1. Κατὰ Θεὸν μόνωση
Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς ἀκούσαμε ὅτι ὁ Κύριος, μετὰ τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων, ἀνάγκασε τοὺς Μαθητές Του νὰ ἐπιβιβασθοῦν σὲ πλοιάριο γιὰ νὰ περάσουν ἀπέναντι. Ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη, «ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι»· ἀνέβηκε στὸ γειτονικὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του.
Πόσο κουραστικὴ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο ἐκείνη ἡ μέρα! Θεράπευσε τόσους ἀρρώστους, δίδαξε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ στὰ πλήθη ἐπὶ ὧρες, μέχρι τὸ σούρουπο. Κατόπιν φρόντισε καὶ γιὰ τὴ σωματικὴ διατροφή τους – τοὺς ἔθρεψε μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Καὶ ὅμως οὔτε τώρα ἀποζητᾶ σωματικὴ ἀνάπαυση, ἀλλὰ ἀποσύρεται γιὰ κατ᾿ ἰδίαν προσευχή! Ἐπιδιώκει τὴν ἀτομικὴ προσευχή: «ἠνάγκασε τοὺς μαθητάς… ἀπέλυσε τοὺς ὄχλους»· μήνυμα πολύτιμο γιὰ τὴν ἐποχή μας, ἡ ὁποία εὐνοεῖ τὴν ἐξωστρέφεια, τὴν πολυπραγμοσύνη, τὴν πληθωρικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· μήνυμα ταιριαστὸ γιὰ τὸ καλοκαίρι, μάλιστα τώρα στὸν κατ᾿ ἐξοχὴν μήνα τῶν διακοπῶν.
Ἔχουμε ἀνάγκη κάποτε νὰ μένουμε μόνοι μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ κοιτάζουμε μέσα μας, νὰ ἀσκοῦμε αὐτοκριτική, νὰ μελετοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπιδιδόμαστε στὴν προσευχή· νὰ ὑψώνουμε τὸν νοῦ μας στὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ νὰ Τοῦ ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας: νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς δωρεές Του, νὰ Τοῦ ἀναφέρουμε τὰ προβλήματἀ μας, ν᾿ ἀποθέτουμε μπροστὰ στὸν θρόνο Του τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς πονεμένους, καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Νὰ Τοῦ ζητοῦμε βοήθεια καὶ φωτισμὸ ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐπίγεια ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ οὐράνια: νέκρωση τῶν παθῶν, πνευματικὴ πρόοδο, ἀρετή, πόθο τῆς Βασιλείας Του…
Βέβαια ὁ συνειδητὸς πιστὸς ὅλο τὸν χρόνο ἐπιδιώκει τὴν κατὰ Θεὸν μόνωση κάθε μέρα. Ὡστόσο τὸν χειμώνα αὐτὸ γίνεται ἴσως μὲ κάποια πίεση. Τώρα τὸ καλοκαίρι μπορεῖ νὰ γίνεται πιὸ ἄνετα. Πόσο θὰ γλυκαίνεται τότε καὶ θὰ εἰρηνεύει ἡ ψυχή μας, καὶ θὰ ἐπιδιώκει πλέον αὐθόρμητα πιὸ συχνὰ νὰ ἀποσύρεται γιὰ νὰ «κατατρυφᾷ τοῦ Κυρίου»!
2. «Κύριε, σῶσόν με»
Ἐνῶ ὁ Κύριος προσευχόταν στὸ βουνό, οἱ Μαθητές Του πάλευαν μὲ τὰ κύματα. Ἡ ξαφνικὴ θύελλα ἀπειλοῦσε τὸ πλοιάριό τους καὶ τὴ ζωή τους. Περασμένα μεσάνυχτα καὶ ἡ ἀγωνία τους στὸ κατακόρυφο. Ἐκείνη τὴν ὥρα τοὺς πλησίασε ὁ Κύριος. Τὸν νόμισαν γιὰ φάντασμα, φοβήθηκαν. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς καθησύχασε: «Ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβάστε!» Τότε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει ἐντολὴ νὰ ἔλθει πρὸς Ἐκεῖνον, νὰ περπατήσει πάνω στὰ κύματα ὅπως ὁ Διδάσκαλος. Πράγματι, τοῦ εἶπε: «Ἔλα». Ὁ ὁρμητικὸς μαθητὴς ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοιάριο καὶ ἄρχισε νὰ περπατᾶ στὴ θάλασσα σὰν νὰ ἦταν στεριά. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ὁ ἄνεμος ἦταν ἰσχυρὸς καὶ τὰ κύματα μεγάλα, φοβήθηκε, ἡ πίστη του κλονίστηκε, καὶ ἔτσι ἄρχισε νὰ βουλιάζει. Τότε ἔβγαλε ἐναγώνια κραυγή:
–«Κύριε, σῶσόν με»!
Ὁ Κύριος τὸν ἔσωσε. Ἀμέσως ἅπλωσε τὸ χέρι Του καὶ τὸν κράτησε σταθερά.
«Κύριε, σῶσόν με»! ἡ κραυγὴ τῶν κλυδωνιζόμενων πιστῶν, ἡ καρδιακὴ προσευχή – ἱκεσία γιὰ τὴν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κινδυνεύουμε νὰ καταποντισθοῦμε στὸ τρικυμισμένο πέλαγος τῆς ἀπελπισίας, νὰ κυριευθοῦμε ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐκδικήσεως καὶ ὁποιουδήποτε ἄλλου πάθους, ἢ νὰ ὑποκύψουμε σὲ ὁποιονδήποτε πειρασμό, ἂς κραυγάζουμε· «Κύριε, σῶσόν με» μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας. Κι Ἐκεῖνος θὰ ἔρχεται, νά ᾿μαστε βέβαιοι, καὶ θὰ μᾶς σώζει, θὰ μᾶς ἁρπάζει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ πονηροῦ, ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπώλεια.
3. «Γιατί δίστασες;»
Ὅμως ὁ Κύριος ἀφοῦ διέσωσε τὸν Μαθητή Του, τὸν ἐπέπληξε κιόλας:
–«Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», τοῦ εἶπε. Ὀλιγόπιστε, γιατί δίστασες; γιατί δείλιασες; Εἶναι σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς λόγος νὰ δείξεις ὀλιγοπιστία.
Νὰ περπατάει ὁ Μαθητὴς πάνω στὴν ταραγμένη θάλασσα γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του, νὰ σφυρίζει γύρω του ὁ ἄνεμος, νά ᾿ναι νύχτα, ἡ βάρκα νὰ κινδυνεύει νὰ βουλιάξει, καὶ ὁ Κύριος νὰ τοῦ λέει· «γιατί δίστασες;». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φοβηθεῖ κανείς;
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας, ὁ τόσο συγκαταβατικὸς στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ποτὲ δὲν εἶναι ὑπερβολικὸς στὶς ἀπαιτήσεις Του. Οὐσιαστικὰ εἶναι σὰν νὰ εἶπε στὸν ἀπόστολο Πέτρο: Τὸ ἔπαθες αὐτό, διότι πῆρες τὰ μάτια σου ἀπὸ πάνω μου καὶ τὰ ἔστρεψες στὰ κύματα. Ἀφοῦ περπάτησες πάνω στὴ θάλασσα, γιατί μετὰ δίστασες; Ἐγὼ δὲν εἶμαι ὁ Κύριος ὄχι μόνο τῆς θάλασσας ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνέμου;
Ἡ ὀλιγοπιστία δὲν δημιουργεῖται ἀπὸ τὶς δυσμενεῖς ἐξωτερικὲς συνθῆκες ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀδύναμη προαίρεσή μας: διότι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε στραμμένοι σταθερὰ πρὸς τὸν Κύριο. Στρέφουμε τὴν προσοχή μας πρὸς τὰ κύματα, πρὸς τὰ προβλήματα καὶ τὶς δυσκολίες, καὶ λησμονοῦμε τὶς πολλὲς θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις Του στὴ ζωή μας.
Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἔχει πίστη χωρὶς ταλαντεύσεις, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στερεώνει τὴν καρδιά του μὲ τόσο ἰσχυρὴ βεβαιότητα, ὥστε νὰ μὴν κλονίζεται ἀπὸ τὰ συμπεράσματα τῆς κοντόφθαλμης ἀνθρώπινης λογικῆς καὶ τὶς τυχὸν ἀντίθετες πληροφορίες ποὺ δίνουν οἱ αἰσθήσεις του. Μακάρι ν᾿ ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀποκτήσουμε τέτοια πίστη.
Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς ἀκούσαμε ὅτι ὁ Κύριος, μετὰ τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων, ἀνάγκασε τοὺς Μαθητές Του νὰ ἐπιβιβασθοῦν σὲ πλοιάριο γιὰ νὰ περάσουν ἀπέναντι. Ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη, «ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι»· ἀνέβηκε στὸ γειτονικὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του.
Πόσο κουραστικὴ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο ἐκείνη ἡ μέρα! Θεράπευσε τόσους ἀρρώστους, δίδαξε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ στὰ πλήθη ἐπὶ ὧρες, μέχρι τὸ σούρουπο. Κατόπιν φρόντισε καὶ γιὰ τὴ σωματικὴ διατροφή τους – τοὺς ἔθρεψε μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Καὶ ὅμως οὔτε τώρα ἀποζητᾶ σωματικὴ ἀνάπαυση, ἀλλὰ ἀποσύρεται γιὰ κατ᾿ ἰδίαν προσευχή! Ἐπιδιώκει τὴν ἀτομικὴ προσευχή: «ἠνάγκασε τοὺς μαθητάς… ἀπέλυσε τοὺς ὄχλους»· μήνυμα πολύτιμο γιὰ τὴν ἐποχή μας, ἡ ὁποία εὐνοεῖ τὴν ἐξωστρέφεια, τὴν πολυπραγμοσύνη, τὴν πληθωρικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· μήνυμα ταιριαστὸ γιὰ τὸ καλοκαίρι, μάλιστα τώρα στὸν κατ᾿ ἐξοχὴν μήνα τῶν διακοπῶν.
Ἔχουμε ἀνάγκη κάποτε νὰ μένουμε μόνοι μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ κοιτάζουμε μέσα μας, νὰ ἀσκοῦμε αὐτοκριτική, νὰ μελετοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπιδιδόμαστε στὴν προσευχή· νὰ ὑψώνουμε τὸν νοῦ μας στὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ νὰ Τοῦ ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας: νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς δωρεές Του, νὰ Τοῦ ἀναφέρουμε τὰ προβλήματἀ μας, ν᾿ ἀποθέτουμε μπροστὰ στὸν θρόνο Του τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς πονεμένους, καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Νὰ Τοῦ ζητοῦμε βοήθεια καὶ φωτισμὸ ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐπίγεια ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ οὐράνια: νέκρωση τῶν παθῶν, πνευματικὴ πρόοδο, ἀρετή, πόθο τῆς Βασιλείας Του…
Βέβαια ὁ συνειδητὸς πιστὸς ὅλο τὸν χρόνο ἐπιδιώκει τὴν κατὰ Θεὸν μόνωση κάθε μέρα. Ὡστόσο τὸν χειμώνα αὐτὸ γίνεται ἴσως μὲ κάποια πίεση. Τώρα τὸ καλοκαίρι μπορεῖ νὰ γίνεται πιὸ ἄνετα. Πόσο θὰ γλυκαίνεται τότε καὶ θὰ εἰρηνεύει ἡ ψυχή μας, καὶ θὰ ἐπιδιώκει πλέον αὐθόρμητα πιὸ συχνὰ νὰ ἀποσύρεται γιὰ νὰ «κατατρυφᾷ τοῦ Κυρίου»!
2. «Κύριε, σῶσόν με»
Ἐνῶ ὁ Κύριος προσευχόταν στὸ βουνό, οἱ Μαθητές Του πάλευαν μὲ τὰ κύματα. Ἡ ξαφνικὴ θύελλα ἀπειλοῦσε τὸ πλοιάριό τους καὶ τὴ ζωή τους. Περασμένα μεσάνυχτα καὶ ἡ ἀγωνία τους στὸ κατακόρυφο. Ἐκείνη τὴν ὥρα τοὺς πλησίασε ὁ Κύριος. Τὸν νόμισαν γιὰ φάντασμα, φοβήθηκαν. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς καθησύχασε: «Ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβάστε!» Τότε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει ἐντολὴ νὰ ἔλθει πρὸς Ἐκεῖνον, νὰ περπατήσει πάνω στὰ κύματα ὅπως ὁ Διδάσκαλος. Πράγματι, τοῦ εἶπε: «Ἔλα». Ὁ ὁρμητικὸς μαθητὴς ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοιάριο καὶ ἄρχισε νὰ περπατᾶ στὴ θάλασσα σὰν νὰ ἦταν στεριά. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ὁ ἄνεμος ἦταν ἰσχυρὸς καὶ τὰ κύματα μεγάλα, φοβήθηκε, ἡ πίστη του κλονίστηκε, καὶ ἔτσι ἄρχισε νὰ βουλιάζει. Τότε ἔβγαλε ἐναγώνια κραυγή:
–«Κύριε, σῶσόν με»!
Ὁ Κύριος τὸν ἔσωσε. Ἀμέσως ἅπλωσε τὸ χέρι Του καὶ τὸν κράτησε σταθερά.
«Κύριε, σῶσόν με»! ἡ κραυγὴ τῶν κλυδωνιζόμενων πιστῶν, ἡ καρδιακὴ προσευχή – ἱκεσία γιὰ τὴν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κινδυνεύουμε νὰ καταποντισθοῦμε στὸ τρικυμισμένο πέλαγος τῆς ἀπελπισίας, νὰ κυριευθοῦμε ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐκδικήσεως καὶ ὁποιουδήποτε ἄλλου πάθους, ἢ νὰ ὑποκύψουμε σὲ ὁποιονδήποτε πειρασμό, ἂς κραυγάζουμε· «Κύριε, σῶσόν με» μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας. Κι Ἐκεῖνος θὰ ἔρχεται, νά ᾿μαστε βέβαιοι, καὶ θὰ μᾶς σώζει, θὰ μᾶς ἁρπάζει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ πονηροῦ, ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπώλεια.
3. «Γιατί δίστασες;»
Ὅμως ὁ Κύριος ἀφοῦ διέσωσε τὸν Μαθητή Του, τὸν ἐπέπληξε κιόλας:
–«Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», τοῦ εἶπε. Ὀλιγόπιστε, γιατί δίστασες; γιατί δείλιασες; Εἶναι σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς λόγος νὰ δείξεις ὀλιγοπιστία.
Νὰ περπατάει ὁ Μαθητὴς πάνω στὴν ταραγμένη θάλασσα γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του, νὰ σφυρίζει γύρω του ὁ ἄνεμος, νά ᾿ναι νύχτα, ἡ βάρκα νὰ κινδυνεύει νὰ βουλιάξει, καὶ ὁ Κύριος νὰ τοῦ λέει· «γιατί δίστασες;». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φοβηθεῖ κανείς;
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας, ὁ τόσο συγκαταβατικὸς στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ποτὲ δὲν εἶναι ὑπερβολικὸς στὶς ἀπαιτήσεις Του. Οὐσιαστικὰ εἶναι σὰν νὰ εἶπε στὸν ἀπόστολο Πέτρο: Τὸ ἔπαθες αὐτό, διότι πῆρες τὰ μάτια σου ἀπὸ πάνω μου καὶ τὰ ἔστρεψες στὰ κύματα. Ἀφοῦ περπάτησες πάνω στὴ θάλασσα, γιατί μετὰ δίστασες; Ἐγὼ δὲν εἶμαι ὁ Κύριος ὄχι μόνο τῆς θάλασσας ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνέμου;
Ἡ ὀλιγοπιστία δὲν δημιουργεῖται ἀπὸ τὶς δυσμενεῖς ἐξωτερικὲς συνθῆκες ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀδύναμη προαίρεσή μας: διότι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε στραμμένοι σταθερὰ πρὸς τὸν Κύριο. Στρέφουμε τὴν προσοχή μας πρὸς τὰ κύματα, πρὸς τὰ προβλήματα καὶ τὶς δυσκολίες, καὶ λησμονοῦμε τὶς πολλὲς θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις Του στὴ ζωή μας.
Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἔχει πίστη χωρὶς ταλαντεύσεις, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στερεώνει τὴν καρδιά του μὲ τόσο ἰσχυρὴ βεβαιότητα, ὥστε νὰ μὴν κλονίζεται ἀπὸ τὰ συμπεράσματα τῆς κοντόφθαλμης ἀνθρώπινης λογικῆς καὶ τὶς τυχὸν ἀντίθετες πληροφορίες ποὺ δίνουν οἱ αἰσθήσεις του. Μακάρι ν᾿ ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀποκτήσουμε τέτοια πίστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου