Πολλοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἁπλοὶ καὶ ἄσημοι. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ὀνομαστοὶ καὶ ἐπίσημοι. Ὅλους τοὺς ἀγκαλιάζει καὶ τιμᾶ ἡ μήτηρ Ἐκκλησία.
Εἰδικότερα, οἱ ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη, ἀποτελοῦν ξεχωριστὲς μορφὲς ποὺ ἡ μὲν ἱστορία τὸν Κωνσταντῖνο τὸν ὠνόμασε μέγαν, ἡ δὲ Ἐκκλησία καὶ τοὺς δύο, υἱὸν καὶ μητέρα, κατέταξε στὸ ἁγιολόγιο αὐτῆς καὶ μάλιστα μὲ τὸν τίτλον «ἰσαποστόλους».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοήσουμε καὶ προσεγγίσουμε βαθύτερα τὶς μεγάλες αὐτὲς προσωπικότητες, εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη νὰ γνωρίζουμε ἐπαρκῶς τὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο, τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες, τὰ ἰδεολογικοφιλοσοφικὰ ρεύματα καὶ τὶς πολιτικοκοινωνικὲς καταστάσεις τῶν χρόνων ποὺ ἔζησαν καὶ ἕδρασαν.
Δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς καταλάβουμε, ἂν δὲν τοὺς θεωρήσουμε στὴν ἐποχή τους.
Καὶ πράγματι εὑρισκόμεθα στὰ ὅρια δύο κόσμων, τοῦ ἀρχαίου καὶ τοῦ νέου, τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μόλις ἐξήρχετο ἀπὸ τὶς κατακόμβες. Οἱ διωγμοὶ ἦσαν νωποί. Ἡ μανία τῶν διωκτῶν εἶχε μεταβάλλει σὲ ἐρείπια τοὺς οἴκους τῆς χριστιανικῆς λατρείας.
Τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων ἔρεε ὄχι μόνον στὸ Κολοσσαῖο, ἀλλὰ σ᾿ ὅλους τοὺς τόπους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ὡστόσο ἔρχεται ἡ καλὴ ἀλλοίωση, ἡ ἐσωτερικὴ ἀλλοίωση ποὺ συντελεῖται στὸν Μέγα Κωνσταντῖνο. Καὶ τοιούτου εἴδους πνευματικὲς ἀλλοιώσεις δὲν συντελοῦνται κάθε μέρα.
Ο Θεὸς τὸν ἀξιώνει νὰ γίνει ὁ πρῶτος χριστιανὸς αὐτοκράτωρ!
Ὁ Κωνσταντῖνος εἶναι ἀληθὲς ὅτι καὶ ὅταν ἀκόμη ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀντίκρυζε τοὺς χριστιανοὺς μὲ βλέμμα συμπαθείας καὶ ἐκτίμησης.
Τὶς εὐνοϊκὲς αὐτὲς διαθέσεις τὶς ἔλαβε ὡς πολύτιμη κληρονομικὰ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν μητέρα του τὴν Ἁγία Ἑλένη.
Νέος στὴν ἡλικία ὁ Κωνσταντῖνος ὑποχρεώθηκε νὰ μείνει ἕνα χρονικὸ διάστημα στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ.
Συχνὰ ἔβλεπε τοὺς τρομεροὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν καὶ ἡ εὐγενὴς ψυχή του δοκίμαζε ἀγανάκτηση καὶ ἀποτροπιασμό.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα καὶ ἡ ὁμολογία τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, γέμιζε τὸ εἶναι του μὲ θαυμασμὸ καὶ συγκίνηση.
Αὐτὲς οἱ πνευματικὲς ζυμώσεις συντελούνταν στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Κωνσταντίνου ὅταν τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα τὸν ἀνακήρυξαν Καίσαρα στὸ δυτικὸ μέρος τῆς αὐτοκρατορίας.
Πλὴν ὅμως, σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα, βρέθηκε στὴν ἀνάγκη νὰ δεχθεῖ τὸν πόλεμο, τὸν ὁποῖο τοῦ κήρυξε ὁ Μαξέντιος.
Τότε ἀκριβῶς ἕνα μεγάλο γεγονὸς ἦλθε νὰ δώσει ἀποφασιστικὴ στροφὴ στὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἱστορία.
Στὴ κρίσιμη στιγμὴ ἔξω ἀπὸ τὴν Ρώμη, πρὸ τῆς μάχης, ὁ Κωνσταντῖνος μὲ ἔκπληξη καὶ φόβο βλέπει στὸν οὐρανό, λαμπρὸ καὶ φωτεινὸ Σταυρὸ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτῳ νίκα».
Ὁ Κωνσταντῖνος νίκησε καὶ κυρίευσε τὴ Ρώμη. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ γενναῖος αὐτοκράτωρ πλησίασε περισσότερο τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του.
Ἡ ἐπίδραση τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὑπῆρξε γιὰ τὴν ζωή του ἐξαιρετικὰ εὐεργετικὴ καὶ φανερή.
Ἔτσι ἡ πρώτη του μεγάλη πράξη, ποὺ ἀπετέλεσε ἀληθινὸ σταθμὸ στὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.).
Οἱ ἀπάνθρωποι καὶ σκληροὶ διωγμοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι κράτησαν τρεῖς ὁλόκληρους αἰῶνες, σταμάτησαν.
Οἱ χριστιανοὶ μποροῦσαν πλέον νὰ χαροῦν τὴν πλήρη ἐλευθερία. Οἱ φυλακισμένοι καὶ ἐξόριστοι ὁμολογητὲς τῆς πίστεως ἐλευθερώθηκαν.
Οἱ διῶκτες ὑποχρεώθηκαν νὰ ἐπιστρέψουν τὶς περιουσίες τὶς ὁποῖες ἥρπασαν ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.
Καθιερώθηκε πλέον ἡ γενικὴ ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας. Μία δεύτερη μεγάλη πράξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι ἡ ἀπόφαση καὶ ἡ σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 35 μ.Χ., ἡ ὁποία καὶ κατεδίκασε τὴν φοβερὴ ἐκείνη αἴρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ἔπειτα ἄλλη πράξη του εἶναι ἡ νομοθεσία του. Μὲ αὐτὴν κατήργησε τὴν θεοποίηση τῶν ἡγεμόνων καὶ καθιέρωσε τὸν ἑορτασμὸ καὶ τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς σ᾿ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Κατήργησε τὶς μονομαχίες καὶ τὶς ἄλλες σκληρότατες καὶ ἀκόλαστες τελετὲς τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ἐξέδωκε σειρὰ διαταγμάτων γιὰ νὰ ἐξυψώσει ἠθικῶς τὴν οἰκογένεια. Κατήργησε τὴν ἔκθεση καὶ πώληση τῶν νηπίων καὶ διεκήρυξε ὅτι ἡ δουλεία εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων.
Ἀκόμη μετέφερε τὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν Ρώμη στὴ «νέα Ρώμη», τὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα τὴν 11η Μαΐου τοῦ ἔτους 330 μ.Χ., πρωτεύουσα ποὺ ἔμελε νὰ διαδραματίσει ἐπὶ χίλια ἔτη ἀξιολογώτατο ρόλο τοῦ ὅλου ἑλληνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἔπειτα ἀπέδωσε τὴν πρέπουσα τιμὴ στοὺς μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ βιογράφος του Εὐσέβιος, ὅτι καλοῦσε συχνὰ στὰ ἀνάκτορα ἕναν κληρικὸ ὁμολογητὴ τῆς ἁγίας χριστιανικῆς πίστεως, τοῦ ὁποίου τὸν ἕναν ὀφθαλμὸ εἶχον βγάλει σὲ σκληρότητα οἱ διῶκτες του κατὰ τὸν τελευταῖο διωγμὸ καὶ ὁ Κωνσταντῖνος τὸν ἐνηγκαλίζετο καὶ τὸν ἀσπαζόταν.
Ἀλλὰ καὶ ὅπως πάλι γράφει ὁ ἴδιος ἱστορικὸς στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, «βλέποντας ὁ Μ. Κωνσταντῖνος τοὺς Ἐπισκόπους, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους, γηρασμένοι πιά, εἶχαν πάνω στὸ σῶμα τους τὰ σημάδια τῶν βασανιστηρίων ἀπὸ τοὺς διωγμούς, τοὺς φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ τὰ τραύματά τους, γιατὶ πίστευε πὼς ἔτσι ἐλάμβανε μεγάλη εὐλογία».
Ἐπιπροσθέτως, συνείργησε στὴν ἵδρυση φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, βοήθησε τὴν ὀργάνωση ἱεραποστολῶν καὶ ἀνέλαβε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του, τὴν Ἁγία Ἑλένη, τὴν ἀνοικοδόμηση πολυάριθμων ἱερῶν ναῶν.
Εἰδικότερα, ἡ ἁγία Ἑλένη, ἀξιώθηκε ὕστερα ἀπὸ μεγάλες καὶ πολλὲς προσπάθειες ἀλλὰ καὶ θαυματουργικὲς θεῖες ἐπεμβάσεις, νὰ εὕρει τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς σήμερα τὸ «πανσεβάσμιον ξύλον» καὶ ἱερὸν σύμβολον εἰς προσκύνησιν.
Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικὸν ὅτι ἡ εἰκόνα τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, δείχνει τοὺς ἰσαποστόλους καὶ τοὺς δύο μαζὶ νὰ κρατοῦν τὸν Σταυρόν.
Αὐτός, τῷ ὄντι, ὁ Σταυρὸς ἦταν ἡ δύναμή τους καὶ Αὐτὸν εὐλαβοῦντο. Ὁ μὲν Μέγας Κωνσταντῖνος τὸν εἶδε, ἡ δὲ ἁγία Ἑλένη τὸν εὗρε.
Ἀλλὰ ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὸν ἐξυψώνει ἀκόμη περισσότερο εἶναι τὰ χριστιανικὰ καὶ ἅγια τέλη τῆς ζωῆς του.
Ὅταν αἰσθάνθηκε τὸ τέλος νὰ πλησιάζει προσῆλθε στὴν ἐξομολόγηση, ζήτησε συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του καὶ μὲ θερμὴ πίστη προχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα.
Ἐκάλεσε, λοιπόν, τοὺς Ἐπισκόπους ἐκεῖ στὴ Νικομήδεια ὅπου βρισκόταν, τοὺς ἀνεκοίνωσε τὴν ἱερή του ἐπιθυμία νὰ προσέλθει στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Ἀπὸ πολλὰ χρόνια διψοῦσα καὶ ποθοῦσα νὰ ἀξιωθῶ καὶ ἐγὼ τῆς σωτηρίας τὴν ὁποία δίδει ὁ Θεός. Ὁ καιρὸς ποὺ τόσο ἤλπιζα ἦλθε. Ὥρα εἶναι νὰ ἀπολαύσω καὶ ἐγὼ τὴν σφραγίδα τῆς ἀθανασίας, νὰ λάβω τὴν σφραγίδα τῆς σωτηρίας, τὸ ἅγιον βάπτισμα. Εἶχα τὸν πόθον νὰ βαπτισθῶ στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ὁ Σωτὴρ ἡμῶν ἐβαπτίσθη γιὰ νὰ προτυπώσει τὸ δικό μας βάπτισμα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ κανονίζει ὅλα πρὸς τὸ συμφέρον μας, μὲ ἀξιώνει ἐδῶ νὰ λάβω τὸ ἅγιον Βάπτισμα».
Βαπτίσθηκε καὶ στὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ζωῆς του δὲν φόρεσε πλέον τὴν αὐτοκρατορικὴ πορφύρα ἀλλὰ ἔφερε τὸν λευκότατο χιτῶνα τοῦ βαπτίσματος.
Γεμᾶτος ἀγαλλίαση ἀκούσθηκε νὰ λέγει: «Νῦν ἀληθεῖ λόγῳ μακάριον οἶδ᾿ ἐμαυτόν, νῦν τῆς ἀθανάτου ζωῆς πεφᾶνθαι ἄξιον, νῦν θείου μετειληφέναι φωτὸς πεπίστευκα»!
Παρέδωκε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 21 Μαΐου τοῦ ἔτους 337 μ.Χ., ἐνῶ ἡ σεβάσμια μητέρα του ἁγία Ἑλένη τὸ 328 μ.Χ.
Δικαίως τοὺς τιμοῦμε ὡς Ἰσαποστόλους καὶ πάνυ εὐλαβῶς πάντοτε ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τους.
Εἰδικότερα, οἱ ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη, ἀποτελοῦν ξεχωριστὲς μορφὲς ποὺ ἡ μὲν ἱστορία τὸν Κωνσταντῖνο τὸν ὠνόμασε μέγαν, ἡ δὲ Ἐκκλησία καὶ τοὺς δύο, υἱὸν καὶ μητέρα, κατέταξε στὸ ἁγιολόγιο αὐτῆς καὶ μάλιστα μὲ τὸν τίτλον «ἰσαποστόλους».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοήσουμε καὶ προσεγγίσουμε βαθύτερα τὶς μεγάλες αὐτὲς προσωπικότητες, εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη νὰ γνωρίζουμε ἐπαρκῶς τὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο, τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες, τὰ ἰδεολογικοφιλοσοφικὰ ρεύματα καὶ τὶς πολιτικοκοινωνικὲς καταστάσεις τῶν χρόνων ποὺ ἔζησαν καὶ ἕδρασαν.
Δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς καταλάβουμε, ἂν δὲν τοὺς θεωρήσουμε στὴν ἐποχή τους.
Καὶ πράγματι εὑρισκόμεθα στὰ ὅρια δύο κόσμων, τοῦ ἀρχαίου καὶ τοῦ νέου, τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μόλις ἐξήρχετο ἀπὸ τὶς κατακόμβες. Οἱ διωγμοὶ ἦσαν νωποί. Ἡ μανία τῶν διωκτῶν εἶχε μεταβάλλει σὲ ἐρείπια τοὺς οἴκους τῆς χριστιανικῆς λατρείας.
Τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων ἔρεε ὄχι μόνον στὸ Κολοσσαῖο, ἀλλὰ σ᾿ ὅλους τοὺς τόπους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ὡστόσο ἔρχεται ἡ καλὴ ἀλλοίωση, ἡ ἐσωτερικὴ ἀλλοίωση ποὺ συντελεῖται στὸν Μέγα Κωνσταντῖνο. Καὶ τοιούτου εἴδους πνευματικὲς ἀλλοιώσεις δὲν συντελοῦνται κάθε μέρα.
Ο Θεὸς τὸν ἀξιώνει νὰ γίνει ὁ πρῶτος χριστιανὸς αὐτοκράτωρ!
Ὁ Κωνσταντῖνος εἶναι ἀληθὲς ὅτι καὶ ὅταν ἀκόμη ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀντίκρυζε τοὺς χριστιανοὺς μὲ βλέμμα συμπαθείας καὶ ἐκτίμησης.
Τὶς εὐνοϊκὲς αὐτὲς διαθέσεις τὶς ἔλαβε ὡς πολύτιμη κληρονομικὰ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν μητέρα του τὴν Ἁγία Ἑλένη.
Νέος στὴν ἡλικία ὁ Κωνσταντῖνος ὑποχρεώθηκε νὰ μείνει ἕνα χρονικὸ διάστημα στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ.
Συχνὰ ἔβλεπε τοὺς τρομεροὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν καὶ ἡ εὐγενὴς ψυχή του δοκίμαζε ἀγανάκτηση καὶ ἀποτροπιασμό.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα καὶ ἡ ὁμολογία τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, γέμιζε τὸ εἶναι του μὲ θαυμασμὸ καὶ συγκίνηση.
Αὐτὲς οἱ πνευματικὲς ζυμώσεις συντελούνταν στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Κωνσταντίνου ὅταν τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα τὸν ἀνακήρυξαν Καίσαρα στὸ δυτικὸ μέρος τῆς αὐτοκρατορίας.
Πλὴν ὅμως, σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα, βρέθηκε στὴν ἀνάγκη νὰ δεχθεῖ τὸν πόλεμο, τὸν ὁποῖο τοῦ κήρυξε ὁ Μαξέντιος.
Τότε ἀκριβῶς ἕνα μεγάλο γεγονὸς ἦλθε νὰ δώσει ἀποφασιστικὴ στροφὴ στὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἱστορία.
Στὴ κρίσιμη στιγμὴ ἔξω ἀπὸ τὴν Ρώμη, πρὸ τῆς μάχης, ὁ Κωνσταντῖνος μὲ ἔκπληξη καὶ φόβο βλέπει στὸν οὐρανό, λαμπρὸ καὶ φωτεινὸ Σταυρὸ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτῳ νίκα».
Ὁ Κωνσταντῖνος νίκησε καὶ κυρίευσε τὴ Ρώμη. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ γενναῖος αὐτοκράτωρ πλησίασε περισσότερο τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του.
Ἡ ἐπίδραση τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὑπῆρξε γιὰ τὴν ζωή του ἐξαιρετικὰ εὐεργετικὴ καὶ φανερή.
Ἔτσι ἡ πρώτη του μεγάλη πράξη, ποὺ ἀπετέλεσε ἀληθινὸ σταθμὸ στὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.).
Οἱ ἀπάνθρωποι καὶ σκληροὶ διωγμοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι κράτησαν τρεῖς ὁλόκληρους αἰῶνες, σταμάτησαν.
Οἱ χριστιανοὶ μποροῦσαν πλέον νὰ χαροῦν τὴν πλήρη ἐλευθερία. Οἱ φυλακισμένοι καὶ ἐξόριστοι ὁμολογητὲς τῆς πίστεως ἐλευθερώθηκαν.
Οἱ διῶκτες ὑποχρεώθηκαν νὰ ἐπιστρέψουν τὶς περιουσίες τὶς ὁποῖες ἥρπασαν ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.
Καθιερώθηκε πλέον ἡ γενικὴ ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας. Μία δεύτερη μεγάλη πράξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι ἡ ἀπόφαση καὶ ἡ σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 35 μ.Χ., ἡ ὁποία καὶ κατεδίκασε τὴν φοβερὴ ἐκείνη αἴρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ἔπειτα ἄλλη πράξη του εἶναι ἡ νομοθεσία του. Μὲ αὐτὴν κατήργησε τὴν θεοποίηση τῶν ἡγεμόνων καὶ καθιέρωσε τὸν ἑορτασμὸ καὶ τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς σ᾿ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Κατήργησε τὶς μονομαχίες καὶ τὶς ἄλλες σκληρότατες καὶ ἀκόλαστες τελετὲς τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ἐξέδωκε σειρὰ διαταγμάτων γιὰ νὰ ἐξυψώσει ἠθικῶς τὴν οἰκογένεια. Κατήργησε τὴν ἔκθεση καὶ πώληση τῶν νηπίων καὶ διεκήρυξε ὅτι ἡ δουλεία εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων.
Ἀκόμη μετέφερε τὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν Ρώμη στὴ «νέα Ρώμη», τὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα τὴν 11η Μαΐου τοῦ ἔτους 330 μ.Χ., πρωτεύουσα ποὺ ἔμελε νὰ διαδραματίσει ἐπὶ χίλια ἔτη ἀξιολογώτατο ρόλο τοῦ ὅλου ἑλληνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἔπειτα ἀπέδωσε τὴν πρέπουσα τιμὴ στοὺς μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ βιογράφος του Εὐσέβιος, ὅτι καλοῦσε συχνὰ στὰ ἀνάκτορα ἕναν κληρικὸ ὁμολογητὴ τῆς ἁγίας χριστιανικῆς πίστεως, τοῦ ὁποίου τὸν ἕναν ὀφθαλμὸ εἶχον βγάλει σὲ σκληρότητα οἱ διῶκτες του κατὰ τὸν τελευταῖο διωγμὸ καὶ ὁ Κωνσταντῖνος τὸν ἐνηγκαλίζετο καὶ τὸν ἀσπαζόταν.
Ἀλλὰ καὶ ὅπως πάλι γράφει ὁ ἴδιος ἱστορικὸς στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, «βλέποντας ὁ Μ. Κωνσταντῖνος τοὺς Ἐπισκόπους, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους, γηρασμένοι πιά, εἶχαν πάνω στὸ σῶμα τους τὰ σημάδια τῶν βασανιστηρίων ἀπὸ τοὺς διωγμούς, τοὺς φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ τὰ τραύματά τους, γιατὶ πίστευε πὼς ἔτσι ἐλάμβανε μεγάλη εὐλογία».
Ἐπιπροσθέτως, συνείργησε στὴν ἵδρυση φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, βοήθησε τὴν ὀργάνωση ἱεραποστολῶν καὶ ἀνέλαβε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του, τὴν Ἁγία Ἑλένη, τὴν ἀνοικοδόμηση πολυάριθμων ἱερῶν ναῶν.
Εἰδικότερα, ἡ ἁγία Ἑλένη, ἀξιώθηκε ὕστερα ἀπὸ μεγάλες καὶ πολλὲς προσπάθειες ἀλλὰ καὶ θαυματουργικὲς θεῖες ἐπεμβάσεις, νὰ εὕρει τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς σήμερα τὸ «πανσεβάσμιον ξύλον» καὶ ἱερὸν σύμβολον εἰς προσκύνησιν.
Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικὸν ὅτι ἡ εἰκόνα τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, δείχνει τοὺς ἰσαποστόλους καὶ τοὺς δύο μαζὶ νὰ κρατοῦν τὸν Σταυρόν.
Αὐτός, τῷ ὄντι, ὁ Σταυρὸς ἦταν ἡ δύναμή τους καὶ Αὐτὸν εὐλαβοῦντο. Ὁ μὲν Μέγας Κωνσταντῖνος τὸν εἶδε, ἡ δὲ ἁγία Ἑλένη τὸν εὗρε.
Ἀλλὰ ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὸν ἐξυψώνει ἀκόμη περισσότερο εἶναι τὰ χριστιανικὰ καὶ ἅγια τέλη τῆς ζωῆς του.
Ὅταν αἰσθάνθηκε τὸ τέλος νὰ πλησιάζει προσῆλθε στὴν ἐξομολόγηση, ζήτησε συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του καὶ μὲ θερμὴ πίστη προχώρησε πρὸς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα.
Ἐκάλεσε, λοιπόν, τοὺς Ἐπισκόπους ἐκεῖ στὴ Νικομήδεια ὅπου βρισκόταν, τοὺς ἀνεκοίνωσε τὴν ἱερή του ἐπιθυμία νὰ προσέλθει στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Ἀπὸ πολλὰ χρόνια διψοῦσα καὶ ποθοῦσα νὰ ἀξιωθῶ καὶ ἐγὼ τῆς σωτηρίας τὴν ὁποία δίδει ὁ Θεός. Ὁ καιρὸς ποὺ τόσο ἤλπιζα ἦλθε. Ὥρα εἶναι νὰ ἀπολαύσω καὶ ἐγὼ τὴν σφραγίδα τῆς ἀθανασίας, νὰ λάβω τὴν σφραγίδα τῆς σωτηρίας, τὸ ἅγιον βάπτισμα. Εἶχα τὸν πόθον νὰ βαπτισθῶ στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ὁ Σωτὴρ ἡμῶν ἐβαπτίσθη γιὰ νὰ προτυπώσει τὸ δικό μας βάπτισμα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ κανονίζει ὅλα πρὸς τὸ συμφέρον μας, μὲ ἀξιώνει ἐδῶ νὰ λάβω τὸ ἅγιον Βάπτισμα».
Βαπτίσθηκε καὶ στὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ζωῆς του δὲν φόρεσε πλέον τὴν αὐτοκρατορικὴ πορφύρα ἀλλὰ ἔφερε τὸν λευκότατο χιτῶνα τοῦ βαπτίσματος.
Γεμᾶτος ἀγαλλίαση ἀκούσθηκε νὰ λέγει: «Νῦν ἀληθεῖ λόγῳ μακάριον οἶδ᾿ ἐμαυτόν, νῦν τῆς ἀθανάτου ζωῆς πεφᾶνθαι ἄξιον, νῦν θείου μετειληφέναι φωτὸς πεπίστευκα»!
Παρέδωκε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 21 Μαΐου τοῦ ἔτους 337 μ.Χ., ἐνῶ ἡ σεβάσμια μητέρα του ἁγία Ἑλένη τὸ 328 μ.Χ.
Δικαίως τοὺς τιμοῦμε ὡς Ἰσαποστόλους καὶ πάνυ εὐλαβῶς πάντοτε ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου