1. Ἡ ἐξαθλίωση τοῦ υἱοῦ
Ἕνας πατέρας, εἶπε ὁ Κύριος, εἶχε δύο γιούς. Κάποια μέρα τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ νεότερος καὶ τοῦ ζήτησε τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνήκει. Μοίρασε ὁ πατέρας τὴν περιουσία του στὰ δύο παιδιά του καὶ σὲ λίγες ἡμέρες ὁ νεότερος γιὸς πῆρε ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας κι ἔφυγε σὲ χώρα μακρινή, ὅπου σκόρπισε τὴν περιουσία του κάνοντας ἄσωτη ζωή.
Ὅταν πιὰ ἔχασε τὰ πάντα, ἔπεσε πείνα μεγάλη στὴ χώρα ἐκείνη, κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ στερεῖται. Τί νὰ κάνει ὁ ταλαίπωρος; Πῆγε νὰ ἐργασθεῖ ὡς δοῦλος σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια νὰ βόσκει χοίρους. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἐπιπλέον «ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ». Πεινοῦσε δηλαδὴ τόσο πολύ, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ὑπηρέτες δὲν τοῦ ἔδινε. Κινδύνεψε νὰ πεθάνει.
Πῶς ξέπεσε ἔτσι ὁ δυστυχής! Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἐλεύθερος, ἔγινε τώρα δοῦλος. Τὸ ἄλλοτε βασιλόπουλο ἔγινε τώρα χοιροβοσκός. Αὐτὸς ποὺ ἀπολάμβανε τὰ πάντα κοντὰ στὸν πατέρα του, τώρα στερεῖται καὶ πεινάει. Ζηλεύει ἀκόμη καὶ τὴν τροφὴ τῶν χοίρων! Πραγματικὴ ἐξαθλίωση…
Ἔτσι καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό: ἕνας στερημένος δοῦλος. Ἐκεῖ ὁδηγεῖται ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ζήσει δῆθεν ἐλεύθερα, χωρὶς ἐντολές, χωρὶς «μὴ» καὶ «πρέπει», καὶ νὰ ἀπολαύσει, ὅπως νομίζει, τὴ ζωή του. Κυλιέται γιὰ κάποιον καιρὸ στὶς ἡδονές, βυθίζεται στὸν βοῦρκο τῆς ἀσωτίας καὶ τελικὰ καταντᾶ αἰχμάλωτος τῶν παθῶν του, δέσμιος τῶν δαιμόνων. Ἀνικανοποίητος καὶ ἀπελπισμένος. Ἕνα ἐρείπιο τῆς ζωῆς.
2. Ἡ στοργὴ τοῦ πατέρα
Κάποια στιγμὴ συνῆλθε ὁ νέος ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας, θυμήθηκε τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολάμβανε κοντὰ στὸν πατέρα του καὶ σκέφθηκε: Πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονο ψωμί, ἐνῶ ἐγὼ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν πείνα! Πῆρε λοιπὸν τὴ μεγάλη ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς, ὄχι γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θέση ποὺ εἶχε πρίν, νὰ γίνει δηλαδὴ καὶ πάλι «υἱός», ἀλλὰ γιὰ νὰ μείνει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα ὡς ὑπηρέτης.
Καθὼς ὅμως ἐπέστρεφε καὶ ἐνῶ ἀπεῖχε ἀκόμη, τὸν εἶδε ἀπὸ μακριὰ ὁ στοργικὸς πατέρας του, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τὸν περίμενε, καὶ ἔτρεξε μὲ λαχτάρα νὰ τὸν προϋπαντήσει. Ἔπεσε στὸν τράχηλό του, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε μὲ στοργή. Ὁ νέος μὲ συντριβὴ ξεκίνησε νὰ ἀπολογεῖται: Πατέρα, ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιόν σου καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου.
Ὁ πατέρας τὸν διέκοψε καὶ διέταξε τοὺς δούλους: Ντύστε τὸ παιδί μου μὲ τὴν πιὸ ἐπίσημη φορεσιά, φορέστε δαχτυλίδι στὸ χέρι του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι, καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του, γιὰ νὰ μὴν περπατᾶ ξυπόλυτος ὅπως οἱ σκλάβοι, καὶ σφάξτε τὸ καλύτερο μοσχάρι. Χαρεῖτε καὶ γιορτάστε γιὰ τὸ παιδί μου, ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ἦταν νεκρὸ καὶ ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένο καὶ βρέθηκε.
Ἔτσι ξεκίνησαν τὸ πανηγύρι. Τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀγάπη ἔδειξε ὁ πατέρας καὶ πρὸς τὸν μεγαλύτερο γιό, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νὰ μετέχει στὴ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ.
Ποιὰ καρδιὰ μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητη μπροστὰ στὴν ἀνέκφραστη στοργὴ τοῦ σπλαχνικοῦ αὐτοῦ πατέρα, ποὺ συμβολίζει τὸν Θεό; Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ πολυεύσπλαχνου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος περιμένει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ; Μᾶς περιμένει στὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἐπιπλήξει καὶ νὰ μᾶς τιμωρήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς συγχωρήσει, νὰ μᾶς ἐλευθερώσει, νὰ μᾶς χαρίσει τὸν «μόσχον τὸν σιτευτόν», τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, νὰ μᾶς καταστήσει καὶ πάλι παιδιά του ἀγαπημένα, βασιλόπουλα στὴν οὐράνια βασιλεία του.
Ἂς πάρουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὴ γενναία ἀπόφαση νὰ ἀφήσουμε τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοὺς χοίρους τῶν παθῶν, νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ χαρὰ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ σπλαχνικοῦ Πατέρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου