Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Πρέπει να γνωρίζετε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δεν περιορίζεται ἀπό τὰ χρόνια, οὔτε ἀπό τίς ἡμέρες...

 Πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν περιορίζεται ἀπὸ τὰ χρόνια, οὔτε ἀπὸ τὶς ἡμέρες, ἀλλὰ κάθε ἡμέρα προσφέρεται γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ τοῦ σταυροῦ, καὶ τοῦ πάθους, καὶ τῆς ἀνάστασης, καὶ τῆς ἀνάληψης, καὶ τῆς δευτέρας παρουσίας.


Ἅγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος(Άπαντα τα έργα ΕΠΕ Τόμος 36, σελ. 237)

ΑΓ.ΛΟΥΚΑΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ: «ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΔΕΝ ΜΙΛΑΕΙ ΑΛΛΑ ΜΟΣΧΟΒΟΛΑΕΙ ΔΥΝΑΤΑ...»

 Το τριαντάφυλλο δεν μιλάει αλλά μοσχοβολάει δυνατά. Το ίδιο και εμείς πρέπει να μοσχοβολάμε, να εκπέμπουμε την Πνευματική ευωδία, την ευωδία του Χριστού. 


Να ακούγεται από μακριά το άρωμα των πράξεών μας - καλών, καθαρών, δίκαιων και γεμάτων Αγάπη. 




Μόνο έτσι μπορεί να φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού η οποία υπάρχει μέσα στην καρδιά μας, να φανερωθεί όχι εν λόγω αλλά εν δυνάμει. Αμήν.

Άγιος Ιούλιος ο Πρεσβύτερος εξ Αιγίνης

 Όπως αναφέρεται στο Συναξάρι του, ο Άγιος Ιούλιος γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Αίγινα από εύπορους και ευσεβείς γονείς που τον ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα στην Αίγινα και στην συνέχεια σπούδασε στην Αθήνα, μαζί με τους Αγίους Βασίλειο  και Γρηγόριο . Αφού επανέκαμψε στην Αίγινα, αποφάσισε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, να μιμηθεί τον Απόστολο των εθνών Παύλο και να κηρύξει τον Χριστό. Έτσι οι δύο Άγιοι πήραν αποστολικές ράβδους και παρέδωσαν τον εαυτό τους στον Κύριο. Ο Επίσκοπος των Αθηνών χειροτόνησε τον Ιούλιο Πρεσβύτερο. Κοσμημένος με την χάρη της ιεροσύνης εξήλθε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο και να βαπτίσει πολλούς Εθνικούς.


Στα τέλη του βίου του αναχώρησε στο Κούσιον της λίμνης Όρτα, όπου μετά από άσκηση και προσευχή κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 401 μ.Χ., σε ηλικία 71 ετών.

Άγιος Aed από το Ferns

 Ο Άγιος Aed γεννήθηκε στο Inisbrefny (ένα νησί στη λίμνη Templeport) περί το 550 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Setna και η μητέρα του Eithne.


Ο Άγιος Aed ήταν ένας από τους πρώτους επίσκοπους της πόλης Ferns στην Ιρλανδία και ίδρυσε μοναστήρια στο Drumlane, κοντά στο Milltown, στο Ferns, στο Disert-Nairbre και στο Rossinver.


Κοιμήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 632 μ.Χ.

Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου Δακρυρροούσης

 Η εικόνα της Παναγίας της Δακρυροούσας ή Κορωνιώτισσας φυλάσσεται στην ομώνυμη μονή του Ληξουρίου της νήσου Κεφαλληνίας. Η Παναγία κατά την ημέρα αυτή διέσωσε τη μονή από τον ισχυρό σεισμό του έτους 1867 μ.Χ.

Άγιος Ηλίας ο Νέος Οσιομάρτυρας ο Αρδούνης

 Ο Άγιος Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς ευσεβείς. Έκανε το επάγγελμα του κουρέα και είχε μεγάλη υπόληψη από τους προεστούς της Καλαμάτας.


Μιλώντας κάποτε σ' αυτούς, τους προέτρεψε να ενεργήσουν για να ελαφρυνθούν οι φόροι που επιβάλλουν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, διότι αλλιώς κινδυνεύουν να αρνηθούν την πίστη των πατέρων τους. Οι προεστοί διαφωνούσαν μαζί του λέγοντας ότι οι Χριστιανοί δεν κινδυνεύουν ν’ αρνηθούν την πίστη τους. Τότε εκείνος τους λέει, εμένα αν κάποιος μου δώσει ένα φέσι γυρίζω το φύλλο. Τότε ένας προεστός, για αστείο, έστειλε και του αγόρασε ένα φέσι. Εκείνος πήγε αμέσως στον δικαστή και έγινε μουσουλμάνος, γεγονός που λύπησε όλους τους Χριστιανούς.


Μετά από λίγο καιρό συναισθάνθηκε το σφάλμα του, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί εξωμολογήθηκε με μεγάλη συντριβή το λάθος του, έκανε τον κανόνα του και μυρώθηκε με το Άγιο Μύρο. Έγινε μάλιστα και μοναχός στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια, ασκούμενος στην αρετή, την προσευχή και την προετοιμασία για το μαρτύριο.


Επανήλθε λοιπόν στην Καλαμάτα, παρουσιάστηκε στον κριτή και ομολόγησε μπροστά του τη χριστιανική πίστη. Παρά τις κολακείες και τα φρικτά βασανιστήρια, ο Ηλίας έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Ο δικαστής τότε διέταξε να τον κάψουν με χλωρά ξύλα. Τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον οδηγούσαν στον τόπο της καταδίκης.


Στο δρόμο κάποιος του κατέβασε κυριολεκτικά την πλάτη με μια σπαθιά. Ο άγιος χωρίς να δειλιάσει, χαρούμενος, με περισσότερο θάρρος, προχωρούσε ψάλλοντας τους ψαλμούς του Δαυίδ. Όταν έφθασαν στον τόπο της καταδίκης, τον έριξαν στη φωτιά. Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ παρέδωσε την αγία του ψυχή μέσα στην πυρά, όταν έσβησε η φωτιά το άγιο λείψανό του είχε μείνει άθικτο. Δεν είχαν καεί ούτε τα ράσα του ούτε τα γένια ούτε τα μαλλιά του. Τη νύχτα, οι φρουροί έβλεπαν το ουράνιο φως που κατέβαινε και περικύκλωνε το τίμιο λείψανο του μάρτυρος και έλεγαν επειδή δεν τον έκαψε η φωτιά, έστειλε ο Θεός φωτιά από τον ουρανό για να τον κάψει.


Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο του μάρτυρος και το έθαψαν δίνοντας πολλά χρήματα. Όταν, αργότερα, έκαναν την ανακομιδή μια καταπληκτική ευωδία γέμιζε τον τόπο.


Η τίμια κάρα του νεομάρτυρα αυτού, είναι θησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Βουλκάνου της Μεσσηνίας.


Να σημειώσουμε τέλος ότι το έτος μαρτυρίου του Αγίου μάλλον δεν είναι το 1686 μ.Χ., όπως πρώτος αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και επαναλαμβάνουν λανθασμένα όλοι οι Συναξαριστές. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. με την βοήθεια των Βενετών, οι οποίοι παρέμειναν στην πόλη μέχρι το 1715 μ.Χ. Συνεπώς, ο Άγιος Ηλίας μαρτύρησε πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. όταν ήταν οι Τούρκοι στην Καλαμάτα. Δηλαδή, το πιθανότερο, στις 31 Ιανουαρίου 1685 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Καλαμῶν θεῖος γόνος καὶ ἐγκαλλώπισμα, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἀξιοθαύμαστε, ἀνεδείχθης ἀληθῶς δόξῃ τῇ κρείττονι, ὡς ἀσκήσας ἱερῶς, καὶ ἀθλήσας ἀνδρικῶς, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος· ὃν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐν ἀσκήσει πρότερον, θεοφιλεῖ διαπρέψας, ἐν ἀθλήσει ὕστερον, ὑπὲρ Χριστοῦ ἠγωνίσω· πᾶσαν γὰρ, ἐχθροῦ τὴν πλάνην καταπαλαίσας, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ θεόθεν ἐδοξάσθης, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, Ἠλία θεόφρον, Καλαμαίων ἡ καλλονή· χαίροις ὁ πηγάζων, ἐκ τῆς σεπτῆς σου κάρας, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, τοῖς σὲ γεραίρουσι.


Αγία Τρυφαίνη

 Η Αγία Τρυφαίνη καταγόταν από την Κύζικο και από ευσεβείς γονείς, τον συγκλητικό Αναστάσιο και την ενάρετη Σωκρατία που ήταν χριστιανή.


Η χριστιανική της ανατροφή και η γενναιότητά της φάνηκαν σ’ έναν διωγμό όπου για να ενδυναμώσει τους ασθενέστερους και λιπόψυχους ομολόγησε με παρρησία τη πίστη της στο Χριστό και το βέβαιο θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Μόλις άκουσε αυτά ο ηγεμόνας Καισάριος, εξοργίσθηκε και διέταξε να συλλάβουν την Αγία. Η διαταγή εκτελέσθηκε και άρχισαν τα βασανιστήρια. Πρώτα την έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι, η Αγία όμως διασώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο και στην συνέχεια την κρέμασαν ψηλά και την άφησαν να πέσει πάνω σε σιδερένια καρφιά. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα θηρία. Ένας άγριος ταύρος όρμησε και διαμέλισε το σώμα αυτής. Έτσι η Αγία έλαβε το ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου.


Λένε ότι στον τόπο που χύθηκε το αίμα της, ανέβλυσε μία πηγή με καθαρό νερό. Από το νερό αυτό έπαιρναν και έπιναν οι γυναίκες που μετά τον τοκετό τους δεν είχαν γάλα. Έτσι, αμέσως, ο οργανισμός τους δημιουργούσε το γάλα που χρειάζονταν, για να θρέψουν τα νεογέννητα παιδιά τους.

Άγιοι Ουικτωρίνος, Ουίκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπίνος και Παπίας

 Οι Άγιοι Μάρτυρες κατάγονταν από την Κόρινθο και συνελήφθησαν κατά την περίοδο της βασιλείας του Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.), γιατί ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ανθύπατου Τερτίου, ο οποίος ήταν διοικητής της Ελλάδος. Ο ηγεμόνας υπέβαλλε σε φρικώδη βασανιστήρια τους αθλητές αυτούς της πίστεως και όλοι τους έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου.


Ο Άγιος Ουικτωρίνος, ο Άγιος Ουίκτωρ και ο Άγιος Νικηφόρος ρίφθηκαν κάτω από μεγάλη κυλινδρική πέτρα που τους συνέτριψε. Οι δήμιοι απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου Κλαυδίου, την κεφαλή του Αγίου Σαραπίνου και έριξαν τον Άγιο Διόδωρο σε πυρακτωμένο καμίνι. Τον Άγιο Παπία τον έπνιξαν στη θάλασσα.


Πιθανώς να είναι οι ίδιοι με αυτούς της 5ης Απριλίου.

Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω

 Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 μ.Χ. και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.


Το έτος 1815 μ.Χ. ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 μ.Χ. Πρεσβύτερος.


Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μ.Χ. μέχρι το 1840 μ.Χ.


Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.


Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.


Όταν το 1861 μ.Χ., κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.


Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877 μ.Χ. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 μ.Χ. και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.


Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.


Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.


Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.


Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’.

Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.


Ὁ Οἶκος

Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Παράκληση στους Τρεις Ιεράρχες

Η αγωγή των παιδιών κατά τους 3 Ιεράρχες

 Πρωτ. Χριστοδούλου Χρ. Χριστοδούλου


Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες παρουσιάζουν ἕνα πλούσιο ποιμαντικό, φιλανθρωπικό, θεολογικὸ καὶ συγγραφικὸ ἔργο. Τὸ συγγραφικό τους ἔργο καλύπτει ὅλα τὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους. Ὡς ποιμένες μεριμνοῦν καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὸ ποίμνιό τους καὶ κάθε στιγμὴ βρίσκονται στὸ πλάι τῶν πιστῶν στηρίζοντάς τους στὰ προβλήματά τους. Γι’ αὐτὸ καὶ στὰ συγγράμματά τους οἱ πατέρες αὐτοί, δὲν καταπιάνονται μόνο μὲ θεολογικὰ θέματα, ἀλλὰ καὶ μὲ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὸν τρόπο λειτουργίας τῆς κοινωνίας, τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, τὴν οἰκογένεια, τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, τὴν παιδεία, τὸν πολιτισμό, τὴν ἐργασία. Προβλήματα ὅπως ἡ δουλεία, ἡ ἀνισότητα εἰς βάρος τῶν γυναικῶν, τὰ ἐργατικὰ θέματα, οἱ δυσλειτουργίες στὸν γάμο καὶ στὴν οἰκογένεια ἀπασχολοῦν πολὺ συχνὰ τοὺς τρεῖς μεγάλους Πατέρες. Μελετώντας μὲ προσοχὴ τὰ ἔργα τους βλέπουμε ὅτι λόγω τῆς ἐμπειρίας τους καὶ τῆς ἀγάπης τους γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα χάρη στὸν θεῖο φωτισμὸ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δίνουν στὰ προβλήματα αὐτὰ ἀπαντήσεις, ποὺ ἀνταποκρίνονται πλήρως στὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ τῆς δικῆς μας ἐποχῆς.


Τὸ θέμα, τὸ ὁποῖο θα προσπαθήσω νὰ προσεγγίσω ἄπόψε εἶναι βέβαια πολὺ πλατὺ καὶ μὲ πολλὲς παραμέτρους καὶ γι’ αὐτὸ θὰ περιοριστῶ στὴν παρουσίαση ἁπλῶς κάποιων ἀπόψεων τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιὰ τὴν ἀγωγὴ καὶ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.


Μελετώντας τὰ συγγράμματα τῶν τριῶν αὐτῶν πατέρων διαπιστώνει κανεὶς πόσο ἐπίκαιροι καὶ διαχρονικοὶ εἶναι. Εἰδικότερα γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν ἐκπλήσσει τὸ ἀνοικτὸ πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βλέπουν τὰ πράγματα καὶ πόσο μπροστὰ ἦταν γιὰ τὴν ἐποχή τους σὲ θέματα παιδαγωγικῆς καὶ ψυχολογίας. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς γνωστὸν εἶχαν πολὺ ψηλὴ ἐπιστημονικὴ κατάρτιση, καὶ γι’ αὐτὸ στὶς ὁμιλίες τους κάνουν χρήση τῶν γνώσεων καὶ τῶν ἐμπειριῶν τους. Ὅμως πάνω ἀπ’ ὅλα τὶς ὁμιλίες τους διέπουν ἡ ἀγάπη, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ὅταν μιλοῦν γιὰ ὁποιοδήποτε θέμα, δὲν μιλοῦν μόνο ὡς φιλόσοφοι καὶ πολυσπουδασμένοι ἐπιστήμονες, ἀλλὰ κυρίως μιλοῦν ὡς πατέρες. Τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς νέους: «Πολλοὶ λόγοι, ἀγαπητά μου παιδιά, μὲ κάνουν νὰ σᾶς δώσω αὐτὲς τὶς συμβουλές. Πιστεύω ὅτι εἶναι οἱ καλύτερες καὶ θὰ σᾶς ὠφελήσουν, ἂν τὶς κάνετε κτῆμα σας. Ἔχω προχωρημένη ἡλικία. Ἀσκήθηκα στὴ ζωὴ μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἔτσι, ἔχω κάμποση πείρα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Μπορῶ, λοιπόν, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πρωτομπαίνουν στὸ στάδιο τῆς ζωῆς, νὰ δείξω τὸν ἀσφαλέστερο δρόμο. Νὰ ξέρετε ὅτι σᾶς ἀγαπῶ ὅπως οἱ  γονεῖς σας. Κι ἐσεῖς μὲ βλέπετε σὰν πατέρα σας, ἔτσι θαρρῶ». Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ λοιπὸν θὰ ἐπιχειρήσω νὰ προσεγγίσω τὴ διδασκαλία τους ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν ἀπὸ γονεῖς καὶ δασκάλους.


Λέω πρῶτα ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς δασκάλους, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὴν πρώτη καὶ κύρια εὐθύνη γιὰ τὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν ἔχουμε πρῶτα οἱ γονεῖς καὶ ὕστερα  τὸ σχολεῖο, τὸ εὑρύτερο οἰκογενειακὸ περιβάλλον (παπποῦδες, γιαγιάδες) καὶ οἱ ὑπόλοιποι φορεῖς (Ἐκκλησία, πολιτεία, πολιτιστικοὶ φορεῖς κ.λπ.). Ὅπως χαρακτηριστικὰ τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Πάνω ἀπ’ ὅλα, πρώτη φροντίδα μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ οἰκογένεια, τὰ παιδιά μας. Γιατὶ γονιὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφερε παιδιὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κουράστηκε νὰ τὰ ἀναθρέψει. Τὸ κτίσιμο τοῦ χαρακτήρα τοῦ παιδιοῦ γίνεται ἀπὸ τοὺς γονεῖς».


