Τρίτη 30 Απριλίου 2019

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΑΓΙΩΝ ΡΑΦΑΗΛ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ

ΟΙ ΑΙΝΟΙ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Η Ανάσταση ως σημείο νίκης κατά του παλαιού ανθρώπου

Γιορτάζουμε τὴ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ κατὰ τοῦ θανάτου ἀλλὰἐπίσης κατὰ τοῦ κακοῦ. Ἀλλά τούτη ἡ νίκη δὲν κερδήθηκε μοναχὰ ἀπὸτὸν Θεό.
Ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Ἄνθρωπος ὑπερίσχυσε ἔναντι τοῦ κακοῦ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του μὲ τὴ Θεϊκή Του δύναμη. Καὶ ἔτσι ἄς χαροῦμε ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸἔλεος Του, μὲ τὴν μεγαλοπρέπεια Του, μὲ τὴν γενναιοδωρία Του, ἀλλὰἄς χαροῦμε ἐπίσης με τὸ γεγονὸς ὅτι ἐμεῖς, ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε μέσα μας καὶ μέσα ἀπὸἐμᾶς τὸ κακὸ μπορεῖ νὰκαταστραφεῖ. Ὄχι μοναχὰ οἱ προσωπικές μας ἁμαρτίες, ὄχι μόνο ἡ ἀδυναμία μας, ἀλλὰ «ὁπονηρός», αὐτὸς ποὺ εἶναι πειρασμός, αὐτὸς ποὺ προσπάθησε στὴν ἔρημο νὰ ὑπερισχύσει τοῦ Θεοῦ μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Ἄς εἴμαστε εὐγνώμονες στὸν Θεὸ γιὰ τὴν νίκη Του ἀλλὰ ἄς χαροῦμε κατανοώντας τὸ βάθος, τὴν ἀπεραντοσύνη καὶ τὶς ἄπειρες δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινη φύσης μας.

Ἀλλὰ ἄν αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι ἐπίσης ἕνα κάλεσμα γιὰ μᾶς ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀλλὰ ὁἀναστημένος Χριστὸς φέρει ἀκόμα στὸ σῶμα Του τὰ σημάδια τοῦ Πάθους Του. Τὰ χέρια Του εἶναι ἀκόμα πληγωμένα ἀπὸτὰ καρφιά, τὰ πόδια Του εἶναι ἀκόμα τρυπημένα, ἡ πλευρά Του εἶναι ἀκόμα σημαδεμένη ἀπὸ τὴν λόγχη, τὸ μέτωπό Του εἶναι ἀκόμα πληγωμένο ἀπὸ τὸἀγκάθινο στεφάνι καὶ ποτὲ δὲν θὰ θεραπευτοῦν ὅσο ὑπάρχει ἔστω ἕνας ἁμαρτωλὸς στὴν γῆ, καὶ αὐτὸς ὁ ἁμαρτωλὸς μπορεῖ νὰ εἶμαι ἐγώ, μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς.
Ἄς πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὴ νίκη τοῦ Θεοῦ. Ἄς καταλάβουμε τὶσημαίνει ὅτι εἶμαι στὴ θέση νὰ ἀφήσω τὸν Χριστὸ νὰσταυρωθεῖ, καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸαὐτό - ἴσως βρίσκομαι ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν σταύρωσαν καὶ Τὸν σταυρώνουν ἄν ἑνώνομαι μὲ τὸ πλῆθος ποὺ πρόθυμα ἁμαρτάνουν ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ ἴσως νὰ κάνω πιὸ βαρὺ τὸ Σταυρὸ ὅπου Τὸν κάρφωσαν ἐπειδὴ στὸ βάπτισμα, μέσω τοῦ βαπτίσματος γίναμε ὅλοι μας ζωντανὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν ὑποτάσσουμε αὐτὸ τὸσῶμα, αὐτὴν τὴν ψυχή, αὐτὸν τὸν νοῦ, τὴν καρδιά, αὐτὴν τὴν θέληση στὴν δύναμη τοῦ Σατανᾶ εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ κάνουμε στὴ γῆνὰ ὑποφέρει.
 Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι περισσότερο ἀπ’ αὐτό. Ἡ ἀποστολή μας εἶναι νὰ βρισκόμαστε στὴ γῆ, ἐπειδὴ ἀνήκουμε στὸν Χριστό, ὅ,τι ἦταν Ἐκεῖνος τὶς ἡμέρες τῆς Ἐνσάρκωσης Του. Ἔχουμε σταλεῖ στὸν κόσμο γιὰ νὰνικήσουμε μὲτὴν δύναμή Του, τὴν νίκη ποὺ ἔχει ἤδη κερδίσει, ἀλλὰποὺ πρέπει μέρα μὲ τὴ μέρα νὰ κερδίζουμε ἐνάντια στὸν ἑαυτό μας καὶ σὲ κάθε κάκο ποὺ κατέχει ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦλθε νὰ σώσει. Ἔχουμε σταλεῖ σὰν τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους, νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πεθάνουμε ἄν χρειαστεῖ, γιὰ νὰζήσουν οἱ ἄλλοι καὶ νὰεἰσέλθουμε στὴν αἰώνια ζωή.
Ὡς ἐκ τούτου ἄς δεχτοῦμε αὐτὴ τὴΓιορτὴ τῆς Ἀνάστασης ὡς σημεῖο νίκης ποὺ πραγματικὰ ἔχει κερδηθεῖ, καὶ σὰν ἕνα κάλεσμα πρὸς ἐμᾶς νὰ εἰσέλθουμε στὸ Πάθος Του καὶ μαζί Του νὰ κερδίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ κάθε πρόσωπο γύρω μας. Ἀμὴν.

«ΚΑΘΑΡΘΩΜΕΝ ΤΑΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΨΟΜΕΘΑ, Τῼ ΑΠΡΟΣΙΤῼ ΦΩΤΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ»

(Ἑρμηνεία τοῦ α´τροπαρίου τῆς α´ ᾨδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα)

Ἁγ. Nικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

«Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα, τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως, Χριστὸν ἐξαστράπτοντα, καὶ χαίρετε φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ἄδοντες».
.                 Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος, ἔχει διπλᾶς τὰς αἰσθήσεις, πέντε τῆς ψυχῆς καὶ πέντε τοῦ σώματος. καὶ αἱ μὲν τῆς ψυχῆς εἶναι αὗται: νοῦς, διάνοια, δόξα, φαντασία, αἴσθησις· αἱ δὲ τοῦ σώματος εἶναι αὗται: ὅρασις, ἀκοή, ὄσφρησις, γεῦσις, ἁφή. Παραγγέλλει λοιπὸν εἰς ἡμᾶς ὁ Ἱερὸς Μελωδὸς νὰ φυλάττωμεν καθαρὰς τὰς νοερὰς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, ἀπὸ κακὰς ἐπιθυμίας καὶ θυμούς, ἀπὸ λογισμοὺς βλασφήμους, πονηροὺς καὶ αἰσχρούς, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη τὰ καλούμενα ψυχικά. Ὁμοίως νὰ φυλάττωμεν καθαρὰς καὶ τὰς αἰσθήσεις τοῦ σώματός μας. Καὶ τὰ μὲν ὀμμάτιά μας πρέπει νὰ φυλάττωμεν καθαρὰ ἀπὸ θέατρα καὶ χοροὺς καὶ παιγνίδια καὶ ἀπὸ ἄλλας αἰσχρὰς καὶ πονηρὰς θεωρίας, αἱ ὁποῖαι προξενοῦσι κέντρα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Τὰς δὲ ἀκοάς μας πρέπει νὰ φυλάττωμεν καθαρὰς ἀπὸ τὸ νὰ μὴ ἀκούουν τραγούδια, αἰσχρολογίας. Ὡσαύτως δὲ παραγγέλλει εἰς ἡμᾶς νὰ φυλάττωμεν καὶ τὰς ἄλλας αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὰ βλαπτικὰ ἀντικείμενα, ἐπειδὴ ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις ὡς ἀπό τινας θυρίδας ἀναβαίνει ὁ τῆς ψυχῆς θάνατος, κατὰ τὸ γεγραμμένον. «Ἀνέβη ὁ θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἱερ. θ´ 21).


.              Φαίνεται δὲ ὅτι ἐρανίσθη τὰ λόγια ταῦτα ὁ Μελωδὸς ἀπὸ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα· «Διατηρεῖται δὲ εἰς πέμπτην ἡμέραν (τὸ πρόβατον τὸ ἐν τῷ Πάσχα θυόμενον δηλαδὴ καὶ τὸν Χριστὸν προτυποῦν), ἴσως ὅτι καθαρτικὸν αἰσθήσεων τὸ ἐμὸν θύμα, ἐξ ὧν τὸ πταίειν, καὶ περὶ ἂς ὁ πόλεμος, εἰσδεχομένας τὸ κέντρον τῆς ἁμαρτίας» [Λόγος εἰς τὸ Πάσχα]. Ἐὰν λοιπὸν καθαρθῶμεν κατὰ τὰς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, μάλιστα δὲ κατὰ τὸν νοῦν καὶ τὴν ὅρασιν, βέβαια θέλομεν ἀξιωθῆ νὰ εἰδῶμεν μὲ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς τὸν Δεσπότην Χριστόν, ὅστις ἀνιστάμενος ἀπὸ τὸν τάφον, ἐξαστράπτει ὑπὲρ τὸν ἥλιον μὲ τόσον πολὺ καὶ ὑπερβολικὸν φῶς τῆς ἀναστάσεως, ὥστε αὐτὸ διὰ τὴν ὑπερβολὴν εἶναι ἀπλησίαστον· οὕτω γὰρ καὶ ὁ Κύριος ἐβεβαίωσεν εἰπών· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8). Τὸ δὲ «Ἀπρόσιτον» ἐρανίσθη ὁ Μελωδὸς ἀπὸ τὸν Παῦλον λέγοντα· «Ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» (Α´ Τιμ. ϛ´ 16). Ὁμοίως, ἐὰν καθαρισθῶμεν κατὰ τὴν ἐσωτερικὴν καὶ νοερὰν ἀκοὴν τῆς ψυχῆς, καὶ κατὰ τὴν ἐξωτερικὴν ἀκοὴν τοῦ σώματος, βέβαια θέλομεν ἀκούσει καὶ ἡμεῖς τρανῶς τε καὶ καθαρῶς τὸν ἀναστάντα Χριστὸν νὰ λέγη καὶ πρὸς ἡμᾶς καθὼς εἰς τὰς Μυροφόρους τὸ «Χαίρετε».
.                 Τί λέγω; Ἐὰν καθαρισθῶμεν οὐ μόνον κατὰ τὰς δύο ταύτας αἰσθήσεις τὴν ὅρασιν καὶ τὴν ἀκοήν, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλας ὁμοῦ, θέλομεν ἀπολαύσει τὰς νοητὰς χάριτας τοῦ ἀναστάντος Κυρίου· ἡ νοερὰ γὰρ ὄσφρησις ἡμῶν κεκαθαρμένη οὖσα ἔχει νὰ ὀσφραίνεται τὴν νοητὴν ὀσμὴν καὶ εὐωδίαν τοῦ μύρου τοῦ ἀποπνέοντος ἐκ τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου, καθὼς γέγραπται. «Ὀσμὴ μύρων σου ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα» (Ἇσμ. α´ 3)· ὁμοίως καὶ ἡ νοερὰ ἡμῶν γεῦσις ἔχει νὰ γεύεται τὴν νοητὴν χρηστότητα τοῦ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντος, κατὰ τὸ «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ λγ´ 9)· ἀλλὰ καὶ ἡ νοερὰ ἡμῶν ἁφὴ θέλει αἰσθάνεται τῆς νοητῆς τοῦ ἀναστάντος περιλήψεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον· «Εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με» (Ἆσμ. β´ 6)· ὅθεν ὁ Σιναΐτης εἶπε θεῖος Γρηγόριος· «Ὁ μὴ ὁρῶν καὶ ἀκούων καὶ αἰσθανόμενος πνευματικῶς, νεκρός ἐστι» (Κεφ. πζ´)· ἀλλὰ καὶ ὁ πνευματοφόρος ἐκεῖνος καὶ ὑψηλόνους ἅγιος Κάλλιστος ἕνα ὁλόκληρον ἐξοδεύει ἐν χειρογράφοις σωζόμενον, ἐν ᾧ ἀποδεικνύει ὅτι παντὶ αἰσθητηρίῳ νοερῷ ληπτὸς ὁ Θεὸς διὰ φιλανθρωπίαν γίνεται.
.                 Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ ἀπολαύση τὰς νοητὰς χάριτας τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ μὲ ὅλας τὰς νοερὰς καὶ σωματικὰς αἰσθήσεις, πῶς ἐδῶ ὁ θεῖος Ἰωάννης ἀναφέρει μόνας τὰς δύο, τὴν ὅρασιν τῆς ψυχῆς (ἤτοι τὸν νοῦν· ὅπερ γάρ ἐστιν ὀφθαλμὸς τῷ σώματι, τοῦτο νοῦς τῇ ψυχῇ, κατὰ τὸν θεῖον Δαμασκηνὸν) καὶ τὴν ὅρασιν τοῦ σώματος, ὁμοίως καὶ τὴν ἀκοὴν τὴν ψυχικὴν καὶ τὴν σωματικήν; Εἰς λύσιν τῆς ἀπορίας τάυτης λέγομεν ὅτι τὰς δύο μόνον ἀνέφερεν ὁ Μελωδός, πρῶτον, διότι αὐταὶ εἶναι αἱ πρῶται καὶ κύριαι καὶ κορυφαιόταται τῶν ἄλλων, δεύτερον, διότι αὐταὶ μόναι αἱ δύο ἐνεργήθησαν ὑπὸ τῶν Μυροφόρων ἐν τῇ ἀναστάσει τοῦ Κυρίου· διὰ τῆς ὁράσεως γὰρ τῶν ὀφθαλμῶν εἶδον τὸν ἀναστάντα Χριστόν, καὶ διὰ τῆς ἀκοῆς ἤκουσαν τὰ γλυκύτατα λόγια ὅπου εἶπε πρὸς αὐτὰς μετὰ τὴν Ἀνάστασιν ὁ ἀναστὰς Ἰησοῦς· διότι ἂν καὶ ἡ ἁφὴ ἐτολμήθη παρὰ τῆς Μαρίας νὰ ἐνεργηθῆ, ἔμεινεν ὅμως πάλιν ἀνενέργητος· ἤκουσε γὰρ αὕτη νὰ τὴν ἐμποδίσῃ ὁ Κύριος, λέγων· «Μαρία μή μου ἅπτου» ( Ἰω. κ´ 17).
.                 Ἐὰν λοιπὸν καθαρισθῶμεν κατὰ τὰς αἰσθήσεις, καὶ μάλιστα κατὰ τὰς δύο, θέλομεν ἀπολαύσει τὰς χάριτας τοῦ ἀναστάντος, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω· ἐὰν δὲ ἤμεθα ἀκάθαρτοι κατ’ αὐτάς, δὲν θέλομεν ἀξιωθῆ οὔτε τὸν Χριστὸν νὰ ἰδῶμεν, οὔτε τὴν φωνὴν αὐτοῦ νὰ ἀκούσωμεν· ἐπειδή, κατὰ τὸν Σολομῶντα, «Εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεω ἁμαρτίας» (Σοφ. α´ 4). καὶ κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, «Μῦρον δοχεῖον σαπρὸν οὐ πιστεύεται»· καὶ πάλιν· «Καθαροῦ γὰρ ἅπτεσθαι οὐ θέμις μὴ καθαρῷ», καὶ αὖθις· «Διὰ τοῦτο καθαρτέον πρῶτον ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ, προσομιλητέον» (Λόγος α´ περὶ Θεολογίας). Τί λέγω; ὄχι μόνο ἀκάθαρτοι ὄντες κατὰ τὴν ὄψιν καὶ ἀκοὴν δὲν θέλομεν ἰδεῖ τὸ ὑπέρλαμπρον καὶ παντοπόθητον πρόσωπον τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου, οὔτε θέλομεν ἀκούσει τὴν γλυκυτάτην αὐτοῦ φωνήν, ἀλλὰ καὶ θέλομεν ἐλεγχθῆ παρ’ αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς λέγοντος ἐκεῖνα τὰ τοῦ Ἠσαΐου. «Ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε» ( Ἠσ. ϛ´ 9), ὁ γὰρ ἀκάθαρτος ὢν κατὰ τὰς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, αὐτὸς εἶναι ἀκάθαρτος καὶ κατὰ τὴν καρδίαν· ἀκάθαρτος δὲ καρδία μυστήρια Θεοῦ οὐ παραδέχεται· ὅθεν εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι οὐχὶ οἱ ἀκάθαρτον ἔχοντες τὴν καρδίαν, ἀλλ’ οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται (Ματθ. ε´ 8).
 Ἁγ. Nικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Χωρὶς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε Χριστιανισμός!

Εάν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Μόνο στην ανάσταση του Χριστού εξηγούνται όλα τα θαύματά Του, όλες οι αλήθειές Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι την ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου εις την ζωήν, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και έτσι εξασφάλισε στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση εκ του θανάτου στην ανάσταση.
Με την αμαρτία ο άνθρωπος έγινε θνητός και πεπερασμένος· με την ανάσταση του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού αναστάσεως. Και για αυτό χωρίς την ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός.

Μεταξύ των θαυμάτων η ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τα άλλα θαύματα πηγάζουν από αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό πηγάζουν η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Αυτό είναι εκείνο το οποίο καμία άλλη θρησκεία δεν έχει· αυτό είναι εκείνο το οποίο ανυψώνει τον Κύριο υπεράνω όλων των ανθρώπων και των θεών. Αυτό είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο δείχνει και αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σε όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.
Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθινά στον Αναστάντα Κύριο το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε μάταιη η πίστη του! Διότι, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με την πίστη στο Χριστό δεν φθάνει κανείς στην αθανασία και την επί του θανάτου νίκη, τότε προς τι η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει κανείς στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος με την πίστη στον Αναστάντα Χριστό αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει σιγά-σιγά μέσα του την αίσθηση ότι ο Κύριος πραγματικά αναστήθηκε, άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, νίκησε το θάνατο σε όλα τα μέτωπα της μάχης.


Χωρίς την ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε κάτω από τον ουρανό τίποτε πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Σ’ όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο, που δεν πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών. Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη, ο Αναστημένος Κύριος είναι τα «πάντα εν πάσιν» σ’ όλους τους κόσμους: ο,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιωνία Ζωή σε όλες τις αιωνιότητες και απεραντοσύνες.

Σύναξη της Παναγίας Φοβεράς Προστασίας στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους

Η εικόνα της Θεοτόκου η λεγόμενη «Φοβερά προστασία» ήταν το μόνο αντικείμενο που σώθηκε από μια φοβερή πυρκαϊά, η οποία κατέστρεψε ολόκληρο, ένα μετόχι της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου στην Κρήτη. Μεταφέρθηκε στη μονή, όπου εξακολουθεί να επιτελεί πολλά θαύματα, όπως μαρτυρείται από τους πατέρες της μονής και τους προσκυνητές. Η εικόνα βρίσκεται στο τέμπλο παρεκκλησίου του Καθολικού και την Τρίτη της Διακαινησίνου λιτανεύεται από το μοναστήρι στο Πρωτάτο, όπου ανταποδίδει την επίσκεψη του «Άξιον Εστίν», που έχει γίνει την προηγούμενη μέρα στο Κουτλουμούσι.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μονὴ Κουτλουμουσίου τὴν ἁγίαν Εἰκόνα Σου, Φοβερὰ Προστασία κεκτημένη ἀγάλλεται· ὡς δρόσος γὰρ ἐκ ταύτης μυστική, ἡ χάρις Σου προέρχεται ἀεί, καὶ εὐφραίνει τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, Παρθένε τῶν βοώντων Σοι· δόξα τῇ Προστασίᾳ Σου ἁγνή, δόξα τῇ ἀντιλήψει Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου προμηθείᾳ ἄχραντε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθείς.
Τὴν Φοβεράν Σου Προστασίαν Παρθένε, δίδου ἡμῖν τοῖς σὲ τιμῶσιν ἐκ πόθου, ἐκ τῶν ψυχῶν διώκουσα τὸν φόβον τοῦ ἐχθροῦ· φλόγα δὲ ὑπάναψον, τοῦ γλυκέος Υἱοῦ σου, ἐντολῶν τὴν τήρησιν, ζωηῤῥύτων διδοῦσα, ὅπως ἐγκάρπως φθάσωμεν Ἁγνή, εἰς Βασιλείαν, αὐτοῦ τὴν τρισπόθητον.

Μεγαλυνάριον
Προστασία κέκληται Φοβερά, Ἄχραντε Παρθένε, ἡ εἰκών σου ἡ ἱερά, τῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθη, φοβίζουσα πιστῶν δέ, πληροῦσα εὐφροσύνης, καρδίας Πάναγνε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως, Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν· τὴν ὄντως Θεοτόκον, Σὲ μεγαλύνομεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχει Σὴν Εἰκόνα τὴν ἱεράν, τοῦ Κουτλουμουσίου, ἡ ἐν Ἄθῳ σεπτὴ Μονή, Φοβερὰ τοῦ κόσμου, καὶ θεία Προστασία, καταφυγὴ γλυκεῖα, καὶ μέγα στήριγμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Κράζουσι χορείαις Χριστιανῶν, κεχαριτωμένη Προστασία ἡ Φοβερά, θλίψεων παντοίων, κινδύνων πειρασμῶν, καὶ νόσων ἀνιάτων, λύτρωσιν δώρησαι.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πρέσβευε ἀπαύστως τῷ Σῷ Υἱῷ, Γένους Προστασία, Ὀρθοδόξων ἡ Φοβερά, ἵνα ἐπηρείας, ῥυώμεθα καὶ βλάβης, ἐχθρῶν οἱ προσιόντες, τῇ ἀντιλήψει Σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἡ σεπτὴ Εἰκών Σου Μῆτερ Θεοῦ, ὄντως κεκλημένη, Προστασία ἡ Φοβερά, τοὺς ἀσπαζομένους, Αὐτὴ πληροῖ ἰσχύος, καὶ θάῤῥους ἀντικροῦσαι, τὸν παναλάστορα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάντας προστατεύεις ὡς ἀληθῶς, σέβοντάς Σε Κόρη, καὶ φιλοῦντας τὴν Σὴν μορφήν, τοὺς ἐγγὺς καὶ πόῤῥω, ὡς Φοβερὰ τῷ ὄντι, καὶ θεία Προστασία, τῶν ἀνυμνούντων Σε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.

Ανάμνηση θαύματος Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εύρεση του Τιμίου Ήλου

Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από το «ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ», το οποίο εξεδώθει στην Καβάλα τον Οκτώβριο του 1967 μ.Χ., δαπάνη της Ι. Μονής του Φιλοθέου.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΙΣ

Τῶν ἐν τῆ Νήσῳ Θάσω γενομένων θαυμασίων παρὰ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ καὶ περὶ τοῦ τιμίου Ἥλου τοῦ έκ τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ (ἤτοι μέρους τοῦ Καρφίου οῦ τὴν Πανσέβαστον Δεξιὰν τοῦ Σωτήρος καθηλώσαντος) καὶ ἀφιέρωμα γενομένου παρὰ τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος Νικηφόρου τοῦ Βοτανειάτου εἰς τήν Ἰερὰν Μονὴν τοῦ Φιλοθέου τὴν ἐν Ἀγίω Ὅρει κειμένην..

Εὐλόγησον Πάτερ.

Κατά τὸ χιλιοστὸν ἐνενηκοστὸν ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ, ἦτο εἰς τὴν Νῆσον Θάσον, εἷς ἀσκητὴς Ὅσιος καὶ Ἅγιος ἄνθρωπος, ὀνομαζόμενος Λουκᾶς, ὅστις ἀσκήτευσε πρῶτον, εἰς τὸν τόπον τὸν νῦν λεγόμενον τοῦ Λουκά· ὅπου ἔκαμεν ἐκεῖ ἀσκητεύων δεκατέσσαρα ἔτη, ὅτε καὶ ἔκτισε μικρὸν Ναόν, ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἀγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωαννου τοῦ Θεολόγου (1).

Ἐνοχλούμενος δὲ ὁ Ὅσιος ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ ἡσυχώτερον καὶ ἐρημικώτερον τόπον ζητῶν, κατέβη εἰς τὰ σπήλαια, τῆς βαθείας καλουμένης Ποταμίας, ὅπου εἶναι τώρα ὁ Ναὸς τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ, ἔνθα καὶ ἤσκησεν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ εἴκοσι ἔτη. Κατὰ δὲ τὸ δέκατον ἕβδομον ἔτος, τῆς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ τῆς βαθείας Ποταμίας ἀσκήσεώς του, προσευχόμενος ἐν μιᾷ τῶν ήμερῶν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Λουκᾶς, βλέπει ἔμπροσθέν του ἐξαστράποντα τὸν Ἀρχιστράτηγον Μιχαὴλ καὶ λέγοντα αὐτῷ, «εἰρήνη σου». Φοβηθεὶς δὲ ὁ Ὅσιος καὶ έκπλαγεὶς ἐπὶ τῆ παραδόξῳ θέᾳ καὶ ἀστραπηφόρῳ μορφῆ, συνεχῶς ἔλεγε τὸ, «Παναγία Θεοτόκε βοήθει μοι». Ὁ δὲ Ἀρχιστράτηγος ἐνθαρρύνων αὐτὸν, τῷ ἔλεγεν ἵνα μὴ φοβηθῆ, διότι δὲν ἦτο ὡς αὐτὸς ἐδόκει, φάντασμα, ἀλλ' ὁ Ἀρχιστράτηγος τοῦ Θεοῦ Μιχαήλ· καὶ εἶπεν αὐτῷ, ὅτι μὲ ἀπέστειλεν ὁ Κύριος εἰπεῖν σοι, ὅτι μετὰ τρία ἔτη παραλαμβάνει ἐν εἰρήνῃ τὸ πνεῦμά σου, εἰς τὰς αἰωνίους ἀναπαύσεις.

Ὁ δὲ Ὅσιος, φοβηθεὶς περισσότερον διὰ τὸν λόγον τοῦτον, καὶ φάντασμα νομίζων τὸ φαινόμενον, ἔπεσε προύμυτα καὶ συνεχῶς ἔκραζε τό, «Κύριε έλέησον»· ὁ δὲ θεῖος Ἀρχιστράτηγος καὶ αὖθις παραθαρρύνας αὐτὸν, ἐφάνη ὅτι ἐκτύπησεν ώς μέ ράβδον τινά, τὴν ἐκεῖ κατὰ πρόσωπον πέτραν λέγων, «ἐν ὁνόματι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἰοῦ καὶ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, Ἀμήν.» καὶ εὐθῦς ἀνέβλυσεν ῦδωρ ἐξ ἐκείνης τῆς πέτρας. Λαβὼν δὲ θάρρος ὁ Ὅσιος, ἐζήτει διὰ τὴν προτέραν ἀπιστίαν συγχώρησιν (ἐπειδὴ πολλάκις ἐδοκίμασε νὰ τὸν ἀπατήση ὁ διάβολος διὰ πολλῶν καὶ ποικίλων φαντασιῶν). Λέγει αὐτῷ ὁ Ἀρχιστράτηγος, μετάλαβε ἀπὸ τοῦ ῦδατος τούτου καὶ μὴ φοβοῦ πλέον τὰς δαιμονικὰς φαντασίας, ἀλλὰ κτίσον ἐδῶ Ναὸν εἰς πολλῶν ὠφέλειαν καὶ ἀσθενῶν θεραπείαν· καὶ ταῦτα εἰπών ὁ Ἀρχιστράτηγος ἀφανὴς ἐγένετο. Ὁ δὲ Ὅσιος Γέρων, ἀναστὰς καὶ χαρὰς ἀφάτου πλησθείς, ηὐχαρίστει τῷ Θεῷ καὶ ἐτέλεσε προθύμως τὸ Θεῖον πρόσταγμα, κτίσας ὡς εἶχε δύναμιν, μικρὸν Ναὸν εἰς ὄνομα τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ· ἔνθα οἱ προσερχόμενοι καὶ ἐκ τοῦ ἀγιαστικοῦ ἐκείνου ὕδατος πίνοντες καὶ λουόμενοι, ἐθεραπεύοντο ἐκ πάσης σωματικῆς καὶ ψυχικὴς ἀσθενείας.

Διαδοθείσης γὰρ τῆς φήμης τῶν θανμάτων πανταχοῦ οὐ μόνον ἐν τῆ Νήσῳ ἀλλὰ καὶ μέχρι τῶν πέριξ καὶ μακρὰν, ἔφερον τοὺς πάσχοντας ἐκ ποικίλων ἀσθενειῶν καὶ ἐθεραπεύοντο. Ὁ δὲ Ὅσιος, καλῶς ἀγωνισάμενος, ἐν ἐκείνη τῇ τριετία, ἀπῆλθε κατὰ τήν πρόρρησιν τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἐν εἰρήνη πρὸς Κύριον. Ὅντινα κηδεύσας ὡς ἐπρεπεν, ὁ ὐποτακτικός του Ξενοφῶν ὀνομαζόμενος, ἀπῆλθε τοῦ λοιποῦ εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Ἰερὰν Μονὴν τοῦ Φιλοθέου, ὅπου καὶ διῆλθε τὸ ὐπόλοιπον τῆς ζωῆς του, μὴ δυνηθεὶς νὰ ὑποφέρη τὴν ἐκεῖ μοναξίαν καὶ τραχύτητα τῆς ἐρήμου. (2) Ὅτε δὲ ὁ Ὅσιος Λουκὰς εἶδε τὴν ὅρασιν ἐβασίλευε Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης. (3) Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Βασιλείας Ρωμαίων καὶ τὴν ἅλωσιν τὴς Νήσου Θάσου, γενομένην μετὰ παρέλευσιν ὁλίγων ἐτών τῆς ἀλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως παρὰ τοῦ ἰδίου Σουλτὰν Μεχμέτ· ἀφοῦ ἐξουσίασαν οἱ βάρβαροι τὴν Νήσον καὶ ἔβλεπον τὰς παραδόξους γενομέναἰάσεις καὶ θαυματουργίας, ἐφθόνησαν οἱ κατάρατοι καὶ εἰς λύπην τῶν σεβομένων καὶ εὐλαβουμένων τὸ Ἁγίασμα πιστῶν, ὑπήγον ἐξ αύτῶν τρεῖς μὲ πλοιάριον καὶ ἀφοῦ ἀνέβηκαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἀρχιστρατήγου, ὁ θρασύτερος αὐτῶν ἐτόλμησε καὶ εἰσῆλθεν ἐν τῷ Ναῷ καὶ ἐμίανε τὴν πηγὴν τοῦ Ἁγιάσματος, ὅστις καὶ εὐθέως ἐκεραυνώθη καὶ ἔπεσεν ἐν τῷ Ναῷ πτῶμα νεκρόν, ἄξιον τὴς μιαρᾶς αὐτοῦ πράξεως. (4) Οἱ ἄλλοι δὲ δύο ἐκ τῶν βαρβάρων φοβηθέντες, ἐκατέβηκαν ἐν τῆ θαλάσση καὶ εἰσῆλθον ἐν τῷ πλοιαρίῳ φυγεῖν. μεθ' οὖ καὶ συνετρίβησαν παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἑκ τῆς μαινομένης θαλάσσης, καὶ ἧσαν τὰ συντρίμματα αὐτῶν ἐκεῖ εἰς ἔνδειξιν τῆς τόλμης καὶ κακίας των. Τὴν δὲ ἀκόλουθον ἠμέραν, ἧλθε τις Ἰερεὺς Δημήτριος ὀνόματι, μετὰ τινῶν ἀσθενῶν ὅπως ἱερουργήσῃ χάριν τῆς ὑγείας των· ὅτε βλέπει τεθανατωμένον ἐν τῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Ἱ. Ναῷ, τὸν θεήλατον έκεῖνον Ἀγαρηνὸν καὶ τὴν πηγὴν τοῦ Ἁγιάσματος ξηρὰν καὶ μεγάλως ἐφοβἠθει μετὰ τῶν ἀκολούθων του.

Ἐσπέρας δὲ οὔσης, ἐσύρθησαν ἀμφότεροι, εἰς ἕν μέρος ἐκεῖ πλησίον ἀπόκεντρον, προσδοκῶντες πότε νὰ ἀνατείλῃ ἠμέρα νὰ φύγωσιν ἔχοντες συνάμα λύπην μεγάλην, διὰ τὸ ἐπεισόδιον ἐκεῖνο καὶ τὸ περισσότερον διὰ τὴν στείρευσιν τοῦ Ἁγιάσματος. Ὅτε κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην, φαίνεται εἰς τὸν Ἱερέα ὁ Ἀρχιστράτηγος Μιχαὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν Ναὸν μου καὶ ἔκβαλε ἔξω καὶ ρίψον μακράν, τὸ ἀκάθαρτον ἐκεῖνο σῶμα καὶ λάβε τοῦς ἀσθενεῖς νὰ καταβῆτε παρὰ τὸν αἰγιαλὸν τῆς θαλάσσης καὶ εἰς ὅποιον σπήλαιον ἰδῆτε φῶς, εἰσέλθετε καὶ λουσθήτωσαν ἐκεῖθε οἱ ἀσθενεῖς καὶ θεραπεύονται. Ποιήσας δὲ ὁ Ἰερεῦς ἀγρυπνίαν, πρὸς τὸν Ὄρθρον, ἐκβαλῶν ἐκ τοῦ Ναοῦ τὸ ἀκάθαρτον ἐκεῖνο σῶμα, καθὼς αὐτὸν ἐπρόσταξεν ὁ Ἀρχιστράτηγος, ἐκατέβηκαν εἰς τὴν παραθαλασσίαν καὶ περιερχόμενοι τὸν αἰγιαλόν, βλέπουν εἰς ἕν σπήλαιον μικρὸν, φῶς μέγα, καὶ φοβηθέντες ἔκραζον, τὸ «Κύριε ἐλέησον» καὶ τὸ «Ἀρχιστράτηγε βοήθησον». Ἀρθέντος δὲ οἰκονομικῶς τοῦ φωτός, ἐπλησίασαν εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ ἠσθάνθησαν εὐωδίας πολλῆς καὶ ἐπειδὴ ὁ τόπος τοῦ σπηλαίου ἧτο στενὸς καὶ εἰσήλθον γονατιστοί, ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν ὁ τόπος «Γοναταῖς» διότι ἐπὶ τῶν γονάτων κινούμενοι εἰσέρχονται εἰς τὸ Ἁγίασμα.

Ἀφοῦ δὲ εἰσήλθον τοιουτοτρόπως καὶ ἐλούσθησαν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ἀρχιστρατήγου ἐθεραπεύθησαν οἰ ἀσθενεῖς· καὶ ἐκτοτε πάντες οὶ μετ' εὐλαβείας καὶ πίστεως προσερχόμενοι ἐν τῷ σπηλαίῳ τούτῳ τοῦ Ἀγιάσματος θεραπεύονται. Μείνας δὲ ὁ Ἰερεὺς Δημήτριος τὴν ἠμέραν ἐκείνην καὶ καθαρίσας τὸν Ναὸν καὶ ἀγιάσας, ἐλειτούργησε τὴν ἐπαύριον καὶ πάλιν κατέβη μετὰ τῶν λοιπῶν εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπως εὕρωσι θαλάσσιον τι καὶ ψαρεύσωσιν. Ἰδόντες δὲ έκεῖ τὰ συντρίμματα τοῦ πλοιαρίου καὶ τῶν δύο ἀσεβῶν ἐκείνων τὰ σώματα, ἐρριμένα ἐκεῖ νεκρὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἐφοβήθησαν καὶ ἀνεχώρησαν, διηγούμενοι ὅσα εἰδον. (Τὸ Ἁγίασμα τοῦτο, εἷναι αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ ἴδιον, ὅπερ ἀνέβλυσεν ἐνώπιον τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, διὰ θαυματουργίας τοῦ Ἀρχιστρατήγου, καὶ ὡς νὰ ἐβυθίσθη ἐκ τῆς πρώτης αὐτοῦ Πηγῆς, ἀνέβλυσε κάτω ἐν τῷ εἰρημένῳ σπηλαίῳ ὅπου καὶ ἕως τοῦ νῦν ρέει ἀεννάως)· καὶ ταῦτα μὲν περὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἀρχιστρατήγου ἐν τῷ Ἀγιάσματι.

Τώρα δὲ νὰ εἴπωμεν καὶ περὶ τοῦ τιμίου Ἤλου, ἤτοι τοῦ ἐκ τῆς Πανσεβάστου Δεξιᾶς τοῦ Σωτῆρος ἐν τῷ Ζωηφόρω Σταυρῷ Καρφίου καὶ τῶν ἐκ τούτου τελεσθέντων θαυμασίων ἐν τῆ Νήσῳ ταύτῃ. Κατὰ τὸ ἐξ ἀνάγκης ἐπινοηθὲν καὶ ἐπικρατοῦν παλαιὸν σύστημα, ἐνεκα τῶν βαρυτάτων φόρων καὶ δασιμάτων, ὅπου εἶχον ἐπιφορτίσῃ τὰς Ἰερὰς Μονάς, κατὰ τὰς πρώτας τῆς δουλείας ἡμέρας οἱ Ἀγαρηνοί: Οἱ τῆς Ἰερὰς Μονῆς τοῦ Φιλοθέου Πατέρες, ἐν στερήσει ὄντες καὶ ἀπορίᾳ τῶν ἀναγκαίων καὶ ἀπαραιτήτων χρειωδῶν καὶ ἐκ τῶν χρεῶν στενοχωρούμενοι, ἐξέλεξαν ἕνα τὸν Σεβασμιώτερον Ἰερομόναχον, Γαβριήλ ὀνομαζόμενον καὶ ἀπεφάσισαν νὰ στείλουν αὐτὸν, μετὰ καὶ έτέρων 2 ἀδελφῶν συνοδείαν εἰς τὴν Βλαχίαν πρὸς συνδρομήν, διότι οι φιλόχριστοι τότε τῆς Βλαχίας Ἡγεμόνες, μεγάλως ἐβοήθουν τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὡς εἰς τοιοῦτον δὲ μέρος αὐτοὺς ἀποστέλλοντες, ὤφειλον νὰ δώσωσιν αὐτοῖς, ὅπως φέρουν μεθ' ἑαυτῶν καὶ τὰ σεβασμιώτερα Ἅγια κειμήλια. Ἅνωθεν δὲ ἐκ τῶν παλαιοτέρων χρόνων ὡς ἦν γνωστόν, εὐρίσκεται ἐν τῆ Ἰερᾷ ταύτῃ τοῦ Φιλοθέου Μονῆ, μέρος τοῦ τιμίου Ἥλου, τοῦ ἐκ τῆς Δεξιάς τοῦ Σωτῆρος, ἀφιερωθὲν μετὰ Χρυσοβούλου καὶ ἐπισήμου συσκευῆς, ὑπὸ τοῦ εὐσεβοῦς Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος, Νικηφόρου τοῦ Βοτανειάτου· (5) ὅπερ καὶ ἔδωκαν μετὰ μέρους Ἀγίου Λειψάνου τοῦ Ἀγίου Παντελεήμονος, πρὸς τον ρηθέντα Γαβριήλ Ἰερομόναχον καὶ τὴν Συνοδείαν του:

Οἵτινες λαβόντες αὐτὰ καὶ ἐμβάντες εἰς πλοῖον, ἐπλεον διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅπως έφοδιασθῶσιν ἐκεῖθεν διὰ Πατριαρχικῶν συστατικῶν Γραμμάτων, πρὸς τοὺς Ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καὶ τοὺς ἐκεῖθε Ἀρχιερεῖς: Μικρὸν δὲ πλεύσαντες καὶ μόλις πέντε μιλίων διάστημα, ἄνεμος αὐτοὺς εὑρίσκει σφοδρὸς, πρὸς τήν Νῆσον Θάσον αὐτοὺς διώκων, ὅπου ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων φερόμενοι, βιαίως καὶ ἀκράτητα, ἔφθασαν εἰς τὴν βαθεῖαν Ποταμίαν, ἐν τῷ κάτωθι αὐτῶν μετοχίῳ τῆς Ἰερὰς Μονῆς (6) Φιλοθέου ὡς νεκροὶ ἀπὸ τὸν φόβον. Ὅθεν ἔσυραν ἐκεῖθεν τὸ πλοῖον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ Μετόχιον, (τὸ ὁποῖον τότε ἧν παρὰ τῷ Ναῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου)· καὶ ἀφοῦ οἱ θαλασσοπειραταὶ κατέκαυσαν αὐτό, ἔπειτα ὡς εἰς ἀπόκρυφον μέρος ἐκτίσθη τὸν ἐν τῆ βαθείᾳ Ποταμίᾳ εὑρισκόμενον νῦν, καθὼς καὶ τὸ Χρυσόβουλον τοῦ ἀοιδίμου Βασιλέως Ἀνδρονίκου τοῦ Παλαιολόγου διαλαμβάνει, ἐκδοθὲν τὸ 1287 ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ. εἰς ὅ ἀπαριθμοῦνται οἱ τόποι, ὅσους πρὸ χρόνων, εἶχεν ἐν τῆ Νήσῳ ταύτῃ, ἡ Ἰερὰ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου, ἀναφέρει καὶ τοῦ Μετοχίου τούτου τοῦ Ἀρχιστρατήγου. (7)

Ἐν τούτω ἐλθόντες οἱ Πατέρες ἐκεῖνοι πρὸς παραμυθίαν καὶ πυρὰν ἀνάψαντες ἐθερμαίνοντο καὶ ἐκάθηντο ἀμέριμνοι. Κατ' ἐκείνην δὲ τὴν νύκτα ἧλθον θαλασσοπειραταί, οἵτινες ἰδόντες τὸ πλοῖον ἔξωθεν τραβισμένον καὶ ἄνωθεν φῶτα, ἐπήδησαν ἔξαφνα καὶ ἐφόνευσαν ἅπαντας καὶ τοὺς Μοναχοὺς καὶ τοὺς ναύτας. Ὡς δοκεῖ τότε, κατὰ θείαν οἰκονομίαν ἐν καιρῷ, ὅπου οἱ ἄγριοι θῆρες ἐκεῖνοι ἐβασάνιζον αὐτοῦς καὶ ἐζητοῦσαν χρήματα, ἐπρόφθασέ τις καὶ ἔκρυψεν ἐν τῷ τοίχῳ τοῦ Ναοῦ τὸ κιβώτιον τὸ περιέχον τὸν τίμιον Ἥλον καὶ τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ Ἀγίου Παντελεήμονος. (8) Ὅθεν δὲν εὐρέθη παρὰ τῶν ληστοπειρατῶν οὔτε ἐκάη τὸ κιβώτιον τὸ περιέχον τὰ ἱερὰ ταῦτα ἀντικείμενα· τοῦ Ναοῦ καὶ τῶν οἰκημάτων τοῦ Μετοχίου καέντων καὶ πάντων ἀσπλάγχνως θανατωθέντων, ἔμειναν κεκρυμένα ταῦτα καὶ ἀσύλητα.

Μετὰ καιρὸν δὲ, κατὰ θείαν οἰκονομίαν ἀπεκαλύφθησαν οὕτω πως: Ἰωάννης τις ἐνόσει πολυχρονίως καὶ οὐδεμίαν θεραπείαν εὕρισκε τοῦ πάθους αὐτοῦ· εἰς αὐτὸν καθ' ὕπνους ἐφάνη ὁ Ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ, παρακινῶν αὐτὸν, ὅπως ἀπέλθῃ εἰς τὸ ἐν Γοναταῖς Ἀγίασμα αὐτοῦ νὰ θεραπευθῆ. Ἀναστὰς δὲ, καὶ τοῖς οἰκείοις διηγησάμενος τὰ ὁραθέντα, εὐθὺς παρέλαβον αὐτὸν οἱ συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ ἔφερον εἰς τὸ Ἀγίασμα καὶ ἐλούσθη καὶ ἐθεραπεύθη τελείως. Ἕνεκα δὲ τῆς θεραπείας του ταύτης, ἐκινήθη εἰς τὸ ν' ἀνεγείρῃ τὸν Ναόν ὅτε βαλὼν οἰκοδόμσυς καὶ καθαίροντες τοὐς τοίχους, διὰ νὰ βάλωσι θεμέλια, εὗρον ἐν τῷ τοίχῳ τὸ κιβώτιον. Συσκεφθέντες δὲ ἀναμεταξύ των διὰ νὰ τὸ κρύψωσι διὰ τὴν ἀξίαν τῆς ἀργυρᾶς θήκης καὶ νὰ δώσωσι τὸ ἅγιον λείψανον μόνον πρὸς τὸν ἐν τῷ χωρίω τότε τοῦ Θεολόγου διαμένοντα ἄνωθεν ἐν τῷ Μετοχίω τῆς Μονῆς Φιλοθέου Πνευματικὸν Θεωνᾶν Φιλοθεΐτην: Τὸν τίμιον Ἧλον τοῦ Σωτῆρος, ὅστις ἧτο μέσα εἰς Σταυρὸν ξύλινον, ἔθεσαν ἐπί τινα ἀγριελαίαν πλησίον τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχιστρατήγου. Παραδώσαντες δὲ τὸ Ἅγιον λείψανον τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος εἰς τὸν ρηθέντα Πνευματικὸν ἠρώτησεν αὐτοὐς περὶ τῆς θήκης τοῦ κιβωτίου καὶ τοῦ τιμίου Ἥλου· αὐτοί τῷ εἶπον ψευδῶς ὅτι αὐτὸ μόνον εὖρον ὑποκάτω ὑπὸ μίαν πλάκαν.

Κατὰ θείαν παραχώρησιν δὲ δαιμονισθέντες καὶ ἔντρομοι γενόμενοι ἐκ τῆς δικαίας αὐτῶν τιμωρίας, ἐδωκαν τὸ ἀργυροῦν κιβώτιον. Τὸν δὲ τίμιον Ἥλον μέ τὸν Σταυρὸν τὸν περιέχοντα αὐτόν, παντελῶς ἠγνόησαν καὶ ἐλησμόνησαν ὅτι ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὴν ἀγριελαίαν. Ἐν δὲ τῷ τόπῳ έκείνῳ ήν τις Γεώργιος, ποιμὴν ποοβάτων ὅστις ἔχων μάνδραν ἐκεῖ πλησίον, ἐβλεπε καθ' ἑκάστην νύκτα φῶς ὡς ἄστρον φαῖνον ὑπήγενε δὲ τὴν ἡμέραν καὶ οὐδέν ἔβλεπε. Ἐν μιᾷ δὲ νυκτὶ λαμβάνει καὶ τὸν υἱόν του καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν ἀγριελαίαν ἐκείνην καὶ βλέποντες τὴν λάμψιν ἐφοβήθησαν καὶ δέν ἀνέβηκαν εἰς τὴν ἐλαίαν. Ἀπῆλθον δὲ εἰς τὸ χωρίον τοῦ Θεολόγου καὶ εἶπον τῷ εἰρημένῳ Πνευματικῷ Θεωνᾷ ὅλην τὴν ὑπόθεσιν.

Διότι δὲν εἷχε παρέλθει πολὺς καιρὸς ὅπου εἶχον θανατώση τοῦς Φιλοθεΐτας έκείνους Μοναχοὺς οἱ βάρβαροι καὶ ὅπου ἰάθη ὁ Ἰωάννης, ὅστις ἀνεκαίνισε τὸν Ναόν. Ὅθεν συνεπέρανεν ὁ Πνευματικὸς ὅτι ὁ τίμιος Ήλος ήτο έκεΐ εἰς τὴν ἀγριελαίαν καὶ ἀπήλθον καὶ εὖρον τὸν Σταυρὸν καὶ μέσα εἰς αὐτὸν τὸν τίμιον Ἤλον. Λαβόντες δὲ αὐτὰ εὐλαβῶς καὶ ἐντίμως, ἐφερον λιτανεύοντες εἰς τὸ χωρίον Θεολόγον, ὅπου ἐξήλθον πάντες οί τοῦ χωρίου εἰς ὑπάντησιν, καὶ κατέθεσαν ταῦτα ἐν τῷ ὡρισμένῳ Εὐκτηρίῳ παρὰ τῷ Μετοχίῳ τῆς Ἰερᾶς Μονῆς τοῦ Φιλοθέου.

Ἐξ ὧν πολλὰ καὶ δυσδιήγητα θαύματα γεγόνασι τότε. Ὅθεν μαθόντες οἱ τῆς Μονῆς Φιλοθέου, ἐγραψαν τῷ συναδέλφῳ αὐτῶν Πνευματικῷ Θεωνᾷ, νὰ παραλάβη τὸν τίμιον Ἥλον καὶ νὰ τὸν ἐπαναφέρη εἰς τὴν Ἰερὰν Μονήν. Ὅτε λαβῶν αὐτὸν ὁ Πνευ ματικὸς κατὰ τὴν προσταγήν τοῦ τότε Ἡγουμένου (9), ἐφερεν αὐτὸν εἰς τὴν Ἰεράν Μονήν. Ὁ δὲ Ἀρχιστράτηγος ὤφθη τῷ Ἡγουμένῳ μεμφόμενος αὐτῷ καθ' ὕπνους καὶ συνάμα ἐλέγχων καὶ προστάζων αὐτὸν νὰ στείλῃ τὸν τίμιον Ἧλον ὀπίσω πρὸς φύλαξιν τῶν χριστιανῶν. Αὐτὸς δὲ ῶκνει καὶ ἀνεβάλλετο τὸν καιρὸν νὰ τὸν ἀποστείλῃ. Ὅθεν ἐπροστάχθη πάλιν κατ' ὅναρ σφοδρότερον, ὅπως ἀποστείλῃ αὐτὸν καὶ μὴ ἐμποδίσῃ οὔτε νὰ ζητήσῃ αὐτὸν ὀπίσω, (αἰνιττόμενος διὰ τούτων, ὅτι θά ἐλάμβανεν αὐτὸς αὐτὸν ἐκεῖσε, ὡς ἀκριβῶς τοῦτο συνέβη). Διότι ἀπελθῶν ὁ Ἡγούμενος ἐν τῷ Σκευοφυλακίῳ, ἵνα λάβῃ αὐτὸν ἐκεῖσε, οὐχ εὗρεν αὐτὸν ἐκεῖ μὲ ἔκπληξίν του, ἔστειλε λοιπὸν τὸν εἰρημένον Πνευματικὸν ἐν Θάσῳ πρὸς ἀναζήτησιν, διότι ἐγνώρισεν ἐκ τῶν λόγων τοῦ Άρχιστρατήγου ὅτι παρέλαβεν αὐτὸν ἐν θάσῳ.

Ὁ δὲ, τῶν προβάτων ποιμὴν, ὁ προϊδῶν τὸ φῶς ἐν τῆ ἀγριελαίᾳ, ὁρᾷ λαμπρόχερον πάλιν τὸ φῶς ἐκεΐνο, καὶ δοὺς εἴδησιν ἐν τῷ παρὰ τῷ χωρίῳ τοῦ Θεολόγου Φιλοθεΐτη Πνευματικῷ καὶ λοιποῖς, ἧλθον μετὰ λιτανείας καὶ παρέλαβον αὐτὸν μετὰ προπομπῆς πολλῆς καὶ ἐναπέθεσαν ἐν τῷ Εὐκτηρίῳ τῷ παρὰ τῷ Μετοχίω τῆς τοῦ Φιλοθέου Ἰερὰς Μονῆς (10). Μετ' οὗ πολὺ τοῦ χρόνου διάστημα, ἱερεὐς τις Ἀναστάσιος τὸ ὄνομα ἐκ τοῦ χωρίου Βουλγάρων, νοσῶν βαρυτάτην ἀσθένειαν καὶ τὴν τοῦ τιμίου Ἥλου ἐπικαλούμενος δύναμιν, ἔτυχε τῆς ταχίστης ἰάσεως. Οὕτω δὲ ἐπιτυχῶν ὐγείας τελείας ὁ Ιερεὐς Ἀναστάσιος, πρὸς μνήμην ἀνεξάλειπτον τοῦ γενομένου εἰς αὐτὸν θαύματος, κατεσκεύασε τὴν ὁ ρωμένην Εἰκόνα τοῦ Ἀρχιστρατήγου καὶ τὸ μέρος τοῦ τιμίου Ἥλου ἔθηκεν ἐν Αὐτῇ, μετὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ περιέχοντος αὐτὸν, πρὸς φύλαξιν καὶ διατήρησιν πάντων τῶν ἐν τῆ θεοφρουρήτῳ ταύτῃ Νήσῳ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν (11). Ἐπειδὴ δὲ ἦτο ἡ λαμπροφόρος Δευτέρα τοῦ Πάσχα ἡμέρα, ὅτε καὶ πάλιν ἐφάνη ὁ τίμιος Ἥλος, ἐπὶ τῇ ἀγριελαία, ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου τὸ δεύτερον· διὰ τοῦτο ἐπεκράτησεν ἡ καλὴ συνήθεια αὕτη ἔκτοτε πανηγυρίζειν πρὸς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος ἐν τῆ κώμῃ τοῦ Θεολόγου καὶ ἀπέρχεσθαι ἀφ' ἐσπέρας, μετὰ κοινῆς λιτανείας καὶ δεήσεως, εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον, ἤτοι ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου καὶ ἐκτελεῖν τὴν ἑορτήν ὡς πρέπει καὶ τὴν θείαν λειτουργίαν. Ταῦτα καὶ τὰ διὰ τοῦ παντίμου Ἥλου ἐν τῃ Ἰερᾷ Μονῆ τοῦ Φιλοθέου ἱστορούμενα. Ἅτινα εἰς τὸ ὁρώμενον ὕφος, χάριν ὠφελείας καὶ μνήμης ἱστορήσαντες, δεδώκαμεν τῆς ἐν τῇ Νήσῳ ἀναγινώσκειν ἐτησίως, ἐπὶ κοινῇ ἀκροάσει τῶν ἐν τῆ λαμπρᾷ ταύτῃ πανηγύρει συναθροιζομένων πιστῶν, πρὸς ὠφέλειαν καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν.

Ἠκούσατε ἀδελφοὶ Χριστιανοί, τὰ συντομως ἐκτεθέντα τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ θαυμάσια, τὰ ἐν τῇ Νήσῳ ταύτῃ ἐκ προνοίας θείας τελεσθέντα· τὰ ὁποῖα βέβαια ἐτέλεσεν ὁ Ἀρχιστράχηγος κατὰ θείαν ἀπόρρητον οἰκονομίαν διὰ τὴν σωτηρίαν ἡμῶν. Ἀποστείλας ἡμῖν ὁ Θεὸς τὸν Ἀρχιστράτηγόν του, νὰ μᾶς βοηθήσῃ καὶ ἐξυπηρετήσῃ μὲ τὰς διαφόρους θεραπείας καὶ τὰ θαυμάσιά του, καὶ ζήσωμεν κατὰ τὸ θέλημα καὶ πρόσταγμα αὐτοῦ ὅπως ἐπιτύχωμεν τῆς παρ' αὐτοῦ σκέπης καὶ εὐλογίας. Ὁ εὔσπλαγχνος καὶ οἰκτίρμων καὶ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ μὴ θέλων τοῦ ἀμαρτωλοῦ τὸν θάνατον, ἀλλά τὴν ἐπιστροφήν ἀναμένων καὶ προσδεχόμενος, διὰ νὰ ζήσωμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν τὸν πνευματικὸν θάνατον, ἤτοι τὸν τῆς ψυχῆς, καὶ κολασθῶμεν καὶ ἀποξενωθῶμεν τῆς χάριτος αὐτοῦ, πολλὰς καὶ διαφόρους ἀφορμὰς καὶ διδασκαλίας ἔδωκεν ἡμῖν ἀνωθεν, καὶ δι' Ἀγγέλων καὶ δι' ἀνθρώπων Ἁγίων καὶ πνευματοφόρων, Προφητῶν καὶ Πατριαρχῶν· πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως λαλήσας πρότερον τοῖς Πατρᾶσι διὰ Γραφῶν καὶ Προφητειῶν, ὕστερον ἀπέστειλε τὸν Μονογενῆ Αὐτοῦ Υἱὸν καὶ ἔλαβε τὴν ἡμετέραν σάρκα, ἐκ τῶν καθαρωτάτων αἱμάτων τῆς Ἀειπαρθένου θεοτόκου καὶ συνανεστράφη μεθ' ἡμῶν καὶ συνωμίλησε˙ καὶ τελευταῖον ἐδέξατο θάνατον ἐπονείδιστον, ὅπως ἡμᾶς ἐλευθερώσῃ ἐκ τῆς δουλείας τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον τῆς ψυχής˙ καὶ ἀναστήσας τὴν ἡμετέραν φύσιν, ὕψωσεν εἰς οὐρανοὺς καὶ συγκάθεδρον τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ αὐτοῦ ἐποίησε˙ δείξας ἡμῖν μετάνοιαν καὶ ὁδὸν σωτηρίας, παραγγείλας, ὁσάκις ἄν σφάλωμεν νὰ μετανοῶμεν, λέγων, «ὁσάκις ἄν πέσῃ ἔγειραι καὶ σωθήσῃ». Ἀπέστειλεν ἔπειτα τοὐς Ἀποστόλους καὶ ἐφώτισαν τὰ πεπλανημένα ἔθνη, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ φωτισθέντες εἴμεθα καὶ ἡμεῖς καὶ ἔδειξαν ὅσοι φρόνιμοι ἦσαν καὶ ἄξιοι, μεγάλην μετάνοιαν, δι' ἥν καὶ ἐπέτυχον ζωῆς αἰωνίου. Ἐκ τῶν ὁποίων οἱ φρονιμώτεροι διὰ νὰ μὴ προδώσωσι τὴν Πατρώαν εὐσέβειαν καὶ πίστιν αὐτῶν, ὑπεφερον μεγάλα βάσανα καὶ μαρτύρια καὶ θάνατον βίαιον, ἄλλοι ἔκαμαν ὐπερφυσικοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας ἅτινα μεγάλα κατορθωματα κατώρθωσαν, ὄχι μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ πλῆθος γυναικῶν.

Αὐτῶν τῶν γενναίων Ἡρώων τῆς Πίστεως τὴν εὐσέβειαν, ὡς Ἰεραν Παρακαταθήκην, καὶ τὸ κήρυγμα τὸ Θεόσδοτον, ἐλάβομεν καὶ ἡμεῖς, καὶ ἄν πολιτευθῶμεν καὶ ζήσωμεν καθῶς αὐτοὶ ἔζησαν, ἔχομεν νὰ λάβωμεν καὶ τὰ αὐτὰ βραβεῖα καὶ τὰ χαρίσματα μὲ αὐτούς, καὶ νὰ γίνωμεν κατὰ χάριν Υἱοὶ Θεοῦ καὶ τέκνα Χριστοῦ. Ὅστις καὶ καταξιοῖ ἀδελφοὺς ἡμάς καλεῖν, «Μήτηρ μου καὶ Ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν, οἱ τὸν λόγον ὄντες τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτὸν». Τέκνα λοιπὸν ὄντες τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς διὰ τῆς Πίστεως τῆς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἀδελφοὶ Χριστοῦ καὶ Θεοὶ κατὰ χάριν καὶ υἱοὶ Ὑψίστου. Ἐν οὐρανοῖς ἔχομεν τὸ πολίτευμα καὶ Ἀγγέλους ἔχομεν φύλακας καὶ ὐπηρέτας εἰς κληρονομίαν αἰωνίου σωτηρίας. Ἀλλ' ὤ πόσον εἷναι μέγα κακὸν εἰς, ἡμᾶς! πόση δυστυχία καὶ συμφορὰ μεγάλη! νὰ ἐκπίπτωμεν ἀπὸ τὸ τόσον ὕψος καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ διὰ μίαν κατά πικρον ἀμαρτίαν; Διά τοῦτο κράζει καὶ ἐλεεινολογεῖ ἡμᾶς καὶ ὁ ψαλμωδὸς Δαυΐδ λέγων, «ἐγῶ εἶπα Θεοὶ ἐστὲ καὶ Υἱοὶ Ὑψίστου πάντες, ὐμεῖς δὲ ὡς ἀνθρωποι ἀπαθνήσκετε, καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε». Ἰδοὺ ὅπου μὰς λέγει φανερὰ διὰ τοῦ προφήτου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅτι παρακούοντες τοῦ θεοῦ ὡς οἱ Προπάτορες ἡμῶν καὶ πρωτόπλαστοι Ἀδὰμ καὶ Εὔα ἀποθνήσκομεν, καὶ ὐπερηφανευόμενοι καὶ ἀλαζονευόμενοι, ώς ὁ Ἐωσφόρος ἐκεῖνος, ὁ εἷς τῶν ἀρχόντων, πίπτομεν, ἐκ τῆς οὐρανίου δόξης καὶ λαμπρότητος, καὶ γινόμεθα ὅμοιοι μὲ τοὺς ὐπηρέτας του ἐζοφωμένοι καὶ σκοτεινοί. Πόσων δακρύων εἷναι ἄξιοι οἱ ἀμαρτωλοί, οἱ ἀμετανόητοι ἀμαρτωλοί; πόσων θρήνων καὶ ὀδυρμῶν; καὶ πόσον εἷναι ἀθλιώτεροι καὶ δυστυχέστεροι ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐμετανόησαν καὶ ἐξομολογήθησαν καὶ ἡγιάσθησαν διὰ τῆς ἀγίας καὶ φρικτῆς Μεταλήψεως τῶν Θείων Μυστηρίων, καὶ πάλιν ὡς κύνες ἐπιστρέφουν ἐπὶ τὸν ἴδιον ἔμετον καὶ ἐπὶ τὸν ἴδιον βόρβορον τής προτέρας ἀμαρτίας; ἀλλοίμονον εἰς τὴν τοιαύτην ἀθλιότητα καὶ τὴν μεγάλην ζημίαν των! Καὶ ποῖος νὰ μὴ κλαύσῃ καὶ θρηνήσῃ τούτους τοὐς δυστυχεῖς, οἵτινες νοσοῦντες εἰς θάνατον, ἰατρεύθησαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν ζωήν, καὶ πάλιν ἔπεσον εἰς τὴν ἰδίαν καταδίκην καὶ ἀθλιότητα; Ὤ ρῦσαι Κύριε, τῆς τοιαύτης ἀναισθησίας καὶ πωρώσεως! ὁ χθές, σκεῦος ἡγιασμένον καὶ ἡγνισμένον καὶ θεὸς κατὰ χάριν, σήμερον δυσωδία καὶ ἀηδέστατος βόρβορος. Καὶ διὰ ποίαν ἄραγε ἀπόλαυσιν; ἤ μάλλον διὰ βλάβην καὶ τής ἰδίας ταλαιπώρου σαρκός, τῆς ἐκ τῆς βρωμερῆς ἀμαρτίας προσγενομένης ὡς διά μέθης ἀμέτρου οἰνοποσίας, ἤ τῆς ἐκ μέθης παραφροσύνης, ἤ δι' ἕν ἄλογον μῖσος καὶ φθόνον, ἤ διὰ κατηγορίαν καὶ ὕβριν τοῦ πλησίον, ἤ διὰ βλασφημίαν καὶ ψευδορκίαν! ἐκ πάντων δὲ τούτων, παθαίνουσιν οἱ ταῦτα πράττοντες, ζημίαν ἀπέραντον καὶ αἰώνιον! Οὐαὶ τῆς καταδίκης καὶ τῆς ζημίας καὶ συμφορᾶς τῶν ἁμαρτωλῶν, τών ἀμετανοήτων ἀμαρτωλῶν! καὶ ποῖος νὰ δώσῃ εἰς ἡμᾶς πηγὰς δακρύων, διὰ νὰ τοὺς κλαύσωμεν καὶ θρηνήσωμεν ἐπαξίως; Ὅταν ποτέ ἐτόλμησαν οἱ Ἑβραῖοι, ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν καὶ θεοστυγές ἀμάρτημα, νὰ σταυρώσουν τὸν Ποιητήν καὶ Σωτῆρά των, ἔκλαυσαν με τὴν πτῶσιν αὐτῶν σκοτισθέντες, ἡ σελήνη καὶ ὁ ήλιος καὶ έταράχθη ἡ γῆ, καὶ ἐσχίσθησαν αἱ πέτραι, καὶ ἤνοιξαν οἱ τάφοι, καὶ ἀνέστησαν ἐκ τῶν τάφων πολλὰ σώματα νεκρά, μήπως δώσωσιν αὐτοῖς αἴσθησιν καὶ μετανοήσωσι καὶ σωθῶσιν: Ἐκεῖνοι ὅμως ἔμειναν ἀναίσθητοι καὶ ἀδιόρθωτοι οἱ ἀθλιοι, ὡς κατακυριευμένοι ἀπὸ τὸν φθόνον καὶ τὴν κακίαν, τὴν μισαδελφίαν καὶ ἀσπλαγχνίαν των˙ καὶ ἄν «χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ, ἐπὶ ἑνὶ ἀμαρτωλῷ μετανοοῦντι», βέβαια ἐπὶ τοὺς ἀμετανοήτους· τούτους ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀδιορθώτους λύπη γίνεται. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ φιλάνθρωπος καὶ πολυεύσπλαγχνος Θεὸς εἰς τοὺς ἀμετανοήτους μένοντας, ὡς ἀπειθοῦντας εἰς τὸ Θεῖον αὐτοῦ πρόσταγμα κάι εἰς τὴν πρόσκλησίν του πέμπει τὸν θυμὸν τῆς ὀργῆς του, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας». Ὁ δὲ προφήτης Δαβίδ, προτρέπων εἰς τὴν μετάνοιαν λέγει, «δεῦτε τέκνα. ἀκούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω ὑμᾶς... παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον... ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν˙ ζήτησον εἰρήνην καὶ δίωξον αὐτήν», ἤτοι ἐπιδίωξον νὰ φθάσῃς καὶ κατορθώσῃς αὐτήν διότι οΐ «ὀφθαλμοΐ Κυρίου έπὶ δικαίους καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς (τὴν) δέησιν αὐτῶν˙ πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ τοὺς ποιοῦντας (τὰ) κακὰ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ (τῆς) γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν». Ἐπειδὴ δὲ ἡμεῖς, οἱ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ Πανηγυρισταί ἠθροίσθημεν σήμερον διὰ νὰ τὸν δοξολογήσωμεν, ὡς Ἀρχάγγελον Κυρίου καὶ βοηθὸν καὶ προστάτην μας· πρέπει νὰ ἑορτάσωμεν αὐτὸν, καθὼς αὐτὸς ἀγαπᾷ, ὄχι μὲ πεπλανημένους καὶ μανιώδεις χοροὺς καὶ μὲ ἄσεμνα ἄσματα, τὰ ὁποῖα οἱ ἀνήθικοι καὶ αἰσχροὶ τραγωδῶσι καὶ οἱ ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτραι ἔκαμνον εἰς τὰς Πανηγύρεις των καὶ τὰς Ἑορτάς των, διότι καὶ τοιούτους εἶχον θεούς, χορευτάς, πόρνους, μεθύσους καὶ ἀσώτους: Ἀλλὰ ἡμεῖς ᾶς τὸν πανηγυρίσωμεν ὡς Ἀρχιστράτηγον Θεοῦ μὲ ἀγγελικὰς καὶ Θείας ὐμνωδίας καὶ ἐκκλησίαστικὰ ἄσματα.

Διότι ἡμεῖς ὡς Χριστιανοί, οὕτω διδασκόμεθα παρὰ τῆς Χριστοῦ Έκκλησίας, νὰ ψάλωμεν μόνον εἰς τὰς Ἑορτὰς μας καὶ εἰς ταῖς χαραῖς καὶ ταῖς εὐθυμίαις μας, ὄχι δὲ καὶ νὰ τρωγῳδῶμεν, διότι δὲν ἔχομεν εἰς τοῦτο ἄδειαν ἰδοὺ τὶ λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος, «εὐθυμεῖ τις ψαλλέτω» καὶ ἀλλαχοῦ «οἱ τραγῳδῶντες πληροῦνται πνεύματος δαίμονος, οἱ δὲ ψάλλοντες πληροῦνται Πνεύματος Ἀγίου». Ἐὰν οὕτω ποιῶμεν, τότε ἀληθῶς ἔχομεν φίλον καὶ βοηθον καὶ ὐπέρμαχόν μας τὸν Ἀρχιστράτηγον καὶ τότε δέχεται τὴν Ἑορτὴν καὶ Πανήγυρίν μας, ὅταν κάμωμεν ὡς αὐτὸς ἀγαπᾷ· ὅταν ὅμως κάμνωμεν τὰ ἐναντία τῆς θελήσεώς του, τότε κάμνομεν αὐτον ἐχθρὸν καὶ πολέμιόν μας. Διότι αὐτὸς εἶναι παραστάτης καὶ ὑπηρέτης Θεοῦ καὶ διωρισμένος ἀπὸ αὐτὸν νὰ μὰς βοηθῇ εἰς τὰς χρείας καὶ τὰς ἀνάγκας μας, εἰς ἐκείνας ὅπου μὰς προξενοῦν τὴν σωτηρίαν, καὶ χαρίζει ήμῖν ἴασιν καὶ ὐγείαν, ἀλλ' ὅταν μετανοῶμεν καὶ ἀφίνωμεν τὰ κακὰ καὶ κάμνομεν τὰ καλά. Ὅταν δὲ, μετὰ τὴν ἴασιν καὶ ὐγείαν, ἐπιστρέφομεν εἰς τὰς πρώτας κακίας καὶ ἀμαρτίας, τότε παντελῶς δέν μἀς βοηθεῖ, ἀλλὰ καὶ παιδεύει καὶ τιμωρεῖ, ώς ἀπειθεῖς καὶ ἀτάκτους.

Ἀλλ' ὧ μέγιστε τοῦ Θεοῦ Ἀρχιστράτηγε, ἐπισκίασον καὶ ἡμὰς τῇ χάριτί σου καὶ ἐπίστρεψον τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ ἐπίστρεψον πρὸς Θεῖον φόβον τὰς καρδίας ἡμῶν καὶ ἀξίωσον τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.*

*« Τοῖς μὴ πίστει καθαρᾶ καὶ ἀπλῆ καὶ ὁλοψύχω κσρδία τὰ τοῦ Σωτήρος ἡμῶν καὶ θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν τεκούσης Δεσποίνης ἡμῶν θεοτόκου καὶ τὼν λοιπῶν Ἁγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις ἀλλὰ πειρωμένοις ἀποδείξεσι καὶ λόγοις σοφιστικῆς ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν, ἤ κατὰ τὸ δοκοῦν αὔτοῖς παρερμηνεύειν καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην συνιστᾶν ἀνάθεμα».

(Ὄρα εἰς τὸ Τριώδιον ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Ἁγίας Συνόδου).



(1) Ἐκ τούτου ἐπεκράτησε καὶ ὠνομάσθη ἡ Κώμη αὔτη Θεολόγου.

(2) «Ἐν τινι ὑπομνήματι ἐπὶ Βασιλείου (867 886) εὔρηται δὲ ὅτι, τῷ (868), ἀφίκετο ἐκ Θάσου Ξενοφῶν τις Μοναχὸς, μαθητὴς τοῦ Όσίου Λουκᾶ τοῦ Θασίου, μετὰ τὴν αὐτοῦ κοίμησιν καὶ ἐγκαταβίωσεν ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς Μονὴς Φιλοθέου» (ὅρα σελίδι 585 ἐκ τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὅροι Ἱστορίας τοῦ πανοσιολογ. Γερασ. Σμυρνάκη).

(3) Ὁ αὐτὸς δὲ οὗτος πάλιν λέγει ὡς ἐξὴς ἐν τῇ 583 σελίδι. «Βραδύτερον δ' ἀναφέρεται Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης (1078 1081) ὅστις ηὕξησε καὶ ἀνεκαίνισε τὴν Μονὴν σαθρωθεῖσαν, πλεῖστα δὲ κειμήλια ἀφιέρωσεν, ἐν οἶς καὶ μέρος τοῦ τιμίου Ἤλου.

(4) ΕὐΘὺς δὲ ἐκτοτε ἕπαυσε τοῦ νὰ ῥέει ἔσωθεν ἐκ τοῦ Ναοῦ ἡ πηγὴ τοῦ Ἁγιάσμστος καὶ ἀνέβλυσε κάτω ἐν τῇ παραθαλασσία.

(5) ΣΗΜ. Ὁ δὲ Πανοσιολογιώτατος Γεράσιμος Σμυρνάκης ἐν τῆ Ἀγιορειτικῆ αὐτοῦ ἱστορία περὶ τοῦ τιμίου Ἤλου, ἀναφέρει ὡς ἐξῆς : «Προσέτι ὑπῆρχε καὶ τμήμα τοῦ τιμὶου Ἤλου τοῦ Σωτῆρος, δωρηθὲν ὑπὸ τοῦ Νικηφόρου Βοτανειάτου, ἤδη ἀποκείμενον ἐν τῷ ἐν Θάσῳ Μετοχίῳ τῆς Μονῆς ἐν τῷ Χωρίω Θεολόγῳ»... Ἐπίσης παρακατιών ὁ αὐτὸς λέγει ὡς ἐξῆς : «Ὅτε Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης ἐπεσκέφθη τὸ Ἀγιον Ὄρος, ἀφιέρωσε πολλὰ κειμήλια τῇ Μονῇ Φιλοθέου, ἐν οἶς καὶ τὸν τίμιον Ἤλον. Κατὰ τὸ 1630 ὁ Μητροπολίτης Μαρωνείας θελήσας ν' ἀποσπάσῃ αὐτὸν ἐκ θάσου, δὲν ἠδυνήθη, ἐξαναστάντων τῶν κατοίκων κατ' αὐτοῦ, οἴτινες θεωροῦσιν αὐτὸν ὡς ἀλεξίκακον διὰ τὸν τόπον αὐτῶν ἄχρι σήμερον...»

(6) Λέγω ἐν τῷ κάτωθι Μετοχίῳ διότι ἡ Ἰερὰ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου ἔχει καὶ ἄλλο Μετόχιον ἐν τῇ κώμῃ τοῦ Θεολόγου ὡς γνωστὸν τυγχάνει τοῖς πᾶσι.

(7) Τὸ κάτωθι Μετόχιον συνορεύεται ἐκ τὴς δυτικὴς αὐτοῦ πλευρὰς ἀπὸ τὸν Λάκκον τῆς Σόφενας περιλαμβανομένου ὅλου τοῦ Λάκκου ἀπὸ θαλάσσης ἄχρις ἀνω, ὅπου στρέφονται καὶ περιλαμβάνουν τὸ λεγόμενον Κελλὶ καὶ προχωροῦν ἐπάνωθεν τῶν κορυφῶν τοῦ δάσους εἰς τὸν λεγόμενον Σταυρὸν καὶ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ κναδάδικα καὶ τὸ ἐλαιοπρίνι καὶ κατέρχονται ἕως θαλάσσης, ὅπου περιλαμβάνουν τὸ κατὰ θάλασσαν Ἀγίασμα καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Μιχαὴλ Ἀρχαγγέλου περιστρεφόμενα καὶ περικλείοντα τὸν ἐλαιῶνα ὅλον καὶ τὸν παλαιὸν Ἁρσανᾶν μετὰ τοῦ Λάκκου τῆς Σόφενας καὶ τὴν βαθείαν Ποταμίαν.

(8) Αύτό συνεπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ περί ταῦτα Ιστορικός Γεράσιμος Σμυρνάκης ἐν σελίδι 585 τῆς αὐτοῦ Ιστορίας.

(9) Ἦτο δὲ τότε Κοινόβιος ἡ Ἱερά Μονὴ τοῦ Φιλοθέου καὶ ὡς τοιαύτη, εἷχε καὶ Ἡγούμενον κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν τάξιν.

(10) Ἧτο δὲ τότε, ὅτε εὐρέθη τὸ δεύτερον ἐν τῇ ἀγριελαία ὁ τίμιος Ἧλος τοῦ Σωτήρος, μετὰ τὸ Πάσχα ἡ δευτέρα τῆς Διακαινισήμου καὶ ἐπειδὴ καθὼς ὑπεδείχθει, ὁ Ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ μετέφερεν αὐτὸν ἐκ τῆς Ἱερᾶς τοῦ Φιλοθέου Μονῆς καὶ κατέθεσεν ἐν τὴ παρὰ τῷ Ναῷ αὐτοῦ ἀγριελαία. Ἐκ τούτου ἠκολούθησεν νὰ ἑορτάζηται ἐξαιρετικῶς ἐκεῖ ὁ Ἀρχιστράτηγος μετὰ τοῦ τιμίου Ἤλου τῇ Τρίτη τῆς Διακαινισήμου. Ὅπου κατ' ἔτος, κατέρχονται μετὰ προπομπής καὶ λιτανείας φέροντες τὸν τίμιον Ἧλον μετὰ τῆς εἰκόνος τοῦ Ἀρχιστρατήγου καὶ ἀφ' ἑσπέρας μετὰ ἀγρυπνίας ἐπιτελοῦσι τὴν ἑορτὴν καὶ τὴν πρωΐαν τῆς Τρίτης τῆς Διακαινισήμου γίνεται ἡ θεὶα λειτουργία καὶ συνευωχοῦνται καὶ πάλιν ἐπανέρχονται μετὰ λιτανείας καὶ ἐναποθέτουν τὸν τίμιον Ἦλον μετὰ τῆς εἰκόνος τοῦ Ἀρχιστρατήγου ἐν τῷ Μετοχίῳ τῆς Μονῆς.

(11) Αὐτὴν τὴν κατασκευὴν εἶδον ἰδίοις ὁφθαλμοῖς τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἀρχιστρατήγου ἱστορισμένην ἐν μέσῳ ἑξαπτερύγου, ὄπισθεν ἕχουσαν ἐφηρμοσμένον Σταυρὸν ἐξ ἀργύρου πάντα περικεχρυσωμένα, μὲ τὴν ἐπιγραφήν τοῦ ἀνωθεν Ιερέως Ἀναστασίου καὶ ἰδιαιτέρως τὴν ἐπιγραφὴν Ἀνθίμου Ἱερομονάχου Φιλοθεΐτου μὲ τὴν χρονολογίαν τοῦ τελευταίου 1866 μηνὶ Μαρτίῳ τοῦ πρώτου δυσανάγνωστος κατασταθεῖσα ἡ χρονολογία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´.
Τῶν οὐρανίων Στρατιῶν ὁ Ταξίαρχος, ὁ Μιχαὴλ ὁ θαυμαστὸς καὶ Ἀρχάγγελος, ὁ τῷ ἀστέκτῳ θρόνῳ παριστάμενος, ὁ λαμπρὸς καὶ πάμφωτος, λειτουργὸς τῆς Τριάδος, λύτρωσαι κακώσεων, καὶ δεινῶν ἡμᾶς πάντας, τοὺς προσφυγόντας σκέπη σου σοφέ, ὁ ἐν κινδύνοις προστάτης καὶ πρόμαχος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´.
Οἱ τῷ τεμένῃ τῷ πανσέπτῳ προστρέχοντες, τοῦ Ἀρχαγγέλου ἐκ ψυχῆς ἀνακράξωμεν, μετὰ ζεούσης πίστεως Ἁγίασμα αὐτοῦ, πόθῳ ἀρυόμενοι ἐκ δεινῶν συμπτωμάτων, τάχος ἐκλυτρούμενοι, Ἥλου χάριτι θείᾳ, καὶ νοσημάτων τὴν ἀπαλλαγήν, ἐπαπολαύσωμεν σθένει τοῦ Πνεύματος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῷ Ἀρχαγγέλῳ οἱ πιστοὶ νῦν προσπελάσωμεν, ὡς χορηγοῦντι δαψιλῶς πᾶσιν ἰάματα, ἀναμέλποντες ἐφύμνια μετὰ πόθου, ὡς τὴν χάριν ἐκ Θεοῦ λαβὼν Ἀρχάγγελε, ἀπὸ πάσης ἡμᾶς ῥῦσαι περιστάσεως, τούς σοι κράζοντας· Χαῖρε, θεῖε Ἀρχάγγελε.

Κάθισμα
Ἦχος δ´. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
(Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν)
Δεῦτε ἅπαντες πιστοί, δεῦτε θεάσασθε θερμώς, θαῦμα παράδοξον καὶ γάρ, σήμερον ἔλαμψεν ἡμῖν, ἐν τῷ πανσέπτῳ Ναῷ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Ἁγίασμα σεπτόν, παθῶν καθάρσιον, καὶ πάντων τῶν δεινῶν ἐλατήριον, ἐν ᾧ λαμπρῶς τελοῦντες τὴν Πανήγυριν· πᾶς ὁ τῆς Θάσου λαὸς γηθόμενος· καὶ γὰρ παρέχει, πᾶσιν ἰάσεις, τοῖς προσιούσιν αὐτῷ μετὰ πίστεως.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν Τάφον σου Σωτήρ.
(Μετὰ τὸν Πολυέλεον)
Ἀρχάγγελε Θεοῦ, Μιχαὴλ πρωτοστάτα, ὁ πάντων τῶν πιστῶν, βοηθός τε καὶ φύλαξ· συμφώνως τιμῶμέν σε, ἀνυμνοῦντες τὴν δόξαν σου· σὺ γὰρ γέγονας, Ἁμαρτωλῶν σωτηρία, καὶ ἀντίληψις, καὶ κραταιὰ προστασία, πᾶσι τοῖς προστρέχουσι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν οὐρανίων Στρατιῶν ὁ Ταξίαρχος, ὁ Μιχαὴλ ὁ θαυμαστὸς καὶ πανένδοξος, ὁ τῷ ἀστέκτῳ θρόνῳ παριστάμενος, μέσον ἡμῶν πάρεσο, παρεμβάλων καὶ σκέπων, πτέρυξι φρουρῶν ἡμᾶς, τῆς ἀΰλου σου δόξης, καὶ τῶν δεινῶν λυτρούμενος ἀεί, ὁ ἐν κινδύνοις προστάτης θερμότατος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος β´. Τὰ ἄνῳ ζητῶν.
(ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ)
Προστάτην θερμόν, καὶ φύλακα Ἀρχάγγελε, πλουτοῦντες ἀεί, οἱ πίστει σοι προστρέχοντες, ἐκτενῶς βοῶμέν Σοι, Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε, πρόφθασον, καὶ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς ταῖς θείαις μεγίσταις προστασίαις σου.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος Ταγματάρχης, τῶν ἀΰλων Ἀγγέλων, ἐκτίσθης πρὸς Θεοῦ πανταιτίου· ἐν σιγῇ νοερᾷ Μιχαήλ, φωτὸς ἐκ τοῦ πρώτου, φῶς ὄντως δεύτερον, διό σοι ἐφύμνια βοῶμεν ταῦτα·
Χαῖρε, νοὸς κοσμογόνου κτίσμα· χαῖρε, φωτὸς πρωτοφώτου χύμα.
Χαῖρε, Πρωτοστάτα θεότητος πύρινε· χαῖρε, τῆς Τριάδος λειτουργὲ λαμπρότατε.
Χαῖρε, πνεῦμα θεοείκελον ἄϋλον πυριφλεγές· χαῖρε, ζῶον τὸ ἀθάνατον Θεοῦ ὑμνολογικόν.
Χαῖρε, τοῦ ἐμπυρίνου οὐρανοῦ προστατεύων· χαῖρε, τοῦ διακόσμου νοητοῦ ὁ ἐξάρχων.
Χαῖρε, φωστὴρ εὐγνωμόνων τάξεων· χαῖρε, πρηστὴρ ἀχαρίστου πνεύματος.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ φύσις Ἀγγέλων ἐστη· χαῖρε, δι᾿ οὗ ὁ Σατὰν κατεβλήθη.
Χαῖρε, θεῖε Ἀρχάγγελε.

Μεγαλυνάριον
Νόων πάντων θείων τὴν καλλονήν, σκέπην Ὀρθοδόξων καὶ ἀπόρων τὸν βοηθόν, Μιχαὴλ τὸν μέγαν, πιστῶν πάντων προστάτην, καὶ μέγαν πολιοῦχον, πιστῶς ὑμνήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸ Ἁγίασμά σου ἐν Γοναταῖς, ἄλλην κολυμβήθραν, ὑπερβᾶσαν τοῦ Σιλωάμ, καὶ τοῦ ἐν ταῖς Χώναις, παρέχει γὰρ τοῖς πᾶσι, τὴν ἴασιν ἀφθόνως, Θεοῦ Ἀρχάγγελε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸ τῆς Νήσου Θάσου κλέος λαμπρόν, Κώμης θεολόγου, τὴν κρηπῖδα καὶ ὀφθαλμόν, καὶ τῶν ἀσθενούντων, ταχὺν ὄντως Σωτῆρα, Ἀρχάγγελον Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σὲ τὸν ἀστραπόμορφον Μιχαήλ, ἡ τῆς Νήσου Κώμη, Θεολόγου ἐν τοῖς δεινοῖς, ἔχειν ἠξιώθη, φρουρόν τε καὶ προστάτην, διὸ καὶ μεγαλύνει, σοῦ τὴν πανήγυριν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Εἰ καὶ ἐσαθρώθη ὁ Σὸς Ναός, ἀλλ᾿ ἡ τούτου χάρις, διαμένει διὰ παντός, ὑγιεῖς τηροῦσα, τοὺς πόθῳ σου τιμῶντας, Εἰκόνα τὴν Ἁγίαν καὶ τὸ Ἁγίασμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε οἷ ἐν νόσοις παντοδαπαῖς, πόθῳ θεῖον Ἧλον, ἀσπαζόμεθα καὶ σεπτήν, Μιχαὴλ τοῦ θείου, Εἰκόνα σεβασμίαν, καὶ χάριν ἰαμάτων ἀπαῤῥυόμεθα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάντων νοσημάτων ἀπαλλαγήν, πυρετῶν καὶ ῥίγους, ἰατρὸν καὶ θεραπευτήν, ἔχομεν τὸν μέγαν, Ἀρχάγγελον Κυρίου, καὶ Ἧλον τοῦ Δεσπότου, τὸν ἀεισέβαστον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δέχου τὰς αἰτήσεις Παμβασιλεύ, τοῦ Σου Ἀρχαγγέλου, Ταξιάρχου τε Μιχαήλ, καὶ τῆς Σῆς Ἀχράντου, Μητρὸς τῆς Ὑπεραγνοῦ, καὶ ῥῦσαι σοῖς ἱκέτας, πάσης κακώσεως.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Τῶν νοερῶν Δυνάμεων Ἀρχιστράτηγε, Μιχαὴλ πρωτοστάτα τῶν θείων Ταγμάτων, ταῖς ἡλιακαῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, ὡς φῶς λευχειμονῶν ἐν ὑψίστοις καὶ καταυγάζων κόσμον τοῖς θαύμασι, καὶ μαρμαρυγαῖς τὴν οἰκουμένην φωταγωγῶν, ἀδιαλείπτως Θεῷ παριστάμενος, καὶ τὸν Τρισάγιον ὕμνον ἀναμέλπων, πρεσβεῦε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Ἀγάλλεται σήμερον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, λαμπρυνομένῃ τῇ χάριτι, καὶ πιστῶς πανηγυρίζει τῶν φιλεόρτων τὸ σύστημα ἐπὶ τῇ τερατουργίᾳ τοῦ θαύματος, τοῦ Ταξιάρχου καὶ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ ἓν Γοναταῖς Ἁγιάσματος, καὶ δοξάζει Χριστόν, τὸν τὴν χάριν νέμοντα τοῖς ἐκ πόθου, βοῶσιν αὐτῷ· χαῖρε πρωτοστάτα Θεότητος πύρινε, καὶ Τριάδος λειτουργέ, χριστωνύμων σθένος, πηγὴ θαυμάτων ποικίλων, καὶ πᾶσι τάς ἰάσεις παρέχων, φρουρὸν καὶ ὅπλον βασιλέων, πιστῶν κραταιότατον· ἡμῶν δὲ προστάτα καὶ πρόμαχε, τῇ προστασίᾳ σου διασῴζων ἡμᾶς, καὶ παρέχων φωτισμόν, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β´.
Μέγας ἦχος τῶν ἐορταζόντων πέφηνεν, ὁ μέγας Ταξίαρχος, τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων, ἐν τῷ σεπτῷ Ναῷ τοῦ ἐν Γοναταῖς Ἁγιάσματος, νοερῶς ἐποπτανόμενος, νοσοῦντας θεραπεύει, καὶ παντοίων κινδύνων λυτροῦται, τοὺς ἐπικαλουμένους τὴν θείαν ἀντίληψιν· διὸ πάντες πιστοί, ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως, μεγαλύνομεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ· δοξολογοῦντες τὰ ὑπερφυῆ καὶ ἐξαίσια αὐτοῦ θαυμάσια, καὶ βοῶντες εὐχαρίστως· σῶζε ἡμᾶς καὶ σκέπε, Μέγιστε, Μιχαὴλ Ἀρχάγγελε, ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ κολάσεως λύτρωσαι.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ´.
Σήμερον συγκαλεῖται ἡμεῖς, τάς ὀμηγύρεις τῶν πιστῶν, ἡ πανέορτος πανήγυρις, τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, δεῦτε οὖν φιλέορτοι, ἑορτάσωμεν ψαλμικώς, τὰς αὐτοῦ μεγαλουργίας· ἰδοὺ γὰρ οἱ προστρέχοντες πίστει καὶ πόθῳ ἐν τῷ σεπτῷ αὐτοῦ Ἁγιάσματι, κορέννυνται ἰάματα ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, παραλύτους γὰρ συνέσφιγξε, καὶ πᾶσαν αἴτησιν τοῖς πᾶσι χορηγεῖ· πάντες οὖν πρὸς αὐτὸν βοήσωμεν, φύλαξον ἡμᾶς, ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου, ἐκ πάσης ἐπηρείας, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Σύναξη της Παναγίας της Πορταΐτισσας στο Άγιον Όρος

Στην Ιερά Μονή των Ιβήρων βρίσκεται η θαυματουργή Εικόνα Πορταΐτισσα, η οποία κατά την παράδοση είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Έχει διαστάσεις 137 εκατοστά ύψος και 94 πλάτος, το δε βάρος 96 κιλά, μαζί με τα αναθήματα και τα λοιπά. Η αυστηρή έκφραση του ιερού προσώπου Της, τονιζόμενη από την επιβλητική, καθηλωτική ματιά Της, προξενεί το δέος.

Δόθηκε το προσωνύμιο τούτο στην Παναγία, επειδή είναι τοποθετημένη η ιερά εικόνα στο παρεκκλήσιο της μονής Ιβήρων που ευρίσκεται αριστερά της κεντρικής Πύλης.

Αυτή η εικόνα ήταν κτήμα μιας ευλαβούς χήρας στη Νίκαια, όταν εικονομάχοι στρατιώτες την ανακάλυψαν στο σπίτι της, μπροστά απ' την οποία έκαιγε ακοίμητη καντήλα. Με την υπόσχεση χρημάτων η σώφρων χήρα πήρε μια μέρα παράταση και τη νύχτα έριξε, με το γιό της μαζί, την Εικόνα στη θάλασσα, η οποία ξαφνικά στάθηκε όρθια και έπλεε προς την δύση. Εκείνος ο γιος, για να μη τον συλλάβουν, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Άγιο Όρος. Κανείς δεν ξέρει που βρισκόταν 170 χρόνια η Εικόνα, απ' το 829 μ.Χ. που έπεσε στη θάλασσα ως το 1004 μ.Χ. που βγήκε στην Ιβήρων.

Κάθονταν οι παλαιοί άγιοι Γέροντες της Ιβήρων και μιλούσαν περί σωτηρίας ψυχής, όταν ξαφνικά βλέπουν μέσα στη θάλασσα μια λάμψη. Μαζεύτηκαν όλοι οι Μοναχοί του Όρους, και με βάρκες θέλησαν να πάνε στο περίεργο και θαυμαστό σημείο. Μπόρεσαν μόνο να διακρίνουν ότι ήταν μία εικόνα της Θεοτόκου, διότι όσο πλησίαζαν τόσο η εικόνα απομακρυνόταν. Όποτε οι Πατέρες συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία και ικέτευαν θερμώς τον Πανάγαθο να τους επιτρέψει να πάρουν την αγία Εικόνα. Πράγματι ο Θεός άκουσε τη δέηση τους και απάντησε ως έξης.

Έξω απ' το Μοναστήρι ασκήτευε κάποιος Μοναχός Γαβριήλ από την Ιβηρία. Ήταν απλός, αναχωρητής, αδιαλείπτως έλεγε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό και ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η τροφή του ήταν τα βότανα του βουνού και ποτό του το νερό και μέρα-νύχτα μελετούσε το νόμο του Κυρίου. Ενώ προσευχόταν, νύσταξε λίγο, έκλεισε τα μάτια του και βλέπει την αγία Θεοτόκο με ιδιαίτερη λαμπρότητα και του λέει «πήγαινε στο Μοναστήρι σου και πες στον ηγούμενο ότι ήρθα για να τους δώσω την εικόνα μου» μετά βάδισε στη θάλασσα, για να γνωρίσουν όλοι την αγάπη και πρόνοια που έχω στο Μοναστήρι σας. Μόλις είπε αυτά η Παναγία, χάθηκε απ' τα μάτια του Γαβριήλ.

Μετά πήγε στο Μοναστήρι, είπε το νέο και οι Πατέρες με πομπή και Θεομητορικούς ύμνους πήγαν προς την παραλία. Ο Γέρων Γαβριήλ περπάτησε λίγο στη θάλασσα και αμέσως η εικόνα ήρθε στην αγκαλιά του. Οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και χαρά την υποδέχτηκαν και έκαμαν ολονύκτιες αγρυπνίες και δεήσεις και Λειτουργίες επί τρία μερόνυχτα, για να ευχαριστήσουν τον Θεό και την Παναγία. Την έβαλαν στο ναό της Μονής, αλλά εκείνη έφευγε και στεκόταν πάνω από την πύλη του Μοναστηριού. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου ξαναπαρουσιάστηκε η Παναγία στον Γέροντα Γαβριήλ και του λέει:

«Πες στον ηγούμενο να παύσετε να με πειράζετε, διότι δεν ήρθα στο Μοναστήρι για να με φυλάτε σεις, αλλά ήρθα για να γίνω εγώ φύλακας και φρουρός σας και σ' αυτήν και στην μέλλουσα ζωή και όσοι θα ζήσουν με ευλάβεια και φόβο Θεού και δεν αμελούν στην απόκτηση των αρετών, και τελειώσουν την πρόσκαιρη ζωή τους σ' αυτόν τον τόπο, ας έχουν θάρρος και να μη φοβούνται την κόλαση διότι αυτή τη χάρη ζήτησα από τον Θεό και Υιό μου και την πήρα. Ως επιβεβαίωση των λόγων μου σας δίνω αυτό το σημείο, όσο βλέπετε την εικόνα μου στο Μοναστήρι σας, δεν θα λείψει απ' το Όρος τούτο η χάρις και το έλεος του Υιού μου και Θεού».

Όταν τα άκουσε αυτά ο ασκητικός και θεοφόρος πατήρ Γαβριήλ έρχεται βιαστικά στο Μοναστήρι και τα αναφέρει στον ηγούμενο ο όποιος χάρηκε πολύ, συνάθροισε την αδελφότητα και διατάζει να κτισθεί στην είσοδο της Μονής ειδικό παρεκκλήσιο για την φύλακα της Μονής θαυματουργή Εικόνα.

Λέγεται, μάλιστα, ότι εάν χαθεί η εικόνα από την θέση της, τότε θ' αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την δευτέρα παρουσία του Κυρίου μας. Η Αγία αυτή εικόνα φέρει στο κάτω μέρος της σιαγόνος της Θεοτόκου μία ουλή από το μαχαίρι ενός πειρατή. Από την ουλή αυτή έρευσε αίμα, το οποίο πηγμένο διακρίνεται και σήμερα επάνω στην εικόνα.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑΣ

Ο ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ

Τον παλαιό καιρό ένας οδοιπόρος ξεκίνησε από την έρημο του Άθωνος και οδοιπορώντας όλη την ήμερα, το απόγευμα έφτασε στη Μονή των Ιβήρων. Επειδή βιαζόταν, δεν μπήκε μέσα. Ζήτησε μόνο λίγο ψωμί από τον πορτάρη, ο όποιος δεν του έδωσε, και νηστικός και πικραμένος συνέχισε την πορεία του προς τις Καρυές. Σε 20 περίπου λεπτά από τη Μονή κάθισε ο οδοιπόρος σε μία πέτρα να ξεκουραστεί λίγο αναλογιζόμενος το γεγονός με δάκρυα και στενάζων κατά του πορτάρη. Τότε άκουσε βήματα, σηκώνει το κεφάλι και βλέπει μία σεμνή γυναίκα, που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδί.

Τον πλησιάζει και τον ρωτάει με συμπονετικό ύφος: «τι έχεις και κλαις; μήπως είσαι άρρωστος;» «Όχι» άπαντα ο οδοιπόρος, «δεν είμαι άρρωστος, αλλά πεινάω ζήτησα από τον πορτάρη των Ιβήρων λίγο ψωμί και δεν μου έδωσε». Η Γυναίκα του λέει: μη λυπάσαι, τέκνον, κατά του θυρωρού, διότι θυρωρός της Μονής των Ιβήρων είμαι εγώ. Πάρε αυτό το φλουρί, γύρισε στο Μοναστήρι και αγόρασε με αυτό ψωμί κι εγώ θα σε περιμένω εδώ. Ο οδοιπόρος πείθεται και επιστρέφει στο Μοναστήρι, βρίσκει τον πορτάρη και ζητεί ν' αγοράσει ψωμί δίνοντας και το φλουρί, που καθώς είπε του το δώρισε μια γυναίκα.

Όταν ο πορτάρης άκουσε για γυναίκα σαν να κατάλαβε, και μόλις είδε και το φλουρί θαύμασε και έσπευσε να χτυπήσει την καμπάνα να συναθροισθούν οι Πατέρες και να τους αναφέρει το συμβάν. Συγκεντρώθηκαν οι Πατέρες και μόλις άκουσαν το παράδοξο γεγονός έμειναν κατάπληκτοι. Διαπίστωσαν ότι το φλουρί που έφερε ο οδοιπόρος ήταν από παλιά αφιερωμένο στην Εικόνα της Πορταΐτισσας, το οποίο με πολλή ευλάβεια ξανατοποθέτησαν και πάλι προ της αγίας Εικόνας. Αμέσως όλοι μαζί πήγαν στον τόπο της εμφανίσεως της γυναίκας, 20 λεπτά απ' το Μοναστήρι προς τις Καρυές, και δεν βρήκαν κανένα. Σε ανάμνηση του θαύματος έστησαν εκεί ένα μικρό προσκυνητάρι.

Κατά το 1960 μ.Χ. ο Ιερομόναχος Μάξιμος Πνευματικός Ιβηρίτης ανήγειρε ναΰδριο στον τόπο εκείνο του θαύματος προς τιμήν της Πορταΐτισσας Θεοτόκου. Εδώ ερχόταν ο Γέροντας κάθε δειλινό και άναβε το καντήλι στην Εικόνα της αναπαράστασης του θαύματος κάτω απ' το δέντρο. Μια βραδιά ακούει φωνή απ' την Εικόνα: «θέλω εκκλησία εδώ». Ξαφνιάστηκε, σταυροκοπήθηκε και δεν είπε τίποτα, μήπως ήταν ιδέα του. Την άλλη βραδιά πάλι τα ίδια. και τρίτη φορά ακούστηκε η φωνή και ο Γέροντας απάντησε «δεν μπορώ» και η Παναγία του είπε: «θα σε βοηθήσω εγώ». Τότε ο Γέροντας κουβάλησε δυο χρόνια πέτρες απ' το ποτάμι, καθάρισε τον τόπο απ' τα βάτα και τ' άγρια ξύλα, ο μάστορας δούλεψε πρόθυμα και έγινε ένα ωραιότατο εκκλησάκι που οι ξένοι επισκέπτες δεν χορταίνουν να το βγάζουν φωτογραφίες.

O ΑΓΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΟΣ

Σύμφωνα με τις ιστορικές παραδοσιακές πληροφορίες, η μεγάλη σε μέγεθος εικόνα της Πορταΐτισσας, η οποία φέρει κάτω από τη δεξιά σιαγόνα τραύμα με ξηραμένο αίμα, κτυπήθηκε με το ξίφος ενός Άραβα, ο οποίος ονομαζόταν Ραχάι και ήταν αρχηγός ενός πειρατικού στόλου. Όταν ο στόλος αυτός έπλευσε στη θάλασσα των Ιβήρων, ο Ραχάι έστειλε πειρατές, να κουρσέψουν τη Μονή. Αυτοί όμως δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν την εντολή του αρχηγού τους, διότι εμποδίστηκαν από μία Γυναίκα και γύρισαν στα πλοία τους άπρακτοι.

Όταν ο Ραχάι άκουσε τη δικαιολογία των συντρόφων του, τους ονείδισε και αμέσως έτρεξε εναντίον της Μονής κραδαίνοντας το ξίφος του. Όταν είδε την αγία εικόνα της θείας Πορταΐτισσας, με θυμό τη χτύπησε με το ξίφος του. Από την πληγή άρχισε να ρέει άφθονο αίμα, που τον περιέλουσε. Στη θέα του αίματος από το φρικτό θαύμα, άρχισε να τρέμει, και μετανοώντας για την ασέβεια του ζήτησε συγχώρηση. Κατόπιν βαπτίστηκε και έγινε μοναχός και κλαίγοντας για το αμάρτημά του».

Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του έμεινε εμπρός στην αγία εικόνα και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο ναό της Πορταΐτισσας. Παρακαλούσε δε τους αδελφούς της μονής Ιβήρων, να μη τον αποκαλούν με το ασκητικό του όνομα Δαμασκηνό, αλλά «Βάρβαρο», άξεστο, βάναυσο. Ο Άγιος Βάρβαρος τόσο πολύ πρόκοψε στην αρετή, ώστε ύστερα από το θάνατό του έδειξε σημεία αγιότητας. Μέχρι σήμερα ονομάζεται «άγιος Βάρβαρος», εορτάζει στις 15 Μαΐου. Το λείψανό του, κατά την ανακομιδή, βρέθηκε ακέραιο και απέπνεε άρωμα. Το έκλεψαν οι Λατίνοι, μαζί με χίλια άλλα λείψανα της Μονής.

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ

Το 1651 μ.Χ. Ιβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οικονομική στενότητα, γι’ αυτό ανέθεσαν στη Θεοτόκο να μεριμνήσει για τη συντήρησή τους. Αμέσως η φιλόστοργη Μητέρα έτρεξε για εξεύρεση πόρων με το ακόλουθο χαριτωμένο θαύμα.

Εκείνη την περίοδο ήταν βαριά άρρωστη η κόρη του τσάρου της Ρωσίας Αλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τα πόδια της ήταν παράλυτα και για τους γιατρούς αθεράπευτα.

Τη θλίψη της πριγκίπισσας και των βασιλέων γονέων της έρχεται τώρα να μεταβάλει σε χάρη η θαυματουργή Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μια νύχτα στον ύπνο της, κι αφού της έδωσε θάρρος και υποσχέθηκε να τη θεραπεύσει της λέει:

– Να πεις στον πατέρα σου να φέρει από την μονή των Ιβήρων την εικόνα μου την Πορταΐτισσα.

Το πρωΐ η άρρωστη διαβίβασε την εντολή κι αμέσως ξεκίνησε έκτακτη αποστολή, για να μεταφέρει στους Ιβηρίτες μοναχούς την επιθυμία του τσάρου. Εκείνοι φοβήθηκαν μήπως η εικόνα δεν επιστραφεί, και αποφάσισαν να στείλουν ένα πιστό αντίγραφο με τιμητική συνοδεία τεσσάρων ιερομονάχων.

Μόλις μαθεύτηκε ο ερχομός της σεπτής εικόνας στη Μόσχα, η πόλη άδειασε. Όλοι, βασιλείς και λαός, έτρεξαν να την προϋπαντήσουν. Στ’ ανάκτορα όμως η πριγκίπισσα κοιτόταν στο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμή ζήτησε τη μητέρα της και τότε πληροφορήθηκε το μεγάλο γεγονός.

– Τι; φώναξε. Έρχεται η Παναγία, κι εμένα μέ άφησαν εδώ;

Πήδηξε αμέσως από το κρεβάτι, ντύθηκε και έτρεξε να υποδεχθεί κι εκείνη την Παναγία. Ο κόσμος είδε την παράλυτη πριγκίπισσα και τα έχασε. Η συγκίνηση κορυφώθηκε, όταν από την άλλη μεριά έφθασε η αγία εικόνα κι έγινε η τελετή της υποδοχής και της προσκυνήσεως.

– Μεγαλειότατε, είπαν οι απεσταλμένοι, προσφέρουμε τη σεπτή αυτή εικόνα σαν δώρο στο ευσεβές ρωσικό έθνος.

– Σας ευχαριστώ, είπε συγκινημένος ο τσάρος. Σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου σας παραχωρώ μία από τις καλύτερες μονές της πρωτεύουσας, τον άγιο Νικόλαο. Επίσης ετήσιο επίδομα από 2.500 ρούβλια, ατέλεια σε ότι εισάγετε στην χώρα μου, καθώς και δωρεάν μετακίνηση των απεσταλμένων σας.

Το μετόχι αυτό παρέμεινε στην κυριότητα της μονής Ιβήρων μέχρι το 1932 μ.Χ. και της εξασφάλιζε τόσα έσοδα, ώστε κάλυπτε όλες σχεδόν τις υλικές της ανάγκες.

Η ΚΑΝΔΗΛΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟΥ

Στη σεβάσμια μονή των Ιβήρων, κατά την ετήσια αγρυπνία της πανήγυρης της σεπτής εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας (15 Αυγούστου), είχε κληθεί να ψάλει ο περίφημος Ρουμάνος μουσικός και καλήφωνος Νεκτάριος, ο λεγόμενος Βλάχος. Η μονή, για να τιμήσει τον επισκέπτη, όπως ήταν συνήθεια, του παραχώρησε το δεξιό αναλόγιο. Αυτό δεν άρεσε στους ψάλτες της μονής, οι οποίοι ήθελαν να επιδείξουν τη μουσική τους κατάρτιση και τις ψαλτικές τους ικανότητες. Γι' αυτό δυσαρεστήθηκαν. Παρακινούμενοι από φθόνο του διαβόλου, σκέφτηκαν την εξόντωση του Ρουμάνου ψάλτου. Έτσι, κάποιος από αυτούς, έριξε δηλητήριο στο ποτό του.

Ο ευλογημένος αυτός μοναχός Νεκτάριος, μόλις αισθάνθηκε τους πρώτους πόνους από την επίδραση του δηλητηρίου, αντελήφθη τι είχε συμβεί. Οπλισμένος με ακράδαντη πίστη στο Θεό και την εορτάζουσα Παναγία Πορταΐτισσα, αμέσως έτρεξε στη θαυματοποιό Παναγία, πήρε το κανδήλι Της και ήπιε ολόκληρο το περιεχόμενό του και με πολύ πόνο ψυχής είπε: «Παναγία μου, σώσε με. Με δηλητηρίασαν».

Η ταχεία αντίληψη και έτοιμη βοηθός και ιατρός των νοσούντων, Κυρία Θεοτόκος, άκουσε τον πιστό δούλο Της, προσέτρεξε και τον θεράπευσε. Ο ίδιος αργότερα ομολογούσε: «Ποτέ δεν έψαλα τόσο καλά στην Παναγία, με τόσο καθαρό λαρύγγι και ψυχική διάθεση, καθώς την τραγική εκείνη αγρυπνία της σώτειράς μου Παναγίας Πορταΐτισσας».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σεπτήν Σου εἰκόνα Πορταΐτισσα Δέσποινα, ἣ διὰ θαλάσσης ἐπέστη, θαυμαστῶς ἐν τῇ ποίμνῃ Σου, τιμῶμεν ὡς ἁγίασμα σεπτόν, καὶ σκήνωμα τῆς δόξης Σου πιστῶς, ἐξ αὐτῆς γὰρ ἀναβλύζεις τὰς δωρεάς, τοις πόθῳ ἐκοῶσί Σοι· δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου Ἁγνή, φόξα τῇ προμηθεία Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου πλουσίᾳ χρηστότητι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῆ ὑπερμάχῳ.
Ὡς πυλωρὸς καὶ ἀρωγὸς ἡμῶν καὶ ἔφορος, μὴ ἀντανέλῃς ἀφ’ ἡμῶν τὴν Σὴν βοήθειαν, Πορταΐτισσα Παρθένε ἐκδυσωποῦμεν· ἀλλὰ πλήρου τὰς σεπτὰς ἐπαγγελίας Σου, ἃς ἡμῖν εὐηγγελίσω ὡς φιλάγαθος, ἵνα κράζωμεν· Χαῖρε πάντων ἀντίληψις.

Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Τῆς θαυμαστῆς Σου καὶ ἁγίας Εἰκόνος, πανηγυρίζοντες τὴν ἔλευσιν Κόρη, δοξολογοῦμεν τὰ πολλά Σου θαύματα· ἐν αὐτῇ γὰρ χαίροντες, ἐδεξάμεθα πίστει, Σὲ τὴν πάντων Ἄνασσαν, καὶ προστάτιδα ὅλων, βασιλικὰς διδοῦσαν δωρεάς, χειρὶ πλουσίᾳ, ἡμῖν Πορταΐτισσα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
(Μετὰ τὸν Πολυέλεον)
Κατῆρε θαυμαστῶς, ἡ ἁγία Εἰκών Σου, καὶ ἔφθασεν ἡμῖν, ἐκ Νικαίας Παρθένε, κομίζουσα τὰς χάριτας, τῆς σεπτῆς εὐλογίας Σου· ἧς τὴν ἔλευσιν, πανηγυρίζομεν πόθῳ, Πορταΐτισσα, ἐν τῇ παρούσῃ ἡμέρᾳ, Χριστοῦ τῆς ἐγέρσεως.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι ἀοράτως, τὴν σεπτήν Σου Εἰκόνα, ἀεὶ ἐν εὐλαβείᾳ κυκλοῦσιν· ἡμεῖς δὲ ὁρατῶς πρὸς αὐτήν, μετὰ δέους προσερχόμενοι Πορταΐτισσα, ὑμνοῦμέν Σου τὰ θαύματα, καὶ πόθῳ Σοι βοῶμεν ταῦτα·
Χαῖρε, δι’ ἧς μονασταὶ σκιρτῶσι· χαῖρε, δι’ ἧς δυσμενεῖς σιγῶσι.
Χαῖρε, παραδόξως ἡμῖν ἡ εἰσπλεύσασα· χαῖρε, πᾶσαν δόσιν πιστοῖς ἡ παρέχουσα,
Χαῖρε, Κόρη Πορταΐτισσα, τῶν Ἰβήρων τῆς Μονῆς· χαῖρε, πρύτανις καὶ ἔφορος, Ἄθωνος ἡ εὐκλεής.
Χαῖρε, ὅτι ἐκτρέπεις καθ’ ἡμῶν πᾶσαν βλάβην· χαῖρε, ὅτι βραβεύεις τοῖς πιστοῖς πᾶσαν χάριν.
Χαῖρε, πηγὴ θαυμάτων ἀείρυτος· χαῖρε, ἐλπὶς ἡμῶν ἀνενδοίαστος.
Χαῖρε, ἡμῶν πυλωρὸς σωτηρίας· χαῖρε, πυρσὸς ἀῤῥαγοῦς προσδοκίας.
Χαῖρε πάντων ἀντίληψις.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης Πορταΐτισσα ἀληθῶς, σκέπη καὶ προστάτις, τῶν φωνούντων ἀπὸ ψυχῆς, Κόρη Παναγία, τὸ μέγα ὄνομά Σου· διὸ τῇ χάριτί Σου πάντες προστρέχομεν.



Σύναξη της Παναγίας της Ασίνου στην Κύπρο

Η εκκλησία της Παναγίας της Φορβιώτισσας, περισσότερο γνωστή ως η Παναγία της Ασίνου, βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες της οροσειράς του Τροόδους. Είναι κτισμένη στην ανατολική όχθη ενός μικρού χείμαρρου, τρία χιλιόμετρα νοτίως του χωριού Νικητάρι. Από το 1985 μ.Χ. περιλαμβάνεται, μαζί με εννέα άλλες τοιχογραφημένες βυζαντινές εκκλησίες του Τροόδους, στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

Πρόκειται για το καθολικό της Μονής των Φορβίων, από όπου προέρχεται και η προσωνυμία της. Σε επιγραφή που χρονολογείται στα 1105/6 μ.Χ., και βρίσκεται πάνω από τη νότια είσοδο του ναού, αναφέρεται ότι κτήτορας της Μονής ήταν ο Μάγιστρος Νικηφόρος Ισχύριος, μετέπειτα μοναχός Νικόλαος. Η ίδρυση της Μονής χρονολογείται στα 1099 μ.Χ., ενώ συνεχίζει να λειτουργεί και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. οπότε εγκαταλείπεται.

Η εκκλησία αποτελείται από δύο μέρη: το μονόκλιτο καμαροσκεπή κυρίως ναό και το νάρθηκα, ο οποίος προστέθηκε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα μ.Χ. Οι πλαϊνοί τοίχοι του νάρθηκα απολήγουν σε αψίδα, γεγονός που θεωρείται επίδραση της Κωνσταντινουπόλεως. Ήδη από το 12ο αιώνα μ.Χ. ο ναός ήταν καλυμμένος με μια δεύτερη ξύλινη στέγη, στρωμένη με επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια. Σήμερα δεν σώζονται ίχνη από τα υπόλοιπα μοναστηριακά κτίσματα.

Το εσωτερικό του ναού της Παναγίας της Ασίνου είναι κατάγραφο. Οι τοιχογραφίες που σώζονται σήμερα ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Το παλαιότερο σύνολο χρονολογείται στα 1105/6 μ.Χ. και εκφράζει τις νέες τάσεις της ζωγραφικής της περιόδου των Κομνηνών. Οι τοιχογραφίες αυτές απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης, από όπου θα πρέπει να προερχόταν και ο ζωγράφος που τις δημιούργησε, και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σύνολα βυζαντινής τέχνης της περιόδου. Η ισχυρή επίδραση της πρωτεύουσας εξηγείται από το γεγονός ότι ο τότε αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081 - 1118 μ.Χ.) κατέστησε την Κύπρο τη σημαντικότερη στρατιωτική βάση της νοτιοανατολικής Μεσογείου, λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών της εποχής.

Πολλές παραστάσεις από το αρχικό σύνολο του 1105/6 μ.Χ. σώζονται κυρίως στην αψίδα του Ιερού και στο δυτικό τοίχο του ναού, ο οποίος υπέστη διάφορες καταστροφές κατά καιρούς, συμπεριλαμβανομένων των σεισμών. Κατά το 14ο αιώνα μ.Χ., για παράδειγμα, θα πρέπει να κατέρρευσε το τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού, οπότε ξανακτίστηκε και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες. Παράλληλα προστέθηκαν οι εξωτερικές αντηρίδες, και λίγο αργότερα η τοξωτή αντηρίδα στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου.

Ο νάρθηκας διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες λίγο μετά την οικοδόμησή του κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα μ.Χ., και επαναδιακοσμήθηκε στα 1332/3 μ.Χ. με έντονες φράγκικες επιδράσεις. Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα ξεχωρίζει ιδιαίτερα η απεικόνιση μεγάλου αριθμού δωρητών. Στην Παναγία της Ασίνου σώζονται και μερικές μεταγενέστερες τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο 17ο αιώνα μ.Χ.

Πανηγυρίζει την Τρίτη της Λαμπρής.

Σύναξη της Παναγίας της Ποδίθου (ή Ποδύθου) στην Κύπρο

Το μοναστήρι της Παναγίας της Ποδίθου ή Ποδύθου βρίσκεται κοντά στο χωριό Γαλάτα στα δυτικά του ποταμού Κλάριου (Καρκώτη). Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, η εκκλησία του, που είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο Ελεούσα, κτίστηκε, το 1502 μ.Χ., από τον Έλληνα στρατιωτικό Δημήτριο ντε Κορόν (πριν το 1456 - 1502 μ.Χ. ή αργότερα) ο οποίος είχε διατελέσει αξιωματούχος του τελευταίου βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β΄ (1460 - 1473 μ.Χ.), και τη σύζυγο του Ελένη.

Ο ναός της Παναγίας της Ποδίθου έχει ορθογώνιο σχήμα και στην ανατολική πλευρά του καταλήγει σε προεξέχουσα ημικυκλική αψίδα. Οι τοίχοι της εκκλησίας είναι κτισμένοι με ακατέργαστους λίθους και λάσπη. Ο βόρειος και ο νότιος τοίχος εσωτερικά διαπλάθονται με δύο τυφλά τόξα ο καθένας. Η εκκλησία έχει τρεις θύρες, από μια στο μέσο του βόρειου, του δυτικού και του νότιου τοίχου. Ψηλά στο αέτωμα του ανατολικού τοίχου υπάρχει μικρό ορθογώνιο παράθυρο που διατηρεί το αρχικό του υλοστάσιο. Το μικρό, ορθογώνιο παράθυρο, που υπάρχει στο μέσο της αψίδας, ήταν αρχικά ευρύτερο και είχε σχήμα τοξωτό.

Ο ναός σε μεταγενέστερο χρόνο από την ανέγερσή του περιβλήθηκε από πιόσχημη στοά, με την οποία καλύπτονται από την ίδια ξύλινη δίριχτη , και από στέγη από επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια. Το δάπεδο της εκκλησίας είναι καλυμμένο με οπτόπλινθους. Η κύρια είσοδος στη στοά είναι στο μέσο του δυτικού τοίχου. Μικρότερες θύρες υπάρχουν στο νότιο και το βόρειο τοίχο.

Ο ναός της Παναγίας της Ποδίθου δεν διακοσμήθηκε ολόκληρος με τοιχογραφίες. Τοιχογραφίες καλύπτουν την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου εσωτερικά, το αέτωμα και τον ανατολικό τοίχο, την αψίδα και το ανατολικό τμήμα του βόρειου και νότιου τοίχου και χρονολογούνται στο 16ο και 17ο αιώνα μ.Χ.

Στην κορυφή του δυτικού τοίχου, εξωτερικά εικονίζεται ο Παλαιός των Ημερών, και από κάτω η παράσταση. Άνωθεν οι Προφήτες σε προκατεήγγειλαν. Κάτω από την παράσταση αυτή εικονίζονται οι κτήτορες, ένα ζευγάρι στα αριστερά και ένας άνδρας στα δεξιά να προσφέρουν στη Θεοτόκο το ομοίωμα του ναού που βρίσκεται ανάμεσά τους. Η εκκλησία εικονίζεται χωρίς την πιόσχημη στοά που προστέθηκε αργότερα. Κάτω από τους κτήτορες βρίσκεται η ακόλουθη αναθηματική επιγραφή + ΑΝΗΚΩΔΟΜΟΙΘΗ Ο ΘΙΟC Κ(ΑΙ) [ΠΑΝCΕΠΤΟ] C ΝΑΩC ΟΥΤΟC ΤΗC ΥΠΕΡΑΓΗΑCC Θ(ΕΟΤΟ)Κ(Ο)Υ ΕΛΕΟΥCΗC ΤΗ ΕΧΡΟΝΗΑ ΤΟΥ Χ(ΡΙCΤΟ)Υ ΑΦΒ΄ΔΙΑ ΕΞΩΔΟΥ Κ (ΑΙ) ΠΟΛΛΟΥ ΠΟΘΟΥ ΚΙΡΟΥ ΜΙCΕΡ ΔΙΜΗΤΡΙ ΔΕ ΚΟΡΟ ΜΕΤΑ ΤΗC CΗΜΒΗΟΥ ΑΥΤΟΥ ΕΛΕΝΗC Κ(ΑΙ) ΚΤΗΤΟΡΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑC ΜΟΝΗC ΤΑΥΤΗC Κ(ΑΙ) Η ΑΝΑΓΗΝΩCΚΟΝΤΑΙC ΑΥΤΩΝ ΕΥΧΑΙCΘΕ Κ(ΑΙ) ΜΑΚΑΡΙCΑΤΕ ΑΥΤΟΥC ΔΙΑ ΤΟΝ Κ(ΥΡΙΟ)Ν ΑΜΗΝ. Κάτω από την επιγραφή υπάρχει το οικόσημο του ντε Κορόν οι τρεις ήλιοι και δύο δωρητές, ένας άνδρας και μια γυναίκα. Τα κεφάλια και των δύο δωρητών έχουν καταστραφεί. Πάνω από την είσοδο είναι ζωγραφισμένη η εις Άδου Κάθοδος. Χαμηλότερα, εκατέρωθεν της εισόδου εικονίζονται ο Χριστός και η Παναγία όρθιοι, παραστάσεις συνηθισμένες στο χώρο του νάρθηκα ή της Λιτής. Στην κορυφή του ανατολικού αετώματος εικονίζεται το Άγιον Μανδήλιον. Πιο κάτω στα δεξιά του παραθύρου και στα νότια του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας εικονίζεται ο προφήτης Μωυσής να λύνει το υπόδημά του μπροστά στην ακατάφλεκτο βάτο, ενώ στα βόρεια του τεταρτοσφαιρίου εικονίζεται ο προφήτης Μωυσής να παίρνει τις πλάκες του Νόμου στο όρος Σινά. Χαμηλότερα εικονίζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, με τον αρχάγγελο Γαβριήλ στα βόρεια της αψίδας και τη Θεοτόκο στα νότια της αψίδας. Ακόμη πιο χαμηλά εικονίζονται, κάτω από τον Γαβριήλ ο Δαβίδ και κάτω από τη Θεοτόκο ο Σολομών.

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας σε μια μεγαλόπρεπη σύνθεση εικονίζεται η Θεοτόκος ένθρονη με τον Χριστό στα γόνατά της, στον τύπο της Νικοποιού ή Κυριότισσας, ανάμεσα σε εξαπτέρυγα και τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ που στραμμένοι προς τη Θεοτόκο κρατούν λαμπάδες και θυμιούν. Χαμηλότερα στον ημικυλινδρικό τοίχο της αψίδας εικονίζονται οι σκηνές της Μετάδοσης και της Μετάληψης των Αποστόλων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου. Τα θέματα αυτά που είναι παρμένα από το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιακώβου προτιμούνται πολύ συχνά τον 16ο αιώνα μ.Χ. Σε μια ζώνη ψηλά στον νότιο τοίχο εικονίζονται η Προσφορά των Δώρων του Ιωακείμ και της Άννας, η Απόρριψη των Δώρων και η Προσευχή του Ιωακείμ. Απέναντι στον βόρειο τοίχο εικονίζονται η Προσευχή της Άννας, ο Ασπασμός του Ιωακείμ και της Άννας μπροστά στη Χρυσή Πύλη της Ιερουσαλήμ και η Γέννηση της Θεοτόκου.

Ο ζωγραφικός διάκοσμος της εκκλησίας συμπληρώνεται με την μνημειώδη παράσταση της Σταύρωσης στο δυτικό αέτωμα (εσωτερικά) της εκκλησίας. Η Σταύρωση του ναού της Ποδίθου, δεν έχει καμία σχέση με τη γνωστή λιτή Σταύρωση της Βυζαντινής παράδοσης. Η σκηνή είναι πολυπρόσωπη και έντονα επηρεασμένη τόσο εικονογραφικά όσο και τεχνοτροπικά από την δυτική ζωγραφική. Πρόκειται μάλλον για ένα θρησκευτικό πίνακα με πολλές επί μέρους λεπτομέρειες ιδιαίτερα αγαπητές στη Δύση και τη Λατινοκρατούμενη Ανατολή, όπως ο Εσταυρωμένος και οι ληστές, οι έφιπποι φραγκοφορεμένοι στρατιώτες, ο στρατιώτης που σπάζει τα σκέλη των ληστών, η Παναγία που σωριάζεται λιπόθυμη, οι στρατιώτες που παίζουν στα ζάρια το χιτώνα του Χριστού και φιλονικούν μεταξύ τους, η Μαρία η Μαγδαληνή πού αγκαλιάζει τη βάση του Σταυρού του Χριστού και τέλος η αινιγματική μορφή του γονυπετούς μοναχού στο νότιο άκρο της σύνθεσης.

Παρόλο που ο άγνωστος ζωγράφος ακολουθεί την καθιερωμένη εικονογραφία στις διάφορες παραστάσεις, μ' εξαίρεση την Σταύρωση, εν τούτοις στην τεχνοτροπία και τα χρώματα επηρεάζεται έντονα από την τέχνη της Αναγέννησης. Είναι φανερή η προσπάθειά του να αποδώσει τους όγκους των σωμάτων καθώς και την τρίτη διάσταση, ακολουθώντας την ορθή προοπτική.

Με τις τοιχογραφίες της Ποδίθου σχετίζονται και οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Ακαθίστου Ύμνου (γνωστό και ως «Λατινικό Παρεκκλήσιο»), που βρίσκεται στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στον Καλοπαναγιώτη. Τα δύο αυτά μνημεία διατηρούν τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης που έγιναν από ζωγράφους που γνώριζαν εξ ίσου καλά και τη βυζαντινή τέχνη και την δυτική ζωγραφική. Ο συγκερασμός των δύο αυτών τεχνοτροπιών δημιούργησε την λεγόμενη ιταλοβυζαντινή ζωγραφική, που είχε ιδιαίτερα έντονη παρουσία στη περιοχή της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου.

Σύγχρονο με την εκκλησία είναι και το επιχρυσωμένο εικονοστάσιο. Στο ξυλόγλυπτο διάκοσμο του εικονοστασίου υπάρχει ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, ο δικέφαλος αετός και στους στύλους εικονίζεται δύο φορές το οικόσημο του Ντε Κορόν, οι τρεις ήλιοι. Το ίδιο οικόσημο υπάρχει και στα λυπηρά καθώς και στη κτητορική επιγραφή που προαναφέραμε. Με βάση τα στοιχεία αυτά, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο νεαρός δωρητής που απεικονίζεται σε εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ είναι ο Δημήτριος ντε Κορόν. Όταν αργότερα έγινε η μερική εικονογράφηση του ναού ο ντε Κορόν ήταν γέρος. Για κάποιο άγνωστο σε μας λόγο , που πιθανώς να σχετίζεται με τον ντε Κορόν, η κτητορική επιγραφή έμεινε ατέλειωτη, όπως και η τοιχογράφηση του ναού. Το 1783 μ.Χ. το εικονοστάσι, που φαίνεται αντιμετώπιζε προβλήματα αφού πρώτα επιδιορθώθηκε, χρυσώθηκε με ενέργειες του Χρυσάνθου Οικονόμου της Μονής Ποδίθου. Ίσως τότε να μεταφέρθηκε η εικόνα και ξυλόγλυπτα τμήματα του αρχικού εικονοστασίου, τα οποία ήταν σε κατάσταση καλής διατήρησης, στο μικρό παρεκκλήσι της Θεοτόκου που μετονομάστηκε σε Αρχάγγελο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ταλαντούχος ζωγράφος της που ιστόρησε την εικόνα του Αρχαγγέλου της Ποδίθου, ζωγράφησε και την εικόνα του Αρχαγγέλου με την ίδια ονομαστική επιγραφή από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Άγιο Νικόλαο Πάφου καθώς και την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Θαρενού από τα Πριγκιπόνησα, που βρίσκεται στο Πατριαρχικό Μέγαρο στη Κωνσταντινούπολη.

Από τις εικόνες που υπήρχαν στο ναό έχουν διασωθεί ο Εσταυρωμένος και τα δύο λυπηρά, η σειρά της Μεγάλης Δέησης και από το Δωδεκάορτο μόνο η εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Επίσης η εικόνα του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου με την απεικόνιση μοναχής δωρήτριας, ενώ έχει απολεστεί εικόνα του Επιταφίου Θρήνου. Υπάρχει ακόμη ένα Δισκέλιο- αναγνωστήριο που αποτελεί αξιόλογο δείγμα της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής του 18ου αιώνα μ.Χ.

Στο 17ο αιώνα μ.Χ. χρονολογούνται οι τοιχογραφίες των αποστόλων Πέτρου και Παύλου που αποδίδονται στον Παύλο Λουκιανό ή «ιερογράφο», όπως συνήθιζε να υπογράφει, από τη Λευκωσία.

Το μοναστήρι της Ποδίθου είχε επισκεφθεί το 1734 μ.Χ. ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, ο οποίος σημείωσε στο οδοιπορικό του ότι στο παρακείμενο διώροφο πλινθόκτιστο κτήριο διέμεναν δύο μοναχοί. Όπως αναφέρει, το μοναστήρι βρισκόταν κοντά στον κύριο δρόμο με αποτέλεσμα Τούρκοι περαστικοί να εισέρχονται σ' αυτό και να δημιουργούν πολλά προβλήματα. Λίγα χρόνια μετά την επίσκεψη του Μπάρσκυ η κινητή και η ακίνητη περιουσία του μοναστηριού καταγράφηκε στους κτηματικούς κώδικες Α΄ και Β΄ της Ιεράς Μητροπόλεως Κηρυνείας. Από τις καταγραφές συμπεραίνουμε ότι το μοναστήρι ήταν σχετικά πλούσιο παρά το μικρό αριθμό μοναχών του. Το μοναστήρι αναφέρεται και από τον Αρχιμανδρίτη Κυπριανό, το 1788 μ.Χ., ως ένα από τα μοναστήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο μεν Μπάρσκυ το σημειώνει με το με ελληνικό όνομα Ποδύθου, ενώ ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός στον κατάλογο των μοναστηριών της Κύπρου, το γράφει ως Ποδίθου.

Σε κατάστιχο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου του έτους 1825 μ.Χ. αναφέρεται ότι διέμεναν σ' αυτό τουλάχιστον δύο μοναχοί. Στη συνέχεια παρήκμασε και εγκαταλήφθη, μετά τα τραγικά γεγονότα του 1821 μ.Χ. Ακολούθως η κτηματική περιουσία ενοικιάζετο από τη Μητρόπολη Κηρυνείας σε ιδιώτες, όπως τον ιερομόναχο Σωφρόνιο, ο οποίος διέμενε σ' αυτό από το 1842 μ.Χ. έως το 1876 μ.Χ. Γύρω στα 1850 μ.Χ. ο Σωφρόνιος ίδρυσε στο κτίριο του μοναστηριού το πρώτο δημοτικό σχολείο της Γαλάτας και δίδαξε στα παιδιά του χωριού τα πρώτα τους γράμματα. Το ιστορικό αυτό κτίριο σωζόταν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα και αποτυπώθηκε από το φωτογραφικό φακό του Γεωργίου Σεφέρη.

Πανηγυρίζει την Τρίτη της Λαμπρής.

Σύναξη της Παναγίας Κακαβιώτισσας στην Λήμνο

Λίγο έξω από το χωριό Θάνος, χτισμένη μέσα σε μία σπηλιά στις κορυφές του βουνού Κάκαβος, βρίσκεται μία μικρή εκκλησία, η Παναγιά η Κακαβιώτισσα, όπου κάθε Λαμπροτρίτη γίνεται μεγάλο πανηγύρι. Αν θελήσετε να την επισκεφθείτε, ακολουθήστε τη διαδρομή από Μύρινα προς αεροδρόμιο και 800 μ. μετά τον κόμβο στρίψτε δεξιά. Μετά από 2 χλμ. χωμάτινης οδού συνεχίστε στη διχάλα αριστερά και σε 500 μ. αφήστε το αυτοκίνητο και ακολουθήστε το μονοπάτι στην πλαγιά. Το ναό θα τον δείτε όταν πλησιάσετε αρκετά, μετά από περίπου 20 λεπτά ανάβασης.

Ανάμνηση θαύματος Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο της Κρήτης

Ακόμη από τα πολλά θαύματα του Αγίου Μηνά είναι και αυτό που έλαβε χώρα το 1826 μ.Χ. στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος.

Το 1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ., στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1826 μ.Χ., οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή.

Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.

Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.

Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του.

Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.

Άγιοι Χριστόδουλος και Αναστασία και οι συν αυτοίς Νεομάρτυρες

Ο Άγιος Χριστόδουλος ήταν ηλικίας 14 ετών και ήταν το μοναδικό μέλος μιας χριστιανικής οικογένειας, της οποίας η μητέρα και οι δυο θυγατέρες αλλαξοπίστησαν. Η συνομήλικη του Αναστασία ήταν υπηρέτρια της οικογένειας και ενίσχυσε πνευματικώς τον Χριστόδουλο.

Μαρτύρησαν στην Πάτρα την Κυριακή των Βαΐων του 1821 μ.Χ., όπως διέσωσε ως αυτόπτης ο ιστορικός Πουκεβίλ, Πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα την εποχή εκείνη, σημειώνοντας ότι και άλλοι μαρτύρησαν μαζί με αυτούς.

Η μνήμη τους επιτελείται την Τρίτη της Διακαινησίμου εβδομάδος.

Άγιοι Εκατόν εβδομήντα εννιά Οσιομάρτυρες οι εν τη μονή Νταού Πεντέλης μαρτυρήσαντες

Οι Άγιοι Εκατόν εβδομήντα εννιά Οσιομάρτυρες της μονής Νταού Πεντέλης μαρτύρησαν περί τα τέλη του 17ου αιώνα μ.Χ. (πιθανώς το 1680 μ.Χ.), κατά την εποχή που Αλγερινοί πειρατές λεηλατούσαν τα παράλια μέρη.

Κάποιος από τους υπηρέτες της μονής, ο οποίος μισούσε τους μοναχούς, συνεννοήθηκε με τους πειρατές και τους έβαλε στη μονή την ώρα που οι Πατέρες εόρταζαν την Ανάσταση. Οι Πατέρες, έχοντας πολλές φορές υποφέρει από επιδρομές και λεηλασίες, είχαν κατασκευάσει ως τελευταία έξοδο κινδύνου ένα υπόγειο τούνελ όπου ξεκινούσε από τα δεξιά του Ιερού και κατέληγε στη Ραφήνα. Μέσω αυτής της σύραγγας, ο προδότης οδήγησε τους βάρβαρους στο Μοναστήρι ανήμερα της Αναστάσεως. Οι πειρατές αιφνιδίασαν τους Μοναχούς, που τους βρήκαν όλους συναγμένους στην Εκκλησία, με αναμμένες τις λαμπάδες, να ψάλλουν το τελευταίο «Χριστός Ἀνέστη» της Πασχαλινής Θείας Λειτουργίας. Η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε καθολική και η λεηλασία ολοκληρωτική. Βρήκαν φρικτό μαρτυρικό θάνατο 179 Μοναχοί.

Από τους μοναχούς, σώθηκε μόνο ένας ιερέας της μονής με τον υποτακτικό του, που είχε μεταβεί στο μετόχι Γεροτσακούλι (ή Χεροσακκούλι), για να τελέσει εκεί την ακολουθία της Αναστάσεως. Όταν επέστρεψε, βρήκε την μονή κατεστραμμένη και σφαγμένους όλους τους Πατέρες. Ο ιερέας αφού περισυνέλεξε τα τίμια λείψανα, τα ενταφίασε με ευλάβεια και τιμή.

Για αιώνες ο τάφος των 179 πατέρων παρέμενε άγνωστος έως ότου το Σεπτέμβριο του 1965 μ.Χ., κατά την πραγματοποίηση έργων ανανέωσης του δαπέδου στο εσωτερικό του καθολικού, εντοπίσθηκαν τάφοι με ολόκληρα λείψανα μοναχών.

Στη συνέχεια, σε άλλα σημεία του δαπέδου που πραγματοποιούνταν εργασίες, βρέθηκαν και άλλοι τάφοι και λείψανα, που βρίσκονταν εντός αυτών και ανέβλυζαν άρρητη ευωδία.

Η προσπάθεια της ανεύρεσης των υπόλοιπων σωμάτων των Αγίων Πατέρων συνεχίστηκε, όταν ύστερα από ορισμένα χρόνια εντοπίστηκαν και άλλα σε παρακείμενο του καθολικού χώρο. Στη συνέχεια, ακολούθησε η ένταξη των 179 Οσιομαρτύρων Πατέρων της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος στο αγιολόγιο της Εκκλησίας με την από 14 Αυγούστου 1992 συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Σήμερα, τα λείψανα φυλάσσονται σε λάρνακα στον πρόναο του καθολικού, καθώς και σε ειδικό χώρο, που έχει οικοδομηθεί και διαμορφωθεί προς τον σκοπό αυτό δίπλα από το καθολικό.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ’. Ὁ καθαρώτατος Ναὸς τοῦ Σωτῆρος.
Ὡς τοῦ Κυρίου ἁγιόλεκτοι ἄρνες, ἐξωρμημένοι ἐκ χωρῶν διαφόρων, τῇ ποίμνῃ συνεδράμετε τοῦ Παντοκράτορος, ὅθεν θανατούμενοι ἀπηνείᾳ βαρβάρων χαίροντες ἐξήλθετε εἰς οὐράνιον μάνδραν· καθάπερ ὅσιοι καὶ μάρτυρες Χριστοῦ, ἐκδυσωποῦντες ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Κυρίου ᾄραντες, Σταυρὸν Πατέρες, τῇ ἀσκήσει ὤφθητε, λίθοι πολύτιμοι Αὐτῷ· ὅθεν βαρβάροις ἐκράζετε, λαμπρᾷ καρδίᾳ· Ἀνέστη ὁ Κύριος.

Μεγαλυνάριον
Δεῦτε Παντοκράτορος ἡ κλεινή, Μάνδρα τῆς Πεντέλης, ἐπευφραίνου χαρμονικῶς, ἐπὶ τῇ ἀθλήσει, τῶν σῶν Ὁσίων τέκνων, Μαρτύρων γενομένων, Χριστοῦ ἐγέρσεως.

Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε το έτος 1807 μ.Χ. στην κωμόπολη Ποκρόφσκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από οικογένεια ευγενών. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δημήτριος. Ο τόπος όπου μεγάλωσε ο Άγιος ήταν γεμάτος από μονές και σκήτες και γι' αυτό τον λόγο ονομαζόταν «Θηβαΐδα της Ρωσίας». Το πνευματικό αυτό περιβάλλον επέδρασε πολύ στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Αγίου και στην καλλιέργεια της ευσέβειάς του.

Ο πατέρας του τον έγραψε στην αυτοκρατορική σχολή πολέμου στην Αγία Πετρούπολη. Παρά την πρόοδό του στη σχολή, εκείνος επιθυμούσε να γίνει μοναχός και να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής πολιτείας. Αφορμή γι' αυτό έδωσε μια σοβαρή ασθένειά του το έτος 1827 μ.Χ., όταν ο Άγιος ήταν είκοσι ετών, που τον έκανε να παραιτηθεί από την σχολή παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Αμέσως εγκαταβιώνει στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ στην Πετρούπολη. Εκεί συνδέεται πνευματικά με τον Στάρετς Λεωνίδα, της Όπτινα ο οποίος διέμενε εκείνο τον καιρό στη μονή. Στην συνέχεια πήγε στη μονή του Αγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, όπου γνώρισε τον Στάρετς Θεοφάνη. Εκεί έμεινε τέσσερα ακόμη χρόνια, για να καταλήξει κοντά στον γέροντά του Λεωνίδα στη μονή της Όπτινα.

Κείρεται μοναχός το 1831 μ.Χ. και ονομάζεται Ιγνάτιος. Λίγο καιρό αργότερα χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος. Ο Άγιος αρχίζει τον έντονο πνευματικό αγώνα. Σε αυτόν αναφέρεται σχετικά ο γέρων Σωφρόνιος, που γράφει: «Η χριστιανική τελειότητα έγκειται στην εσωτερική (εγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στην οποία εμφανίζεται ο Θεός να αποκαλύπτει τη διαμονή Του μέσα στην καρδιά, με πολλά και ποικίλα χαρίσματα του Πνεύματος. Εκείνος που απέκτησε την τελειότητα αυτή γίνεται φορεύς φωτός, εκπληρώνοντας την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον όχι με σωματική υπηρεσία, αλλά με τη διακονία του Πνεύματος, καθοδηγώντας τους σωζομένους, εγείροντας αυτούς από την πτώση, θεραπεύοντας τις ψυχικές τους πληγές. Ο χορός των μοναχών έδωσε στην Εκκλησία Ποιμένες, οι οποίοι όχι με επιτηδευμένους λόγους ανθρώπινης σοφίας αλλά με τους λόγους του Πνεύματος, που επικυρώνονταν με θαύματα, ποίμαναν και στερέωναν την Εκκλησία.

Ιδού, γιατί η Εκκλησία μετά την περίοδο των Μαρτύρων επεκτάθηκε στην έρημο. Εκεί βρίσκεται η τελειότητα της Εκκλησίας, η πηγή του φωτός της και η κύρια δύναμη της στρατευόμενης Εκκλησίας».

Με εντολή του τσάρου Νικολάου καλείται στην Αγία Πετρούπολη και αναλαμβάνει ηγούμενος της μονής του Αγίου Σεργίου. Προηγουμένως όμως, παραιτείται από όλα τα αξιώματα που είχε στην Εκκλησία και αποσύρεται στην ησυχία της μονής της Όπτινα. Στο μεταξύ η Εκκλησία τον καλεί να την διακονήσει ως Επίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου και Ευξείνου Πόντου. Η πνευματική του δραστηριότητα δεν σταματά. Κατά εκείνη την περίοδο θα γράψει και το περίφημο έργο του «Προσφορά εις τον σύγχρονον μοναχισμόν», στο οποίο αποτυπώνεται η αγιότητα της υπάρξεώς του.

Λόγοι ασθενείας τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, αποσύρεται στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Μπαμπάεβο.

Ο Άγιος Ιγνάτιος, αφού έζησε εκεί ως απλός μοναχός, κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, το έτος 1867 μ.Χ., σε ηλικία εξήντα ετών.

Όσιος Κλήμης ο υμνογράφος

Ο Όσιος Κλήμης ήταν Στουδίτης Μοναχός και μαθητής του Θεοδώρου Στουδίτου , που μετά τον θάνατο του, αντικατέστησε τον διδάσκαλο του στην ήγουμενία της Μονής. Υπήρξε ένθερμος οπαδός της προσκύνησης των αγίων εικόνων και πέθανε από κακουχίες στην εξορία σαν ομολογητής της πίστης μας. Φυσικά είναι γνωστό, ότι υπήρξε Βυζαντινός Υμνογράφος του 9ου αιώνα μ.Χ. (ποιητής των Κανόνων).

Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας Ηπείρου

Ο Άγιος Δονάτος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Εύροια και μορφώθηκε στο Βουθρωτό της Ηπείρου. Σε ηλικία τριάντα ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ευροίας και αρχιεράτευσε επί αξήντα χρόνια. Μετείχε δε στην Β' Οικουμενική Σύνοδο. Άλλες πηγές θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από τη Δύση, αφού το όνομα αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο εκεί.

Στις λατινικές πηγές παρατηρείται σύγχυση μεταξύ του Αγίου Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, και του ομωνύμου του Επισκόπου Αρητίου Τυρρηνίας, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτου. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί, αφενός μεν λόγω της συνωνυμίας, αφετέρου δε διότι η Επισκοπή Ευροίας υπαγόταν Εκκλησιαστικά στη Δύση, αν και πολιτικά ανήκε στο Βυζάντιο.

Οι αγιολογικές πηγές μαρτυρούν πλήθος θαυμάτων από τον Άγιο. Στο Συναξάρι αναφέρεται και το θαύμα του Αγίου που φόνευσε τον δράκοντα. Κοντά στην Εύροια υπήρχε ένα χωριό που ονομαζόταν Σωρεία, στο οποίο υπήρχε μία πηγή, από την οποία, όποιος έπινε, πέθαινε. Όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρα μαζί του και άλλους ιερείς και πήγε στην πηγή. Την στιγμή που έφθασε εκεί, ακούσθηκε μία βροντή. Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά του ένας δράκοντας, που είχε την φωλιά του στην πηγή. Μόλις ο Άγιος έστρεψε το βλέμμα του και είδε το θηρίο, πήρε στα χέρια του το σχοινί, με το οποίο κτυπούσε τον όνο επάνω στον οποίο επέβαινε, χτύπησε το θηρίο στη ράχη, που έπεσε νεκρό στο έδαφος. Στην συνέχεια ο Άγιος ευλόγησε την πηγή, ήπιε πρώτος αυτός νερό απ' αυτή και, ακολούθως, προέτρεψε και τους άλλους να πιουν χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι, πράγματι, ήπιαν και ευφράνθηκαν και επέστρεψαν ασφαλείς στις οικίες τους.

Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου, έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο, ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να θεραπεύσει την θυγατέρα του που έπασχε από δαιμόνιο. Ο Άγιος θεράπευσε τη βασιλόπαιδα και ο Θεοδόσιος του πρόσφερε τόπο στον Ομφάλιο Ηπείρου και χρήματα, προκειμένου ο Άγιος να ανεγείρει ναό. Στην τοποθεσία αυτή σώζονται ερείπια αρχαίου ναού, που χρονολογείται όμως από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Είναι πιθανό ο νεότερος αυτός ναός να οικοδομήθηκε επί των θεμελίων εκείνου, τον οποίο έχτισε ο Άγιος, διότι κατά τις ανασκαφές βρέθηκε και παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο Άγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μάλλον το 388 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του ανωτέρου ναού σε μνημείο, το οποίο κατά την παράδοση είχε ο ίδιος ετοιμάσει.

Το 604 μ.Χ. ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των συχνών βαρβαρικών επιδρομών που γίνονταν στα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με τον ιερό κλήρο της Ευροίας στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, μεταφέροντας και το λείψανο του Αγίου Δονάτου. Αργότερα, το 1125 μ.Χ., κατά την εποχή των Σταυροφοριών στην Δύση, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Δονάτου, μεταφέρθηκε από τον Ενετό Δόγη Domenico Michelli, στην Εκκλησία της Παναγίας και Δονάτου στο Murano (Μουράνο) της Βενετίας.

Μέρος του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δονάτου δια των ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου και του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη στις 29ην Σεπτεμβρίου 2000 από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.

Ο Άγιος Δονάτος είναι πολιούχος της Παραμυθίας και όλης της Ιεράς Μητροπόλεως και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου

Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).

Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».

Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος, Ειρήνη και οι συν αυτοίς

Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.

Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια, αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.

Μετά την κουρά του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο του Φιλοπάππου.

Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.

Κοντά στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.

Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463 μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα, τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.

Σε μερικές εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό Άγιο Ραφαήλ.

Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.

Μαζί με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη, θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.

Με τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης, Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.

Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
(Τοῦ Ἁγίου Ῥαφαήλ)
Τῆς Ἰθάκης τὸν γόνον καὶ τῆς Λέσβου τὸ καύχημα, Ὀσιομαρτύρων τὴν δόξαν, Ῥαφαὴλ εὐφημήσωμεν, ἀρτίως γὰρ ἡμῖν φανερωθείς, ἰάματα πηγάζει τοῖς πιστοῖς, καὶ κατ’ ὄναρ καὶ καθ’ ὕπαρ ὑπερφυῶς ὀπτάνεται τοῖς κράζουσι· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τὴ τῶν Μαρτύρων θαυμαστὴ προστασία, τῶν ἐν Θερμῇ ἠμὶν ἀρτίως φανέντων, ἀπὸ ψυχῆς προσπέσωμεν κραυγάζοντες· Ραφαὴλ μακάριε, καὶ Νικόλαε θεῖε, καὶ Εἰρήνη πάνσεμνε, πάσης ρύσασθε βλάβης, καὶ ἀναγκῶν καὶ πάσης ἀπειλῇς, τοὺς τὴ πρεσβεία ὑμῶν καταφεύγοντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐν Λέσβῳ, ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ἡγιάσατε, τῇ τῶν Λειψάνων ὑμῶν, εὑρέσει μακάριοι. Ὅθεν ὑμᾶς τιμῶμεν, Ῥαφαὴλ θεοφόρε, ἅμα σὺν Νικολάῳ καὶ παρθένῳ Εἰρήνῃ, ὡς θείους ἡμῶν προστάτας καὶ πρέσβεις πρὸς Κύριον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ ἐμφανῶς ὑπὲρ Χριστοῦ ἠθληκοτες, καὶ ὑπὸ γῆν χρόνοις πολλοῖς κεκρυμμένοι, ξενοπρεπῶς ἡμῖν ἐφανερωθησαν, Ῥαφαὴλ Νικόλαος, καὶ Εἰρήνη ἡ θεία, καὶ οἱ συναθλήσαντες, μετ' αὐτῶν θεοφρόνως, οὓς ὡς προστάτας καὶ θαυματουργούς, Ὁσιομαρτυρας, πάντες τιμήσωμεν.

Μεγαλυνάριον
Τοὺς Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, Ῥαφαὴλ τὸν θεῖον, καὶ Νικόλαον τὸν σεπτόν, ἅμα σὺν Εἰρήνῃ, τῆς Λέσβου τοὺς προστάτας, ὡς πᾶσι βοηθοῦντας, ὕμνοις τιμήσωμεν.