Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου
Δεχθείτε, λοιπόν, μ’ ευχαρίστηση και υποδεχθείτε, όλοι εσείς οι εν Χριστώ αδελφοί μου, που αποτελείτε το οικουμενικό ποίμνιο του Χριστού, και εγκολπωθείτε αυτές τις θεολογικές, ικετήριες και κατανυκτικές ευχές και προσευχές· λάβετε αυτή την ανθοφόρα και κρινοφόρα τροφή, στην οποία μπορείτε να εντρυφάτε, να χαίρεστε και να τρέφεστε αχόρταστα, σαν να βρίσκεστε σε κάμπους ανθισμένους, σε χλοϊσμένους λειμώνες, σε δροσερά λειβάδια, σε βοσκοτόπια που τρέφουν τις ψυχές, σε μοσκοβολημένα δροσερά χορτάρια. Διότι σ’ αυτές τις ιερές προσευχές θα βρείτε πολύ πλούσια και, όπως χρειάζεται, τα τέσσερα ιδιώματα ή μέρη, που περιέχει κάθε τέλεια Προσευχή, δηλαδή: α) τη δοξολογία, β) την ευχαριστία, γ) την εξομολόγηση και δ) την αίτηση.
Για τα δύο από αυτά τα τέσσερα είδη μας μιλάει ο μέγας Βασίλειος, λέγοντας:
«Δύο είναι οι τρόποι της προσευχής, αγαπητέ μου: ο πρώτος είναι της δοξολογίας, με ταπεινοφροσύνη· κι ο δεύτερος, που ακολουθεί μετά, είναι των αιτημάτων μας. Έτσι, λοιπόν, όταν προσεύχεσαι, μην πας κατ’ ευθείαν στα αιτήματα, διότι εκθέτεις μ’ αυτό τον τρόπο τη διάθεση σου, ότι δηλαδή κάποια ανάγκη σε υποχρεώνει να προσευχηθείς στο Θεό» (Ασκητ. διατάξεις, κεφ. α’). Για τ’ άλλα δύο είδη μας μιλάει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, όταν γράφει: «Πριν απ’ όλα, όταν αρχίζουμε την προσευχή μας, πρέπει να βάλουμε πρώτη την ειλικρινή ευχαριστία μας, και ύστερα την μετάνοια και την πραγματική συντριβή της ψυχής μας· κατόπιν, μπορούμε να παρουσιάσουμε στον Παμβασιλέα αυτό που θέλουμε να του ζητήσουμε. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος της Προσευχής, όπως ακριβώς και φανερώθηκε από Άγγελο Κυρίου σε κάποιον αδελφό μας» (Λόγ. κη’. Περί Προσευχής).
Έτσι, με τη δοξολογία θα δοξάζετε τον άναρχο Πατέρα, τον συνάναρχον Υιόν και το Πανάγιον και συναΐδιον Πνεύμα, την υπερούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τον μοναδικό Θεό μας, καθώς και την υπέραγνη και υπεράμωμη Μητέρα του Θεού μας. Με την ευχαριστία θα ευχαριστείτε τον Θεό για τις ευεργεσίες και τις χάρες που σας έκαμε, κρυφές και φανερές, ψυχικές και σωματικές, στο παρελθόν, στο παρόν, και κείνες που θα σας κάμει στο μέλλον, Με τη μετάνοια θα εξομολογείσθε στο Θεό, με συντριβή καρδίας και πραγματική κατάνυξη, όλες τις αμαρτίες που έχετε διαπράξει, είτε με την πράξη είτε με τη σκέψη. Κατόπιν, με την αίτηση θα ζητάτε από το Θεό να σας ελεήσει και να σας συγχωρήσει τις αμαρτίες σας, να σας φυλάξει από κάθε ορατό εχθρό και αόρατο, και να σας χαρίσει τα εγκόσμια και υπερκόσμια αγαθά του.
