Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Νομίζετε ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα δεν έχει δεν έχει λόγους πνευματικούς από πίσω;

 Νομίζετε ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα δεν έχει δεν έχει λόγους πνευματικούς από πίσω; Τεράστιους πνευματικους λόγους.... 

Έχει λειψει ακριβώς αυτή η συνείδηση η ευχαριστιακή, ο Έλληνας έχασε αυτή την ευγνώμονα ευχαριστιακή συνείδηση στην οποία είχε ... και ήταν και φιλότιμος κάποτε. Τώρα δεν είναι φιλότιμος..Δεν είναι πια αυτό που ήταν ο Έλληνας παρεκτός εξαιρέσεων σε μερικά μέρη ή σε μερικούς έτσι κατ εξαίρεσιν ... 

Τι κάνει ο Έλληνας τώρα ; "Δως μου"

...Μα στασου...το δώς μου αυτό ξέρετε τι γίνεται... Οταν κανείς εχει ευχαριστιακη σχεση με το Θεό είναι και ασκητής. Καταλάβατε ;Οταν του δώσει κάτι ο Θεός θα το πάρει με ευχαριστία θα το χρησιμοποιήσει θα το γυρίσει πίσω θα το επιστρέψει σε άλλους ...θα το κάνει αυτό ισορροπημένα.

Εάν δεν μεσολαβήσει Θεός ο άνθρωπος γίνεται αδηφάγος.. Δεν το λέω εγώ το λένε οι πατέρες ..Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ..Νους αποστάς εκ Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης..


π.Νικόλαος Λουδοβίκος


Όταν οι ''Προκοπιανοί'' οργάνωσαν τήν «ἀπαγωγή» του Αγ.Ιωάννη του Ρώσου

 Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΣΟΣ

ΔΙΗΓΗΣΗ....



1924, Προκόπι Καππαδοκίας Μικρᾶς Ἀσίας δύο χρόνια μετὰ τὴν καταστροφὴ στὴν ἐπίσημη ἀνταλλαγή των πληθυσμών Ἑλλάδος-Τουρκίας, πῆραν τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ρώσου, ἄλλα κειμήλια τῆς Ἐκκλησίας καὶ λιγοστὰ πρὸσωπικά τοὺς εἴδη καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὸ δρόμο τῆς ξενιτειᾶς.


Ἀπὸ τὴν Καισάρεια στὴ Μερσίνα.


Ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Μερσίνας μὲ τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης» ποὺ ναυλώθηκε μὲ ἔξοδα τῆς οἰκίας Παπαδοπούλου, μεταφέρεται στὴν Χαλκίδα.

Ὅταν ἦρθαν οἱ κάτοικοι τοῦ Προκοπίου στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀποβιβάστηκαν στὴν Χαλκίδα φέρνοντας μαζὶ καὶ τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, τὸ σκήνωμα τοποθετήθηκε στὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στὴν Χαλκίδα (στὴν δεξιὰ πλευρά, ἐκεῖ ποὺ σήμερα βρίσκεται μαρμάρινο προσκυνητάρι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου).

Οἱ Προκοπιανοὶ μοιράστηκαν στὴν Χαλκίδα, στὸ Μακρυμάλι καὶ στὸ Νέο Προκόπι (Ἀχμέταγα).



Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ζοῦσαν στὸ Νέο Προκόπι, ἤθελαν νὰ ἔχουν ἐκεῖ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ (ἴσως ἐπειδὴ ἦταν πιὸ δυναμικοὶ) ὀργάνωσαν τὴν «ἀπαγωγή» του. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μέσα στὸν περιφραγμένο περίβολο τοῦ νεκροταφεῖο βρισκόταν τὸ σπίτι τοῦ νεκροθάφτη - ἄλλοι καιροί. Οἱ νέοι λοιπὸν ποὺ ἦρθαν μὲ ἅμαξα νὰ κλέψουν τὴν λάρνακα μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, περίμεναν τὸ βράδυ νὰ ἀκουστεῖ σφύριγμα πλοίου (πολλὲς φορὲς τὸ σφύριγμα τῶν διερχόμενων πλοίων ἀκούγεται μέχρι τὸν Ἀη Γιάννη ὅταν ὁ ἀέρας εἶναι εὐνοϊκός.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ χωρὶς τὶς πολυκατοικίες γιὰ ἠχοφράκτες μᾶλλον ἦταν πιὸ συνηθισμένο).


Ὅταν ἀκούστηκε τὸ σφύριγμα, μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα, χτύπησαν τὴν πόρτα τοῦ νεκροθάφτη, προσποιούμενοι τοὺς Ρώσους ναυτικούς, ποὺ μόλις ἔπιασαν λιμάνι καὶ ξέροντας πὼς στὴν Χαλκίδα ὑπάρχει λείψανο συμπατριώτη τους Ἁγίου ἤθελαν νὰ προσκυνήσουν γιατί τὴν ἑπόμενη νωρὶς θὰ ἔφευγαν.

Ὁ νεκροθάφτης τους πίστεψε καὶ ξεκλείδωσε καὶ τοὺς ἄνοιξε τὴν ἐκκλησία.

Τότε τὸν ἔδεσαν καὶ φόρτωσαν τὴν λάρνακα μὲ τὸ λείψανο στὴν ἅμαξα καὶ ἔφυγαν γιὰ τὸ Προκόπι.


Ὅταν τὴν ἄλλη μέρα ἀποκαλύφθηκε ἡ κλοπή, θεωρήθηκε ὅτι ἀφοῦ ὁ Ἅγιος ἀφοῦ δὲν τὴν ἐμπόδισε, συγκατένευσε.


Ἔτσι τὸ σκήνωμα παρέμεινε μόνιμα στὸ Προκόπι, ἀρχικὰ στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ ἔπειτα στὸν νεοανεγερθέντα προσκυνηματικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου του Ρώσσου.


(Αὐτὰ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῶν Προκοπιέων προπατόρων μου (ἀπὸ τὴν μάνα μου) Χρήστου καὶ Μαγδαληνής.)

Άγιες Ριψιμιά, Γαϊάνη και Άλλες Τριακονταδύο Παρθενομάρτυρες

 Η Αγία Ριψιμία (ή Ριψίμη) μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304 μ.Χ.) και συγκεκριμένα το 292 μ.Χ. Ήταν όμορφη στο σώμα και σεμνή στο ήθος (κατ΄ άλλους και μοναχή). Επειδή δεν δέχτηκε την πρόταση του Διοκλητιανού να γίνει γυναίκα του, κατέφυγε μαζί με την γερόντισσα Γαϊανή, που λέγεται ότι ήταν καθηγουμένη της Ριψιμίας, στην Αρμενία. Ο βασιλιάς όμως της Αρμενίας Τηριδάτης, άκουσε για την ομορφιά της Ριψιμίας και θέλησε και αυτός να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η αγνή Ριψιμία αρνήθηκε και έτσι κίνησε την οργή του Τηριδάτη, ο όποιος διέταξε να τη βρουν και να τη συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι του τη βρήκαν γύρω από τα μέρη του Αραράτ, όπου κρυβόταν. Εκεί λοιπόν, οι βάρβαροι, της έβγαλαν τα μάτια, κατόπιν έκοψαν τη γλώσσα της και στο τέλος έκοψαν το σώμα της σε μικρά κομμάτια. Έτσι η Αγία Ριψιμία, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον στεφανοδότη Χριστό. Μαζί όμως με τη Ριψιμία, μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια και η γερόντισσα Γαΐανή, καθώς και 32 Παρθενομάρτυρες. Τέλος, μαζί με τις Αγίες αυτές μαρτύρησαν και 70 άνδρες, που κρύβονταν σ' εκείνα τα μέρη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Γρηγόριος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας

 Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν γιος του Ανάκ, που ήταν συγγενής του βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας, Κουσαρώ (290 μ.Χ.). Ο Ανάκ, λοιπόν, σε συνεργασία με το βασιλιά των Περσών Αρτασείρα, σκότωσε τον Κουσαρώ. Αλλά οι σατράπες της Αρμενίας εκδικήθηκαν το φόνο του, σκοτώνοντας τον Ανάκ και όλη του την οικογένεια. Διασώθηκαν μόνο δύο παιδιά του, που ένας ήταν ο Γρηγόριος.


Στην Καισαρεία συνέβη να συναντηθούν ο γιος του φονιά Ανάκ, Γρηγόριος, και ο γιος του θύματος Τηριδάτης. Τότε ο Γρηγόριος σπούδαζε με ζήλο τα Ιερά γράμματα, (στην Καισαρεία της Καππαδοκίας από τον εκεί αρχιεπίσκοπο Λεόντιο), που μεταξύ άλλων λένε: «τελείων δὲ ἐστὶν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Εβραίους, ε' 14.1). Δηλαδή, η στερεά και υψηλότερη πνευματική τροφή είναι για τους τέλειους χριστιανούς, που από την άσκηση έχουν τα πνευματικά αισθητήρια γυμνασμένα στο να διακρίνουν εύκολα μεταξύ του καλού και κακού. Γυμνασμένος, λοιπόν, και ο Γρηγόριος στη διάκριση, όχι μόνο δεν αποστράφηκε τον Τηριδάτη, αλλά τον πλησίασε με αγάπη, αποδοκίμασε την πράξη του πατέρα του και τον βοήθησε σε κάποια ασθένεια του.


Όταν αργότερα ο Τηριδάτης έγινε βασιλιάς Αρμενίας, βασάνισε φρικτά τον Γρηγόριο (που τότε ήταν επίσκοπος Αρμενίας). Διέταξε μάλιστα, να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά επέζησε για 15 χρόνια τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Ο Θεός, όμως, επέτρεψε να γίνει ο Τηριδάτης σχιζοφρενής. Αλλά δια των προσευχών του Γρηγορίου θεραπεύθηκε, μετανόησε και βαπτίσθηκε χριστιανός με όλο του το έθνος.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, τὴ γεωργία, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεῖς μαρτυρίου τοὶς στίγμασιν, ἱεραρχία Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Γρηγόριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ἄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, τὸν γρήγορον Γρηγόριον ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ ὑπέρμαχον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς.


Ὁ Οἶκος

Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν ἀθλοφόροις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον, Ἀρμενίας πιστοὶ ποιμένα τε καὶ πρόμαχον, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦμεν, καὶ ᾄσμασιν ἐνθέοις αὐτοῦ τὴν μνήμην· τὴν γὰρ ἀχλὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠφάνισε, σὺν αὐτοῖς καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους ὑπήνεγκε, σταθερᾷ διανοίᾳ καὶ χάριτι, καὶ πρεσβεύει Χριστῷ τοῦ σωθῆναι ἡμάς.


Κάθισμα

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Βλέμμα γρήγορον τῆς διανοίας, Μάρτυς ἔνδοξε προκεκτημένος, ὁμωνύμως καὶ καταλλήλως διέπρεψας, ὑπὲρ Χριστοῦ τῇ ἀθλήσει στρεβλούμενος, ἐν προσευχαῖς ἀνενδότως ἠγρύπνησες ὅθεν εἴληφας, ἱεραρχικῶς δι' αἵματος, βραβεῖον κατ' ἄμφω παμμάκαρ Γρηγόριε.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΑΛΗΘΕΙΑ, Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ(Β'Λουκά)

 Χρειαζόμαστε την αλήθεια; Πόσο έτοιμοι να την ακούσουμε είμαστε; Και ποιος θα μας την πει; Αυτά τα τρία ερωτήματα μας θέτει με τα λόγια του στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος. Απαντά στα παράπονά τους ότι δεν πήγε να τους επισκεφθεί και την ίδια στιγμή υπερασπίζεται το αποστολικό του αξίωμα και την θέση του στην Εκκλησία του Χριστού, την οποία μερίδα των Κορινθίων χριστιανών αμφισβητούσε. Και καθώς απαντά στα όσα τον κατηγορούν, νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεί και σε όσους λυπούνται με αυτή την κατάσταση. Σε όσους πιθανόν να πίστευαν ότι όλα έπρεπε να είναι αρμονικά και τέλεια στην Εκκλησία, γιατί αυτή αποτελεί το ιδανικό πολίτευμα, ως προερχόμενη εκ του ουρανού.


Δεν κρύβεται η αλήθεια

Ο Παύλος γράφει την αλήθεια στους Κορινθίους. Αναφέρει τις πραγματικές του προθέσεις, που δεν είναι να λυπήσει τους παραλήπτες της επιστολής του, επειδή θα άκουγαν από τον πατέρα που τους γέννησε εν Χριστώ λόγια και μηνύματα που δεν θα ηχούσαν ευχάριστα στ’ αυτιά τους. Και την ίδια στιγμή, αντιστρέφοντας το επιχείρημα, ότι δεν χρειάζεται κάποιος να υπενθυμίζει στον άλλο σημεία που τον στενοχωρούν, ο Παύλος επισημαίνει ότι γράφει στους Κορινθίους «με πολλά δάκρυα, όχι για να λυπηθείτε, αλλά για να καταλάβετε την αγάπη που έχω πιο πολύ σε σας» (Β’ Κορ. 2, 4). Η αλήθεια, λέει ο Παύλος, ακολουθώντας τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, δεν είναι για να κρύβεται, αλλά για να ελευθερώνει τον άνθρωπο από το ψέμα και να του δίνει αληθινή χαρά, όταν εκπορεύεται από τα χείλη εκείνου που αγαπά αληθινά και πονά για τους ανθρώπους που ο Θεός του έχει εμπιστευθεί. Και όχι μόνο γι’ αυτούς. Για όσους αισθάνεται ότι μπορεί να βοηθήσει με την φανέρωσή της, ακόμη κι αν αυτή φαίνεται ότι είναι σκληρή.

Χρειαζόμαστε την αλήθεια; Ο Παύλος λέει ΝΑΙ. Ο χριστιανός δεν μπορεί να πορεύεται μέσα στο ψέμα, γιατί αυτό έχει την ρίζα του στον διάβολο και στο κακό. Το ψέμα κάθε μορφής αποκόπτει τον άνθρωπο από το Θεό, αλλά και δεν φανερώνει αγάπη. Και ψέμα δεν είναι μόνο η διαστρέβλωση της αλήθειας, αλλά και η μη φανέρωσή της, η προσποίηση ότι είναι άλλη η πραγματικότητα από αυτή που είναι. Οι άνθρωποι ζητούμε το ψέμα ή το λέμε γιατί πρυτανεύει εντός μας η επιθυμία να ευχαριστούμε τους άλλους, επειδή είμαστε δειλοί και δεν θέλουμε να τους δυσαρεστήσουμε, επειδή δεν μας ενδιαφέρει αληθινά το πρόσωπό τους και προτιμούμε να έχουν καλή γνώμη για μας, επειδή ζητούμε οπαδούς και η κολακεία αποτελεί έναν καλό τρόπο απόκτησής τους, επειδή το συμφέρον μας είναι να μην είμαστε μόνοι μας. Έτσι, για να εξασφαλιστούμε προτιμούμε το ψέμα.


Η αλήθεια βρίσκεται στην Εκκλησία

Ποιος θα μας πει την αλήθεια; Πρωτίστως η Εκκλησία, όταν διασώζει την αλήθεια του Ευαγγελίου και το βίωμα των Αγίων της, αλλά και οι πνευματικοί μας πατέρες. Αυτών είναι χρέος η φανέρωσή της. Γιατί αυτοί έχουν ως αδιαμφισβήτητο κριτήριο την αγάπη και την πρόνοια για μας. Όχι γιατί οι ίδιοι μας σώζουν. Αλλά γιατί έχουν το καθήκον, την ευλογία και τον ζήλο να μιλήσουν για το Χριστό σε μας, αλλά και για να μας βοηθήσουν να δούμε πότε είμαστε μακριά από Εκείνον και στην καθημερινή και στην πνευματική μας ζωή. Οι πνευματικοί πατέρες που μας αναγέννησαν και μας αναγεννάνε δεν μπορούν να μας κολακεύουν ή να είναι ευχάριστοι σε μας. Η αγάπη δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με την αλήθεια. Γιατί μόνο τότε γίνεται διέξοδος και για την δική μας ελευθερία και, επομένως, για την πρόοδό μας εν Χριστώ.

Την ίδια στιγμή χρέος να πούνε την αλήθεια σε μας έχουν και όσοι μας αγαπούνε. Όσοι συνδέονται μαζί μας, είτε στην οικογένεια, είτε στην εργασία, είτε στις συναναστροφές, είτε στις σχέσεις, είτε στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Και είναι χρέος μας αυτούς να σεβόμαστε και να εμπιστευόμαστε. Όσους τολμούν να ορθοτομήσουν τον λόγον της αληθείας, ακόμη κι αν γνωρίζουν ότι αυτός ο λόγος θα έχει τίμημα. Όμως μόνο αυτοί μας αγαπούνε αληθινά.


Οι καιροί και η αλήθεια

Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε την αλήθεια; Η απάντηση εξαρτάται από την προσωπική μας πρόοδο σε όλους τους τομείς, την ωριμότητά μας, αλλά, πρωτίστως, από την ταπείνωση που έχουμε ως πρόσωπα και την εμπιστοσύνη σε εκείνους που μας αγαπούνε αληθινά. Ιδίως η ταπείνωση είναι το κυριότερο κριτήριο. Ο ταπεινός άνθρωπος είναι έτοιμος να ακούσει την αλήθεια, να προβληματιστεί εξαιτίας της και να δει τη ζωή του μέσα από το πρίσμα της.


Ζούμε σε μια εποχή που η αλήθεια κάθε μορφής μας δυσκολεύει ακόμη περισσότερο, καθότι είχαμε συνηθίσει σε έναν πολιτισμό και μια στάση ζωής, που επιβράβευαν κάθε επιθυμία μας, κάθε συναίσθημα, κάθε απωθημένο μας. Κι αυτή η νοοτροπία πέρασε και στην πνευματική μας κατάσταση. Να ζητούμε τα ευχάριστα. Και όσο δεν αλλάζει η νοοτροπία μας, να βλέπουμε την πραγματικότητά μας όχι για να παραδοθούμε ή να γίνουμε άνθρωποι χωρίς προσωπικότητες και επιλογές, αλλά γα να αναζητήσουμε την ελευθερία και την μετάνοια που η αλήθεια προσφέρει, ας μην προσδοκούμε μεταμόρφωση της ζωής μας.


Γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας- 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024

Κυριακή Β'Λουκά-ΧΡΗΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΟΙ

 Πρότυπο τοῦ ἀνθρώπου, αἰώνιο καὶ ἀμετάβλητο, ἀποτελεῖ ὁ Θεός. Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς παρακινεῖ σὲ κάτι, τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς φέρει πιὸ κοντὰ στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Κυρίως καὶ κατὰ ἐξαίρετο τρόπο ὁ Θεὸς προβάλλεται ὡς ἡ τέλεια εἰκόνα τῆς ἀγάπης, πρὸς τὴν ὁποία καλεῖται νὰ συμμορφώσει ἑαυτὸν καὶ ὁ ἄνθρωπος. 

«Ἔσεσθε υἱοὶ τοῦ Ὑψίστου, (δι)ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς» (Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ).


 Ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν εἶναι ἐπιλεκτική, ὅπως συνήθως συμβαίνει σὲ μᾶς. Ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τοὺς φίλους καὶ μισοῦμε τοὺς ἐχθρούς μας. Στὴν καλύτερη περίπτωση, λέμε συνήθως ὅτι δὲν μισοῦμε, ἀλλὰ ἀγνοοῦμε ὅσους δὲν μᾶς ἀρέσουν. Καὶ μάλιστα αὐτὸ τὸ τελευταῖο, ἡ ὑπεροπτική μας ἀδιαφορία γι’ αὐτούς, θεωρεῖται καὶ πνευματικὴ κατάσταση, ἀφοῦ ἔχουμε τὴν «ἀνωτερότητα» νὰ μὴν προβαίνουμε ἀπέναντί τους σὲ ἐχθρικὲς ἐνέργειες, ἀντίστοιχες πρὸς τὶς τυχὸν δικές τους πρὸς ἐμᾶς.


 Τὸ νὰ μὴν ἀνταποδίδουμε ὅμως τὸ κακὸ εἶναι μιὰ λειψή, μιὰ παθητικὴ ἀρετή. Τὸ μισὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς ζητάει ὁ Χριστός. Τὸ ἄλλο μισὸ εἶναι νὰ ἀγαπήσουμε τὸν ἐχθρό μας καὶ μάλιστα νὰ δείξουμε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη μας, νὰ τοῦ κάνουμε καλό. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐνεργητικὴ κατάσταση, ἡ οὐσιαστικὴ ὁλοκλήρωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ.


 Πρότυπο γιὰ μᾶς ὁ Θεὸς εἶναι κυρίως στὸ σημεῖο αὐτό, γιατὶ εἶναι χρηστὸς ἀπέναντι στοὺς ἐχθρούς του. Μπορεῖ νὰ ἐχθρεύονται πολλοὶ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν βλέπει πουθενὰ ἐχθρούς. Εὐεργετεῖ καὶ ὠφελεῖ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Ἡ φιλανθρωπία του ἀγκαλιάζει ἀδιακρίτως τοὺς πάντες. Μὲ τὴν ἁπλόχερη προσφορά του «τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». Εἶναι γεμάτος χρηστότητα, δηλαδὴ καλοσύνη, ἀγάπη, ἀγαθότητα γιὰ ὅλους. Καμμιὰ κακία γιὰ κανένα πλάσμα του δὲν βρίσκει ἔδαφος μέσα του. Ἡ ἀγάπη του ἐκχέεται σὲ ὅλα τὰ ἔργα του. 

«Χρηστὸς Κύριος τοῖς σύμπασι καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 103, 28. 144, 9). Μᾶς θέλει ὅλους κοντά του. Τὸ ἂν θὰ ἀπωλεσθοῦν διαπαντὸς κάποια ἀπὸ τὰ πλάσματά του, θὰ ὀφείλεται σὲ δική τους ἐλεύθερη καὶ ἀμετάκλητη ἐπιλογή. Ὄχι σὲ κάποια κακία ἢ τιμωρία τοῦ Θεοῦ.


 Κατὰ τὸ πρότυπο λοιπὸν αὐτὸ τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας ὀφείλουμε νὰ γινόμαστε κι ἐμεῖς χρηστοί. Γεμάτοι ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη, χρήσιμοι γιὰ ὅλους, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας. Νὰ μεταφέρουμε στοὺς ἀνθρώπους τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ. Τὴν εἰκόνα τῆς παράξενης καὶ ἀνεξήγητης αὐτῆς ἀγάπης, ποὺ ἐκτείνεται χωρὶς διάκριση σὲ φίλους καὶ ἐχθρούς, χωρὶς νὰ ζητάει ἀνταπόδοση. Νὰ γίνουμε ὀνήσιμοι, εὐεργετικοὶ δηλαδὴ καὶ ὠφέλιμοι. Σκεύη ἐκλογῆς, ὅπως ὁ Παῦλος, γεμάτοι μὲ τὴ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εὔχρηστοι στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ὅλων. Χωρὶς τὴν ἀγάπη αὐτὴ καταντοῦμε ἄχρηστοι γιὰ τὸν Χριστό, ὅσες ἄλλες ἀρετὲς καὶ ἂν ἔχουμε.


 Ὁ Φιλήμων, μαθητὴς τοῦ Παύλου, εἶχε δοῦλο τὸν Ὀνήσιμο. Αὐτός, παρὰ τὸ ὄνομά του, κατάντησε ἕνας ἄχρηστος δοῦλος. Ἔκλεψε ἀπὸ τὸν κύριό του χρήματα καὶ ἐξαφανίστηκε. Ὅμως ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸν ἔφερε στὴ Ρώμη, στὰ πόδια τοῦ φυλακισμένου Παύλου. Κοντά του ὁ Ὀνήσιμος ἀνέκτησε τὴν ἀξία τοῦ ὀνόματός του. Ἔγινε Χριστιανός. Κατανόησε τὴ σημασία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μετανόησε καὶ ἐπέστρεψε στὸ ἀφεντικό του. Ὁ Παῦλος ἔγραψε στὸν Φιλήμονα: «Δέξου αὐτὸν ποὺ κάποτε σοῦ ἦταν ἄχρηστος, ἀλλὰ τώρα ἔγινε εὔχρηστος καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μένα… Ποὺ ἀπὸ δοῦλος ἔγινε ἀδελφὸς ἀγαπητός» (Φιλήμ. 11. 16).


Μᾶς γοητεύει καθόλου ἐμᾶς αὐτὴ ἡ ἀλλαγή; Ἀπὸ ἄχρηστοι νὰ γινόμαστε χρηστοί;


π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη

 Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Πολλές φορὲς ὁ Χριστὸς μᾶς μιλάει στὸ Εὐαγγέλιο Του γιὰ τὴν νέα ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε. Τί καινούργιο ὑπάρχει σὲ τούτη τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης; Εἶναι ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σπουδαιότητα της. Δὲν εἶναι καινούργιο ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· οἱ ἄνθρωποι πάντοτε ἀγαποῦσαν κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ εἶναι καινούργιο σ’ αὐτή τὴν ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα μας, νὰ συμμετέχουμε στὴν ἀγάπη Του. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀγαπᾶμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀγαπᾶ κι’ Ἐκεῖνος, - ποὺ δὲν ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ποὺ δὲν ξεχωρίζει ἐκείνους ποὺ εἶναι εὐγνώμονες καὶ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀχάριστοι, νὰ μὴν ἀναφέρω ἐκείνους ποὺ ἴσως γοητεύουν κάποιον. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθιὰ καὶ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα· αὐτὸ ποὺ διαφέρει σ’ αὐτή τὴν ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ποιότητα : ὁ Θεός μπορεῖ νὰ χαίρεται καὶ μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του ἐπάνω στὸν Σταυρό.



Καὶ καλούμαστε νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο· καλούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε χωρὶς διακριση – οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ ἔλεγαν ὅτι φερόμαστε ἀδιάκριτα, ἀνόητα, τρελά – καλούμαστε νὰ ἀγαπήσουμε ὁλόψυχα ἐκείνους ποὺ ἔχουν δίκιο καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἄδικο. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἴσως χαιρόμαστε μὲ τοὺς πρώτους καὶ πληγώνεται ἡ καρδιά μας μὲ τοὺς δεύτερους, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μας δὲν πρέπει νὰ παραπαίει. Ὅλοι γνωρίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ ἀγαπᾶμε λίγο αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε φυσικά, καὶ ἀναρωτιόμαστε πῶς μποροῦμε ἀπὸ τὴν μικρὴ ἀγάπη ποὺ ἔχουμε πρὸς τοὺς λίγους, νὰ καλλιεργήσουμε μιὰ ἀγάπη μεγαλύτερη, καὶ ἀγαπώντας ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀξιαγάπητοι, νὰ ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι.


Τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀγαπήσουμε ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα μ’ ἕνα καινούργιο τρόπο: νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε πάντα, καὶ ὄχι μόνο τὶς στιγμὲς ποὺ μᾶς εἶναι εὔκολο, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε δίχως νὰ περιμένουμε τίποτα ἄλλο παρὰ τὴν χαρὰ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὴν κάθε ἀγάπη σὲ ἀπάντηση τῆς δικῆς μας ἀγάπης σὰν ἕνα δῶρο τέλειο, ἅγιο, ποὺ εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι ἀνταμοιβή, δὲν εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο ἔχουμε δικαίωμα, ἀλλὰ κάτι ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐλεύθερα, τέλεια, κάτι ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά μας μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη.


Πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀνταμοιβή, ἁπλῶς νὰ χαιρόμαστε τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ χαιρόμαστε ὅταν συμβαίνει κάτι μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ χαροῦμε καὶ νὰ χαιρόμαστε ξανὰ ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαπᾶμε θὰ ἔχουν χάσει τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας, ποὺ θὰ τοὺς ἔχει τουλάχιστον ἀπομείνει, τουλάχιστον κάτι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τοὺς τὸ στερήσουμε.


Καὶ πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου: ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε τὸ καλὸ σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ σκεφτόμαστε ποιὸ εἶναι ἀληθινὰ καλὸ γιὰ ἕνα πρόσωπο. Δὲν μιλάω γιὰ τὸν σκληρὸ τρόπο ποὺ συνεχῶς ὁρίζουμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ τὸ καλὸ τους, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πιέζουμε, ἤ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ πιέσουμε προκειμένου νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἶναι. Ὄχι· σκέφτομαι κάποιον ἄλλο τρόπο προσεκτικῆς ἀναζήτησης γιὰ τὸ καλό τους: ποτὲ νὰ μὴν στηρίζουμε τὴν ἀδυναμία τους ἀφήνοντας τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται ὡς ἔχουν, ποτὲ νὰ μὴν κλείνουμε τὰ μάτια μας σὲ ὅ,τι εἶναι γι’ αὐτοὺς καταστροφικό, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια μὲ ἔλεος, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ἔτσι ὥστε νὰ οἰκοδομοῦνται καὶ ὄχι νὰ καταστρέφονται.


Ἄν ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε καλύτερα ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα καὶ φυσικά, ἡ καρδιὰ μας θὰ γίνει πιὸ καθαρή, πιὸ ἁγνὴ καὶ πιὸ μεγάλη, καὶ θὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους, ἴσως μονάχα ἕνα πρόσωπο, καὶ μετὰ ἕνα ἄλλο, καὶ ξανὰ ἕνα ἄλλο, μὲ μεγαλύτερο τίμημα, μὲ μεγαλύτερη ἁγνότητα, μὲ λιγότερο ἐγωϊσμό, μὲ μιὰ μακρόθυμη καρδιά.


Ἄς ξεκινήσουμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ μοιραστοῦμε, μιὰ ἀγάπη ποὺ εἶναι προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ εἶναι φῶς, χαρά, πίστη, ποὺ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς αἰωνιότητας ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀμήν.



Ἀπόδοση κειμένου: www.agiazoni.gr

«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».

 Κυριακή Β΄ Λουκᾶ (Λουκ.στ΄ 31-36)


 (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Ἀπὸ τότε, ἀγαπητὲ ἀναγνῶσα, ποὺ ὑπάρχουν ἄνθρωποι εἰς τὴν γῆν, διεπιστώθη ἡ ἀνάγκη τῆς δημιουργίας κοινωνιῶν. Αἱ κοινωνίαι ὅμως αὐταὶ ἔπρεπε νὰ στηρίζωνται σὲ νόμους. Καὶ ἑκάθησεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔκαμε νόμους.  Πόσους; Εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθοῦν.  Καὶ ὅμως παρὰ τὴν πολυνομίαν, βασιλεύει ἀτυχῶς ἡ ἀνομία. Οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι εὐτυχισμένοι. Σχεδὸν κυριαρχεῖ τὸ ψέμα, ἡ ἀβεβαιότης, ἡ ἀδικία.


Ἰδοὺ ὅμως σήμερον ἕνας νόμος.  Εἶναι παλαιός.  Πάντοτε, παρὰ ταῦτα, νέος. Ἁπλοῦς, σύντομος, σωτήριος. «Αὐτὰ ποὺ θὰ ἤθελες νὰ κάμουν οἱ ἄλλοι σὲ σένα, αὐτὰ πρέπει νὰ κάμῃς καὶ σὺ εἰς αὐτούς».  Πόσον εὐκολονόητος ὁ νόμος αὐτός!  «Χρυσοῦς κανὼν» ὠνομάσθη· ἀκριβὴς ζυγαριὰ κοινωνικῆς δικαιοσύνης.  Καὶ ἡ μακρὰ ἀνθρωπίνη πεῖρα ἀπέδειξεν, ὅτι κάθε ἄλλη νομοθεσία, μὴ στηριζόμενη εἰς τὸν κανόνα αὐτόν, ποὺ διετύπωσεν ὁ Κύριος, καταντᾷ ψευδὲς κατασκεύασμα καὶ ἀπατηλὸ σκέπασμα ἀτομισμοῦ καὶ ἀδικίας.

Ἄς ἴδωμεν, λοιπόν, τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ θείου αὐτοῦ νόμου εἰ’ς τὴν σύγχρονον κοινωνίαν μας.


1.Εἶσαι εἰς τὴν κορυφήν;


«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιτεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Δηλαδή, τί θὰ ἤθελες σὺ ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους σου, ἐὰν ἦσο ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑφισταμένους, τοὺς ἐργάτας, τοὺς ὑπηρέτας; Θὰ ἤθελες, φυσικά, δικαίαν ἀμοιβήν, δίκαιον ἡμερομίθσιον, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀναγνώρισις τῶν δικαιωμάτων, τὰ ὁποῖα ἔχεις καὶ σὺ εἰς τὴν ζωήν.


Καὶ θὰ εὕρισκες τόσον ἀληθινὸν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «ἄξιός ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ» (Ματθ. ι΄10). Ἀφοῦ, δηλαδή, ἐργάζεται δικαιοῦται νὰ ἔχῃ τὰ μέσα διὰ τὴν τροφήν του καὶ τὴν συντήρησίν του. Αἴ! λοιπόν.

Τώρα, ποὺ εἶσαι σὺ προϊστάμενος, ἐργοδότης, ἀξιωματοῦχος «ποίει ὁμοίως». Δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα, λέγει ὁ Κύριος, νὰ ἀδικῇς τὸν ὑφιστάμνεό σου, νὰ τὸν ἐκμεταλλεύεσαι, νὰ τὸν ἀφήνῃς νὰ πεινᾷ καὶ νὰ βλέπῃ τὴν οἰκογένειά του νὰ λυώνῃ ὡσὰν τὴν λαμπάδα ἀπὸ τὴν δυστυχίαν καὶ τὸν ὑποσιτισμόν.

Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ κατωτέρου σου.  Ζῆσε διὰ μερικὲς στιγμὲς τὴν ζωήν του, κι ἔπειτα κρῖνε ποῖον εἶναι τὸ καθῆκόν σου. Ἄν ἐγίνετο αὐτό, δὲν θὰ ἐδημιουργοῦντο εἰς τὴν κοινωνίαν αἱ μεγάλαι ἀδικίαι καὶ τὰ ἐγκληματικὰ λάθη,  ποὺ βλέπομεν σὲ κάθε βῆμα.  Ἀφάνταστοι αἱ ἀδικίαι εἰς βάρος τῶν πτωχῶν, τῶν μικρῶν, τῶν ἀδυνάτων.  Πλουτίζουν μὲ τὸ αἷμα τῶν συναθρώπων των πολλοί.  Καταπατοῦν στοιχειώδεις ἀρχὰς δικαιοσύνης.  Καὶ ὁ μικρὸς πιέζεται.  Ἡ φωνή του δὲν ἀκούγεται. Οὔτε ὁ στεναγμός του.

 Ποτίζει μὲ δάκρυ καὶ αἷμα τὸ λιγοστό ψωμί του.  Φοβερόν!  Ἄνθρωπε, διατὶ λησμονεῖς τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου; Ἦτο Θεός, κυρίαρχος, παντοκράτωρ.  Καὶ ὅμως ἔγινε δοῦλος, διὰ νὰ γίνωμεν ἡμεῖς κύριοι, ἐλεύθεροι, εὐτυχεῖς. «Οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι», εἶπεν ὁ Κύριος.  Πῶς κατόπιν τούτου τολμῶμεν ἡμεῖς καὶ περιφρονοῦμεν καὶ ἀδικοῦμεν τὸν ἀδελφό μας; Ἔπειτα, ἡ ζωή εἶναι τροχός.  Δὲν εἶναι καθόλου παράδοξον νὰ εὑρεθῇς κάποτε καὶ σὺ εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑφισταμένου.

 Πόσοι πρῲην ἐργοσταρχιάρχαι ἔγιναν ἐργάται, πτωχοί, ἄστεγοι!  Καὶ τότε; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ νὰ μὴ γίνῃ, μὴ λησμονῶμεν, ὅτι ὅλοι μας ἔχομεν «Κύριον ἐν οὐρανοῖς», ὁ Ὁποῖος θὰ ζητήσῃ κάποτε λογαριασμόν.  Δὲν φοβούμεθα τὴν ὀργὴν τοῦ αἰωνίου καὶ ἀδεκάστου Νομοθέτου καὶ Κριτοῦ;


2.Εἶσαι εἰς τὴν βάσιν;


Δὲν εἶσαι ὅμως προϊστάμενος.  Εἶσαι ὑφιστάμενος, ἐργάτης. Ἔχει καὶ διὰ σὲ ἐφαρμογὴν ὁ «χρυσοὺς κανών». Τί, λοιπόν, θὰ ἤθελες ἐκ μέρους τῶν ὑφισταμένων σου, ἄν ἦσο προϊστάμενος; Βέβαια, ποιότητα ἐργασίας καλήν, εἰλικρίνειαν, τιμιότητα, ἐργατικότητα.  Τώρα ὅμως εἶσαι ὑφιστάμενος.  Καλεῖσαι, λοιπόν, νὰ θέσῃς εἰς ἐφαρμογὴν ὅλα ὅσα ζητεῖς ἀπὸ τοὺς ἄλλους.  Ἐργάσου, συνεπῶς, τίμια. Ὄχι ψεύτικη δουλειά.

Ὄχι πονηρία καὶ δόλος. Ἑὰν ἦτο προηγουμένως ἄδικος ὁ προϊστάμενος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤμειψεν ὅσον ἔπρεπε τὸν ἐργάτην, ὁ ὁποῖος ἠδίκησε τὸν μικρότερον, τώρα εἶσαι καὶ σὺ ἄδικος, διότι δὲν ἐργάζεσαι εὐσυνειδήτως, δὲν κάνεις τὴν δουλειά σου μὲ εἰλικρίνειαν καὶ τιμιότητα.  Μὴ παραπονῆσαι κατόπιν, ἄν οἱ ἄλλοι σὲ ἀδικοῦν.

 Νὰ γιατὶ ζῶμεν εἰς μία ἀτμόσφαιραν δολιότητος καὶ ψεύδους.  Διότι δὲν ὑπάρχει ἑκατέρωθεν δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη.  Καὶ ὅταν λείπουν αὐτά, φυσικὸν εἶναι νὰ ἐμφανίζεται ὁ δόλος, ὁ ἀνταγωνισμός, ἡ «ταξικὴ πάλη», ποὺ νεκρώνει τὸν κοινωνικὸν ὀργανισμὸν καὶ ὑποσκάπτουν τὰ θεμέλια τῆς εἰρηνικῆς κοινωνικῆς ζωῆς.

Ὁ Ἀπόστ. Παῦλος, διὰ νὰ τονίσῃ τὴν ἀνάγκη τῆς συνεργασίας τῶν ἀνθρώπων μὲ πνεῦμα κατανοήσεως, ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης, χρησιμοποιεῖ τὸ ἐξαίρετον παράδειγμα τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Μᾶς ἐκπλήσσει ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τάξις, ποὺ ἐπικρατοῦν μεταξύ των.

