Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Ἡ Μ ε τ α μ ό ρ φ ω σ η (π. Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ)

Στὶς ἰ­δι­αί­τε­ρα λαμ­πρὲς ἑ­ορ­τὲς τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ἀ­νή­κει καὶ ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος, στὶς 6 Αὐ­γού­στου. Εἶ­ναι ἑ­ορ­τὴ Δε­σπο­τι­κή, τοῦ Χρι­στοῦ δη­λα­δή, γι’ αὐ­τὸ καὶ τρῶ­με ψά­ρι, ἂν καὶ βρι­σκό­μα­στε μέ­σα στὴν αὐ­στη­ρὴ νη­στεί­α τῆς Πα­να­γί­ας.

Ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση συ­νέ­βη λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὸ πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου, τὴ Σταύ­ρω­ση δη­λα­δὴ καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­ση. Ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς ἐ­πρό­κει­το νὰ δο­κι­μα­σθεῖ σκλη­ρὰ ἡ πί­στη τῶν ἀ­πο­στό­λων, ὅ­ταν θὰ ἔ­βλε­παν νὰ πε­θαί­νει μὲ τὸν χει­ρό­τε­ρο τρό­πο ὁ δά­σκα­λός τους, ὁ Χρι­στὸς θέ­λη­σε νὰ τοὺς στε­ρε­ώ­σει κα­λά, «πλη­ρο­φο­ρῶν αὐ­τοὺς» ὅ­τι δὲν εἶ­ναι μό­νο ὅ,τι φαι­νό­ταν, ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ ἁ­πλός, ἀλ­λὰ καὶ Θε­ὸς τέ­λει­ος, «Κύ­ριος καὶ Βα­σι­λεὺς τῶν αἰ­ώ­νων». Ὥ­στε οἱ μα­θη­τὲς βλέ­πον­τας «τὰ θαυ­μά­σιά του», νὰ μὴ δει­λιά­σουν μπρὸς στὰ πα­θή­μα­τά του.

Ἔ­τσι λοι­πὸν πα­ρα­λαμ­βά­νει ὁ Ἰ­η­σοῦς «τοὺς προ­κρί­τους τῶν μα­θη­τῶν», Πέ­τρο, Ἰ­ά­κω­βο καὶ Ἰ­ω­άν­νη, τοὺς ἀ­νε­βά­ζει «εἰς ὄ­ρος ὑ­ψη­λόν», τὸ Θα­βώρ, καὶ με­τα­μορ­φώ­νε­ται μπρο­στά τους. Τὸ πρό­σω­πό του ἔ­λαμ­ψε σὰν ἥ­λιος καὶ τὰ ἐν­δύ­μα­τά του ἔ­γι­ναν λευ­κὰ σὰν τὸ φῶς. Ταυ­τό­χρο­να ἐμ­φα­νί­στη­καν ὁ Μω­υ­σῆς καὶ ὁ Ἠ­λί­ας καὶ συ­νο­μι­λοῦ­σαν μα­ζί του, προ­λέ­γον­τας τὴν ἔ­ξο­δό του, δη­λα­δὴ τὸν σταυ­ρι­κό του θά­να­το καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­ση. Χω­ρὶς νὰ κα­τα­λα­βαί­νει κα­λὰ-κα­λὰ ὁ Πέ­τρος τί γί­νε­ται, συ­νε­παρ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ θέ­α­μα, εἶ­πε: «Κύ­ρι­ε, κα­λὰ εἶ­ναι νὰ μεί­νου­με ἐ­δῶ γιὰ πάν­τα. Νὰ κά­νου­με, ἂν θέ­λεις, τρεῖς σκη­νές, μί­α γιὰ σέ­να, μί­α γιὰ τὸν Μω­υ­σῆ καὶ μί­α γιὰ τὸν Ἠ­λί­α». Μὰ ἐ­νῷ μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μα, μί­α νε­φέ­λη, ἕ­να σύν­νε­φο δη­λα­δὴ φω­τει­νό, τοὺς σκέ­πα­σε καὶ μέ­σα ἀ­π’ αὐ­τὸ μιὰ φω­νὴ ἀ­κού­στη­κε νὰ λέ­ει: «Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός μου ὁ ἀ­γα­πη­τός. Αὐ­τὸν νὰ ἀ­κοῦ­τε». Οἱ τρεῖς μα­θη­τὲς τρό­μα­ξαν τό­σο πο­λύ, ποὺ ἔ­πε­σαν πρη­νεῖς, μὲ τὸ πρό­σω­πο στὴ γῆ. Τό­τε ὅ­μως τοὺς πλη­σί­α­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοὺς ἄγ­γι­ξε καὶ τοὺς λέ­ει: «Ση­κω­θεῖ­τε! Μὴ φο­βά­στε». Οἱ μα­θη­τές του σή­κω­σαν τὰ μά­τια, μὰ δὲν εἶ­δαν κα­νέ­να ἄλ­λον, πα­ρὰ μο­νά­χα τὸν Ἰ­η­σοῦ (Ματθ. 17, 1-8).

