Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

«Μακαρία ἡ ὁδός...»

Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα

Χαριτωμένος ἦταν ὁ στάρετς ὅταν ἔκανε παρατηρήσεις στήν ζωή του. «Ἐγώ», ἔλεγε, «μέσα στήν πολυκοσμία γεννήθηκα καί μέσα στήν πολυκοσμία ζῶ». Καί πρόσθετε προφητικά: «Ἔτσι καί μέσα στήν πολυκοσμία θά κοιμηθῶ». Πράγματι! Τίς τελευταῖες του ὧρες ἦταν περιστοιχισμένος ἀπό πλῆθος κόσμου. Ἄλλοι μέσα στό κελλί του, ἄλλοι – οἱ περισσότεροι – ἔξω ἀπό τήν πόρτα, ἄλλοι στόν Ναό ὅπου προσεύχονταν γιά τήν ἀνάρρωσί του, ἄλλοι ἐρχόμενοι ἀπό τήν Ὄπτινα καί ἄλλοι ἀπό διάφορες ἀποστάσεις πολλῶν βερστίων.
Στά ξημερώματα τῆς 10ης Ὀκτωβρίου, ἡμέρας Πέμπτης, ὁ στάρετς φαινόταν ἐντελῶς ἐξασθενημένος. Τώρα πιά οὔτε τά μάτια μποροῦσαν ν᾿ ἀτενίζουν ψηλά οὔτε τά χείλη νά ψιθυρίζουν προσευχές, ἐνῶ ὁ σφυγμός του γινόταν ὅλο καί περισσότερο ἀσθενικός. «Ποῦ πηγαίνεις, πάτερ Ἰωσήφ»; ἀκούσθηκαν σέ μιά στιγμή μερικές ἀνησυχητικές ἐρωτήσεις. Ὁ ἐπιστήθιος μαθητής τοῦ π. Ἀμβροσίου ἀναχωροῦσε βιαστικά γιά τήν Σκήτη. Ἐπιστρέφοντας ἀπ᾿ ἐκεῖ κουβαλοῦσε ἕνα δέμα πού περιεῖχε τόν χιτῶνα τῆς κουρᾶς τοῦ στάρετς καί τό πουκάμισο τοῦ στάρετς Μακαρίου. Σ᾿ αὐτό τό δεύτερο πού πολύ τό εὐλαβεῖτο, ὑπῆρχε ἰδιόχειρος ἐπιγραφή τοῦ π. Ἀμβροσίου:
«Ὅταν κοιμηθῶ, νά μοῦ τό φορέσετε ἀπαραιτήτως».
Στίς 11 πρίν ἀπό τό μεσημέρι, ὁ π. Θεόδωρος ἐδιάβαζε τόν «Παρακλητικό Κανόνα πρός τήν Θεομήτορα, διά ψυχορραγοῦντα». Μετά τό «Δι᾿ εὐχῶν...» ἡ ψυχή τοῦ στάρετς ἔδειχνε ὅτι ἑτοιμαζόταν νά χωριστῆ ἀπό τό σκήνωμά της. Σιγά – σιγά ἡ ὄψις του ἔπαιρνε τό χλωμό νεκρικό χρῶμα καί ἡ ἀναπνοή του συνεχῶς ἐξασθενοῦσε. Ξαφνικά, στά πρόσωπα ὅλων τῶν παρευρισκομένων παρατηρήθηκε μεγάλη ἀγωνία. Οἱ στιγμές ἦταν κρίσιμες. Ὁ ἑτοιμοθάνατος Γέροντας πῆρε μία βαθειά ἀναπνοή. Σέ δύο λεπτά ἐπανελήφθη τό ἴδιο. Ἐν συνεχείᾳ τό δεξιό του χέρι ἀνυψώθηκε λίγο καί κατευθύνθηκε πρός τό μέτωπο, ἔπειτα πρός τό στῆθος, πρός τό δεξιό πλευρό, καί τέλος ἔπεσε κουρασμένο στό ἀριστερό. Αὐτό ἦταν ἡ σταυρική ἐπισφράγισις τῆς γήϊνης πορείας του. Ἦταν, θά λέγαμε, τό «τετέλεσται» τῆς νίκης. Ἡ ἀναπνοή τώρα σταμάτησε. Νά ὅμως! Σέ λίγο, ἐνῶ τό ρολόϊ ἔδιχνε ἀκριβῶς 11.30΄, ἀνέπνευσε γιά τρίτη φορά βαθειά καί παρέδωσε ἔτσι ἐν εἰρήνῃ τό ὁσιακό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Στό πρόσωπό του τήν ὥρα αὐτή εἶχε ζωγραφισθῆ μία ὑπερκόσμια χαρά καί στά χείλη του ἐπλανᾶτο ἕνα οὐράνιο χαμόγελο. Τό ἱερό σκάφος τῆς ψυχῆς του μέ τό ἱστίο τοῦ σταυροῦ καί τίς αὖρες τοῦ Πνεύματος προσωρμίσθηκε στήν γαλήνια χώρα τοῦ φωτός, στόν τόπο τῆς μακαρίας ἀναπαύσεως.