 Τὸ ἕνα βέβαια μέλος εἶναι καρδιά, δηλ. προνομιοῦχον· δὲν σημαίνει ὅμως αὐτό, ὅτι δικαιοῦται νὰ ἀδιαφορήσῃ διὰ τὸν δάκτυλον τοῦ ποδιοῦ.  Στέλλει ἔτσι καὶ ἐκεῖ αἷμα, διὰ νὰ τὸ θρέψῃ.  Τὸ ἄλλο εἶναι ἐγκέφαλος, δηλαδὴ κυβερνήτης τοῦ ὀργανισμοῦ.  Βλέπει ὅμως μὲ ἐνδιαφέρον ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μέλη.

Καὶ φροντίζει μὲ στοργήν.  Τί θὰ ἐγίνετο τώρα, ἄν τὰ ἰσχυρότερα μέλη ἠρνοῦντο νὰ συνεργασθοῦν μὲ τὰ ἀσθενέστερα; Θὰ ἔπαυε κάθε ζωὴ καὶ ὁ ὀργανισμὸς θὰ ἐνεκροῦτο.

Ὀργανισμὸς εἶναι καὶ ἡ κοινωνία, μὲ μέλη τοὺς ἀνθρώπους. Ἄν χρειάζωνται τὰ μεγαλύτερα καὶ σπουδαιότερα μέλη, χρειάζονται ὅμως καὶ τὰ μικρά.  Καὶ ἄν οἱ μεγάλοι ὀφείλουν νὰ συμπεριφέρονται μὲ ἀγάπην καὶ δικαιοσύνην, ὀφείλουν, ἐπίσης, καὶ οἱ μικρότεροι καὶ οἱ ἀσημότεροι καὶ οἱ ὑφιστάμενοι νὰ φέρωνται μὲ δικαιοσύνην καὶ τιμιότητα. Ὁ «χρυσοῦς κανὼν» ἐξ ἴσου ἀναγκαῖος καὶ ἀπαραίτητος καὶ διὰ τοὺς δύο. Ἐπαναλαμβάνομεν: Καὶ διὰ τοὺς δύο.


3. Ἡ ὁριζοντία γραμμή.


Ὅπου ἔπειτα καὶ ἄν στρέψωμεν τὸ βλέμμα μας, θὰ ἴδωμεν γύρω μας τόσους ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν μὲν μὲ ἡμᾶς σχέσιν ὑπαλλήλου, ἤ ὑφισταμένου, ἤ προϊσταμένου, συναλλάσονται ὅμως μαζί μας, συνεργάζονται, ἔρχονται εἰς κοινωνικὰς σχέσεις, ὡς ἰσότιμα μέλη τῆς κοινωνίας.

Τί, λοιπόν, θὰ ἤθελες νὰ σοῦ κάμῃ ὁ ἄλλος, ὅταν σὺ εἶσαι λ.χ. ὁ καταναλωτής, ὁ ἀγοραστής τῶν εἰδῶν; Ζητεῖς πρῶτον «σωστὸ ζύγι».  Καὶ ἐνθυμεῖσια ἐδῶ πόσην σημασίαν ἔχει ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ: «Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει, ἐν μέτροις καὶ ἐν σταθμοῖς καὶ ἐν ζυγοῖς.  Ζυγὰ δίκαια καὶ σταθμία δίκαια ἔσται ἐν ὑμῖν» (Λευϊτικόν, ιθ΄ 35-36).

Ἀλλὰ διατὶ δὲν ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι τοιούτου εἴδους δικαιοσύνην πρέπει νὰ ἐφαρμόζωμεν πρῶτα ἡμεῖς εἰς τὸ ἔργον μας; Ἡ εὐσέβεια δὲν εἶναι μέσον ποὺ πρέπει νὰ δεσμεύῃ μόνον τοὺς ἄλλους, διὰ νὰ μὴ ἀδικοῦν ἡμᾶς, ἀλλὰ στοιχεῖον ἀπαραίτητον καὶ τῆς ἰδικῆς μας ζωῆς.  Διότι διαφορετικά, θὰ ἐφαρμοσθῇ αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή; «Βδέλυγμα τῷ Κυρίῳ πᾶς ὁ ποιῶν ταῦτα».

Συμβαίνει συχνὰ πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ διαμαρτύρωνται διὰ τὴν ἀδικίαν, ποὺ κάμουν οἱ ἄλλοι εἰς βάρος των. Ὅταν ὅμως εὑρεθοῦν εἰς παρομοίαν κατάστασιν οἱ διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀδικίαν, ἀδικοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ καταπατοῦν τὸν νόμον τῆς ἀγάπης.  Λησμονοῦν τὸ «καθὼς θέλετε...».

Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει μέσα του συναίσθησιν τῶν εὐθυνῶν του καὶ συνείδησιν τοῦ χρέους του ἀπέναντι τῶν ἄλλων. Ἀδικεῖ, καταπατεῖ, ἀδιαφορεῖ διὰ τὸν ἄλλον.

Πάσχει ἔπειτα ὁ ἄλλος; Στερεῖται καὶ ὑποφέρει; Ἔχει ἀνάγκην προστασίας; Πῶς θὰ ἤθελες νὰ σοῦ φερθοῦν οἱ γύρω, ἐὰν σὺ ἦσο ὁ ὑποφέρων; Δὲν θὰ ἐπεθύμεις νὰ σκύψουν οἱ ἄλλοι ἐπάνω σου μὲ στοργήν, καὶ ἐνδιαφέρον, μὲ κατανόησιν; Νὰ δροσίσουν τὸ μέτωπό σου, ποὺ τὸ καίει ὁ πυρετός;

Νὰ σὲ βοηθήσουν διὰ τὴν ἐξοικονόμησιν τῶν μέσων τῆς ζωῆς.  Λοιπόν, τὸ δίκαιον ἐπιβάλλει, νὰ φερθῇς καὶ σὺ κατὰ τὸ ἴδιον τρόπον πρὸς τὸν διπλανόν σου, ποὺ εὑρίσκεται σήμερα εἰς κατάστασιν ἀνάγκης.  Δὲν εἶναι αὐτὸ μόνον πρᾶξις φιλανθρωπίας. Εἶναι κυρίως ἔργον δικαιοσύνης καὶ ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.

Θὰ ἤθελες ἔπειτα ὁ ἄλλος νὰ ἐπιβουλευθῇ τὴν περιουσία σου;

Θὰ ἤθελες νὰ πληγώση τὴν ἠθικὴν τῆς οἰκογενείας σου; Θὰ ἤθελες νὰ τραυματίσῃ τὴν ὑπόληψίν σου; Θὰ ἤθελες νὰ σὲ πικράνῃ μὲ τὰ λόγια του, τὰ γεμᾶτα χολήν; Θὰ ἤθελες νὰ σὲ ἐχθρεύεται καὶ νὰ παρεμποδίζῃ τὸ ἔργον σου; Χίλιες φορὲς ὄχι.  Σωστά.  Συνεπῶς, καὶ σὺ μὴ τὸ κάμῃς αὐτὸ στοὺς ἄλλους. Ἀγάπα τους, μὴ τοὺς πικραίνῃς, μὴ λὲς πικρόχολες κουβέντες, μὴ ἀνοίγῃς πληγές, μὴ σβήνῃς τὴ χαρὰ ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων.  Βαμβάκι στὸ χέρι σου, καὶ λάδι. Ὄχι σουβλὶ καὶ δηλητήριον...


Ἀγαπητοί,

Θὰ ἐνθυμεῖσθε ἀσφαλῶς τὸν ὡραῖον ἐκεῖνον μῦθον τοῦ Αἰσώπου.  Μιὰ κόττα ἐγύριζεν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ σπιτιοῦ καὶ ζητοῦσε σκουλήκια.  Ψάχνει παντοῦ.  Αἴφνης μὲ τὸ πόδι της, ἐκεῖ ποὺ σκαλίζει, ἀνακαλύπτει στὰ χώματα ἕνα πραγματάκι, ποὺ γυαλίζει... Τὸ τσιμπάει.  Δὲν τρώγεται.  Τὸ ξανακοιτάζει. Ἄχρηστο πρᾶγμα.... Δὲν εἶναι σκουλήκι, ποὺ ζητάει αὐτή... Καὶ μὲ τὸ πόδι της τὸ πετάει μακριά.  Περνοῦσε κάποιος τὴν ὥρα ἐκείνη.  Τὸ εἶδε. Ἔσκυψε καὶ τὸ ἐπῆρε. Ἦταν ἕνα διαμάντι μεγάλης ἀξίας....

Πόσες φορὲς παθαίνομε καὶ ἡμεῖς σὰν τὴν κόττα!  Κάνομε νόμους, ὀργανισμούς, συνθήκας, συμφωνίας.  Ματαίως.  Οὔτε δικαιοσύνη, οὔτε ἀγάπη, οὔτε εἰρήνη.  Γιατὶ ἆρα γε;  Διότι συνήθως πετᾶμε τὸ..... διαμάντι!  Τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ!  Ἀδίκως θὰ περιμένωμεν βελτιώσιν. Ἄς τὸ καταλάβωμεν καλά.  Δὲν χρειάζονται πολλοὶ νόμοι καὶ ἀπειλές.  Σχίσατε τοὺς ἀνθρωπίνους κώδικας, ἄν θέλετε.  Ἀναρτήσατε ὅμως παντοῦ, εἰς τὰ δικαστήρια, εἰς τὰ καταστήματα, εἰς τὰ σχολεῖα, εἰς τὶς καρδιές, πρὸ παντὸς τῶν ἀνθρώπων, τὸν σύνοντομον αὐτόν, ἀλλὰ καὶ σωτήριον, νόμον τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ ἔνδεκα λέξεις μονον ἀποτελεῖται.  Εἶναι ὅμως τὸ πιὸ πολύτιμο διαμάντι τοῦ κόσμου.

Ἡ μοναδικὴ χρυσῆ καὶ αἰώνια βάσις τῆς κοινωνίας. Ἀρκεῖ μόνον νὰ σκύψωμεν καὶ νὰ πάρωμεν μὲ εὐλάβειαν στὰ χέρια μας τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, τὸ διαμάντι αὐτό, ποὺ -τί κρῖμα! -ὁ κόσμος τὸ ἔχει πετάξει... Ἀλλὰ θὰ τὸ πάρωμεν, ἆραγε;


Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

(σελ.143-147)

Ἐκδόσεις Β΄

Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά εις το, Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι.

 Αυτός που έπλασε μόνος τις καρδιές μας και παρατηρεί όλα τα έργα μας, αυτός ο οποίος ενεφανίσθη σε εμάς με σάρκα και μας ηξίωσε να γίνει διδάσκαλός μας, ζητεί τώρα από εμάς αυτά που παρεφθάρησαν, για να τα αναπλάσει, εκείνα ακριβώς που ενέβαλε στις ψυχές μας όταν στην αρχή μας έπλασε. Διότι απ’ αρχής μας έπλασε καταλλήλους για τη μέλλουσα διδασκαλία, και ύστερα έδωσε τη διδασκαλία την κατάλληλη προς την αρχικήν πλάση. Δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ανακαθάρει την ωραιότητα του πλάσματος,

που είχεν αμαυρωθεί με την πρόσληψη της αμαρτίας. Αυτό δεικνύει με τον καλλίτερο τρόπον η σήμερα αναγινωσκομένη, και προβαλλομένη από εμάς προς ερμηνείαν περικοπή του Ευαγγελίου: «Καθώς θέλετε», λέγει, «ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Καλώς προείπεν ο Προφήτης Ησαίας ότι «λόγον συντετμημένον δώσει Κύριος επί της γης». Πράγματι, σε αυτόν τον ένα και σύντομο λόγο συμπεριέλαβε κάθε αρετήν, κάθε εντολήν, σχεδόν κάθε καλήν πράξη και γνώμη. Γι’ αυτό και κατά τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, αφού προέταξε αυτό ο Κύριος, προσέθεσε «ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται». Πράγματι, σε άλλο σημείον, συγκεφαλαιώνοντας, είπεν ότι σε δύο εντολές, στην προς τον Θεόν και προς τον πλησίον αγάπη «κρέμανται όλος ο νόμος και οι προφήται».


Τώρα όμως συνήγαγε τα πάντα σε ένα, και συμπεριέλαβε όχι μόνον την κατά τον νόμον και τους προφήτες αρετήν, αλλά και κάθε αγαθοεργίαν γενικώς μεταξύ των ανθρώπων. Διότι τώρα νομοθετεί όχι σε ένα γένος μόνον, αλλά σε όλη την οικουμένη, ή μάλλον σε όσους συνδέονται με αυτόν δια της πίστεως, από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανόν.

Και μάλιστα, όχι μόνο συμπεριέλαβε, αλλά και έδειξε ότι κάθε μία από τις εντολές που εδόθησαν από Αυτόν υπάρχει έμφυτος μέσα μας. Πράγματι, αυτό είναι που και ο αδελφόθεος Ιάκωβος μας παραγγέλλει λέγοντας: «αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας, εν πραότητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών». Αυτό μας το είχε διακηρύξει ο Θεός και με τον Προφήτην Ιερεμία, λέγοντας: «διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών». Διότι το να έχωμε εκουσίαν γνώμην είναι ιδιότης της διανοίας. Αφού λοιπόν ο Κύριος έδειξε ότι κατ’ αυτόν τον έμφυτον νόμον έχουν αναγραφεί τώρα όλα τα ευαγγελικά παραγγέλματα, προστάζει και νομοθετεί να πολιτευώμεθα σύμφωνα με αυτά, διότι ενέβαλε την γνώση του πρακτέου μέσα στη φύση μας, ως φιλάγαθος και φιλάνθρωπος που είναι. Μάλιστα ο Κύριος, με την κεφαλαιώδη αυτήν παραίνεση, το «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», έδειξεν ότι κάθε ευαγγελική εντολή είναι όχι μόνον έμφυτος αλλά και δικαία και εύκολος και συμφέρουσα, και επίσης εύληπτος σε όλους και ευνόητος από μόνη της.


Τι δηλαδή, δεν γνωρίζεις ότι το να οργίζεσαι εναντίον του αδελφού και να τον προσβάλλεις και μάλιστα χωρίς λόγον είναι κακόν; Και πώς εσύ δεν θέλεις να υποστείς την οργήν και την προσβολήν του, και ούτε καν μετά από σκέψη φθάνεις σ’ αυτήν την γνώμην, αλλά αμέσως δυσανασχετείς προς την εναντίον σου κινουμένην οργήν και προσβολήν, και με κάθε τρόπον την αποφεύγεις μη καταδεχόμενος αυτήν, οπωσδήποτε ως κακήν, ως άθεσμον, ως ασύμφορον; Έτσι θεωρείς και την προς την σύζυγό σου εμπαθή και περίεργον θέαν από κάποιον άλλον. Έτσι επίσης, όχι μόνον το εναντίον σου, αλλά και το προς εσέ για οποιονδήποτε λεγόμενον ψεύδος. Και γενικώς, αυτήν την εσωτερικήν στάση κρατούμε απέναντι σε κάθε τι απηγορευμένον από την ευαγγελικήν εντολήν. Τι πρέπει να ειπούμε περί όλων των αμαρτωλών πράξεων που έχουν προαπαγορευθεί από τον παλαιόν νόμον, του φόνου, της μοιχείας, της επιορκίας, της αδικίας και των ομοίων; Ακόμη δε και περί των αντιθέτων από αυτά αρετών, και πώς μας αρέσουν αυτοί που τις χρησιμοποιούν υπέρ ημών; Βλέπεις ότι και γνωρίζεις από μόνος σου κάθε εντολήν, και την κρίνεις ως δικαίαν και συμφέρουσα; Και όχι μόνον αυτό αλλά και ως ευχερή; Διότι δεν θα θεωρούσες πολύ αξιόμεμπτον αυτόν που θυμώνει ή ψεύδεται εναντίον σου ή σε επιβουλεύεται με άλλον τρόπο, εάν ενόμιζες ότι είναι δυσκατόρθωτον ή αδύνατον το να απέχει εκείνος από αυτά.


Μη λοιπόν, όταν μεν εσύ κακοπαθείς από άλλον, όταν υβρίζεσαι, εξαπατάσαι ή ζημιώνεσαι, συνηγορείς υπέρ του εαυτού σου, ενώ όταν συ ο ίδιος υβρίζεις και αδικείς και επιχειρείς να εξαπατήσεις τον πλησίον σου, τον καταδικάζεις μη εξάγοντας την ιδίαν απόφαση για τα ίδια πράγματα. Αλλά να είσαι αντικειμενικός κριτής, και εκείνα μεν που δεν θέλεις να παθαίνεις από άλλον ως κακά, με κανέναν τρόπο να μην τα κάνεις στον άλλον, εκείνα δε τα αγαθά που ποθείς εσύ να σου γίνωνται από τον άλλον, αυτά να του κάνεις και συ. Ζητείς κάτι από κάποιον, βοήθειαν ίσως ή κάποιαν άλλην εξυπηρέτηση, και θέλεις οπωσδήποτε να την λάβεις, επειδή το θεωρείς καλόν; Γιατί όχι; Όταν λοιπόν κάποιος άλλος σου ζητεί κάτι, σπεύσε να του φερθείς φιλικώς, και να θεωρείς καλόν το να λάβει και εκείνος κάτι εμπράκτως από σε. Αλλά ζητεί εκείνος από σε κάτι περισσότερον από όσα έχεις; Δείξε με όσα έχεις ότι και αν είχες περισσότερα, θα του τα παρείχες. Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγνώμης, και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκριση, βλέπε κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου, και έτσι να αποφασίζεις και να ενεργείς, με αυτήν την διάθεση. Γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού, λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, να αγαθοποιούμε φιμώνοντας την αγνωσίαν των αφρόνων ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως, και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους.


Πράγματι, πώς δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ίδια φύση, αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίση, μολονότι ενυπάρχουν σ’ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωνε καλήν διάθεση προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σε εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ’ εικόνα Του Αγαθού. Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών, την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν.


Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύση μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς Του νόμους, κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», και: «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι. Και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα». Αμαρτωλούς εδώ ονομάζει όσους δεν φέρουν το όνομά Του, και όσους δεν πολιτεύονται σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν Του. Τους απεκάλεσε όλους αυτούς με ένα όνομα, δεικνύοντας με τον τρόπον αυτόν ότι δεν προκύπτει κανένα όφελος από το να λεγώμεθα χριστιανοί, εάν με τα έργα μας δεν διαφέρωμε από τους εθνικούς. Όπως δηλαδή έλεγεν ο μέγας Παύλος προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί, εάν νόμον πράττεις. Εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν», έτσι και τώρα ο Χριστός λέγει σ’ εμάς δια του Ευαγγελίου, ότι σε σας τους ιδικούς μου θα υπάρχει η χάρις που ενώνει με εμέ, εάν τηρήτε τις εντολές μου. Εάν όμως πράττετε τα έργα των αμαρτωλών και τίποτε περισσότερον, Εάν λοιπόν αγαπάτε δηλαδή αυτούς που σας αγαπούν και ευεργετήτε αυτούς που σας ευεργετούν, δεν θα αποκτήσετε από αυτά καμμίαν παρρησία προς εμέ.


Και δεν τα λέγει αυτά αποτρέποντάς μας από το να αγαπούμε αυτούς που μας αγαπούν, και από το να ευεργετούμε αυτούς που μας ευεργετούν, και από το να δανείζωμε σε αυτούς που πρόκειται να μας τα επιστρέψουν, αλλά φανερώνει ότι κανένα από αυτά δεν έχει μισθόν, επειδή λαμβάνει εδώ την ανταπόδοση, και δεν φέρνει καμμίαν χάρη στην ψυχήν ούτε την καθαρίζει από την αμαρτίαν που την έχει κηλιδώσει. Δεν προξενούν λοιπόν αυτά, όταν υπάρχουν, κανένα κέρδος, καμμίαν ιδιαιτέραν χάρη στην ψυχήν ως αιωνίαν ανταπόδοσιν, όταν όμως απουσιάζουν προξενούν πολλήν κατάκρισιν και ζημίαν. Διότι αυτοί που δεν ανταγαπούν ούτε εκείνους που τους αγαπούν και τους φροντίζουν, είναι χειρότεροι και από τους τελώνες και τους αμαρτωλούς. Εκείνοι δε που με έργα και λόγους τους ανταμείβουν με τα αντίθετα, πόσον περισσότερο κατακρίνονται; Τοιούτοι είναι και όσοι αφηνιάζουν προς τους άρχοντες της πόλεως, μολονότι εκείνοι καθημερινώς καταβάλλουν γι’ αυτούς σημαντικές φροντίδες, όσοι δεν αποδίδουν την εύνοιαν που αρμόζει στους βασιλείς οι οποίοι ετάχθησαν από τον Θεόν, όσοι δεν ταπεινώνονται κάτω από την κραταιάν χείρα του Θεού, αλλά απειθούν στην Εκκλησίαν του Χριστού, και αγανακτούν ματαίως κατά των προστατών της Εκκλησίας, και μάλιστα την στιγμή που εκείνοι καταβάλλουν τόσην προσπάθεια για το καλό τους, και θέλουν και εύχονται και πράττουν με όλην τους την δύναμη κάθε αγαθόν και ωφέλιμο γι’ αυτούς.


Αλλά και εκείνοι που δεν δανείζουν στους υποσχομένους να ανταποδώσουν τα ίσα και εγκαίρως, αλλά απαιτούν τόκους και μάλιστα βαρείς και χωρίς αυτούς ούτε καν να εμφανισθεί επιτρέπουν ο κήνσος και το αργύριον, είναι σχεδόν άνομοι και χειρότεροι από τους αμαρτωλούς, αφού ούτε στον παλαιό νόμο πείθονται ούτε στην νέαν Διαθήκην. Από αυτά, η μεν Διαθήκη μας προτρέπει να δανείζωμε και σε εκείνους οι οποίοι δεν υπάρχει ελπίς να μας επιστρέψουν το δάνειον, ο δε παλαιός νόμος λέγει «ουκ εκτοκιείς (να μην τοκίσεις δηλαδή) το αργύριόν σου», και επαινεί αυτόν που δεν δίδει τα χρήματά του με τόκο. Επίσης συνιστά να αποφεύγωμε την πόλη, στις πλατείες της οποίας, δηλαδή φανερά, συνάπτονται δάνεια με τόκον και δόλον. Βλέπετε ότι ο τοκογλύφος αφαιρεί όχι μόνον της ψυχής του, αλλά και της πολιτείας την δόξα, διότι της προσάπτει κατηγορίαν απανθρωπίας, και την αδικεί ολοκληρωτικά και σοβαρά; Διότι ενώ είναι ιδικός της πολίτης, και όσα έχει τα απέκτησε από αυτήν, δεν τα χρησιμοποιεί προς όφελός της. Σ’ αυτούς που δεν έχουν δεν θέλει να δανείζει, ενώ σε αυτούς που έχουν, αλλά ολίγα, δίδει με τόκον, ώστε μαζί με το επάγγελμά τους να τους αφαιρέσει και εκείνα τα ολίγα που έχουν.

Σπεύδει λοιπόν να πλουτίσει ο τοκιστής όχι τόσον με χρήματα όσον με αμαρτήματα, καταστρέφοντας έτσι και την περιουσία του δανειζομένου, και την ιδικήν του ψυχήν. Διότι οι τόκοι είναι σαν γεννήματα εχιδνών, τα οποία φωλιάζουν στους κόλπους των φιλαργύρων, και προδηλώνουν ότι δεν θα διαφύγουν τους ακοιμήτους σκώληκες που απειλούνται για τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δε κάποιος από αυτούς λέγει ότι, αφού δεν μου επιτρέπεις να λαμβάνω τόκους, θα κρατήσω κοντά μου το αργύριον που μου περισσεύει, και δεν θα το διαθέσω σε όσους χρειάζονται δανεικά, αυτός ας γνωρίζει ότι έχει μέσα του τις μητέρες των εχιδνών οι οποίες θα του γίνουν μητέρες και των ακοιμήτων εκείνων σκωλήκων.


Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους ο Κύριος, θέλοντας με κάθε τρόπον να μας απομακρύνει από όλα αυτά τα κακά, παραγγέλλει να αγαπούμε και να αγαθοποιούμε και τους εχθρούς και να δανείζωμε σ’ εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, χωρίς να αποβλέπωμε σε τίποτε, διότι, λέγει, «έστω, ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Μη νομίζεις, λέγει, ότι επειδή αγαθοποιείς αυτούς που σου φέρονται άσχημα, και δίδεις σ’ εκείνους που δεν ανταποδίδουν, θα χάσεις τα ιδικά σου. Διότι τώρα είναι καιρός σποράς και αγαθοεργίας, ο δε καιρός του καταλλήλου θερισμού είναι ο μέλλων αιών.

Μην απελπισθείς λοιπόν για τον χρόνον που έχει ορισθεί μεταξύ σποράς και θερισμού, αλλά γνώριζε ότι θα συγκομίσεις τα αγαθά σου πολλαπλάσια, όπως απεναντίας και οι εδώ κακοποιούντες θα συγκομίσουν τα κακά που τους αρμόζουν. Διότι ό,τι σπείρει κανείς εδώ, τα ανάλογα θα θερίσει εκεί, αλλά με μεγάλην προσθήκη.


Εάν λοιπόν εδώ ομοιώσεις τον εαυτόν σου δια των έργων με τον Υιόν του Θεού, και αποδείξεις ότι είσαι καλός με όλους, όπως και Εκείνος είναι προς όλους αγαθός, θα λάβεις εκεί με επαύξηση την προς Αυτόν ομοίωση, περιλαμπόμενος με το φως της δόξης του Υψίστου, και συζών αιωνίως με εκείνους για τους οποίους ο Χριστός θα είναι «ο Θεός εν μέσω θεών», και θα διαμοιράζει τα αξιώματα της αϊδίου μακαριότητος. Διότι αυτό εδήλωσε με την προσθήκη: «και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Πράγματι, γι’ αυτό και ο Υιός του Θεού, αφού έκλινεν ουρανούς, κατήλθε στην γη και έγινεν υιός ανθρώπου και είπε και έπραξε όλα αυτά, και τέλος αφού έπαθεν απέθανεν υπέρ ημών και ανέστη και ανήλθε πάλι στους ουρανούς για να μας κάνει ουρανίους και αθανάτους και υιούς Θεού. Ώστε αυτά που απαιτεί τώρα από εμάς, το να αγαπούμε τους εχθρούς, να αγαθοποιούμε, να δανείζωμε σε εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, δεν είναι μόνον οφειλόμενα και συμφέροντα για μας, όπως προαπεδείχθη, αλλά και μικρά είναι συγκρινόμενα με όσα δίδονται από Εκείνον. Διότι αυτός μεν έδωσε τον εαυτόν του υπέρ ημών, οι οποίοι όχι μόνον δεν είχαμε τίποτε να του ανταποδώσωμε, αλλά και είχαμε φανεί με πολλούς τρόπους αχάριστοι και πονηροί προηγουμένως. Εμάς όμως μας προτρέπει να δανείζωμε από το περίσσευμα, και να αγαθοποιούμε από όσα έχουμε στην διάθεσή μας. Ποία και πόσα; Και για αυτά ακόμη τα μικρά μας ανταποδίδει την προς αυτόν ομοιότητα και την υψίστην υιοθεσία και τους ουρανίους μισθούς, λέγοντας: «γίνεσθε οικτίρμονες ότι και ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς οικτίρμων εστί». Μεθ’ ου αυτώ πρέπει δόξα συν αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.


Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 311 και εξής.


Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Η τέλεια αγάπη

 Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς


(Λουκ. στ’ 31-36)


Όταν οι άνθρωποι έχουν παντοτινή επίγνωση της φιλανθρωπίας του Θεού προς αυτούς, θα είναι φιλάνθρωποι κι ο ένας προς τον άλλον. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να κάνει τους ανθρώπους άσπλαχνους προς τους άλλους, όσο η πεποίθηση πως κανένας δε θέλει να δώσει και στους ίδιους. Κανένας; Και πού είναι ο Θεός τότε; Δε μας αποζημιώνει κάθε μέρα και κάθε νύχτα ο Θεός με την ευσπλαχνία Του, σε αντίθεση μ’ εμάς που είμαστε άσπλαχνοι; Δεν είναι πιο σπουδαίο για μας να μας ευεργετήσει ο Βασιλιάς στην αυλή Του με την ευσπλαχνία Του, αντί να μας ευεργετούν οι δούλοι Του; Τί μας ωφελεί αν μας ευεργετούν όλοι οι δούλοι Του, αλλά ο Βασιλιάς είναι συγκρατημένος απέναντι μας;



Οι άνθρωποι γίνονται ανελεήμονες όταν περιμένουν από τους άλλους να τους ελεήσουν, ενώ οι άλλοι περιμένουν το ίδιο απ’ αυτούς. Σ’ αυτήν την αμοιβαία αναμονή, στο να περιμένει δηλαδή ο ένας από τον άλλον να τον ελεήσει, όλοι οι άνθρωποι, σαν ένας γενικός κανόνας, γίνονται άσπλαχνοι κι ανελεήμονες. Η ελεημοσύνη όμως δεν είναι παθητική αρετή, αλλά ενεργητική. Πώς θα γνώριζαν οι άνθρωποι τη φιλανθρωπία, αν ο Θεός δεν την είχε πρώτος ασκήσει σ’ αυτούς; Η φιλανθρωπία του Θεού απαιτεί τη φιλανθρωπία των ανθρώπων. Αν ο Θεός δεν είχε πρώτος δείξει τη φιλανθρωπία Του, ο κόσμος δε θα ήξερε τι ήταν.


Εκείνος που κατανοεί πως η φιλανθρωπία είναι ενεργητική αρετή κι όχι παθητική, κι αρχίσει να την εφαρμόζει μ’ αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα διαπιστώσει πως ο ουρανός κι η γη αποκαλύπτονται μπροστά του με νέα χρώματα. Σύντομα θα κατανοήσει τόσο του Θεού τη φιλανθρωπία όσο και του ανθρώπου.


Η φιλανθρωπία είναι όπως η θραύση πέτρας με πέτρα, που πάντα παράγει σπινθήρα. Αυτός που παράγει το σπινθήρα αυτόν κι ο άλλος που τον δέχεται, νιώθουν κι οι δυο τους την παρουσία του Θεού. Τη στιγμή εκείνη νιώθουν το χέρι του Θεού να θωπεύει τις καρδιές τους. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. ε’ 7).


Η ευσπλαχνία είναι ανώτερη από τη συμπόνια, που οι ινδουιστές θεωρούν ως τη μεγαλύτερη αρετή. Ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει συμπόνια για έναν επαίτη, αλλά και να τον προσπεράσει. Ο φιλάνθρωπος όμως θα νιώσει συμπάθεια για τον επαίτη και θα τον βοηθήσει. Το να δείξεις φιλανθρωπία στον επαίτη δεν είναι ούτε το πιο δύσκολο ούτε το ανώτερο πράγμα στο Νόμο του Χριστού. Μεγάλο πράγμα είναι να δείξεις αγάπη στους εχθρούς σου. Η ελεημοσύνη είναι ανώτερη από τη συχώρεση των προσβολών. Η συχώρεση των προσβολών είναι το πρώτο μισό του δρόμου προς το Θεό. Η τέλεση έργων αγάπης είναι το δεύτερο μισό.


Είναι απαραίτητο να το πούμε πως η αγάπη είναι ανώτερη από την κοσμική δικαιοσύνη; Αν δεν υπήρχε η αγάπη, όλοι οι άνθρωποι θα ήταν θύματα της κοσμικής νομικής δικαιοσύνης. Χωρίς αγάπη ο νόμος δεν μπορεί να περιφρουρήσει αυτό που ήδη υπάρχει. Η αγάπη όμως δημιουργεί καινούργια και μεγάλα έργα στον κόσμο. Ολόκληρο τον κόσμο τον δημιούργησε η αγάπη. Γι’ αυτό και είναι καλλίτερο στους ανθρώπους ν’ ασκούνται από τη παιδική τους ηλικία στη γνώση της γλυκύτητας που προσφέρει η αγάπη κι η φιλανθρωπία, παρά να μάθουν τη σκληρότητα του νόμου. Το νόμο τον μαθαίνει κανείς οποτεδήποτε. Όταν όμως η καρδιά σκληρυνθεί, είναι δύσκολο να ξαναγυρίσει και να γίνει σπλαχνική. Όταν οι άνθρωποι είναι ελεήμονες δε θ’ αμαρτήσουν ενάντια στο νόμο. Όταν όμως τηρούν το νόμο αλλά τους λείπει η φιλανθρωπία, διακινδυνεύουν να χάσουν το στεφάνι της δόξας που υποσχέθηκε ο Κύριος στους φιλάνθρωπους.


***


Το σημερινό ευαγγέλιο μιλάει για την ύψιστη μορφή αγάπης: την αγάπη για τους εχθρούς. Ο Κύριος Ιησούς έδωσε την εντολή – όχι συμβουλή αλλά εντολή — ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας. Η εντολή Του αυτή δεν είναι περιστασιακή και σποραδική, όπως είχε γίνει πριν από την έλευσή Του σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις. Η εντολή της αγάπης για τους εχθρούς μας τοποθετείται στην ύψιστη θέση στο ευαγγέλιο.


Είπε ο Κύριος: «Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοί­ως» (Λουκ. στ’ 31). Αυτά είναι τα λόγια του σημερινού ευαγγελίου που μας εισάγουν στην αγάπη για τους εχθρούς μας. Αν δε θέλετε να γίνουν εχθροί σας οι άνθρωποι, πρώτ’ απ’ όλα φροντίστε να μη γίνετε εσείς εχθροί τους. Αν είναι αλήθεια πως κάθε άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο έχει εχθρούς, αυτό σημαίνει πως είσαι εχθρός κάποιου. Πώς τότε απαιτείς από έναν άνθρωπο να γίνει φίλος σου, αφού είσαι εχθρός του; Πρώτα λοιπόν ξερίζωσε την έχθρα από την καρδιά σου κι υστέρα να μετρήσεις τους εχθρούς σου στον κόσμο. Στο μέτρο που θα ξεριζώσεις από την καρδιά σου την πονηρή αυτή ρίζα κι αποκόψεις όλα τα κλαδάκια που πετούν απ’ αυτήν, θα βρεις και λιγότερους εχθρούς να μετρήσεις. Αν μετά θελήσεις να γίνουν φίλοι σου οι άνθρωποι, πρέπει εσύ πρώτα να πάψεις να είσαι εχθρός τους και να γίνεις φίλος τους. Όσο γίνεσαι φίλος με τους άλλους, τόσο ο αριθμός των εχθρών σου θα μειώνεται και στο τέλος θα μηδενιστεί.


Αυτό όμως δεν είναι το κύριο θέμα. Το κύριο θέμα είναι πως σ’ αυτήν την περίπτωση θα έχεις φίλο σου το Θεό. Είναι πολύ πιο σπουδαίο για τη σωτηρία σου να μην είσαι εχθρός κανενός, να μην έχεις καθόλου εχθρούς. Αν είσαι εχθρός άλλων, τόσο εσύ όσο κι οι άλλοι είστε εμπόδια στη σωτηρία σου. Όταν είσαι φίλος με τους άλλους, τότε οι εχθροί σου, έστω και ασυνείδητα, βοηθούν στη σωτηρία σου. Ας σκεφτόταν αλήθεια κάθε άνθρωπος τον αριθμό των ανθρώπων τους οποίους εχθρεύεται ο ίδιος, κι όχι εκείνους που είναι εχθροί του. Τότε το σκοτεινό πρόσωπο αυτού του κόσμου θα άστραφτε μέσα σε μια μέρα σαν τον ήλιο.


Η εντολή του Χριστού πως πρέπει να κάνουμε στους άλλους αυτό που ζητάμε κι εμείς απ’ αυτούς είναι τόσο φυσική και τόσο σαφής και καλή, που είναι να θαυμάζει και ν’ απορεί κανείς πως δεν έχει γίνει από παλιά μια καθημερινή συνήθεια στους ανθρώπους. Κανένας άνθρωπος δε θέλει να τον βλάψουν οι άλλοι. Επομένως ας μη βλάψει κι αυτός τους άλλους. Κάθε άνθρωπος θέλει να του φέρονται καλά. Επομένως ας φέρεται κι αυτός καλά στους άλλους. Κάθε άνθρωπος θέλει να του συχωρούν τις αμαρτίες του. Ας συγχωρεί κι αυτός τις αμαρτίες των άλλων. Κάθε άνθρωπος θέλει να συμπάσχουν οι άλλοι στις λύπες του και να χαίρονται στη χαρά του. Ας συμπάσχει κι αυτός με τις λύπες των άλλων κι ας χαίρεται με τις χαρές τους. Κάθε άνθρωπος θέλει ν’ ακούει καλά λόγια από τους άλλους. Θέλει να τον τιμούν, να τον ταΐζουν όταν πεινάει, να τον επισκέπτονται όταν είναι άρρωστος και να τον προστατεύουν όταν τον κυνηγούν. Ας κάνει κι αυτός τα ίδια στους άλλους.


Αυτό ισχύει τόσο για τους ανθρώπους ατομικά, όσο και για ομάδες ανθρώπων, γειτονικές φυλές, έθνη και κράτη. Αν την εντολή αυτή την υιοθετούσαν σαν κανόνα όλες οι τάξεις, τα έθνη και τα κράτη, θα έπαυε αμέσως κάθε κακία και σύγκρουση ανάμεσά τους, θα εξαλειφόταν κάθε έχθρα και πόλεμος. Αυτό είναι το φάρμακο για κάθε παρόμοια αρρώστια, δεν υπάρχει κανένα άλλο.


Και συνεχίζει ο Κύριος: «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρ­τωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα» (Λουκ. στ’ 32-34). Αυτό πάει να πει: Αν περιμένετε από τους άλλους να σας κάνουν καλό και την καλοσύνη αυτή να την ανταμείψετε και σεις με καλό, δεν κάνετε κάτι επαινετό. Περιμένει ο Θεός ανταμοιβή για τη θερμότητα του ηλίου, για να δώσει εντολή στον ήλιο να λάμψει; Ή μήπως ενεργεί από ευσπλαχνία κι αγάπη; Το ξαναλέμε πως η ευσπλαχνία είναι ενεργητική αρετή, όχι παθητική. Αυτό το έκανε σαφές ο Θεός από τότε που δημιούργησε τον κόσμο. Μέρα με τη μέρα από την αρχή του κόσμου ο Κύριος μοίραζε απλόχερα τα πλούσια τα δώρα Του σ’ όλα τα πλάσματά Του. Αν περίμενε πρώτα από τα πλάσματά Του να του ανταποδώσουν κάτι, ούτε ο κόσμος ούτε ένα μοναδικό πλάσμα δε θα υπήρχε σ’ αυτόν. Αν αγαπάμε μόνο αυτούς που μας αγαπάνε, είμαστε έμποροι και κάνουμε ανταλλαγές. Αν κάνουμε το καλό μόνο στους ευεργέτες μας, είμαστε οφειλέτες και επιστρέφουμε το χρέος μας. Η ευσπλαχνία δεν είναι κάποια αρετή που απλά αποπληρώνει τις οφειλές της, αλλά που πάντα δανείζει. Η αγάπη είναι αρετή που δανείζει συνέχεια χωρίς να ελπίζει σε επιστροφή της οφειλής. Αν δανείζουμε εκείνους που ελπίζουμε πως θα μας τα επιστρέψουν, ποία ημίν χάρις εστί; Τί καλό κάνουμε; Μεταφέρουμε τα χρήματά μας από μια κάσα σε μιαν άλλη, αφού αυτό που δανείζουμε το θεωρούμε δικό μας, όπως κι όταν ήταν στα δικά μας χέρια.


Θα ήταν παραφροσύνη να σκεφτούμε πως με τα παραπάνω λόγια ο Θεός μας διδάσκει να μην αγαπάμε εκείνους που μας αγαπάνε, να μην κάνουμε το καλό σ’ αυτούς που μας ευεργετούν. Θεός φυλάξοι! Αυτό που θέλει να πει, είναι πως αυτή είναι μια κατώτερη αρετή, που μπορούν να την ασκήσουν ακόμα κι οι αμαρτωλοί. Είναι το ελάχιστο μέτρο του καλού, που φτωχαίνει τον κόσμο αυτόν και περιορίζει τους ανθρώπους, τους κάνει στενόμυαλους. Ο Θεός θέλει ν’ αναβιβάσει τον άνθρωπο στα ανώτερα ύψη των αρετών, απ’ όπου θεωρεί κανείς όλα τ’ αγαθά του Θεού, όλους τους κόσμους Του, εκεί που η τρομοκρατημένη και περιορισμένη καρδιά του δούλου γίνεται απεριόριστη κι ελεύθερη καρδιά του υιού και κληρονόμου. Η αγάπη προς αυτούς που μας αγαπάνε είναι μόνο το πρώτο μάθημα στο απέραντο βασίλειο της αγάπης. Η ανταπόδοση του καλού σ’ αυτούς που μας αγαπάνε, είναι μόνο το στοιχειώδες σχολείο, μπροστά στη μακρά σειρά σπουδών στα καλά έργα. Ο δανεισμός σ’ εκείνους που θα ξεπληρώσουν το χρέος τους δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Είναι μόνο το πρώτο δειλό βήμα προς το μέγιστο καλό, που δίνει χωρίς να περιμένει επιστροφή.


Ποιοί είναι εκείνοι που εδώ αποκαλεί αμαρτωλούς ο Θεός; Πρώτα είναι οι ειδωλολάτρες, στους οποίους δεν έχει αποκαλυφθεί η πληρότητα του μυστηρίου της αλήθειας και της αγάπης του Θεού. Είναι αμαρτωλοί επειδή αποστράφηκαν την πρωταρχική αλήθεια και την αγάπη Του. Επειδή στη θέση του Θεού έχουν προσλάβει ως νομοθέτη αυτόν τον κόσμο, που τους διδάσκει πως πρέπει ν’ ανταποδίδουν αγάπη μόνο σ’ αυτούς που τους αγαπάνε, να ευεργετούν μόνο εκείνους από τους οποίους δέχονται το καλό. Το μέγα μυστήριο της αλήθειας και της αγάπης του Θεού αποκαλύπτεται μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, τώρα μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ενάργεια και λαμπρότητα απ’ ότι στην αρχή της δημιουργίας. Αρχικά αποκαλύφθηκε μέσω του Ιουδαϊκού λαού. Απ’ αυτούς, αν κι όχι μόνο γι’ αυτούς, αλλά για όλους τους λαούς της γης.


Όπως ο Θεός προετοίμασε τους Ιουδαίους χιλιάδες χρόνια για να κατανοήσουν και να δεχτούν την πλήρη αποκάλυψη του μυστηρίου, με το Νόμο και τους προφήτες Του, έτσι κι ο Κύριος χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη «αμαρτωλοί» για άλλους λαούς, που έχουν βυθιστεί στην ειδωλολατρεία. Με την λέξη «αμαρτωλοί» όμως και μάλιστα μεγαλύτεροι αμαρτωλοί από τους ειδωλολάτρες, εννοεί κι όλους εκείνους στους οποίους αποκαλύφθηκε το μέγα μυστήριο της αλήθειας και της αγάπης αλλά δεν έμειναν πιστοί σ’ αυτό, παρά ξαναγύρισαν στο κατώτερο επίπεδο του αγαθού, «ώσπερ κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β’ 22). Κι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, χριστιανοί κατ’ όνομα, που με τα έργα τους φανερώνονται οι πιο πρωτόγονοι ειδωλολάτρες.


Τί όφελος έχουμε αν αγαπάμε αυτούς που μας αγαπούν και κάνουμε το καλό σ’ εκείνους που μας ευεργετούν; Δεν επιστρέφουμε στη θέση του αυτό που λάβαμε; Την ανταπόδοσή μας την λάβαμε. Έπαινος αξίζει στα έργα που, σε μικρή κλίμακα, μοιάζουν στα έργα της αγάπης του Θεού.


«Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς, γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. στ’ 35-36). Αυτά είναι τα ύψη στα οποία θέλει ο Θεός να εξυψώσει τους ανθρώπους. Αυτή ήταν μια διδαχή ανήκουστη πριν από την έλευσή Του. Αυτό είναι το ύψος της αξίας του ανθρώπου, που ούτε κι ο μεγαλύτερος σοφός στην ιστορία του κόσμου δεν είχε ονειρευτεί ως τότε. Κι αυτή είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, που αλλοιώνει την καρδιά του ανθρώπου και την μετατρέπει σε ποταμό δακρύων.


Αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Δε λέει «μην ανταποδίδετε κακό στο κακό». Αυτό δεν είναι σπουδαίο πράγμα. Αυτό είναι απλά ανοχή. Ούτε και λέει «αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν».


Αυτή είναι μόνο παθητική αγάπη. Ο Χριστός λέει αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Όχι απλά να τους ανέχεστε, όχι να είστε παθητικοί, αλλά να τους αγαπάτε. Το ξαναλέμε και πάλι, πως η αγάπη είναι ενεργητική αρετή.


Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι αφύσικη; Η αντίρρηση αυτή προβάλλεται πολύ έντονα από τους μη χριστιανούς. Δε βλέπουμε πως πουθενά στη φύση δεν υπάρχει παράδειγμα αγάπης για τους εχθρούς, παρά μόνο αγάπης για τους φίλους; Αυτή είναι λοιπόν αιτία αμφισβήτησης. Τι έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό;


Πρώτ’ απ’ όλα η πίστη μας αναγνωρίζει δύο φύσεις: μία άφθαρτη, φωτεινή και άτρεπτη στο κακό από την αμαρτία, σαν κι αυτήν που είχε ο Αδάμ στον παράδεισο· κι άλλη μια διεστραμμένη, σκοτεινή κι επιρρεπή στο κακό και την αμαρτία, σαν κι αυτήν που αντιμετωπίζουμε διαρκώς σ’ αυτόν τον κόσμο.


Στον κύκλο της πρώτης φύσης, η αγάπη για τους εχθρούς είναι απόλυτα φυσική. Στη φύση αυτή η αγάπη είναι σαν τον αέρα που ανασαίνουν όλα τα πλάσματα και ζουν. Αυτή είναι η αληθινή φύση που δημιούργησε ο Θεός. Απ’ αυτήν η θεϊκή αγάπη λάμπει στη φύση μας όπως οι ακτίνες του ήλιου μέσα από τα σύννεφα. Οτιδήποτε στη γη έχει αληθινή αγάπη, προέρχεται από την αγάπη αυτή.


Στον κύκλο της δεύτερης, της επίγειας φύσης, η αγάπη για τους εχθρούς είναι σπάνια και θα μπορούσε να θεωρηθεί αφύσικη. Δεν είναι πραγματικά αφύσικη. Σε σχέση με την επίγεια φύση μας είναι στην ουσία υπερφυσική ή, καλύτερα, προ-φυσική, καθώς η αγάπη φτάνει στην αμαρτωλή φύση μας από την πρωταρχική, αναμάρτητη κι αθάνατη φύση που προϋπήρχε της δικής μας.


Η αγάπη για τους εχθρούς είναι τόσο σπάνια ώστε θα μπορούσε να κληθεί αφύσικη, λένε άλλοι αντιρρησίες. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε και το μαργαριτάρι είναι αφύσικο, όπως και το διαμάντι κι ο χρυσός. Αυτά είναι όλα σπάνια αντικείμενα. Ποιός όμως μπορεί να τα ονομάσει αφύσικα; Όπως υπάρχουν φυτά που ευδοκιμούν μόνο σε μία περιοχή, έτσι γίνεται και με το σπάνιο αυτό φυτό, τη σπάνια αυτή αγάπη. Φυτρώνει κι αναπτύσσεται μόνο στην Εκκλησία του Χριστού. Για να πειστεί κάποιος από τα πολυάριθμα παραδείγματα του φυτού αυτού και του κάλλους του, πρέπει να διαβάσει τους βίους των αποστόλων του Χριστού, των πατέρων και των ομολογητών της χριστιανικής πίστης, των μαρτύρων της μεγάλης αλήθειας κι αγάπης του Χριστού.


Μια τρίτη ομάδα αντιρρησιών ισχυρίζεται πως αν δεν είναι αδύνατη, η αγάπη αυτή είναι τουλάχιστο εξαιρετικά δύσκολη. Είναι αλήθεια πως δεν είναι εύκολη, κυρίως για εκείνον που διδάσκεται την αγάπη μακριά από το Θεό, από τον οποίο ενισχύεται και τροφοδοτείται η αγάπη αυτή. Πώς όμως δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε αυτούς που αγαπάει ο Θεός; Ο Θεός δεν αγαπά περισσότερο εμάς απ’ όσο αγαπά τους εχθρούς μας και μάλιστα όταν είμαστε εχθροί άλλων. Ποιός από μας μπορεί να ισχυριστεί πως δεν υπάρχει κανένας στον κόσμο που να τον αποκαλεί εχθρό του; Αν ο ήλιος του Θεού ζέσταινε κι η βροχή έπεφτε μόνο σ’ εκείνους που κανένας δεν τους λογάριαζε εχθρούς του, δύσκολα θά ‘φτανε κάποια ακτίνα στη γη ή θά ‘πεφτε κάποια σταγόνα βροχής στο χώμα. Ο άνθρωπος φορτώνεται από μόνος του μεγάλο φορτίο έχθρας. Η αμαρτία δημιουργεί φόβο στον άνθρωπο. Κι ο φόβος αυτός με τη σειρά του τον κάνει να υποπτεύεται εχθρούς σ’ όλα τα πλάσματα γύρω του. Ο Θεός όμως είναι αναμάρτητος κι άφοβος κι επομένως δεν υποπτεύεται κανέναν, αλλά τους αγαπά όλους. Μας αγαπά τόσο πολύ ώστε, όταν μας κυκλώνουν εχθροί χωρίς να φταίμε σε τίποτα, πρέπει να πιστεύουμε πως αυτό γίνεται σε γνώση Του και για το καλό μας.


Ας είμαστε δίκαιοι. Ας ομολογήσουμε πως οι εχθροί μας μάς βοηθούν πολύ στην πνευματική μας πορεία. Αν δεν υπήρχε έχθρα στους ανθρώπους, πάρα πολλοί από εκείνους που ευαρέστησαν στο Θεό δε θα είχαν γίνει φίλοι Του. Ακόμα κι η έχθρα του σατανά μπορεί να βοηθήσει εκείνους που είναι ζηλωτές των ιερών πραγμάτων του Θεού και της ψυχικής τους σωτηρίας. Ποιός ήταν περισσότερο ζηλωτής των ιερών του Θεού πραγμάτων ή είχε μεγαλύτερη αγάπη για το Χριστό από τον απόστολο Παύλο; Ο ίδιος απόστολος όμως λέει πως επέτρεψε ο Θεός στο διάβολο να τον πειράξει, όταν του αποκαλύφθηκαν πολλά μυστήρια: «Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρομαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρομαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 7).


Όταν ο διάβολος ο ίδιος χωρίς να το θέλει βο­ηθάει τον άνθρωπο, πώς δεν μπορούν οι άνθρωποι να βοηθούν το συνάνθρωπό τους, που είναι οπωσδήποτε λιγότερο εχθρός από τους δαίμονες; Θα τολμούσε να πει κανείς πως οι φίλοι του ανθρώπου ζημιώνουν περισσότερο την ψυχή του από τους εχθρούς του. Ο ίδιος ο Κύριος είπε πως «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. ι’ 36). Εκείνοι που ζουν κάτω από την ίδια στέγη μαζί μας, που ενδιαφέρονται πολύ για τις σωματικές ανάγκες και τις ανέσεις μας, συχνά γίνονται εχθροί της σωτηρίας μας. Η αγάπη κι η φροντίδα τους δε στοχεύει στην ψυχή αλλά στο σώμα μας. Πόσοι γονείς δεν έχουν κάνει ανυπολόγιστη ζημιά στις ψυχές των γιων τους κι αδέρφια στ’ αδέρφια τους, καθώς και σύζυγοι στους συζύγους τους; Κι όλ’ αυτά από αγάπη!


Η πραγματικότητα αυτή που διαπιστώνεται καθημερινά είναι μια ακόμα αιτία για να μας κάνει να μη δοθούμε ολοκληρωτικά στην αγάπη προς τους συγγενείς και τους φίλους μας, ούτε και να μειώσουμε την αγάπη προς τους εχθρούς μας. Είναι ανάγκη να το ξαναπούμε, πως συχνά, πολύ συχνά, οι εχθροί μας είναι στην ουσία πραγματικοί φίλοι; Οι τρόποι που χρησιμοποιούν για να μας αναστατώσουν, μας βοηθούν. Οι τρόποι με τους οποίους μας απορρίπτουν, υπηρετούν τη σωτηρία μας. Οι τρόποι με τους οποίους πιέζουν την εξωτερική, τη φυσική ζωή μας, μας ωθεί ν’ αποσυρθούμε μέσα μας, στον εαυτό μας, να βρούμε την ψυχή μας και να ζητήσουμε από το Θεό να τους σώσει. Οι εχθροί μας είναι πραγματικά εκείνοι που μας σώζουν από την καταστροφή που μας ετοιμάζουν αθέλητα οι οικείοι μας, που φροντίζουν το σώμα μας σε βάρος της ψυχής μας και χαλαρώνουν το χαρακτήρα μας.


Αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, λέει ο Κύριος. Αγαθοποιείτε, κάνετε το καλό σ’ όλους τους ανθρώπους αδιάκριτα, είτε σας αγαπούν είτε όχι. Ακολουθήστε το παράδειγμα του Θεού που τους ευεργετεί όλους, είτε φανερά είτε κρυφά. Αν η ευεργεσία σας δε θεραπεύει το μίσος του εχθρού σας, πολύ λιγότερο θα το θεραπεύσει η έχθρα σας. Γι’ αυτό κάνετε το καλό ακόμα και σε κείνους που ούτε το ζητούν ούτε το περιμένουν από σας. Δανείζετε όλους εκείνους που σας ζητούν. Δανείζετε όμως σα να δίνετε, σα να επιστρέφετε κάτι που ανήκει σε άλλον, όχι κάτι δικό σας. Λέει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ελεήμων άνθρωπος είναι εκείνος που δίνει, χαρά στους άλλους μ’ αυτά που ο ίδιος έλαβε από το Θεό: ψωμί, φαγητό, εξουσία, ένα λόγο προσευχής· που λογαριάζει τον εαυτό του οφειλέτη, αφού έλαβε παραπάνω απ’ όσα χρειάζεται. Μέσω του αδελφού του είναι σα να του ζητάει ο Θεός και γίνεται έτσι οφειλέτης του».


Αν ο εχθρός δε δεχτεί την ευεργεσία σου, δε σ’ εμποδίζει μ’ αυτό από το να συνεχίσεις να του δίνεις. Ο Κύριος είπε, «προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (Ματθ. ε’ 44). Κάνε και συ λοιπόν προσευχή για τους εχθρούς σου, ευεργέτησέ τους. Αν ο εχθρός σου δε δεχτεί κάποιο είδος καλοσύνης ή εξυπηρέτησης από μέρους σου, ο Θεός θα δεχτεί την προσευχή που θα κάνεις γι’ αυτόν. Ο Θεός θα μαλακώσει την καρδιά του και θ’ αλλάξει τη διάθεσή του για σένα. Δεν είναι τόσο δύσκολο στο Θεό να κάνει έναν εχθρό φίλο, όσο φαίνεται στους ανθρώπους. Αυτό είναι ίσως αδύνατο στους ανθρώπους, μα δυνατό στο Θεό. Εκείνος που ξανακάνει την παγωμένη γη εύφορη κοιλάδα, όπου αναπτύσσονται πανέμορφα λουλούδια, μπορεί να λιώσει και τον πάγο της έχθρας της ανθρώπινης καρδιάς και να κάνει να ευδοκιμήσουν σ’ αυτήν τα ευωδιαστά λουλούδια της φιλίας.


Βέβαια, το σπουδαιότερο πράγμα δεν είναι να γυρίσει ο εχθρός σου και να γίνει φίλος σου χάρη στην καλοσύνη σου, αλλά να μη χάσει την ψυχή του λόγω του μίσους του για σένα. Περισσότερο πρέπει να προσεύχεται κανείς γι’ αυτό το τελευταίο, παρά για το πρώτο. Για τη δική σου σωτηρία δεν παίζει κανένα ρόλο αν σ’ αυτή τη ζωή έχεις περισσότερους φίλους ή εχθρούς. Παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο όμως το να μην είσαι εχθρός κανενός, αλλά να είσαι φίλος με όλους με την καρδιά σου, με τις προσευχές και τις σκέψεις σου.


Αν το κάνεις αυτό, η ανταπόδοσή σου θα είναι μεγάλη. Από ποιόν; Σε κάποιο βαθμό ίσως από τους ανθρώπους, κυρίως όμως από το Θεό. Τί είδους ανταπόδοσή θα έχεις; «Έσεσθε υιοί του Υψίστου», θ’ αξιωθείτε ν’ αποκαλέσετε το Θεό «Πατέρα», «και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρύπτω, αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ’ 6). Αν δε γίνει σήμερα αυτό, θα γίνει αύριο. Αν όχι αύριο, τότε στο τέλος του κόσμου, ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων. Ποιά μεγαλύτερη ανταπόδοση θα μπορούσαμε να περιμένουμε από το να κληθούμε παιδιά του Υψίστου, να ονομάζουμε τον Ύψιστο Πατέρα μας;


Προσέξτε. Ο ένας και μοναδικός Υιός του Υψί­στου είναι ο Κύριος Ιησούς. Έως τώρα μόνο Αυτός ονόμαζε το Θεό Πατέρα Του. Και τώρα την ίδια τιμή υποσχέθηκε ο Θεός σ’ εμάς, τους αμαρτωλούς και παραστρατημένους. Τί σημαίνει η τιμή αυτή για μας; Πώς θα είμαστε μαζί Του στην αιωνιότητα (βλ. Ιωάν. ιδ’ 3), κοντά στη δική Του δόξα, όπου βασιλεύει χαρά χωρίς τέλος. Σημαίνει πως η αγάπη του Θεού Πατέρα θα είναι πάντα μαζί μας. Ακόμα κι όταν διερχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες σ’ αυτή τη ζωή, όλα θ’ αντιστραφούν και θα καταλήξουν στο καλό μας. Σημαίνει πως όταν πεθάνουμε δε θα παραμείνουμε στον τάφο, αλλά θ’ αναστηθούμε, όπως Εκείνος αναστήθηκε εκ νεκρών. Σημαίνει πως σ’ αυτή τη γη τοποθετηθήκαμε προσωρινά. Στο σπίτι του ουράνιου Πατέρα μας όμως μας περιμένει κάλλος αθάνατο, τιμή και δόξα.


Θα μπορούσαμε ν’ απαριθμήσουμε όλα τ’ αγαθά που περιμένουν έναν ορφανό αν τον υιοθετήσει κάποιος επίγειος βασιλιάς; Είναι αρκετό να πούμε πως το ορφανό αυτό το υιοθέτησε ένας βασιλιάς κι όλοι θα καταλάβουν πόσα αγαθά θ’ απολαύσει το ορφανό αυτό. Η δική μας υιοθεσία δεν έγινε από ανθρώπους αλλ’ από το Θεό, αφού θα γίνουμε υιοί του Υψίστου, του Οποίου Υιός είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς. Θα γίνουμε υιοί του αθάνατου Βασιλιά, του Βασιλιά των βασιλιάδων. Μας υιοθετεί ο Θεός όχι για χάρη μας, αλλά για χάρη του Μονογενούς Του Υιού, όπως λέει ο απόστολος: «Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε διά της πίστεως εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ’ 26). Ο Χριστός μας υποδέχεται σαν αδελφούς Του. Ο Θεός Πατέρας επομένως μας δέχεται σαν υιούς Του.


Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει περίπτωση να μας αξίζει να λεγόμαστε «υιοί του ζώντος Θεού». Είναι αστείο και να σκεφτούμε ακόμα πως θα μπορούσαμε με οποιοδήποτε έργο μας, ακόμα κι αν ασκούσαμε τη μεγαλύτερη αγάπη για τον εχθρό μας, ν’ αξίζαμε ν’ ανταμειφθούμε με αυτό που υποσχέθηκε ο Κύριος Ιησούς στους πιστούς δούλους Του. Αν δίναμε όλα τα υπάρχοντά μας στους φτωχούς, αν νηστεύαμε όλες τις μέρες της ζωής μας κι αν στεκόμασταν στην προσευχή σαν αναμμένες λαμπάδες ως το τέλος του χρόνου· αν χωρίζαμε πνευματικά το πνεύμα από το σώμα μας, σα νά ‘ταν ψυχρή πέτρα κι αν η ψυχή μας ήταν απαθής προς τον υλικό κόσμο· αν αφήναμε τον εαυτό μας να τον φτύνουν και να τον ποδοπατούν όλοι οι άνθρωποι ή ακόμα κι αν παραδινόμασταν τροφή στα πεινασμένα θηρία· ακόμα κι αν τα κάναμε όλ’ αυτά, δε θα ήταν παρά μια απειροελάχιστη τιμή για όλα τ’ αγαθά, τη δόξα και την ανέκφραστη ευφροσύνη που συνοδεύουν την υιοθεσία του Θεού. Δεν υπάρχει ευσπλαχνία στη γη ούτε αγάπη στο θνητό άνθρωπο που θα μπορούσε να τον αξιώσει να γίνει «υιός Θεού», αθάνατος πολίτης της ουράνιας Βασιλείας. Η αγάπη του Χριστού όμως αναπληρώνει αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Ας μην ισχυριστεί κανένας μας πως μπορεί με τη δική του αγάπη να σωθεί, με τη δική του αξία ν’ ανοίξει τις πύλες του παραδείσου για να μπει μέσα.


Η εντολή της αγάπης για τον πλησίον επομένως, όσο μεγάλη και δύσκολη κι αν μας φαίνεται, είναι μόλις ένα μικρό νόμισμα που ζητάει ο Θεός από μας για να μας φέρει πιο κοντά Του στην υπέροχη και πανένδοξη βασιλεία Του. Δε μας ζητάει να τηρήσουμε την εντολή αυτή για να κερδίσουμε με την αξία μας τη Βασιλεία και την υιοθεσία Του, αλλά μόνο να επιθυμήσουμε πάνω απ’ όλα τη Βασιλεία και την υιοθεσία Του. Από μας ζητάει μόνο να πιστεύουμε τα λόγια Του και να υπακούμε τον Κύριο Ιησού.


Από ποιά άποψη ο Αδάμ ήταν άξιος για τον Παράδεισο; Από καμία. Ο Παράδεισος του δόθηκε από την αγάπη του Θεού. Τί έκανε τον Αδάμ να παραμείνει στον Παράδεισο ως την πτώση του; Η υπακοή του στο Θεό, μόνο η υπακοή του. Όταν όμως ο ίδιος κι η σύζυγός του άρχισαν ν’ αμφισβητούν την εντολή του Θεού, και μόνο η αμφισβήτηση αυτή παραβίασε την εντολή κι έπεσε στη θανάσιμη αμαρτία της παρακοής.


***


Στη Νέα Κτίση ο Κύριος Ιησούς ζητάει από μας το ίδιο πράγμα που ζήτησε από τον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο: πίστη και υπακοή. Πίστη πως κάθε εντολή που μας έδωσε, είναι για τη σωτηρία μας· απροϋπόθετη υπακοή σε κάθε μία από τις εντολές Του. Μας έδωσε όλες τις εντολές, μαζί κι αυτήν για ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας, για νά ‘χουμε πίστη στα λόγια Του και υπακοή. Αν κάποια από τις εντολές Του δεν ήταν καλή και δεν υπηρετούσε τη σωτηρία μας, δε θα μας την έδινε. Εκείνος ήξερε πολύ καλύτερα αν η εντολή αυτή ήταν φυσική ή αφύσικη, δυνατή ή αδύνατη. Το πιο σπουδαίο πράγμα για μας είναι πως ο Θεός μας έδωσε την εντολή αυτή κι εμείς, αν θέλουμε το καλό μας, πρέπει να την τηρήσουμε. Όπως ο άρρωστος παίρνει το φάρμακο από το χέρι του γιατρού με πίστη και κάνει υπακοή, είτε το φάρμακο είναι γλυκό είτε πικρό, έτσι κι εμείς, αδύναμοι από την αμαρτία και με σκοτισμένο νου, πρέπει να τηρούμε με πίστη κι υπακοή όλες τις εντολές που μας έδωσε ο καλός Ιατρός των ψυχών μας και Κύριος της ζωής μας, Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.


Σ’ Εκείνον πρέπει δόξα και αίνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013)

Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ.

 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον, ὁμιλία Η΄ (Λουκ.στ΄, 31-36)


Κι ἄν αὐτὸ νομίζης πὼς εἶναι μεγάλο, περίμενε· θὰ δῆς καθαρὰ ὅτι δὲ συνάντησες ἀκόμα τὸ τέλειο. Δὲ σταματᾶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο αὐτὸς ποὺ σοῦ ἔθεσε τοὺς νόμους γιὰ τὴν ἀνεξεκακία· προχωρεῖ περισσότερο· Ἄν κάποιος σὲ ἀγγαρέψη γιὰ ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο. Βλέπεις ὑπερβολὴ αὐταπαρνήσεως; Ἀφοῦ δώσης, λέει, τὸ χιτῶνα καὶ τὸ ἱμάτιό σου, μὴν ἐμποδίσης τὸν ἐχθρὸ νὰ χρησιμοποιήση ἔτσι γυμνὸ τὸ σῶμα σου σὲ ἐργασία ἐπίπονη καὶ κοπιαστική.

 Ὅλα θέλη νὰ τὰ ἔχωμε στὴ διάθεση τῶν ἄλλων, καὶ τὴ σωματική μας δύναμη καὶ τὰ πράγματά μας γιὰ κείνους ποὺ μᾶς παρακαλοῦν καὶ γιὰ κείνους ποὺ μᾶς ἐξευτελίζουν· τὸ πρῶτο δείχνει φιλανθρωπία, τὸ δεύτερο γενναιότητα. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε·  Ἄν κάποιος σὲ ἀγγαρέψη γιὰ ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο-ἔτσι σ’ ἀνεβάζει ψηλότερα καὶ παρακινεῖ νὰ δείχνεις τὴν ἴδια φιλοδοξία.  Καὶ ἄν αὐτὰ ποὺ ἔλεγε στὴν ἀρχή, τόσο μικρότερα ἀπὸ τοῦτα, ἔχουν τόσους μακαρισμούς, σκέψου τί τέλος περιμένει αὐτοὺς ποὺ κατορθώνουν ταῦτα καὶ τί λογῆς γίνονται, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀμοιβὴ τους κατορθώνοντας νὰ πραγματοποιήσουν ὅλη τὴν ἀπάθεια σὲ σῶμα ἀνθρώπινο ὑπόκεται στὸ πάθος; Ὅταν μήτε οἱ ἐξευτελισμοί, μήτε τὰ χτυπήματα, μήτε ἡ στέρηση τῶν χρημάτων δὲν τοὺς πειράζουν, μήτε σὲ κανένα ἄλλο παρόμοιο δειλιάζουν ἀλλὰ πιὸ πολὺ τὸ πάθος τοὺς πλουτῆ, πρόσεξε τί λογῆς γίνεται ἡ ψυχή τους.  Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πρόσεξε κι ἐδῶ νὰ κάνωμε ὅ,τι καὶ στὶς περιπτώσεις τῶν χτυπημάτων καὶ τῶν χρημάτων. Τί ἀναφέρω, μᾶς λέει, τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὰ χρήματα; Ἀκόμα καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα σου ἄν θέλη νὰ ὑποβάλη   σ’ ἐπίπονη καὶ κοπιαστικὴ ἐργασία, καὶ μάλιστα ἄδικα, σὺ πάλι νίκησε καὶ ξεπέρασε τὴν ἄδικη ἐπιθυμία του.  Γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἀγγάρεμα, νὰ σὲ σύρη ἄδικα καὶ χωρὶς λόγο καὶ νὰ σὲ κακοποιῆ. Μὰ καὶ γιὰ τοῦτο νὰ εἶσαι ἕτοιμος· νὰ πάθης περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι θέλει ἐκεῖνος νὰ σοῦ κάμη.  Δίνε σ’ αὐτὸν ποὺ σοῦ ζητᾶ καὶ μὴν ἀποφεύγης αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ σοῦ ζητήση δάνειο. Αὐτὰ εἶναι μικρότερα ἀπὸ κεῖνα ἀλλὰ μὴ θαυμάσης. Αὐτὸ συνηθίζει νὰ κάμη πάντα ἀναμειγνύοντας σὰ μεγάλα τὰ μικρά.  Κι ἄν αὐτὰ εἶναι μικρὰ σὲ σχέση μ’ ἐκείνα, ἄς ἀκοῦνε ὅσοι παίρνουν τὰ πράγματα τῶν ἄλλων, ὅσοι σκορποῦν τὰ δικὰ τους στὶς πόρνες κι ἀνάβουν διπλῆ φωτιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, καὶ μὲ τὸ ἄδικο κέρδος καὶ μὲ τὸ ὀλέθριο ξόδεμα.  Λέγοντας δάνεισμα ἐδῶ δὲν ἐννοεῖ τὴ συφμωνία μὲ τόκο ἀλλὰ τὴν ἁπλῆ χρήση.  Σὲ ἄλλο σημεῖο προχωρεῖ περισσότερο λέγοντας νὰ δίνωμε σ’ ἐκείνους, ἀπ’ ὅπου δὲν περιμένομε νὰ πάρωμε πίσω. Ἀκούσατε ὅτι σᾶς ἔχει ὁρισθῆ·  Θ’ ἀγαπήσης τὸν διπλανό σου καὶ θὰ μισήσης τὸν ἐχθρό σου. Ἐγὼ ὅμως σὰς λέγω· Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ προσεύχεσθε γι’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀδικοῦν·  νὰ εὔχεσθε γιὰ ὅσους σᾶς καταριοῦνται καὶ νὰ εὐεργετῆτε ὅσους σᾶς μισοῦν. Ἔτσι θὰ γίνετε ὅμοιοι μὲ τὸν Πατέρα σας στὸν οὐρανό. Αὐτὸς βγάζει τὸν ἥλιο του γιὰ κακοὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ στέλνει τὴ  βροχὴ του σὲ δίκαιους καὶ ἄδικους.  Βλέπετε πῶς ἄφησε τελευταῖα τὸ στεφάνωμα τῶν ἀρετῶν; Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς διδάσκει ὄχι μόνο νὰ δεχώμαστε τὰ ραπίσματα ἀλλὰ νὰ δίνωμε καὶ τὴ δεξιὰ σιαγόνα· κι ὄχι μόνο νὰ δίνωμε μαζὶ μὲ τὸ χιτῶνα καὶ τὸ ἱμάτιο ἀλλὰ καὶ ν’ ἀκολουθοῦμε δυὸ μίλια ὅποιον μᾶς ἀγγαρεύει γιὰ ἕνα, γιὰ νὰ δεχτοῦμε τὸ περισσότερο ἀπ’ αὐτὰ μὲ ὅλη τὴν εὐκολία. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ περισσότερο ἀπ’ αὐτά; Τὸ νὰ μὴ θεωρῆς ἐχθρὸ σου ὅποιον σοῦ κάμει αὐτά· ἤ μᾶλλον κάτι παραπάνω ἀπὸ αὐτό.  Γιατὶ δὲν εἶπε·  Μὴ μισήσης ἀλλὰ ἀγάπησε.  Δὲν εἶπε·  Μὴν ἀδικήσης ἀλλὰ Εὐεργέτησε.

Κι ἄν ἐξετάση κανένας μὲ προσοχὴ θὰ βρῆ καὶ σ’ αὐτὰ τὰ ἴδια μιὰ προσθήκη πολὺ μεγαλύτερή τους. Γιατὶ δὲν εἶπε ἁπλᾶ ν’ ἀγαποῦμε ἀλλὰ καὶ νὰ εὐχώμαστε. Εἴδατε πόσα σκαλοπάτια ἀνέβηκε καὶ πῶς μᾶς ἔστησε στὴν ἴδια τὴν κορυφὴ τῆς ἀρετῆς; Πρόσεξε τώρα μετρῶντας πρὸς τὰ ἄνω.  Πρῶτο σκαλί, νὰ μὴν κάμης ἀρχὴ στὴν ἀδικία· δεύτερο μετὰ τὴν ἀρχὴ νὰ μὴν ἀνταποδώσεις τὸ ἴδιο· τρίτο νὰ μὴν προξενήσης, ὅ,τι ἔπαθες ἀλλὰ νὰ μείνης ἥσυχος· τέταρτο νὰ προσφέρης τὸν ἑαυτὸ σου στὴν ἀδικία, πέμπτο νὰ προσφερθῆς γιὰ πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα θέλει ὁ ἀδικητής σου, ἕκτο νὰ μισήσης αὐτὸν ποὺ σ’ ἕβλαψε, ἕβδομο νὰ τὸν ἀγαπήσης κιόλας, ὄγδοο νὰ τὸν εὐεργετήσης, ἔνατο νὰ παρακαλῆς συνάμα γιὰ χάρη του τὸν Θεό. Βλέπετε ὕψος πνευματικότητας! Γι’ αὐτὸ κι ἔχει λαμπρὸ ἔπαθλο. Ἐπειδὴ ἡ ἐντολὴ ἦταν μεγάλη καὶ χρειαζόταν γενναία ψυχὴ καὶ πολλὴ σοβαρότητα, θέτει καὶ μισθὸ τέτοιο, ὅσο γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ προηγούμενα. Γιατὶ οὔτε τὴ γῆ ἀναφέρει ἐδῶ, ὅπως ὅταν μιλάεη γιὰ τοὺς πράους, οὔτε τὴν παρηγοριὰ κι εὐσπλαχνία, ὅπως στὴν περίπτωση ἐκείνων ποὺ πενθοῦν ἤ ἐκείνων ποὺ ἐλεοῦν, οὔτε τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἦταν τὸ φρικτότερο ἀπ’  ὅλα, νὰ γίνωμε ὅμοιοι μὲ τὸ Θεό, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ γίνουν οἱ ἄνθρωποι. Γιὰ νὰ γίνετε, λέει, ὅμοιοι μὲ τὸν Πατέρα σας στὸν οὐρανό. Σεῖς προσέξετε πῶς μήτε ἐδῶ μήτε καὶ προηγούμενα δὲν τὸν ἀποκαλεῖ Πατέρα του· ἀλλὰ ἐκεῖ τὸν ὀνομάζει Θεὸ καὶ μεγάλο βασιλέα, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τοὺς ὅρκους· ἐδῶ τὸν ἀποκαλεῖ δικό τους Πατέρα. Αὐτὸ τὸ κάνει φυλάγοντας τὴν ἐξήγηση γιὰ τὴν κατάλληλη ὥρα. Ἔπειτα ἀναφέροντας τὴν ὁμοιότητα λέει ὅτι βγάζει τὸν ἥλιο καὶ γιὰ τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ρίχνει τὴ βροχή του στοὺς δίκαιους καὶ τοὺς ἄδικους. Γιατὶ αὐτὸς ὄχι μόνο, λέει, δὲ μισεῖ, ἀλλὰ καὶ εὐεργετεῖ  ὅσους τὸν ὑβρίζουν. Ἄν καὶ τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι καθόλου ὅμοιο καὶ γιὰ τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας καὶ γιὰ τὴ διαφορὰ τῆς ἀξίας· σὺ περιφρονεῖσαι ἀπὸ τὸν ὅμοιο σου, ἐνῶ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ δοῦλο του, ποὺ τὸν ἔχει ἄπειρα εὐεργετήσει.  Καὶ σὺ ὅταν προσεύχεσαι γιὰ κάποιον, τοῦ χαρίζεις λόγους, ἐνῶ ἐκεῖνος πράγματα πολὺ μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἀνάβει τὴ φλόγα τοῦ ἥλιου καὶ δίνει τὶς βροχὲς τῆς ἐποχῆς. Μόλα ταῦτα δέχομαι πὼς εἶσαι ἴσος του, ὅσο μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Μὴ μισῆς λοιπὸν ὅποιον σοῦ κάνει κακό, ἀφοῦ τόσα ἀγαθὰ σοῦ προξενεῖ καὶ σὲ ὁδηγεῖ σὲ τόση τιμή. Μὴν καταριέσαι αὐτὸν ποὺ σὲ βλάπτει γιατὶ καὶ τὴ βλάβη ὑποφέρεις καὶ τὸν καρπὸ δὲν κερδίζεις· δέχεσαι τὴ ζημία ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμοιβή σου χάνεις. Αὐτὸ εἶναι τὸ κορύφωμα τῆς ἀνοησίας· νὰ ὑπομένωμε τὸ χειρότερο καὶ νὰ μὴν κερδίζωμε τὸ λιγώτερο. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ γίνη αὐτό; Ἀφοῦ εἶδες τὸ Θεὸ νὰ γίνεται ἄνθρωπος καὶ νὰ δείχνη τόση συγκατάβαση καὶ νὰ παθαίνη τόσα γιὰ σένα, ρωτᾶς ἀκόμα κι ἀμφιβάλλεις; Πῶς γίνεται νὰ μὴ λογαριάσης στοὺς ὁμοδούλους σου τὶς ἀδικίες ποὺ σοῦ κάνουν; Δὲν Τὸν ἀκοῦς ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ σοῦ παραγγέλει· Συγχώρεσέ τους· δὲ γνωρίζουν τί κάνουν; Δὲν ἀκοῦς τὸν Παῦλο ποὺ λέει, αὐτὸς ποὺ ἀνέβηκε στὸν Οὐρανὸ καὶ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ μεσιτεύει γιὰ μᾶς. Δὲ βλέπεις ὅτι μετὰ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάληψη ἔστειλε στοὺς Ἰουδαίους, ποὺ τὸν σκότωσαν, τοὺς ἀποστόλους γιὰ νὰ τοὺς φέρουν τ’ ἀμέτρητα ἀγαθὰ καὶ μάλιστα ἐνῶ τοὺς ἔμελλε νὰ πάθουν ἀπ’ αὐτοὺς μύρια δεινά; Ἀλλὰ μήπως ἐσένα σ’ ἀδίκησαν πολύ; Καὶ τὶ ὅμοιο ἔπαθες ἐσὺ μὲ ὅσα ὁ Δεσπότης σου; Ἐκεῖνος φυλακίστηκε, μαστιγώθηκε, δέχτηκε ραπίσματα καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες ἐμπτυσμούς, ὑπέμεινε θάνατο, καὶ μάλιστα τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλους, ὕστερ’ ἀπὸ τόσες εὐεργεσίες. Ἄν πάλι ἔχης πραγματικὰ πολὺ ἀδικηθῆ, γι’ αὐτὸ κάνε μεγαλύτερες εὐεργεσίες καὶ γιὰ νὰ καταστήσης ὡραιότερο τὸ στεφάνι σου καὶ ν’ ἀπαλλάξης τὸν ἀδελφό σου ἀπὸ τὴν ἔσχατη νόσο. Γιατὶ καὶ οἱ γιατροί, ὅταν δέχωνται τὰ λαχτίσματα καὶ τὶς βρισιὲς ἀπὸ τοὺς τρελλούς, τότε περισσότερο τοὺς λυποῦνται κι’ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀποκατάστασή τῆς ὑγείας τους, ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι ἡ ἄπρεπη συμπεριφὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν παροξυσμὸ τῆς ἀρρώστιας. Ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ σὺ γι’ αὐτοὺς ποὺ σὲ καταδιώκουν κι’ ἔτσι νὰ μεταχειρίζεσαι ὅσους σ’ ἀδικοῦν· αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄρρωστοι κι’ αὐτοὶ δέχονται ὅλη τὴν δύναμη τῆς ἀρρώστιας τους.Ἐλευθέρωσε τὸν ἑαυτό σου λοιπὸν ἀπὸ τὴ βαρειὰ αὐτὴ ἐπίδραση κι ἄφησε τὴν ὀργὴ καὶ γλύτωσε ἀπὸ σκληρὸ δαίμονοα, τὸ θυμό. Γιατὶ ἄν δοῦμε δαιμονισμένους κλαῖμε, δὲν προσπαθοῦμε νὰ δαιμονισθοῦμε κι’ ἐμεῖς. Αὐτὸ ἄς κάνωμε τώρα καὶ στὴν περίπτωση αὐτῶν ποὺ θυμώνουν· γιατὶ μοιάζουν μὲ τοὺς δαιμονισμένους. Εἶναι χειρότεροι ἀπ’ αὐτούς, γιὰ νὰ πῶ καλύτερα, ἐπειδὴ παραφέρονται συνειδητά. Γι’ αὐτὸ ἡ παραφορά τους εἶναι ἀσυγχώρητη.

Μὴν  ποδοπατῆς  λοιπὸν αὐτὸν ποὺ ἔπεσε ἀλλὰ νὰ τὸν ἐλεῆς. Γιατὶ ἄν δοῦμε κάποιον ποὺ τὸν πειράζει ἡ χολή του, ἔχει σκοτοδίνη καὶ ἑτοιμάζεται νὰ κάμη ἐμετὸ αὐτὸ τὸ κακὸ ὑγρό, ἁπλώνομε τὸ χέρι μας καὶ τὸν κρατοῦμε μέσα στοὺς σπασμούς του, κι ἄν λερώνωμε τὸ ροῦχο μας, δὲν ἀπομακρυνόμαστε, ἀλλὰ ἐπιδιώκομε ἕνα μονάχα, μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἐλευθερώσωμε  ἀπὸ  τὴ δύσκολη θέση του. Τοῦτο ἄς κάνωμε καὶ σ’ αὐτοὺς κι ἄς τοὺς κρατοῦμε, ὅταν κάνουν ἐμετὸ ἤ ὅταν σπαράζουν. Ἄς μὴ τοὺς ἀφήσουμε, ὥσπου ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ ὅλο τὸ κακό. Καὶ τότε θὰ σοῦ ἀναγνωρίση πολὺ μεγάλη εὐγνωμοσύνη, ὅταν τοῦ περάση, τότε θὰ καταλάβη ἀπὸ πόση ταραχὴ τὸν ἐλευθέρωσες. Καὶ γιατὶ ἀναφέρω τὴν εὐγνωμοσύνη ἀπὸ μέρους ἐκείνου; ὅταν ὁ Θεὸς εὐθὺς θὰ σὲ στεφανώση καὶ μὲ μύρια ἀγαθὰ θὰ σὲ ἀνταμείψη, ἐπειδὴ ἐλευθέρωσες τὸν ἀδελφό σου ἀπὸ βαρὺ νόσημα· κι ἐκεῖνος σὰν Κύριο θὰ σὲ τιμήση, λογαριάζοντας πάντα τὴν καλωσύνη σου. Δὲ βλέπεις τὶς γυναῖκες τὴν ὥρα τοῦ τοκετοῦ, πῶς δαγκάνουν  αὐτὲς ποὺ τὶς παραστέκονται; κι’ αὐτὲς δὲ νιώθουν πόνο, ἤ καλύτερα πονᾶνε ἀλλὰ ὑποφέρουν μὲ γενναιότητα, καὶ συμπαθοῦν ἐκεῖνες ποὺ βασανίζονται καὶ ξεσχίζονται ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ. Αὐτὲς ζήλεψε κι ἐσὺ καὶ μὴ γίνης  πιὸ λεπτεπίλετπος ἀπὸ τὶς γυναῖκες.  Ὅταν «γεννοῦν αὐτὲς  οἱ γυναῖκες», γιατὶ  αὐτοὶ  εἶναι  πιὸ μικρόψυχοι ἀπ’ τὶς γυναῖκες, τότε θὰ νιώσουν ἐσένα τὸν ἄνδρα κι ἄν εἶναι βαρειὲς οἱ ἐντολές, σκέψου ὅτι γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός·  νὰ τὶς φυτέψη μέσα στὴν  ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς κάμη  χρήσιμους  σ’ ἐχθροὺς καὶ φίλους.  Γι’ αὐτὸ προτρέπει νὰ φροντίζωμε καὶ γιὰ τοὺς δύο· γιὰ τοὺς ἀδελφούς, ὅταν λέη  «κι  ἄν προσφέρης τὸ δῶρο σου· γιὰ τοὺς ἐχθρούς, ὅταν νομοθετῆ νὰ τοὺς ἀγαποῦμε καὶ νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς.  Καὶ δὲ  μᾶς ὁδηγεῖ σὲ τοῦτο ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ δίκαιου  μόνο   ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀντίθετο.  Ἄν ἀγαπήσετε, λέει, ὅσους σᾶς ἀγαποῦν, τί μισθὸ θὰ λάβετε;  Τὸ  ἴδιο δὲν κάνουν κι οἱ τελῶνες;  Τοῦτο λέει κι ὁ Παῦλος·  Δὲν ἀντισταθήκαμε στὴν ἁμαρτία μέχρις  αἵματος. Ἄν λοιπὸν πράττης   αὐτά, στέκεσαι κοντὰ στὸ Θεό, ἄν τὰ παραμελῆς, πηγαίνεις μὲ τοὺς τελῶνες.  Εἶδες πῶς ἡ ἀπόσταση τῶν ἐντολῶν  δὲν εἶναι τόσο μεγάλη, ὅση ἡ διαφορὰ  τῶν προσώπων; Ἄς μὴ σκεφτώμαστε  λοιπὸν ὅτι εἶναι βαρειὰ ἡ ἐντολὴ ἀλλὰ ἄς λογαριάσωμε καὶ τὸ ἔπαθλο κι ἄς στοχαστοῦμε μὲ ποιὸν γινόμαστε ὅμοιοι, ὅταν ἐπιτύχωμε καὶ μὲ ποιόν ἐξισωνόμαστε, ὅταν ἀποτύχωμε.  Μὲ τὸν ἀδελφό μας  ὁρίζει νὰ συμφιλιωνώμαστε καὶ νὰ μὴν τὸν ἀφήνωμε, προτοῦ διαλύσωμε τὴν ἔχθρα μας. Ὅταν μιλᾶ γιὰ ὅλους, δὲ μᾶς δεσμεύει πιὰ μ’ αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση ἀλλὰ τὰ ἀπὸ μέρους μας μόνο ζητᾶ καὶ ἐλαφρώνει τὸ νόμο καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ἐπειδὴ εἶπε ὅτι καταδίωξαν τοὺς προφῆτες τοὺς πρὶν ἀπὸ σᾶς, γιὰ νὰ μὴ νιώσουν  δυσαρέσκεια ἀπέναντί τους γι’ αὐτό, προστάζει ὄχι μόνο νὰ τοὺς δείχνουν  ἀνοχή, ὅταν φέρωνται ἔτσι, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀγαποῦν. Βλέπεις πῶς κόβει σύρριζα τὸ θυμό, τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ σώματα, τὰ πράγματα, τὴ δόξα, τὴν παροῦσα ζωή; Αὐτὸ τὸ ἔκαμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀλλὰ πολὺ περισσότερο τώρα. Κι ὁ φτωχὸς κι ὁ εἰρηνικὸς κι ὁ λυπημένος ἀδειάζει ἀπ’ τὴν ψυχή του τὸ θυμό. Ὁ δίκαιος κι ὁ ἐλεητικὸς ἀδειάζει τὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῶν πραγμάτων. Ὅποιος ἔχει καθαρὴ καρδιὰ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία. Ὅποιος καταδιώκεται καὶ ὑπομένει τὶς ὕβρεις καὶ κατηγορεῖται ἐπιτυγχάνει ἀκέραια τὴν περιφρόνηση τῶν πραγμάτων τῆς ζωῆς αὐτῆς κι εἶναι καθαρὸς ἀπὸ περηφάνεια καὶ κενοδοξία. Ἀφοῦ ἐλευθέρωσε λοιπὸν ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτὰ τὸν ἀκροατή του καὶ τὸν προετοίμασε γιὰ τοὺς ἀγῶνες, ἀποσπᾶ μ’ ἄλλο τρόπο πάλι καὶ μεγαλύτερη προσοχὴ αὐτὰ τὰ πάθη. Ἄρχισε ἀπὸ τὴν ὀργὴ κι ἀφοῦ ἀπὸ παντοῦ ἔκοψε τὰ νεῦρα τοῦ πάθους αὐτοῦ, εἶπε· Ὅποιος θυμώνει μὲ τὸν ἀδελφό του καὶ ὅποιος τὸν ἀποκαλεῖ ἀνόητο καὶ βλάκα νὰ τιμωρῆται κι ὅποιος προσφέρει δῶρο, νὰ μὴ πλησιάζη τὴν Τράπεζα, προτοῦ διαλύση τὴν ἔχθρα. Κι ὅποιος ἔχει ἀντίδικο, πρὶν φτάσουν στὸ δικαστήριο, νὰ συμφιλιωθῆ μὲ τὸν ἐχθρό του. Περνᾶ ἀμέσως στὴ ἐπιθυμία καὶ λέει· Ὅποιος παρατηρεῖ μὲ ἀκόλαστο βλέμα, νὰ τιμωρεῖται γιὰ μοιχός· Ὅποιος σκανδαλίζεται ἀπὸ γυναῖκα ἀκόλαστη ἤ ἀπὸ ἄνδρα ἤ κάποιον ἀπὸ τοὺς φίλους του, ὅλους αὐτοὺς ἄς τοὺς ἀπομακρύνη. Ὅποιος ἔχει γυναὶκα μὲ τὸν νόμο τοῦ γάμου, ἄς μὴν τὴ διώχνη ποτὲ κι ἄς μὴ ρίχνη τὰ βλέμματά του σὲ ἄλλη. Μ’ αὐτὰ ἀποσπᾶ τὶς ρίζες τῆς πονηρῆς ἐπιθυμίας. Ἔπειτα περιορίζει τὴν ἐπιθυμία τῶν πραγμάτων προστάζοντας μήτε νὰ ὀρκιζώμαστε, μήτε νὰ ψευδώμαστε, μήτε νὰ κρατοῦμε τὸ ὑποκάμισο ποὺ φορᾶμε, ἀλλὰ καὶ τὸ ἱμάτιο νὰ παρέχωμε σ’ ὅποιον τὸ θέλει καθὼς  καὶ τὴ σωματική μας δύναμη ἀναιρῶντας ἔτσι καθολικὰ τὸν πόθο τῶν πραγμάτων.

Ἔπειτ’ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βάζει τὸ στεφάνωμα ὅλων αὐτῶν τῶν προσταγμάτων λέγοντας·  προσεύχεσθε γιὰ ὅσους προσπαθοῦν νὰ σᾶς κάνουν κακό. Μᾶς ὁδηγεῖ ἔτσι στὴν ἴδια τὴν κορυγὴ τῆς πνευματικότητας. Ὅπως ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πρᾶο εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται ραπίσματα, κι ἀπὸ τὸν ἐλεητικὸ αὐτὸς ποὺ δίνει τὸ ἱμάτιο μαζὶ μὲ τὸ ὑποκάμισό του, κι ἀπὸ τὸ δίκαιο, ὅποιος ὑποφέρει νὰ τὸν ἀδικοῦν, κι ἀπὸ τὸν εἰρηνοποιὸ ὅποιος ὑποχωρεῖ, ὅταν τὸν ραπίζουν καὶ ἀκολουθεῖ, ὅταν τὸν ἀγγαρεύουν , ἔτσι εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ καταδιώκεται αὐτὸς που ἐνῶ τὸν καταδιώκουν εὐλογεῖ. Βλέπεις πῶς λίγο λίγο μᾶς ἀνεβάζει στοὺς ἴδιους θόλους του Οὐρανοῦ; Ποιὰ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀξία μας, ἐμᾶς ποὺ ἐνῶ ἔχομε ἐντολὴ νὰ γίνωμε ὅμοιοι μὲ τὸ Θεὸ δὲν πλησιάζομε οὔτε τοὺς τελώνες; Ἡ ἀγάπη πρὸς ὅσους μᾶς ἀγαποῦν ἀποδίδεται στοὺς τελῶνες καὶ στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ στοὺς ἐθνικούς. Ὅταν μήτε αὐτὸ δὲν τὸ πραγματοποιοῦμε (καὶ δὲν τὸ κάνωμε οὔτε αὐτό, γιατὶ ζηλεύομε τὴν εὐτυχία τῶν ἀδελφῶν μας)  ποιά τιμωρία δὲ θὰ μᾶς ἀξίζη, ὅταν, μ’ ὅλη τὴν ἐντολὴ νὰ ξεπεράσουμε τοὺς γραμματεῖς, στεκώμαστε χαμηλότερα κι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς; Πέστε μου λοιπὸν πῶς θὰ δοῦμε βασιλεία; πῶς θὰ πατήσωμε τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα πρόθυρα, ἀφοῦ δὲ γίναμε οὔτε ἀπὸ τοὺς τελῶνες καλύτεροι; Γιὰ τοῦτο κάμει ὑπαινιγμό, ὅταν λέη· κι οἱ τελῶνες τὸ ἴδιο δὲν κάνουν; Καὶ τοῦτο εἶναι τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο σημεῖο τῆς διδασκαλίας του· παντοῦ θέτει ἔπαθλα μὲ μεγάλη γενναιοδωρία, ὅπως ἡ θέα τοῦ   Θεοῦ, ἡ κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ υἱοθεσία μας ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ὁμοίωσή μας μὲ τὸ Θεό, ἡ δωρεὰ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς παρακλήσεως, ἡ μεγάλη ἀμοιβή. Κι ὅπου ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀναφερθοῦν καὶ τὰ λυπηρά, τοῦτο γίνεται πολὺ ἄτονα· μιὰ φορὰ μόνο σὲ τόσους λόγους ἀναφέρει τὸ ὄνομα τῆς γέενας. Καὶ σ’ ἅλλους πάλι λόγους δισταχτικά, καὶ περισσότερο μὲ προτρεπτικοὺς παρὰ ἀπειλητικοὺς λόγους, θέλει νὰ διορθώση τὸν ἀκροατὴ  λέγοντας·  Τὸ ἴδιο δὲν κάνουν κι οἱ τελῶνες; Καὶ ἄν χαλάση τὸ ἀλάτι· καὶ Ἀσήμαντος θὰ ὀνομασθῆ μέσα στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.  Κάπου κάπου ἀναφέρει καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἀντὶ τὴν τιμωρία τους, ἀφήνοντας τὸν ἀκροατὴ νὰ συλλάβη τ ὸ βάρος τῆς τιμωρίας. Αὐτὸ κάμει ὅταν λέη· Ἔκαμε τὴ μοιχεία μαζί της μέσα στὴν καρδιὰ του, καὶ ὅποιος ἀφήνει τὴ γυναῖκα του γίνεται αἴτιος μοιχείας της·  καὶ τὸ περισσότερο ἀπ’ αὐτὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρό. Γιατὶ ὅσους ἔχουν νοῦ φτάνει νὰ τοὺς σωφρονίση καὶ μόνο μὲ τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς τὴν ἀπαγγελία τῆς τιμωρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωσή μας ἀναφέρει τοὺς ἐθνικούς καὶ τοὺς τελῶνες, θέλοντας μὲ τὴν ποιότητα τῶν προσώπων αὐτῶν νὰ προτρέψη τὸ μαθητή · τὸ ἴδιο ἔκαμε κι ὁ Παῦλος ὅταν ἔλεγε· Ὄχι σὰν τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα· καὶ ὅπως τὰ ἔθνη ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸ Θεό. Καὶ δείχνοντας ὅτι δὲν ζητεῖ τίποτε ὑπεβολικὸ ἀλλὰ λίγο περισσότερο ἀπὸ τὸ συνηθισμένο προσθέτει. Τὸ ἴδιο δὲν κάμουν κι οἱ ἐθνικοί; Δὲν κόβει ὅμως στὸ σημεῖο τὸ λόγο ἀλλὰ τὸν ὁλοκληρώνει μὲ τὰ ἔπαθλα καὶ τὶς ἀγαθὲς ἐλπίδες λέγοντας· Γίνεται λοιπὸν τέλειοι, ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρας σας. Καὶ σκορπίζει ἄφθονα στοὺς λόγους του τὴ λέξη οὐρανός, θέλοντας νὰ φτερώση τὸ φρόνημά τους καὶ μὲ τὴν ὑπόμνηση τοῦ τόπου. Ὡς τότε ἦσαν πιὸ ἀδύνατοι κἄπως, πιὸ προσκολλημένοι στὰ ὑλικά. Ἄς  ἐννοήσωμε  ὅλα  ὅσα εἴπαμε κι ἄς δείξωμε καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας. Ἄς ἀποβάλωμε τὴ γελοία ἐκείνη συνήθεια, ποὺ παιδεύει τους  πιὸ  ἀνοήτους· περιμένουν νὰ τοὺς χαιρετίσουν πρῶτοι οἱ ἄλλοι. Δὲ  ζηλεύουν αὐτὸ ποὺ προξενεῖ πολὺ μακαρισμό, ἀλλὰ ἐπιδιώκουν αὐτὸ ποὺ εἶναι  ὁλότελα γ ελοῖο.  Γιατὶ  δὲ χαιρετᾶς πρῶτος; Ἐπειδὴ αὐτὸ περιμένει ὁ ἄλλος, ἀπαντᾶ. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ἔπρεπε ν ὰ τρέξῃς, γιὰ νὰ πάρῃς σὺ τὸ στέφανο. Ὄχι, λέει, ἐπειδὴ αὐτὸ ἐπιζητεῖ ἐκεῖνος. Ὑπάρχει χειρότερη ἀνοησία; Ἐπειδὴ ὁ ἄλλος ἐπιδιώκει  νὰ μοῦ γίνη πρόξενος   ἀμοιβῆς, γι’ αὐτὸ δὲν θέλω νὰ ἐπωφεληθῶ ἀπ’ αὐτή του τὴν ἐπιδίωξη. Ἄν ὅμως σὲ χαιρετήση αὐτὸς πρῶτος τίποτα δὲν κερδίζεις καὶ  μ’ ὅλο τὸ χαιρετισμό.  Ἄν προλάβης σὺ  τὸ χαιρετισμό, ἐμπορεύτηκες τὴν περηφάνεια του κι ἄφθονο  καρπὸ τρύγησες ἀπὸ τὴν ἀνοησία του. Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ κορύφωμα τῆς ἀνοησίας νὰ ἀφήνης τὸ κέρδος ποὺ θὰ πάρης καὶ μάλιστα ἀπὸ κούφιες λέξεις κι ἐνῶ καταδικάζομε αὐτὴ τὴ συμπεριφορά, νὰ πέφτωμε στὸ ἴδιο λάθος; Ἄν κατηγορῆς κἄποιον, ἐπειδὴ περιμένει νὰ τὸν χαιρετήσουν, γιὰ ποιόν λόγο ζηλεύεις αὐτὸ ποὺ κατηγορεῖς; Καὶ ἀφοῦ ἰσχυρίζεσαι ὅτι αὐτὸ εἶναι πονηρό, βιάζεσαι  νὰ τὸ μιμηθῆς σὰ νὰ ἦταν καλό; Βλέπεις πὼς τίποτα δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητο ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ζῆ μέσα στὴν κακία;  Γι’ αὐτὸ, παρακαλῶ, ἄς ἀποφύγωμε τὴν πονηρὴ καὶ γελοία  αὐτὴ συνήθεια.   Μύριες φιλίες διέσπασε ἡ ἀσθένεια αὐτὴ καὶ δημιούργησε πολλοὺς ἐχθρούς. Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς προλαβαίνουμε ἐκείνους-ἐμεῖς ποὺ μᾶς λένε οἱ ἐχθροί μας νὰ δεχθοῦμε ραπίσματα καὶ νὰ ἀνεχθοῦμε ἀγγαρεῖες καὶ νὰ ὑποστοῦμε γυμνώσεις καὶ τὰ δεχόμαστε, πῶς θὰ γινόμαστα ἄξιοι γιὰ συγνώμη, ἄν δείχνωμε τόση ἐριστικότητα γιὰ ἕνα κούφιο χαιρετισμό;  Δεχόμαστε περιφρόνηση –εἶναι ἡ ἀπάντηση- καὶ γελοιοποιούμαστε, ὅταν τοῦ κάνουμε  αὐτὴ τὴ χάρη.  Καὶ γιὰ νὰ μὴ σὲ περιφρονήση ὁ ἄνθρωπος, προσκρούεις στὸ Θεό;  Καὶ γιὰ νὰ μὴ σὲ περιφρονήση ὁ μανιακὸς ὁμόδουλός σου, περιφρονεῖς τὸν Κύριό σου, ποὺ τόσες εὐεργεσίες σοῦ ἔκαμε;  Ἄν  εἶναι ἀνεπίτρεπτο νὰ σὲ περιφρονῆ ὁ ὁμότιμός σου, πολὺ  πιὸ  ἀνεπίτρεπτο εἶναι νὰ καταφρονῆς σὺ τὸ δημιουργό σου Θεό.  Πρόσθεσε καὶ τοῦτο· ὅταν σὲ περιφρονῆ κάποιος, τότε σοῦ γίνεται πρόξενος μεγαλύτρης ἀμοιβῆς.  Δείχνεις ὑπομονὴ σ’ αὐτὰ γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ σέβεσαι τους νόμους του. Καὶ τοῦτο γιὰ ποιά τιμή δὲν εἶναι ἄξιο, γιὰ ποιούς στεφάνους; Μακάρι ἐγὼ καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ περιφρόνηση νὰ δεχόμους γιὰ τὸ Θεὸ παρὰ νὰ δεχόμουν τιμὲς ἀπὸ ὅλους τοὺς βασιλιάδες·  τίποτα δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴ δόξα αὐτή, τίποτα –Αὐτὴ λοιπὸν ἄς ἐπιδιώξωμε, ὅπως αὐτὸς πρόσταξε. Καμμιὰ σημασία ἄς μὴ δίνωμε σ’ ἀνθρώπους  ἀλλὰ  ἔχοντας ὀρθὴ πνευματικότητα σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις σ’ αὐτὴν ἄς συμμορφώνωμε τὴ ζωή μας. Ἄς δοκιμάσωμε ἀπὸ δῶ τὴ χαρὰ τὼν οὐρανῶν καὶ τῶν οὐράνιων στεφάνων, βαδίζοντας σὰν ἄγγελοι ἀνάμεσα  στοὺς  ἀνθρώπους. Θὰ εἴμαστε στὴ γῆ αὐτὴ ἀγγελικὰ τάγματα, θὰ εἴμαστε μακρυὰ  ἀπὸ  κάθε ἐπιθυμία καὶ ταραχὴ καὶ θὰ κερδίσωμε μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ τὰ ἀνείπωτα ἀγαθά. Μακάρι νὰ τὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου  μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ αὐτὸς ἄς ἔχη τὴ δόξα καὶ τὴ  δύναμη καὶ τὴν προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο καὶ ἀγαθὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.



Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου

Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον

Τόμος Δεύτερος

Ἀθῆναι 1969

σελ.9-19

«ΤΑ ΤΡΙΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ»

 Στή διδασκαλία Του ὁ Κύριος ἀναφέρεται σέ θέματα συμπεριφορᾶς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή ρυθμίζει τήν ποιότητα τῶν σχέσεών μας στόν οἰκογενειακό καί τόν κοινωνικό στίβο.


Τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον συναντᾶμε καί στήν πρό Χριστοῦ περίοδο, ὅπως καί κατόπιν σέ χώρους ἔξω ἀπό τόν Χριστιανισμό. Περικλείεται ὅμως σέ πολύ στενά πλαίσια. Στήν ἀγάπη ἀναφέρονται καί πολλοί λόγοι ἀρχαίων σοφῶν καί διάφορων θρησκευτικών ἡγετῶν.


Κύρια ἔκφραση της εἶναι ἡ ἀποφυγή διαπράξεως στόν πληίον ὁποιουδήποτε κακοῦ. Τό μαρτυρεῖ ἡ σχετική ἀντιπροσωπευτική φράση: «Ὅ μισεῖς, μηδενί ποιήσῃς». Ἀλλά ἡ ὑπόδειξη καί συμβουλή αὐτή περιορίζει τήν ἀγάπη μόνο σέ ἕνα ἀρνητικό μέτρο, στήν πρόληψη ὁποιουδήποτε κακοῦ, ἡ ὁποία δέν εἶναι πάντοτε ἀγάπη.


Ὁ Χριστός στήν ἀρετή τῆς ἀγάπης ἔδωσε ἄλλες διαστάσεις. Διακήρυξε μέ κατηγορηματικότητα τοῦτο: «Ὅπως θέλετε νά πράττουν καί νά φέρονται σέ σᾶς οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι νά κάνετε καί σεῖς σ΄ ἐκείνους». Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος ὑποδεικνύει στούς ἀνθρώπους ἕναν ἄλλο τρόπο συμπεριφορᾶς, ἀνώτερο, πού ὡς τότε ἤ ἦταν ἄγνωστος, ἤ δέν τοῦ εἶχε δοθεῖ σημασία καί προσοχή.


Στὴν κοινωνικὴ ζωὴ ἐπηρεαζόμαστε συνήθως ἀπὸ κινήσεις καὶ πράξεις τῶν ἄλλων. Προχωροῦμε συχνὰ σὲ ἐνέργειες, τὶς ὁποῖες ὑπαγορεύει ἡ συμπεριφορὰ τρίτων ἀπέναντί μας. Σ' ἕνα χαρούμενο γεγονὸς γνωστῶν μᾶς προσώπων προσφέρουμε κάποιο δῶρο, ἐπειδὴ κι ἐκεῖνοι ἔφεραν σὲ παρόμοιο δικό μας γεγονός. Ἀλλὰ ἡ τακτικὴ τοῦ εἴδους αὐτοῦ δὲ μαρτυρεῖ ὕπαρξη ἔστω καὶ στοιχείου τῆς ἀγάπης.


Ἡ πραγματική ἀγάπη ἀκολουθεῖ διαφορετικὴ τακτική. Ἐναρμονίζεται μὲ τὴ διδασκαλία καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, ποῦ διακήρυξε: «Ἐὰν κάνετε καλὸ σ' ἐκείνους ποῦ σᾶς ἔκαναν, ποιὰ χάρη θὰ ἔχετε; Τὸ κάνουν αὐτό καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας».


«Ἐγῶ δέ λέγω, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ κάνετε καλὸ σ' ἐκείνους ἀπό τούς ὁποίους δὲν ἐλπίζετε νὰ σᾶς ἀνταποδοθεῖ καὶ νὰ σᾶς ἐπιστραφεῖ». Τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη σ' αὐτό τὸ ὕψος ἀνεβάζουν οἱ δύο συνοδοιπόρες της  βασικὲς ἀρετές, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ θυσία.


Ἡ ἀγάπη περνάει ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν ἀνιδιοτὲ- λεία, τὴν ταπείνωση καὶ τὴ θυσία. Εἶναι βέβαια δύσκολες οἱ ἀρετές, ἀλλά πολύτιμες καὶ χαρίζουν στὴν ἀγάπη ὑπεραξία, τὴν καθιστοῦν «μείζονα πασῶν τῶν ἀρετῶν».

O Χριστιανισμός είναι το καινούργιο μέσα στην παλαιότητα του κόσμου.

 Αυτό καινούργιο είναι η εντολή της αγάπης, δηλαδή η συγχώρηση, το δέσιμο, η θυσία για τον συνάνθρωπο μας. Τώρα δεν έχει και τόσο μεγάλη αξία να κάμνεις το καλό μόνο σε κάποιον που σε εκτιμά και σε αγαπά, αλλά η διαγωγή σου είναι να είναι θεάρεστη όταν αγαπάς και ευεργετείς ακόμα και τους εχθρούς σου.


 Οι άνθρωποι θέσπισαν αμέτρητους νόμους και διατάξεις για να ρυθμίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Στην αρχαιότητα ο Σωκράτης έφθασε στο σημείο να πει ότι «δεν πρέπει να εκδικείσαι και να μισείς αυτόν που σε μισεί και θέλει το κακό σου». Δεν τόλμησε όμως ή δεν σκέφτηκε και να πει ότι πρέπει να τον αγαπάς.


 Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή ακούσαμε ένα μέρος από την περίφημη επί του Όρους ομιλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ακούμε τον Κύριο να απευθύνεται προς τον λαό και να του λέει: «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» ή σε ελεύθερη μετάφραση «όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο να συμπεριφέρεστε και εσείς». Τα λόγια αυτά αποτελούν τον «Χρυσό κανόνα» της χριστιανικής ηθικής. Ονομάζονται έτσι, γιατί περιλαμβάνουν όλη την διδασκαλία του χριστιανισμού περί αγάπης, περί του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς των ανθρώπων μεταξύ τους.


 Ο Κύριος επεκτείνει την αγάπη και προς τους εχθρούς μας «πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες», δηλαδή «πρέπει όμως να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να τους ευεργετείτε και να τους δανείζετε, χωρίς να περιμένετε καμία ανταπόδοση από αυτούς». Η πραγματική αληθινή αγάπη πηγάζει από τον ίδιο τον Θεό και προσφέρεται προς όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους αμαρτωλούς, τους αχάριστους και τους εχθρούς μας.


 Αυτή η αγάπη είναι πρωτόγνωρη, γιατί απορρίπτει το μίσος, ξεπερνά την συναλλαγή και την ισοδύναμη προς τον εαυτό μας αγάπη και φτάνει στην θυσία. Αγάπη σημαίνει να θυσιάζει κάθε τι που λογικά ή και νομικά θεωρείται δικό σου και το προσφέρεις χωρίς διάκριση σε κάθε άνθρωπο, ακόμα και στον εχθρό σου.


 Ο ίδιος ο Χριστός από αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη θυσίασε τον εαυτό του για την σωτηρία μας, οδηγούμενος στον σταυρικό θάνατο. Ο Κύριος καλεί και εμάς να συγχωρούμε και να αγαπάμε τους εχθρούς μας, έτσι ώστε να φθάσουμε στο ύψος της αγιότητας. Οι άγιοι της Εκκλησίας μας, έτρεφαν τόση αγάπη για τον συνάνθρωπο τους, ώστε μαρτύρησαν γι’ αυτούς και αγάπησαν ακόμα και τους διώκτες τους με όλη τους την καρδιά.


 Αυτή η ανιδιοτελής αγάπη δεν μπορεί να αποκτηθεί από μόνη της, αλλά είναι καρπός της χάριτος του Θεού και της δικής μας προσπάθειας μέσω της προσευχής.


 Ο Κύριος μας εξηγεί ότι με την εφαρμογή του «χρυσού κανόνα» θα γίνουμε παιδιά του, «και έσεσθε υιοί του Υψίστου», επομένως όποιος μπορεί να αγαπά τους εχθρούς του και να τους ευεργετεί, θα γίνει κατά χάρη Θεός, Υιός του Υψίστου Θεού. Αυτή η αγάπη μας προσδίδει τα χαρακτηριστικά του Θεού. Μας κάνει κατά χάρη Θεούς.


 Βέβαια όμοιοι στην ουσία του Θεού δεν μπορούμε να γίνουμε. Θα γίνουμε όμως όμοιοι κατά χάρη στα θεϊκά του ιδιώματα. Θα μας πλουτίσει ο Θεός με τα δικά του χαρακτηριστικά. Τι μεγαλύτερο, τι υψηλότερο μπορούμε να ποθήσουμε άραγε; Ας μάθουμε λοιπόν να αγαπάμε και η αγάπη θα μας αγιάσει, θα μας σώσει και θα μας δοξάσει.


† ο Αρσινόης Παγκράτιος

Στις κορυφογραμμές της αγάπης

 «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως»


Με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή, που είναι παρμένη από την επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου μας, η μητέρα μας Εκκλησία, μας βοηθά να προσεγγίσουμε μια σπουδαία αλήθεια, η οποία μπορεί να διαποτίζει όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής. Η αλήθεια που αποκαλύπτεται ως πραγματικότητα και δυνατότητα αληθινής ζωής, είναι ότι κριτήριο της αγάπης μας στον Θεό είναι το πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου μας.


Ακούσαμε κατ’ αρχήν τον Κύριο να μας λέει σήμερα: «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Δηλαδή όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι έτσι να φέρεστε κι εσείς σ΄ αυτούς.


Η δικαιοσύνη


Μπορούμε να πούμε ότι η απόδοση των ίσων, συνιστά και την αρχή της δικαιοσύνης. Με απλά λόγια, όταν θέλουμε να μας αγαπούν οι άλλοι, έτσι και εμείς θα πρέπει να αγαπούμε τους συνανθρώπους μας. Εάν δεν θέλουμε να μας αδικούν ούτε κι εμείς πρέπει να τους αδικούμε. Αυτή την αρχή τη συναντούμε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης.


Η αγάπη ως υπέρβαση


Ο Χριστός, όμως, μέσα από την όλη παιδαγωγική του προσέγγιση, προχωρεί πολύ πιο πέρα, τονίζοντας τη μεγάλη σημασία της αγάπης. Και ακριβώς μέσα από την αλήθεια του Ευαγγελίου, μπορούμε να διαπιστώσουμε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η αγάπη είναι εκείνη που υπερβαίνει την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Με τη δυναμική της, φθάνουμε σε τέτοια ύψη, όπου μπορούμε να αγαπούμε ακόμη και τους εχθρούς μας. Όταν μισούμε αυτόν που μας αγαπά, αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν μια παρά φύσιν κατάσταση. Όταν αγαπούμε αυτόν που μας αγαπά, αυτό εντάσσεται μέσα στη σφαίρα του φυσικού. Το να αγαπούμε όμως αυτόν που μας εχθρεύεται και μας καταδιώκει και μας κυνηγά, αυτό μπορεί να θεωρείται σαν μια υπέρ φύσιν ζωή. Σ΄ αυτή λοιπόν τη ζωή, μας οδηγεί η αγάπη του Κυρίου μας. Ο ίδιος ο Χριστός τονίζει: «Και αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν τί σπουδαίο κάνετε; Και οι κακοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Και αν κάνετε το καλό σ΄ εκείνους που σας κάνουν καλό τί σπουδαίο κάνετε;  Και οι κακοί το ίδιο κάνουν». Στη συνέχεια τονίζει ότι πρέπει να μοιάζουμε στο Θεό Πατέρα μας, που είναι Οικτίρμων και αγαπά όλους τους ανθρώπους.


Επομένως, η δικαιοσύνη του Θεού ξεπερνά εκείνη των ανθρώπων και ταυτίζεται με την αγάπη και τη φιλανθρωπία. Την ταύτιση αυτή, τονίζει πολύ εμφαντικά ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας Νικόλαος Καβάσιλας, ο οποίος αναφέρει ότι «δικαιοσύνην λέγοντες (εννοούμεν) την ενθεωρουμένην τοις μυστηρίοις σοφίαν του Θεού και φιλανθρωπίαν…». Αυτήν την δικαιοσύνη  του Θεού εγκολπώθηκαν στη ζωή τους οι άγιοι της Εκκλησίας μας, που λάμπουν τώρα στο Ορθόδοξο Χριστιανικό στερέωμα και καθοδηγούν με ασφάλεια τη ζωή μας. Σήμερα μπορούμε να θυμηθούμε και την άγια μορφή που τιμά η Εκκλησία μας. Πρόκειται για τον όσιο Κυριακό τον αναχωρητή. Με το ισχυρό παράδειγμά του, μας δίνει τη δυνατότητα να ιχνηλατήσουμε διόδους αληθινής ζωής, που παραπέμπουν στην αιώνια αγάπη του Κυρίου και Θεού μας. Τιμά, επίσης, σήμερα η Εκκλησία μας την Πετρωνία και Γουδελία και τον Μαλαχία τον όσιο εν Ρόδω. Η όλη βιωτή τους προδίδει μαρτυρία Χριστού.


Αγαπητοί αδελφοί, με τα επαναστατικά μηνύματα που μας αποκαλύπτει η σημερινή περικοπή, τροφοδοτείται η ψυχή του ανθρώπου για ν’ ακολουθήσει την πραγματική δικαιοσύνη του Θεού και όχι εκείνη των ανθρώπων, που ιδιαίτερα σήμερα βλέπουμε να μας οδηγεί σε μη αναστρέψιμες χρεοκοπίες και πνευματικά ελλείμματα. Στην προοπτική αυτή, η αναζήτηση της δικαιοσύνης κινείται στις συχνότητες της εντολής του Κυρίου μας «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Αυτό κι αν είναι το πιο επαναστατικό σήμερα μήνυμα.


Χριστάκης Ευσταθίου,


Θεολόγος