Εἶπα πιὸ πάνω ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι πάντα διαχρονικοὶ καὶ ἐπίκαιροι. Γι’ αὐτὸ μποροῦν νὰ δώσουν ἀπαντήσεις σὲ πολλὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν  τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς δασκάλους στὴν ἐποχή μας. Θὰ φέρω ἕνα παράδειγμα. Πρὶν λίγες μέρες εἶχα μιὰ συζήτηση μὲ γονεῖς γιὰ τὴν ἀσφάλεια στὸ διαδίκτυο. Ὅλοι συμφωνούσαμε ὅτι τὸ ίντερνετ εἶναι ἕνα πολὺ σημαντικὸ μέσο ποὺ μᾶς προσφέρει πολλὲς εὐκολίες, ἀλλὰ καὶ χρήσιμες πληροφορίες. Ὅμως ταυτόχρονα ὑπάρχουν πολλοὶ κίνδυνοι, οἱ ὁποῖοι εἰσβάλλουν στὸ σπίτι μας χωρὶς νὰ μποροῦμε οἱ γονεῖς νὰ πάρουμε ἰδιαίτερα μέτρα γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν παιδιῶν μας. Πόσο πράγματι ἐπίκαιρος εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅταν τονίζει ὅτι ὀφείλουμε νὰ μάθουμε τὰ παιδιά μας νὰ κάνουν σωστὲς ἐπιλογές, νὰ ξεχωρίζουν τί εἶναι ὠφέλιμο καὶ τί βλαβερό. Στὸ ἔργο του μὲ τίτλο Πρὸς τοὺς νέους, πῶς ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων,στὸ ὁποῖο διδάσκει τὴ χρησιμότητα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων, τονίζει παράλληλα ὅμως ὅτι πρέπει οἱ νέοι ποὺ μελετοῦν τὰ κείμενα αὐτὰ νὰ εἶναι προσεκτικοὶ καὶ νὰ ἐπιλέγουν μόνο τὰ ὠφέλιμα νοήματα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία. Προτρέπει τοὺς νέους νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμα τῶν μελισσῶν: «Οἱ μέλισσες δὲν πετᾶνε σὲ ὅλα τὰ λουλούδια μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Κι ὅπου καθίσουν, δὲν κοιτᾶνε νὰ τὰ πάρουν ὅλα. Παίρνουν μονάχα ὅσο χρειάζεται στὴ δουλειά τους καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ παρατοῦν καὶ φεύγουν. Ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς παίρνουμε ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμο καὶ τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ ἀφήνουμε πίσω μας. Κι ὅπως, κόβοντας τὸ τριαντάφυλλο, ἀποφεύγουμε τ᾿ ἀγκάθια τῆς τριανταφυλλιᾶς, ἔτσι κι ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ θὰ πάρουμε ὅ,τι εἶναι χρήσιμο καὶ θὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι ἐπιζήμιο».


Ὅμως αὐτὸ εἶναι εὔκολο νὰ τὸ πετύχουμε; Καταρχὰς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν ξεκινᾶ ἀπὸ πολύ νωρίς. Ἀπὸ τὴν ἐμβρυακὴ ἀκόμα ἡλικία, ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς μάνας του τὸ παιδὶ παίρνει μηνύματα γιὰ τὴ ζωή. Λέει ἐπίσης ὅτι ἂν δὲν μπορέσεις νὰ μεταδώσεις τὰ σωστὰ διδάγματα στὸ παιδί κατὰ τὴν περίοδο τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅπου τὸ παιδὶ ἀποδέχεται πιὸ εὔκολα τὶς συμβουλὲς τῶν γονιῶν του, τότε μὴν περιμένεις νὰ πετύχεις πολλὰ πράγματα ὅταν θὰ μπεῖ στὴν ἐφηβία καὶ θὰ ἀρχίσει ἡ ἀμφισβήτηση. Ὅταν εἶναι ἀκόμα πολὺ μικρὰ τὰ  παιδιά σας, καταλήγει ὁ ἱερὸς πατήρ, σπείρετε στὶς ψυχές τους τὸν σπόρο τοῦ καλοῦ καὶ θὰ δεῖτε ὅτι αὐτὸς θὰ καρποφορήσει σὲ μεγαλύτερη ἡλικία. Γιατὶ καμιὰ συμβουλὴ καὶ παραίνεση δὲν πάει χαμένη.


Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀπὸ τὴν ἄλλη μιλᾶ μὲ πολὺ νοσταλγία γιὰ τὰ παιδικά του χρόνια καὶ τὰ ὅσα τοῦ πρόσφεραν οἱ γονεῖς του. Τὴν παρακαταθήκη τῶν γονιῶν τὴν χαρακτηρίζει ὡς σπόρο ποὺ ἐμφυτεύεται βαθιὰ στὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν, ὅπου αὐξάνεται καὶ καρποφορεῖ: «Τὴν πίστη ποὺ ἀπὸ παιδὶ διδάχθηκα ἀπὸ τὴ μακαρία μητέρα μου Ἐμμέλεια καὶ τὴ γιαγιὰ μου τὴ Μακρίνα, αὐτὴ τὴν πίστη τὴν ἐμφύτευσα βαθιὰ μέσα μου καὶ τὴν ἄφησα ν’ αὐξάνεται. Ὅπως ἕνας σπόρος, ὅταν φυτευτεῖ στὴ γῆ, μεγαλώνει καὶ βγάζει περισσότερους καρπούς, ἔτσι κι ἐγὼ τὶς ἀλήθειες ποὺ μοῦ παρέδωσαν οἱ γονεῖς μου τὶς αὔξησα μέσα μου, χωρὶς ὅμως νὰ ἀλλοιώσω τὸ παραμικρόν».


Ὅμως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν περιορίζουν τὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν στὴ δύναμη τοῦ λόγου. Δηλαδὴ δὲν πιστεύουν ὅτι τὰ παιδιὰ τὰ διδάσκουμε μόνο μὲ τὰ λόγια μας. Ἀντίθετατονίζουν μὲ ἔμφαση τὴ εὐεργετικὴ δύναμη ποὺ ἔχει τὸ καλὸ παράδειγμα γονιῶν καὶ δασκάλων καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν καταστροφικὴ ἐνέργεια ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνα κακὸ παράδειγμα. Ὁ θεολόγος καὶ ποιητὴς Γρηγόριος λέει σὲ ἕνα ποίημά του:


Πάντα νά διδάσκεις μέ τό παράδειγμά σου.


Ὄχι ὅσα κτίζεις μέ τά λόγια σου


νά τά γκρεμίζεις μέ τίς λανθασμένες ἐνέργειές σου.


Θά χρειασθεῖς λιγότερα λόγια, ἄν πράττεις ὅσα πρέπει.


Γιατί… ὁ ζωγράφος διδάσκει περισσότερο μέ τίς ζωγραφιές του.


Καὶ ἀφοῦ ἀναφερθήκαμε πιὸ πάνω στὸ θέμα τοῦ διαδικτύου, διερωτώμαστε: ἄραγε πῶς ἕνας γονιὸς μπορεῖ νὰ ἀποτρέψει τὰ παιδιὰ του ἀπὸ τὴν κακὴ χρήση τοῦ διαδικτύου, ἐὰν ὁ ἴδιος εἶναι προσκολλημένος στὸ κινητό του, τὸ τάμπλετ ἢ τὸν ὑπολογιστή του, χάνοντας τὴν προσωπική-ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὰ παιδιά του;


 Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διδασκαλία μέσω τοῦ παραδείγματος οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες τονίζουν ἐπίσης τὴν ἀξία τῆς ἐξατομικευμένης ἀγωγῆς. Δηλαδὴ τόσο ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ὅσο καὶ ἡ ἀγωγὴ στὸ σχολεῖο πρέπει νὰ λαμβάνει ὑπόψη τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ κάθε παιδιοῦ. Ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ παιδιὰ ὡς πρόσωπα μοναδικὰ μὲ ἰδιαίτερα χαρίσματα καὶ ὄχι ὡς μάζα.


 Ἐπίσης καὶ οἱ τρεῖς Πατέρες προβάλλουν συχνὰ τὴν ἔννοια τοῦ μέτρου στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὰ παιδιά. Δηλαδὴ μὲ μέτρο πρέπει νὰ γίνεται ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης μας, ὥστε νὰ μὴ φτάνουμε στὸ σημεῖο νὰ καλομαθαίνουμε τὰ παιδιὰ ἰκανοποιώντας ὅλες τὶς ἐπιθυμίες τους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ μέτρο πάλι πρέπει νὰ γίνονται οἱ παρατηρήσεις, χωρὶς νὰ τα προσβάλλουμε καὶ νὰ τὰ μειώνουμε. Λέει ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης: «Καὶ οἱ ἔλεγχοι χρειάζονται καὶ οἱ παρατηρήσεις, ἀλλὰ μὲ μέτρο καὶ μὲ διάκριση. Πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἰκανοποιοῦμε κάθε ἐπιθυμία τοῦ παιδιού, γιατὶ τότε τοῦ κάνουμε ζημιά. Τὸ κάνουμε ἐγωκεντρικὸ καὶ μὲ ἕνα τέτοιο χαρακτήρα θὰ δυστυχήσει μέσα στὸν κόσμο».


Ὁ Μέγας Βασίλειος καταδικάζει τὴν παιδαγωγία ποὺ γίνεται μὲ θυμὸ καὶ ὀργή· δὲν διαφωνεῖ ὅμως ὅτι χρειάζεται καὶ ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ τιμωρία ἀκόμα. Λέει χαρακτηριστικά: «Εἶναι ἀποτελεσματικότερη ἡ παιδαγωγία ποὺ γίνεται μὲ λογικὸ καὶ ἤπιο τρόπο, παρὰ ἐκείνη ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργή. Γι’ αὐτὸ τὰ σφάλματα τῶν νέων πρέπει νὰ τὰ διορθώνουμε μὲ πατρικὴ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία καὶ μὲ μεθόδους παιδαγωγικές, χρησιμοποιώντας γιὰ κάθε σφάλμα τὴν κατάλληλη τακτική, τὴν κατάλληλη θεραπεία». Ἐνῶ γιὰ τὴν τιμωρία τονίζει ὅτι «ὅταν τιμωροῦμε ἢ γινόμαστε αὐστηροὶ μὲ τὰ παιδιά, ἀλλὰ παράλληλα ξέρουν ὅτι τὸ κάνουμε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὄχι ἀπὸ κακία, τότε δέχονται μὲ ταπείνωση τὴν τιμωρία». Πόσο μεγάλη δύναμη ἔχει πράγματι ἡ ἡρεμία καὶ ἡ πραότητα γονιῶν καὶ δασκάλων, ποὺ μιλᾶ κατευθείαν στὶς ψυχές τῶν παιδιῶν! Γιατί, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γρηγόριος Θεολόγος,  «Ἡ πραότητα τῶν γονέων στὰ ἀτίθασα παιδιά τους μπορεῖ νὰ ἔχει θετικό ἀποτέλεσμα. Πολλὲς φορὲς οἱ γονεῖς ἀντιμετωπίζουν μὲ ὑπομονὴ τὶς κακίες τοῦ παιδιοῦ τους καὶ συγκρατοῦν τὴν ὀργή τους ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὰ παιδιά τους. Αὐτό εἶναι ὠφέλιμο, γιατὶ ἡ πραότητα τοῦ πατέρα πάντοτε συγκρατεῖ τὰ παιδιά, ἐνῶ ἡ ἀλαζονία του γεννᾶ τὸ θράσος τῶν παιδιῶν».


 Ὅπως εἶπα στὴν ἀρχή, τὸ θέμα τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν καὶ εἰδικότερα, ὅπως αὐτὸ παρουσιάζεται μέσα ἀπὸ τὰ θεόσοφα συγγράμματα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, εἶναι ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ καλύψουμε μέσα ἀπὸ μιὰ ὁμιλία.


Ὅπως ἐγὼ ὡς γονιός, ἔτσι κι ἐσεῖς, γονεῖς καὶ δάσκαλοι, παραδεχόμαστε ὅτι ὅλα ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω εἶναι οἱ ἰδανικὲς προϋποθέσεις καὶ μέθοδοι γιὰ τὴν ἀνατροφὴ καὶ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν μας. Ἀναγνωρίζουμε ὅμως ταυτόχρονα ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἐφαρμοσθοῦν μὲ τελειότητα. Γιατὶ ἀκόμα καὶ ἄν ξέρουμε τὸ σωστό, δὲν εἶναι εὔκολο πάντα νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε στὴν πράξη. Χρειάζεται κόπος πολύς, προσπάθεια, χρειάζεται νὰ ἔχουμε μετάνοια, νὰ ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τὰ λάθη ποὺ κάνουμε ὡς γονεῖς καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὰ διορθώνουμε. Χρειάζεται νὰ ἔχουμε πνεῦμα αὐτοθυσίας, νὰ ἀφήνουμε πίσω τὴν ξεκούρασή μας, νὰ εἴμαστε σὲ συνεχῆ ἐγρήγορση καὶ ἐπαγρύπνηση γιὰ τὰ παιδιά μας. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ γονιὸς δὲν βρίσκει ποτὲ τὴν ἠσυχία του. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι ἡ θεία φώτιση, ἡ ἐνίσχυση ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ προσευχὴ ποὺ καὶ ἐμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας φωτίζει.


Προτρέπει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Θέλεις νὰ διορθώσεις τὸ παιδί σου; Νὰ τὸ προστατεύσεις ἀπὸ τοὺς κινδύνους; Δάκρυσε, προσευχήσου στὸν Θεὸ καὶ ταυτόχρονα πιάσε τὸ παιδὶ κατ’ ἰδίαν καὶ συμβούλευσέ το, παρηγόρησέ το, στήριξέ το, δεῖξε ἀγάπη μαζὶ μὲ προσευχή». Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, μιλώντας γιὰ τοὺς ἅγιους γονεῖς του (ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ καὶ ἁγία Νόννα), συνδυάζει μέσα σὲ λίγες προτάσεις τὰ τρία βασικὰ στοιχεῖα τῆς ἀγωγῆς ποὺ ἀναλύσαμε πιὸ πάνω: ἀγάπη, παράδειγμα, προσευχή: «Οἱ γονεῖς μου ἦταν καὶ οἱ δύο φιλότεκνοι καὶ φιλόχριστοι, ἀγαποῦσαν τὰ παιδιά τους καὶ ἀγαποῦσαν τὸ Χριστό. Καὶ τὸ πιὸ παράξενο εἶναι ὅτι ἦταν περισσότερο φιλόχριστοι ἀπ’ ὅ,τι φιλότεκνοι, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τὰ παιδιά τους μία ἀπόλαυση περίμεναν· νὰ ἔχουν δυνατὴ πίστη καὶ ἀγάπη στὸν Χριστό. Σπλαχνικοί, συμπονετικοί, ἔσωζαν μὲ προσευχὲς καὶ συμβουλὲς τὰ παιδιά τους ἀπὸ τὸ κακό. Ἡ πολυτιμότερη κληρονομιὰ ποὺ μᾶς ἄφησαν ἦταν τὸ παράδειγμα τῆς ἁγιότητάς τους».


Ἐπειδὴ ξεκίνησα μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν ἀγάπη θέλω καὶ νὰ κλείσω. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ μεγάλος αὐτὸς ἑρμηνευτὴς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὑποστηρίζει ὅτι ἂν συνέβαινε κάτι καὶ χάνονταν ὅλα τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ σωζόταν μόνο ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, αὐτὴ θὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ γνωρίζουμε ἡ Χριστιανοὶ ποιὸς εἶναι ὁ Θεός μας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν σπλαχνικὸ πατέρα τοῦ ἀσώτου, ποὺ γεμάτος ἀγάπη συγχωρεῖ τὰ πάντα. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ τοῦ σπλαχνικοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι τὸ πρότυπο κάθε γονιοῦ, κάθε δασκάλου. Γιατί, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, «οἱ ὡραιότερες μέρες τῆς ζωῆς ἑνὸς παιδιοῦ εἶναι οἱ ὧρες τῆς ἐκδηλώσεως τῆς  στοργῆς τῶν γονέων, καὶ  τῆς πατρικῆς ἀγάπης τοῦ δασκάλου, τῆς μητρικῆς ἀγάπης τῆς δασκάλας. Αὐτὲς  οἱ στιγμὲς μένουν ἀνεξήτιλες στὴ μνήμη τοῦ παιδιοῦ, τοῦ μαθητῆ,  καὶ εἶναι οἱ ἰσχυρότερες καὶ ἀποφασιστικότερες στιγμὲς ἀναμνήσεως  στὴ μετέπειτα ζωή. Ἔχουμε πολλὰ παράδειγμα παραστρατημένων παιδιῶν ποὺ ὅταν ἐνθυμήθηκαν αὐτὲς τὶς ὧρες τῆς ἄπειρης  ἀγάπης τῶν γονέων  καὶ τῶν  παιδαγωγῶν τους,  δασκάλων καὶ καθηγητῶν,   συγκλονίσθηκαν, ἦλθαν στὸν ἑαυτό τους σὰν τὸν ἄσωτο υἱὸ τῆς παραβολῆς καὶ   ἀποφάσισαν νὰ διορθωθοῦν γιὰ πάντα».




* Ὁμιλία ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στὴν Παγκοινοτικὴ Ἐκδήλωση γιὰ τὴ Γιορτή τῶν Γραμμάτων (Αἴθουσα Δημοτικοῦ Σχολείου Ἁγίου Γεωργίου-Βρυσούλλων-Ἀχερίτου, 20 Φεβρουαρίου 2015).

Οι Τρεις Ιεράρχες στον 20ο αιώνα

 † Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης


Συνήθως, όταν πρόκειται να ομιλήσωμεν διά τους Αγίους της Εκκλησίας, συμβαίνει να μεταφερώμεθα εις την εποχήν των. Και, παρασυρόμενοι από το κλίμα του παρελθόντος, να νομίζωμεν, ότι ανήκουν μόνον εις τον αιώνα των.


Παρ’ ότι και τώρα τους τιμώμεν, έχομεν την εντύπωσιν, ότι ο βίος των, τα έργα των, η διδαχή των, ισχύουν μόνον διά την εποχήν των.


Εν τούτοις, οι άγιοι «εις τον αιώνα ζώσι». Διότι η ζωή των και η διδαχή των περιέχει την αιωνίαν αλήθειαν του Θεού. Και ως τοιαύτη παραμένει άφθαρτος από τον χρόνον και τας μεταβολάς του κόσμου.


Αυτό έχει εφαρμογήν εις την πληρότητά του διά τους «Τρεις Ιεράρχας». Ό,τι τους έκαμε μεγάλους εις την εποχήν των, το ίδιον τους καθιστά μεγάλους ύστερα από δέκα πέντε αιώνας και μέχρι συντελείας του κόσμου. Καμμία εγκοσμία μεταλλαγή, δεν ημπορεί να ανατρέψη την θέσιν που κατέχουν οι «Τρεις Ιεράρχαι» εν τη Εκκλησία…


* * *


Η λογοκρατούμενη εποχή μας, η δώσασα «βιβλίον αποστασίου» εις την μυστικήν ζωήν, θέλει να βλέπη εις τους «Τρεις Ιεράρχας» τους ανθρώπους των γραμμάτων, τους εραστάς της κλασσικής σοφίας, τους συνδυάσαντας ή συμφιλιώσαντας τον Χριστιανισμόν με τα Ελληνικά γράμματα.


Και ναι μεν η κλασσική τους παιδεία είναι σημαντικωτάτη. Και ο ελληνικός λόγο, ολολαμπής από τας αστραπάς της μεγαλοφυΐας των, ακτινοβολεί εις τα συγγράμματά των.


Εκείνο όμως, που τους καθιστά «τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», δεν είναι τα γράμματα, αλλά η αγιότης των. Αυτή, που ελάμπρυνε τον ελληνικόν λόγον. Και από διανοητικόν τον μετουσίωσεν εις πνευματικόν διό και θέλγοντα τας καρδίας των πιστευόντων.


Και πρέπει να είπωμεν αμέσως, ότι χωρίς την αγιότητα της ψυχής, δεν θα ήσαν παρά φιλόσοφοι ή θεολογούντες, ανίκανοι να ανέλθουν εις τας κορυφάς της «γνώσεως», όπου έφθασαν. Και η θεολογία των, δεν θα διετήρει μέχρι σήμερον το κύρος της, εάν δεν κατηυγάζετο από τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος.


Ακριβώς διά τούτο, ο μεν εις ονομάζεται υπό της Εκκλησίας Θεολόγος. Οδέ έτερος αναγνωρίζεται Ουρανοφάντωρ. Και εις τον τρίτον, αποδίδεται ο τίτλος του Χρυσοστόμου. Ονόματα μεγάλα, μοναδικά, ανεπανάληπτα.


* * *


Αλλ’ ας ίδωμεν την κλασσικήν παιδείαν εις τας συγκεκριμένας μορφάς της. Ο κλασσικισμός, φρονούμεν, δύναται εις πέντε τομείς να υποδιαιρεθή. Εις την μεταφυσικήν, την ηθικήν, την Τέχνην, την γνωσιολογίαν, τας πολιτικάς επιστήμας.


Εάν αντιπαραθέσωμεν εις τα ανωτέρω, τα ενδιαφέροντα των «Τριών Ιεραρχών», θα διαπιστώσωμεν ότι περί μεταφυσικής μεν, ουδείς λόγος δύναται γίνη. Εκεί ειδωλολατρία, εδώ Αποκάλυψις. Περί δε ηθικής, πέραν φυσικών τινων στοιχείων ηθικής, δεν ήτο δυνατόν να δώση ο Κλασσικισμός. Ο Χριστιανισμός εκόμισεν υπεφυσικήν ηθικήν, διδασκαλίαν εν αγίω Πνεύματι.


Αλλά και η Τέχνη, ως καλλιτεχνία εκπορευομένη από την διεφθαρμένην, διά της προπατορικής αμαρτίας, καρδίαν, εκινήθη εις τα φυσικά της όρια, ως αισθητική μόνον.


Οι «Τρεις Ιεράρχαι», ανελθόντες εις τους κόσμους του Πνεύματος, ανεχώνευσαν εις τας ψυχάς των την φυσικήν αισθητικήν και εβίωσαν το πνευματικόν κάλλος. Η λάμψις και το πνευματικόν θέλγητρον του θείου κάλλους, αναδίδονται πυκνώς από την διδασκαλίαν των.


Ως προς την γνωσιολογίαν, ποίαν σχέσιν δύναται να έχη ο «σπερματικός λόγος», ο λόγος όπου αναβλύζει από εσκοτισμένας ψυχάς, τας οποίας «άγριός τις δαίμων ενήχησε», με τον λόγον του Αγίου Πνεύματος, τον λόγον της Αποκαλύψεως;


Περί δε των πολιτικών επιστημών, είναι περιττόν να ομιλήση τις, εφ’ όσον ο Χριστιανισμός μετέφερε τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου εις τον ουρανόν. «Ημείς ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»…


* * *


Καταφαίνεται, λοιπόν, ότι η αποδιδομένη εις τους «Τρεις Ιεράρχας»… ενοχή, ότι συνέζευξαν τον κλασσικισμόν με τον Χριστιανισμόν, είναι εντελώς αστήρικτος. Διατί; Απλούστατα, τον ξεπέρασαν!


Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη άλλως. Μόνον εστερημένοι ορθοδόξων κριτηρίων, ημπορούν να ισχυρίζωνται, ότι δεν βλέπουν μεγάλην διαφοράν μεταξύ του θείου φωτός, εντός του οποίου κατελάμφθησαν οι θείοι αυτοί Πατέρες, και των πυγολαμπίδων της κλασσικής φιλοσοφίας.


Βεβαίως, προκειμένου περί του Δυτικού, λεγομένου Χριστιανισμού, το πράγμα διαφέρει. Και τούτο, διότι ενώ οι άγιοι Πατέρες της Ανατολής, ζώντες την μυστικήν εν Χριστώ ζωήν, εδέχοντο τας ενεργείας του αγίου Πνεύματος, εις την Δύσιν η Θεολογία από του ενδεκάτου αιώνος είχε μεταβληθή εις φιλοσοφίαν.


Άριστα, επομένως, δύναται να ομιλή κανείς περί μίξεως του κλασσικισμού μετά του Χριστιανισμού, όταν έχη υπ’ όψιν του την Λατινικήν και τας λατινογενείς εκκλησίας, ένθα ομιλεί, διά λογαριασμόν της αποκεκαλυμμένης θρησκείας, ο «άγιος Αριστοτέλης»!


Εις την Ορθόδοξον όμως Εκκλησίαν, από της Αποστολικής εποχής μέχρι σήμερον, -ως εικός και διά των Τριών Ιεραρχών- λαλεί αυτό το Πανάγιο Πνεύμα. Ούτω εξηγείται διατί η εσπερία Δύσις περιέπεσεν εις τόσας απιθάνους αιρέσεις, ενώ η Εώα Ορθοδοξία μας παρέμεινεν Ορθο-δοξία…


* * *


Αλλά τι ήτο εκείνο ώστε, παρά τον μέγαν πειρασμόν εκ της πλουσίας παγανιστικής μορφώσεώς των, να καταστούν δοχεία του Αγίου Πνεύματος και η διδασκαλία των να αποβή κανών θεολογίας της Εκκλησίας και αυτοί να γεραίρωνται εις τους αιώνας «ως μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας».


Ήτο, η έκτακτος καταβολή της φύσεως, η εύροια και το βάθος της μαθήσεως και η άφθονος θεία χάρις. Αλλά η θεία χάρις δεν δίδεται, αν δεν ζητηθή. Και αν δεν έχη τόπον να αναπαυθή. Ό,τι δε έδωσαν οι μεγάλοι Ιεράρχαι, από την πλευράν της ανθρωπίνης προσφοράς των, ήτο ο προσωπικός αγών, η ασκητικότης, το πνευματικόν πένθος, το καρδιακόν δάκρυον, η αδιάλειπτος προσευχή των, η πίστις, η ελπίς, η αγάπη των.


Χωρίς τον αγώνα των προς κάθαρσιν από των ψεκτών παθών, ούτε η μεγαλόνοιά των, ούτε η μεγάλη παιδεία των, ούτε τα χρηστά, κατά οικογενειακήν χριστιανικήν Παράδοσιν ήθη των, θα τους ανεδείκνυον μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας.


Αυτόν τον ασκητικόν αγώνα των διετήρησαν εις όλον τον βίον των, διά να μη προσκρούσουν εις την πλουσίως ενεργούσαν εις τας ψυχάς των Θ. Χάριν. Διά τούτο και πας λόγος των αποτελεί όρον και δόγμα και κανόνα της Εκκλησίας, της οποίας την φύσιν και την ουσίαν έμαθον διά πράξεως και θεωρίας, διά της Γραφής και των εν Αγίω Πνεύματι εμπειριών των.


Ολόκληρος δε η διδασκαλία των, ουδέν άλλο είναι, ειμή η ακτινοβολία των ενεργημάτων της Θείας Χάριτος εις τας κεκαθαρμένας, διά θείου πυρός, ψυχάς των. Όσοι έχουν οφθαλμούς πνευματικούς και ακοήν μυστικήν, αυτοί βλέπουν και ακούουν την παρουσίαν του Παρακλήτου εις τους «την οικουμένην ακτίσι θείων δογμάτων πυρσεύσαντας»…


* * *


Και ως αιώνιοι Διδάσκαλοι και Ποιμένες, είναι παρόντες εις την αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν και σήμερον. Και διδάσκουν και Ποιμένας και Λαόν. Και πρόκεινται ως τύποι και υποδείγματα διά τους Ποιμένας και διδασκάλους μας, εν τη πίστει, τη καθαρότητι, τω ήθει, τη εμμονή εν τη Ορθοδοξία.


Βεβαίως, δεν αξιούμεν να ίδωμεν Βασιλείους, Χρυσοστόμους, Γρηγορίους. Τα χαρίσματα είναι «αμεταμέλητα». Θέλομεν όμως Βασιλειανούς, Χρυσοστομικούς, Γρηγοριανούς τους Ποιμένας μας. Να ακολουθούν τα ίχνη των, κατά δύναμιν, εις την αδοξίαν των, εις την ελευθερίαν της ψυχής των, εις την αγάπην του Θεού, εις την εγρήγορσίν των διά την σωτηρίαν της ψυχής, εις την Πατερικήν πνευματικότητα, ώστε να μη απομακρύνωνται από την Ορθόδοξον διδασκαλίαν.


Εάν οι Ποιμένες μας δεν οικειωθούν τον νουν των αγίων Πατέρων, δεν θα υπάρξη παύλα των κακών εν τη Εκκλησία.


Σήμερον διατί συνταράσσεται η ποίμνη του Χριστού; Διότι Ποιμένες τινές, διατελούντες από πολλού εν διαστάσει με το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, εφευρίσκουν, εν τη συγχύσει των, νέας οδούς διά την Εκκλησίαν, εκ των προτέρων καταδεδικασμένας.


Η ευχή μας είναι όπως, πρεσβείαις των αγίων Τριών Ιεραρχών, οι μεν σεβαστοί Ποιμένες της Εκκλησίας μας ακολουθήσουν εν παντί τα ίχνη των. Ο δε Πατριάρχης κ. Αθηναγόρας, διά την αγάπην του Χριστού και την ομόνοιαν της Εκκλησίας, εναρμονισθή εν παντί με την ζωήν, τα φρονήματα και τους αγώνας, των δύο εκ των τριών αγίων προ αυτού Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, ίνα «εν ομονοία ομολογήσωμεν…».




(“Ορθόδοξος Τύπος”, Έτος Θ’, Αριθ. Φυλ. 96, 20 Ιανουαρίου 1969)

Ομιλία στους αγίους Τρεις Ιεράρχες

 † Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους


Εορτάζουμε σήμερα, πατέρες και αδελφοί, την μνήμη των αγίων ενδόξων Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ήσαν οι τρεις αγιώτεροι και σοφώτεροι άνθρωποι της εποχής τους. Γνώρισαν την κοσμική σοφία όσο κανείς άλλος στην εποχή τους. Σπούδασαν στα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια της τότε ανθρωπότητος. Ήσαν από οικογένειες ευγενείς, αρχοντικές και πλούσιες.


Είχαν και αυτοί τον πειρασμό, σαν νέοι άνθρωποι, να ακολουθήσουν μία καριέρα κοσμική και να δοξαστούν κοσμικά. Αλλά η αγάπη του Χριστού τους έκανε να περιφρονήσουν την κοσμική δόξα, να γίνουν μοναχοί, ιερείς, επίσκοποι, και να αφιερώσουν την ζωή τους στον Χριστό, στην Εκκλησία και στους Χριστιανούς. Και έτσι, επειδή αγάπησαν πολύ τον Θεό και αγάπησαν πολύ τους ανθρώπους, έγιναν μεγάλοι ευεργέτες, μεγάλοι διδάσκαλοι, μεγάλοι πνευματικοί Πατέρες, αληθινοί οδηγοί των ανθρώπων, και προς τον δρόμο τους προς την Βασιλεία του Θεού αλλά και στα προβλήματα της ζωής τους.


Οι Τρεις Ιεράρχες εξακολουθούν να είναι μεγάλοι παιδαγωγοί όλων των ανθρώπων και όλων των Χριστιανών, και ιδιαιτέρως των Ορθοδόξων Χριστιανών. Γι’ αυτό η Εκκλησία τους τιμά και ιδιαιτέρως, αλλά τους τιμά και τους Τρεις μαζί σήμερα. Για να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη της σ’ αυτούς τους τρεις μεγάλους και φωτισμένους και θεοφόρους άνδρες, οι οποίοι μας άφησαν την σοφή διδασκαλία τους, με την οποία οδηγούμαστε στη ζωή μας.


Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχες κατενόησαν, ότι θα μπορούσαν και να σωθούν οι ίδιοι αλλά και να βοηθήσουν τον κόσμο, εάν έμεναν πιστά μέλη της Εκκλησίας του Θεού. Δεν έκαναν αυτό που έκαναν άλλοι άνθρωποι σοφοί της εποχής εκείνης, να μείνουν έξω από την Εκκλησία και να προσπαθήσουν έξω από την Εκκλησία να δοξαστούν και να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχες με ταπείνωση κατάλαβαν ότι μόνο στην Εκκλησία υπάρχει η δυνατότητα ο άνθρωπος να σωθεί, να φωτισθεί, να αγιασθεί. Και γι’ αυτό μπήκαν και οι ίδιοι ταπεινά στην Εκκλησία και μέσα από την Εκκλησία εργάστηκαν για το καλό της ανθρωπότητος.


Είναι, αδελφοί, αυτό ένα δίδαγμα για μας σήμερα, διότι και σήμερα έχουμε τον πειρασμό να ζήσουμε την ζωή μας έξω από την Εκκλησία. Και όλα τα μοντέρνα σήμερα ρεύματα, τα φιλοσοφικά, τα πολιτικά και άλλα, προσπαθούν να μας πείσουν έμμεσα ή άμεσα, ότι είναι καλύτερα να τοποθετήσουμε την ζωή μας έξω από την Εκκλησία, και την Εκκλησία το πολύ-πολύ να την έχουμε σαν ένα δεσμό ιστορικό και σαν κάτι διακοσμητικό στην ζωή μας, σαν ένα μουσείο. Όπως είπε κάποτε ένας πολιτικός –πεθαμένος τώρα– που είχε πάει στα Γιάννενα. Και εκεί, όταν είδε σε κάποια επίσημη τελετή τούς επισκόπους μπροστά του, τους είπε το εξής: «Εσείς, Σεβασμιώτατοι, να ασχολείσθε με τα μετά θάνατον· εμείς θα ασχολούμαστε μ’ αυτή την ζωή».


Τρόπον τινά, ότι η Εκκλησία είναι για τους πεθαμένους, και για τους ζωντανούς είναι η πολιτική. Αυτό όμως δεν ήταν ένα αστείο, ήταν ένα φρόνημα και ήταν μία προσπάθεια –που γινόταν και γίνεται– ο λαός μας να βγει από την Εκκλησία, να μη έχει την ελπίδα του στην Εκκλησία, να μη ζητά την καλυτέρευση της ζωής του μέσα στην Εκκλησία, μέσα στον Χριστό, αλλά έξω από την Εκκλησία. Να τρέχει πιο πολύ στους αγώνες του ποδοσφαίρου και να γεμίζει τα γήπεδα κατά χιλιάδες, παρά να πηγαίνει να εκκλησιάζεται την Κυριακή στην θεία Λειτουργία.


Και το αποτέλεσμα ποιο είναι αυτής της απομακρύνσεως από την Εκκλησία; Το ότι εμείς σήμερα, οι Έλληνες του εικοστού αιώνος, βγάζουμε την ζωή μας από την Εκκλησία και ζούμε σαν να μη υπάρχει. Και αφήνοντας την Εκκλησία στο περιθώριο της ζωής μας, και όχι στο κέντρο της ζωής μας, όπως έκαναν οι Τρεις Ιεράρχες, δεν έχουμε ούτε αληθινή ειρήνη στην ψυχή μας ούτε αληθινή χαρά ούτε νόημα βρίσκουμε στην ζωή μας. Και η ζωή μας γίνεται μία ταλαιπωρία, γίνεται ένα άγχος, γίνεται ένα κενό, γίνεται μία πλήξη, έως ότου γνωρίσουμε τον Χριστό και μπούμε μέσα στην Εκκλησία. Και όταν μπούμε στην Εκκλησία, τότε βλέπουμε ότι η ζωή έχει ένα πολύ μεγάλο νόημα, ένα βαθύ νόημα. Τότε βλέπουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να νικήσει και τον ίδιο τον θάνατο. Τότε βλέπουμε ότι μπορεί ο άνθρωπος σ’ αυτή την ζωή να χαρεί αληθινά και να βρει αληθινά μια βαθειά ειρήνη μέσα του.


Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφοί, εσείς που ήλθατε εδώ στο Άγιον Όρος με καλή διάθεση να γνωρίσετε και να προσκυνήσετε τα ιερά σκηνώματα της Παναγίας μας και του Αγίου Όρους, αν θέλετε, πάρτε αυτό το δίδαγμα σήμερα από την θεία Λειτουργία. Είδατε, τι ωραία που ήταν στην θεία Λειτουργία; Κουραστήκατε βέβαια λίγο, αλλά πήρατε και χαρά, πήρατε και ευλογία. Αυτό που κάνατε σήμερα, να το κάνετε κάθε Κυριακή. Κάθε Κυριακή να πηγαίνετε στην θεία Λειτουργία. Στην θεία Λειτουργία είναι ο Χριστός, είναι η Παναγία, είναι οι Άγιοι· και θα παίρνετε αληθινή χαρά.


Θα ήθελα εγώ να σας ζητήσω μία χάρη σήμερα – δεν ξέρω αν θα μου την κάνετε– είναι μεγάλη χάρη βέβαια, αλλ’ εάν μου την κάνετε, θα μου δώσετε πολλή χαρά. Εδώ που είμαστε όλοι κάτω από την Σκέπη της Παναγίας μας –γιατί η Παναγία είναι εδώ η Νοικοκυρά του Αγίου Όρους, η Αρχόντισσα του Αγίου Όρους, Εκείνη μας φιλοξενεί όλους και εσάς και εμάς– να δώσετε μία υπόσχεση στην Παναγία, η οποία σας αγαπάει, η οποία θέλει την ευτυχία σας, η οποία πρεσβεύει για σας. Να της πείτε: «Παναγία μου, σου υπόσχομαι, ότι από σήμερα και στο εξής κάθε Κυριακή θα πηγαίνω στην θεία Λειτουργία. Ό,τι πειρασμούς και να έχω, ό,τι εμπόδια και να έχω, ό,τι δυσκολίες και να έχω, πρώτα στην θεία Λειτουργία και μετά αλλού».


Κι αν το κάνετε, αδελφοί, αυτό, θα δείτε ότι η ζωή σας θα πάρει μία αληθινή χαρά, ένα αληθινό νόημα, και θα μακαρίζετε αυτή την ημέρα που δώσατε στην Παναγία αυτή την υπόσχεση. Εύχομαι να την δώσετε και εύχομαι από εδώ και στο εξής η ζωή σας να είναι ευλογημένη από τον Θεό, να είναι μέσα στην Εκκλησία και μέσα στην θεία Λειτουργία. Και να είστε βέβαιοι, ότι όσο ζείτε μέσα στην Εκκλησία τόσο περισσότερο θα γνωρίζετε τον αληθινό Θεό, τόσο περισσότερο θα γνωρίζετε το Ευαγγέλιο του Χριστού, τόσο περισσότερο θα βλέπετε ένα δυνατό Φως στην ζωή σας, το οποίο θα σας καθοδηγεί και θα σας ετοιμάζει για το μεγάλο ταξίδι της αιωνιότητος, προς το οποίο όλοι πορευόμαστε.


Εύχομαι η Χάρη του Θεού να σκεπάζει όλους μας και να μας οδηγεί στην σωτηρία με τις πρεσβείες των αγίων ενδόξων μεγάλων Διδασκάλων και πνευματικών Πατέρων της Εκκλησίας μας, του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αμήν.

Τα αληθινά πρότυπα αγωγής και παιδείας των Τριών Ιεραρχών

 


α) Η παιδεία αυτή συνδέεται άμεσα με το πρόσωπο του διδασκάλου. Στην Ορθοδοξία ταυτίζονται η ποιμαντική και η παιδαγωγία. Στην πρώτη κυριαρχεί το δυαδικό σχήμα πνευματικός πατέρας – πνευματικά τέκνα και στη δεύτερη, διδάσκαλος – μαθητής, σε σχέση αμοιβαιότητας και αλληλοπεριχώρησης, ως οι δύο αλληλοσυμπληρούμενοι χώροι διαμόρφωσης του ορθόδοξου Έλληνα ανθρώπου. Εξηγείται έτσι ο σκεπτικισμός του Μ. Βασιλείου για τους δασκάλους, όταν λέγει: «Πολλών μεν ακήκοα λόγων ψυχωφελών, πλην παρ’ ουδενί των διδασκάλων εύρον αξίαν των λόγων την αρετήν» (P.G. 32, 358). Δηλαδή, κανένας δάσκαλος δεν δείχνει ανάλογη με τα λόγια του αρετή. Αυτό θα έλεγε σήμερα όχι μόνο για εμάς, τους διδασκάλους, αλλά κυρίως για τους πολιτικούς μας…


β) Είναι παιδεία θεοκεντρική. Σκοπός της, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι «ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως, η δε γνώσις ουκ εκτός των διδαγμάτων» (P.G. 32, 69). Η θέωση, δηλαδή, είναι καρπός της ορθής διδασκαλίας, που κινητοποιεί τον άνθρωπο σ’ αυτή την κατεύθυνση, και αυτό είναι το έργο του ελληνορθόδοξου σχολείου.


γ) Όταν ο ιερός Χρυσόστομος έλεγε στο κήρυγμά του «Πάντα δεύτερα έστω της προνοίας των παίδων» (P.G. 62, 151) («η μέριμνα για τα παιδιά μας πρέπει να έχει την πρώτη θέση»), συνέδεε την παιδεία πρωταρχικά με τον χώρο της οικογένειας. Οι Τρεις Ιεράρχες γνώρισαν στα πρόσωπα των γονέων τους, και μάλιστα των μητέρων τους, απαράμιλλα πρότυπα αγωγής. Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί με ευγνωμοσύνη ότι η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ήταν εποικοδόμημα στις καταβολές που έθεσαν η γιαγιά του Οσία Μακρίνα και η μητέρα του Εμμέλεια.


δ) Η δική μας προτεραιότητα στον οικονομισμό και στα χιλιαστικά οράματα ευημερίας, όπως παραπλανητικά μας υπόσχονται δεκαετίες τώρα οι πολιτικοί μας, οδηγεί στο ανθρωποείδωλο του homo oeconomicus. Ωστόσο η παιδεία των Τριών Ιεραρχών αποβλέπει στην εν Χριστώ τελείωση του ανθρώπου. Προεκτείνοντας τον γνωστό λόγο του Μενάνδρου, ο Χρυσόστομος διακηρύσσει: «Αυθεντικός άνθρωπος είναι όποιος σώζει μέσα του τον Χριστό, που είναι το αρχέτυπό του, με την τήρηση των θείων εντολών».


ε) Σκοπός της παιδείας δεν είναι η ξηρή πολυμάθεια αλλά η εν Χριστώ πλήρωση του ανθρώπου. Αυτό δεν οδηγεί, βέβαια, στην «ήσσονα» προσπάθεια. Λέγει ο Χρυσόστομος: Με το να σας προτρέπω να διδάσκετε στα παιδιά σας την Αγία Γραφή, «μη νομιζέτω με νομοθετείν αμαθείς τους παίδας γίνεσθαι. Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγων, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν» (P.G. 47, 368). Οι Άγιοι Πατέρες δεν κηρύσσουν την αμάθεια, αλλά αποτρέπουν την απολυτοποίηση της πάντοτε ελλειμματικής ανθρώπινης γνώσης.


στ) Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών βοηθεί στην ιεράρχηση των ανθρωπίνων και τη δημιουργία ρεαλιστικής φιλοσοφίας ζωής. Πρώτο βήμα, η αυτογνωσία. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Μικρός ειμί και μέγας, ταπεινός και υψηλός, θνητός και αθάνατος, επίγειος και ουράνιος» (P.G. 35, 785). Ο άνθρωπος, με τη μετοχή του στο άκτιστο, γίνεται «μέγας κόσμος εν μικρώ» (P.G. 36, 524). Και ο Μ. Βασίλειος δίνει τον δικό του κανόνα ζωής: «Υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ, επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου» (P.G. 31, 204). H ψυχή είναι ανώτερη του σώματος, γιατί προικίσθηκε από τον Δημιουργό με την αθανασία. Και ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει: «Αποδημία ο παρών βίος… οδίτης ει, ου πολίτης… Πανδοχείον εστίν ο παρών βίος» (P.G. 52, 401). O άνθρωπος, δηλαδή, είναι προσωρινός στον κόσμο και οδοιπόρος προς την άλλη ζωή, της αιωνιότητας. Ένα ξενοδοχείο είναι η παρούσα ζωή μας. Η αιώνια πατρίδα μας είναι στον ουρανό (Φιλιππ. 3, 20).


ζ) Η ευρύτητα της σκέψης των Τριών Ιεραρχών φαίνεται και από τη θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται τη σπουδαιότητα και χρησιμότητα. Σε εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες ονομάζονταν «βάναυσοι», θα διακηρύξει ο Χρυσόστομος: Ντροπή πρέπει να αισθάνονται «οι εική τρεφόμενοι και αργούντες», δηλαδή όσοι συντηρούνται, χωρίς να είναι ανίκανοι προς εργασία, από τους άλλους και χρησιμοποιούν υπηρέτες, στηριζόμενοι στους άλλους, ζώντας από τον κόπο εκείνων (P.G. 61, 47), δηλαδή με την εκμετάλλευση του συνανθρώπου.


η) Ο απώτερος όμως σκοπός της παιδείας κατά τους Αγίους μας είναι η ολοτελής ένταξη του ανθρώπου στο συλλογικό – κοινωνικό σώμα. Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ο οργανωτής του κοινοβίου, της βάσης του κοινοτισμού, που είναι συνέχεια των αρχαίων ελληνικών «κοινών», τα οποία θαύμαζε, ως Ελληνας και αυτός, και εμιμείτο.


Αυτός -με κάθε συντομία- είναι ο πλούτος της παιδείας του Γένους μας. Η απομάκρυνση όλο και περισσότερο από το όραμα αυτής της παιδείας, την οποία ενσάρκωσαν και κηρύττουν διαχρονικά οι Τρεις Ιεράρχες, οφείλεται στην εθνοκτόνα απόλυτη προσκόλλησή μας στα οποιαδήποτε ξένα «φώτα».


(Εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια” Ιανουάριος 2016.

Το διαχρονικά ζωηφόρο μήνυμα των Τριών Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας

 Παναγιώτης Τσαγκάρης, Θεολόγος, Πρόεδρος της Ένωσης Θεολόγων Νομού Λέσβου -Παράρτηματος της ΠΕΘ


Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θεάτρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών, στις 30 Ιανουαρίου 2010.


«Τρισήλιον Φως τρεις άνηψεν ηλίους»(1), ήλιους ορθόδοξης θεολογίας, χριστιανικής φιλοσοφίας, οικουμενικής παιδαγωγίας, θυσιαστικής διακονίας, οιακόστροφης ποιμαντορίας, ανεπανάληπτης συγγραφικής και ποιητικής μεγαλουργίας, «Βασίλειον τον Μέγαν και τον Θεολόγον Γρηγόριον συν τω κλεινώ Ιωάννη τω την γλώτταν χρυσορρήμονι».(2)


Τα παραπάνω υπερθετικά κατηγορήματα που ευλαβικά αποδώσαμε  στους Τρείς Πατέρες της Εκκλησίας είναι αλήθεια, ας το ομολογήσουμε, ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πομπώδη, μεγαλόσχημα και συντεχνιακά ενώ είναι βέβαιο ότι θα αξιολογηθούν ως ασήμαντα από πολλούς νεοέλληνες τους οποίους ακόμη και η εορτή των Τριών Ιεραρχών τους αφήνει ασυγκίνητους και κάποιους μάλιστα τους ενοχλεί. Γιατί; διότι «δεν μας συγκινούν πια ούτε η σοφία, ούτε η αγιοσύνη, διότι δεν εκτιμούμε πια ούτε τους Έλληνες προγόνους μας ούτε τους Πατέρες της Εκκλησίας. Άλλες αντιλήψεις, άλλα πιστεύματα, άλλα ιδανικά τώρα βρήκαν θέση μέσα μας»(3).


Τα δυτικά ξυλοκέρατα των διαφόρων αθεϊστικών φιλοσοφικών ρευμάτων, ως πολιτιστικά υποπροϊόντα της Εσπερίας, εισήχθησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και στην καθ΄ ημάς εγχώρια πραγματικότητα προλειαίνοντας το έδαφος για τη συσσωμάτωση μας στην νέα παγκοσμιοποιημένη  κοινωνία. 


Στην πορεία αυτή της μεταμοντέρνας κοινωνίας μας, προς το  «οικουμενικό χωριό», δεν αναγνωρίζουμε πλέον λόγο ύπαρξης στην αντικειμενική και απόλυτη Αλήθεια αλλά θεοποιούμε την υποκειμενικότητα και σχετικοποιούμε ακόμη και την πραγματικότητα.


Και ως εκ τούτου αμφισβητούμε τα παλαιά, αποδομούμε τα δοκιμασμένα και θεοποιούμε τα νέα.


Το ερώτημα που διαρκώς μας τριβελίζει το μυαλό, είναι πως θα πάμε μπροστά, πως θα προοδεύσουμε, σκεπτόμενοι όμως πάντα ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά.


Η νοοτροπία αυτή διαποτίζει όλο το είναι  της ζωής μας. Αγγίζει ακόμη την Παιδεία και γιατί όχι και την Εκκλησία.


Επενδύουμε έτσι, σε μια τεχνοκρατική και χρησιμοθηρική εκπαίδευση, η οποία αποθεώνει την ποσοτική πληροφόρηση και την εργαλειακή γνώση ως  μοχλούς προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης, αδιαφορεί όμως επικίνδυνα για την κριτική σκέψη, την πνευματική καλλιέργεια, την αλήθεια.


Από την άλλη, οι μετέχοντες του εκκλησιαστικού γεγονότος, με το να παρασυρόμαστε συχνά σε μια ακατάσχετη και ψευδώνυμη  αγαπολογία, υποβαθμίζουμε την Αλήθεια και την Πίστη. Έτσι επέρχεται η λήθη της Αλήθειας και με αυτή τη νοοτροπία, δεν είναι καθόλου παράδοξο το γεγονός της λησμοσύνης  του μεγέθους της προσφοράς των Τριών Ιεραρχών και της τιμής που οφείλουμε σ΄ εκείνους.


Επίσης, είναι αξιοπρόσεκτο και το επισημαίνουμε, ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των λόγων που εκφωνούνται προς τιμή τους, ενώ υπάρχει πληθώρα αναφορών στο παιδαγωγικό και κοινωνικό μήνυμα τους, απουσιάζει το όνομα Εκείνου που είναι το αίτιο της ύπαρξης τους. Εκείνου που κατά την πίστη τη χριστιανική είναι η όντως Αλήθεια. «Έστι  δε η αυτοαλήθεια ο Θεός ημών»(4) θα πει ο  Μέγας Βασίλειος. Απουσιάζει το υπέρ παν όνομα, το όνομα του σαρκωμένου Λόγου του Θεού, του Χριστού.


Γιατί; Μήπως άραγε, επειδή,  στον κοσμοπολίτικο κόσμο μας του life style, της ψηφιακής εικόνας, της virtual reality πραγματικότητας, της μοριακής βιολογίας, της νανοτεχνολογίας, το όνομα του Χριστού θεωρείται δεδομένο ή μήπως στερεότυπο, παράταιρο ή και απαγορευμένο;


Στο δημόσιο διάλογο που τον τελευταίο καιρό διεξάγεται για την απομάκρυνση των θρησκευτικών (βλέπε Χριστιανικών) συμβόλων από τους δημόσιους χώρους, η ειρωνική έκφραση «Κυκλοφορεί στα σχολεία επικίνδυνος τις ονόματι Χριστός»(5), που ειπώθηκε για να καταδείξει το παράλογο του ζητήματος, μας προβληματίζει.


Επιτρέψετέ μου λοιπόν σήμερα ταπεινά να θυμίσω στην αγάπη σας ότι ο Θεολόγος Γρηγόριος έλεγε χαρακτηριστικά, «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον»(6). Συχνότερα να θυμάσαι το Θεό, παρά να αναπνέεις.


Το όνομα του Ιησού Χριστού βρισκόταν ανελλιπώς στα χείλη των Τριών Αγίων. Κι ακόμη περισσότερο, βιώνοντας ο μεγάλος άγιος της Καισαρείας, «Το ζην ημίν Χριστός» (Φιλιπ. 1, 21) (Για μας όλη η ζωή είναι ο Χριστός), τονίζει ότι κατά συνέπεια οφείλουμε: «Και ο λόγος μας να αναφέρεται στο Χριστό, και η σκέψη μας και κάθε πράξη μας να εξαρτώνται από τις εντολές Του και η ψυχή μας να μορφωθεί σύμφωνα με την προσωπικότητα του Χριστού»(7).


Αυτό ήταν το πνεύμα των Τριών Πατέρων οι οποίοι δεν φιλοσοφούσαν, αλλά θεολογούσαν. Οι οποίοι επίστευαν, εβίωναν, ελάτρευαν, εκήρυτταν εσταυρωμένο και αναστημένο Χριστό. Και οι οποίοι ως Χριστοφόροι και Χριστοκήρυκες αναμόρφωσαν την Οικουμένη.


Ακράδαντη πίστη τους ήταν πως δεν σώζει, ούτε λυτρώνει, ο επικριτικός, τυπολατρικός, φαρισαϊκός, πολιτικός, τεχνοκρατικός και φιλοσοφικός  λόγος, αλλά ο Υιός και Λόγος του Θεού.


Οι διάφοροι λόγοι τρέφουν και τέρπουν τον εγωισμό, την ιδέα της παντοκρατορίας του ανθρώπου, καλλιεργούν το σφετερισμό ιδιωμάτων ετέρου και υποδαυλίζουν την ελκυστική ιδέα της αντιποίησης αρχής δηλαδή της όντως αρχής της Ζωής, της Αλήθειας και του Φωτός, του Χριστού.


Ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός λέει χαρακτηριστικά: «Την ανθρώπινη σοφία, τους ανθρώπινους λόγους τους εγκατέλειψα, γιατί ακολούθησα το λόγο του μεγάλου Θεού, που υπερκαλύπτει κάθε ευμετάβλητο, πολύπλοκο λόγο του ανθρώπινου νου»(8).


Σήμερα ζούμε στην εποχή της βασιλείας του λόγου, αλλά παραθεωρούμε τον Υιό και Λόγο του Θεού. Μήπως εκλείπει η πίστη και γι΄ αυτό απουσιάζει και η ομολογία;


Οι Τρεις όμως, σήμερα τιμώμενοι Άγιοι, ως αυθεντικοί «βλαστοί Ευαγγελίου»(9),  «διατήρησαν το θεμέλιο της πίστεως στο Χριστό ασάλευτο»(10), διότι γράφει ο ιερός Χρυσόστομος «όποιος ξεφύγει από την πίστη, δεν στέκεται πουθενά αλλά κολυμπάει εδώ και εκεί έως ότου καταποντισθεί τελείως»(11). Αντίθετα, συνεχίζει ο ίδιος Πατέρας, «τα μέγιστα δια της πίστεως και ου δια λογισμών κατορθούνται»(12). Και ακόμη περισσότερο συνεχίζει: «Η πίστη αποδεικνύει τη γνησιότητα των πράξεών μας και από την ειλικρινή πίστη γεννιέται η αγάπη, γιατί εκείνος που πιστεύει αληθινά στο Θεό, δεν ανέχεται ποτέ να εγκαταλείψει την αγάπη»(13). 


Αλλά και η άσκηση της αγάπης οφείλει να συμβαδίζει με την ομολογία του ονόματος του Χριστού, ο οποίος είπε: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ιωαν. 15, 5).


Αν δεν υπάρξει σύζευξη ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, ο λόγος της ζωής γίνεται φιλοσοφικός και ειδωλοποιείται.  Όταν λοιπόν, αλλοιώνεται η πίστη αλλοιώνεται και η ζωή. Αυτή είναι η αλήθεια.


Οι έμπειροι και πνευματοφόροι Πατέρες «έδιναν πάντα προτεραιότητα στην αλήθεια, προκειμένου να διασώσουν την καθολικότητα του νοήματος της ζωής»(14). «Το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να πάθει κανείς είναι να χάσει την αλήθεια»(15) τονίζει εμφαντικά ο Βασίλειος.


Ο συνδυασμός λοιπόν, «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ. 5, 6), όπως είπε ο Απόστολος Παύλος, οδηγεί στην επίτευξη του πρωτεύοντος στόχου, στην αγιότητα,  στην σωτηρία.


Είναι ξεκάθαρη η προτροπή του Χρυσοστόμου προς πάντας και ιδιαίτερα προς τα νιάτα: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστί»(16). Αυτή είναι και η πρόταση παιδείας( με την ευρύτερη έννοια της λέξης και όχι μόνο της εκπαίδευσης) των Τριών Ιεραρχών, καθώς οι ίδιοι δεν ήταν εκπαιδευτικοί αλλά παιδαγωγοί εις Χριστόν.


«Κατ΄ αυτούς η παιδεία του κόσμου θεωρείται αντικειμενικώς μόνο μέσα από την παιδεία του Κυρίου»(17).


Οραματίζονται την παιδεία ως τη διαδικασία που θα οδηγήσει τον άνθρωπο να «απελευθερωθεί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Κορναράκης, από την ψευδαίσθηση ότι η φύση του δικαιώνεται διαμέσου των γνώσεών του και να οικειωθεί την αυθεντικότητα της υπάρξεως πού δεν ορίζεται από το εκάστοτε σύστημα γνώσεων άλλα από τη δυνατότητα αυτογνωσίας και τέλος την  κατάκτηση της αληθινής «θεογνωσίας»(18).


Αλλά και με την στενότερη έννοια της εκπαίδευσης αν προσεγγίσουμε το έργο τους θα ωφεληθούμε, διότι θα διδαχθούμε από τη Χρυσοστομική γραφίδα και πάλι, ότι: «Ο άριστος όρος και σκοπός της διδασκαλίας είναι αυτός, το να οδηγούν οι δάσκαλοι τους μαθητές, με όσα πράττουν και με όσα λένε, στον ευτυχισμένο βίο πού όρισε ο Χριστός»(19). 


Είναι βέβαια τέτοια η έκταση του παιδαγωγικού χαρακτήρα του έργου των Τριών Ιεραρχών και τόσο πολυμερής η όλη διδακτική και παιδαγωγική μεθοδολογία τους, που ίσως  θα έπρεπε να μελετηθεί η πρόταση, να συμπεριληφθεί ως μάθημα στα παιδαγωγικά τμήματα των πανεπιστήμιων μας.


Οι πνευματικές τους παρακαταθήκες λοιπόν, είναι πολυτιμότατα κεφάλαια διότι υπενθυμίζουν σε όλους, ότι η αυτονόμηση του ανθρώπου από το Θεό, η πνευματική λοξοδρόμηση, είναι η γενεσιουργός αιτία της προσωπικής αλλά και της κάθε πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε διαχρονικά ως κοινωνία.


Ο καθένας μας λοιπόν, προσωπικά και η κοινωνία μας συνολικά μπορεί να βρει την απάντηση στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος, μέσα από τα σπλάγχνα της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης μας. Μέσα από την πρόταση της οικουμενικότητας, της καθολικότητας και της αλήθειας του μηνύματος των Πατέρων της Εκκλησίας. Αυτή «η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση μας αποτελεί το παρελθόν που ταυτίζεται με την ζωή, το βαθύτερο είναι μας και την προοπτική μας. Το Ορθόδοξο παρελθόν μας αποτελεί το δικό μας μέλλον και την ελπίδα του κόσμου»(20).


Μια παράδοση που ζει την Πεντηκοστή ως ένα συνεχές παρόν στο διάβα των αιώνων, που σαρκώνεται στις μέρες μας, στα ιερά ασκητήρια του αγιασμένου Άθωνα, στα ταπεινά κελλάκια των οσίων Γερόντων του αιώνα μας και στις άσημες καμαρούλες-Ησυχαστήρια των πολυκατοικιών της πολύβουης Αθήνας.


Μια παράδοση που λειτουργείται, στα (20) είκοσι μοναστήρια που ίδρυσε στις μέρες μας, στην έρημο της Αμερικής, ο φορτωμένος  με την Αγιορείτικη πνευματική κληρονομιά, Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης(21), καθώς και σ΄ όλες τις Εκκλησιές και τα μοναστήρια της Ορθοδοξίας.


Μια παράδοση που ομολογείται διακονικά «εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. 4, 3) και της αγάπης του Χριστού στην Αφρική και τις λοιπές χώρες της Ιεραποστολής και μαρτυρείται θυσιαστικά σε διάφορες χώρες, όπως στη σημερινή Ρωσία του σύγχρονου δεκαεννιάχρονου νεομάρτυρα Ευγένιου Ροντιόνωφ ο οποίος την ζωή του πρόσφερε «θυσία τω Θεώ» (Ψαλ. 50, 17) αρνούμενος την πολλοστή (16 φορές) προτροπή του Τσετσένου δημίου του να αφαιρέσει από το λαιμό του το βαφτιστικό σταυρουδάκι που φορούσε, για να σώσει τη ζωή του(22).


Μια παράδοση που ζωοποιεί αυθεντικά στο παρόν, το μήνυμα που οι Τρεις αδάμαστες ψυχές της πίστης, οι σημερινοί εορταζόμενοι Πατέρες μας καταθέτουν. Μας οδηγούν σ΄ Αυτόν  «ον ηγάπησεν η ψυχή τους» (Άσμα Ασμάτων Κεφ. 1, 7). Σ΄ Αυτόν τον  τόσο γνωστό και τόσο άγνωστο, την Πηγή της Ζωής,  τον Ζωοδότη Χριστό. Σ΄ Αυτόν τα λόγια του οποίου μας υπενθυμίζει ο Χρυσορρήμων Ιωάννης: «Εγώ είμαι πατέρας σου, εγώ αδελφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμα σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι πού επιθυμείς· κοντά μου δεν θάχεις ανάγκη από τίποτε» (23).


Για να μην έχουμε λοιπόν, από τίποτα ανάγκη, για να είμαστε αληθινά ελεύθεροι, εμείς και τα παιδιά μας και για να μην λυπούμε το Πνεύμα του Θεού με την απρόσεκτη βιοτή μας, εύχεσθε Σεβασμιώτατε, να μας φωτίζει ο Θεός όλους μας, καθώς και τον ομιλούντα, για να αποκτήσουμε την ίδια σχέση ζωής που είχαν και οι Τρείς αειλαμπείς Πατέρες,  με την Πηγή της Ζωής, έτσι ώστε να ελπίζουμε στο έλεος Του για να αξιωθούμε της σωτηρίας.


Άλλωστε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλη επιλογή, από το διαχρονικά ζωηφόρο μήνυμα των Τριών Μεγάλων Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Ένα μήνυμα το οποίο δεν είναι διαφορετικό από το μήνυμα των Προφητών, των Αποστόλων, των Οσίων, των Μαρτύρων, των Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι το μήνυμα  της πίστης και της αγάπης στο πρόσωπο της μοναδικής Αλήθειας, του Ιησού Χριστού και σ΄ όσα Εκείνος μας παρέδωσε.


Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Άγιος Πέτρος Βασιλέας των Βουλγάρων

 Ο Άγιος Πέτρος ήταν τσάρος της Βουλγαρίας (927 - 967 μ.Χ.) και υιός του βασιλέως Συμεών. Είχε νυμφευθεί την εγγονή του βασιλέως Ρωμανού Λεκαπηνού (920 - 944 μ.Χ.), Μαρία, η οποία μετονομάσθηκε σε Ειρήνη, λόγω της ειρήνης που επικράτησε μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων.


Ο Άγιος αγωνίσθηκε εναντίον της αιρέσεως των Βογομίλων ακολουθώντας τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας . Μετά από έναν ανεπιτυχή πόλεμο με την Ουγγαρία και τη Ρωσία, κοιμήθηκε το έτος 967 μ.Χ.

Όσιος Ζήνων ο Νηστευτής εκ Κιέβου

 Ο Όσιος Ζήνων έζησε τον 14ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στα σπήλαια της Μεγάλης Λαύρας του Κιέβου της Ρωσίας. Κοιμήθηκε με ειρήνη.

Οσία Πελαγία του Ντιβέεβο

 Η Πελαγία Ιβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1809 μ.Χ. στο Αρζαμά της Ρωσίας. Οι γονείς της, Ιβάν Ιβάνοβιτς Σουρίν, έμπορος στο επάγγελμα και η μητέρα της Παρασκευή Ιβάνοβνα Μπεμπέσεβα, απόκτησαν αλλά δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον Ιωάννη. Ο Ιβάν έφυγε γρήγορα από το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας την Παρασκευή σε νεαρή σχετικά ηλικία μόνη με τα τρία της παιδιά. Η τελευταία ξαναπαντρεύτηκε με τον Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ, άνθρωπο αυστηρό και ανάλγητο - μια συμπεριφορά που ακολουθήθηκε και από τα παιδιά της πρώτης του γυναίκας, κάνοντας τη διαβίωση μέσα στο σπίτι για την Πελαγία και τ' αδέλφια της σωστό μαρτύριο. Μικρή ακόμα η όσια αρρώστησε βαριά, για να μείνει στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν επιτέλους σηκώθηκε ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενώ προηγουμένως ήταν εξαιρετικά έξυπνη με πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα άρχισε να κάνει διάφορες ανοησίες. Έβγαινε χειμωνιάτικα στον κήπο, σήκωνε τη φούστα της, στεκόταν στο ένα πόδι και στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ακατανόητες κραυγές. Τη μάλωναν και την έδερναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όπως η ίδια ή μητέρα της αφηγήθηκε χρόνια μετά, είχε υποπτευθεί ότι από τότε ή Πελαγία πήρε την κλίση για τη σαλότητά της, παρόλο που τότε αυτό ήταν ότι χειρότερο για την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένεια.


Μεγαλώνοντας η Πελαγία έγινε μια πολύ ωραία κοπέλα με ξεχωριστή κορμοστασιά. Ήταν ψηλή, στητή, με φυσικά όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Πολλοί γαμπροί αψηφούσαν την παράξενη συμπεριφορά της και τη ζητούσαν σε γάμο. Από τη μεριά της μητέρας της αυτό ήταν καλοδεχούμενο για μια φτωχή ορφανή και σαλή συνάμα. Η Πελαγία όμως άκουγε μέσα της μυστική φωνή, που την καλούσε στον ερημικό δρόμο των πραγματικών εραστών του θείου πόθου. Η εποχή όμως δεν προσφερόταν για ανταρσία. Έτσι στα 19 της χρόνια παντρεύτηκε το Σεργκέι Βασίλιεβιτς Σερεμπρένικωφ. Ο γάμος έγινε στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον Αρζαμά, στις 23 Μαΐου 1828 μ.Χ. Ο νεαρός σύζυγος της θέλοντας να την βοηθήσει με την αλλόκοτη συμπεριφορά της, την πήρε μαζί με τη μητέρα της στον Άγιο Σεραφείμ  στο ερημητήριό του στο Σαρώφ. Ο Άγιος, αφού τους καλωσόρισε, τους έστειλε στο αρχονταρίκι κρατώντας την Πελαγία κοντά του για συνομιλία. Αργότερα όταν ο Σεργκέι με την πεθερά του πήγαν ξανά στο κελί να δουν γιατί αργοπορεί η Πελαγία, βρήκαν τον Άγιο Σεραφείμ να κάνει μια εδαφιαία μετάνοια στην Οσία και να της δίνει ένα κομποσχοίνι, αποκαλώντας την Ματιούσκα. Ο Ιβάν Ταμπάρτσεφ, συγκελιώτης του Αγίου Σεραφείμ, που ήταν παρών, ανέφερε ότι όταν η Πελαγία έφυγε, τον πλησίασε ο Άγιος και του είπε ότι η γυναίκα αυτή θα γινόταν ένα αστέρι που θα φώτιζε όλη τη Ρωσία.


Η αλλόκοτη συμπεριφορά της εξόργιζε τον άντρα της. Έκανε ολονύχτιες αγρυπνίες, κοιμόνταν σε φέρετρα, ζητιάνευε, μοίραζε τα χρήματα που της έδινε ο σύζυγός της στους φτωχούς, γυρνούσε ημίγυμνη στους δρόμους. Τελικά ο άνδρας της την έδιωξε από το σπίτι. Έτσι επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της όπου την περίμεναν νέες θλίψεις. Τα παιδιά του πατριού της τη μισούσαν και ο ίδιος ο Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ την έδερνε. Η μικρότερη του κόρη τη φθονούσε ιδιαίτερα και έβαλε κάποιο καλό σκοπευτή να τη σκοτώσει την ώρα που η όσια γυρνώντας στην πόλη έκανε τις «παλαβομάρες» της. Αστοχώντας όμως άκουσε την Πελαγία να του λέει ότι αντί αυτήν πυροβόλησε τον εαυτό του. Η προφητεία αύτη επαληθεύτηκε μετά από λίγο καιρό. Ο σκοπευτής αυτοκτόνησε με πυροβολισμό.


Μετά από όλα αυτά η μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφείμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ο γέροντας αφού άκουσε προσεχτικά όσα η πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της. Από τη μέρα εκείνη δεν την εμπόδιζαν να κάνει ό,τι αύτη ήθελε. Όλες σχεδόν τις νύχτες τις περνούσε στο προαύλιο του ναού, οπού στο ύπαιθρο προσευχόταν ολονυκτίς με κατανυκτικότατα δάκρυα. Τις μέρες ντυμένη με κουρέλια γυρνούσε στους δρόμους όπου ουρλιάζοντας καλούσε τους πάντες στην αγάπη του Θεού. Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια. Το 1837 μ.Χ., όταν κοιμήθηκε ο όσιος Σεραφείμ, τη συνάντησε στο δρόμο η γερόντισσα Ιουλιανή Γρηγορίεβα, μοναχή στο μοναστήρι του Ντιβέγεβο, που διακρινόταν για το προορατικό της χάρισμα και ζήτησε από τη μητέρα της Πελαγίας να της δώσει άδεια να την πάρει μαζί της. Έτσι και έγινε. Πριν φύγουν από το σπίτι η Πελαγία έκανε εδαφιαία μετάνοια στους συγγενείς της και τους είπε: «Συγχωρήστε με, για την αγάπη του Χρίστου. Δεν θα ξαναγυρίσω κοντά σας ώσπου να πεθάνω».


Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Άλλες αδελφές τη σεβόνταν και την εκτιμούσαν, άλλες τη φοβούνταν, άλλες την κορόιδευαν, μερικές μάλιστα την χτυπούσαν.


Απ' όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα. Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ. Π. Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει. Έσβησε από μακριά μια φωτιά, ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε. Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β’ για τον οποίον έκλαιγε και προσεύχονταν ασταμάτητα. Μετά από 20 χρόνια σκληρής ζωής εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ και την προέτρεψε να αποτραβηχθεί στο κελί της, αποφεύγοντας τους ανθρώπους. Εκεί ζούσε κλαίγοντας και προσευχόμενη. Τρέφονταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο έφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.


Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σάββατο 28 Ιανουαρίου 1884 μ.Χ. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, η Πελαγία Ιβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και η πολύταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου. Την έντυσαν με τα ρούχα που η ίδια αρεσκόταν να φορά. Μια άσπρη μπλούζα, ένα σαραφάν, ένα μάλλινο σάλι και το κεφάλι της το τύλιξαν μ' ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Την έβαλαν σ' ένα φέρετρο κυπαρισσένιο και έμεινε έτσι στο κελί της για εννιά μέρες, διάστημα κατά το όποιο έκαναν τριάντα έως σαράντα τρισάγια ημερησίως και έψαλλαν συνεχώς από το ψαλτήρι.


Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ. Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν.

Ανάμνηση θαύματος Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου στη Ζάκυνθο

 Ο Μεγαλομάρτυς του Χριστού Γεώργιος τιμάται ιδιαίτερα την ημέρα αυτή στη Ζάκυνθο, διότι συνδέθηκε με τη σωτηρία του νησιού από την πανούκλα του έτους 1688 μ.Χ.


Το έτος 1669 μ.Χ. πρόσφυγες Κρήτες που ήλθαν στο νησί της Ζακύνθου, έφεραν μαζί τους αρχαία εικόνα του Αγίου Γεωργίου, την οποία κατέθεσαν στο ναό του Αγίου Δημητρίου του Κόλα. Ιερόσυλοι όμως, απογύμνωσαν αυτή από την αργυρή επένδυσή της. Μετά οκτώ ημέρες όλη η εκεί συνοικία προσβλήθηκε από λοιμό, που θεωρήθηκε ως θεία τιμωρία για την γενόμενη ιεροσυλία. Για τον εξιλασμό του ο λαός κατέφυγε σε νηστεία και προσευχή και αποφάσισε την ανέγερση ναού επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Ο αναθηματικός αυτός ναός του Αγίου Γεωργίου των Κομούτων ή Καμαριώτης φέρει το εξής επίγραμμα: «Γεώργιον τε οία ναόν σοι πόλις, ανατίθησι της ξένης σωτηρίας».

Ανάμνησις ευρέσεως εν Τήνω της ιεράς εικόνος της Ευαγγελιστρίας

 Κατά το έτος 1821 μ.Χ., η Θεοτόκος είχε χαρίσει την πρώτη φανέρωση της θέλησής Της με την εμφάνισή της στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, του μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη καθοδηγώντας τον να πάει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, να σκάψει και να βρει το εικόνισμά της. Η προσπάθεια όμως έμεινε άκαρπη και γρήγορα ήρθε η απογοήτευση και εγκαταλείφθηκε.


Δύο χρόνια αργότερα η Μοναχή Πελαγία  για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες (Κυριακή 9, 16 και 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ.), έβλεπε στον ύπνο της την Παναγία να της ζητά να οργανώσει ανασκαφές για να ξεθάψουν και να ανακαινίσουν τον Ναό Της που είναι θαμμένος στον αγρό του Αντωνίου Δοξαρά, στη Χώρα. Η Μοναχή συνοδεία της Ηγουμένης της Μονής ειδοποιεί τον Μητροπολίτη της Τήνου Γαβριήλ, ο οποίος προσκαλεί τους τοπικούς παράγοντες και το λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό Ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τους να συνδράμουν, για το σκοπό αυτό, όπως ο καθένας μπορούσε.


Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν τα ερείπια παλαιού ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας γεγονός που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος.


Οι εργασίες επαναλαμβάνονται με περισσότερη οργάνωση και πείσμα και στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ. η αξίνα του Δημ. Βλάσση, εθελοντή εργάτη από το χωριό Φαλατάδος, προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα του Ευαγγελισμού χωρίζοντας το στα δύο μεταξύ της εικονιζόμενης Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου.


Το Έθιμο «Φαναράκια»


Αστραπιαία η είδηση έφθασε σε κάθε σημείο του νησιού και αμέσως όλοι οι Τήνιοι παράτησαν κάθε ασχολία και κατευθύνθηκαν στην Χώρα να δουν και να προσκυνήσουν την εικόνα. Επειδή δε θα τους προλάβαινε η νύχτα στο δρόμο, όλοι πήραν μαζί τους και από ένα λαδοφάναρο.


Έτσι εκείνη τη νύχτα όλες οι στράτες και τα μονοπάτια του νησιού γέμισαν φώτα καθώς στη σειρά μέσα στο σκοτάδι – σε τριάντα χιλιάδες υπολογίζονται οι κάτοικοι της Τήνου μαζί με τους πρόσφυγες από τα ελληνικά νησιά εκείνα τα χρόνια - κατέβαιναν οι Τήνιοι από τα χωριά και τις εξοχές στη Χώρα, η οποία σημειωτέον είχε εγκαταλειφθεί λόγω επιδημίας.


Το γεγονός της πάμφωτης νύχτας αποτυπώθηκε βαθειά στη μνήμη των Τηνίων και έκτοτε, μαζί με τον εορτασμό της ευρέσεως της εικόνας και τις λαμπρές εκδηλώσεις της εκκλησίας καθιερώθηκε να εορτάζεται και με λαμπαδηφορία όπου συμμετέχουν όλοι οι Τήνιοι.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἐφανέρωσας, δι’ ἐμφανείας τῆς σῆς, Παρθένε Πανύμνητε· ὅθεν ἡ νῆσος Τῆνος, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, χαίρει χαρὰν μεγάλην, καὶ πιστῶς σοι κραυγάζει· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Πληθὺς ἡ τῶν Τηνίων ἐν ᾠδαῖς, εὐφημήσωμεν, ἡμῶν τὴν πολιοῦχον καὶ τοῦ κόσμου Προστάτιδα· πηγὴ γὰρ ἰαμάτων ἐν ἡμῖν, ἡ πάνσεπτος ἀνεύρηται Εἰκὼν τῆς Ἀχράντου Θεοτόκου, δι όπερ ἃπαντες ταύτη ἀναβοήσωμεν, χαῖρε τῶν σὲ τιμώντων ἡ ἐλπίς. χαῖρε ἡμῶν τὸ καύχημα, χαῖρε ἡ ρυσαμένη τῆς κατάρας τὸ ἀνθρώπινον.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὴν θαυμαστήν σου καὶ ἁγίαν Εἰκόνα, τὴν κεκρυμμένην ὑπὸ γῆν πολλοῖς χρόνοις, δι’ ἐμφανείας θείας σου Πανύμνητε, ἡμῖν ἐφανέρωσας, ὡς θησαύρισμα θεῖον· ἧς τὴν θείαν εὕρεσιν, ἑορτάζοντες πόθῳ, ἀναβοῶμεν πάντες εὐλαβῶς· χαῖρε Παρθένε, ἡμῶν ἡ βοήθεια.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς παναγίας σου Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν Εὐαγγελίστρια φαιδρῶς πανηγυρίζοντες Τὰς ἀπείρους σου ὑμνοῦμεν εὐεργεσίας. Ἐξ αὐτῆς γὰρ ἀναβλύζεις χάριν ἄφθονον Καὶ παρέχεις καθ’ ἑκάστην τὰ ἰάματα Τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.


Μεγαλυνάριον

Ἔχουσα ὡς πλοῦτον πνευματικόν, ἡ Τῆνος Παρθένε, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ταύτης ἑορτάζει, τὴν εὕρεσιν ἐν ὕμνοις, κηρύττουσα εὐσήμως, τὴν προστασίαν σου.


Άγιος Θεόφιλος ο Νέος

 Ο Άγιος Θεόφιλος έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Ειρήνης (780 - 795 μ.Χ.). Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έγινε στρατηγός και τοποθετήθηκε στο «θέμα» των Κιβυραιωτών με έδρα την Κιβύρα της Μικράς Ασίας.


Σε μια ναυμαχία με τους Σαρακηνούς κοντά στην Κύπρο περί το 800 μ.Χ., οι δύο άλλοι στρατηγοί που τον συνόδευαν, επειδή τον φθονούσαν, τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους εχθρούς αιχμάλωτος. Τον μετέφεραν στα μέρη τους και τον έκλεισαν στη φυλακή. Κατόπιν τον έβγαλαν και με κολακείες και απειλές τον παρακινούσαν ν' αρνηθεί τον Χριστό. Επειδή όμως ο Θεόφιλος αρνήθηκε σταθερά να εγκαταλείψει την πίστη του, τον αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Τὴν φιλότητα πρὸς τὸν Δεσπότην, καθυπέγραψας, τῷ αἵματί σου, καὶ τὴν πλάνην ἐναπέπνιξας, ἅγιε, ἡμισελήνου γενναίω φρονήματι, ἀνακηρύξας Χριστοῦ τὴν θεότητα, ὅθεν εἴληφας, Θεόφιλε παμμακάριστε, τὸ στέφος τῶν μαρτύρων ἐκ Κυρίου σου.


Κοντάκιον

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.

Θαλάσσης νοητῆς, διαπλεύσας τὸ κύτος, λιμένα οὐρανοῦ, εἰς κατάπαυσιν εὖρες, Θεόφιλε ἔνδοξε, ὡς πὲρ ναῦς χριστοσφράγιστος, πλάνην Ἄγαρ δέ, ἐκμυκτηρίσας ἐμφρόνως, ὠμολόγησας, τὴν τοῦ Δεσπότου σου πίστιν, μαρτύρων ἀγλάισμα.

Άγιος Σαβαΐνος

 Ο Άγιος Μάρτυς Σαβαΐνος ήταν υπηρέτης της Μάρτυρος Χρυσής . Αφού οι ειδωλολάτρες τον κτύπησαν με βαριές σφαίρες στον αυχένα, τον κρέμασαν σε ξύλο και του κατέκαψαν τα σπλάγχνα. Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο.


Άγιος Κενσουρίνος

 Ο Άγιος Κενσουρίνος μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β' (268 - 9 μ.Χ.).


Κατείχε το αξίωμα του μαγίστρου και του πρώτου της συγκλήτου. Μετά από διαβολές, συνελήφθη και κλείσθηκε στη φυλακή. Παρά τα βασανιστήρια εκείνος ομολογούσε με επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Από τα θαύματα που επιτέλεσε ο Άγιος Κενσουρίνος στη φυλακή, είκοσι στρατιώτες πίστεψαν στον Χριστό και αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Άγιο.

Άγιος Ιππολύτος Πάπας Ρώμης

 Πάπας Ρώμης με το όνομα Ιππόλυτος ουδέποτε υπήρξε. Ισως ο Ιππόλυτος αυτός να ήταν τοποτηρητής του θρόνου προ της άναρρήσεως, στον θρόνο, του Φήλικος. Μαρτύρησε πάντως επί αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β' (268 - 9 μ.Χ.) αφού τον έριξαν στη θάλασσα.





Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Αγία Χρυσή

 Η Αγία Μάρτυς Χρυσή καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, και μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου (περί το 269 μ.Χ.).


Όταν συνελήφθη απ' τους ειδωλολάτρες, στην αρχή άνοιξαν τις πλευρές της και έκαψαν τις πληγές της με αναμμένες λαμπάδες. Έπειτα έσπασαν με πέτρες τα σαγόνια της, και με μολύβδινα σφαιρίδια τη ράχη της. Αλλά αυτή, αν και κατατραυματισμένη και ενώ πέθαινε, ομολογούσε την πίστη της. Η δε θηριωδία των φονέων της ήταν τέτοια, που αφού έθεσαν στο λαιμό της μεγάλη πέτρα, την έριξαν στον βυθό της θάλασσας. Αλλά τί κι αν το σώμα της εξαφανίστηκε απ' τα νερά, η μνήμη της παρέμεινε αιώνια και αθάνατη, περισσότερο χρυσή από το λαμπρότατο όνομα της.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής ο Μυτιληναίος

 Ο Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής, γεννήθηκε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου. Έζησε τον 18ο αιώνα μ.Χ., κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας.


Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, που οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά.


Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του Ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου.


Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο.


Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα το πρώην μαγαζί του Αγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου και Ερμού 110). Κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση οργής και έγινε Μωαμεθανός. Συνήλθε όμως, συναισθάνθηκε το αμάρτημα του και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και προετοιμάστηκε για το μαρτύριο.


Επανήλθε λοιπόν στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στον κριτή, με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό και δήλωσε ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι ψεύτικη. Ο κριτής αμέσως εξέδωσε απόφαση, να θανατωθεί ο μάρτυρας με αγχόνη και κατόπιν τον παρέδωσε σ' άλλον άρχοντα, τον Ναζίρ Ομέρ αγά, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Ο Άγιος όμως πρόβαλλε ακατάβλητο φρόνημα και μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου αφού πρώτα φίλησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχήθηκε στον Θεό και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της νίκης στις 30 Ιανουαρίου 1785 μ.Χ.


Το τίμιο λείψανο του ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κατ' οικονομία Θεού εκβράσθηκε στα νότια της πόλης της Μυτιλήνης. Οι Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν το σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από το δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησιού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας το ιερό λείψανο από τα βέβηλα μάτια των τούρκων.


Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι την ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., που βρέθηκαν τα Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη  και άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς.


Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985 μ.Χ., ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου και τελείται η μετακομιδή του στην γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία για να τιμάται από τούς Χριστιανούς στο εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί το 1980 μ.Χ. στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη και συνδρομές πιστών.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἐκ Πύργων ἐβλάστησας και ἐν Μυτιλήνη σαφῶς ἀθλήσας Θεόδωρε, ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀξίως δεδόξασαι. Ὄθεν τά λείψανά σου, Νεομάρτυς εὐρόντες χάριν ἐκ τούτων θείαν κομιζόμεθα πίστει, δοξάζοντες τόν Κύριον, τόν Σέ στεφανώσαντα.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Τρεις Ιεράρχες

 Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:


Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο , χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο  και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο , θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».


Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν: «Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού».


Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.


Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.


Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος α’.

Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.

Τούς Ἱερούς καί θεοφθόγγους Κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν κάματον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.


Μεγαλυνάριον

Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.


Ὁ Οἶκος

Τὶς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαρρήσω, ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ᾿ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.


Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Τοὺς μεγάλους φωστῆρας τοὺς φεραυγεῖς, Ἐκκλησίας τοὺς πύργους τοὺς ἀρραγεῖς, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τῶν καλῶν ἀπολαύοντες, καὶ τῶν λόγων τούτων, ὁμοῦ καὶ τῆς χάριτος· τὸν σοφὸν Χρυσορρήμονα, καὶ τὸν μέγαν Βασίλειον, σὺν τῷ Γρηγορίῳ, τῷ λαμπρῷ θεολόγῳ· πρὸς οὓς καὶ βοήσωμεν, ἐκ καρδίας κραυγάζοντες· Ἱεράρχαι τρισμέγιστοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.


Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ-«Υμεῖς ἐστε ναός Θεοῦ ζῶντος»

 Μια μεγάλη αλήθεια διακηρύττει ο Απ. Παύλος σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί προς τους Χριστιανούς της Εκκλησίας της Κορίνθου. «Εσείς είστε ναοί του ζωντανού Θεού». Πρωτόγνωρος λόγος σε ανθρώπους που προέρχονται από τον ειδωλολατρικό χώρο να ακούν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι κατοικητήρια του Θεού.


 Γνωρίζουμε ότι από τότε που ο άνθρωπος αντελήφθη ότι είναι δημιούργημα και κάποια υπερτέρα από αυτόν δύναμη υπάρχει, από τότε άρχισε να κτίζει ναούς και θυσιαστήρια. Από τα πανάρχαια χρόνια, από τότε που εθεωρείτο απολίτιστος άρχισε να αισθάνεται την ανάγκη της προσευχής και της λατρείας, επικαλούμενος δυνάμεις πνευματικές, ανώτερες από αυτόν, έτσι ώστε να τον βοηθήσουν στις δυσκολίες της ζωής του ή να εξευμενίσει αυτές τις δυνάμεις προκειμένου να μην τον τιμωρήσουν.


 Καθώς ο άνθρωπος προοδεύει και εκπολιτίζεται, αρχίζει να κτίζει ναούς που θεωρούνται τα σπουδαιότερα κτίσματα σε αρχιτεκτονική τέχνη και πλούτο. Να θυμηθούμε μερικά από αυτά όπως ο πύργος της Βαβέλ που η κορυφή του ήταν ναός. Οι αρχαίοι ναοί της Αιγύπτου. Η αρχαία Ελλάδα γεμάτη από περικαλλείς ναούς με κορυφαίο τον Παρθενώνα. Ο Ναός του Σολομώντα. Μεγάλοι και περικαλλείς ναοί σε όλον τον χριστιανικό κόσμο με κορυφαίο τον Ναό της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.


 Ο θρησκευόμενος άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να λατρεύει και να επικοινωνεί με τον Θεό του σε συγκεκριμένο χώρο γι’ αυτό και φροντίζει πάντα αυτός ο χώρος να είναι ό,τι το ωραιότερο, ό,τι το περικαλέστερο, να αρμόζει κατάλληλα σ’ αυτό για το οποίο χτίστηκε.


 Όμως αδελφοί μου ακούμε σήμερα τον Μέγα Παύλο να μας λέει ότι εμείς είμαστε ναοί του ζωντανού Θεού, «ὑμεῖς ναός Θεοῦ έστε ζῶντος». Τι ύψιστη τιμή, η ψυχή και το σώμα μας είναι ο πραγματικός ναός του ζωντανού Θεού. Αυτός που δεν χωρεί ολόκληρη η κτίση, Αυτόν αξιώνεται να χωρέσει ο άνθρωπος, να τον φιλοξενήσει, να κατοικήσει εντός του. Ο μόνος υπεράνω όλων των Ναών της γης είναι ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που θέλει να κατοικεί ο Θεός στην καρδιά του. Να γίνεται αναπαυτικός θρόνος Του.


 Όμως αδελφοί θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι, όπως φροντίζουμε ώστε οι Ναοί μας να είναι καθαροί, ευπρεπισμένοι με τα ομορφότερα και πολυτελέστερα σκεύη και θεωρούμε ότι όλα είναι ιερά, μέσα σ’ αυτόν τον Ναό, το ίδιο πρέπει να γίνεται με τον ανθρώπινο ναό. Τι μας λέγει ο Απ. Παύλος σήμερα; «καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ». Να διατηρούμε την ψυχή και το σώμα μας ολοκάθαρα, κατάλευκα χωρίς καμία, ει δυνατόν, κηλίδα αμαρτίας και μολυσμού. Αυτό θα γίνει όταν ο Χριστιανός προσέχει όχι μόνο το πώς ενεργεί, αλλά προπαντός τις σκέψεις και τους πόθους του. Κάθε μέρα να αγωνίζεται στην αρετή και τον αγιασμό.


 Να ζει με την συνεχή σκέψη ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών και προπαντός κατοικεί εντός μας. Μας αποκαλεί παιδιά του! «Ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καὶ θυγατέρας». Δια του Ιησού Χριστού με τον Σταυρικό του θάνατο και την ανάσταςή Του αποκατασταθήκαμε στο «Αρχαίον κάλος» λάβαμε και πάλι την «Υιοθεσίαν». Γίναμε παιδιά Του. Η αιτία της σωτηρίας μας είναι ο Χριστός μας. Η αμαρτία αμαυρώνει τον άνθρωπο, τον απομακρύνει από τον Θεό και τον αλλοτριώνει.


 Λέγεται ότι ο μεγάλος ζωγράφος Ντα Βίτσι όταν θέλησε να κάνει τον μυστικό δείπνο έψαχνε να βρεί ένα μοντέλο για την απεικόνιση του Χριστού. Μετά από πολύ καιρό ανακάλυψε σε μια χορωδία κάποιας Εκκλησίας ένα γλυκύτατο νέο και τον χρησιμοποίησε. Πέρασαν όμως κάποια χρόνια και το έργο σταμάτησε διότι δεν έβρισκε το κατάλληλο πρόσωπο για να απεικονίσει το πρόσωπο του Ιούδα. Μια μέρα στον δρόμο συναντά ένα νέο με γερασμένο πρόσωπο, με βαθιά θλίψη, με κουρασμένα χαρακτηριστικά. Του προτείνει και ο νέος δέχεται να γίνει το πρόσωπο του Ιούδα.


 Σαν στάθηκε μπροστά στον πίνακα του Μυστικού Δείπνου και ο ζωγράφος τον ζωγράφιζε, τότε ο νέος άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ο ζωγράφος απορεί και τον ρωτά τι συμβαίνει; Και εκείνος απαντά: «Είμαι ο νέος που προ ετών βρέθηκα πάλι εδώ μέσα, όμως τότε ήμουν μοντέλο του Χριστού. Τώρα είμαι του Ιούδα». «Πως έγινε παιδί μου αυτό το μεγάλο κακό;» «έχασα τον Θεόν! Έπεσα στην αμαρτία. Έγινα ένα αληθινό κουρέλι». Αυτά είπε ο νέος με αναφιλητά! Εμείς τι άλλο να πούμε; Η ιστορία μιλάει μόνη της. Αμήν!


Γραπτό κήρυγμα της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας  (29-1-2023)

Τα χαρακτηριστικά της αληθινής πίστης

 Του Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ,


«Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς αναχώρησε για την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Τότε μια γυναίκα Χαναναία βγήκε έξω από τα όρια της περιοχής εκείνης και του φώναζε δυνατά: ‘Ελέησέ με, Κύριε, Υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο’. Αυτός δεν της απαντούσε λέξη. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν: ‘Διώξε την, γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει’.

Ο Ιησούς είπε: ‘'Εχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες’. Εκείνη όμως ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: ‘Κύριε, βοήθησέ με’. Αυτός της αποκρίθηκε: ‘Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλάκια’. ‘Ναι, Κύριε’, είπε εκείνη, ‘αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους’. Τότε ο Ιησούς της απάντησε: ‘Μεγάλη είναι η πίστη σου, γυναίκα! Ας γίνει όπως το θέλεις’. Κι από κείνη την ώρα γιατρεύτηκε η θυγατέρα της» (Ματθ. 15, 21-28).


Βα­σικό στοιχείο της διήγησης δεν είναι το θαύμα καθεαυτό αλλά η συζήτηση του Ιησού με τη Χαναναία γυναίκα που απολήγει στην έξαρση της πίστης της τελευταίας, αποτέλεσμα της οποίας είναι η θεραπεία :ης άρρωστης κόρης της. Ο ευαγγελιστής στρέφεται κατά της ιουδαϊκής αποκλειστικότητας της σωτηρίας, για να δείξει την παγκοσμιότητα της προσφερόμενης από τον Χριστό σωτηρίας.


Κατόπιν των εισαγωγικών αυτών παρατηρήσεων είναι φανερό πως δεν στερείται σημασίας η γεωγραφική λεπτομέρεια στην αρχή της διήγησης ότι ο Ίησούς, «αναχώρησε για την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας», δηλ. για περιοχή που βρίσκεται στα βόρεια σύνορα της Γαλιλαίας και κατοικείται από εθνικούς· Ιδιαίτερα η Τύρος και η Σιδώνα είναι, κατά τήν ιουδαϊκή παράδοση, χαρακτηρι­στικές περιπτώσεις εθνικών πόλεων (βλ. Ματθ. 11, 21). Ο Ιησούς πλησίασε την περιοχή αυτή των εθνικών με τρόπο που για έναν Ιουδαίο σήμαινε κίνδυνο να έλθει σε επικοινωνία με «ακαθάρτους», για τον ευαγγελιστή όμως η κίνηση αυτή δηλώνει, όπως ήδη σημειώσαμε, την παγκοσμιότητα του χριστιανι­κού κηρύγματος.Ο ευαγγελιστής σημειώνει ότι η γυναίκα αυτή ήταν Χαναναία. Οι κάτοικοι της Τύρου όπως και όλης της παρα­λίας της Συρίας  ήταν Φοίνικες και θεωρούνταν απόγονοι των αρχαίων κα­τοίκων της Παλαιστίνης, των Χαναναίων..

Στις εκδηλώσεις σεβασμού της γυναίκας και στην παράκληση της για θεραπεία του κοριτσιού της ο Ιησούς απαντά — προφανώς θέτοντας σε δοκιμασία την πίστη της — ότι δεν είναι σωστό να στερήσει την τροφή από τα «τέκνα» και να τη δώσει στα «κυνάρια». Προφανώς χρησιμοποιεί όρους με τους οποίους οι Ιου­δαίοι χαρακτήριζαν από τη μια μεριά τον εαυτό τους και από την άλλη τους εθνικούς. Βέβαια στο στόμα του Ιη­σού αντί του «κύνες», πού είναι γνωστός υβριστικός χαρακτηρισμός των εθνικών από τούς Ιουδαίους, βρίσκεται η λέξη «κυνάρια», λιγότερο υβριστική και δηλωτική των κατοικίδιων ζώων. Η γυναίκα, διακρίνοντας με την πίστη της πίσω από τη φαινομενική άρνηση το τελικό ναι του Ίησού, συνεχίζει την εικόνα που άρχισε ο Ιησούς, αναγνωρίζοντας ότι παρά την ορθότητα της σκέψης που έκφράζει η εικόνα υπάρχει περι­θώριο να χορτάσουν και τα κυνάρια από τα «ψίχουλα» πού πέφτουν κάτω από το τραπέζι των παιδιών. Η πίστη της γυναίκας, που μαρτυρεΐται τόσο από την προσφώνηση του Ιησού ως Κυρίου όσο και από την αποδοχή της έμμεσης εξομοίωσής της με κυνάριο αλλά και από τη βεβαιότητα που εκφράζει ότι υπάρχει χώρος εκδήλωσης του θείου ελέους και γι’ αυτήν, οδηγεί στη θερα­πεία του άρρωστου κοριτσιού της.

Σε άντίθεση με τα «τέκνα» του Θεού που παγιδεύονται σε στενόκαρδες νομικές διατάξεις ένα «κυνάριο» του εθνικού κόσμου αποδείχτηκε πραγματικό «τέκνο» του Θεού.

Η περίπτωση της Χαναναΐας γυναίκας του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος μας προσφέρει την ευκαιρία για μια σύντομη ανάλυση της χριστιανικής πίστης και έκθεση των γνωρισμάτων της.

1.  Κατ’ αρχήν η Χαναναία πιστεύει στη μεσσιανική εξουσία του Ιησού, τον οποίον αποκαλεί «Κύριο» και «υιόν Δαυΐδ». Η απλότητα του Χριστού, που εμπόδισε τους Ιουδαίους να τον αναγνωρίσουν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, δεν εμποδίζει την Χαναναία να ιδεί στο πρόσωπό του τον απεσταλμένο από τον Θεό νικητή της φθοράς και ελευ­θερωτή των ανθρώπων από τον πόνο και την ασθένεια.

2.  Η πίστη της παραμένει ανεπηρέαστη και ακλόνητη από τη σιωπή του Ιησού. Μπαίνει σε δοκιμασία αλλά δεν κάμπτεται. Δεν είναι λίγο πράγμα, να ζητάς από κά­ποιον κάτι, να μη σου απαντά, και συ να επιμένεις. Μόνο αν είσαι βέβαιος ότι θα λάβεις το αιτούμενο, τολμάς και επιμένεις. Η βεβαιότητα και η εμπιστοσύνη στον Ιησού κάνουν την πίστη της Χαναναίας σταθερή και ακλόνητη.

3.  Συνοδεύεται η πίστη της από ταπείνωση ειλικρινή. Δέχεται η ταπεινή αυτή γυναίκα την εξευτελιστική παρο­μοίωσή της με σκυλάκι, δεν αγανακτεί αλλ’ απαντά με τρόπο που δείχνει την υποταγή της. Ίσως σκεφθεί κανείς ότι ο πόνος για το άρρωστο παιδί της και η ελπίδα για τη θεραπεία του την κάνουν να τα ανέχεται όλα. Η πείρα όμως της ζωής μαρτυρεί ότι ο εγωισμός πολλές φορές στέκεται εμπόδιο για να ζητήσει ο άνθρωπος την ικανο­ποίηση των αναγκών του. Δεν πρόκειται λοιπόν στην πε­ρίπτωση της Χαναναίας για μια αναγκαστική ταπείνωση αλλά για μια ειλικρινή συντριβή μπροστά στη δύναμη του Θεού.

4.  Η Χαναναία δεν ανήκει στον εκλεκτό λαό του Θεού, αλλά είναι ειδωλολάτρισσα. Το να ανήκει κανείς στο λαό της διαθή­κης, το να είναι μέλος της Εκκλησίας, θα λέγαμε εμείς σήμερα, το να ανήκει σε κάποια ευσεβή κίνηση, δεν αποτελεί καμιά δέσμευση για τον Θεό. Εκείνο που δεσμεύει τον Θεό είναι η πίστη. Βέβαια, πίστη έξω από την Εκ­κλησία είναι αδιανόητη και ανύπαρκτη· αλλά και η τυπι­κή συμμετοχή στην Εκκλησία χωρίς πίστη με τα χαρα­κτηριστικά που αναφέραμε προηγουμένως δεν υποχρεώνει τον Θεό να εκπληρώσει τις επαγγελίες του. Στους Ισραη­λίτες που καυχόνταν ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ και στήριζαν στην καταγωγή τους αυτή την αυτοπεποίθηση, ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του, απάντησε κάποτε ο Βαπτιστής Ιωάννης: «Να είστε βέβαιοι πως ο Θεός, ακόμη κι απ' αυτές εδώ τις πέτρες μπορεί να κάνει απογόνους του Αβραάμ» (Ματθ. 3, 9). Εκείνο που μετρά για τον Θεό δεν είναι η καταγωγή, τα προνόμια, η θέση, η μόρφωση, κ.λ.π., αλλά η ζωντανή πίστη, η οποία μπορεί καμμιά φορά να βασα­νίζεται και να τυραννιέται αλλά τελικά ξεπερνά τους ορ­θολογισμούς.

5.  Και αυτό το τελευταίο μας οδηγεί σ’ ένα ακόμη χαρακτηριστικό της πίστης με το οποίο θα τελειώσουμε. Η πίστη βρίσκεται πάνω από τη λογική. Ο άνθρωπος θέλει πολλές φορές στηρίγματα για να πεισθεί, ζητά αποδείξεις που να ικανοποιούν το μυαλό του. Κι όταν δεν τα έχει, αμφιβάλλει, κλονίζεται, πέφτει. Η πίστη όμως υπερβαίνει τη λογική, είναι υπέρλογη. Ανήκει στην τάξη της καρ­διάς κι όχι του μυαλού. Δεν έχει ανάγκη από τα πτωχά υποστηρίγματα της λογικής για να κρατηθεί· την στηρίζει ο λόγος του Θεού. Είναι φανερό ότι για όλους μας, που η λογική παίζει σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας, η πίστη είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αποκτηθεί· κι ακόμη πιο δύσκολο να διατηρηθεί σταθερή. Γι’ αυτό το αίτημά μας και η προσευχή μας ας είναι πάντοτε:το «Κύριε, πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκ. 17, 5).

«Ὦ γύναι, μεγάλη σου, ἡ πίστις!...»

 †) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Μὲ τὸ βαθὺ τραῦμα στὴν καρδιά της ἡ δυστυχισμένη γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἔρχεται, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, εἰς τὸν Κύριον.  Δὲν εἶναι Ἰουδαία.  Εἶναι ἀλλόθρησκος. Εἰδωλολάτρις.  Καὶ ἀλλόφυλος. Συροφοινίκισσα. Ἕμαθε ὅτι κάπου ἐκεῖ ἦτο ὁ Χριστός. Εἶχεν ἀκούσει, φαίνεται, διὰ τὰ θαύματά Του.


Ὅταν, λοιπόν, Τὸν εἶδεν, ἤρχισεν ἀπὸ μακρυὰ νὰ Τὸν παρακαλῇ: «Ἰησοῦ, ἐλέησέ με.  Τὸ κοριτσάκι μου ὑποφέρει ἀπὸ δαιμόνια. Τὸ βλέπω καὶ λυώνει ἡ καρδιά μου. Ἐλέησέ με».

Ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾷ. Αὐτὴ ὅμως συνεχίζει τὰς ἱκεσίας της. Οἱ μαθηταὶ δυσανασχετοῦν.  Τὸν παρακαλοῦν νὰ τῆς δώσῃ αὐτὸ ποὺ ζητεῖ, διὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς φωνές της.  Καὶ εἰς μίαν στιγμήν, ποὺ ἡ γυναίκα ἦτο κοντά τους, στρέφεται ὁ Κύριος καὶ μὲ σοβαρὸν ὕφος τῆς λέγει: «Δὲν ἀπεστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα μου παρὰ διὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραλήλ».


Ἡ Χαναναία ὅμως δὲν ἀποθαρρύνεται. Συνεχίζει καὶ παρακαλεῖ.

Ὁ Χριστὸς καὶ πάλιν ἀρνεῖται.  Μάλιστα τώρα μὲ μίαν πολὺ βαρεῖαν φράσιν: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρῃ κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν του καὶ νὰ τὸ ρίψῃ στὰ σκυλάκια».

Σκληρὸς λόγος. Θέλει νὰ τὴν δοκιμάσῃ. Ἀλλὰ καὶ ἡ πονεμένη μητέρα δὲν ὑποχωρεῖ. «Ναὶ, Κύριε, δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι.  Καὶ τὰ σκυλάκια ὅμως ἀποζοῦν ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ πίπτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων των». Αὐτὸ ἦτο... Ἡ γυναίκα εἶχε νικήσει.

Ὁ Κύριος, κατάπληκτος ἀπὸ τὴν σταθερότητα τῆς πίστεως τῆς Χαναναίας, τῆς λέγει: «Ὦ γυναίκα, μεγάλη σου ἡ πίστις! Ἄς γίνῃ ὅπως θέλεις».  Καὶ τὸ Εὐαγγέλιον σημειώνει, ὅτι ἐθεραπεύθη ἡ θυγατέρα της ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνην.

Ἀλήθεια! Ὁμολογοῦμεν, ὅτι μᾶς κάμνει ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν ἡ φλογερὰ αὐτὴ πίστις.

Διὰ τὴν πίστιν αὐτὴν γενικώτερον θὰ ἠθέλαμεν νὰ γίνῃ λόγος εἰς τὸ σημερινὸν μας κήρυγμα.

Δ ι ὰ  τ ὰ  ε ὐ ε ρ γ ε τ ι κ ὰ  κ α ὶ  σ ω τ ή ρ ι α  ἀ π ο τ ε λ έ σ μ α τ α  τ ῆ ς  π ί σ τ ε ω ς  ε ἰ ς  τ ὴ ν  ζ ω ή ν  μ α ς.

1.Ἡ  πίστις ἀπαντᾶ εἰς ὅλα τὰ μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς.

Ἀπὸ τότε ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος, τοῦ δημιουργοῦνται προβλήματα καὶ αἰνίγματα. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν ἐποχῶν, τὰ ἀντιμετώπισαν. Λ.χ. πόθεν ἐρχόμεθα· ποῦ πηγαίνομεν· ποῖος ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας· τί ὑπάρχει μετὰ θάνατον· πῶς ἐδημιουργήθη ὁ κόσμος κλπ.  Ποιός ὅμως θὰ μᾶς ἀπαντήσῃ ὑπευθύνως καὶ ἱκανοποιητικῶς εἰς τὰ ἐρωτήματα αὐτά;

Ὁ ἄνθρωπος προσεπάθησε. Ἕκαμε συλλογισμούς. Διετύπωσε θεωρίας. Ἔγραψεν, ἐδίδαξεν. Ἐδημιούργησε σχολάς. Λυχνάρι ὅμως στὸ βαθὺ σκοτάδι. Κάτι βρῆκε. Ἀλλὰ τόσο λίγο, τόσο φτωχό.  Μόνον ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθειαν. Ἁπλᾶ.  Θετικά.

Ἀλλὰ χρειάζεται κάτι ὡς προϋποθέσεις: Ἡ πίστις.  Μόλις ὁ ἄνθρωπος πιστεύσῃ, τότε πλέον ἡ ψυχὴ μὲ τὰ ἐρωτιματικά της εἰρηνεύει. Ἀναπαύεται.  Καὶ ἔτσι, ὅ,τι οἱ σοφοὶ καὶ οἱ γίγαντες τῆς σκέψεως δὲν ἠμποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν, τὸ ἐπιτυγχάνει ὁ ἁπλοῦς καὶ κοινὸς ἄνθρωπος μὲ τὸ μέγα ἐφόδιον τῆς πίστεως εἰς τὰς βεβαιώσεις τοῦ Θεοῦ.  Καὶ δὲν εἶναι ἡ πίστις αὐτὴ μία ἀνόητος καὶ τυφλὴ παραδοχὴ μυθικῶν πραγμάτων.

Εἶναι μία φωτισμένη καὶ μεθοδικὴ ἀποδοχὴ ἀληθειῶν, ποὺ διετύπωσε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ παρεδέχθη μὲ ἀνεπιφύλακτον ἐμπιστοσύνην ἀτελεύτητος σειρὰ εἰλικρινῶν ἀνθρώπων διὰ μέσου τῶν αἰώνων.  Καὶ εὗρον εἰς τὴν πίστιν αὐτὴν τὸ μυστικὸ κλειδὶ τῆς λύσεως ὅλων τῶν ἀγωνιωδῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς.

Ἀληθῶς! Εὐτυχισμένη ἡ ψυχή, πού πιστεύει....

2. Σωσίβιον εἰς τὰς τρικυμίας τοῦ βίου.

Ἀλλ’ ἡ πίστις δίδει κάτι περισσότερον. Εἶπαν, ὅτι ἡ ζωὴ ὁμοιάζει μὲ θάλασσαν. Τὴν γαλήνην ἀποτόμως τὴν διαδέχεται ἡ τρικυμία.  Κύματα ἀπειλοῦν τὴν εὐτυχίαν μας. Ἀτυχήματα καὶ ἀσθένειαι, θάνατοι καὶ πτωχεία, κατατρεγμοὶ καὶ συκοφαντίαι, πικρίαι καὶ ἀφόρητα οἰκογενειακὰ δράματα.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος, σὰν τὸν ναυαγόν, στὴν ἀφρισμένη θάλασσα, ποῦ θὰ εὑρῇ τὸ σωσίβιο, διὰ νὰ μὴ πνιγῇ;

Ποῦ ἀλλοῦ ἀπὸ τὴν  πίστιν; Ἀπὸ τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, τὸν μόνον μέγαν καὶ δυνατὸν προστάτην, τὸ μοναδικὸν καταφύγιον;

Οἱ ἄνθρωποι συνήθως δὲν ἐνδιαφέρονται.  Δὲν θέλουν. Ἀλλὰ καὶ νὰ θέλουν, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν ἠμποροῦν.  Μένομεν τότε ἀβοήθητοι.  Καὶ πολλοὶ ἀπογοητεύονται καὶ τὰ χάνουν. Εἰς τὰς ὥρας αὐτὰς λύσις δὲν εἶναι τὸ περίστροφον καὶ ἡ αὐτοκτονία. Ἄνθρωπε, ποὺ πονᾶς, ψηλὰ τὰ μάτια! Εἰς τὸν Θεόν.  Κοίτα.  Τὸ χέρι Του εἶναι ἕτοιμον νὰ σὲ βοηθήσῃ.

Ἀρκεῖ νὰ πιστεύσῃς ἀπόλυτα εἰς τὴν ἀγάπην Του καὶ τὴν δύναμίν Του. Ὅπως ἡ Χαναναία.  Φώναξε καὶ σύ: «Κύριε, ἐλέησόν με».  Καὶ θὰ ἔλθῃ ὁ Θεός.

Πόσοι ἀπηλπισμένοι ἀπὸ τὰ συνεχῆ κτυπήματα καὶ τὰ συμφορὰς δὲν εὗρον εἰς τὴν πίστιν αὐτὴν παρηγορίαν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ μὴ λυγίσουν!  Καί, ἐνῷ ὅλα γύρω των ἐκλονίζοντο, αὐτοὶ ἔμενον σταθεροί.  Βράχοι ἀμετακίνητοι!

Γιὰ ἐνθυμηθῆτε τὸν Ἰώβ; Ἄρχων, πλούσιος, εὐτυχής.  Σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ ἔχασεν ὅλα.  Περιουσίαν, παιδιά, ὑγείαν. Ἀλλὰ τοῦ ἔμεινε τὸ σπουδαιότερο. Ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπὶς πρὸς τὸν Θεὸν. Αὐτὸ του ἔφθασε. Δὲν ἐλύγισε.  Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἤμειψε. Τοῦ ἔδωσε περισσότερα, ἀπ’ ὅσα εἶχε χάσει.

Χιλιάδες παλαιῶν καὶ συγχρόνων Ἰὼβ ἐπέρασαν ἀπ’ αὐτὴν τὴν κατάστασιν. Ἀλλὰ δὲν ἐκάμφθησαν. Ἐνίκησαν. Οἱ πιστεύοντες δὲν φοβοῦνται. Εἶναι ἀσφαλισμένοι. Ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.

Θὰ ἔχῃς ἀκούσει διὰ τὸν Ρωμαῖον ἐκεῖνον αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἕνα ἐλάφι, ἐλάφι, ποὺ τὸ ἀγαποῦσε πολύ.  Γιὰ νὰ εἶναι βέβαιος, ὅτι κανένας δὲν θὰ τὸ κακοποιήσῃ, ἐπέρασεν εἰς τὸν λαιμόν του μιὰ χρυσῆ ἁλυσίδα μὲ τὴν  ἐπιγραφήν: «Μὴ μὲ ἐγγιζῃς ἀνήκω εἰς τὸν Καίσαρα». Ἔτσι καὶ ὁ πιστεύων. Ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν.  Καὶ εἶναι ἀσφαλισμένος.  Διατί νὰ ἀνησυχῇ;

3. Μία ἀπορία.

Ἀκούω ὅμως μίαν ἀπορίαν σου. «Ναί, ἀλλ’ ἐνῷ ἐγὼ πιστεύω καὶ παρακαλῶ, ὑποφέρω συνεχῶς. Ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀκούει».  Φίλε μου, δοκιμάζει ὁ Θεός.  Δὲν εἶδες τὴν Χαναναία; Τὴν ἐδοκίμασεν ὁ Χριστός. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν τὴν ἤκουε· ὅτι τὴν περιφρονοῦσε. Ἐκείνη ὅμως τόσον περισσότερον ἐφώναξεν. Ἐπέμεινεν. Ἐπολέμησεν ἀκούραστα. Καὶ ἐνίκησεν εἰς τὸ τέλος πανηγυρικά. Ἔτσι καὶ μὲ ἡμᾶς.

Θὰ χρειασθῇ ὑπομονὴ καὶ ὑποταγή. Ὁ Θεὸς οὔτε ἄδικος εἶναι, οὔτε ἀσυγκίνητος. Ἀγαπᾷ. Καὶ ἄν εἶναι συμφέρον μας, θὰ μᾶς δώσῃ αὐτό, ποὺ τοῦ ζητᾶμε. Εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνῃ διαφορετικά.  Τὸ ἰδικόν μας καθῆκον εἶναι νὰ μὴν ἀνησυχοῦμε. Νὰ μὴ χάνωμεν τὴν πίστιν. Ἔλεγεν ἕνας ἱερεὺς σὲ κάποιον πονεμένον, ποὺ εἶχε χάσει τὴν πίστιν του: «Ὁ σταυρός σου εἶναι ξύλινος.  Χωρὶς ὅμως τὴν πίστιν γίνεται βαρύς. Εἶναι σἄν νὰ προσθέτῃς μίαν ἐπένδυσιν ἀπὸ μολύβι».

Ἔτσι εἶναι. Ὅσοι βαδίζουν στὴ ζωή τους χωρὶς τὴν πίστιν, χωρὶς ἐλπίδα, λυγίζουν. Εἶναι ἐκεῖνο τὸ μολύβι....τὸ βαρύ.

4.Ἀναδεικνύει ἥρωας.

Ἔτσι ἀναδεικνύονται οἱ ἥρωες. Οἱ ἥρωες εἰς τὴν μάχην τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, «οἵ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρὸς, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας...»(Ἕβρ. ια΄, 33-34), ἦσαν ἀληθινοὶ ἥρωες.  Κατέπληξαν τοὺς δημίους των, τοὺς ἐχθρούς των μὲ τὴν ἀνδρείαν των.

Καὶ ὄχι μόνον ἄτομα, ἀλλὰ καὶ λαοὺς ἀναδεικνύει ἡρωϊκοὺς ἡ πίστις. Τὸ ἰδικόν μας ἰδίως Ἔθνος ἔχει μίαν ἱστορίαν, ὅπου ἡ πίστις κατήγαγε θριάμβους. Ὑπῆρξε ὅπλον ἀκατανίκητον.  Διότι ἡ πίστις πυρώνει τὰ στήθη· θερμαίνει τὴν ψυχή· χαλυβδώνει τὴν θέλησιν· ἀνοίγει δρόμους ζωῆς. Τί χάνουν ἐκεῖνοι, ποὺ προχωροῦν χωρὶς πίστιν!... Τί χάνουν! .....

Ἀγαπητοί,

Πρὸ ἐτῶν ἡ καταιγὶς κατέστρεψεν ἕνα μικρὸ ναό, χτισμένο στὰ παράλια κάποιας χώρας. Ὁ λαὸς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἀνοικοδομήσῃ. Ἦταν πτωχός.  Μιὰν ἡμέραν ἕνας ἀντιπρόσωπος τοῦ Ναυαρχείου ἦλθε στὸ Ἐφημέριο, διὰ νὰ ἐρωτήσῃ, ἄν σκέπτωνται νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν ναόν. Ὁ Ἐφημέριος εἶπεν, ὅτι ἡ φτώχεια τοῦ λαοῦ εἶναι μεγάλη. «Τότε, ἀπήντησεν ὁ ἀξιωματικός, ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε σεῖς, θὰ τὸν ἀνοικοδομήσουμε ἐμεῖς. Ἐκεῖνο τὸ κωδωνοστάσιον εἶναι στοὺς χάρτας μας ἐπάνω χαραγμένο. Τὰ πλοῖά μας καθορίζουν ἔτσι τὴν πορείαν των.  Μᾶς εἶναι, λοιπόν, ἀπαραίτητο».

Ἕνας λαὸς πονεμένος, ναυαγισμένος, τώρα, τελευταῖα, ἔρχεται πάλιν πίσω στὴν Ἐκκλησία του, τὴν εὐλογημένην αὐτὴν κιβωτὸν τῆς σωτηρίας, καὶ λέγει:

-«Θέλω νὰ μοῦ στερεώσετε καὶ πάλιν τὸ καμπαναριό. Ἔφταιξα. Ἐγὼ τὸ ἐγκρέμισα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου».

Κι’ εἶναι γεμάτη πόνο καὶ ἐλπίδα αὐτή του ἡ φωνή:

Στῆστε καὶ πάλιν μέσα μου τῆς πίστεως τὸ ποθητὸ καμπαναριό! 

Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

Ἐκδόσεις Β΄

Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος