Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021
ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Μια μικρή ελληνοπούλα..
Αγαπητοί μου Φίλοι!
Αυτή η εικόνα της Παναγίας είναι η Πλατυτέρα, που βρίσκεται στην Αγιά- Σοφιά της Κωνσταντινούπολης! Δείτε ομορφιά!
Αξιώθηκα πέρσι και πήγα προσκυνήτρια στην πόλη και παρακάλεσα τον εκεί φωτογράφο να μου τραβήξει αυτή την φωτογραφία. Η Παναγιά μας, που δεν α…ναφέρεται στο νέο βιβλίο των Θρησκευτικών της Β΄ Γυμνασίου. Διδάσκεται όμως η ενότητα, ΄΄Ο Ιησούς στο Κοράνι΄΄! Άκουσον άκουσον!
Η Παναγιά μας, που τόσο πολύ πολεμάται και την βλασφημούν οι αντίχριστοι και αιρετικοί ότι δεν υπάρχει, εμείς θα ομολογούμε πάντοτε, «Συ υπάρχεις, Θεοτόκε, και Εσένα έχουμε μεσίτρια οι αμαρτωλοί προς τον Κύριον».
Και ποιος ξέρει τι άλλα χτυπήματα ενάντια της Ορθοδοξίας μας ετοιμάζουν, εμείς όμως δεν θα αφήσουμε την Πίστη των προγόνων μας, την Ορθοδοξία μας! Πάντοτε θα πιστεύουμε στον μόνο αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό μας, στην Παναγία μας και στους Αγίους μας.
Για όσους δεν έχετε πάει στην Κων/πολη δεν μπορείτε να φανταστείτε την ομορφιά αυτής της Πόλης των Πόλεων! Κατ’ αρχήν, δεν ένιωθα ξένο έδαφος, ένιωθα ότι πατάω σε πάτρια εδάφη. Ένιωθα δέος. Σαν στάθηκα στο πάρκο που βρίσκεται εμπρός στην Αγιά-Σοφιά και την αντίκριζα, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι βρισκόμουν εκεί, σ’ αυτό το μεγαλείο της Ρωμηοσύνης, που τόσους αιώνες στέκει εκεί.
Σαν μπήκαμε ύστερα μέσα στον ναό, αντίκρισα τόσες πολλές εικόνες ψηφιδωτών, μεγαλοπρεπέστατες! Θαύμασα! Γιατί νόμιζα πως δεν θα έβλεπα πολλές εικόνες επειδή οι Τούρκοι θα τις είχαν εξαφανίσει. Αλλά είναι αρκετές. Βγαίνουν τώρα ξανά. Πέφτουν οι σοβάδες που τις είχαν σοβατίσει οι Τούρκοι. Σε έναν από τους 4 αγγέλους έχει αποκαλυφθεί ολόκληρο το πρόσωπο, βγήκαν μεγάλοι σταυροί πάνω στους σοβάδες…
Κοντεύει η Ώρα, το φωνάζουν και οι πέτρες και τα μάρμαρα της Μεγάλης εκκλησιάς!
Βγαίνοντας, χτύπησα με το χέρι μου πάνω στην μαρμάρινη κολόνα της Αγια-Σοφιάς και της είπα: «Καλή λευτεριά σύντομα».
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την Κων/πολη. Όπως είναι όμως τώρα δεν είναι και τόσο ωραία γιατί είναι πολύ πυκνοκατοικημένη και μουσουλμανική και με πολλά τζαμιά. Δεν ήθελα όμως να φύγω από εκεί, το μυαλό μου και η καρδιά μου έχουν μείνει εκεί.
Η Πόλις η Επτάλοφος, που είναι χτισμένη σε επτά λόφους, η μισή είναι στην ευρωπαϊκή πλευρά και η άλλη στην ασιατική. Η μια άκρη από την άλλη απέχει 140 χλμ! Φανταστείτε τι τεράστια πόλη είναι! Ο όμορφος Βόσπορος που έχει πολλές ορθόδοξες παλιές εκκλησίες. Τα συνδυάζει όλα αυτή η Πόλη, θάλασσα, βουνά…
Αλλά οι κάτοικοι δεν της ταιριάζουν! Δεν της ταιριάζουν τα τζαμιά. Κάθε βήμα και τζαμί. Δεν της ταιριάζει να βγαίνει ο ιμάμης πολλάκις την ημέρα, από τα χαράματα ως το βράδυ και να φωνάζει τις μουσουλμανικές προσευχές. Είναι ψυχοπλακωτικό! Δεν τις ταιριάζουν οι κόκκινες τουρκικές σημαίες που είναι αναρτημένες παντού.
Αυτή η Πόλη ταιριάζει να είναι μοναχά Ορθόδοξη, Ελληνική και να κατοικείται από Ορθόδοξους Χριστιανούς! Της ταιριάζει μονάχα η μεγαλοπρέπεια της Ορθοδοξίας και η αρχοντιά της! Της ταιριάζει να ηχούν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών μας! Της ταιριάζει να κυματίζει μονάχα η Γαλανόλευκη σημαία με τον Τίμιο Σταυρό επάνω!
Το βράδυ στάθηκα στο παράθυρο του ξενοδοχείου μου και την αγνάντευα έτσι όπως ήταν, με τα φώτα αναμμένα και σκέφτηκα: «Η Πόλη βρίσκεται υπό κατοχή! Τόσα χρόνια σκλαβωμένη και λαβωμένη από τις πληγές των δυναστών της… Κι όμως, στέκεται αγέρωχη στους αιώνες προσμένοντας την Λευτεριά!»… Και σαν να άκουγα τους βαριούς αναστεναγμούς της και την βαριά ανάσα της να μου ψιθυρίζει:
«Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου! Ετοιμαστείτε ωρέ!»
Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει. Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν’ ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι
Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀνθίσει μ’ ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση – τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.
Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ – εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.
Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ’ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά
Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν’ ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν’ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀπό τό βιβλίο: Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδ. Ἀκρίτας
Ο χρόνος
Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια είναι ο χρόνος και ο άνθρωπος προσπάθησε να τον καταλάβει με πολλούς τρόπους.
Οι φιλόσοφοι, φιλοσοφικά
Οι μαθηματικοί, μαθηματικά
Οι ψυχολόγοι, ψυχολογικά και
Οι Άγιοι, αγιοπνευματικά.
Οι μόνοι όμως που έζησαν και ζουν βαθειά την έννοια του χρόνου είναι οι Άγιοι της Εκκλησίας.
Οι φιλόσοφοι, οι μαθηματικοί, οι ψυχολόγοι κ.α. μπορεί να είπαν σπουδαία πράγματα για το χρόνο, αλλά δεν μπορούν να συλλάβουν το βαθύτερο νόημά του.
Οι Άγιοι δεν κάνουν προσπάθεια για να κατανοήσουν το χρόνο, αλλά για να τον ζουν. Διότι τα μυστήρια βιώνονται και δεν ερμηνεύονται: «οὐ φέρει τό μυστήριο ἔρευναν». Οι Άγιοι και οι πιστοί ζώντας μέσα στην Εκκλησία βρίσκουν το μεγάλο μυστικό. Να ζουν το μυστήριο του χρόνου.
Πώς; Με το να τον υπερβαίνουν.
Ο πιστός, δια των Αγίων Μυστηρίων και της λειτουργικής ζωής, ζει πέρα από το χρόνο και με τη βίωσή του ζει την αιωνιότητα.
Έτσι: η Γέννηση του Χριστού, η Βάπτιση, η Σταύρωση, η Ανάσταση, για τον πιστό είναι γεγονότα που τα ζει κανείς ως παρόντα σε κάθε στιγμή. Κάποιες τομές μέσα στο ιστορικό χρόνο που τον αγκαλιάζει και τον κάνει αιωνιότητα.
Όλα όσα αφορούν τον Χριστό και την Εκκλησία έχουν ένα υπερχρονικό χαρακτήρα – ο Χριστός χθες και σήμερα είναι ο Ίδιος, αναλλοίωτος και υπερχρονικός.
Συνεπώς η χρονικότητα υπερβαίνεται με την αιωνιότητα, αρκεί να μπει μέσα στο χρόνο το στοιχείο της αιωνιότητας, ο Θεός.
Και ο Θεός είναι αγάπη.
Να ποιο είναι το μυστικό που μπορεί να μετατρέψει το χρόνο σε αιωνιότητα. Χωρίς την αγάπη, δεν υπάρχει Χριστός. Χωρίς αγάπη ο άνθρωπος είναι ξηρός, ένα νούμερο. Όποιος αγαπά είναι πάντα επίκαιρος, όπως ο Χριστός και οι Άγιοί του, διότι «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκλείπει».
Αιώνες τώρα ο Μέγας Βασίλειος, που εορτάζει στην αρχή του νέου έτους, είναι και μένει αιώνιος. Μας δίνει τις πιο αληθινές απαντήσεις σε όλα τα θέματα. Μας λέγει:
Θέλετε να είστε πάντα νέοι; Έχετε αγάπη.
Θέλετε να είστε ευτυχείς και να ζήσετε αιώνια; Αγαπάτε.
Αντί λοιπόν της συμβατικής ευχής «καλή χρονιά» η «χρόνια πολλά», ας ευχηθούμε εις εαυτούς και αλλήλους:
Ν' αγαπάμε βαθειά και αληθινά για να ζήσουμε αιώνια. Μόνο οι σχέσεις της αληθινής αγάπης μας περνάνε από την χρονικότητα στην αιωνιότητα.
(Αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη)
Χριστούγεννα - Φανέρωση της απείρου αγάπης του Θεού
Αρχιμανδρίτου Γεωργίου
Καθηγουμένου Ι.Μονής Οσίου Γρηγορίου
Τα Χριστούγεννα, που με την Χάρι του Θεού εορτάζουμε και φέτος, μας δίνουν την ευκαιρία να εμβαθύνουμε στο Μυστήριο της αγάπης του Θεού.
Πολλά και ανεκτίμητα είναι τα δώρα του Θεού σε μας. Το μεγαλύτερο όμως δώρο Του είναι η ενανθρώπηση του Μονογενούς Του Υιού, χωρίς την οποία θα είμεθα ακόμη απελπισμένοι αιχμάλωτοι του διαβόλου και του θανάτου.
Λέγει ο αγίος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Τι βάθος πλούτου και σοφίας και θείας φιλανθρωπίας! Έτσι γνωρίζει ο Θεός με την σοφία, τη δύναμη και την φιλανθρωπία Του τα ολισθήματα από την εκούσια παρεκτροπή μας να τα κατασκευάζει ασυγκρίτως προς το καλύτερο. Διότι αν ο Υιός του Θεού δεν κατέβαινε από τους ουρανούς, εμείς δεν θα είχαμε καμία ελπίδα να ανέβουμε στον ουρανό. Αν Αυτός δεν εσαρκώνετο, δεν έπασχε κατά σάρκα, δεν ανίστατο και ανελαμβάνετο για χάρι μας, δεν θα εγνωρίζαμε την υπερβολική αγάπη του Θεού προς εμάς» ( Ομιλ. ιστ’).
Τονίζει δε πάλιν ο άγιος Γρηγόριος ότι ο Χριστός εσαρκώθη «ίνα δείξη την του Θεού προς ημάς αγάπην».
Εμβαθύνοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο σοφός και απλανής αυτός διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, στις ευεργεσίες που προέκυψαν για τους ανθρώπους από την Σάρκωση του Χριστού και το απολυτρωτικό Του έργο, τονίζει ότι με αυτήν ο σακρωθείς Κύριος πρώτον μας ανεβάζει από το βαθύτατο χάος, στο οποίο είχαμε πέσει, και δεύτερον μας ανυψώνει σε θεϊκή δόξα. Μας ελευθερώνει δηλαδή από μία αδυσώπητη φυλακή και μας χαρίζει την θεώση..[…]
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι ακόμη και αυτές τις άγιες ημέρες δεν ερχόμεθα σε συναίσθηση της απείρου προς εμάς αγάπης του Θεού. Δεν την ζούμε σαν το πιο συγκλονιστικό γεγονός στη ζωή του κόσμου και στην δική μας ζωή. Δεν ανταποδίδουμε στον αγαπήσαντα ημάς Κύριο την δική μας αγάπη.
Είναι ίσως η μεγαλύτερη αποτυχία της ζωής μας ότι δεν νοιώθουμε την αγάπη του Θεού σε μας και δεν Του ανταποδίδουμε την δική μας αγάπη. Έτσι και η χριστιανική μας ζωή φυτοζωεί, δεν είναι μέθεξις Θεού ούτε ανάκριση του κτιστού μας είναι με τον άκτιστο Θεό.
Όταν ζούμε το μυστήριο της αγάπης του Θεού, μπορούμε κατά βάθος να χαιρώμεθα και στις πιο αντίξοες περιστάσεις της ζωής μας και να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο τον θάνατο με ελπίδα.
Οι άγιοι άνθρωποι όλων των αιώνων ένοιωσαν στο βάθος της υπάρξεώς τους πόσο τους αγαπά ο Θεός και αγάπησαν τον Θεό ολοκληρωτικά. Γι’ αυτό και υπέμειναν καρτερικά κάθε είδους πόνο, στέρηση, βάσανο, άσκηση και δοκιμασία για την αγάπη του Θεού.
Η προσευχή του Αποστόλου Παύλου για τους Εφεσίους είναι προσευχή όλων των Αγίων, ώστε όλοι οι Χριστιανοί να γνωρίσουν εν Χάριτι την αγάπη του Χριστού που υπερβάλλει κάθε ανθρώπινη γνώση: «Γι’ αυτόν τον λόγο γονατίζω προσευχόμενος προς τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού… να σας δώσει κατά τον πλούτο της δόξης Του, να ενισχυθείτε με δύναμη δια του Πνεύματός Του στον εσωτερικό σας άνθρωπο, να κατοικήσει ο Χριστός δια της πίστεως στις καρδιές σας, να είσθε ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη, για να μπορέσετε να καταλάβετε μαζί με όλους τους Αγίους ποιο είναι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, η οποία ξεπερνά την γνώση, για να καταστείτε πλήρεις με όλη την πληρότητα του Θεού» (βλ. Εφ. γ’ 14-19).
Μακάρι να αξιωθούμε και εμείς με την Χάρι του Σαρκωθέντος Κυρίου μας και με την ευκαιρία των αγίων εορτών της ενανθρωπήσεώς Του να γνωρίσουμε, νοιώσουμε και βιώσουμε την αγάπη του Χριστού, ώστε όλος ο Θεός να κατοικήσει μέσα μας.
Το πλήρωμα αυτό του Θεού είναι το μόνο πλήρωμα που μπορεί να πληρώσει (γεμίσει), ανάπαυση και ξεδιψάσει το απροσμέτρητο βάθος κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Από το βιβλίο του
Αρχιμανδρίτου Γεωργίου
Καθηγουμένου Ι.Μονής Οσίου Γρηγορίου
«Θεός Εφανερώθη εν σαρκί»
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος
Άγιος Μέιλογκ
Ο Άγιος Μέιλογκ ή Μελέκ ήταν ο πρώτος Ηγούμενος Χλούες, Επίσκοπος Πλουμέλεκ Γαλλίας και Αρχιεπίσκοπος Κέλτικα ή Γαλικίας βόρειας Ισπανίας.
