(Ο Απόστολος Παύλος, από διώκτης της Εκκλησίας, διωκόμενος για την Εκκλησία)
Η ιερή μνήμη των αγίων Αποστόλων φέρνει στη θύμησή μας την ανεκτίμητη προσφορά τους στην αγία μας Εκκλησία και γενικότερα προς το ανθρώπινο γένος, καθ’ ότι οι πρώην απλοί, αγράμματοι, δειλοί και ασήμαντοι εκείνοι άνθρωποι, διέδωσαν «έως εσχάτου της γης» (Πράξ.1,8), το κοσμοσωτήριο μήνυμα του Χριστού και άλλαξαν κυριολεκτικά το ρου της παγκόσμιας ιστορίας.
Παράλληλα έρχεται στη θύμησή μας και ο τεράστιος αγώνας τους, οι ανείπωτες προσωπικές τους περιπέτειες, οι άγριοι διωγμοί τους από τις αντίθεες δυνάμεις, με αποκορύφωμα τη φυσική τους εξόντωση, το μαρτυρικό θάνατό τους.
Οι μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας δεν υπήρξαν αποδέκτες μόνο σεβασμού και θαυμασμού, αλλά και σκληρής πολεμικής, συκοφαντιών, απαξίωσης και φυσικής εξόντωσης.
Πρώτος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής του κόσμου, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, είναι «εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ.2,32), που σημαίνει ότι το θείο πρόσωπό Του αποτελεί σημείο διαμάχης μεταξύ αυτών που Τον θεωρούν μέγα και εκείνων οι οποίοι προσπαθούν (ανεπιτυχώς) να Τον απαξιώσουν.
Το φαινόμενο ετούτο έχει τη ρίζα του και την αιτία του, με υποκινητή τον «απ’ αρχής ανθρωποκτόνο» (Ιωάν.8,45), το διάβολο, ο οποίος τρέφει την ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρει κάποτε να ματαιώσει το κοσμοσωτήριο έργο του Χριστού, να «αποδείξει» την σχετικότητά Του στα μάτια των ανθρώπων.
Όργανά του άνθρωποι θλιβεροί, σκοτεινοί, εμπαθείς, με ασθενή ψυχισμό. Μοιάζοντας ως «οδηγοί εισι τυφλών», αλλά όμως «τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βοθυνόν πεσούνται» (Ματθ.15,14).
Έχοντας τα μάτια τους κλειστά δε μπορούν να αντιληφτούν και να βιώσουν τη χαρά του φωτός και αρέσκονται στο σκοτάδι. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι τους οποίους ο Χριστός χαρακτήρισε ως πνευματικά τυφλούς, ρωτώντας τους: «μη και ημείς τυφλοί εσμεν;» (Ιωάν.9,40).
Αδιάψευστος μάρτυρας η ιστορία. Ουδέποτε υπήρξε εποχή κατά την οποία να μην υπήρχαν πολέμιοι του Χριστού μας.
Οι διαχρονικοί χριστιανομάχοι δεν αρκούνται στον πόλεμο κατά του Χριστού, αλλά τον εκτείνουν και στους εργάτες του έργου Του. Μετά τη θεοκτονία του Κυρίου μας και τη συκοφάντησή Του, ο πόλεμος στράφηκε κατά των αγίων Αποστόλων.
Μελετώντας το ιερό βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων», αλλά και τα συναξάριά των, διαπιστώνουμε έναν αδυσώπητο πόλεμο κατ’ αυτών, ο οποίος έφτανε ως και την φυσική τους εξόντωση. Είναι χαρακτηριστικό πως όλοι ο Απόστολοι, εκτός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, από τα θλιβερά όργανα του διαβόλου.
Στο σύντομο εδώ πόνημά μας θα αρκεστούμε στους διωγμούς και τα δεινοπαθήματα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος υπέστη φοβερούς διωγμούς και μαρτύρια, για τη μαρτυρία του Χριστού, δίνοντας στο τέλος και τη ζωή του, για τη μαρτυρία του για το Χριστό.
Ο κορυφαίος αυτός Απόστολος δεν είχε κληθεί από τον Κύριο και δεν ανήκε στον κύκλο των μαθητών Του. Αντίθετα μάλιστα, υπήρξε στην πρότερη ζωή του φανατικός διώκτης του Χριστού και της Εκκλησίας.
Έγραψε στους Γαλάτες Χριστιανούς: «Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ.1,13-14).
Για αυτό το ατυχές γεγονός θρηνούσε σε όλη του τη ζωή και ομολογούσε πως, «ἐγὼ γαρ εἰμι ὁ ελάχιστος τῶν αποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», αλλά, «χάριτι δὲ
Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε» (Α΄Κορ.15,9-11).
Αυτή είναι η ανεπανάληπτη συντριβή του μεγάλου ανδρός, αυτός ο οποίος διέδωσε στα πέρατα της οικουμένης το Ευαγγέλιο του Χριστού, αρνείται για τον εαυτό του τον τίτλο του αποστόλου, επικαλείται τη χάρη του Θεού για ό, τι υπήρξε και ό, τι έκανε!
Ορίζει δε την έννοια των εργατών του Θεού «ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ» (Α΄Κορ.4,1).
Ο ένθεος και ένθερμος αυτός Απόστολος του Χριστού, από τη στιγμή που έλαβε την αποκάλυψη του Θεού, στην οδό προς τη Δαμασκό (Πραξ.26,12) και καθ’ όλη την αποστολική του πορεία υπέστη ανείπωτους διωγμούς, τόσον από τους ομοφύλους του Ιουδαίους, όσο και από τους φανατικούς και δαιμονόπληκτους Εθνικούς.
Πουθενά, σε κανένα τόπο, δεν έγινε αποδεκτός, αλλά, τόσο ο ίδιος, όσο και οι συνεργάτες του, όπως ομολογεί, «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄Κορ.4,13). Από φανατικός διώκτης της Εκκλησίας μεταβλήθηκε σε διωκόμενο για την Εκκλησία.
Θεωρούσε το αποστολικό αξίωμα ως προσωπική θυσία, διότι γνώριζε ότι ο διάβολος, διά του πτωτικού κόσμου, θα έγειρε τρομακτική αντίσταση για να ματαιωθεί το έργο της σωτηρίας. Έγραψε στους χριστιανούς της Κορίνθου: «δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν» (Α΄Κορ.4,9-13).
Μέσα από τις κακοπάθειες τις δικές του και των άλλων αποστόλων ορίζει την ποιοτική διαφορά τους από τους διώκτες τους, ως έμπρακτη εφαρμογή των διδαγμάτων του Χριστού για την συμπεριφορά των αναγεννημένων εν Χριστώ, απέναντι στους εχθρούς τους. Ορίζει επίσης την βία και τις διώξεις ως πτωτικό σύμπτωμα.
Ο ίδιος διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα παθήματά του: «εν κόποις περισσοτέρως, εν πληγαίς υπερβαλόντως, εν φυλακαίς περισσοτέρως, εν θανάτοις πολλάκις. Υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν έλαβον, τρις εραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρις εναυάγισα, νυχθημερόν εν τω βυθώ πεποίηκα. Οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· […]οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ» (Β΄Κορ.11,23-27).
Ο ιερός υμνογράφος της εορτής του συμπλήρωσε: «Τα κατά πόλιν δεσμά και τας θλίψεις σου τις διηγήσεται ένδοξε Παύλε απόστολε; Τους κόπους, τους μόχθους, τας αγρυπνίας, τας εν λιμώ και δίψει κακοπαθείας, τας εν ψύχει και γυμνότητι, την σαργάνην, τους ραδβισμούς, τους λιθασμούς, την περίοδον, τον βυθόν, τα ναυάγια; Θέατρον εγένου και αγγέλοις και ανθρώποις». Και ο ιερός Χρυσόστομος επισήμανε: «οι μύρια δεινά δι’ αυτήν υπομείναντες, εν φυλακαίς κατακλειόμενοι, υπό Ιουδαίων βδελυττόμενοι, υπό βαρβάρων συρόμενοι, υπό βασιλέων αικιζόμενοι, οι μηδέ αναπνείν συγχωρούμενοι και παύσασθαι της διδασκαλίας μη ανεχόμενοι, οι μέλος του σώματος κινήσαι μη δυνάμενοι διά το βάρος των δεσμών και πάσαν την οικουμένην δεδεμένην τη αμαρτία, δι’ επιστολών λύοντες…».
Παρά τις περιπέτειές του και τις ανείπωτες κακοπάθειές του, δεν κάμφθηκε ποτέ το ηθικό του και δεν έπαψε ποτέ να μεριμνά για την Εκκλησία: «χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι» (Β΄Κορ.11,28-30).
Τη δύναμη να μην καταπονείται από καμιά δυσκολία την αντλούσε από το Χριστό, τον υπέρτατο νικητή του κακού. Έγραφε: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντί με Χριστῷ» (Φιλ.4,13).
Την ημέρα εργαζόταν, ως σκηνοποιός, για να ζήσει, αυτός και οι συνοδοί συνεργάτες του (Α΄Κορ.4,12) και το βράδυ κατηχούσε και έγραφε τις θαυμάσιες επιστολές του προς τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει, διδάσκοντας, νουθετώντας, και διορθώνοντας τα κακώς έχοντα.
Δε λογάριασε ποτέ κόπους και ούτε ζήτησε αντάλλαγμα για τον κόπο του, «ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται» (Πραξ.20,33).
Οι κόποι του για το Ευαγγέλιο ήταν γι’ αυτόν καύχημα, ώστε, «λόγον ζωῆς ἐπέχοντες, εἰς καύχημα ἐμοὶ εἰς ἡμέραν Χριστοῦ, ὅτι οὐκ εἰς κενὸν ἔδραμον οὐδὲ εἰς κενὸν ἐκοπίασα» (Φιλιπ.2,16).
Δεν ξεχώρισε τους ακροατές του λόγου του σε Ιουδαίους ή Εθνικούς, αλλά τους πάντες ήθελε να τύχουν της σωτηρίας, γι’ αυτό κοπίαζε εξ’ ίσου για όλους.
Έγραψε στους χριστιανούς των Κολοσσών «οἷς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς γνωρίσαι τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὅς ἐστι Χριστὸς ἐν ὑμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης· ὃν ἡμεῖς καταγγέλλομεν νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον ἐν πάσῃ σοφίᾳ, ἵνα παραστήσωμεν πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· εἰς ὃ καὶ κοπιῶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἐμοὶ ἐν δυνάμει» (Κολ.1,27-29).
Ήξερε πως ο κόπος του ευαγγελισμού ήταν επιταγή του Χριστού και ως εκ τούτου έπρεπε να φτάσει σε κάθε τόπο, σε κάθε άνθρωπο και γι’ αυτό άξιζε κάθε ονειδισμός και κακοπάθεια γι’ αυτόν, «πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄Τιμ.4,9-10).
Το μόνιμο άγχος του ήταν η παρεμπόδιση του ευαγγελισμού και μη καρποφορία του λόγου του. Έγραψε στους χριστιανούς της Γαλατίας πως «φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς» (Γαλ.4,11).
Όταν διαπίστωνε αμέλεια δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει γλώσσα σκληρή, όμως μεστή αγάπης, για να επαναφέρει τους αμελούντες.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα έγραψε στους απείθαρχους Γαλάτες «ω, ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι, οἷς κατ' ὀφθαλμοὺς ᾿Ιησοῦς Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος; τοῦτο μόνον θέλω μαθεῖν ἀφ' ὑμῶν· ἐξ ἔργων νόμου τὸ Πνεῦμα ἐλάβετε ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως; οὕτως ἀνόητοί ἐστε; ἐναρξάμενοι πνεύματι νῦν σαρκὶ ἐπιτελεῖσθε; τοσαῦτα ἐπάθετε εἰκῆ; εἴ γε καὶ εἰκῆ» (Γαλ.3,1-4).
Έφθανε στο σημείο ακόμη και να αναθεματίζει και να παραδίδει στο σατανά όποιον δεν πείθονταν στις παρατηρήσεις του.
Αναθεμάτιζε (και φυσικά αναθεματίζει) όσους κήρυτταν (και κηρύσσουν) «έτερον ευαγγέλιον», δηλαδή ψεύδη και αιρέσεις, διότι οι κακοδοξίες οδηγούν στην απώλεια.
Έγραψε στους απείθαρχους Γαλάτες: «Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ.1,6-9).
Παρ’ όλα αυτά όμως η ψυχή του ήταν γεμάτη από αγάπη για τον κάθε άνθρωπο. Το τιτάνιο έργο του και οι κακοπάθειές του ήταν ξεχείλισμα της λαχτάρας του να σωθεί «πάσα σάρξ», όλοι οι άνθρωποι, για τους οποίους ο Χριστός έχυσε το τίμιο αίμα Του.
Η άμετρη αγάπη του και η ανεξικακία του είναι αποτυπωμένη στους χαιρετισμούς και τις φιλοφρονήσεις στις επιστολές του. Δεν υπήρχε χώρος στην καρδιά του για κακία και μισαλλοδοξία.
Δεν ήταν μόνο τα εξωτερικά χτυπήματα εναντίον του. Τον βασάνιζε ένα σοβαρό χρόνιο νόσημα, «σκόλοψ τη σαρκί» του, το οποίο δεν γνωρίζουμε. Φαίνεται πως υπέφερε πολύ από αυτή την ασθένεια και γι’ αυτό προσεύχονταν στο Θεό να τον λυτρώσει.
Φανέρωσε στους χριστιανούς της Κορίνθου πως του αποκαλύφτηκε ότι η πάθησή του δόθηκε τελικά από το Θεό για να μην υπερηφανεύεται, «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι».
Γι’ αυτό «ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου» (Β΄Κορ.12,8).
Κατανόησε τελικά πως η σωματική πάθηση ήταν τελικά για το πνευματικό του συμφέρον, δηλώνοντας: «ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ» (Β΄Κορ.12,9), δεχόμενος «ήδιστα», με ευχαρίστηση, το σωματικό του πρόβλημα.
Χτυπήματα και μάλιστα σοβαρά και ύπουλα δέχτηκε και από «ψευδαδέλφους». Άνθρωποι, με κοσμικό και συχνά δαιμονικό φρόνημα, εισήλθαν (και εισέρχονται) στην Εκκλησία για να προβάλλουν τον εαυτό τους και όχι να την υπηρετήσουν.
Φαίνεται πως οι δόλιοι αυτοί άνθρωποι υπέβαλλαν τον μεγάλο απόστολο σε μεγάλους κινδύνους και ίσως υπονόμευσαν και αυτή τη ζωή του, όπως ομολόγησε, εκτιθέμενος πολλές φορές εν «κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ» (Β΄Κορ.11,22). Είναι οι διαχρονικοί εχθροί της Εκκλησίας, οι οποίοι δημιουργούν σχίσματα, διαιρέσεις και αιρέσεις στο εκκλησιαστικό σώμα, εξυπηρετώντας τα δόλια σχέδια του διαβόλου.
Το επίγειο τέλος του μεγάλου αποστόλου επισφραγίστηκε με το μαρτύριο και το αίμα του. Περί το 66 μ. Χ. κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και τσακισμένος από τον πολυτάραχο βίο του και το τιτάνιο έργο του, έφτασε δέσμιος στη Ρώμη, όπου αυτοκράτορας ήταν έναν από τους πιο τερατώδεις εξουσιαστές της ιστορίας, ο παράφρων Νέρων, ο οποίος είχε κηρύξει τον πρώτο εξοντωτικό διωγμό κατά των χριστιανών. Συνελήφθη ως εχθρός της Ρώμης και αποκεφαλίσθηκε έξω από την πόλη.
Αλλά και μετά τον τίμιο και ηρωικό του θάνατο δεν σταμάτησαν οι επιθέσεις εναντίον του. Ο μισάνθρωπος διάβολος ήθελε να σπιλώσει το πρόσωπό του και να συκοφαντήσει το έργο του, υποβάλλοντας σε δόλιους ανθρώπους να συνεχίσουν την πολεμική εναντίον του.
Άνδρες «λαλοῦντες (και φρονούντες) διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ.20.31), προσπάθησαν να απομειώσουν το έργο του και να χαλκεύουν τη διδασκαλία του. Η πολεμική εναντίον του φτάνει και ως τις μέρες μας.
Σκοτεινοί «διαφωτιστές» «διέγνωσαν» δήθεν διαστροφή του ευαγγελίου του Χριστού από τον Παύλο, κάνοντας λόγο για «παυλιανισμό». Σφοδρή είναι τα τελευταία χρόνια η πολεμική εναντίον του από οπαδούς του νεοεποχίτικου «πνεύματος» και κύρια από τους οπαδούς του νεοπαγανιστικού φαινομένου, οι οποίοι, διαστρέφοντας κάθε γνήσιο ιστορικό στοιχείο, παρουσιάζουν το Παύλο, ως τον ολετήρα της ανθρωπότητας!
Και έχουν φυσικά το λόγο τους, αφού ο μεγάλος αυτός απόστολος εκθεμελίωσε τον δαιμονικό προχριστιανικό κόσμο και μαζί τη λατρεία του σατανά στην ειδωλολατρία. Εκείνο το απόγευμα, που μιλούσε στον Άρειο Πάγο, στην Αθήνα, έτριξαν τα σαθρά θεμέλια του αρχαίου κόσμου και σε λίγο χρόνο σωριάστηκαν οριστικά και αμετάκλητα!
Δεν έχουμε δυστυχώς το χώρο και τον χρόνο να επεκταθούμε περισσότερο στην πολυτάραχη ζωή του αποστόλου και φωτιστή των εθνών. Ο μεγάλος απόστολος απέδειξε έμπρακτα πως η δύναμη του κόσμου είναι ασήμαντη αδυναμία μπροστά στη δύναμη του Θεού.
Κατάγγειλε, με όλη τη δύναμη της ψυχής του και έπεισε, ότι ο Ιησούς Χριστός, μέσα από το πάθος Του και την κατά κόσμον «αδυναμία» Του, είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α΄Κορ.1,23).
Ότι «ο λόγος ο του σταυρού», η έσχατη αυτή έκφραση της εν τω κόσμω αδυναμίας, είναι, για όσους έχουν τη διάθεση να σωθούν «δύναμις Θεού» (Α΄Κορ.1,18).
Γι’ αυτό και ο Χριστός «ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ.2,8) και έζησε στη γη ως «πράος και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ.11,29).
Προειδοποίησε τους μαθητές Του ότι «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιωάν.15,20) και ότι τους στέλνει ως «πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ.10,16).
Ο απόστολος Παύλος, ως γνήσιος «δούλος Ιησού Χριστού» (Ρωμ.1,1), ως συνεπής «ὑπηρέτης Χριστοῦ καὶ οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ» (Α΄Κορ.4,1), υπόμεινε, με καρτερία όλα τα δεινοπαθήματα, θεωρώντας τα ως δείγματα της δυνάμεως και της χάριτος του Θεού στην ψυχή του και ως μέσα προσωπικής του τελείωσης.
Γι’ αυτό και διεκήρυττε αδιάκοπα και με στεντόρεια φωνή: «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολ 1,24), μεταδίδοντας αυτή την ανεκλάλητη χαρά και στους αποδέκτες των επιστολών του: «χαίρετε ἐν Κυρίῳ, πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ.4,4).
Επίσης συμβούλευε να τον μιμηθούν στην καρτερία και τα μαρτύρια, να αποκτήσουν πνεύμα ανδρείας, αποβάλλοντας κάθε ηττοπάθεια: «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α΄Κορ.16,13) και ακόμα: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. 6, 10-12).