Κ’ επειδή η συντριβή της καρδιάς, η κατάνυξη και τα δάκρυα είναι τα φτερά της θείας Προσευχής, με τα οποία εκείνη ανεβαίνει στους ουρανούς και φτάνει στ’ αυτιά του Κυρίου Σαβαώθ (διότι, καθώς είπε ο άγιος Ιερώνυμος, η μεν προσευχή μόνο πραΰνει το Θεό, αλλά το δάκρυο τον αναγκάζει να ελεήσει τον προσευχόμενο), γι’ αυτό, σαν σε μικρό Παράρτημα, σημειώνουμ’ εδώ, για τους αναγνώστες των Ιερών τούτων προσευχών, ότι αυτή τη συντριβή της καρδίας, την κατάνυξη και τα δάκρυα που μας έρχονται στην προσευχή, μπορούμε να τ’ αποκτήσουμε:
α) Με το φόβο από την παρουσία του Θεού, που γεννιέται όταν ο άνθρωπος συλλογιστεί ότι ο Θεός είναι παρών, τον βλέπει και τον ακούει· και ότι εκείνος μεν που προσεύχεται είναι από φυσικού του σκέτος πηλός, έν’ ασήμαντο σκουλήκι, ένα τίποτε, όταν συγκριθεί με το Θεό· ενώ ο Θεός, που εμπρός του στέκεται και προσεύχεται, είναι ο Παντοδύναμος Δημιουργός και Κύριος των πάντων είναι από φυσικού του άπειρος και τέλειος σε όλα, ένας υπερούσιος και ακατάληπτος Βασιλέας. Γι’ αυτό και ο μέγας Βασίλειος, όταν ρωτήθηκε πως μπορεί κανείς να κατορθώσει, ώστε να κρατήσει στην προσευχή το νου του αμετεώριστο, αποκρίθηκε: «Να σκέφτεται συνεχώς ότι ο Θεός είναι μπροστά του. Διότι, αν, όταν κάποιος βρίσκεται μ’ έναν άρχοντα -είτε είναι απλώς μπροστά του είτε συνομιλεί μαζί του- έχει τα μάτια του ανοιχτά και αμετεώριστα, πόσο μάλλον όταν βρίσκεται μπρος στο Θεό και προσεύχεται, οπού βέβαια θα ’χει το νου του αμετακίνητο σ’ Εκείνον, που εξετάζει και βλέπει μέσα μας καθαρά “καρδίας και νεφρούς”; Κι αυτά, σύμφωνα με το λόγο της Γραφής, πως πρέπει να σηκώνουμε τα καθαρά χέρια σε προσευχή, δίχως οργή και άλλους διαλογισμούς» (Όροι κατ’ επιταγήν, σα΄). Και ο ίδιος, πάλι, σε άλλο σημείο, λέγει: «Και πρέπει να προσευχόμαστε χωρίς ραθυμία, και δίχως μετεωρισμό του νου πότε από δω και πότε από κει· γιατί αυτός που προσεύχεται μ’ αυτό τον τρόπο, όχι μονάχα δεν θα λάβει εκείνο που ζητάει, αλλά θα εξοργίσει περισσότερο τον Κύριο. Διότι, αν κάποιος βρίσκεται μπρος σ’ έναν άρχοντα και κουβεντιάζει μαζί του, στέκετ’ εμπρός του με φόβο, έχοντας αμετεώριστα και τα εξωτερικά μάτια, μα και τα εσωτερικά της ψυχής, για να μην κινδυνέψει, πόσο μάλλον πρέπει να στέκεται με φόβο και τρόμο μπροστά στο Θεό, έχοντας έντονα στραμμένο το νου του σ’ Εκείνον μονάχα και σε τίποτε άλλο;» (Ασκητ. διατάξεις, κεφ. α’).
β) Η συντριβή και η κατάνυξη στην προσευχή γεννιέται από την ταπεινοφροσύνη και από τη σκέψη ότι εκείνος, που προσεύχεται μπρος σ’ έναν τόσο παντοδύναμο Θεό, δεν είναι παρά ένα τιποτένιο σκουλήκι, μα είναι ωστόσο -και με τη θέλησή του- κι’ ένας φταίχτης και παραβάτης των θείων εντολών είν’ ένας εχθρός του Θεού και μεγαλύτερος απ’ όλους τους αμαρτωλούς, και δεν είναι άξιος ούτε το στόμα του ν’ ανοίξει και να προσευχηθεί μπροστά στο Θεό. Γι’ αυτό κ’ έχουμε τον μέγα Βασίλειο, από τη μια μεριά, να λέει: «όταν δοξολογήσεις με λόγια της Γραφής, όπως μπορείς, και αναπέμψεις αίνο προς τον Θεό, τότε άρχισε με ταπεινοφροσύνη να λες με δικά σου λόγια: “εγώ, Κύριε, δεν είμαι καθόλου άξιος να σου μιλήσω, γιατί είμαι πάρα πολύ αμαρτωλός”. Ακόμη κι αν δεν αναγνωρίζεις κάτι κακό στον εαυτό σου, έτσι πρέπει να λες, διότι κανείς δεν είναι αναμάρτητος, παρά μονάχα ο Θεός. Κι ενώ αμαρτάνουμε σε πολλά, τα περισσότερ’ από αυτά ούτε καν τ’ αντιλαμβανόμαστε» (Ασκητ. διατάξεις, κεφ. α’). Και από την άλλη μεριά, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας μας συμβουλεύει: να μη στέκεσαι με παρρησία και θάρρος (στην προσευχή δηλαδή), «ακόμη κι αν έχεις καθαρότητα, μα να