Κυριακή τοῦ Θωµᾶ (Ἰωάν. κ΄ 19-31) κι ἡ Ἐκκλησία μας µνηµονεύει τό γεγονός τῆς ψηλάφησης τοῦ Κυρίου μας «ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων» ἀπό τό Θωµᾶ. Τήν ἀπιστία τοῦ Θωµᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τήν ὀνοµάζει “καλή ἀπιστία”, γιατί αὐτή ἡ ἀνάγκη κι αὐτός ὁ τρόπος τόν ὁδήγησαν στήν ἐπίγνωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θωµᾶς, ἀρνούµενος ὁποιαδήποτε µορφή θρησκευτικῆς ὑποκρισίας, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς πίστης ὡς παράδοσης, ὡς συνήθειας καί ὡς ταυτότητας, ζητᾶ ἡ πίστη του νά εἶναι θεµελιωµένη σέ προσωπική γεύση καί ἐµπειρία.
Δέν ἀρκεῖται, λοιπόν, στίς μαρτυρίες τῶν ἄλλων μαθητῶν, ἀλλά θέλει ὁ ἴδιος νά εἶναι αὐτόπτης µάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, οὕτως ὥστε νά ἔχει δύναµη ὁ λόγος του καί τό κήρυγµά του, ὅταν ἀργότερα θά τόν δοῦµε νά πηγαίνει στήν Ἰνδία ὡς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θωµᾶς, λοιπόν, ἤθελε νά ἀγγίξει τόν Κύριο, νά Τόν ψηλαφίσει, γιά νά µπορεῖ νά λέει στούς ἄλλους «ἐγώ Τόν εἶδα, Τόν γεύτηκα, Τόν ψηλάφισα. Δέν µπορεῖ νά μέ κοροϊδέψει κανείς. Λέω τήν ἀλήθεια». Ἔτσι εἰσέρχεται ὁ ἴδιος σέ διαδικασία προσωπικῆς σχέσης μέ τόν Θεό.
Ἔχουµε ἐδῶ τή διάσταση τοῦ κηρύγµατος καί τοῦ βιώµατος, τή διάσταση αὐτοῦ πού μάθαµε ἤ αὐτοῦ πού μᾶς εἴπανε καί τοῦ προσωπικοῦ βιώµατος. Ἡ ἐκκοσµίκευση πού συµβαίνει στή ζωή μας εἶναι ἀποτέλεσµα αὐτῆς τῆς ἀπόστασης ἀνάμεσα σέ αὐτό πού μᾶς ἔµαθαν καί αὐτοῦ πού ζοῦµε. Αὐτά τά δύο ὀφείλουν νά ἑνωθοῦν.
Πολλές φορές ἐµεῖς διακηρύσσουµε ὅτι εἴµαστε πιστοί καί ὅτι δέν ἔχουµε ἀνάγκη, ἀπό κάτι γιά νά δυναµώσει τήν πίστη μας, ὄχι γιατί πιστεύουµε, ἀλλά γιατί πραγµατικά ἀπιστοῦµε στή δυνατότητα ζωντανῆς σχέσης μέ τό Θεό.
Ἡ ἐκκοσµίκευση τῆς πλειονότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ὀφείλεται σέ μία θρησκευτικότητα τήν ὁποία ὀχυρώνουν σέ ἐµπειρίες ἄλλων. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιά νά γίνει ζωντανή, πρέπει νά εἶναι θεµελιωµένη σέ προσωπικά βιώµατα τῶν µελῶν της ἐδῶ καί τώρα.
Τό νά µήν ζητοῦµε προσωπικό βίωµα ἴσως νά µήν ὀφείλεται στήν πίστη μας ἀλλά μᾶλλον στήν ἀπιστία μας. Θεωροῦµε ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀνέφικτο καί ἐπαναπαυόµαστε στή συνήθεια, στή θρησκευτικότητα, στήν παράδοση. Μιά παράδοση ὅµως πού δέν ἔχει ζωντανό βίωµα, εἶναι νεκρή παράδοση. Μιά παράδοση πού εἶναι ἁπλῶς ἀνάµνηση καί δέν εἶναι δυνατότητα προσωπικῆς µετοχῆς στό µυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι ἔκτρωµα ἐκκλησιαστικό καί ἀναπηρία πνευµατική.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται σέ κάποιους κανόνες στή θρησκευτική ζωή, αὐτό εἶναι ἀπόδειξη ὅτι θέλει τροχοπέδη. Ἀκόµη καί ἡ ὑπακοή, ὅταν τή χρησιµοποιοῦµε στήν Ἐκκλησία μας ὡς προκάλυμα, πολλάκις εἶναι σύµπτωµα ἐκκλησιαστικῆς-θρησκευτικῆς πτώσης. Ἐπαναπαύοµαι, δηλαδή, στή μαρτυρία τρίτου καί δέν ἔχω προσωπική εὐθύνη, προσωπικό πόθο συνάντησης μέ τό Χριστό.
Πολλές φορές ὁ πόθος μας γιά τό Χριστό εἶναι ἐγκλωβισµένος σέ “ὑπακοές” ψυχολογικοῦ τύπου, γιά νά νοιώθουµε θρησκευτική ἐξασφάλιση γιά τόν µελλοντικό παράδεισο. Ἀλλά ὁ παράδεισος, ἄν δέν εἶναι ζωντανή αἴσθηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνας ψευδής παράδεισος.
Ὁ Θεός καί γιά τά μέτρα μας εἶναι, ἀλλά καί μᾶς ξεπερνᾶ. Μᾶς πλησιάζει ὅµως μέ τήν ἀγάπη Του καί τή συγκατάβασή Του. Αὐτό πού ἐλέγχει ὁ Θεός, πού διακρίνει ὁ Θεός στήν καρδιά μας, εἶναι ἡ πίστη μας στήν προσωπική σχέση μαζί Του.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στήν καρδιά μας ἔχουµε τήν αἴσθηση πώς δέν μᾶς εἶναι ἀρκετός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ζοῦµε, γιά νά εἴµαστε ζωντανοί. Δέν εἶναι ἀρκετός ὁ τρόπος μέ τά δεδοµένα καί τίς προτάσεις τοῦ κόσµου καί τῶν ἡδονῶν του, γιά νά καλυφθεῖ ἡ καρδιά μας πλήρως. Ἀκόµη καί τό γεγονός ὅτι εἴµαστε µέλη ἁπλῶς καί µόνο τῆς Ἐκκλησίας, δέν μᾶς εἶναι ἀρκετό.
Ἡ καρδιά μας ζητᾶ τήν ἀλήθεια· ὄχι γιατί τήν ἄκουσε ἀπό κάποιο παπά ἤ τήν διάβασε σέ κάποιο βιβλίο, ἀλλά γιατί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος προσωπικά θέλει νά τή γεύεται. Ἡ Ἐκκλησία γι᾽ αὐτό ὑπάρχει, γιά νά δίνει τίς δυνατότητες στόν ἄνθρωπο νά µετέχει προσωπικά στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· γιά νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος προσωπική σχέση μέ τό Θεό.
Αὐτό πού πραγµατικά εἶναι ἡ ἁµαρτία μας, εἶναι ὁ ἐγκλωβισµός μας στά δεδοµένα μας, στό βόλεµα πού δηµιουργοῦν τά δεδοµένα μας, καί στήν ἀπόρριψη μιᾶς διαρκοῦς ἐσωτερικῆς ἀναζήτησης καί ἀνησυχίας, νά βροῦµε αὐτό πού ἀλλοιώνει τήν καθηµερινότητά μας. Νά βροῦµε αὐτό πού εἶναι ἀληθινό καί νικᾶ τό θάνατο.
Ἡ συνήθεια εἶναι αὐτό πού μᾶς καταστρέφει· κυρίως ἡ θρησκευτική συνήθεια, πού ἔγινε “ἐπαγγελµατική”, θά λέγαµε, κατάσταση.
Αὐτό πού πολλές φορές γίνεται ἀφορµή σέ πολλούς ἀνθρώπους, µέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐντάσσονται σέ κάποιες ἄλλες σέκτες ἤ ἄλλες θρησκευτικές ὁµάδες, εἶναι ὅτι αὐτές μέ τόν τρόπο τους, μέ τήν ψυχολογική τους ἔκφραση καί δοµή, δίνουν τήν αἴσθηση τῆς ζωντάνιας στήν πνευµατική ζωή καί σχέση μέ τό Θεό. Ἀντίθετα, σ’ ἐµᾶς ἡ ὀχύρωσή μας πίσω ἀπό παγιωμένες καταστάσεις ἤ συνήθειες, νέκρωσε τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή νέκρωσή μας τήν καλύπτουµε λέγοντας πώς «δέν φθάνει ὁ νοῦς μας τό Θεό, ὁπότε ἐντάξει, μᾶς εἶναι ἀρκετό τό ὅτι εἴµαστε χριστιανοί Ὀρθόδοξοι» καί ἔτσι συνεχίζουµε τήν πορεία μας. Εἶναι τεράστιο λάθος αὐτό.
Ὁπότε τί μᾶς δείχνει ὁ Θωµᾶς; Γιατί ἡ Ἐκκλησία μᾶς μαρτυρεῖ αὐτό τό γεγονός τῆς ψηλαφήσεως; Μά γιά νά μᾶς πεῖ ὅτι ὑπάρχει ἀπιστία πού δέν εἶναι “κακή”. Εἶναι “καλή ἀπιστία”, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει καλό λογισµό καί θέλει ὁ Χριστός νά γίνει ἡ ζωντανή πραγµατικότητα τῆς ζωῆς του. Ἀλλά γιά νά συµβεῖ κάτι τέτοιο, πρέπει νά Τόν ἀκολουθήσουµε ὄχι µόνο στήν Ἀνάσταση, ἀλλά καί στό Γολγοθᾶ. Πρέπει νά εἴµεθα ἕτοιµοι νά σταυρώσουµε τό “ἴδιον” θέληµα.
Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ σύµφωνα μέ τή διάθεσή μας. Ὅμως αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι μιά περιέργεια τοῦ νοῦ, ἀλλά μιά ἀληθινή διάθεση νά συσταυρωθοῦµε καί νά συναναστηθοῦµε μέ τόν ἀναστάντα Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει αὐτήν τήν ὡριµότητα τῆς διαθέσεως, νά “πουλήσει” τόν ἑαυτό του γι’ αὐτή τήν προσδοκία, τότε ὁ Χριστός ἀπαντᾶ.
Ὅταν ὅµως εἶναι ἁπλῶς μιά περιέργεια τοῦ νοῦ, μιά ἐξασφάλιση τοῦ λογισµοῦ μας καί τῆς διανοητικῆς μας ἱκανότητας, αὐτό εἶναι ἀντικατάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ τή δική μας δύναµη. Ἄρα, μιά πραγµατική ἔκπτωση καί ἀδυναµία νά συναντηθοῦµε μέ τό Χριστό.
Στό Θωμᾶ ὅμως κάτι τέτοιο δέν συνέτρεχε. Καί ποῦ φαίνεται ὅτι ὁ ἄπιστος Ἀπόστολος ἦταν ἕτοιµος νά συναντηθεῖ καί νά συσταυρωθεῖ μέ τό Χριστό; Μετά ἀπό αὐτήν τήν μαρτυρία τί ἔκανε; Ἔγινε ὁ ἴδιος ἱεραπόστολος, ἔφθασε μέχρι τίς Ἰνδίες, λέει ὁ βιογράφος του. Ἐµεῖς εἴµαστε ἕτοιµοι µετά τή συνάντηση μέ τόν ἀναστάντα Χριστό νά τά ἀφήσουµε ὅλα; Ἐκεῖ, λοιπόν, φαίνεται κατά πόσο εἴµαστε ἕτοιµοι “νά πουλήσουµε” τήν ἐπιθυµία μας, τό λογισµό μας. Ὅπως κάνει ὁ ἐρωτευµένος, πού προκειµένου νά ἐξασφαλίσει τόν ἔρωτά του ἀφήνει καί ξεχνᾶ τά πάντα, ὅλες τίς μέριµνες.
Ποιό εἶναι, λοιπόν, τό ζήτηµα; Ναί, νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ὁ Ἀναστάς Χριστός, νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἐµπειρία τῆς Ἀναστάσεως. Ἀλλά εἴµεθα ἕτοιµοι νά τά ἀφήσουµε ὅλα; Ἄν δέν εἴµεθα, τότε τό ἀποκαλυπτικό βίωµα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι προσβολή.
Ἡ πίστη δέν εἶναι μιά περιέργεια τοῦ νοῦ. Ἡ πίστη δέν εἶναι μία ἐκλέπτυνση τῶν ψυχικῶν μας δυνάµεων. Ἡ πίστη εἶναι μιά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ταπεινό ἄνθρωπο. Ποιός εἶναι ὁ ταπεινός ἄνθρωπος; Εἶναι ὁ πληγωµένος ἄνθρωπος, πού θέλει νά βρεῖ τήν ἀγάπη καί εἶναι ἕτοιµος νά τά ἀφήσει ὅλα γι’ αὐτήν. Τό ἀκριβῶς ἀντίθετο εἶναι ἡ ἐκκοσµίκευση. Αὐτή ἡ παχύτητα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας χάνουµε τήν πνευµατική εὐαισθησία καί λειτουργοῦµε µόνο γιά τό θέληµά μας, γιά τό συµφέρον μας.
Θέλουµε, λοιπόν, καί τήν Ἀνάσταση, θέλουµε καί τήν ἁµαρτία. Θέλουµε τήν Ἀνάσταση, γιά νά ἔχουµε ἐξασφάλιση τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἀπορίας, ἀλλά ταυτόχρονα θέλουµε νά ἀκολουθοῦµε καί τήν ἁµαρτία. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ἡ Ἀνάσταση ἱκανοποιεῖ μόνο τό νοῦ μας, δέν ἀναπαύει τήν ὕπαρξή μας, δέν θά ἀναπαύει τό “πρόσωπό” μας.
Γιατί ὅµως ὁ Κύριος λέγει στό Θωµᾶ «Μακάριοι οἱ µή εἰδότες καί πιστεύσαντες»; Ὁ Χριστός δέν κατηγορεῖ τό Θωµᾶ γιά αὐτήν του τήν ἀγωνία, γιά αὐτήν του τήν ἐπιθυµία, νά γίνει, δηλαδή, κι αὐτός προσωπικός μέτοχος τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἀλλά τόν κατηγορεῖ γιά τό ἐπίπεδο πού ἐπέλεξε νά συναντήσει τόν Χριστό, τό χαµηλότερο ἐπίπεδο, αὐτό τῶν αἰσθήσεων. Νά ἀκουµπήσω, γιά νά βεβαιωθῶ. Νά βάλω τό δάκτυλο «ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων».
Ὑπάρχει ὅµως καί τό ἐπίπεδο τοῦ Λόγου, τό ἐπίπεδο τοῦ Φωτός, τό ἐπίπεδο τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Γιά νά µπορέσει ὅµως ὁ ἄνθρωπος νά ἀποδεχθεῖ καί νά διακρίνει ποιό εἶναι τό Πνεῦµα τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖται μία ἐσωτερική ὡριµότητα.
Ὅπως, γιά παράδειγµα, ὁ ἐραστής πού θέλει νά συναντήσει τό ἀγαπώμενο µόνο στό ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεων. Ξέρουµε ὅτι αὐτό δέν ἔχει µεγάλη διάρκεια χρόνου. Ἄν ὅµως ἡ σχέση ἀναπτυχθεῖ σέ μία βαθύτερη ἐσωτερική σύνδεση, πού ἔχει νά κάνει μέ τό λόγο ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό ἔχει ἀλήθεια, ἔχει βάθος, ἔχει διάρκεια, δέν φθείρεται.
Στό ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεων ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει κυρίως τή διάθεσή του νά εἶναι κυρίαρχος τοῦ ἄλλου, ἀρνεῖται, δηλαδή, τό γεγονός τῆς ταπεινώσεως πού ἔχει ἡ ἀγάπη καί ἡ σχέση μέ τό ἄλλο πρόσωπο.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο λειτουργεῖ καί ἡ σχέση μας μέ τό Θεό. Δέν µπορεῖ ἡ σχέση μας μέ τό Θεό νά ἀρκεῖται σέ τέτοια χαµηλά κριτήρια, μιᾶς “μικροπρέπειας” τοῦ νοῦ μας, πού θέλει νά γίνει ἡ ὕπαρξή μας μικροσκόπιο, γιά νά ἀναλύσουµε τό Θεό καί νά γίνουµε κυρίαρχοί Του.
Κατ’ αὐτήν, λοιπόν, τήν ἔννοια ἐλέγχεται ὁ Θωµᾶς. Δέν ἐλέγχεται γιά τόν πόθο του πρός τήν ἀλήθεια, ἀλλά γιά τόν τρόπο πού ἐπέλεξε νά συναντήσει τό Θεό.
Τό ἐπίπεδο, λοιπόν, τοῦ Θωµᾶ δέν εἶχε ἀναπτυχθεῖ σέ τέτοιο σηµεῖο, πού νά ἔχει µεγαλύτερη δυνατότητα πρόσληψης τοῦ Θείου Φωτός, ἀκριβῶς γιατί ἐπέλεξε αὐτό τῶν αἰσθήσεων.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀρχίζει νά ἀναπτύσσει ἄλλο αἰσθητήριο, ὅταν ἀναζητᾶ τό Θεό καί ἀσκεῖται σέ ἄσκηση πού δέν εἶναι µόνο ἐξωτερική, ἀλλά καί ἐσωτερική. Οἱ µετάνοιές του, οἱ γονυκλισίες του, οἱ προσευχές του, οἱ ἀγρυπνίες του, ὁ κόπος του, ἐκφράζουν μιά ἐσωτερική ἀνησυχία, μιά λεπτότητα ἐσωτερική, ὥστε νά µπορέσει νά ἀναγνωρίσει ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ χαρά του. Εἶναι μία λεπτότητα ὅλης μας τῆς ὕπαρξης πού ἀποκτᾶ δυνατότητα γνώσεως καί διακρίσεως. Καί µπορεῖ νά ξεχωρίσει τά πνεύµατα, ποιό εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ποιό δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο μπορεῖ νά διακρίνει στό πρόσωπο τοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ του τήν ἐσωτερική του κατάσταση. Κι αὐτό ὄχι γιά νά λειτουργήσει χειριστικά ἔναντί του, ἀλλά γιά νά τοῦ δώσει τίς προϋποθέσεις ἀνάπαυσης. Οἱ ἄνθρωποι, μέ τά διάφορα κοσµικά συστήµατα, θέλουν νά γνωρίσουν τόν ἄλλον, γιά νά εἶναι χειριστικοί ἔναντί του, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά γνωρίζουν τόν ἄλλον γιά νά τόν ἀναπαύσουν, νά δώσουν μᾶλλον τόν ἑαυτό τους πρός χρήση τοῦ ἄλλου, γιά νά ἀναπαυτεῖ.
Γιά νά ἔχουµε ὅµως αὐτή τή δυνατότητα, χρειάζεται νά περάσουµε σέ μιά ἐσωτερική κατάσταση στήν ὁποία δέν κυριαρχοῦν οἱ ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις· αὐτές εὐλογοῦνται μέσα ἀπό μιά αἴσθηση γνώσεως ἐσωτερικῆς, πού ἔχει νά κάνει μέ τό ἔλεος καί τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ τίς δικές μας δυνατότητες.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά πιστέψει μέ τίς δικές του δυνάµεις, μέ τό ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεών του, μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ σέ πλάνη κι ἔτσι αὐτό πού θά πιστέψει θά εἶναι τό εἴδωλό του κι ὄχι ὁ Θεός.
Ἡ πίστη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Θεός δέν γνωρίζεται διά τῆς ἀνακαλύψεως μας, ἀλλά διά τῆς ἀποκαλύψεώς Του. Πρέπει ὁ Θεός νά συγκαταβεῖ στήν καρδιά μας. Γιά νά µπορέσει νά γίνει αὐτό, χρειάζεται ἐσωτερική προετοιµασία, χρειάζεται αὐτή ἡ γόνιµη ἐσωτερική κατάσταση τοῦ νά µποροῦµε νά δώσουµε χῶρο στό Θεό.
Ἐµεῖς θά δώσουµε χῶρο μέ τρεῖς τρόπους:
Ὁ πρῶτος εἶναι νά ποθήσουµε τήν ἀλήθεια καί νά µήν ἐξαντλήσουµε τό λόγο τῆς ζωῆς μας στά ἐξωτερικά καί τυπικά φαινόµενα, ἔστω καί ἄν αὐτά εἶναι ἐκκλησιαστικά. Νά ἔχουµε, δηλαδή, πόθο γιά τήν ἀλήθεια.
Ὁ δεύτερος εἶναι νά καταβάλλουµε κόπο. Νά προσευχόµαστε, νά ἀγρυπνοῦµε, νά τηροῦµε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προοπτική νά δώσουµε τίς προϋποθέσεις στό Θεό νά κατοικήσει στήν καρδιά μας.
Καί ὁ τρίτος εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ συντριβή. Ὁ ἄνθρωπος συντρίβεται ἐσωτερικά καί καταλαβαίνει ὅτι τόν ξεπερνᾶ ἡ ἀλήθεια, μέ ἀποτέλεσµα νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐκζήτηση τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους εἶναι ἡ ἐσωτερική ψηλάφησή μας τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Πλέον βλέπουμε καί μαρτυροῦμε.
Από το βιβλίο
«ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»
π. Βαρνάβα Γιάγκου
Ὁ Θωµᾶς, ἀρνούµενος ὁποιαδήποτε µορφή θρησκευτικῆς ὑποκρισίας, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς πίστης ὡς παράδοσης, ὡς συνήθειας καί ὡς ταυτότητας, ζητᾶ ἡ πίστη του νά εἶναι θεµελιωµένη σέ προσωπική γεύση καί ἐµπειρία.
Δέν ἀρκεῖται, λοιπόν, στίς μαρτυρίες τῶν ἄλλων μαθητῶν, ἀλλά θέλει ὁ ἴδιος νά εἶναι αὐτόπτης µάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, οὕτως ὥστε νά ἔχει δύναµη ὁ λόγος του καί τό κήρυγµά του, ὅταν ἀργότερα θά τόν δοῦµε νά πηγαίνει στήν Ἰνδία ὡς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θωµᾶς, λοιπόν, ἤθελε νά ἀγγίξει τόν Κύριο, νά Τόν ψηλαφίσει, γιά νά µπορεῖ νά λέει στούς ἄλλους «ἐγώ Τόν εἶδα, Τόν γεύτηκα, Τόν ψηλάφισα. Δέν µπορεῖ νά μέ κοροϊδέψει κανείς. Λέω τήν ἀλήθεια». Ἔτσι εἰσέρχεται ὁ ἴδιος σέ διαδικασία προσωπικῆς σχέσης μέ τόν Θεό.
Ἔχουµε ἐδῶ τή διάσταση τοῦ κηρύγµατος καί τοῦ βιώµατος, τή διάσταση αὐτοῦ πού μάθαµε ἤ αὐτοῦ πού μᾶς εἴπανε καί τοῦ προσωπικοῦ βιώµατος. Ἡ ἐκκοσµίκευση πού συµβαίνει στή ζωή μας εἶναι ἀποτέλεσµα αὐτῆς τῆς ἀπόστασης ἀνάμεσα σέ αὐτό πού μᾶς ἔµαθαν καί αὐτοῦ πού ζοῦµε. Αὐτά τά δύο ὀφείλουν νά ἑνωθοῦν.
Πολλές φορές ἐµεῖς διακηρύσσουµε ὅτι εἴµαστε πιστοί καί ὅτι δέν ἔχουµε ἀνάγκη, ἀπό κάτι γιά νά δυναµώσει τήν πίστη μας, ὄχι γιατί πιστεύουµε, ἀλλά γιατί πραγµατικά ἀπιστοῦµε στή δυνατότητα ζωντανῆς σχέσης μέ τό Θεό.
Ἡ ἐκκοσµίκευση τῆς πλειονότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ὀφείλεται σέ μία θρησκευτικότητα τήν ὁποία ὀχυρώνουν σέ ἐµπειρίες ἄλλων. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιά νά γίνει ζωντανή, πρέπει νά εἶναι θεµελιωµένη σέ προσωπικά βιώµατα τῶν µελῶν της ἐδῶ καί τώρα.
Τό νά µήν ζητοῦµε προσωπικό βίωµα ἴσως νά µήν ὀφείλεται στήν πίστη μας ἀλλά μᾶλλον στήν ἀπιστία μας. Θεωροῦµε ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀνέφικτο καί ἐπαναπαυόµαστε στή συνήθεια, στή θρησκευτικότητα, στήν παράδοση. Μιά παράδοση ὅµως πού δέν ἔχει ζωντανό βίωµα, εἶναι νεκρή παράδοση. Μιά παράδοση πού εἶναι ἁπλῶς ἀνάµνηση καί δέν εἶναι δυνατότητα προσωπικῆς µετοχῆς στό µυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι ἔκτρωµα ἐκκλησιαστικό καί ἀναπηρία πνευµατική.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται σέ κάποιους κανόνες στή θρησκευτική ζωή, αὐτό εἶναι ἀπόδειξη ὅτι θέλει τροχοπέδη. Ἀκόµη καί ἡ ὑπακοή, ὅταν τή χρησιµοποιοῦµε στήν Ἐκκλησία μας ὡς προκάλυμα, πολλάκις εἶναι σύµπτωµα ἐκκλησιαστικῆς-θρησκευτικῆς πτώσης. Ἐπαναπαύοµαι, δηλαδή, στή μαρτυρία τρίτου καί δέν ἔχω προσωπική εὐθύνη, προσωπικό πόθο συνάντησης μέ τό Χριστό.
Πολλές φορές ὁ πόθος μας γιά τό Χριστό εἶναι ἐγκλωβισµένος σέ “ὑπακοές” ψυχολογικοῦ τύπου, γιά νά νοιώθουµε θρησκευτική ἐξασφάλιση γιά τόν µελλοντικό παράδεισο. Ἀλλά ὁ παράδεισος, ἄν δέν εἶναι ζωντανή αἴσθηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνας ψευδής παράδεισος.
Ὁ Θεός καί γιά τά μέτρα μας εἶναι, ἀλλά καί μᾶς ξεπερνᾶ. Μᾶς πλησιάζει ὅµως μέ τήν ἀγάπη Του καί τή συγκατάβασή Του. Αὐτό πού ἐλέγχει ὁ Θεός, πού διακρίνει ὁ Θεός στήν καρδιά μας, εἶναι ἡ πίστη μας στήν προσωπική σχέση μαζί Του.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στήν καρδιά μας ἔχουµε τήν αἴσθηση πώς δέν μᾶς εἶναι ἀρκετός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ζοῦµε, γιά νά εἴµαστε ζωντανοί. Δέν εἶναι ἀρκετός ὁ τρόπος μέ τά δεδοµένα καί τίς προτάσεις τοῦ κόσµου καί τῶν ἡδονῶν του, γιά νά καλυφθεῖ ἡ καρδιά μας πλήρως. Ἀκόµη καί τό γεγονός ὅτι εἴµαστε µέλη ἁπλῶς καί µόνο τῆς Ἐκκλησίας, δέν μᾶς εἶναι ἀρκετό.
Ἡ καρδιά μας ζητᾶ τήν ἀλήθεια· ὄχι γιατί τήν ἄκουσε ἀπό κάποιο παπά ἤ τήν διάβασε σέ κάποιο βιβλίο, ἀλλά γιατί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος προσωπικά θέλει νά τή γεύεται. Ἡ Ἐκκλησία γι᾽ αὐτό ὑπάρχει, γιά νά δίνει τίς δυνατότητες στόν ἄνθρωπο νά µετέχει προσωπικά στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· γιά νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος προσωπική σχέση μέ τό Θεό.
Αὐτό πού πραγµατικά εἶναι ἡ ἁµαρτία μας, εἶναι ὁ ἐγκλωβισµός μας στά δεδοµένα μας, στό βόλεµα πού δηµιουργοῦν τά δεδοµένα μας, καί στήν ἀπόρριψη μιᾶς διαρκοῦς ἐσωτερικῆς ἀναζήτησης καί ἀνησυχίας, νά βροῦµε αὐτό πού ἀλλοιώνει τήν καθηµερινότητά μας. Νά βροῦµε αὐτό πού εἶναι ἀληθινό καί νικᾶ τό θάνατο.
Ἡ συνήθεια εἶναι αὐτό πού μᾶς καταστρέφει· κυρίως ἡ θρησκευτική συνήθεια, πού ἔγινε “ἐπαγγελµατική”, θά λέγαµε, κατάσταση.
Αὐτό πού πολλές φορές γίνεται ἀφορµή σέ πολλούς ἀνθρώπους, µέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐντάσσονται σέ κάποιες ἄλλες σέκτες ἤ ἄλλες θρησκευτικές ὁµάδες, εἶναι ὅτι αὐτές μέ τόν τρόπο τους, μέ τήν ψυχολογική τους ἔκφραση καί δοµή, δίνουν τήν αἴσθηση τῆς ζωντάνιας στήν πνευµατική ζωή καί σχέση μέ τό Θεό. Ἀντίθετα, σ’ ἐµᾶς ἡ ὀχύρωσή μας πίσω ἀπό παγιωμένες καταστάσεις ἤ συνήθειες, νέκρωσε τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή νέκρωσή μας τήν καλύπτουµε λέγοντας πώς «δέν φθάνει ὁ νοῦς μας τό Θεό, ὁπότε ἐντάξει, μᾶς εἶναι ἀρκετό τό ὅτι εἴµαστε χριστιανοί Ὀρθόδοξοι» καί ἔτσι συνεχίζουµε τήν πορεία μας. Εἶναι τεράστιο λάθος αὐτό.
Ὁπότε τί μᾶς δείχνει ὁ Θωµᾶς; Γιατί ἡ Ἐκκλησία μᾶς μαρτυρεῖ αὐτό τό γεγονός τῆς ψηλαφήσεως; Μά γιά νά μᾶς πεῖ ὅτι ὑπάρχει ἀπιστία πού δέν εἶναι “κακή”. Εἶναι “καλή ἀπιστία”, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει καλό λογισµό καί θέλει ὁ Χριστός νά γίνει ἡ ζωντανή πραγµατικότητα τῆς ζωῆς του. Ἀλλά γιά νά συµβεῖ κάτι τέτοιο, πρέπει νά Τόν ἀκολουθήσουµε ὄχι µόνο στήν Ἀνάσταση, ἀλλά καί στό Γολγοθᾶ. Πρέπει νά εἴµεθα ἕτοιµοι νά σταυρώσουµε τό “ἴδιον” θέληµα.
Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ σύµφωνα μέ τή διάθεσή μας. Ὅμως αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι μιά περιέργεια τοῦ νοῦ, ἀλλά μιά ἀληθινή διάθεση νά συσταυρωθοῦµε καί νά συναναστηθοῦµε μέ τόν ἀναστάντα Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει αὐτήν τήν ὡριµότητα τῆς διαθέσεως, νά “πουλήσει” τόν ἑαυτό του γι’ αὐτή τήν προσδοκία, τότε ὁ Χριστός ἀπαντᾶ.
Ὅταν ὅµως εἶναι ἁπλῶς μιά περιέργεια τοῦ νοῦ, μιά ἐξασφάλιση τοῦ λογισµοῦ μας καί τῆς διανοητικῆς μας ἱκανότητας, αὐτό εἶναι ἀντικατάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ τή δική μας δύναµη. Ἄρα, μιά πραγµατική ἔκπτωση καί ἀδυναµία νά συναντηθοῦµε μέ τό Χριστό.
Στό Θωμᾶ ὅμως κάτι τέτοιο δέν συνέτρεχε. Καί ποῦ φαίνεται ὅτι ὁ ἄπιστος Ἀπόστολος ἦταν ἕτοιµος νά συναντηθεῖ καί νά συσταυρωθεῖ μέ τό Χριστό; Μετά ἀπό αὐτήν τήν μαρτυρία τί ἔκανε; Ἔγινε ὁ ἴδιος ἱεραπόστολος, ἔφθασε μέχρι τίς Ἰνδίες, λέει ὁ βιογράφος του. Ἐµεῖς εἴµαστε ἕτοιµοι µετά τή συνάντηση μέ τόν ἀναστάντα Χριστό νά τά ἀφήσουµε ὅλα; Ἐκεῖ, λοιπόν, φαίνεται κατά πόσο εἴµαστε ἕτοιµοι “νά πουλήσουµε” τήν ἐπιθυµία μας, τό λογισµό μας. Ὅπως κάνει ὁ ἐρωτευµένος, πού προκειµένου νά ἐξασφαλίσει τόν ἔρωτά του ἀφήνει καί ξεχνᾶ τά πάντα, ὅλες τίς μέριµνες.
Ποιό εἶναι, λοιπόν, τό ζήτηµα; Ναί, νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ὁ Ἀναστάς Χριστός, νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἐµπειρία τῆς Ἀναστάσεως. Ἀλλά εἴµεθα ἕτοιµοι νά τά ἀφήσουµε ὅλα; Ἄν δέν εἴµεθα, τότε τό ἀποκαλυπτικό βίωµα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι προσβολή.
Ἡ πίστη δέν εἶναι μιά περιέργεια τοῦ νοῦ. Ἡ πίστη δέν εἶναι μία ἐκλέπτυνση τῶν ψυχικῶν μας δυνάµεων. Ἡ πίστη εἶναι μιά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ταπεινό ἄνθρωπο. Ποιός εἶναι ὁ ταπεινός ἄνθρωπος; Εἶναι ὁ πληγωµένος ἄνθρωπος, πού θέλει νά βρεῖ τήν ἀγάπη καί εἶναι ἕτοιµος νά τά ἀφήσει ὅλα γι’ αὐτήν. Τό ἀκριβῶς ἀντίθετο εἶναι ἡ ἐκκοσµίκευση. Αὐτή ἡ παχύτητα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας χάνουµε τήν πνευµατική εὐαισθησία καί λειτουργοῦµε µόνο γιά τό θέληµά μας, γιά τό συµφέρον μας.
Θέλουµε, λοιπόν, καί τήν Ἀνάσταση, θέλουµε καί τήν ἁµαρτία. Θέλουµε τήν Ἀνάσταση, γιά νά ἔχουµε ἐξασφάλιση τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἀπορίας, ἀλλά ταυτόχρονα θέλουµε νά ἀκολουθοῦµε καί τήν ἁµαρτία. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ἡ Ἀνάσταση ἱκανοποιεῖ μόνο τό νοῦ μας, δέν ἀναπαύει τήν ὕπαρξή μας, δέν θά ἀναπαύει τό “πρόσωπό” μας.
Γιατί ὅµως ὁ Κύριος λέγει στό Θωµᾶ «Μακάριοι οἱ µή εἰδότες καί πιστεύσαντες»; Ὁ Χριστός δέν κατηγορεῖ τό Θωµᾶ γιά αὐτήν του τήν ἀγωνία, γιά αὐτήν του τήν ἐπιθυµία, νά γίνει, δηλαδή, κι αὐτός προσωπικός μέτοχος τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἀλλά τόν κατηγορεῖ γιά τό ἐπίπεδο πού ἐπέλεξε νά συναντήσει τόν Χριστό, τό χαµηλότερο ἐπίπεδο, αὐτό τῶν αἰσθήσεων. Νά ἀκουµπήσω, γιά νά βεβαιωθῶ. Νά βάλω τό δάκτυλο «ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων».
Ὑπάρχει ὅµως καί τό ἐπίπεδο τοῦ Λόγου, τό ἐπίπεδο τοῦ Φωτός, τό ἐπίπεδο τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Γιά νά µπορέσει ὅµως ὁ ἄνθρωπος νά ἀποδεχθεῖ καί νά διακρίνει ποιό εἶναι τό Πνεῦµα τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖται μία ἐσωτερική ὡριµότητα.
Ὅπως, γιά παράδειγµα, ὁ ἐραστής πού θέλει νά συναντήσει τό ἀγαπώμενο µόνο στό ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεων. Ξέρουµε ὅτι αὐτό δέν ἔχει µεγάλη διάρκεια χρόνου. Ἄν ὅµως ἡ σχέση ἀναπτυχθεῖ σέ μία βαθύτερη ἐσωτερική σύνδεση, πού ἔχει νά κάνει μέ τό λόγο ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό ἔχει ἀλήθεια, ἔχει βάθος, ἔχει διάρκεια, δέν φθείρεται.
Στό ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεων ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει κυρίως τή διάθεσή του νά εἶναι κυρίαρχος τοῦ ἄλλου, ἀρνεῖται, δηλαδή, τό γεγονός τῆς ταπεινώσεως πού ἔχει ἡ ἀγάπη καί ἡ σχέση μέ τό ἄλλο πρόσωπο.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο λειτουργεῖ καί ἡ σχέση μας μέ τό Θεό. Δέν µπορεῖ ἡ σχέση μας μέ τό Θεό νά ἀρκεῖται σέ τέτοια χαµηλά κριτήρια, μιᾶς “μικροπρέπειας” τοῦ νοῦ μας, πού θέλει νά γίνει ἡ ὕπαρξή μας μικροσκόπιο, γιά νά ἀναλύσουµε τό Θεό καί νά γίνουµε κυρίαρχοί Του.
Κατ’ αὐτήν, λοιπόν, τήν ἔννοια ἐλέγχεται ὁ Θωµᾶς. Δέν ἐλέγχεται γιά τόν πόθο του πρός τήν ἀλήθεια, ἀλλά γιά τόν τρόπο πού ἐπέλεξε νά συναντήσει τό Θεό.
Τό ἐπίπεδο, λοιπόν, τοῦ Θωµᾶ δέν εἶχε ἀναπτυχθεῖ σέ τέτοιο σηµεῖο, πού νά ἔχει µεγαλύτερη δυνατότητα πρόσληψης τοῦ Θείου Φωτός, ἀκριβῶς γιατί ἐπέλεξε αὐτό τῶν αἰσθήσεων.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀρχίζει νά ἀναπτύσσει ἄλλο αἰσθητήριο, ὅταν ἀναζητᾶ τό Θεό καί ἀσκεῖται σέ ἄσκηση πού δέν εἶναι µόνο ἐξωτερική, ἀλλά καί ἐσωτερική. Οἱ µετάνοιές του, οἱ γονυκλισίες του, οἱ προσευχές του, οἱ ἀγρυπνίες του, ὁ κόπος του, ἐκφράζουν μιά ἐσωτερική ἀνησυχία, μιά λεπτότητα ἐσωτερική, ὥστε νά µπορέσει νά ἀναγνωρίσει ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ χαρά του. Εἶναι μία λεπτότητα ὅλης μας τῆς ὕπαρξης πού ἀποκτᾶ δυνατότητα γνώσεως καί διακρίσεως. Καί µπορεῖ νά ξεχωρίσει τά πνεύµατα, ποιό εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ποιό δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο μπορεῖ νά διακρίνει στό πρόσωπο τοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ του τήν ἐσωτερική του κατάσταση. Κι αὐτό ὄχι γιά νά λειτουργήσει χειριστικά ἔναντί του, ἀλλά γιά νά τοῦ δώσει τίς προϋποθέσεις ἀνάπαυσης. Οἱ ἄνθρωποι, μέ τά διάφορα κοσµικά συστήµατα, θέλουν νά γνωρίσουν τόν ἄλλον, γιά νά εἶναι χειριστικοί ἔναντί του, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά γνωρίζουν τόν ἄλλον γιά νά τόν ἀναπαύσουν, νά δώσουν μᾶλλον τόν ἑαυτό τους πρός χρήση τοῦ ἄλλου, γιά νά ἀναπαυτεῖ.
Γιά νά ἔχουµε ὅµως αὐτή τή δυνατότητα, χρειάζεται νά περάσουµε σέ μιά ἐσωτερική κατάσταση στήν ὁποία δέν κυριαρχοῦν οἱ ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις· αὐτές εὐλογοῦνται μέσα ἀπό μιά αἴσθηση γνώσεως ἐσωτερικῆς, πού ἔχει νά κάνει μέ τό ἔλεος καί τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ τίς δικές μας δυνατότητες.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά πιστέψει μέ τίς δικές του δυνάµεις, μέ τό ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεών του, μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ σέ πλάνη κι ἔτσι αὐτό πού θά πιστέψει θά εἶναι τό εἴδωλό του κι ὄχι ὁ Θεός.
Ἡ πίστη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Θεός δέν γνωρίζεται διά τῆς ἀνακαλύψεως μας, ἀλλά διά τῆς ἀποκαλύψεώς Του. Πρέπει ὁ Θεός νά συγκαταβεῖ στήν καρδιά μας. Γιά νά µπορέσει νά γίνει αὐτό, χρειάζεται ἐσωτερική προετοιµασία, χρειάζεται αὐτή ἡ γόνιµη ἐσωτερική κατάσταση τοῦ νά µποροῦµε νά δώσουµε χῶρο στό Θεό.
Ἐµεῖς θά δώσουµε χῶρο μέ τρεῖς τρόπους:
Ὁ πρῶτος εἶναι νά ποθήσουµε τήν ἀλήθεια καί νά µήν ἐξαντλήσουµε τό λόγο τῆς ζωῆς μας στά ἐξωτερικά καί τυπικά φαινόµενα, ἔστω καί ἄν αὐτά εἶναι ἐκκλησιαστικά. Νά ἔχουµε, δηλαδή, πόθο γιά τήν ἀλήθεια.
Ὁ δεύτερος εἶναι νά καταβάλλουµε κόπο. Νά προσευχόµαστε, νά ἀγρυπνοῦµε, νά τηροῦµε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προοπτική νά δώσουµε τίς προϋποθέσεις στό Θεό νά κατοικήσει στήν καρδιά μας.
Καί ὁ τρίτος εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ συντριβή. Ὁ ἄνθρωπος συντρίβεται ἐσωτερικά καί καταλαβαίνει ὅτι τόν ξεπερνᾶ ἡ ἀλήθεια, μέ ἀποτέλεσµα νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐκζήτηση τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους εἶναι ἡ ἐσωτερική ψηλάφησή μας τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Πλέον βλέπουμε καί μαρτυροῦμε.
Από το βιβλίο
«ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»
π. Βαρνάβα Γιάγκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου