρώπων. «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν.13,3) και «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν.14,27).
Μετά ακολούθησε η περίφημη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα για την ενότητα των μαθητών Του. Δεν εύχεται να τους άρει ο Θεός Πατέρας από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξει από τον πονηρό και τα έργα του.
Αφού περατώθηκε και η προσευχή η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Ο Ιησούς πήρε τους μαθητές Του και πήγε στο Όρος των Ελαιών, σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό και ήσυχο τόπο, λίγο έξω από τη μεγάλη πόλη. Εκεί υπήρχε κήπος στον οποίο μπήκε με τους μαθητές Του για να προσευχηθεί (Ιωάν.18,1). Να μείνει μόνος «ενώπιος ενωπίω» με τον Ουράνιο Πατέρα και να αντλήσει δύναμη για τη μεγάλη δοκιμασία, που Τον περίμενε. Ο τρόπος της προσευχής ήταν δραματικός. Ως άνθρωπος αγωνιούσε για το επερχόμενο πάθος. «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ.26,38) είπε στους μαθητές Του. «Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ.26,39) παρακαλούσε τον Πατέρα και «εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντος επί την γην» (Λουκ.22:45). Μάταια προσπαθούσε να νικήσει τη νωθρότητα των μαθητών Του, οι οποίοι δε μπορούσαν να κατανοήσουν την κρισιμότητα των δραματικών εκείνων στιγμών, και έπεφταν σε βαθύ ύπνο.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές και θόρυβος πολύς. Έφτασαν οι στρατιώτες με οδηγό τον Ιούδα για να συλλάβουν τον Ιησού. Χαρακτηριστικό σύνθημα ο ασπασμός του Διδασκάλου από τον Προδότη (Λουκ.22,48). Ο Πέτρος χρησιμοποιεί βία, κόβει το αφτί του στρατιώτη Μάλχου (Ιωάν.18,11). Παρ' όλα αυτά η σύλληψη πραγματοποιείται. Ο Κύριος δέσμιος οδηγείται σε ολονύκτιες ψεύτικες δίκες για να καταδικαστεί και να σταυρωθεί.
Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τη Μεγάλη Πέμπτη έχουν τεράστια σωτηριολογική σημασία για μας. Πρώτ' απ' όλα η εκούσια πορεία του Κυρίου προς το Πάθος φανερώνει την άμετρη θεία ευσπλαχνία και αγάπη για τον πεσόντα άνθρωπο. Η ολοκληρωτική νίκη της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με τον σταυρικό θάνατο του αναμάρτητου Χριστού. Μόνο το τίμιο αίμα του Μεγάλου Αθώου μπορούσε να καθαρίσει κάθε ρύπο αμαρτίας σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Μόνο αυτό μπορούσε να φέρει την καταλλαγή και την ισορροπία, που είχε διαταράξει σοβαρά το κακό και η αμαρτία.
Υπέροχο πραγματικά είναι και το υμνολογικό περιεχόμενο της αγίας αυτής ημέρας. Δημοφιλές είναι το αρκτικό τροπάριο «Ότε οι ένδοξοι μαθηταί...», μέσω του οποίου παροτρύνονται οι πιστοί να αποφύγουν τα πάθη του προδότη Ιούδα. Επίσης ο κανόνας, ποίημα του Κοσμά του μοναχού αποτελεί ένα κορυφαίο ποίημα της Εκκλησίας μας. Στο κοντάκιο «Τον άρτον λαβών εις χείρας ο προδότης...» ποίημα του περιφήμου Ρωμανού, αποτυπώνεται με ακρίβεια η δολιότητα και η αθλιότητα του Ιούδα. Ο Οίκος, ποίημα του Συμεών του Υμνογράφου, καλεί τους πιστούς να μιμηθούν τους μαθητές του Χριστού και να προσέλθουν στην πνευματική τράπεζα «καθαραίς ταις ψυχαίς», να ζήσουν το μυστήριο της απολύτρωσης. Εκπληκτικά τροπάρια είναι τα στιχηρά των Αίνων «Συντρέχει λοιπόν το συνέδριον των Ιουδαίων...» ποίημα Κοσμά του μοναχού, «Ιούδας ο παράνομος ο βάψας εν τω δείπνω την χείρα...», «Ιούδας ο προδότης δόλιος ων...» κλπ., ποιήματα Ιωάννου του μοναχού, ιστορούν την προδοσία του αγνώμονα μαθητή. Υπέροχο είναι ακόμα και το δοξαστικό «Ον εκήρυξεν Αμνόν Ησαίας έρχεται επί σφαγήν εκούσιον...». Καταπληκτικά είναι επίσης και τα απόστιχα τροπάρια, ποιήματα του πατριάρχου Μεθοδίου, «Σήμερον το κατά του Χριστού πονηρόν συνήχθη συνέδριον...», «Σήμερον ο Ιούδας το της φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπείον...», και « Μηδείς, ω πιστοί, του δεσποτικού δείπνου αμύητος...», παρουσιάζουν κατά τρόπο ποιητικότατο την σύλληψη και την ψευδοδίκη του Κυρίου. Θαυμαστό είναι ακόμα και το δοξαστικό των αποστίχων «Μυσταγωγών σου Κύριε...» με το οποίο καλούνται οι μαθητές Του από Αυτόν να γίνουν διάκονοι των ανθρώπων, όπως Εκείνος.
Αυτή η Μεγάλη Θυσία μπορεί να έχει πρακτικά αποτελέσματα στην Εκκλησία, μέσω της Θείας Ευχαριστίας, την οποία παρέδωσε ο Κύριος τη σημερινή ημέρα στους μαθητές Του και μέσω αυτών στην Εκκλησία. Η απολυτρωτική Θυσία του Σταυρού συνεχίζεται στο διηνεκές στις άγιες Τράπεζες των ναών, ως την κυριότερη αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας. Ο Κύριος είναι παρών στην Εκκλησία Του μέσω του ιερού Μυστηρίου τη Θείας Ευχαριστίας. Εμείς γινόμαστε οργανικά, πραγματικά, μέλη του μυστικού Του Σώματος με την Κοινωνία του αγίου Σώματός Του. Έτσι συντελείται η σωτηρία μας.
Άγιοι Εννέα Μάρτυρες εν Κυζίκω
Οι Άγιοι εννέα μάρτυρες της Κυζίκου δηλ. ο Θεόγνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδουλος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμονας καταγόταν από διάφορους τόπους. Συνελήφθησαν όμως όλοι μαζί στη Κύζικο την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον τοπικό άρχοντα επέδειξαν θαυμαστή γενναιότητα και υπερασπίσθηκαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους. για το λόγο αυτό και για να καμφθεί το σθένος τους ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί χωρίς νερό και ψωμί προσευχόταν και δοξολογούσαν τον Κύριό τους ο οποίος τούς αξίωσε να υποφέρουν για Εκείνον και ο ένας έδινε θάρρος στον άλλον. Όταν ο άρχοντας από τη φυλακή και τούς ρώτησε για τελευταία φορά αν επιμένουν να πιστεύουν στο Χριστό όλοι «εν ενί στόματι και μία καρδία» του απάντησαν ότι προτιμούν το μαρτύριο από το να αρνηθούν τον Πλάστη και Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου. Έξαλλος από οργή ο άρχοντας διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό τους χαρίζοντάς τους την ουράνια δόξα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.
Μεγάλη Πέμπτη - Ο Μυστικός Δείπνος
Κατά τη Μεγάλη Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση: Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου, Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ' εμάς υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του και της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα.
Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ' όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ' όλους».
Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στό Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ' όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.
Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.
Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ' αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεό μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.
Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από 'κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν Τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ λίμνας καὶ πηγάς, καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς, ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος, Μαθητῶν πόδας ἔνιψε, ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας, καὶ ὑψῶν ἡμᾶς, ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὶς θάλασσες, θέλοντας νὰ μᾶς διδάξει τὴν πιὸ τέλεια ταπείνωση, ἀφοῦ ζώστηκε τὸ λέντιο (ποδιά), ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ταπεινούμενος ἀπὸ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνία, καὶ ἀνυψώνοντας ἐμᾶς ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Ταπεινούμενος, δι' εὐσπλαγχνίαν, πόδας ἔνιψας, τῶν Μαθητῶν σου, καὶ πρὸς δρόμον θεῖον τούτους κατεύθυνας, ἀπαναινόμενος Πέτρος δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, ἐκνιπτόμενος, καὶ σοῦ ἐκτενῶς δεόμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Συνεσθίων Δέσποτα, τοῖς Μαθηταῖς σου, μυστικῶς ἐδήλωσας, τὴν παναγίαν σου σφαγήν, δι' ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ τὰ σεπτά σου, τιμῶντες Παθήματα.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ' όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ' όλους».
Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στό Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ' όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.
Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.
Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ' αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεό μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.
Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από 'κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν Τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ λίμνας καὶ πηγάς, καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς, ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος, Μαθητῶν πόδας ἔνιψε, ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας, καὶ ὑψῶν ἡμᾶς, ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὶς θάλασσες, θέλοντας νὰ μᾶς διδάξει τὴν πιὸ τέλεια ταπείνωση, ἀφοῦ ζώστηκε τὸ λέντιο (ποδιά), ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ταπεινούμενος ἀπὸ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνία, καὶ ἀνυψώνοντας ἐμᾶς ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Ταπεινούμενος, δι' εὐσπλαγχνίαν, πόδας ἔνιψας, τῶν Μαθητῶν σου, καὶ πρὸς δρόμον θεῖον τούτους κατεύθυνας, ἀπαναινόμενος Πέτρος δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, ἐκνιπτόμενος, καὶ σοῦ ἐκτενῶς δεόμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Συνεσθίων Δέσποτα, τοῖς Μαθηταῖς σου, μυστικῶς ἐδήλωσας, τὴν παναγίαν σου σφαγήν, δι' ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ τὰ σεπτά σου, τιμῶντες Παθήματα.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Τετάρτη 27 Απριλίου 2016
Μεγάλη Τετάρτη Εσπέρας: Ο Ιερός Νιπτήρ, ο Μυστικός Δείπνος, η Υπερφυά Προσευχή και η προδοσία του Ιούδα
Γράφει ο παπα - Γιώργης Δορμπαράκης
Τή Μεγάλη Πέμπτη οἱ Πατέρες μας, μᾶς παρέδωσαν νά ἑορτάζουμε τέσσερα πράγματα: τόν ἱερό Νιπτήρα, τόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν ὑπερφυᾶ προσευχή καί ἀκόμη τήν προδοσία τοῦ ᾽Ιούδα. ᾽Εκεῖνο τό τροπάριο πού συγκεφαλαιώνει καί συνδέει τά περισσότερα ἀπό αὐτά, ἐπισημαίνοντας τίς προεκτάσεις τους καί στή δική μας ζωή, εἶναι κυρίως ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας: ῾Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τούς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καί ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καί ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες. Αὐτός γάρ ὁ Χριστός οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς ὡς προέφησεν. ᾽Αλλ᾽ οὐκ ἤκουσεν ᾽Ιούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος᾽.
1. ῾Τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα᾽: Ὁ ὑμνογράφος, ἐκφράζοντας τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, μᾶς καλεῖ νά προσεγγίσουμε τή μυστική Τράπεζα, προκειμένου νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ κέντρου τῆς ᾽Εκκλησίας μας, τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο συνέστησε ὁ Κύριος ἀκριβῶς τήν ἡμέρα αὐτή, κατά τό Μυστικό Δεῖπνο.
Ὁ Κύριος στό Δεῖπνο αὐτό τέλεσε γιά πρώτη φορά ἐπί τῆς γῆς τή Θεία Λειτουργία, καλώντας τούς μαθητές Του νά φᾶνε τό ἅγιο σῶμα Του καί νά πιοῦνε τό τίμιο αἷμα Του. Τό ῾λάβετε, φάγετε, τοῦτο γάρ ἐστι τό σῶμά μου᾽ καί τό ῾πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου᾽ συνιστοῦν τά ἱδρυτικά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας λόγια, τά ὁποῖα ἔκτοτε ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε ἀντίστοιχη σύναξη πιστῶν, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου ῾τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν᾽, διαιωνίζοντας ἀκριβῶς ἐν Πνεύματι τόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔ τ σ ι κατανοεῖται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας: ὡς ἡ συνέχεια τοῦ Μ. Δείπνου, γι᾽ αὐτό καί πάντοτε θεωρήθηκε ὡς τό κέντρο, ὅπως εἴπαμε, τῆς ᾽Εκκλησίας, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ῾πλέχτηκαν᾽ καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μυστήρια αὐτῆς. Κι εἶναι θά λέγαμε λογικό: ὁ Κύριος πού ἐρχόμενος στόν κόσμο μᾶς ἔσωσε, μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς ἐνσωμάτωσε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό - κάτι πού ἐνεργοποιεῖται γιά τόν πιστό ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται καί χρίεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - ὁ ῎Ιδιος μᾶς τρέφει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του, γιά νά διατηρηθεῖ αὐτή ἡ σχέση Του μαζί μας καί νά αὐξηθεῖ ῾μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ᾽.
Ταυτοχρόνως στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ὁ Χριστιανός βιώνει αὐτό πού ἡ ᾽Εκκλησία μας κατανοεῖ ὡς Παράδοσή της. Παράδοση δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἐπικρατήσει ἤ ἐπικρατεῖ ὡς εὐλογημένη ἴσως συνήθεια σέ κάποιους χριστιανικούς χώρους, μᾶλλον δέν εἶναι ἡ σώζουσα Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας. Παράδοση καθαυτό εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖο ᾽Εκεῖνος παρέδωσε στούς μαθητές Του καί οἱ μαθητές Του στή συνέχεια παρέδωσαν στίς μετέπειτα γενιές. Τό διατυπώνει ἔξοχα ὁ ἀπ. Παῦλος στήν Α´ πρός Κορ. ἐπιστολή του, ὅταν λέει: ῾ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε: λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. ῾Ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων: τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι. Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἄν πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ᾽ (11, 23-26). Κι αὐτή βεβαίως ἡ Παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γίνεται μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού σημαίνει ὅτι ἡ Παράδοση ἔχει ἁγιοπνευματικό καί δυναμικό χαρακτήρα, ἄρα εἶναι ζωή καί ἀπαιτεῖ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων γιά τή συνάντηση μαζί της. Καταλαβαίνει κανείς ἀπό τήν ἄποψη αὐτή πόσο πλανεμένη καί ἐκτός πραγματικότητας εἶναι ἡ ἀντίληψη ὁρισμένων ὅτι ἡ Παράδοση εἶναι μουσειακή κατάσταση καί συντηρητισμός, καλύτερα: πίσω ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτή κρύβεται ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀθεΐα τοῦ ἀνθρώπου.
2. Ὁ ὑμνογράφος, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, μᾶς καλεῖ νά κοινωνήσουμε ῾τόν ἄρτον᾽, ὑπενθυμίζοντας ὅμως καί τίς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας αὐτῆς: τό φόβο καί τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία δηλαδή δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Μιά συμμετοχή στά ἄχραντα μυστήρια ῾εἰκῇ καί ὡς ἔτυχεν᾽, χωρίς τήν ἐνδεδειγμένη μετάνοια καί χωρίς ἐπίγνωση, δημιουργεῖ τίς συνθῆκες ἐπανάληψης τοῦ δαιμονισμοῦ τοῦ ᾽Ιούδα. Μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ὁ ᾽Ιούδας κοινώνησε, ἀλλά μέ τήν προδοσία ἐν ἐξελίξει, μέ ἀποτέλεσμα νά δαιμονιστεῖ καί νά καταστραφεῖ. Καί τοῦτο γιατί ὁ εὐλογημένος ἄρτος δρᾶ μέσα στόν ἄνθρωπο ἐνεργοποιώντας ὅ,τι συναντᾶ στήν ψυχή του: φιλοθεΐα ἤ μισανθρωπία. Σάν τή βροχή πού πέφτοντας στή γῆ θά φέρει τήν καρποφορία εἴτε τῶν ἀγαθῶν σπερμάτων εἴτε τῶν ζιζανίων. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά κοινωνήσει καί ἀντί νά καλυτερεύσει, μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς προόδου του, νά χειροτερεύσει. Οἱ προϋποθέσεις λοιπόν κατά τόν ὑμνογράφο εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Κι αὐτά τά δύο συνδέονται ἄμεσα μεταξύ τους, φανερώνοντας τή λειτουργία τῆς μετανοίας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πού γνώρισμα ἔχει τήν τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα μετοχῆς στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἡ μετοχή αὐτή αὐξάνει τήν καθαρότητα κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θεώνεται ἀπό τίς θεοποιές ἐνέργειες τοῦ μυστηρίου καί πορεύεται ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽, δεδομένου ὅτι ποτέ δέν ὑπάρχει τέλος στή διαδικασία αὐτή τῆς μετανοίας καί στήν ἐν Θεῷ αὔξησή του. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ πιστός γίνεται κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καί ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ μιά ἄλλη φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο.
3. ῾συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ᾽: ὁ ὑμνογράφος τήν μόλις παραπάνω ἀναφερθεῖσα ἀλήθεια καταγράφει μέ τή συγκεκριμένη φράση. Ὅ,τι συνέβη στόν Μυστικό Δεῖπνο λειτουργεῖ ἀρχετυπικά, πού σημαίνει ὅτι πολλοί ἀκολουθοῦν, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τό παράδειγμα τοῦ ᾽Ιούδα: κοινώνησε ἐν προδοσίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί ἔφυγε γιά νά ὁλοκληρώσει αὐτήν τήν προδοσία. Ὁ ὑμνογράφος λοιπόν μᾶς προτρέπει νά συμπαραμένουμε μέ τόν Χριστό κι ἐκεῖ νά Τόν δοῦμε νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν καί νά τά σκουπίζει μέ τό λέντιο, προκειμένου μέ τόν ἴδιο τρόπο νά στεκόμαστε κι ἐμεῖς ἀπέναντι σέ κάθε συνάνθρωπό μας: ᾽ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθή μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία ὁδηγεῖ σέ γνήσια ἀκολουθία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στήν ταπείνωση καί τήν ἐν ἀγάπῃ διακονία τῶν συνανθρώπων. Νά τό ποῦμε κι ὅπως τό διατύπωσε καί ὁ μεγάλος ρῶσος μυθιστοριογράφος καί βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς Φ. Ντοστογιέφκσι στό τελευταῖο ἔργο του ῾᾽Αδελφοί Καραμαζώφ᾽: ῾Μπροστά σέ μερικές σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστά στή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καί ἀναρωτιέται ἄν θά τήν πολεμήσει μέ βία ἤ μέ ταπεινή ἀγάπη. Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: ῾Θά τήν πολεμήσω μέ ταπεινή ἀγάπη᾽. ῎Αν ἀποφασίσεις πάνω σ᾽ αὐτό μιά γιά πάντα, μπορεῖς νά κατακτήσεις ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιά τρομερή δύναμη: εἶναι τό πιό δυνατό ἀπ᾽ ὅλα τά πράγματα καί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σάν κι αὐτή᾽. Μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία καί ἔχθρα πρός τό συνάνθρωπο ἤ ἀδικία του ἐκ μέρους μας καί ῾τσαλάκωμα᾽ τῆς προσωπικότητάς του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: Χριστιανός σημαίνει νά βλέπεις καί νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, μέσα σέ εὐχαριστιακά, δηλ. ἐκκλησιαστικά πλαίσια, ζώντας πάντοτε τήν ταπεινή ἀγάπη Του. Κάθε τι διαφορετικό σημαίνει ἔκπτωση στή δολιότητα τοῦ ᾽Ιούδα.
Τή Μεγάλη Πέμπτη οἱ Πατέρες μας, μᾶς παρέδωσαν νά ἑορτάζουμε τέσσερα πράγματα: τόν ἱερό Νιπτήρα, τόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν ὑπερφυᾶ προσευχή καί ἀκόμη τήν προδοσία τοῦ ᾽Ιούδα. ᾽Εκεῖνο τό τροπάριο πού συγκεφαλαιώνει καί συνδέει τά περισσότερα ἀπό αὐτά, ἐπισημαίνοντας τίς προεκτάσεις τους καί στή δική μας ζωή, εἶναι κυρίως ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας: ῾Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τούς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καί ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καί ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες. Αὐτός γάρ ὁ Χριστός οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς ὡς προέφησεν. ᾽Αλλ᾽ οὐκ ἤκουσεν ᾽Ιούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος᾽.
1. ῾Τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα᾽: Ὁ ὑμνογράφος, ἐκφράζοντας τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, μᾶς καλεῖ νά προσεγγίσουμε τή μυστική Τράπεζα, προκειμένου νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ κέντρου τῆς ᾽Εκκλησίας μας, τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο συνέστησε ὁ Κύριος ἀκριβῶς τήν ἡμέρα αὐτή, κατά τό Μυστικό Δεῖπνο.
Ὁ Κύριος στό Δεῖπνο αὐτό τέλεσε γιά πρώτη φορά ἐπί τῆς γῆς τή Θεία Λειτουργία, καλώντας τούς μαθητές Του νά φᾶνε τό ἅγιο σῶμα Του καί νά πιοῦνε τό τίμιο αἷμα Του. Τό ῾λάβετε, φάγετε, τοῦτο γάρ ἐστι τό σῶμά μου᾽ καί τό ῾πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου᾽ συνιστοῦν τά ἱδρυτικά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας λόγια, τά ὁποῖα ἔκτοτε ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε ἀντίστοιχη σύναξη πιστῶν, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου ῾τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν᾽, διαιωνίζοντας ἀκριβῶς ἐν Πνεύματι τόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔ τ σ ι κατανοεῖται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας: ὡς ἡ συνέχεια τοῦ Μ. Δείπνου, γι᾽ αὐτό καί πάντοτε θεωρήθηκε ὡς τό κέντρο, ὅπως εἴπαμε, τῆς ᾽Εκκλησίας, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ῾πλέχτηκαν᾽ καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μυστήρια αὐτῆς. Κι εἶναι θά λέγαμε λογικό: ὁ Κύριος πού ἐρχόμενος στόν κόσμο μᾶς ἔσωσε, μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς ἐνσωμάτωσε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό - κάτι πού ἐνεργοποιεῖται γιά τόν πιστό ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται καί χρίεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - ὁ ῎Ιδιος μᾶς τρέφει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του, γιά νά διατηρηθεῖ αὐτή ἡ σχέση Του μαζί μας καί νά αὐξηθεῖ ῾μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ᾽.
Ταυτοχρόνως στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ὁ Χριστιανός βιώνει αὐτό πού ἡ ᾽Εκκλησία μας κατανοεῖ ὡς Παράδοσή της. Παράδοση δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἐπικρατήσει ἤ ἐπικρατεῖ ὡς εὐλογημένη ἴσως συνήθεια σέ κάποιους χριστιανικούς χώρους, μᾶλλον δέν εἶναι ἡ σώζουσα Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας. Παράδοση καθαυτό εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖο ᾽Εκεῖνος παρέδωσε στούς μαθητές Του καί οἱ μαθητές Του στή συνέχεια παρέδωσαν στίς μετέπειτα γενιές. Τό διατυπώνει ἔξοχα ὁ ἀπ. Παῦλος στήν Α´ πρός Κορ. ἐπιστολή του, ὅταν λέει: ῾ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε: λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. ῾Ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων: τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι. Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἄν πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ᾽ (11, 23-26). Κι αὐτή βεβαίως ἡ Παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γίνεται μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού σημαίνει ὅτι ἡ Παράδοση ἔχει ἁγιοπνευματικό καί δυναμικό χαρακτήρα, ἄρα εἶναι ζωή καί ἀπαιτεῖ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων γιά τή συνάντηση μαζί της. Καταλαβαίνει κανείς ἀπό τήν ἄποψη αὐτή πόσο πλανεμένη καί ἐκτός πραγματικότητας εἶναι ἡ ἀντίληψη ὁρισμένων ὅτι ἡ Παράδοση εἶναι μουσειακή κατάσταση καί συντηρητισμός, καλύτερα: πίσω ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτή κρύβεται ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀθεΐα τοῦ ἀνθρώπου.
2. Ὁ ὑμνογράφος, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, μᾶς καλεῖ νά κοινωνήσουμε ῾τόν ἄρτον᾽, ὑπενθυμίζοντας ὅμως καί τίς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας αὐτῆς: τό φόβο καί τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία δηλαδή δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Μιά συμμετοχή στά ἄχραντα μυστήρια ῾εἰκῇ καί ὡς ἔτυχεν᾽, χωρίς τήν ἐνδεδειγμένη μετάνοια καί χωρίς ἐπίγνωση, δημιουργεῖ τίς συνθῆκες ἐπανάληψης τοῦ δαιμονισμοῦ τοῦ ᾽Ιούδα. Μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ὁ ᾽Ιούδας κοινώνησε, ἀλλά μέ τήν προδοσία ἐν ἐξελίξει, μέ ἀποτέλεσμα νά δαιμονιστεῖ καί νά καταστραφεῖ. Καί τοῦτο γιατί ὁ εὐλογημένος ἄρτος δρᾶ μέσα στόν ἄνθρωπο ἐνεργοποιώντας ὅ,τι συναντᾶ στήν ψυχή του: φιλοθεΐα ἤ μισανθρωπία. Σάν τή βροχή πού πέφτοντας στή γῆ θά φέρει τήν καρποφορία εἴτε τῶν ἀγαθῶν σπερμάτων εἴτε τῶν ζιζανίων. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά κοινωνήσει καί ἀντί νά καλυτερεύσει, μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς προόδου του, νά χειροτερεύσει. Οἱ προϋποθέσεις λοιπόν κατά τόν ὑμνογράφο εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Κι αὐτά τά δύο συνδέονται ἄμεσα μεταξύ τους, φανερώνοντας τή λειτουργία τῆς μετανοίας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πού γνώρισμα ἔχει τήν τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα μετοχῆς στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἡ μετοχή αὐτή αὐξάνει τήν καθαρότητα κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θεώνεται ἀπό τίς θεοποιές ἐνέργειες τοῦ μυστηρίου καί πορεύεται ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽, δεδομένου ὅτι ποτέ δέν ὑπάρχει τέλος στή διαδικασία αὐτή τῆς μετανοίας καί στήν ἐν Θεῷ αὔξησή του. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ πιστός γίνεται κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καί ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ μιά ἄλλη φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο.
3. ῾συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ᾽: ὁ ὑμνογράφος τήν μόλις παραπάνω ἀναφερθεῖσα ἀλήθεια καταγράφει μέ τή συγκεκριμένη φράση. Ὅ,τι συνέβη στόν Μυστικό Δεῖπνο λειτουργεῖ ἀρχετυπικά, πού σημαίνει ὅτι πολλοί ἀκολουθοῦν, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τό παράδειγμα τοῦ ᾽Ιούδα: κοινώνησε ἐν προδοσίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί ἔφυγε γιά νά ὁλοκληρώσει αὐτήν τήν προδοσία. Ὁ ὑμνογράφος λοιπόν μᾶς προτρέπει νά συμπαραμένουμε μέ τόν Χριστό κι ἐκεῖ νά Τόν δοῦμε νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν καί νά τά σκουπίζει μέ τό λέντιο, προκειμένου μέ τόν ἴδιο τρόπο νά στεκόμαστε κι ἐμεῖς ἀπέναντι σέ κάθε συνάνθρωπό μας: ᾽ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθή μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία ὁδηγεῖ σέ γνήσια ἀκολουθία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στήν ταπείνωση καί τήν ἐν ἀγάπῃ διακονία τῶν συνανθρώπων. Νά τό ποῦμε κι ὅπως τό διατύπωσε καί ὁ μεγάλος ρῶσος μυθιστοριογράφος καί βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς Φ. Ντοστογιέφκσι στό τελευταῖο ἔργο του ῾᾽Αδελφοί Καραμαζώφ᾽: ῾Μπροστά σέ μερικές σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστά στή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καί ἀναρωτιέται ἄν θά τήν πολεμήσει μέ βία ἤ μέ ταπεινή ἀγάπη. Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: ῾Θά τήν πολεμήσω μέ ταπεινή ἀγάπη᾽. ῎Αν ἀποφασίσεις πάνω σ᾽ αὐτό μιά γιά πάντα, μπορεῖς νά κατακτήσεις ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιά τρομερή δύναμη: εἶναι τό πιό δυνατό ἀπ᾽ ὅλα τά πράγματα καί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σάν κι αὐτή᾽. Μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία καί ἔχθρα πρός τό συνάνθρωπο ἤ ἀδικία του ἐκ μέρους μας καί ῾τσαλάκωμα᾽ τῆς προσωπικότητάς του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: Χριστιανός σημαίνει νά βλέπεις καί νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, μέσα σέ εὐχαριστιακά, δηλ. ἐκκλησιαστικά πλαίσια, ζώντας πάντοτε τήν ταπεινή ἀγάπη Του. Κάθε τι διαφορετικό σημαίνει ἔκπτωση στή δολιότητα τοῦ ᾽Ιούδα.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Ὁ Ἰούδας (Φιλαργυρία, ἀπελπισία, αὐτοκτονία)
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος! Ἀφ᾿ ἧς ῥῦσαι ὁ Θεὸς τὰς ψυχὰς ἡμῶν»
(αἶνοι Μ. Τετάρτης)
ΧΘΕΣ ἡ ἁμαρτωλὸς γυναίκα. Σήμερα παρουσιάζεται ἡ σκοτεινὴ μορφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἡ προδοσία του ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο. Γι᾿ αὐτὸν θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
* * *
Ἀπὸ ποιούς γεννήθηκε ὁ Ἰούδας; Ποιά μάνα τὸν γέννησε; Πολλὲς εἶναι οἱ παραδόσεις. Ἂν θέλετε, ἀνοῖξτε τὶς Διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἐδῶ δὲν θ᾿ ἀναφέρω λαϊκὲς παραδόσεις. Θὰ βασισθῶ στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲ᾿ λέει γιὰ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του· λέει γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸν τόπο του.
Ὁ Ἰούδας ἦταν ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ κατήγοντο ἀπὸ τὴ Γαλιλαία· ἄνθρωποι ταπεινοί, φτωχαδάκια, ἔπιαναν ψάρια καὶ ζοῦσαν μεροδούλι – μεροφάι. Ὁ Ἰούδας ἦταν Ἰουδαῖος. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, κοντὰ στοὺς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, εἶχαν διαμορφώσει ἄλλο χαρακτῆρα, ἐγωϊστικὸ καὶ ὑπερήφανο, σὰν τοὺς ὑποκριτὰς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους.
Ἐν τούτοις καὶ ὁ Ἰούδας ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε ἀπόστολός του. Τρία χρόνια ἔμεινε κοντά του. Ἄκουσε κι αὐτὸς τὰ λόγια του. Ἄκουσε λόγου χάριν τὸ Χριστὸ νὰ λέῃ· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;», ὅτι ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς δὲ᾿ φτάνει γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ κανεὶς μία ψυχή (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἄκουσε, ὅτι δὲ᾿ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δουλεύῃ «Θεῷ καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24). Ἄκουσε, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι μιὰ ζωὴ ἐμπιστοσύνης στὸ Θεό· «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», ποὺ «οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν…, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. 6,26).
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουγε, δὲν ἔμεινε τίποτε στὴν καρδιά του. Καὶ εἶναι αὐτὸ ἕνα δίδαγμα. Τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦμε δὲν πρέπει νὰ μένουν στὴν ἐπιφάνεια. Πρέπει, ὅπως ὁ σπόρος, νὰ εἰσχωροῦν βαθειὰ στὴν καρδιά· καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ καρποφορήσουν.
Ἄλλο δίδαγμα εἶναι, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν Ἰούδα ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Ὁ Ἰούδας ἀπελάμβανε ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ ἐμπιστεύθηκε μάλιστα τὸ ταμεῖο τῆς ἀδελφότητος. Διότι οἱ μαθηταί, ἀφ᾿ ὅτου πῆγαν κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶχαν πλέον δικό τους πουγγί. Κοινόβιο. Ὦ κοινόβιο, πότε θὰ ἐπικρατήσῃς στὸν κόσμο!
Κοινόβιο εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Ὅπως κοινόβιο ἔχουν τὰ μοναστήρια. Τὰ καλύτερα μοναστήρια εἶναι κοινόβια. Ἐνῷ τὰ ἄλλα, τὰ ἰδιόρρυθμα, ἔχουν πολλὲς ἐλλείψεις.
Κοινόβιο λοιπὸν οἱ μαθηταὶ μὲ κοινὸ ταμεῖο. Καὶ ταμίας ὁ Ἰούδας. Αὐτὸς εἶχε τὸ ταμεῖο.
Ἀλλὰ τὸ χρῆμα ἔχει μιὰ μαγεία. εἶναι νὰ μὴν πιάσῃς χρῆμα στὰ χέρια σου. Ἔπιασες; εἶναι ἀσθένεια, φοβερὸ πρᾶγμα. Ἐξασκεῖ ἐπιρροή, καὶ μάλιστα τὸ χρυσὸ νόμισμα, ἡ λίρα. Ρώτησαν κάποτε τὸ φιλόσοφο Διογένη·
―Γιατί τὸ χρυσάφι ἔχει κίτρινο χρῶμα;
Κι αὐτὸς ἀπήντησε·
―Γιατὶ τὸ κυνηγοῦν πολλοί, κι ἀπὸ τὸ φόβο του κιτρίνισε.
Οἱ πάντες κυνηγοῦν τὸ χρῆμα. Αὐτὸ λοιπὸν ἐπηρέασε καὶ τὸν Ἰούδα. Σιγὰ – σιγὰ νικήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμό. Ἔκλεβε τὸ κοινὸ ταμεῖο καὶ δημιούργησε δικό του ταμεῖο. Ἔγινε κλέφτης. Καὶ ἔκλεβε ὅλο καὶ μεγαλύτερα ποσά. Διότι ἔτσι γίνεται. Ὅποιος κλέψῃ ἀβγό, μετὰ θὰ κλέψῃ κόττα, καὶ μετὰ θὰ κλέψῃ βόδι. Προχωρεῖ ἀπ᾿ τὸ ἕνα κακὸ στὸ ἄλλο. εἶναι κατήφορος ἡ ἁμαρτία.
Καὶ ὁ Ἰούδας, τώρα ποὺ πῆρε τὸν κατήφορο, κατρακύλησε ἕως ὅτου ἐπούλησε τὸ διδάσκαλό του! Ἀπίστευτο, ἀλλὰ τὸ βεβαιώνει τὸ Εὐαγγέλιο. Πῆγε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Διεπραγματεύθη τὸν Ἀτίμητο. Καὶ μάλιστα ἀντὶ ἐλαχίστου τιμήματος, μὲ ὅσο ἀγοράζονταν τότε οἱ δοῦλοι· ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων!
Τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι τὸ χρῆμα εἶναι τὸ δέλεαρ τῆς φιλαργυρίας. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια καὶ σήμερα κυριαρχοῦν στὴν ἀνθρώπινη ζωή. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ φίλος προδίδει τὸ φίλο του, ὁ ἔμπορος γίνεται μαυραγορίτης, ὁ ἐπιστήμων γίνεται πλαστογράφος, ὁ γιατρὸς κάνει ἐκτρώσεις, ὁ δικηγόρος ψεύδεται στὸ δικαστήριο. Γιὰ τὸ χρῆμα ἡ φτωχὴ γυναίκα ἢ κόρη πωλεῖ τὸν ἀτίμητο θησαυρό της, τὴν τιμή της, διότι «ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει». Γιὰ τὸ χρῆμα γίνονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Προδίδουν τὴν πατρίδα, ὅπως ὁ Ἐφιάλτης καὶ ὁ Πήλιος Γούσης. Μεγάλο κακὸ ἡ φιλαργυρία· ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10).
Βαρειά, πολὺ βαρειὰ ἀσθένεια. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ ὅποιον ἔχει πολλά. Μπορεῖ νά ᾿χῃς λίγα, καὶ μιὰ λίρα, καὶ νά ᾿σαι φιλάργυρος· καὶ μπορεῖ ὁ ἄλλος νά ᾿χῃ χιλιάδες λίρες, καὶ νὰ μὴν εἶναι. Φιλάργυρος δείχνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν προσκόλλησί του στὸ χρῆμα.
Φάρμακο ὑπάρχει; Ὑπάρχει, ἀλλὰ εἶναι πολὺ πικρό. Τὸ ἔδωσε ὁ Χριστός. Ποιό εἶναι; Τὸ φαρμακεῖο τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς φιλαργυρίας συνιστᾷ· «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21). Νὰ μείνῃς φτωχὸς ὅπως ὁ Χριστός, ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ἄλλοι.
Ἀλλὰ ὁ Ἰούδας μᾶς δίνει κ᾿ ἕνα ἄλλο δίδαγμα. Ἐπρόδωσε. Καὶ μετά, ἀπὸ μακριά, παρακολουθοῦσε τί θὰ γίνῃ. Ἴσως νὰ μὴν ἐφαντάζετο ποτέ, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φτάσῃ στὸ τέλος. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε, ὅτι ἐδικάσθη εἰς θάνατον, ὅτι τὸν πῆραν δεμένο καὶ τὸν πήγαιναν γιὰ τὸ σταυρὸ στὸ Γολγοθᾶ, ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε καὶ ὅτι ἀπέθανε, τότε μέσα του ἔγινε σεισμός. Ξύπνησε ἡ συνείδησι. Ταράχτηκε ἀπὸ τὶς τύψεις. Καὶ προτιμότερο νὰ σὲ τσιμπήσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησί σου. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια μπροστά του ἔγιναν κάρβουνα ἀναμμένα ποὺ τὸν ἔκαιγαν, ἔγιναν σκορπιοὶ καὶ φίδια ποὺ τὸν κεντοῦσαν. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσῃ. Σὰ᾿ νὰ τὸν ἀκοῦμε νὰ λέῃ·
Ἄχ τί ἔκανα, ποῦ μὲ ἔσπρωξε ὁ διάβολος! Νὰ προδώσω τὸν διδάσκαλό μου; Καὶ ποιόν διδάσκαλο; Τὸν ραββί, ποὺ δὲν μοῦ εἶπε ποτέ κακὸ λόγο, δὲν μὲ ἐπέπληξε, δὲν μὲ μάλωσε· ἐκεῖνον πού, κι ὅταν ἐγὼ τὸν ἐπρόδιδα, δὲν μὲ εἶπε προδότη ἀλλὰ μὲ εἶπε «φίλο» (Ματθ. 26,50)…
Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Ἔπρεπε νὰ πάρῃ τὸ δρόμο, ν᾿ ἀνεβῇ στὸ Γολγοθᾶ, καὶ προτοῦ ὁ Χριστὸς πͺῆ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), νὰ πέσῃ στὰ πόδια του καὶ νὰ πῇ· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Καὶ νά ᾿στε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ συγχώρησε τόσους ἁμαρτωλούς, ποὺ συγχώρησε τὸν Πέτρο, ποὺ συγχώρησε τοὺς σταυρωτάς του, θὰ συγχωροῦσε καὶ τὸν Ἰούδα.
Δὲν τὸ ἔκανε. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸ ἔπεσε στὸ χειρότερο. Ποιό εἶναι τὸ χειρότερο; Τὸ λέει ὁ Δάντης, τὸ λένε οἱ πατέρες, τὸ λένε οἱ διδάσκαλοι. Τὸ χειρότερο κακὸ ἀπ᾿ ὅλα, τὸ χειρότερο δαιμόνιο, ὀνομάζεται ἀπελπισία! Ἐκεῖ τὸν ἔσπρωξε· στὸ λάκκο τῆς ἀπελπισίας. Τοῦ εἶπε· Πάει πιά, Ἰούδα, δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα σωτηρία, ἀφοῦ πρόδωσες τὸ διδάσκαλο…
Καὶ κατόπιν τί ἔκανε; Ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελπισίας εἶναι ἡ αὐτοκτονία. Αὐτοκτόνησε! Πῆρε σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα, ἀδελφοί μου. Φρικτό.
Τὸ δίδαγμα ποιό εἶναι; Νὰ προσέχουμε ἀπὸ τὴν ἀπελπισία. Ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελπισθῇ. Καὶ ἂν δὲν ἔχῃ ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσῃ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶναι ὁ Θεός· πῶς μπορεῖ νὰ ἀπελπισθῇ;
* * *
Ἀπόψε λοιπὸν ὁ Ἰούδας, μὲ τὸ πάθημά του, ἔγινε διδάσκαλός μας. Γι᾿ αὐτὸ τὸν προβάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς διδάσκει, πρῶτον μὲν νὰ προσέχουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Δεύτερον, ὅτι δὲν ὑπάρχει πάθος χειρότερο ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Τρίτον, ὁσαδήποτε ἁμαρτήματα καὶ ἂν ἔχουμε, νὰ μὴν ἀπελπισθοῦμε. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς κλείνει μέσα του ἕναν Ἰούδα καὶ σὲ ὡρισμένες στιγμὲς προδίδουμε τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ νὰ πέφτουμε στὰ πόδια του καὶ νὰ λέμε τὸ Ἥμαρτον. Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὠκεανὸς ἀγάπης, ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, θὰ μᾶς δώσῃ τὴ συγχώρησι.
Είθε ὅλοι μας νὰ συναισθανθοῦμε τὸ θεῖο δρᾶμα καὶ νὰ σπεύσουμε κοντὰ στὸ Χριστὸ ἐν μετανοίᾳ καὶ συντριβῇ, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, 4-5-1983)
«Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος! Ἀφ᾿ ἧς ῥῦσαι ὁ Θεὸς τὰς ψυχὰς ἡμῶν»
(αἶνοι Μ. Τετάρτης)
ΧΘΕΣ ἡ ἁμαρτωλὸς γυναίκα. Σήμερα παρουσιάζεται ἡ σκοτεινὴ μορφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἡ προδοσία του ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο. Γι᾿ αὐτὸν θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
* * *
Ἀπὸ ποιούς γεννήθηκε ὁ Ἰούδας; Ποιά μάνα τὸν γέννησε; Πολλὲς εἶναι οἱ παραδόσεις. Ἂν θέλετε, ἀνοῖξτε τὶς Διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἐδῶ δὲν θ᾿ ἀναφέρω λαϊκὲς παραδόσεις. Θὰ βασισθῶ στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲ᾿ λέει γιὰ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του· λέει γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸν τόπο του.
Ὁ Ἰούδας ἦταν ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ κατήγοντο ἀπὸ τὴ Γαλιλαία· ἄνθρωποι ταπεινοί, φτωχαδάκια, ἔπιαναν ψάρια καὶ ζοῦσαν μεροδούλι – μεροφάι. Ὁ Ἰούδας ἦταν Ἰουδαῖος. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, κοντὰ στοὺς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, εἶχαν διαμορφώσει ἄλλο χαρακτῆρα, ἐγωϊστικὸ καὶ ὑπερήφανο, σὰν τοὺς ὑποκριτὰς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους.
Ἐν τούτοις καὶ ὁ Ἰούδας ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε ἀπόστολός του. Τρία χρόνια ἔμεινε κοντά του. Ἄκουσε κι αὐτὸς τὰ λόγια του. Ἄκουσε λόγου χάριν τὸ Χριστὸ νὰ λέῃ· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;», ὅτι ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς δὲ᾿ φτάνει γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ κανεὶς μία ψυχή (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἄκουσε, ὅτι δὲ᾿ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δουλεύῃ «Θεῷ καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24). Ἄκουσε, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι μιὰ ζωὴ ἐμπιστοσύνης στὸ Θεό· «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», ποὺ «οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν…, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. 6,26).
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουγε, δὲν ἔμεινε τίποτε στὴν καρδιά του. Καὶ εἶναι αὐτὸ ἕνα δίδαγμα. Τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦμε δὲν πρέπει νὰ μένουν στὴν ἐπιφάνεια. Πρέπει, ὅπως ὁ σπόρος, νὰ εἰσχωροῦν βαθειὰ στὴν καρδιά· καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ καρποφορήσουν.
Ἄλλο δίδαγμα εἶναι, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν Ἰούδα ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Ὁ Ἰούδας ἀπελάμβανε ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ ἐμπιστεύθηκε μάλιστα τὸ ταμεῖο τῆς ἀδελφότητος. Διότι οἱ μαθηταί, ἀφ᾿ ὅτου πῆγαν κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶχαν πλέον δικό τους πουγγί. Κοινόβιο. Ὦ κοινόβιο, πότε θὰ ἐπικρατήσῃς στὸν κόσμο!
Κοινόβιο εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Ὅπως κοινόβιο ἔχουν τὰ μοναστήρια. Τὰ καλύτερα μοναστήρια εἶναι κοινόβια. Ἐνῷ τὰ ἄλλα, τὰ ἰδιόρρυθμα, ἔχουν πολλὲς ἐλλείψεις.
Κοινόβιο λοιπὸν οἱ μαθηταὶ μὲ κοινὸ ταμεῖο. Καὶ ταμίας ὁ Ἰούδας. Αὐτὸς εἶχε τὸ ταμεῖο.
Ἀλλὰ τὸ χρῆμα ἔχει μιὰ μαγεία. εἶναι νὰ μὴν πιάσῃς χρῆμα στὰ χέρια σου. Ἔπιασες; εἶναι ἀσθένεια, φοβερὸ πρᾶγμα. Ἐξασκεῖ ἐπιρροή, καὶ μάλιστα τὸ χρυσὸ νόμισμα, ἡ λίρα. Ρώτησαν κάποτε τὸ φιλόσοφο Διογένη·
―Γιατί τὸ χρυσάφι ἔχει κίτρινο χρῶμα;
Κι αὐτὸς ἀπήντησε·
―Γιατὶ τὸ κυνηγοῦν πολλοί, κι ἀπὸ τὸ φόβο του κιτρίνισε.
Οἱ πάντες κυνηγοῦν τὸ χρῆμα. Αὐτὸ λοιπὸν ἐπηρέασε καὶ τὸν Ἰούδα. Σιγὰ – σιγὰ νικήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμό. Ἔκλεβε τὸ κοινὸ ταμεῖο καὶ δημιούργησε δικό του ταμεῖο. Ἔγινε κλέφτης. Καὶ ἔκλεβε ὅλο καὶ μεγαλύτερα ποσά. Διότι ἔτσι γίνεται. Ὅποιος κλέψῃ ἀβγό, μετὰ θὰ κλέψῃ κόττα, καὶ μετὰ θὰ κλέψῃ βόδι. Προχωρεῖ ἀπ᾿ τὸ ἕνα κακὸ στὸ ἄλλο. εἶναι κατήφορος ἡ ἁμαρτία.
Καὶ ὁ Ἰούδας, τώρα ποὺ πῆρε τὸν κατήφορο, κατρακύλησε ἕως ὅτου ἐπούλησε τὸ διδάσκαλό του! Ἀπίστευτο, ἀλλὰ τὸ βεβαιώνει τὸ Εὐαγγέλιο. Πῆγε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Διεπραγματεύθη τὸν Ἀτίμητο. Καὶ μάλιστα ἀντὶ ἐλαχίστου τιμήματος, μὲ ὅσο ἀγοράζονταν τότε οἱ δοῦλοι· ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων!
Τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι τὸ χρῆμα εἶναι τὸ δέλεαρ τῆς φιλαργυρίας. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια καὶ σήμερα κυριαρχοῦν στὴν ἀνθρώπινη ζωή. Γιὰ τὸ χρῆμα ὁ φίλος προδίδει τὸ φίλο του, ὁ ἔμπορος γίνεται μαυραγορίτης, ὁ ἐπιστήμων γίνεται πλαστογράφος, ὁ γιατρὸς κάνει ἐκτρώσεις, ὁ δικηγόρος ψεύδεται στὸ δικαστήριο. Γιὰ τὸ χρῆμα ἡ φτωχὴ γυναίκα ἢ κόρη πωλεῖ τὸν ἀτίμητο θησαυρό της, τὴν τιμή της, διότι «ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει». Γιὰ τὸ χρῆμα γίνονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Προδίδουν τὴν πατρίδα, ὅπως ὁ Ἐφιάλτης καὶ ὁ Πήλιος Γούσης. Μεγάλο κακὸ ἡ φιλαργυρία· ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10).
Βαρειά, πολὺ βαρειὰ ἀσθένεια. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ ὅποιον ἔχει πολλά. Μπορεῖ νά ᾿χῃς λίγα, καὶ μιὰ λίρα, καὶ νά ᾿σαι φιλάργυρος· καὶ μπορεῖ ὁ ἄλλος νά ᾿χῃ χιλιάδες λίρες, καὶ νὰ μὴν εἶναι. Φιλάργυρος δείχνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν προσκόλλησί του στὸ χρῆμα.
Φάρμακο ὑπάρχει; Ὑπάρχει, ἀλλὰ εἶναι πολὺ πικρό. Τὸ ἔδωσε ὁ Χριστός. Ποιό εἶναι; Τὸ φαρμακεῖο τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς φιλαργυρίας συνιστᾷ· «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21). Νὰ μείνῃς φτωχὸς ὅπως ὁ Χριστός, ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ἄλλοι.
Ἀλλὰ ὁ Ἰούδας μᾶς δίνει κ᾿ ἕνα ἄλλο δίδαγμα. Ἐπρόδωσε. Καὶ μετά, ἀπὸ μακριά, παρακολουθοῦσε τί θὰ γίνῃ. Ἴσως νὰ μὴν ἐφαντάζετο ποτέ, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φτάσῃ στὸ τέλος. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε, ὅτι ἐδικάσθη εἰς θάνατον, ὅτι τὸν πῆραν δεμένο καὶ τὸν πήγαιναν γιὰ τὸ σταυρὸ στὸ Γολγοθᾶ, ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε καὶ ὅτι ἀπέθανε, τότε μέσα του ἔγινε σεισμός. Ξύπνησε ἡ συνείδησι. Ταράχτηκε ἀπὸ τὶς τύψεις. Καὶ προτιμότερο νὰ σὲ τσιμπήσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησί σου. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια μπροστά του ἔγιναν κάρβουνα ἀναμμένα ποὺ τὸν ἔκαιγαν, ἔγιναν σκορπιοὶ καὶ φίδια ποὺ τὸν κεντοῦσαν. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσῃ. Σὰ᾿ νὰ τὸν ἀκοῦμε νὰ λέῃ·
Ἄχ τί ἔκανα, ποῦ μὲ ἔσπρωξε ὁ διάβολος! Νὰ προδώσω τὸν διδάσκαλό μου; Καὶ ποιόν διδάσκαλο; Τὸν ραββί, ποὺ δὲν μοῦ εἶπε ποτέ κακὸ λόγο, δὲν μὲ ἐπέπληξε, δὲν μὲ μάλωσε· ἐκεῖνον πού, κι ὅταν ἐγὼ τὸν ἐπρόδιδα, δὲν μὲ εἶπε προδότη ἀλλὰ μὲ εἶπε «φίλο» (Ματθ. 26,50)…
Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Ἔπρεπε νὰ πάρῃ τὸ δρόμο, ν᾿ ἀνεβῇ στὸ Γολγοθᾶ, καὶ προτοῦ ὁ Χριστὸς πͺῆ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), νὰ πέσῃ στὰ πόδια του καὶ νὰ πῇ· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Καὶ νά ᾿στε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ συγχώρησε τόσους ἁμαρτωλούς, ποὺ συγχώρησε τὸν Πέτρο, ποὺ συγχώρησε τοὺς σταυρωτάς του, θὰ συγχωροῦσε καὶ τὸν Ἰούδα.
Δὲν τὸ ἔκανε. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸ ἔπεσε στὸ χειρότερο. Ποιό εἶναι τὸ χειρότερο; Τὸ λέει ὁ Δάντης, τὸ λένε οἱ πατέρες, τὸ λένε οἱ διδάσκαλοι. Τὸ χειρότερο κακὸ ἀπ᾿ ὅλα, τὸ χειρότερο δαιμόνιο, ὀνομάζεται ἀπελπισία! Ἐκεῖ τὸν ἔσπρωξε· στὸ λάκκο τῆς ἀπελπισίας. Τοῦ εἶπε· Πάει πιά, Ἰούδα, δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα σωτηρία, ἀφοῦ πρόδωσες τὸ διδάσκαλο…
Καὶ κατόπιν τί ἔκανε; Ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελπισίας εἶναι ἡ αὐτοκτονία. Αὐτοκτόνησε! Πῆρε σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα, ἀδελφοί μου. Φρικτό.
Τὸ δίδαγμα ποιό εἶναι; Νὰ προσέχουμε ἀπὸ τὴν ἀπελπισία. Ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, ποτέ μὰ ποτέ, δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελπισθῇ. Καὶ ἂν δὲν ἔχῃ ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσῃ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶναι ὁ Θεός· πῶς μπορεῖ νὰ ἀπελπισθῇ;
* * *
Ἀπόψε λοιπὸν ὁ Ἰούδας, μὲ τὸ πάθημά του, ἔγινε διδάσκαλός μας. Γι᾿ αὐτὸ τὸν προβάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς διδάσκει, πρῶτον μὲν νὰ προσέχουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Δεύτερον, ὅτι δὲν ὑπάρχει πάθος χειρότερο ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Τρίτον, ὁσαδήποτε ἁμαρτήματα καὶ ἂν ἔχουμε, νὰ μὴν ἀπελπισθοῦμε. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς κλείνει μέσα του ἕναν Ἰούδα καὶ σὲ ὡρισμένες στιγμὲς προδίδουμε τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ νὰ πέφτουμε στὰ πόδια του καὶ νὰ λέμε τὸ Ἥμαρτον. Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὠκεανὸς ἀγάπης, ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, θὰ μᾶς δώσῃ τὴ συγχώρησι.
Είθε ὅλοι μας νὰ συναισθανθοῦμε τὸ θεῖο δρᾶμα καὶ νὰ σπεύσουμε κοντὰ στὸ Χριστὸ ἐν μετανοίᾳ καὶ συντριβῇ, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, 4-5-1983)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)