προσέρχεσαι με πολλή ταπεινοφροσύνη, και τότε θα σταθείς με περισσότερη παρρησία. Και όταν ακόμη έχεις ανεβεί όλη την κλίμακα των αρετών, να προσεύχεσαι για τη συγχώρεση των αμαρτιών σου, ακούοντας και τον απόστολο Παύλο, όταν μιλάει για τους αμαρτωλούς, να βροντοφωνάζει, “ανάμεσα στους οποίους εγώ είμαι ο πρώτος” (Λόγος κη’, Περί Προσευχής). Γιατί, αν τύχει και προσευχηθεί ο άνθρωπος χωρίς αυτή τη συνείδηση πως είναι αμαρτωλός, η προσευχή του δεν γίνεται δεκτή από τον Θεό. Το λέγει και ο άγιος Ισαάκ, με τούτα τα λόγια: «κάποιος Άγιος έγραψε, πως όποιος δεν λογαριάζει αμαρτωλό τον εαυτό του, η προσευχή του δεν είν’ ευπρόσδεκτη στον Κύριο» (Επιστ. δ’). Και τούτο γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, όπου, ο μεν Τελώνης που λογάριασε αμαρτωλό τον εαυτό του δικαιώθηκε, ενώ κατακρίθηκε ο Φαρισαίος που πίστεψε τον εαυτό του για δίκαιο.
γ) Η κατάνυξη και τα δάκρυα στην προσευχή γεννιούνται όταν ο άνθρωπος προσεύχεται με σύνεση, και δεν λέγει άλλα με το στόμα και άλλα μελετά με το νου του, αλλά ο νους του είναι αφοσιωμένος ολωσδιόλου στα λεγόμενα, κι έτσι εννοεί και γεύεται όλη τους την ποιότητα, όπως ακριβώς γίνεται με τη γεύση που αισθάνεται και κατά κάποιο τρόπο συλλειτουργεί με την ποιότητα του φαγητού. Γι’ αυτό και ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ρητό «ψάλατε συνετώς», λέγει; «όταν κάποιος που προσεύχεται βάλει τη διάθεση της ψυχής μαζί με τη δύναμη των λόγων της προσευχής, όπως ακριβώς βάζει μαζί με την ποιότητα του κάθε φαγητού τη διάθεση της γεύσεως, αυτός έχει εφαρμόσει εκείνη την εντολή που λέγει “ψάλατε συνετώς”» (Όροι κατ’ επιτομήν, σοθ’). Παράλληλα με τούτα τα λόγια είναι κι εκείνα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ο οποίος αναφέρει: «εσύ ν’ αγωνίζεσαι ν’ αναφέρεις στο Θεό, μάλλον δε ν’ αποκλείεις την έννοια των λεγομένων στα ρήματα της προσευχής· και αν τύχει εκείνη να κουραστεί ως νήπιον και να πέσει, εσύ ανάλαβέ την πάλι και ανέβασέ τη στο θρόνο του Θεού· γιατί ξέρουμε πως χαρακτηριστικό του νου είναι η αστάθεια, ενώ του Θεού είναι το να μπορεί όλα να τ’ ανορθώνει» (Λόγος κη’).
δ) Η κατάνυξη και τα δάκρυα γεννιούνται στην προσευχή, όταν εκείνος που προσεύχεται, δεν νομίζει πως τα λόγια της προσευχής τα είπε κάποιος άλλος, ή πως έχουν γραφεί για κάποιον άλλον άνθρωπο, αλλά πως έχουν γραφεί για κείνον, και αυτός ακριβώς είναι που τα λέει, αυτοπροσώπως. Και, ότι αυτός είν’ εκείνος που διέπραξε όλα εκείνα τ’ αμαρτήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στα λόγια της προσευχής. Το βεβαιώνει αυτό και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής; «ο ταπεινόφρων, που αναλαμβάνει να κάνει έργο πνευματικό, διαβάζοντας τις άγιες Γραφές, όλα τ’ αναφέρει στον εαυτό του και για λογαριασμό του, και όχι γι’ άλλον» (Περί νόμου πνευματικού, κεφ. ζ’). Ωστόσο, οποίος έλαβε άνωθεν το χάρισμα να κατανύγεται και να χύνει δάκρυα στην προσευχή αδιάλειπτα και αβίαστα, αυτός πρέπει να προσέχει καλά να μην περηφανευτεί, γιατί κινδυνεύει να χάσει αυτό το χάρισμα και ν’ απομείνει πάλι ξηρός, άνυδρος και τυφλός, όπως μας λένε ο παραπάνω άγιος Μάρκος και ο Όσιος Ισαάκ. Ο άγιος Μάρκος γράφει: «μην επαίρεσαι, που αξιώθηκες να χύνεις δάκρυα στην προσευχή σου· διότι ο Χριστός είναι που άγγιξε τα μάτια σου και σ’ έκαμε ν’ αναβλέψεις νοερά». Και ο θείος Ισαάκ προσθέτει: «όποιος αξιώθηκε να πιει από τούτο το κρασί (δηλαδή των δακρύων) και υστέρα να το στερηθεί, αυτός μόνο γνωρίζει σε ποιά δυστυχία εγκαταλείφθηκε και τι πολύτιμο έχασε, εξαιτίας της χαυνώσεως στην οποία περιέπεσε» (Λογ. ιγ’).
ε) Και τελευταίον, η κατάνυξη και τα δάκρυα γεννιούνται και από την εξωτερική στάση του σώματος· δηλαδή, όταν κάποιος προσεύχεται με το κεφάλι ακάλυπτο, με τα γόνατα κεκλιμένα, χτυπώντας το στήθος, και παρουσιάζοντας εικόνα ενός καταδίκου, ο οποίος στέκεται μπροστά στον Δικαστή, επειδή και από την εξωτερική στάση και το σχήμα του σώματος η ψυχή συσχηματίζεται ανάλογα και παίρνει την κατάλληλη διάθεση, όπως λέγει πάλι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Η ψυχή εξομοιώνεται με την εξωτερική κατάσταση και τις ασχολίες, κι ευθυγραμμίζεται με όσα πράττει, προς τα οποία και συσχηματίζεται» (Λόγ. κε’. Περί ταπεινοφροσύνης). Ακόμα, βοηθάει στην κατάνυξη της καρδιάς και ο πιο ήσυχος τόπος οπού κατοικεί ο καθένας, και στον οποίο βέβαια πρέπει ν’ αποσύρονται όταν προσεύχονται όσοι αγαπούν να κατανύγονται. Επίσης, βοηθάει πολύ ο ήσυχος χρόνος, όπως πιο πολύ προσφέρεται ο καιρός της νύχτας, όταν οι άλλοι άνθρωποι ησυχάζουν και αναπαύονται. Γι’ αυτό και ο Κύριος, θέλοντας να μας δείξει ένα παράδειγμα, έφευγε πολλές φορές ανεβαίνοντας στα βουνά και σε τόπους έρημους, κατά τη διάρκεια της νύχτας, κι εκεί προσευχότανε. Το αναφέρει επιγραμματικά ο ιερός ευαγγελιστής Ματθαίος: «ανέβηκε στα βουνά μόνος Του για να προσευχηθεί· κι όταν βράδιασε βρισκόταν εκεί μόνος Του» (Ματθ. ιδ’ 23). Και τούτο το λόγο ερμηνεύοντας ο ιερός Χρυσόστομος λέγει: «γι’ αυτό και φεύγει συνέχεια (ο Κύριος) στις ερήμους, όπου πολλές φορές περνάει όλη τη νύχτα προσευχόμενος, για να μας διδάξει ότι, και από την άποψη του χρόνου και από την άποψη του τόπου, πρέπει ν’ αναζητούμε την αταραξία στην ώρα της προσευχής· γιατί μητέρα της ησυχίας είναι η έρημος». Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει κάτι το σχεδόν όμοιο, ότι δηλαδή η ησυχία είναι μητέρα της προσευχής» (Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν). Σε άλλο σημείο, πάλι ο θείος Χρυσόστομος, λέγει: «συλλογίσου καλά, πόσο μεγάλο πράγμα είναι, μέσα στη βαθειά νύχτα, όταν όλοι οι άνθρωποι κοιμούνται και βασιλεύει μια ησυχία βαθύτατη, να σηκώνεσαι μόνος σου απ’ το κρεββάτι, και με παρρησία να συνομιλείς με τον Δεσπότη και Κύριο μας. Είναι, βέβαια, γλυκός ο ύπνος, μα τίποτε δεν είναι από την προσευχή γλυκύτερο! Αν κατορθώσεις έτσι να συνομιλήσεις μόνος προς μόνον, θα καταφέρεις πολλά να φέρεις εις πέρας, καθώς δεν θα σ’ ενοχλεί κανείς κι ούτε κανείς θόρυβος θα διακόψει τη δέησή σου· διότι, τότε έχεις σύμμαχο και τον καιρό για να πετύχεις εκείνα που θέλεις»
(Λόγος στους Αγ. Πάντες)