Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Ο Κύριος δεν αφήνει τα κτίσματά του να τα πλησιάσει η δύναμη των δαιμόνων...

 Ούτε οι δαίμονες, ούτε τα θηρία που βλάπτουν τους ανθρώπους, ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκπληρώσουν το θέλημά τους, ώστε να αφανίσουν και να καταστρέψουν τους άλλους, αν δεν το επιτρέψει ο Θεός, που κυβερνά τον κόσμο, και αν δεν ορίσει μέχρι πιο σημείο μπορούν να βλάψουν. 

Γιατί ο Θεός δεν επιτρέπει να ενεργούν με απεριόριστη ελευθερία˙ γιατί αν γινόταν αυτό, δε θα μπορούσε να επιβιώσει κανένα ζωντανό πλάσμα.


 Ο Κύριος δεν αφήνει τα κτίσματά του να τα πλησιάσει η δύναμη των δαιμόνων και των κακών ανθρώπων και να τα βλάψουν κατά το θέλημά τους. Για τούτο να λες πάντα στην ψυχή σου: ''Έχω φύλακα το Θεό, που με φυλάει, και κανένα φθοροποιό κτίσμα δεν μπορεί να παρουσιασθεί μπροστά μου, παρά μόνο αν έχει την άδεια του Θεού.'' Πίστεψε ακόμη πως δεν τολμούν ούτε να φανούν στα μάτια σου, ούτε να σε κάνουν να ακούσεις με τ’ αυτιά σου τις απειλές τους. Γιατί, αν είχαν άδεια από το Θεό να ενεργούν απεριόριστα το κακό, δε θα χρειάζονταν τα λόγια τους για να σε φοβίσουν, αλλά θα εκπλήρωναν κατ’ ευθείαν το έργο τους σύμφωνα με το θέλημά τους.


Και πάλι να λες στον εαυτό σου: ''Εάν είναι θέλημα του Κυρίου μου να εξουσιάσουν το πλάσμα του οι πονηροί δαίμονες και άνθρωποι, κι αυτό το δέχομαι με χαρά, σαν τον άνθρωπο που δε θέλει να καταργήσει το θέλημα του Κυρίου του''. 

Και έτσι στους πειρασμούς σου θα γεμίσεις από χαρά, γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι σε κυβερνά και σε κατευθύνει μέσα στους πειρασμούς το νεύμα του Κυρίου. Λοιπόν, στήριξε την καρδιά σου έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύριο, και μη φοβηθείς ούτε από φόβο νυχτερινό, ούτε από βέλος που εκτοξεύεται την ημέρα˙ γιατί λέει η Γραφή πως η πίστη του δικαίου στο Θεό εξημερώνει τα άγρια θηρία και τα κάνει σαν τα πρόβατα.

Να ευγνωμονούμε το Θεό για τις θλίψεις και να τις υπομένουμε με χαρά, γιατί μας αγαπά ο Θεός.

Γιατί, παιδί μου, εδώ φανερώνονται τα κρυφά πάθη, στην ησυχία.

 Κάποτε ένας υποτακτικός ρώτησε τον Γέροντα:

 «Μα γιατί, Γέροντα, εδώ φαινόμαστε ότι πάσχουμε, ενώ στον κόσμο όλοι μάς τιμούσαν και δεν βλέπαμε τις ατέλειες μας;».

 Απάντησε: «Γιατί, παιδί μου, εδώ φανερώνονται τα κρυφά πάθη, στην ησυχία. Εδώ, όπως λένε οι Πατέρες, αποκτάς τον εαυτό σου και σε πολεμάει και ο διάβολος περισσότερο για να σε βγάλει έξω, να εμποδίσει τη σωτηρία σου».



''Αββά, τι να κάνω που χάνεται η ψυχή μου;''


Ένας αδελφός πήγε στο όρος της Φέρμης, στον μεγάλο γέροντα, και του είπε: «Αββά, τι να κάνω που χάνεται η ψυχή μου;».

«Γιατί, παιδί μου;» τον ρώτησε ο γέροντας.

Ο αδελφός αποκρίθηκε: «Όταν ήμουν στον κόσμο, έκανα στ’ αλήθεια πολλές νηστείες και αγρυπνίες και είχα μέσα μου πολλή κατάνυξη και θέρμη. Τώρα όμως (ενν.: τώρα, που έγινα μοναχός) δεν βλέπω μέσα μου κανένα καλό».

«Πίστεψέ με, παιδί μου», του είπε ο γέροντας, «όσα έκανες όταν ήσουν στον κόσμο, τα έκανες επειδή η κενοδοξία και ο έπαινος των ανθρώπων έβαζαν μέσα σου αυτή την προθυμία, ο Θεός όμως δεν τα δεχόταν. Γι’ αυτό ούτε ο σατανάς σε πολεμούσε, γιατί δεν τον ένοιαζε να κόψει την προθυμία σου, αφού δεν είχες καμία ωφέλεια από αυτήν...

Τώρα όμως, που είδε ότι έγινες στρατιώτης του Χριστού και βγήκες να τον πολεμήσεις, πήρε και αυτός τα όπλα εναντίον σου. Πλην όμως στον Θεό αρέσει ο ένας ψαλμός που λες τώρα με κατάνυξη, παρά οι χίλιοι που έλεγες στον κόσμο· και δέχεται ο Θεός τη λίγη τωρινή νηστεία σου περισσότερο από τις εβδομάδες που νήστευες στον κόσμο...».

Ο αδελφός απάντησε: «Καθόλου δεν νηστεύω τώρα, αλλά όλα τα καλά που είχα στον κόσμο έφυγαν από εμένα».

Και ο γέροντας του είπε: «Αδελφέ, σου φτάνει αυτό που έχεις. Μόνο κάνε υπομονή, και καλά είσαι».


Καθώς όμως ο αδελφός επέμενε και έλεγε: «Αλήθεια, αββά, χάνεται η ψυχή μου», ο γέροντας του είπε:

«Πίστεψε, αδελφέ, δεν ήθελα να σου το πω, για να μη βλαφτεί ο λογισμός σου. Επειδή όμως βλέπω ότι ο σατανάς σε έριξε σε αποθάρρυνση, σου λέω:

Το ότι νομίζεις πως όταν ήσουν στον κόσμο έκανες καλά και είχες καλή ζωή, είναι υπερηφάνεια. Έτσι νόμιζε και ο Φαρισαίος και έχασε όλα τα καλά που είχε κάνει.

Επίσης, το ότι τώρα πιστεύεις πως τίποτε καλό δεν κάνεις, σου φτάνει, αδελφέ, για να σωθείς, γιατί είναι ταπείνωση. Έτσι δικαιώθηκε και ο τελώνης, χωρίς να κάνει κανένα καλό.

Γιατί στον Θεό είναι πιο αρεστός ένας άνθρωπος αμαρτωλός και αμελής με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση, παρά εκείνος που κάνει πολλά καλά και έχει την ιδέα ότι γενικά κάνει κάτι καλό».

Ο αδελφός ωφελήθηκε πάρα πολύ και έβαλε μετάνοια στον γέροντα λέγοντας:

«Σήμερα, αββά, σώθηκε η ψυχή μου με τη βοήθειά σου».


Ευεργετινός, "Η ταπεινοφροσύνη είναι εντελώς ανίκητη από τους δαίμονες", υπ. 44, τόμος Α΄, Το Περιβόλι της Παναγίας.

Άγιος Ιούλιος ο Πρεσβύτερος εξ Αιγίνης

 Όπως αναφέρεται στο Συναξάρι του, ο Άγιος Ιούλιος γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Αίγινα από εύπορους και ευσεβείς γονείς που τον ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα στην Αίγινα και στην συνέχεια σπούδασε στην Αθήνα, μαζί με τους Αγίους Βασίλειο  και Γρηγόριο . Αφού επανέκαμψε στην Αίγινα, αποφάσισε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, να μιμηθεί τον Απόστολο των εθνών Παύλο και να κηρύξει τον Χριστό. Έτσι οι δύο Άγιοι πήραν αποστολικές ράβδους και παρέδωσαν τον εαυτό τους στον Κύριο. Ο Επίσκοπος των Αθηνών χειροτόνησε τον Ιούλιο Πρεσβύτερο. Κοσμημένος με την χάρη της ιεροσύνης εξήλθε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο και να βαπτίσει πολλούς Εθνικούς.


Στα τέλη του βίου του αναχώρησε στο Κούσιον της λίμνης Όρτα, όπου μετά από άσκηση και προσευχή κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 401 μ.Χ., σε ηλικία 71 ετών.

Άγιος Aed από το Ferns

 Ο Άγιος Aed γεννήθηκε στο Inisbrefny (ένα νησί στη λίμνη Templeport) περί το 550 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Setna και η μητέρα του Eithne.


Ο Άγιος Aed ήταν ένας από τους πρώτους επίσκοπους της πόλης Ferns στην Ιρλανδία και ίδρυσε μοναστήρια στο Drumlane, κοντά στο Milltown, στο Ferns, στο Disert-Nairbre και στο Rossinver.


Κοιμήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 632 μ.Χ.

Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου Δακρυρροούσης

 Η εικόνα της Παναγίας της Δακρυροούσας ή Κορωνιώτισσας φυλάσσεται στην ομώνυμη μονή του Ληξουρίου της νήσου Κεφαλληνίας. Η Παναγία κατά την ημέρα αυτή διέσωσε τη μονή από τον ισχυρό σεισμό του έτους 1867 μ.Χ.

Άγιος Ηλίας ο Νέος Οσιομάρτυρας ο Αρδούνης

 Ο Άγιος Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς ευσεβείς. Έκανε το επάγγελμα του κουρέα και είχε μεγάλη υπόληψη από τους προεστούς της Καλαμάτας.


Μιλώντας κάποτε σ' αυτούς, τους προέτρεψε να ενεργήσουν για να ελαφρυνθούν οι φόροι που επιβάλλουν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, διότι αλλιώς κινδυνεύουν να αρνηθούν την πίστη των πατέρων τους. Οι προεστοί διαφωνούσαν μαζί του λέγοντας ότι οι Χριστιανοί δεν κινδυνεύουν ν’ αρνηθούν την πίστη τους. Τότε εκείνος τους λέει, εμένα αν κάποιος μου δώσει ένα φέσι γυρίζω το φύλλο. Τότε ένας προεστός, για αστείο, έστειλε και του αγόρασε ένα φέσι. Εκείνος πήγε αμέσως στον δικαστή και έγινε μουσουλμάνος, γεγονός που λύπησε όλους τους Χριστιανούς.


Μετά από λίγο καιρό συναισθάνθηκε το σφάλμα του, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί εξωμολογήθηκε με μεγάλη συντριβή το λάθος του, έκανε τον κανόνα του και μυρώθηκε με το Άγιο Μύρο. Έγινε μάλιστα και μοναχός στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια, ασκούμενος στην αρετή, την προσευχή και την προετοιμασία για το μαρτύριο.


Επανήλθε λοιπόν στην Καλαμάτα, παρουσιάστηκε στον κριτή και ομολόγησε μπροστά του τη χριστιανική πίστη. Παρά τις κολακείες και τα φρικτά βασανιστήρια, ο Ηλίας έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Ο δικαστής τότε διέταξε να τον κάψουν με χλωρά ξύλα. Τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον οδηγούσαν στον τόπο της καταδίκης.


Στο δρόμο κάποιος του κατέβασε κυριολεκτικά την πλάτη με μια σπαθιά. Ο άγιος χωρίς να δειλιάσει, χαρούμενος, με περισσότερο θάρρος, προχωρούσε ψάλλοντας τους ψαλμούς του Δαυίδ. Όταν έφθασαν στον τόπο της καταδίκης, τον έριξαν στη φωτιά. Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ παρέδωσε την αγία του ψυχή μέσα στην πυρά, όταν έσβησε η φωτιά το άγιο λείψανό του είχε μείνει άθικτο. Δεν είχαν καεί ούτε τα ράσα του ούτε τα γένια ούτε τα μαλλιά του. Τη νύχτα, οι φρουροί έβλεπαν το ουράνιο φως που κατέβαινε και περικύκλωνε το τίμιο λείψανο του μάρτυρος και έλεγαν επειδή δεν τον έκαψε η φωτιά, έστειλε ο Θεός φωτιά από τον ουρανό για να τον κάψει.


Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο του μάρτυρος και το έθαψαν δίνοντας πολλά χρήματα. Όταν, αργότερα, έκαναν την ανακομιδή μια καταπληκτική ευωδία γέμιζε τον τόπο.


Η τίμια κάρα του νεομάρτυρα αυτού, είναι θησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Βουλκάνου της Μεσσηνίας.


Να σημειώσουμε τέλος ότι το έτος μαρτυρίου του Αγίου μάλλον δεν είναι το 1686 μ.Χ., όπως πρώτος αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και επαναλαμβάνουν λανθασμένα όλοι οι Συναξαριστές. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. με την βοήθεια των Βενετών, οι οποίοι παρέμειναν στην πόλη μέχρι το 1715 μ.Χ. Συνεπώς, ο Άγιος Ηλίας μαρτύρησε πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. όταν ήταν οι Τούρκοι στην Καλαμάτα. Δηλαδή, το πιθανότερο, στις 31 Ιανουαρίου 1685 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Καλαμῶν θεῖος γόνος καὶ ἐγκαλλώπισμα, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἀξιοθαύμαστε, ἀνεδείχθης ἀληθῶς δόξῃ τῇ κρείττονι, ὡς ἀσκήσας ἱερῶς, καὶ ἀθλήσας ἀνδρικῶς, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος· ὃν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐν ἀσκήσει πρότερον, θεοφιλεῖ διαπρέψας, ἐν ἀθλήσει ὕστερον, ὑπὲρ Χριστοῦ ἠγωνίσω· πᾶσαν γὰρ, ἐχθροῦ τὴν πλάνην καταπαλαίσας, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ θεόθεν ἐδοξάσθης, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, Ἠλία θεόφρον, Καλαμαίων ἡ καλλονή· χαίροις ὁ πηγάζων, ἐκ τῆς σεπτῆς σου κάρας, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, τοῖς σὲ γεραίρουσι.


Αγία Τρυφαίνη

 Η Αγία Τρυφαίνη καταγόταν από την Κύζικο και από ευσεβείς γονείς, τον συγκλητικό Αναστάσιο και την ενάρετη Σωκρατία που ήταν χριστιανή.


Η χριστιανική της ανατροφή και η γενναιότητά της φάνηκαν σ’ έναν διωγμό όπου για να ενδυναμώσει τους ασθενέστερους και λιπόψυχους ομολόγησε με παρρησία τη πίστη της στο Χριστό και το βέβαιο θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Μόλις άκουσε αυτά ο ηγεμόνας Καισάριος, εξοργίσθηκε και διέταξε να συλλάβουν την Αγία. Η διαταγή εκτελέσθηκε και άρχισαν τα βασανιστήρια. Πρώτα την έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι, η Αγία όμως διασώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο και στην συνέχεια την κρέμασαν ψηλά και την άφησαν να πέσει πάνω σε σιδερένια καρφιά. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα θηρία. Ένας άγριος ταύρος όρμησε και διαμέλισε το σώμα αυτής. Έτσι η Αγία έλαβε το ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου.


Λένε ότι στον τόπο που χύθηκε το αίμα της, ανέβλυσε μία πηγή με καθαρό νερό. Από το νερό αυτό έπαιρναν και έπιναν οι γυναίκες που μετά τον τοκετό τους δεν είχαν γάλα. Έτσι, αμέσως, ο οργανισμός τους δημιουργούσε το γάλα που χρειάζονταν, για να θρέψουν τα νεογέννητα παιδιά τους.

Άγιοι Ουικτωρίνος, Ουίκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπίνος και Παπίας

 Οι Άγιοι Μάρτυρες κατάγονταν από την Κόρινθο και συνελήφθησαν κατά την περίοδο της βασιλείας του Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.), γιατί ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ανθύπατου Τερτίου, ο οποίος ήταν διοικητής της Ελλάδος. Ο ηγεμόνας υπέβαλλε σε φρικώδη βασανιστήρια τους αθλητές αυτούς της πίστεως και όλοι τους έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου.


Ο Άγιος Ουικτωρίνος, ο Άγιος Ουίκτωρ και ο Άγιος Νικηφόρος ρίφθηκαν κάτω από μεγάλη κυλινδρική πέτρα που τους συνέτριψε. Οι δήμιοι απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου Κλαυδίου, την κεφαλή του Αγίου Σαραπίνου και έριξαν τον Άγιο Διόδωρο σε πυρακτωμένο καμίνι. Τον Άγιο Παπία τον έπνιξαν στη θάλασσα.


Πιθανώς να είναι οι ίδιοι με αυτούς της 5ης Απριλίου.

Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω

 Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 μ.Χ. και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.


Το έτος 1815 μ.Χ. ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 μ.Χ. Πρεσβύτερος.


Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μ.Χ. μέχρι το 1840 μ.Χ.


Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.


Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.


Όταν το 1861 μ.Χ., κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.


Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877 μ.Χ. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 μ.Χ. και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.


Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.


Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.


Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.


Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’.

Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.


Ὁ Οἶκος

Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Παράκληση στους Τρεις Ιεράρχες

Παιδαγωγικές αντιλήψεις των Τριών Ιεραρχών

 Φώτης Σχοινάς, Δρ. Φιλοσοφίας




Ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἔχει θεσπισθεῖ ἤδη ἀπό τό ἀκαδημαϊκό ἔτος 1843/44 ἀπό τή Σύγκλητο τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθήνας ὡς ἡ ἑορτή τῆς παιδείας. Ἡ καθιέρωση αὐτή ὀφείλεται  στό γεγονός ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἐπεχείρησαν καί ἐπέτυχαν τή σύζευξη τοῦ χριστιανικοῦ σωτηριολογικοῦ μηνύματος μέ τήν ἑλληνική παιδεία, τή χριστιανική Πίστη μέ τόν ἑλληνικό Λόγο. Οἰ ἑλληνομαθεῖς χριστιανοί Πατέρες ἔδωσαν καινές, χριστιανικοῦ περιεχομένου, ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα – θεολογικά, ὀντολογικά, κοσμολογικά, γνωσιοθεωρητικά, ἠθικά καί ἀνθρωπολογικά – πού ἀπασχολοῦσαν τήν ἑλληνική ἀπορητική διανόηση.




Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν ἀποδόμησαν ἕνα παλαιό, γερασμένο καί θνήσκοντα κόσμο καί δόμησαν ἕνα καινούργιο κόσμο μέ καινούργιες θέσεις σέ παμπάλαια, πανανθρώπινα ἐρωτήματα. Δύο κόσμοι, ὁ ἑλληνικός καί ὁ χριστιανικός, δύο στάσεις, δύο νοοτροπίες, δύο ὡς τότε ἀσύμπτωτα καί ὡς ἕνα βαθμό ἀντιμαχόμενα πολιτισμικά μεγέθη συναντήθηκαν, ἀλληλοδιαποτίστηκαν καί παρήχθη ἕνα νέο πολιτισμικό κατόρθωμα πού ἐπρόκειτο νά ἀποτελέσει τόν πυρήνα τοῦ Μεσαίωνα καί τό γονιμοποιό σπέρμα τῆς νεώτερης Εὐρωπαϊκῆς νεωτερικότητας. Ἡ συνάντηση καί ἀλληλοδιαπλοκή τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν Χριστιανισμό ὑπῆρξε τό μέγιστον πολιτισμικό γεγονός στήν πνευματική ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἡ ἰστορική συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμό ὑπῆρξε χωρία ἀμφιβολίαν τό μεγαλύτερο κοσμοϊστορικῆς σημασίας γεγονός πού ἐπήγαγε τήν βαθύτερη καί ριζικώτερη τομή στήν καθόλου ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος» (Μιχ. Φ. Δημητρακοπούλου, Μελέτες κριτικῆς φιλοσοφίας καί μεταφυσικῆς, Ἀθῆναι 2005, σελ. 288). Καί αὐτή τήν κοσμοϊστορικῆς σημασίας συνάντηση ἐπέτυχαν κυρίως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες (καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης βεβαίως).


Μέ τό παρόν σημείωμά μου θέλω νά ὑπογραμμίσω ὁρισμένες (ἐλάχιστο δεῖγμα) παιδαγωγικές θέσεις τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν πού διατηροῦν τήν ἐπικαιρότητά τους στή σύγχρονη ἐποχή. Κατ᾿ ἀρχήν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μιλώντας γιά τήν διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου γράφει τά ἑξῆς: «Αὕτη μοι φαίνεται εἷναι τέχνη τις τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν ἄνθρωπον ἄγειν τό ποικιλώτατον ζῶον καί πολυτροπώτατον» (Γρηγόριος Θεολόγος P.G. 35, 425). Ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος ἄνθρωπος, εἶναι πολυδύναμο καί πολυσύνθετο ὄν καί ἡ διαπαιδαγώγησή του εἶναι ὑψίστη τέχνη καί ὑψίστη ἐπιστήμη ταυτόχρονα. Ἡ ἀποστολή τοῦ σύγχρονου ἐκπαιδευτικοῦ εἶναι σύνθετη, δύσκολη καί κυρίως λεπτή καθότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερο ὄν καί ὁποιαδήποτε καθοδήγησή του προϋποθέτει τό σεβασμό τῆς ἐλευθερίας του. Ταυτόχρονα ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολυδύναμο καί σύνθετο ὄν (ποικιλώτατον καί πολυτροπώτατον ζῶον) καί ἡ καθοδήγησή του ἀπαιτεῖ τόν συνδυασμό καί τήν ἐναρμόνιση ἐναντίων καί ἐν πολλοῖς ἀντιμαχόμενων ψυχικῶν τάσεων καί ροπῶν τοῦ νέου ἀνθρώπου.




Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει τούς γονεῖς καί παιδαγωγούς ὡς ἑξῆς: «Μή παροργίζετε τά τέκνα ὑμῶν, οἷον οἱ πολλοί ποιοῦσιν…οὐχ ὡς ἐλευθέροις, ἀλλ’ ὡς ἀνδραπόδεις (=ὡς σκλάβους)» (Χρυσόστομος P.G. 62, 150). Ἐπίσης ὁ Μ. Βασίλειος συμβουλεύει: «Πατρικῇ μέν εὐσπλαγχνία, λόγῳ δέ ἐπιστημονικῷ τά ἁμαρτήματα τῶν νέων ἐπανορθοῦσθαι δεῖ» (Μ. Βασίλειος P.G. 31, 953). Εἴπαμε ὅτι ὁποιαδήποτε ἀγωγή τοῦ νέου ἀνθρώπου ἔχει ὡς θεμελιώδη πυρήνα καί ἀπαράβατη προϋπόθεσή της τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας του. Τοῦτο εἶναι δύσκολο ἔργο πού ἐγγίζει τά ὅρια τοῦ ἀκατόρθωτου. Ὁ Φρόϋντ γράφει ὅτι τό ἔργο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς δύσκολο, ἀλλά ἀδύνατο, καθότι πρέπει νά ἀναπτύξει τήν ἐλεύθερη προσωπικότητα τοῦ νέου, ταυτόχρονα καταστέλλοντάς τον καί ἀναγκάζοντάς τον νά πειθαρχήσει σέ ὁρισμένους κανόνες. Ὁ Πλάτων γράφει «χαλεπή δή καί δύσκολος ἐξ ἀνάγκης ἡ περί ἡμᾶς ἡνιόχησις» (Φαῖδρος 246 b).




Ὁ Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς γιά τήν παιδαγωγική σχέση: «οὐδέν οὕτω πρός διδασκαλίαν ἐπαγωγόν, ὡς τό φιλεῖν καί φιλεῖσθαι» (Χρυσόστομος P.G. 62, 529. Ἡ ἀμφίδρομη ἀγάπη μεταξύ διδασκόντων καί μαθητῶν εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς παιδαγωγικῆς σχέσης. Καί ἡ παιδαγωγική σχέση εἶναι ὁ καθοριστικότερος παράγοντας γιά τήν συγκρότηση, μετάδοση (ἤ κατά τή σύγχρονη διδακτική ἀντίληψη) ἐνεργητική κατάκτηση τῆς γνώσης ἀπό τό μαθητή. Καθοριστικότερος καί ἀπό τήν ἀρτιότερη ἐπιστημονική κατάρτιση καί τό ὁποιοδήποτε σχέδιο διδασκαλίας καί τήν ὁποιαδήποτε Διδακτική Μεθοδολογία (ἐννοεῖται ὅτι δέν παραθεωροῦμε τήν ἐπιστημονική καί θεωρητική παιδαγωγική καί διδακτική κατάρτιση, ἀλλά χωρίς τήν ἔμπρακτη, ἀγαπητική παιδαγωγική σχέση, αὐτή ἀκυρώνεται). Τοὐλάχιστον αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Πεσταλότσι. Ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, ὅπου τό παιδί παρουσιάζει ἔλλειμμα ἀγάπης τό ζωντανό, εἰλικρινές, πηγαῖο καί διακριτικό ἐνδιαφέρον γι᾿αὐτό ἴσως εἶναι τό βασικότερο προσόν τοῦ σύγχρονου ἐκπαιδευτικοῦ.




Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει «ἄφωνον ἔργον κρεῖσσον ἀπράκτου λόγου» (Γρηγόριος Θεολόγος P.G. 37,929) καί ἐπίσης «μισῶ διδάγματα, οἷς ἐναντίος ὁ βίος» (Γρηγόριος Θεολόγος Ε.Π.Ε. 10, 174).  Ἡ συνέπεια λόγων καί πράξεων εἶναι βασική ἀρετή τοῦ διδάσκοντος. Μάλιστα ὁ διδάσκων, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Γιούγκ, διδάσκει περισσότερο μέ αὐτό πού εἶναι παρά μέ αὐτό πού λέει.  Ἄλλωστε κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο οἱ μαθητές «οὐ τοῖς παρ᾿ ἡμῖν λεγομένοις οὕτω προσέχουσιν, ὡς τοῖς ὑφ᾿ἡμῶν πραττομένοις» (Χρυσόστομος P.G. 60, 18). Ἐνίοτε καί ἡ σιωπηλή παρουσία τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἀποτελεῖ τό πλέον εὔγλωττο μάθημα. Μόνο ἔτσι οἱ διδάσκοντες μποροῦν νά ἀποτελέσουν πειστικά πρότυπα γιά τά παιδιά. Τά παιδιά ἔχουν κατ᾿ ἐξοχήν ἀνάγκη προτύπων γιά νά ἀναπτυχθοῦν ὁμαλά καί φυσιολογικά, γιά νά πετύχουν τήν ὁλοκλήρωσή τους. «Τά ἀρχέτυπα ἠφάνισται, διά τοῦτο οὐδέ οἱ νέοι γίνονται θαυμαστοί» (Χρυσόστομος P.G. 60, 189) θρηνεῖ γιά τήν ἐποχή του ὁ Χρυσόστομος. Οἱ παράγοντες ἀγωγῆς γιά τούς νέους εἶναι ἡ οἰκογένεια, τό σχολεῖο καί κατ᾿ἐξοχήν ἡ κοινωνία (ΜΜΕ, δημόσιος καί πολιτικός βίος, περιρρέουσα κοινωνική ἀτμόσφαιρα κλπ.). Πρότυπα γιά τούς νέους εἶναι οἱ γονεῖς τους, οἱ καθηγητές τους, οἱ πολιτικοί, οἱ καλλιτέχνες καί οἱ ἀθλητές. Σήμερα πού ἡ οἰκογένεια διέρχεται βαθειά κρίση καί ἡ κοινωνία νοσεῖ βαρύτατα, οἱ ἐκπαιδευτικοί καλοῦνται νά ἀναπληρώσουν αὐτό τό κενό καί νά λειτουργήσουν ὡς ἀντίβαρο στή δηλητηριασμένη κοινωνική ἀτμόσφαιρα. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «τά σχολεῖα ἔχουν ἀναγκαστεῖ νά ἀναλάβουν ὅλο καί περισσότερα καθήκοντα πού παραδοσιακά θεωροῦνταν ἁρμοδιότητα τῆς οἰκογένειας» (John MacBeath, Michael Schartz, Denis Meuret, Lars Jacobsen, Ἡ αὐτοαξιολόγηση στό Εὐρωπαϊκό σχολεῖο, μετάφραση Μαρία Δεληγιάννη, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2005, σελ. 150).




Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει καί ἕνα ἄλλο σημαντικό παράγοντα τῆς διδακτικῆς διαδικασίας: τό χαρούμενο ὕφος τοῦ δασκάλου, τό χαρίεν στύλ καί τό εὐχάριστο στοιχεῖο στή διδακτική δραστηριότητα: «βίαιον μέν μάθημα οὐ πέφυκεν παραμένειν, τά δέ μετά τέρψεως καί χάριτος εἰσδυόμενα μονιμώτερον πως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἐνιζάνει» (Μ. Βασίλειος P.G. 29, 213). Τό στοιχεῖο τῆς βίας καί τοῦ ἐξαναγκασμοῦ ἔχει προσωρινό μόνο ἀποτέλεσμα κατά τόν Καππαδόκη Ἱεράρχη ἐνῶ τό στοιχεῖο τῆς εὐχαρίστησης καί τῆς τέρψης προκαλεῖ μονιμώτερα ἀποτελέσματα στήν παιδική ψυχή. Βέβαια γιά νά εἴμαστε ρεαλιστές ὁ σύγχρονος ἐκπαιδευτικός ἀντιμετωπίζει καθημερινά τήν παγερή καί ἀδιαπέραστη ἀδιαφορία τῶν μαθητῶν, γι᾿αὐτό καί ἡ διδασκαλία ἐνέχει τόν παράγοντα τῆς ἐναντίωσης στό μαθητή πού κατά κανόνα ρέπει ἐγγενῶς στή ραστώνη. Ἡ ἔγερση τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ μαθητῆ ἀποτελεῖ τήν ἀχίλλειο πτέρνα τῆς σύγχρονης διδακτικῆς πράξης. Ἄλλωστε ἡ ἀδιαφορία τοῦ μαθητῆ ὀφείλεται σέ ἄλλους παράγοντες μή ὑποκείμενους στήν ἐξουσία καί τό ἔλεγχο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ.Ὅμως ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὑπενθυμίζει στόν διδάσκοντα ὅτι «κἄν σήμερον μή πείθηται (ὁ μαθητής) τοῖς παρά σοῦ λεγομένοις, τῇ ἑξῆς (= τήν ἑπομένη) πεισθήσεται» (Χρυσόστομος P.G. 53, 377). Ὁ καθηγητής μου Β. Σφυρόερας ἔλεγε ὅτι ἐμεῖς οἱ ἐκπαιδευτικοί πεθαίνουμε πενήντα χρόνια μετά τό φυσικό μας θάνατο, γιατί ζοῦμε στή μνήμη τῶν μαθητῶν μας. Ἴσως τώρα ἀδιαφοροῦν οἱ μαθητές, ἀλλά στό μέλλον, ὅταν θά ἔχουν ὡριμάσει ἀπό τήν ἀδυσώπητη πραγματικότητα τῆς ζωῆς, ἐκτιμοῦν τήν προσφορά τῶν δασκάλων τους σίγουρα διαφορετικά ἀπό ὅ,τι τώρα.




Γιά τήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ μαθητῆ στήν διδακτική δραστηριότητα ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς πρωτοποριακά γιά τήν ἐποχή του: «οὐ τῶν διδασκάλων ἐστί τό πᾶν, ἀλλ᾿εἰ μή τό πλέον, τό γοῦν ἥμισυ καί τῶν μαθητῶν» (Χρυσόστομος P.G. 62, 483). Ἡ μαθησιακή διαδικασία, ἄν μή κατά τό περισσότερο μέρος της, τοὐλάχιστον κατά τό ἥμισυ ἀνήκει στούς μαθητές. Οἱ διδάσκοντες ὀφείλουν νά ὀργανώνουν κατά τέτοιο τρόπο τό μάθημα, ὥστε οἱ μαθητές νά συμμετέχουν ἐνεργῶς στή μαθησιακή δραστηριότητα ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τους (οἱ διδάσκοντες) ὅτι ἡ γνώση δέν παρέχεται, ἀλλά κατακτᾶται. Ὁ μαθητής δέν πρέπει νά περιορίζεται σέ παθητικό ρόλο, ἀλλά νά ἐνθαρρύνεται νά ἀναπτύσσει ἐνεργό ρόλο κατά τή διδακτική δραστηριότητα, γιά νά εἶναι αὐτή πιό ἀποτελεσματική. Ἄλλωστε καί ὁ ρόλος τοῦ διδάσκοντος ἔχει ἀλλάξει κατά τή σύγχρονη Παιδαγωγική. Ὁ ἐκπαιδευτικός δέν νοεῖται πλέον ὡς ὁ αὐθεντικός μεταδότης τῆς γνώσεως, ἀλλά ὁ διευκολυντής, ὁ συντονιστής, ὁ ἐνορχηστρωτής τρόπο τινά τῆς διδακτικῆς δραστηριότητας.




Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς πρωτοποριακά ὄχι μόνο γιά τήν ἐποχή του, ἀλλά καί γιά τή σύγχρονη ἐποχή σχετικά μέ τήν ἀποτελεσματικότητα καί τήν οὐσιαστική ἀξία τοῦ παιδαγωγοῦ: «Παιδαγωγοῦ μέγιστον ἐγκώμιον γένοιτ᾿ ἄν, τό μηκέτι δεῖσθαι…τῆς παρ᾿αὐτοῦ φυλακῆς εἰς σωφροσύνην τόν ὑπ᾿αὐτοῦ παιδαγωγηθέντα νέον, εἰς μείζονα ἐπιδόντα ἀρετήν» (Χρυσόστομος P.G. 48, 859- 860 καί 63, 768). Ἡ ἀξία τοῦ παιδαγωγοῦ ἀποδεικνύεται ὅταν δέν τόν ἔχουν ἀνάγκη οἱ παιδαγωγούμενοι. Συναφῶς ὁ Παιδαγωγός, ὁ John Dewey (σημειωτέον ἐν παρόδῳ ὅτι ὅπως στήν ἀρχαιότητα  λέγοντας ὁ Ποιητής ἐννοοῦσαν τόν Ὅμηρο, στό Μεσαίωνα λέγοντας ὁ Φιλόσοφος ἐννοοῦσαν τόν Ἀριστοτέλη, ἔτσι καί στή σύγχρονη ἐποχή λέγοντας ὁ Παιδαγωγός ἐννοοῦμε τόν John Dewey), γράφει: «Ἐάν ἀφαιρεθεῖ ἡ προσπάθεια τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ νά παράσχει μιά δραστηριότητα στό παιδί, μέ τήν ὁποία αὐτό θά ἀσχοληθεῖ μέ δική του πρωτοβουλία, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ἐκπαιδευτικό, τότε ἡ ἐκπαίδευση μετατρέπεται σέ καταπίεση γιά τό τίποτε» (John Dewey, Education today, London 1942, σ. 4. Παράθεμα ἀπό τό Πόπη Πηγιάκη, Προετοιμασία, σχεδιασμός καί ἀξιολόγηση τῆς διδασκαλίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2004, σ. 69) Θέλω ἀκόμη νά σημειώσω ὅτι ὁ χρυσορρήμων Ἀντιοχεύς Ἱεράρχης δέν παραλείπει νά τονίσει ὅτι οἱ παιδαγωγοί πρέπει νά ἀμείβονται ὄχι ἁπλῶς ἱκανοποιητικά, ἀλλ’ ἀφθόνως γιά τήν σπουδαιότατη ἀποστολή τους: «Δεῖ μετά ἀφθονίας ἐπιρρέειν τοῖς διδασκάλοις τήν τῶν ἀναγκαίων χορηγίαν ἵνα μή κάμνωσι, μηδέ ἐκλύωνται, μηδέ περί τά μικρά σχολάζοντες τῶν μεγάλων ἀποστερῶσιν ἑαυτούς∙ ἵνα τά πνευματικά ἐργάζωνται, μηδένα τῶν βιωτικῶν ποιούμενοι λόγον» (Χρυσόστομος P.G. 62, 581). Δυστυχῶς ἡ σύγχρονη Ἑλληνική κοινωνία καί πολιτεία πράττουν τά ἀκριβῶς ἀντίθετα, παρέχοντας πενιχρή ἀμοιβή στους δασκάλους.




Τέλος στίς μέρες γίνεται πολύς λόγος καί σχεδόν ἐξοβελίζεται ἤ μετασχηματίζεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στό Ἑλληνικό Λύκειο. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως γράφει: «Εἰ τούς παῖδας πρό τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐπαιδεύομεν φίλους εἶναι τῷ Θεῷ καί τά πνευματικά ἐδιδάσκομεν μαθήματα ἀντί τῶν ἄλλων καί πρό τῶν ἄλλων ἁπάντων, πάντα ἄν ἀπεπήδησε τά λυπηρά καί μυρίων κακῶν ἀπηλλάγη ὁ βίος ὁ παρών, ἐντεῦθεν ἄν ἐκαρποσώμεθα πάντες» (Χρυσόστομος P.G. 47, 381). Ἡ προτεραιότητα ἔναντι τῶν ἄλλων  μαθημάτων δίδεται στά Θρησκευτικά κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο γιά τήν ἀποφυγή τῶν λυπηρῶν καί κακῶν στόν παρόντα βίο. Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία πράττει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο!




(Πηγή: Aντίφωνο)

Το διαχρονικά ζωηφόρο μήνυμα των Τριών Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας

 Παναγιώτης Τσαγκάρης, Θεολόγος, Πρόεδρος της Ένωσης Θεολόγων Νομού Λέσβου -Παράρτηματος της ΠΕΘ




Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θεάτρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών, στις 30 Ιανουαρίου 2010.




«Τρισήλιον Φως τρεις άνηψεν ηλίους»(1), ήλιους ορθόδοξης θεολογίας, χριστιανικής φιλοσοφίας, οικουμενικής παιδαγωγίας, θυσιαστικής διακονίας, οιακόστροφης ποιμαντορίας, ανεπανάληπτης συγγραφικής και ποιητικής μεγαλουργίας, «Βασίλειον τον Μέγαν και τον Θεολόγον Γρηγόριον συν τω κλεινώ Ιωάννη τω την γλώτταν χρυσορρήμονι».(2)




Τα παραπάνω υπερθετικά κατηγορήματα που ευλαβικά αποδώσαμε  στους Τρείς Πατέρες της Εκκλησίας είναι αλήθεια, ας το ομολογήσουμε, ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πομπώδη, μεγαλόσχημα και συντεχνιακά ενώ είναι βέβαιο ότι θα αξιολογηθούν ως ασήμαντα από πολλούς νεοέλληνες τους οποίους ακόμη και η εορτή των Τριών Ιεραρχών τους αφήνει ασυγκίνητους και κάποιους μάλιστα τους ενοχλεί. Γιατί; διότι «δεν μας συγκινούν πια ούτε η σοφία, ούτε η αγιοσύνη, διότι δεν εκτιμούμε πια ούτε τους Έλληνες προγόνους μας ούτε τους Πατέρες της Εκκλησίας. Άλλες αντιλήψεις, άλλα πιστεύματα, άλλα ιδανικά τώρα βρήκαν θέση μέσα μας»(3).




Τα δυτικά ξυλοκέρατα των διαφόρων αθεϊστικών φιλοσοφικών ρευμάτων, ως πολιτιστικά υποπροϊόντα της Εσπερίας, εισήχθησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και στην καθ΄ ημάς εγχώρια πραγματικότητα προλειαίνοντας το έδαφος για τη συσσωμάτωση μας στην νέα παγκοσμιοποιημένη  κοινωνία. 




Στην πορεία αυτή της μεταμοντέρνας κοινωνίας μας, προς το  «οικουμενικό χωριό», δεν αναγνωρίζουμε πλέον λόγο ύπαρξης στην αντικειμενική και απόλυτη Αλήθεια αλλά θεοποιούμε την υποκειμενικότητα και σχετικοποιούμε ακόμη και την πραγματικότητα.




Και ως εκ τούτου αμφισβητούμε τα παλαιά, αποδομούμε τα δοκιμασμένα και θεοποιούμε τα νέα.




Το ερώτημα που διαρκώς μας τριβελίζει το μυαλό, είναι πως θα πάμε μπροστά, πως θα προοδεύσουμε, σκεπτόμενοι όμως πάντα ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά.




Η νοοτροπία αυτή διαποτίζει όλο το είναι  της ζωής μας. Αγγίζει ακόμη την Παιδεία και γιατί όχι και την Εκκλησία.




Επενδύουμε έτσι, σε μια τεχνοκρατική και χρησιμοθηρική εκπαίδευση, η οποία αποθεώνει την ποσοτική πληροφόρηση και την εργαλειακή γνώση ως  μοχλούς προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης, αδιαφορεί όμως επικίνδυνα για την κριτική σκέψη, την πνευματική καλλιέργεια, την αλήθεια.




Από την άλλη, οι μετέχοντες του εκκλησιαστικού γεγονότος, με το να παρασυρόμαστε συχνά σε μια ακατάσχετη και ψευδώνυμη  αγαπολογία, υποβαθμίζουμε την Αλήθεια και την Πίστη. Έτσι επέρχεται η λήθη της Αλήθειας και με αυτή τη νοοτροπία, δεν είναι καθόλου παράδοξο το γεγονός της λησμοσύνης  του μεγέθους της προσφοράς των Τριών Ιεραρχών και της τιμής που οφείλουμε σ΄ εκείνους.




Επίσης, είναι αξιοπρόσεκτο και το επισημαίνουμε, ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των λόγων που εκφωνούνται προς τιμή τους, ενώ υπάρχει πληθώρα αναφορών στο παιδαγωγικό και κοινωνικό μήνυμα τους, απουσιάζει το όνομα Εκείνου που είναι το αίτιο της ύπαρξης τους. Εκείνου που κατά την πίστη τη χριστιανική είναι η όντως Αλήθεια. «Έστι  δε η αυτοαλήθεια ο Θεός ημών»(4) θα πει ο  Μέγας Βασίλειος. Απουσιάζει το υπέρ παν όνομα, το όνομα του σαρκωμένου Λόγου του Θεού, του Χριστού.




Γιατί; Μήπως άραγε, επειδή,  στον κοσμοπολίτικο κόσμο μας του life style, της ψηφιακής εικόνας, της virtual reality πραγματικότητας, της μοριακής βιολογίας, της νανοτεχνολογίας, το όνομα του Χριστού θεωρείται δεδομένο ή μήπως στερεότυπο, παράταιρο ή και απαγορευμένο;




Στο δημόσιο διάλογο που τον τελευταίο καιρό διεξάγεται για την απομάκρυνση των θρησκευτικών (βλέπε Χριστιανικών) συμβόλων από τους δημόσιους χώρους, η ειρωνική έκφραση «Κυκλοφορεί στα σχολεία επικίνδυνος τις ονόματι Χριστός»(5), που ειπώθηκε για να καταδείξει το παράλογο του ζητήματος, μας προβληματίζει.




Επιτρέψετέ μου λοιπόν σήμερα ταπεινά να θυμίσω στην αγάπη σας ότι ο Θεολόγος Γρηγόριος έλεγε χαρακτηριστικά, «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον»(6). Συχνότερα να θυμάσαι το Θεό, παρά να αναπνέεις.




Το όνομα του Ιησού Χριστού βρισκόταν ανελλιπώς στα χείλη των Τριών Αγίων. Κι ακόμη περισσότερο, βιώνοντας ο μεγάλος άγιος της Καισαρείας, «Το ζην ημίν Χριστός» (Φιλιπ. 1, 21) (Για μας όλη η ζωή είναι ο Χριστός), τονίζει ότι κατά συνέπεια οφείλουμε: «Και ο λόγος μας να αναφέρεται στο Χριστό, και η σκέψη μας και κάθε πράξη μας να εξαρτώνται από τις εντολές Του και η ψυχή μας να μορφωθεί σύμφωνα με την προσωπικότητα του Χριστού»(7).




Αυτό ήταν το πνεύμα των Τριών Πατέρων οι οποίοι δεν φιλοσοφούσαν, αλλά θεολογούσαν. Οι οποίοι επίστευαν, εβίωναν, ελάτρευαν, εκήρυτταν εσταυρωμένο και αναστημένο Χριστό. Και οι οποίοι ως Χριστοφόροι και Χριστοκήρυκες αναμόρφωσαν την Οικουμένη.




Ακράδαντη πίστη τους ήταν πως δεν σώζει, ούτε λυτρώνει, ο επικριτικός, τυπολατρικός, φαρισαϊκός, πολιτικός, τεχνοκρατικός και φιλοσοφικός  λόγος, αλλά ο Υιός και Λόγος του Θεού.




Οι διάφοροι λόγοι τρέφουν και τέρπουν τον εγωισμό, την ιδέα της παντοκρατορίας του ανθρώπου, καλλιεργούν το σφετερισμό ιδιωμάτων ετέρου και υποδαυλίζουν την ελκυστική ιδέα της αντιποίησης αρχής δηλαδή της όντως αρχής της Ζωής, της Αλήθειας και του Φωτός, του Χριστού.




Ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός λέει χαρακτηριστικά: «Την ανθρώπινη σοφία, τους ανθρώπινους λόγους τους εγκατέλειψα, γιατί ακολούθησα το λόγο του μεγάλου Θεού, που υπερκαλύπτει κάθε ευμετάβλητο, πολύπλοκο λόγο του ανθρώπινου νου»(8).




Σήμερα ζούμε στην εποχή της βασιλείας του λόγου, αλλά παραθεωρούμε τον Υιό και Λόγο του Θεού. Μήπως εκλείπει η πίστη και γι΄ αυτό απουσιάζει και η ομολογία;




Οι Τρεις όμως, σήμερα τιμώμενοι Άγιοι, ως αυθεντικοί «βλαστοί Ευαγγελίου»(9),  «διατήρησαν το θεμέλιο της πίστεως στο Χριστό ασάλευτο»(10), διότι γράφει ο ιερός Χρυσόστομος «όποιος ξεφύγει από την πίστη, δεν στέκεται πουθενά αλλά κολυμπάει εδώ και εκεί έως ότου καταποντισθεί τελείως»(11). Αντίθετα, συνεχίζει ο ίδιος Πατέρας, «τα μέγιστα δια της πίστεως και ου δια λογισμών κατορθούνται»(12). Και ακόμη περισσότερο συνεχίζει: «Η πίστη αποδεικνύει τη γνησιότητα των πράξεών μας και από την ειλικρινή πίστη γεννιέται η αγάπη, γιατί εκείνος που πιστεύει αληθινά στο Θεό, δεν ανέχεται ποτέ να εγκαταλείψει την αγάπη»(13). 




Αλλά και η άσκηση της αγάπης οφείλει να συμβαδίζει με την ομολογία του ονόματος του Χριστού, ο οποίος είπε: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ιωαν. 15, 5).




Αν δεν υπάρξει σύζευξη ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, ο λόγος της ζωής γίνεται φιλοσοφικός και ειδωλοποιείται.  Όταν λοιπόν, αλλοιώνεται η πίστη αλλοιώνεται και η ζωή. Αυτή είναι η αλήθεια.




Οι έμπειροι και πνευματοφόροι Πατέρες «έδιναν πάντα προτεραιότητα στην αλήθεια, προκειμένου να διασώσουν την καθολικότητα του νοήματος της ζωής»(14). «Το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να πάθει κανείς είναι να χάσει την αλήθεια»(15) τονίζει εμφαντικά ο Βασίλειος.




Ο συνδυασμός λοιπόν, «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ. 5, 6), όπως είπε ο Απόστολος Παύλος, οδηγεί στην επίτευξη του πρωτεύοντος στόχου, στην αγιότητα,  στην σωτηρία.




Είναι ξεκάθαρη η προτροπή του Χρυσοστόμου προς πάντας και ιδιαίτερα προς τα νιάτα: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστί»(16). Αυτή είναι και η πρόταση παιδείας( με την ευρύτερη έννοια της λέξης και όχι μόνο της εκπαίδευσης) των Τριών Ιεραρχών, καθώς οι ίδιοι δεν ήταν εκπαιδευτικοί αλλά παιδαγωγοί εις Χριστόν.




«Κατ΄ αυτούς η παιδεία του κόσμου θεωρείται αντικειμενικώς μόνο μέσα από την παιδεία του Κυρίου»(17).




Οραματίζονται την παιδεία ως τη διαδικασία που θα οδηγήσει τον άνθρωπο να «απελευθερωθεί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Κορναράκης, από την ψευδαίσθηση ότι η φύση του δικαιώνεται διαμέσου των γνώσεών του και να οικειωθεί την αυθεντικότητα της υπάρξεως πού δεν ορίζεται από το εκάστοτε σύστημα γνώσεων άλλα από τη δυνατότητα αυτογνωσίας και τέλος την  κατάκτηση της αληθινής «θεογνωσίας»(18).




Αλλά και με την στενότερη έννοια της εκπαίδευσης αν προσεγγίσουμε το έργο τους θα ωφεληθούμε, διότι θα διδαχθούμε από τη Χρυσοστομική γραφίδα και πάλι, ότι: «Ο άριστος όρος και σκοπός της διδασκαλίας είναι αυτός, το να οδηγούν οι δάσκαλοι τους μαθητές, με όσα πράττουν και με όσα λένε, στον ευτυχισμένο βίο πού όρισε ο Χριστός»(19). 




Είναι βέβαια τέτοια η έκταση του παιδαγωγικού χαρακτήρα του έργου των Τριών Ιεραρχών και τόσο πολυμερής η όλη διδακτική και παιδαγωγική μεθοδολογία τους, που ίσως  θα έπρεπε να μελετηθεί η πρόταση, να συμπεριληφθεί ως μάθημα στα παιδαγωγικά τμήματα των πανεπιστήμιων μας.




Οι πνευματικές τους παρακαταθήκες λοιπόν, είναι πολυτιμότατα κεφάλαια διότι υπενθυμίζουν σε όλους, ότι η αυτονόμηση του ανθρώπου από το Θεό, η πνευματική λοξοδρόμηση, είναι η γενεσιουργός αιτία της προσωπικής αλλά και της κάθε πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε διαχρονικά ως κοινωνία.




Ο καθένας μας λοιπόν, προσωπικά και η κοινωνία μας συνολικά μπορεί να βρει την απάντηση στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος, μέσα από τα σπλάγχνα της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης μας. Μέσα από την πρόταση της οικουμενικότητας, της καθολικότητας και της αλήθειας του μηνύματος των Πατέρων της Εκκλησίας. Αυτή «η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση μας αποτελεί το παρελθόν που ταυτίζεται με την ζωή, το βαθύτερο είναι μας και την προοπτική μας. Το Ορθόδοξο παρελθόν μας αποτελεί το δικό μας μέλλον και την ελπίδα του κόσμου»(20).




Μια παράδοση που ζει την Πεντηκοστή ως ένα συνεχές παρόν στο διάβα των αιώνων, που σαρκώνεται στις μέρες μας, στα ιερά ασκητήρια του αγιασμένου Άθωνα, στα ταπεινά κελλάκια των οσίων Γερόντων του αιώνα μας και στις άσημες καμαρούλες-Ησυχαστήρια των πολυκατοικιών της πολύβουης Αθήνας.




Μια παράδοση που λειτουργείται, στα (20) είκοσι μοναστήρια που ίδρυσε στις μέρες μας, στην έρημο της Αμερικής, ο φορτωμένος  με την Αγιορείτικη πνευματική κληρονομιά, Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης(21), καθώς και σ΄ όλες τις Εκκλησιές και τα μοναστήρια της Ορθοδοξίας.




Μια παράδοση που ομολογείται διακονικά «εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. 4, 3) και της αγάπης του Χριστού στην Αφρική και τις λοιπές χώρες της Ιεραποστολής και μαρτυρείται θυσιαστικά σε διάφορες χώρες, όπως στη σημερινή Ρωσία του σύγχρονου δεκαεννιάχρονου νεομάρτυρα Ευγένιου Ροντιόνωφ ο οποίος την ζωή του πρόσφερε «θυσία τω Θεώ» (Ψαλ. 50, 17) αρνούμενος την πολλοστή (16 φορές) προτροπή του Τσετσένου δημίου του να αφαιρέσει από το λαιμό του το βαφτιστικό σταυρουδάκι που φορούσε, για να σώσει τη ζωή του(22).




Μια παράδοση που ζωοποιεί αυθεντικά στο παρόν, το μήνυμα που οι Τρεις αδάμαστες ψυχές της πίστης, οι σημερινοί εορταζόμενοι Πατέρες μας καταθέτουν. Μας οδηγούν σ΄ Αυτόν  «ον ηγάπησεν η ψυχή τους» (Άσμα Ασμάτων Κεφ. 1, 7). Σ΄ Αυτόν τον  τόσο γνωστό και τόσο άγνωστο, την Πηγή της Ζωής,  τον Ζωοδότη Χριστό. Σ΄ Αυτόν τα λόγια του οποίου μας υπενθυμίζει ο Χρυσορρήμων Ιωάννης: «Εγώ είμαι πατέρας σου, εγώ αδελφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμα σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι πού επιθυμείς· κοντά μου δεν θάχεις ανάγκη από τίποτε» (23).




Για να μην έχουμε λοιπόν, από τίποτα ανάγκη, για να είμαστε αληθινά ελεύθεροι, εμείς και τα παιδιά μας και για να μην λυπούμε το Πνεύμα του Θεού με την απρόσεκτη βιοτή μας, εύχεσθε Σεβασμιώτατε, να μας φωτίζει ο Θεός όλους μας, καθώς και τον ομιλούντα, για να αποκτήσουμε την ίδια σχέση ζωής που είχαν και οι Τρείς αειλαμπείς Πατέρες,  με την Πηγή της Ζωής, έτσι ώστε να ελπίζουμε στο έλεος Του για να αξιωθούμε της σωτηρίας.




Άλλωστε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλη επιλογή, από το διαχρονικά ζωηφόρο μήνυμα των Τριών Μεγάλων Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Ένα μήνυμα το οποίο δεν είναι διαφορετικό από το μήνυμα των Προφητών, των Αποστόλων, των Οσίων, των Μαρτύρων, των Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι το μήνυμα  της πίστης και της αγάπης στο πρόσωπο της μοναδικής Αλήθειας, του Ιησού Χριστού και σ΄ όσα Εκείνος μας παρέδωσε.




Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.




Υποσημειώσεις:




1. Ακροστιχίδα κανόνα σε ήχο β΄ που συνέθεσε προς τιμήν των Αγίων, ο Ιωάννης Μαυρόπους Μητροπολίτης Ευχαϊτων. Βλ. ΘΗΕ λήμμα «Τρείς Ιεράρχαι», σελ. 841.




2. Από το Απολυτίκιον των Τριών Ιεραρχών.




3. (†)Διονυσίου Ψαριανού, Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης (1983), Στους Τρεις Ιεράρχες. Βλ. Κωνσταντίνου Χολέβα (2008), Ελληνορθόδοξη Πορεία-Ανθολόγιο Κειμένων, Δομή, Αθήνα, σ. 59.




4. Βασιλείου του Μεγάλου, Επιστ. 233, Αμφιλοχίω Επισκόπω ερωτήσαντι, 2, ΕΠΕ 1, 148 – ΒΕΠ 55, 282 – MG 32, 865, 868, Βλ. Βασιλείου Χαρώνη(2002), Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Το Βυζάντιον, Αθήνα 2002, σ. 324.




5. Μάκη Δεληπέτρου, Επικίνδυνος τις, ονόματι Ιησούς, κυκλοφορεί στα σχολεία!. Βλ. εφημερίδα «Απογευματινή», 5-11-09. Επίσης βλ.  http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2198&Itemid=172.




6. Γρηγορίου του Θεολόγου Λόγοι, Θεολογικός πρώτος – Προς Ευνομιανοὺς προδιάλεξις. Βλ. http://www.imka.gr/book/theologikos-protos-pros-eunomianous-prodialexis




7. Βασιλείου του Μεγάλου, Επιστ. 159, Ευπατερίω και τη θυγατρί αυτού, 1, ΕΠΕ 3, 506 – ΒΕΠ 55, 182 – MG 32, 620, Βλ. Βασιλείου Χαρώνη(2002), Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Γ΄, Το Βυζάντιον, Αθήνα 2002, σ. 615.




8. Φ.(2010), Άρθρο, Το μυστικό τους, περιοδικό Προς την Νίκην, τεύχος 719, σ.8.




9. Από το Απολυτίκιον των Αγίων Πάντων.




10. Μεγάλου Βασιλείου, Εις Γόρδιον τον μάρτυρα. Βλ. και περιοδικό Η Δράσις μας, 1997, τεύχος 344, σ. 12.




11. Εις Α΄ Τιμ., ομιλ. Ε΄, 2, ΕΠΕ 23, 204 MG 62, 528. Βλ. Βασιλείου Δ. Χαρώνη & Ουρανίας Α. Λαναρά(1995), Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιω. Χρυσοστόμου, τόμος Γ΄, Το Βυζάντιον, Αθήνα, σ. 727.




12.Εις Εβρ., ομιλ. ΚΒ΄, 1, ΕΠΕ 25, 116 MG 63, 154. Βλ. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιω. Χρυσοστόμου, ό.π. σ. 687.




13.Εις Α΄ Τιμ., ομιλ. Β΄, 1, ΕΠΕ 23, 142 MG 62, 509. Βλ. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιω. Χρυσοστόμου, ό.π. σ. 615.




14.Α.Μ.(2005), Άρθρο, Θεολογικοί προβληματισμοί και θεολογική τεκμηρίωση της ορθόδοξης συμμετοχής στον οικουμενικό διάλογο σήμερα, περιοδικό Επίγνωση, τεύχος 92, σ. 12. Βλ. http://www.zephyr.gr/STJOHN/epi92.htm




15.Επιστ. 204, Τοις Νεοκαισαρεύσι, 3, ΕΠΕ 3, 164 – ΒΕΠ 55, 235 –MG32, 748. Βλ. Βασιλείου Χαρώνη(2002), Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Το Βυζάντιον, Αθήνα 2002, σ. 325.




16. Εις Εβρ., ομιλ. ΚΘ΄, 3, ΕΠΕ 25, 282 MG 63, 205. Βλ. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιω. Χρυσοστόμου, ό.π. σ. 600.




17.Κωνσταντίνος Κορναράκης(1999), Παιδεία Κυρίου – Ο οντολογικός χαρακτήρας και η διαλεκτική φύση του παιδαγωγικού έργου κατά τους Τρεις Ιεράρχες, Ανάτυπον εκ της Επιστημονικής Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Τιμητικόν αφιέρωμα εις Αθανάσιον Π. Χαστούπην, τόμος ΛΔ΄, σ. 416.




18.Κωνσταντίνος Κορναράκης, Παιδεία Κυρίου, ό.π. σ. 416.




19.Περί Ιερωσύνης, λόγος Δ΄, 8, ΕΠΕ 28, 234 – MG 48, 671. Βλ. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιω. Χρυσοστόμου, ό.π. σ. 601.




20.Νκολάος Χατζηνικολάου, Μητροπολίτης Μεσογαίας & Λαυρεωτικής(2000), Άρθρο, Αποκρυπτογράφηση του εκκλησιαστικού γονιδιώματος, περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Αρ. Φύλλου 108(205), σ. 17.




21.Μελέτιος Βαρδαχάνης, Αρχιμανδρίτης, Θαύμα στην Αμερική του πατρός Εφραίμ. Βλ. http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1554&Itemid=195




22.Για το Μαρτύριο του Ευγένιου Ροντιόνωφ βλ. http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=880&Itemid=29




23.Εις Ματθ., ομιλ. ΟΣΤ΄, 5, ΕΠΕ, 12, 34 – MG 58, 700. Βλ. Βασιλείου Χαρώνη(2002), Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Το Βυζάντιον, Αθήνα 2002, σ. 256.








(Πηγή: zoiforos.gr)

Η εργασία κατά την θεολογική σκέψη των τριών ιεραρχών

  Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης, Καθηγητής Α.Π.Θ.




Η εργασία ως φυσική δραστηριότητα του ανθρώπου, και μία από τις σπουδαιότερες εκδηλώσεις της ζωής του, όχι μό­νο καταφάσκει στο καθαυτό είναι του, αλλά εκφράζει σε ιδι­αίτερα σημαντικό βαθμό και την εσώτερη-πνευματική ποιό­τητά του.




Σύμφωνα με τη σύγχρονη εκκοσμικευμένη θεώρηση της ζωής, ο χαρακτήρας της εργασίας είναι κατεξοχήν οικονομι­κός και κοινωνικός.  Έτσι, ο άνθρωπος εργάζεται για να καλύ­ψει τις βιοτικές ανάγκες του και να καταξιώσει κοινωνικά την ύπαρξή του.




Μέσα όμως στο πλαίσιο της Εκκλησίας η εργασία του ανθρώπου εμπλουτίζεται θεολογικά και συνδέεται οργανικά με τον γενικότερο εσχατολογικό προσανατολισμό των πιστών. Ειδικότερα, ο θεολογικός εμπλουτισμός της έννοιας της ερ­γασίας από τους Τρεις Ιεράρχες σε συνάρτηση με τον εσχατο­λογικό προσανατολισμό τους προσφέρουν σαφώς ευρύτερο και κυρίως βαθύτερο περιεχόμενο στην ανθρώπινη εργασία.








Αλλ’ εδώ είναι ίσως χρήσιμες και απαραίτητες κάποιες εννοιολογικές διευκρινίσεις. Μιλώντας για εσχατολογικό προσανατολισμό εννοούμε, ότι ο άνθρωπος ως μέλος της Εκκλησίας δεν προσδιορίζει τη σχέση του προς τους ανθρώπους και τα πράγματα με βάση την αμεσότητα του παρόντος, αλ­λά με βάση το ενδιαφέρον του για τη βασιλεία του Θεού. Η βασιλεία του Θεού, που διασφαλίζεται ενδοκοσμικά με την ε­νανθρώπηση του Θεού Λόγου, νοηματοδοτεί το παρόν και, χωρίς να περιορίζεται από αυτό, επεκτείνεται στην αιωνιότη­τα. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό του παραπάνω εσχατολογικού προσανατολισμού των πιστών είναι η πρόγευση της μέλ­λουσας βασιλείας στο παρόν της Εκκλησίας. Αυτή ακριβώς η σαφής και «εν πολλή αισθήσει» πρόγευση των εσχάτων στο εκάστοτε ιστορικό παρόν είναι εκείνη, που δίνει εμπειρικώς την δυνατότητα σχετικοποιήσεως των πραγμάτων του κό­σμου. Ως ζωντανά μέλη της Εκκλησίας οι πιστοί βρίσκονται βιωματικώς στο μεθόριο του παρόντα και του μέλλοντα αιώ­να, αντλώντας από την «αρχιμήδεια» αυτή θέση δυνατότη­τες για πνευματικές παρεμβάσεις στα πράγματα αυτού του κόσμου. Παρεμβάσεις, που έχουν πάντοτε διορθωτικό και θε­ραπευτικό χαρακτήρα. Η μέλλουσα αιώνια ζωή γίνεται μέ­τρο και κριτήριο, με τα οποία ανακρίνεται και κρίνεται η πα­ρούσα ζωή μαζί με τις κοινωνικές δομές και λειτουργίες της. Το ιστορικό παρόν συνδεόμενο οργανικά με το αιώνιο μέλλον εμπλουτίζεται με αξίες και δυνατότητες, οι οποίες απεγκλωβίζουν τα πράγματα και τις σχέσεις του παρόντος σε βαθμό, που αυτά να παίρνουν προοπτικές αιωνιότητας.[1]




Μετά τις εισαγωγικές αυτές διευκρινίσεις, θα επιχειρή­σουμε να παρουσιάσουμε μιά σύντομη θεολογία της εργασί­ας, όπως αυτή προκύπτει από την θεολογική σκέψη των Τρι­ών Ιεραρχών, οι οποίοι, σημειωτέον, διακρίθηκαν ιδιαίτερα και στον πρακτικό χώρο της εργασίας, αφού ανέπτυξαν πρω­τοποριακή ποιμαντική, κοινωνική και συγγραφική δράση.




Καταρχήν, θα πρέπει να πούμε, ότι η θεολογική σκέψη των Τριών Ιεραρχών, όπως και όλων των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας, είναι θεοκεντρική και ακριβέστερα θεανθρωποκεντρική. Οι θεολογικές θέσεις των Τριών Ιεραρχών για την εργασία είναι σε διευρυμένη μορφή, ουσιαστικά, οι ίδιες αλήθειες, που μας αποκαλύπτει ο Θεός στην Αγία Γρα­φή. Έτσι, η διδασκαλία των Τριών Οικουμενικών Διδασκά­λων για την εργασία, καθώς εμπνέεται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα, δεν έχει υποκειμενικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί αυθεντική διδασκαλία της ίδιας της Εκκλησίας στο σύνολό της.




Η εργασία καθεαυτήν έχει το αιώνιο πρότυπό της στον Τριαδικό Θεό. Ο Τριαδικός Θεός και μετά την δημιουργία του κόσμου εργάζεται, όπως μας διαβεβαιώνει ο ίδιος ο Χρι­στός: "Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι"[2]. Η ακατάπαυστη εργασία του Τριαδικού Θεού κατά τον ιερό Χρυσόστομο αναφέρεται στη συνεχή πρόνοια του Θεού προς τη σύνολη κτίση: «Και εργασίαν λέγει το διακρατείν τα γεγενημένα… και ηνιοχείν τον σύμπαντα χρόνον», σημειώνει ο χρυσορρήμονας Πατέρας. Αν δεν συνέβαινε αυτό, πώς θα εξα­κολουθούσε να υπάρχει το σύμπαν;  Αν δηλαδή το «χέρι» του  Θεού, όπως λέγει, δεν τα κυβερνούσε όλα και το ανθρώπινο γένος[3]; Ο άνθρωπος μπορεί να πληροφορείται «την διηνεκή του Πατρός εργασίαν» παρατηρώντας όχι μόνο την κίνηση του ήλιου και της σελήνης, αλλά και τις λειτουργίες όλης της άλογης και λογικής φύσεως. Όσα βλέπει ο άνθρωπος να συμβαίνουν στη φύση, δεν συμβαίνουν από μόνα τους, αλλά ο­φείλονται στην αγαπητική φροντίδα και την προνοητική ε­νέργεια του Θεού. Τα παραπάνω ο ιερός Χρυσόστομος τα θεμελιώνει και βιβλικώς. «Ανατέλει γαρ, φησίν», σημειώνει, "τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους"[4]. Και πάλιν "ει δε τον χόρτον του αγρού σήμερον όντα και αύριον εις πυρ βαλλόμενον, ούτως ο Θεός αμφιέννυσιν[5], και περί των πετεινών διαλεγόμενος πάλιν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά"[6]. Αλλά, και κατά τον Μ. Βασίλειο, το δημιουργικό «πρόσταγμα» του Θεού ενεργεί ακατάπαυστα στον κόσμο, η δημιουργία συνεχίζεται, και ο Θεός εργάζεται[7]. Είναι προφανές, ότι εδώ η εργασία του Θεού έχει την έννοια της άκτιστης ενέργειας του.




Αλλά και στην περίπτωση του ανθρώπου η εργασία του έχει οντολογική θεμελίωση, αποτελεί γνώρισμα του «κατά φύσι», είναι φυσιολογικό γνώρισμα του. Η ψυχή μάλιστα του ανθρώπου κινείται εκ φύσεως ακατάπαυστα. «Τον άνθρωπον», παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, "έμπρακτον εποίησε ο Θεός και κατά φύσιν αυτώ έστι τω εργάζεσθαι"[8].




Πέρα όμως από την φυσιολογικότητά της, η εργασία εί­ναι εντολή του Θεού προς τον άνθρωπο και μάλιστα εντολή, που δόθηκε σ’ αυτόν πριν από την πτώση του στην αμαρτία. "Και έλαβεν Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής εργάζεσθαι αυτόν και φύλασσειν"[9], διαβάζουμε στο κείμενο της Γενέσεως.




Ποιό ήταν όμως το νόημα της εντολής για την εργασία στον παράδεισο; Όπως ένας φιλόστοργος πατέρας επινοεί για το μικρό παιδί του, που απολαμβάνει πολλή άνεση και ελευ­θερία, και του αναθέτει κάποια μικρή και ανάλογη με τις δυ­νατότητές του φροντίδα, έτσι και ο Θεός, λέγει ο ιερός Χρυ­σόστομος, δίνει την εντολή για εργασία και φροντίδα του πα­ραδείσου, «ίνα μη αποσκιρτήση εκ της υπερβαλλούσης ανέσεως ο άνθρωπος». Ο παράδεισος δεν είχε ανάγκη από την ερ­γασία του ανθρώπου. Αν όμως ο άνθρωπος ήταν απαλλαγμέ­νος από κάθε φροντίδα, θα απέκλινε προς τη ραθυμία, εξαιτί­ας της πολλής ανέσεώς του. Απασχολούμενος όμως εκεί με κάποια ανώδυνη εργασία, θα διακατέχονταν από περισσότε­ρη ευφροσύνη και θα προωθούνταν ήρεμα στην τελειωτική του πορεία[10]. Η χωρίς κόπο και ταλαιπωρία εργασία του θα του παρείχε «πολλήν την φιλοσοφίαν»[11].




Η ανάμιξη του κόπου με την εργασία ορίστηκε από τον Θεό μετά την πτώση και την έξωση από τον παράδεισο ως μέρος του «επιτιμίου» για την ανυπακοή του ανθρώπου στον Θεο[12]. Η αμαρτία του Αδάμ έκανε πλέον την εργασία επίπο­νη. Ο Θεός όρισε στον άνθρωπο «με τον ιδρώτα του προσώ­που του να τρώει το ψωμί του». Βέβαια, τα όσα είπε ο Θεός στον Αδάμ, είναι φανερό, σημειώνει ο Μ. Βασίλειος, ότι "πάσι τοις εξ αυτού γεγεννημένοις είρηται"[13], ισχύουν δηλαδή και για όλους τους απογόνους του Αδάμ.




Από τα παραπάνω είναι φανερό, ότι ο Θεός δημιουργών­τας τον άνθρωπο δεν τον θέλησε αργό και ακίνητο αλλά δρα­στήριο σ’ αυτά, που του αρμόζουν, τόσο μέσα όσο και έξω από τον παράδεισο[14].




Η εργασία, που όρισε ο Θεός ως υποχρέωση στον άνθρω­πο πριν αλλά και μετά την πτώση, έχει κατά τους Τρεις Ιε­ράρχες σαφώς παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ο Θεός κατά τον ιε­ρό Χρυσόστομο μετά την πτώση εισήγαγε τον κόπο στην ερ­γασία «διά το χρήσιμον και λυσιτελές». Και, ενώ φαίνεται ως τιμωρία η ρήση του Θεού: "εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου"[15] η αλήθεια είναι, ότι "νουθεσία τις έστι και σωφρονισμός και των τραυμάτων των από της αμαρ­τίας γενομένων φάρμακον"[16]. Η εργασία συμβάλλει στην εύ­κολη απομάκρυνση των πονηρών λογισμών από το νου του ανθρώπου[17] ενεργώντας ως θεραπευτικό φάρμακο. Αυτή κα­θιστά την ψυχή καθαρότερη και το νου υγιέστατο. «Ο εν ερ­γασία ων», σημειώνει ο χρυσορρήμονας Ιεράρχης, "ουδέν ταχέως περιττόν παραδέξεται ούτε εν έργοις ούτε εν λόγοις ούτε εν εννοίαις· όλη γαρ διόλου συντάττεται προς τον επίπονον βίον η ψυχή"[18]. Η κοπιαστική ζωή, εξαιτίας της εργασίας, γί­νεται σχολείο της αρετής[19]. Αυτός είναι ουσιαστικά και ο παιδαγωγικός λόγος, που ο ιερός Χρυσόστομος συνιστά στους γονείς να παρέχουν από την νηπιακή ακόμη ηλικία στα παι­διά τους κάποια εργασία, που να ανταποκρίνεται στις σωμα­τικές και διανοητικές ικανότητές τους. Συγκεκριμένα, τα παιδιά οφείλουν να κάνουν μόνα τους όλα, όσα είναι στις δυ­νατότητες τους και αφορούν τη λειτουργικότητα της οικογέ­νειας σε καθημερινή βάση[20].




Αλλά ο κόπος της εργασίας, κατά τον ιερό Πατέρα, παρέ­χει και ευχαρίστηση στον άνθρωπο, ενώ παράλληλα συμβάλλει και στην απόκτηση ακλόνητης υγείας[21], όχι μόνο του σώματος αλλά και της ψυχής. Άλλωστε, ο κόπος δεν αφορά μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή. Έτσι, η πρόσκτηση λ.χ. της αρετής, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι υπόθεση ψυχοσωμα­τική. Επειδή ο άνθρωπος είναι «διπλούς», "διπλούν είναι προσήκει και το της αρετής σπούδασμα πόνοις τε σώματος και ψυχής ασκήμασι κατορθούμενον. Πόνοι δε σώματος ουχ η αργία, αλλά το έργον εστί"[22]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολό­γος επαινεί τον ανθρώπινο μόχθο, που καταβάλλεται τόσο για την απόκτηση όσο και για την ίδια την διαφύλαξη του καρπού της εργασίας, εξαίροντας μάλιστα την συμβολή του νου γι’ αυτήν και σημειώνοντας, πως ό,τι αποκτά κανείς με κόπο το εκτιμά περισσότερο και ενδιαφέρεται για την διατή­ρησή του[23].




Ο εργαζόμενος, κατά τον Μ. Βασίλειο, οφείλει να μην αυτονομεί την εργασία του, γιατί έτσι καλλιεργεί ατομοκρατική συνείδηση. Αντίθετα, θα πρέπει να έχει την συνείδηση, ότι λειτουργεί ως μέλος ενός οργανικού σώματος. Βέβαια, ό­ταν κάποιος δεν ανταποκρίνεται με επιμέλεια στην εργασία του, ζημιώνεται ο ίδιος, περισσότερο όμως κινδυνεύει από το γεγονός, ότι ενεργεί εις βάρος του κοινού σώματος[24]. Και α­κουσίως ακόμη ο εργαζόμενος άνθρωπος, κατά τον Ιερό Χρυ­σόστομο, φθάνει στο συμφέρον του μόνο μέσω των συμφερόν­των του πλησίον του. Το ζητούμενο όμως είναι όχι απλώς το εκουσίως αλλά και το αγαπητικώς[25].




Από τον κόπο της εργασίας δεν δικαιούται να εξαιρεθεί κανείς. Και ο ίδιος ο Χριστός, παρατηρεί ο Μέγας Καππαδόκης, «κατά την πρώτην ηλικίαν τοις γονεύσιν υποτασσόμενος, άπαντα πόνον σωματικόν πράως και ευπειθώς συνδιέφερεν». Γιατί, βέβαια, η υποταγή στους γονείς αποδεικνύει, ότι υπέμεινε τους κόπους με ευπείθεια[26]. Άλλωστε, και πριν αρ­χίσει το δημόσιο σωτηριώδες έργο του ο Χριστός, είναι γνω­στό από το Ευαγγέλιο, ότι ασκούσε την εργασία του ξυλουργού [27].




Αλλά και ο κορυφαίος των Αποστόλων, ο απόστολος Παύλος, εργαζόταν όχι μόνο την ήμερα αλλά και τη νύχτα. Αυτός, που, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, δεν ήταν καθόλου τυχαίος άνθρωπος, αλλά ήταν εκείνος, που διέτασσε δαιμό­νια, ήταν δάσκαλος όλης της οικουμένης και είχε την φροντί­δα για την Εκκλησία σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο, και δι­καιούνταν να ζει από το κήρυγμα του Ευαγγελίου[28].




Κατά τον Μέγα Βασίλειο, η εργασία συνιστάται μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού και του μέτρου, ενώ η αργία χαρακτηρίζεται από την ίδια την Αγία Γραφή ως "αταξία"[29]. Ο μέγας Ιεράρχης υπενθυμίζει εδώ την Β’ Επιστολή του α­ποστόλου Παύλου προς τους συμπολίτες μας Θεσσαλονικείς.




"Ακούομέν τινας εν υμίν ατάκτως περιπατούντας, μηδέν εργαζομένους"[30]. Αλλά και για τον εαυτό του ο απόστολος Παύ­λος στην ίδια Επιστολή σημειώνει: "Ουκ ητακτήσαμεν εν υ­μίν, ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινος, αλλ’ εν κόπω και μόχθω νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι προς το μη επιβαρήσαί τινα υμών"[31]. Ο απόστολος Παύλος σημειώνει ιδιαίτε­ρα τον χειρωνακτικό χαρακτήρα της εργασίας του λέγοντας: «ταις χρείαις μου και τοις ουσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χεί­ρες αύται»[32].




Κατά συνέπεια, αν η εργασία σηματοδοτείται θετικά ως αγαθό, η αργία απορρίπτεται και χαρακτηρίζεται απερίφραστα ως κακό[33]. Η εργασία ανήκει στα «κατά φύσιν», ενώ η αργία ανήκει, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, στα «παρά φύσιν». Έτσι, "παρά φύσιν εστί το αργείν"[34]. Η αργία, κατά τον ίδιο Ιεράρχη, είναι «κακίας μέρος, μάλλον δε και υπόθεσις και ρί­ζα πονηρά», αφού "πάσαν κακίαν εδίδαξεν η αργία"[35], και ει­δικότερα, "διδάσκαλος πονηρίας εγένετο εξ αρχής τοις αγαπώσιν αυτήν"[36]. Και, όπως η σωματική αργία βλάπτει το σώμα, έτσι και η αργία των αγαθών κινήσεων της ψυχής βλάπτει και εξασθενίζει την ψυχή [37]. Ό,τι είναι το χαλινάρι στο άλογο, είναι στην ανθρώπινη φύση η εργασία [38]. Επειδή η παρούσα ζωή είναι τόπος ασκήσεως και παιδαγωγίας, και επειδή η άνεση και η απραξία καταστρέφουν τους περισσότε­ρους ανθρώπους, ο Θεός μας έδωσε και ασχολίες και κόπο, λέγει ο ιερός Πατέρας, ώστε να λειτουργούν σαν κάποια χα­λινάρια, για να συγκρατούν και να τιθασσεύουν την υπερη­φάνεια του νου μας[39]. Και, ενώ σε όλους γενικά η αργία ενεργεί διαβρωτικά[40], όταν συμβεί να επιβληθεί στη νεότητα, τό­τε αυτή "θηρίου παντός αγριωτέρα γίνεται"[41].




Απαντώντας στο ερώτημα: «ει χρη εργάζεσθαι», ο Μ. Βασίλειος αποδοκιμάζει την αργία και θεμελιώνει βιβλικά την αναγκαιότητα της εργασίας. Όταν ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει στους Θεσσαλονικείς: "ει τις ου θέλει εργάζε­σθαι, μηδέ εσθιέτω"[42], υπογραμμίζει, κατά τον Μ. Βασίλειο, το πόσο κακό είναι η αργία. Όπως είναι αναγκαία η καθημε­ρινή τροφή, έτσι είναι αναγκαία και η εργασία. Και, επειδή ο ίδιος ο Χριστός συνέδεσε την οκνηρία με την πονηρία λέγον­τας εκείνο το γνωστό: «πονηρέ δούλε και οκνηρέ» [43], θα πρέ­πει να φοβάται κανείς, μήπως κατά την ημέρα της κρίσεως ζητηθεί η εργασία, που αναλογεί στη δύναμή μας από Εκεί­νον, που μας έδωσε την δύναμη να εργαζόμαστε[44].




Το χωρίο του αποστόλου Παύλου: "ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω"[45], έχει την ίδια ακριβώς έννοια, που έχει ο λόγος του Χριστού: "άξιος ο εργάτης της τροφής αυτού"[46], και αποτελεί ουσιαστικά διαφορετική διατύπωση με αρνητι­κή εκφορά. Και τα δύο αυτά χωρία, το ένα έμμεσα και το άλ­λο άμεσα, συνιστούν, θα λέγαμε, το δικαίωμα της συντηρή­σεως του άνθρωπου διά της εργασίας. Τούτο όμως δεν σημαί­νει, ότι εδώ βρίσκεται και ο σκοπός της εργασίας, κατά τους Τρεις Ιεράρχες.




Για να προσεγγίσουμε σωστά και σε βάθος τον σκοπό της εργασίας για τον άνθρωπο της Εκκλησίας, θα πρέπει να λά­βουμε σοβαρά υπόψη το πλαίσιο της θεολογικής σκέψεως των Τριών Ιεραρχών, μέσα στο οποίο, εντασσόμενα τα λεγό­μενα για την εργασία, γίνονται εύκολα κατανοητά και ελα­χιστοποιείται ο κίνδυνος των παρανοήσεων. Οι Τρεις Οικου­μενικοί Διδάσκαλοι της Εκκλησίας προϋποθέτουν την θεμε­λιώδη πρόταξη των δύο πρώτων και μεγάλων εντολών: Την πρώτη εντολή της αγάπης προς τον Θεό, και την "δευτέραν τη τάξει και ομοία εκείνη, μάλλον δε συμπληρωτικήν της προτέρας και εξ αυτής ηρτημένην, την περί του αγαπάν τον πλησίον"[47], κατά τον Μέγα Βασίλειο.




Καταρχήν, ως προς την τήρηση της πρώτης εντολής, ο άνθρωπος καλείται σε συνεχή, σταθερή και αμετεώριστη αγαπητική αναφορά του όλου είναι του στον Θεό. Η συνεχής αυτή αγαπητική αναφορά πετυχαίνεται κατεξοχήν με την α­διάλειπτη προσευχή, όχι όμως αποκλειστικώς και μόνον από αυτήν. Κατά τον Μ. Βασίλειο, ο απόστολος Παύλος προβάλ­λει την αναγκαιότητα δύο πραγμάτων, που θα πρέπει να συμβιβάζονται λειτουργικά μεταξύ τους, να συνδυάζονται και να μην αυτονομούνται, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να ευαρεστεί τον Θεό και με τα δύο. Συγκεκριμένα, ο απόστολος Παύλος προβάλλει στους πιστούς τόσο το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»[48] όσο και το «νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι»[49]. Πώς όμως μπορούν να εφαρμόζονται αυτές οι προτροπές στην πράξη;




Για την προσευχή, λέγει ο Μ. Βασίλειος, κάθε καιρός εί­ναι κατάλληλος. Με την καρδιά του μπορεί κανείς να υμνεί τον Θεό πάντοτε. Αλλά, και παρά την εργασία του, ο πιστός μπορεί να εκπληρώνει την υποχρέωση της προσευχής, από τη μιά ευχαριστώντας τον Θεό, που του έδωσε την δύναμη για την εργασία, την σοφία του νου για την ανάληψη της ε­πιστήμης, που του χάρισε την ύλη των εργαλείων και τα υ­λικά των τεχνών, οπουδήποτε και αν εργάζεται, και από την άλλη προσευχόμενος να κατευθύνεται η εργασία του "προς τον σκοπόν της προς Θεόν ευαρεστήσεως"[50]. Από έδώ γίνεται σαφές, ότι ο απώτερος και κύριος σκοπός της εργασίας πρέπει να είναι η ευαρέστηση του Θεού. Και φυσικά η κίνηση του ανθρώπου για την ευαρέστηση του Θεού δεν μπορεί παρά να είναι κατεξοχήν αγαπητική και κατ’ επέκταση κοινωνική.




Πώς όμως και πότε μπορεί να είναι η εργασία μας, ευάρεστη στον Θεό;  Αναφερόμενος ο Μ. Βασίλειος ειδικότερα στο σκοπό της εργασίας δίνει μία ρηξικέλευθη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, που κινείται απόλυτα μέσα στο πνεύμα της Επί του Όρους Ομιλίας του Χριστού. Ο εργαζόμενος, λέ­γει, πρέπει να γνωρίζει, ότι οφείλει να εργάζεται όχι για να καλύψει τις ανάγκες του, αλλά για να τηρήσει την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον. «Εκείνο μέντοι ειδέναι χρη», σημειώνει ο ουρανοφάντορας Ιεράρχης, "ότι ο εργαζόμενος, ουχ ίνα ταις εαυτού χρείαις υπηρετή διά των έργων, εργάζεσθαι οφείλει, αλλ’ ίνα την εντολήν του Κυρίου πληρώση, του ειπόντος· Επείνασα, και εδώκατέ μοι φαγείν"[51], και τα εξής. Και συμπεραίνει: "Σκοπός ουν εκάστω προκείσθαι οφείλει εν τω έργω η υπηρεσία των δεομένων, ουχί η ιδία αυτού χρεία"[52]. Ως σκοπός δηλαδή σε κάθε εργασία πρέπει να τίθε­ται εκ των προτέρων η υπηρεσία σ’ όσους έχουν ανάγκη και όχι η προσωπική ανάγκη του εργαζομένου. Έτσι κατανοείται και η θέση του Μεγάλου Ιεράρχη, ότι εκείνο, που αποθηκεύ­ει κανείς, ανήκει σ’ όποιον το έχει ανάγκη. Γι’ αυτό και αδι­κεί κανείς τόσους, όσους μπορούσε να βοηθήσει με τα αποθη­κευμένα[53]. Μέσα στο ίδιο πνεύμα και ο άγιος Γρηγόριος ο Θε­ολόγος θα πει, πως είναι ντροπή να κρατάμε για τον εαυτό μας όσα ανήκουν στους άλλους[54].




Για ποιο λόγο όμως να γίνει μιά τέτοια σκοποθεσία της εργασίας; Γιατί με τον τρόπο αυτό, παρατηρεί ο Μ. Βασίλει­ος, θα αποφευχθεί το μεγάλο αμάρτημα της φιλαυτίας, ενώ ταυτόχρονα θα λάβει ο άνθρωπος από τον Χριστό την ευλο­γία της "φιλαδελφίας"[55], μια και ο ίδιος ο Χριστός μάς διαβεβαιώνει, ότι "εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε"[56]. Αλλά, μήπως τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με τον απόστολο Παύλο, που συνιστά στους Θεσσαλονικείς να τρώνε το ψωμί τους εργαζό­μενοι; Ο Μ. Βασίλειος διευκρινίζει, ότι αυτό έχει λεχθεί προς τους «άτακτους και αργούς». Με άλλα λόγια, θέλει να πει, ό­τι προτιμότερο από την αργή ζωή είναι το να φροντίζει ο κα­θένας τον εαυτό του και να μη ζει εις βάρος των άλλων. Στους «ατάκτως περιπατούντας», στους «μηδέν εργαζομέ­νους, αλλά περιεργαζομένους» παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος να τρώνε το ψωμί τους εργαζόμενοι ήσυχα[57], προβάλ­λοντας και ως παράδειγμα τον εαυτό του που εργαζόταν νύ­χτα μέρα για να μην γίνεται βάρος σε κανέναν[58]. Εκείνος ό­μως, που ενδιαφέρεται για την τελείωσή του, οφείλει να ερ­γάζεται[59], "ίνα έχη μεταδιδόναι τω χρείαν έχοντι"[60].




Αν ο απόστολος Παύλος, παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, ενώ δεν ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται, εξαιτίας του απο­στολικού έργου του, όμως εργαζόταν, και μάλιστα μέρα νύ­κτα, για να μπορεί να βοηθεί κι άλλους, πολύ περισσότερο αυτό πρέπει να το κάνουν όσοι δεν είναι επιφορτισμένοι με ε­πιπλέον εργασία[61].




Τόσο ο Μ. Βασίλειος όσο και ο ιερός Χρυσόστομος κατανοούν και ερμηνεύουν τον σκοπό της εργασίας στο πλαίσιο της Επί του Όρους Όμιλίας. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο στην Επί του Όρους Ομιλία κακίζεται η μέριμνα, όχι όμως και η εργασία. Το να μη μεριμνά κάποιος δεν σημαίνει το να μην εργάζεται, αλλά το να μην προσηλώνεται στα βιοτικά πράγ­ματα. Γιατί είναι δυνατόν να εργάζεται κάποιος, χωρίς να α­ποταμιεύει για το μέλλον, όπως και είναι δυνατόν να εργάζε­ται κάποιος, χωρίς να μεριμνά καθόλου. Δεν ταυτίζεται η μέ­ριμνα με την εργασία ούτε εργάζεται ο πιστός, επειδή έχει την εμπιστοσύνη του στην εργασία, αλλά για να δίνει σε εκείνον, που έχει ανάγκη[62].




Κατά τον Μ. Βασίλειο, ο Χριστός στην Επί του Όρους Ομιλία μάς απαγόρευσε να ζητούμε τα προς το ζην και μάς συ­νέστησε να ζητούμε τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του[63]. Το πώς όμως πρέπει να ζητούμε, μας το διευκρίνισε καλά. Από τη μια μεριά μάς εμπόδισε να εργαζόμαστε «την βρώσιν την απολλυμένην», τι θα φάμε δηλαδή και τι θα πι­ούμε, ενώ από την άλλη μας δίδαξε να εργαζόμαστε "την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον"[64]. Ο ίδιος ο Χριστός σε άλλη συνάφεια μάς φανέρωσε, ποια είναι αυτή η τροφή, που μένει αιωνίως. «Εμόν βρώμα έστιν», είπε ο Χριστός, "ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός"[65]. Εάν όμως το θέλημα του Θεού είναι να χορτάσουμε αυτόν που πεινά, να ντύσουμε τον γυμνό κ.λ.π.[66], τότε είναι εντελώς αναγκαίο, λέγει ο Μ. Βασίλειος, να μιμηθούμε τον απόστολο Παύλο, ο οποίος μας υπέδειξε να εργαζόμαστε με κόπο το αγαθό για να βοηθούμε, όσους έχουν ανάγκη[67]. Πολύ περισσότερο, μάλι­στα, να ενεργούμε έτσι, αφού ο Χριστός μάς διαβεβαιώνει, ότι αποδέχεται για τον ίδιο τον εαυτό του την φροντίδα, που πα­ρέχουμε στους αδυνάτους, και μας υπόσχεται γι’ αυτή μας την φροντίδα την βασιλεία των ουρανών[68].




Μέσα στο ίδιο πνεύμα ακριβώς κινείται και ο ιερός Χρυσόστομος. Όταν ο Χριστός λέει: «μη εργάζεσθε την βρώσιν την απολλυμένην», δεν εννοεί να μένουμε αργοί, σημειώνει ο ιερός Πατέρας, γιατί και η αργία είναι κατεξοχήν «απολλυμένη βρώσις». Εννοεί, να εργάζεσθε και να μεταδίδετε. Αυτό δεν είναι «απολλυμένη βρώσις». Όποιος, ενώ μένει αργός, τρώει και φροντίζει για την τρυφή, αυτός εργάζεται την «α­πολλυμένην βρώσιν». Όποιος όμως εργάζεται και τρέφει τον Χριστό και τον ντύνει, αυτός εργάζεται την «βρώσιν την μενουσαν διηνεκώς», η οποία ταυτίζεται με τα αγαθά της μέλ­λουσας βασιλείας του Θεού[69].




Αλλά, αν ο κύριος σκοπός της εργασίας είναι, τελικά, να γίνουμε ευάρεστοι στον Θεό δείχνοντας πρακτικώς αγαπητική στήριξη στον πάσχοντα πλησίον, στο πρόσωπο του οποίου συναντούμε τον ίδιο τον Χριστό, προκύπτει ευλόγα το έρώτημα: Με ποιον τρόπο θα πρέπει να εργαζόμαστε;




Οι τιμώμενοι σήμερα προστάτες της Παιδείας μας παρουσιάζουν με πολλή σαφήνεια αυτόν τον τρόπο. Ο εργαζόμενος, λέγει ο Μ. Βασίλειος, θα πρέπει να είναι προσεκτικός στην εργασία του, και να την φροντίζει με πολύ ενδιαφέρον, σαν να την εποπτεύει ο ίδιος ο Θεός. Να την κάνει «εν αόκνω σπου­δή» και να την ολοκληρώνει κατά τρόπο άμεπτο και με αυ­ξημένη επιμέλεια. Να μη μεταπηδά από τη μιά εργασία στην άλλη. Ο άνθρωπος από τη φύση του δεν μπορεί να κα­ταφέρνει με επιτυχία πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Είναι χρησιμότερο να κάνει κανείς μία εργασία με φιλοπονία, από το να ασχολείται με πολλά κατά ελλιπή τρόπο. Άλλωστε, ο μερισμός σε πολλά και η μετάβαση από το ένα στο άλλο δεν οδηγεί στην ολοκλήρωση των έργων. Αποτελεί ελαφρότητα ήθους, ή φανερώνει την προΰπαρξη ελαφρότητας, ή και αν δεν υπήρχε, την εγκαθιστά. Αλλά, όπως το να μεταβαίνει κανείς αυθαίρετα από τη μιά εργασία στην άλλη είναι ασύμ­φορο, έτσι και όταν του ζητάται κάποια εργασία και δεν αν­ταποκρίνεται, αυτό είναι αξιόμεμπτο και τροφοδοτεί το πά­θος της αυθάδειας[70].




Ο Μ. Βασίλειος επιμένει ιδιαίτερα στον προσωπικό κόπο και τον ζήλο, που οφείλει να επιδεικνύει ο καθένας στην ερ­γασία του, ενεργοποιώντας έτσι το θυμικό της ψυχής για να παίρνει η εργασία του έντονα δραστήριο χαρακτήρα. Τίποτε δεν μπορεί να αποτελέσει πρόφαση στον υγιή άνθρωπο για την αποφυγή του κόπου. Η εκδήλωση της αγάπης προς τον πλησίον, στην οποία αποβλέπει η εργασία, θα πρέπει απαραι­τήτως να περνά μέσα από τον προσωπικό κόπο της εργασί­ας[71]. Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο Μ. Βασίλειος ειση­γείται και ένα συγκεκριμένο είδος έμπονης αγάπης.




Αλλά, εκτός από τον κόπο, ο εργαζόμενος, κατά τον Μ. Βασίλειο, καλείται να δείξει την αγάπη του σ’ αυτούς, που συμβαίνει να υπηρετεί, λέγοντας τους και κάποια παρηγορη­τικά λόγια, ώστε η εργασία του να γίνεται ευπρόσδεκτη, να είναι «άλατι ηρτυμένη». Γενικότερα, καλείται να εργάζεται, σαν να υπηρετεί τον ίδιο τον Χριστό. Να μη περιφρονεί κα­μιά εργασία, έστω και αν φαίνεται, πως είναι ευτελής[72], αφού και ο Χριστός υπηρέτησε τους μαθητές του και "ουκ απηξίωσε και τα ευτελή των έργων ποιήσαι"[73]. Άριστος τρόπος ερ­γασίας είναι, τέλος, κατά τον Μεγάλο Καππαδόκη, όταν η ο­φειλόμενη εργασία γίνεται με φρόνημα ταπεινό, χωρίς έπαρ­ση, χωρίς οργή και χωρίς γογγυσμό[74]. Σε αντίθετη περίπτωση, που η εργασία γίνεται με ραθυμία η με έπαρση, η εργα­σία αυτή είναι ηθικώς μολυσμένη. Γι’ αυτό, και αν κάτι τέτοιο συμβεί σε μοναχική αδελφότητα, συνιστά την άμεση αποξένωση από αυτήν των έργων του οκνηρού, του αντιλόγου και του γογγύζοντος ως μη ευαρέστων στον Θεό[75]. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, αξιόμεμπτη είναι η εργασία, που γίνεται με βίαιο τρόπο, που ξεπερνά τα όρια του μέτρου, και όταν παίρνει τον χαρακτήρα της πλεονεξίας[76].




Αλλά η παραπάνω στάση του άνθρωπου έναντι της εργα­σίας καθεαυτήν θέτει ευλόγα ερωτήματα και για τη στάση του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη, ανεξάρτητα αν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο ή θεσμικός φορέας. Ο ιερός Χρυσόστο­μος κάνει μια πολύ διεισδυτική και λεπτή παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις και επισημαίνει τα υπαρξιακά όρια της α­ληθινής ελευθερίας και της αληθινής δουλείας του ανθρώ­που. Σχολιάζοντας το χωρίο του αποστόλου Παύλου: "Τιμής ηγοράσθητε, μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων"[77], παρατηρεί, ότι ο λόγος αυτός δεν απευθύνεται μόνο προς όσους ήταν την ε­ποχή εκείνη δούλοι, αλλά έχει λεχθεί και για τους μη δού­λους, τους (θεσμικά) ελεύθερους. Γιατί, όπως σημειώνει, εί­ναι δυνατόν, ενώ είναι κάποιος (θεσμικά) δούλος, να μην εί­ναι ουσιαστικά δούλος, και ενώ κάποιος είναι (θεσμικά) ε­λεύθερος, να είναι στην πραγματικότητα δούλος. Και πώς εί­ναι δυνατόν ο δούλος να μην είναι δούλος; Τούτο είναι δυνα­τόν, όταν όλα όσα κάνει αυτός, τα κάνει για τον Θεό. Όταν δεν υποκρίνεται ούτε χάνει κάτι από ανθρωπαρέσκεια. Τότε, ενώ είναι (θεσμικά) δούλος σε ανθρώπους, είναι (στην πραγ­ματικότητα) ελεύθερος. Και, πώς πάλι, ενώ είναι (θεσμικά) ελεύθερος, γίνεται (στην πραγματικότητα) δούλος; Γίνεται δούλος, όταν υπηρετεί τους ανθρώπους με πονηριά, ή για λό­γους γαστριμαργίας, ή από επιθυμία των χρημάτων, ή για α­πόκτηση δυνάμεως (εξουσίας). Αυτού του είδους ο άνθρωπος είναι περισσότερο δούλος απ’ όλους, παρότι είναι (θεσμικά) ε­λεύθερος. Τον άνθρωπο τον βλάπτει ουσιαστικά η «φύσει» δουλεία, δηλαδή η δουλεία της αμαρτίας. Αν ο εργαζόμενος δεν είναι δούλος αυτής της δουλείας, θα πρέπει να είναι αισι­όδοξος και να ευφραίνεται, γιατί κανείς δεν μπορεί να τον α­δικήσει, επειδή έχει αδούλωτο το ήθος του. Αντίθετα, αν κά­ποιος είναι δούλος στην αμαρτία, και χιλιάδες φορές να είναι (θεσμικά) ελεύθερος, δεν του είναι κανένα όφελος η ελευθερία του[78].




Μπορεί όμως κανείς να αποδέχεται κάθε είδος προσφερό­μενης εργασίας; Και ποια θα μπορούσαν να αποτελέσουν κρι­τήρια επιλογής για την επαγγελματική απασχόλησή του;




Ο Μ. Βασίλειος αποφεύγει να κατονομάσει λεπτομερώς όλες τις τέχνες και τα επαγγέλματα της εποχής του, που δεν πρέπει κάποιος να τα ασκεί. Καταρχήν είναι αποδεκτή κάθε εργασία, η οποία "καπηλείας απάσης… και αισχροκέρδειας απήλλακται"[79].




Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μνημονεύει σε μιά Επι­στολή του έναν παλαιό αθηναϊκό νόμο, που αναφέρεται στον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων, θα λέγαμε σήμε­ρα. Σύμφωνα με το νόμο αυτόν, όταν οι νέοι φθάσουν στην ε­φηβεία, πρέπει να οδηγούνται στις διάφορες τέχνες με τον ε­ξής τρόπο: Να εκτίθενται σε δημόσιο χώρο τα σύνεργα της κάθε τέχνης και να οδηγούνται μπροστά τους οι νέοι. Ο κάθε νέος να μαθαίνει την τέχνη εκείνη, της οποίας τα σύνεργα του προσφέρουν χαρά και στα οποία προστρέχει. Ο άγιος Γρη­γόριος επιδοκιμάζει τον τρόπο αυτό, επειδή θεωρεί ως κριτή­ριο επιλογής του επαγγέλματος τις φυσικές κλίσεις του αν­θρώπου[80]. Βέβαια ο Μ. Βασίλειος θα συμπληρώσει, ότι χρειά­ζεται και άρτια ειδίκευση στην τέχνη. Δεν είναι σωστό, λέ­γει, να ασκεί κάποιος την τέχνη, που απλώς επιθυμεί, αλλά εκείνη, για την οποία θα κριθεί κατάλληλος μετά από τη σχετική δοκιμασία[81]..




Σε κάθε περίπτωση επιλογής του επαγγέλματος όμως θα πρέπει να έχουμε ως επιδίωξή μας την λιτότητα και την α­πλότητα, αποφεύγοντας να υπηρετούμε ανόητες και βλαβερές επιθυμίες ανθρώπων, με το να κατασκευάζουμε αυτά, που ε­πιζητούν αυτού του είδους οι άνθρωποι[82]. Εξειδικεύοντας την παραπάνω θέση του ο Μ. Βασίλειος γράφει τα εξής διευκρινι­στικά: Οι ασχολούμενοι λ.χ. με την υφαντουργία να αναλαμ­βάνουν αυτό, που είναι σύμφωνο με τον χριστιανικό τρόπο ζωής, και όχι αυτό, που επινοούν οι ακόλαστοι για να θηρεύ­ουν και να παγιδεύουν τους νέους. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες τέχνες. Θα πρέπει να παρέχουν το χρήσιμο και να καλύπτουν το αναγκαίο. Θεμελιώδες πάντως κριτήριο επιλογής κάποιας εργασίας έναντι πολλών άλλων θα πρέπει να είναι, ότι δεν θα υπάρχει σ’ αυτήν τίποτε, που να βλάπτει τον πρω­ταρχικό σκοπό της ζωής[83].




Συμπερασματικώς, θα μπορούσαμε να σταθούμε στα ε­ξής: Ο Θεός έθεσε τις φυσικές καταβολές της εργατικότητας στον άνθρωπο και με την αποκάλυψη του θελήματός Του  στήν Εκκλησία οριοθέτησε τον σκοπό της εργασίας, διασφα­λίζοντας έτσι τις καταβολές αυτές από κάθε εσφαλμένο προ­σανατολισμό του εμπαθούς ανθρώπου.




Ανταποκρινόμενος ο άνθρωπος αγαπητικώς στην εντολή του Θεού προς εργασία φανερώνει στην πράξη την ανιδιοτελή αγάπη του προς τον πλησίον, αφού ο σκοπός της εργασίας εί­ναι η βοήθεια όσων έχουν ανάγκη, η αγαπητική δηλαδή συ­νάντηση με τον Χριστό, που βρίσκεται στα πρόσωπα των α­δυνάτων. Σκοπός της εργασίας, κατά τους Τρεις Ιεράρχες, δεν είναι η όποια οικονομική ή κοινωνική διασφάλιση του εαυ­τού μας, γιατί, τότε, η τήρηση της εντολής της εργασίας θα σήμαινε την θεολογική κατοχύρωση της ιδιοτέλειας και της φιλαυτίας μας. Θα πρέπει, βέβαια, να γίνει σαφής διάκριση α­νάμεσα στο αυτονόητο δικαίωμα της συντηρήσεως του αν­θρώπου διά της εργασίας του και στον καθαυτό σκοπό της εργασίας.




Στις μέρες μας η υπόθεση της εργασίας έχει καταστεί οι­κονομικό και κοινωνικό πρόβλημα, που απασχολεί σοβαρά τις εκάστοτε Κυβερνήσεις. Κυρίως όμως θίγει έντονα τόσο τους άνεργους, που δεν βρίσκουν εργασία, όσο και τους εργα­ζόμενους, εξαιτίας των δυσμενών εργασιακών σχέσεων. Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο και συνδέεται αναπό­φευκτα με τις γενικότερες τεχνολογικές, οικονομικές, εθνι­κές και διεθνείς συγκυρίες. Εκείνο που θα μπορούσαμε να πούμε με βάση την θεολογική σκέψη των Τριών Ιεραρχών για την εργασία είναι ότι η Πολιτεία έχει υποχρέωση να πα­ρέχει εργασία σε όλους τους πολίτες της, γιατί, όπως λέχθη­κε, η αργία —και με τη σύγχρονη μορφή της η ακούσια ανερ­γία— δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φυσιολογική κατάσταση, που να υφίσταται νομοτελειακά. Και δεν είναι δυνατόν μια φυσιολογική Πολιτεία να ανέχεται την διαβρωτική αυτή κα­τάσταση και να μην παρεμβαίνει θεραπευτικά, έστω και ε­πώδυνα για κάποιους, στο κοινωνικό σώμα της. Όσο για την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων είναι προφανές, ότι αυτή συναρτάται άμεσα με το συγκεκριμένο πρότυπο και το ποιον του ανθρώπου, που καλλιεργεί η ίδια η κοινωνία μας. Το μή­νυμα, βέβαια, των Τριών Ιεραρχών για την εργασία απευθύ­νεται κυρίως στον καθένα προσωπικά, παρά σε θεσμικούς παράγοντες. Αν ως επιμέρους πρόσωπα λάβουμε το μήνυμα, τότε εκ των πραγμάτων θα το λάβει και η Πολιτεία. Πάν­τως, έχουμε τη γνώμη, ότι τα σύγχρονα προβλήματα, που σχετίζονται με την εργασία και τις εργασιακές σχέσεις, μπο­ρούν να βρουν γενικότερα τις λύσεις τους, εάν γίνει αποδε­κτός ο τρόπος ζωής, που προτείνει η Εκκλησία, μικρό δείγμα του οποίου μάς έδωσαν σήμερα οι τιμώμενοι άγιοι της Παιδείας.




Εδώ όμως κάποιοι, ίσως θέσουν το εύλογο ερώτημα: «Ε­μείς βλέπουμε να αυξάνει καθημερινώς η ανεργία, και η ανα­τέλλουσα παγκοσμιοποίηση κάνει ακόμη πιο δυσοίωνα τα πράγματα. Και, ενώ θέλουμε να εργασθούμε, δεν βρίσκουμε εργασία για να καλύψουμε τα προς το ζην και να προσφέρου­με και κάτι στον συνάνθρωπό μας. Σε ποιον, επομένως, θα πρέπει να απευθυνθούμε και σε ποιον να ελπίσουμε;».




Στην επίκαιρη και διάπυρη αυτή ερώτηση θα ήθελα στηριζόμενος στη σκέψη των Τριών Ιεραρχών να πω σύντο­μα τα εξής: Ο ίδιος ο Θεός από τη μια μάς συνιστά, το "μη πεποίθατε έπ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων"[84], παρά μόνο στον Θεό, "τον δίδοντα τροφήν τοις πεινώσι"[85], και από την άλλη ο Χριστός μάς λέγει: «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας λέγοντας: τι θα φάμε; ή τι θα πιούμε; ή τι θα ντυθούμε; Για­τί, για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται τον Θεό. Ο ουράνιος Πατέρας σας γνωρίζει καλά, ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά. Γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού, και την επικράτηση του θελήματός Του, και όλα αυτά θα ακολουθήσουν[86]. Όποιος τηρεί αυτές τις εντολές του Θεού, γίνεται σίγουρα δέκτης και της υλοποιήσεως της υποσχέσεώς του. Όλα τα αναγκαία για τη ζωή θα τα προσθέ­σει ο Θεός σύμφωνα με την αυτοδέσμευσή του.




Η ανεργία και η στέρηση των αναγκαίων, τόσο σε προ­σωπικό και κοινοτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο λαών, εί­ναι κατά κανόνα φυσικά επακόλουθα της αποστασίας του αν­θρώπου από τον Θεό. Στην προκειμένη περίπτωση η παραβο­λή του ασώτου είναι πολύ εύγλωττη. Όταν ο άνθρωπος, ως άσωτος υιός, αυτονομήθηκε και απομακρύνθηκε από τον Θεό Πατέρα, ακολούθησε κατά σκόπιμη παραχώρηση του Θεού «λιμός ισχυρός». Αλλά, και όταν ο άνθρωπος μετανόησε, «ελθών εις εαυτόν», ο αγαπών Θεός τον αποκατέστησε στην προτέρα του υλική θέση[87]. Είναι αποκαλυπτικά αλλά και αι­σιόδοξα όσα ποιητικώς μας καταθέτει ο προφήτης και βασι­λιάς Δαβίδ: «εγήρασα και ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμέ­νον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτους»[88], μας λέγει, και παράλληλα διακηρύσσει: "πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παν­τός αγαθού"[89].




*Αποτελεί Πανηγυρικό Λόγο, που εκφωνήθηκε κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών (30 Ιανουαρίου 2001) στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δημοσιεύτηκε το ίδιο έ­τος (2001) αυτοτελώς από την Υπηρεσία Δημοσιευμάτων του Α.Π.Θ.


Αναρτήθηκε από nick στις 5:41 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:  

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

BlogThis!

Κοινοποίηση στο X

Μοιραστείτε το στο Facebook

Κοινοποίηση στο Pinterest

Η παιδεία στους Τρεις Ιεράρχες

 Γ.Δ. Μπαμπινιώτης




Οι τρεις Ιεράρχες, διαθέτοντας οι ίδιοι ευρύτατη παιδεία, ήταν φυσικό, περισσότερο από όλους τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, να συλλάβουν τη σημασία της Παιδείας για τον άνθρωπο και μάλιστα για τον «νέο άνθρωπο» της εποχής τους, τον χριστιανό άνθρωπο. Κι επειδή γι’ αυτούς Παιδεία δεν σημαίνει … κατάκτηση γνώσεων αλλά καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής, ως κύριος σκοπός της Παιδείας προσδιορίζεται η αγωγή των νέων παιδιών: «Τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών φαίνεται μοι, άνθρωπον άγειν, το πολυτροπώτατον ζώον και ποικιλώτατον», θα πει ο Γρηγόριος (Ε.Π.Μ.35,325).




Βεβαίως το «άνθρωπον άγειν», η ανθρωπαγωγή, ας νεολογίσουμε, δεν μπορεί στη σύλληψη των Πατέρων της Εκκλησίας παρά να είναι χριστοκεντρική. Σκοπός της αγωγής είναι: «ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως, η δε γνώσις ουκ εκτός των διδαγμάτων», διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος (Ε.Π.Μ. 32,69Β).




Για τους Τρείς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ουσία της παιδείας είναι η αγωγή και δεν νοείται αγωγή χωρίς «πνευματικά μαθήματα» και «επιμέλεια ψυχής»: «Ότι των οικείων αμελούμεν παίδων, και των μεν κτημάτων αυτών επιμελούμεθα, της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν, εσχάτης ανοίας πράγμα» (Ε.Π.Μ. 51,327), προειδοποιεί ο Χρυσόστομος.




Αν κάτι χαρακτηρίζει την παιδεία μας σε ευρωπαϊκό ίσως επίπεδο είναι ότι εξακολουθεί και σήμερα να μας διαφεύγει η ουσία, που ήταν και είναι η αγωγή ψυχών.




Με άλλα λόγια, «περί άλλων τυρβαζόμεθα», ενώ «χρεία εστί ενός», να αναπτύξουμε την άγια πλευρά του του ανθρώπου, την καλλιέργεια της ψυχής και του νου του και να τον οδηγήσουμε σε μια πνευματική ανάταση και εγρήγορση, ώστε να βλέπει και να ενεργεί σωστά, διακρίνοντας το καίριο από το ασήμαντο, το μόνιμο από το πρόσκαιρο, την ουσία από τα «συμβεβηκότα» της ουσίας, για να θυμηθούμε τον ημέτερο Αριστοτέλη.




Η επιμονή των Ιερών Πατέρων στην αγωγή της ψυχής, και μάλιστα κατά Χριστόν, δεν σημαίνει ότι υποτιμούν τη σημασία των γνώσεων ή την σπουδαιότητα των γραμμάτων. Σημαίνει διαφορετική ιεράρχηση των αναγκών του ανθρώπου: πρώτα το πνεύμα και μετά το σώμα, πρώτα η αγωγή και μετά η γνώση. Ο Ιερός Χρυσόστομος προλαμβάνει ενδεχόμενες παρεξηγήσεις: « Και μη με τις νομιζέτω νομοθετείν αμαθείς τους παίδας γίνεσθαι…Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγω, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν». (Ε.Π.Ε. 28, 518-20).




Η παιδεία για τους σεπτούς Ιεράρχες είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Σε μια στιγμή εξάρσεως, ο Χρυσόστομος φθάνει να πει τη γνωστή ρήση: « Η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστι» (Ε.Π.Ε. 25, 282). Να τι ύψος αλλά και τι νόημα δίνουν στην Παιδεία οι «μυσταγωγοί της Παιδείας, οι Μεγάλοι Ιεράρχες.




Επειδή, όπως είναι φυσικό, τα περί παιδείας διδάγματα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διδασκαλίας ετών, θα θίξω δύο μόνον ακόμη διδάγματα των Πατέρων: την έμφαση που δίνουν στον δάσκαλο και στους γονείς, παράγοντες οι οποίοι όλο και περισσότερο στις μέρες μας συνυπολογίζονται στους βασικούς πόλους της Παιδείας.




Η βασική αρχή για τον δάσκαλο είναι, κατά τους Μεγάλους Ιεράρχες, το παράδειγμα: «Τον δε παιδεύοντα, ου διά ρημάτων μόνον, αλλά διά πραγμάτων παιδεύειν χρή», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε.14,554). Η «πολιτεία» του δασκάλου, η ζωή και οι πράξεις του, το παράδειγμά του, όχι η απλή διδασκαλία του είναι αυτή που οδηγεί στην παιδεία, γιατί τα λόγια … φαίνεται πως περίσσευαν από τότε…




Ο Θεολόγος και ποιητής Γρηγόριος θα πει τη μνημειώδη επιγραμματική φράση: «Μισώ διδάγμαθ’ οις ενάντιος βίος».




Σ’ αυτό που ιδιαίτερα επιμένουν και οι τρείς Μεγάλοι Πατέρες στις κατευθύνσεις που δίνουν προς τους γονείς είναι η ευθύνη των γονέων να αναθρέψουν τα παιδιά τους με χριστιανικές αρχές και αξίες: με «φόβον Θεού», με καλλιέργεια των αρετών της ψυχής και του πνεύματος και με παιδεία τέτοια, που ο νέος να αντιληφθεί ότι σκοπός της ζωής δεν είναι να πασχίζει για την απόκτηση χρημάτων ή διαφόρων καταναλωτικών αγαθών και μάταιης εξουσίας, αλλά για ό,τι συνιστά την ουσία της ζωής και για τις αξίες που πρέπει να εμπνέουν τη ζωή του Χριστιανού (σύνεση, ταπεινοφροσύνη, εγκράτεια, δικαιοσύνη, αυτογνωσία). Πόσο επίκαιρος είναι και σήμερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν σχολιάζει ποια πρότυπα προβάλλουν συνήθως οι γονείς στα παιδιά τους προς μίμηση και πόσο έξω από την χριστιανική πραγματικότητα βρίσκονταν και βρίσκονται και σήμερα πολλοί γονείς: « Και τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν να ακούσει κανείς όταν οι πατέρες μιλούν προς τα παιδιά τους και τα παρακαλούν να σπουδάσουν ρητορική, παρά αυτά εδώ τα λόγια· ο τάδε, λέγει, ενώ είναι κατώτερος και κατάγεται από κατώτερους γονείς, αφού απέκτησε την εκ των ρητορικών σπουδών ικανότητα, ανήλθε στα ύψιστα αξιώματα, απέκτησε πολύν πλούτον, νυμφεύθηκε πλούσια γυναίκα, έκτισε πολυτελές σπίτι, είναι φοβερός σε όλους και φιλόδοξος. Άλλος πάλι λέει, ο τάδε που έμαθε την ιταλική γλώσσα, είναι ένδοξος στα ανάκτορα και κυβερνά όλα τα εσωτερικά θέματα. Και άλλος πάλι δείχνει άλλον, όλοι όμως τους επιτυχημένους στη γη. Κανένας δε ούτε μια φορά δε θυμάται τα ουράνια πράγματα» (Ε.Π.Ε 28, 474).




Αν συγκρίνει κανείς την παιδεία που προτείνουν οι σοφοί Ιεράρχες με τη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, όπου η διδασκαλία των χριστιανικών αξιών και των αρχών του Ευαγγελίου από τη μια μεριά έχουν συμπιεσθεί σ’ ένα συχνά αποστεωμένο και σχολαστικό-πληροφοριακό μάθημα Θρησκευτικών, στριμωγμένο κάπου στο σχολικό πρόγραμμα και υπό συνεχή συρρίκνωση, κι από την άλλη μεριά, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οργιάζει σε όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα ό,τι άμεσα και δραστικότατα καταργεί μέσα σε λίγα λεπτά αυτά που ο δάσκαλος στο σχολείο και ο παπάς στην Εκκλησία αγωνίζονται να χτίσουν στην ψυχή των παιδιών, αν συνειδητοποιήσει κανείς τη λειτουργία και τις επιπτώσεις αυτής της αποδομητικής και σχιζοφρενικής (για την ψυχή και την προσωπικότητα των νέων παιδιών) διαδικασίας, τότε θα καταλάβει αν η Παιδεία στις μέρες μας μπορεί να επιτελέσει τον ανθρωποπλαστικό και δημιουργικό ρόλο που οραματίστηκαν οι φωτισμένοι Ιεράρχες. Στην ερώτηση πως θεραπεύεται αυτή η κατάσταση, η απάντηση είναι, νομίζω, μία: ο τρώσας και ιάσεται…




(από το βιβλίο του «Χριστιανική και Ελληνική Πνευματικότητα», Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ)

Τα αληθινά πρότυπα αγωγής και παιδείας των Τριών Ιεραρχών

 π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ομοτ. Καθηγ. Παν/μίου Αθηνών




Στην ελληνορθόδοξη παράδοσή μας υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των όρων «παιδεία – αγωγή» και «μόρφωση». Η παιδεία, ως εκπαίδευση του ανθρώπου, είναι η αγωγή και καθοδήγησή του προς έναν συγκεκριμένο στόχο, που αποβλέπει στη μόρφωση, την εν Χριστώ διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η μόρφωση είναι ο σκοπός της αγωγής. Αντίθετα, η εκπαίδευση είναι η ανάπτυξη -με τη σχολική γνώση- των δεξιοτήτων του ανθρώπου προς ανταπόκριση σε πρακτικά προβλήματα του βίου. Αληθινή παιδεία είναι εκείνη που τον 11ο αιώνα έθεσε υπό την προστασία των Τριών Ιεραρχών ο ορθόδοξος Ελληνισμός και καταθέτουμε συνοπτικά τα κύρια χαρακτηριστικά της:




α) Η παιδεία αυτή συνδέεται άμεσα με το πρόσωπο του διδασκάλου. Στην Ορθοδοξία ταυτίζονται η ποιμαντική και η παιδαγωγία. Στην πρώτη κυριαρχεί το δυαδικό σχήμα πνευματικός πατέρας – πνευματικά τέκνα και στη δεύτερη, διδάσκαλος – μαθητής, σε σχέση αμοιβαιότητας και αλληλοπεριχώρησης, ως οι δύο αλληλοσυμπληρούμενοι χώροι διαμόρφωσης του ορθόδοξου Έλληνα ανθρώπου. Εξηγείται έτσι ο σκεπτικισμός του Μ. Βασιλείου για τους δασκάλους, όταν λέγει: «Πολλών μεν ακήκοα λόγων ψυχωφελών, πλην παρ’ ουδενί των διδασκάλων εύρον αξίαν των λόγων την αρετήν» (P.G. 32, 358). Δηλαδή, κανένας δάσκαλος δεν δείχνει ανάλογη με τα λόγια του αρετή. Αυτό θα έλεγε σήμερα όχι μόνο για εμάς, τους διδασκάλους, αλλά κυρίως για τους πολιτικούς μας…




β) Είναι παιδεία θεοκεντρική. Σκοπός της, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι «ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως, η δε γνώσις ουκ εκτός των διδαγμάτων» (P.G. 32, 69). Η θέωση, δηλαδή, είναι καρπός της ορθής διδασκαλίας, που κινητοποιεί τον άνθρωπο σ’ αυτή την κατεύθυνση, και αυτό είναι το έργο του ελληνορθόδοξου σχολείου.




γ) Όταν ο ιερός Χρυσόστομος έλεγε στο κήρυγμά του «Πάντα δεύτερα έστω της προνοίας των παίδων» (P.G. 62, 151) («η μέριμνα για τα παιδιά μας πρέπει να έχει την πρώτη θέση»), συνέδεε την παιδεία πρωταρχικά με τον χώρο της οικογένειας. Οι Τρεις Ιεράρχες γνώρισαν στα πρόσωπα των γονέων τους, και μάλιστα των μητέρων τους, απαράμιλλα πρότυπα αγωγής. Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί με ευγνωμοσύνη ότι η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ήταν εποικοδόμημα στις καταβολές που έθεσαν η γιαγιά του Οσία Μακρίνα και η μητέρα του Εμμέλεια.




δ) Η δική μας προτεραιότητα στον οικονομισμό και στα χιλιαστικά οράματα ευημερίας, όπως παραπλανητικά μας υπόσχονται δεκαετίες τώρα οι πολιτικοί μας, οδηγεί στο ανθρωποείδωλο του homo oeconomicus. Ωστόσο η παιδεία των Τριών Ιεραρχών αποβλέπει στην εν Χριστώ τελείωση του ανθρώπου. Προεκτείνοντας τον γνωστό λόγο του Μενάνδρου, ο Χρυσόστομος διακηρύσσει: «Αυθεντικός άνθρωπος είναι όποιος σώζει μέσα του τον Χριστό, που είναι το αρχέτυπό του, με την τήρηση των θείων εντολών».




ε) Σκοπός της παιδείας δεν είναι η ξηρή πολυμάθεια αλλά η εν Χριστώ πλήρωση του ανθρώπου. Αυτό δεν οδηγεί, βέβαια, στην «ήσσονα» προσπάθεια. Λέγει ο Χρυσόστομος: Με το να σας προτρέπω να διδάσκετε στα παιδιά σας την Αγία Γραφή, «μη νομιζέτω με νομοθετείν αμαθείς τους παίδας γίνεσθαι. Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγων, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν» (P.G. 47, 368). Οι Άγιοι Πατέρες δεν κηρύσσουν την αμάθεια, αλλά αποτρέπουν την απολυτοποίηση της πάντοτε ελλειμματικής ανθρώπινης γνώσης.




στ) Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών βοηθεί στην ιεράρχηση των ανθρωπίνων και τη δημιουργία ρεαλιστικής φιλοσοφίας ζωής. Πρώτο βήμα, η αυτογνωσία. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Μικρός ειμί και μέγας, ταπεινός και υψηλός, θνητός και αθάνατος, επίγειος και ουράνιος» (P.G. 35, 785). Ο άνθρωπος, με τη μετοχή του στο άκτιστο, γίνεται «μέγας κόσμος εν μικρώ» (P.G. 36, 524). Και ο Μ. Βασίλειος δίνει τον δικό του κανόνα ζωής: «Υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ, επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου» (P.G. 31, 204). H ψυχή είναι ανώτερη του σώματος, γιατί προικίσθηκε από τον Δημιουργό με την αθανασία. Και ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει: «Αποδημία ο παρών βίος… οδίτης ει, ου πολίτης… Πανδοχείον εστίν ο παρών βίος» (P.G. 52, 401). O άνθρωπος, δηλαδή, είναι προσωρινός στον κόσμο και οδοιπόρος προς την άλλη ζωή, της αιωνιότητας. Ένα ξενοδοχείο είναι η παρούσα ζωή μας. Η αιώνια πατρίδα μας είναι στον ουρανό (Φιλιππ. 3, 20).




ζ) Η ευρύτητα της σκέψης των Τριών Ιεραρχών φαίνεται και από τη θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται τη σπουδαιότητα και χρησιμότητα. Σε εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες ονομάζονταν «βάναυσοι», θα διακηρύξει ο Χρυσόστομος: Ντροπή πρέπει να αισθάνονται «οι εική τρεφόμενοι και αργούντες», δηλαδή όσοι συντηρούνται, χωρίς να είναι ανίκανοι προς εργασία, από τους άλλους και χρησιμοποιούν υπηρέτες, στηριζόμενοι στους άλλους, ζώντας από τον κόπο εκείνων (P.G. 61, 47), δηλαδή με την εκμετάλλευση του συνανθρώπου.




η) Ο απώτερος όμως σκοπός της παιδείας κατά τους Αγίους μας είναι η ολοτελής ένταξη του ανθρώπου στο συλλογικό – κοινωνικό σώμα. Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ο οργανωτής του κοινοβίου, της βάσης του κοινοτισμού, που είναι συνέχεια των αρχαίων ελληνικών «κοινών», τα οποία θαύμαζε, ως Ελληνας και αυτός, και εμιμείτο.




Αυτός -με κάθε συντομία- είναι ο πλούτος της παιδείας του Γένους μας. Η απομάκρυνση όλο και περισσότερο από το όραμα αυτής της παιδείας, την οποία ενσάρκωσαν και κηρύττουν διαχρονικά οι Τρεις Ιεράρχες, οφείλεται στην εθνοκτόνα απόλυτη προσκόλλησή μας στα οποιαδήποτε ξένα «φώτα».




(Εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια” Ιανουάριος 2016.

Ομιλία στους αγίους Τρεις Ιεράρχες

 † Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους




Εορτάζουμε σήμερα, πατέρες και αδελφοί, την μνήμη των αγίων ενδόξων Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ήσαν οι τρεις αγιώτεροι και σοφώτεροι άνθρωποι της εποχής τους. Γνώρισαν την κοσμική σοφία όσο κανείς άλλος στην εποχή τους. Σπούδασαν στα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια της τότε ανθρωπότητος. Ήσαν από οικογένειες ευγενείς, αρχοντικές και πλούσιες.




Είχαν και αυτοί τον πειρασμό, σαν νέοι άνθρωποι, να ακολουθήσουν μία καριέρα κοσμική και να δοξαστούν κοσμικά. Αλλά η αγάπη του Χριστού τους έκανε να περιφρονήσουν την κοσμική δόξα, να γίνουν μοναχοί, ιερείς, επίσκοποι, και να αφιερώσουν την ζωή τους στον Χριστό, στην Εκκλησία και στους Χριστιανούς. Και έτσι, επειδή αγάπησαν πολύ τον Θεό και αγάπησαν πολύ τους ανθρώπους, έγιναν μεγάλοι ευεργέτες, μεγάλοι διδάσκαλοι, μεγάλοι πνευματικοί Πατέρες, αληθινοί οδηγοί των ανθρώπων, και προς τον δρόμο τους προς την Βασιλεία του Θεού αλλά και στα προβλήματα της ζωής τους.




Οι Τρεις Ιεράρχες εξακολουθούν να είναι μεγάλοι παιδαγωγοί όλων των ανθρώπων και όλων των Χριστιανών, και ιδιαιτέρως των Ορθοδόξων Χριστιανών. Γι’ αυτό η Εκκλησία τους τιμά και ιδιαιτέρως, αλλά τους τιμά και τους Τρεις μαζί σήμερα. Για να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη της σ’ αυτούς τους τρεις μεγάλους και φωτισμένους και θεοφόρους άνδρες, οι οποίοι μας άφησαν την σοφή διδασκαλία τους, με την οποία οδηγούμαστε στη ζωή μας.




Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχες κατενόησαν, ότι θα μπορούσαν και να σωθούν οι ίδιοι αλλά και να βοηθήσουν τον κόσμο, εάν έμεναν πιστά μέλη της Εκκλησίας του Θεού. Δεν έκαναν αυτό που έκαναν άλλοι άνθρωποι σοφοί της εποχής εκείνης, να μείνουν έξω από την Εκκλησία και να προσπαθήσουν έξω από την Εκκλησία να δοξαστούν και να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχες με ταπείνωση κατάλαβαν ότι μόνο στην Εκκλησία υπάρχει η δυνατότητα ο άνθρωπος να σωθεί, να φωτισθεί, να αγιασθεί. Και γι’ αυτό μπήκαν και οι ίδιοι ταπεινά στην Εκκλησία και μέσα από την Εκκλησία εργάστηκαν για το καλό της ανθρωπότητος.




Είναι, αδελφοί, αυτό ένα δίδαγμα για μας σήμερα, διότι και σήμερα έχουμε τον πειρασμό να ζήσουμε την ζωή μας έξω από την Εκκλησία. Και όλα τα μοντέρνα σήμερα ρεύματα, τα φιλοσοφικά, τα πολιτικά και άλλα, προσπαθούν να μας πείσουν έμμεσα ή άμεσα, ότι είναι καλύτερα να τοποθετήσουμε την ζωή μας έξω από την Εκκλησία, και την Εκκλησία το πολύ-πολύ να την έχουμε σαν ένα δεσμό ιστορικό και σαν κάτι διακοσμητικό στην ζωή μας, σαν ένα μουσείο. Όπως είπε κάποτε ένας πολιτικός –πεθαμένος τώρα– που είχε πάει στα Γιάννενα. Και εκεί, όταν είδε σε κάποια επίσημη τελετή τούς επισκόπους μπροστά του, τους είπε το εξής: «Εσείς, Σεβασμιώτατοι, να ασχολείσθε με τα μετά θάνατον· εμείς θα ασχολούμαστε μ’ αυτή την ζωή».




Τρόπον τινά, ότι η Εκκλησία είναι για τους πεθαμένους, και για τους ζωντανούς είναι η πολιτική. Αυτό όμως δεν ήταν ένα αστείο, ήταν ένα φρόνημα και ήταν μία προσπάθεια –που γινόταν και γίνεται– ο λαός μας να βγει από την Εκκλησία, να μη έχει την ελπίδα του στην Εκκλησία, να μη ζητά την καλυτέρευση της ζωής του μέσα στην Εκκλησία, μέσα στον Χριστό, αλλά έξω από την Εκκλησία. Να τρέχει πιο πολύ στους αγώνες του ποδοσφαίρου και να γεμίζει τα γήπεδα κατά χιλιάδες, παρά να πηγαίνει να εκκλησιάζεται την Κυριακή στην θεία Λειτουργία.




Και το αποτέλεσμα ποιο είναι αυτής της απομακρύνσεως από την Εκκλησία; Το ότι εμείς σήμερα, οι Έλληνες του εικοστού αιώνος, βγάζουμε την ζωή μας από την Εκκλησία και ζούμε σαν να μη υπάρχει. Και αφήνοντας την Εκκλησία στο περιθώριο της ζωής μας, και όχι στο κέντρο της ζωής μας, όπως έκαναν οι Τρεις Ιεράρχες, δεν έχουμε ούτε αληθινή ειρήνη στην ψυχή μας ούτε αληθινή χαρά ούτε νόημα βρίσκουμε στην ζωή μας. Και η ζωή μας γίνεται μία ταλαιπωρία, γίνεται ένα άγχος, γίνεται ένα κενό, γίνεται μία πλήξη, έως ότου γνωρίσουμε τον Χριστό και μπούμε μέσα στην Εκκλησία. Και όταν μπούμε στην Εκκλησία, τότε βλέπουμε ότι η ζωή έχει ένα πολύ μεγάλο νόημα, ένα βαθύ νόημα. Τότε βλέπουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να νικήσει και τον ίδιο τον θάνατο. Τότε βλέπουμε ότι μπορεί ο άνθρωπος σ’ αυτή την ζωή να χαρεί αληθινά και να βρει αληθινά μια βαθειά ειρήνη μέσα του.




Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφοί, εσείς που ήλθατε εδώ στο Άγιον Όρος με καλή διάθεση να γνωρίσετε και να προσκυνήσετε τα ιερά σκηνώματα της Παναγίας μας και του Αγίου Όρους, αν θέλετε, πάρτε αυτό το δίδαγμα σήμερα από την θεία Λειτουργία. Είδατε, τι ωραία που ήταν στην θεία Λειτουργία; Κουραστήκατε βέβαια λίγο, αλλά πήρατε και χαρά, πήρατε και ευλογία. Αυτό που κάνατε σήμερα, να το κάνετε κάθε Κυριακή. Κάθε Κυριακή να πηγαίνετε στην θεία Λειτουργία. Στην θεία Λειτουργία είναι ο Χριστός, είναι η Παναγία, είναι οι Άγιοι· και θα παίρνετε αληθινή χαρά.




Θα ήθελα εγώ να σας ζητήσω μία χάρη σήμερα – δεν ξέρω αν θα μου την κάνετε– είναι μεγάλη χάρη βέβαια, αλλ’ εάν μου την κάνετε, θα μου δώσετε πολλή χαρά. Εδώ που είμαστε όλοι κάτω από την Σκέπη της Παναγίας μας –γιατί η Παναγία είναι εδώ η Νοικοκυρά του Αγίου Όρους, η Αρχόντισσα του Αγίου Όρους, Εκείνη μας φιλοξενεί όλους και εσάς και εμάς– να δώσετε μία υπόσχεση στην Παναγία, η οποία σας αγαπάει, η οποία θέλει την ευτυχία σας, η οποία πρεσβεύει για σας. Να της πείτε: «Παναγία μου, σου υπόσχομαι, ότι από σήμερα και στο εξής κάθε Κυριακή θα πηγαίνω στην θεία Λειτουργία. Ό,τι πειρασμούς και να έχω, ό,τι εμπόδια και να έχω, ό,τι δυσκολίες και να έχω, πρώτα στην θεία Λειτουργία και μετά αλλού».




Κι αν το κάνετε, αδελφοί, αυτό, θα δείτε ότι η ζωή σας θα πάρει μία αληθινή χαρά, ένα αληθινό νόημα, και θα μακαρίζετε αυτή την ημέρα που δώσατε στην Παναγία αυτή την υπόσχεση. Εύχομαι να την δώσετε και εύχομαι από εδώ και στο εξής η ζωή σας να είναι ευλογημένη από τον Θεό, να είναι μέσα στην Εκκλησία και μέσα στην θεία Λειτουργία. Και να είστε βέβαιοι, ότι όσο ζείτε μέσα στην Εκκλησία τόσο περισσότερο θα γνωρίζετε τον αληθινό Θεό, τόσο περισσότερο θα γνωρίζετε το Ευαγγέλιο του Χριστού, τόσο περισσότερο θα βλέπετε ένα δυνατό Φως στην ζωή σας, το οποίο θα σας καθοδηγεί και θα σας ετοιμάζει για το μεγάλο ταξίδι της αιωνιότητος, προς το οποίο όλοι πορευόμαστε.




Εύχομαι η Χάρη του Θεού να σκεπάζει όλους μας και να μας οδηγεί στην σωτηρία με τις πρεσβείες των αγίων ενδόξων μεγάλων Διδασκάλων και πνευματικών Πατέρων της Εκκλησίας μας, του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αμήν.




(1989)




(Από το βιβλίο: † Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΕΟΡΤΕΣ ΑΓΙΩΝ (ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1981-1991) Β’. Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2016, σελ. 157)