Στὶς ἰδιαίτερα λαμπρὲς ἑορτὲς τοῦ καλοκαιριοῦ ἀνήκει καὶ ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, στὶς 6 Αὐγούστου. Εἶναι ἑορτὴ Δεσποτική, τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, γι’ αὐτὸ καὶ τρῶμε ψάρι, ἂν καὶ βρισκόμαστε μέσα στὴν αὐστηρὴ νηστεία τῆς Παναγίας.
Ἡ Μεταμόρφωση συνέβη λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, τὴ Σταύρωση δηλαδὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπρόκειτο νὰ δοκιμασθεῖ σκληρὰ ἡ πίστη τῶν ἀποστόλων, ὅταν θὰ ἔβλεπαν νὰ πεθαίνει μὲ τὸν χειρότερο τρόπο ὁ δάσκαλός τους, ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ τοὺς στερεώσει καλά, «πληροφορῶν αὐτοὺς» ὅτι δὲν εἶναι μόνο ὅ,τι φαινόταν, ἄνθρωπος δηλαδὴ ἁπλός, ἀλλὰ καὶ Θεὸς τέλειος, «Κύριος καὶ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων». Ὥστε οἱ μαθητὲς βλέποντας «τὰ θαυμάσιά του», νὰ μὴ δειλιάσουν μπρὸς στὰ παθήματά του.
Ἔτσι λοιπὸν παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς «τοὺς προκρίτους τῶν μαθητῶν», Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, τοὺς ἀνεβάζει «εἰς ὄρος ὑψηλόν», τὸ Θαβώρ, καὶ μεταμορφώνεται μπροστά τους. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν ἥλιος καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Ταυτόχρονα ἐμφανίστηκαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας καὶ συνομιλοῦσαν μαζί του, προλέγοντας τὴν ἔξοδό του, δηλαδὴ τὸν σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση. Χωρὶς νὰ καταλαβαίνει καλὰ-καλὰ ὁ Πέτρος τί γίνεται, συνεπαρμένος ἀπὸ τὸ θέαμα, εἶπε: «Κύριε, καλὰ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ γιὰ πάντα. Νὰ κάνουμε, ἂν θέλεις, τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Μὰ ἐνῷ μιλοῦσε ἀκόμα, μία νεφέλη, ἕνα σύννεφο δηλαδὴ φωτεινό, τοὺς σκέπασε καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸ μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Οἱ τρεῖς μαθητὲς τρόμαξαν τόσο πολύ, ποὺ ἔπεσαν πρηνεῖς, μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε ὅμως τοὺς πλησίασε ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἄγγιξε καὶ τοὺς λέει: «Σηκωθεῖτε! Μὴ φοβάστε». Οἱ μαθητές του σήκωσαν τὰ μάτια, μὰ δὲν εἶδαν κανένα ἄλλον, παρὰ μονάχα τὸν Ἰησοῦ (Ματθ. 17, 1-8).
Μ’ αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς ὁ Χριστὸς ἔδειξε «τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος», τὴν ἀληθινὴ δηλαδὴ ὀμορφιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἤδη τὸ κάλλος αὐτό, ἐπειδὴ εἶχε ἐνωθεῖ ἀπ’ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του τέλεια καὶ ἀδιάρρηκτα μὲ τὴ θεϊκὴ φύση του.
Καὶ πάλι δὲν ἔδειξε ὅλη τὴ λαμπρότητά του ὁ Χριστός, ἀλλὰ μόνο ὅση μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὰ μάτια τῶν μαθητῶν του, καὶ ἀφοῦ προηγουμένως τὰ εἶχε δυναμώσει καὶ εἶχε διευρύνει τὴ φυσική τους δυνατότητα. Γιατὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, τὴν πραγματική του δόξα, καὶ νὰ ζήσει. Ὁ ἄνθρωπος φυσιολογικὰ πεθαίνει, διαλύεται, ὅπως τὸ κερὶ στὴ φωτιά, ὅταν βρεθεῖ μπροστὰ στὸ φοβερὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐνίσχυσε τοὺς μαθητές του, ὥστε τὸ ἄυλο πῦρ τῆς θεότητάς του νὰ μὴν καταφλέξει τὰ ὑλικά τους σώματα. Καὶ τοὺς ἔδειξε καθαρὰ ὅτι, ἂν καὶ ἦταν ἕνα πρόσωπο, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅμως εἶχε πάνω του δύο φύσεις, θεϊκὴ καὶ ἀνθρώπινη, ἑνωμένες καὶ ἀδιαίρετες, ἀλλὰ ἀσύγχυτες καὶ διακριτὲς μέσα του (ὅρος Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου). Ἦταν ὁ ἀληθινὸς Θεάνθρωπος.
Τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς συνδέουν ἄμεσα τὴ Μεταμόρφωση μὲ κάποια περιστατικὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸ εἶναι γενικὸς κανόνας στὴν Ἱερὰ Ἱστορία. Ὅσα δηλαδὴ συμβαίνουν κατὰ τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, εἶναι σύμβολα, εἰκόνες καὶ προτυπώσεις γιὰ ὅσα θὰ λάβουν χώρα κατὰ τὴν ἐνανθρώπησή του.
Τὸ φῶς, ἡ δόξα καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἄστραψαν στὸ Θαβώρ, προτυπώθηκαν μὲ ἀρκετὰ γεγονότα κυρίως ἀπ΄ τὴ ζωὴ τῶν προφητῶν Μωυσῆ καὶ Ἠλία. Θὰ δοῦμε μία μόνο ἀπ’ τὶς προεικονίσεις αὐτές, τὸν στύλο τῆς νεφέλης καὶ τοῦ πυρός. Τί ἦταν ὁ στύλος αὐτός;
Μετὰ τὶς δέκα πληγὲς τῆς Αἰγύπτου ὁ Μωυσῆς πῆρε ἀπ’ τὸν φαραὼ τὴν ἄδεια νὰ φύγουν καὶ ὁδήγησε τοὺς Ἰσραηλίτες, δυὸ περίπου ἑκατομμύρια ψυχές, στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Ὁ Κύριος μὲ ἀπεσταλμένο του ἄγγελο προπορευόταν τὴν ἡμέρα σὰν στήλη νεφέλης, ποὺ τοὺς ἔριχνε σκιὰ καὶ τοὺς ἔδειχνε τὸν δρόμο. Τὴ νύχτα γινόταν στύλος πυρὸς γιὰ νὰ τοὺς φέγγει. Ἔτσι μποροῦσαν νὰ ὁδοιποροῦν, ἂν ἦταν ἀνά-γκη, καὶ μέρα καὶ νύχτα. Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια ποὺ οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν στὴν ἔρημο, ἡ νεφέλη τὴν ἡμέρα καὶ ὁ πύρινος στύλος τὴ νύχτα δὲν ἔφυγαν ποτὲ ἀπὸ κοντά τους.
Μετανοιωμένοι ὅμως οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς καταδίωξαν καὶ τοὺς ἔφτασαν μπροστὰ στὴ θάλασσα. Τότε ὁ προπορευόμενος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔφυγε ἀπὸ μπροστὰ καὶ πῆρε θέση πίσω ἀπ’ τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὁ στύλος τῆς νεφέλης ἔφυγε κι αὐτὸς ἀπὸ μπροστά τους καὶ στάθηκε πίσω τους. Μπῆκε ἀνάμεσα στὰ δυὸ στρατόπεδα. Πρὸς τοὺς Αἰγυπτίους δημιουργοῦσε σκοτάδι, ἐνῷ φώτιζε τὴν πλευρὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἐν συνεχείᾳ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πέρασε τὴ θάλασσα ποὺ χωρίστηκε στὰ δύο μὲ θαῦμα, ὅταν ὁ Μωυσῆς τὴ χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὸ ραβδί του, ἐνῷ οἱ Αἰγύπτιοι πνίγηκαν, καθὼς ξαναενώθηκαν τὰ νερὰ (Ἐξ., κεφ. 14).
Ἀργότερα στὸ ὄρος Σινὰ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὶς δέκα ἐντολές. Τότε ἔδωσε καὶ ἐντολὴ γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ποὺ δὲν ἦταν παρὰ ἕνας λυόμενος ναός. Ὁ Μωυσῆς τὴν ἔστησε μπροστά, ἔξω καὶ μακριὰ ἀπ’ τὸ στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὅταν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς Σκηνῆς τοποθετήθηκε ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης μὲ τὶς θεόγραφες πλάκες τοῦ νόμου, ἡ φωτεινὴ νεφέλη κατέβηκε στὴ Σκηνὴ καὶ τὴ σκέπασε καὶ ἡ δόξα Κυρίου τὴ γέμισε. Ὁ Μωυσῆς δὲν μπόρεσε νὰ εἰσέλθει στὴ Σκηνὴ ποὺ ἦταν καλυμμένη καὶ γεμάτη ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Μωυσῆς ἔμπαινε στὴ Σκηνὴ κάθε φορὰ ποὺ ἤθελε γιὰ κάτι νὰ ρωτήσει τὸν Θεό. Τότε ὅλος ὁ λαὸς σηκωνόταν καὶ στεκόταν ὁ καθένας μπροστὰ στὴ σκηνή του, κοιτάζοντας τὸν Μωυσῆ ὥσπου νὰ μπεῖ στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Μωυσῆ κατέβαινε ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ στεκόταν στὶς θύρες τῆς Σκηνῆς. Βλέποντάς το αὐτὸ ὁ λαὸς ὅλος προσκυνοῦσε, καθένας ἀπ’ τὴ θύρα τῆς σκηνῆς του. Ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, πάνω ἀπ’ τὸ ἰλαστήριο, τὸ χρυσὸ σκέπασμα τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης, μέσα σὲ νεφέλη. Ἀπὸ ’κεῖ μιλοῦσε στὸν Μωυσῆ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον», ὅπως μιλάει ὁ καθένας μὲ τὸν φίλο του. Ἡ νεφέλη σκέπαζε ἐπίσης τὴ Σκηνὴ καὶ ὅσες φορὲς κατέφευγε ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς, γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὶς ἀπειλητικὲς διαθέσεις τῶν Ἑβραίων.
Ὅταν ἡ νεφέλη σηκωνόταν ἀπὸ τὴ Σκηνή, οἱ Ἰσραηλίτες σηκώνονταν καὶ προχωροῦσαν. Ἂν ὅμως δὲν σηκωνόταν, περίμεναν ὅλοι στρατοπεδευμένοι, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ νεφέλη θὰ ἀνέβαινε. Στὸν τόπο ποὺ σταματοῦσε ἡ νεφέλη, στρατοπέδευε ξανὰ ὁ λαός. Παρέμεναν στὸ στρατόπεδο ἀκόμα καὶ πολλὲς μέρες, βδομάδες ἢ μῆνες. Ἂν δὲν ἔδινε τὸ σύνθημα ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῆς νεφέλης, δὲν ξεκινοῦσαν. Ὅταν ὅμως ἀνέβαινε ἡ νεφέλη ἀπὸ τὴ Σκηνή, εἴτε μέρα ἦταν εἴτε νύχτα, σηκωνόταν ὅλος ὁ λαὸς καὶ προχωροῦσε μὲ συγκεκριμένη τάξη καὶ σειρά, κατὰ φυλές. Αὐτὰ εἶχαν ὁρισθεῖ μὲ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ (Ἐξ., κεφ. 19-40).
Τὰ χρόνια πέρασαν, οἱ Ἰσραηλίτες ἐγκαταστάθηκαν στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἔγιναν μεγάλο ἔθνος μὲ τὸν βασιλιά τους Δαυΐδ. Μόνο ὅμως ὁ Σολομών, ὁ γιός του καὶ διάδοχος, ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπ’ τὸν Θεὸ νὰ χτίσει ναό. Ἔγινε τότε ὁ περίφημος ναὸς τοῦ Σολομώντα. Στὰ ἐγκαίνιά του ἔγινε ἡ ἐπίσημη μεταφορὰ τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης ἀπὸ τὸν λόφο τῆς Σιών, τελευταῖο τόπο ὅπου εἶχε στήσει τὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου ὁ Δαυΐδ. Μὲ μιὰ μεγαλόπρεπη πομπὴ ὁ Σολομών, οἱ ἱερεῖς, ὁ λαὸς ὁλόκληρος, προσφέροντας ἀμέτρητες θυσίες στὸν Θεό, μετέφεραν τὴν Κιβωτὸ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ ναοῦ.
Ἦταν μιὰ λαμπρὴ τελετή. Οἱ λευΐτες καὶ οἱ ψάλτες μὲ τὶς οἰκογένειές τους, ντυμένοι μὲ λεπτὰ λινὰ ἐνδύματα, στέκονταν πρὸς ἀνατολὰς τοῦ θυσιαστηρίου μὲ κύμβαλα, ἅρπες καὶ κιθάρες, δίπλα σὲ ἑκατὸν εἴκοσι ἱερεῖς ποὺ σάλπιζαν μὲ σάλπιγγες. Σὰν ἕνας ἄνθρωπος ψάλτες καὶ σαλπιγκτές, «ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ, ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ, ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ», ὑμνοῦσαν μὲ μιὰ φωνὴ τὸν Κύριο: «Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ὅτι ἀγαθόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ».
Καὶ πάλι τότε ἡ νεφέλη, μὲ τὸ ποὺ οἱ ἱερεῖς βγῆκαν ἀπ’ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, κατέβηκε καὶ γέμισε τὸν ναὸ τοῦ Κυρίου. Οἱ ἱερεῖς δὲν μποροῦσαν νὰ σταθοῦν καὶ νὰ προσφέρουν τὴ λατρεία. Ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἶχε κατακλύσει τὸν ναό. Ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε φωτιὰ κι ἔκαψε τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὶς θυσίες. Οἱ Ἰσραηλίτες βλέποντάς τα ὅλα αὐτά, ἔσκυψαν τὰ πρόσωπά τους στὴ γῆ, προσκύνησαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ὕμνησαν, ψάλλοντας ὅτι εἶναι ἀγαθός, «ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ γιορτάστηκε ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες μὲ ἄκρα μεγαλοπρέπεια. Ὁ Σολομὼν θυσίασε εἴκοσι δύο χιλιάδες μοσχάρια καὶ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες πρόβατα, γιατὶ ἡ συνάθροιση τοῦ λαοῦ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν πρωτοφανής (Γ΄ Βασ., κεφ. 8 καὶ Β΄Παραλειπ., κεφ. 5-7).
Παρὰ τὴν τόση δόξα καὶ λαμπρότητα ὅμως, ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ τοῦ πυρὸς δὲν ἦταν παρὰ προτύπωση καὶ σύμβολο γιὰ μελλοντικὰ λαμπρότερα πράγματα, ἐν προκειμένῳ γιὰ τὴ Μεταμόρφωση. Οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τὸ ἀναφέρουν ρητά. Ἡ δόξα ποὺ ἐπισκίαζε τὴ σκηνή, ὁ πυρίμορφος στύλος καὶ ἡ νεφέλη στὴν ἔρημο τότε, «τύπος γεγένηται τῆς Μεταμορφώσεως». Ὁ πύρινος στύλος δείχνει τὸν Χριστὸ καὶ ἡ νεφέλη τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐπισκίασε τὸ Θαβὼρ (α΄, γ΄ καὶ στ΄ ᾠδή κανόνος ἑορτῆς).
Ἂν λοιπὸν τὸ σύμβολο, ὁ τύπος καὶ ἡ σκιὰ τῶν μελλόντων, ἕνα πράγμα δηλαδὴ προσωρινὸ ποὺ ἔμελλε νὰ καταργηθεῖ, εἶχε τόση λαμπρότητα καὶ δόξα, πόσο λαμπρότερο εἶναι τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ τύπος καὶ ποὺ δὲν πρόκειται νὰ καταργηθεῖ ποτέ; Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ἀσυγκρίτως λαμπρότερη ἀπὸ τοὺς τύπους ποὺ τὴν προεικόνισαν.
Σ’ αὐτὴ τὴ δόξα θέλει νὰ μᾶς κάνει μετόχους ὁ Θεός. Ἂν ἀκούσουμε τὰ προστάγματα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς παράγγειλε ἡ θεϊκὴ φωνὴ ἀπ’ τὴ νεφέλη («αὐτοῦ ἀκούετε»), θὰ συνανέλθουμε μαζί του στὸ Θαβώρ. Θὰ εἰσέλθουμε στὴ φωτεινὴ νεφέλη. Θὰ λάμψουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸ φῶς του σὰν τὸν ἥλιο στὴ Βασιλεία του. Μακάρι νὰ τὸ πετύχουμε. Ἀμήν.
Ἡ Μεταμόρφωση συνέβη λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, τὴ Σταύρωση δηλαδὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπρόκειτο νὰ δοκιμασθεῖ σκληρὰ ἡ πίστη τῶν ἀποστόλων, ὅταν θὰ ἔβλεπαν νὰ πεθαίνει μὲ τὸν χειρότερο τρόπο ὁ δάσκαλός τους, ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ τοὺς στερεώσει καλά, «πληροφορῶν αὐτοὺς» ὅτι δὲν εἶναι μόνο ὅ,τι φαινόταν, ἄνθρωπος δηλαδὴ ἁπλός, ἀλλὰ καὶ Θεὸς τέλειος, «Κύριος καὶ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων». Ὥστε οἱ μαθητὲς βλέποντας «τὰ θαυμάσιά του», νὰ μὴ δειλιάσουν μπρὸς στὰ παθήματά του.
Ἔτσι λοιπὸν παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς «τοὺς προκρίτους τῶν μαθητῶν», Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, τοὺς ἀνεβάζει «εἰς ὄρος ὑψηλόν», τὸ Θαβώρ, καὶ μεταμορφώνεται μπροστά τους. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν ἥλιος καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Ταυτόχρονα ἐμφανίστηκαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας καὶ συνομιλοῦσαν μαζί του, προλέγοντας τὴν ἔξοδό του, δηλαδὴ τὸν σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση. Χωρὶς νὰ καταλαβαίνει καλὰ-καλὰ ὁ Πέτρος τί γίνεται, συνεπαρμένος ἀπὸ τὸ θέαμα, εἶπε: «Κύριε, καλὰ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ γιὰ πάντα. Νὰ κάνουμε, ἂν θέλεις, τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Μὰ ἐνῷ μιλοῦσε ἀκόμα, μία νεφέλη, ἕνα σύννεφο δηλαδὴ φωτεινό, τοὺς σκέπασε καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸ μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Οἱ τρεῖς μαθητὲς τρόμαξαν τόσο πολύ, ποὺ ἔπεσαν πρηνεῖς, μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε ὅμως τοὺς πλησίασε ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἄγγιξε καὶ τοὺς λέει: «Σηκωθεῖτε! Μὴ φοβάστε». Οἱ μαθητές του σήκωσαν τὰ μάτια, μὰ δὲν εἶδαν κανένα ἄλλον, παρὰ μονάχα τὸν Ἰησοῦ (Ματθ. 17, 1-8).
Μ’ αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς ὁ Χριστὸς ἔδειξε «τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος», τὴν ἀληθινὴ δηλαδὴ ὀμορφιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἤδη τὸ κάλλος αὐτό, ἐπειδὴ εἶχε ἐνωθεῖ ἀπ’ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του τέλεια καὶ ἀδιάρρηκτα μὲ τὴ θεϊκὴ φύση του.
Καὶ πάλι δὲν ἔδειξε ὅλη τὴ λαμπρότητά του ὁ Χριστός, ἀλλὰ μόνο ὅση μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὰ μάτια τῶν μαθητῶν του, καὶ ἀφοῦ προηγουμένως τὰ εἶχε δυναμώσει καὶ εἶχε διευρύνει τὴ φυσική τους δυνατότητα. Γιατὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, τὴν πραγματική του δόξα, καὶ νὰ ζήσει. Ὁ ἄνθρωπος φυσιολογικὰ πεθαίνει, διαλύεται, ὅπως τὸ κερὶ στὴ φωτιά, ὅταν βρεθεῖ μπροστὰ στὸ φοβερὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐνίσχυσε τοὺς μαθητές του, ὥστε τὸ ἄυλο πῦρ τῆς θεότητάς του νὰ μὴν καταφλέξει τὰ ὑλικά τους σώματα. Καὶ τοὺς ἔδειξε καθαρὰ ὅτι, ἂν καὶ ἦταν ἕνα πρόσωπο, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅμως εἶχε πάνω του δύο φύσεις, θεϊκὴ καὶ ἀνθρώπινη, ἑνωμένες καὶ ἀδιαίρετες, ἀλλὰ ἀσύγχυτες καὶ διακριτὲς μέσα του (ὅρος Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου). Ἦταν ὁ ἀληθινὸς Θεάνθρωπος.
Τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς συνδέουν ἄμεσα τὴ Μεταμόρφωση μὲ κάποια περιστατικὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸ εἶναι γενικὸς κανόνας στὴν Ἱερὰ Ἱστορία. Ὅσα δηλαδὴ συμβαίνουν κατὰ τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, εἶναι σύμβολα, εἰκόνες καὶ προτυπώσεις γιὰ ὅσα θὰ λάβουν χώρα κατὰ τὴν ἐνανθρώπησή του.
Τὸ φῶς, ἡ δόξα καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἄστραψαν στὸ Θαβώρ, προτυπώθηκαν μὲ ἀρκετὰ γεγονότα κυρίως ἀπ΄ τὴ ζωὴ τῶν προφητῶν Μωυσῆ καὶ Ἠλία. Θὰ δοῦμε μία μόνο ἀπ’ τὶς προεικονίσεις αὐτές, τὸν στύλο τῆς νεφέλης καὶ τοῦ πυρός. Τί ἦταν ὁ στύλος αὐτός;
Μετὰ τὶς δέκα πληγὲς τῆς Αἰγύπτου ὁ Μωυσῆς πῆρε ἀπ’ τὸν φαραὼ τὴν ἄδεια νὰ φύγουν καὶ ὁδήγησε τοὺς Ἰσραηλίτες, δυὸ περίπου ἑκατομμύρια ψυχές, στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Ὁ Κύριος μὲ ἀπεσταλμένο του ἄγγελο προπορευόταν τὴν ἡμέρα σὰν στήλη νεφέλης, ποὺ τοὺς ἔριχνε σκιὰ καὶ τοὺς ἔδειχνε τὸν δρόμο. Τὴ νύχτα γινόταν στύλος πυρὸς γιὰ νὰ τοὺς φέγγει. Ἔτσι μποροῦσαν νὰ ὁδοιποροῦν, ἂν ἦταν ἀνά-γκη, καὶ μέρα καὶ νύχτα. Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια ποὺ οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν στὴν ἔρημο, ἡ νεφέλη τὴν ἡμέρα καὶ ὁ πύρινος στύλος τὴ νύχτα δὲν ἔφυγαν ποτὲ ἀπὸ κοντά τους.
Μετανοιωμένοι ὅμως οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς καταδίωξαν καὶ τοὺς ἔφτασαν μπροστὰ στὴ θάλασσα. Τότε ὁ προπορευόμενος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔφυγε ἀπὸ μπροστὰ καὶ πῆρε θέση πίσω ἀπ’ τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὁ στύλος τῆς νεφέλης ἔφυγε κι αὐτὸς ἀπὸ μπροστά τους καὶ στάθηκε πίσω τους. Μπῆκε ἀνάμεσα στὰ δυὸ στρατόπεδα. Πρὸς τοὺς Αἰγυπτίους δημιουργοῦσε σκοτάδι, ἐνῷ φώτιζε τὴν πλευρὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἐν συνεχείᾳ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πέρασε τὴ θάλασσα ποὺ χωρίστηκε στὰ δύο μὲ θαῦμα, ὅταν ὁ Μωυσῆς τὴ χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὸ ραβδί του, ἐνῷ οἱ Αἰγύπτιοι πνίγηκαν, καθὼς ξαναενώθηκαν τὰ νερὰ (Ἐξ., κεφ. 14).
Ἀργότερα στὸ ὄρος Σινὰ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὶς δέκα ἐντολές. Τότε ἔδωσε καὶ ἐντολὴ γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ποὺ δὲν ἦταν παρὰ ἕνας λυόμενος ναός. Ὁ Μωυσῆς τὴν ἔστησε μπροστά, ἔξω καὶ μακριὰ ἀπ’ τὸ στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὅταν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς Σκηνῆς τοποθετήθηκε ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης μὲ τὶς θεόγραφες πλάκες τοῦ νόμου, ἡ φωτεινὴ νεφέλη κατέβηκε στὴ Σκηνὴ καὶ τὴ σκέπασε καὶ ἡ δόξα Κυρίου τὴ γέμισε. Ὁ Μωυσῆς δὲν μπόρεσε νὰ εἰσέλθει στὴ Σκηνὴ ποὺ ἦταν καλυμμένη καὶ γεμάτη ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Μωυσῆς ἔμπαινε στὴ Σκηνὴ κάθε φορὰ ποὺ ἤθελε γιὰ κάτι νὰ ρωτήσει τὸν Θεό. Τότε ὅλος ὁ λαὸς σηκωνόταν καὶ στεκόταν ὁ καθένας μπροστὰ στὴ σκηνή του, κοιτάζοντας τὸν Μωυσῆ ὥσπου νὰ μπεῖ στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Μωυσῆ κατέβαινε ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ στεκόταν στὶς θύρες τῆς Σκηνῆς. Βλέποντάς το αὐτὸ ὁ λαὸς ὅλος προσκυνοῦσε, καθένας ἀπ’ τὴ θύρα τῆς σκηνῆς του. Ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, πάνω ἀπ’ τὸ ἰλαστήριο, τὸ χρυσὸ σκέπασμα τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης, μέσα σὲ νεφέλη. Ἀπὸ ’κεῖ μιλοῦσε στὸν Μωυσῆ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον», ὅπως μιλάει ὁ καθένας μὲ τὸν φίλο του. Ἡ νεφέλη σκέπαζε ἐπίσης τὴ Σκηνὴ καὶ ὅσες φορὲς κατέφευγε ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς, γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὶς ἀπειλητικὲς διαθέσεις τῶν Ἑβραίων.
Ὅταν ἡ νεφέλη σηκωνόταν ἀπὸ τὴ Σκηνή, οἱ Ἰσραηλίτες σηκώνονταν καὶ προχωροῦσαν. Ἂν ὅμως δὲν σηκωνόταν, περίμεναν ὅλοι στρατοπεδευμένοι, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ νεφέλη θὰ ἀνέβαινε. Στὸν τόπο ποὺ σταματοῦσε ἡ νεφέλη, στρατοπέδευε ξανὰ ὁ λαός. Παρέμεναν στὸ στρατόπεδο ἀκόμα καὶ πολλὲς μέρες, βδομάδες ἢ μῆνες. Ἂν δὲν ἔδινε τὸ σύνθημα ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῆς νεφέλης, δὲν ξεκινοῦσαν. Ὅταν ὅμως ἀνέβαινε ἡ νεφέλη ἀπὸ τὴ Σκηνή, εἴτε μέρα ἦταν εἴτε νύχτα, σηκωνόταν ὅλος ὁ λαὸς καὶ προχωροῦσε μὲ συγκεκριμένη τάξη καὶ σειρά, κατὰ φυλές. Αὐτὰ εἶχαν ὁρισθεῖ μὲ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ (Ἐξ., κεφ. 19-40).
Τὰ χρόνια πέρασαν, οἱ Ἰσραηλίτες ἐγκαταστάθηκαν στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἔγιναν μεγάλο ἔθνος μὲ τὸν βασιλιά τους Δαυΐδ. Μόνο ὅμως ὁ Σολομών, ὁ γιός του καὶ διάδοχος, ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπ’ τὸν Θεὸ νὰ χτίσει ναό. Ἔγινε τότε ὁ περίφημος ναὸς τοῦ Σολομώντα. Στὰ ἐγκαίνιά του ἔγινε ἡ ἐπίσημη μεταφορὰ τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης ἀπὸ τὸν λόφο τῆς Σιών, τελευταῖο τόπο ὅπου εἶχε στήσει τὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου ὁ Δαυΐδ. Μὲ μιὰ μεγαλόπρεπη πομπὴ ὁ Σολομών, οἱ ἱερεῖς, ὁ λαὸς ὁλόκληρος, προσφέροντας ἀμέτρητες θυσίες στὸν Θεό, μετέφεραν τὴν Κιβωτὸ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ ναοῦ.
Ἦταν μιὰ λαμπρὴ τελετή. Οἱ λευΐτες καὶ οἱ ψάλτες μὲ τὶς οἰκογένειές τους, ντυμένοι μὲ λεπτὰ λινὰ ἐνδύματα, στέκονταν πρὸς ἀνατολὰς τοῦ θυσιαστηρίου μὲ κύμβαλα, ἅρπες καὶ κιθάρες, δίπλα σὲ ἑκατὸν εἴκοσι ἱερεῖς ποὺ σάλπιζαν μὲ σάλπιγγες. Σὰν ἕνας ἄνθρωπος ψάλτες καὶ σαλπιγκτές, «ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ, ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ, ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ», ὑμνοῦσαν μὲ μιὰ φωνὴ τὸν Κύριο: «Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ὅτι ἀγαθόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ».
Καὶ πάλι τότε ἡ νεφέλη, μὲ τὸ ποὺ οἱ ἱερεῖς βγῆκαν ἀπ’ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, κατέβηκε καὶ γέμισε τὸν ναὸ τοῦ Κυρίου. Οἱ ἱερεῖς δὲν μποροῦσαν νὰ σταθοῦν καὶ νὰ προσφέρουν τὴ λατρεία. Ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἶχε κατακλύσει τὸν ναό. Ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε φωτιὰ κι ἔκαψε τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὶς θυσίες. Οἱ Ἰσραηλίτες βλέποντάς τα ὅλα αὐτά, ἔσκυψαν τὰ πρόσωπά τους στὴ γῆ, προσκύνησαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ὕμνησαν, ψάλλοντας ὅτι εἶναι ἀγαθός, «ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ γιορτάστηκε ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες μὲ ἄκρα μεγαλοπρέπεια. Ὁ Σολομὼν θυσίασε εἴκοσι δύο χιλιάδες μοσχάρια καὶ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες πρόβατα, γιατὶ ἡ συνάθροιση τοῦ λαοῦ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν πρωτοφανής (Γ΄ Βασ., κεφ. 8 καὶ Β΄Παραλειπ., κεφ. 5-7).
Παρὰ τὴν τόση δόξα καὶ λαμπρότητα ὅμως, ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ τοῦ πυρὸς δὲν ἦταν παρὰ προτύπωση καὶ σύμβολο γιὰ μελλοντικὰ λαμπρότερα πράγματα, ἐν προκειμένῳ γιὰ τὴ Μεταμόρφωση. Οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τὸ ἀναφέρουν ρητά. Ἡ δόξα ποὺ ἐπισκίαζε τὴ σκηνή, ὁ πυρίμορφος στύλος καὶ ἡ νεφέλη στὴν ἔρημο τότε, «τύπος γεγένηται τῆς Μεταμορφώσεως». Ὁ πύρινος στύλος δείχνει τὸν Χριστὸ καὶ ἡ νεφέλη τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐπισκίασε τὸ Θαβὼρ (α΄, γ΄ καὶ στ΄ ᾠδή κανόνος ἑορτῆς).
Ἂν λοιπὸν τὸ σύμβολο, ὁ τύπος καὶ ἡ σκιὰ τῶν μελλόντων, ἕνα πράγμα δηλαδὴ προσωρινὸ ποὺ ἔμελλε νὰ καταργηθεῖ, εἶχε τόση λαμπρότητα καὶ δόξα, πόσο λαμπρότερο εἶναι τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ τύπος καὶ ποὺ δὲν πρόκειται νὰ καταργηθεῖ ποτέ; Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ἀσυγκρίτως λαμπρότερη ἀπὸ τοὺς τύπους ποὺ τὴν προεικόνισαν.
Σ’ αὐτὴ τὴ δόξα θέλει νὰ μᾶς κάνει μετόχους ὁ Θεός. Ἂν ἀκούσουμε τὰ προστάγματα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς παράγγειλε ἡ θεϊκὴ φωνὴ ἀπ’ τὴ νεφέλη («αὐτοῦ ἀκούετε»), θὰ συνανέλθουμε μαζί του στὸ Θαβώρ. Θὰ εἰσέλθουμε στὴ φωτεινὴ νεφέλη. Θὰ λάμψουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸ φῶς του σὰν τὸν ἥλιο στὴ Βασιλεία του. Μακάρι νὰ τὸ πετύχουμε. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου