Παναγιώτης Τσαγκάρης, Θεολόγος, Πρόεδρος της Ένωσης Θεολόγων Νομού Λέσβου -Παράρτηματος της ΠΕΘ
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θεάτρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών, στις 30 Ιανουαρίου 2010.
«Τρισήλιον Φως τρεις άνηψεν ηλίους»(1), ήλιους ορθόδοξης θεολογίας, χριστιανικής φιλοσοφίας, οικουμενικής παιδαγωγίας, θυσιαστικής διακονίας, οιακόστροφης ποιμαντορίας, ανεπανάληπτης συγγραφικής και ποιητικής μεγαλουργίας, «Βασίλειον τον Μέγαν και τον Θεολόγον Γρηγόριον συν τω κλεινώ Ιωάννη τω την γλώτταν χρυσορρήμονι».(2)
Τα παραπάνω υπερθετικά κατηγορήματα που ευλαβικά αποδώσαμε στους Τρείς Πατέρες της Εκκλησίας είναι αλήθεια, ας το ομολογήσουμε, ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πομπώδη, μεγαλόσχημα και συντεχνιακά ενώ είναι βέβαιο ότι θα αξιολογηθούν ως ασήμαντα από πολλούς νεοέλληνες τους οποίους ακόμη και η εορτή των Τριών Ιεραρχών τους αφήνει ασυγκίνητους και κάποιους μάλιστα τους ενοχλεί. Γιατί; διότι «δεν μας συγκινούν πια ούτε η σοφία, ούτε η αγιοσύνη, διότι δεν εκτιμούμε πια ούτε τους Έλληνες προγόνους μας ούτε τους Πατέρες της Εκκλησίας. Άλλες αντιλήψεις, άλλα πιστεύματα, άλλα ιδανικά τώρα βρήκαν θέση μέσα μας»(3).
Τα δυτικά ξυλοκέρατα των διαφόρων αθεϊστικών φιλοσοφικών ρευμάτων, ως πολιτιστικά υποπροϊόντα της Εσπερίας, εισήχθησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και στην καθ΄ ημάς εγχώρια πραγματικότητα προλειαίνοντας το έδαφος για τη συσσωμάτωση μας στην νέα παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.
Στην πορεία αυτή της μεταμοντέρνας κοινωνίας μας, προς το «οικουμενικό χωριό», δεν αναγνωρίζουμε πλέον λόγο ύπαρξης στην αντικειμενική και απόλυτη Αλήθεια αλλά θεοποιούμε την υποκειμενικότητα και σχετικοποιούμε ακόμη και την πραγματικότητα.
Και ως εκ τούτου αμφισβητούμε τα παλαιά, αποδομούμε τα δοκιμασμένα και θεοποιούμε τα νέα.
Το ερώτημα που διαρκώς μας τριβελίζει το μυαλό, είναι πως θα πάμε μπροστά, πως θα προοδεύσουμε, σκεπτόμενοι όμως πάντα ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά.
Η νοοτροπία αυτή διαποτίζει όλο το είναι της ζωής μας. Αγγίζει ακόμη την Παιδεία και γιατί όχι και την Εκκλησία.
Επενδύουμε έτσι, σε μια τεχνοκρατική και χρησιμοθηρική εκπαίδευση, η οποία αποθεώνει την ποσοτική πληροφόρηση και την εργαλειακή γνώση ως μοχλούς προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης, αδιαφορεί όμως επικίνδυνα για την κριτική σκέψη, την πνευματική καλλιέργεια, την αλήθεια.
Από την άλλη, οι μετέχοντες του εκκλησιαστικού γεγονότος, με το να παρασυρόμαστε συχνά σε μια ακατάσχετη και ψευδώνυμη αγαπολογία, υποβαθμίζουμε την Αλήθεια και την Πίστη. Έτσι επέρχεται η λήθη της Αλήθειας και με αυτή τη νοοτροπία, δεν είναι καθόλου παράδοξο το γεγονός της λησμοσύνης του μεγέθους της προσφοράς των Τριών Ιεραρχών και της τιμής που οφείλουμε σ΄ εκείνους.
Επίσης, είναι αξιοπρόσεκτο και το επισημαίνουμε, ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των λόγων που εκφωνούνται προς τιμή τους, ενώ υπάρχει πληθώρα αναφορών στο παιδαγωγικό και κοινωνικό μήνυμα τους, απουσιάζει το όνομα Εκείνου που είναι το αίτιο της ύπαρξης τους. Εκείνου που κατά την πίστη τη χριστιανική είναι η όντως Αλήθεια. «Έστι δε η αυτοαλήθεια ο Θεός ημών»(4) θα πει ο Μέγας Βασίλειος. Απουσιάζει το υπέρ παν όνομα, το όνομα του σαρκωμένου Λόγου του Θεού, του Χριστού.
Γιατί; Μήπως άραγε, επειδή, στον κοσμοπολίτικο κόσμο μας του life style, της ψηφιακής εικόνας, της virtual reality πραγματικότητας, της μοριακής βιολογίας, της νανοτεχνολογίας, το όνομα του Χριστού θεωρείται δεδομένο ή μήπως στερεότυπο, παράταιρο ή και απαγορευμένο;
Στο δημόσιο διάλογο που τον τελευταίο καιρό διεξάγεται για την απομάκρυνση των θρησκευτικών (βλέπε Χριστιανικών) συμβόλων από τους δημόσιους χώρους, η ειρωνική έκφραση «Κυκλοφορεί στα σχολεία επικίνδυνος τις ονόματι Χριστός»(5), που ειπώθηκε για να καταδείξει το παράλογο του ζητήματος, μας προβληματίζει.
Επιτρέψετέ μου λοιπόν σήμερα ταπεινά να θυμίσω στην αγάπη σας ότι ο Θεολόγος Γρηγόριος έλεγε χαρακτηριστικά, «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον»(6). Συχνότερα να θυμάσαι το Θεό, παρά να αναπνέεις.
Το όνομα του Ιησού Χριστού βρισκόταν ανελλιπώς στα χείλη των Τριών Αγίων. Κι ακόμη περισσότερο, βιώνοντας ο μεγάλος άγιος της Καισαρείας, «Το ζην ημίν Χριστός» (Φιλιπ. 1, 21) (Για μας όλη η ζωή είναι ο Χριστός), τονίζει ότι κατά συνέπεια οφείλουμε: «Και ο λόγος μας να αναφέρεται στο Χριστό, και η σκέψη μας και κάθε πράξη μας να εξαρτώνται από τις εντολές Του και η ψυχή μας να μορφωθεί σύμφωνα με την προσωπικότητα του Χριστού»(7).
Αυτό ήταν το πνεύμα των Τριών Πατέρων οι οποίοι δεν φιλοσοφούσαν, αλλά θεολογούσαν. Οι οποίοι επίστευαν, εβίωναν, ελάτρευαν, εκήρυτταν εσταυρωμένο και αναστημένο Χριστό. Και οι οποίοι ως Χριστοφόροι και Χριστοκήρυκες αναμόρφωσαν την Οικουμένη.
Ακράδαντη πίστη τους ήταν πως δεν σώζει, ούτε λυτρώνει, ο επικριτικός, τυπολατρικός, φαρισαϊκός, πολιτικός, τεχνοκρατικός και φιλοσοφικός λόγος, αλλά ο Υιός και Λόγος του Θεού.
Οι διάφοροι λόγοι τρέφουν και τέρπουν τον εγωισμό, την ιδέα της παντοκρατορίας του ανθρώπου, καλλιεργούν το σφετερισμό ιδιωμάτων ετέρου και υποδαυλίζουν την ελκυστική ιδέα της αντιποίησης αρχής δηλαδή της όντως αρχής της Ζωής, της Αλήθειας και του Φωτός, του Χριστού.
Ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός λέει χαρακτηριστικά: «Την ανθρώπινη σοφία, τους ανθρώπινους λόγους τους εγκατέλειψα, γιατί ακολούθησα το λόγο του μεγάλου Θεού, που υπερκαλύπτει κάθε ευμετάβλητο, πολύπλοκο λόγο του ανθρώπινου νου»(8).
Σήμερα ζούμε στην εποχή της βασιλείας του λόγου, αλλά παραθεωρούμε τον Υιό και Λόγο του Θεού. Μήπως εκλείπει η πίστη και γι΄ αυτό απουσιάζει και η ομολογία;
Οι Τρεις όμως, σήμερα τιμώμενοι Άγιοι, ως αυθεντικοί «βλαστοί Ευαγγελίου»(9), «διατήρησαν το θεμέλιο της πίστεως στο Χριστό ασάλευτο»(10), διότι γράφει ο ιερός Χρυσόστομος «όποιος ξεφύγει από την πίστη, δεν στέκεται πουθενά αλλά κολυμπάει εδώ και εκεί έως ότου καταποντισθεί τελείως»(11). Αντίθετα, συνεχίζει ο ίδιος Πατέρας, «τα μέγιστα δια της πίστεως και ου δια λογισμών κατορθούνται»(12). Και ακόμη περισσότερο συνεχίζει: «Η πίστη αποδεικνύει τη γνησιότητα των πράξεών μας και από την ειλικρινή πίστη γεννιέται η αγάπη, γιατί εκείνος που πιστεύει αληθινά στο Θεό, δεν ανέχεται ποτέ να εγκαταλείψει την αγάπη»(13).
Αλλά και η άσκηση της αγάπης οφείλει να συμβαδίζει με την ομολογία του ονόματος του Χριστού, ο οποίος είπε: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ιωαν. 15, 5).
Αν δεν υπάρξει σύζευξη ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, ο λόγος της ζωής γίνεται φιλοσοφικός και ειδωλοποιείται. Όταν λοιπόν, αλλοιώνεται η πίστη αλλοιώνεται και η ζωή. Αυτή είναι η αλήθεια.
Οι έμπειροι και πνευματοφόροι Πατέρες «έδιναν πάντα προτεραιότητα στην αλήθεια, προκειμένου να διασώσουν την καθολικότητα του νοήματος της ζωής»(14). «Το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να πάθει κανείς είναι να χάσει την αλήθεια»(15) τονίζει εμφαντικά ο Βασίλειος.
Ο συνδυασμός λοιπόν, «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ. 5, 6), όπως είπε ο Απόστολος Παύλος, οδηγεί στην επίτευξη του πρωτεύοντος στόχου, στην αγιότητα, στην σωτηρία.
Είναι ξεκάθαρη η προτροπή του Χρυσοστόμου προς πάντας και ιδιαίτερα προς τα νιάτα: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστί»(16). Αυτή είναι και η πρόταση παιδείας( με την ευρύτερη έννοια της λέξης και όχι μόνο της εκπαίδευσης) των Τριών Ιεραρχών, καθώς οι ίδιοι δεν ήταν εκπαιδευτικοί αλλά παιδαγωγοί εις Χριστόν.
«Κατ΄ αυτούς η παιδεία του κόσμου θεωρείται αντικειμενικώς μόνο μέσα από την παιδεία του Κυρίου»(17).
Οραματίζονται την παιδεία ως τη διαδικασία που θα οδηγήσει τον άνθρωπο να «απελευθερωθεί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Κορναράκης, από την ψευδαίσθηση ότι η φύση του δικαιώνεται διαμέσου των γνώσεών του και να οικειωθεί την αυθεντικότητα της υπάρξεως πού δεν ορίζεται από το εκάστοτε σύστημα γνώσεων άλλα από τη δυνατότητα αυτογνωσίας και τέλος την κατάκτηση της αληθινής «θεογνωσίας»(18).
Αλλά και με την στενότερη έννοια της εκπαίδευσης αν προσεγγίσουμε το έργο τους θα ωφεληθούμε, διότι θα διδαχθούμε από τη Χρυσοστομική γραφίδα και πάλι, ότι: «Ο άριστος όρος και σκοπός της διδασκαλίας είναι αυτός, το να οδηγούν οι δάσκαλοι τους μαθητές, με όσα πράττουν και με όσα λένε, στον ευτυχισμένο βίο πού όρισε ο Χριστός»(19).
Είναι βέβαια τέτοια η έκταση του παιδαγωγικού χαρακτήρα του έργου των Τριών Ιεραρχών και τόσο πολυμερής η όλη διδακτική και παιδαγωγική μεθοδολογία τους, που ίσως θα έπρεπε να μελετηθεί η πρόταση, να συμπεριληφθεί ως μάθημα στα παιδαγωγικά τμήματα των πανεπιστήμιων μας.
Οι πνευματικές τους παρακαταθήκες λοιπόν, είναι πολυτιμότατα κεφάλαια διότι υπενθυμίζουν σε όλους, ότι η αυτονόμηση του ανθρώπου από το Θεό, η πνευματική λοξοδρόμηση, είναι η γενεσιουργός αιτία της προσωπικής αλλά και της κάθε πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε διαχρονικά ως κοινωνία.
Ο καθένας μας λοιπόν, προσωπικά και η κοινωνία μας συνολικά μπορεί να βρει την απάντηση στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος, μέσα από τα σπλάγχνα της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης μας. Μέσα από την πρόταση της οικουμενικότητας, της καθολικότητας και της αλήθειας του μηνύματος των Πατέρων της Εκκλησίας. Αυτή «η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση μας αποτελεί το παρελθόν που ταυτίζεται με την ζωή, το βαθύτερο είναι μας και την προοπτική μας. Το Ορθόδοξο παρελθόν μας αποτελεί το δικό μας μέλλον και την ελπίδα του κόσμου»(20).
Μια παράδοση που ζει την Πεντηκοστή ως ένα συνεχές παρόν στο διάβα των αιώνων, που σαρκώνεται στις μέρες μας, στα ιερά ασκητήρια του αγιασμένου Άθωνα, στα ταπεινά κελλάκια των οσίων Γερόντων του αιώνα μας και στις άσημες καμαρούλες-Ησυχαστήρια των πολυκατοικιών της πολύβουης Αθήνας.
Μια παράδοση που λειτουργείται, στα (20) είκοσι μοναστήρια που ίδρυσε στις μέρες μας, στην έρημο της Αμερικής, ο φορτωμένος με την Αγιορείτικη πνευματική κληρονομιά, Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης(21), καθώς και σ΄ όλες τις Εκκλησιές και τα μοναστήρια της Ορθοδοξίας.
Μια παράδοση που ομολογείται διακονικά «εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. 4, 3) και της αγάπης του Χριστού στην Αφρική και τις λοιπές χώρες της Ιεραποστολής και μαρτυρείται θυσιαστικά σε διάφορες χώρες, όπως στη σημερινή Ρωσία του σύγχρονου δεκαεννιάχρονου νεομάρτυρα Ευγένιου Ροντιόνωφ ο οποίος την ζωή του πρόσφερε «θυσία τω Θεώ» (Ψαλ. 50, 17) αρνούμενος την πολλοστή (16 φορές) προτροπή του Τσετσένου δημίου του να αφαιρέσει από το λαιμό του το βαφτιστικό σταυρουδάκι που φορούσε, για να σώσει τη ζωή του(22).
Μια παράδοση που ζωοποιεί αυθεντικά στο παρόν, το μήνυμα που οι Τρεις αδάμαστες ψυχές της πίστης, οι σημερινοί εορταζόμενοι Πατέρες μας καταθέτουν. Μας οδηγούν σ΄ Αυτόν «ον ηγάπησεν η ψυχή τους» (Άσμα Ασμάτων Κεφ. 1, 7). Σ΄ Αυτόν τον τόσο γνωστό και τόσο άγνωστο, την Πηγή της Ζωής, τον Ζωοδότη Χριστό. Σ΄ Αυτόν τα λόγια του οποίου μας υπενθυμίζει ο Χρυσορρήμων Ιωάννης: «Εγώ είμαι πατέρας σου, εγώ αδελφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμα σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι πού επιθυμείς· κοντά μου δεν θάχεις ανάγκη από τίποτε» (23).
Για να μην έχουμε λοιπόν, από τίποτα ανάγκη, για να είμαστε αληθινά ελεύθεροι, εμείς και τα παιδιά μας και για να μην λυπούμε το Πνεύμα του Θεού με την απρόσεκτη βιοτή μας, εύχεσθε Σεβασμιώτατε, να μας φωτίζει ο Θεός όλους μας, καθώς και τον ομιλούντα, για να αποκτήσουμε την ίδια σχέση ζωής που είχαν και οι Τρείς αειλαμπείς Πατέρες, με την Πηγή της Ζωής, έτσι ώστε να ελπίζουμε στο έλεος Του για να αξιωθούμε της σωτηρίας.
Άλλωστε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλη επιλογή, από το διαχρονικά ζωηφόρο μήνυμα των Τριών Μεγάλων Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Ένα μήνυμα το οποίο δεν είναι διαφορετικό από το μήνυμα των Προφητών, των Αποστόλων, των Οσίων, των Μαρτύρων, των Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι το μήνυμα της πίστης και της αγάπης στο πρόσωπο της μοναδικής Αλήθειας, του Ιησού Χριστού και σ΄ όσα Εκείνος μας παρέδωσε.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.