Μ’ αὐ­τὸ τὸ συγ­κλο­νι­στι­κὸ γε­γο­νὸς ὁ Χρι­στὸς ἔ­δει­ξε «τὸ ἀρ­χέ­τυ­πον κάλ­λος τῆς εἰ­κό­νος», τὴν ἀ­λη­θι­νὴ δη­λα­δὴ ὀ­μορ­φιὰ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­φοῦ πλά­σθη­κε «κα­τ’ εἰ­κό­να» τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­χε ἤ­δη τὸ κάλ­λος αὐ­τό, ἐ­πει­δὴ εἶ­χε ἐ­νω­θεῖ ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ τῆς συλ­λή­ψε­ώς του τέ­λεια καὶ ἀ­δι­άρ­ρη­κτα μὲ τὴ θε­ϊ­κὴ φύ­ση του.

Καὶ πά­λι δὲν ἔ­δει­ξε ὅ­λη τὴ λαμ­πρό­τη­τά του ὁ Χρι­στός, ἀλ­λὰ μό­νο ὅ­ση μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀν­τέ­ξουν τὰ μά­τια τῶν μα­θη­τῶν του, καὶ ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ εἶ­χε δυ­να­μώ­σει καὶ εἶ­χε δι­ευ­ρύ­νει τὴ φυ­σι­κή τους δυ­να­τό­τη­τα. Για­τὶ κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ, τὴν πραγ­μα­τι­κή του δό­ξα, καὶ νὰ ζή­σει. Ὁ ἄν­θρω­πος φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ πε­θαί­νει, δι­α­λύ­ε­ται, ὅ­πως τὸ κε­ρὶ στὴ φω­τιά, ὅ­ταν βρε­θεῖ μπρο­στὰ στὸ φο­βε­ρὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς ἐ­νί­σχυ­σε τοὺς μα­θη­τές του, ὥ­στε τὸ ἄυ­λο πῦρ τῆς θε­ό­τη­τάς του νὰ μὴν κα­τα­φλέ­ξει τὰ ὑ­λι­κά τους σώ­μα­τα. Καὶ τοὺς ἔ­δει­ξε κα­θα­ρὰ ὅ­τι, ἂν καὶ ἦ­ταν ἕ­να πρό­σω­πο, ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ὅ­μως εἶ­χε πά­νω του δύ­ο φύ­σεις, θε­ϊ­κὴ καὶ ἀν­θρώ­πι­νη, ἑ­νω­μέ­νες καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τες, ἀλ­λὰ ἀ­σύγ­χυ­τες καὶ δι­α­κρι­τὲς μέ­σα του (ὅ­ρος Δ΄ Οἰ­κουμ. Συ­νό­δου). Ἦ­ταν ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θε­άν­θρω­πος.

Τὰ τρο­πά­ρια τῆς ἑ­ορ­τῆς συν­δέ­ουν ἄ­με­σα τὴ Με­τα­μόρ­φω­ση μὲ κά­ποι­α πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Αὐ­τὸ εἶ­ναι γε­νι­κὸς κα­νό­νας στὴν Ἱ­ε­ρὰ Ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­σα δη­λα­δὴ συμ­βαί­νουν κα­τὰ τὴν πρὸ Χρι­στοῦ ἐ­πο­χή, εἶ­ναι σύμ­βο­λα, εἰ­κό­νες καὶ προ­τυ­πώ­σεις γιὰ ὅ­σα θὰ λά­βουν χώ­ρα κα­τὰ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του.