Απόδοση της εορτής των Χριστουγέννων
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Αὐτόμελον. Ποίημα Ῥωμανοὺ τοῦ Μελῳδοῦ.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι· Μάγοι δὲ, μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Όσιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ο Χαλκιδεύς
Ο Όσιος Θεοφύλακτος γεννήθηκε στη Χαλκίδα και έζησε κατά τον 11ο αι. μ.Χ.
Ανεδείχθη Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Βουλγαρίας και υπήρξε σημαντικός εκκλησιαστικός συγγραφέας, που ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την ερμηνεία της Αγίας Γραφής.
Άγιος Γεώργιος ο Θαυματουργός ο λεγόμενος μαχαιρωμένος
Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι ένας Κύπριος Άγιος που σήμερα είναι άγνωστος στον περισσότερο κόσμο. Τον Άγιο αυτό τον αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικό του: «Εις τον Αχλίοντα ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος τοπικός και θαυματουργός».
Ο Καταλιόντας ήταν ένας μικρός οικισμός, ένα χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού Αναλιόντα. Η περιοχή υπάγεται διοικητικά στον Αναλιόντα. Στο μέσο περίπου του δρόμου που οδηγεί από το χωριό Αναλιόντας προς το χωριό Λυθροδόντας στην επαρχία Λευκωσίας, κοντά στον εγκαταλελειμένο οικισμό Καταλιόντα, υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Ο Κύπριος εθνολόγος και λαογράφος, Νέαρχος Κληρίδης, αναφέρει ότι στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, αλλά και τη Βυζαντινή περίοδο, το χωριό Αναλιόντας και η συγκεκριμένη εκκλησία ήταν ξακουστά για τα πολλά θαύματα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Η φήμη της εκκλησίας αυτής συνδέεται με τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου, η οποία για αρκετά χρόνια κοσμούσε την κύρια εκκλησία του χωριού Αναλιόντας, την Αγία Μαρίνα. Στις μέρες μας, η εικόνα του Αγίου φυλάσσεται στην Αρχιεπισκοπή.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι πολύ πιθανό να ήταν ασκητής της περιοχής, διότι δίπλα από την ερειπωμένη εκκλησία του, στα νοτιοανατολικά, δεσπόζει λόφος που στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν δύο σπηλιές, μια μικρή και μια μεγάλη, όπου πολύ πιθανόν ο Άγιος να ασκήτευσε σε μια από αυτές.
Η μνήμη του τέλος, αναφέρεται και στον Πατμιακό Κώδικα 266.
Άγιες Δέκα Παρθένες
Οι Άγιες Δέκα Παρθένες μαρτύρησαν στη Νικομήδεια (ίσως επί Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.), τότε που πλήθος χριστιανών μαρτύρησε σ' αυτή την πόλη). Αυτές λοιπόν, αφού τις έβγαλαν τα μάτια, κατόπιν έγδαραν το σώμα τους και έτσι παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Θεό.
Όσιος Γελάσιος
Ο Όσιος Γελάσιος ήταν Αβάς της ερήμου, του οποίου διήγημα περί κλοπής κάποιου βιβλίου βρίσκεται στον Ευεργετινό. Απεβίωσε ειρηνικά.
Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος
Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Ρώμη, από ευγενή οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία και τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ' αυτή τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της χριστιανικής αγάπης. Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ' αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε τη δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό. Με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. Αλλά ο θάνατός του, κίνησε τη μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε τη μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα. Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (945 μ.Χ.), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 - 976 μ.Χ.), ο Ρωμανός ο Γ' (1028 - 1034 μ.Χ.), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του αγίου Ζωτικού.
Οσία Μελάνη η Ρωμαία
Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021
Χριστούγεννα η Αποκάλυψη της μοναδικής Αλήθειας
Πρωτ. Άγγελος Αγγελακόπουλος
Πρό της ελεύσεως του Χριστού ήμασταν αμαρτωλοί. Καί ως αμαρτωλοί ήμασταν καταδικασμένοι. Η θέση μας μετά τόν θάνατο ήταν στήν κόλαση, τήν κατάσταση της αιωνίου αμεθεξίας του Θεού. Καί συνεπώς είχαμε ανάγκη σωτηρίας. Καί ποιός θά μπορούσε νά μας σώσει; Μόνο ο Θεός, στόν Οποίο έχουν αναφορά οι αμαρτίες μας. Ο Υιός καί Λόγος του Θεού Πατρός, τό δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, όταν ήλθε τό «πλήρωμα του χρόνου»[1], δηλ. όταν η ανθρώπινη φύση, αφού εκπλήρωσε κάθε είδος κακίας, χρειαζόταν ιατρεία[2], «έκλινεν ουρανούς καί κατέβη», ενηνθρώπησε, έγινε καί τέλειος άνθρωπος, προσέλαβε ολόκληρη τήν ανθρώπινη φύση, εκτός της αμαρτίας, τήν ένωσε στό Θεανδρικό πρόσωπό Του καί ήλθε στόν κόσμο όχι μόνο γιά νά μας σώσει, αλλά καί γιά νά μας θεώσει. Σύμφωνα μέ τόν Μ. Αθανάσιο «Αυτός γάρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»[3]. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, γιά γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά Χάριν. Αυτό τό γεγονός εορτάζουμε κατά τήν εορτή των Χριστουγέννων.
Πώς ήλθε ο Χριστός, αγαπητοί μου; Τόν καλέσαμε; Αλλά, εμείς οι εθνικοί πώς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, τήν στιγμή πού Τόν αγνοούσαμε; Ο εγωισμός καί η αμαρτία μάς είχαν σκοτίσει˙ είχαμε καταντήσει μωροί, ανόητοι˙ θεοποιήσαμε καί λατρεύσαμε τά κτίσματα καί τά πάθη μας, αντί γιά τόν Κτίστη. Πώς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, αφού θεωρούσαμε τήν αμαρτία απλώς σάν μιά αστοχία, σάν ένα μαθηματικό λάθος, καί όχι ως τήν οντολογική ρήξη μέ τόν Ίδιο τόν Θεό, καί συνεπώς δέν αισθανόμασταν τήν ανάγκη μετανοίας; Καί πάλι πώς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, αφού πολλοί δέν πιστεύαμε στήν ύπαρξη της ψυχής, σέ αιώνια ζωή καί σέ ανταπόδοση κατά τά έργα μας;
Ο Χριστός ήλθε στόν κόσμο χωρίς κλήση από τούς ανθρώπους, αλλά από δική Του πρωτοβουλία, αυτεπαγγέλτως. Δέν καλέσαμε εμείς τόν Θεό νά έλθει σ’εμάς, αλλά ο Θεός ήλθε καί μας κάλεσε νά πάμε πρός Αυτόν, όπως ωραιότατα λέει ο 18ος οίκος του Ακαθίστου Ύμνου˙ «Σώσαι θέλων τόν κόσμον ο των όλων κοσμήτωρ πρός τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε˙ καί Ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ημάς εφάνη καθ’ημάς άνθρωπος˙ ομοίω γάρ τό όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει˙ Αλληλούια».
Ο Χριστός ήλθε όχι μόνο αυτεπαγγέλτως, αλλά καί αυτοπροσώπως. Αυτοπροσώπως μας δημιούργησε καί αυτοπροσώπως ήλθε καί μας αναδημιούργησε. Ο Θεός Πατήρ δέν έστειλε αγγέλους, γιά νά τούς καταστήσει σωτήρες του κόσμου, αλλά έστειλε ένα απόγονο του Αβραάμ, τόν Χριστό. Ο Χριστός, όμως, δέν είναι απλώς άνθρωπος, αλλά ο Σωτήρ, ο Μεσσίας, ο Κύριος, στόν οποίο κατοικεί όλη η θεότητα, ο όλος Θεός. Ο Υιός της Παρθένου δέν είναι απλώς άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος.
Ο Θεός ανέλαβε αυτό τό έργο της αναδημιουργίας του φθαρτού κόσμου, διότι έχει πολλή, ανιδιοτελή, υπερβάλλουσα, τελεία αγάπη. «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν Υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ’έχη ζωήν αιώνιον»[4], λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Ο Θεός μάς δημιούργησε από αγάπη καί πάλι από αγάπη αυτεπαγγέλτως καί αυτοπροσώπως ήλθε νά μάς σώσει, διότι είχαμε διαφθαρεί καί βαδίζαμε στήν απώλεια, εξαιτίας του εγωισμού, της ανυπακοής καί της εχθρότητας πρός τόν Θεό. Ο Θεός αγάπησε ανθρώπους, πού δέν Τόν αγαπούσαν, αλλά Τόν εχθρεύονταν. Ο Θεός αγάπησε εχθρούς, πού ήξερε, ότι θά Τόν ανέβαζαν στόν Σταυρό καί θά Τόν πότιζαν όξος καί χολή. Ο Θεός αγάπησε καθάρματα! Κατά τόν ιερό Χρυσόστομο «ο Θεός επεθύμησε πόρνη. Πόρνη επεθύμησε ο Θεός; Ναί, πόρνη», εννοώντας τήν δική μας λερωμένη καί αμαυρωμένη ανθρώπινη φύση[5]. Όντως ακατάληπτη σέ μας τούς μικρόψυχους καί ιδιοτελείς η αγάπη του Θεού[6].
Γιά ποιόν άλλο λόγο ήλθε ο Χριστός στόν κόσμο; Γιά νά γνωρίσουμε τήν αλήθεια καί νά ελευθερωθούμε από τήν πλάνη. «Γνώσεσθε τήν αλήθεια καί η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»[7], μας λέει ο Ίδιος. Βέβαια, η αλήθεια δέν είναι μιά αφηρημένη καί απρόσωπη έννοια, αλλά βρίσκει τό τέλειο περιεχόμενό της στό θείο πρόσωπο του Χριστού. Η αλήθεια είναι ο Χριστός, όπως μάς απεκάλυψε ο Ίδιος˙ «Εγώ ειμί η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή»[8]. Η μοναδική αλήθεια, προσωπική μάλιστα, όχι αλήθεια ως έννοια, αλλά αλήθεια προσωποποιημένη, σέ πρόσωπο, είναι η χριστιανική αλήθεια, είναι ο Θεός των Χριστιανών, είναι η Αγία Τριάς, ο Πατήρ, ο Υιός καί τό Άγιον Πνεύμα. Ένα από τά πρόσωπα τό γνωρίσαμε στό πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Στό πρόσωπο του Χριστού μας φανερώθηκε ποιά είναι η πραγματική αλήθεια.
Αυτές τίς ημέρες ακούμε πολύ συχνά να πολύ όμορφο χριστουγεννιάτικο ύμνο˙ «Βηθλεέμ ετοιμάζου, ευτρεπιζέσθω η φάτνη, τό σπήλαιον δεχέσθω, η αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμε»[9]. Ετοιμάζου Βηθλεέμ˙ κι εσύ φάτνη˙ η αλήθεια ήλθε. Γεννιέται ο Χριστός, κατεβαίνει στή γη τό δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, γιά νά μάς παρουσιάσει προσωπικά τήν αλήθεια˙ «εγώ ειμί η αλήθεια». Ελάτε νά βιώσετε κοντά σ’ Εμένα τήν αλήθεια καί ν’αναπαυθείτε. «Η αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμε».
Ο άγιος και ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος αρχίζει τό Ευαγγέλιό του ως εξής : «Εν αρχή ην ο Λόγος καί ο Λόγος ην πρός τόν Θεόν καί Θεός ην ο Λόγος», «καί ο Λόγος σάρξ εγένετο»[10]. Νά, λοιπόν! Ο Λόγος του Θεού έγινε σάρκα στό πρόσωπο του Χριστού. Προσωπική πραγματικότητα.
Ο Χριστός, όταν ήλθε καί κήρυξε τό Ευαγγέλιο, δέν κήρυξε μία αλήθεια μερική, δέν είπε ότι «εγώ είμαι ένας από αυτούς, πού λένε τήν αλήθεια». Είπε˙ «Εγώ είμαι η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή»[11], αποκλειστικά. Ο Χριστός είναι τό πλήρωμα της αληθείας καί η Εκκλησία είναι τό πλήρωμα, ο στύλος της αληθείας, συνεχίζοντας τόν Χριστό.
Τήν περίοδο αυτή του ιερού Δωδεκαημέρου αναγινώσκουμε αυτή τή φοβερή περικοπή από τό Ευαγγέλιο, πού, όταν ο Χριστός άρχισε νά διδάσκει εκεί στήν Ιουδαία, λέει˙ «γη Ζαβουλών καί γη Νεφθαλείμ, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα καί τοις καθημένοις εν χώρα καί σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»[12]. «Εγώ είμαι τό φως του κόσμου»[13], είπε. Δέν υπάρχουν άλλα φώτα. Καί δέν τά λέει αυτά ένας δάσκαλος, άνθρωπος. Δέν τά λέει ο Μωάμεθ, ο Αλλάχ, ο Βούδδας, ο Κομφούκιος, ο Πάπας. Τά λέει ο ίδιος ο Θεός στό πρόσωπο του Χριστού. Αν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, τό δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τολμούμε νά αμφισβητήσουμε ότι αυτό πού λέει ο Χριστός «Εγώ είμαι η αλήθεια καί η οδός καί η ζωή»; Αποκλειστικά εγώ καί κανένας άλλος. Αυτό τό λέμε καί στό απολυτίκιο της Γεννήσεως˙ «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω τό φως τό της γνώσεως. Εν αυτή γάρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο σέ προσκυνείν τόν ήλιον της δικαιοσύνης». Η Γέννησή σου, Χριστέ, ανέτειλε στόν κόσμο τό φως. Δέν υπήρχε φως. «Η αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμεν». Πάει τό σκοτάδι. Ήλθε η αλήθεια. Γι’αυτό σέ κάθε Θεία Λειτουργία ψάλουμε : «Είδομεν τό φως τό αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον˙ εύρομεν πίστιν αληθή». Αλήθεια. «Αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες».
Οι ιεροί υμνογράφοι της εορτής των Χριστουγέννων, όσιος Κοσμάς ο ποιητής επίσκοπος Μαϊουμά καί όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αρκετά τροπάρια τά έγραψαν σέ χρόνο ενεστώτα καί χρησιμοποιούν συχνά τό χρονικό επίρρημα «σήμερον», όπως «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...», «Η Παρθένος σήμερον τόν υπερούσιον τίκτει...», «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου ο δρακί τήν πάσαν έχων κτίσιν», «Σήμερον τίκτει η Παρθένος τόν Ποιητήν του παντός...», «Σήμερον δέχεται η Βηθλεέμ τόν καθήμενον διά παντός σύν Πατρί. Σήμερον Άγγελοι τό Βρέφος τό τεχθέν θεοπρεπώς δοξολογούσι...» κ.ά. Δικαιολογημένα θά ρωτούσε κάποιος γιά ποιόν λόγο τό έκαναν αυτό, αφού τό ιστορικό γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού πραγματοποιήθηκε μία φορά πρίν από 2012 χρόνια καί κανονικά θά έπρεπε νά χρησιμοποιήσουν παρελθοντικό χρόνο. Τήν απάντηση μάς τή δίδει ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, τονίζοντας ότι οι ρήτορες συνηθίζουν νά προφέρουν τά περασμένα πράγματα σέ χρόνο ενεστώτα, γιά νά τά δείξουν ως παρόντα στά μάτια των ακροατών καί ακολούθως νά τούς κάνουν περισσότερο θεατές παρά ακροατές[14]. Ο χρόνος μέσα στήν Εκκλησία σχετικοποιείται, καταργείται καί όλα τά παρελθόντα γίνονται παρόντα, γιά νά μπορούν οι πιστοί νά τά βιώνουν, σά νά πραγματοποιούνται ακριβώς αυτή τή στιγμή. Τό χρονικό γίνεται άχρονο, αιώνιο καί αΐδιο. Καί όχι μόνο τά παρελθόντα γίνονται παρόντα, αλλά καί τά μέλλοντα. Παράξενο αυτό! Πώς γίνεται ένα μελλοντικό γεγονός, πού δέν τό γνωρίζουμε καί δέν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη, νά είναι παρόν; Είναι αυτή η κατάργηση καί σχετικοποίηση του χρόνου, πού αναφέραμε πιό πάνω. Στήν ευχή της Αναφοράς της Θείας Λειτουργίας ο λειτουργών ιερεύς λέγει : «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής καί πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας καί ενδόξου πάλιν παρουσίας». Θυμόμαστε, λέει, περασμένα γεγονότα, πού έχουν γίνει. Τήν Σταύρωση, τήν Ταφή, τήν Ανάσταση, τήν Ανάληψη. Μέχρι εδώ εντάξει. Αλλά, ας προσέξουμε τί λέει παρακάτω! Θυμόμαστε καί τήν Δευτέρα καί ένδοξη Παρουσία. Μά, είναι δυνατόν αυτό; Νά θυμόμαστε ένα μελλοντικό γεγονός, πού δέν έχει λάβει χώρα; Ένας φιλόλογος θά εξίστατο καί θά έλεγε ότι εδώ υπάρχει λάθος. Όμως, δέν είναι λάθος. Είναι ορθόν. Διότι, στήν Εκκλησία καί τήν Ορθόδοξη θεολογία τά γεγονότα όλα είναι παρόντα καί ο πιστός τά βιώνει εδώ καί τώρα. Καί γιατί ο πιστός δέν πρέπει νά κατανοεί τά πράγματα καί τά γεγονότα μόνο μέ τό μυαλό, μέ τή λογική, νοησιαρχικά, αλλά κυρίως ωφείλει νά μετέχει σ’αυτά καί νά τά βιώνει καρδιακώς.
Όντως, αγαπητοί μου, «μέγα τό της ευσεβείας μυστήριον», αναφωνεί ο Απόστολος των εθνών Παύλος, διότι «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί»[15]. Αυτό τό μέγα μυστήριο ας είναι η κύρια μελέτη καί τό εντρύφημά μας αυτές τίς άγιες ημέρες του ιερού Δωδεκαημέρου, ικετεύοντας παραλλήλως τό θείον Βρέφος της Βηθλεέμ νά μας ανοίξει τά πνευματικά μάτια της ψυχής μας, ώστε νά τό βιώσουμε καρδιακώς όσο τό δυνατόν βαθύτερα. Ας κάνουμε τίς καρδιές μας φάτνες ταπεινές, γιά νά υποδεχθούμε τόν ενανθρωπήσαντα Κύριο καί Σωτήρα μας, καί, όπως ο Χριστός καταδέχθηκε νά γεννηθεί ως νήπιον, έτσι κι εμείς ας γίνουμε νήπια όχι στήν ηλικία καί τήν φρόνηση, αλλά ας νηπιάσουμε ως πρός τίς αμαρτίες μας.
Η πρόκληση της γιορτής
Μέρες γιορτινές, και πόσο η γιορτή ανθρωπεύει τους ανθρώπους. Μια ελάχιστη ρωγμή στο προσωπείο της άμυνας που επιβάλλει η καθημερινότητα, κάποια γιορτινή αδεξιότητα στη σχέση, και ξαναβρίσκουμε στα πρόσωπα την ευαισθησία του παιδιού δίχως ντροπή και δίχως έλεγχο. Αυτή η τρυφερότητα της γιορτής σε μιαν ασήμαντη χειρονομία, στην έγνοια για ένα δώρο που θα αρέσει η στη συνειδητή ουτοπία των ευχών, δεν είναι μόνο ο,τι μπορεί να κρυφτεί κάτω από την ετικέτα του συναισθηματισμού. Είναι μια πρόκληση εξόδου σε ένα είδος αποκαλυπτικής γνησιότητας, που μπορεί να ελευθερώνει τόσο όσο και η αληθινά ερωτική αυτοπροσφορά.
Σε τέτοιες γιορτινές στιγμές ανθρώπινης απελευθέρωσης, θέλω να προλάβω να πω μιαν ευχή, σαν τις ευχές που λέμε στις στιγμές του φωτισμού που φέρνει ένα πεφταστέρι. Και θέλω η ευχή μου να μη σκοπεύει μονάχα το χρόνο, ένα χρόνο μακρό, μετρημένο σε χρόνια πολλά, αλλά να αγκαλιάζει και το χώρο, όπως τον αγκαλιάζει και το φως του αστεριού όταν σχίζει τη νύχτα. Δεν μπορώ να καταλάβω την αιωνιότητα δίχως το χώρο, το χώρο σαν τρόπο και όχι σαν τόπο ζωής, τρόπο σχέσης και ερωτικής αμεσότητας – όμοια με το χρόνο της αιωνιότητας, που υπερβαίνει το παρελθόν και το μέλλον στην αμεσότητα του παρόντος και διαρκεί ατελεύτητα σαν ερωτική πληρότητα.
πρόκληση γιορτής
Λοιπόν, η ευχή μου σε ένα διπλανό μου άνθρωπο και στην αποκαλυπτική στιγμή της γιορτινής τρυφερότητας, θα ήθελα να είναι μια πραγματική πρόκληση στην απωθημένη ευαισθησία, που μπορεί να αναστήσει το χώρο και το χρόνο σε αμεσότητα σχέσης. Δεν μιλώ για κοινωνική σχέση, ούτε καν για φιλία και κατανόηση. Μιλώ για την προοδευτική διεύρυνση της ευαισθησίας στα όρια της καθολικής κτίσης και της ανθρώπινης Ιστορίας, για την έξοδο από την ασφυκτική εγκύστωση στην πενιχρή ατομικότητα.
Και θέλω να βεβαιώσω τον αναγνώστη ότι δεν κάνω αισθητική με όλες αυτές τις φαινομενικά αφηρημένες εκφράσεις. Πιστεύω ότι είναι δώρο ανεκτίμητο (και σε αυτό το δώρο αναφέρεται η ευχή μου) να κατορθώσει ένας σημερινός άνθρωπος την εσωτερική ευρύτητα που χρειάζεται, για να δεχθεί την ευεργετική πρόκληση του κόσμου και της Ιστορίας, έτσι όπως την αξιώνεται η εποχή μας. Και αυτή η ευρύτητα μπορεί να κερδηθεί, έστω σαν πρώτη γεύση, σε κάποια στιγμή γιορτινής αμεσότητας, όταν ραγίζουν τα προσωπεία της εγωκεντρικής άμυνας. Σε αυτή την αμεσότητα αναδύεται η καθολικότητα του ανθρώπου, η αποκαλυπτική γνησιότητα της ύπαρξης πέρα από το χώρο και το χρόνο, η ανθρώπινη προσωπική μοναδικότητα σαν τρόπος υπάρξεως και όχι σαν αριθμητική μονάδα βιολογικής η κοινωνικής επιβίωσης.
Θα ευχόμουνα να θυμηθούμε στις φετινές γιορτές ότι ο Χριστός της Εκκλησίας (όχι ο Χριστός των ρομαντικών παραποιήσεων) είναι ο Νέος Αδάμ, ο άνθρωπος στις κοσμικές διαστάσεις του καθολικού τρόπου της υπάρξεως, που συγκεφαλαιώνει τη ζωή και την Ιστορία σε μιαν αμεσότητα σχέσης κτιστού και ακτίστου, χρόνου και αιωνιότητας. Και κάθε πιστός που βαφτίζεται μέσα στα στοιχεία της καινούργιας κτίσης του Θεού, στον τρόπο υπάρξεως του Χριστού, μπορεί να είναι ολάνοιχτος στη γιορτινή πρόκληση του κόσμου και της Ιστορίας, κάθε στιγμή ένας πρωτόπλαστος Αδάμ, με το παρθενικό βλέμμα της ερωτικής αμεσότητας. […]
Ακόμα και η τραγική πρόκληση της αμαρτίας του άνθρωπου, στα όρια του κόσμου και της Ιστορίας, μπορεί να μεταμορφώνεται σε γιορτή. Όχι σε οποιαδήποτε γιορτή, όχι σε απλή ευφραντική διέξοδο εγωκεντρικών συναισθημάτων, αλλά στην κατεξοχήν γιορτή του κόσμου και της Ιστορίας, που είναι η Σάρκωση του Θεού, η Γέννηση του Χριστού. Αυτό το αστέρι φωτίζει μόνιμα τη νύχτα του κόσμου, δείχνει την οδό στους σοφούς, που ξέρουν να προσκυνάνε μόνο τη σαρκωμένη Σοφία του Θεού, τη Σοφία που οικοδομεί, με το υλικό της ανθρώπινης αποτυχίας και αμαρτίας, την καινή πόλη της Βασιλείας, το σώμα του αναστημένου Αδάμ, την αμεσότητα της σχέσης κτιστού και ακτίστου, χρόνου και αιωνιότητας.
Γιανναράς Χρήστος, Εορτολογικά παλινωδούμενα, 1η έκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 1999
Ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ εἰς τὴν Βηθλεέμ
Ἀπορία ἀληθῶς καὶ κατάπληξις θὰ κατέλαβε τὰς οὐρανίας δυνάμεις ἄνωθεν τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ, ὅταν κατὰ τὴν ὥραν τῆς παραβάσεως ἔβλεπον τὸ ὑπεροχώτερον τῶν ἐπὶ γῆς δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ νὰ ὑποχωρῇ εἰς τοῦ πονηροῦ ὄφεως τὰς εἰσηγήσεις καὶ νὰ διολισθαίνῃ ἀπὸ τοῦ θείου του ὕψους εἰς τὴν σκοτεινὴν τῆς καταστροφῆς ἄβυσσον. Τὸ ἀριστούργημα λοιπὸν αὐτὸ τῶν χειρῶν τοῦ Πλάστου, ἡ θαυμασία καὶ λογικὴ εἰκὼν Αὐτοῦ κατεστράφη λοιπὸν; Καὶ ἠδυνήθη ὁ πανοῦργος ὄφις νὰ ματαιώσῃ τὴν βουλὴν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ καὶ νὰ ἐκμηδενίσῃ τὸ μέγα σχέδιον, τὸ ὁποῖον ἐν μεγάλῃ ἀγαθότητι καὶ εὐδοκίᾳ πρὸς τὸν ἄνθρωπον προέθετο πρὸ τῶν αἰώνων ὁ Θεός; Καὶ ἐστάθη ἰσχυρότερος καὶ ἱκανώτερος ὁ ὄφις, ὥστε τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν ὡς κατοικητήριον εἰρήνης προηυτρέπιζεν ὁ Ὕψιστος, νὰ μεταβάλῃ διὰ μιᾶς εἰς θέατρον αἱματηρῶν συγκρούσεων καὶ ἀκαταπαύστου ταραχῆς καὶ ἀδιαλλάκτων διχονοιῶν;
Ἀναμφιβόλως αἱ οὐράνιαι Δυνάμεις οὐδαμῶς ἐκλονίσθησαν οὐδ’ ἐταλαντεύθησαν ἔστω καὶ πρὸς στιγμὴν ἐν τῇ πρὸς τὸν Πανάγαθον καὶ Παντοδύναμον Θεὸν πεποιθήσει καὶ ἐλπίδι των. Καὶ δὲν ἐκλονίσθησαν, καθόσον ἐνόησαν ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Ἐδέμ θὰ διήνοιγεν ἐνώπιον αὐτῶν νέους ὁρίζοντας, εἰς τοὺς ὁποίους θὰ ἐσπούδαζον ἀκόμη περισσότερον τὰ ἀνεξερεύνητα τῆς θείας Σοφίας καὶ τῆς θείας Ἀγαθότητος βάθη. Τί λοιπὸν θὰ ἐκαμνε τώρα ὁ Θεός; Καὶ πῶς τῆς τρομερᾶς ἀβύσσου, ἥτις ἠνοίχθη εἰς τὴν γῆν ἐξ αἰτίας τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, θὰ ἐκαλύπτετο τὸ ζοφῶδες χάσμα; Οἱ ἄγγελοι σιγῶσιν εὐλαβῶς. Συνέχουσι τὴν ἀπορίαν αὑτῶν ἐν πίστει πρὸς τὴν πανσοφίαν καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναμένουν.
Καὶ ἰδού, ἐφίσταται καιρός, καθ’ ὃν ὑπεράνω μιᾶς μικρᾶς τῆς Ἰουδαίας πόλεως οἱ ἄγγελοι θαμβοῦνται. Τί θὰ ᾐσθάνεσο σύ, ἀναγνῶστα μου, ἐὰν εἰσαγόμενος ἐν λαμπροτάτῃ τινὶ μοναδικοῦ μουσείου αἰθούσῃ, ὅπου τὰ σπανιώτερα τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης ἀριστουργήματα ἐπιδείκνυνται, καθ’ ἣν στιγμὴν κατάπληκτος ἐνώπιον τοῦ ὑπεροχωτέρου ἐξ αὐτῶν θ’ ἀπεθαύμαζες τὴν τελειότητά του, ἔβλεπες αἰφνιδίως καὶ διὰ μιᾶς αὐτὸ ὑπὸ βασκάνου χειρὸς ὑπούλως προσωθούμενον καὶ ἀπὸ τοῦ ὕψους αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους εἰς μύρια συντρίμματα καταθρυμματιζόμενον; Ἀλλὰ καὶ τί θὰ ἐδοκίμαζες πάλιν, ἐὰν ὁ ὑπέροχος τοῦ καταφθαρέντος ἐκείνου ἀριστουργήματος καλλιτέχνης περισυλλέγων ἀπὸ γῆς τὰ συντρίμματα αὐτοῦ παρῆγεν ἐκ τοῦτων πρὸ τῶν ὀμμάτων σου διὰ τέχνης ἀγνώστου εἰς ἀνθρώπους, διὰ μεθόδων καταπλησσουσῶν, νέον τέχνης ἀριστούργημα πολὺ ὑπεροχώτερον τοῦ συντριβέντος; Ἰδοὺ τί ᾐσθάνθησαν οἱ ἄγγελοι ἄνωθεν τῆς Ἐδέμ ἰδόντες τὴν πτώσιν καὶ συντριβὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἰδοὺ τί δοκιμάζουσι τώρα οἱ αὐτοὶ ἄγγελοι ὑπεράνω τῆς Βηθλεέμ, βλέποντες τὸν νέον Ἀδάμ, τὸν Χριστόν, βρέφος γεννώμενον διὰ νὰ ἀνεγείρῃ καὶ ἀνυψώσῃ τὸν πεσόντα καὶ συντριβέντα Ἀδάμ.
Ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ εἰς τὴν Βηθλεέμ
Ἐκεῖ, εἰς τῆν Ἐδέμ, ἀποροῦσιν. Ἐδῶ, εἰς τὴν Βηθλεέμ, θαυμάζουσιν. Ἐκεῖ καταπλήττονται. Ἐδῶ θαμβοῦνται. Ἐκεῖ θλίβονται, ἐδῶ ἀγάλλονται καὶ σκιρτῶσιν. Ἐκεῖ βλέπουν τὴν καταστροφὴν μιᾶς λαμπρᾶς δημιουργίας· ἐδῶ χαιρετίζουσιν ἐνθουσιωδῶς τὴν ἐμφάνισιν μιᾶς ἄλλης λαμπροτέρας καὶ ἐνδοξοτέρας κτίσεως. Πλῆρες ζόφου διηνοίγετο παρὰ τὴν πύλην τῆς Ἐδὲμ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Γεμάτη ἀπὸ παρηγόρους καὶ γλυκείας ἐλπίδας ἀνοίγει τώρα παρὰ τὸ σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ ἡ νέα ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἐὰν τότε ἡ ἄβυσσος τοῦ φθόνου καὶ τῆς κακουργίας τοῦ ὄφεως, τοῦ Πονηροῦ, ὑπερεκχειλίσασα κατεπλημμύρει τὴν γῆν, τώρα ὁ ζωογόνος ἥλιος τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ σοφίας ἐκχύνει πλουσίως τὰς ἀκτίνας του καθ’ ὅλην τὴν οἰκουμένην.
Οἱ Ἄγγελοι τὸ βλέπουν, τὸ μελετοῦν, τὸ ἀντιλαμβάνονται. Καὶ θαμβούμενοι λοιπὸν καὶ καταπληττόμενοι καὶ θαυμάζοντες ἀνοίγουσι τὰ στόματα αὐτῶν καὶ τονίζουσιν ἐνθουσιωδῶς πρὸς τὸν Πανάγαθον Θεὸν ὕμνον δοξολογίας. Ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν ἀναρίθμητον ἐκείνην στρατιάν, ἥτις κατὰ τὴν εἰρηνικὴν νύκτα τῆς γεννήσεως τοῦ ἀναμενομένου Παιδίου διασχίζει ἔκθαμβος τὸν οὐρανόν, τίποτε ἄλλο δὲν ἀκούεται παρὰ μόνον ἡ αντήχησις τοῦ χαρμοσύνου τούτου ὕμνου: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Τρεμπέλας Π. Ν., (1991). Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Αθήνα, εκδόσεις Ο ΣΩΤΗΡ.
Συνοδοιπόροι με τους σοφούς μάγους της ανατολής Προσκυνητές του θαύματος στη Βηθλεέμ
Στα μεγάλα και σπουδαία γεγονότα που εορτάζουμε τα Χριστούγεννα, ανάμεσα σ’ εκείνους που από τους πρώτους αξιώθηκαν να προσκυνήσουν το θείο Βρέφος, μετά την Μητέρα του Υπεραγία Θεοτόκο, μετά τον μνήστορα Ιωσήφ, τον προστάτη της Μητέρας και του Βρέφους, μετά τους απλοϊκούς ποιμένες που έβοσκαν τα πρόβατά τους στα περίχωρα της Βηθλεέμ, έρχονται στον νεογέννητο Κύριο, ως εκπρόσωποι όλης της ανθρωπότητος, που μέσα από τους αιώνες προσδοκά τον εναθρωπήσαντα Σωτήρα, οι σοφοί Μάγοι εξ Ανατολών.
Οι Μάγοι αναφέρονται στη διήγηση του ευαγγελιστή Ματθαίου, στο β΄κεφάλαιο του ευαγγελίου του. Πολλές και ενδιαφέρουσες επιστημονικές θεωρίες ανεπτύχθησαν, ήδη από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, γύρω από το γεγονός της προσκυνήσεως των Μάγων, οι οποίοι διήνυσαν μία πολύ μεγάλη απόσταση, χρονοβόρα, με πολλούς κινδύνους και περιπέτειες.
Στη Δύση η λέξη «μάγος» χρησιμοποιήθηκε πάντοτε με κακή και αρνητική σημασία, δηλώνοντας τον απατεώνα και τον αγύρτη, ή τον άνθρωπο που συμμάχησε με τον διάβολο και με σατανικούς κυριολεκτικά τρόπους προσπαθεί να επιφέρει κακό και συμφορά στους συνανθρώπους του. Στην Ανατολή η λέξη «μάγος» δεν είχε πάντα κακή σημασία. Κατά τον μεγάλο ιστορικό της αρχαιότητος Ηρόδοτο οι μάγοι ήσαν ιδιαίτερο ιερατικό γένος των Μήδων και αργότερα των Περσών. Ο Ζωροάστρης και ο Ναβουχοδονόσωρ τους αναγνωρίζουν και τους τιμούν. Κατά μία ερμηνεία η λέξη «μάγος» ενδεχομένως προέρχεται από την ιρανική λέξη «magus» ή από την ασσυριακή διάλεκτο ή ακόμη και να είναι ελληνική και να πρόκειται για παραφθορά της λέξης «μέγας». Στην Ανατολή –και κατά την αρχαιότητα- η λέξη σημαίνει πολλά και διαφορετικά, σημαίνει τον σοφό, τον διδάσκαλο, τον ιατρό, τον μελετητή των ιερών γραφών αλλά και των φαινομένων της κτίσης, τον αστρονόμο μελετητή του ουρανού, τον γνώστη των θρησκευτικών και φιλοσοφικών επιστημών, στην παρακμή του σημαίνει ακόμη και τον μάντη, τον ασχολούμενο με αποκρυφιστικές τέχνες ή τον ερμηνευτή των ονείρων.
Τι από όλα αυτά ήσαν οι μάγοι του ευαγγελίου; Πρόκειται για σοφούς και έμπειρους αστρονόμους της Ανατολής, που μελέτησαν τους χρησμούς και τις προφητείες του προχριστιανικού κόσμου, και οδηγηθέντες από την υπερφυσική λάμψη του αστέρα έρχονται να προσκυνήσουν «τον τεχθέντα βασιλέα». Κατά τον φιλόσοφο και μάρτυρα Ιουστίνο ήσαν σοφοί αστρονόμοι και προέρχονταν από την Αραβία. Κατά τον Ωριγένη προέρχονται από τη Χαλδαία (την άποψη αυτή ενστερνίζεται ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου: «Ίδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους...»). Κατά τον ιερό Χρυσόστομο προέρχονται από την Περσία (τα παιδιά θα μας πουν σε λίγες μέρες στα κάλαντα: «εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα»). Άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς θεωρούν πως πρόκειται για βαβυλώνιους ιερείς, οι οποίοι ασχολούνται με την κίνηση των αστέρων. Ο Τερτυλλιανός αναφέρει ότι είναι και βασιλείς στην περιοχή τους. Εκείνο που θεωρείται βέβαιο είναι πως πρόκειται για εθνικούς, δηλ. δεν είναι Ιουδαίοι (γι’ αυτό και ρωτούν: «Πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων;»).
Ο Χριστός είναι, κατά την προσφιλή έκφραση του βιβλίου της Γενέσεως, «η προσδοκία των εθνών». Η νοσταλγία των ανθρώπων για τη σωτηρία είναι έντονη σε κάθε εποχή, σε κάθε γεωγραφικό πλάτος. Ο Θεός δεν άφησε τον άνθρωπο «καταποθήναι τη απωλεία», αλλά επέτρεψε να φανούν ψήγματα της χριστονοσταλγικής προσμονής σε όλους σχεδόν τους αρχαίους λαούς. Οι βαβυλώνιοι πιστεύουν ότι σε χώρα που βρίσκεται δυτικά από τη δική τους θα εμφανιστεί ένας Θεός ως άνθρωπος, που θα φέρει στον κόσμο τη δικαιοσύνη και τη χαρά. Οι μήδοι και οι πέρσες μελετούν στα ιερά κείμενα τους «Αβέστα» πως θα γεννηθεί θεός και άνθρωπος από παρθένο και την έλευση του θα αναγγείλει το δικό του υπέρλαμπρο αστέρι. Παρόμοια προσδοκία μπορούμε να συναντήσουμε στους έλληνες, τους κινέζους, τους κέλτες, τους ρωμαίους, τους βουδιστές και τους ινδούς, εξαιρετικά δε στους ισραηλίτες και στις προφητείς της Παλαιάς Διαθήκης.
Οι χρησμοί και οι προφητείς συγκλίνουν πως έφθασε το πλήρωμα του χρόνου. Οι πλέον μορφωμένοι και σοφοί του λαού το γνωρίζουν αυτό. Και οι μάγοι του Ευαγγελίου, έχοντας σαφείς ενδείξεις, για το πρόσωπο, τον τόπο και τον χρόνο, ξεκινούν το περιπετειώδες ταξίδι τους... Φαίνεται δε πως στην ίδια ακριβώς περίοδο και άλλοι «μάγοι», μελετητές των διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων, αναζητούν τον σωτήρα του κόσμου. Δεν έρχονται όμως όλοι στην Παλαιστίνη. Κατά τον ρωμαίο ιστορικό Σουετώνιο κάποιος Τιριδάτης με τους μάγους του -από λανθασμένους υπολογισμούς- φθάνουν στη Νάπολη της Ιταλίας, πιστεύοντας ότι εκεί θα βρούν και θα προσκυνήσουν, μάταια φυσικά, τον αναμενόμενο Λυτρωτή.
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα, εκτός από το τι ήσαν οι μάγοι, είναι και το πόσοι ήσαν! Μη σας φανεί παράξενο αυτό! Στη βιβλική διήγηση του Ματθαίου δεν αναγράφεται ο αριθμός τους («Του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι από ανατολών παραγένοντο εις Ιεροσόλυμα»). Η παράδοση όμως -ήδη από τον β΄ αι. και τον Ωριγένη- ταύτισε τον αριθμό των δώρων με τον αριθμό των μάγων. Προσφέρουν στον νεογέννητο Χριστό χρυσό (που δηλώνει το βασιλικό αξίωμα του Χριστού, δηλ. ότι είναι ο δημιουργός και κυβερνήτης του κόσμου), λίβανο (που προσφέρουμε μόνο στον Θεό, και ο Ιησούς που προσκυνούν είναι ο Θεός) και σμύρνα (δηλ. άρωμα με το οποίο αλείφουν τους νεκρούς, σημείο ότι ο Ιησούς είναι Θεός αλλά και άνθρωπος, που θα φθάσει εκουσίως μέχρι τον θάνατο και τον άδη για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους). Τρία λοιπόν τα δώρα, τρείς και οι μάγοι. Σε ένα χειρόγραφο του 8ου αι. που φυλάσσεται στην Παρισινή Βιβλιοθήκη αναφέρονται τα ονόματα τους: Γάσπαρ (ή Βιθισαρεά), Μελχιώρ και Βαλτάσαρ (ή Γαθασπά).
Οι μάγοι φθάνουν στα Ιεροσόλυμα και ρωτούν «Πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων;». Δεν ρωτούν αν γεννήθηκε. Είναι βέβαιοι ότι γεννήθηκε, είναι βέβαιοι ότι γεννήθηκε τώρα κοντά, είναι βέβαιοι πως πρόκειται για βασιλέα. Το μόνο που τους απασχολεί είναι το «Πού». Όλα τα υπόλοιπα τα γνωρίζουν. Άλλωστε, όπως διαβεβαιώνουν «είδομεν αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή».
Για το αστέρι των μάγων πολλοί έγραψαν πολλά και ενδιαφέροντα. Στίς αρχές του 17ου αι. ο Κέπλερ θεώρησε πως πρόκειται για σύνοδο των πλανητών Δία και Κρόνου στην περίοδο του αστερισμού των Ιχθύων, ένα σπανιότατο φαινόμενο που συμβαίνει κάθε 800 χρόνια. Προκαλεί όμως εντύπωση ότι κανείς στα Ιεροσόλυμα δεν γνωρίζει κάτι γι’ αυτό το εξαιρετικό ουράνιο φαινόμενο. Τον αστέρα τον βλέπουν οι μάγοι και μόνο αυτοί, κανείς άλλος. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, και άλλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, φαίνεται πως δεν είναι ακριβώς κάποιο αστέρι, αλλά δύναμη αόρατη πού μετασχηματίζεται σε υπέρλαμπρη λάμψη για να τους οδηγήσει από την πατρίδα τους μέχρι τον τελικό τους προορισμό. Φέγγει και την ημέρα, κυρίως την ημέρα πού οι μάγοι ταξιδεύουν, παρά τη λαμπρότητα του ήλιου. Κινείται παράξενα, αλλόκοτα. Είναι Άγγελος Κυρίου, λένε άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας, μια φωτεινή λάμψη που κινείται κατά την πορεία των μάγων και σταματά όταν εκείνοι αναπαύονται. Τους οδηγεί αδιάψευστα «έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον», δίνοντας την ευκαιρία και σ’ εκείνους αλλά και σε μας να συνειδητοποιήσουμε πως το νεογέννητο Βρέφος της Βηθλεέμ δεν είναι κάποιος κοινός άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός.
Η βιβλική διήγηση μας αναφέρει ότι οι Μάγοι «ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού». Η προσκύνηση λοιπόν δεν έγινε στη φάτνη, όπου γεννήθηκε ο Χριστός. Φαίνεται πως ο Ιωσήφ, μετά τη γέννηση του Ιησού, κατόρθωσε να βρει κάποια στέγη στη Βηθλεέμ. Μάλιστα οι μάγοι έρχονται αρκετές ημέρες μετά, έχει εν τω μεταξύ συμβεί η περιτομή και η υπαπαντή, δηλ. η ευλογία του Βρέφους από τον δίκαιο Συμεών στα Ιεροσόλυμα και η αγία Οικογένεια έχει επιστρέψει και πάλι στη Βηθλεέμ. Ενδεχομένως η προσκύνηση γίνεται καθώς το παιδίον Ιησούς διανύει και το δεύτερο έτος της ηλικίας του, γι’ αυτό και ο Ηρώδης «ανείλε πάντας τους παίδας ... από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον όν ηκρίβωσε παρά των μάγων». Ο Ηρώδης υπολόγισε ότι αν το φαινόμενο του αστέρος συνέπιπτε με τη σύλληψη του παιδιού θα έπρεπε να φονεύση τα παιδιά από ενός έτους και κάτω. Αν όμως το φαινόμενο του αστέρος συνέπιπτε με τη γέννηση του παιδιού θα έπρεπε να φονεύση τα παιδιά από δύο ετών και κάτω. Για λόγους ... ασφαλείας λοιπόν(!), ο Ηρώδης διατάζει να φονευθούν τα άρρενα τέκνα των Βηθλεεμιτών «από διετούς και κατωτέρω».
Η προσκύνηση των μάγων σήμερα τιμάται από την Εκκλησία μας. Η πορεία τους περιγράφεται στην εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού, ενώ έχει φιλοτεχνηθεί και ειδική ιερά εικόνα πού παρουσιάζει την προκύνηση των μάγων. Τους συναντούμε στην υμνολογία των Χριστουγέννων, αλλά και σε τρείς από τους Οικους των Χαιρετισμών: στα γράμματα Θ, Ι και Κ.
Ο Ματθαίος, όπως γνωρίζουμε, απευθύνει το ευαγγέλιο του κατ΄ αρχήν στους εβραίους. Αναφέροντας όμως το γεγονός των μάγων υπογραμμίζει ότι τον νεογέννητο Μεσσία έσπευσαν να προσκυνήσουν όχι μόνο εκπρόσωποι του περιούσιου λαού του Ισραήλ, αλλά και οι ειδωλαλάτρες μάγοι, καταδεικνύοντας ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας που ανέμενε ολόκληρη η ανθρωπότητα, είναι ο σωτήρας όλου του ανθρώπινου γένους, κάθε λαού, τόσο των ιουδαίων όσο και των εθνικών. Το γεγονός καταδεικνύει ακόμη ότι προσκυνητές του Χριστού δεν μόνο οι απλοϊκοί ποιμένες της Βηθλεέμ, αλλά και οι σοφοί της Ανατολής, θυμίζοντας μας τον λόγο του αποστόλου Παύλου «Ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ• πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού».
Στο σημείο αυτό, μετά τις ιστορικές μας καταγραφές, δεν είναι δύσκολο –είναι μάλιστα και πολύ ωφέλιμο- να επιχειρήσουμε ορισμένους ποιοτικούς, πνευματικούς παραλληλισμούς ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Η Εκκλησία μας, και σ’ άλλες περιπτώσεις, είδε μεγάλους ποιοτικούς συμβολισμούς με σπουδαία πνευματικά μηνύματα σε πορείες που αναφέρονται στα ιερά κείμενα και έχουν αντίκρισμα στη ζωή των πιστών. Για παράδειγμα, η σαραντάχρονη πορεία των ισραηλιτών από την Αίγυπτο, τη γη της δουλείας, στη γη της επαγγελίας συνηθέστατα παραλληλίζεται με την ασκητική πορεία των χριστιανών κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που είναι και αυτή μία ακόμη πορεία από τη δουλεία των παθών στο σταυρώσιμο βίωμα και την αναστάσιμη χαρά της εν Χριστώ ελευθερίας. Αλλά και καθώς αντικρίζουμε τη θυσιαστική πορεία του Κυρίου μας προς τα Πάθη και τον Σταυρό, πόσες φορές η υμνολογία της Εκκλησίας μας δεν μας προσκαλεί «Δεύτε ουν και ημείς ... συμπορευθώμεν Αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ Αυτόν ταις του βίου ηδοναίς, ίνα και συζήσωμεν Αυτώ»;
Καιρός, λοιπόν, να δούμε τις ομοιότητες που μπορεί και πρέπει να έχει η δική μας προσωπική πορεία προς την προσκύνηση του Νεογέννητου Εμμανουήλ με την πορεία των σοφών μάγων της Ανατολής μέχρι τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Όπως το ταξίδι των μάγων, έτσι και το δικό μας είναι μια περιπέτεια, μια θαυμαστή περιπέτεια. Κι αν των μάγων η πορεία είχε διάρκεια, σύμφωνα με κάποιες θεωρίες, 3 ή 6 ή και 10 χρόνια, η δική μας προπαρασκευαστική πορεία, όπως η Εκκλησία την έχει ορίσει, διαρκεί 40 ημέρες. Πρόκειται για τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων, την οποία διανύουμε, μια πορεία παράξενη και ριψοκίνδυνη στην εποχή μας, καθώς κοντεύουμε να χάσουμε τελείως το αληθινό νόημα των ημερών που έρχονται, και μοιάζει μ’ ένα μεγάλο αλλά απαραίτητο ρίσκο η προσπάθειά μας να ξεφύγουμε από τη συνήθεια και τη μελαγχολία των εορτών και να τολμήσουμε τη συγκλονιστική βίωση του κορυφαίου γεγονότος της θείας οικονομίας. Οδεύουμε πρός τη Βηθλεέμ κι είναι οι μέρες τούτες καθοριστικές της πνευματικής μας προετοιμασίας, που ευχόμεθα σε όλους να είναι γεμάτες αγωνιστικό φρόνημα και διάθεση ψυχικής ανάτασης.
Οι μάγοι μελέτησαν, έμαθαν, γνώρισαν ποιόν πρόκειται να συναντήσουν. «Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός» ψάλλει η Εκκλησία μας. Ας ακολουθήσουμε τις συμβουλές της για να αξιωθούμε τα Χριστούγεννα να προσκυνήσουμε όχι τα είδωλα της εποχής μας, ούτε το άμετρο καταναλωτικό πνεύμα των δυτικών κοινωνιών μας, αλλά να προσκυνήσουμε τον ίδιο τον Θεό που δέχεται να γίνει άνθρωπος, να προσκυνήσουμε –κατά τον λόγο του ιερού Χρυσοστόμου- «τον Παλαιό των ημερών που έγινε Βρέφος για χάρη μας, τον καθήμενο σε ουράνιο θρόνο ψηλό που βρέθηκε σε φάτνη, Εκείνον που έσπασε τα δεσμά της αμαρτίας και τώρα τυλίγεται με σπάργανα, επειδή αυτή είναι η θέλησή Του».
Ξεκίνησαν για να προσκυνήσουν τον βασιλιά των ιουδαίων και όλης της κτίσης, «ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ». Οι μάγοι εδώ μας διδάσκουν ότι σκοπός των εορταστικών ημερών δεν είναι τα ρεβεγιόν, ούτε μιά επιδερμική διάθεση φιλανθρωπίας χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Σκοπός των ημερών που έρχονται είναι να ξαναβρούμε και πάλι το υπερούσιο νόημα του μυστηρίου της αγάπης του Θεού, να γίνουμε προσκυνητές της θεϊκής αγάπης, να γιορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, κι έτσι να μεταμορφωθούμε προσωπικά. Να ταπεινωθούμε για να ανυψωθούμε, να αγαπήσουμε τον Θεό για να αγαπήσουμε και την εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, να εισέλθουμε στό θεόκτιστο σπήλαιο και να εξέλθουμε αναγεννημένοι.
Ο Θεός στέλνει βοήθεια στους περιπλανώμενους μάγους, στέλνει το άστρο για να τους οδηγήσει στον σωστό προορισμό ενώ, όταν χρειάζεται, «χρηματισθέντες κατ΄ όναρ» αναχωρούν για τη χώρα τους, δηλ. λαμβάνουν από τον Θεό σχετική οδηγία για τον τρόπο της επιστροφής των. Έτσι συμβαίνει και στη δική μας πορεία. Ο Θεός δεν εγκαταλείπει αβοήθητο τον αγωνιστή χριστιανό. Η περίοδος που διανύουμε είναι σημαντική, κατά την οποία η Εκκλησία ως σοφή και άριστη παιδαγωγός μας χειραγωγεί με τη νηστεία, την καθημερινή τέλεση της Θείας Λειτουργίας, τις μνήμες των Αγίων και των προφητών, τη φιλανθρωπία, τη μετάνοια και με κάθε πνευματικό μέσο στην προσωπική προσμονή της μεγάλης εορτής. Ας εκμεταλευτούμε με τον καλύτερο τρόπο αυτά τα μέσα. Ας αντικρύσουμε, με βλέμμα καθαρό, το δικό μας αστέρι, τον άγγελο Κυρίου να μας καθοδηγεί με σιγουριά στον τελικό μας προορισμό.
Και τέλος, οι μάγοι έφεραν μαζί τους δώρα και προσέφεραν στον νεογέννητο Χριστό. Σήμερα, καθώς τιμούμε Χριστού τα γενέθλια ας μήν προσέλθουμε στη μεγάλη γιορτή με άδεια χέρια. Ναι, ο Χριστός θέλει τα δώρα μας. Το αποκάλυψε σε έναν Άγιο Του. Ο Χριστός θέλει να Του προσφέρουμε τις αμαρτίες μας και να μας χαρίσει ως αντίδωρο τη συγνώμη, την ανακαίνιση, την αθανασία. Τελικά είναι τα δώρα της αγάπης μας προς τον Χριστό που τα έχουμε εμείς περισσότερο ανάγκη.
Άγιος Ανύσιος Επίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ο άγιος Ανύσιος υπήρξε μαθητής, συνεργάτης και διάδοχος του επισκόπου Θεσσαλονίκης Αγίου Αχολίου ή Ασχολίου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 383/4 μ.Χ.
Με επιστολή του προς τον Ανύσιο, στις 11 Δεκεμβρίου 384 μ.Χ., ο πάπας Δάμασος τον εγκαθιστούσε βικάριο του στο Ιλλυρικό. Ο τίτλος του παπικού βικαρίου του αποδίδεται και από τον πάπα Σιρίκιο (384 - 398 μ.Χ.), σε επιστολή του - την παλαιότερη της «Συλλογής Θεσσαλονίκης», στην οποία υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να τελούνται επισκοπικές χειροτονίες στην επαρχία του Ιλλυρικοῦ χωρίς τη συγκατάθεση του Ανυσίου. Το θεσμό του Βικαριάτου επικυρώνουν με επιστολές τους προς τον Ανύσιο και οι πάπες Αναστάσιος (398 - 401 μ.Χ.) και Ιννοκέντιος Α' (402 - 417 μ.Χ.). Ο δεύτερος, με επιστολή του το έτος 402 μ.Χ. παρέχει στον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ανύσιο το δικαίωμα να ελέγχει όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του Ιλλυρικού και όχι μόνο τις επισκοπικές χειροτονίες. Η σύνοδος της Καπούης ανέθεσε το Δεκέμβριο του 391 μ.Χ. σε σύνοδο επισκόπων του Ιλλυρικού υπό την προεδρία του Ανυσίου και την εξέταση της αιρέσεως του επισκόπου Σαρδικής Βονόσου, ο οποίος αρνούνταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Ο Ανύσιος διατηρούσε επίσης αλληλογραφία και με τον Άγιο Αμβρόσιο , επίσκοπο Μεδιολάνων, απ' όπου αντλούμε και αρκετές πληροφορίες για τον διδάσκαλο του Ανυσίου, επίσκοπο Αχόλιο.
Ο Ανύσιος υπερασπίσθηκε σθεναρά την αθωότητα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπως μαρτυρείται και σε αρκετούς Βίους του (Παλλάδιος, Γεώργιος Αλεξανδρείας, Βίος σύντομος). Μετά την καθαίρεση του Χρυσοστόμου, ο Ανύσιος απέστειλε επιστολή στον πάπα Ιννοκέντιο Α', την οποία προσκόμισε στη Ρώμη ο επίσκοπος Απαμείας Ευλύσιος: «Εὐλύσιος δὲ ᾿Απαμείας τῆς Βιθυνίας ἐπίσκοπος παραγέγονε καὶ αὐτὸς ἐν ῾Ρώμῃ ἐπιδιδοὺς γράμματα δεκαπέντε ἐπισκόπων τῆς συνόδου ᾿Ιωάννου καὶ τοῦ καλογήρου ᾿Ανυσίου τοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου γραφέντα πρὸς τὸν αὐτὸν πάπαν» (Γεωργίου Αλεξανδρείας, Βίος Χρυσοστόμου 65). Στο ίδιο ζήτημα αναφερόταν επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου, την οποία ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να λάβει ο Ανύσιος, διότι οι κομιστές της επίσκοποι εμποδίσθηκαν σκόπιμα από κάποιο χιλίαρχο να καταπλεύσουν στη Θεσσαλονίκη για να την παραδώσουν στον Ανύσιο («ὃς ἐξαυτῆς συζεύξας αὐτοῖς ἑκατοντάρχην ἕνα οὐ συνεχώρησεν αὐτοὺς παραβαλεῖν τῇ Θεσσαλονίκῃ· ἐκεῖ γὰρ ἦν αὐτῶν ὁ σκοπός, πρῶτον ἀποδοῦναι τὰ γράμματα ᾿Ανυσίῳ τῷ ἐπισκόπῳ»).
Εξαιρετικά σημαντικές είναι δύο επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πρώτη απευθυνόμενη προσωπικά στον επίσκοπο Ανύσιο, ενώ η δεύτερη στον Ανύσιο και σε δέκα ακόμη επισκόπους της Μακεδονίας. Στην πρώτη επιστολή, που χρονολογείται περί το 406 μ.Χ. και γράφηκε στην εξορία, ο ιερός πατήρ ευχαριστεί τον Ανύσιο για το σημαντικό ρόλο που διεδραμάτισε υπέρ της δικαιώσεώς του («χάριτας πολλὰς ὁμολογοῦντές σου τῇ εὐλαβείᾳ ὑπὲρ τῆς ἐνστάσεως, καὶ τῆς ἀνδρείας τῆς ὑπὲρ τῶν ᾿Εκκλησιῶν») και τον προτρέπει να συνεχίσει άοκνα τις προσπάθειές του για την αποκατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων: «μὴ ἀποκάμῃς τὰ συντελοῦντα τῇ κοινῇ διορθώσει τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποιῶν καὶ πραγματευόμενος». Στη δεύτερη επιστολή, που γράφηκε το ίδιο έτος, ο Χρυσόστομος ευχαριστεί από την εξορία τον Ανύσιο και όλους τους ορθοδόξους επισκόπους της Μακεδονίας για τις αδιάκοπες ενέργειές τους για τη δικαίωσή του και την αμέριστη συμπαράστασή τους.
Η αρχιερατεία του Ανυσίου έληξε με το θάνατό του περί τα τέλη του έτους 406 μ.Χ. ή τις αρχές του 407 μ.Χ.
Η μνήμη του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ανυσίου αναγράφεται στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο στις 30 Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία τιμάται και η μνήμη της μάρτυρος Ανυσίας.
Άγιοι Επτά Μάρτυρες
Οι Άγιοι αυτοί Επτά μάρτυρες ήταν ένας Κόμης και έξι Στρατιώτες οι οποίοι πίστεψαν στον Χριστό, δια του Αγίου Φιλεταίρου και απεβίωσαν ειρηνικά.
Οσία Θεοδώρα «η από Καισαρείδος»
Η Οσία Θεοδώρα έζησε στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.). Ήταν από γένος λαμπρό και επίσημο, τον πατέρα της έλεγαν Θεόφιλο και ήταν πατρίκιος, τη δε μητέρα της Θεοδώρα. Η Θεοδώρα ήταν στείρα και κατόπιν μεγάλης προσευχής προς τον Θεό, απέκτησε την Οσία. Όταν η κόρη Θεοδώρα έφτασε σε κατάλληλη ηλικία, αφιερώθηκε στη Μονή της Αγίας Άννας, την ονομαζόμενη Ριγιδίου. Εκεί διέμενε ασκούμενη στην αρετή, μέχρι τη στιγμή, που ο βασιλιάς Λέων την άρπαξε από τη Μονή για να τη δώσει γυναίκα στον γιο του Χριστόφορο. Την ημέρα όμως του γάμου, ο Χριστόφορος εξεστράτευσε μαζί με τον πατέρα του κατά των Σκυθών και στη συμπλοκή σκοτώθηκε. Έτσι η Θεοδώρα, αφού πήρε όσα πολύτιμα πράγματα είχε, επέστρεψε στη Μονή της, όπου εκάρη μοναχή. Εκεί έζησε με μεγάλη εγκράτεια και σκληραγωγία και απεβίωσε με οσιακό τρόπο.
Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας
Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας) και κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα ενώ είχε άλλους τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές.
Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.
Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.
Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.
Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.
Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.
Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐναθλήσας νομίμως τὸν ἐχθρὸν καταβέβληκας, καὶ Ὁσιομάρτυς ἐδείχθης, του Σωτῆρος περίδοξος· χειρῶν γὰρ καὶ ποδῶν τὴν ἐκτομήν, ὑπέστης Γεδεὼν καρτερικῶς, διὰ τοῦτο θείαν χάριν νέμεις ἀεί, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
῾Ρείθροις ἔπνιξας τῶν σῶν αἱμάτων, καὶ κατῄσχυνας, τοῦ ἐπαράτου, τὴν ἀσέβειαν Βελῆ καὶ τὸ φρύαγμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλῶν γενναιότατα, ὁσιομάρτυς Γεδεὼν παναοίδιμε, πρέσβυν ἀκοίμητον, Χριστῷ σε προσάγομεν, ῥυσθῆναι ἐκ κινδύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
(Ποιηθέν υπό Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου).
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.
Ὁ Οἶκος
Ἀποφυγὼν τοῦ δυσμενοῦς, τὰς πάγας καὶ τοὺς βρόχους, ἐν μετανοίᾳ ἀληθεῖ, καὶ συντριβῇ καρδίας, προσέπεσας τῷ Λυτρωτῇ καὶ Σωτῆρι Χριστῷ, ὡς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος Ἅγιε· καὶ ἄρας τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἀσκητικῇ, πολιτείᾳ διέπρεψας, πρὸς ἀθλητικοὺς προγυμναζόμενος πόνους καὶ καμάτους· καὶ τοῖς ἀσεβέσι παραστάς, τὴν καλὴν ὁμολογίαν εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, ἀνακαλεσάμενος τῂν ἧτταν, καὶ τροπωσάμενος τὸν σὲ πρῴην πτερνίσαντα βύθιον δράκοντα· στεῤῥῶς γὰρ ὑπέμεινας τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσσεβῶν, καὶ τὰς τομὰς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ὡς ἄλλου πάσχοντος, δι᾿ ὧν τῶν πάλαι Μαρτύρων ὤφθης ἰσοστάσιος· μεθ᾿ ὧν σε τιμῶμεν Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Ὁσίοις ἐκλάμψας ἐν ὄρει Ἄθωνος, μαρτυρίου ὑπῆλθες τὸ θεῖον στάδιον, καὶ ἐδέξω πρὸς Χριστοῦ ζωῆς τὸν στέφανον, Ὁσιομάρτυς Γεδεών, καὶ συνήφθης τοῖς χοροῖς, κλεινῶν Ὁσιομαρτύρων, μεθ᾿ ὧν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Άγιος Φιλέταιρος
Ο Άγιος Φιλέταιρος ήταν από τη Νικομήδεια. Διακρινόταν για την βαθιά πίστη του αλλά και απέραντο εξωτερικό κάλλος, κάτι που δεν υπολόγισε ποτέ, γνωρίζοντας ότι μετράει η ψυχική ομορφιά και όχι η εξωτερική. Ποτέ δεν βασίστηκε σε αυτή, παρ' όλο που αυτή θα του εξασφάλιζε μία άνετη ζωή. Οι ειδωλολάτρες θέλοντας να εκμεταλλευτούν το φυσικό του κάλλος, προσπαθούσαν να τον προσελκύσουν στον ειδωλολατρισμό. Όταν μία φορά μετέβη στη Νικομήδεια ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, άκουσε για τον Φιλέταιρο και ζήτησε να του γνωρίσουν το άτομο με την τόση ομορφιά. Μόλις τον είδε, μαγεύτηκε και του ζήτησε να μπει στην ακολουθία του, με την προϋπόθεση ότι θα αρνηθεί το χριστιανισμό. Ο Άγιος αποκρίθηκε ότι θα υπηρετήσει τον αυτοκράτορα, αλλά δεν θα έπαυε να υμνεί και να λατρεύει τον Ιησού Χριστό. Γι' αυτή την ομολογία του, φυλακίστηκε, αφέθηκε όμως ελεύθερος μετά από λίγο καιρό. Όταν όμως ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μαξιμιανός, ο Φιλέταιρος καταδιώκτηκε και βασανίστηκε. Διεσώθη όμως και μετέβη σε όρος προς τα μέρη της Σιγριανής. Στα μέρη εκείνα ο Άγιος Φιλέταιρος, συνάντησε τον Άγιο Ευβιότο και έζησε μαζί του με αδελφική αγάπη, συμμελέτη και συμπροσευχή.
Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη
Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021
Το θαύμα των Χριστουγέννων (Αληθινό Περιστατικό)
Πριν από δώδεκα περίπου χρόνια ανήμερα τα Χριστούγεννα κίνησα με ανάμικτα συναισθήματα για πρώτη φορά για το Περιβόλι της Παναγιάς. Ήθελα να επισκεφθώ το γέροντα Παϊσιο, να δω από κοντά έναν άγιο της εποχής μας, να εξακριβώσω τις διαφορές, να εντρυφήσω στις παραινέσεις του. Η αλήθεια είναι πως λίγο η ανθρώπινη περιέργεια, λίγο η ανθρώπινη αδυναμία που συνδέεται με τη προτέρα εξακρίβωση του τι πρόκειται να συμβεί ήταν οι πραγματικές αιτίες.
Το κρύο ήταν τσουχτερό και το Άγιο Όρος ήταν χιονισμένο. Ένας άγνωστος γέροντας ανέλαβε ως επίγειος άγγελος να με καθοδηγήσει μέχρι την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Η επιθυμία μου όμως να λάβω συγκεκριμένες απαντήσεις μ’ έκανε να πάρω μαζί με ένα δάσκαλο από τη Κοζάνη το μονοπάτι για την καλύβα του γέροντα στην Παναγούδα αμέσως μετά την ακολουθία του Εσπερινού.
Με πρόσωπο σκυμμένο, καρδιά θλιμμένη και βήματα βαριά προσέγγισα το κελί του γέροντα. Αναρωτιόμουν τι θα έπραττα αν, ως καρδιογνώστης κοιτούσε βαθιά μέσα στη ψυχή μου και έβλεπε τα λάθη, την αμαρτία, τις παραλείψεις, τα μίση, τις μικρότητες, τις κατακρίσεις, τον αληθινό ψυχικό πόλεμο. Στη σκέψη και μόνο πως ο γέροντας έχει τέτοια ικανότητα δείλιασα και με έπιασε ντροπή. Αναθαρρούσα όμως και μονολογούσα μέσα μου. Ε! και τι έγινε, ο μόνος είμαι...
Μια άλλη φωνή ωστόσο, άγνωστη τότε, γνωστή τώρα σε εμένα απαντούσε. Υπάρχει λύση … Όσο και να επιχειρούσα να μην την ακούω και να την περιφρονώ τόσο αυτή δυνάμωνε. Υπάρχει λύση, φώναξα κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω και ξάφνιασα τον συνοδοιπόρο μου δάσκαλο.
Με το που φθάσαμε στο κελί άρχισα να νιώθω κάπως περίεργα. Όλα, γύρω προκαλούσαν μια ηρεμία. Το χιονισμένο τοπίο, τα πουλιά, ο ήχος από το νερό στο ποτάμι. Βούρκωσα χωρίς να κλαίω. Οι σκέψεις περιστρέφονταν γύρω από την άγνωστη αυτή εσωτερική φωνή- παρόρμηση: «Υπάρχει λύση»!
«Καλώς τα καλόπαιδα». Με τη φωνή του γέροντα Παϊσίου επανήλθα στην πραγματικότητα.
Καθώς περνούσα το κατώφλι του Κελιού, μια ζεστασιά πρωτόγνωρη συγκλόνισε το είναι μου. Αληθινό άγγιγμα ψυχής. Ο γέροντας με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν αρκετό για να απομακρυνθούν όλες οι επιφυλάξεις και να ανοίξει η καρδιά.
Το μικρό διάστημα που έμεινα κοντά στον ταπεινό γέροντα Παϊσιο αρκούσε για να αναθεωρήσω σιγά – σιγά πολλά πράγματα. Η αντίληψή μου για τον κόσμο μεταβλήθηκε. Και για πρώτη φορά ένιωθα την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Θεό για όλα.
Η μικρή επικοινωνία με το γέροντα λειτούργησε μακροπρόθεσμα καταλυτικά. Εκεί στο Κελί της Παναγούδας βίωσα τη ζεστασιά των ποιμένων. Αφουγκράστηκα το άγγελμα των αγγέλων «επί γης ειρήνη». Έζησα τα Χριστούγεννα.
Χριστούγεννα μακριά από τα φώτα, τα γλυκά, τις ψεύτικες ευχές για ειρήνη, τα υποκριτικά γέλια, την ιδιοτελή καλοσύνη και την ελεγχόμενη αγάπη που απευθύνεται σ’ αυτούς που επιδιώκουμε να μας αγαπούν. Μακριά από το θαύμα των θαυμάτων, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού. Μακριά από την αληθινή πορεία και το μοναδικό σκοπό του ανθρώπου, δηλαδή τη σωτηρία του.
Σήμερα με βεβαιότητα μπορώ να φωνάξω πως ο Χριστός δύναται να γεννηθεί σε κάθε άνθρωπο. Τώρα ευθαρσώς μπορώ να διακηρύξω και να διαλαλήσω πως αρκεί να ανοίξουμε με ειλικρίνεια μια χαραμάδα στη ψυχή μας και τότε Αυτός θα φροντίσει τα υπόλοιπα. Μια μικρή χαραμάδα για να πλημμυρίσουμε ειρήνη, να γευθούμε καρπούς διαφορετικούς από αυτούς που μας σερβίρει εντέχνως η εκκοσμίκευση. Μια μικρή χαραμάδα για να αλλάξουν τα πάντα ριζικά. Μια μικρή χαραμάδα για να βροντοφωνάξουμε το...
«Χριστός γεννάται δοξάσατε».
Περί της του Χριστού Γεννήσεως
«Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὁ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος».
Φιλ. 2, 5-7
Εάν κατά τη ρήση του Σολομώντα, «τοῖς πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν» (Εκκλησιαστής 3, 1), δεν είναι η ώρα σήμερα να μελετήσουμε με τον Απόστολο την θεία κένωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καθώς Τον βλέπουμε να ταπεινώνει τον εαυτό Του στο μέγεθος του παιδιού, να κενούται ως τη φάτνη;
Περί της του Χριστού Γεννήσεως
Οι άνθρωποι, παρασυρμένοι από τα πάθη τους προς τα ανθρώπινα επιτεύγματα, συχνά σκανδαλίζονται από την ταπείνωση του Χριστού. Αφ’ ότου όμως η εμπειρία τόσων αιώνων κατέδειξε ότι «ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιππησίους 2, 9, 10), επειδή από την ημέρα της Ανάστασής Του και της Ανάληψής Του αναρίθμητοι μάρτυρες αντίκρισαν τις δυνάμεις των επουρανίων να εκπληρώνουν υποτακτικά κάθε Του θέλημα, ενώ απεναντίας τις καταχθόνιες να απωθούνται, εν τω Ονόματί Του, στο βάθος των αβύσσων, και χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν την μακαριότητά τους λατρεύοντας το ίδιο αυτό Όνομα. Επομένως, όταν μιλούμε σε ανθρώπους συναγμένους για να γονυπετήσουν ενώπιον του ονόματος του Χριστού, μπορούμε να απαλλαγούμε από τη φροντίδα να υπερασπιστούμε και να δικαιολογήσουμε την ταπείνωσή Του. Τίποτε δε μας εμποδίζει να θεωρήσουμε αυτή την ταπείνωση με την ευλάβεια που θεωρούμε τη μεγαλοσύνη Του.
Πόσο, αλήθεια, ο Υιός του Θεού ταπεινώθηκε κατά την ενσάρκωσή Του! Και αυτή η ταπείνωση μας παραξενεύει ακόμη περισσότερο καθώς ενεργείται μέσα από ένα είδος αντιφατικής συμμόρφωσης με το αρχικό μεγαλείο του ίδιου του ανθρώπου. Όντως, δεν είναι άσκοπα που η θεϊκή γλώσσα χρησιμοποιεί, για να περιγράψει αυτές τις αντίθετες καταστάσεις, την ίδια και μοναδική έκφραση: εικόνα και ομοίωσις. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον», λέει ο Θεός Δημιουργός, «κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Και ο Απόστολος λέει, μιλώντας για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού: «μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος». Ένας επιφανής άνθρωπος στη γη, όποιος κι αν ήταν, δεν θα χρειαζόταν να ταπεινωθεί πολύ για να μοιάσει με δούλο. Όταν όμως ο μέγας και δυνατός Θεός, που κάνει ακόμη και τους δούλους Του μεγάλα πρόσωπα, μεταμορφώνεται ο ίδιος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του δούλου, αντικρίζοντας το ύψιστο μεγαλείο να υφίσταται μία τέτοια αμέτρητη ταπείνωση, είναι αδύνατο να μη δοκιμάσουμε ένα αίσθημα ιδιαίτερου θαυμασμού που φτάνει ως την συγκίνηση η ως τη φρικίαση. Σε τέτοιο βαθμό ταπεινώθηκε ο Υιός του Θεού κατά την ενσάρκωσή Του.
Μα πόσο ακόμη περισσότερο ταπεινώθηκε από τις περιστάσεις της επίγειας γέννησής Του! Έπρεπε να επιλέξει το λαό ανάμεσα στον οποίο θα γεννιόταν, και επέλεξε τον κατώτερο λαό της γης, ένα λαό που δεν είχε καλά-καλά δική του κυβέρνηση, που ήταν συχνά υποδουλωμένος και κοντεύει να είναι ακόμη, που άλλοτε είχε ευλογηθεί αλλά είναι πολύ κοντά στην απόρριψη. Έπρεπε να επιλέξει μία πόλη και επέλεξε τη Βηθλεέμ, τόσο μικρή που ένας προφήτης θέλοντας να την επαινέσει, δεν μπορεί να αποσιωπήσει την κατηγορία που της αξίζει, και δε βρίσκει για να την εκφράσει παρά το όνομα του Ιησού, του ταπεινωμένου Θεού που θα γεννιόταν εκεί. «Καὶ σύ, Βηθλεὲμ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ὀλιγοστὸς εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα ἐκ σοῦ μοὶ ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχαίας 5, 1). Έπρεπε να επιλέξει μία μητέρα και για να κρύψει για ένα ακόμη διάστημα από τους άπιστους το μυστήριο της σαρκώσεως, έπρεπε να της επισυνάψει με νομικά δεσμά και όχι σαρκικά έναν υποτιθέμενο πατέρα, και επέλεξε –καταγόμενο, είναι αλήθεια, από βασιλικό γένος, για να πληρωθούν οι υποσχέσεις και οι προφητείες– έναν ξυλουργό και μία φτωχή παρθένο που είχε απομείνει ορφανή. Μα δεν αρκούσαν αυτά. Εάν ο Κύριος του κόσμου είχε γεννηθεί σε ένα φτωχικό κατάλυμα που ανήκε στον Ιωσήφ, ή τουλάχιστον νοικιαζόταν από αυτόν. Εάν η Μαρία τον είχε γεννήσει σε ένα φτωχικό λίκνο, η μορφή του δούλου, που λάμβανε, δεν θα είχε ίσως όλα τα χαρακτηριστικά που την συνιστούν, επειδή θα μπορούσε να βρεθεί υποδεέστερος δούλος, ακόμη κατώτερος του Ιωσήφ και ένα λίκνο ταπεινότερο από αυτό της Μαρίας. Τι συνέλαβε λοιπόν η φαντασία του άπειρα Μεγάλου αναζητώντας μία ατέλειωτη ταπείνωση; Ένα αυτοκρατορικό διάταγμα που διέταζε «ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην» (Λουκάς 2,1) κινητοποίησε ολόκληρο τον πληθυσμό της Ιουδαίας, ώστε ο Ιωσήφ να μην μπορέσει να μείνει στην οικία του της Ναζαρέτ, ούτε να βρει ένα κονάκι να νοικιάσει στη Βηθλεέμ, όταν θα έρθει η μέρα να γεννηθεί ο αληθινός Βασιλέας της γης. Έτσι, ταπεινούμενος ως το μέγεθος του παιδιού, ο Κύριος ταπεινώνεται ακόμη ως το σημείο να έχει μία φάτνη για λίκνο. «Καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκάς 2, 7).
Εάν, από αυτό τον ταπεινωμένο Θεό, φέρουμε το βλέμμα μας σε όλη την έκταση του κόσμου μέσα στον οποίο και για τον οποίο ταπεινώνεται, αυτή η τερατώδης ταπείνωση παρουσιάζεται με νέες όψεις όχι λιγότερο εκπληκτικές. Εδώ μου έρχεται στη σκέψη η εικόνα του Λόγου του Θεού κατερχόμενου από τον ουρανό στη γη της Αιγύπτου, αυτήν που αποτυπώνει ο συγγραφέας του βιβλίου της Σοφίας: «ἡσύχου γὰρ σιγῆς περιεχούσης τὰ πάντα καὶ νυκτὸς ἐν ἰδίῳ τάχει μεσαζούσης, ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἀπ’ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλείων ἀπότομος πολεμιστὴς εἰς μέσον τῆς ὀλεθρίας ἤλατο γῆς» (Σοφία Σολομώντος 18, 14-15). Και στην κάθοδο όμως του Σαρκωμένου Λόγου του Θεού στη γη του Ισραήλ, δεν βασίλευε η νύχτα, αφού, την ίδια τη στιγμή της γέννησής Του, «ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκάς 2, 8); Βαθειά σιγή δεν επικρατούσε πάνω στη γη, αφού μία μονάχα φωνή βοσκού ακούστηκε, και την άκουσαν βοσκοί στην ερημιά; Τι φρικτός αιφνιδιασμός του εκδικητή Λόγου του Θεού, κατερχόμενου στην ολέθρια γη της Αιγύπτου για να πληρώσει «τὰ πάντα θανάτου» (Σοφία Σολομώντος 18, 16), χτυπώντας όλα τα πρωτότοκα της Αιγύπτου! Ωστόσο, όχι μόνο αυτό το απρόσμενο χτύπημα δεν ελάττωσε, αλλά μάλλον αύξησε τη δόξα του εκδικητή του Θεού που, χωρίς κανένα αισθητό μέσο, χωρίς καμμιά πράξη συλλαμβανόμενη με τις αισθήσεις, με μόνη τη δύναμη μιας σιωπηλής διαταγής, η ακόμη, θα λέγαμε, με μόνη την παύση του λόγου Του που δίνει ζωή σε κάθε δημιούργημα, ολοκληρώνει την τιμωρία της ασέβειας. Διαφορετικά, αλλά όχι λιγότερο φρικτός είναι ο αιφνιδιασμός με τον οποίο ο απελευθερωτικός Λόγος του Θεού, με την ἐν σαρκὶ γέννησή Του, έρχεται να επισκεφτεί ολόκληρη τη γη, γη ολέθρια επειδή «πάντες οἱ κάτοικοί της ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμαίους 3, 24). Έρχεται, όχι πια σαν ένας φοβερός πολεμιστής απειλώντας με θάνατο κάθε ζώσα ύπαρξη, αλλά ως νεογέννητο, φέροντας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία του θανάτου την ελπίδα για μία αναγεννημένη ζωή. Έρχεται, όμως αυτή η γη δεν πηγαίνει να Τον προϋπαντήσει, δεν Τον περιβάλλει, δεν Του αποδίδει τιμές, δεν αντιλαμβάνεται καν το Σωτήρα της, δεν ακούει το σιωπηλό Ρήμα του Θεού μέσα από τη φάτνη. Μάταια σχεδόν η δόξα που είχε «παρὰ τῷ Πατρί, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοῖ» (Ιωάννης 17, 5), τον συνοδεύει δια στόματος αγγέλων, κατά την είσοδό Του στον κόσμο, και φθάνει μαζί Του -ακόμη και ως τη γη: σε αυτή την ολέθρια γη, όπου σχεδόν δεν υπάρχουν αυτιά που να μην είναι κουφά από τις έγνοιες της ζωής, ανίκανα να Τον ακούσουν. Το ίδιο μάταια σχεδόν ο πιο θεόπνευστος και λαμπερός αστέρας πραγματοποίησε ένα ασυνήθιστο ταξίδι για να σημάνει την ανατολή, καταμεσής βαθειάς νύχτας, του Ήλιου της Αληθείας. Και μόλις που βρέθηκαν δυο-τρεις άνθρωποι ικανοί να κατανοήσουν αυτή την ένδειξη και έτοιμοι να την ακολουθήσουν, ενώ μάλιστα αυτό έγινε εν μέσω εθνών καθημένων εν σκότει και εν τη θανάσιμη σκιά του παγανισμού, και ανάμεσα σε λάτρεις των αστεριών. Και η Ιουδαία, όπου «Γνωστὸς ὁ Θεός» (Ψαλμός 75, 2); Ούτε καν υποψιάζεται ότι «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Τιμόθεον Α΄ 3, 16). Και η Ιερουσαλήμ, «ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμός 86, 3); Δεν χαίρει μαζί με το Χριστό που έρχεται να τη σώσει, αλλά ταράζεται με τον Ηρώδη που ετοιμάζει τη σφαγή. Και οι αρχιερείς, οι διδάσκαλοι, που αρμόζει ιδιαίτερα σε αυτούς να είναι πιο κοντά στο Θεό και τα μυστήριά του, προσευχόμενοι και ερμηνεύοντες τον νόμο; Απαντούν θαυμάσια στο φιλοσοφικό ερώτημα: «ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;» (Ματθαίος 2, 4) Και πάνω σε αυτό τους ικανοποιεί ότι δεν κρίνουν απαραίτητο να νοιαστούν περισσότερο για να μάθουν μήπως δε γεννηθεί πραγματικά. Έτσι, όχι μόνο μέσα στη σκοτεινιά της φυσικής νύχτας, αλλά ακόμη και μέσα στα σκοτάδια, εξίσου βαθιά, της άγνοιας και της λήθης, στα οποία ζουν οι άνθρωποι, για Εσένα και τις βουλές Σου, «ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἀπ’ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλειῶν, εἰς μέσον τῆς ὀλέθριας ἤλατο γῆς», και χωρίς να δώσει σημασία στο γεγονός ότι κανένας σχεδόν δεν Τον τιμούσε, κανένας δεν Τον αναγνώριζε, ούτε ζητούσε να Τον αναγνωρίσει, αντί να εξαπολύσει τη φοβερά Του κρίση, σιωπά εν μακροθυμία, όπου μέσα της βρίσκουν τη σωτηρία τους οι χαμένοι. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν ταπεινώθηκε μόνο όντας κατ’ εικόνα του Θεού και ισόθεος, και όντας Θεός, αλλά πρόσθεσε ένα ακόμη βαθμό ταπείνωσης από την άγνοια και τη λήθη εκείνων για την αγάπη των οποίων ταπεινώθηκε!
Ας αποθαυμάσουμε, χριστιανοί, την εκούσια ταπείνωση στην οποία υποβιβάστηκε για μας ο μέγας Θεός μας και Σωτήρας μας. Κι αυτό λίγο είναι. Ας γονυπετήσουμε μπροστά σε αυτή την ταπείνωση. Μα ούτε αυτό αρκεί. «Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», μας λέει ο Απόστολος. Να έχετε τα ίδια αισθήματα που είχε ο Χριστός, την ίδια προδιάθεση με Κείνον. Τι σημαίνει αυτό; Ο Απόστολος μας το εξηγεί ο ίδιος με τούτα τα λόγια που προηγούνται των άλλων: «μηδὲν κατὰ ἐρίθειαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φιλιππησίους 2, 3). Είναι ολοφάνερο ότι μας διδάσκει εδώ, κατά το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, να μη σηκώνουμε το ανάστημά μας, να μην υπερηφανευόμαστε για τα προνόμιά μας, όποια κι αν είναι αυτά, αλλά να ταπεινωνόμαστε και μέσα μας και ενώπιον των άλλων.
Αυτός που έχει δούλους, ας αναθυμάται Αυτόν που έλαβε σχήμα δούλου, και ας μη ταπεινώνει πια αυτούς που ταπεινώθηκαν από τη μοίρα τους, και όπως Εκείνος υψώθηκε από το Θεό πάνω από αυτούς, ας μη γυρεύει να υψωθεί ακόμη ο ίδιος με την αλαζονεία του.
Αυτός που κατοικεί σ’ ένα υπέροχο σπίτι, που κοιμάται στα πούπουλα, που είναι ντυμένος στα μετάξια, ας τα συγκρίνει αναθυμούμενος το στάβλο με τη φάτνη και τα κακότεχνα σπάργανα, και ας μη περιφρονεί πια αυτούς που μένουν σε χαμόσπιτα, που κοιμούνται πάνω σε άχυρα, που ντύνονται με κουρέλια και που ίσως, όχι μόνο με την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά ακόμη και με την εσωτερική τους κατάσταση, μοιάζουν στο Χριστό πιο πολύ από αυτόν. Ο πλούσιος ας περηφανεύεται, λέει ο απόστολος Ιάκωβος – «ὁ δὲ πλούσιος καυχάσθω ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ» (Ιακώβου 1, 10).
Όσο για σένα που, κατά την έκφραση του Αποστόλου, «ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου» (Ρωμαίους 2, 17-18) – ε! εσύ, «ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω» (Κορινθίους Α΄ 1, 31)! Όμως, «ὁ δοκῶν ἐστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ (Κορινθίους Α΄ 10, 12)! Προπαντώς ας μη καταδικάζει τους αδαείς, ας μη κοροϊδεύει αυτούς που πέφτουν. Ο Χριστός είναι το φως «ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ιωάννης 1, 9): ίσως αυτοί που βλέπετε καθισμένους εν σκότει και σκιά θανάτου, γρήγορα θα φωτιστούν από αυτό το φως πολύ καλύτερα από σας, η ίσως να φέγγει μέσα τους από τώρα κιόλας, μέσα στην ψυχή τους. Κι ίσως οι μάγοι της παγανιστικής Ανατολής να βιάζονταν περισσότερο από σας στην αναζήτηση του Χριστού και να προηγηθούν από σας στο πλησίασμά Του. Ίσως «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθαίος 21, 31).
Η γλυκύτητα, η απλότητα, η ταπεινότητα, η επιείκεια ισούνται με τον τελευταίο των αδυνάτων, η εν ταπεινώσει ηρεμία, μια υπομονή που δοκιμάζεται από κάθε προσβολή – «ἰδοὺ τὸ φρόνημα τὸ ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» – Ἀμήν.
Αγ. Φιλάρετος Μόσχας, Η Θεολογία της καρδιάς – Άγιος Φιλάρετος Μόσχας – Κηρύγματα και ομιλίες,
Εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σ. 77-84
Τα Τίμια Δώρα Λιβάνι, Σμύρνα και Χρυσό
Το Λιβάνι ήταν ένα άρωμα που χρησιμοποιούσαν οι Ιουδαίοι και σαν δώρο συμβόλιζε πως ο Χριστός θα γινόταν αγαπητός.
Το χρυσάφι ήταν το αγαθό των Βασιλιάδων, πράγμα που συμβόλιζε την ιδιότητα ως Βασιλιά που έχει ο Χριστός για τους Χριστιανούς.
Η Σμύρνα ήταν άρωμα που τοποθετούσαν στους νεκρούς για να μυρίζουν ωραία, πράγμα που συμβόλιζε πως ο Χριστός θα υπέφερε και θα πέθαινε.
Λιβάνι κοινώς λιβάνι η λιβανωτός: αρωματική ελαιώδης ρητίνη του δένδρου βοσουελλίας της καρτερεί-ου, πού φύεται στις αμμώδεις εκτάσεις της Αραβίας, της Σομαλίας, των Ινδιών και του Λιβάνου. Χρησιμοποιήθηκε σαν θυμίαμα για κοσμική και λατρευτική χρήση από τα πανάρχαια χρόνια (Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Εβραίοι).
Μύρα κοινώς μύρον ή μύρρα: αρωματική υδατοδιαλυτή ρητίνη του φυτού μύρρας της κομμιοφόρου και άλλων συγγενών πού φύονται στην Αραβία και την Αιθιοπία.
Στα δώρα των μάγων δόθηκαν οι εξής συμβολισμοί σε σχέση με τον Χριστό:
ο χρυσός ως τιμή σ' αυτόν ως τον νέο βασιλιά του κόσμου
το λιβάνι ως Θεό
η σμύρνα ως αυτόν που θα θυσιαζόταν για χάρη των ανθρώπων
Η σημασία των Δώρων
Στο εδάφιο 2:
Πού είναι αυτός που γεννήθηκε, ο βασιλιάς των Ιουδαίων;
Επειδή, είδαμε το αστέρι του στην ανατολή, και ήρθαμε για να τον προσκυνήσουμε (2:2).
Στο εδάφιο 11:
Και όταν ήρθαν στο σπίτι, είδαν το παιδί μαζί με τη Μαρία, τη μητέρα του, και
πέφτοντας κάτω το προσκύνησαν, και ανοίγοντας τους θησαυρούς τους,
του πρόσφεραν δώρα, χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα (2:11).
Προσκύνησαν αφού άκουσαν τον βασιλιά, αναχώρησαν, και ξάφνου, το αστέρι, που είχαν δει στην ανατολή, προπορευόταν απ' αυτούς, μέχρις ότου, φτάνοντας, στάθηκε επάνω εκεί όπου ήταν το παιδί. Και καθώς είδαν το αστέρι, χάρηκαν με χαρά υπερβολικά μεγάλη (Ματθαίος 2:9-10). Προσκύνησαν με την καρδιά τους.
Του πρόσφεραν Δώρα βασιλικά. Προσφέρουν αυτό που λατρεύουν, τα εργαλεία τους, τα όπλα τους. Το λιβάνι και η σμύρνα, ήταν τα πιο ακριβά μυρωδικά καρυκεύματα, σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Το χρησιμοποιούσαν για θυσίες σε τελετές που έκαναν, στους ναούς τους, ή για να πάρουν χρησμούς. Υπάρχουν αρκετά βαβυλωνιακά κείμενα που βεβαιώνουν αυτό.
Τα δώρα τους ήταν φόρος υποτέλειας, ήταν τα όπλα τους, αυτό που θεωρούσαν πιο σημαντικό και το λάτρευαν. Στην Παλαιά Διαθήκη όταν ο βασιλιάς Εζεκίας, έδειξε στους Βαβυλώνιους τους θησαυρούς του και στους θησαυρούς υπήρχαν κατά πάσα πιθανότητα αυτά τα τρία (Β΄ Βασιλέων 20:13)
Τα δώρα των μάγων δεν ήταν δώρα για μωρό.
Συμβόλιζαν την προσκύνηση και υποταγή τους στο νέο βασιλιά.
Ήταν μια θυσία. Θυσίαζαν αυτό που πριν λάτρευαν.
Η μόνη κατάλληλη θυσία για το βασιλιά Χριστό, που δείχνει την αλλαγή στη ζωή μας, είναι να θυσιάσουμε αυτό που λατρεύουμε πριν πάμε στο Χριστό.
Οι μάγοι με την ελάχιστη γνώση τους, έστω έψαξαν και βρήκαν τον Ιησού.
Και θα με ζητήσετε, και θα με βρείτε, όταν με ζητήσετε με όλη σας την καρδιά
(Ιερεμίας 29:13)
Ανεκτίμητο κειμήλιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου
Τα Τίμια Δώρα είναι χρυσός, λίβανος και σμύρνα
O χρυσός βρίσκεται υπό την μορφή εικοσιοκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. χ 7 εκ. Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής μικροεπεξεργασίας.
O λίβανος και η σμύρνα διατηρούνται ως μείγμα υπό την μορφή εξήντα δύο περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς.
Φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται για προσκύνηση των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμό εκτός Αγίου Όρους στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς για την Παναγία ότι
«διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β' 19, 51).
Πιστεύεται από τους θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα «ρήματα», τα λόγια και τα γεγονότα δηλαδή της ζωής του Κυρίου, η Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον Άγιο Απόστολο Λουκά ο οποίος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιο του.
Παράλληλα με τα άγια «ρήματα» του Κύριου, η Υπεραγία Θεοτόκος «διετήρει» και ότι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή του Κυρίου και τα Τίμια Δώρα.
Σύμφωνα με την ιστορικοθρησκευτική μας παράδοση, πριν την Κοίμηση της η Παναγία Μητέρα του Κυρίου τα παρέδωσε μαζί με τα Άγια Σπάργανα του Χριστού, την Τίμια Εσθήτα και την Αγία Ζώνη της στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων οπού και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 μ.Χ. περίπου.
Κατά το έτος αυτό ο αυτοκράτορας Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη για αγιασμό του λάου και προστασία και προβολή της Βασιλεύουσας.
Εκεί παρέμειναν μέχρι και την άλωση της πόλης από τους Φράγκους το έτος 1204 μ.Χ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας μαζί με αλλά ιερά κειμήλια στη Νίκαια της Βιθυνίας, προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπου και παρέμειναν για εξήντα περίπου χρόνια.
Με την υποχώρηση των Σταυροφόρων επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την υποδούλωσή της στους Τούρκους το 1453 μ.Χ.
Μετά την Άλωση η Μάρω, χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421-1451) και μητρυιά του Μωάμεθ Β' του Πορθητού, τα μετέφερε αυτοπροσώπως στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στο Αγιο Όρος.
Η Μονή αυτή της ήταν γνωστή αφού ο πατέρας της Γεώργιος Βράγκοβιτς, δεσπότης της Σερβίας, έκτισε το καθολικό της προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.
Κατά την αγιορείτικη παράδοση
καθώς η Μάρω ανέβαινε από τον αρσανά (λιμάνι) στην Μονή, η Κυρία Θεοτόκος την εμπόδισε με υπερφυσικό τρόπο να πλησίασει στη Μονή και έτσι να παραβίασει το άβατον του Αγίου Όρους.
Αυτή υπάκουσε και παρέδωσε ταπεινά τα Τίμια Δώρα στους μοναχούς και πατέρες, οι όποιοι και έστησαν στο σημείο εκείνο της θεομητορικής παρουσίας ένα Σταυρό πού σώζεται μέχρι σήμερα και λέγεται «Σταυρός της Βασιλίσσης».
Το σουλτανικό έγγραφο με τις σχετικές πληροφορίες παραδόσεως των Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παύλου.
Ο άϋλος Λόγος του Θεού έρχεται στη γη
Μέγας Αθανάσιος
Ο ασώματος, άφθαρτος και άϋλος Λόγος του Θεού έρχεται στη γη μας, χωρίς βέβαια και πριν να είναι μακριά από μας.
Διότι δεν είναι απών από κανένα σημείο του κόσμου. Συνυπάρχοντας ο Λόγος με τον Πατέρα Του, γεμίζει εξ ολοκλήρου όλα τα σύμπαντα· και ταυτόχρονα, έρχεται να εμφανιστεί και σε μας από συγκατάβαση, εξαιτίας της αγάπης του για τους ανθρώπους.
Είδε ο Λόγος ότι καταστρεφόταν το λογικό γένος των ανθρώπων και κυριαρχεί πάνω τους με τη φθορά ο θάνατος. Είδε ότι η απειλή για την παράβαση ενίσχυε τη φθοράς πάνω μας. Είδε ότι ήταν αδύνατο να καταργηθεί (η φθορά και ο θάνατος), προτού ξεπληρωθεί η ποινή του νόμου. Είδε ακόμη και το ασυμβίβαστο προς τη δημιουργικότητα, ότι, δηλαδή, ενώ Αυτός δημιουργούσε, τα πλάσματα καταστρέφονταν. Είδε όμως και την υπερβολική κακία των ανθρώπων, ότι σιγά-σιγά την αύξησαν σε βάρος τους σε αβάσταχτο βαθμό. Είδε τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός του θανάτου.
(Βλέποντας όλα αυτά), σπλαχνίστηκε το ανθρώπινο γένος και λυπήθηκε για την αδυναμία μας· καταδέχθηκε τη δική μας φθορά χωρίς να υποφέρει την κυριαρχία του θανάτου· προσλαμβάνει ανθρώπινο σώμα για τον εαυτό Του και μάλιστα όχι διαφορετικό από το δικό μας, για να μην πάει χαμένο το δημιουργικό έργο του Πατέρα που έπλασε τους ανθρώπους.
Όσιος Βενιαμίν
Ο Όσιος Βενιαμίν απεβίωσε ειρηνικά. Ο δε Άγιος Νικόδημος, αναφέρει ότι πέθανε από υδρωπικία και ότι στον Ευεργετινό υπάρχει το απόφθεγμά του: «Tην βασιλικήν οδόν πορεύεσθε και τα μίλια μετρείτε, και ουκ ολιγωρείτε» (σελ. 622 του Eυεργετινού).
Όσιος Θαδδαίος ο Ομολογητής
Ο Όσιος Θαδδαίος ο Ομολογητής ήταν Σκύθης και υπηρέτης του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, στη Μονή του οποίου ο Θαδδαίος έγινε μοναχός και διακρίθηκε για την αυστηρή άσκηση. Κάποτε λοιπόν, όταν συνόδευε στ' ανάκτορα τον ηγούμενο του Θεόδωρο, ήλεγξε τον εικονομάχο βασιλιά Μιχαήλ (820 - 829 μ.Χ.) (ο Μ. Γαλανός αναφέρει τον Λέοντα τον Ε') μπροστά στη σύγκλητο για την ασέβειά του απέναντι στις Ιερές εικόνες. Τότε ο Βασιλιάς, τον εξανάγκαζε να ποδοπατήσει την εικόνα του Χριστού, πράγμα που ο Όσιος όχι μόνο δεν έπραξε, αλλά αποκάλεσε τον βασιλιά πληρωμένο τύραννο και ακάθαρτο. Τότε βασανίστηκε σκληρά, σύρθηκε από τα πόδια στους δρόμους της πόλης, οπότε μετά τρεις μέρες πέθανε.
Μνήμη πάντων των Χριστιανών που πέθαναν μαρτυρικά για τη δόξα του Χριστού, από πείνα, δίψα, κρύο και μαχαίρι
Αυτή τη μέρα η Εκκλησία μας όρισε να γιορτάζουμε τη μνήμη όλων των Χριστιανών, που μαρτύρησαν για την πίστη του Χριστού και τα ονόματα τους δεν μας είναι γνωστά.
Η γιορτή αυτή μας διδάσκει, ότι το βλέμμα του Θεού δεν είναι όμοιο με του ανθρώπου. Διότι οι άνθρωποι, συνήθως δοξάζουν και τιμούν αυτούς που γίνονται γνωστοί και διάσημοι, ενώ ο Θεός βλέπει γνωστούς και αγνώστους, διάσημους και άσημους, αρκεί όλοι να πράττουν ευσυνείδητα το θέλημα του. Έτσι και ο μικρότερος των χριστιανών αυτών, θα λάμψει ασύγκριτα περισσότερο από τους πιο φαντασμένους και αστραφτερούς βασιλείς της γης, όταν έλθει η ώρα της τελικής δικαίωσης.
Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω Nαώ της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Xαλκοπρατείοις.
Όσιος Γεώργιος επίσκοπος Νικομήδειας ποιητής ασματικών Κανόνων και Τροπαρίων
Ο Όσιος Γεώργιος έζησε στη θορυβώδη και μεγάλη για την Ορθοδοξία εποχή του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Φωτίου (857 - 891 μ.Χ.), με τον οποίο και διατηρούσε αλληλογραφία. Σύνθεσε δύο εγκώμια στη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου και μελοποίησε την Ακολουθία τους. Μελοποίησε επίσης τον προεόρτιο Κανόνα στον Ευαγγελισμό, καθώς και άλλους Κανόνες στη Θεοτόκο. Συνέγραψε μάλιστα και πανηγυρικούς λόγους, όπως στα Εισόδια, στη σύλληψη της Αγίας Άννας και στο «Ειστήκεισαν παρά τω Σταυρώ του Ιησού». (Στοιχεία της βιογραφίας του, συγχέονται μ' αυτά του Αγίου Γεωργίου Επισκόπου Αμάστριδος, κυρίως όσον αφορά την ποίηση των ασματικών Κανόνων. Ίσως βέβαια, να συμβαίνει και το αντίθετο).
Όσιος Αθηνόδωρος
Ο Όσιος Αθηνόδωρος ήταν ασκητής, (άγνωστο που) και απεβίωσε ειρηνικά. Στον Κώδικα 1578 των Παρισίων, ο Αθηνόδωρος συνοδεύεται και από άλλους οσίους πατέρες, τους Βαβύλα και Βενιαμίν.
Όσιος Μάρκελλος
Ο Όσιος Μάρκελλος πέτυχε στη ζωή του διότι με τη χάρη του Θεού κατάλαβε, ότι οι κοσμικές λαμπρότητες φαίνονται και αφανίζονται όπως τα άνθη. Και είχε την πεποίθεση ότι ζωή αληθινή και κερδισμένη είναι μόνο εκείνη, που αφιερώνεται στην υπηρεσία του καλού, επάνω στο δρόμο του Ιησού Χριστού. Ο Μάρκελλος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ., επί πατριαρχείας Γενναδίου του Α' (458 - 471 μ.Χ.) και βασιλέως του Λέοντα Α' του Μακέλλη. Η καταγωγή του Μάρκελλου ήταν από τη Aπάμειαν, μια πόλη της Συρίας και η οικογένειά του ήταν αρκετά πλούσια. Επειδή οι γονείς του αγαπούσαν τα γράμματα, στόλισαν το γιο τους με πολλή παιδεία. Αλλά η καρδιά του νέου, είχε μέσα της ζωηρή και ακοίμητη τη φλόγα της ευσέβειας. Τα κοσμικά αξιώματα δεν τον ενδιέφεραν. Με τέτοιες διαθέσεις πήγε στην Έφεσο, όπου μπήκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός. Από 'κει πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή Ακοίμητων, όπου ηγούμενος ήταν ο Αλέξανδρος. Εκεί, γρήγορα διακρίθηκε για τις αρετές του και αγαπήθηκε πολύ από τους αδελφούς της Μονής, για την ταπεινοφροσύνη που διατηρούσε, αν και ήταν άνθρωπος μελέτης και μεγάλης διανοητικής αξίας. Αφού πέθανε ο ηγούμενος Αλέξανδρος και υστέρα ο διάδοχός του Ιάκωβος, η αγάπη και η εκτίμηση των αδελφών, ανέδειξε ηγούμενο τον Μάρκελλο. Η διοίκηση του ήταν άριστη. Σύμφωνα με άλλη γνώμη, τη μονή Ακοιμήτων, είχε κτίσει αυτός ο όσιος Μάρκελλος, πιθανός στη θέση του σημερινού Τσιμπουκλί. Έτσι με αυτή τη θεία και όσια ζωή του, κοιμήθηκε και αναπαύτηκε ο Μάρκελλος στη Μονή του.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Ύμνον άληκτον, Θεώ προσφέρων, νουν ακοίμητον, προσφόρως έσχες, προς εκπλήρωσιν των θείων προστάξεων όθεν κανών αρετής εχρημάτισας και Μοναστών ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, διαρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Άγια Νήπια (περίπου 14.000) που εσφάγισαν με διαταγή του Ηρώδη
Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.