Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015
Φώτης Κόντογλου - Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων
Ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα πρᾶγμα ἄπιαστο καὶ κατὰ βάθος ἀκατανόητο. Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ μέρα σὲ ἄλλη, ὅπως ἡ παραμόρφωση τοῦ ἄνθρωπου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι. Τὸν καιρὸ τὸν νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν καταλαβαίνουμε σκληρά. Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν καινούργιεψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ φθορά· καὶ τὸν νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ δυνατά, γιατὶ πονᾶμε, κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ χαρά.
Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.
*
Ὁ καιρὸς ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Πρὶν νὰ γίνει ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς θὰ ὑπῆρχε ὁ καιρός, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη τοῦ μυαλοῦ μας, γιατὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ ἀλλάζει κ᾿ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς περνᾷ ὁ καιρός, πῶς ὑπῆρχε ὁ καιρός; Στὸ τίποτα δὲν ὑπάρχει καιρός. Πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἤτανε «σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου» (Γένεσις α´, 2). Σκότος κι ἄβυσσος εἶναι ἔννοιες ποὺ φανερώνουνε τὸ τίποτα, τὴν ἀνυπαρξία. Παρακάτω εἶναι γραμμένο, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀναμέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν, καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία» (Γένεσ. α´, 4-5). Μόλις ἔγινε τὸ φῶς ἄρχισε κι ὁ καιρός, «ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία».
Ἡ θρησκεία μας αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ βλέπουμε τὸν λέγει «παρόντα αἰῶνα». Σ᾿ αὐτὸν τὸν «αἰῶνα» ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἐνῷ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ, ἂν καὶ λέγεται «αἰώνας». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων» (Α´ Κορινθ. β´, 6). Δηλαδή, τοῦτος ὁ κόσμος κι ὅσοι τὸν πιστεύουνε, ἤγουν οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, «καταργοῦνται», φθείρονται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο πεθαίνουνε. Ἐνῶ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» οἱ δίκαιοι θὰ γίνουνε ἄφθαρτοι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἴδιος θεόπνευστος ἀπόστολος λέγει τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω. Πάντες μὲν οὖν κοιμηθησόμεθα, πάντες ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι (Α´ Κορινθ. ιε´, 51). Μιλώντας γιὰ τὴν καταστροφὴ τούτου τοῦ κόσμου, γράφει: «Εἴτε προφητεῖαι καταργηθήσονται, εἴτε γλῶσσαι, παύσονται, εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α´ Κορινθ. ιγ´, 8). Τὸ «τέλειον» θὰ εἶναι ἄφθαρτο, κ᾿ ἡ ἀφθαρσία καταργεῖ τὸν χρόνο. Στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν ὑπάρχει οὔτε γέννα, οὔτε θάνατος.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ εἶναι ἀσύστατες φαντασίες, ποὺ τὶς πιστεύουνε μοναχὰ «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτὰ εἶναι γιὰ λύπη, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἂν ἐλπίζουμε, λέγει, μοναχὰ σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Γιατὶ μὲ ὅποια ἐλπίδα κι ἂν ξεγελασθοῦμε, καὶ μὲ ὅση ἀδιαφορία κι ἂν ἀρματωθοῦμε, θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, τὴ φθορὰ ποὺ μᾶς ζώνει σὰν πλημμύρα ἀπὸ παντοῦ, καὶ θὰ τρομάξουμε.
*
Γύρω μας τὰ πάντα ἀλλάζουνε, μέρα μὲ τὴν μέρα. Τὰ πρόσωπα παραμορφώνουνται, τὰ κορμιὰ σακατεύουνται, τὰ μάτια θολώνουνε, ὅλα βουλιάζουνε μέσα σ᾿ ἕνα βουβὸ χάος. Ἡ φθορά! Καὶ πιὸ ζωηρὰ μᾶς χτυπᾶ αὐτὸ τὸ ξέφτισμα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς κάνει νὰ συλλογισθοῦμε τὴ ματαιότητά μας στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου.
Οἱ Ρωμαῖοι παριστάνανε τὸν πρῶτο μήνα μὲ τὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ἰανοῦ ποὺ εἶχε δυὸ πρόσωπα, ὁποὺ ἤτανε γυρισμένα ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, (κι ἀπ᾿ αὐτό, τὸν βγάλανε Ἰανουάριο). Τὸ ἕνα πρόσωπο ποὺ παρίστανε τὸν περασμένο χρόνο ἤτανε γερασμένο, καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ παρίστανε τὸν καινούργιο χρόνο ἤτανε νεαρό. Οἱ πιὸ πολλοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν πρωτοχρονιά, σᾶς δείχνουνε τὸ νεαρὸ πρόσωπο. Ἐγὼ σᾶς δείχνω τὸ γέρικο. Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς κακοκαρδίσω, ἀλλὰ γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεγελιέται, ἀλλὰ ποὺ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι κερδισμένος, ἐπειδὴ γίνεται πιὸ χριστιανός, δὲν παραδίνεται στὶς ἡδονὲς ποὺ χαλᾶνε τὴν ψυχή του, λιγοστεύει τὸν ἐγωισμό του, συμπονᾶ τοὺς δυστυχισμένους, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀποζητᾶ προστασία κι ἁπλώνει τὰ χέρια του στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἄφθαρτος, ποὺ δίνει τὴν ἀφθαρσία, (Α´ Τιμοθ. α´ 17), ὁ Βράχος (Α´ Κορινθ. ι´, 4), ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος (Ἄποκαλ. β´, 8), ὁ Ῥυόμενος (Ρωμ. ια´, 26), χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες (Ἑβρ. ιγ´, 8), καὶ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ´, 6), «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». (Ἰω. ια´, 25). «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀποκαλ. α´, 8), « Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´, 18), «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. ια´, 26).
Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Χριστὸ δὲν φοβᾶται καὶ δὲν θέλει νὰ ξεγελιέται σὰν τὸ καμηλοπούλι, ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο καὶ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει ὁ κηνυγὸς ποὺ θέλει νὰ τὸ σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀντικρίζει τὴν ἀλήθεια, γιατὶ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστὶν ἀθανασίας πλήρης» (Σολομ.). Ὁ νοῦς του στέκεται ἀτάραχος μέσα στὴ βουβὴ φουρτούνα τοῦ καιροῦ καὶ στὸ ἀσταμάτητο ρεῦμα του, καὶ φέρνει μπροστά του τὶς μυριάδες τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες ποὺ περάσανε καὶ σβήσανε, ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ χάος τῆς ἀνυπαρξίας ὡς τὴ σημερινὴ μέρα, ποὺ καμμιὰ καρδιὰ δὲν τὶς θῦμαται πιά. Ἡ καρδιά του δὲν λιγοψυχᾶ, οὔτε πνίγεται ἡ ψυχή του μέσα στὰ βουβὰ κύματα τῆς φθορᾶς, ἐπειδὴ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἀθανασίας πλήρης». Γιατὶ ὁ Χριστιανὸς πιστεύει πὼς μὲ τὸν Χριστὸ καταργήθηκε ἡ φθορά, καὶ δὲν φοβᾶται τὸ δόντι τοῦ καιροῦ ποὺ τὰ τρώγει ὅλα. Μὲ τὸν Χριστὸ «ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης, τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ, ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η´, 21). Ναί, ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι σκλαβωμένη στὴ φθορά. Κανένα πλάσμα δὲν θέλει νὰ πεθάνει, γιατὶ μέσα στὸ κάθε ἕνα εἶναι ριζωμένη ἡ ἀγάπη τῆς μακροζωίας. Καὶ ὅμως, ὅλα λυώνουνε καὶ χάνουνε τὴν ὄψη τους καὶ γίνουνται χῶμα ἀναίσθητο, κι ἀφανίζεται ἡ τόση λεπτότητα κ᾿ ἡ τόση σοφὴ σύστασή τους. Ἡ ρόδα τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλέθει καὶ τὰ κάνει σκόνη, καὶ λιώνει ὡς κι αὐτὴ τὴ θύμησή τους καὶ τούτη ἡ ἄσπλαχνη ρόδα γυρίζει ἀδιάκοπα, μέρα καὶ νύχτα. Κατὰ τὸ ποίημα τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου:
Ὁ γέρος φθονερὸς
καὶ τῶν ἔργων ἐχθρός
καὶ πάσης μνήμης, ἔρχεται.
Περιτρέχει τὴν θάλασσαν
καὶ τὴν γῆν ὅλην.
Ἀπὸ τὴν στάμναν χύνει
τὰ ρεύματα τῆς λήθης,
καὶ τὰ πάντα ἀφανίζει.
*
Ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἕνας ἴσκιος τῆς φαντασίας. Ὑπάρχει ὁ θάνατος. Στὸν ἄλλον κόσμο, ποὺ θὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, οἱ μακάριες ψυχὲς τῶν δικαίων δὲν θὰ νοιώθουνε τὸν χρόνο. Ἄλλα κι ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ δὲν ἔχει πολὺ ἐξουσία ἀπάνω τους, σὰν νὰ μὴν τὸν νοιώθουνε καὶ πολύ, γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Σολομώντας: «Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἔστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἀμαρτωλῶν μετετέθη. Ἠρπάγη μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ». «Ὁ δίκαιος ἂν ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ τελευτήσει; θά ῾ναι ἀναπαυμένος. Γιατὶ γῆρας τίμιο δὲν εἶναι τὸ νὰ ζήσει κανένας πολὺ κι οὔτε μετριέται μὲ τὰ χρόνια. Ἀλλὰ γεροντικὴ εἶναι ἡ φρονιμάδα στοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἡ ἡλικία εἶναι ἀψεγάδιαστη ζωή. Ἐπειδὴ εὐαρέστησε στὸν Θεόν, ἀγαπήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλούς, πάρθηκε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Ἁρπάχτηκε, μήπως ἡ κακία ἀλλάξει τὴ φρονιμάδα του, εἴτε μήπως ἡ πονηρία ξεγελάσει τὴν ψυχή του. Πεθαίνοντας μὲ λίγα χρόνια σὰν νά ῾ζησε πολλά. Γιατὶ ἤτανε ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ψυχή του· γιὰ τοῦτο βιάσθηκε νὰ φύγει μέσα ἀπὸ τὴν πονηριά. Μὰ οἱ ἄνθρωποι εἴδανε καὶ δὲν καταλάβανε, πὼς ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς διαλεχτούς του, κ᾿ ἡ προστασία του μαζὶ μὲ τοὺς ὁσίους του».
Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.
*
Ὁ καιρὸς ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Πρὶν νὰ γίνει ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς θὰ ὑπῆρχε ὁ καιρός, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη τοῦ μυαλοῦ μας, γιατὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ ἀλλάζει κ᾿ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς περνᾷ ὁ καιρός, πῶς ὑπῆρχε ὁ καιρός; Στὸ τίποτα δὲν ὑπάρχει καιρός. Πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἤτανε «σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου» (Γένεσις α´, 2). Σκότος κι ἄβυσσος εἶναι ἔννοιες ποὺ φανερώνουνε τὸ τίποτα, τὴν ἀνυπαρξία. Παρακάτω εἶναι γραμμένο, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀναμέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν, καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία» (Γένεσ. α´, 4-5). Μόλις ἔγινε τὸ φῶς ἄρχισε κι ὁ καιρός, «ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία».
Ἡ θρησκεία μας αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ βλέπουμε τὸν λέγει «παρόντα αἰῶνα». Σ᾿ αὐτὸν τὸν «αἰῶνα» ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἐνῷ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ, ἂν καὶ λέγεται «αἰώνας». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων» (Α´ Κορινθ. β´, 6). Δηλαδή, τοῦτος ὁ κόσμος κι ὅσοι τὸν πιστεύουνε, ἤγουν οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, «καταργοῦνται», φθείρονται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο πεθαίνουνε. Ἐνῶ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» οἱ δίκαιοι θὰ γίνουνε ἄφθαρτοι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἴδιος θεόπνευστος ἀπόστολος λέγει τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω. Πάντες μὲν οὖν κοιμηθησόμεθα, πάντες ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι (Α´ Κορινθ. ιε´, 51). Μιλώντας γιὰ τὴν καταστροφὴ τούτου τοῦ κόσμου, γράφει: «Εἴτε προφητεῖαι καταργηθήσονται, εἴτε γλῶσσαι, παύσονται, εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α´ Κορινθ. ιγ´, 8). Τὸ «τέλειον» θὰ εἶναι ἄφθαρτο, κ᾿ ἡ ἀφθαρσία καταργεῖ τὸν χρόνο. Στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν ὑπάρχει οὔτε γέννα, οὔτε θάνατος.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ εἶναι ἀσύστατες φαντασίες, ποὺ τὶς πιστεύουνε μοναχὰ «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτὰ εἶναι γιὰ λύπη, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἂν ἐλπίζουμε, λέγει, μοναχὰ σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Γιατὶ μὲ ὅποια ἐλπίδα κι ἂν ξεγελασθοῦμε, καὶ μὲ ὅση ἀδιαφορία κι ἂν ἀρματωθοῦμε, θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, τὴ φθορὰ ποὺ μᾶς ζώνει σὰν πλημμύρα ἀπὸ παντοῦ, καὶ θὰ τρομάξουμε.
*
Γύρω μας τὰ πάντα ἀλλάζουνε, μέρα μὲ τὴν μέρα. Τὰ πρόσωπα παραμορφώνουνται, τὰ κορμιὰ σακατεύουνται, τὰ μάτια θολώνουνε, ὅλα βουλιάζουνε μέσα σ᾿ ἕνα βουβὸ χάος. Ἡ φθορά! Καὶ πιὸ ζωηρὰ μᾶς χτυπᾶ αὐτὸ τὸ ξέφτισμα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς κάνει νὰ συλλογισθοῦμε τὴ ματαιότητά μας στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου.
Οἱ Ρωμαῖοι παριστάνανε τὸν πρῶτο μήνα μὲ τὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ἰανοῦ ποὺ εἶχε δυὸ πρόσωπα, ὁποὺ ἤτανε γυρισμένα ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, (κι ἀπ᾿ αὐτό, τὸν βγάλανε Ἰανουάριο). Τὸ ἕνα πρόσωπο ποὺ παρίστανε τὸν περασμένο χρόνο ἤτανε γερασμένο, καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ παρίστανε τὸν καινούργιο χρόνο ἤτανε νεαρό. Οἱ πιὸ πολλοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν πρωτοχρονιά, σᾶς δείχνουνε τὸ νεαρὸ πρόσωπο. Ἐγὼ σᾶς δείχνω τὸ γέρικο. Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς κακοκαρδίσω, ἀλλὰ γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεγελιέται, ἀλλὰ ποὺ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι κερδισμένος, ἐπειδὴ γίνεται πιὸ χριστιανός, δὲν παραδίνεται στὶς ἡδονὲς ποὺ χαλᾶνε τὴν ψυχή του, λιγοστεύει τὸν ἐγωισμό του, συμπονᾶ τοὺς δυστυχισμένους, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀποζητᾶ προστασία κι ἁπλώνει τὰ χέρια του στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἄφθαρτος, ποὺ δίνει τὴν ἀφθαρσία, (Α´ Τιμοθ. α´ 17), ὁ Βράχος (Α´ Κορινθ. ι´, 4), ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος (Ἄποκαλ. β´, 8), ὁ Ῥυόμενος (Ρωμ. ια´, 26), χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες (Ἑβρ. ιγ´, 8), καὶ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ´, 6), «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». (Ἰω. ια´, 25). «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀποκαλ. α´, 8), « Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´, 18), «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. ια´, 26).
Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Χριστὸ δὲν φοβᾶται καὶ δὲν θέλει νὰ ξεγελιέται σὰν τὸ καμηλοπούλι, ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο καὶ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει ὁ κηνυγὸς ποὺ θέλει νὰ τὸ σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀντικρίζει τὴν ἀλήθεια, γιατὶ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστὶν ἀθανασίας πλήρης» (Σολομ.). Ὁ νοῦς του στέκεται ἀτάραχος μέσα στὴ βουβὴ φουρτούνα τοῦ καιροῦ καὶ στὸ ἀσταμάτητο ρεῦμα του, καὶ φέρνει μπροστά του τὶς μυριάδες τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες ποὺ περάσανε καὶ σβήσανε, ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ χάος τῆς ἀνυπαρξίας ὡς τὴ σημερινὴ μέρα, ποὺ καμμιὰ καρδιὰ δὲν τὶς θῦμαται πιά. Ἡ καρδιά του δὲν λιγοψυχᾶ, οὔτε πνίγεται ἡ ψυχή του μέσα στὰ βουβὰ κύματα τῆς φθορᾶς, ἐπειδὴ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἀθανασίας πλήρης». Γιατὶ ὁ Χριστιανὸς πιστεύει πὼς μὲ τὸν Χριστὸ καταργήθηκε ἡ φθορά, καὶ δὲν φοβᾶται τὸ δόντι τοῦ καιροῦ ποὺ τὰ τρώγει ὅλα. Μὲ τὸν Χριστὸ «ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης, τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ, ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η´, 21). Ναί, ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι σκλαβωμένη στὴ φθορά. Κανένα πλάσμα δὲν θέλει νὰ πεθάνει, γιατὶ μέσα στὸ κάθε ἕνα εἶναι ριζωμένη ἡ ἀγάπη τῆς μακροζωίας. Καὶ ὅμως, ὅλα λυώνουνε καὶ χάνουνε τὴν ὄψη τους καὶ γίνουνται χῶμα ἀναίσθητο, κι ἀφανίζεται ἡ τόση λεπτότητα κ᾿ ἡ τόση σοφὴ σύστασή τους. Ἡ ρόδα τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλέθει καὶ τὰ κάνει σκόνη, καὶ λιώνει ὡς κι αὐτὴ τὴ θύμησή τους καὶ τούτη ἡ ἄσπλαχνη ρόδα γυρίζει ἀδιάκοπα, μέρα καὶ νύχτα. Κατὰ τὸ ποίημα τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου:
Ὁ γέρος φθονερὸς
καὶ τῶν ἔργων ἐχθρός
καὶ πάσης μνήμης, ἔρχεται.
Περιτρέχει τὴν θάλασσαν
καὶ τὴν γῆν ὅλην.
Ἀπὸ τὴν στάμναν χύνει
τὰ ρεύματα τῆς λήθης,
καὶ τὰ πάντα ἀφανίζει.
*
Ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἕνας ἴσκιος τῆς φαντασίας. Ὑπάρχει ὁ θάνατος. Στὸν ἄλλον κόσμο, ποὺ θὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, οἱ μακάριες ψυχὲς τῶν δικαίων δὲν θὰ νοιώθουνε τὸν χρόνο. Ἄλλα κι ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ δὲν ἔχει πολὺ ἐξουσία ἀπάνω τους, σὰν νὰ μὴν τὸν νοιώθουνε καὶ πολύ, γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Σολομώντας: «Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἔστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἀμαρτωλῶν μετετέθη. Ἠρπάγη μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ». «Ὁ δίκαιος ἂν ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ τελευτήσει; θά ῾ναι ἀναπαυμένος. Γιατὶ γῆρας τίμιο δὲν εἶναι τὸ νὰ ζήσει κανένας πολὺ κι οὔτε μετριέται μὲ τὰ χρόνια. Ἀλλὰ γεροντικὴ εἶναι ἡ φρονιμάδα στοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἡ ἡλικία εἶναι ἀψεγάδιαστη ζωή. Ἐπειδὴ εὐαρέστησε στὸν Θεόν, ἀγαπήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλούς, πάρθηκε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Ἁρπάχτηκε, μήπως ἡ κακία ἀλλάξει τὴ φρονιμάδα του, εἴτε μήπως ἡ πονηρία ξεγελάσει τὴν ψυχή του. Πεθαίνοντας μὲ λίγα χρόνια σὰν νά ῾ζησε πολλά. Γιατὶ ἤτανε ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ψυχή του· γιὰ τοῦτο βιάσθηκε νὰ φύγει μέσα ἀπὸ τὴν πονηριά. Μὰ οἱ ἄνθρωποι εἴδανε καὶ δὲν καταλάβανε, πὼς ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς διαλεχτούς του, κ᾿ ἡ προστασία του μαζὶ μὲ τοὺς ὁσίους του».
Στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου
Καθὼς ὁ ἕνας χρόνος διαδέχεται τὸν ἄλλον σᾶς μιλοῦσα γιὰ τὴν νέα χρονιὰ ποὺ ἐρχόταν παρομοιάζοντάς την μὲ μιὰ πεδιάδα πού, ἀκηλίδωτη, ἁγνή, εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ χιόνι, καὶ ζητοῦσα νὰ δώσετε προσοχὴ στὸ γεγονὸς ὅτι πρέπει νὰ βαδίζουμε μὲ ὑπευθυνότητα ἐκεῖ ποὺ ἁπλώνεται τὸ λευκὸ τοπίο ποὺ εἶναι ἀκόμα παρθένο, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ βαδίζουμε, θὰ ὑπάρχει μιὰ ὁδὸς ποὺ θὰ τὸ διασχίζει, ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἢ βήματα πλανεμένα ποὺ μοναχὰ θὰ λερώνουν τὴν λευκότητα τοῦ χιονιοῦ. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει νὰ ξεχάσουμε τούτη τὴ χρονιὰ περισσότερο ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές, εἶναι ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι ποὺ περιβάλλει, καλύπτει τούτη τὴ λευκότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἄγνωστο τοπίο, ὅπως ἕνας τροῦλος, ἕνα σκοτάδι μὲ λίγα ἢ πολλὰ ἀστέρια, πλὴν ὅμως ἕνα σκοτάδι θολό, ἐπικίνδυνο καὶ τρομακτικό. Βγαίνουμε ἀπὸ μία χρονιά, ὅπου ὅλοι μας ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τὸ σκοτάδι ὅπου εἶναι ἀκόμαδιαδεδομένη ἡ βία καὶ ἡ σκληρότητα.
Πῶς θὰ συναντήσουμε τὴ νέα χρονιά; Θὰ ἦταν ἀφελὲς καὶ πολὺ ἀντιχριστιανικό, νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προστατέψει, νὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο εἰρήνης, ἐνῶ γύρω μας δὲν ὑπάρχει εἰρήνη. Ὑπάρχει διαμάχη, ἔνταση, ἀποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε γιὰ μᾶς εἰρήνη, ὅταν αὐτὴ ἡ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν δὲν ἔρχεται σὰν ἀκτίνες φωτὸς νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι. Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τοῦτα τὰ λόγια προφέρονται σπάνια: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, σὰν εὐχὴ γιὰ τὸν νέο χρόνο καὶ σὲ στιγμὲς ὅπου ἑνώνεται χρόνος καὶ αἰωνιότητα, ὅταν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν αἰωνιότητα συνυφασμένη μὲ τὸν χρόνο. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης. Καὶ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, πρέπει νὰ πάρουμε θέση. Ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι γίνονται πόλεμοι ἢ φῆμες ποὺ μιλοῦν γιὰ πολέμους, μὴν πανικοβληθῆτε»· σηκῶστε ψηλὰ τὰ κεφάλια, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ διστακτικότητα, δειλία καὶ φόβο, ποὺ εἶναι ὅλα γεννήματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ μέριμνα ἀγγίζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιθυμήσει νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὸν Κύριο, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δίκη, καὶ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου Ἀποστόλου ποὺ μᾶς λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς. Στὸν σημερινὸ κόσμο, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δικαστοῦμε καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε, ἴσως μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ μήπως χάσουμε τὴν πίστη μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μείνουμε ἀκλόνητοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κοιτάξουμε πίσω τὴν προηγούμενη χρονιά, τὰ λόγια της λιτανείας μᾶς χτυποῦν καὶ μᾶς κατηγοροῦν. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅσα ἔχουμε κάνει ἢ ὅσα ἔμειναν ἀτέλειωτα τὴν χρονιὰ ποὺ πέρασε. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι· εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας.
Μποροῦμε πράγματι νὰ μετανοήσουμε ἐπειδὴ ποιὸς θὰ ἔλεγε, βλέποντάς μας, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς, «Δεῖτε πῶς ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θὰ ἔλεγε ὅτι κατέχουμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς πηγαίνει πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση, ποὺ προκαλεῖ τὸν καθένα νὰ ἀναρωτηθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό; Ποιὸς τοὺς τὸ ἔδωσε; Πῶς μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν δοκιμασία; Καὶ ἂν θέλουμε τούτη τὴ χρονιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, τῆς Χριστιανικῆς μας κλήσης, τοῦ ἁγίου ὀνόματος τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει χωριστὰ καὶ σὰν ἕνα σῶμα νὰ γίνουμε γιὰ ὅλους, γιὰ τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἴσως νὰ μᾶς χρειάζεται, ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὸ τί μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.
Στὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου εἰπώθηκε κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε ξανὰ κάθε νέο χρόνο. Στὸ μήνυμά του πρὸς τὸ Ἔθνος διαβάζει ἕνα ἀπόσπασμα: « Εἶπα στὸν ἄνθρωπο ποὺ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου: δῶσε μου ἕνα φῶς γιὰ νὰ πορευτῶ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸ ἄγνωστο, καὶ ἀπάντησε: πήγαινε ἔξω στὸ φῶς καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶναι καλύτερο γιὰ σένα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φῶς καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἕναν συνηθισμένο δρόμο.»
Αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε, καὶ ἴσως σήμερα νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση, μιὰ ἀπόφαση νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὴν κλήση μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν Νέα Χρονιὰ μὲ κουράγιο. Ἀμήν.
Πῶς θὰ συναντήσουμε τὴ νέα χρονιά; Θὰ ἦταν ἀφελὲς καὶ πολὺ ἀντιχριστιανικό, νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προστατέψει, νὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο εἰρήνης, ἐνῶ γύρω μας δὲν ὑπάρχει εἰρήνη. Ὑπάρχει διαμάχη, ἔνταση, ἀποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε γιὰ μᾶς εἰρήνη, ὅταν αὐτὴ ἡ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν δὲν ἔρχεται σὰν ἀκτίνες φωτὸς νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι. Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τοῦτα τὰ λόγια προφέρονται σπάνια: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, σὰν εὐχὴ γιὰ τὸν νέο χρόνο καὶ σὲ στιγμὲς ὅπου ἑνώνεται χρόνος καὶ αἰωνιότητα, ὅταν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν αἰωνιότητα συνυφασμένη μὲ τὸν χρόνο. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης. Καὶ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, πρέπει νὰ πάρουμε θέση. Ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι γίνονται πόλεμοι ἢ φῆμες ποὺ μιλοῦν γιὰ πολέμους, μὴν πανικοβληθῆτε»· σηκῶστε ψηλὰ τὰ κεφάλια, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ διστακτικότητα, δειλία καὶ φόβο, ποὺ εἶναι ὅλα γεννήματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ μέριμνα ἀγγίζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιθυμήσει νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὸν Κύριο, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δίκη, καὶ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου Ἀποστόλου ποὺ μᾶς λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς. Στὸν σημερινὸ κόσμο, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δικαστοῦμε καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε, ἴσως μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ μήπως χάσουμε τὴν πίστη μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μείνουμε ἀκλόνητοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κοιτάξουμε πίσω τὴν προηγούμενη χρονιά, τὰ λόγια της λιτανείας μᾶς χτυποῦν καὶ μᾶς κατηγοροῦν. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅσα ἔχουμε κάνει ἢ ὅσα ἔμειναν ἀτέλειωτα τὴν χρονιὰ ποὺ πέρασε. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι· εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας.
Μποροῦμε πράγματι νὰ μετανοήσουμε ἐπειδὴ ποιὸς θὰ ἔλεγε, βλέποντάς μας, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς, «Δεῖτε πῶς ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θὰ ἔλεγε ὅτι κατέχουμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς πηγαίνει πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση, ποὺ προκαλεῖ τὸν καθένα νὰ ἀναρωτηθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό; Ποιὸς τοὺς τὸ ἔδωσε; Πῶς μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν δοκιμασία; Καὶ ἂν θέλουμε τούτη τὴ χρονιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, τῆς Χριστιανικῆς μας κλήσης, τοῦ ἁγίου ὀνόματος τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει χωριστὰ καὶ σὰν ἕνα σῶμα νὰ γίνουμε γιὰ ὅλους, γιὰ τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἴσως νὰ μᾶς χρειάζεται, ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὸ τί μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.
Στὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου εἰπώθηκε κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε ξανὰ κάθε νέο χρόνο. Στὸ μήνυμά του πρὸς τὸ Ἔθνος διαβάζει ἕνα ἀπόσπασμα: « Εἶπα στὸν ἄνθρωπο ποὺ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου: δῶσε μου ἕνα φῶς γιὰ νὰ πορευτῶ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸ ἄγνωστο, καὶ ἀπάντησε: πήγαινε ἔξω στὸ φῶς καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶναι καλύτερο γιὰ σένα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φῶς καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἕναν συνηθισμένο δρόμο.»
Αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε, καὶ ἴσως σήμερα νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση, μιὰ ἀπόφαση νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὴν κλήση μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν Νέα Χρονιὰ μὲ κουράγιο. Ἀμήν.
Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος
Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Ρώμη, από ευγενή οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία και τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ' αυτή τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της χριστιανικής αγάπης. Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ' αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε τη δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό. Με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. Αλλά ο θάνατός του, κίνησε τη μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε τη μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα. Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (945 μ.Χ.), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 - 976 μ.Χ.), ο Ρωμανός ο Γ' (1028 - 1034 μ.Χ.), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του αγίου Ζωτικού.
Οσία Μελάνη η Ρωμαία
Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος - Χριστὸς γεννᾶται
Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καί, ἵν᾿ ἀμφότερα συνελὼν εἴπω, Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, διὰ τὸν ἐπουράνιον, εἶτα ἐπίγειον.
Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν: Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται. Ὁ Λόγος παχύνεται. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται. Ὁ ἄχρονος ἄρχεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8)
Ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ Πνεύματος· ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκαν, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.
Ὁ Χριστὸς γεννιέται, δοξάσατε. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ συναντῆστε (τον). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὴν γῆ ὑψωθεῖτε. Τραγουδῆστε γιὰ τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ καὶ νὰ γιὰ νὰ πῶ καὶ τὰ δυὸ μαζί: Νὰ εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ νὰ ἀγαλλιάσει ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ἔπειτα ἐπίγειο.
Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάξω τὴν δύναμη (σημασία) τῆς ἡμέρας: Ὁ ἄσαρκος σαρκώνεται. Ὁ Λόγος γίνεται ὑλικός. Ὁ ἀόρατος ὀρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφιέται. Ὁ ἄχρονος ἀρχίζει, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα ὁ ἴδιος καὶ στοὺς αἰῶνες».
Ἕνα (πρόσωπο) ἀπὸ δυὸ ἀντίθετα (φύσεις), σάρκα (ἀνθρώπινη φύση) καὶ Πνεῦμα (Θεία φύση). Ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μιὰ (ἡ Θεία) ἐθέωσε, καὶ ἡ ἄλλη (ἡ ἀνθρώπινη) ἐθεώθηκε. Ὢ τῆς καινούριας μίξεως! Ὢ τῆς παραδόξου συνθέσεως! Ὁ Ὧν δημιουργεῖται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται διὰ μέσου νοερῆς ψυχῆς ποὺ μεσιτεύει στὴν Θεότητα καὶ (διὰ μέσου) τῆς ὑλικότητας τῆς σάρκας. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει. Ἐπειδὴ πτωχεύει (λαμβάνοντας) τὴν δική μου σάρκα, γιὰ νὰ πλουτήσω ἐγὼ ἀπὸ τὴν δική του Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης ἀδειάζει, ἐπειδὴ ἀδειάζει ἀπὸ τὴν δόξα του γιὰ λίγο, γιὰ νὰ μεταλάβω ἐγὼ ἀπὸ τὴν πληρότητά του. Ποιὸς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητας; Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο (ποὺ ἔγινε) γιὰ μένα; Μετάλαβα τὴν εἰκόνα (του) καὶ δὲν τὴν ἐφύλαξα. Μεταλαμβάνει τὴν δική μου σάρκα, καὶ γιὰ νὰ σώσει τὴν εἰκόνα καὶ γιὰ νὰ ἀθανατήσει τὴν σάρκα. Δεύτερη πραγματοποιεῖ κοινωνία, πολὺ παραδοξότερη τῆς πρώτης (τῆς δημιουργίας). Τότε μετέδωσε τὸ καλύτερο (τὴν εἰκόνα του), ἐνῷ τώρα μεταλαμβάνει τὸ χειρότερο (τὴν σάρκα μου). Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὸ προηγούμενο θεοπρεπέστερο. Αὐτὸ εἶναι σὲ ὅσους ἔχουν νοῦ ὑψηλότερο.
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθηκε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ...» Μ᾿ ἕνα λόγο: Ἂς εὐφραίνωνται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἂς ἀγάλλεται ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ποὺ κατόπιν ἔγινε ἐπίγειος. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀγαλλιᾶσθε μὲ τρόμο καὶ χαρά. Μὲ τρόμο γιὰ τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ μὲ χαρὰ γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας...
Πάλι διαλύεται τὸ σκοτάδι, πάλι ὑπάρχει τὸ φῶς. Πάλι τιμωρεῖται μὲ σκοτάδι ἡ Αἴγυπτος καὶ πάλι ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς φωτίζεται μὲ τὸν πύρινο στύλο. Ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ἂς δὴ τὸ μεγάλο φῶς τῆς θεογνωσίας. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά». Τὸ νεκρὸ γράμμα ὑποχωρεῖ. Τὸ πνεῦμα ἐπικρατεῖ. Οἱ σκιὲς τοῦ νόμου περνοῦν. Ἡ ἀλήθεια θριαμβεύει. Ὁ Μελχισεδέκ, ποὺ ἦταν ἕνας τύπος, τώρα δείχνει ποιὸν προεσήμαινε, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Αὐτός, ποὺ ὡς Θεὸς δὲν ἔχει μητέρα, γεννιέται χωρὶς πατέρα. Γιατί στὸν Δημιουργό της φύσεως δὲν ἰσχύουν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ὅλα τὰ ἔθνη χειροκροτῆστε, γιατί «παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ αὐτοῦ καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος». Ἂς φωνάζῃ δυνατὰ ὁ Ἰωάννης Βαπτιστής: «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάζω τὴν δύναμη καὶ τὴ σημασία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας (τῶν Χριστουγέννων).
Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος, τώρα λαμβάνει ἀρχή. Αὐτὸς ποὺ εἶναι αὐθύπαρκτος, δημιουργεῖται. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄπειρος, χωρεῖται στὴν περιορισμένη ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει μὲ τὰ ἀγαθά Του τὸν κόσμο, γίνεται φτωχὸς, παίρνοντας ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ νὰ πλουτίσω ἐγὼ μὲ τὴν θεότητά Του. Ποιὸς μπορεῖ νὰ παραστήσει πόσος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητός Του; Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀστέρα τρέξε καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Μάγους φέρε Του γιὰ δῶρα, χρυσὸ καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Τίμησέ Τον ὡς Βασιλέα καὶ Θεὸ καὶ ὡς Λυτρωτή, ποὺ νεκρώθηκε γιὰ σένα. Μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες δόξασέ Τον, μὲ τοὺς ἀγγέλους ὕμνησέ Τον, μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἂς εἶναι κοινὴ ἡ πανήγυρις τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων δυνάμεων...»
Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν: Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται. Ὁ Λόγος παχύνεται. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται. Ὁ ἄχρονος ἄρχεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8)
Ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ Πνεύματος· ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκαν, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.
Ὁ Χριστὸς γεννιέται, δοξάσατε. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ συναντῆστε (τον). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὴν γῆ ὑψωθεῖτε. Τραγουδῆστε γιὰ τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ καὶ νὰ γιὰ νὰ πῶ καὶ τὰ δυὸ μαζί: Νὰ εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ νὰ ἀγαλλιάσει ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ἔπειτα ἐπίγειο.
Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάξω τὴν δύναμη (σημασία) τῆς ἡμέρας: Ὁ ἄσαρκος σαρκώνεται. Ὁ Λόγος γίνεται ὑλικός. Ὁ ἀόρατος ὀρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφιέται. Ὁ ἄχρονος ἀρχίζει, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα ὁ ἴδιος καὶ στοὺς αἰῶνες».
Ἕνα (πρόσωπο) ἀπὸ δυὸ ἀντίθετα (φύσεις), σάρκα (ἀνθρώπινη φύση) καὶ Πνεῦμα (Θεία φύση). Ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μιὰ (ἡ Θεία) ἐθέωσε, καὶ ἡ ἄλλη (ἡ ἀνθρώπινη) ἐθεώθηκε. Ὢ τῆς καινούριας μίξεως! Ὢ τῆς παραδόξου συνθέσεως! Ὁ Ὧν δημιουργεῖται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται διὰ μέσου νοερῆς ψυχῆς ποὺ μεσιτεύει στὴν Θεότητα καὶ (διὰ μέσου) τῆς ὑλικότητας τῆς σάρκας. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει. Ἐπειδὴ πτωχεύει (λαμβάνοντας) τὴν δική μου σάρκα, γιὰ νὰ πλουτήσω ἐγὼ ἀπὸ τὴν δική του Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης ἀδειάζει, ἐπειδὴ ἀδειάζει ἀπὸ τὴν δόξα του γιὰ λίγο, γιὰ νὰ μεταλάβω ἐγὼ ἀπὸ τὴν πληρότητά του. Ποιὸς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητας; Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο (ποὺ ἔγινε) γιὰ μένα; Μετάλαβα τὴν εἰκόνα (του) καὶ δὲν τὴν ἐφύλαξα. Μεταλαμβάνει τὴν δική μου σάρκα, καὶ γιὰ νὰ σώσει τὴν εἰκόνα καὶ γιὰ νὰ ἀθανατήσει τὴν σάρκα. Δεύτερη πραγματοποιεῖ κοινωνία, πολὺ παραδοξότερη τῆς πρώτης (τῆς δημιουργίας). Τότε μετέδωσε τὸ καλύτερο (τὴν εἰκόνα του), ἐνῷ τώρα μεταλαμβάνει τὸ χειρότερο (τὴν σάρκα μου). Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὸ προηγούμενο θεοπρεπέστερο. Αὐτὸ εἶναι σὲ ὅσους ἔχουν νοῦ ὑψηλότερο.
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθηκε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ...» Μ᾿ ἕνα λόγο: Ἂς εὐφραίνωνται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἂς ἀγάλλεται ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ποὺ κατόπιν ἔγινε ἐπίγειος. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀγαλλιᾶσθε μὲ τρόμο καὶ χαρά. Μὲ τρόμο γιὰ τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ μὲ χαρὰ γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας...
Πάλι διαλύεται τὸ σκοτάδι, πάλι ὑπάρχει τὸ φῶς. Πάλι τιμωρεῖται μὲ σκοτάδι ἡ Αἴγυπτος καὶ πάλι ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς φωτίζεται μὲ τὸν πύρινο στύλο. Ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ἂς δὴ τὸ μεγάλο φῶς τῆς θεογνωσίας. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά». Τὸ νεκρὸ γράμμα ὑποχωρεῖ. Τὸ πνεῦμα ἐπικρατεῖ. Οἱ σκιὲς τοῦ νόμου περνοῦν. Ἡ ἀλήθεια θριαμβεύει. Ὁ Μελχισεδέκ, ποὺ ἦταν ἕνας τύπος, τώρα δείχνει ποιὸν προεσήμαινε, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Αὐτός, ποὺ ὡς Θεὸς δὲν ἔχει μητέρα, γεννιέται χωρὶς πατέρα. Γιατί στὸν Δημιουργό της φύσεως δὲν ἰσχύουν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ὅλα τὰ ἔθνη χειροκροτῆστε, γιατί «παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ αὐτοῦ καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος». Ἂς φωνάζῃ δυνατὰ ὁ Ἰωάννης Βαπτιστής: «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάζω τὴν δύναμη καὶ τὴ σημασία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας (τῶν Χριστουγέννων).
Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος, τώρα λαμβάνει ἀρχή. Αὐτὸς ποὺ εἶναι αὐθύπαρκτος, δημιουργεῖται. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄπειρος, χωρεῖται στὴν περιορισμένη ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει μὲ τὰ ἀγαθά Του τὸν κόσμο, γίνεται φτωχὸς, παίρνοντας ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ νὰ πλουτίσω ἐγὼ μὲ τὴν θεότητά Του. Ποιὸς μπορεῖ νὰ παραστήσει πόσος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητός Του; Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀστέρα τρέξε καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Μάγους φέρε Του γιὰ δῶρα, χρυσὸ καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Τίμησέ Τον ὡς Βασιλέα καὶ Θεὸ καὶ ὡς Λυτρωτή, ποὺ νεκρώθηκε γιὰ σένα. Μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες δόξασέ Τον, μὲ τοὺς ἀγγέλους ὕμνησέ Τον, μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἂς εἶναι κοινὴ ἡ πανήγυρις τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων δυνάμεων...»
Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο
Κεφάλαιο γ´. Περὶ τῆς τοῦ Λόγου Σαρκώσεως
καὶ κατὰ τίνα τρόπον δι᾿ ὑμᾶς ἐσαρκώθη.
Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ τὴν ἀπόῤῥητη γέννησή του ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενο Μαρία καὶ νὰ κατανοήσουμε καλὰ τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ γένους μας τὸ κρυμμένο πρὸ τῶν αἰώνων (Ἐφεσίους 3:9), θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἑξῆς γνωστὴ εἰκόνα:
Κατὰ τὴν δημιουργία τῆς προμήτορος Εὔας ὁ Θεὸς πῆρε τὴν ἔμψυχη πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσε σὲ γυναῖκα, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐμφύσησε σ᾿ αὐτὴν πνοὴ ζωῆς καθὼς καὶ στὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τὸ μέρος ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν σάρκα του τὸ τελειοποίησε σὲ ὁλόκληρο σῶμα γυναικός, τὴν δὲ ἀπαρχὴ τοῦ πνεύματος ποὺ ἔλαβε μαζὶ μὲ τὴν ἔμψυχη σάρκα τὴν τελειοποίησε σὲ ψυχὴ ζωντανὴ δημιουργώντας μὲ τὰ δυὸ μαζὶ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ πλαστουργὸς καὶ κτίστης Θεὸς πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρία ἔμψυχη σάρκα σὰν ζύμη καὶ μικρὴ ἀπαρχὴ ἀπὸ τὸ φύραμα τῆς φύσεώς μας - δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζὶ - καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν δική του ἀκατάληπτη καὶ ἀπρόσιτη Θεότητα. Ἢ μᾶλλον ἕνωσε πραγματικὰ ὅλη τὴν ὑπόσταση τῆς Θεότητός του μὲ τὴν δική μας φύση, τὴν ἔσμιξε ἄμικτα μ᾿ αὐτὴ καὶ τὴν ἔκανε ἅγιο ναό του. Ἔτσι ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀδὰμ ἔγινε ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τέλειος ἄνθρωπος.
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἔπλασε τὴν γυναῖκα, ἔτσι, ἀφοῦ δανείστηκε τὴν σάρκα ἀπὸ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μαρία καὶ τὴν ἔλαβε χωρὶς σπορά, γεννήθηκε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν πρωτόπλαστο. Ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παράβαση ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς γεννήσεώς μας στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας μὲ τὴν ἐκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναγεννήσεώς μας στὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ θεῖος Παῦλος ὅταν λέει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὴ γῆ χοϊκός. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁ Κύριος, εἶναι ἐπουράνιος. Ὅ,τι λογῆς ἦταν ὁ χοϊκὸς τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι οἱ χοϊκοὶ καὶ ὅ,τι λογῆς εἶναι ὁ ἐπουράνιος τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ἐπουράνιοι δι᾿ αὐτοῦ.»
(Α´ Κορ. ιε´ 47-48). Καὶ πάλι: «Ἡ ἀπαρχὴ εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.» (Α´ Κορ. ιε´ 23).
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅμοιος μέ μᾶς σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τὴν Θεότητά του λόγω τῆς πίστης μας σ᾿ αὐτὸν καὶ μᾶς καθιστὰ συγγενεῖς του κατὰ τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τὸ νέο καὶ παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε ἀπὸ μᾶς σάρκα, ποὺ δὲν εἶχε ἐκ φύσεως καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἦταν. Ἀπὸ τότε μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὴν Θεότητά του - τὴν ὁποία κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκτήσει - καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται θεοὶ κατὰ χάρη καὶ θέση, ποὺ δὲν ἦταν. Ἔτσι χαρίζει σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἐξουσία νὰ γίνονται τέκνα Θεοῦ (κατὰ Ἰωάννην 1:12) γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγιναν καὶ πάντοτε θὰ γίνονται καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψουν νὰ γίνονται. Ἄκουσε καὶ τὸν θεῖο Παῦλο ποὺ παρακινεῖ σ᾿ αὐτό: «Ὅπως φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἂς φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου.» (Α´ Κορινθίους 15:49).
Ὁ Θεὸς λοιπὸν τοῦ παντὸς μὲ τὴν σωματική του παρουσία στὴν γῆ ἦλθε γιὰ νὰ ἀναπλάσει καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ εὐλογήσει ὅλη τὴν κτίση ποὺ ἐπέσυρε ἐπάνω της τὴν κατάρα ἐξαιτίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πρῶτα ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ ἔλαβε καὶ ἀφθαρτώντας την τὴν θέωσε, ἐνῶ τὸ ἄχραντο σῶμα του, ἂν καὶ τὸ θέωσε, ὅμως τὸ κρατοῦσε ἀκόμη φθαρτὸ καὶ ὑλικό. Γιατὶ τὸ σῶμα ποὺ τρώει καὶ πίνει, κοπιάζει καὶ ἱδρώνει, δένεται καὶ σέρνεται, ὑψώνεται στὸν σταυρὸ καὶ καρφώνεται, εἶναι βέβαια φθαρτὸ καὶ ὑλικό, ἀφοῦ μάλιστα πέθανε καὶ τοποθετήθηκε νεκρὸ στὸ μνημεῖο. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασή του συνανέστησε καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἄφθαρτο, πνευματικό, ὅλο θεῖο καὶ ἄυλο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν συνέτριψε τὶς σφραγῖδες τοῦ μνήματος, εἰσερχόταν δὲ καὶ ἐξερχόταν ἐλεύθερα μέσα ἀπὸ τὶς κλειστὲς πόρτες.
Ἀλλὰ γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ δὲν ἔκανε ἀμέσως καὶ τὸ σῶμα πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτο; ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδὰμ τρώγοντας τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ εὐθὺς μὲν μὲ τὴν παράβαση πέθανε κατὰ τὴν ψυχή, ἐνῷ κατὰ τὸ σῶμα ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς πρῶτα ἀνέστησε καὶ ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ τιμωρήθηκε μὲ τὸ ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, ἔπειτα δὲ οἰκονόμησε νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸ σῶμα τὴν ἀφθαρσία διὰ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὸ ποὺ διὰ τοῦ θανάτου ἐπέστρεφε στὴν γῆ κατὰ τὴν ἀρχαία ἀπόφαση. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ κατέβηκε στὸν ᾅδη ἐλευθερώνοντας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἐκεῖ φυλακισμένων ἁγίων καὶ τὶς κατέταξε σὲ τόπο ἀναπαύσεως καὶ ἀνεσπέρου φωτός. Τὰ σώματά τους ὅμως δὲν τὰ ἀνέστησε, ἀλλὰ τὰ ἄφησε στοὺς τάφους μέχρι τὴν κοινὴ ἀνάσταση.
Τὸ μυστήριο λοιπὸν αὐτὸ ποὺ συντελέστηκε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο τὸ ἴδιο γινόταν καὶ σὲ κάθε ἅγιο καὶ γίνεται ἀδιαλείπτως μέχρι σήμερα σὲ κάθε πιστό. Γιατὶ λαμβάνοντας τὸ πνεῦμα τοῦ Δεσπότη καὶ Θεοῦ μας συμμετέχουμε στὴν θεότητά του, τρώγοντας δὲ τὴν πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ συγγενεῖς του, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ θεῖος Παῦλος βεβαιώνει: «Εἴμαστε ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του καὶ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του» (Ἐφεσίους 5:30) καὶ ἀλλοῦ: «ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς θεότητός του ὅλοι ἐμεῖς λάβαμε ἀλλεπάλληλες δωρεές» (κατὰ Ἰωάννην 1:16 καὶ Κολασσαεῖς 2:9). Ἔτσι γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ Δεσπότη μας ἀνακαινισμένοι στὴν ψυχή, ἄφθαρτοι καὶ ἀναστημένοι ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμαστε. Τότε βλέπουμε αὐτὸν ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ὅμοιός μας καὶ βλεπόμαστε ἀπ᾿ αὐτόν, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε ὅμοιοί του, ὅπως κάποιος βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ πρόσωπο τοῦ φίλου του καὶ διαλέγεται μ᾿ αὐτὸν καὶ συνομιλεῖ καὶ ἀκούει τὴν φωνή του.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι καὶ οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ τωρινοὶ πνευματικὰ βλέποντες δὲν βλέπουν σχῆμα ἢ εἶδος ἢ ὁμοίωμα, ἀλλὰ φῶς ἀσχημάτιστο, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι φῶς ἐκ τοῦ φωτός, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἂν καὶ φτάνουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὰ σώματά τους δὲν γίνονται ἀμέσως ἄφθαρτα καὶ πνευματικά, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σίδερο ποὺ πυρακτώνεται στὴν φωτιὰ παίρνει τὴν λαμπρότητά της, ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν γίνεται πάλι ψυχρὸ καὶ μαῦρο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τὰ σώματα τῶν ἁγίων: Μετέχοντας καὶ αὐτὰ στὸ θεῖο πῦρ, δηλαδὴ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγῆ καὶ πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα σώματα. Ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀμέσως καὶ αὐτὰ παραδίδονται στὴν φθορὰ καὶ διαλύονται σιγὰ-σιγά. Ἄλλα ὅμως διατηροῦνται γιὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε ἐντελῶς ἄφθαρτα οὔτε πάλι τελείως φθαρτά, ἀλλὰ διασῴζουν μέσα τοὺς τὰ γνωρίσματα καὶ τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς φθορᾶς, ὥσπου νὰ φτάσουν στὴν τέλεια ἀφθαρσία καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὴν τελευταία καὶ κοινὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ ἀφθαρτωθοῦν τὰ ἀνθρώπινα σώματα, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακαίνιση τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς πρῶτα πλάστηκε ἡ φύση ἄφθαρτη καὶ ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι πάλι πρῶτα ἡ κτίση πρέπει νὰ μεταποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία καὶ μετὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀλλάξουν καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὰ φθαρτὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πνευματικὸς πιὰ καὶ ἀθάνατος νὰ κατοικήσει σὲ τόπο ἄφθαρτο, αἰώνιο καὶ πνευματικό. Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἄκουσε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο ποὺ τὸ βεβαιώνει: «Θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου σὰν κλέπτης τὴν νύχτα καὶ τότε οἱ οὐρανοὶ θὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ καοῦν καὶ θὰ λυώσουν» (Β´ Πέτρου 3:10,12), ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναχωνευθοῦν καὶ νὰ ἀναστοιχειωθοῦν σὲ καλύτερη καὶ αἰώνια κατάσταση. Ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ αὐτό; Ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προσθέτει στὴν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος: «Καινούριους οὐρανοὺς καὶ καινούρια γῆ προσδοκοῦμε κατὰ τὴν ἐπαγγελία σου» (Β´ Πέτρου 3:13). Τίνος τὴν ἐπαγγελία; Ἀσφαλῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν» (κατὰ Ματθαῖον 24:35). Παρέλευση τοῦ οὐρανοῦ ἐννοεῖ τὴν ἀλλαγή του, γι᾿ αὐτὸ λέει ὅτι ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ ἀλλάξει, ὅμως οἱ δικοί του λόγοι θὰ μένουν ἀναλλοίωτοι καὶ σταθεροί. Αὐτὸ προανήγγειλε καὶ ὁ προφήτης Δαυίδ: «Σὰν μανδύα θὰ τοὺς τυλίξεις καὶ θὰ ἀλλάξουν, ἐσὺ ὅμως θὰ παραμείνεις ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σου δὲν θὰ ἐκλείψουν» (Ψαλμοί, 101:27-28). Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σαφέστερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια;
Κεφάλαιο ι´. Ὅτι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἐαυτοῖς συλλαμβάνουσι τῇ Θεοτόκῳ παραπλησίως καὶ γεννῶσιν αὐτὸν καὶ γεννᾶται ἐν αὐτοῖς καὶ γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ πῶς υἱοὶ καὶ ἀδελφοὶ καὶ μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπ᾿ αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτὲ γιὰ μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δεχόμαστε τὸν περὶ αὐτοῦ λόγο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἂν τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν καὶ μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τὸν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σὰν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἰσῆλθε στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τὸ μέγα τοῦτο καὶ ἐκπληκτικὸ μυστήριο καὶ δέξου τὸ μὲ κάθε πληροφορία καὶ πίστη.
Συλλαμβάνουμε λοιπὸν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως. Καὶ ἔχουμε μέσα στὶς καρδιές μας αὐτὸν ποὺ τὸν ἴδιο ποὺ συνέλαβε καὶ ἡ Ἁγνὴ Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει φῶς μέσα στὶς καρδιές μας πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β´ Κορινθίους 4:6), σὰν νὰ λέει: Αὐτὸς ὅλος γεννήθηκε ἀληθινὰ μέσα μας. Καὶ ὅτι εἶναι ἔτσι τὸ φανερώνει μὲ ὅσα παραθέτει στὴν συνέχεια: «Ἔχουμε δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὀνομάζοντας θησαυρὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τὸ Πνεῦμα Κύριο: «Γιατὶ τὸ Πνεῦμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὥστε ὅπου ἀκοῦς Υἱὸν Θεοῦ νὰ ἐννοεῖς μαζὶ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἂν πάλι ἀκούσεις γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐννοεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ καὶ γι᾿ αὐτὸν λέει: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (κατὰ Ἰωάννη 4:24), διδάσκοντάς σε παντοῦ τὸ ἀχώριστο καὶ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ὅπου ὁ Πατὴρ ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοὺς ὁμοουσίους, «αὐτὸς ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμαίους 1:25).
Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καὶ μετανοήσουμε θερμὰ θὰ συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, καθὼς τὸν συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντάς του κι ἐμεῖς τὶς ψυχές μας παρθενικὲς καὶ ἁγνές. Καὶ ὅπως ἐκείνη δὲν τὴν κατέφλεξε τὸ πῦρ τῆς θεότητας, ἐπειδὴ ἦταν ἁγνὴ καὶ ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμᾶς μας κατακαίει, ὅταν τοῦ προσφέρουμε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ γίνεται ἐντός μας δροσιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πηγὴ ὕδατος καὶ ρεῖθρον ἀθάνατης ζωῆς. Ὅτι δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς παρόμοια τὸ ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ λέει: «Πῦρ ἦλθα νὰ βάλω στὴν γῆ» (κατὰ Λουκᾶν 12:49). Τί ἄλλο ἐννοεῖ, παρὰ τὸ ὁμοούσιο πρὸς τὴν θεότητά του Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο συνεισέρχεται καὶ συνθεωρεῖται μέσα μας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα;
Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μία φορὰ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν σωματικά, ἀνέκφραστα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαρκωθεῖ πάλι ἢ νὰ γεννηθεῖ σωματικὰ ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τί προνοεῖ; Μᾶς μεταδίδει γιὰ τροφὴ ἐκείνη τὴν ἄχραντη σάρκα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, κατὰ τὴν σωματική του γέννηση. Ἂν τὴν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μας ὅλον τὸν σαρκωθέντα Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου τὸν καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του» (κατὰ Ἰωάννη 6:56), χωρὶς ὅμως νὰ προέρχεται ἢ νὰ γεννιέται σωματικὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμεῖς δὲν τὸν αἰσθανόμαστε σὰν σάρκα, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσωμάτως σὲ σῶμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μὲ τὴν φύση μας καὶ τὴν οὐσία μας καὶ θεοποιώντας μας, ἐπειδὴ γίναμε σύσσωμοι καὶ μ᾿ αὐτὸν δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του καὶ ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεώς του, ποὺ δίσταζα νὰ τὸ γράψω καὶ ἔτρεμα νὰ τὸ ἐπιχειρήσω.
Ὁ Θεὸς ὅμως πάντοτε θέλει νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ σ᾿ ἐμᾶς, ὥστε καὶ ἐμεῖς κάποτε κατανοώντας τὴν μεγάλη του ἀγαθότητα καὶ αἰσθανόμενοι ντροπὴ νὰ προθυμοποιηθοῦμε νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ παρακινήθηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν Κύριο – μὴ γένοιτο – αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καὶ ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἄλλη ποὺ συντελεῖται σέ μας πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννώντας ἔνσαρκο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στὴν γῆ τὸ μυστήριό της ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καὶ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του τὰ διεστῶτα καὶ ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ αὐτὴ (ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς) γεννώντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στὶς καρδιές μας τὸ μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καὶ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, αὐτὴν ὑπαινίσσεται καὶ τὸ θεῖο λόγιο: «Δι᾿ αὐτοῦ συλλάβαμε καὶ ἐγεννήσαμε μὲ πόνο τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στὴν γῆ» (Ἡσαΐας 26:18).
Λοιπὸν δὲν σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καὶ γνήσια ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς καὶ ὅτι ἂν τὸ θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρα καὶ ἀδελφοί του κατὰ τὸν προαναφερόμενο τρόπο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ διακηρύττει: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν» (κατὰ Λουκᾶν 8:21). Ἔτσι θὰ γίνουμε ἴσοι μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του, ὄχι κατὰ τὴν ἀξία, οὔτε κατὰ τὶς περιοδίες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δωρεὰ τὴν ὁποία ἐξέχεε σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν πίστευαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, χωρὶς νὰ στραφοῦν ποτὲ πίσω.
Εἶδες πὼς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε καὶ πράττουν τὸν λόγο τοῦ τοὺς ἀνύψωσε στὴν ἀξία τῆς Μητέρας του καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς του; Ὅμως μόνο ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως Μητέρα του, ἐπειδὴ ὅπως ἀνέφερα τὸν γέννησε ἀνερμηνεύτως καὶ χωρὶς ἄνδρα, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν κατέχουν κατὰ χάριν καὶ δωρεάν. Καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἄμωμη Μητέρα του δανείστηκε τὴν παναμώμητη σάρκα του καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τὴν θεότητα – ὢ τί παράξενη καὶ ἀσυνήθιστη συναλλαγὴ – ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ἁγίους δὲν παίρνει σάρκα, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτὸς τοὺς μεταδίδει τὴν θεωμένη σάρκα του. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.
Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπὸ τὴν θεία τοῦ φύση καὶ οὐσία. Ὅμως τὸ σῶμα του δὲν ἔχει τὴν ἴδια προέλευση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν πάναγνη καὶ ἅγια σάρκα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέλαβε κατὰ τὸ ἱερὸ λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (κατὰ Ἰωάννην 1:14). Ἔκτοτε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στοὺς ἁγίους, ἀπὸ μὲν τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τοῦ συναΐδιου Πατρός του τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ τὴν θεότητα, καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θὰ συμβεῖ τοῦτο κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωὴλ 3:1), ἐννοώντας κάθε πιστό, ἀπὸ δὲ τὴν φύση καὶ οὐσία ἐκείνης ποὺ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὸν γέννησε τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἔλαβε ἀπὸ αὐτή.
Καὶ ὅπως ἀπὸ τὴν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμεῖς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας Μητέρας του, τὴν ὁποία καὶ ἐκεῖνος προσέλαβε καὶ ὅπως ἔγινε υἱὸς καὶ Θεός της ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας γενόμενος καὶ ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς – ὢ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία – γινόμαστε υἱοὶ τῆς Θεοτόκου Μητέρας του καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χάρη στὸν ὑπεράμωμο καὶ ὑπεράγνωστο γάμο ποὺ τελέστηκε μ᾿ αὐτὴν καὶ σ᾿ αὐτὴν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Πράγματι, ὅπως ἀπὸ τὴν συνουσία καὶ τὴν σπορὰ τοῦ Ἀδὰμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καὶ ἀπὸ ἐκείνη καὶ μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε μόνο τὸν πρὸ αἰώνων μονογενῆ του Πατρὸς καὶ μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενῆ. Καὶ μολονότι ἡ ἴδια ἔπαψε νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ γεννᾷ, ὁ Υἱὸς τῆς γέννησε καὶ γεννᾷ καθημερινὰ ὅσους πιστεύουν σ᾿αὐτὸν καὶ τηροῦν τὶς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση νὰ γίνει διὰ τοῦ ἀντρός, δηλαδὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ γέννησή μας στὴν φθορὰ ἔγινε διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας.
Καὶ πρόσεχε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρὸς θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἡ σπορὰ φθαρτοὺς υἱοὺς καὶ θνητοὺς διὰ γυναικὸς γέννησε καὶ γεννᾷ, ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καὶ διαρκῶς γεννᾷ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς γενννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι δέσποινα καὶ βασίλισσα καὶ κυρία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ δοῦλοι τῆς ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά της ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὴν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστὸς ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τῆς εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καὶ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωὴν αἰώνια, ἐκτὸς ἂν ἀναξίως καὶ εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἴδια πνοή, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδὴ ἔχουν κοινωνία καὶ μετουσία μὲ αὐτὴν διὰ τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης ποὺ ἐνυπάρχει σὲ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καὶ κατέχει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐκείνη τὸν εἶχε ἐντός της. Διότι ἂν καὶ τὸν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τὸν εἶχε ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ἀχώριστον ἀπὸ αὐτήν.
Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰώνες. Ἀμήν
καὶ κατὰ τίνα τρόπον δι᾿ ὑμᾶς ἐσαρκώθη.
Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ τὴν ἀπόῤῥητη γέννησή του ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενο Μαρία καὶ νὰ κατανοήσουμε καλὰ τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ γένους μας τὸ κρυμμένο πρὸ τῶν αἰώνων (Ἐφεσίους 3:9), θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἑξῆς γνωστὴ εἰκόνα:
Κατὰ τὴν δημιουργία τῆς προμήτορος Εὔας ὁ Θεὸς πῆρε τὴν ἔμψυχη πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσε σὲ γυναῖκα, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐμφύσησε σ᾿ αὐτὴν πνοὴ ζωῆς καθὼς καὶ στὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τὸ μέρος ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν σάρκα του τὸ τελειοποίησε σὲ ὁλόκληρο σῶμα γυναικός, τὴν δὲ ἀπαρχὴ τοῦ πνεύματος ποὺ ἔλαβε μαζὶ μὲ τὴν ἔμψυχη σάρκα τὴν τελειοποίησε σὲ ψυχὴ ζωντανὴ δημιουργώντας μὲ τὰ δυὸ μαζὶ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ πλαστουργὸς καὶ κτίστης Θεὸς πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρία ἔμψυχη σάρκα σὰν ζύμη καὶ μικρὴ ἀπαρχὴ ἀπὸ τὸ φύραμα τῆς φύσεώς μας - δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζὶ - καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν δική του ἀκατάληπτη καὶ ἀπρόσιτη Θεότητα. Ἢ μᾶλλον ἕνωσε πραγματικὰ ὅλη τὴν ὑπόσταση τῆς Θεότητός του μὲ τὴν δική μας φύση, τὴν ἔσμιξε ἄμικτα μ᾿ αὐτὴ καὶ τὴν ἔκανε ἅγιο ναό του. Ἔτσι ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀδὰμ ἔγινε ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τέλειος ἄνθρωπος.
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἔπλασε τὴν γυναῖκα, ἔτσι, ἀφοῦ δανείστηκε τὴν σάρκα ἀπὸ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μαρία καὶ τὴν ἔλαβε χωρὶς σπορά, γεννήθηκε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν πρωτόπλαστο. Ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παράβαση ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς γεννήσεώς μας στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας μὲ τὴν ἐκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναγεννήσεώς μας στὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ θεῖος Παῦλος ὅταν λέει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὴ γῆ χοϊκός. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁ Κύριος, εἶναι ἐπουράνιος. Ὅ,τι λογῆς ἦταν ὁ χοϊκὸς τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι οἱ χοϊκοὶ καὶ ὅ,τι λογῆς εἶναι ὁ ἐπουράνιος τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ἐπουράνιοι δι᾿ αὐτοῦ.»
(Α´ Κορ. ιε´ 47-48). Καὶ πάλι: «Ἡ ἀπαρχὴ εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.» (Α´ Κορ. ιε´ 23).
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅμοιος μέ μᾶς σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τὴν Θεότητά του λόγω τῆς πίστης μας σ᾿ αὐτὸν καὶ μᾶς καθιστὰ συγγενεῖς του κατὰ τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τὸ νέο καὶ παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε ἀπὸ μᾶς σάρκα, ποὺ δὲν εἶχε ἐκ φύσεως καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἦταν. Ἀπὸ τότε μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὴν Θεότητά του - τὴν ὁποία κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκτήσει - καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται θεοὶ κατὰ χάρη καὶ θέση, ποὺ δὲν ἦταν. Ἔτσι χαρίζει σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἐξουσία νὰ γίνονται τέκνα Θεοῦ (κατὰ Ἰωάννην 1:12) γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγιναν καὶ πάντοτε θὰ γίνονται καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψουν νὰ γίνονται. Ἄκουσε καὶ τὸν θεῖο Παῦλο ποὺ παρακινεῖ σ᾿ αὐτό: «Ὅπως φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἂς φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου.» (Α´ Κορινθίους 15:49).
Ὁ Θεὸς λοιπὸν τοῦ παντὸς μὲ τὴν σωματική του παρουσία στὴν γῆ ἦλθε γιὰ νὰ ἀναπλάσει καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ εὐλογήσει ὅλη τὴν κτίση ποὺ ἐπέσυρε ἐπάνω της τὴν κατάρα ἐξαιτίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πρῶτα ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ ἔλαβε καὶ ἀφθαρτώντας την τὴν θέωσε, ἐνῶ τὸ ἄχραντο σῶμα του, ἂν καὶ τὸ θέωσε, ὅμως τὸ κρατοῦσε ἀκόμη φθαρτὸ καὶ ὑλικό. Γιατὶ τὸ σῶμα ποὺ τρώει καὶ πίνει, κοπιάζει καὶ ἱδρώνει, δένεται καὶ σέρνεται, ὑψώνεται στὸν σταυρὸ καὶ καρφώνεται, εἶναι βέβαια φθαρτὸ καὶ ὑλικό, ἀφοῦ μάλιστα πέθανε καὶ τοποθετήθηκε νεκρὸ στὸ μνημεῖο. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασή του συνανέστησε καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἄφθαρτο, πνευματικό, ὅλο θεῖο καὶ ἄυλο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν συνέτριψε τὶς σφραγῖδες τοῦ μνήματος, εἰσερχόταν δὲ καὶ ἐξερχόταν ἐλεύθερα μέσα ἀπὸ τὶς κλειστὲς πόρτες.
Ἀλλὰ γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ δὲν ἔκανε ἀμέσως καὶ τὸ σῶμα πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτο; ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδὰμ τρώγοντας τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ εὐθὺς μὲν μὲ τὴν παράβαση πέθανε κατὰ τὴν ψυχή, ἐνῷ κατὰ τὸ σῶμα ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς πρῶτα ἀνέστησε καὶ ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ τιμωρήθηκε μὲ τὸ ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, ἔπειτα δὲ οἰκονόμησε νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸ σῶμα τὴν ἀφθαρσία διὰ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὸ ποὺ διὰ τοῦ θανάτου ἐπέστρεφε στὴν γῆ κατὰ τὴν ἀρχαία ἀπόφαση. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ κατέβηκε στὸν ᾅδη ἐλευθερώνοντας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἐκεῖ φυλακισμένων ἁγίων καὶ τὶς κατέταξε σὲ τόπο ἀναπαύσεως καὶ ἀνεσπέρου φωτός. Τὰ σώματά τους ὅμως δὲν τὰ ἀνέστησε, ἀλλὰ τὰ ἄφησε στοὺς τάφους μέχρι τὴν κοινὴ ἀνάσταση.
Τὸ μυστήριο λοιπὸν αὐτὸ ποὺ συντελέστηκε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο τὸ ἴδιο γινόταν καὶ σὲ κάθε ἅγιο καὶ γίνεται ἀδιαλείπτως μέχρι σήμερα σὲ κάθε πιστό. Γιατὶ λαμβάνοντας τὸ πνεῦμα τοῦ Δεσπότη καὶ Θεοῦ μας συμμετέχουμε στὴν θεότητά του, τρώγοντας δὲ τὴν πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ συγγενεῖς του, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ θεῖος Παῦλος βεβαιώνει: «Εἴμαστε ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του καὶ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του» (Ἐφεσίους 5:30) καὶ ἀλλοῦ: «ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς θεότητός του ὅλοι ἐμεῖς λάβαμε ἀλλεπάλληλες δωρεές» (κατὰ Ἰωάννην 1:16 καὶ Κολασσαεῖς 2:9). Ἔτσι γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ Δεσπότη μας ἀνακαινισμένοι στὴν ψυχή, ἄφθαρτοι καὶ ἀναστημένοι ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμαστε. Τότε βλέπουμε αὐτὸν ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ὅμοιός μας καὶ βλεπόμαστε ἀπ᾿ αὐτόν, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε ὅμοιοί του, ὅπως κάποιος βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ πρόσωπο τοῦ φίλου του καὶ διαλέγεται μ᾿ αὐτὸν καὶ συνομιλεῖ καὶ ἀκούει τὴν φωνή του.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι καὶ οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ τωρινοὶ πνευματικὰ βλέποντες δὲν βλέπουν σχῆμα ἢ εἶδος ἢ ὁμοίωμα, ἀλλὰ φῶς ἀσχημάτιστο, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι φῶς ἐκ τοῦ φωτός, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἂν καὶ φτάνουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὰ σώματά τους δὲν γίνονται ἀμέσως ἄφθαρτα καὶ πνευματικά, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σίδερο ποὺ πυρακτώνεται στὴν φωτιὰ παίρνει τὴν λαμπρότητά της, ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν γίνεται πάλι ψυχρὸ καὶ μαῦρο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τὰ σώματα τῶν ἁγίων: Μετέχοντας καὶ αὐτὰ στὸ θεῖο πῦρ, δηλαδὴ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγῆ καὶ πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα σώματα. Ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀμέσως καὶ αὐτὰ παραδίδονται στὴν φθορὰ καὶ διαλύονται σιγὰ-σιγά. Ἄλλα ὅμως διατηροῦνται γιὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε ἐντελῶς ἄφθαρτα οὔτε πάλι τελείως φθαρτά, ἀλλὰ διασῴζουν μέσα τοὺς τὰ γνωρίσματα καὶ τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς φθορᾶς, ὥσπου νὰ φτάσουν στὴν τέλεια ἀφθαρσία καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὴν τελευταία καὶ κοινὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ ἀφθαρτωθοῦν τὰ ἀνθρώπινα σώματα, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακαίνιση τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς πρῶτα πλάστηκε ἡ φύση ἄφθαρτη καὶ ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι πάλι πρῶτα ἡ κτίση πρέπει νὰ μεταποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία καὶ μετὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀλλάξουν καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὰ φθαρτὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πνευματικὸς πιὰ καὶ ἀθάνατος νὰ κατοικήσει σὲ τόπο ἄφθαρτο, αἰώνιο καὶ πνευματικό. Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἄκουσε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο ποὺ τὸ βεβαιώνει: «Θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου σὰν κλέπτης τὴν νύχτα καὶ τότε οἱ οὐρανοὶ θὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ καοῦν καὶ θὰ λυώσουν» (Β´ Πέτρου 3:10,12), ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναχωνευθοῦν καὶ νὰ ἀναστοιχειωθοῦν σὲ καλύτερη καὶ αἰώνια κατάσταση. Ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ αὐτό; Ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προσθέτει στὴν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος: «Καινούριους οὐρανοὺς καὶ καινούρια γῆ προσδοκοῦμε κατὰ τὴν ἐπαγγελία σου» (Β´ Πέτρου 3:13). Τίνος τὴν ἐπαγγελία; Ἀσφαλῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν» (κατὰ Ματθαῖον 24:35). Παρέλευση τοῦ οὐρανοῦ ἐννοεῖ τὴν ἀλλαγή του, γι᾿ αὐτὸ λέει ὅτι ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ ἀλλάξει, ὅμως οἱ δικοί του λόγοι θὰ μένουν ἀναλλοίωτοι καὶ σταθεροί. Αὐτὸ προανήγγειλε καὶ ὁ προφήτης Δαυίδ: «Σὰν μανδύα θὰ τοὺς τυλίξεις καὶ θὰ ἀλλάξουν, ἐσὺ ὅμως θὰ παραμείνεις ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σου δὲν θὰ ἐκλείψουν» (Ψαλμοί, 101:27-28). Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σαφέστερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια;
Κεφάλαιο ι´. Ὅτι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἐαυτοῖς συλλαμβάνουσι τῇ Θεοτόκῳ παραπλησίως καὶ γεννῶσιν αὐτὸν καὶ γεννᾶται ἐν αὐτοῖς καὶ γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ πῶς υἱοὶ καὶ ἀδελφοὶ καὶ μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπ᾿ αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτὲ γιὰ μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δεχόμαστε τὸν περὶ αὐτοῦ λόγο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἂν τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν καὶ μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τὸν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σὰν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἰσῆλθε στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τὸ μέγα τοῦτο καὶ ἐκπληκτικὸ μυστήριο καὶ δέξου τὸ μὲ κάθε πληροφορία καὶ πίστη.
Συλλαμβάνουμε λοιπὸν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως. Καὶ ἔχουμε μέσα στὶς καρδιές μας αὐτὸν ποὺ τὸν ἴδιο ποὺ συνέλαβε καὶ ἡ Ἁγνὴ Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει φῶς μέσα στὶς καρδιές μας πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β´ Κορινθίους 4:6), σὰν νὰ λέει: Αὐτὸς ὅλος γεννήθηκε ἀληθινὰ μέσα μας. Καὶ ὅτι εἶναι ἔτσι τὸ φανερώνει μὲ ὅσα παραθέτει στὴν συνέχεια: «Ἔχουμε δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὀνομάζοντας θησαυρὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τὸ Πνεῦμα Κύριο: «Γιατὶ τὸ Πνεῦμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὥστε ὅπου ἀκοῦς Υἱὸν Θεοῦ νὰ ἐννοεῖς μαζὶ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἂν πάλι ἀκούσεις γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐννοεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ καὶ γι᾿ αὐτὸν λέει: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (κατὰ Ἰωάννη 4:24), διδάσκοντάς σε παντοῦ τὸ ἀχώριστο καὶ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ὅπου ὁ Πατὴρ ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοὺς ὁμοουσίους, «αὐτὸς ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμαίους 1:25).
Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καὶ μετανοήσουμε θερμὰ θὰ συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, καθὼς τὸν συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντάς του κι ἐμεῖς τὶς ψυχές μας παρθενικὲς καὶ ἁγνές. Καὶ ὅπως ἐκείνη δὲν τὴν κατέφλεξε τὸ πῦρ τῆς θεότητας, ἐπειδὴ ἦταν ἁγνὴ καὶ ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμᾶς μας κατακαίει, ὅταν τοῦ προσφέρουμε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ γίνεται ἐντός μας δροσιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πηγὴ ὕδατος καὶ ρεῖθρον ἀθάνατης ζωῆς. Ὅτι δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς παρόμοια τὸ ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ λέει: «Πῦρ ἦλθα νὰ βάλω στὴν γῆ» (κατὰ Λουκᾶν 12:49). Τί ἄλλο ἐννοεῖ, παρὰ τὸ ὁμοούσιο πρὸς τὴν θεότητά του Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο συνεισέρχεται καὶ συνθεωρεῖται μέσα μας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα;
Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μία φορὰ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν σωματικά, ἀνέκφραστα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαρκωθεῖ πάλι ἢ νὰ γεννηθεῖ σωματικὰ ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τί προνοεῖ; Μᾶς μεταδίδει γιὰ τροφὴ ἐκείνη τὴν ἄχραντη σάρκα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, κατὰ τὴν σωματική του γέννηση. Ἂν τὴν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μας ὅλον τὸν σαρκωθέντα Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου τὸν καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του» (κατὰ Ἰωάννη 6:56), χωρὶς ὅμως νὰ προέρχεται ἢ νὰ γεννιέται σωματικὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμεῖς δὲν τὸν αἰσθανόμαστε σὰν σάρκα, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσωμάτως σὲ σῶμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μὲ τὴν φύση μας καὶ τὴν οὐσία μας καὶ θεοποιώντας μας, ἐπειδὴ γίναμε σύσσωμοι καὶ μ᾿ αὐτὸν δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του καὶ ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεώς του, ποὺ δίσταζα νὰ τὸ γράψω καὶ ἔτρεμα νὰ τὸ ἐπιχειρήσω.
Ὁ Θεὸς ὅμως πάντοτε θέλει νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ σ᾿ ἐμᾶς, ὥστε καὶ ἐμεῖς κάποτε κατανοώντας τὴν μεγάλη του ἀγαθότητα καὶ αἰσθανόμενοι ντροπὴ νὰ προθυμοποιηθοῦμε νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ παρακινήθηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν Κύριο – μὴ γένοιτο – αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καὶ ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἄλλη ποὺ συντελεῖται σέ μας πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννώντας ἔνσαρκο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στὴν γῆ τὸ μυστήριό της ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καὶ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του τὰ διεστῶτα καὶ ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ αὐτὴ (ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς) γεννώντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στὶς καρδιές μας τὸ μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καὶ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, αὐτὴν ὑπαινίσσεται καὶ τὸ θεῖο λόγιο: «Δι᾿ αὐτοῦ συλλάβαμε καὶ ἐγεννήσαμε μὲ πόνο τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στὴν γῆ» (Ἡσαΐας 26:18).
Λοιπὸν δὲν σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καὶ γνήσια ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς καὶ ὅτι ἂν τὸ θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρα καὶ ἀδελφοί του κατὰ τὸν προαναφερόμενο τρόπο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ διακηρύττει: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν» (κατὰ Λουκᾶν 8:21). Ἔτσι θὰ γίνουμε ἴσοι μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του, ὄχι κατὰ τὴν ἀξία, οὔτε κατὰ τὶς περιοδίες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δωρεὰ τὴν ὁποία ἐξέχεε σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν πίστευαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, χωρὶς νὰ στραφοῦν ποτὲ πίσω.
Εἶδες πὼς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε καὶ πράττουν τὸν λόγο τοῦ τοὺς ἀνύψωσε στὴν ἀξία τῆς Μητέρας του καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς του; Ὅμως μόνο ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως Μητέρα του, ἐπειδὴ ὅπως ἀνέφερα τὸν γέννησε ἀνερμηνεύτως καὶ χωρὶς ἄνδρα, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν κατέχουν κατὰ χάριν καὶ δωρεάν. Καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἄμωμη Μητέρα του δανείστηκε τὴν παναμώμητη σάρκα του καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τὴν θεότητα – ὢ τί παράξενη καὶ ἀσυνήθιστη συναλλαγὴ – ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ἁγίους δὲν παίρνει σάρκα, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτὸς τοὺς μεταδίδει τὴν θεωμένη σάρκα του. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.
Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπὸ τὴν θεία τοῦ φύση καὶ οὐσία. Ὅμως τὸ σῶμα του δὲν ἔχει τὴν ἴδια προέλευση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν πάναγνη καὶ ἅγια σάρκα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέλαβε κατὰ τὸ ἱερὸ λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (κατὰ Ἰωάννην 1:14). Ἔκτοτε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στοὺς ἁγίους, ἀπὸ μὲν τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τοῦ συναΐδιου Πατρός του τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ τὴν θεότητα, καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θὰ συμβεῖ τοῦτο κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωὴλ 3:1), ἐννοώντας κάθε πιστό, ἀπὸ δὲ τὴν φύση καὶ οὐσία ἐκείνης ποὺ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὸν γέννησε τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἔλαβε ἀπὸ αὐτή.
Καὶ ὅπως ἀπὸ τὴν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμεῖς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας Μητέρας του, τὴν ὁποία καὶ ἐκεῖνος προσέλαβε καὶ ὅπως ἔγινε υἱὸς καὶ Θεός της ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας γενόμενος καὶ ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς – ὢ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία – γινόμαστε υἱοὶ τῆς Θεοτόκου Μητέρας του καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χάρη στὸν ὑπεράμωμο καὶ ὑπεράγνωστο γάμο ποὺ τελέστηκε μ᾿ αὐτὴν καὶ σ᾿ αὐτὴν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Πράγματι, ὅπως ἀπὸ τὴν συνουσία καὶ τὴν σπορὰ τοῦ Ἀδὰμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καὶ ἀπὸ ἐκείνη καὶ μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε μόνο τὸν πρὸ αἰώνων μονογενῆ του Πατρὸς καὶ μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενῆ. Καὶ μολονότι ἡ ἴδια ἔπαψε νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ γεννᾷ, ὁ Υἱὸς τῆς γέννησε καὶ γεννᾷ καθημερινὰ ὅσους πιστεύουν σ᾿αὐτὸν καὶ τηροῦν τὶς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση νὰ γίνει διὰ τοῦ ἀντρός, δηλαδὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ γέννησή μας στὴν φθορὰ ἔγινε διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας.
Καὶ πρόσεχε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρὸς θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἡ σπορὰ φθαρτοὺς υἱοὺς καὶ θνητοὺς διὰ γυναικὸς γέννησε καὶ γεννᾷ, ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καὶ διαρκῶς γεννᾷ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς γενννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι δέσποινα καὶ βασίλισσα καὶ κυρία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ δοῦλοι τῆς ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά της ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὴν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστὸς ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τῆς εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καὶ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωὴν αἰώνια, ἐκτὸς ἂν ἀναξίως καὶ εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἴδια πνοή, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδὴ ἔχουν κοινωνία καὶ μετουσία μὲ αὐτὴν διὰ τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης ποὺ ἐνυπάρχει σὲ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καὶ κατέχει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐκείνη τὸν εἶχε ἐντός της. Διότι ἂν καὶ τὸν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τὸν εἶχε ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ἀχώριστον ἀπὸ αὐτήν.
Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰώνες. Ἀμήν
Άγια Νήπια (περίπου 14.000) που εσφάγισαν με διαταγή του Ηρώδη
Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015
«Ὁμιλία περὶ τῆς κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Οἰκονομίας» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)
Σχετικὰ μὲ τὴ συγκαταβατικὴ ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ὅσα προσφέρθηκαν ἐξαιτίας τῆς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμπιστεύτηκαν ἀληθινὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ ὁ Θεός, ἂν καὶ μποροῦσε νὰ ἐλευθερώσει μὲ ποικίλους ἄλλους τρόπους τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ στὸ διάβολο, προτίμησε νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὴ τὴ συγκαταβατικὴ τακτική.
Μποροῦσε, ὁπωσδήποτε, ὁ προαιώνιος καὶ ἀπεριόριστος καὶ παντοκράτορας Λόγος καὶ παντοδύναμος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ περιβληθεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ ἀπαλλάξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ὑποτέλεια στὸ θάνατο καὶ τὴν ὑποδούλωση στὸ διάβολο, γιατὶ ὅλα ὑπακούουν στὶς ἐντολές του καὶ τὸ καθετὶ ἐξαρτιέται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐξουσία του, ὅλα ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὰ ἐνεργεῖ καί, σύμφωνά με τὸν Ἰώβ, τίποτε δὲ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητές του, ἄλλωστε, ἀπέναντι στὴν ἀπόλυτη ὑπεροχὴ τοῦ δημιουργοῦ, ἡ δύναμη ἀντίστασης τῶν δημιουργημάτων χρεοκοπεῖ, κανένα δὲν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα.
Ὅμως, αὐτὴ ἡ τακτικὴ σωτηρίας, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ πιὸ προσαρμοσμένη στὴ δική μας φύση, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας κι ἀκόμα ἦταν ἡ πιὸ ἀντάξια του Θεοῦ ποὺ τὴν ἐφάρμοζε μία καὶ χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς δικαιοσύνης, χωρὶς τὸ ὁποῖο καμιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν πραγματοποιεῖται. «Δίκαιος γὰρ ὁ Θεός, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησε, καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ», ὅπως λέει κι ὁ ψαλμῳδὸς Προφήτης.
Ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸ Θεὸ πρῶτος καί, κατὰ συνέπεια, δίκαια ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὸ Θεό· τότε κατέφυγε, μὲ τὴ θέλησή του, στὸν ἀρχηγὸ τῆς κακίας, ποὺ τὸν εἶχε παρασύρει μὲ τὶς δόλιες ἀντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατὰ συνέπεια, παραδόθηκε σ᾿ αὐτόν, ἔτσι εἰσχώρησε στὸν κόσμο ὁ θάνατος, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ φθόνου τοῦ πονηροῦ καὶ μὲ τὴν ἄδεια, τὴ δίκαιη, τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ θάνατος, ἐξαιτίας τῆς ὑπερβάλλουσας κακότητας τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας διπλασιάστηκε, κοντὰ σὲ κεῖνον ποὺ προσκολλήθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ὁ ἄλλος ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ διάβολος βίαια τὸν προξενεῖ.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ὑποταγὴ στὸ διάβολο καὶ ἡ παράδοση στὸ θάνατο ἐπῆλθε ὡς δίκαιη συνέπεια, ἔπρεπε καὶ ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπινου γένους στὴν ἐλευθερία καὶ τὴ ζωὴ νὰ συντελεστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ πάλι ὡς δίκαιη συνέπεια. Καὶ δὲν ἦταν μόνο ἡ παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στὸ φθονερὸ ἐχθρό του, ποὺ πρόκυψε ὡς συνέπεια τῆς θείας δικαιοσύνης, ἦταν καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπεδίωξε ἄδικα νὰ ἐξουσιάζει καὶ νὰ μὴν ὑπακούει πουθενὰ καὶ νὰ καταπιέζει, βρισκόμενος σὲ διάσταση μὲ τὴ δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τὴ δύναμή του ἐνάντια στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Θεός, λοιπόν, θεώρησε ὅτι προεῖχε νὰ νικηθεῖ πρῶτα ὁ διάβολος μὲ τὴ δικαιοσύνη, μὲ τὴν ὁποία ἔχει ἀνοιχτὴ διαμάχη, καὶ κατόπιν νὰ νικηθεῖ μὲ τὴ θεϊκὴ ὑπεροχή, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ μέλλουσα κρίση. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ σειρά, νὰ προηγεῖται ἡ δικαιοσύνη ἀπὸ τὴ δύναμη, αὐτὸ ἁρμόζει ἀληθινὰ στὴ θεϊκὴ ἀγαθὴ διακυβέρνηση τοῦ κόσμου, ὄχι στὴν καταπιεστικὴ ἐπιβολή: νὰ ἀκολουθεῖ ἡ δύναμη, ἀφοῦ πρῶτα ἐπιβληθεῖ ἡ δικαιοσύνη.
Καί, ὅπως ὁ διάβολος, ὁ παμπάλαιος φονιὰς τοῦ ἀνθρώπου, ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας ἀπὸ φθόνο καὶ μίσος, ἔτσι κι ὁ ζωοδότης μπῆκε στὴ μάχη μὲ τὸ μέρος μιᾶς ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα κι ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος, χωρὶς νὰ τοῦ ἔχει παρασχεθεῖ τὸ δικαίωμα, ἔβαλε σκοπό του νὰ καταστρέψει τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι ὁ πλάστης, ἔχοντας ἀντίθετα, κάθε δικαίωμα, ἀποφάσισε νὰ σώσει τὸ δημιούργημά του. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος πέτυχε μὲ τὴν ἀδικία καὶ τὴ δολιότητα νὰ καταγάγει νίκη καὶ νὰ γκρεμίσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ θεοδώρητο ἀξίωμά του, ἔτσι κι ὁ ἐλευθερωτὴς μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφὸ σχέδιο ἐπέφερε τὴν πανωλεθρία τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας καὶ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου.
Λοιπόν, ὁ Θεὸς ἀπέφευγε νὰ χρησιμοποιήσει, πράγμα ποὺ μποροῦσε, τὴ δύναμη, ὥσπου νὰ προχωρήσει στὴν ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης, πράγμα ποὺ ἦταν ἀναγκαῖο. Ἔτσι ἄλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα ἡ δύναμη τῆς δικαιοσύνης, ἀφοῦ προτιμήθηκε ὡς τακτικὴ ἀπὸ τὸν παντοδύναμο ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν νικήσει. Ἀπ᾿ αὐτὸ μάλιστα θά ῾πρεπε καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ παραδειγματιστοῦν, ὥστε νὰ ζοῦν μὲ δικαιοσύνη τὴν ἐπίγεια ζωή τους, ὥστε στὴν αἰώνια ζωὴ τῆς ἀθανασίας ν᾿ ἀναλάβουν τὴ δύναμη καὶ νὰ μὴ τὴ χάσουν ποτέ.
Κι ἀκόμα ἔπρεπε ὁ διάβολος ποὺ τότε νίκησε τὸν ἄνθρωπο, νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὴ νικημένη ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ κατατροπωθεῖ αὐτὸς ποὺ μὲ τόση πανουργία παγίδευσε τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ χρειαζόταν ἀπαραίτητα νὰ ὑπάρξει ἕνας ἄνθρωπος ἀναμάρτητος. Ὅμως κάτι τέτοιο ἦταν ἀδύνατο. «Οὐδεὶς γάρ, λέει ἡ Γραφή, ἀναμάρτητος, οὐδ᾿ ἂν μία ἡμέρα ἡ ζωὴ αὐτοῦ» καὶ «τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν;»
Μονάχα ὁ Θεός, κανένας ἄλλος, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀναμάρτητος. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ γεννημένος ἀπὸ τὸ Θεὸ εὐθὺς ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής του, καὶ πάντοτε ἑνωμένος μ᾿ Αὐτὸν (δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει ἡ νὰ ἐννοηθεῖ ποτὲ Θεὸς στερημένος λόγου) καὶ οὐδέποτε διαχωρισμένος ἀπ᾿ Αὐτόν, ὁ ἕνας ὑπαρκτὸς Θεὸς (τὸ ἀντιφέγγισμα τοῦ ἥλιου δὲν εἶναι ἄλλον φῶς διαφορετικὸ ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ οἱ ἡλιακὲς ἀκτίνες δὲν εἶναι ἄλλοι ἥλιοι), γὶ αὐτό, λοιπόν, ὁ μόνος ἀναμάρτητος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καθίσταται γιὸς ἀνθρώπου, χωρὶς βέβαια, νὰ ἀλλάζει τίποτε ὡς πρὸς τὴ θεότητά του, μένοντας, ὅμως, ἀκηλίδωτος ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινή του ἰδιότητα.
«Ὅς, ὅπως προφήτευσε ὁ Ἡσαΐας, ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ κεῖνος ποὺ δὲ «συνελήφθη ἐν ἀνομίαις» καὶ δὲν «ἐκυήθη ἐν ἁμαρτίαις» καθὼς διαπιστώνει, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἢ μᾶλλον γιὰ ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁ Δαβὶδ στοὺς Ψαλμούς. Γιατὶ ἡ ἐπανάσταση τῆς σάρκας ἔχει ὡς αὐτόματη συνέπεια τὴν καταδίκη ποὺ εἶναι καὶ λέγεται φθορά.
Αὐτὴ ἡ ἐπανάσταση ἂν καὶ δὲ γίνεται μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἂν καὶ φανερὰ βρίσκεται σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς νόμους τῆς νόησης καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τιθασεύεται ἀπὸ τοὺς ἐνάρετους καὶ προσανατολίζεται μόνο πρὸς τὸν τομέα δημιουργίας παιδιῶν, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴ φθορὰ καὶ δὲν εἶναι παρὰ ἔφεση γιὰ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν αὐτοῦ ποὺ δὲ συνειδητοποίησε τὴν τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκε ἡ φύση μας ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἐξομοιώθηκε μὲ τὰ κτήνη.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲ γεννήθηκε, ἁπλῶς Θεὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Παρθένο ἐπίλεκτη καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ βρώμικους σαρκικοὺς λογισμούς, σύμφωνα μὲ τοὺς προφῆτες, γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο στὴ μήτρα τῆς ὁποίας ἐπέφερε τὴ σύλληψη ὄχι κάποια σαρκικὴ ὄρεξη, ἀλλ᾿ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ συνέβηκε ἦταν ἡ ὑποδοχὴ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ οὐράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, ὄχι ὑπόκυψη καὶ δοκιμὴ στὴ γεμάτη πάθος σαρκικὴ ἐπιθυμία.
Μακριὰ ἀπὸ κάθε τέτοια ἐμπειρία, ἡ σύλληψη ἔγινε μέσα στὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. «Ἰδοὺ γὰρ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου», ἀπάντησε ἡ ἄσπιλη Παρθένος στὸν ἄγγελο ποὺ τῆς ἔφερε τὸ μήνυμα τῆς χαρᾶς, συνέλαβε καὶ γέννησε. Προκειμένου ἔτσι ὁ νικητὴς τοῦ διαβόλου, ὄντας ἄνθρωπος - θεάνθρωπος νὰ κατάγεται, βέβαια, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, νὰ μὴ μετέχει ὅμως στὴν κληρονομούμενη ἁμαρτία. Αὐτὸς μόνος ἀπ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους νὰ συλληφθεῖ χωρὶς νὰ συντρέχει τὸ γεγονὸς τῆς παρακοῆς, μόνος αὐτὸς νὰ μπεῖ στὴ μήτρα τῆς μητέρας τοῦ χωρὶς νὰ μεσολαβήσει ἡ ἐμπαθὴς ἡδονὴ τῆς σάρκας καὶ οἱ βρώμικες ἐπιθυμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ μιασμένη ἀπὸ τὴν παρακοὴ ἀνθρώπινη φύση.
Προκειμένου ἔτσι ὁ Χριστὸς νὰ ὑπάρξει τέλεια ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε μόλυνση ποὺ μεταδίδεται στοὺς ἀπογόνους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἀνάγκη κάθαρσης ὁ ἴδιος, καὶ νὰ δέχεται τὰ πάντα μὲ σοφία γιὰ χάρη μας. Καὶ ἔτσι νὰ γίνει ὁ ὁλοκληρωτικὰ νέος Ἄνθρωπος καὶ νὰ παραμείνει νέος πραγματικὰ κι ἀταλάντευτα, χωρὶς καθόλου νὰ παλιώνει πάλι, καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει, προσφερόμενος ὁ ἴδιος ὡς θεμέλιο καὶ ὡς ὄργανο, τὸν παλαιὸ Ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν διατηρήσει πάντα νέο, μιὰ καὶ μπορεῖ νὰ διώξει μακριὰ κάθε στοιχεῖο παλιὸ καὶ φθαρμένο.
Γιατὶ καὶ κεῖνος, ὁ πρῶτος Ἄνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχὴν πεντακάθαρος καὶ ἦταν νέος ὡσότου μὲ τὴ θέλησή του ἀκολούθησε τὸ διάβολο καὶ ἐκτράπηκε στὶς σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ ξέπεσε μὲς τὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παλιωθεῖ καὶ νὰ κατρακυλήσει στὴν παραφθορὰ τῆς φυσικῆς του κατάστασης.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης τοῦ κόσμου δὲν ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια ἐξωτερικὴ ἐνέργειά του, ἀλλὰ τὸν προσλαμβάνει καὶ τὸν ἀγκαλιάζει. Καὶ δὲν ἀνορθώνει μόνο καὶ ξαναστεριώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ καὶ τὴν περιβάλλεται μὲ τρόπο ἀπερίγραπτο καὶ ἑνώνεται καὶ ταυτίζεται μαζί της, καὶ γεννιέται συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα βέβαια, ὥστε νὰ πάρει πίσω τῆς φύση του ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλασε κι ὁ πονηρὸς μὲ τὴ συμβουλή του τοῦ ἔκλεψε, παρθένο ὅμως, γιὰ νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο νέο, γιατὶ ἂν γεννιόταν μὲ σπέρμα ἀνδρός, θὰ ἔφερνε τὴν κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ δὲ θὰ ἦταν καινούριος ἄνθρωπος, δὲ θὰ ἦταν ὁ ἀρχηγὸς καὶ χορηγὸς τῆς ζωῆς ἐκείνης ποὺ ποτὲ δὲν παλιώνει, δὲ θὰ κατάφερνε, ἂν ἀνῆκε στὴν παλιὰ ξεπεσμένη κατάσταση, νὰ προσλάβει ὁλόκληρη τὴ διαφανῆ θεότητα καὶ νὰ καταστήσει τὴ σάρκα ἀνεξάντλητη πηγὴ ἁγιασμοῦ τόσο, ὥστε νὰ ξεπλύνει καὶ νὰ καθαρίσει πλέρια τὸ μολυσμὸ τῶν προπατόρων καὶ νὰ ἐπαρκέσει γιὰ τὸν ἐξαγιασμὸ καὶ ὅλων τῶν ἐπιγόνων. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, νικημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ μᾶς, θέλησε νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, μὲ τὸ νὰ γεννηθεῖ τέλειος ἄνθρωπος ὅπως καὶ μεῖς, μένοντας ὅμως συγχρόνως ἀναλλοίωτα Θεός».
Σχετικὰ μὲ τὴ συγκαταβατικὴ ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ὅσα προσφέρθηκαν ἐξαιτίας τῆς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμπιστεύτηκαν ἀληθινὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ ὁ Θεός, ἂν καὶ μποροῦσε νὰ ἐλευθερώσει μὲ ποικίλους ἄλλους τρόπους τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ στὸ διάβολο, προτίμησε νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὴ τὴ συγκαταβατικὴ τακτική.
Μποροῦσε, ὁπωσδήποτε, ὁ προαιώνιος καὶ ἀπεριόριστος καὶ παντοκράτορας Λόγος καὶ παντοδύναμος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ περιβληθεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ ἀπαλλάξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ὑποτέλεια στὸ θάνατο καὶ τὴν ὑποδούλωση στὸ διάβολο, γιατὶ ὅλα ὑπακούουν στὶς ἐντολές του καὶ τὸ καθετὶ ἐξαρτιέται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐξουσία του, ὅλα ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὰ ἐνεργεῖ καί, σύμφωνά με τὸν Ἰώβ, τίποτε δὲ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητές του, ἄλλωστε, ἀπέναντι στὴν ἀπόλυτη ὑπεροχὴ τοῦ δημιουργοῦ, ἡ δύναμη ἀντίστασης τῶν δημιουργημάτων χρεοκοπεῖ, κανένα δὲν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα.
Ὅμως, αὐτὴ ἡ τακτικὴ σωτηρίας, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ πιὸ προσαρμοσμένη στὴ δική μας φύση, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας κι ἀκόμα ἦταν ἡ πιὸ ἀντάξια του Θεοῦ ποὺ τὴν ἐφάρμοζε μία καὶ χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς δικαιοσύνης, χωρὶς τὸ ὁποῖο καμιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν πραγματοποιεῖται. «Δίκαιος γὰρ ὁ Θεός, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησε, καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ», ὅπως λέει κι ὁ ψαλμῳδὸς Προφήτης.
Ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸ Θεὸ πρῶτος καί, κατὰ συνέπεια, δίκαια ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὸ Θεό· τότε κατέφυγε, μὲ τὴ θέλησή του, στὸν ἀρχηγὸ τῆς κακίας, ποὺ τὸν εἶχε παρασύρει μὲ τὶς δόλιες ἀντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατὰ συνέπεια, παραδόθηκε σ᾿ αὐτόν, ἔτσι εἰσχώρησε στὸν κόσμο ὁ θάνατος, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ φθόνου τοῦ πονηροῦ καὶ μὲ τὴν ἄδεια, τὴ δίκαιη, τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ θάνατος, ἐξαιτίας τῆς ὑπερβάλλουσας κακότητας τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας διπλασιάστηκε, κοντὰ σὲ κεῖνον ποὺ προσκολλήθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ὁ ἄλλος ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ διάβολος βίαια τὸν προξενεῖ.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ὑποταγὴ στὸ διάβολο καὶ ἡ παράδοση στὸ θάνατο ἐπῆλθε ὡς δίκαιη συνέπεια, ἔπρεπε καὶ ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπινου γένους στὴν ἐλευθερία καὶ τὴ ζωὴ νὰ συντελεστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ πάλι ὡς δίκαιη συνέπεια. Καὶ δὲν ἦταν μόνο ἡ παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στὸ φθονερὸ ἐχθρό του, ποὺ πρόκυψε ὡς συνέπεια τῆς θείας δικαιοσύνης, ἦταν καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπεδίωξε ἄδικα νὰ ἐξουσιάζει καὶ νὰ μὴν ὑπακούει πουθενὰ καὶ νὰ καταπιέζει, βρισκόμενος σὲ διάσταση μὲ τὴ δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τὴ δύναμή του ἐνάντια στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Θεός, λοιπόν, θεώρησε ὅτι προεῖχε νὰ νικηθεῖ πρῶτα ὁ διάβολος μὲ τὴ δικαιοσύνη, μὲ τὴν ὁποία ἔχει ἀνοιχτὴ διαμάχη, καὶ κατόπιν νὰ νικηθεῖ μὲ τὴ θεϊκὴ ὑπεροχή, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ μέλλουσα κρίση. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ σειρά, νὰ προηγεῖται ἡ δικαιοσύνη ἀπὸ τὴ δύναμη, αὐτὸ ἁρμόζει ἀληθινὰ στὴ θεϊκὴ ἀγαθὴ διακυβέρνηση τοῦ κόσμου, ὄχι στὴν καταπιεστικὴ ἐπιβολή: νὰ ἀκολουθεῖ ἡ δύναμη, ἀφοῦ πρῶτα ἐπιβληθεῖ ἡ δικαιοσύνη.
Καί, ὅπως ὁ διάβολος, ὁ παμπάλαιος φονιὰς τοῦ ἀνθρώπου, ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας ἀπὸ φθόνο καὶ μίσος, ἔτσι κι ὁ ζωοδότης μπῆκε στὴ μάχη μὲ τὸ μέρος μιᾶς ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα κι ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος, χωρὶς νὰ τοῦ ἔχει παρασχεθεῖ τὸ δικαίωμα, ἔβαλε σκοπό του νὰ καταστρέψει τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι ὁ πλάστης, ἔχοντας ἀντίθετα, κάθε δικαίωμα, ἀποφάσισε νὰ σώσει τὸ δημιούργημά του. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος πέτυχε μὲ τὴν ἀδικία καὶ τὴ δολιότητα νὰ καταγάγει νίκη καὶ νὰ γκρεμίσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ θεοδώρητο ἀξίωμά του, ἔτσι κι ὁ ἐλευθερωτὴς μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφὸ σχέδιο ἐπέφερε τὴν πανωλεθρία τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας καὶ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου.
Λοιπόν, ὁ Θεὸς ἀπέφευγε νὰ χρησιμοποιήσει, πράγμα ποὺ μποροῦσε, τὴ δύναμη, ὥσπου νὰ προχωρήσει στὴν ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης, πράγμα ποὺ ἦταν ἀναγκαῖο. Ἔτσι ἄλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα ἡ δύναμη τῆς δικαιοσύνης, ἀφοῦ προτιμήθηκε ὡς τακτικὴ ἀπὸ τὸν παντοδύναμο ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν νικήσει. Ἀπ᾿ αὐτὸ μάλιστα θά ῾πρεπε καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ παραδειγματιστοῦν, ὥστε νὰ ζοῦν μὲ δικαιοσύνη τὴν ἐπίγεια ζωή τους, ὥστε στὴν αἰώνια ζωὴ τῆς ἀθανασίας ν᾿ ἀναλάβουν τὴ δύναμη καὶ νὰ μὴ τὴ χάσουν ποτέ.
Κι ἀκόμα ἔπρεπε ὁ διάβολος ποὺ τότε νίκησε τὸν ἄνθρωπο, νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὴ νικημένη ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ κατατροπωθεῖ αὐτὸς ποὺ μὲ τόση πανουργία παγίδευσε τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ χρειαζόταν ἀπαραίτητα νὰ ὑπάρξει ἕνας ἄνθρωπος ἀναμάρτητος. Ὅμως κάτι τέτοιο ἦταν ἀδύνατο. «Οὐδεὶς γάρ, λέει ἡ Γραφή, ἀναμάρτητος, οὐδ᾿ ἂν μία ἡμέρα ἡ ζωὴ αὐτοῦ» καὶ «τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν;»
Μονάχα ὁ Θεός, κανένας ἄλλος, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀναμάρτητος. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ γεννημένος ἀπὸ τὸ Θεὸ εὐθὺς ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής του, καὶ πάντοτε ἑνωμένος μ᾿ Αὐτὸν (δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει ἡ νὰ ἐννοηθεῖ ποτὲ Θεὸς στερημένος λόγου) καὶ οὐδέποτε διαχωρισμένος ἀπ᾿ Αὐτόν, ὁ ἕνας ὑπαρκτὸς Θεὸς (τὸ ἀντιφέγγισμα τοῦ ἥλιου δὲν εἶναι ἄλλον φῶς διαφορετικὸ ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ οἱ ἡλιακὲς ἀκτίνες δὲν εἶναι ἄλλοι ἥλιοι), γὶ αὐτό, λοιπόν, ὁ μόνος ἀναμάρτητος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καθίσταται γιὸς ἀνθρώπου, χωρὶς βέβαια, νὰ ἀλλάζει τίποτε ὡς πρὸς τὴ θεότητά του, μένοντας, ὅμως, ἀκηλίδωτος ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινή του ἰδιότητα.
«Ὅς, ὅπως προφήτευσε ὁ Ἡσαΐας, ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ κεῖνος ποὺ δὲ «συνελήφθη ἐν ἀνομίαις» καὶ δὲν «ἐκυήθη ἐν ἁμαρτίαις» καθὼς διαπιστώνει, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἢ μᾶλλον γιὰ ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁ Δαβὶδ στοὺς Ψαλμούς. Γιατὶ ἡ ἐπανάσταση τῆς σάρκας ἔχει ὡς αὐτόματη συνέπεια τὴν καταδίκη ποὺ εἶναι καὶ λέγεται φθορά.
Αὐτὴ ἡ ἐπανάσταση ἂν καὶ δὲ γίνεται μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἂν καὶ φανερὰ βρίσκεται σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς νόμους τῆς νόησης καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τιθασεύεται ἀπὸ τοὺς ἐνάρετους καὶ προσανατολίζεται μόνο πρὸς τὸν τομέα δημιουργίας παιδιῶν, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴ φθορὰ καὶ δὲν εἶναι παρὰ ἔφεση γιὰ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν αὐτοῦ ποὺ δὲ συνειδητοποίησε τὴν τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκε ἡ φύση μας ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἐξομοιώθηκε μὲ τὰ κτήνη.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲ γεννήθηκε, ἁπλῶς Θεὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Παρθένο ἐπίλεκτη καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ βρώμικους σαρκικοὺς λογισμούς, σύμφωνα μὲ τοὺς προφῆτες, γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο στὴ μήτρα τῆς ὁποίας ἐπέφερε τὴ σύλληψη ὄχι κάποια σαρκικὴ ὄρεξη, ἀλλ᾿ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ συνέβηκε ἦταν ἡ ὑποδοχὴ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ οὐράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, ὄχι ὑπόκυψη καὶ δοκιμὴ στὴ γεμάτη πάθος σαρκικὴ ἐπιθυμία.
Μακριὰ ἀπὸ κάθε τέτοια ἐμπειρία, ἡ σύλληψη ἔγινε μέσα στὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. «Ἰδοὺ γὰρ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου», ἀπάντησε ἡ ἄσπιλη Παρθένος στὸν ἄγγελο ποὺ τῆς ἔφερε τὸ μήνυμα τῆς χαρᾶς, συνέλαβε καὶ γέννησε. Προκειμένου ἔτσι ὁ νικητὴς τοῦ διαβόλου, ὄντας ἄνθρωπος - θεάνθρωπος νὰ κατάγεται, βέβαια, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, νὰ μὴ μετέχει ὅμως στὴν κληρονομούμενη ἁμαρτία. Αὐτὸς μόνος ἀπ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους νὰ συλληφθεῖ χωρὶς νὰ συντρέχει τὸ γεγονὸς τῆς παρακοῆς, μόνος αὐτὸς νὰ μπεῖ στὴ μήτρα τῆς μητέρας τοῦ χωρὶς νὰ μεσολαβήσει ἡ ἐμπαθὴς ἡδονὴ τῆς σάρκας καὶ οἱ βρώμικες ἐπιθυμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ μιασμένη ἀπὸ τὴν παρακοὴ ἀνθρώπινη φύση.
Προκειμένου ἔτσι ὁ Χριστὸς νὰ ὑπάρξει τέλεια ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε μόλυνση ποὺ μεταδίδεται στοὺς ἀπογόνους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἀνάγκη κάθαρσης ὁ ἴδιος, καὶ νὰ δέχεται τὰ πάντα μὲ σοφία γιὰ χάρη μας. Καὶ ἔτσι νὰ γίνει ὁ ὁλοκληρωτικὰ νέος Ἄνθρωπος καὶ νὰ παραμείνει νέος πραγματικὰ κι ἀταλάντευτα, χωρὶς καθόλου νὰ παλιώνει πάλι, καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει, προσφερόμενος ὁ ἴδιος ὡς θεμέλιο καὶ ὡς ὄργανο, τὸν παλαιὸ Ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν διατηρήσει πάντα νέο, μιὰ καὶ μπορεῖ νὰ διώξει μακριὰ κάθε στοιχεῖο παλιὸ καὶ φθαρμένο.
Γιατὶ καὶ κεῖνος, ὁ πρῶτος Ἄνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχὴν πεντακάθαρος καὶ ἦταν νέος ὡσότου μὲ τὴ θέλησή του ἀκολούθησε τὸ διάβολο καὶ ἐκτράπηκε στὶς σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ ξέπεσε μὲς τὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παλιωθεῖ καὶ νὰ κατρακυλήσει στὴν παραφθορὰ τῆς φυσικῆς του κατάστασης.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης τοῦ κόσμου δὲν ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια ἐξωτερικὴ ἐνέργειά του, ἀλλὰ τὸν προσλαμβάνει καὶ τὸν ἀγκαλιάζει. Καὶ δὲν ἀνορθώνει μόνο καὶ ξαναστεριώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ καὶ τὴν περιβάλλεται μὲ τρόπο ἀπερίγραπτο καὶ ἑνώνεται καὶ ταυτίζεται μαζί της, καὶ γεννιέται συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα βέβαια, ὥστε νὰ πάρει πίσω τῆς φύση του ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλασε κι ὁ πονηρὸς μὲ τὴ συμβουλή του τοῦ ἔκλεψε, παρθένο ὅμως, γιὰ νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο νέο, γιατὶ ἂν γεννιόταν μὲ σπέρμα ἀνδρός, θὰ ἔφερνε τὴν κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ δὲ θὰ ἦταν καινούριος ἄνθρωπος, δὲ θὰ ἦταν ὁ ἀρχηγὸς καὶ χορηγὸς τῆς ζωῆς ἐκείνης ποὺ ποτὲ δὲν παλιώνει, δὲ θὰ κατάφερνε, ἂν ἀνῆκε στὴν παλιὰ ξεπεσμένη κατάσταση, νὰ προσλάβει ὁλόκληρη τὴ διαφανῆ θεότητα καὶ νὰ καταστήσει τὴ σάρκα ἀνεξάντλητη πηγὴ ἁγιασμοῦ τόσο, ὥστε νὰ ξεπλύνει καὶ νὰ καθαρίσει πλέρια τὸ μολυσμὸ τῶν προπατόρων καὶ νὰ ἐπαρκέσει γιὰ τὸν ἐξαγιασμὸ καὶ ὅλων τῶν ἐπιγόνων. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, νικημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ μᾶς, θέλησε νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, μὲ τὸ νὰ γεννηθεῖ τέλειος ἄνθρωπος ὅπως καὶ μεῖς, μένοντας ὅμως συγχρόνως ἀναλλοίωτα Θεός».
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩ
Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης
«...... Οι Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές μετουσιώνονται σε μεγάλες πνευματικές χαρές για όσα ο Θεός εδωροφόρησε αγαθά στους ανθρώπους από τότε που « εφανερώθη εν σαρκί».
Συγκεκριμένα οι Μοναχοί και ειδικά στο Άγιο Όρος του Άθω, εορτάζουν την Γέννηση του Θεού Λόγου σχεδόν κάθε μέρα χάρις στις νυχθήμερες ιερές Ακολουθίες.
Πράγματι στις αδιάλειπτες λατρείες που επιτελούνται στις Βυζαντινές Μονές, στις Σκήτες, στις Καλύβες και τα Ησυχαστήρια, κατά τις Θ. Λειτουργίες και τις άλλες μυσταγωγικές ακολουθίες ψέλνονται ύμνοι που έχουν ως κέντρον την Σάρκωση του Θεού και τη σωτηρία του κόσμου.
Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων οι μονάζοντες είναι προετοιμασμένοι για την υποδοχή του Θ. Βρέφους, ώστε με ψυχική μέθεξη, με μετάρσιον νουν και « καιομένη καρδία» να ψάλλουν ενθέως τη δόξα του εν υψίστοις Θεού, ορώντες « θεωρητικώς» ή εκστατικά το « μυστήριον ξένον και παράδοξον» και , συνεπαρμένοι από την μυστική θέα των αθεάτων και νοητών κόσμων, να βλέπουν νοητά και εν πίστει ωσάν « θρόνον χερουβικόν την Παρθένον» και την Φάτνην « ως χωρίον ενώ εκλήθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός ...».
Όπως σ' ολόκληρη την ορθοδοξία, έτσι και στο Άγιον Όρος η προετοιμασία των Μοναχών αρχίζει με αγνιστικές νηστείες από τις 15 Νοεμβρίου. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι ψυχές των μονοτρόπων μυσταγωγούνται στο Μυστήριο της Γεννήσεως με τους εισαγωγικούς Ύμνους, με τα Καθίσματα, τα Τριώδια των Αποδείπνων, τις μελίρρυτες Καταβασίες και με τους εξαίρετους Ασματικούς Κανόνες που κορυφώνονται στις Μεγάλες Ώρες της προπαραμονής.
΄Ετσι με όλα τα υμνολογικά αριστουργήματα, οι μονάζοντες ζουν σε ένα κλίμα λειτουργικής συμμετοχής ως ιερουργούμενοι στο ανήκουστο Μυστήριο, ουρανοφάντορες μυούμενοι στην υπέρ φύση αποκάλυψη.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρείαν, αποβαίνει αληθινή μυσταγωγία των πιο υψηλών θεολογικών και πνευματικών εμπειριών. Νομίζει κανείς, ότι Άγγελοι Κυρίου επεδήμησαν εξ ουρανού και συνψάλλουν εναρμόνια μελωδήματα με τους αποδήμους του κόσμου ορεσιτρόφους Μοναχούς και ότι η θριαμβεύουσα στον ουράνιο κόσμο Εκκλησία, σε μια λειτουργική Σύναξη με τους ερημικούς και αρνησίκοσμους χριστιανούς υμνολογούν την ιερά νύχτα την Γέννηση του Χριστού.
Και πραγματικά μέσα στον λαμπρότατο υποβλητικό και κατανυχτικό βυζαντινό διάκοσμο και τις ποικιλόχρωμες ανταύγειες που διαχέουν τα ακτινοβολούντα πολύφωτα των στιλβωμένων πολυελαίων, τα τοιχογραφημένα πρόσωπα των Αγίων, παίρνουν μια τέλεια έκφραση, που οι θεώμενοι Μοναχοί να αισθάνονται ότι είναι ζωντανά μαζί τους.
Και όπως διατελούν στην μεταρσίωση αυτή, να βλέπουν εκστατικοί μπροστά τους Αποστόλους, Προφήτες, Μάρτυρες, Ιεράρχες, Οσίους, Ασκητές και Ησυχαστές, αυτήν την Θεοτόκο μέσα στο πάνσεπτο Σπήλαιο πλησίον του Θ .Βρέφους της, που έχει η ίδια ανακλίνει ως Λόγο σαρκωμένο στη Φάτνη των αλόγων ζώων και που πλαισιώνεται από τους Αγγέλους και τους ποιμένες με έκφραση απείρου αγαλλιάσεως όλους συμμετέχοντες με την παρουσία τους στους θείους ύμνους...
Με πλαίσιο μια απαράμιλλη σε ομορφιά και ποικιλία χειμερινών φυσικών εικόνων, φύση, με τη βαθύτατη αγιορειτική ησυχία, μέσα στην γεμάτη μυστήριο και διαφάνεια Βηθλεεμική νύχτα, οι ολονύκτιες θεοτερπείς ψαλμωδίες των Μοναχών σ' ολόκληρη την Αθωνική Χερσόνησο, με δεσπόζοντα τον λαμπρό αστέρα, ζωντανεύουν την Γέννηση του Θεού Λόγου στο αιδέσιμο Σπήλαιο και μεταφέρουν τους Μοναχούς στην αγία εκείνη νύχτα, που άγγελος Κυρίου ανήγγειλε στους απλοϊκούς « αγραυλούντες» ποιμένες: « ιδού γαρ ευαγγελίζομαι ημίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ. Ότι ετέχθη ημίν σήμερον σωτήρ, ός εστί Χρηστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ».
Γι' αυτό και οι Μοναχοί συντηρούν στο διηνεκές μέσα στις καρδιές τους αυτή την ίδια λευκή νύχτα, που «πλήθος στρατιές ουρανίων» έψαλλε « δια την των πάντων θέωσιν, το « Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία....»
«...... Οι Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές μετουσιώνονται σε μεγάλες πνευματικές χαρές για όσα ο Θεός εδωροφόρησε αγαθά στους ανθρώπους από τότε που « εφανερώθη εν σαρκί».
Συγκεκριμένα οι Μοναχοί και ειδικά στο Άγιο Όρος του Άθω, εορτάζουν την Γέννηση του Θεού Λόγου σχεδόν κάθε μέρα χάρις στις νυχθήμερες ιερές Ακολουθίες.
Πράγματι στις αδιάλειπτες λατρείες που επιτελούνται στις Βυζαντινές Μονές, στις Σκήτες, στις Καλύβες και τα Ησυχαστήρια, κατά τις Θ. Λειτουργίες και τις άλλες μυσταγωγικές ακολουθίες ψέλνονται ύμνοι που έχουν ως κέντρον την Σάρκωση του Θεού και τη σωτηρία του κόσμου.
Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων οι μονάζοντες είναι προετοιμασμένοι για την υποδοχή του Θ. Βρέφους, ώστε με ψυχική μέθεξη, με μετάρσιον νουν και « καιομένη καρδία» να ψάλλουν ενθέως τη δόξα του εν υψίστοις Θεού, ορώντες « θεωρητικώς» ή εκστατικά το « μυστήριον ξένον και παράδοξον» και , συνεπαρμένοι από την μυστική θέα των αθεάτων και νοητών κόσμων, να βλέπουν νοητά και εν πίστει ωσάν « θρόνον χερουβικόν την Παρθένον» και την Φάτνην « ως χωρίον ενώ εκλήθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός ...».
Όπως σ' ολόκληρη την ορθοδοξία, έτσι και στο Άγιον Όρος η προετοιμασία των Μοναχών αρχίζει με αγνιστικές νηστείες από τις 15 Νοεμβρίου. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι ψυχές των μονοτρόπων μυσταγωγούνται στο Μυστήριο της Γεννήσεως με τους εισαγωγικούς Ύμνους, με τα Καθίσματα, τα Τριώδια των Αποδείπνων, τις μελίρρυτες Καταβασίες και με τους εξαίρετους Ασματικούς Κανόνες που κορυφώνονται στις Μεγάλες Ώρες της προπαραμονής.
΄Ετσι με όλα τα υμνολογικά αριστουργήματα, οι μονάζοντες ζουν σε ένα κλίμα λειτουργικής συμμετοχής ως ιερουργούμενοι στο ανήκουστο Μυστήριο, ουρανοφάντορες μυούμενοι στην υπέρ φύση αποκάλυψη.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρείαν, αποβαίνει αληθινή μυσταγωγία των πιο υψηλών θεολογικών και πνευματικών εμπειριών. Νομίζει κανείς, ότι Άγγελοι Κυρίου επεδήμησαν εξ ουρανού και συνψάλλουν εναρμόνια μελωδήματα με τους αποδήμους του κόσμου ορεσιτρόφους Μοναχούς και ότι η θριαμβεύουσα στον ουράνιο κόσμο Εκκλησία, σε μια λειτουργική Σύναξη με τους ερημικούς και αρνησίκοσμους χριστιανούς υμνολογούν την ιερά νύχτα την Γέννηση του Χριστού.
Και πραγματικά μέσα στον λαμπρότατο υποβλητικό και κατανυχτικό βυζαντινό διάκοσμο και τις ποικιλόχρωμες ανταύγειες που διαχέουν τα ακτινοβολούντα πολύφωτα των στιλβωμένων πολυελαίων, τα τοιχογραφημένα πρόσωπα των Αγίων, παίρνουν μια τέλεια έκφραση, που οι θεώμενοι Μοναχοί να αισθάνονται ότι είναι ζωντανά μαζί τους.
Και όπως διατελούν στην μεταρσίωση αυτή, να βλέπουν εκστατικοί μπροστά τους Αποστόλους, Προφήτες, Μάρτυρες, Ιεράρχες, Οσίους, Ασκητές και Ησυχαστές, αυτήν την Θεοτόκο μέσα στο πάνσεπτο Σπήλαιο πλησίον του Θ .Βρέφους της, που έχει η ίδια ανακλίνει ως Λόγο σαρκωμένο στη Φάτνη των αλόγων ζώων και που πλαισιώνεται από τους Αγγέλους και τους ποιμένες με έκφραση απείρου αγαλλιάσεως όλους συμμετέχοντες με την παρουσία τους στους θείους ύμνους...
Με πλαίσιο μια απαράμιλλη σε ομορφιά και ποικιλία χειμερινών φυσικών εικόνων, φύση, με τη βαθύτατη αγιορειτική ησυχία, μέσα στην γεμάτη μυστήριο και διαφάνεια Βηθλεεμική νύχτα, οι ολονύκτιες θεοτερπείς ψαλμωδίες των Μοναχών σ' ολόκληρη την Αθωνική Χερσόνησο, με δεσπόζοντα τον λαμπρό αστέρα, ζωντανεύουν την Γέννηση του Θεού Λόγου στο αιδέσιμο Σπήλαιο και μεταφέρουν τους Μοναχούς στην αγία εκείνη νύχτα, που άγγελος Κυρίου ανήγγειλε στους απλοϊκούς « αγραυλούντες» ποιμένες: « ιδού γαρ ευαγγελίζομαι ημίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ. Ότι ετέχθη ημίν σήμερον σωτήρ, ός εστί Χρηστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ».
Γι' αυτό και οι Μοναχοί συντηρούν στο διηνεκές μέσα στις καρδιές τους αυτή την ίδια λευκή νύχτα, που «πλήθος στρατιές ουρανίων» έψαλλε « δια την των πάντων θέωσιν, το « Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία....»
Όσιος Σίμων ο Μυροβλήτης κτήτορας της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας
Ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλύτης ήταν ο κτήτορας της τολμηρότερης αρχιτεκτονικά αγιορείτικης μονής, της Σιμωνόπετρας. Υπήρξε θαυμάσιος ασκητής, θαυματουργός και μυροβλύτης.
Υποτάχθηκε σε αυστηρό Γέροντα και τόσο τον αγάπησε, ώστε την ώρα πού κοιμόταν ασπαζόταν τα πόδια του και κατά την απουσία του τον τόπο της κατακλίσεως του. Πίστευε ότι δίχως αυτόν δεν θα μπορούσε ν΄ ανεβεί στον ουρανό. Η υποταγή του έδωσε την υψοποιό ταπείνωση και αυτή τη διάκριση. Με την ευλογία του Γέροντα του κατοικεί σε σπήλαιο, πού σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στη μονή του, για να δοθεί όλος στην προσευχή, δίχως να φοβάται τις συχνές επιθέσεις των δαιμόνων. Οι επισκέψεις των ανθρώπων τον σύγχυζαν και ετοιμαζόταν ν΄αναχωρήσει σ΄ ερημικότερο τόπο, όταν άκουσε προσευχόμενος ουράνια φωνή· «Σίμων, φίλε πιστέ, και λάτρη του Υϊού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομα σου». Πιστεύοντας στην αναξιότητά του ο άξιος, θεώρησε τη φωνή τέχνασμα του πονηρού. Τη νύκτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος είδε αστέρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω στην πέτρα, όπου σήμερα η μονή, και η φωνή της Θεοτόκου να του λέγει· «Εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιόν σου, και να σώσης ψυχάς, και πρόσεχε καλώς· μη απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου».
Θαυματουργικά προχώρησε στην ανοικοδόμηση της μονής ο όσιος. Την εκκλησία αφιέρωσε στο όνομα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και τη μονή ονόμασε Νέα Βηθλεέμ. Με θεάρεστη πολιτεία τελείωσε τον βίο του σε προχωρημένη ηλικία στις 28 Δεκεμβρίου 1257 μ.Χ. Ανάμεσα στους τελευταίους λόγους, πού είπε στους υποτακτικούς, λίγο πριν το τέλος του, ήταν και οι εξής· «Θέλω να σας επισκέπτομαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμόν ορατόν και αόρατον... να ήστε ειρηνικοί· φιλόξενοι· να επιτελήτε τας εορτάς πνευματικώς... να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττητε και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε...». Ονομάσθηκε μυροβλύτης, γιατί «τοις πάσιν εφαίνετο μύρον αναβλύζον από του τάφου αυτού». Δυστυχώς και το χαριτόβρυτο λείψανο του και ο τάφος του μένουν σήμερα κρυμμένα και άγνωστα. Ο Σέρβος δεσπότης Ιωάννης Ούγγλεσης (+1371 μ.Χ.), ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του οσίου στη θεραπεία του τέκνου του, μεγάλωσε τη μικρή μονή και την πλούτισε με δωρεές και αφιερώματα.
Ο όσιος Ησαΐας έγραψε τον βίο του, τον όποιο μετέγραψε ο όσιος Νικηφόρος ο Χίος. Οι μοναχοί Θεόφιλος και Ραφαήλ συνέθεσαν κανόνες, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης Χαιρετισμούς και Εγκώμιο, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης οκτώηχο κανόνα και εξέδωσε την ακολουθία του το 1924 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Τὸν περιλάλητον πιστοὶ Μυροβλύτην, καὶ πανυπέρτιμον Χριστοῦ μαργαρίτην, καὶ μοναζόντων ἔρεισμα, καὶ θεῖον ἀσκητήν, πάντες εὐφημήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶντες· Σίμων μάκαρ φύλαττε, ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας· ἣν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ, ὁδηγηθεὶς δι’ ἀστέρος τρισόλβιε,
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀσκήσει ἐκλάμψας ἐν Ἄθῳ Ὅσιε, ὡς καθαρθεὶς τὴν καρδίαν τῶν ἀρετῶν τῷ φωτί, ἐδοξάσθης θαυμαστῶς Σίμων μακάριε· διὸ καὶ βλύζειν κρουνηδόν, μύρα εὔοσμα ἡμῖν, ἠξίωσαι μετὰ τέλος. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀνυμνοῦμέν σε ἀκρέμονα καὶ Ἀποστόλων ὀπαδόν καὶ ἰσοστάσιον καὶ τοῦ Ἄθω σεμνολόγημα καὶ φωστῆρα· Δὸς οὖν Πάτερ καὶ ἡμῖν τὴν σὴν ἀντίληψιν Ὑπέρ πάντων ἐξαιτούμενος τὸν Κύριον Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
Ὁ Οἶκος
Φῶς τὸ δίκην ἀστέρος, ἐξαστράψαν τῆ Πέτρᾳ, τῇ σοί κατῳκισμένῃ τρισμάκαρ, ἐν θεοπτίᾳ αὐτὸ θεωρῶν, ἐν τῆ Γεννήσει τοῦ Χριστοῦ οὐρανόφωτον, ἐξίστασο θεόληπτος ἀκούων ταῦτα·
Χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ φῶς καθορᾶται·
χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ σκότος γελᾶται.
Χαῖρε, τοῦ πεμφθέντος φωτὸς ἡ διάδοσις·
χαῖρε, τῶν χαρίτων Χριστοῦ ἡ ἐπίδοσις.
Χαῖρε φῶς τὸ ἀστερόμορφον, ἀναβλέψας ὀφθαλμοῖς·
χαῖρε σκότος τὸ θεήλατον, ἀπελάσας λογισμοῖς,
Χαῖρε, ὅτι κατέστης ἄστρου ξένου διόπτρα·
χαῖρε, ὅτι κατεῖδες ὑπὲρ μάγους ἀστέρα.
Χαῖρε φωστήρ, ἀστέρων λαμπρότερε·
χαῖρε λαμπτήρ, φωστήρων φανότερε.
Χαῖρε, δι’ οὗ Βηθλεὲμ νεουργεῖται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ Ἐδὲμ κατοικεῖται.
Χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον
Ὤφθης μυροθήκη πνευματική, Σίμων Μυροβλύτα, ἡδυπνόου ἐπιρροῆς, ὀσμαῖς σου εὐπνόοις, ὀσμὴν πρὸς ἀπαθείας, ἀπαύστως δειγείρων, τοὺς προσιόντας σοι.
Υποτάχθηκε σε αυστηρό Γέροντα και τόσο τον αγάπησε, ώστε την ώρα πού κοιμόταν ασπαζόταν τα πόδια του και κατά την απουσία του τον τόπο της κατακλίσεως του. Πίστευε ότι δίχως αυτόν δεν θα μπορούσε ν΄ ανεβεί στον ουρανό. Η υποταγή του έδωσε την υψοποιό ταπείνωση και αυτή τη διάκριση. Με την ευλογία του Γέροντα του κατοικεί σε σπήλαιο, πού σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στη μονή του, για να δοθεί όλος στην προσευχή, δίχως να φοβάται τις συχνές επιθέσεις των δαιμόνων. Οι επισκέψεις των ανθρώπων τον σύγχυζαν και ετοιμαζόταν ν΄αναχωρήσει σ΄ ερημικότερο τόπο, όταν άκουσε προσευχόμενος ουράνια φωνή· «Σίμων, φίλε πιστέ, και λάτρη του Υϊού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομα σου». Πιστεύοντας στην αναξιότητά του ο άξιος, θεώρησε τη φωνή τέχνασμα του πονηρού. Τη νύκτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος είδε αστέρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω στην πέτρα, όπου σήμερα η μονή, και η φωνή της Θεοτόκου να του λέγει· «Εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιόν σου, και να σώσης ψυχάς, και πρόσεχε καλώς· μη απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου».
Θαυματουργικά προχώρησε στην ανοικοδόμηση της μονής ο όσιος. Την εκκλησία αφιέρωσε στο όνομα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και τη μονή ονόμασε Νέα Βηθλεέμ. Με θεάρεστη πολιτεία τελείωσε τον βίο του σε προχωρημένη ηλικία στις 28 Δεκεμβρίου 1257 μ.Χ. Ανάμεσα στους τελευταίους λόγους, πού είπε στους υποτακτικούς, λίγο πριν το τέλος του, ήταν και οι εξής· «Θέλω να σας επισκέπτομαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμόν ορατόν και αόρατον... να ήστε ειρηνικοί· φιλόξενοι· να επιτελήτε τας εορτάς πνευματικώς... να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττητε και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε...». Ονομάσθηκε μυροβλύτης, γιατί «τοις πάσιν εφαίνετο μύρον αναβλύζον από του τάφου αυτού». Δυστυχώς και το χαριτόβρυτο λείψανο του και ο τάφος του μένουν σήμερα κρυμμένα και άγνωστα. Ο Σέρβος δεσπότης Ιωάννης Ούγγλεσης (+1371 μ.Χ.), ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του οσίου στη θεραπεία του τέκνου του, μεγάλωσε τη μικρή μονή και την πλούτισε με δωρεές και αφιερώματα.
Ο όσιος Ησαΐας έγραψε τον βίο του, τον όποιο μετέγραψε ο όσιος Νικηφόρος ο Χίος. Οι μοναχοί Θεόφιλος και Ραφαήλ συνέθεσαν κανόνες, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης Χαιρετισμούς και Εγκώμιο, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης οκτώηχο κανόνα και εξέδωσε την ακολουθία του το 1924 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Τὸν περιλάλητον πιστοὶ Μυροβλύτην, καὶ πανυπέρτιμον Χριστοῦ μαργαρίτην, καὶ μοναζόντων ἔρεισμα, καὶ θεῖον ἀσκητήν, πάντες εὐφημήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶντες· Σίμων μάκαρ φύλαττε, ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας· ἣν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ, ὁδηγηθεὶς δι’ ἀστέρος τρισόλβιε,
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀσκήσει ἐκλάμψας ἐν Ἄθῳ Ὅσιε, ὡς καθαρθεὶς τὴν καρδίαν τῶν ἀρετῶν τῷ φωτί, ἐδοξάσθης θαυμαστῶς Σίμων μακάριε· διὸ καὶ βλύζειν κρουνηδόν, μύρα εὔοσμα ἡμῖν, ἠξίωσαι μετὰ τέλος. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀνυμνοῦμέν σε ἀκρέμονα καὶ Ἀποστόλων ὀπαδόν καὶ ἰσοστάσιον καὶ τοῦ Ἄθω σεμνολόγημα καὶ φωστῆρα· Δὸς οὖν Πάτερ καὶ ἡμῖν τὴν σὴν ἀντίληψιν Ὑπέρ πάντων ἐξαιτούμενος τὸν Κύριον Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
Ὁ Οἶκος
Φῶς τὸ δίκην ἀστέρος, ἐξαστράψαν τῆ Πέτρᾳ, τῇ σοί κατῳκισμένῃ τρισμάκαρ, ἐν θεοπτίᾳ αὐτὸ θεωρῶν, ἐν τῆ Γεννήσει τοῦ Χριστοῦ οὐρανόφωτον, ἐξίστασο θεόληπτος ἀκούων ταῦτα·
Χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ φῶς καθορᾶται·
χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ σκότος γελᾶται.
Χαῖρε, τοῦ πεμφθέντος φωτὸς ἡ διάδοσις·
χαῖρε, τῶν χαρίτων Χριστοῦ ἡ ἐπίδοσις.
Χαῖρε φῶς τὸ ἀστερόμορφον, ἀναβλέψας ὀφθαλμοῖς·
χαῖρε σκότος τὸ θεήλατον, ἀπελάσας λογισμοῖς,
Χαῖρε, ὅτι κατέστης ἄστρου ξένου διόπτρα·
χαῖρε, ὅτι κατεῖδες ὑπὲρ μάγους ἀστέρα.
Χαῖρε φωστήρ, ἀστέρων λαμπρότερε·
χαῖρε λαμπτήρ, φωστήρων φανότερε.
Χαῖρε, δι’ οὗ Βηθλεὲμ νεουργεῖται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ Ἐδὲμ κατοικεῖται.
Χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον
Ὤφθης μυροθήκη πνευματική, Σίμων Μυροβλύτα, ἡδυπνόου ἐπιρροῆς, ὀσμαῖς σου εὐπνόοις, ὀσμὴν πρὸς ἀπαθείας, ἀπαύστως δειγείρων, τοὺς προσιόντας σοι.
Άγιοι Δισμύριοι (20.000) μάρτυρες που κάηκαν στη Νικομήδεια
Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι χριστιανοί της Νικομήδειας ήταν αρκετά πολυπληθείς. Ο επίσκοπος Άνθιμος, άνδρας άξιος και με αυταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα - μέρα για τις ψυχές των πιστών. Η πρόοδος αυτή των χριστιανών κέντρισε το φθόνο των ειδωλολατρών αρχόντων και θέλησαν να εξοντώσουν τη χριστιανική Εκκλησία, προπάντων στα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα κέντρα της. Σχεδίασαν λοιπόν, ανήμερα Χριστούγεννα να κάνουν γενική σφαγή των χριστιανών της Νικομήδειας. Οι χριστιανοί είχαν μαζευτεί και πανηγύριζαν το κοσμοσωτήριο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Ο επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τους είχαν περικυκλώσει στρατός και όχλος ειδωλολατρών με όπλα και ρόπαλα, διέταξε να γίνει γρήγορα η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα, βάπτισε τους κατηχουμένους, για να έχουν ασφαλή εφόδια στην αιώνια σωτηρία. Τότε οι ειδωλολάτρες έβαλαν φωτιά στο ναό, με αποτέλεσμα να καούν χιλιάδες πιστοί. Το τραγικό αυτό γεγονός, αντί να μειώσει τον αριθμό των μελών της Εκκλησίας, αντίθετα τον πολλαπλασίασε και χαλύβδωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των πιστών. Έτσι και στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που είπε η κεφαλή της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός: «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίου, ιστ' 18). Ο θάνατος δηλαδή και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού, δε θα υπερισχύσουν, ούτε θα κατανικήσουν την Εκκλησία, που είναι αιώνια και αθάνατη.
(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι' αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι' αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015
Ο άϋλος Λόγος του Θεού έρχεται στη γη
Μέγας Αθανάσιος
Ο ασώματος, άφθαρτος και άϋλος Λόγος του Θεού έρχεται στη γη μας, χωρίς βέβαια και πριν να είναι μακριά από μας.
Διότι δεν είναι απών από κανένα σημείο του κόσμου. Συνυπάρχοντας ο Λόγος με τον Πατέρα Του, γεμίζει εξ ολοκλήρου όλα τα σύμπαντα· και ταυτόχρονα, έρχεται να εμφανιστεί και σε μας από συγκατάβαση, εξαιτίας της αγάπης του για τους ανθρώπους.
Είδε ο Λόγος ότι καταστρεφόταν το λογικό γένος των ανθρώπων και κυριαρχεί πάνω τους με τη φθορά ο θάνατος. Είδε ότι η απειλή για την παράβαση ενίσχυε τη φθοράς πάνω μας. Είδε ότι ήταν αδύνατο να καταργηθεί (η φθορά και ο θάνατος), προτού ξεπληρωθεί η ποινή του νόμου. Είδε ακόμη και το ασυμβίβαστο προς τη δημιουργικότητα, ότι, δηλαδή, ενώ Αυτός δημιουργούσε, τα πλάσματα καταστρέφονταν. Είδε όμως και την υπερβολική κακία των ανθρώπων, ότι σιγά-σιγά την αύξησαν σε βάρος τους σε αβάσταχτο βαθμό. Είδε τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός του θανάτου.
(Βλέποντας όλα αυτά), σπλαχνίστηκε το ανθρώπινο γένος και λυπήθηκε για την αδυναμία μας· καταδέχθηκε τη δική μας φθορά χωρίς να υποφέρει την κυριαρχία του θανάτου· προσλαμβάνει ανθρώπινο σώμα για τον εαυτό Του και μάλιστα όχι διαφορετικό από το δικό μας, για να μην πάει χαμένο το δημιουργικό έργο του Πατέρα που έπλασε τους ανθρώπους
Ο ασώματος, άφθαρτος και άϋλος Λόγος του Θεού έρχεται στη γη μας, χωρίς βέβαια και πριν να είναι μακριά από μας.
Διότι δεν είναι απών από κανένα σημείο του κόσμου. Συνυπάρχοντας ο Λόγος με τον Πατέρα Του, γεμίζει εξ ολοκλήρου όλα τα σύμπαντα· και ταυτόχρονα, έρχεται να εμφανιστεί και σε μας από συγκατάβαση, εξαιτίας της αγάπης του για τους ανθρώπους.
Είδε ο Λόγος ότι καταστρεφόταν το λογικό γένος των ανθρώπων και κυριαρχεί πάνω τους με τη φθορά ο θάνατος. Είδε ότι η απειλή για την παράβαση ενίσχυε τη φθοράς πάνω μας. Είδε ότι ήταν αδύνατο να καταργηθεί (η φθορά και ο θάνατος), προτού ξεπληρωθεί η ποινή του νόμου. Είδε ακόμη και το ασυμβίβαστο προς τη δημιουργικότητα, ότι, δηλαδή, ενώ Αυτός δημιουργούσε, τα πλάσματα καταστρέφονταν. Είδε όμως και την υπερβολική κακία των ανθρώπων, ότι σιγά-σιγά την αύξησαν σε βάρος τους σε αβάσταχτο βαθμό. Είδε τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός του θανάτου.
(Βλέποντας όλα αυτά), σπλαχνίστηκε το ανθρώπινο γένος και λυπήθηκε για την αδυναμία μας· καταδέχθηκε τη δική μας φθορά χωρίς να υποφέρει την κυριαρχία του θανάτου· προσλαμβάνει ανθρώπινο σώμα για τον εαυτό Του και μάλιστα όχι διαφορετικό από το δικό μας, για να μην πάει χαμένο το δημιουργικό έργο του Πατέρα που έπλασε τους ανθρώπους
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ
Μπροστὰ στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς
Θαύματα μεγάλα καὶ πρωτοφανὴ ἑορτάζουμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς μὲ κέντρο τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Ἐνῶ ὅμως θαυμάζουμε τὶς ὑπέροχες εὐαγγελικὲς διηγήσεις γιὰ τὴ δοξολογία τῶν ἀγγέλων, τὴν προσκύνηση τῶν ποιμένων, τὴν ὁδοιπορία καὶ τὰ δῶρα τῶν Μάγων, σήμερα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει δοκιμασίες καὶ πειρασμοὺς ποὺ δημιουργοῦν ἔντονο προβληματισμό. Ἂς δοῦμε πῶς περιγράφει τὰ γεγονότα ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος.
Ὅταν ἔφυγαν οἱ Μάγοι, ποὺ εἶχαν ἔρθει νὰ προσκυνήσουν τὸν νεογέννητο Βασιλέα Χριστό, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε:
-Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ Μητέρα του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο, διότι ὁ Ἡρώδης πρόκειται νὰ ἀναζητήσει τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ σκοτώσει. Καὶ μὴ φύγεις ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀλλὰ μεῖνε ἐκεῖ μέχρι νὰ σοῦ πῶ.
Πράγματι, ὁ Ἰωσὴφ σηκώθηκε ἀμέσως καί, μέσα στὴ νύχτα, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης·γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσω τοῦ προφήτη: Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του.
Ἦταν στ’ ἀλήθεια μεγάλη δοκιμασία γιὰ τὴν πίστη τοῦ Ἰωσὴφ ἡ ξαφνικὴ εἰδοποίηση τοῦ ἀγγέλου νὰ φύγουν νύχτα καὶ νὰ ταξιδέψουν μαζὶ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸ θεῖο Βρέφος, ἐξόριστοι στὴν Αἴγυπτο. Θὰ μποροῦσε νὰ κλονιστεῖ ἡ πίστη του καὶ νὰ πεῖ στὸ Θεό: «Θεέ μου, Ἐσὺ εἶπες ὅτι Αὐτὸς θὰ σώσει τὸν λαό Του. Δὲν μπορεῖ τώρα νὰ σώσει τὸν ἑαυτό Του;... Δὲν μπορεῖς, Θεέ μου, νὰ πάρεις τὴν ψυχὴ τοῦ Ἡρώδη; Εἶναι ἀνάγκη νὰ περάσουμε ὅλη αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία;...».
Καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ὅμως, δὲν σκανδαλίζει τὸν πιστὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ.
Ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνταποκρίνεται μὲ προθυμία στὶς ὁδηγίες τοῦ ἀγγέλου. Καὶ ὑπομονετικὰ περιμένει νέες ὁδηγίες...
Κάποτε κι ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε δυσκολίες καὶ θλίψεις. Κι ἴσως ἀρχίζουν νὰ μᾶς πολιορκοῦν οἱ λογισμοί: «γιατί νὰ μοῦ συμβεῖ αὐτό;... Ἀφοῦ πιστεύω στὸ Θεό, κάνω τὴν προσευχή μου... γιατί;...».
Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει ἡ λογική. Μόνο ἡ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ καὶ ἐμπιστεύεται τὸν πανάγαθο Θεὸ μπορεῖ νὰ ξεπεράσει αὐτὰ τὰ διλήμματα. Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, τὸν ὁποῖο τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, «Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ὑπομονῆς. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀντιμετωπίζουμε κάθε δυσκολία μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα. Μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐπιτρέπει κάθε δοκιμασία πάντοτε πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ κραυγὴ τῶν νηπίων
Στὸ μεταξὺ ὁ σκληρὸς καὶ αἱμοσταγὴς Ἡρώδης, ὅταν κατάλαβε ὅτι οἱ Μάγοι τὸν ἑξαπάτησαν καὶ ἔφυγαν ἀπὸ ἄλλον δρόμο γιὰ τὴν πατρίδα τους, θύμωσε ὑπερβολικά. Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σ’ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ σύνορά της, ἀπὸ ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς Μάγους.
Τότε πραγματοποιήθηκε ὁ λόγος τοῦ προφήτη Ἱερεμία: Φωνὴ σπαρακτικὴ ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμᾶ τῆς φυλῆς Βενιαμίν, «θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς». Ἡ Ραχὴλ κλαίει τὰ παιδιά της καὶ δὲν μπορεῖ μὲ κανέναν τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή.
Βέβαια, ἀργότερα πέθανε ὁ Ἡρώδης καὶ μάλιστα μὲ τρόπο φρικτό. Τότε ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε σὲ ὄνειρο πάλι στὸν Ἰωσὴφ στὴν Αἴγυπτο καὶ τοῦ εἶπε:
-Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ Μητέρα του καὶ πήγαινε στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι ἔχουν πεθάνει πλέον ἐκεῖνοι ποὺ ἤθελαν νὰ ἀφαιρέσουν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ. Σηκώθηκε λοιπόν, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ Μητέρα του καὶ ἦλθε στὴν Παλαιστίνη.
Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε ὅτι στὴν Ἰουδαία βασίλευε ὁ Ἀρχέλαος στὴ θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νὰ πάει ἐκεῖ. Ἔλαβε ὅμως νέα ὁδηγία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἡγεμόνας ἦταν ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντίπας, ποὺ ἦταν λιγότερο σκληρὸς ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἀρχέλαο. Κι ἀφοῦ ἦλθε ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη τῆς Ναζαρέτ. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν οἱ προφητεῖες ποὺ ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ δεχθεῖ τὴν ἀτιμία καὶ τὴν περιφρόνηση ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, ὅπως ἔγινε ὅταν τὸν ὀνόμασαν περιφρονητικὰ Ναζωραῖο.
Ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ ποὺ περιγράφει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ εἶναι ἡ τραγωδία μὲ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων στὴ Βηθλεέμ. Ποιὸς μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητος μπροστὰ στὴν εἰκόνα τόσων ἀθώων βρεφῶν; Πρόκειται γιὰ πρωτοφανὴ θηριωδία τὴν ὁποία καταδικάζει ἀπερίφραστα κάθε ἐχέφρων ἄνθρωπος.
Ὡστόσο, τὸ παράδοξο καὶ ἐξωφρενικὸ εἶναι ὅτι ὁ Ἡρώδης καὶ ἡ καταστροφικὴ μανία του ἀναβιώνουν στὶς μέρες μας στὸ πρόσωπο τῶν ἀσυνείδητων ἰατρῶν καὶ τῶν γονέων ποὺ ἐπιπόλαια καταφεύγουν στὴν ἐγκληματικὴ ἔκτρωση. Κάθε χρόνο μὲ τὶς ἐκτρώσεις σκοτώνονται ἑκατομμύρια βρέφη, κι ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν κάλυψη τοῦ δῆθεν πολιτισμένου κόσμου μας!
Ἐπιτέλους, ἂς εὐαισθητοποιηθοῦμε, γιὰ νὰ σταματήσει αὐτὸ τὸ κακό. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀναλάβουμε ὅλοι τὶς εὐθύνες μας. Ἡ κραυγὴ τῶν ἀθώων νηπίων ἂς μᾶς συγκλονίσει.
Θαύματα μεγάλα καὶ πρωτοφανὴ ἑορτάζουμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς μὲ κέντρο τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Ἐνῶ ὅμως θαυμάζουμε τὶς ὑπέροχες εὐαγγελικὲς διηγήσεις γιὰ τὴ δοξολογία τῶν ἀγγέλων, τὴν προσκύνηση τῶν ποιμένων, τὴν ὁδοιπορία καὶ τὰ δῶρα τῶν Μάγων, σήμερα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει δοκιμασίες καὶ πειρασμοὺς ποὺ δημιουργοῦν ἔντονο προβληματισμό. Ἂς δοῦμε πῶς περιγράφει τὰ γεγονότα ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος.
Ὅταν ἔφυγαν οἱ Μάγοι, ποὺ εἶχαν ἔρθει νὰ προσκυνήσουν τὸν νεογέννητο Βασιλέα Χριστό, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε:
-Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ Μητέρα του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο, διότι ὁ Ἡρώδης πρόκειται νὰ ἀναζητήσει τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ σκοτώσει. Καὶ μὴ φύγεις ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀλλὰ μεῖνε ἐκεῖ μέχρι νὰ σοῦ πῶ.
Πράγματι, ὁ Ἰωσὴφ σηκώθηκε ἀμέσως καί, μέσα στὴ νύχτα, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης·γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσω τοῦ προφήτη: Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του.
Ἦταν στ’ ἀλήθεια μεγάλη δοκιμασία γιὰ τὴν πίστη τοῦ Ἰωσὴφ ἡ ξαφνικὴ εἰδοποίηση τοῦ ἀγγέλου νὰ φύγουν νύχτα καὶ νὰ ταξιδέψουν μαζὶ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸ θεῖο Βρέφος, ἐξόριστοι στὴν Αἴγυπτο. Θὰ μποροῦσε νὰ κλονιστεῖ ἡ πίστη του καὶ νὰ πεῖ στὸ Θεό: «Θεέ μου, Ἐσὺ εἶπες ὅτι Αὐτὸς θὰ σώσει τὸν λαό Του. Δὲν μπορεῖ τώρα νὰ σώσει τὸν ἑαυτό Του;... Δὲν μπορεῖς, Θεέ μου, νὰ πάρεις τὴν ψυχὴ τοῦ Ἡρώδη; Εἶναι ἀνάγκη νὰ περάσουμε ὅλη αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία;...».
Καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ὅμως, δὲν σκανδαλίζει τὸν πιστὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ.
Ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνταποκρίνεται μὲ προθυμία στὶς ὁδηγίες τοῦ ἀγγέλου. Καὶ ὑπομονετικὰ περιμένει νέες ὁδηγίες...
Κάποτε κι ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε δυσκολίες καὶ θλίψεις. Κι ἴσως ἀρχίζουν νὰ μᾶς πολιορκοῦν οἱ λογισμοί: «γιατί νὰ μοῦ συμβεῖ αὐτό;... Ἀφοῦ πιστεύω στὸ Θεό, κάνω τὴν προσευχή μου... γιατί;...».
Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει ἡ λογική. Μόνο ἡ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ καὶ ἐμπιστεύεται τὸν πανάγαθο Θεὸ μπορεῖ νὰ ξεπεράσει αὐτὰ τὰ διλήμματα. Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, τὸν ὁποῖο τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, «Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ὑπομονῆς. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀντιμετωπίζουμε κάθε δυσκολία μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα. Μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐπιτρέπει κάθε δοκιμασία πάντοτε πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ κραυγὴ τῶν νηπίων
Στὸ μεταξὺ ὁ σκληρὸς καὶ αἱμοσταγὴς Ἡρώδης, ὅταν κατάλαβε ὅτι οἱ Μάγοι τὸν ἑξαπάτησαν καὶ ἔφυγαν ἀπὸ ἄλλον δρόμο γιὰ τὴν πατρίδα τους, θύμωσε ὑπερβολικά. Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σ’ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ σύνορά της, ἀπὸ ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς Μάγους.
Τότε πραγματοποιήθηκε ὁ λόγος τοῦ προφήτη Ἱερεμία: Φωνὴ σπαρακτικὴ ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμᾶ τῆς φυλῆς Βενιαμίν, «θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς». Ἡ Ραχὴλ κλαίει τὰ παιδιά της καὶ δὲν μπορεῖ μὲ κανέναν τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή.
Βέβαια, ἀργότερα πέθανε ὁ Ἡρώδης καὶ μάλιστα μὲ τρόπο φρικτό. Τότε ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε σὲ ὄνειρο πάλι στὸν Ἰωσὴφ στὴν Αἴγυπτο καὶ τοῦ εἶπε:
-Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ Μητέρα του καὶ πήγαινε στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι ἔχουν πεθάνει πλέον ἐκεῖνοι ποὺ ἤθελαν νὰ ἀφαιρέσουν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ. Σηκώθηκε λοιπόν, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ Μητέρα του καὶ ἦλθε στὴν Παλαιστίνη.
Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε ὅτι στὴν Ἰουδαία βασίλευε ὁ Ἀρχέλαος στὴ θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νὰ πάει ἐκεῖ. Ἔλαβε ὅμως νέα ὁδηγία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἡγεμόνας ἦταν ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντίπας, ποὺ ἦταν λιγότερο σκληρὸς ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἀρχέλαο. Κι ἀφοῦ ἦλθε ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη τῆς Ναζαρέτ. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν οἱ προφητεῖες ποὺ ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ δεχθεῖ τὴν ἀτιμία καὶ τὴν περιφρόνηση ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, ὅπως ἔγινε ὅταν τὸν ὀνόμασαν περιφρονητικὰ Ναζωραῖο.
Ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ ποὺ περιγράφει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ εἶναι ἡ τραγωδία μὲ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων στὴ Βηθλεέμ. Ποιὸς μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητος μπροστὰ στὴν εἰκόνα τόσων ἀθώων βρεφῶν; Πρόκειται γιὰ πρωτοφανὴ θηριωδία τὴν ὁποία καταδικάζει ἀπερίφραστα κάθε ἐχέφρων ἄνθρωπος.
Ὡστόσο, τὸ παράδοξο καὶ ἐξωφρενικὸ εἶναι ὅτι ὁ Ἡρώδης καὶ ἡ καταστροφικὴ μανία του ἀναβιώνουν στὶς μέρες μας στὸ πρόσωπο τῶν ἀσυνείδητων ἰατρῶν καὶ τῶν γονέων ποὺ ἐπιπόλαια καταφεύγουν στὴν ἐγκληματικὴ ἔκτρωση. Κάθε χρόνο μὲ τὶς ἐκτρώσεις σκοτώνονται ἑκατομμύρια βρέφη, κι ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν κάλυψη τοῦ δῆθεν πολιτισμένου κόσμου μας!
Ἐπιτέλους, ἂς εὐαισθητοποιηθοῦμε, γιὰ νὰ σταματήσει αὐτὸ τὸ κακό. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀναλάβουμε ὅλοι τὶς εὐθύνες μας. Ἡ κραυγὴ τῶν ἀθώων νηπίων ἂς μᾶς συγκλονίσει.
Μετά την Χριστού Γέννησιν
Στις 26 Δεκεμβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 26 Δεκεμβρίου τιμούμε τη μνήμη των Αγίων Ιωσήφ του Μνηστήρα της Παρθένου Παναγίας, του Δαβίδ του Προφήτη και βασιλιά και του Ιακώβου του Αδελφοθέου , δηλαδή, το κατά κόσμον γένος και οικογένεια του Χριστού. Όταν δεν υπάρχει Κυριακή εντός αυτής της περιόδου, μεταφέρουμε τον εορτασμό στις 26 Δεκεμβρίου.
Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.
Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Πατρὸς ὡς ἀληθῶς, οὐρανίου θεράπων, ἐγένου Ἰωσήφ, καὶ Πατὴρ τοῦ ἀνάρχου, Υἱοῦ σὺ νενόμισαι, τοῦ σαρκὶ νηπιάσαντος· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, πιστῶς ἀνυμνοῦντές σε.
Ὁ Οἶκος
Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκὶ ὁ ἄσαρκος, περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καὶ σῴζει ἀτρέπτως τὰς ἄμφω οὐσίας, ἀρχὴν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καὶ μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τὰ σύμπαντα. Διὸ τοὺς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεὸς στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ, οὓς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Μεγαλυνάριον
Μνήστωρ τῆς Παρθένου ὁ Ἰωσήφ, καὶ φύλαξ ἐδείχθη, Θεοπάτωρ δὲ ὁ Δαβίδ, Ἰάκωβος ὁ ὁμαίμων, τοῦ Λόγου ὠνομάσθη· διὸ καὶ τῇ γεννήσει τούτου συγχαίρουσι.
Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.
Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Πατρὸς ὡς ἀληθῶς, οὐρανίου θεράπων, ἐγένου Ἰωσήφ, καὶ Πατὴρ τοῦ ἀνάρχου, Υἱοῦ σὺ νενόμισαι, τοῦ σαρκὶ νηπιάσαντος· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, πιστῶς ἀνυμνοῦντές σε.
Ὁ Οἶκος
Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκὶ ὁ ἄσαρκος, περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καὶ σῴζει ἀτρέπτως τὰς ἄμφω οὐσίας, ἀρχὴν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καὶ μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τὰ σύμπαντα. Διὸ τοὺς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεὸς στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ, οὓς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Μεγαλυνάριον
Μνήστωρ τῆς Παρθένου ὁ Ἰωσήφ, καὶ φύλαξ ἐδείχθη, Θεοπάτωρ δὲ ὁ Δαβίδ, Ἰάκωβος ὁ ὁμαίμων, τοῦ Λόγου ὠνομάσθη· διὸ καὶ τῇ γεννήσει τούτου συγχαίρουσι.
Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος
Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ».(Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.
Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.
Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια - κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ' ὦ Τρισμάκαρ, τοὺς σὲ τιμῶντας, σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπων λαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνον ἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.
Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.
Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια - κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ' ὦ Τρισμάκαρ, τοὺς σὲ τιμῶντας, σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπων λαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνον ἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.
Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015
Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρύζω
Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρύζω. Βοσκών φωνές φτάνουν στ' αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιον τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι' αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους, αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς. Γιατί όπου θέλει ο Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι.
Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι' αυτόν το σκοπό.
Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!
Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννησή Του: Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία, κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν αλλά αντί άλλων. O Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.
Ε, λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ' ουρανού να βρίσκεται στη γη μ' ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι' αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι' αυτό τα 'χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμή τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό», και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί Εκείνος που προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένα υπερφυσικά. Το πως, το γνωρίζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: Πως αληθινή είναι και η ουράνια γέννησή του, αδιάψευστη είναι και η επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα. Στον ουρανό είναι ο μόνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, γιος Του μονογενής. Και στη γη είναι ο μόνος που γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο, γιος της μονογενής. Όπως στην περίπτωση της ουράνιας γεννήσεώς Του είναι ασέβεια να σκεφτούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωση της επίγειας γεννήσεώς Του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ο Θεός Τον γέννησε με τρόπο θεϊκό. Η Παρθένος Τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε η ουράνια γέννησή Του μπορεί να εξηγηθεί, ούτε η ενανθρώπησή Του μπορεί να ερευνηθεί. Το ότι Τον γέννησε η Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι Τον γέννησε ο Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννησή Του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ' ό,τι αφορά το Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Εκείνου που κατευθύνει τα πάντα.
Τί φυσικότερο απ’ το να γεννήσει μια παντρεμένη γυναίκα; Αλλά και τί πιο παράδοξο απ’ το να γεννήσει παιδί μια παρθένα, δίχως άνδρα, και να παραμείνει παρθένα;
Γι’ αυτό λοιπόν μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, ας το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλά γιατί είναι ανερμήνευτο.
Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο. Τί να πω και τί να λαλήσω;
Βλέπω εκείνη που γέννησε. Βλέπω κι Εκείνον που γεννήθηκε. Αλλά τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ο Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: Παραμερίστηκε η φυσική τάξη και ενέργησε η θεία θέληση.
Πόσο ανέκφραστη είναι η ευσπλαχνία του Θεού! Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ο άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιό λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ' ό,τι βλέπουμε παρά σ' ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στ' αόρατα όχι. Έτσι δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχτηκε λοιπόν ο Θεός να παρουσιαστεί μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύσει μ' αυτόν τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξή Του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξει με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία Του, να μας οδηγήσει εύκολα στην αληθινή πίστη, στ' αόρατα και υπερφυσικά.
Κατάπληξη με γεμίζει το θαύμα! Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό! Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός που έχει θρόνο τον ουρανό! Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο! Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως... τούτο είναι το θέλημά Του: Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή, με δόξα να ντύσει την ευτέλεια, και την προσβολή σ' αρετή να μεταπλάσει.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα Του. Μου χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντάς μου: Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει, μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ησ. 7:14). Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας. Η συναγωγή έβαψε το νήμα, η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Η Ιουδαία Τον γέννησε, η οικουμένη Τον υποδέχτηκε.
Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε, η Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε. Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα, εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας. Η συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια, οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό. Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο, οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά. Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος». Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε; Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει,και σ' εμένα δεν μιλάς για να μην Τον προσκυνήσω.
Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;
Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, η φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο που ο ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος που έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος που έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, Εκείνος που από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένα κόρη που νίκησε τη φύση, ξεπερνώντας το νόμο του γάμου.
Ο Αδάμ τότε, χωρίς να έχει γυναίκα, γυναίκα απόκτησε. Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχει άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλαιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης γυναίκας. Για αυτό η Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.
Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεση της πλευράς του. Αδιάφθορη έμεινε κι η Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους.
Αλλά πρόσεξε και κάτι ακόμα:
Δεν έπλασε ο Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανιστεί στη γη. Πήρε το σώμα του ανθρώπου, για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωση. Κι ο διάβολος, που είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από έναν κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννησή Του. Γι' αυτό γεννιέται από παρθένα, γι’ αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη, γι' αυτό διαφυλάσσει την παρθενία της ακέραιη: Για να γίνει ο παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ' αυτόν λοιπόν που θ' αμφισβητήσει την άσπορη γέννηση του Λόγου του Θεού, θα επικαλεστώ ως μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε η Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν γέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννηση; Αν πάλι δεν γέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθει που θα γεννηθεί ο Χριστός, εσύ δεν είπες «στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (Ματθ. 2:4); Μήπως εγώ γνώριζα την πόλη ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του Βρέφους που ήρθε στον κόσμο; Ο Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι' Αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για το Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν γέννησε η Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία, «Αλλ' από σένα, Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής του Εφραθά, αν και είσαι μια από τις μικρότερες πόλεις του Ιούδα, θα αναδειχθεί αρχηγός του Ισραήλ» (Μιχ. 5:1);
Πολύ καλά είπε ο προφήτης «από σένα». Από σας προήλθε και παρουσιάστηκε σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Παρουσιάστηκε ως άνθρωπος, για να καθοδηγήσει τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε ως Θεός, για να σώσει την οικουμένη.
Μα, τί ωφέλιμοι εχθροί που είστ' εσείς! Τι φιλάνθρωποι κατήγοροι! Εσείς κατά λάθος δείξατε πως το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς Τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς Τον φανερώσατε, πασχίζοντας να Τον κρύψετε. Εσείς Τον ευεργετήσατε, επιθυμώντας να Τον βλάψετε. Τι αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμφτωχοι είστε, και πλουτίζετε άλλους.
Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε! Ελάτε να πανηγυρίσουμε! Είναι παράξενος ο τρόπος της γιορτής -όσο παράξενος είναι κι ο λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά. Ο διάβολος καταντροπιάστηκε. Οι δαίμονες δραπέτευσαν. Ο θάνατος καταργήθηκε. Ο παράδεισος ανοίχτηκε. Η κατάρα εξαφανίστηκε. Η αμαρτία διώχτηκε. Η πλάνη απομακρύνθηκε. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού. Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη. Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους. Όλα έγιναν ένα.
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ο Θεός στη γη κι ο άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ο Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός και πήρε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά και στα χέρια Του κρατάει την οικουμένη.
Τρέχουν κοντά Του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ' αστέρι για να φανερώσει τον Κύριο τ' ουρανού. Μα... κι Εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια, πως πηγαίνει εκεί για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Την ημέρα εκείνη ο ισραηλιτικός λαός θα πάρει τρίτος, μετά τους Ασσυρίους και τους Αιγυπτίους, την ευλογία του Θεού πάνω στη γη» (Ησ. 19:24).
Τί λες, Ιουδαίε; Εσύ που ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ο πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;
Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, που Τον δέχτηκαν, όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ο Ισραηλιτικός λαός, που γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο τη Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επισκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε τι να υποθέσει για το Βρέφος: Να πει πως ήταν καρπός μοιχείας, δεν τολμούσε. Να προφέρει λόγο βλάσφημο εναντίον της Παρθένου, δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το Παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πως και από ποιόν γεννήθηκε.
Αλλά να, που, πάνω στη σύγχυσή του, παίρνει απάντηση από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Ιωσήφ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα» (Ματθ. 1:20). Και φανέρωσε έτσι σ' εκείνον και σ' εμάς ότι το Άγιο Πνεύμα επισκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ο Χριστός θέλησε να γεννηθεί από παρθένο, αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;
Να γιατί:
Κάποτε ο διάβολος εξαπάτησε την παρθένο Εύα. Τώρα ο άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην Παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε η Εύα ξεστόμισε λόγο, που έγινε αιτία θανάτου. Τώρα η Μαρία γέννησε το Λόγο, που έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο, που έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο. Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε το Σταυρό, που έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.
Σ' αυτόν λοιπόν, το Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, που άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι' αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους, αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς. Γιατί όπου θέλει ο Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι.
Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι' αυτόν το σκοπό.
Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!
Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννησή Του: Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία, κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν αλλά αντί άλλων. O Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.
Ε, λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ' ουρανού να βρίσκεται στη γη μ' ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι' αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι' αυτό τα 'χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμή τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό», και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί Εκείνος που προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένα υπερφυσικά. Το πως, το γνωρίζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: Πως αληθινή είναι και η ουράνια γέννησή του, αδιάψευστη είναι και η επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα. Στον ουρανό είναι ο μόνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, γιος Του μονογενής. Και στη γη είναι ο μόνος που γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο, γιος της μονογενής. Όπως στην περίπτωση της ουράνιας γεννήσεώς Του είναι ασέβεια να σκεφτούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωση της επίγειας γεννήσεώς Του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ο Θεός Τον γέννησε με τρόπο θεϊκό. Η Παρθένος Τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε η ουράνια γέννησή Του μπορεί να εξηγηθεί, ούτε η ενανθρώπησή Του μπορεί να ερευνηθεί. Το ότι Τον γέννησε η Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι Τον γέννησε ο Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννησή Του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ' ό,τι αφορά το Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Εκείνου που κατευθύνει τα πάντα.
Τί φυσικότερο απ’ το να γεννήσει μια παντρεμένη γυναίκα; Αλλά και τί πιο παράδοξο απ’ το να γεννήσει παιδί μια παρθένα, δίχως άνδρα, και να παραμείνει παρθένα;
Γι’ αυτό λοιπόν μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, ας το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλά γιατί είναι ανερμήνευτο.
Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο. Τί να πω και τί να λαλήσω;
Βλέπω εκείνη που γέννησε. Βλέπω κι Εκείνον που γεννήθηκε. Αλλά τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ο Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: Παραμερίστηκε η φυσική τάξη και ενέργησε η θεία θέληση.
Πόσο ανέκφραστη είναι η ευσπλαχνία του Θεού! Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ο άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιό λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ' ό,τι βλέπουμε παρά σ' ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στ' αόρατα όχι. Έτσι δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχτηκε λοιπόν ο Θεός να παρουσιαστεί μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύσει μ' αυτόν τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξή Του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξει με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία Του, να μας οδηγήσει εύκολα στην αληθινή πίστη, στ' αόρατα και υπερφυσικά.
Κατάπληξη με γεμίζει το θαύμα! Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό! Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός που έχει θρόνο τον ουρανό! Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο! Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως... τούτο είναι το θέλημά Του: Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή, με δόξα να ντύσει την ευτέλεια, και την προσβολή σ' αρετή να μεταπλάσει.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα Του. Μου χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντάς μου: Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει, μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ησ. 7:14). Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας. Η συναγωγή έβαψε το νήμα, η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Η Ιουδαία Τον γέννησε, η οικουμένη Τον υποδέχτηκε.
Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε, η Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε. Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα, εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας. Η συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια, οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό. Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο, οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά. Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος». Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε; Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει,και σ' εμένα δεν μιλάς για να μην Τον προσκυνήσω.
Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;
Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, η φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο που ο ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος που έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος που έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, Εκείνος που από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένα κόρη που νίκησε τη φύση, ξεπερνώντας το νόμο του γάμου.
Ο Αδάμ τότε, χωρίς να έχει γυναίκα, γυναίκα απόκτησε. Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχει άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλαιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης γυναίκας. Για αυτό η Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.
Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεση της πλευράς του. Αδιάφθορη έμεινε κι η Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους.
Αλλά πρόσεξε και κάτι ακόμα:
Δεν έπλασε ο Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανιστεί στη γη. Πήρε το σώμα του ανθρώπου, για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωση. Κι ο διάβολος, που είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από έναν κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννησή Του. Γι' αυτό γεννιέται από παρθένα, γι’ αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη, γι' αυτό διαφυλάσσει την παρθενία της ακέραιη: Για να γίνει ο παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ' αυτόν λοιπόν που θ' αμφισβητήσει την άσπορη γέννηση του Λόγου του Θεού, θα επικαλεστώ ως μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε η Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν γέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννηση; Αν πάλι δεν γέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθει που θα γεννηθεί ο Χριστός, εσύ δεν είπες «στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (Ματθ. 2:4); Μήπως εγώ γνώριζα την πόλη ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του Βρέφους που ήρθε στον κόσμο; Ο Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι' Αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για το Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν γέννησε η Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία, «Αλλ' από σένα, Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής του Εφραθά, αν και είσαι μια από τις μικρότερες πόλεις του Ιούδα, θα αναδειχθεί αρχηγός του Ισραήλ» (Μιχ. 5:1);
Πολύ καλά είπε ο προφήτης «από σένα». Από σας προήλθε και παρουσιάστηκε σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Παρουσιάστηκε ως άνθρωπος, για να καθοδηγήσει τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε ως Θεός, για να σώσει την οικουμένη.
Μα, τί ωφέλιμοι εχθροί που είστ' εσείς! Τι φιλάνθρωποι κατήγοροι! Εσείς κατά λάθος δείξατε πως το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς Τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς Τον φανερώσατε, πασχίζοντας να Τον κρύψετε. Εσείς Τον ευεργετήσατε, επιθυμώντας να Τον βλάψετε. Τι αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμφτωχοι είστε, και πλουτίζετε άλλους.
Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε! Ελάτε να πανηγυρίσουμε! Είναι παράξενος ο τρόπος της γιορτής -όσο παράξενος είναι κι ο λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά. Ο διάβολος καταντροπιάστηκε. Οι δαίμονες δραπέτευσαν. Ο θάνατος καταργήθηκε. Ο παράδεισος ανοίχτηκε. Η κατάρα εξαφανίστηκε. Η αμαρτία διώχτηκε. Η πλάνη απομακρύνθηκε. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού. Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη. Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους. Όλα έγιναν ένα.
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ο Θεός στη γη κι ο άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ο Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός και πήρε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά και στα χέρια Του κρατάει την οικουμένη.
Τρέχουν κοντά Του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ' αστέρι για να φανερώσει τον Κύριο τ' ουρανού. Μα... κι Εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια, πως πηγαίνει εκεί για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Την ημέρα εκείνη ο ισραηλιτικός λαός θα πάρει τρίτος, μετά τους Ασσυρίους και τους Αιγυπτίους, την ευλογία του Θεού πάνω στη γη» (Ησ. 19:24).
Τί λες, Ιουδαίε; Εσύ που ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ο πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;
Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, που Τον δέχτηκαν, όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ο Ισραηλιτικός λαός, που γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο τη Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επισκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε τι να υποθέσει για το Βρέφος: Να πει πως ήταν καρπός μοιχείας, δεν τολμούσε. Να προφέρει λόγο βλάσφημο εναντίον της Παρθένου, δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το Παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πως και από ποιόν γεννήθηκε.
Αλλά να, που, πάνω στη σύγχυσή του, παίρνει απάντηση από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Ιωσήφ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα» (Ματθ. 1:20). Και φανέρωσε έτσι σ' εκείνον και σ' εμάς ότι το Άγιο Πνεύμα επισκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ο Χριστός θέλησε να γεννηθεί από παρθένο, αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;
Να γιατί:
Κάποτε ο διάβολος εξαπάτησε την παρθένο Εύα. Τώρα ο άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην Παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε η Εύα ξεστόμισε λόγο, που έγινε αιτία θανάτου. Τώρα η Μαρία γέννησε το Λόγο, που έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο, που έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο. Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε το Σταυρό, που έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.
Σ' αυτόν λοιπόν, το Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, που άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!
Ὁ Λυτρωτής
ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΟΣ ΤΟΥ ΖΑΝΤΟΝΣΚ
Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἐρχομός Του στόν κόσμο ἐνθαρρύνουν πάντοτε τούς ἁμαρτωλούς, παρακινώντας τους σέ μετάνοια.
Γιά ποιόν κατέβηκε στή γῆ ὁ Χριστός; Γιά τούς ἁμαρτωλούς.
Καί γιά ποιό σκοπό; Γιά τή σωτηρία μας ὁ Θεός! Γιά χάρη της ἦρθε ὁ Ἴδιος στόν κόσμο.
Ἀκοῦστε το ὅλοι οἱ ἁμαρτῶλοι καί συλλογιστεῖτε το: Ὁ Ἴδιος ὁ Θεός ἦρθε γιά τή σωτηρία μας στόν κόσμο, καί ἦρθε μάλιστα μέ τή δική μας μορφή.
Πραγματικά «Μέγα ἐστι τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον! Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3,16). «Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ, ἤ υἱός ἀνθρώπου ὅτι λογίζῃ αὐτῶ;» (Ψαλμ. 134, 3).
Πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο! Πόσο ἀξιοθαύμαστο τό ἔργο Του!
Αὐτό προεῖδε ὁ προφήτης καί φώναξε μέ φόβο καί ἔκσταση: «Κύριε, εἰσακήκοα τήν ἀκοήν Σου καί ἐφοβήθην· Κύριε, κατενόησα τά ἔργα Σου καί ἐξέστην» (Ἀββακ. 3,1-2).
* Ἄς ἀναλογισθοῦμε καλά τό μεγάλο αὐτό ἔργο τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε γιά χάρη μας, καί ἄς μετανοήσουμε. Ἄς σκεφτοῦμε ὅτι γιά μᾶς γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο, ἔγινε νήπιο καί θήλασε γάλα! Ἐνῶ εἶναι ἀόρατος, ἔγινε ὁρατός, ἐνῶ εἶναι ἄναρχος, ἔλαβε ἀρχή καί σπαργανώθηκε σάν βρέφος, ἀπό ἀδέσμευτος δεσμεύτηκε καί ἀπό Λόγος ἄσαρκος σαρκώθηκε.
* Ἄς θυμηθοῦμε πώς, ὅταν ἦταν νήπιο, ἔτρεχε νά κρυφτεῖ ἀπό τόν φονικό βασιλιά Ἡρώδη.
* Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ζοῦσε καί βάδιζε στή γῆ, ὅτι γιά τή σωτηρία μας περιόδευε ἀπό τόπο σέ τόπο καί κοπίαζε, ὅτι ὁ ἀπρόσιτος στά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ συναναστρεφόταν μέ τούς ἁμαρτωλούς, ὅτι, ἐνῶ εἶχε θρόνο τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ καί κατοικοῦσε σέ ἀπρόσιτο φῶς, παρ’ὅλα αὐτά δέν εἶχε «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ», ὅτι «ἐπτώχευσε πλούσιος Ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν» (πρβλ. Β΄ Κόρ.8, 9).
* Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ὁ «ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» (Ψαλμ. 103,12) φοροῦσε τή φθαρτή στολή μας, ὅτι «ὁ διδούς τροφήν πάσῃ σαρκί» (Ψαλμ. 135,25) τρεφόταν μέ τόν γήινο ἄρτο, ὅτι ὁ Παντοδύναμος φαινόταν ἀδύναμος καί ὁ Πανίσχυρος κουραζόταν σάν ἀνίσχυρος.
* Ἄς θυμηθοῦμε πώς ὁ Ἀνώτερος ἀπό κάθε δόξα καί τιμή δεχόταν βλασφημίες ἀπό παράνομα χείλη, βριζόταν καί χλευαζόταν.
* Ἄς θυμηθοῦμε πώς θλιβόταν, ἔκλαιγε, πονοῦσε, πώς ἀπό τόν ἀχάριστο μαθητή προδόθηκε καί πουλήθηκε καί ἀπό τούς ὑπόλοιπους ἐγκαταλείφθηκε, πώς δέσμιος σύρθηκε σέ δίκες, πώς δικάστηκε ἀπό τούς ἄδικους, πώς ραπίστηκε, μαστιγώθηκε, φόρεσε τήν ἐμπαικτική χλαμύδα, ἄκουσε βλάσφημους καί περιπαικτικούς χαιρετισμούς –«χαῖρε ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 19,3) πώς στεφανώθηκε μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι, χτυπήθηκε στό κεφάλι μέ τό καλάμι, ἄκουσε ἀπό τόν παράνομο λαό Του «ἆρον ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν» (Ἰω. 19,15).
* Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι μέ δύο κακούργους ὁδηγήθηκε στή σταύρωση κι’ ἀνάμεσά τους κρεμάστηκε – ποιός; Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ!- καί τέλος πέθανε μέ σταύρικο θάνατο.
Ὅλα αὐτά τά ἔκανε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας. Γιατί ἐμεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, τήν εἴχαμε χάσει στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ.
Δέν ἔχουμε λοιπόν ἐγκαταλειφθεῖ. Γιά τή σωτηρία μας χύθηκε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τά πάθη Του ἄς μᾶς παρακινήσουν νά μετανοήσουμε, γιατί χωρίς μετάνοια, σωτηρία δέν ὑπάρχει γιά κανέναν, κι’ ὅμως ὁ ἄθλιος ἁμαρτωλός δέν φροντίζει γι’αὐτό.
Ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί τό ἔδειξε ἔμπρακτα. Ἀρκεῖ νά μετανοήσεις καί θά σωθεῖς. Ὁ Χριστός ἀποκαλύπτει μέσα στό Εὐαγγέλιο τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο, γιά χάρη τοῦ κόσμου. Ἀποκαλύπτει τήν ἑκούσια « κένωσίν Του» τή θεληματική φτώχεια Του, τή βαθειά Του ταπείνωση, τούς κόπους, τούς πόνους, τίς θλίψεις, τίς ὀδύνες καί τό θάνατο -θάνατο μάλιστα σταυρικό- καί λέει στόν ἄνθρωπο:
«Ἄνθρωπε, ὅλα αὐτά γιά χάρη σου καί γιά τή σωτηρία σου τά δέχτηκα καί τά ὑπέμεινα, κι’ ἐσύ ἀδιαφορεῖς γιά τή σωτηρία σου! Ἀδιαφορεῖς, ἀφοῦ δέν θέλεις νά μετανοήσεις, ν’ἀπομακρυνθεῖς ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ἐκμεταλλευθεῖς τό αἷμα Μου πού ζωογονεῖ.»
Ἀλλά ὁ ἁμαρτωλός, μολονότι ἀκούει στό Εὐαγγέλιο τή γλυκειά καί ἱκετευτική φωνή τοῦ Ἰησοῦ, ἀδιαφορεῖ. Ὁ Χριστός ὑπόσχεται νά λησμονήσει τίς ἁμαρτίες καί τίς ἀνομίες του, ἄν ἐπιστρέψει σ’Αὐτόν, μά ὁ ἁμαρτωλός δέν δίνει σημασία.
Ὁ Χριστός τόν καλεῖ κοντά Του καί τοῦ ὑπόσχεται ἀνάπαυση, μά ὁ ἁμαρτωλός οὔτε γι’αὐτήν ἐνδιαφέρεται. Παραμένει ἀδιόρθωτος ὅπως ἦταν, παρανομεῖ ὅπως παρανομοῦσε, κάνει πονηρές πράξεις ὅπως ἔκανε, ἀγαπάει τό σκοτάδι ὅπως τό ἀγαποῦσε, ἀντιπαθεῖ τό φῶς ὅπως τό ἀντιπαθοῦσε.Ἔτσι δέν ἔρχεται στό φῶς, ἀλλά παραμένει μέ τό διάβολο, τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους.
Φτωχέ ἁμαρτωλέ, ξύπνα, ἔλα σέ συναίσθηση καί μήν περιφρονεῖς τό ἴδιο τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού χύθηκε γιά χάρη σου.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἐρχομός Του στόν κόσμο ἐνθαρρύνουν πάντοτε τούς ἁμαρτωλούς, παρακινώντας τους σέ μετάνοια.
Γιά ποιόν κατέβηκε στή γῆ ὁ Χριστός; Γιά τούς ἁμαρτωλούς.
Καί γιά ποιό σκοπό; Γιά τή σωτηρία μας ὁ Θεός! Γιά χάρη της ἦρθε ὁ Ἴδιος στόν κόσμο.
Ἀκοῦστε το ὅλοι οἱ ἁμαρτῶλοι καί συλλογιστεῖτε το: Ὁ Ἴδιος ὁ Θεός ἦρθε γιά τή σωτηρία μας στόν κόσμο, καί ἦρθε μάλιστα μέ τή δική μας μορφή.
Πραγματικά «Μέγα ἐστι τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον! Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3,16). «Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ, ἤ υἱός ἀνθρώπου ὅτι λογίζῃ αὐτῶ;» (Ψαλμ. 134, 3).
Πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο! Πόσο ἀξιοθαύμαστο τό ἔργο Του!
Αὐτό προεῖδε ὁ προφήτης καί φώναξε μέ φόβο καί ἔκσταση: «Κύριε, εἰσακήκοα τήν ἀκοήν Σου καί ἐφοβήθην· Κύριε, κατενόησα τά ἔργα Σου καί ἐξέστην» (Ἀββακ. 3,1-2).
* Ἄς ἀναλογισθοῦμε καλά τό μεγάλο αὐτό ἔργο τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε γιά χάρη μας, καί ἄς μετανοήσουμε. Ἄς σκεφτοῦμε ὅτι γιά μᾶς γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο, ἔγινε νήπιο καί θήλασε γάλα! Ἐνῶ εἶναι ἀόρατος, ἔγινε ὁρατός, ἐνῶ εἶναι ἄναρχος, ἔλαβε ἀρχή καί σπαργανώθηκε σάν βρέφος, ἀπό ἀδέσμευτος δεσμεύτηκε καί ἀπό Λόγος ἄσαρκος σαρκώθηκε.
* Ἄς θυμηθοῦμε πώς, ὅταν ἦταν νήπιο, ἔτρεχε νά κρυφτεῖ ἀπό τόν φονικό βασιλιά Ἡρώδη.
* Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ζοῦσε καί βάδιζε στή γῆ, ὅτι γιά τή σωτηρία μας περιόδευε ἀπό τόπο σέ τόπο καί κοπίαζε, ὅτι ὁ ἀπρόσιτος στά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ συναναστρεφόταν μέ τούς ἁμαρτωλούς, ὅτι, ἐνῶ εἶχε θρόνο τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ καί κατοικοῦσε σέ ἀπρόσιτο φῶς, παρ’ὅλα αὐτά δέν εἶχε «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ», ὅτι «ἐπτώχευσε πλούσιος Ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν» (πρβλ. Β΄ Κόρ.8, 9).
* Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ὁ «ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» (Ψαλμ. 103,12) φοροῦσε τή φθαρτή στολή μας, ὅτι «ὁ διδούς τροφήν πάσῃ σαρκί» (Ψαλμ. 135,25) τρεφόταν μέ τόν γήινο ἄρτο, ὅτι ὁ Παντοδύναμος φαινόταν ἀδύναμος καί ὁ Πανίσχυρος κουραζόταν σάν ἀνίσχυρος.
* Ἄς θυμηθοῦμε πώς ὁ Ἀνώτερος ἀπό κάθε δόξα καί τιμή δεχόταν βλασφημίες ἀπό παράνομα χείλη, βριζόταν καί χλευαζόταν.
* Ἄς θυμηθοῦμε πώς θλιβόταν, ἔκλαιγε, πονοῦσε, πώς ἀπό τόν ἀχάριστο μαθητή προδόθηκε καί πουλήθηκε καί ἀπό τούς ὑπόλοιπους ἐγκαταλείφθηκε, πώς δέσμιος σύρθηκε σέ δίκες, πώς δικάστηκε ἀπό τούς ἄδικους, πώς ραπίστηκε, μαστιγώθηκε, φόρεσε τήν ἐμπαικτική χλαμύδα, ἄκουσε βλάσφημους καί περιπαικτικούς χαιρετισμούς –«χαῖρε ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 19,3) πώς στεφανώθηκε μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι, χτυπήθηκε στό κεφάλι μέ τό καλάμι, ἄκουσε ἀπό τόν παράνομο λαό Του «ἆρον ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν» (Ἰω. 19,15).
* Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι μέ δύο κακούργους ὁδηγήθηκε στή σταύρωση κι’ ἀνάμεσά τους κρεμάστηκε – ποιός; Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ!- καί τέλος πέθανε μέ σταύρικο θάνατο.
Ὅλα αὐτά τά ἔκανε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας. Γιατί ἐμεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, τήν εἴχαμε χάσει στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ.
Δέν ἔχουμε λοιπόν ἐγκαταλειφθεῖ. Γιά τή σωτηρία μας χύθηκε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τά πάθη Του ἄς μᾶς παρακινήσουν νά μετανοήσουμε, γιατί χωρίς μετάνοια, σωτηρία δέν ὑπάρχει γιά κανέναν, κι’ ὅμως ὁ ἄθλιος ἁμαρτωλός δέν φροντίζει γι’αὐτό.
Ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί τό ἔδειξε ἔμπρακτα. Ἀρκεῖ νά μετανοήσεις καί θά σωθεῖς. Ὁ Χριστός ἀποκαλύπτει μέσα στό Εὐαγγέλιο τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο, γιά χάρη τοῦ κόσμου. Ἀποκαλύπτει τήν ἑκούσια « κένωσίν Του» τή θεληματική φτώχεια Του, τή βαθειά Του ταπείνωση, τούς κόπους, τούς πόνους, τίς θλίψεις, τίς ὀδύνες καί τό θάνατο -θάνατο μάλιστα σταυρικό- καί λέει στόν ἄνθρωπο:
«Ἄνθρωπε, ὅλα αὐτά γιά χάρη σου καί γιά τή σωτηρία σου τά δέχτηκα καί τά ὑπέμεινα, κι’ ἐσύ ἀδιαφορεῖς γιά τή σωτηρία σου! Ἀδιαφορεῖς, ἀφοῦ δέν θέλεις νά μετανοήσεις, ν’ἀπομακρυνθεῖς ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ἐκμεταλλευθεῖς τό αἷμα Μου πού ζωογονεῖ.»
Ἀλλά ὁ ἁμαρτωλός, μολονότι ἀκούει στό Εὐαγγέλιο τή γλυκειά καί ἱκετευτική φωνή τοῦ Ἰησοῦ, ἀδιαφορεῖ. Ὁ Χριστός ὑπόσχεται νά λησμονήσει τίς ἁμαρτίες καί τίς ἀνομίες του, ἄν ἐπιστρέψει σ’Αὐτόν, μά ὁ ἁμαρτωλός δέν δίνει σημασία.
Ὁ Χριστός τόν καλεῖ κοντά Του καί τοῦ ὑπόσχεται ἀνάπαυση, μά ὁ ἁμαρτωλός οὔτε γι’αὐτήν ἐνδιαφέρεται. Παραμένει ἀδιόρθωτος ὅπως ἦταν, παρανομεῖ ὅπως παρανομοῦσε, κάνει πονηρές πράξεις ὅπως ἔκανε, ἀγαπάει τό σκοτάδι ὅπως τό ἀγαποῦσε, ἀντιπαθεῖ τό φῶς ὅπως τό ἀντιπαθοῦσε.Ἔτσι δέν ἔρχεται στό φῶς, ἀλλά παραμένει μέ τό διάβολο, τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους.
Φτωχέ ἁμαρτωλέ, ξύπνα, ἔλα σέ συναίσθηση καί μήν περιφρονεῖς τό ἴδιο τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού χύθηκε γιά χάρη σου.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Φυγή Ιησού Χριστού στην Αίγυπτο
Όταν οι μάγοι προσκύνησαν το Χριστό, αναχώρησαν για την πατρίδα τους, χωρίς να περάσουν από το βασιλιά Ηρώδη. Τότε άγγελος Κυρίου φάνηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ και του είπε να πάρει το παιδί με τη μητέρα του και να φύγει στην Αίγυπτο (Ευαγγέλιο Ματθαίου, Β' 13-18). Και έμειναν εκεί, μέχρι πού πέθανε ο Ηρώδης, για να επαληθευθεί έτσι εκείνο που ελέχθη δια του προφήτου Ωσηέ: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ωσ. Ια’ 1).
Μετά τη φυγή του Κυρίου στην Αίγυπτο, ο Ηρώδης έστειλε στρατιώτες και θανάτωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και τα περίχωρά της, από ηλικίας δύο ετών και κάτω. Διότι τόσο είχε υπολογίσει την ηλικία του Χριστού, Τον οποίο φοβόταν ότι θα του έπαιρνε τη βασιλεία.
Επίσης, η φυγή του Κυρίου στην Αίγυπτο, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, φράσσει και τα στόματα των αιρετικών. Διότι όπως λέει, αν δεν έφευγε ο Κύριος και φονευόταν από τον Ηρώδη , θα είχε εμποδιστεί η σωτηρία των ανθρώπων. Αν πάλι τον συνελάμβαναν και δεν φονευόταν, θα έλεγαν πολλοί ότι δε φόρεσε ανθρώπινη σάρκα, αλλά μόνο κατά φαντασία. Γράφει συγκεκριμένα: «Διατί ανίσως δεν έφευγεν ο Kύριος, αλλά ήθελε πιασθή από τον Hρώδην, ει μεν και εφονεύετο από εκείνον, βέβαια ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων. Eι δε και δεν εφονεύετο διά να τελειώση την οικονομίαν, βέβαια ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατά αλήθειαν. Aλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν. Eπειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, βέβαια ήθελε κοπή από το σπαθί. Aνίσως λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν να ειπούν τούτο, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Kύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Mάνης, και οι τούτου οπαδοί Mανιχαίοι· και μόλον οπού δεν έλαβον εις τούτο, καμμίαν αιτίαν και αφορμήν· πόσω μάλλον ήθελαν ειπούν τούτο, και εάν εύρισκον αιτίαν; Διά τούτο λοιπόν φεύγει ο Kύριος εις την Aίγυπτον διά τας ρηθείσας δύω αιτίας. Kαι προς τούτοις, ίνα συντρίψη και τα εν Aιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα».
Τέλος, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει και τα εξής για την Φυγή του Ιησού:
«Σημειούμεν δε ενταύθα τα χαριέστατα και αξιοσημείωτα ταύτα. Δηλαδή ότι ο Kύριος φεύγωντας εις την Aίγυπτον, όχι μόνον τα είδωλα εκείνης συνέτριψε, αλλά και τα φυτά έκαμε να τον προσκυνήσουν. Γράφει γαρ ο Σωζόμενος εις το πέμπτον βιβλίον της Eκκλησιαστικής Iστορίας, εν κεφαλαίω εικοστώ, ότι ο Xριστός φεύγωντας εις την Aίγυπτον διά τον φόβον του Hρώδου, όταν έφθασεν εις την πόρταν Eρμουπόλεως της Θηβαΐδος, μία περσική μηλέα, ήτοι ροδακινέα, έκλινεν έως κάτω την κορυφήν της και επροσκύνησεν αυτόν. Eπειδή γαρ το φυτόν αυτό διά το μεγαλείον και κάλλος του επροσκυνείτο και ελατρεύετο από τους κατοίκους της πόλεως, διά τούτο ο εις το φυτόν αυτό κατοικών δαίμων, αισθανόμενος την παρουσίαν του Kυρίου, εφοβήθη και έφυγε. Φεύγοντος δε του δαίμονος, έμεινε το φυτόν αυτό ιατρείας πολλάς εργαζόμενον, εάν μόνον έγγιζεν εις τους ασθενείς, φύλλον, ή φλούδα, ή κομμάτι από αυτό. Kαι τούτου μάρτυρες είναι και Παλαιστινοί και Aιγύπτιοι.
Γράφει δε ο Bουρχάριος εν τη περιγραφή της Iερουσαλήμ, ότι αναμέσον της Hλιουπόλεως και της Bαβυλώνος, της αιγυπτιακής δηλαδή, ευρίσκεται κήπος του βαλσάμου ωραιότατος, όστις ποτίζεται από μίαν βρύσιν μικράν, εις την οποίαν άδεται λόγος, ότι η Θεοτόκος έπλυνε τα σπάργανα του Xριστού, όταν έφευγε διά τον φόβον του Hρώδου. Kοντά δε εις την βρύσιν ταύτην είναι και μία πέτρα, επάνω εις την οποίαν ήπλωσε τα σπάργανα του Xριστού η Θεομήτωρ διά να ξηρανθούν. Tον δε τόπον εκείνον έχουσιν εις πολλήν ευλάβειαν, τόσον οι Xριστιανοί, όσον και οι Σαρακηνοί. Προσθέττει δε και Aντώνιος ο Mάρτυς εν τη των Iεροσολύμων περιόδω, ότι περνώντας ο Kύριος εις τον κάμπον του εν Aιγύπτω Tάνεως, εκλείσθη από λόγου της η πόρτα ενός μεγάλου ειδωλικού ναού. H οποία ύστερον με δύναμιν ανθρώπων, δεν εδύνετο να ανοιχθή. (Όρα σελ. 28 της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος.)
Περιττοί δε τη αληθεία και πέραν του δέοντος κριτικοί πρέπει να ονομάζωνται, οι τοις θαύμασι και τοις σημείοις τούτοις αντιλέγοντες, προβαλλόμενοι τάχα, ότι αν αυτά ήτον αληθή, δεν ήθελε λέγεται πρώτον σημείον του Kυρίου, το εν Kανά γενόμενον. Aλλ’ ω ούτοι, ήθελεν ειπή τινας προς αυτούς, πρώτον σημείον λέγεται τούτο του Kυρίου, μετά την διά του Bαπτίσματος ανάδειξιν, και ουχί προ της αναδείξεως. Kαθότι προ της αναδείξεως του Kυρίου, πολλά σημεία και θαύματα τη δυνάμει τούτου εγένοντο. Kαι διά να σιωπήσω την ασπόρως και εκ Πνεύματος Aγίου γενομένην του Kυρίου σύλληψιν, όπερ εστί το θαύμα των θαυμάτων. Kαι το ακόπως αυτόν εν τη κοιλία φέρειν την Mητέρα. Kαι το αφθόρως γεννήσαι. Θαύμα της δυνάμεως του Kυρίου ήτον, οι εν τη γεννήσει αυτού, δόξα εν υψίστοις κραυγάζοντες Άγγελοι, και τοις ποιμέσιν ευαγγελιζόμενοι. Θαύμα ήτον, το υπέρ φύσιν και παράδοξον σκίρτημα, οπού επροξένησεν ο Kύριος κυοφορούμενος εις τον εν κοιλία φερόμενον Iωάννην. Θαύμα ο υπερφυσικός αστήρ ο τους Mάγους οδηγήσας. Θαύμα το να μην ιδή θάνατον ο Συμεών έως ου να βαστάση αυτόν. Θαύμα αι προφητείαι του αυτού Συμεών, και αι ανθομολογήσεις της θεοπνεύστου Άννης, μαρτυρούσης Σωτήρα τον Xριστόν, κατά τον Aμβρόσιον.
Tο φυτόν δε του ανωτέρω βαλσάμου (διά να ειπούμεν εδώ κατά παρέκβασιν), πρώτον έφερεν η βασίλισσα Σαββά εις τον Σολομώντα ως δώρον βασιλικόν, και αυτός το εφύτευσεν εις την Iεριχώ, και ευρίσκετο μέχρι του καιρού του Tίτου. O οποίος έλαβεν εκ της Iερουσαλήμ τα δένδρα του βαλσάμου, και εστέφθη με αυτά κατά μίμησιν Πομπηΐου του μεγάλου, όταν εκυρίευσε πρώτον την Iερουσαλήμ. Ως μαρτυρεί ο Σελίνος εις το ιστορικόν του. Έστι δε ο καρπός του βαλσάμου κοκκινωπός, και τα φύλλα του παρόμοια με τα φύλλα της μαστίχης. Iστορεί δε ο Iώσηπος ότι ακούσασα η Kλεοπάτρα η βασίλισσα, η ερωμένη του Aντωνίου, την φήμην του τόσον θαυμαστού δένδρου, επεθύμησε να έχη και αυτή το τοιούτον ευωδέστατον φυτόν. Όθεν ο Hρώδης, ίνα πληρώση την επιθυμίαν της βασιλίσσης, απέστειλεν εις αυτήν μερικά φυτά, ομού και σπόρον αυτού. Λέγει δε και ότι, Aλέξανδρος ο βασιλεύς περνώντας από τα Iεροσόλυμα, έλαβε πολύ από τον σπόρον του βαλσάμου τούτου. Kοπτόμενον δε το φυτόν τούτο με κοπτερόν κέρατον, και με πετρίνην μάχαιραν, και όχι με σιδηρούν μαχαίριον, έτζι δακρύει, και ποιεί το καλούμενον οποβάλσαμον, ήτοι το πηκτόν υγρόν του βαλσάμου.
Eι δε και ζητεί τινας να μάθη πόσους χρόνους διέτριψεν ο Kύριος εις την Aίγυπτον, αποκρινόμεθα, ότι περί τούτου είναι γνώμαι διάφοροι. O μεν γαρ Παμφίλου Eυσέβιος υπέθετο εν τοις χρονικοίς, ότι πέντε χρόνους εν Aιγύπτω ο Kύριος διέτριψε, ή τέσσαρας ή τουλάχιστον τρεις. O δε θείος Eπιφάνιος (αιρέσ. να΄) αποφασίζει, ότι δύω χρόνους. Tω γαρ λγ΄ έτει (λέγει) γεννάται ο Kύριος. Tω λε΄, ήλθον οι Mάγοι, και τω λζ΄ τελευτά ο Hρώδης. O δε Θηβαίος Iππόλυτος εν τω Συντάγματι τω χρονικώ ούτω χρονολογεί· «Από της ενανθρωπήσεως του Xριστού μέχρι της των Mάγων παρουσίας έτη δύω. Kαι εκ της εις Aίγυπτον αναχωρήσεως μέχρι της τελευτής Hρώδου υιού Aντιπάτρου, έτη τρία ημέρας πέντε. Παρώκησαν δε εν Aιγύπτω, εν Hλιουπόλει τη κατά Mέμφιν, ό,τε Iωσήφ και η Mαρία συν τω Iησού, έτη τρία, και ημέρας είκοσιν». (Όρα εν τη νεοτυπώτω Eκατονταετηρίδι.) ».
Μετά τη φυγή του Κυρίου στην Αίγυπτο, ο Ηρώδης έστειλε στρατιώτες και θανάτωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και τα περίχωρά της, από ηλικίας δύο ετών και κάτω. Διότι τόσο είχε υπολογίσει την ηλικία του Χριστού, Τον οποίο φοβόταν ότι θα του έπαιρνε τη βασιλεία.
Επίσης, η φυγή του Κυρίου στην Αίγυπτο, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, φράσσει και τα στόματα των αιρετικών. Διότι όπως λέει, αν δεν έφευγε ο Κύριος και φονευόταν από τον Ηρώδη , θα είχε εμποδιστεί η σωτηρία των ανθρώπων. Αν πάλι τον συνελάμβαναν και δεν φονευόταν, θα έλεγαν πολλοί ότι δε φόρεσε ανθρώπινη σάρκα, αλλά μόνο κατά φαντασία. Γράφει συγκεκριμένα: «Διατί ανίσως δεν έφευγεν ο Kύριος, αλλά ήθελε πιασθή από τον Hρώδην, ει μεν και εφονεύετο από εκείνον, βέβαια ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων. Eι δε και δεν εφονεύετο διά να τελειώση την οικονομίαν, βέβαια ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατά αλήθειαν. Aλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν. Eπειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, βέβαια ήθελε κοπή από το σπαθί. Aνίσως λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν να ειπούν τούτο, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Kύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Mάνης, και οι τούτου οπαδοί Mανιχαίοι· και μόλον οπού δεν έλαβον εις τούτο, καμμίαν αιτίαν και αφορμήν· πόσω μάλλον ήθελαν ειπούν τούτο, και εάν εύρισκον αιτίαν; Διά τούτο λοιπόν φεύγει ο Kύριος εις την Aίγυπτον διά τας ρηθείσας δύω αιτίας. Kαι προς τούτοις, ίνα συντρίψη και τα εν Aιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα».
Τέλος, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει και τα εξής για την Φυγή του Ιησού:
«Σημειούμεν δε ενταύθα τα χαριέστατα και αξιοσημείωτα ταύτα. Δηλαδή ότι ο Kύριος φεύγωντας εις την Aίγυπτον, όχι μόνον τα είδωλα εκείνης συνέτριψε, αλλά και τα φυτά έκαμε να τον προσκυνήσουν. Γράφει γαρ ο Σωζόμενος εις το πέμπτον βιβλίον της Eκκλησιαστικής Iστορίας, εν κεφαλαίω εικοστώ, ότι ο Xριστός φεύγωντας εις την Aίγυπτον διά τον φόβον του Hρώδου, όταν έφθασεν εις την πόρταν Eρμουπόλεως της Θηβαΐδος, μία περσική μηλέα, ήτοι ροδακινέα, έκλινεν έως κάτω την κορυφήν της και επροσκύνησεν αυτόν. Eπειδή γαρ το φυτόν αυτό διά το μεγαλείον και κάλλος του επροσκυνείτο και ελατρεύετο από τους κατοίκους της πόλεως, διά τούτο ο εις το φυτόν αυτό κατοικών δαίμων, αισθανόμενος την παρουσίαν του Kυρίου, εφοβήθη και έφυγε. Φεύγοντος δε του δαίμονος, έμεινε το φυτόν αυτό ιατρείας πολλάς εργαζόμενον, εάν μόνον έγγιζεν εις τους ασθενείς, φύλλον, ή φλούδα, ή κομμάτι από αυτό. Kαι τούτου μάρτυρες είναι και Παλαιστινοί και Aιγύπτιοι.
Γράφει δε ο Bουρχάριος εν τη περιγραφή της Iερουσαλήμ, ότι αναμέσον της Hλιουπόλεως και της Bαβυλώνος, της αιγυπτιακής δηλαδή, ευρίσκεται κήπος του βαλσάμου ωραιότατος, όστις ποτίζεται από μίαν βρύσιν μικράν, εις την οποίαν άδεται λόγος, ότι η Θεοτόκος έπλυνε τα σπάργανα του Xριστού, όταν έφευγε διά τον φόβον του Hρώδου. Kοντά δε εις την βρύσιν ταύτην είναι και μία πέτρα, επάνω εις την οποίαν ήπλωσε τα σπάργανα του Xριστού η Θεομήτωρ διά να ξηρανθούν. Tον δε τόπον εκείνον έχουσιν εις πολλήν ευλάβειαν, τόσον οι Xριστιανοί, όσον και οι Σαρακηνοί. Προσθέττει δε και Aντώνιος ο Mάρτυς εν τη των Iεροσολύμων περιόδω, ότι περνώντας ο Kύριος εις τον κάμπον του εν Aιγύπτω Tάνεως, εκλείσθη από λόγου της η πόρτα ενός μεγάλου ειδωλικού ναού. H οποία ύστερον με δύναμιν ανθρώπων, δεν εδύνετο να ανοιχθή. (Όρα σελ. 28 της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος.)
Περιττοί δε τη αληθεία και πέραν του δέοντος κριτικοί πρέπει να ονομάζωνται, οι τοις θαύμασι και τοις σημείοις τούτοις αντιλέγοντες, προβαλλόμενοι τάχα, ότι αν αυτά ήτον αληθή, δεν ήθελε λέγεται πρώτον σημείον του Kυρίου, το εν Kανά γενόμενον. Aλλ’ ω ούτοι, ήθελεν ειπή τινας προς αυτούς, πρώτον σημείον λέγεται τούτο του Kυρίου, μετά την διά του Bαπτίσματος ανάδειξιν, και ουχί προ της αναδείξεως. Kαθότι προ της αναδείξεως του Kυρίου, πολλά σημεία και θαύματα τη δυνάμει τούτου εγένοντο. Kαι διά να σιωπήσω την ασπόρως και εκ Πνεύματος Aγίου γενομένην του Kυρίου σύλληψιν, όπερ εστί το θαύμα των θαυμάτων. Kαι το ακόπως αυτόν εν τη κοιλία φέρειν την Mητέρα. Kαι το αφθόρως γεννήσαι. Θαύμα της δυνάμεως του Kυρίου ήτον, οι εν τη γεννήσει αυτού, δόξα εν υψίστοις κραυγάζοντες Άγγελοι, και τοις ποιμέσιν ευαγγελιζόμενοι. Θαύμα ήτον, το υπέρ φύσιν και παράδοξον σκίρτημα, οπού επροξένησεν ο Kύριος κυοφορούμενος εις τον εν κοιλία φερόμενον Iωάννην. Θαύμα ο υπερφυσικός αστήρ ο τους Mάγους οδηγήσας. Θαύμα το να μην ιδή θάνατον ο Συμεών έως ου να βαστάση αυτόν. Θαύμα αι προφητείαι του αυτού Συμεών, και αι ανθομολογήσεις της θεοπνεύστου Άννης, μαρτυρούσης Σωτήρα τον Xριστόν, κατά τον Aμβρόσιον.
Tο φυτόν δε του ανωτέρω βαλσάμου (διά να ειπούμεν εδώ κατά παρέκβασιν), πρώτον έφερεν η βασίλισσα Σαββά εις τον Σολομώντα ως δώρον βασιλικόν, και αυτός το εφύτευσεν εις την Iεριχώ, και ευρίσκετο μέχρι του καιρού του Tίτου. O οποίος έλαβεν εκ της Iερουσαλήμ τα δένδρα του βαλσάμου, και εστέφθη με αυτά κατά μίμησιν Πομπηΐου του μεγάλου, όταν εκυρίευσε πρώτον την Iερουσαλήμ. Ως μαρτυρεί ο Σελίνος εις το ιστορικόν του. Έστι δε ο καρπός του βαλσάμου κοκκινωπός, και τα φύλλα του παρόμοια με τα φύλλα της μαστίχης. Iστορεί δε ο Iώσηπος ότι ακούσασα η Kλεοπάτρα η βασίλισσα, η ερωμένη του Aντωνίου, την φήμην του τόσον θαυμαστού δένδρου, επεθύμησε να έχη και αυτή το τοιούτον ευωδέστατον φυτόν. Όθεν ο Hρώδης, ίνα πληρώση την επιθυμίαν της βασιλίσσης, απέστειλεν εις αυτήν μερικά φυτά, ομού και σπόρον αυτού. Λέγει δε και ότι, Aλέξανδρος ο βασιλεύς περνώντας από τα Iεροσόλυμα, έλαβε πολύ από τον σπόρον του βαλσάμου τούτου. Kοπτόμενον δε το φυτόν τούτο με κοπτερόν κέρατον, και με πετρίνην μάχαιραν, και όχι με σιδηρούν μαχαίριον, έτζι δακρύει, και ποιεί το καλούμενον οποβάλσαμον, ήτοι το πηκτόν υγρόν του βαλσάμου.
Eι δε και ζητεί τινας να μάθη πόσους χρόνους διέτριψεν ο Kύριος εις την Aίγυπτον, αποκρινόμεθα, ότι περί τούτου είναι γνώμαι διάφοροι. O μεν γαρ Παμφίλου Eυσέβιος υπέθετο εν τοις χρονικοίς, ότι πέντε χρόνους εν Aιγύπτω ο Kύριος διέτριψε, ή τέσσαρας ή τουλάχιστον τρεις. O δε θείος Eπιφάνιος (αιρέσ. να΄) αποφασίζει, ότι δύω χρόνους. Tω γαρ λγ΄ έτει (λέγει) γεννάται ο Kύριος. Tω λε΄, ήλθον οι Mάγοι, και τω λζ΄ τελευτά ο Hρώδης. O δε Θηβαίος Iππόλυτος εν τω Συντάγματι τω χρονικώ ούτω χρονολογεί· «Από της ενανθρωπήσεως του Xριστού μέχρι της των Mάγων παρουσίας έτη δύω. Kαι εκ της εις Aίγυπτον αναχωρήσεως μέχρι της τελευτής Hρώδου υιού Aντιπάτρου, έτη τρία ημέρας πέντε. Παρώκησαν δε εν Aιγύπτω, εν Hλιουπόλει τη κατά Mέμφιν, ό,τε Iωσήφ και η Mαρία συν τω Iησού, έτη τρία, και ημέρας είκοσιν». (Όρα εν τη νεοτυπώτω Eκατονταετηρίδι.) ».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)