Τὸ φῶς, ἡ δό­ξα καὶ ἡ λαμ­πρό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ ἄ­στρα­ψαν στὸ Θα­βώρ, προ­τυ­πώ­θη­καν μὲ ἀρ­κε­τὰ γε­γο­νό­τα κυ­ρί­ως ἀπ΄ τὴ ζω­ὴ τῶν προ­φη­τῶν Μω­υ­σῆ καὶ Ἠ­λί­α. Θὰ δοῦ­με μί­α μό­νο ἀ­π’ τὶς προ­ει­κο­νί­σεις αὐ­τές, τὸν στύ­λο τῆς νε­φέ­λης καὶ τοῦ πυ­ρός. Τί ἦ­ταν ὁ στύ­λος αὐ­τός;

Με­τὰ τὶς δέ­κα πλη­γὲς τῆς Αἰ­γύ­πτου ὁ Μω­υ­σῆς πῆ­ρε ἀ­π’ τὸν φα­ρα­ὼ τὴν ἄ­δεια νὰ φύ­γουν καὶ ὁ­δή­γη­σε τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες, δυ­ὸ πε­ρί­που ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ψυ­χές, στὴν Ἐ­ρυ­θρὰ Θά­λασ­σα. Ὁ Κύ­ριος μὲ ἀ­πε­σταλ­μέ­νο του ἄγ­γε­λο προ­πο­ρευ­ό­ταν τὴν ἡ­μέ­ρα σὰν στή­λη νε­φέ­λης, ποὺ τοὺς ἔ­ρι­χνε σκιὰ καὶ τοὺς ἔ­δει­χνε τὸν δρό­μο. Τὴ νύ­χτα γι­νό­ταν στύ­λος πυ­ρὸς γιὰ νὰ τοὺς φέγ­γει. Ἔ­τσι μπο­ροῦ­σαν νὰ ὁ­δοι­πο­ροῦν, ἂν ἦ­ταν ἀ­νά-γκη, καὶ μέ­ρα καὶ νύ­χτα. Σα­ράν­τα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ποὺ οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἦ­ταν στὴν ἔ­ρη­μο, ἡ νε­φέ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ ὁ πύ­ρι­νος στύ­λος τὴ νύ­χτα δὲν ἔ­φυ­γαν πο­τὲ ἀ­πὸ κον­τά τους.

Με­τα­νοι­ω­μέ­νοι ὅ­μως οἱ Αἰ­γύ­πτιοι τοὺς κα­τα­δί­ω­ξαν καὶ τοὺς ἔ­φτα­σαν μπρο­στὰ στὴ θά­λασ­σα. Τό­τε ὁ προ­πο­ρευ­ό­με­νος ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ μπρο­στὰ καὶ πῆ­ρε θέ­ση πί­σω ἀ­π’ τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Ὁ στύ­λος τῆς νε­φέ­λης ἔ­φυ­γε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ μπρο­στά τους καὶ στά­θη­κε πί­σω τους. Μπῆ­κε ἀ­νά­με­σα στὰ δυ­ὸ στρα­τό­πε­δα. Πρὸς τοὺς Αἰ­γυ­πτί­ους δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σκο­τά­δι, ἐ­νῷ φώ­τι­ζε τὴν πλευ­ρὰ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ὁ λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ πέ­ρα­σε τὴ θά­λασ­σα ποὺ χω­ρί­στη­κε στὰ δύ­ο μὲ θαῦ­μα, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς τὴ χτύ­πη­σε σταυ­ρο­ει­δῶς μὲ τὸ ρα­βδί του, ἐ­νῷ οἱ Αἰ­γύ­πτιοι πνί­γη­καν, κα­θὼς ξα­να­ε­νώ­θη­καν τὰ νε­ρὰ (Ἐξ., κεφ. 14).

Ἀρ­γό­τε­ρα στὸ ὄ­ρος Σι­νὰ ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὶς δέ­κα ἐν­το­λές. Τό­τε ἔ­δω­σε καὶ ἐν­το­λὴ γιὰ τὴν κα­τα­σκευ­ὴ τῆς Σκη­νῆς τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, ποὺ δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ ἕ­νας λυ­ό­με­νος να­ός. Ὁ Μω­υ­σῆς τὴν ἔ­στη­σε μπρο­στά, ἔ­ξω καὶ μα­κριὰ ἀ­π’ τὸ στρα­τό­πε­δο τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Ὅ­ταν στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Σκη­νῆς το­πο­θε­τή­θη­κε ἡ Κι­βω­τὸς τῆς Δι­α­θή­κης μὲ τὶς θε­ό­γρα­φες πλά­κες τοῦ νό­μου, ἡ φω­τει­νὴ νε­φέ­λη κα­τέ­βη­κε στὴ Σκη­νὴ καὶ τὴ σκέ­πα­σε καὶ ἡ δό­ξα Κυ­ρί­ου τὴ γέ­μι­σε. Ὁ Μω­υ­σῆς δὲν μπό­ρε­σε νὰ εἰ­σέλ­θει στὴ Σκη­νὴ ποὺ ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νη καὶ γε­μά­τη ἀ­πὸ τὴ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ὁ Μω­υ­σῆς ἔμ­παι­νε στὴ Σκη­νὴ κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἤ­θε­λε γιὰ κά­τι νὰ ρω­τή­σει τὸν Θε­ό. Τό­τε ὅ­λος ὁ λα­ὸς ση­κω­νό­ταν καὶ στε­κό­ταν ὁ κα­θέ­νας μπρο­στὰ στὴ σκη­νή του, κοι­τά­ζον­τας τὸν Μω­υ­σῆ ὥ­σπου νὰ μπεῖ στὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου. Με­τὰ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ Μω­υ­σῆ κα­τέ­βαι­νε ὁ στύ­λος τῆς νε­φέ­λης καὶ στε­κό­ταν στὶς θύ­ρες τῆς Σκη­νῆς. Βλέ­πον­τάς το αὐ­τὸ ὁ λα­ὸς ὅ­λος προ­σκυ­νοῦ­σε, κα­θέ­νας ἀ­π’ τὴ θύ­ρα τῆς σκη­νῆς του. Ὁ Κύ­ριος ἐμ­φα­νι­ζό­ταν μέ­σα στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, πά­νω ἀ­π’ τὸ ἰ­λα­στή­ριο, τὸ χρυ­σὸ σκέ­πα­σμα τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης, μέ­σα σὲ νε­φέ­λη. Ἀ­πὸ ’­κεῖ μι­λοῦ­σε στὸν Μω­υ­σῆ «πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον», ὅ­πως μι­λά­ει ὁ κα­θέ­νας μὲ τὸν φί­λο του. Ἡ νε­φέ­λη σκέ­πα­ζε ἐ­πί­σης τὴ Σκη­νὴ καὶ ὅ­σες φο­ρὲς κα­τέ­φευ­γε ἐ­κεῖ ὁ Μω­υ­σῆς, γιὰ νὰ γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ τὶς ἀ­πει­λη­τι­κὲς δι­α­θέ­σεις τῶν Ἑ­βραί­ων.

Ὅ­ταν ἡ νε­φέ­λη ση­κω­νό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σκη­νή, οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ση­κώ­νον­ταν καὶ προ­χω­ροῦ­σαν. Ἂν ὅ­μως δὲν ση­κω­νό­ταν, πε­ρί­με­ναν ὅ­λοι στρα­το­πε­δευ­μέ­νοι, μέ­χρι τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ νε­φέ­λη θὰ ἀ­νέ­βαι­νε. Στὸν τό­πο ποὺ στα­μα­τοῦ­σε ἡ νε­φέ­λη, στρα­το­πέ­δευ­ε ξα­νὰ ὁ λα­ός. Πα­ρέ­με­ναν στὸ στρα­τό­πε­δο ἀ­κό­μα καὶ πολ­λὲς μέ­ρες, βδο­μά­δες ἢ μῆ­νες. Ἂν δὲν ἔ­δι­νε τὸ σύν­θη­μα ὁ Θε­ὸς διὰ μέ­σου τῆς νε­φέ­λης, δὲν ξε­κι­νοῦ­σαν. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­νέ­βαι­νε ἡ νε­φέ­λη ἀ­πὸ τὴ Σκη­νή, εἴ­τε μέ­ρα ἦ­ταν εἴ­τε νύ­χτα, ση­κω­νό­ταν ὅ­λος ὁ λα­ὸς καὶ προ­χω­ροῦ­σε μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νη τά­ξη καὶ σει­ρά, κα­τὰ φυ­λές. Αὐ­τὰ εἶ­χαν ὁ­ρι­σθεῖ μὲ ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ (Ἐξ., κεφ. 19-40).

Τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν, οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας, ἔ­γι­ναν με­γά­λο ἔ­θνος μὲ τὸν βα­σι­λιά τους Δαυ­ΐδ. Μό­νο ὅ­μως ὁ Σο­λο­μών, ὁ γιός του καὶ δι­ά­δο­χος, ἔ­λα­βε τὴν ἄ­δεια ἀ­π’ τὸν Θε­ὸ νὰ χτί­σει να­ό. Ἔ­γι­νε τό­τε ὁ πε­ρί­φη­μος να­ὸς τοῦ Σο­λο­μών­τα. Στὰ ἐγ­καί­νιά του ἔ­γι­νε ἡ ἐ­πί­ση­μη με­τα­φο­ρὰ τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης ἀ­πὸ τὸν λό­φο τῆς Σι­ών, τε­λευ­ταῖ­ο τό­πο ὅ­που εἶ­χε στή­σει τὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου ὁ Δαυ­ΐδ. Μὲ μιὰ με­γα­λό­πρε­πη πομ­πὴ ὁ Σο­λο­μών, οἱ ἱ­ε­ρεῖς, ὁ λα­ὸς ὁ­λό­κλη­ρος, προ­σφέ­ρον­τας ἀ­μέ­τρη­τες θυ­σί­ες στὸν Θε­ό, με­τέ­φε­ραν τὴν Κι­βω­τὸ στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων τοῦ να­οῦ.

Ἦ­ταν μιὰ λαμ­πρὴ τε­λε­τή. Οἱ λευ­ΐ­τες καὶ οἱ ψάλ­τες μὲ τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους, ντυ­μέ­νοι μὲ λε­πτὰ λι­νὰ ἐν­δύ­μα­τα, στέ­κον­ταν πρὸς ἀ­να­το­λὰς τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου μὲ κύμ­βα­λα, ἅρ­πες καὶ κι­θά­ρες, δί­πλα σὲ ἑ­κα­τὸν εἴ­κο­σι ἱ­ε­ρεῖς ποὺ σάλ­πι­ζαν μὲ σάλ­πιγ­γες. Σὰν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ψάλ­τες καὶ σαλ­πιγ­κτές, «ἐν τυμ­πά­νῳ καὶ χο­ρῷ, ἐν χορ­δαῖς καὶ ὀρ­γά­νῳ, ἐν ψαλ­τη­ρί­ῳ καὶ κι­θά­ρᾳ, ἐν κυμ­βά­λοις εὐ­ή­χοις, ἐν κυμ­βά­λοις ἀ­λα­λαγ­μοῦ», ὑ­μνοῦ­σαν μὲ μιὰ φω­νὴ τὸν Κύ­ριο: «Ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­σθε τῷ Κυ­ρί­ῳ ὅ­τι ἀ­γα­θόν, ὅ­τι εἰς τὸν αἰ­ῶ­να τὸ ἔ­λε­ος αὐ­τοῦ».

Καὶ πά­λι τό­τε ἡ νε­φέ­λη, μὲ τὸ ποὺ οἱ ἱ­ε­ρεῖς βγῆ­καν ἀ­π’ τὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, κα­τέ­βη­κε καὶ γέ­μι­σε τὸν να­ὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ στα­θοῦν καὶ νὰ προ­σφέ­ρουν τὴ λα­τρεί­α. Ἡ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­χε κα­τα­κλύ­σει τὸν να­ό. Ἀ­π’ τὸν οὐ­ρα­νὸ κα­τέ­βη­κε φω­τιὰ κι ἔ­κα­ψε τὰ ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τα καὶ τὶς θυ­σί­ες. Οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες βλέ­πον­τάς τα ὅ­λα αὐ­τά, ἔ­σκυ­ψαν τὰ πρό­σω­πά τους στὴ γῆ, προ­σκύ­νη­σαν τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν ὕ­μνη­σαν, ψάλ­λον­τας ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­γα­θός, «ὅ­τι εἰς τὸν αἰ­ῶ­να τὸ ἔ­λε­ος αὐ­τοῦ». Ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν ἐγ­και­νί­ων τοῦ να­οῦ γι­ορ­τά­στη­κε ἐ­πὶ ἑ­πτὰ ἡ­μέ­ρες μὲ ἄ­κρα με­γα­λο­πρέ­πεια. Ὁ  Σο­λο­μὼν θυ­σί­α­σε εἴ­κο­σι δύ­ο χι­λιά­δες μο­σχά­ρια καὶ ἑ­κα­τὸν εἴ­κο­σι χι­λιά­δες πρό­βα­τα, για­τὶ ἡ συ­νά­θροι­ση τοῦ λα­οῦ ἀ­πὸ κά­θε γω­νιὰ τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἦ­ταν πρω­το­φα­νής (Γ΄ Βασ., κεφ. 8 καὶ Β΄Πα­ρα­λειπ., κεφ. 5-7).

Πα­ρὰ τὴν τό­ση δό­ξα καὶ λαμ­πρό­τη­τα ὅ­μως, ὁ στύ­λος τῆς νε­φέ­λης καὶ τοῦ πυ­ρὸς δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ προ­τύ­πω­ση καὶ σύμ­βο­λο γιὰ μελ­λον­τι­κὰ λαμ­πρό­τε­ρα πράγ­μα­τα, ἐν προ­κει­μέ­νῳ γιὰ τὴ Με­τα­μόρ­φω­ση. Οἱ ὕ­μνοι τῆς ἑ­ορ­τῆς τὸ ἀ­να­φέ­ρουν ρη­τά. Ἡ δό­ξα ποὺ ἐ­πι­σκί­α­ζε τὴ σκη­νή, ὁ πυ­ρί­μορ­φος στύ­λος καὶ ἡ νε­φέ­λη στὴν ἔ­ρη­μο τό­τε, «τύ­πος γε­γέ­νη­ται τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως». Ὁ πύ­ρι­νος στύ­λος δεί­χνει τὸν Χρι­στὸ καὶ ἡ νε­φέ­λη τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ποὺ ἐ­πι­σκί­α­σε τὸ Θα­βὼρ (α΄, γ΄ καὶ στ΄ ᾠ­δή κα­νό­νος ἑ­ορ­τῆς).

Ἂν λοι­πὸν τὸ σύμ­βο­λο, ὁ τύ­πος καὶ ἡ σκιὰ τῶν μελ­λόν­των, ἕ­να πράγ­μα δη­λα­δὴ προ­σω­ρι­νὸ ποὺ ἔ­μελ­λε νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ, εἶ­χε τό­ση λαμ­πρό­τη­τα καὶ δό­ξα, πό­σο λαμ­πρό­τε­ρο εἶ­ναι τὸ ἴ­διο τὸ γε­γο­νὸς γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο μι­λά­ει ὁ τύ­πος καὶ ποὺ δὲν πρό­κει­ται νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ πο­τέ; Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρη ἀ­πὸ τοὺς τύ­πους ποὺ τὴν προ­ει­κό­νι­σαν.

Σ’ αὐ­τὴ τὴ δό­ξα θέ­λει νὰ μᾶς κά­νει με­τό­χους ὁ Θε­ός. Ἂν ἀ­κού­σου­με τὰ προ­στάγ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­πως μᾶς πα­ράγ­γει­λε ἡ θε­ϊ­κὴ φω­νὴ ἀ­π’ τὴ νε­φέ­λη («αὐ­τοῦ ἀ­κού­ε­τε»), θὰ συ­να­νέλ­θου­με μα­ζί του στὸ Θα­βώρ. Θὰ εἰ­σέλ­θου­με στὴ φω­τει­νὴ νε­φέ­λη. Θὰ λάμ­ψου­με κι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸ φῶς του σὰν τὸν ἥ­λιο στὴ Βα­σι­λεί­α του. Μα­κά­ρι νὰ τὸ πε­τύ­χου­με. Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου