Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

«ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ» κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης Ερμηνευτική ανάλυση της Κυριακής Προσευχής

Ένας ἀπό τούς µεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µας εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἐκ Καππαδοκίας καί αὐτός ὀρµώµενος ὅπως τόσοι ἄλλοι ἅγιοι. Τά ἔργα τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀποτελοῦν πραγµατικά θεολογικά µαργαριτάρια πού µᾶς δίνουν δυνατά ἀγκωνάρια τόσο στήν ἐπιστήµη τῆς θεολογίας ὅσο καί στόν καθηµερινό µας πνευµατικό ἀγώνα. Ἀπό τά σπουδαῖα κείµενά του θά ἀναφερθοῦµε στούς πέντε λόγους του περί προσευχῆς. Πιό συγκεκριµένα, θά γίνει ἀναφορά στίς ὁµιλίες πού ἔκανε πρός τούς χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του ἑρµηνεύοντας τήν Κυριακή Προσευχή, τό γνωστό «Πάτερ ἡµῶν».

Εἶναι ἀξιοσηµείωτο ὅτι ὁ Χριστός κατά τήν ἐπίγεια παρουσία του προσευχόµενος µᾶς ἔδωσε ἕνα «ὑπόδειγµα» προσευχῆς, ἄν καί ὁ Ἴδιος δέν εἶχε ἀνάγκη νά προσευχηθεῖ διότι «ἦταν ἑνωµένος καθ᾽ ὑπόσταση µέ τόν Θεό λόγο». Μᾶς παρέδωσε ὅµως τήν προσευχή αὐτή γιά νά γνωρίζουµε µέσα ἀπό τά δικά Του λόγια πῶς πρέπει νά προσευχόµαστε καί ἐνῶ λέµε γενικά ὅτι ἡ προσευχή δέν ἔχει πρέπει, δέν ἔχει καλούπια, ὀφείλουµε νά ἀκολουθοῦµε τόν τύπο πού ὁ Ἴδιος µᾶς παρέδωσε. Ὅµως πρίν ὁ ἅγιος προχωρήσει στήν ἑρµηνεία τῶν θείων λόγων ἑστιάζει, ποιµαντικά σκεφτόµενος, στήν ἀνάγκη ἀλλά καί στήν χαρά νά προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος. Ἀναφέρει: «ὅτι οὐ τό πῶς δεῖ προσεύχεσθαι τόν παρόντα σύλλογον διδάσκεσθαι χρή, ἀλλ᾽ ὅτι δεῖ πάντως προσεύχεσθαι…». Πράγµατι, ὅταν βλέπουµε κάποιον ἀνόρεκτο στήν ὑλική τροφή θά προσπαθήσουµε νά τοῦ δηµιουργήσουµε κάποια, ἔστω καί ἐλάχιστη ὄρεξη καί στήν συνέχεια θά τοῦ προσφέρουµε τήν κυρίως τροφή. Κάτι παρόµοιο συµβαίνει καί στά πνευµατικά. Μπορεῖ ὄντως νά εἴµαστε ἀνόρεκτοι νά παλέψουµε στόν πνευµατικό στίβο καί µάλιστα µπορεῖ νά περάσει µιά ὁλόκληρη ἡµέρα καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ βαπτισµένος χριστιανός, νά µήν σηκώσει οὔτε γιά µιά στιγµή τό κεφάλι του πρός τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρει γι᾽ αὐτό: «Ἡµεῖς δέ τοσοῦτον τῆς κατά δύναµιν εὐχαριστίας ἀπολειπόµενοι, οὐδέ περί τό δυνατόν εὐγνωµονοῦµεν, οὐ λέγω πᾶσαν τήν ἡµέραν, ἀλλ᾽ οὐδέ πολλοστόν τῆς ἡµέρας τῇ κατά Θεόν ἀποκληροῦντες σχολῇ». Δηλαδή, µέ ἁπλά λόγια, εἶναι γεγονός ὅτι ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἐνδιαφέρεται γιά πολλά βιωτικά πράγµατα καί µάλιστα πάσχει καί ἀγωνίζεται γιά νά τά ἀποκτήσει, στό θέµα τῆς προσευχῆς πολλές φορές ἐµφανίζεται ὑποτονικός. Γιατί συµβαίνει αὐτό; Εἶναι καί αὐτό ἕνα ἐπιτυχηµένο τέχνασµα τοῦ πονηροῦ στήν σύγχρονη ἐποχή µας, νά µήν ἀφήνει καθόλου ἐλεύθερο χρόνο στούς ἀνθρώπους καί ἔτσι νά βρίσκονται κοιµώµενοι πνευµατικά. Ὅµως τά πράγµατα εἶναι ἀλληλένδετα. Δηλαδή, ἄν δέν ὑπάρχει ἡ προσευχή στήν καθηµερινή ζωή τότε πολύ εὔκολα ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται στήν παρανοµία, τήν πονηριά καί τόσα ἄλλα. Πράγµατι, εὔκολα ὁ µή προσευχόµενος δικαστής δέν θά ἀποδώσει δικαιοσύνη ἔναντι κάποιου δώρου. Τό ἴδιο καί ὁ γεωργός, θά καταπατήσει ξένα κτήµατα ὅπως καί ὁ ἔµπορος θά ἀλλοιώσει τήν ζυγαριά. Μέ µιά ἔκφραση ἡ ἁµαρτία θά βρεῖ πρόσφορο ἔδαφος καί ἔτσι θά µπεῖ καί θά θρονιάσει στήν ψυχή. Ὅταν ὅµως ἀντίθετα στήν ψυχή ὑπάρχει ἡ µνήµη τοῦ Θεοῦ, τότε δέν ὑπάρχει χῶρος γιά τόν διάβολο καί τίς µεθοδεῖες του. Ὁ ἅγιος λέγει χαρακτηριστικά: «Ἐκ γάρ τοῦ προσεύχεσθαι περιγίνεται τό µετά Θεοῦ εἶναι, ὁ δέ µετά Θεοῦ ὤν, τοῦ ἀντικειµένου κεχώρισται». Μέ ἁπλά λόγια: «Ὅποιος ζεῖ µαζί µέ τόν Θεό ἔχει ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν διάβολο».

Στήν πρώτη ὁµιλία του ὁ ἅγιος, µετά τόν τονισµό τῆς ἀνάγκης νά γίνεται ἀπό τόν πιστό ἡ προσευχή, ἑστιάζει στά ὀφέλη τοῦ προσευχοµένου ἀνθρώπου λέγοντας: «Ἡ προσευχή εἶναι ὁ συνήγορος γι᾽ αὐτόν πού δικάζεται, ἡ ἄνεση τοῦ φυλακισµένου, ἡ ἀνάπαυση τοῦ κουρασµένου, ἡ παρηγορία τῶν λυπηµένων, ἡ χαρά ὅσων χαίρονται, ἡ καταπράϋνση ὅσων πενθοῦν, τό στεφάνι τοῦ γάµου, ἡ ἑορτή τῆς γέννησης…ἡ θέαση τῶν ἀθεάτων…». Καί συνεχίζει: «Ἡ προσευχή ἔκανε τό κῆτος µιά φιλόξενη οἰκία γιά τόν Ἰωνᾶ καί γιά τούς τρεῖς παῖδες ἐν καµίνῳ ἄλλαξε τήν φλόγα σέ δροσερή αὔρα…». Αὐτά εἶναι λίγα ἀπό τά ἀµέτρητα παραδείγµατα στά ὁποῖα σηµειώνονται οἱ καρποί τῆς προσευχῆς.

Στήν πρώτη ὁµιλία, πού ἀναφερόµαστε, ὁ ἅγιος, σηµειώνει ἀπό τήν µιά πώς δέν πρέπει νά γίνεται ἡ προσευχή ἐνῶ στήν συνέχεια περατώνει τόν λόγο του µέ τίς προτροπές στό πῶς πρέπει νά προσευχόµαστε. Ἡ βαττολογία, ἡ πολυλογία δηλαδή στήν προσευχή, δέν ἐπαινεῖται, ἀφοῦ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει ὅτι κάποιοι νοµίζουν ὅτι ὁ Θεός ὑπολογίζει τήν  µακρά διάρκεια. «Προσευχόµενοι, µή βαττολογήσητε, ὥσπερ οἱ ἐθνικοί. Δοκοῦσι γάρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται». Δέν ταιριάζουν στόν πιστό «ἡ φλυαρία», «ἡ µωρολογία», «τά φλιναφήµατα», καί ἡ φαντασία πού συχνά ἐπισκέπτεται τόν πιστό τήν ὥρα τῆς προσευχῆς γιά νά τόν ταξιδέψει µακριά χάνοντας τόν προορισµό του. Πράγµατι, πόσες φορές προσευχόµενοι ἔχουµε ἀποµακρυνθεῖ ἀπό τήν προσευχή.

Ἀλλά ἐκτός τῆς πολυλογίας καί τῆς φαντασίας, σηµαντικό στοιχεῖο πού δέν πρέπει νά ὑπάρχει στήν προσευχή εἶναι ἡ διάθεσή µας ὁ Θεός νά ἔρθει καί νά ὑπηρετήσει τά πάθη µας. Γιά παράδειγµα ἄν κάποιος ἐχθρεύεται κάποιον καί δέν νιώθει ἄνετα µαζί του παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν τιµωρήσει. Αὐτό εἶναι τραγικό! Αὐτό δηλαδή πού δέν µπορεῖ νά κάνει ὁ ἴδιος, χάριν θεοσέβειας, ζητᾶ νά τό κάνει ὁ Θεός! Εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Θεός ἀποστρέφεται µιά τέτοια προσευχή.

Παρόµοιο ἀποτέλεσµα ἔχουµε ὅταν κάποιος προσεύχεται ὁ Θεός νά εἶναι µαζί του εὔσπλαγχνος καί πρᾶος, ἐνῶ ὁ ἴδιος φέρεται ἀνελέητα καί σκληρά. Μάλιστα, κάποιοι γιά νά στηρίξουν τήν ἐµπαθή αὐτή συµπεριφορά τους ἀναζητοῦν προφητικές περικοπές τίς ὁποῖες ὅµως παρερµηνεύουν. Κάνουν κάτι φοβερό· Ἀναζητοῦν τούς ἁγίους ὡς συνεργούς τους στά πάθη τους. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος: «Καί πολλά τοιαῦτα σποράδην κείµενα ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς ἀναλέγονται, συνιστάµενοι τό δεῖν τῶν ἐναντίων κατεύχεσθαι καί τῆς ἑαυτῶν πικρίας συνεργόν γενέσθαι τοῦ Θεοῦ τήν ἀγαθότητα». Ἄν θέλουµε ὅµως νά ἑρµηνεύσουµε σωστά τούς ἁγίους εἶναι βέβαιο ὅτι δέν ἐπεδίωκαν νά κάνουν κακό σέ κανέναν ἀλλά οἱ λόγοι τους ἀπέβλεπαν πάντοτε στήν διόρθωση τῆς κακίας. Γιά παράδειγµα, ὁ προφήτης Ἰερεµίας ἀπό θερµό θεϊκό ζῆλο ὅταν ὁ βασιλιάς καί οἱ ὑπηκόοι του ἔδειχναν µανία πρός τά εἴδωλα ἀντιδροῦσε µέ σθένος ἀπέναντί τους µέ σκοπό τόν σωφρονισµό ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ. Ὁ σκοπός τῶν προφητῶν καί γενικά τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἀπώλεια τῶν ψυχῶν ἀλλά ἡ ἀποµάκρυνση τους ἀπό τό κακό. Τό κακό δέ αὐτό, ὡς γνωστόν, δέν τό δηµιούργησε ὁ Θεός. Ὁ ἐχθρός εἶναι ἡ ἁµαρτία καί ὄχι ὁ ἁµαρτωλός.

Ἀφοῦ ὁ ἅγιος ἀναφέρθηκε στό πῶς δέν πρέπει νά προσευχόµαστε συνεχίζει στήν δεύτερη ὁµιλία του λέγοντας πῶς πρέπει νά προσευχόµαστε, ἀναλύοντας τήν Κυριακή Προσευχή, τό γνωστό «Πάτερ ἡµῶν».

Ἡ ἀνάλυση πού κάνει εἶναι τµηµατική δηλαδή σέ κάθε φράση ξεχωριστά:

«Πάτερ ἡµῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»

Πόσες φορές ἔχουµε διαβάσει τήν προσευχή αὐτή καί ὅµως συχνά τήν ψυθιρίζουµε µέ βιασύνη καί ἔτσι δέν ἐντρυφοῦµε στά σπουδαῖα θεολογικά νοήµατα καί βιώµατά της. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἑρµηνεύοντας τήν προσευχή αὐτή στέκεται καταρχήν στήν λέξη «Πάτερ». Ἔχουµε ἀναλογιστεῖ ὅτι τόν Θεό τόν ὀνοµάζουµε πατέρα; Πῶς πραγµατικά τολµοῦµε καί τό κάνουµε αὐτό; Μά θά ἀπαντήσει κάποιος ἀφοῦ εἶµαι βαπτισµένος χριστιανός µπορῶ νά λέω τόν Θεό πατέρα. Ὅµως δέν φθάνει νά εἶναι κάποιος βαπτισµένος γιά νά ἀπευθύνεται ἔτσι στόν Θεό· ὀφείλει σ᾽ ὅλη του τήν ζωή, καί σέ αὐτήν τήν καθηµερινότητά του νά ζεῖ ὡς παιδί τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε δέν εἶναι τέκνα Θεοῦ ὅλοι ὅσοι φωνάζουν τόν Θεό πατέρα. Ἄς ἀναφέρουµε ὅµως πῶς ὁ ἱερός πατήρ προσεγγίζει τήν λέξη πατέρα. «Ποιός θά µοῦ δώσει ἐκεῖνα τά φτερά, γιά νά µπορέσω νά πετάξω µέ τόν νοῦ µου στό ὕψος τῶν µεγαλεπήβολων λόγων, ὥστε νά ἐγκαταλείψω ὁλόκληρη τήν γῆ, νά διασχίσω ὅλον τόν ἐνδιάµεσα ἁπλωµένον ἀέρα, νά ἐννοήσω τήν ὀµορφιά τοῦ αἰθέρα, νά φθάσω στ᾽ ἄστρα καί ν᾽ ἀντικρύσω ὅλη τήν τάξη πού ἐπικρατεῖ σ᾽ αὐτά, νά µήν σταθῶ ὅµως οὔτε σ᾽ αὐτά, ἀλλά νά περάσω κι ἀνάµεσά τους καί νά βγῶ ἔξω ἀπό ὅλα ὅσα κινοῦνται καί µεταβάλλονται καί νά βρεθῶ στήν ἀκίνητη φύση, τήν ἀµετακίνητη δύναµη, τήν ἐγκατεστηµένη ἀπό τόν ἑαυτό της…καί ἔτσι ἔπειτα νά τόν ἐπικαλεστῶ µέ τό πολύ οἰκεῖο ὄνοµα καί νά τοῦ πῶ “Πατέρα”». Στήν σηµερινή ἐποχή ἡ λέξη πατέρας ἀκούγετε παράξενα ἀλλά καί ἀνακουφιστικά γιατί ὁ σηµερινός ἄνθρωπος νιώθει ὀρφανός. Νιώθει χαµένος µέσα σ᾽ ἕνα ἄπειρο σύµπαν, σέ ἕναν κόσµο πού τόν βοµβαρδίζουν ἀκόµα ὅτι κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο καί πορεύεται πρός τό µηδέν. Πραγµατικά χρειάζεται δύναµη ψυχῆς γιά νά ἐκφωνηθεῖ ἐνσυνείδητα αὐτή ἡ µοναδική λέξη. Τουλάχιστον γιά νά τήν ἐκφωνήσει κάποιος χρειάζεται αἴσθηµα µετανοίας ὅταν τολµᾶ νά τόν ἀποκαλεῖ Πατέρα ἔστω καί ἄν ἡ ζωή του φανερώνει ὅτι εἶναι «τέκνο ὀργῆς» καί «υἱός ἀπώλειας». Ἀλλά τό σηµαντικό εἶναι ὅτι δέν εἴµαστε ὀρφανοί, δέν εἶναι δυνατόν νά εἴµαστε. Ἔχουµε Πατέρα πού νιάζεται, εἶναι δίπλα µας! Δέν µᾶς ἐγκαταλείπει, µᾶς καταδιώκει καί µάλιστα χωρίς νά µᾶς στερεῖ τήν ἐλευθερία.

Μιά ἀκόµη ἰδέα τοῦ ἁγίου, σχετική µέ τά προηγούµενα, εἶναι ὅτι ὁ ἁµαρτωλός καί µή µετανοηµένος ἄνθρωπος µέ τήν ἐκφώνηση «Πάτερ ἡµῶν» µολύνει µέ τήν ρυπαρή φωνή του τό ἄχραντο ὄνοµά Του. Καί συνεχίζει: «Δέν µπορεῖ νά ὑπάρχει καµµία σχέση µεταξύ καθαροῦ καί ἀκάθαρτου οὔτε φωτός καί σκότους». Πράγµατι, λοιπόν εἶναι τόλµηµα νά ὀνοµάζεις τόν Θεό Πατέρα σου ἄν καί αὐτό ταυτόχρονα ἀποτελεῖ ὑψίστη τιµή γιά τόν καθένα µας ἔστω καί ἄν δέν τό καταλαβαίνουµε. Μεγάλη σηµασία δέ, ἔχει αὐτό τό «ἡµῶν». Ὁ Θεός Πατέρας µᾶς δηλώνει τήν ἕνωση πού ἔχουµε καί µεταξύ µας οἱ ἄνθρωποι. Στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου βλέπω τόν ἀδελφό γιατί µᾶς ἑνώνει ὁ κοινός Πατέρας. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἀδελφός; Ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἴτε νιώθει εἴτε ὄχι αὐτή τήν µοναδική ἰδιότητά του. Σέβοµαι τόν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

«…ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…»

Μετά τό «Πάτερ ἡµῶν» στό ὁποῖο ἀναφερθήκαµε, ἀκολουθεῖ ἡ ἔκφραση «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Δέν µπορεῖ νά ἑρµηνευθεῖ ἡ πρόταση αὐτή µέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται στόν οὐρανό ἀφοῦ ὁ Ἴδιος εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁ οὐρανός ἐδῶ ἔχει τήν ἔννοια τῆς αἰώνιας πατρίδας πού εἶναι καί ὁ κύριος προορισµός µας. Ὁ Θεός µᾶς θυµίζει πάντοτε τήν πατρίδα αὐτή ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά ἀγωνίζονται πνευµατικά γιά νά τήν ἀπολαύσουν. Καί πῶς θά τήν ἀπολαύσουν; Ὁ δρόµος πού θά ἀνεβάσει τήν ἀνθρώπινη φύση σέ αὐτήν τήν κατάσταση εἶναι ἡ ἀποµάκρυνση ἀπό τά πάθη. Δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόµος γιά νά ἑνωθεῖς µέ τόν Θεό. Αὐτή ἡ κατάσταση, στήν γλῶσσα τῶν Πατέρων, ὀνοµάζεται θέωση.

Ὁ δεύτερος λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τελειώνει µέ ἕναν καταπληκτικό τρόπο, τόν ὁποῖο καταγράφουµε ὡς ἀκριβῶς ἔχει: «Ὅταν λοιπόν προσερχόµαστε στόν Θεό, ἄς ἐξετάσουµε πρῶτα τή ζωή µας, ἄν ἔχουµε κάτι πού ν᾽ ἀξίζει τή θεία συγγένεια, κι ἔτσι ἄς τολµήσουµε ἔπειτα τόν λόγον αὐτόν. Γιατί αὐτός πού µᾶς ὅρισε νά τόν ὀνοµάζουµε “Πατέρα”, δέν µᾶς παραχώρησε τήν ἄδεια νά ψευδόµαστε. Αὐτός λοιπόν πού ἔζησε ἀντάξια τῆς θεϊκῆς εὐγένειας, αὐτός ἀτενίζει ὀρθά πρός τήν οὐράνια πόλη καί ὀνοµάζει Πατέρα τόν βασιλιά τῶν οὐρανῶν καί πατρίδα του τήν οὐράνια µακαριότητα. Ποῦ ὁδηγεῖ ὁ σκοπός τῆς συµβουλῆς; Νά σκεφτόµαστε τά ἄνω καί γι᾽ αὐτό εἴµαστε πλασµένοι. Ἡ λέξη ἄνθρωπος αὐτό σηµαίνει κοιτῶ ψηλά, «ἄνω θρώσκω». Ἐκεῖ ψηλά νά βάλουµε τόν θεµέλιο λίθο τοῦ σπιτιοῦ µας. Ἐκεῖ ν᾽ ἀποθέσουµε τούς θησαυρούς µας καί ἐκεῖ νά µεταφέρουµε τήν καρδιά µας. Γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός µας, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά µας. Ὁ ἅγιος προτρέπει νά λείψουν καί ἀπό τή µορφή µας τά πάθη, ὁ φθόνος καί ἡ ἔπαρση. Ὠστόσο, ἄν εἶσαι ἐµπαθής συνεχίζει, λάβε τό θάρρος νά καλέσεις τόν Θεό µέ τό ὄνοµα πού τοῦ πρέπει καί νά τόν ὀνοµάσεις «Πατέρα σου». Θά σέ κοιτάξει µέ µάτια πατρικά, θά σέ ντύσει µέ τήν θεία φορεσιά, θά σέ στολίσει µέ τό δαχτυλίδι, θά ἐφοδιάσει τά πόδια σου µέ ὑποδήµατα γιά τήν πορεία πρός τά ἄνω καί θά σέ ἐγκαταστήσει στήν οὐράνια πατρίδα σου, µέ τήν χάρη τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο πρέπει ἡ δόξα καί ἡ δύναµη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀµήν».

«Ἁγιασθήτω τό ὄνοµά σου,

ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου»

Τί νά σηµαίνει αὐτή ἡ φράση; Ἄν ὁ καθένας µας πεῖ ἤ δέν πεῖ τήν φράση αὐτή δέν θά εἶναι Ἅγιο τό ὄνοµα τοῦ Θεοῦ; Ἤ, τί εἶναι ἐκτός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ; Ὑπάρχει ἔστω καί µιά σπιθαµή γῆς ἤ οὐρανοῦ πού δέν ἀνήκει στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἤ ἀκόµα µπορεῖ νά εἶναι ἐλλιπής ἡ βασιλεία Του καί χρειάζεται κάποια προσθήκη ἁγιότητος; Φυσικά ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐµᾶς γιά τίποτα ἀπό τά παραπάνω. Ἐµεῖς ἔχουµε ἀνάγκη ἀπό Αὐτόν. Ὅµως ἡ ἔκφραση «Ἁγιασθήτω τό ὄνοµά σου» δηλώνει κάτι πολύ σηµαντικό. Ἐάν ὁ πιστός ἄνθρωπος ἀγωνίζεται πνευµατικά καί προοδεύει τότε γίνεται αἰτία γιά νά δοξάζεται τό ὄνοµα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ µέ τήν ἔλλειψη τῆς σωφροσύνης γίνεται αἴτιος γιά τό ἀντίθετο. Ὅταν λοιπόν λέµε τήν ἔκφραση αὐτή στήν προσευχή µας ἐννοοῦµε τόν ἑαυτό µας. Ἁγιαζόµενοι ἐµεῖς θά ἁγιάζεται τό Ὄνοµά Του. Ἔτσι, µακάρι νά ζοῦµε µακριά ἀπό τήν κακία καί κοντά στήν εἰλικρίνεια, στήν σωφροσύνη, στήν ταπεινοφροσύνη καί θά ἔχουµε γιά στόλισµα τῆς ψυχῆς µας τήν σοφία καί τήν σύνεση. Μέ τόν τρόπο αὐτό δοξάζεται ὁ Θεός µέσα ἀπό τό πλάσµα Του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά δοξαστεῖ ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο µέ ἄλλον τρόπο ἐκτός ἄν τήν τυχόν ἀρετή του δέν ἀποδίδει στή θεία δύναµη.

«ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου…»

Μέ τήν φράση αὐτή εὐχόµαστε νά ἔρθει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά ἔρθει καί νά ἐπικρατήσει ὁ παράδεισος πού χάσαµε. Τό νιώθουµε ὅτι ζοῦµε σέ µεταπτωτική κατάσταση, στήν ὁδό τῆς φθορᾶς. Μπλέχτηκε ἡ ἀνθρωπότητα σέ ἕνα τυραννικό καθεστώς πού ὀνοµάστηκε «Κοιλάδα τοῦ Κλαθµῶνος». Εἴµαστε παραδοµένοι στήν ἀσθένεια καί τελικά στόν θάνατο ἐξαιτίας τῶν παθῶν µας. Ἔτσι σωστά κάνουµε ὅταν προσευχόµαστε νά ἔρθει καί νά ζήσουµε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα ἀποτελεῖ τήν φυσική µας ζωή. Εὐχόµαστε νά ἐξαφανιστεῖ ὁ κόσµος τῆς φθορᾶς, ὅπως γίνεται µέ τόν καπνό πού τόν διαλύει ὁ ἀέρας ἤ ὅπως παθαίνει τό κερί ὅταν πλησιάζει στήν φωτιά. Εἶναι λοιπόν ποθητή καί γλυκιά ἡ φωνή τοῦ πιστοῦ πού παρακαλεῖ νά ἔρθει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ µέ τόν ἐρχοµό της θά ἐξαφανιστοῦν οἱ λύπες καί οἱ στεναγµοί.

«Γεννηθήτω τό θέληµά σου,

ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς.

Τόν ἄρτον ἡµῶν τόν ἐπιούσιον

δός ἡµῖν σήµερον…»

Ἡ φράση αὐτή ἀποτελεῖ τήν νοηµατική συνέχεια τῆς προηγουµένης µέ τήν ἑξῆς ἔννοια. Ἀφοῦ τό ἐγωϊστικό θέληµα τοῦ ἀνθρώπου ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν παράδεισο χρειάζεται ἡ ἐναρµόνιση µέ τό θέληµα τοῦ Θεοῦ γιά νά ξανατοποθετηθεῖ καί πάλι σ᾽αὐτόν. Τό δέ θέληµα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ζητᾶµε προσευχόµενοι τό θέληµά Του εἶναι σάν νά παραδεχόµαστε ὅτι δέν ζοῦµε σύµφωνα µέ αὐτό ἀλλά ζοῦµε ἐκεῖ πού µᾶς ὁδηγοῦν τά πάθη. Ἔτσι, ἀπευθείας παραδεχόµαστε τήν πτωτική κατάστασή µας καί πρέπει νά τρέξουµε στήν ἐξοµολόγηση. Αὐτό εἰκονικά µποροῦµε νά τό περιγράψουµε µέ τό παράδειγµα τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους. Δηλαδή, ἄν ἀγωνιζόµαστε νά ἐπικρατήσει µέσα µας τό θέληµα τοῦ Θεοῦ δέν θά ὑπάρχει χῶρος γιά ἴδιον θέληµα. Τό φῶς διώχνει τό σκοτάδι. Καί πῶς θά νιώθουµε ὅταν γίνει τό θέληµά Του; «Ἡ σωφροσύνη θά σβήσει τήν ἀκόλαστη καί ἐµπαθή ὁρµή τῆς διάνοιας· ἡ ταπεινοφροσύνη θά καταναλώσει τήν ἔπαρση· ἡ µετριοπάθεια θά θεραπεύσει τήν νόσο τῆς ὑπερηφάνειας καί τό ἀγαθό τῆς ἀγάπης θά διώξει ἀπό τήν ψυχή πλῆθος στήν σειρά ἀντιπάλων κακῶν· γιατί σ᾽αὐτήν ὑποχωρεῖ τό µίσος, ὁ φθόνος, ἡ µανία, οἱ πράξεις ὀργῆς, τό πάθος τοῦ θυµοῦ, ἡ ἐπιβουλή, ἡ ὑποκρισία, ἡ µνησικακία, ἡ ὄρεξη γι᾽ ἀνταπόδοση τοῦ κακοῦ, τό ξάναµµα τῆς καρδιᾶς, ἡ γεµάτη µίσος µατιά. Τό κοπάδι τῶν κακῶν αὐτῶν ἐξαφανίζεται µέ τό συναίσθηµα τῆς ἀγάπης». Συνοψίζοντας, ἄν γίνεται τό θέληµα τοῦ Θεοῦ θά ἀχρηστευθεῖ τό θέληµα τοῦ διαβόλου καί θά ἐπικρατήσει ἡ τέλεια ἀγάπη.

«ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς…»

Εἶναι πολύ πιθανό µέ τήν φράση αὐτή νά συνδέεται ἡ ζωή τῶν ἐπουρανίων δυνάµεων καί ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων στήν γῆ. Ἡ προσευχή λέει, ὅπως ζοῦν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό νά ζήσουν καί οἱ ἄνθρωποι µεταξύ τους στήν γῆ. Ὅπως ἐκεῖ δέν ὑφίσταται τό κακό καί κυριαρχεῖ ἡ ἀγάπη ἔτσι νά γίνει καί στήν γῆ. Πῶς µπορεῖ νά γίνει ὅµως αὐτό ἀφοῦ οἱ µέν ἄγγελοι δέν ἔχουν σῶµα ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν; Ἡ ἀπάντηση συνδέεται µέ τήν ἐπόµενη φράση:

«Τόν ἄρτον ἡµῶν τόν ἐπιούσιον

δός ἡµῖν σήµερον»

Ὁ ἄγγελος ὡς ἀσώµατος δέν ζητεῖ νά τοῦ χορηγηθεῖ ψωµί γιατί δέν τό χρειάζεται ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτό γιά νά διατηρηθεῖ στήν ζωή. Ἔτσι ὅποιος ἀποβλέπει µόνο στήν ἐξυπηρέτηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσης του καί δέν ζητᾶ τήν τρυφηλή ζωή καί τά περιττά ἀγαθά δέν ὑστερεῖ ἀρκετά ἀπό τόν ἄγγελο. Γι᾽ αὐτό στήν Κυριακή προσευχή ζητοῦµε ψωµί, γιά νά δηλωθεῖ ὅτι ἐπιθυµοῦµε τό ἀναγκαῖο γιά τήν ὕπαρξή µας. Δέν ζητοῦµε οὔτε πλοῦτο, οὔτε πορφύρες, οὔτε χρυσά κοσµήµατα, οὔτε ἀστραφτερά πετράδια, οὔτε κτήµατα, οὔτε ἀρχηγίες καί ἡγεµονίες οὔτε τόσα ἄλλα ἡδονικά ἀλλά µόνο ψωµί. Αὐτό ὅµως δέν εἶναι καθόλου εὔκολη ὑπόθεση. Πρέπει νά εἴµαστε ὅλοι πολύ προσεκτικοί µήπως χωρίς νά τό καταλάβουµε εἰσέλθει µέσα µας τό φίδι τῆς ἡδονῆς καί µάλιστα φωλιάσει στόν χῶρο τῆς ψυχῆς µας. Ἄν τότε δέν τό διώξουµε ἀµέσως ἀπό µέσα µας µπορεῖ νά περιτυλιχθεῖ στήν κοιλιά, νά τήν γεµίσει µέ ὅ,τι ἐπιθυµεῖ καί τότε περνᾶµε στά ὅρια τῆς ἀσέλγειας πού ἀποτελεῖ τό ἔσχατο κακό γιά τούς ἀνθρώπους.

«Σήµερον..»

Πῶς νά ἑρµηνευθεῖ ἡ λέξη «Σήµερον»; Λαµβάνουµε ἀπό αὐτήν ἕνα δύνατό πνευµατικό δίδαγµα σύµφωνα µέ τό ὁποῖο ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ἐφήµερη. Πράγµατι, µόνο τό παρόν ἀνήκει στόν καθένα ἐνῶ τό µέλλον δέν γνωρίζουµε τί θά φέρει. Γιατί ὅµως νά φροντίζουµε καί νά ταλαιπωρούµαστε γιά τά µελλοντικά ἀφοῦ ἡ κάθε ἡµέρα ἀποτελεῖ µιά ἰδιαίτερη καί κοπιαστική µέριµνα γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀπορίας ἄξιον εἶναι ἡ ἀλαζονική συµεριφορά µας θεωρώντας γιά τόν ἑαυτό µας ὅτι θά ζήσουµε στήν παροῦσα ζωή αἰώνια καί ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός γιά νά κατευθύνει τά γεγονότα καί τήν ἱστορία. Εἶναι φανερό ὅτι δέν διδασκόµαστε ἀπό τά πολλά καί καθηµερινά πού συµβαίνουν γύρω µας, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅτι εἴµαστε µικροί καί πεπερασµένοι. Δέν διδασκόµαστε καί ἀπό ἐκεῖνον τόν πλούσιο τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς πού συνεχῶς γκρέµιζε ἀποθῆκες καί οἰκοδοµοῦσε µεγαλύτερες γιά νά ἀποθηκεύει περισσότερα ἐνῶ ὑπῆρχαν δίπλα του πεινασµένοι. Τί κατάφερε; Μέσα σέ µιά νύχτα τά ἔχασε ὅλα! Δέν σκεπτόµαστε ὅτι τά παρόντα θά παρέλθουν καί θά µείνει µόνη της ἡ ψυχή πνι­γµένη στά πάθη σάν µέσα σέ θηλιά. Ἄς προσευχόµαστε γιά τό σήµερα, γιά τόν καθηµερινό ἄρτο, ὁ ὁποῖος ὡς ἔννοια περιλαµβάνει κάθε τι ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο γιά τήν ζωή µας. Ἀλλά αὐτός πού εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖος εἶναι ὁ Θεῖος ἄρτος πού λαµβάνουµε στήν Θεία Εὐχαριστία, καί ἡ εὐχαριστία αὐτή σηµαίνει κατά κύριο λόγο µοίρασµα καί µετοχή µέ τόν ἀδελφό. Καί κάτι ἄλλο σηµαντικό· Ἄς µήν ξεχνοῦµε ὅτι πρῶτα πρέπει νά προσευχόµαστε γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά τά µεριµνήσει κατά τό συµφέρον µας ὁ Χριστός!

Στήν πέµπτη καί τελευταία ὁµιλία του ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Νύσσης ἑρµηνεύει τίς φράσεις:

«Ἄφες ἡµῖν τά ὀφειλήµατα ἡµῶν,

καθώς καί ἡµεῖς ἀφίεµεν τοῖς ὀφειλέταις ἡµῶν.

Καί µή εἰσενέγκῃς ἡµᾶς εἰς πειρασµόν,

ἀλλά ρῦσαι ἡµᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ».

Τό «Πάτερ ἡµῶν», ὅπως καί οἱ µακαρισµοί πού ἐπίσης ἑρµηνεύει µοναδικά ὁ ἅγιος, ἔχουν µιά νοηµατική ἀναγωγική πορεία ἀπό τά ὑψηλά στά ὑψηλότερα. Ἔτσι µέ τήν καταληκτική αὐτή φράση τῆς προσευχῆς φθάνουµε στήν ἀνώτατη κορυφή τῆς ἀρετῆς. Στήν φράση αὐτή προσδιορίζεται πῶς θέλει ὁ Θεός νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος. Πραγµατικά, δίνει τήν ζυγαριά πού χρησιµοποιεῖ στήν παροῦσα ζωή ἀλλά πού εἶναι ἴδια µέ αὐτήν πού θά χρησιµοποιήσει στήν Δεύτερη Παρουσία Του. Αὐτή ἡ ζυγαριά δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἀγάπη. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη ὁµοιάζει µέ τόν ἴδιο τόν Θεό ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη ἔχει τήν δύναµη νά συγχωρεῖ τά παραπτώµατα τῶν ἄλλων. Ἔχει ἀγάπη θεϊκή καί τότε µπορεῖ ὡς εὐεργέτης νά ἀντικρύσει τόν µέγα Εὐεργέτη, ὡς ἀγαθός νά µιλᾶ στόν Ἀγαθό, ὡς φιλάνθρωπος νά προσεύχεται στόν ἀπόλυτα φιλάνθρωπο Θεό.

Τί µᾶς λέει ξεκάθαρα ὁ Θεός; Ὅτι προϋπόθεση γιά τήν ἄφεση τῶν ἁµαρτιῶν µας εἶναι ἡ συγχώρεση τοῦ διπλανοῦ µας. Ἄν συγχωρέσεις θά συγχωρεθεῖς! Αὐτό ἀποτελεῖ τήν µεγαλύτερη καί σηµαντικότερη ἀλήθεια. Δικαίωµα κρίσης στούς γύρω µας δέν ὑπάρχει καί µιά τέτοια προσέγγιση ἀποτελεῖ ὕβρη ἀφοῦ εἶναι σάν νά µπαίνουµε στήν θέση τοῦ Θεοῦ.

Ὅµως τό ὁµολογουµένως δύσκολο ζήτηµα εἶναι πῶς ὁ ἄνθρωπος θά µπορέσει νά συγχωρέσει. Γιά τόν σκοπό αὐτό πολύ σηµαντικό εἶναι νά ἀντιληφθεῖ ὅτι καί ὁ ἴδιος βρίσκεται ὀφειλέτης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ ἅγιος γιά τό θέµα αὐτό ἀπαριθµεῖ, κατά κάποιο τρόπο, τά πληµµελήµατα τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στόν Θεό προκειµένου νά δηµιουργήσει αἴσθηµα µετανοίας λέγοντας:

«Κατά πρῶτον ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἔνοχος τιµωρίας στόν Θεό, γιατί ἀποµακρύνθηκε ἀπό τόν δηµιουργό του καί αὐτοµόλησε στίς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ ἔγινε δραπέτης καί ἀποστάτης ἀπό τόν φυσικό κύριο του. Δεύτερο, γιατί ἀντάλλαξε τήν αὐτεξούσια ἐλευθερία του µέ τήν ὀλέθρια δουλεία τῆς ἁµαρτίας καί προτίµησε, ἀντί νά εἶναι κοντά στόν Θεό, νά ἐξουσιάζεται ἀπό τήν δύναµη τῆς καταστροφῆς». Ἀπό τά παραπάνω καί πολλά ἄλλα, τά ὁποῖα θά µποροῦσαν νά σηµειωθοῦν, γίνεται φανερό ὅτι τό ἀνθρώπινο γένος εἶναι ἔνοχο ἔναντι τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτό καί στήν συνοµιλία µας µέ τόν Θεό θά πρέπει νά τό σκεφτόµαστε αὐτό καί νά προσευχόµαστε µέ ταπείνωση. Αὐτό τό βίωµα τῆς ταπείνωσης ἕλκει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, χαριτώνει καί ἐν τέλει ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀνάµνηση τῶν λαθῶν κρατᾶ τόν ἄνθρωπο σέ ἰσσοροπία. Καί ἄν κάποιος πλανᾶται καί θεωρεῖ ὅτι δέν ἁµάρτησε ποτέ καί ὅτι ἀποτελεῖ φωτεινό παράδειγµα ἀνθρώπου ἄς σκεφθεῖ τά ἑξῆς: «Ποιανοῦ τά µάτια δέν ἁµάρτησαν; Ποιανοῦ δέν εἶναι ἔνοχα τά αὐτιά; Ποιός εἶναι ξένος ἀπό τήν κτηνώδη ἡδονή τοῦ ­λαιµοῦ; ­Ποιός εἶναι καθαρός ἀπό τήν ἁµαρτία τῆς ἀφῆς;…». Ποιός τέλος πάντων µπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνή καρδιά; Ὅλες αὐτές εἶναι ὀφειλές τίς ὁποῖες νά σκεπτόµαστε καί νά παρακαλοῦµε τόν Θεό νά µᾶς τίς ἐξαλείψει.

«Μή εἰσενέγκῃς ἡµᾶς εἰς πειρασµόν,

ἀλλά ρῦσαι ἡµᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ».

Σ᾽αὐτήν τήν τελευταία φράση τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς δίνεται ἕνα ἀπό τά ὀνόµατα τοῦ διαβόλου. Τόν ὀνοµάζει πονηρό και λέει ὅτι αὐτός βρίσκεται συχνά µέσα στίς πλεκτάνες τοῦ κόσµου. Προσευχόµαστε λοιπόν νά ξεφεύγουµε ἀπό τίς παγίδες πού στήνει ὁ διάβολος καί ὅσο πιό µακριά ἀπό αὐτόν βρισκόµαστε τόσο πιό ἀσφαλεῖς εἴµαστε. Γιά νά στηρίξει αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέει: «Εἶναι φοβερή κάποτε ἡ θάλασσα κατά τήν τρικυµία, ὄχι ὅµως καί σ᾽ ὅσους κατοικοῦν µακριά ἀπό αὐτή. Ἡ φωτιά εἶναι καταστρεπτική, ἀλλά γιά τά ξύλα πού θά βρεῖ µπροστά της. Φοβερός ὁ πόλεµος, ἀλλά µόνο γιά ὅσους εἶναι παρατεταγµένοι στό µέτωπο. Ὅπως ὅµως αὐτός πού ἀποφεύγει τίς δυστυχίες ἀπό τά δεινά τοῦ πολέµου εὔχεται νά µήν µπλεχτεῖ στόν πόλεµο καί ὅποιος τρέµει τήν θάλασσα εὔχεται νά µήν βρεθεῖ στήν ἀνάγκη νά ταξιδέψει, ἔτσι καί ὅποιος φοβᾶται τήν προσβολή τοῦ πονηροῦ νά εὔχεται νά µήν βρεθεῖ µπροστά του. Ἐπειδή ὅµως, ὅπως εἴπαµε προηγουµένως, ἡ Γραφή λέει ὅτι ὁ κόσµος βρίσκεται µέσα στόν πονηρό καί οἱ ἀφορµές τῶν πειρασµῶν βρίσκονται µέσα στά πράγµατα τοῦ κόσµου, πολύ σωστά καί ταιριαστά ὅποιος εὔχεται νά σωθεῖ ἀπό τόν πονηρό παρακαλεῖ νά βρεθεῖ µακριά ἀπό τούς πειρασµούς. Δέν θά καταπιεῖ κάποιος τό ἀγκίστρι, ἄν δέν θελήσει νά ἀποσπάσει µέ λαιµαργία τό δόλωµα».

Τέλος, ἀπό τά ὅσα ὁ ἅγιος ἀναφέρει ἑρµηνεύοντας τήν Κυριακή Προσευχή, καταγράψαµε λιγοστά, ὅσα µᾶς ἦταν δυνατόν νά ἀντλήσουµε διότι πράγµατι τά κείµενα τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι θεόπνευστα καί χρειάζεται εἰδικό ἄντληµα, ἔστω καί γιά τήν µεταφορά τους χωρίς ἀπώλειες ἤ ἀλλοιώσεις. Σίγουρα ἡ ἀνάγνωση καί µελέτη τοῦ πρωτοτύπου κειµένου βοηθάει στήν καλύτερη προσέγγισή του. Πάντως, εὐχαριστοῦµε τόν ἅγιο Ἐπίσκοπο Νύσσης γιά ὅσα µᾶς ἔχει παραδώσει µέ τά κείµενά του ἀλλά κυρίως εὐχαριστοῦµε τόν Χριστό πού µᾶς παρέδωσε τήν προσευχή αὐτή καί µᾶς ἔχει χαρίσει τούς ἁγίους πού ἑρµηνεύουν µέ θαυµαστό τρόπο τά θεόπνευστα αὐτά λόγια. Μακάρι ὅλοι µας, πρωί καί βράδυ, µέρα καί νύχτα, σέ χαρά ἤ σέ λύπη νά ψελλίζουµε καρδιακά αὐτήν τήν θεοπαράδοτη προσευχή καί νά ἐµβαθύνουµε στά λόγια της!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου