Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Δεν κουράζεται η Παναγία μας να ακούει τον πόνο μας.

 Δεν κουράζεται η Παναγία μας να ακούει τον πόνο μας.

Πόσες και πόσες φορές παρακάλεσα την Παναγία μας για διάφορα προβλήματά μου και με άκουσε. Και ο Γέροντάς μας κλαίοντας Την παρακαλούσε και Την είδε και του είπε:

- Γιατί απελπίζεσαι; Έχε την ελπίδα σου σε Μένα!


Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης(+ 27 Φεβρουαρίου)

ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ : »ΔΕ ΣΕ ΑΦΗΝΩ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΑΝ ΔΕ ΜΟΥ ΔΩΣΕΙΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ»

 Διηγείται το θαύμα του Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου, ο πατέρας Γεράσιμος Φωκάς:

Πήγε κάποιος άφρων να κυνηγήσει μέσα σ’ ένα αμπέλι κι εκεί που έρριξε με το όπλο του τύφλωσε ένα παιδάκι.


Οι γιατροί είπαν στους γονείς του ότι δύο επιλογές είχανε, ή να αφαιρέσουν τους οφθαλμούς και να ζήσει τυφλό το παιδί, ή να τους αφήσουν και να πεθάνει από μόλυνση.


Οι γονείς αποφάσισαν να βγουν οι οφθαλμοί και έτσι το παιδί μεγάλωνε τυφλό και στη συνέχεια σαν ζητιάνος ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του.


Σε κάποια πανήγυρη του Αγίου Διονυσίου ζήτησε να τον πάνε να προσκυνήσει τον Άγιο. Στη Ζάκυνθο υπάρχει η παράδοση όταν βγαίνει ο Άγιος σε λιτανεία να πέφτουν κάτω οι πιστοί για να περάσει από πάνω τους ο Άγιος.


Έτσι, λοιπόν, έβαλαν και αυτόν τον άνθρωπο να πέσει κάτω για να ευλογηθεί από τον Άγιο. Κι όταν ένιωσε τον Άγιο από πάνω του, έπιασε τη λάρνακα,αγκάλιασε στα πόδια του Αγίου, και φώναζε:

”Δε σε αφήνω να φύγεις αν δε μου δώσεις τα μάτια μου”.


Συνέχιζε να φωνάζει:


“Δε σε αφήνω να φύγεις αν δε μου δώσεις τα μάτια μου”.


Πραγματικά εκείνη τη στιγμή έτρεξαν οι γύρω άνθρωποι να τραβήξουν τα χέρια του τυφλού από τη λάρνακα.


Αυτόπτης μάρτυρας το διηγείται, ( ο πατήρ Χρυσόστομος που το 2015 πέθανε 102 χρονών).


Έλεγε λοιπόν:


“Και τότε είδαμε ότι ο Άγιος δεν έδωσε μόνο όραση, αλλά έδωσε και μάτια.

Δίδει στον αόμματο οφθαλμούς και όραση. Ωραιότερα μάτια δεν έχω δει στη ζωή μου”.


Πάντα πήγαινε στη γιορτή του Αγίου Διονυσίου ο π. Γεράσιμος και κάθε φορά μας έφερνε πολύτιμα δώρα, θαύματα του Αγίου δηλαδή.


Τον βλέπω μπροστά μου και αναβιώνω ό,τι με αυτή τη διήγηση σκέφτηκα:


“Πώς να ήταν άραγε εκείνα τα μάτια; Πόσο θα ήθελα κι εγώ να τα δω”!

Άγιος Νικόλαος του Πσκωφ

 Ο Άγιος Νικόλαος καταγόταν από τη Ρωσία και ήταν διά Χριστόν σαλός. Έζησε στην πόλη Πσκωφ κατά τους χρόνους της βασιλείας του τσάρου Ιβάν του Τρομερού και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1576 μ.Χ.

Άγιοι Νυμφάς και Εύβουλος οι Απόστολοι

 Οι Άγιοι Απόστολοι Νυμφάς και Εύβουλος ήταν μαθητές του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος μνημονεύει τον μεν Απόστολο Νυμφά, που διέμενε στις Κολοσσές ή στη Λαοδικεία, στην προς Κολοσσαείς επιστολή (Kολ. δ΄, 15), τον δε Απόστολο Εύβουλο, που ήταν μετά του Παύλου, στην προς Τιμόθεον Β' Επιστολή (β΄ Tιμ. δ΄, 21).


Και οι δύο απεβίωσαν ειρηνικά.

Άγιος Γεώργιος ο Ομολογητής Επίσκοπος Δεφέλτου

 Ο Άγιος Γεώργιος είναι άγνωστος στους Συναξαριστές. Αναφέρεται στο Λαυριωτικό Κώδικα Ε 152 φ. 367α. Αγωνίσθηκε ως Επίσκοπος της Εκκλησίας του Χριστού κατά των αιρετικών Μονοθελητών, τον 7ο αιώνα μ.Χ. και υπέμεινε πολλές δοκιμασίες από τους Σκύθες, για την προσήλωσή του στην ορθόδοξη πίστη και ευσέβεια.

Άγιος Ιωνάς ο Λέριος

 Από το «ΒΡΑΒΕΙΟΝ» της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, διαπιστώνουμε ότι πολλοί Λεροί τους πέντε προηγούμενους αιώνες άφησαν τη Λέρο και πήγαν σττη Μονή της Πάτμου, δια να μονάσουν. Ενας από αυτούς ήταν και ο μοναχός Ιωνάς δια τον οποίον στο «ΒΡΑΒΕΙΟ» αναφέρονται:


«αφξα (1561) Φεβρουαρίου κη (28)

εφονεύθη εις την Λειψόν ο δούλος

του Θεού Ιωνάς μοναχός ο Λέριος».


Ατομικά για τον Οσιομάρτυρα αυτόν της Εκκλησίας δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Οσα ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο του Αρχιμ. Νικηφόρου Κουμουνδούρου, εφημερίου των Λειψών «Μακαριστοί γέροντες και πέντε οσιομάρτυρες στη νήσο Λειψώ της Δωδεκανήσου». Οι Αγιες αυτές ψυχές ανεκυρήχθησαν οσιομάρτυρες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο , εορτάζοντες και οι πέντε μαζί την Α’ Κυριακή μετά τη 10η Ιουλίου.


Ο Οσιομάρτυς Ιωνάς μαζί με άλλους ασκητές - αναχωρητές έφυγαν από το μοναστήρι της Πάτμου και έφθασαν στη νήσο Λειψώ το 1550 μ.Χ. Ζητούσαν να βρούν ένα τόπο που δεν θα τους ενοχλούσε ο κόσμος, που μόνοι θα υμνούσαν και θα συνομιλούσαν με το Θεό. Ετσι διάλεξαν ένα χώρο έρημο και αφιλόξενο για να εγκατασταθούν. Πρώτο τους μέλημα να χτισθεί ο ναός του Ησυχαστηρίου, ψηλά από τη θάλασσα σε δύσβατο σημείο, για το φόβο των πειρατών. Εκεί πάλεψαν με τους βράχους, για να φτιάξουν μονοπάτια, πάλεψαν με τη έλλειψη του νερού και της τροφής. Μα τι κι αν δεν είχαν τίποτα από αυτά; Είχαν και τους αρκούσε, η Χάρις του Θεού. Εφτιαξαν την Εκκλησία επ’ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μικρά κελιά για τους ίδιους.


Πότισαν τον άγονο χώρο του ασκηταριού περισσότερο με τον ιδρώτα τους και λιγότερο με το νερό. Σεβάστηκαν τη φύση, λάτρευσαν, εδόξασαν και υμνολόγησαν το Θεό, που επέτρεψε στο διάβολο να πειράζει τους ανθρώπους, αλλά έδωσε και στους ανθρώπους την δύναμη να τον νικούν. Εγιναν «άγγελοι τω βίω» ενώ ήταν «άνθρωποι τη φύσε » .Πολλοί από αυτούς θυσιάστηκαν για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδας την ελευθερία.


Οσο ψηλά όμως και αν ήταν το ασκηταριό, το επισκέπτονταν με τις άγριες διαθέσεις τους οι πειρατές. Σε μια επιδρομή εφόνευσαν το μοναχό Ιωνά από τη Λέρο. Ηταν 28 Φεβρουαρίου του 1561 μ.Χ. Ετσι ο Μοναχός Ιωνάς έγινε νεομάρτυρας της Εκκλησίας μας.


Δεν ήταν ο μόνος. Πρίν από αυτόν το 1558 μ.Χ. είχαν φονεύσει το μοναχό Νεόφυτο τον Αμοργινό. Το 1609 μ.Χ. ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός εφονεύθη από τους αγαρινούς με σκεπάρνι. Το 1635 μ.Χ. ο Πεκήρ Πασάς από δαρμό εφόνευσε το μοναχό Ιωνά τον Νισύριο και το 1696 μ.Χ. ο αναχωρητής μοναχός Παρθένιος εφονεύθη με καμάκι που του τρύπησε το λαιμό. Και οι πέντε αδικοσκοτωμένοι μακαριστοί γέροντες κηδεύτηκαν με δάκρυα από τους συνασκητές τους και τους θρήνησαν οι ευσεβείς Λειψώτες και οι συμπατριώτες τους. Και όλοι μας τους διατηρούμε στη μνήμη μας με ευγνωμοσύνη και σεβασμό θεωρώντας τους καταξιωμένους οσιομάρτυρες.

Οσίες Μαράνα και Κύρα

 Τον βίο των Οσίων αυτών γυναικών, συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο Ιστορία του.


Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα κατάγονταν από τη Βέρροια (τωρινό Χαλέπιο) της Συρίας και έζησαν στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Η καταγωγή τους ήταν επίσημη και ευγενική, ανάλογη δε και η μόρφωσή τους. Η αφοσίωσή τους ήταν στραμμένη στην πνευματική ζωή και τον ησυχαστικό βίο. Έτσι εγκατέλειψαν τον κόσμο και έκτισαν έξω από την πόλη περιτοίχισμα από πέτρες και επιδόθηκαν εκεί στον πνευματικό αγώνα. Τη θύρα του περιβόλου τους την έκλεισαν με πηλό, για να μην εισέρχεται κανένας σε αυτόν και άφησαν μόνο μια μικρή θυρίδα, για να επικοινωνούν με τους έξω και να λαμβάνουν την τροφή τους. Ασκήθηκαν στη σιωπή και έφεραν στα χέρια, τα πόδια, τον τράχηλο και τη μέση σίδερα, για να νεκρώσουν το σώμα και να νικήσουν τους πειρασμούς.


Ο ευσεβής πόθος τους τις έφερε στους Αγίους Τόπους και στο ναό της Αγίας Θέκλας στην Ισαυρία, απ' όπου επέστρεψαν πνευματικά ενισχυμένες στο ερημητήριό τους και συνέχισαν με ταπεινοφροσύνη και αγαθοεργίες τη ζωή τους.


Έτσι, αφού έζησαν, κοιμήθηκαν με ειρήνη και παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Νυμφίο Χριστό.

Άγιος Νέστωρ ο Μάρτυρας

 Ο Άγιος Νέστωρ καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας της Μικράς Ασίας και διέδιδε θερμά τη χριστιανική πίστη. Τόσο δε τολμηρός ήταν στο έργο του, που εξακολουθούσε άφοβα να το πράττει και μετά τα διατάγματα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού κατά των χριστιανών.


Ο Διοικητής της Πέργης Ειρήναρχος, τον συνέλαβε και τον έστειλε στον έπαρχο της Παμφυλίας Πόπλιο. Αυτός μάταια προσπάθησε να τον παρασύρει στην άρνηση του Χρίστου. Όταν δε έχασε κάθε ελπίδα, διέταξε τη σταύρωση του.


Ο Νέστωρ υπέστη το μαρτύριο του με πολλή καρτερία. Και από το σταυρό, ενώ οι πόνοι τον κατακεντούσαν, αυτός υμνούσε το Χριστό.


Τον Άγιο Νέστορα ο Πατμιακός Κώδικας 266 τον καλεί επίσκοπο.

Άγιος Προτέριος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας

 Ο Άγιος Προτέριος έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ήταν πρεσβύτερος στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας και έλαβε μέρος στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε το έτος 451 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, κατά τους χρόνους των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας.


Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκουρο. Μετά την καθαίρεση του Διοσκούρου, εξελέγη Πατριάρχης ο Άγιος Προτέριος (452 - 457 μ.Χ.), ο οποίος διέπρεψε στη Σύνοδο και έφραξε τα στόματα των δυσσεβών αιρετικών.


Όταν ο Άγιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια οι οπαδοί του Ευτυχούς και του Διοσκούρου προκαλούσαν στάσεις και ρήξεις και εμπόδιζαν να κατέρχεται το σιτάρι στην Αλεξάνδρεια μέσω του Πηλουσίου, με σκοπό να πεινάσουν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και να στραφούν κατά του Αγίου. Όμως ο αυτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως του Αγίου, διέταξε την διέλευση του σιταριού διά της Αλεξάνδρειας και έτσι σώθηκε η πόλη από την πείνα.


Μετά το θάνατο του Μαρκιανού οι αιρετικοί θρασύνθηκαν και κατέφυγαν σε σατανικές επινοήσεις, για να εκπληρώσουν τα ασεβή σχέδιά τους και αν εκθρονίσουν τον Άγιο. Επικεφαλής αυτών τέθηκε ο ιερεύς Τιμόθεος ο Αίλουρος, ο οποίος με μύρια τεχνάσματα κατόρθωσε να διεγείρει κατά του Αγίου Προτερίου τους απλοϊκούς μοναχούς της Αλεξάνδρειας, περιερχόμενος κατά τη διάρκεια της νύχτας τα κελιά των μοναχών, λέγοντας ότι είναι άγγελος και προτρέποντας αυτούς να μην έχουν κοινωνία με τον Άγιο.


Οι μοναχοί παρασύρθηκαν και προκάλεσαν μεγάλη ταραχή με τους αιρετικούς, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του στρατιωτικού διοικητού της πόλεως Διονυσίου. Ο Άγιος αναγκάστηκε να φύγει, αλλά επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και κρύφθηκε μέσα στην κολυμβήθρα ενός ναού. Οι διώκτες του τον ανακάλυψαν και τον κατάσφαξαν με οξείς καλάμους, ενώ ανακηρύξαν Πατριάρχη τον Τιμόθεο. Το ιερό λείψανό του το έδεσαν με σχοινί και το έσυραν στους δρόμους της πόλεως. Τέλος, το παρέδωσαν στα ζώα και το επίλοιπο το κατέκαψαν. Και ο νέος Πατριάρχης τολμούσε όλα αυτά κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να τελεί τις Ακολουθίες των Παθών του Κυρίου.


Όταν πληροφορήθηκε τα γενόμενα ο διάδοχος του Μαρκιανού, αυτοκράτορας Λέων ο Μέγας ο Θραξ διέταξε να δικασθεί ο Τιμόθεος ο Αίλουρος κανονικά και να εξορισθεί στη Γάγγρα. Ομοίως τιμωρήθηκαν και όλοι εκείνοι που έλαβαν μέρος στο φόνο του Αγίου Προτερίου. Αντί δε του καθαιρεθέντος Τιμοθέου, Πατριάρχης εξελέγη ο Ορθόδοξος Τιμόθεος ο Σαλοφακίολος (460 - 482 μ.Χ.). Ο Λέων επέβαλε τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, εξεδίωξε τους μονοφυσίτες Επισκόπους Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και διόρισε Ορθοδόξους στη θέση αυτών.


Έτσι έζησε και μαρτύρησε ο Άγιος Προτέριος και η μνήμη αυτού ανθεί στο βίο των Αγίων της Εκκλησίας.

Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς

 Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.


Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.


Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.


Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.


Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής.


Ασματική ακολουθία της συνέγραψε ο Χριστόφορος Προδρομίτης.


Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου.


Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.



Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.

Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.


Κοντάκιον

Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων.

Παρθενομάρτυς Κυράννα, νύμφη Χριστοῦ ἀληθῶς καλλιπάρθενε, τοὺς τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ προστρέχοντας, παντοίων νόσων καὶ θλίψεων λύτρωσαι, καὶ δίδου ἡμῖν χαρὰν ἄληκτον.


Κάθισμα

Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.

Πρεσβείᾳ τῇ σῇ, προστρέχουσα ἑκάστοτε, Κυράννα σεμνή, λαμβάνει τὰ αἰτήματα, Ὄσσα ἡ σὲ βλαστήσασα, καὶ βοᾷ σοι ἀεὶ μετὰ πίστεως· ἐκ συμφορῶν με ἐν βίῳ πικρῶν, ἀπήμαντον Μάρτυς διαφύλαττε.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος

 Ο Όσιος Κασσιανός γεννήθηκε στην Ρώμη από γονείς ευσεβείς και επιφανείς, οι οποίοι φρόντισαν να τον αναθρέψουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Η γνωριμία και η συναναστροφή του, από την παιδική του ηλικία, με Αγίους ανθρώπους επέδρασε ευεργετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του όλου τρόπου ζωής του. Σπούδασε την επιστήμη της φιλοσοφίας και της αστρονομίας και μελέτησε ιδιαίτερα τα συγγράμματα των Πατέρων και την Αγία Γραφή.


Ο Όσιος ακολούθησε το μοναχικό βίο, γενόμενος μοναχός σε μία σκήτη και επισκέφθηκε τα μοναστήρια της Αιγύπτου και της Θηβαΐδας, της Νιτρίας, της Ασίας και της Καππαδοκίας. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ τᾶς ἀρετᾶς ὅλων συναθροίζει εἰς τὸν ἐαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καὶ αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα παντὸς εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην».


Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται δύο λόγοι του Οσίου Κασσιανού, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας» και «Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ διακρίσεως», που δείχνουν την καθαρότητα της ζωής του και το ορθόδοξο φρόνημά του και προξενούν μεγάλη ωφέλεια. Ο δε Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος πλεέκι δίκαιο εγκώμιο στον Όσιο Κασσιανό στον περί υπακοής Λόγο του.


Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε με ειρήνη.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῆς σοφίας τὸν λόγοιν Πάτερ τοὶς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα, σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, έζησε και έδρασε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ' του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) του εικονομάχου.


Από μικρή ηλικία ο Βασίλειος εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να αφιερωθεί στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την άσκηση. Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο τρέφοντας το πνεύμα του και την ψυχή του με τα δώρα της πίστεως και της αγάπης. Έγινε μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου (τιμάται 27 Φεβρουαρίου). Όταν όμως οι περιστάσεις τον κάλεσαν, ανταποκρίθηκε με θαυμαστή προθυμία και υπερασπίσθηκε την Ορθοδοξία με θάρρος και παρρησία. Διώχθηκε σκληρά, για την άκαμπτη αντίστασή του και τη θαρραλέα συνηγορία υπέρ της ορθοδοξίας. Φυλακίστηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια.


Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων, ο Όσιος Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει τους μοναχικούς τους αγώνες.


Μέγας αγωνιστής της Εκκλησίας, στρατευόταν συνεχώς για την ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης, για τη διαφώτιση των αιρετικών, για τη στερέωση των πιστών και τη μετάνοια των αμαρτωλών. Έτσι οσιακά αγωνιζόμενος εκοιμήθη εν ειρήνη.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοὶς θείοις σου σκάμμασι, σὺ γὰρ ὁμολογία, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι' ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος, ἐντεῦθεν τῆς ἀσάλευτου βασιλείας ἠξίωσαι.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.

Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Βασίλειε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Ἐξ ὕψους λαβών, τήν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καί μονάσας ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τήν ἐνέργειαν, καί τάς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε παμμάκαρ Ἱερώτατε.


Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟΝ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΝ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΝ

Δοξαστικο Κυριακης Αποκρεω

Κυριακή της Κρίσεως

 Η φοβερή Κρίση! Ο Κριτής έρχεται περιστοιχιζόμενος από το άπειρο πλήθος των ασωμάτων ουρανίων Δυνάμεων. Οι σάλπιγγες ηχούν σε κάθε γωνιά της γης και ανιστούν τους νεκρούς. Τα πλήθη των αναστημένων ανθρώπων συρρέουν στον προκαθορισμένο τόπο, ενώπιον του θρόνου του Κριτού, έχοντας κάποιο προαίσθημα της ετυμηγορίας που θα ηχήσει στ’ αυτιά τους. Και ο διαχωρισμός στους εξ αριστερών και εκ δεξιών γίνεται από μόνος του.


Κυριακή της Κρίσεως


Όλα έχουν τελειώσει! Βαθειά σιγή επικρατεί. Το επόμενο λεπτό, ακούγεται η τελική ετυμηγορία: Σε κάποιους Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, σε κάποιους άλλους Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ… «Ελέησέ μας, Κύριε, ελέησέ μας. Ας έρθει το έλεός Σου και σ’ εμάς», θα πουν τότε οι τελευταίοι, αλλά είναι πολύ αργά για να ικετεύσουν.


Τώρα είναι η στιγμή που θα μπούμε στον κόπο να ξεπλύνουμε ό,τι αμαυρώνει τη φύση μας. Την ώρα της Κρίσεως, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να χύσουμε ποταμούς δακρύων για να καθαρίσουμε την ψυχή μας, αλλά τότε δεν θα ωφελεί.


Ας κλάψουμε τώρα, αν όχι με ποταμούς δακρύων, τουλάχιστον μ’ ένα ρυάκι· κι αν όχι μ’ ένα ρυάκι, έστω με μερικές σταγόνες. Αν πάλι ούτε τόσα λίγα δάκρυα δεν μας βρίσκονται, τουλάχιστον ας νιώσουμε συντριβή καρδιάς κι ας εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας ενώπιον του Κυρίου, παρακαλώντας Τον να μας συγχωρήσει και υποσχόμενοι να μην Τον προσβάλουμε άλλη φορά, παραβαίνοντας τις εντολές Του. μετά, ας δείξουμε ζήλο για να τηρήσουμε πιστά αυτή την υπόσχεση.


***


Τῆς φοβερᾶς δευτέρας σου, Κύριε, Παρουσίας

ἐννοῶν τὴν ὑπαπαντήν, τρέμω τὴν ἀπειλήν σου,

φοβοῦμαι τὴν ὀργήν σου. Ταύτης με, τῆς ὥρας,

κραυγάζω, σῶσον εἰς αἰῶνας.


Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, Ψωμί για το ταξίδι: Οδοιπορικό Μεγάλης Τεσσαρακοστής, 1η έκδ., Αρμός, Αθήνα, 2012

Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!…

 «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ», γράφεται στο συναξάρι, «Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μνείαν ποιούμεθα». Αν σκεφθεί κανείς, πως την ερχόμενη Κυριακή, μνήμη της εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο, θυμούμαστε την αρχή του παρόντος βίου μας -κι απ’ αυτή την άποψη, η θλιβερή έξωση του Αδάμ απ’ την τρυφή του Παραδείσου, λογαριάζεται σαν πρώτη χρονικά γιορτή των χριστιανών- η μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας πρέπει να λογαριάζεται η τελευταία απ’ όλες τις γιορτές. Γιατί, πραγματικά, σ’ αυτήν τελειώνουν όλα: και τα δικά μας και του κόσμου όλα τα πράγματα. Και πάλι με πολλή σοφία οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθόρισαν, ύστερ’ απ’ τις Κυριακές του Τελώνου και Φαρισαίου και του Ασώτου, να τελούμε τη μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας. Γιατί δεν πρέπει, ακούοντας ο χριστιανός τη φιλανθρωπία του Θεού, που φαίνεται σ’ εκείνες τις παραβολές απέραντη, να πέσει σε μεγάλην αμέλεια, λέγοντας με το νου του: «ο Θεός είναι φιλάνθρωπος· άμα, στο τέλος, σταματήσω ν’ αμαρτάνω κάποτε, Εκείνος, όντας φιλάνθρωπος και πολυέλεος, θα με συγχωρέσει, κι όλα πια θα ’χουν τελειώσει καλά». Για να μη σκέφτονται, λοιπόν, μ’ αυτόν τον διαβολοκίνητο και σατανικό τρόπο οι χριστιανοί, έβαλαν οι θειότατοι Πατέρες, ύστερ’ από την Κυριακή του Ασώτου να γιορτάζουμε τη φοβερή και τρομερή εκείνη μέρα της Δευτέρας Παρουσίας. Λογιάζοντας, πως, με την ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως, οι αμελείς που συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν, βλέποντας μπροστά τους την άδηλην ώρα του θανάτου και περιμένοντας την ατελεύτητη σειρά των βασάνων της Κολάσεως, που θ’ ακολουθήσουν μετά την Κρίση για τους αμαρτωλούς, ίσως ξυπνήσουν απ’ το λήθαργο κι απ’ το βαρύτατον ύπνο της αμαρτίας· ίσως αφήσουν την νεκροποιό ραθυμία και αμέλεια, για να αγωνισθούν ν’ αποκτήσουν το χρυσοστόλιστο ένδυμα των αρετών, το «ένδυμα του γάμου», που δίχως αυτό και θα κρυώνουν, όντας γυμνοί, και δεν θα μπορούν να εισέλθουν εις τον «νυμφώνα» του Χριστού.


***


Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!


Δευτέρα Παρουσία λέγεται γιατί προηγήθηκε η πρώτη, κατά την οποία «σωματικῶς πρὸς ἡμᾶς ἐπεδήμησεν» ο Χριστός. Όμως, στην Δευτέρα δεν θα ’ρθει όπως στην πρώτη: φτωχός, άσημος, χωρίς δόξα. Θα έρθει με πολλή δόξα, με μεγάλη λαμπρότητα και με θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Και τότε δε θα ’ρθει να σώσει, μα να κρίνει τον κόσμο. Και ν’ ανταποδώσει, σ’ όσους έπραξαν αγαθά την αιώνια Βασιλεία του, και σ’ όσους έπραξαν κακά, την αιώνια κόλαση. Το βεβαιώνουμε συνοπτικά στο Σύμβολο της πίστεώς μας: «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης, κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὖ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Κι αυτό, που οι άγιοι Πατέρες έβαλαν ως Άρθρο στο Σύμβολο της Πίστεως, το βγάζουν ακριβώς απ’ το Ευαγγέλιο της Κρίσεως, που λέγει: «Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν δόξαν του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε θέλει καθήσει εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του καὶ θέλουσιν συναχθῆ ἔμπροσθέν του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θέλει διαχωρίσει ἀνάμεσά τους, καθὼς χωρίζει τὰ πρόβατα ὁ βοσκὸς ἀπὸ τὰ ἐρίφια, καὶ θέλει στήσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν δεξιάν του μεριὰν καὶ τὰ ἐρίφια ἀπὸ τὴν ζερβήν. Καὶ τότε θέλει εἰπεῖν ὁ βασιλεὺς πρὸς ἐκείνους τῆς δεξιάς μεριᾶς: ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, νὰ κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ὁποὺ σᾶς εἶναι ἑτοιμασμένη, ἀπὸ ὅταν ἐκτίσθη ὁ κόσμος· ἐλᾶτε νὰ τὴν κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐγὼ ἐπείνασα καὶ ἐσεῖς μὲ ἐδώκετε καὶ ἔφαγα. Ἐδίψησα καὶ ἐδώκετέ μοι καὶ ἔπια. Ἤμην γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε. Ἤμην ξένος καὶ μὲ προσκαλεσθήκετε, ἤμην ἀσθενὴς καὶ ἤλθετε καὶ μὲ εἴδετε. Ἤμουν εἰς τῆν φυλακὴν καὶ ἤλθετε καὶ ἐκοιτάξετέ με. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ μετὰ ταπεινοφροσύνης οἱ δίκαιοι, λέγοντές, του: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν ἡμεῖς νὰ πεινᾶς καὶ ἐδώκαμέν σου καὶ ἔφαγες, ἢ νὰ διψᾶς, καὶ ἐδώκαμέν σου νὰ πιεῖς; Ἢ πότε σὲ εἴδομεν γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμεν, ἢ ξένον καὶ ἐπεριμαζώξαμεν· ἢ πότε σὲ εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ὑπηρετήσαμέν σοι;” Καὶ θέλει τοῖς ἀποκριθῆ, καὶ τοῖς θέλει εἰπεῖν: “Ἀμὴν λέγω σας, βέβαια, ὅτι εἰς ὅσον ἐκάμετε πρὸς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς τοὺς ἀδελφούς μου, ἐμένα τὸ ἐκάμετε”. Τότε θέλει εἰπεῖν καὶ ἐκείνων ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀριστερὰν μεριάν: “σύρετε ἀπὸ τ᾿ ἐμένα οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ὁποὺ εἶναι ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῶν ἀγγέλων του, διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκετε νὰ φάγω. Ἐδίψησα καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε. Ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ἐκοιτάξετε”. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ καὶ αὐτοί, ἀλλὰ μὲ ἀδιαντροπίαν, καὶ θέλουσιν εἰπεῖν: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινασμένον ἢ διψασμένον ἢ γυμνὸν ἢ ξένον ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακαῖς καὶ δὲν σὲ ἀποκοιτάξαμεν;” Καὶ θέλει τοὺς ἀποκριθῆ ὁ βασιλεὺς καὶ θέλει τοὺς εἰπεῖ: “Ἀμὴν λέγω σας, ὅτι ὅσον δὲν ἐκάμετε ἑνὸς ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς, μηδὲ ἐμένα δὲν τὸ ἐκάμετε”. Καὶ ἔτσι θέλουσιν πάγει τοῦτοι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ πάλιν οἱ δίκαιοι είς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Έτσι αποδίδει ο πολύς Μελέτιος Πηγάς το Ευαγγέλιο της Κρίσεως.


***


Θα ήθελε πολύ ο άνθρωπος να ξέρει πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οπότε όλοι οι άνθρωποι -και όσοι βρίσκονται τότε στη ζωή και όσοι ως τότε θα ’χουνε κοιμηθεί, δηλ. θα ’χουνε πεθάνει- θα παρουσιαστούν μπροστά στο φοβερό κριτή για να κριθούν για τα καλά ή κακά έργα τους. Αλλά όπως ο θάνατος έρχεται σαν κλέφτης, σε άγνωστη ώρα, έτσι και ο Κύριος για τη Δευτέρα Παρουσία, μας άφησε άγνωστους τους καιρούς, που μέλλει να γίνει. Κάποτε που τον ρώτησαν οι μαθηταί του γι’ αυτό, Εκείνος απάντησε: «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιρούς, οὓς ὁ Πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». Και αλλού πάλι λέγει: «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ τῆς ὥρας, οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἀγγελοι τῶν Οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ μου μόνος». Γιατί άραγε δεν φανερώνει ο Χριστός την ώρα της Κρίσεως και όταν ακόμα τον ρωτούν με αγωνία οι Μαθηταί του; Και μας απαντούν με σοφία οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: «δίνει μονάχα τα σημάδια των καιρών, αλλά τους καιρούς τους παρασιωπά. Διότι θέλει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι· με το να μη γνωρίζουμε διορισμένο το πότε, θέλει να μη γνωρίζουμε τίποτε, για να είμαστε έτοιμοι αείποτε».


Υπάρχουν πολλοί, που ακούνε στο όνομα χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι -της ταυτότητος, όπως ονομάζονται προσφυέστατα- αλλά που, σαν άλλοι ειδωλολάτρες Αθηναίοι, δεν πιστεύουν ούτε στην ανάσταση των νεκρών, ούτε στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, ούτε στη φοβερή Κρίση, την οποία θ’ ακολουθήσει αιώνιος Παράδεισος ή αιώνια Κόλαση. Αυτοί οι άνθρωποι, λέγουν με μια χαρακτηριστική αδιαφορία και αμέλεια: «Εδώ, στη γη δηλαδή, βρίσκεται κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κ’ έτσι, όχι μόνον αυτοί βαδίζουν στο δρόμο της αμαρτίας, χωρίς να φοβούνται καμιά κρίση και καμιά Κόλαση, μα παρασέρνουν κι άλλους στον εύκολο δρόμο της καλοζωΐας, της καλοπέρασης, του γήινου και σαρκώδους ευδαιμονισμού. Θέλουν να μην ανοίξουν κανένα παράθυρο, να μπει το μεταφυσικό φως στη ζωή τους· αρκούνται στα φωτερά σκοτάδια και στα σκοτεινά φώτα του παρεξηγημένου πολιτισμού της επιδερμίδας. Το στόμα τους και το στομάχι τους είναι γιομάτα αδικίες, τόσο, που ν’ αδυνατούν πέρα για πέρα να γνωρίσουν τη γεύση του ουρανού. Γι’ αυτό και λένε, πως όλα εδώ τελειώνουν, πως «εδώ είναι κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κι όμως, πρέπει να γνωρίζει κάθε χριστιανός, πως αυτά είναι λόγια του διαβόλου, που τα ψιθυρίζει στ’ αυτιά μας για να μας κάνει πιο αδιάφορους για την αρετή και πιο πρόθυμους για την αμαρτία. Κ’ είναι μεγάλη αμαρτία να τα λέει κανείς. Όσο αβέβαιη είναι η ώρα του θανάτου, τόσο βέβαιος είναι ο θάνατος, που βάζει τέρμα στη γήινη ζωή μας. Κι όσο αβέβαιος είναι ο καιρός της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, άλλο τόσο είναι βέβαιη η έλευση της Δευτέρας Παρουσίας και της φοβερής του Κρίσεως, με την αιώνια Κόλαση και τον αιώνιο Παράδεισο· για να φανερωθεί, όχι μονάχα η απέραντη φιλανθρωπία του προς τους αξίους του Παραδείσου, αλλά και η απέραντη δικαιοσύνη του προς τους αξίους της Κολάσεως.


Για όποιον όμως πιστεύει στο Θεό, όπως μας απεκαλύφθη στην αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, κ’ έχει σταθερότητα στην πίστη του, δεν υπάρχει κίνδυνος και περιθώρια γι’ αμφιβολίες – αν υπάρχει Κρίση στον Ουρανό, και τι συνέπειες θα ’χει αυτό για τη συνέχεια της πνευματικής ζωής του. «Καὶ συνάξω πάντα τὰ ἔθνη, λέγει ο Κύριος στον προφήτη Ιωήλ, καὶ κατατάξω αὐτὰ εἰς κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, καὶ διακριθήσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μου. Ἐξεγειρέσθωσαν, ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρῖναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν» (Ιωήλ δ΄ 2, 12). Κι αλλού πάλι, στον προφήτη Δανιήλ, λέγει: «Ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν» (Δαν. ζ΄ 9-10). Εδώ ακριβώς έχουν την αρχή του οι βαθιά κατανυκτικοί ύμνοι της Κυριακής, που ψάλλονται στο Εσπερινό: «Ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι, κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι», «Βίβλοι ἀνοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις, ἀνθρώπων ἐπίπροσθεν, τοῦ ἀστέκτου Βήματος», «Ἠχήσουσι σάλπιγγες, καὶ κενωθήσονται τάφοι, καὶ ἐξαναστήσεται, τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα, φύσις ἅπασα», «Οἴμοι μέλαινα ψυχή!» κ.α.


***


Για το χριστιανό, λοιπόν, η μέλλουσα Κρίσις και η μέλλουσα ζωή είναι μια βεβαιότητα χειροπιαστή, θα λέγαμε, με τις πνευματικές μας αισθήσεις. «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ, λέγει ο θεόγλωσσος Απόστολος, ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος, πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν»(Β΄ Κορ. ε΄ 10). Αυτή, όμως, η βεβαιότητα για τη μεταφυσική ζωή, στην οποία δεν πιστεύουν οι άθεοι, μας υποχρεώνει να ζούμε με ανάλογο τρόπο και την παρούσα ζωή, με αγάπη στο Θεό και στον πλησίον, με πνευματική και σωματική καθαρότητα, τηρώντας μ’ ένα λόγο το Νόμο του Θεού. «Μνημόνευε τὰ ἔσχατά σου καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσεις», λέγει ο σοφός Σολομών. Έτσι μονάχα έχουμε ελπίδα να μας βάλει δεξιά του, στη Δευτέρα Παρουσία, με τα πράα και ήρεμα πρόβατα, κι όχι ζερβά του, με τ’ άγρια κι άταχτα ερίφια. Και πράττοντας ελεημοσύνη στο φτωχό πλησίον μας, που έτσι δείχνουμε μαζί και την αγάπη προς το Θεό, την ίδια στιγμή, να λέμε συχνά αυτό το τροπάριο:


Ὅταν ἔλθῃς ὁ Θεός, ἐπὶ γῆς μετὰ δόξης,

καὶ τρέμωσι τὰ σύμπαντα,

ποταμὸς δὲ τοῦ πυρὸς,

πρὸ τοῦ Βήματος ἕλκῃ,

καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται

καὶ τὰ κρυπτὰ δημοσιεύωνται·

τότε ρῦσαί με, ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου,

καὶ ἀξίωσον, ἐκ δεξιῶν σου μὲ στῆναι,

Κριτὰ δικαιότατε.


Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.

Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται καὶ γιγνώσκει τὸν Θεὸν

 Δεν μπορεί ο άνθρωπος όμως να επιστρέψει στο Θεό και να τον συναντήσει χωρίς προηγουμένως να συναντήσει το συνάνθρωπο, γι’ αυτό το επόμενο βήμα στην πορεία για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι ακριβώς η συνάντηση με το συνάνθρωπο.


Θέμα της τρίτης Κυριακής του Τριωδίου είναι η κρίση που θα βασιστεί αποκλειστικά στην αγάπη που ο άνθρωπος έχει δείξει για το συνάνθρωπό του και που τελικά μεταβαίνει σ’ αυτόν τον ίδιο το Θεό· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).


Η αγάπη είναι από το Θεό και όποιος αγαπάει το Θεό είναι παιδί του Θεού και γνωρίζει το Θεό, εκείνος που δεν αγαπά


Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται


, δεν γνωρίζει το Θεό γιατί ο Θεός είναι αγάπη (Α΄ Ιωάν. 4, 7-8). Αποκτούμε επίγνωση των μυστηρίων του Θεού όταν είμαστε ενωμένοι με την αγάπη (Κολ. 2,2). Ο Θεός μένει μέσα μας όταν αγαπιόμαστε μεταξύ μας (Α΄ Ιωάν. 4, 12). Μόνο ενωμένοι γινόμαστε κατοικητήριο του Θεού (Εφ. 2,22). Αν το να μείνουμε στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη και η αγάπη από την τήρηση των εντολών και η εντολή είναι να αγαπούμε ο ένας τον άλλο, το να μείνουμε κοντά στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη που έχουμε ο ένας για τον άλλο.[1]


«Ὅθεν ὅποιος ἔχει αὐτὴν τὴν εὐλογημένην ἀγάπην πρῶτον εἰς τὸν Θεὸν καὶ δεύτερον εἰς τὸν ἀδελφόν του τὸν χριστιανόν, αὐτὸς ἀξιώνεται καὶ δέχεται τὴν Παναγίαν Τριάδα μέσα εἰς τήν καρδίαν του».[2]


Υπάρχουν πολλά χωρία στη Γραφή όπου φαίνεται να απαιτείται για την τελειότητα μόνο η αγάπη για τον πλησίον ενώ η αγάπη για το Θεό παρασιωπάται, αν και ο νόμος και οι προφήτες κρέμονται και από τις δυο αυτές εντολές. Αλλά αυτό συμβαίνει επειδή αυτός που αγαπάει τον πλησίον πρέπει πάνω από οτιδήποτε άλλο να αγαπάει αυτή την ίδια την αγάπη. Όμως η αγάπη είναι ο Θεός «καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ».[3]


Αγκάλιασε την αγάπη του Θεού και αγκαλιάζοντας την αγάπη αγκαλιάζεις τον ίδιο το Θεό.[4]


Η αγάπη για το Θεό δεν μπορεί να τελειωθεί παρά μόνο όταν ο άνθρωπος αγαπάει τον πλησίον του και πλησίον δεν πρέπει να θεωρούνται μόνον οι φίλοι μας ή οι γνωστοί μας, αλλά όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε κοινή φύση, είτε είναι εχθροί, είτε είναι σύμμαχοι, είτε ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη με μας, είτε όχι, γιατί μας έφτιαξε ο ίδιος δημιουργός και μας έδωσε πνοή ζωής, γιατί όλοι χαιρόμαστε τον ίδιο ουρανό και την ίδια ατμόσφαιρα, τις ίδιες ημέρες και τις ίδιες νύχτες, και αν και μερικοί είναι καλύτεροι και άλλοι χειρότεροι, μερικοί δικαιότεροι και άλλοι λιγότερο δίκαιοι, ο Θεός είναι πλουσιοπάροχος και καλός σε όλους.[5] Όταν αγαπάει κανείς πραγματικά δεν εξαρτάται η διάθεσή του για τους ανθρώπους από τις απόψεις τους αλλά, αποβλέποντας στην ανθρώπινη φύση που όλοι έχουμε κοινή, αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους.[6]


Εκείνος που αγαπάει το Θεό δεν μπορεί να μην αγαπάει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του.[7] Εκείνος που αγαπάει το Θεό έχει προαγαπήσει τον αδελφό του, γιατί η δεύτερη αγάπη είναι απόδειξη της πρώτης. Εκείνος που λέει ότι αγαπάει τον Κύριο και οργίζεται κατά του αδελφού του μοιάζει με υπνοβάτη.[8]


Εκείνος που έχει συνηθίσει να αγαπάει το Θεό στο συνάνθρωπο, επεκτείνει σ’ αυτόν τις εκδηλώσεις της αγάπης του με την ίδια διάθεση με την οποία πλησιάζει το Χριστό.[9]


Φαντάσου έναν κύκλο σημειωμένο πάνω στο χώμα, λέει ο Δωρόθεος. Υπόθεσε ότι ο κύκλος είναι ο κόσμος και ότι το κέντρο του κύκλου είναι ο Θεός. Ένας αριθμός γραμμών οδηγούν από την περιφέρεια στο κέντρο και αυτές οι γραμμές αντιπροσωπεύουν τους δρόμους της ζωής που οι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν. Στην επιθυμία τους να πλησιάσουν το Θεό οι άγιοι προχωρούν ακολουθώντας αυτές τις γραμμές προς το κέντρο του κύκλου. Έτσι, όσο πιο πολύ προχωρούν τόσο πιο πολύ πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και το Θεό. Όσο πιο κοντά έρχονται στο Θεό τόσο πιο κοντά έρχονται στον άνθρωπο. Αυτή είναι η φύση της αγάπης, όσο πιο πολύ ενωνόμαστε με το συνάνθρωπο τόσο περισσότερη είναι η ένωσή μας με το Θεό.


Δείχνουμε αγάπη στο συνάνθρωπο όταν του δίνουμε κάτι που έχουμε εμείς και που εκείνος το έχει ανάγκη· «ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25, 35).


«Εγώ έχω ένα ψωμί να φάω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω κομμάτι και εσένα όπου δεν έχεις, ε, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή εγώ να φάω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς, τι φανερώνω; φανερώνω πως η αγάπη όπου έχω εις εσένα είναι ψεύτικη. Έχω δυο ποτήρια κρασί να πιω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω και εσένα, από αυτό να πιεις, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ, αμή ανίσως και δεν σε δώσω εσένα, είναι κάλπικη η αγάπη. Αμή εγώ να έχω τα φορέματα μέσα εις το σεντούκι φυλαγμένα να τα τρώγει το σκουλήκι και εσύ να περιπατείς γυμνός, είναι κάλπικη η αγάπη. Εσύ είσαι λυπημένος, απέθανε η μητέρα σου, ο πατέρας σου ή το παιδί σου ή άρρωστος είσαι. Ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είναι αληθινή η αγάπη. Αμή ανίσως εσύ κλαίης και θρηνείς, και εγώ κάθομαι τρώγω, πίνω, χορεύω, τραγουδώ, ξεφαντώνω, είναι ψεύτικη η αγάπη».[10]


«Δεν περιγράφεται το ύψος στο οποίο μας ανεβάζει η αγάπη· η αγάπη μας ενώνει με το Θεό, καλύπτει πλήθος αμαρτιών, ανέχεται τα πάντα, μακροθυμεί πάντοτε. Στην αγάπη δεν υπάρχει τίποτε βάναυσο, τίποτε υπερήφανο, η αγάπη δεν έχει σχίσμα, δεν στασιάζει, η αγάπη τα κάνει όλα με ομόνοια· στην αγάπη τελειώθηκαν όλοι οι εκλεκτοί του Θεού, χωρίς αγάπη τίποτε δεν είναι ευάρεστο στο Θεό. Με την αγάπη μάς προσέλαβε στον εαυτό του ο Δεσπότης».[11]


Αυτός που έχει κάποιο ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για κάποιον άλλο εξαιτίας κάποιου λάθους του είναι απόλυτα αποξενωμένος από το Θεό.[12] Δεν μπορεί να έχει ειρήνη με το Θεό εκείνος που εξαιτίας μιας φθονερής διαμάχης δεν έχει ειρήνη με το συνάνθρωπό του.[13]


«Όθεν πρέπει και ημείς, ανίσως και θέλωμεν να λέγωμεν αυτόν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεσθεν εύσπλαχνοι και φιλάνθρωποι και να χαροποιούμεν τους αδελφούς μας τους χριστιανούς. Είδε και είμεσθεν άσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι και πικραίνομεν τους αδελφούς μας και τους φαρμακεύομεν και τους βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον Διάβολον».[14]


Όταν αγαπούμε ένα ή δυο φίλους μας ή τους δικούς μας ανθρώπους, δεν αγαπούμε για χάρη του Θεού, αλλά για να αγαπηθούμε κι εμείς απ’ αυτούς. Θα μοιάσουμε πραγματικά με το Θεό όχι όταν κάνουμε θαύματα, αλλ’ όταν αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας.[15]


Επειδή πρέπει να αγαπιόμαστε μεταξύ μας με το ίδιο μέτρο, είναι απαράδεκτο να σχηματίζουμε φατρίες και κλίκες. Γιατί εκείνος που αγαπάει τον ένα πιο πολύ από τους άλλους κατηγορεί τον ίδιο τον εαυτό του ότι για τους άλλους δεν έχει πραγματική αγάπη.[16]


Όπως η ανάμνηση της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δε φέρνει το φως της γνώσεως του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου.[17]


«Χιλιάδες καλά και αρετές να κάμωμεν, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, καν το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού», αν δεν έχουμε αγάπη για το συνάνθρωπο «όλα χαμένα είναι και δεν μας ωφελούν τίποτε και εις την κόλασιν πηγαίνομεν».[18]


«Οὐ γὰρ τοσοῦτον ἐστι κέρδος νηστείας, ὅσον ὀργῆς ζημία, οὔτε τοσαύτη τῆς ἀναγνώσεως (τῶν Ἁγ. Γραφῶν) ὠφέλεια, ὅσον βλάβη ἐκ τοῦ περιφρονῆσαι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ λυπῆσαι αὐτόν. Καὶ γὰρ αἱ νηστεῖαι καὶ αἱ ἀγρυπνίαι καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἡ γύμνωσις τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἀποταγὴ ὅλου τοῦ κόσμου οὐκ ἕστιν τελειότης, ἀλλὰ τελειότητος ἐργαλεῖα, ἐπειδὴ οὐκ ἐν τούτοις εὑρίσκεται ἡ τελειότης, ἀλλὰ διὰ τούτων προσγίνεται. Εἰς μάτην, τοίνυν, ἐπὶ νηστείᾳ, καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ ἀκτημοσύνῃ καὶ ἀναγνώσει Γραφῶν ἐγκαυχώμεθα, ὅταν μὴ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην κατορθώσωμεν· ὁ γὰρ κατορθώσας τὴν ἀγάπην, ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὸν Θεὸν καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ ἀεὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐστιν».[19]


Όπως το σώμα είναι ένα αν και έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά είναι ένα σώμα, έτσι και ο Χριστός (Α΄ Κορ. 12, 12). Ο Χριστός συνηθίζει να αναλαμβάνει τη μορφή των μελών Του και να αποδίδει στον ίδιο τον εαυτό Του ό,τι λέγεται για εκείνα, γιατί το κεφάλι και το σώμα είναι ένας Χριστός.[20]


Ο πραγματικός ναός του Κυρίου, είναι η ψυχή του πιστού. Ας τον λατρεύσουμε αυτόν το ναό, ας τον διακοσμήσουμε, ας προσφέρουμε σ’ αυτόν δώρα, ας υποδεχτούμε σ’ αυτόν το Χριστό.[21] Τι καλύτερους θησαυρούς έχει ο Χριστός από εκείνους δια των οποίων θέλει να παρουσιάζεται;[22]


Να φοβάσαι το Χριστό επάνω, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω. Έχε το Χριστό επάνω παρέχοντα τις πλούσιες δωρεές Του, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω δυστυχούντα. Εδώ είναι φτωχός, εκεί είναι πλούσιος.[23]


Ο Χριστός πέθανε και τάφηκε μια φορά αλλά θέλει να χύνεται καθημερινά μύρο στα πόδια Του. Τι είναι λοιπόν αυτοί στους οποίους χύνουμε το μύρο; Είναι τα πόδια του Χριστού και γι’ αυτούς λέει αυτός ο ίδιος «ὅ,τι ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Αυτά τα πόδια που η γυναίκα του Ευαγγελίου τα ξεκουράζει και τα δροσίζει με τα δάκρυά της, αυτά τα πόδια ραίνει με μύρο εκείνος που προσφέρει τη γλυκύτητα της καλοσύνης του ακόμη και στον πιο αδύνατο. Σ’ αυτά οι μάρτυρες, σ’ αυτά οι απόστολοι, σ’ αυτά ο Κύριος Ιησούς Χριστός δηλώνει ότι τιμάται.[24]


«Έτσι ξέρουμε ότι αγαπάμε τα παιδιά του Θεού» λέει ο Ιωάννης (Α΄Ιωάν. 5,2). Τι σημαίνει αυτό; Προηγουμένως μιλούσε για το γιο του Θεού, μας πρόβαλε το Χριστό και είπε· «όποιος πιστεύει ότι ο Ιησούς Χριστός γεννιέται από το Θεό και όποιος αγαπάει Εκείνον που γέννησε, δηλαδή τον Πατέρα, αγαπάει επίσης και Εκείνον που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, δηλαδή το Γιο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό» και συνεχίζει: «Έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε τα παιδιά του Θεού», σαν να επρόκειτο να πει «έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε το Γιο του Θεού». Είπε τα παιδιά του Θεού ενώ μιλούσε ακριβώς πριν για το Γιο του Θεού, επειδή τα παιδιά του Θεού είναι το σώμα του μόνου Γιου του Θεού, και αφού Εκείνος είναι το κεφάλι και εμείς τα μέλη, είναι ένας Γιος του Θεού. Γι’ αυτό όποιος αγαπάει τα παιδιά του Θεού, αγαπάει το Γιο του Θεού και όποιος αγαπάει το Γιο του Θεού, αγαπάει τον Πατέρα.[25]


Αν λοιπόν μας πει κάποιος, δείξε μου Εκείνον για να τον αγαπήσω, τι άλλο θα πρέπει να απαντήσουμε παρά αυτό που είπε ο Ιωάννης: «Κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό» (Ιωάν. 1, 18) και για να μη νομίσει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει καθόλου το Θεό, είπε «ο Θεός είναι αγάπη» και «όποιος μένει στην αγάπη μένει στο Θεό» (Α΄ Ιωάν. 4,16). Γι’ αυτό αγάπα τον πλησίον σου, εκεί θα δεις, όσο μπορείς, το Θεό.[26]


Πόσοι απ’ αυτούς που ζουν σήμερα δεν θα εύχονταν να ζούσαν εκείνη την εποχή που ο Χριστός βρισκόταν στη γη, ώστε να κάθονται και να συντρώγουν μαζί Του στο ίδιο τραπέζι. Αλλά και τώρα μπορεί να γίνει αυτό. Μπορούμε και τώρα να Tον καλέσουμε για φαγητό και να φάμε μαζί Του και μάλιστα με περισσότερη ωφέλεια, γιατί πολλοί από εκείνους που έφαγαν μαζί Του τότε χάθηκαν (όπως ο Ιούδας και άλλοι παρόμοιοί του) ενώ ο καθένας απ’ αυτούς που Tον προσκαλούν σήμερα στο σπίτι τους και του προσφέρουν στέγη και φαγητό θα απολαύσει μεγάλη ευλογία.[27]


Γι’ αυτό κανείς δεν θα πρέπει να λέει, ευλογημένοι εκείνοι που δέχθηκαν τη χάρη να έχουν το Χριστό στο σπίτι τους. Δεν θα πρέπει να λυπόμαστε και να παραπονιόμαστε που δεν είχαμε γεννηθεί τότε, γιατί δεν μας έχει αποστερήσει αυτής της ευλογίας. «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων», λέει, «ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40)[28] και συνεχίζει «σας λέω ότι όποιος δέχεται εκείνον που θα στείλω εγώ, δέχεται εμένα και όποιος δέχεται εμένα δέχεται Εκείνον που με έστειλε» (Ιωάννης 13,20) και «εάν δεχθείτε στο όνομά μου ένα απ’ αυτά τα παιδιά, δέχεστε εμένα και όποιος δέχεται εμένα, δεν δέχεται εμένα αλλά Εκείνον που με έστειλε» (Μαρκ. 9, 37).


Ό,τι κάνετε σ’ έναν απ’ αυτούς τους ελαχίστους το κάνετε σε μένα. Και αν αυτός δεν είναι ο Παύλος, όμως είναι κάποιος πιστός, κι αν ακόμα είναι ασήμαντος, όμως «ὁ Χριστὸς δι᾿ αὐτοῦ παραγίνεται».[29]


Όποιος δέχεται αυτούς τους ελάχιστους για το Χριστό και όχι για κάποιον άλλο λόγο, δέχεται το Χριστό.[30]


Όποιος λοιπόν πέφτει στα πόδια των αδελφών, αγγίζει το Χριστό, παρακαλεί το Χριστό. Με τον ίδιο τρόπο, όταν εκείνοι χύνουν δάκρυα, γι’ αυτόν είναι ο Χριστός που υποφέρει και που προσεύχεται γι’ αυτόν στον Πατέρα.[31]


Ο Αβραάμ αναζητώντας ξένους να τους φιλοξενήσει δέχθηκε και περιποιήθηκε αυτόν τον ίδιο το Θεό και ο Λωτ δέχθηκε τους αγγέλους και εμείς αν θα δεχθούμε τους ανθρώπους, θα δεχθούμε το Χριστό.[32]


Οι μοναχοί που γνώριζαν καλά πvς θα συναντούσαν ασφαλώς το Χριστό αν πλησίαζαν με αγάπη το συνάνθρωπο, όταν τους ρωτούσαν πώς κατόρθωναν να υπηρετούν με τόση προθυμία τους ανθρώπους, απαντούσαν: «Οὐδέποτε ἀνθρώποις με δουλεύειν ἐννενόηκα, ἀλλά τῷ Θεῶ».[33] Αυτοί λένε και σε μας: «Δεῖ ἐρχομένους τοὺς ἀδελφοὺς προσκυνεῖν· οὐ γὰρ αὐτοὺς ἀλλὰ τὸν Θεὸν προσεκύνησας εἶδες γὰρ φησιν τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».[34]


Πραγματικά, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Πολύ συχνά εμείς «οι χριστιανοί» όταν αντιμετωπίζουμε ανθρώπους που αρνιούνται ή αμφιβάλλουν για την Ανάσταση του Χριστού τους βομβαρδίζουμε με διαλεκτικά πυροτεχνήματα χωρίς να υποπτευόμαστε πόσο είμαστε, όταν το κάνουμε αυτό, κύμβαλα αλαλάζοντα, χωρίς να υποπτευόμαστε ακόμη ότι αυτό που τους παρουσιάζουμε ως τον αναστημένο Χριστό δεν είναι παρά ένα αξιοθρήνητο διανοητικό σχήμα, ένα παιδικό δημιούργημα της φαντασίας μας, ένα θλιβερό είδωλο, γιατί τον πραγματικό Χριστό δεν Τον έχουμε δει, και δεν Τον έχουμε δει γιατί δεν έχουμε κοιτάξει ποτέ βαθιά στα μάτια το συνάνθρωπό μας. Τα διανοητικά μας επιχειρήματα είναι η αδιάψευστη απόδειξη ότι δεν έχουμε πραγματικά συναντήσει το Χριστό, γιατί αν Τον είχαμε πραγματικά συναντήσει θα Τον συναντούσαμε και πάλι στο πρόσωπο αυτού του αρνητή ή του αμφισβητία και αντί να τον αντιμετωπίζουμε σαν εχθρό που πρέπει να κατατροπώσουμε θα τον αποκαλούσαμε, σαν τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, «χαρά μου» και τότε αυτός θα ένιωθε ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπουμε τον αναστημένο Χριστό και θα Τον έβλεπε και εκείνος.



π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998



Λόγος εις την Κυριακή της Απόκρεω περί της φοβέρας Κρίσεως

 Είναι πολύ κοντά ο καιρός της μετανοίας και της εξομολογήσεως των αμαρτιών μας. Τα δύο αυτά πράγματα: η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι τα σημαντικότερα στην ζωή μας. Η μετάνοια και η νηστεία δεν είναι εύκολα πράγματα. Για να προετοιμαστούμε σωστά για την νηστεία η αγία μας Εκκλησία αυτή την τελευταία εβδομάδα, πριν την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, απαγορεύει να τρώμε κρέας. Κάποτε είχε ξεχαστεί το πραγματικό νόημα αυτής της εβδομάδας. Οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι οι ήμερες αυτές είναι για διασκέδαση και καρναβάλια. Ξεχνούσαν οι απερίσκεπτοι εκείνοι άνθρωποι ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή της Τυρινής έχουμε πλέον τις ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.


Οι άγιοι, πού παραδόθηκαν ολοκληρωτικά στον Θεό και των οποίων όλη η ζωή ήταν μία διαρκής νηστεία, μας λένε πόσο σημαντικό είναι να θυμόμαστε παντοτινά την ώρα του θανάτου. Να μην ξεχνάμε αυτό πού μας διδάσκει η άγια Γραφή και οι Πατέρες: να θυμόμαστε την ώρα του θανάτου μας και δεν θα αμαρτήσουμε ποτέ. Πολύ σπουδαίο πράγμα είναι η μνήμη του θανάτου, πιο σημαντικό όμως είναι να θυμόμαστε την Φοβερά Κρίση του Χριστού και να προσπαθήσουμε, όσο μας είναι δυνατόν, να κατανοήσουμε το νόημα των λόγων της αγίας Γραφής σχετικά με την Φοβερά Κρίση του Κυρίου.


εις την Κυριακή της Απόκρεω


Για την μεγάλη εκείνη ήμερα της κοινής αναστάσεως μας λέει ό άγιος απόστολος Πέτρος στη Β΄ Επιστολή του: «Ἥξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται.» (Β΄ Πέτ. 3, 10). Θα καεί η γη και αυτό σημαίνει ότι δεν θα γίνει στη γη η Φοβερά Κρίση και ούτε στη γη θα παρασταθούν ενώπιον του φοβερού Κριτού όλοι εκείνοι οι αμέτρητοι λαοί πού ζούσαν πάνω σ’ αυτή από καταβολής κόσμου. Άλλα και δεν θα χωρούσαν εκεί όλοι αυτοί οι λαοί. Στους ουρανούς, πάνω από τις νεφέλες θα κρίνει ο Δημιουργός και ο Κριτής του κόσμου την ανθρωπότητα. Αυτό λέει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «Ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα» (Α΄ Θεσ. 4, 17).


Στην φοβερή δόξα του θα παρουσιαστεί ό Κριτής του κόσμου συνοδευόμενος από αμέτρητο πλήθος των ασωμάτων επουρανίων δυνάμεων. Θα θυμηθεί αμέσως ό καθένας όλα τα έργα, τα λόγια και τις σκέψεις του. Μεγάλο φόβο θα νιώσουν αυτοί πού στη ζωή τους ακολουθούσαν το δρόμο του κακού και της αδικίας και περιφρονούσαν τις εντολές του Χριστού. Θα τους βάλει ο Κριτής του κόσμου στα αριστερά του. Οι δίκαιοι, που αγάπησαν τον Θεό και την δικαιοσύνη του, θα σηκώσουν ψηλά το κεφάλι τους. Θα τους βάλει ό Εύσπλαχνος Κριτής δεξιά από το θρόνο του. Και θα ακούσουν όλοι οι άνθρωποι μία σύντομη και δίκαια απόφαση του Θεού. Σ’ αυτούς που θα είναι δεξιά του θα πει με αγάπη: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μτ. 25, 34-40).


Τότε σ’ αυτούς που θα βρίσκονται στα αριστερά του θα πει με οργή: «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Μτ. 25, 41-46).


Πολύ σύντομη και απλή είναι αυτή η απόφαση του Κριτού του κόσμου. Τόσο σύντομη πού σε μερικούς προκαλεί σύγχυση. Και απορούν γιατί οι άνθρωποι κρίνονται από τον Θεό μόνο με βάση τα έργα της ευσπλαχνίας. Γιατί δεν λέει ο Κύριος ότι οι δίκαιοι όλη την ζωή τους την αφιέρωσαν στο Θεό και πάντα τηρούσαν τις εντολές του; Γιατί δεν λέει για την ευσέβειά τους, τα δάκρυα, τις προσευχές και τις νηστείες τους; Για το κήρυγμα του Ευαγγελίου, για το διωγμό που υπέφεραν για την πίστη στο Θεό; Γιατί ανέφερε μόνο τα φιλάνθρωπα έργα τους; Γιατί, για τους άλλους, πού τους έστειλε στο αιώνιο, πυρ δεν ανέφερε την πολύ βαριά αμαρτία, την βλασφημία; Γιατί δεν τους καταδικάζει για διωγμό των αγίων, φόνο, ληστεία, πορνεία, μοιχεία και άλλα πολλά; Γιατί μιλάει μόνο για την ασπλαχνία τους;


Προκαλεί θαυμασμό αυτή ή απάντηση του Κριτού του κόσμου διότι είναι σύντομη και ταυτόχρονα εξαντλητική. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να δώσουμε με λίγες λέξεις μία πλήρη απάντηση. Ο λόγος αυτός του Κυρίου περιέχει τα σημαντικότερα από το Νόμο του Θεού. Στην συζήτηση που είχε ο Κύριος Ιησούς Χριστός με έναν νομοδιδάσκαλο λέει το έξης, για τις σπουδαιότερες εντολές στις όποιες συνοψίζεται όλος ό Νόμος: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μτ. 22, 37-39). Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ευλογεί τους δικαίους για τα έργα της ευσπλαχνίας και κατακρίνει και καταδικάζει τους αμαρτωλούς επειδή τους λείπουν αυτά τα έργα.


Η ευσπλαχνία είναι το σπουδαιότερο μεταξύ των έργων αγάπης. Τους αμαρτωλούς τους καταδικάζει ο Κύριος διότι μίσησαν την οδό της αγάπης και δεν τον ακολούθησαν, και αντί να ακολουθήσουν αυτήν την οδό ακολούθησαν, την οδό του μίσους και της κακίας. Οι δίκαιοι στην ζωή τους πραγματοποίησαν τις δύο σπουδαιότερες εντολές του Νόμου, ενώ οι αμαρτωλοί τις απέρριψαν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η κρίση αυτή του Θεού, πού διατυπώθηκε με λίγες πολύ σύντομες φράσεις, είναι εξαντλητική και περιέχει μέσα της την ύψιστη αλήθεια.


Ας ακολουθήσουμε και εμείς, αδελφοί και αδελφές μου, την οδό της Θείας Δικαιοσύνης αποφεύγοντας την διαβολική οδό της κακίας. Να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να τον βαστάξουμε μέχρι το θάνατο με υπομονή και τότε στην Φοβερά ημέρα της Κρίσεως θα μας βάλει ο Κριτής του κόσμου στα δεξιά του. Αμήν.


Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014

Κυριακή της Δευτέρας Παρουσίας

 Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μνείαν ποιούμεθα.


Την ανάμνηση της Δευτέρας Παρουσίας οι θείοι Πατέρες μας την τοποθέτησαν μετά από τις παραβολές του Τελώνου και Φαρισαίου και του Ασώτου. Κι αυτό για να μη γίνει καμιά παρεξήγηση και αρχίσει κάποιος να ζει με αμέλεια, βλέποντας τη φιλανθρωπία του Θεού σ’ εκείνες τις δύο παραβολές και λέγοντας με το νου του: «Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Όταν σταματήσω να αμαρτάνω, είναι σίγουρο ότι θα μου συγχωρεθούν όλα». Όρισαν, λοιπόν, εδώ αυτή τη φοβερή ημέρα, ώστε με το θάνατο και τα βάσανα που πρόκειται να υποφέρουν οι ασεβείς, να συγκλονίσουν εκείνους που ζουν με αμέλεια και να τους επαναφέρουν στο δρόμο της αρετής. Σκοπός τους ήταν να μην ενθαρρύνονται μόνο με το ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, αλλά να βλέπουν ότι ταυτόχρονα είναι και δίκαιος και ότι αποδίδει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του. Άλλωστε, αφού προηγήθηκε η μέρα που ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των κεκοιμημένων, έπρεπε να ακολουθήσει κι ο Κριτής. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, η παρούσα εορτή αποτελεί το τέλος όλων των άλλων, γιατί η Κρίση και η Δευτέρα Παρουσία θα είναι το τελευταίο από τα ανθρώπινα γεγονότα.


Παράλληλα πρέπει να έχουμε κατά νουν ότι την επόμενη Κυριακή οι άγιοι Πατέρες μας θα μας καλέσουν να θυμηθούμε τη δημιουργία του κόσμου και την εξορία του Αδάμ από τον Παράδεισο. Επειδή, λοιπόν, η σημερινή εορτή μας υπενθυμίζει το τέλος όλων των δραστηριοτήτων και πράξεών μας και το τέλος όλου του κόσμου, την έβαλαν, καθώς νομίζω, την ημέρα της Απόκρεω για να καταστείλουν με το φόβο της Δευτέρας Παρουσίας την ξέφρενη απόλαυση και την πολυφαγία, παρακινώντας συνάμα όλους μας στην έμπρακτη αγάπη για τον πλησίον. Επιπλέον, επειδή η απόλαυση μας έβγαλε από τον Παράδεισο και τώρα είμαστε υπό κατάραν και πρόκειται να κριθούμε, γι’ αυτό μπαίνει σε ανάμνηση όλων αυτών η σημερινή ημέρα, για να μας θυμίζει την Κρίση αυτή τη μεγάλη της Δευτέρας Παρουσίας και ότι πρόκειται την άλλη Κυριακή στο πρόσωπο του Αδάμ να διωχθούμε κι εμείς από τον Παράδεισο, μέχρις ότου έλθει ο Χριστός και μας επαναφέρει στη Βασιλεία Του.[1]


Λέγεται Δευτέρα Παρουσία για να ξεχωρίζει από την πρώτη, τότε δηλ. που ήλθε σωματικώς ο Χριστός, ήρεμα και χωρίς δόξα. Τώρα θα έλθει με τρόπο τόσο θαυμαστό, που δεν θα τον χωράει ο νους του ανθρώπου. Θα έλθει και πάλι με σώμα, για να αντιληφθούν όλοι ότι είναι Αυτός που είχε έρθει προηγουμένως κι έσωσε το ανθρώπινο γένος. Και πρόκειται να το κρίνει για τον αν φύλαξε καλά όλα όσα του δίδαξε και του εμπιστεύθηκε. Θα έλθει όμως τώρα με υπερβολική λαμπρότητα.


Κυριακή της Δευτέρας Παρουσίας


Πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία Του δεν το γνωρίζει κανένας. Αυτό ο Κύριος το κράτησε μυστικό ακόμα κι από τους Αποστόλους. Βέβαια, μας φανέρωσε ορισμένα σημάδια που θα προηγηθούν, τα οποία κάποιοι από τους αγίους ανέπτυξαν περισσότερο. Λέγεται ότι θα γίνει μετά την παρέλευση των επτά χιλιάδων ετών. Πριν από τον ερχομό του Χριστού θα έλθει ο Αντίχριστος. Θα γεννηθεί, όπως λέει ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, από γυναίκα πόρνη, η οποία θα νομίζεται ότι είναι παρθένος. Θα είναι Εβραία στην καταγωγή από τη φυλή του Δαν, ο οποίος ήταν παιδί του πατριάρχου Ιακώβ. Ο Αντίχριστος φαινομενικά θα ζει σα να είναι Χριστιανός, θα κάνει θαύματα, όπως έκανε ο Χριστός και θα αναστήσει ακόμα και νεκρούς. Όλα όμως αυτά θα τα κάνει φαινομενικά, δηλαδή και τη γέννηση εκ παρθένου και τη σάρκα και όλα τα άλλα, όπως λέει ο Απόστολος. Και τότε, λέει, θα αποκαλυφθεί ο υιός της απωλείας με όλη του τη δύναμη και με τα θαύματά του και με τα ψευδή επιτεύγματά του.


Βέβαια, δεν πρόκειται να πάρει σάρκα ο διάβολος και να γίνει άνθρωπος. Θα είναι άνθρωπος, γεννημένος με φυσική σύλληψη, αλλά εκ πορνείας. Θα εμφανισθεί ξαφνικά, και πάνω του, με τη θέλησή του, θα εγκατασταθεί όλη η δύναμη του Σατανά. θα δώσει σε όλον τον κόσμο την εντύπωση ότι έχει χαρακτήρα καλού και μέτριου ανθρώπου. Τότε θα δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα πείνας κι αυτός θα εμφανιστεί ότι λύνει το πρόβλημα αυτό. Θα μελετήσει τις Γραφές, θα νηστέψει και θα αναγκαστεί τάχα από τους ανθρώπους να γίνει βασιλιάς. Θα αγαπήσει ιδιαίτερα τους Εβραίους, θα τους αποκαταστήσει στην Ιερουσαλήμ και θα ανεγείρει το ναό του Σολομώντος. Επτά χρόνια νωρίτερα, όπως λέει ο προφήτης Δανιήλ, θα έλθουν ο Ενώχ και ο Ηλίας, οι οποίοι θα κηρύττουν στους ανθρώπους να μη δέχονται τον Αντίχριστο. Αυτός όμως θα τους συλλάβει, θα τους τυραννήσει και στο τέλος θα τους αποκεφαλίσει. Τότε, όσοι επιλέξουν να ζήσουν ἐν εὐσεβείᾳ, θα φύγουν μακριά. Όμως ο Αντίχριστος θα ψάξει και θα τους βρει στα βουνά, όπου θα βρίσκονται κρυμμένοι και θα τους προξενήσει πολλά βάσανα και πειρασμούς με τους δαίμονες που θα κατευθύνει. Τα επτά εκείνα χρόνια θα κολοβωθούν για χάρη των εκλεκτών του Θεού και θα γίνει μεγάλη πείνα. Μάλιστα θα είναι τέτοια η μεταβολή των στοιχείων της φύσεως, ώστε θα νομίζει κανείς ότι θα εξαφανιστούν τα πάντα.


Μετά απ’ όλα αυτά θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θα γίνει ξαφνικά, όπως η αστραπή στον ουρανό. Θα προπορευθεί του Κυρίου ο Τίμιος Σταυρός και ποτάμι φωτιάς, που θα κοχλάζει και θα καθαρίζει τη γη από κάθε ακαθαρσία και μολυσμό ανομίας. Τότε θα συλληφθεί αμέσως ο Αντίχριστος και οι υπηρέτες του, και θα παραδοθούν στην αιώνια φωτιά. Μόλις σαλπίσουν οι άγγελοι, θα συγκεντρωθεί αμέσως από τα πέρατα της γης όλο το ανθρώπινο γένος στην Ιερουσαλήμ, γιατί αυτή είναι η μέση του κόσμου κι εκεί ετοιμάσθηκαν θρόνοι εις κρίσιν. Τότε όλοι οι άνθρωποι θα βρεθούν εκεί με τα ίδια τους τα σώματα και τις ψυχές, όλοι μεταμορφωμένοι πλέον και άφθαρτοι. Όλοι θα έχουν μία μορφή κι όλα τα στοιχεία τους θα έχουν δεχθεί μία αλλοίωση προς το καλύτερο. Τότε ο Κύριος με ένα λόγο Του θα διαχωρίσει τους δικαίους από τους αμαρτωλούς, κι όσοι έπραξαν τα αγαθά στη ζωή τους θα πάνε στην αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί θα μεταφερθούν στην αιώνια βάσανο, η οποία δε θα έχει ποτέ τελειωμό.


Πρέπει δε να ξέρουμε ότι τότε δε θα μας ζητήσει ο Θεός ούτε νηστεία, ούτε γυμνότητα και σωματική κακοπάθεια, ούτε θα μας ρωτήσει αν κάναμε θαύματα. Ναι μεν αυτά είναι καλά, όμως υπάρχουν κι άλλα πολύ ανώτερα, όπως η ελεημοσύνη και το να συμπάσχουμε με τον πλησίον μας. Όπως είναι γνωστό, τότε θα πει σε όλους, και στους δικαίους και στους αμαρτωλούς, έξι πράγματα: «Επείνασα και μου δώσατε να φάω. Εδίψασα και με ποτίσατε. Ήμουν ξένος και με φιλοξενήσατε στο σπίτι σας. Ήμουν γυμνός και με ντύσατε. Αρρώστησα και με επισκεφτήκατε. Ήμουν στη φυλακή και ήρθατε να με δείτε. Αν αυτά τα κάνατε σ’ ένα απ’ αυτούς εδώ τους ελαχίστους, είναι σα να τα εκάνατε σε μένα». Αυτά θα ζητήσει, πράγματα τα οποία κατά τη δύναμή του μπορεί να τα κάνει ο κάθε άνθρωπος. Τότε όλοι οι άνθρωποι θα ομολογήσουν ότι Αυτός είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν του Θεού Πατρός.


Το Ευαγγέλιο, όταν μιλάει για τα βάσανα και τις τιμωρίες των αμαρτωλών, λέει: «Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Το σκουλήκι που θα τους κατατρώγει δε θα πεθαίνει και η φωτιά που θα τους καίει δε θα σβήσει. Βάλτε τον, λοιπόν, έξω στο σκοτάδι».


Αυτά όλα, βέβαια, τα δέχεται η Εκκλησία με επισημότητα και θεωρεί ότι τρυφή και απόλαυση στη Βασιλεία των Ουρανών είναι η συναναστροφή των αγίων με το Θεό, ο διαρκής φωτισμός τους και η πνευματική τους άνοδος. Τιμωρία δε και σκοτάδι και όλα τα σχετικά θεωρεί ότι είναι η απομάκρυνση από το Θεό και το εσωτερικό μαρτύριο από τις τύψεις της συνειδήσεως, γιατί θα σκέπτονται πως από αμέλεια και για μια πρόσκαιρη απόλαυση στερήθηκαν το φως της θεϊκής ελλάμψεως.


Τῇ ἀφάτῳ Σου φιλανθρωπίᾳ Χριστὲ ὁ Θεός, τῆς εὐκταίας Σου φωνῆς καταξίωσον καὶ τοῖς ἐκ δεξιῶν σου συναρίθμησον καὶ ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.


[1] ΣτΜ: Δηλ. είναι σα να έχουμε έναν νοητό κύκλο ζωής. Η αρχή του είναι την άλλη Κυριακή, κατά την οποία γιορτάζουμε την εξορία του Αδάμ και το τέλος του η σημερινή, που γιορτάζουμε τη Δευτέρα Παρουσία. Τότε, με την απόλαυση βγήκαμε από τον Παράδεισο. Τώρα, με τη νηστεία εισερχόμεθα σ’ αυτόν. Τότε, η απόλαυση μας έβαλε υπό κατάραν και θα κριθούμε. Τώρα, η νηστεία με τα συνακόλουθά της -εγκράτεια και ελεημοσύνη- έστω και αν κριθούμε, θα μας βάλει ξανά στον Παράδεισο.


Ιερομ. Ιερώνυμος Δελημάρης, Τί γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Τα συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Ναύπακτος, 2001.

Η τελευταία Κρίση (Κυριακή της Απόκρεω)

 Η επόμενη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία -«αποχή κρέατος»- όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως όσων είπαμε παραπάνω για τα νόημα της προετοιμασίας. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει από μας επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθειά μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.


Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως, ζωής αἰωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» και πρόσθεσε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η οποία, κατά τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ’ όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγῆς εἰς ἑνότητα ὅλων τῶν διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.


Αλλά πώς είναι δυνατό ν’ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στο Θεό και τη συμφιλίωσή μας μ’ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και μεις θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γι’ αυτούς τους συναντάμε «ἐν Χριστῷ, ο οποίος «Ἀγάπη ἐστίν» και που -ακριβώς επειδή είναι Αγάπη- ξεπερνάει το θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζῶντες ἐν Αὐτῷ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται ἐν Αὐτῷ. Αγαπώντας αυτούς που είναι ἐν Αὐτῷ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «ἐν Χριστῷ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «ἐν Χριστῷ». Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι -απελπιστικά λανθασμένοι- είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς ή έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», ή τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «ὑπὲρ τῶν Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.


Η τελευταία Κρίση


Είναι η αγάπη και πάλι που αποτελεί το θέμα της Κυριακής της Απόκρεω. Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ, 25, 31‐46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριο Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση η αγάπη – όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους «φτωχούς», αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου. Αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του στις ανώνυμες οντότητες όπως είναι οι «τάξεις» οι «φυλές» κ.λπ. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λανθασμένες. Είναι φανερό ότι οι χριστιανοί μέσα στην πορεία της ζωής τους, μέσα στις ευθύνες τους σαν πολίτες, σαν επαγγελματίες κ.λπ., καλούνται να φροντίζουν, όσο οι δυνατότητες και η κατανόηση τους επιτρέπουν περισσότερο, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη, αυτή καθαυτή είναι κάτι διαφορετικά και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και θα διαφυλαχθεί αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία» που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.


Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές· να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» ή για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.


Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αύτη η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει τα τυχαίο και το εξωτερικό στον «άλλο» -ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα- και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική «ρίζα» της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του; Αν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» ή το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σ’ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.


Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές το αντίθετο από την «κοινωνική δραστηριότητα» με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός. Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το «πρόσωπο» αλλά ο «άνθρωπος, μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιας, όχι λιγότερο, αφηρημένης Ανθρωπότητας». Αλλά για το Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι «αξιαγάπητος» ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο. Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο· εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μόνο το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το «γενικό συμφέρον». Ο Χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι -και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι- μάλλον διστακτικός γι’ αύτη την αόριστη «ανθρωπότητα, αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική» στην προσέγγισή της. Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδηθεί. Ο Χριστιανισμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γι’ αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι «στὸν κόσμο τοῦτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή της «κοινωνικής δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο τοῦτο». Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από τον «κόσμο τοῦτο». Είναι αυτή η ίδια μια ακτίνα, μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού· υπερβαίνει και συντρίβει όλους τους περιορισμούς, όλες τις «συνθήκες» του κόσμου τούτου διότι το κίνητρό της, ο σκοπός της καθώς και η ολοκλήρωσή της είναι στο Θεό. Και ξέρουμε ότι ακόμα, και σ’ αυτόν τον κόσμο που «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» η μόνη νίκη που διαρκεί και μεταμορφώνει είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μ’ αυτή την αγάπη.


Η παραβολή για την Τελευταία Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι καλεσμένοι να δουλέψουμε για την «ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά έχουν ανάγκη απ’ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουν ανάγκη να τους αναγνωρίζεται δηλαδή η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο. Ξέρουμε ακόμα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «ἐν φυλακῇ», είναι «πεινῶντες καὶ διψῶντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής μας ύπαρξης ο καθένας από μας δημιουργήθηκε υπεύθυνος για μια μικρή θέση στη Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του Χριστού. Έτσι είτε έχουμε είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε Γιατί «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).


π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή – Πορεία προς το Πάσχα, 11η έκδοση, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2006

Η Κυριακή της Μελλούσης Κρίσεως

 Την παραβολή του Ασώτου Υιού θα την ενθυμούμεθα, όσον καιρό θα υπάρχει αυτός ο κόσμος, διότι δι’ αυτής εκφράζεται η ανεκλάλητη αγάπη και το έλεος του Θεού προς ημάς. Γι’ αυτό ίσως ο Σωτήρ ήθελε να πεθάνει δια σταυρικού θανάτου, δηλαδή με τα χέρια τεντωμένα, όπως άλλωστε πάντοτε τον παρουσιάζει και η Εκκλησία, για να μας φανερώσει ότι για πάντα θα μένει με τις αγκάλες ανοικτές, για ν’ αγκαλιάζει όλους τους αμαρτωλούς, οι οποίοι επιστρέφουν στο πατρικό τους σπίτι.


Η αγάπη όμως δεν είναι μονόπλευρη. Ζητεί απάντηση από τον αγαπώντα. Και η φυσικότερη απάντησις δεν ημπορεί να είναι άλλη παρά μόνον η αγάπη. Εάν η Κυριακή του Ασώτου μας επρόβαλε την άπειρη αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους, η τρίτη αυτή Κυριακή, της Μελλούσης Κρίσεως, μας παρακινεί να στοχασθούμε την απάντηση που θα δώσουμε απέναντι της θείας αγάπης.


Η αγάπη προς τον Θεό είναι ιερότατο καθήκον του ανθρώπου. Δεν αγαπούν άραγε τα παιδιά τους γονείς τους; Και τα ζώα και τ’ άγρια θηρία δεν αγαπούν τους ευεργέτες τους; Πώς λοιπόν να μην αγαπήσει ο άνθρωπος τον Θεό, τον ποιητή και χορηγό παντός αγαθού; «Η αγάπη του Θεού είναι η φυσικότερη κίνησις της καρδιάς του ανθρώπου. Πρέπει να σε εξαναγκάσουν, να σε πιέσουν, να σε βασανίσουν για να μην αγαπάς τον Θεό» (Reguy).


Γι’ αυτό, από την Παλαιά Διαθήκη ακόμη, η αγάπη του Θεού εκφράζεται στην αρχή του Δεκαλόγου είναι η μεγαλύτερη εντολή στην οποία περιέχεται όλος ο Νόμος και οι Προφήτες. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου» (Ματθ. 22, 37). Ενώ ο Σωτήρ Ιησούς Χριστός μας διαβεβαιώνει ότι καμία άλλη εντολή δεν είναι ανώτερη από την εντολή της αγάπης.


Άλλ’ όμως πώς εναρμονίζεται η ελευθερία με την εντολή; Ο Θεός εδημιούργησε ελεύθερη την ύπαρξη του ανθρώπου. Αυτή η ελευθερία του είναι ο στέφανος της αξιοπρέπειάς του και ο Θεός δεν εννοεί να καταφρονήσει αυτή την ελευθερία.


Στο άγιο Ευαγγέλιο διαβάζουμε ότι ο Σωτήρ δεν διατάζει, αλλά προσκαλεί: «Eἰ θέλεις εἰσελθεῖν…», «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…». Και πάλι σ’ άλλο μέρος λέγει ο Κύριος καθαρά: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ιωάν. 14, 15), θέλοντας έτσι να μας δείξει ότι η εκπλήρωσις των εντολών είναι αλάνθαστη απόδειξις της αγάπης του Θεού.


Τί είναι λοιπόν οι εντολές του Θεού και ποιος ο σκοπός τους;


Η εκπλήρωσις των εντολών κρύβει ένα βαθύ πνευματικό μυστήριο. Ο Θεός έδωσε εξουσία, δηλαδή δύναμη, σ’ αυτούς που πιστεύουν στο όνομά Του να γίνουν υιοί του Θεού (Ιωάν. 1, 12). Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες λέγουν «ότι ο Θεός είναι ουσία των αρετών». Κατά το μέτρο που ο άνθρωπος εφαρμόζει τις εντολές, κατά το ίδιο μέτρο χορηγείται η πνευματική χάρις σ’ αυτόν. Όσο είναι αγαθό το έργο που θα κάνει ο άνθρωπος, άλλο τόσο εκδηλώνεται και ζωογονείται μέσα του η θεία χάρις, που εν σπέρματι ευρίσκεται μέσα του. Έτσι, σταδιακά, γίνεται όμοιος με τον Θεό, υιός του Θεού και κληρονόμος της αιωνίου βασιλείας Του.


Ο Θεός δεν πειθαναγκάζει τον άνθρωπο και, ακόμη περισσότερο, δεν τον διατάζει, για να Τον αγαπήσει. Αλλά ο άνθρωπος, όταν τηρεί τις εντολές Του, δηλαδή αγαπά τον Θεό, κληρονομεί την επουράνια βασιλεία Του. Κι επειδή ο Θεός, χάριν του ανθρώπου, ετοίμασε την βασιλεία Του από καταβολής κόσμου και επιθυμεί όλοι να την αποκτήσουν, προτρέπει ως εξής: «Γίνεσθε τέλειοι», «γίνεσθε άγιοι», «γίνεσθε οικτίρμονες».


Η εφαρμογή των εντολών, λοιπόν, δεν είναι υποχρεωτικό έργο απέναντι του Θεού, όπως συμβαίνει με τις ανθρώπινες διαταγές, αλλά είναι καθήκον απέναντι του ιδίου του εαυτού μας, και είναι το βασικότερο θεμέλιο για την ζωή μας.


Υπάρχουν όμως άνθρωποι, που μη μπορώντας να το καταλάβουν αυτό, βλέπουν τις εντολές -την αγάπη προς τον Θεό- ως ένα δυσβάστακτο φορτίο, το οποίο δεν είναι για τον εαυτό τους, αλλά για τους άλλους. Έτσι καταλήγουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ότι ημπορούν να κάνουν μία αμαρτωλή ζωή, ξένη προς τον Θεό, και συγχρόνως πιστεύουν ότι ημπορούν να χαίρονται, χωρίς να έχουν κοπιάσει, τις πνευματικές απολαύσεις, που προσφέρει αυτή η ζωή κοντά στον Χριστό.


«Μην ασχολείσαι με την μετάνοια, τον συμβουλεύει ο πονηρός εχθρός. Έχεις ακόμη αρκετό καιρό μέχρι του θανάτου σου. Δεν γνωρίζεις ότι ο Θεός είναι μακρόθυμος και πολυέλεος;». Και υπακούει ο άνθρωπος επιπόλαια στους πονηρούς αυτούς ψιθυρισμούς, απομακρύνεται δια της αμαρτίας από τον θείο οίκο. Κάνει μία τυπική χριστιανική ζωή, παρηγορούμενος με την ψευδαίσθηση ότι ο Θεός θα τον συγχωρήσει με το άπειρο έλεός Του, καθώς εσυγχώρησε τον Άσωτο Υιό, την πόρνη και τον ληστή. Διότι μόνο για τους αμαρτωλούς και όχι για τους δικαίους ήλθε στον κόσμο ο Χριστός!


Φοβερή είναι αυτή η απάτη! Εάν η απελπισία, που προέρχεται από την απιστία στην αγαθότητα του Θεού, είναι μεγάλος κίνδυνος για την σωτηρία, η αδιάκριτη εμπιστοσύνη στο θείον έλεος είναι περισσότερο επικίνδυνη και επισφαλής. Με την απελπισία ο άνθρωπος αποκόπτεται μόνος του από κάθε ελπίδα σωτηρίας και δικαιώσεώς του. Με την αδιάκριτη πεποίθηση στο θείο έλεος δεν θέλει να εργασθεί το αγαθόν και να μετανοήσει με ελεύθερη γνώμη και με την θέλησή του. Και οι δύο περιπτώσεις είναι βαριές αμαρτίες κατά του Αγίου Πνεύματος και οδηγούν στην αιώνια κόλαση.


Η Κυριακή της Μελλούσης Κρίσεως σ’ αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο μας εφιστά την προσοχή. Ναι, ο Θεός είναι υπεράγαθος, πολυεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, αλλά συγχρόνως είναι και απειροδίκαιος. «Ἐλεήμων καὶ δίκαιος (εἶναι) ὁ Κύριος», μας λέγει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. 114, 5) και «τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔσται πέρας». Κατά την διάρκεια της επιγείου ζωής μας, βλέπουμε περισσότερο το αδιάστατο πέλαγος του ελέους Του, αλλά θα έλθει η ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως, όπου ο Θεός θα φανερωθεί με το φως της δικαιοσύνης Του. «Πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ», λέγει ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ. 14, 10). Τότε ο Θεός θα κρίνει τον κόσμο με δικαιοσύνη, και όλα τα έθνη, χωρίς προσωποληψία.


Αλλά τι είναι η θεία δικαιοσύνη;




Στα τροπάρια του όρθρου αυτής της Κυριακής ακούμε: «Ὅταν τίθενται θρόνοι καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται καὶ τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους δημοσιεύωνται… Τί ποιήσωμεν τότε οἱ ἐν πολλαῖς ὑπεύθυνοι ἁμαρτίαις; Τίς ὑποστήσεται τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἀπόφασιν… Ὤ ποία ὥρα τότε καὶ ἡμέρα φοβερά!…»


Αλλά για ποια βιβλία εδώ γίνεται λόγος; Υπάρχει κάποιος που γράφει το κάθε τι που κάνει εδώ ο άνθρωπος; Ναι, αλήθεια, υπάρχουν βιβλία και συγγραφείς και τίποτε δεν παραμένει άγραφο. Εδώ πρέπει ν’ αναφέρουμε κάτι πολύ θαυμαστό.


Οι άνθρωποι της γνώσεως, προσπαθώντας με κάθε τρόπο ν’ αποκαλύψουν τα μυστήρια της ανθρωπίνης ζωής, συνεπέραναν ότι κάθε τι που κάνει ο άνθρωπος, δηλαδή αυτό που λέγει ή σκέπτεται, αφήνει ένα ίχνος, το οποίο γράφεται στο βάθος της υπάρξεώς μας, σαν σ’ ένα βιβλίο. Έτσι λοιπόν εμείς οι ίδιοι είμεθα το βιβλίο και ακόμη εμείς οι ίδιοι το γράφουμε. Μεγάλο μυστήριο κρύβεται εδώ!


Κατά την φοβερή κρίση θ’ ανοιχθεί αυτό το βιβλίο· δηλαδή όσα μυστικά γράφθηκαν μέσα μας και είναι άγνωστα στους άλλους, θ’ αποκαλυφθούν. Τα καλά και κακά μας έργα θα τα γνωρίσει όλος ο κόσμος. Τότε οι πληγές των Μαρτύρων θα λάμψουν σαν μαργαριτάρια, οι ασκήσεις και τα έργα των δικαίων και οσίων «ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. 13, 43), καθώς μας επιβεβαιώνει ο Ιησούς Χριστός. Ενώ οι μορφές των αμαρτωλών θα είναι δύσμορφες και παραλλαγμένες από τις αμαρτίες και τα πάθη που διέπραξαν στην ζωή τους. Ποιος θα ημπορέση να υπομείνει αυτή την απερίγραπτη εντροπή;


Ιδού η θεία δικαιοσύνη! «Σε έπλασα, σε ετίμησα και σε επροίκισα με πλήρη ελευθερία, την οποία ούτε εγώ δεν ετόλμησα να παραβιάσω. Σου έδωσα την δύναμη να γίνεις όμοιος με Μένα κατά χάριν. Ιδού λοιπόν, τώρα απόλαυε αυτό που εσύ μόνος σου εδιάλεξες!».


Κάθε τι που πράττει ο άνθρωπος με την ελεύθερη θέλησή του, τον πλησιάζει ή τον απομακρύνει από τον Θεό. Ο άνθρωπος σχεδιάζει μόνος του τη μορφή του μ’ αυτό το οποίο γράφει στο βιβλίο της ζωής του, και μ’ αυτή την μορφή θα παρουσιασθεί στην Κρίση. Όταν ο άνθρωπος αντικρίσει την θεία εικόνα, την οποία έπρεπε να μιμηθεί και να επιτύχει στην ζωή του με τις χορηγούμενες δωρεές του Θεού, αλλά και την απαίσια μορφή που έφτιαξε μόνος του στην ζωή του, θα αντιληφθεί ποιος μισθός του αξίζει. Ω, ποία ώρα θα έλθει τότε! Η κρίσις είναι ο μισθός των έργων που εκάναμε στην ανθρώπινη ζωή μας και συγχρόνως η αιωνία επισφράγισις αυτού του αγώνος. Ιδού λοιπόν η θεία δικαιοσύνη! Ο Θεός δεν ημπορεί να αλλάξει αυτό που μας αρέσει. Γι’ αυτό λέγει κάποιος ότι ο πόνος του Θεού θα είναι μεγάλος, όταν θα βλέπει τα παιδιά Του, για τα οποία θυσιάστηκε και τους ετοίμασε την βασιλεία Του από καταβολής κόσμου, να προτιμούν την αιώνια καταδίκη και το πυρ, που ετοιμάσθηκαν για τον διάβολο και τους αγγέλους του.


Γι’ αυτό η ανάμνησις της φοβεράς Κρίσεως είναι συγχρόνως μία γραπτή προτροπή για ν’ αποφύγουμε την αδιαφορία για την σωτηρία μας. Ας μην αυταπατώμεθα με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι ο Θεός θα μας συγχωρήσει, επειδή είναι αγαθός και πολυέλεος. Η αγαθότης Του δεν μπορεί να γίνει αιτία αμαρτίας. Αυτός συγχωρεί με το άπειρο έλεός Του, αλλά δεν καταφρονεί την αξιοπρέπεια της ανθρωπίνης ελευθερίας και την συμβολή της στην σωτηρία. Την αμαρτία την γράφει στο βιβλίο του μόνος του ο άνθρωπος και μόνο αυτός μπορεί να την σβήσει και κανείς άλλος, ούτε ακόμη ο ίδιος ο Θεός, εάν δεν θέλει ο άνθρωπος. Το σπουδαιότερο λοιπόν έργο στην ζωή μας είναι να σβήσουμε από το βιβλίο την οποιαδήποτε αμαρτία με την ειλικρινή μετάνοια, την αποχή από το κακό, την καθαρή εξομολόγηση, την επιτέλεση του κανόνος μας με προσευχή και δάκρυα. Και για κάθε αμαρτία μας να ερωτούμε με ανησυχία και φόβο: Άραγε εξαλείφθηκε αυτή από το βιβλίο; Και, αφού τις καθαρίσουμε, να γράψουμε εκεί τα καλά έργα με την εκπλήρωση των εντολών του Θεού, διότι αυτές μας στολίζουν και μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Όλα τα καλά έργα είναι αγωνίσματα μεγάλης τιμής, με τα οποία ευφραινόμεθα στους αιώνες των αιώνων. «Όσο μεγαλώνεις τις πτέρυγές σου, λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, τόσο ευκολότερα θα ημπορέσεις να πετάξεις προς τα ουράνια. Όσο καθαρίσθηκε ο νους σου εδώ, τόσο καλύτερα θα βλέπεις εκεί την δόξα του Θεού. Και με το μέτρο που Τον αγάπησες εδώ, με το ίδιο μέτρο θα ευφρανθείς από την αγάπη Του».


Η δεύτερη εκδήλωσις αγάπης μας προς τον Θεό γίνεται δια της αγάπης μας προς τον πλησίον, από την οποία πάλι εξαρτάται η θέσις μας στην μέλλουσα Κρίση. Εικόνα αυτής της αγάπης μας αποκαλύπτει κατά διαυγέστατο τρόπο ο Σωτήρ, όταν μας λέγει: «Oὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλʾ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιωάν. 3, 16). «Aὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Iωάν. 15, 12). και ακόμη: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιωάν. 13, 35). Και: «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν. Ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἐώρακε, τὸν Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ιωάν. 4, 20), και «Ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ» (Α΄ Ιωάν. 4, 21).


Η επιμονή του Σωτήρος στην εντολή της αγάπης έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν αποκαλυφθούν τα πάντα την ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως. Τότε ολόκληρη η ανθρωπότης θα χωρισθεί στα δύο με κριτήριο την εντολή εκπληρώσεως της αγάπης προς τον πλησίον.


Θ’ ακούσουμε με φόβο την απόφαση του Δικαίου Κριτού, ο οποίος θα ειπεί στους εκ δεξιών Του: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με… Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με… Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε…» (Ματθ. 25, 34-45).


Θα είναι μεγάλο λάθος να εννοούμε μ’ αυτά τα λόγια του Κυρίου, ότι η αγάπη προς τον πλησίον αναφέρεται μόνο στην υλική ελεημοσύνη. Η ελεημοσύνη είναι το ορατό σημείο της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον και, όποιος την έχει, εκπληρώνει ολόκληρη την αρετή. Μαζί με την ελεημοσύνη δηλ. έχει και τις άλλες αρετές. Και πάλι σφάλλουμε εάν, βλέποντας πόσο τιμά ο Κύριος την ελεημοσύνη, νομίσουμε ότι όλα τα άλλα αγαθά έργα, όπως: το μαρτύριο, η προσευχή, οι ασκητικοί κόποι, θα καταφρονηθούν. Όλα θα δοξασθούν και θα αμειφθούν, δηλαδή, όλα τα έργα και οι λογισμοί. Αλλά και στον έπαινο που γίνεται από τον Θεό για το πιο μικρό έργο, κρύβεται μυστικά η μεγάλη χορήγησις της θείας χάριτος και της αγάπης Του. Αυτό μάς δείχνει την μεγάλη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να σωθεί, ώστε να μην υπάρχει κανείς που να λέγει ότι δεν ημπορεί να σωθεί. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζει ο άνθρωπος ότι ημπορεί να τελειωθεί με τα έργα της ελεημοσύνης. Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα μεγάλο δώρο του Θεού. Βέβαια είναι σύντομη, αλλά μ’ αυτή ημπορούμε να κερδίσουμε την αιώνια ζωή. Ο κόπος είναι ολίγος, αλλά αιωνία η ανάπαυσις, λέγουν οι άγιοι Πατέρες. Κάθε καλό που κάνουμε τώρα, θα μας ακολουθήσει μετά τον θάνατό μας και θα μας χαρίσει την αιωνιότητα.


Γι’ αυτό η ενθύμησις της φοβεράς Κρίσεως είναι πηγή μεγάλης πνευματικής δυνάμεως. Μας αποβάλλει την ακηδία και μας παροτρύνει σ’ όλα τα καλά έργα. Ο άγιος Μακάριος ο Μέγας, λέγεται ότι ήτο πολύ αδύνατος, και ξηρός σαν το σύκο.


– Γιατί, πάτερ, τον ερώτησε ένας αδελφός, είσαι πάντοτε αδύνατος, και όταν νηστεύεις και όταν τρώγεις;


-Η τσιμπίδα, του απήντησε ο Άγιος, με την οποία τακτοποιούμε τα ξύλα στην φωτιά, είναι πάντοτε μαυρισμένη και καμένη. Έτσι ακριβώς κατατρώγουν το σώμα και οι λογισμοί περί της Μελλούσης Κρίσεως.


Η μνημόνευσις των νεκρών κατά το λεγόμενο Ψυχοσάββατο, προ της Κυριακής της Μελλούσης Κρίσεως, είναι μία ευκαιρία ν’ αρχίσουμε τα αγαθά έργα και να εκδηλώσουμε την αγάπη που έχει ο Θεός προς τους κοιμηθέντας.


Αλλά η μνημόνευσις των νεκρών είναι ταυτόχρονα και μία προτροπή για να στοχαζώμεθα τον θάνατο. Αυτό τον στοχασμό οι άγιοι Πατέρες θεωρούν σαν την υψηλότερη φιλοσοφία και τροφό της ταπεινώσεως, της προσευχής και της μετανοίας. Οι σκέψεις γύρω από τις ματαιότητες της ανθρωπίνης ζωής, για το εφήμερο του βίου, για την φθορά των πάντων, μας ξυπνούν από την αναισθησία, μας οδηγούν στην διόρθωση και την μετάνοια. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μας προτρέπει λέγοντας: «Να σκέπτεσαι πάντοτε τα έσχατα της ζωής σου και δεν θ’ αμαρτήσεις στον αιώνα». Όποιος θέλει να λυτρωθεί από τον αιώνιο θάνατο, να έχει πάντοτε μπροστά του την μνήμη του θανάτου. Διότι, όπως το ψωμί είναι το αναγκαιότερο απ’ όλα τα τρόφιμα, έτσι και η μνήμη του θανάτου προηγείται απ’ όλα τα άλλα πνευματικά έργα. Ο ιερός Αυγουστίνος λέγει: «Ας γίνει ο θάνατος στην ζωή σου ιατρός», θέλοντας μ’ αυτό τον λόγο του να τονίσει ότι η φιλοσοφία του θανάτου προκαλεί την θεραπεία όλων των παθών. «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον!». «Οἴμοι μέλαινα ψυχή, ἕως πότε τῶν κακῶν οὐκ ἐκκόπτεις; Τί οὐκ ἐνθυμῇ τὴν φοβεραν ὥραν τοῦ θανάτου; Τί οὐ τρέμεις ὅλη τὸ φρικτόν βῆμα τοῦ Σωτῆρος; Ἆρα τί ἀπολογήσῃ;…».


Ενθυμήθηκα την ώρα εκείνη του Κριτού, μονολογεί ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, και εφοβήθην. Εσκέφθην την φοβερά εκείνη Κρίση και ετρόμαξα. Ανελογίσθην την ευφροσύνη του παραδείσου και εστέναξα. Με κατέλαβε το πένθος και έκλαυσα μέχρις εξουδενώσεως των πνευματικών μου δυνάμεων… «Υποσχέθηκες με το πλήθος των οικτιρμών Σου, Φιλάνθρωπε, Πανάγαθε Βασιλεύ, ότι δεν θα τοποθετήσεις στ’ αριστερά, με τα ερίφια, αυτούς που επένθησαν. Μη μου ειπείς τότε: δεν σε γνωρίζω! Αλλά με το άπειρο έλεός Σου, χάρισέ μου ακατάπαυστα δάκρυα, μαλάκωσε και ταπείνωσε την καρδιά μου και καθάρισέ την, για να γίνει οίκος της θείας σου χάριτος. Διότι, ιδού, είμαι αμαρτωλός και ανάξιος και δεν θα παύσω να κτυπώ την θύρα του ελέους Σου» (άγιος Εφραίμ ο Σύρος).


Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε, Οι Πύλες της Μετανοίας – Στοχασμοί στο Τριώδιο, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2003.

Στὴν ἀρχὴ τῆς νηστείας

 Στὴν ἀρχὴ τῆς νηστείας


Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω σήμερα καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θείας Λειτουργίας μᾶς εἰσάγει κάπως στὸ πνευματικὸ ἀγώνισμα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἐν μέρει ἀπὸ αὔριο μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κρέας. Τὴν ἄλλη Δευτέρα, ποὺ ὀνομάζεται Καθαρὰ Δευτέρα, ἀρχίζει πλέον ἡ καθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.


1. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου

Ἡ περικοπὴ εἶναι ἀπὸ τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: Στὴν Κόρινθο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε δημιουργηθεῖ διαφωνία ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὸ ἂν ἐπιτρέπεται νὰ τρῶνε ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ κρέατα τῶν θυσιαζόμενων ζώων σὲ εἰδωλολατρικὲς τελετές. Μὲ ἀφορμὴ τὴ διαμάχη αὐτὴ ὁ Ἀπόστολος τονίζει στοὺς Κορινθίους ὅτι δὲν πρέπει τὸ φαγητὸ νὰ γίνεται αἰτία νὰ διαταράσσονται οἱ σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀδελφούς μας. Δὲν εἶναι τὸ φαγητὸ ποὺ μᾶς παρουσιάζει εὐάρεστους στὸν Θεό, τοὺς γράφει. Διότι οὔτε ἐὰν φᾶμε προοδεύουμε στὴν ἀρετή, οὔτε ἐὰν δὲν φᾶμε ὑστεροῦμε σὲ αὐτήν. Προσέχετε ὅμως, μήπως τὸ δικαίωμα αὐτὸ ποὺ ἔχετε νὰ τρῶτε ἀπ᾿ ὅλα, ἀκόμη κι ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, γίνει αἰτία νὰ ἁμαρτήσουν οἱ ἀδελφοί σας ποὺ εἶναι ἀδύνατοι στὴν πίστη. Διότι, ἂν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς δεῖ ἐσένα, ποὺ ἔχεις ὀρθὴ γνώση, νὰ κάθεσαι στὸ τραπέζι κάποιου εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ, δὲν θὰ παρασυρθεῖ καὶ ἐκεῖνος, ὥστε νὰ τρώει τὰ εἰδωλόθυτα ὡς κάτι τὸ ἱερὸ κι εὐλογημένο;


«Καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾿ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν». Ἔτσι ἐξαιτίας σου θὰ χαθεῖ στὴν εἰδω­λολατρία ὁ ἀδελφός σου, ποὺ εἶναι ἀδύνατος πνευματικά, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ὁποίου ὅμως ὁ Χριστὸς θυσίασε τὴ ζωή του. Ἁμαρτάνοντας λοιπὸν στοὺς ἀδελφούς σας καὶ χτυπώντας σκληρὰ τὴ συν­είδησή τους, ἡ ὁποία εἶναι ἀσθενικὴ καὶ ἀδύνατη, τελικὰ ἁμαρτάνετε στὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος πέθανε γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀδελφοὺς αὐτούς: «Ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε».


Δύο φορὲς ὁ θεοκίνητος Ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι ὁ σκανδαλισμὸς τοῦ ἀδελφοῦ ἀναφέρεται τελικὰ στὸν Χριστό, θέ­λον­τας νὰ ὑπογραμμίσει μία μεγάλη ἀ­λή­θεια: ὅτι γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο θυσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ παντοδύναμος καὶ ἄπειρος Θεός, ὁ Βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ πέθανε ὡς κακοῦργος, προκειμένου νὰ σώσει τὸν κάθε ἁμαρτωλό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναδεικνύει τὴν πολὺ μεγάλη ἀξία ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος· ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἴτε εἶναι ἐνάρετος εἴτε εἶναι ἁμαρτωλός, εἴτε μορφωμένος εἴτε ἀγράμματος. Ὁ κάθε συνάνθρωπός μας ἔχει λοιπὸν μεγάλη ἀξία· ἄπειρη ἀξία, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸν ἐξαγοράσει, πρόσφερε τὸ ἀτίμητο Αἷμα του.


2. Θυσιαστικὴ ἡ ἀγάπη μας


Ὡς συμπέρασμα τῶν ὅσων ἀνέφερε προ­ηγουμένως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καταλήγει στὴ συνέχεια στὸ κριτήριο ἐκεῖνο, στὸν κανόνα ποὺ θὰ πρέπει νὰ καθορίζει τὶς πράξεις μας. Τὸ κριτήριο αὐτὸ εἶναι ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Ἂν αὐτὸ ποὺ τρώω γίνεται αἰτία σκανδάλου καὶ ἁμαρτίας στὸν ἀδελφό μου, ἂς θυσιάσω κάθε δικαίωμά μου: «Οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω». Ἂς μὴ φάω ποτὲ κρέας, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσω τὸν ἀδελφό μου.


Φέρνει μάλιστα ὡς παράδειγμα τὸν ἑαυτό του γράφοντας: Δὲν εἶμαι Ἀπόστολος; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος ὅπως ὅλοι; Δὲν εἶδα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό; Κι ἐσεῖς δὲν εἶσθε τὸ ἔργο ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου ἐπιτέλεσα; Ἐὰν γιὰ τοὺς ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος, τουλάχιστον ὅμως γιὰ ἐσᾶς εἶμαι. Διότι ἡ σφραγίδα, μὲ τὴν ὁποία πιστοποιεῖται τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, εἶσθε ἐσεῖς, τοὺς ὁποίους ἐγὼ ὁδήγησα στὸν Χριστό.


Ὁ θεῖος Ἀπόστολος ποὺ μὲ διάθεση αὐτοθυσίας ποίμανε τοὺς πιστοὺς τῆς Κορίνθου καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸν Χριστό, μᾶς προτρέπει ἀνάλογο θυσιαστικὸ φρό­νημα νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς ἀπέναντι στοὺς ἄλλους. Αὐτὸ νὰ εἶναι τὸ κίνητρο τῶν πράξεών μας: ἡ ἀγάπη· καὶ μάλιστα ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Ὅποιος ἔχει θυσιαστικὴ ἀγάπη, περιφρονεῖ τὶς προτιμήσεις του, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ θελήματά του, βάζει στὸ περιθώριο τὰ δικαιώματά του, ξεχνᾶ τὸν ἑαυτό του καὶ θυσιάζεται προκειμένου νὰ βοηθήσει, νὰ χαροποιήσει, νὰ ξεκουράσει, νὰ ἀναπαύσει καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸν συνάνθρωπό του.


Ἂς μὴ διστάζουμε λοιπὸν νὰ θυσιάζουμε τὰ δικαιώματά μας στὸν βωμὸ τῆς ἀγάπης. Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θυσιάσθηκε γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὸν κάθε συνάνθρωπό μας, ὅπως ἀναφέραμε νωρίτερα, ἀξίζει κι ἐμεῖς νὰ προβαίνουμε σὲ κάθε θυσία γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα γιὰ τὴ σωτηρία τους.

Όσιος Τίτος ο Πρεσβύτερος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου

 Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η ιερατική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.


Τότε ζούσε στη Λαύρα και ένας διάκονος, που ονομαζόταν Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφθασαν τώρα να μην θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θυμίαζε ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει.


Έχοντας βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου που λέγει: «Εάν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίων σου, άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και τότε αφού έλθεις πρόσφερε το δώρο σου».


Κάποτε ο Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχα μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά να κλαίει και να θρηνεί για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν τον Ευάγριο, για να συγχωρεθούν. Εκείνος όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλά άρχισε να τον καταριέται. Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν διά της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις τον είδε ο Όσιος Τίτος ανασηκώθηκε με δυσκολία και τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί του ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τον λόγο του και έπεσε κάτω! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και την θαυματουργική ίαση του Αγίου.


Ο Όσιος Τίτος, μετά την συγκλονιστική αυτή εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε ειρηνικά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν το έτος 1190 μ.Χ.

Όσιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλυν

 Ο Όσιος Ραφαήλ γεννήθηκε στη Συρία το έτος 1860 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ Χαβαβίνυ και τη Μάριαμ, θυγατέρα του ιερέως της Δαμασκού. Την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων του 1861 μ.Χ. βαπτίσθηκε και ονομάσθηκε Ραφαήλ.


Σπούδασε στη θεολογική σχολή της Χάλκης και χειροτονήθηκε διάκονος στις 8 Δεκεμβρίου του 1885 μ.Χ. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη θεολογική ακαδημία του Κιέβου. Με την ευλογία του Πατριάρχη Αντιοχείας Σίλβεστρο, διευθυντή της ακαδημίας και ένα μήνα αργότερα έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο. Ως πρεσβύτερος πλέον ανέλαβε καθήκοντα εξάρχου του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη Ρωσία.


Ο ιεραποστολικός ζήλος οδήγησε τα βήματά του στην Αμερική. Έφθασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Νοεμβρίου 1895 μ.Χ. και ανέλαβε ως βοηθός του Επισκόπου Νικολάου. Ανέλαβε σημαντικό ιεραποστολικό έργο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεολογικών βιβλίων καθώς και με την ανέγερση νέων ναών.


Το έτος 1903 μ.Χ. η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον εξέλεξε Επίσκοπο Μπρούκλυν και του ανέθεσε το ιεραποστολικό έργο στη Βόρειο Αμερική.


Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1915 μ.Χ.

Όσιος Τίτος ο στρατιώτης

 Ο Όσιος Τίτος πριν γίνει μοναχός ήταν στρατιώτης. Κάποτε, εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού, ασθένησε βαριά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον στρατό και να εγκαταβιώσει στα Σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Εκεί, αφού πέρασε την υπόλοιπη ζωή με προσευχές και μετάνoιες κοιμήθηκε με ειρήνη περί τον 11ο αιώνα μ.Χ. Η μνήμη του Οσίου Τίτου επαναλαμβάνετε στις 27 Ιανουαρίου.

Άγιος Λέανδρος Επίσκοπος Σεβίλλης

Ο Άγιος Λέανδρος, Επίσκοπος Σεβίλλης της Ισπανίας, διδάσκαλος της Εκκλησίας και φωτιστής των Ισπανών, έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν από βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, που βασίλευε στην Σεβίλλη, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Βησιγότθων.


Πολύ νωρίς ακολούθησε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε για την μόρφωση και τις αρετές του. Γι' αυτούς τους λόγους η Εκκλησία τον κατέστησε Επίσκοπο το έτος 579 μ.Χ. Ίδρυσε θεολογική σχολή με σκοπό τη διάδοση της Ορθοδοξίας, αλλά και την καλλιέργεια των επιστημών και των τεχνών γενικά, μέσα στο λαό του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου. Οι δυο βασιλόπαιδες Χερμενεγκίλντ και Ρεκαρέντ, ανεψιοί του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν μεταξύ των μαθητών του Αγίου Λεάνδρου. Ο Χερμενεγκίλντ ανατράφηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Η πίστη του στην Εκκλησία δυναμώθηκε πιο πολύ χάρη στην ευσεβή σύζυγό του Ίνγκαρντ, θυγατέρα του βασιλέως των Φράγκων Σιγεβέρτου.


Όταν ο πατέρας του, μεταφέροντας την πρωτεύουσά του στο Τολέδο, του όρισε για διαμονή του τη Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμός κατά των Ορθοδόξων. Ο αιρετικός Λέβεγκίλντ ήλθε σε σύγκρουση με τον Ορθόδοξο γιο του Χερμενεγκίλντ. Ήταν τέτοια η ένταση του διωγμού και της μανίας των αιρετικών, που όπως γράφεται δεν έβλεπε κανείς πουθενά ελεύθερο άνθρωπο και η ίδια η γη έχασε την παλαιά της γονιμότητα. Ο αιρετικός βασιλέας πολιόρκησε την Σεβίλλη και έκλεισε σε σκοτεινή φυλακή τον υιό του, όπου και τον στραγγάλισε την ημέρα του Πάσχα του 586 μ.Χ.


Την εποχή αυτή, λίγο πριν εξορισθεί και αυτός μαζί με άλλους ομολογητές της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Λέανδρος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκεί γνώρισε τον Άγιο Γρηγόριο τον Μέγα, τον Διάλογο, και συνδέθηκε μαζί του με δυνατή φιλία. Όταν ο διωγμός κατά των Ορθοδόξων έφθασε στα άκρα, ο βασιλιάς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρο ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον Άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και, αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει το διάδοχό του Ρεκαρέντ προς την αληθινή Ορθόδοξη πίστη. Ο νέος βασιλέας, υπάκουος στον παλαιό διδάσκαλό του, μεταστράφηκε και ανέλαβε αμέσως να συγκαλέσει την Τρίτη εν Τολέδω Σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και ανακοίνωσε ότι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, ενωμένοι, επανέρχονται στην ενότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος αυτής της Συνόδου, αφιέρωσε πλέον την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο του παράδειγμα κατ' αρχήν, αλλά και με τα εμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ακόμη τον αδελφό του, Άγιο Ισίδωρο , να γίνει διάδοχός του στο θρόνο της Σεβίλλης και η δόξα της Εκκλησίας της Ισπανίας. Βοήθησε ακόμη την αδελφή του, Αγία Φλωρεντίνη, να γίνει ιδρύτρια και ηγουμένη σαράντα μονών με χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι' αυτήν μοναχικό τυπικό που από τότε καλείται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Οργάνωσε, επίσης, τη Θεία Λατρεία της Εκκλησίας της Ισπανίας, που λειτουργικά ονομάζεται «μοζαραβικῆ».


Ο Άγιος Επίσκοπος της Σεβίλλης, αφού υπέμεινε πολλές αντιξοότητες και δοκιμασίες, παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο το 600 ή 601 μ.Χ. (πιθανώς στις 13 Μαρτίου).