Τήν ὥρα πού ἡ ψυχή τοῦ στάρετς ἀναχωροῦσε γιά τόν Οὐρανό, ὁ Ἐπίσκοπος Βιτάλιος ξεκινοῦσε γιά τό Σαμορτῖνο. Δέν ἔφθασε ὅμως τήν ἴδια ἡμέρα. Ἡ ἐπισφαλής ὑγεία του τόν ὑποχρέωσε νά σταματήση σέ κάποιο Μοναστήρι, εἰκοσιοκτώ βέρστια μακρυά ἀπό τήν Καλούγα, ὅπου καί διανυκτέρευσε. Τό βράδυ ἐκεῖ πού συζητοῦσε μέ τόν Ἡγούμενο Θεοδόσιο καί τοῦ ἐξέφραζε κάποια δυσαρέσκεια πρός τό πρόσωπο τοῦ π. Ἀμβροσίου δοκίμασε ἀπροσδόκητη ἔκπληξι. Τά μάτια τοῦ Ἡγουμένου ἦταν δακρυσμένα, ἐξ αἰτίας ἑνός τηλεγραφήματος πού τήν στιγμή ἐκείνη τό ἄνοιξε. «Τί συμβαίνει»; ἐρώτησε μέ ἀγωνία. «Θλιβερή εἴδησις, Πανιερώτατε»! Ὁ Ἀρχιερεύς ἔρριξε μιά ματιά στό τηλεγράφημα καί ἔμεινε ἐμβρόντητος. Ἐστράφηκε τότε πρός τίς ἱερές εἰκόνες, σήκωσε τά χέρια του καί ἀνεφώνησε: «Θεέ μου! τί εἶναι πάλι αὐτό; Ὡς ἀνεξερεύνητα τά κρίματα τοῦ Κυρίου»!
Καθώς ξημέρωσε ἡ νέα ἡμέρα, ὁ Ἐπίσκοπος συνέχισε τό ταξίδι του, ἀλλά μέ διαφορετική κατεύθυνσι – πρός τήν Ὄπτινα. Φθάνοντας ἐκεῖ ἔμαθε καί μία σκανδαλιστική λεπτομέρεια: Μόλις ἔμπαινε στήν ἅμαξα καί ἀναχωροῦσε ἀπό τήν Καλούγα, στίς 11.30΄ ἀκριβῶς, τήν ὥρα αὐτή σημειώθηκε ὁ θάνατος τοῦ π. Ἀμβροσίου! «Τώρα βλέπω», εἶπε δυνατά μπροστά σ᾿ ὅλους, «ὅτι ὁ στάρετς μέ ἐκάλεσε γιά νά τόν κηδεύσω. Βεβαια τούς ἁπλοῦς Ἱερομονάχους δέν τούς κηδεύουν Ἐπίσκοποι, ἀλλά ὁ στάρετς ὑπῆρξε τόσο μεγάλος πού τήν ἄξιζε αὐτή τήν τιμή. Ἄν καί οἱ γιατροί, φεύγοντας, μοῦ ἐσύστησαν νά μή συμμετάσχω σέ ἱεροτελεστίες, θά λάβω μέρος στήν τελετή τῆς κηδείας». Τά λόγια τοῦ Ἀρχιερέως προξένησαν μεγάλη ἐντύπωσι. Πράγματι! Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶχε ρυθμίσει μέ θαυμαστή ἀκρίβεια καί τίς λεπτομέρειες ἀκόμη τοῦ θανάτου καί τίς κηδείας τοῦ ὁσίου Γέροντος.
Ὅσον ἀφορᾶ τόν τόπο τῆς ταφῆς, μεταξύ τῶν δύο Μοναστηριῶν δημιουργήθηκε ἀντιδικία. Ἡ ἀδελφότης τοῦ Σαμορτίνου ἀπαιτοῦσε νά ἐνταφιασθῆ τό σῶμα τοῦ στάρετς ἐκεῖ. Οἱ Πατέρες ὅμως τῆς Ὄπτινα ἦταν ἀδύνατον νά τό ἀποδεχθοῦν αὐτό. Γιά τήν τακτοποίησι τοῦ θέματος χρειάσθηκε νά ἀποσταλῆ σχετικό τηλεγράφημα στήν Μόσχα, στήν Ἱερά Σύνοδο. Ἡ ἀπάντησις, πού δέν ἄργησε νά ἔρθη, ὥριζε ὡς τόπο ἐνταφιασμοῦ τήν ἔρημο τῆς Ὄπτινα, πρᾶγμα πού ὁπωσδήποτε ἔθλιψε τίς μοναχές τοῦ Σαμορτίνου.
Ἡ ἐπικήδειος τελετή σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ Ἐπισκόπου Βιταλίου καθωρίσθηκε γιά τίς 13 τοῦ μηνός. Ἡ ἡμέρα αὐτή ξεχώριζε γιά τήν καλωσύνη της. Φωτεινή, ἡλιόλουστη, ἐξαιρετική, λές καί ὁ Ὀκτώβριος ἤθελε νά δείξη τήν εὔνοιά του στόν ἀπελθόντα. Ἦταν ἀκόμη, τό σπουδαιότερο, Κυριακή. Ὁ Ἀρχιερεύς μετά ἀπό τήν διανυκτέρευσί του στήν Ὄπτινα, κατέφθασε ἐνωρίς στό Σαμορτῖνο. Θά ξεκουραζόταν μισή ὥρα καί ἔπειτα θά πήγαινε στόν Ναό. Ἐνῶ ὅμως πήγαινε νά ἀναπαυθῆ, σκέφθηκε νά περάση πρῶτα ἀπό τόν Ναό νά ἀσπασθῆ τό λείψανο τοῦ στάρετς. Τήν ὥρα πού ἔμπαινε, οἱ ἀδελφές εἶχαν τελειώσει τά Εὐλογητάρια καί ἄρχιζαν νά ψάλλουν τό «Ἀλληλούϊα», γιά νά ἐπαληθευθοῦν ἔτσι τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια τοῦ π. Ἀμβροσίου: «Ὅταν θά ἔρθη ὁ Ἀρχιερεύς, νά ψάλετε τό Ἀλληλούϊα».
Αὐτό πού ἔλαβε χώρα στόν Ναό, ἀπό τίς 9 μέχρι τίς 3, ἕξι ὁλόκληρες ὧρες, ἦταν σπάνια καί πρωτοφανής μυσταγωγία. Προηγήθηκε ἡ τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας. Τήν ὥρα τοῦ «κοινωνικοῦ» ἀνέβηκε στόν ἄμβωνα ὁ Ἱερομόναχος Γρηγόριος, ἐκπρόσωπος τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας, καί μέ ἐμπνευσμένο λόγο του ἐξεθείασε τίς ἀρετές καί τό ἔργο τοῦ μεταστάντος. Τήν μεγάλη ἀπήχησι τοῦ λόγου τήν ἀντιλαμβανόταν κανείς καί ἀπό τούς θρήνους, οἱ ὁποῖοι κατά διαστήματα ξεσποῦσαν.
Μόλις τελείωσε ἡ Λειτουργία, ὁ Πανιερώτατος Ἐπίσκοπος καί μαζί του εἰκοσιοκτώ Ἱερεῖς, ντυμένοι μέ ὁλόλευκα ἄμφια, ἐβγῆκαν ἀπό τό Ἱερό γιά τήν τέλεσι τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας. Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ἱερατείου θύμιζε οὐράνιο ὅραμα. Ἄν προστεθοῦν σ᾿ αὐτό οἱ κατανυκτικές μελῳδίες τῶν ψαλτῶν – δεξιά ἔψαλλε ὁ χορός τοῦ Ἐπισκόπου καί ἀριστερά οἱ μοναχές – οἱ δακρύβρεχτες προσευχές τοῦ πολυαρίθμου ἐκκλησιασματος καί οἱ λάμψεις τῶν ἀναριθμήτων κεριῶν πού ὅλοι κρατοῦσαν στά χέρια τους... φαντάζεται κανείς τί ἀνεπανάληπτη τελετή ἦταν αὐτή! Πρίν ἀπό τό «Μετα τῶν Ἁγίων...» ἀκούσθηκε πάλι ἕνας σύντομος λόγος ἀπό τόν π. Τρύφωνα, σπουδαστή τῆς Θεολογίας, πού περιεῖχε σπουδαῖες προσωπικές ἀναμνήσεις ἀπό τό πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος. Τό ὕψιστο σημεῖο τῆς συγκινήσεως ἦταν ὁ τελευταῖος ἀσπασμός. Καί ἰδιαίτερα ὅταν ἀσπάζονταν τό ὁσιακό λείψανο οἱ μοναχές, οἱ ὁποῖες σέ λίγο θά τό ἀποχωρίζονταν ὁριστικά, ἀφοῦ ἡ ταφή εἶχε ἀποφασισθῆ στήν Ὄπτινα.
Θά σημειώσουμε καί κάτι ἐντυπωσιακό: Ἀπό τό σκήνωμα τοῦ ἀπελθόντος ἀναδιόταν, καί ἰδίως κατά τήν διάρκεια τῆς κηδείας, ἀρκετή δυσοσμία – φαινόμενο πού δέν εἶχε παρατηρηθῆ στούς προκατόχους στάρετς. Πολλοί ἴσως θά σκανδαλίσθηκαν. Ἀλλά ὁ π. Ἀμβρόσιος τό εἶχε προαναγγείλει. Ὅταν μάλιστα ὁ π. Ἰωσήφ τόν ἐρώτησε ἔκπληκτος: «Γιατί θά συμβῆ αὐτό»; «Διότι στήν ζωή μου δέχθηκα τιμές πάρα πολλές πού δέν τίς ἄξιζα», ἦταν ἡ ἀπάντησις. Καθόλου ἀπίθανο νά τό εἶχε ζητήσει στήν προσευχή του ὁ ἴδιος ὁ στάρετς. Ἡ ταπεινοφροσύνη τῶν Ἁγίων κρύβει πολλά παράδοξα. Ἄλλωστε τί κι᾿ ἄν δυσοσμῆ τό σῶμα, ἀφοῦ ἡ ψυχή σέ φωτεινούς χώρους, προγεύεται «χαράν ἀνεκλάλητον, ζωήν ἀκήρατον, εὐφροσύνην αἰώνιον, τρυφήν παραδείσου, Ἁγίας Τριάδος ἔλλαμψιν καί πᾶσαν ἄλλην λεγομένην καί νοουμένην μακαριότητα» (Θεόδωρος Στουδίτης). Ὡστόσο ἔπειτα ἀπό μερικές ὧρες ἡ δυσωδία ἐξαφανίσθηκε καί στήν θέσι της ἦρθε κάποια ἐλαφρά εὐωδία σάν αὐτή πού ἀναδίδεται ἀπό τό φρέσκο μέλι.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα, 14 Ὀκτωβρίου, στίς 11 π.μ. ἔπειτα ἀπό τήν τέλεσι τῆς Θείας Λειτουργίας καί τοῦ Μνημοσύνου τό ὁσιακό σκήνωμα ἐγκατέλειψε ὁριστικά τό Σαμορτῖνο. Τίς θλιμμένες μοναχές τίς ἀνεκούφιζε μόνο ἡ πίστις στήν ἀόρατη παρουσία τοῦ στάρετς. Ὁ ἴδιος εἶχε ὑποσχεθῆ σ᾿ αὐτές κατ᾿ ἐπανάληψιν πώς μέ τό πνεῦμα του θά βρίσκεται ἀνάμεσά τους. Ἡ πρόοδος πού γνώρισε τό Μοναστήρι μέ τήν ἐπισκίασι τῆς εὐλογίας του ὑπῆρξε ζηλευτή. Δέν εἶχαν περάσει δέκα χρόνια ἀπό τήν κοίμησί του καί ἡ ἄνθησις ὑπῆρξε πρωτοφανής. Εὐωδίαζε ὁ χῶρος ἀπό τήν ἄσκησι τῆς ἀρετῆς, τήν καλλιέργεια τῆς προσευχῆς, τήν χάρι τῆς παρθενίας καί τῆς ὁσιότητος. Ἡ ὀσμή πού ἀνέδιδε ὁ πνευματικός αὐτός ἀγρός ἦταν ἐκλεκτή, «ὡς ὀσμή ἀγροῦ πλήρους ὅν εὐλόγησε Κύριος» (Γεν. Κζ΄: 27). στόν τομέα δέ τῶν ἐργοχείρων ἡ ἐξέλιξις παρουσιαζόταν ἀξιοθαύμαστη. Συναντοῦσες ἐκεῖ τά πιό ἐκλεκτά καί τά πιό ἐξαίρετα: Ὑφαντική ταπήτων, ζωγραφική, φωτογραφική, χρυσοχοΐα, χρυσοκέντημα, μεταξοκέντημα, βιβλιοδεσία, καλλιγραφία κλπ.
Λαός πολύς, προερχόμενος ἀπό κοντινές ἀλλά καί πολύ μακρυνές περιοχές, γύρω στίς ὀκτώ χιλιάδες, ἀκολουθοῦσαν τήν σεπτή σορό στήν ἔξοδό της ἀπό τό Μοναστήρι. Τί πελώρια νεκρώσιμη πομπή πού σχηματίσθηκε! Ἀλλά καί πόσο ἐπαυξήθηκε ἐν συνεχείᾳ. Ἀπ᾿ ὅλα τά χωριά πού περνοῦσε, κλῆρος καί λαός μέ εἰκόνες καί λάβαρα, μέ δάκρυα καί ἀναστεναγμούς, κάτω ἀπό τούς λυπητερούς ἤχους τῆς καμπάνας, προσχωροῦσαν στήν πένθιμη συνοδεία παρ᾿ ὅλη τήν κακοκαιρία τῆς ἡμέρας – φύσαγε, ἔκανε κρύο καί ἔβρεχε σχεδόν ἀκατάπαυστα.
Κατά διαστήματα ἡ πομπή σταματοῦσε καί ἀνεπέμποντο θερμές ἱκεσίες γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τοῦ κοιμηθέντος. Στό ἄκουσμα τῶν λέξεων «ὑπέρ μακαρίας μνήμης... τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἀμβροσίου ἱερομονάχου», οἱ λιγμοί καί τά ἀναφιλητά συνεκλόνιζαν τίς ψυχές. «Ὤ! πέθανε ὁ ἄγγελός μας, ὁ ὁδηγός μας! Ποῦ θά βρεθῆ τέτοιος πατέρας! Ὦ μπάτουσκα Ἀμβρόσιε! Ἀλησμόνητε μπάτουσκα Ἀμβρόσιε»! Σ᾿ ὅλα αὐτά τά δακρύβρεχτα πρόσωπα πόσες φορές ὁ στοργικός στάρετς δέν εἶχε προσφέρει τήν χαρά τοῦ Οὐρανοῦ! Πόσες φορές δέν εἶχε σκορπίσει ἀπό πάνω τους τό σκοτεινό σύννεφο τῆς θλίψεως καί τῆς ἀπελπισίας! Ποσές φορές δέν τούς χορήγησε τήν ἐλπίδα, τήν ἀνακούφισι καί «τήν εἰρήνην τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν» (Φιλ. Δ΄: 7).
Ὅταν ἡ πομπή ἔφθασε στό τελευταῖο χωριό, τό Στενῖνο, ἕνα βέρστι μακρυά ἀπό τήν Ὄπτινα, προσετέθη καί τό πολυάριθμο Ἱερατεῖο καί ὁ λαός τῆς γειτονικῆς πόλεως Κοζέλσκ. Τώρα ἡ πομπή εἶχε γίνει σωστή ἀνθρωποθάλασσα. Τ᾿ ἀναρίθμητα κύματά της, ἰδιαίτερα τήν ἑσπερινή αὐτή ὥρα, ἦταν χρωματισμένα μέ τόν πιό μελαγχολικό χρωστῆρα. Οἱ ἀργοί καί θλιμμένοι ἦχοι, ἀπό τήν μεγάλη καμπάνα τοῦ Μοναστηριοῦ, πού ἐδῶ ἀκούγονταν καθαρά, ἔκαναν τίς ψυχές περισσότερο περίλυπες. Τά σύννεφα, ἡ βροχή, οἱ ἦχοι τῆς καμπάνας, τό ἡμίφως τοῦ δειλινοῦ, τά σβησμένα κεριά, ὁ λασπωμένος δρόμος, ὁ κρύος ἀέρας... ὅλα, τό καθένα μέ τόν τρόπο του, φανέρωνε κάποια βαθειά ὀδύνη.
Ἐνῶ τό σκοτάδι προχωροῦσε, κάποιο θαυμαστό γεγονός γινόταν αἰσθητότερο. Οἱ λαμπάδες πού ἔκαιγαν ἐπάνω στό σκήνωμα τοῦ στάρετς, παρ᾿ ὅλη τήν βροχή καί τήν κακοκαιρία παρέμεναν ἀναμμένες. Ἔτσι τό φέρετρο, ὑψωμένο στούς ὤμους τῶν μοναχῶν, ἦταν τό μόνο πού ξεχώριζε στήν τεράστια ἐκείνη ἀνθρωποπλημμύρα. Ἦταν ἀκόμη ἡ μόνη ἑστία φωτός καί ἔμοιαζε μέ λαμπρό ἀστερισμό πού φώτιζε τούς νυχτωμένους ὁδοιπόρους – ἐκφραστικό σύμβολο τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.
Καί ἡ βροχή ἀκόμη ἦταν οὐράνιος εὐλογία, ξεχωριστή ἔνδειξις τῆς θεϊκῆς εὐνοίας. Τούς τελευταίους μῆνες οἱ οὐρανοί ἦταν κατάκλειστοι, καί ἡ φρυγμένη γῆ ἔκανε τούς γεωργούς νά θλίβωνται καί νά ἀγωνιοῦν. Νά ὅμως πού οἱ προσευχές τοῦ στάρετς καί μετά τόν θάνατό του φάνηκαν εὐεργετικές, ἡ διψασμένη γῆ ἀναζωογονήθηκε, οἱ σβησμένες ἐλπίδες ἀναπτερώθηκαν καί στά θλιμμένα πρόσωπα ἔλαμψε ἡ χαρά. Ὁ ἀλησμόνητος μπάτουσκας κι᾿ ἀπό τόν Οὐρανό παρακολουθοῦσε στοργικά τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ.
Κατά κανόνα στήν κοίμησι, στήν κηδεία καί στήν ταφή τῶν ἁγίων δέν λείπουν τά ὑπερφυσικά σημεῖα τῆς Χάριτος. Ἄς παρακολουθήσουμε καί ἕνα ἀκόμη: «Ἀφοῦ τοποθετήθηκε τό λείψανο στόν Ναό τοῦ Μοναστηριοῦ», διηγεῖται κάποιος εὐσεβής Χριστιανός, «καί ἐτελέσθη ἐπιμνημόσυνος δέησις, κοιτάξαμε νά βροῦμε καμμία θέσι στό ξενοδοχεῖο γιά νά ζεσταθοῦμε λίγο καί νά στεγνώσουμε. Ποῦ νά βρεθῆ ὅμως θέσις; Γυρίσαμε πάλι στόν Ναό, ὁ ὁποῖος ἦταν μεγάλος καί ἀρκετά κρύος, καί παραμείναμε ἐκεῖ ὅλη νύχτα. Τί θαῦμα ἦταν αὐτό! Βρεγμένοι, κρυωμένοι, μισοπαγωμένοι... καί δέν ἀρρώστησε κανένας· οὔτε κἄν συναχώθηκε. Ἡ εὐλογία τοῦ κεκοιμημένου ὁσιακοῦ Γέροντος ἐκδηλώθηκε καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο»!

Τήν ἑπομένη ἡμέρα, μετά τήν ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία καί τό Μνημόσυνο, τό κουρασμένο καί πολυβασανισμένο σῶμα τοῦ στάρετς Ἀμβροσίου ὡδηγήθηκε στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς του. Τήν ἡμέρα αὐτή τό ἡμερολόγιο ἔδειχνε 15 Ὀκτωβρίου. Θαυμαστή σύμπτωσις! Στήν ἡμερομηνία αὐτή εἶχε καθορίσει ὁ στάρετς νά γίνεται ἡ ἑορτή τῆς «Χορηγοῦ τῶν ἄρτων». Καί μήπως ἡ πρόσφατη βροχή ἦταν ἄσχετη ἀπό τήν χάρι της καί τήν μεσιτεία της;
«Μεγάλος ἄνθρωπος ὁ π. Μακάριος! Νά μέ ἀξιωνε ὁ Θεός νά ξαπλώσω κοντά στά πόδια του»! Ἔτσι συνήθιζε νά λέη συχνά ὁ π. Ἀμβρόσιος. Καί νά πού τώρα ἡ ἐπιθυμία του βρῆκε τήν ἐκπλήρωσί της, γιατί ὁ τάφος του ἦταν ἀκριβῶς πλάϊ στόν τάφο τοῦ ἀγαπητοῦ του διδασκάλου κοντά στόν μεγάλο Ναό τοῦ Μοναστηριοῦ.


Ἀργότερα ἕνα ὁλόλευκο παρεκκλήσιο ἀνυψώθηκε πάνω στό μνῆμα. Μπροστά στίς δύο ὡραῖες εἰκόνες του, τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν καί τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, οἱ πολυάριθμοι προσκυνηταί ἄναβαν συνεχῶς τίς πιό ἐκλεκτές λαμπάδες. Στήν μαρμάρινη πλάκα τοῦ τάφου, πού συχνά τήν ἔρραιαν καυτά δάκρυα, εἶχαν χαραχθῆ τά ὑπέροχα ἐκεῖνα λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: « Ἐ γ ε ν ό μ η ν τ ο ῖ ς ἀ σ θ α ν έ σ ι ν ὡ ς ἀ σ θ ε ν ή ς , ἵ ν α τ ο ύ ς ἀ σ θ ε νε ῖ ς κ ε ρ δ ή σ ω · τ ο ῖ ς π ᾶ σ ι γ έ γ ο ν α τ ά π ά ν τ α , ἵ ν α π ά ν τ ω ς τ ι ν ά ς σ ώ σ ω » (Α΄ Κορ. θ΄: 22).
Πολύ ὀλίγων ἀνθρώπων ὁ θάνατος προξένησε τόση θλῖψι στόν εὐσεβῆ ρωσικό λαό. Γιατί χωρίς ἀμφιβολία ὁ πνευματοφόρος στάρετς τῆς Ὄπτινα ἦταν ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ Οὐρανοῦ, εἰρηνικός ὄμβρος πού πότισε τήν διψασμένη γῆ· ἁγία ζύμη πού ζωογόνησε τό νεκρό φύραμα. Ἦταν κατά τήν ἁγιογραφική ἔκφρασι «δρόσος Ἀερμών ἡ καταβαίνουσα ἐπί τά ὄρη Σιών (Ψαλμ. 132 : 3).


Ὁσιώτατε στάρετς Ἀμβρόσιε, οἱ εὐλογίες σου ἄς μᾶς στηρίζουν στήν πολυκύμαντη πορεία τῆς ζωῆς. Οἱ πρεσβεῖες σου ἄς μᾶς ἐνισχύουν στόν πνευματικό ἀγῶνα. Καί οἱ ἱερατικές σου προσευχές στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο ἄς προασπίζουν τό σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό κάθε «δολίως κινούμενον» ἐχθρικό βέλος.

Σ᾿ Αὐτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί
προσκύνηση, τώρα καί πάντοτε
καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!


Ἀπό τό βιβλίο: “Ο ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ”
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου