Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Κάλαντα Χίου Πρωτοχρονιάς

ΥΜΝΟΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Φώτης Κόντογλου - Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων

Ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα πρᾶγμα ἄπιαστο καὶ κατὰ βάθος ἀκατανόητο. Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ μέρα σὲ ἄλλη, ὅπως ἡ παραμόρφωση τοῦ ἄνθρωπου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι. Τὸν καιρὸ τὸν νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν καταλαβαίνουμε σκληρά. Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν καινούργιεψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ φθορά· καὶ τὸν νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ δυνατά, γιατὶ πονᾶμε, κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ χαρά.

Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.

*

Ὁ καιρὸς ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Πρὶν νὰ γίνει ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς θὰ ὑπῆρχε ὁ καιρός, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη τοῦ μυαλοῦ μας, γιατὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ ἀλλάζει κ᾿ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς περνᾷ ὁ καιρός, πῶς ὑπῆρχε ὁ καιρός; Στὸ τίποτα δὲν ὑπάρχει καιρός. Πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἤτανε «σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου» (Γένεσις α´, 2). Σκότος κι ἄβυσσος εἶναι ἔννοιες ποὺ φανερώνουνε τὸ τίποτα, τὴν ἀνυπαρξία. Παρακάτω εἶναι γραμμένο, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀναμέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν, καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία» (Γένεσ. α´, 4-5). Μόλις ἔγινε τὸ φῶς ἄρχισε κι ὁ καιρός, «ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία».

Ἡ θρησκεία μας αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ βλέπουμε τὸν λέγει «παρόντα αἰῶνα». Σ᾿ αὐτὸν τὸν «αἰῶνα» ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἐνῷ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ, ἂν καὶ λέγεται «αἰώνας». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων» (Α´ Κορινθ. β´, 6). Δηλαδή, τοῦτος ὁ κόσμος κι ὅσοι τὸν πιστεύουνε, ἤγουν οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, «καταργοῦνται», φθείρονται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο πεθαίνουνε. Ἐνῶ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» οἱ δίκαιοι θὰ γίνουνε ἄφθαρτοι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἴδιος θεόπνευστος ἀπόστολος λέγει τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω. Πάντες μὲν οὖν κοιμηθησόμεθα, πάντες ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι (Α´ Κορινθ. ιε´, 51). Μιλώντας γιὰ τὴν καταστροφὴ τούτου τοῦ κόσμου, γράφει: «Εἴτε προφητεῖαι καταργηθήσονται, εἴτε γλῶσσαι, παύσονται, εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α´ Κορινθ. ιγ´, 8). Τὸ «τέλειον» θὰ εἶναι ἄφθαρτο, κ᾿ ἡ ἀφθαρσία καταργεῖ τὸν χρόνο. Στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν ὑπάρχει οὔτε γέννα, οὔτε θάνατος.

Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ εἶναι ἀσύστατες φαντασίες, ποὺ τὶς πιστεύουνε μοναχὰ «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτὰ εἶναι γιὰ λύπη, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἂν ἐλπίζουμε, λέγει, μοναχὰ σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Γιατὶ μὲ ὅποια ἐλπίδα κι ἂν ξεγελασθοῦμε, καὶ μὲ ὅση ἀδιαφορία κι ἂν ἀρματωθοῦμε, θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, τὴ φθορὰ ποὺ μᾶς ζώνει σὰν πλημμύρα ἀπὸ παντοῦ, καὶ θὰ τρομάξουμε.

*

Γύρω μας τὰ πάντα ἀλλάζουνε, μέρα μὲ τὴν μέρα. Τὰ πρόσωπα παραμορφώνουνται, τὰ κορμιὰ σακατεύουνται, τὰ μάτια θολώνουνε, ὅλα βουλιάζουνε μέσα σ᾿ ἕνα βουβὸ χάος. Ἡ φθορά! Καὶ πιὸ ζωηρὰ μᾶς χτυπᾶ αὐτὸ τὸ ξέφτισμα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς κάνει νὰ συλλογισθοῦμε τὴ ματαιότητά μας στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου.

Οἱ Ρωμαῖοι παριστάνανε τὸν πρῶτο μήνα μὲ τὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ἰανοῦ ποὺ εἶχε δυὸ πρόσωπα, ὁποὺ ἤτανε γυρισμένα ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, (κι ἀπ᾿ αὐτό, τὸν βγάλανε Ἰανουάριο). Τὸ ἕνα πρόσωπο ποὺ παρίστανε τὸν περασμένο χρόνο ἤτανε γερασμένο, καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ παρίστανε τὸν καινούργιο χρόνο ἤτανε νεαρό. Οἱ πιὸ πολλοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν πρωτοχρονιά, σᾶς δείχνουνε τὸ νεαρὸ πρόσωπο. Ἐγὼ σᾶς δείχνω τὸ γέρικο. Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς κακοκαρδίσω, ἀλλὰ γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεγελιέται, ἀλλὰ ποὺ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι κερδισμένος, ἐπειδὴ γίνεται πιὸ χριστιανός, δὲν παραδίνεται στὶς ἡδονὲς ποὺ χαλᾶνε τὴν ψυχή του, λιγοστεύει τὸν ἐγωισμό του, συμπονᾶ τοὺς δυστυχισμένους, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀποζητᾶ προστασία κι ἁπλώνει τὰ χέρια του στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἄφθαρτος, ποὺ δίνει τὴν ἀφθαρσία, (Α´ Τιμοθ. α´ 17), ὁ Βράχος (Α´ Κορινθ. ι´, 4), ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος (Ἄποκαλ. β´, 8), ὁ Ῥυόμενος (Ρωμ. ια´, 26), χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες (Ἑβρ. ιγ´, 8), καὶ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ´, 6), «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». (Ἰω. ια´, 25). «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀποκαλ. α´, 8), « Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´, 18), «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. ια´, 26).

Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Χριστὸ δὲν φοβᾶται καὶ δὲν θέλει νὰ ξεγελιέται σὰν τὸ καμηλοπούλι, ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο καὶ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει ὁ κηνυγὸς ποὺ θέλει νὰ τὸ σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀντικρίζει τὴν ἀλήθεια, γιατὶ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστὶν ἀθανασίας πλήρης» (Σολομ.). Ὁ νοῦς του στέκεται ἀτάραχος μέσα στὴ βουβὴ φουρτούνα τοῦ καιροῦ καὶ στὸ ἀσταμάτητο ρεῦμα του, καὶ φέρνει μπροστά του τὶς μυριάδες τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες ποὺ περάσανε καὶ σβήσανε, ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ χάος τῆς ἀνυπαρξίας ὡς τὴ σημερινὴ μέρα, ποὺ καμμιὰ καρδιὰ δὲν τὶς θῦμαται πιά. Ἡ καρδιά του δὲν λιγοψυχᾶ, οὔτε πνίγεται ἡ ψυχή του μέσα στὰ βουβὰ κύματα τῆς φθορᾶς, ἐπειδὴ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἀθανασίας πλήρης». Γιατὶ ὁ Χριστιανὸς πιστεύει πὼς μὲ τὸν Χριστὸ καταργήθηκε ἡ φθορά, καὶ δὲν φοβᾶται τὸ δόντι τοῦ καιροῦ ποὺ τὰ τρώγει ὅλα. Μὲ τὸν Χριστὸ «ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης, τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ, ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η´, 21). Ναί, ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι σκλαβωμένη στὴ φθορά. Κανένα πλάσμα δὲν θέλει νὰ πεθάνει, γιατὶ μέσα στὸ κάθε ἕνα εἶναι ριζωμένη ἡ ἀγάπη τῆς μακροζωίας. Καὶ ὅμως, ὅλα λυώνουνε καὶ χάνουνε τὴν ὄψη τους καὶ γίνουνται χῶμα ἀναίσθητο, κι ἀφανίζεται ἡ τόση λεπτότητα κ᾿ ἡ τόση σοφὴ σύστασή τους. Ἡ ρόδα τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλέθει καὶ τὰ κάνει σκόνη, καὶ λιώνει ὡς κι αὐτὴ τὴ θύμησή τους καὶ τούτη ἡ ἄσπλαχνη ρόδα γυρίζει ἀδιάκοπα, μέρα καὶ νύχτα. Κατὰ τὸ ποίημα τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου:

Ὁ γέρος φθονερὸς
καὶ τῶν ἔργων ἐχθρός
καὶ πάσης μνήμης, ἔρχεται.
Περιτρέχει τὴν θάλασσαν
καὶ τὴν γῆν ὅλην.
Ἀπὸ τὴν στάμναν χύνει
τὰ ρεύματα τῆς λήθης,
καὶ τὰ πάντα ἀφανίζει.

*

Ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἕνας ἴσκιος τῆς φαντασίας. Ὑπάρχει ὁ θάνατος. Στὸν ἄλλον κόσμο, ποὺ θὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, οἱ μακάριες ψυχὲς τῶν δικαίων δὲν θὰ νοιώθουνε τὸν χρόνο. Ἄλλα κι ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ δὲν ἔχει πολὺ ἐξουσία ἀπάνω τους, σὰν νὰ μὴν τὸν νοιώθουνε καὶ πολύ, γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Σολομώντας: «Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἔστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἀμαρτωλῶν μετετέθη. Ἠρπάγη μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ». «Ὁ δίκαιος ἂν ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ τελευτήσει; θά ῾ναι ἀναπαυμένος. Γιατὶ γῆρας τίμιο δὲν εἶναι τὸ νὰ ζήσει κανένας πολὺ κι οὔτε μετριέται μὲ τὰ χρόνια. Ἀλλὰ γεροντικὴ εἶναι ἡ φρονιμάδα στοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἡ ἡλικία εἶναι ἀψεγάδιαστη ζωή. Ἐπειδὴ εὐαρέστησε στὸν Θεόν, ἀγαπήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλούς, πάρθηκε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Ἁρπάχτηκε, μήπως ἡ κακία ἀλλάξει τὴ φρονιμάδα του, εἴτε μήπως ἡ πονηρία ξεγελάσει τὴν ψυχή του. Πεθαίνοντας μὲ λίγα χρόνια σὰν νά ῾ζησε πολλά. Γιατὶ ἤτανε ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ψυχή του· γιὰ τοῦτο βιάσθηκε νὰ φύγει μέσα ἀπὸ τὴν πονηριά. Μὰ οἱ ἄνθρωποι εἴδανε καὶ δὲν καταλάβανε, πὼς ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς διαλεχτούς του, κ᾿ ἡ προστασία του μαζὶ μὲ τοὺς ὁσίους του».

Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς

Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει. Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν’ ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι

Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀνθίσει μ’ ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση – τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.

Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ – εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.

Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ’ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά

Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν’ ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.

Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν’ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.



Ἀπό τό βιβλίο: Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδ. Ἀκρίτας

Ο χρόνος

Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια είναι ο χρόνος και ο άνθρωπος προσπάθησε να τον καταλάβει με πολλούς τρόπους.

Οι φιλόσοφοι, φιλοσοφικά

Οι μαθηματικοί, μαθηματικά

Οι ψυχολόγοι, ψυχολογικά και

Οι Άγιοι, αγιοπνευματικά.

Οι μόνοι όμως που έζησαν και ζουν βαθειά την έννοια του χρόνου είναι οι Άγιοι της Εκκλησίας.

Οι φιλόσοφοι, οι μαθηματικοί, οι ψυχολόγοι κ.α. μπορεί να είπαν σπουδαία πράγματα για το χρόνο, αλλά δεν μπορούν να συλλάβουν το βαθύτερο νόημά του.

Οι Άγιοι δεν κάνουν προσπάθεια για να κατανοήσουν το χρόνο, αλλά για να τον ζουν. Διότι τα μυστήρια βιώνονται και δεν ερμηνεύονται: «οὐ φέρει τό μυστήριο ἔρευναν». Οι Άγιοι και οι πιστοί ζώντας μέσα στην Εκκλησία βρίσκουν το μεγάλο μυστικό. Να ζουν το μυστήριο του χρόνου.

Πώς; Με το να τον υπερβαίνουν.

Ο πιστός, δια των Αγίων Μυστηρίων και της λειτουργικής ζωής, ζει πέρα από το χρόνο και με τη βίωσή του ζει την αιωνιότητα.

Έτσι: η Γέννηση του Χριστού, η Βάπτιση, η Σταύρωση, η Ανάσταση, για τον πιστό είναι γεγονότα που τα ζει κανείς ως παρόντα σε κάθε στιγμή. Κάποιες τομές μέσα στο ιστορικό χρόνο που τον αγκαλιάζει και τον κάνει αιωνιότητα.

Όλα όσα αφορούν τον Χριστό και την Εκκλησία έχουν ένα υπερχρονικό χαρακτήρα – ο Χριστός χθες και σήμερα είναι ο Ίδιος, αναλλοίωτος και υπερχρονικός.

Συνεπώς η χρονικότητα υπερβαίνεται με την αιωνιότητα, αρκεί να μπει μέσα στο χρόνο το στοιχείο της αιωνιότητας, ο Θεός.

Και ο Θεός είναι αγάπη.

Να ποιο είναι το μυστικό που μπορεί να μετατρέψει το χρόνο σε αιωνιότητα. Χωρίς την αγάπη, δεν υπάρχει Χριστός. Χωρίς αγάπη ο άνθρωπος είναι ξηρός, ένα νούμερο. Όποιος αγαπά είναι πάντα επίκαιρος, όπως ο Χριστός και οι Άγιοί του, διότι «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκλείπει».

Αιώνες τώρα ο Μέγας Βασίλειος, που εορτάζει στην αρχή του νέου έτους, είναι και μένει αιώνιος. Μας δίνει τις πιο αληθινές απαντήσεις σε όλα τα θέματα. Μας λέγει:

Θέλετε να είστε πάντα νέοι; Έχετε αγάπη.

Θέλετε να είστε ευτυχείς και να ζήσετε αιώνια; Αγαπάτε.

Αντί λοιπόν της συμβατικής ευχής «καλή χρονιά» η «χρόνια πολλά», ας ευχηθούμε εις εαυτούς και αλλήλους:

Ν' αγαπάμε βαθειά και αληθινά για να ζήσουμε αιώνια. Μόνο οι σχέσεις της αληθινής αγάπης μας περνάνε από την χρονικότητα στην αιωνιότητα.

(Αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη)

Άγιος Γεώργιος ο Θαυματουργός ο λεγόμενος μαχαιρωμένος

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι ένας Κύπριος Άγιος που σήμερα είναι άγνωστος στον περισσότερο κόσμο. Τον Άγιο αυτό τον αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικό του: «Εις τον Αχλίοντα ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος τοπικός και θαυματουργός».

Ο Καταλιόντας ήταν ένας μικρός οικισμός, ένα χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού Αναλιόντα. Η περιοχή υπάγεται διοικητικά στον Αναλιόντα. Στο μέσο περίπου του δρόμου που οδηγεί από το χωριό Αναλιόντας προς το χωριό Λυθροδόντας στην επαρχία Λευκωσίας, κοντά στον εγκαταλελειμένο οικισμό Καταλιόντα, υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Ο Κύπριος εθνολόγος και λαογράφος, Νέαρχος Κληρίδης, αναφέρει ότι στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, αλλά και τη Βυζαντινή περίοδο, το χωριό Αναλιόντας και η συγκεκριμένη εκκλησία ήταν ξακουστά για τα πολλά θαύματα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Η φήμη της εκκλησίας αυτής συνδέεται με τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου, η οποία για αρκετά χρόνια κοσμούσε την κύρια εκκλησία του χωριού Αναλιόντας, την Αγία Μαρίνα. Στις μέρες μας, η εικόνα του Αγίου φυλάσσεται στην Αρχιεπισκοπή.

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι πολύ πιθανό να ήταν ασκητής της περιοχής, διότι δίπλα από την ερειπωμένη εκκλησία του, στα νοτιοανατολικά, δεσπόζει λόφος που στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν δύο σπηλιές, μια μικρή και μια μεγάλη, όπου πολύ πιθανόν ο Άγιος να ασκήτευσε σε μια από αυτές.

Η μνήμη του τέλος, αναφέρεται και στον Πατμιακό Κώδικα 266.

Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος

Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Ρώμη, από ευγενή οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία και τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ' αυτή τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της χριστιανικής αγάπης. Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ' αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε τη δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό. Με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. Αλλά ο θάνατός του, κίνησε τη μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε τη μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα. Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (945 μ.Χ.), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 - 976 μ.Χ.), ο Ρωμανός ο Γ' (1028 - 1034 μ.Χ.), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του αγίου Ζωτικού.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Οσία Μελάνη η Ρωμαία

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.

Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.

Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».




Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Δοξαστικό Χριστουγέννων (Ότε καιρός)

Η απλότητα του Σπηλαίου

Αρχιμανδρίτου π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου

Ουσία των Χριστουγέννων είναι η αγάπη του Θεού, η συγκατάβασις της θείας αγάπης, η θυσία του Θεού, ο πλούτος της συγκαταβάσεως της αγάπης του Θεού για μας.

Θεός δεν σημαίνει κυβερνήτης που κάθεται ψηλά στα σύννεφα αδιάφορος, όπως τον εικόνιζαν μερικοί αρχαίοι λαοί, αλλά σημαίνει Εκείνον ο οποίος έρχεται για μας, έρχεται κοντά στο πλάσμα Του, για να το αρπάξει στην αγκαλιά Του, να το πάρει στους ώμους Του, να λυτρώσει το απολωλός, να το πάρει κοντά Του, να το βάλει σε μια νέα ζωή, να του φτιάξει μια καινούρια κατάσταση χάριτος, αγάπης, ενότητος με τον Θεό. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα και δεν είναι τα τόσα άλλα με τα οποία ασχολούμεθα. Εδώ είναι η ουσία, εδώ είναι το παν. Θεός συγκαταβαίνων, ταπεινούμενος, παροικών εν τω Σπηλαίω και εν τη Φάτνη, για να ενωθεί μαζί μας, για να μας ανεβάσει σε κάτι καλύτερο. Το τονίζουμε αυτό και σήμερα, επειδή μας το τόνισαν το Ευαγγέλιό μας και η Υμνολογία μας, ότι αυτό είναι το Ευγγέλιο, δηλαδή το άγγελμα το μοναδικό για τον άνθρωπο, να νοιώσουμε την αγάπη του Θεού.

Είμαστε προσκολλημένοι, εμείς οι άνθρωποι, και δεμένοι με πολλά πράγματα, με πολλά είδωλα. Έστω κι αν λέμε ότι δεν προσκυνούμε τα είδωλα, στην πραγματικότητα πολλοί από μας λατρεύουμε με απέραντη αφοσοίωση ποικίλα είδωλα, την σάρκα μας, το εγώ μας, το χρήμα μας. Έχουμε τόσες θρησκείες! Αλλά το ζήτημα είναι ότι είναι καμουφλαρισμένες, και ο πονηρός μας κάνει να μη λέμε ότι είμαστε ειδωλολάτρες, αλλά μας κάνει στην πράξη τέτοιους. Λατρεύουμε λοιπόν τις ανέσεις, τις συμβατικότητες, τις μικρότητες, την σχετικοκρατία, την συμφεροντολογία. Αυτά είναι τα κάστρα, τα οποία έχουμε μέσα μας οχυρωμένα, τα οποία δεν εννοούμε να τα αφήσουμε πολλές φορές, παρ’ όλο που στην επιφάνεια βάζουμε ένα επίχρισμα ευλαβείας και μια συμβατικότητα θρησκευτικοφανείας.

Η μεγάλη γιορτή έρχεται να μας πει, μέσα στην συγκλονιστική απλότητα του Σπηλαίου, ότι στην καινούρια κτίση, στην νέα θρησκεία, που λέγεται Χριστιανισμός, δεν έχουν τόπο οι συμβατικότητες, η σχετικοκρατία των τύπων. Για να μπεις στο Σπήλαιο, χρειάζεται αγνή καρδιά. Το μονοπάτι της αγνότητος της ψυχής και των διαθέσεων, αυτό μας προσεγγίζει προς την Βηθλεέμ. Και μόνο εκείνοι οι οποίοι έχουν το σθένος, τη δύναμη, την ειλικρίνεια να ξεκολλήσουν το άτομό τους απ’ τα είδωλα, να απαλλαγούν από την λατρεία του Εγώ και του χρήματος, αυτοί μπορούν ν’ αντικρύσουν το Βρέφος, αυτοί μπορούν να συλλάβουν το νόημα της πίστεως και της υπάρξεως του ανθρώπου, το νόημα της ζωής εν τελευταία αναλύσει, που βρίσκεται υπό την πνοήν του Θεού. Και δεν μπορεί η ζωή να κυβερνάται απ’ αυτά τα τόσο ψεύτικα και αμφίβολα είδωλα. Όπως τα μάτια μας είναι πλασμένα για να αντικρύζουν το φως, τα αυτιά μας να ακούν τους ήχους, η μύτη μας για να εισπνέει το οξυγόνο, έτσι και οι ψυχές μας είναι να νοιώθουν τον Θεό. Το νόημα τη ψυχής μας δεν είναι άλλο, δεν είναι να χορταίνει επίγεια, σχετικά και βρωμερά πολλάκις αγαθά. Αλλά να μπορεί με ειλικρίνεια να εισέρχεται στην ατμόσφαιρα της αγάπης του Θεού. Να μπορεί να αναπνέει το μέγα γεγονός της θεϊκής συγκαταβάσεως, της απόλυτης αγάπης, η οποία είναι θυσία και την οποία μας δείχνει σήμερα η σάρκωση του Υιού του Θεού.[…]

Δεν μπορεί η ζωή μας επάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη να βαδίσει αληθινά, σε μια τροχιά πραγματική, εάν δεν εισέλθει στην σφάιρα αυτή του μυστηρίου του Θεού, ο Οποίος σαρκούται για να σταυρωθεί μεθαύριον. Του μυστηρίου, που αρχίζει από την Βηθλεέμ και κορυφώνεται στον Γολγοθά. Του μυστηρίου μιας τέτοιας συγκλονιστικής θυσίας, η οποία είναι ξεχείλισμα ειλικρινούς αγάπης, είναι δόσιμο για τον αγαπώμενο, είναι προσφορά για την εξύψωση του πλάσματος.

Αρχιμανδρίτου π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου
Από το περιοδικό
«Τόλμη»
Τευχ. 80 Δεκέμβριος 2007

ΣΤΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Η β΄ ομιλία του ιερού Χρυσοστόμου «Στη Γενέθλιο ημέρα του Σωτήρος», γνωρίζουμε ότι εκφωνήθηκε όπως και η πρώτη, ημέρα Χριστουγέννων, άγνωστο όμως ποια χρονολογία.

Η ομιλία αυτή έχει τον ίδιο τίτλο με την προηγούμενη, όχι όμως και το ίδιο περιεχόμενο. Εδώ ο Χρυσόστομος θέλει να διδάξει το λόγο της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, με ποιον τρόπο προσέλαβε την ανθρώπινη μορφή και γιατί διάλεξε αυτόν τον τρόπο.

Η ρητορική δεινότητα του Χρυσοστόμου, η αναφορά και επιχειρηματολογία του μέσα από την Αγία Γραφή, καθιστούν κι αυτή την ομιλία σπουδαιότατη.

(Πρωτότυπο κείμενο: Ελληνική Πατρολογία του Migne, τομ. 56, σελ. 386-394)

«Χριστός γεννάται...»

1. Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο. Ποιμένες αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Βλέπουν εκείνο που είναι πάνω στον ουρανό, να βρίσκεται πάνω στη γη λόγω της οικονομίας του για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο που είναι στη γη, να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό εξαιτίας της φιλανθρωπίας του ανθρώπου.

Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σε αυτήν αντί για αστέρια άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πώς έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο, γιατί τα πάντα υπακούουν στο Θεό. Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ικανότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε και από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη.

Και όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν παραδεχόντουσαν την γέννησή Του. Και οι μεν Φαρισαίοι παρερμήνευαν τις θείες Γραφές, οι δε Γραμματείς δίδασκαν τα αντίθετα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ηρώδης γύρευε το νεογέννητο, όχι για να του προσφέρει τιμές, μα για να το σκοτώσει. Γιατί έβλεπαν ότι σήμερα τα πράγματα ήρθαν αντίθετα προς τις προσδοκίες τους. Γιατί όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «δεν έγιναν αυτά κρυφά από τα παιδιά τους και θα γίνουν γνωστά και στις επερχόμενες γενεές» (Ψαλμ. 77,4). Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς για να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των Ουρανών και απορούσαν που ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, δηλαδή από σπλάχνα παρθενικά, χωρίς να παύσει να επιστατεί τους αγγέλους Του. Και χωρίς να χάσει τις θεϊκές Του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο Βασιλιά των Ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαν παρθένοι στο υιό της Παρθένου κι απορούσαν πως ο δημιουργός των μητρικών μαστών και του γάλακτος, Εκείνος που κάνει τους μαστούς μόνοι τους να βγάζουν άφθονο γάλα, πως έφαγε παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο. Ήρθαν τα νήπια σ' Εκείνον που έγινε νήπιο για να συντεθεί ύμνος στον Κύριο από νήπια που ακόμη θηλάζουν. Ήρθαν παιδιά προς το Παιδί που τα έκανε μάρτυρές Του εξαιτίας της θηριωδίας του Ηρώδη. Ήρθαν οι άνδρες σ' Εκείνον που έγινε άνθρωπος και θεράπευσε τις ταλαιπωρίες των δούλων Του. Ήρθαν ποιμένες στον καλό Ποιμένα που θυσιάζεται για να σώσει τα πρόβατά Του. Ήρθαν ιερείς σ' Εκείνον που έγινε Αρχιερέας κατά σειρά διαδοχής από τον Μελχισεδέκ. Ήρθαμε οι δούλοι σ' Εκείνον που έλαβε δούλου μορφή, για να μετατρέψει σε ελευθερία την δουλεία μας. Ήρθαν οι ψαράδες σ' Εκείνον που τους μετέτρεψε από απλούς ψαράδες σε ψαράδες ανθρώπων. Ήρθαν τελώνες σ' Εκείνο που ανέδειξε έναν από τους τελώνες Ευαγγελιστή. Ήρθαν οι πόρνες σ' Εκείνον που άφησε τα πόδια Του να τα βρέξει με τα δάκρυά της η πόρνη. Και για να μιλήσω με συντομία, όλοι οι αμαρτωλοί ήρθαν να δουν τον Αμνό του Θεού που σήκωσε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου. Οι ταπεινοί μάγοι, οι ποιμένες που τον τίμησαν, οι τελώνες που κήρυξαν το Ευαγγέλιο, οι πόρνες που του πρόσφεραν μύρα, η Σαμαρείτιδα που επιθυμούσε να γευτεί νερό από την πηγή της ζωής, η Χαναναία που είχε ακλόνητη πίστη. Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου αντί για μουσικά όργανα, τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή μου, αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με την δική τους δύναμη την ικανότητα να π ω μαζί με τους αγγέλους: «Δόξα στον ύψιστο Θεό», και μαζί με τους ποιμένες: «και ας επικρατήσει στη γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η αγάπη» (Λουκ. 2,14).

Σήμερα γεννιέται από Παρθένο, με τρόπο που δεν μπορώ να περιγράψω, εκείνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα με τρόπο ανέκφραστο πριν απ' όλους τους αιώνες. Αλλά τότε γεννήθηκε από τον Πατέρα κατά τη θεία φύση Του, δηλαδή πριν από τη δημιουργία του κόσμου, και όπως γνώριζε ο Πατέρας. Σήμερα γεννήθηκε πάλι, όχι όμως σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, αλλά όπως γνωρίζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και η προαιώνια γέννησή Του είναι αληθινή, και η επίγεια επίσης είναι αναμφισβήτητη και είναι αλήθεια πως από το Θεό γεννήθηκε Θεός, και είναι αλήθεια πως γεννήθηκε ο Ίδιος ως άνθρωπος από Παρθένο. Στον ουρανό γεννήθηκε μόνος Αυτός από το μόνο Θεό και είναι Μονογενής, και στη γη γεννήθηκε μόνος Αυτός από την Παρθένο, και είναι πάλι Μονογενής. Όπως λοιπόν για την προαιώνιο στους ουρανούς γέννηση είναι ασέβεια να δεχτούμε πως τον γέννησε μητέρα, έτσι αποτελεί βλασφημία να δεχτούμε τη συνεργία πατέρα για την ενανθρώπισή Του στη γη. Ο μεν Πατέρας τον γέννησε χωρίς σαρκική σπορά, η δε Παρθένος χωρίς να φθαρεί η αγνότητά της. Γιατί ούτε ο Θεός κατά τη γέννηση υπέστη σαρκική ρεύση, αφού γέννησε με θεοπρεπή τρόπο, ούτε η Παρθένος κατά τη γέννησή της έχασε την αγνότητά της, γιατί γέννησε με πνευματικό τρόπο. Συνεπώς ούτε η προαιώνια γέννησή Του μπορεί να ερμηνευτεί, ούτε η έλευσή Του στη γη επιδέχεται κατανοήσεως. Εκείνο λοιπόν που γνωρίζω είναι ότι σήμερα η Παρθένος γέννησε τον Κύριο, τον οποίο πιστεύω ότι ο Θεός γέννησε προαιωνίως. Και τον τρόπο της γεννήσεως έμαθα να σέβομαι σιωπηρά, και διδάχθηκα να μην πολυσυζητώ το θέμα αυτό. Γιατί, για τα θέματα που αναφέρονται στο Θεό, δεν πρέπει να εξετάζουμε τη φυσική εξέλιξη των γεγονότων, αλλά να πιστεύουμε στη δύναμη του δημιουργού τους. Φυσικός, βέβαια, είναι ο νόμος να γεννήσει η γυναίκα όταν παντρευτεί με κάποιον άντρα. Αλλά όταν μια παρθένος, που δεν παντρεύτηκε, μείνει παρθένος αφού γεννήσει, τούτο υπέρκειται των φυσικών νόμων. Οφείλουμε λοιπόν να ερευνούμε τα φυσικά φαινόμενα και να σεβόμαστε σιωπηρά τα υπερφυσικά, όχι γιατί είναι επικίνδυνα, αλλά γιατί αποτελούν μυστήριο που αξίζει να του δείχνουμε με τη σιωπή μας σεβασμό.

Παρακαλώ όμως να με συγχωρέσετε, επειδή επιθυμώ να διακόψω το λόγο που ήδη αρχίσαμε. Γιατί αισθανόμενος δειλία για την έρευνα των υπερφυσικών θεμάτων δε γνωρίζω κατά ποιον τρόπο και σε κάποια κατεύθυνση να στρέψω το λόγο μου. Τι να πω λοιπόν ή για ποιο θέμα να μιλήσω; Βλέπω τη μητέρα, ατενίζω το βρέφος, αλλά αδυνατώ να συλλάβω τον τρόπο της γεννήσεως. Γιατί, εκεί όπου θέλει ο Θεός νικώνται οι νόμοι της φύσης και ξεπερνιώνται τα όρια της φυσικής τάξης. Δεν πραγματοποιήθηκε λοιπόν η γέννηση του Χριστού σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, αλλά υπήρξε θαύμα υπερφυσικό, γιατί παραμερίσθηκε η φυσική τάξη και ενήργησε η θέληση του Θεού. Πόσο ανέκφραστη είναι η χάρη του Θεού! Ο Μονογενής Λόγος που γεννήθηκε πριν απ' όλους τους αιώνες, ο απρόσιτος και ασώματος και μοναδικός, εισήλθε στο φθαρτό και ορατό σώμα μου. Για ποιο λόγο; Για να διδάξει με την παρουσία Του, και με τον τρόπο αυτό να μας οδηγήσει προς τα αόρατα. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι πιστεύουν περισσότερο σε ό,τι βλέπουν παρά σε ό,τι ακούνε, και αμφιβάλλουν για ό,τι δεν βλέπουν, για τούτο δέχθηκε να προσφέρει μέσω ενός ορατού σώματος τον Εαυτό Του στη θέα των ανθρώπινων ματιών, ώστε να διαλυθεί κάθε αμφιβολία. Και γεννιέται από Παρθένο, που δεν το γνώριζε αυτό. Ούτε συμμετείχε στο γεγονός, ούτε συνεργάστηκε γι αυτό που έγινε, αλλά υπήρξε απλό όργανο της ανεξιχνίαστης θείας δύναμης, γνωρίζοντας μόνο ό,τι έμαθε αφού ρώτησε το Γαβριήλ: «και πώς θα γίνει αυτό αφού δεν γνωρίζω άνδρα;» και της απάντησε «αυτό θέλεις να μάθεις; Θα έρθει σε σένα η χάρη του Αγίου Πνεύματος και η δύναμη του Υψίστου Θεού θα σε επισκιάσει» (Λουκ. 1,34-35). Αλλά πώς ήταν μαζί της στην αρχή και ύστερα γεννήθηκε από αυτήν; Όπως ένας τεχνίτης που βρίσκει ένα πολύ καλό υλικό, κατασκευάζει ωραιότατο δοχείο, έτσι και ο Χριστός, επειδή βρήκε αγνό το σώμα και την ψυχή της Παρθένου, το έκανε έμψυχο ναό για τον Εαυτό Του, και έπλασε με τον τρόπο που θέλησε τον άνθρωπο μέσα της, και αφού έλαβε τη μορφή αυτού του ανθρώπου, παρουσιάστηκε στον κόσμο σήμερα, χωρίς να ντραπεί την ασχήμια της ανθρώπινης φύσης. Γιατί δεν ήταν προσβλητικό γι' Αυτόν να λάβει την μορφή του πλάσματός Του. Και το πλάσμα αυτό απέκτησε μεγάλη δόξα γιατί μέσα του εισήλθε ο Δημιουργός του. Όπως λοιπόν στην πρώτη δημιουργία ο άνθρωπος δεν μπορούσε να δημιουργηθεί πριν να πάρει πηλό στα χέρια του ο Θεός, έτσι δεν μπορούσε να διορθωθεί το δοχείο που είχε φθαρεί, αν δεν έμπαινε μέσα του Εκείνος που το δημιούργησε.



Η συμβολή της Παρθένου Μαρίας

2. Αλλά τι να πω, ή για ποιο ζήτημα να μιλήσω; Γιατί το θαύμα που έγινε μου προξενεί κατάπληξη. Ο προαιώνιος γίνεται μικρό παιδί, Εκείνος που καθόταν σε υψηλό και μεγαλόπρεπο θρόνο τοποθετείται μέσα σε φάτνη, ο απρόσιτος και μοναδικός, ο ασύνθετος και ασώματος σπαργανώνεται με ανθρώπινα χέρια. Εκείνος που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας, εθελουσίως τυλίγεται με βρεφικά σπάργανα. Γιατί θέλει να μεταβάλει την ατιμία σε τιμή, να ντύσει με δόξα την ασημότητα και να καταστήσει την έκφραση της ύβρεως τρόπο έκφρασης της αρετής. Για τούτο φορεί το σώμα μου, για να χωρέσω εγώ το Λόγο του. Πήρε το σώμα μου και μου έδωσε τον Πνεύμα Του, ώστε δίνοντας και παίρνοντας, να με κάνει να κερδίσω το θησαυρό της αιώνιας ζωής. Παίρνει το σώμα μου για να με εξαγιάσει, μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.

Αλλά τι να πω ή για ποιο ζήτημα να μιλήσω; «Να, η Παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ησ. 7,14). Δεν το λέμε πια σαν κάτι που θα γίνει, μα το θαυμάζουμε σαν κάτι που έγινε. Κι έγινε αυτό στους Ιουδαίους που ανάμεσά τους διαδιδόταν, και το πιστεύουμε εμείς που ούτε λέξη δεν λέγαμε γι αυτό. «Να, η Παρθένος θα μείνει έγκυος». Ήταν γραμμένο στα κείμενα της Ιουδαϊκής συναγωγής, το περιεχόμενό του όμως είναι κτήμα της Εκκλησίας. Η Ιουδαϊκή συναγωγή βρήκε τα κείμενα μέσα στα οποία αναφερόταν, η Χριστιανική Εκκλησία όμως ανακάλυψε τον πολύτιμο θησαυρό που περιείχαν. Εκείνη (η Συναγωγή) έβαψε το νήμα, η

Εκκλησία φόρεσε τη Βασιλική στολή. Στην Ιουδαία δηλαδή γεννήθηκε ο Κύριος, αλλά τον υποδέχθηκε ολόκληρη η οικουμένη. Η Ιουδαϊκή συναγωγή τον έθρεψε και τον γαλούχησε, μα η Εκκλησία μας τον έλαβε και ωφελήθηκε. Εκεί βλάστησε το κλήμα της αμπέλου, αλλά σ' εμένα ωρίμασε το σταφύλι της αλήθειας. Εκείνη τρύγησε το σταφύλι, αλλά τα έθνη πίνουν το μυστηριακό ποτό. Εκείνη έσπειρε τον σπόρο του σίτου στην Ιουδαία, αλλά τα έθνη θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Τα έθνη έκοψαν με σεβασμό το τριαντάφυλλο και στους Ιουδαίους απέμειναν τα αγκάθια της απιστίας. ’νοιξε τα φτερά του ο νεοσσός και πέταξε, και οι ανόητοι ακόμη κάθονται και φυλάνε τη φωλιά. Οι Ιουδαίοι ερμηνεύουν τα βιβλία που περιέχουν το γράμμα και τα έθνη απολαμβάνουν τον καρπό του Πνεύματος. «Να, η Παρθένος θα μείνει έγκυος». Πες μου Ιουδαίε, πες μου λοιπόν ποιον γέννησε; Κάνε μου τη χάρη να πάρεις θάρρος, τουλάχιστον όσο πήρες μπροστά στον Ηρώδη. Μα δεν παίρνεις θάρρος και ξέρω γιατί. Γιατί έχεις μέσα σου πονηρία. Στον Ηρώδη το είπες για να τον σκοτώσει. Σε μένα δεν το λες για να μην προσκυνήσω. Ποιόν όμως γέννησε η Παρθένος; Ποιόν; Τον Κύριο της δημιουργίας. Γιατί κι αν εσύ δεν το ομολογείς, όμως το διακηρύττει ολόκληρη η δημιουργία. Τον γέννησε βέβαια, όπως θέλησε να γεννηθεί Εκείνος που γεννήθηκε. Η φύση δεν γνώριζε τέτοιο τρόπο, αλλά ο Κύριος της φύσεως βρήκε παράδοξο τρόπο να γεννηθεί για να δείξει πως αν και πήρε ανθρώπινη μορφή, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος αλλά σαν Θεός.

Γεννήθηκε λοιπόν σήμερα από Παρθένο, η οποία νίκησε τη φύση και δεν παρέστη ανάγκη να παντρευτεί. Γιατί ταίριαζε στον Ύψιστο κατά την αγιότητα, να γεννηθεί κατά τρόπο άγιο και καθαρό. Γιατί είναι ο ίδιος που έπλασε κάποτε τον Αδάμ από παρθενική γη και μορφοποίησε την γυναίκα του χωρίς μεσολάβηση γυναίκας. Όπως λοιπόν ο Αδάμ απέκτησε γυναίκα χωρίς γυναίκα, έτσι και η Παρθένος σήμερα γέννησε άνδρα χωρίς άνδρα. Μα είναι, λέει, άνθρωπος, και ποιος θα τον γνωρίσει; Επειδή λοιπόν το γυναικείο φύλο χρωστούσε ευγνωμοσύνη στο ανδρικό, γιατί ο Αδάμ μονάχος του, χωρίς γυναίκα, έκανε την Εύα, για το λόγο αυτό σήμερα η Παρθένος γέννησε χωρίς άνδρα, για να πληρώσει, ως αντιπρόσωπος της Εύας, το χρέος που είχε εκείνη στους άνδρες. Για να μην περηφανεύεται δηλαδή ο Αδάμ που χωρίς γυναίκα έκανε γυναίκα, γι αυτό και η γυναίκα (η Παρθένος) χωρίς άνδρα γέννησε τον άνδρα (Χριστό), για να δείξει με το ίδιο θαυμαστό κατόρθωμα ότι είναι από τη φύση ίσοι. Όπως αφαίρεσε ο Θεός την πλευρά απ' τον Αδάμ και δεν έπαθε τίποτε η σωματική του αρτιότητα, έτσι έκανε το σώμα της Παρθένου έμψυχο ναό και δεν έθιξε την παρθενική της αγνότητα. Ακέραιος παρέμεινε ο Αδάμ και μετά την αφαίρεση της πλευράς του, αδιάφθορη και η Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους. Γι αυτό και δε χρησιμοποίησε άλλο τρόπο για να κάνει ναό για τον Εαυτό του, ούτε έπλασε άλλο σώμα για να εμφανισθεί στη γη. Για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη απ' την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Επειδή λοιπόν εξαπατήθηκε ο άνθρωπος και μεταβλήθηκε σε όργανο διαβόλου, γι αυτό ο Κύριος ανοικοδόμησε τον έμψυχο αυτό ναό που είχε καταστραφεί, για να απομακρύνει τον άνθρωπο από τη σχέση του με το διάβολο συνδέοντάς τον με τον Δημιουργό του. Όμως, αν και έγινε άνθρωπος, δε γεννήθηκε σαν άνθρωπος μα σαν Θεός. Γιατί, αν γεννιόταν ύστερα από ένα συνηθισμένο γάμο, όπως εγώ, οι πολλοί θα θεωρούσαν ψεύτικη τη γέννηση του Θεού. Γι αυτό τώρα γεννιέται από Παρθένο, κι ενώ γεννιέται, διαφυλάσσει άθικτη την μητρική μήτρα και ακέραιη την παρθενία, για να γίνει ο παράξενος τρόπος της κυοφορίας πρόξενος μεγάλης πίστης σε εμένα. Γι αυτό είτε ειδωλολάτρης με ρωτά είτε Ιουδαίος, αν ο Χριστός ήταν πραγματικά Θεός και έγινε άνθρωπος παρά τους φυσικούς νόμους, θα του απαντήσω ναι, και θα καλέσω ως μάρτυρα των λόγων μου την άθικτη σφραγίδα της παρθενίας. Γιατί έτσι ο Θεός υπερβαίνει τη φυσική τάξη. Έτσι διαπλάσσει την μητρική κοιλιά και δημιουργεί την παρθενία, επειδή βρήκε αμόλυντο τρόπο για τη γέννηση και κατασκεύασε για τον εαυτό του ναό σύμφωνα προς τη θεία του θέληση.

Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γεννήθηκε η Παρθένος ή όχι; Γιατί αν μεν γέννησε, οφείλεις να ομολογήσεις το υπερφυσικό της γέννησης, αν δεν γέννησε γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Γιατί όταν εκείνος ζητούσε να πληροφορηθεί τον τόπο της γέννησης του Χριστού, εσύ είπες ότι γεννιέται στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Μήπως εγώ γνώριζα το χωριό αυτό ή την περιοχή; Μήπως γνώριζα την αξία Εκείνου που γεννιόταν; Δεν μίλησε γι' Αυτόν ο Ησαΐας και τον ονόμασε Θεό; Γιατί είπε: «Θα γεννήσει γιο και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ (ο Θεός μαζί μας)». Δεν είστε εσείς οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς τηρητές του Μωσαϊκού νόμου, που μας διδάξατε όλα όσα αναφέρονται σ' Εκείνον; Μήπως γνωρίζαμε εμείς την εβραϊκή γλώσσα; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Και όταν γέννησε η Παρθένος, αλλά και πριν γεννήσει, για να μην νομίσει κανείς ότι εξηγήθηκαν εκείνα που λέγει η Γραφή όπως θα ήταν ευχάριστο στο Θεό, τότε που σας ρώτησε ο Ηρώδης, δεν του παρουσιάσατε για μάρτυρα τον προφήτη Μιχαία για να επιβεβαιώσει τη μαρτυρία σας; Γιατί λέγει ο προφήτης: «Και συ Βηθλεέμ που ανήκεις στην περιοχή του Εφραθά, δεν είσαι η πιο ασήμαντη απ' τις ονομαστές πόλεις της φυλής του Ιούδα. Γιατί από σένα θα προέλθει άρχοντας που θα ποιμάνει τον λαό μου τον Ισραήλ» (Μιχ. 5, 2, Ματθ. 2,6). Σωστά είπε ο προφήτης «από σένα». Γιατί από εσάς τους Εβραίους προήλθε και παρουσιάστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Γιατί εκείνος που υπάρχει, παρουσιάζεται. Εκείνος που δεν υπάρχει, τον κάνουν ή γεννιέται. Αυτό όμως υπήρχε, και μάλιστα προϋπήρχε και ήταν αιώνιος. Υπήρχε πάντα ως Θεός και κυβερνούσε τον κόσμο. Σήμερα όμως γεννήθηκε για να καθοδηγήσει τον άνθρωπο ως άνθρωπος και να σώσει την οικουμένη ως Θεός. Πόσο χρήσιμοι αντίπαλοι είναι και πόσο φιλάνθρωποι επικριτές! Αυτοί που απέδειξαν χωρίς να το θέλουν ότι είναι Θεός Εκείνος που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, αυτοί που έκαναν γνωστό ως Κύριο Εκείνον που ήταν κρυμμένος στη φάτνη και φανέρωσαν χωρίς να το θέλουν Εκείνο που βρισκόταν στο σπήλαιο. Και με τον τρόπο αυτό χωρίς να το θέλουν τον ευεργέτησαν, γιατί ενώ ήθελαν να αποκρύψουν τη γέννησή του, την κατέστησαν γνωστή. Είδες πόσο ανόητοι διδάσκαλοι είναι; Δεν έχουν ιδέα γι αυτά που διδάσκουν, πεινούν οι ίδιοι και ταΐζουν άλλους, διψούν και δίνουν σε άλλους το νερό, είναι φτωχοί και κάνουν άλλους πλούσιους. Εμπρός, λοιπόν, ας εορτάσουμε και ας πανηγυρίσουμε. Είναι βέβαια παράξενος ο τρόπος που εορτάζουμε, γιατί είναι παράδοξος και ο λόγος που γεννήθηκε ο Χριστός.

Σήμερα, λοιπόν, λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά, ντροπιάστηκε ο διάβολος, οι δαίμονες εκδιώχθηκαν, καταργήθηκε ο θάνατος, ανοίχθηκαν οι πύλες του παραδείσου, εξαφανίστηκε η κατάρα, απομακρύνθηκε η αμαρτία, η πλάνη καταργήθηκε, η αλήθεια επανήλθε και διαδόθηκε το κήρυγμα της ευσέβειας παντού. Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη, οι άγγελοι επικοινωνούν με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι χωρίς φόβο συνομιλούν με τους αγγέλους. Αλλά γιατί συμβαίνουν αυτά; Επειδή κατέβηκε ο Θεός στη γη και ανέβηκε ο άνθρωπος στους ουρανούς. Τα πάντα ήρθαν σε στενή επικοινωνία. Ήρθε λοιπόν (ο Θεός) στη γη, ενώ ήταν αποκλειστικά στον ουρανό. Ενώ είναι ολόκληρος στον ουρανό, είναι ολόκληρος και στη γη. Ήταν Θεός και έγινε άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Ενώ ήταν Λόγος που δεν επιδέχεται μεταβολή, έλαβε ανθρώπινη μορφή, έγινε άνθρωπος για να κατοικήσει μες στους ανθρώπους. Δεν έγινε λοιπόν Θεός αργότερα αλλά ήταν εξαρχής. Γι αυτό σαρκώθηκε, για να δεχτεί η φάτνη Εκείνον που δεν χωρούσε ο ουρανός. Γι αυτό τοποθετήθηκε στη φάτνη, για να λάβει παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο Εκείνος που προνοεί για ολόκληρο το σύμπαν. Γι αυτό ο Δημιουργός του μέλλοντος αιώνος ανέχεται να κρατηθεί ως βρέφος που ανέχεται στην αγκαλιά της Παρθένου, για να μπορέσουν να τον πλησιάσουν οι μάγοι. Γιατί σήμερα ήρθαν και οι μάγοι, αφού αποφάσισαν να απαρνηθούν την εξουσία του σατανά. Σήμερα νιώθει και ο ουρανός υπερηφάνεια με το να δείχνει με το αστέρι τον Κύριό του. Σήμερα ο Κύριος που κάθεται πάνω σε ελαφριά νεφέλη, που είναι το σώμα της Παρθένου, πηγαίνει βιαστικά στην Αίγυπτο για ν' αποφύγει τάχα την επιβουλή του Ηρώδη, στην πραγματικότητα όμως για να επαληθευθούν τα λόγια του Ησαΐα: «Εκείνη την μέρα οι Ισραηλίτες θα είναι τρίτοι στη σειρά μετά τους Ασσύριους και τους Αιγυπτίους. Ευλογημένος θα είναι ο λαός μου στη χώρα που ευλόγησε ο Κύριος Σαβαώθ λέγοντας, ευλογημένος θα είναι ο λαός μου που κατοικεί στην Αίγυπτο και στην Ασσυρία και στο Ισραήλ» (Ησ. 19, 24-25). Τι έχεις να πεις Ιουδαίε; Συ, που είσαι πρώτος, έγινες τρίτος; Προηγήθηκαν Αιγύπτιοι και Ασσύριοι και ο πρωτότοκος Ισραήλ ακολουθεί; Ναι! Σωστό είναι να προηγηθούν οι Ασσύριοι, γιατί αυτοί τον προσκύνησαν πρώτοι με τους μάγους τους! Σωστό είναι να ακολουθήσουν στη σειρά οι Αιγύπτιοι, διότι Τον δέχθηκαν όταν κατέφυγε εκεί λόγο της επιβουλής του Ηρώδη. Τελευταίοι στη σειρά έρχονται οι Ισραηλίτες, γιατί τους έκαναν οι Απόστολοι να Τον αναγνωρίσουν, όταν γύρισε από τον Ιορδάνη. Εισήλθε στην Αίγυπτο και συγκλόνισε τα είδωλά της και έκλεισε τις πύλες με τον αφανισμό των πρωτότοκων παιδιών. Γι αυτό και σήμερα εισήλθε ως πρωτότοκος για να διαλύσει το πένθος της παλιάς εκείνης φρικαλεότητας. Και το ότι λέγεται πρωτότοκος ο Χριστός το μαρτυρεί σήμερα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος λέγει: «Και γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο και το τύλιξε με σπάργανα και τον έβαλε να πλαγιάσει στη φάτνη, γιατί δεν υπήρχε χώρος στο κατάλυμα» (Λουκ. 2,7). Εισήλθε λοιπόν στην Αίγυπτο για να διαλύσει το πένθος της παλαιάς εκείνης φρικαλεότητας, και αντί των παλαιών πληγών προσέφερε χαρά, και αντί για νύχτα και σκοτάδι προσέφερε το φως της σωτηρίας. Τότε ήταν μολυσμένο το νερό του ποταμού (Νείλου) απ' τη σφαγή των άωρων νήπιων. Εισήλθε λοιπόν στην Αίγυπτο Εκείνος που έκανε παλαιότερα να κοκκινίσει το νερό του ποταμού κι άλλαξε τις όχθες του σε πηγές σωτηρίας, αφού με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος τις καθάρισε από την μόλυνσή τους. Υπέφεραν κακουχίες οι Αιγύπτιοι γιατί αρνιόνταν με πείσμα το Θεό. Εισήλθε λοιπόν στην Αίγυπτο και γέμισε τις ψυχές των ευσεβών ανθρώπων με την επίγνωση του Θεού, και έδωσε στον ποταμό τη δυνατότητα να τρέφει μάρτυρες του Χριστού πιο εύφορους από τα στάχυα του σιταριού.

Το γιατί και το πώς της Σαρκώσεως του Θεού

Αλλά επειδή ο χρόνος είναι πολύτιμος, θα τελειώσω εδώ την ομιλία μου. Και θα την τελειώσω συμπληρώνοντας τον τρόπο με τον οποίο ο Λόγος ενώ ήταν απαθής, περιβλήθηκε ανθρώπινο σώμα χωρίς να μεταβληθεί σε τίποτε η ανθρώπινη φύση του. Αλλά τι να πω και σε τι να αναφερθώ; Βλέπω ταυτόχρονα ένα μαραγκό και μια φάτνη και ένα βρέφος και σπάργανα και λεχώνα Παρθένο που στερείται τα πλέον απαραίτητα. Βλέπω τα πάντα να είναι φτωχικά, τα πάντα να πλημμυρίζουν από ανέχεια. Είδες πλούτος που υπάρχει σε τόση μεγάλη φτώχεια; Είδες πως ο Χριστός, ενώ ήταν πλούσιος, πτώχευσε για χάρη μας; Δεν είχε ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα και γι αυτό τοποθετήθηκε σε μια ξερή φάτνη. Ω πτώχεια που είσαι πηγή πλούτου! Ω πλούτε αμέτρητε που κρύβεσαι από την πτώχεια! Είναι ξαπλωμένος στη φάτνη και συνταράσσει την οικουμένη. Τυλίγεται με σπάργανα και διασπά τα δεσμά της αμαρτίας. Ακόμη δεν μίλησε και δίδαξε τους μάγους και τους παρακίνησε σε μετάνοια και μεταστροφή. Τι να πω και σε τι να αναφερθώ; Να, ένα βρέφος σπαργανώνεται και τοποθετείται στη φάτνη. Κοντά του είναι η Μαρία που είναι Παρθένος και μητέρα μαζί. Κοντά του και ο Ιωσήφ, που λεγόταν, χωρίς να είναι, πατέρας. Εκείνος, χωρίς να είναι, λεγόταν άνδρας της Μαρίας, κι εκείνη, χωρίς να είναι, λεγόταν γυναίκα του Ιωσήφ. Νόμιμες ονομασίες αλλά χωρίς περιεχόμενο συζυγικού δεσμού. Μπορείς να κατανοήσεις τα λόγια μου, όχι όμως τα γεγονότα. Ο Ιωσήφ μνηστεύτηκε μόνο την Μαρία και το ’γιο Πνεύμα τη σκέπασε με την χάρη του. Γι αυτό και βρισκόταν σε απορία ο Ιωσήφ και δεν γνώριζε πώς να χαρακτηρίσει το βρέφος.

Δεν τολμούσε να πει πως ήταν καρπός μοιχείας και δεν μπορούσε να προφέρει λόγια βλάσφημα σε βάρος της Παρθένου, δεν είχε όμως και τη δύναμη να παραδεχτεί ως δικό του το παιδί. Γιατί γνώριζε καλά πως δεν είχε ιδέα για τον τρόπο που γεννήθηκε, ούτε ποιος έκανε το παιδί. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε απορία, ήρθε από τον ουρανό μήνυμα με τη φωνή του αγγέλου: «Μη φοβάσαι Ιωσήφ, γιατί εκείνο που γεννήθηκε μέσα της προέρχεται από Πνεύμα ’γιον» (Ματθ. 1,20). Το ’γιο Πνεύμα λοιπόν σκέπασε την Παρθένο. Αλλά γιατί γεννάται ο Χριστός από την Παρθένο και διατηρεί ακέραιη την παρθενία της; Επειδή πριν από πολλούς αιώνες ο διάβολος εξαπάτησε την Εύα, που ήταν κι εκείνη παρθένος, γι αυτό πήγε την χαρμόσυνη είδηση στη Μαριάμ που ήταν Παρθένος. Αλλά η Εύα όταν εξαπατήθηκε, προκάλεσε με τα λόγια της το θάνατο του ανθρώπινου γένους, ενώ η Μαρία, αφού δέχτηκε την χαρμόσυνη είδηση, γέννησε με ανθρώπινη μορφή το Θεό Λόγο που έγινε σε μας φορέας της αιώνιας ζωής. Ο λόγος της Εύας υπέδειξε το ξύλο, με το οποίο εκδιώχθηκε ο Αδάμ από τον παράδεισο, ο Λόγος όμως που γεννήθηκε από την Παρθένο έδειξε σταυρό με τον οποίο μπροστά στα μάτια του Αδάμ οδήγησε τον ληστή στον Παράδεισο.

Επειδή λοιπόν δεν πίστευαν οι ειδωλολάτρες ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι αιρετικοί, ότι ο Θεός γέννησε χωρίς καμία μεταβολή και χωρίς να πάθει τίποτε, γι αυτό γεννήθηκε σήμερα με φθαρτό σώμα και διατήρησε άφθαρτο το φθαρτό, για να δείξει ότι όπως δεν έφθειρε την παρθενία όταν γεννήθηκε από την Παρθένο, έτσι και ο Θεός, χωρίς να πάθει οποιαδήποτε μεταβολή και ρεύση η άγια ουσία του, γέννησε ως Θεός με τρόπο θαυμαστό Θεό. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι αδιαφορούσαν για Εκείνον και κατασκεύαζαν ανθρωπόμορφα είδωλα, τα οποία λάτρευαν περιφρονώντας τον Δημιουργό, γι αυτό και σήμερα ο Λόγος του Θεού, ενώ είναι Θεός, εμφανίσθηκε με ανθρώπινη μορφή για να καταργήσει το ψεύδος και να επαναφέρει με μυστικό τρόπο τη λατρεία στον Εαυτό Του. Ας δοξάσουμε λοιπόν Εκείνο, τον Χριστό, που μας άνοιξε δρόμο μέσα από αδιάβατο τόπο, μαζί με τον Πατέρα και το ’γιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

Χριστούγεννα του Aλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

Εάν το Πάσχα είναι η λαμπρότατη του Χριστιανισμού εορτή, τα Χριστούγεννα βεβαίως είναι η γλυκύτατη και συγκινητικωτάτη, και δια τούτο ανέκαθεν εθεωρήθη ως οικογενειακή κατ’ εξοχήν εορτή.
Εν τη Εσπερία δε τα κατ’ αυτήν ανεπτύχθησαν και διετυπώθησαν όντως, ώστε προσέλαβεν ιδιόρρυθμόν τινα τύπον, και ήθη, έθιμα και παραδόσεις ιδιαίτεραι προς αυτήν συνεκροτήθησαν και επ’ αυτής αντεπέδρασαν.
Ολόκληρον φιλολογίαν αποτελούσι τα λεγόμενα Contes de Noël, τα χριστούγεννιάτικα δηλ. παραμύθια, ών τινα εξόχων συγγραφέων έργα είναι ωραιότατα, βιβλιοθήκην δε ολόκληρον δύνανται να γεμίσωσι τα κατ' έτος εκδιδόμενα Christmas Numbers, τα έκτακτα δηλ. φυλλάδια των εικονογραφημένων περιοδικών, τα δημοσιευόμενα επί τη εορτή των Χριστουγέννων, μετά καλών εικόνων και ποικιλωτάτης τερπνής ύλης.


Ουδέν δε άπορον αν εν τη Δύσει ιδίως ανεπτύχθη η εορτή αύτη, διότι εκ της Δύσεως έχει αν όχι την αρχήν, τουλάχιστον την τάξιν και την σύστασιν.
Γνωστόν ότι πρώτος ο θείος Χρυσόστομος, «ελθόντων τινών από της Δύσεως και απαγγειλάντων», εκανόνισε την εορτήν ταύτην εν τη Ανατολική Εκκλησία, ότε, κατ’ αυτόν τον μήνα Δεκέμβριον τη ιε', εχειροτονήθη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περί τα τέλη του δ' αιώνος.
Διότι, φαίνεται, έως τότε επεκράτει σύγχυσις, και εωρτάζετο μεν κατά τόπους η Χριστού Γέννησις, αλλ’ ετέλουν την εορτήν άλλοι άλλοτε και δεν συνεφώνουν περί της ημέρας. Η Δυτική Εκκλησία είχεν ορίσει απ’ αρχής την κε' του Δεκεμβρίου και την ημέραν ταύτην έταξεν εν τη Ανατολή ο ιερός Χρυσόστομος.
Ουχ ήττον όμως η Χριστού Γέννησις ετιμάτο έκπαλαι εν τη Ανατολική Εκκλησία, οι μέγιστοι δε των Πατέρων, οίτινες έζησαν κατά την Δ' εκατονταετηρίδα, τον χρυσούν εκείνον αιώνα της χριστιανικής Εκκλησίας, ων πολλοί είναι κατά τι αρχαιότεροι του Χρυσορρήμονος διδασκάλου, συνέθεσαν πανηγυρικούς και εγκωμιαστικούς λόγους προς τιμήν της ημέρας. Το δημοτικώτατον εκείνο άσμα, το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης, υψώθητε», είναι κατά λέξιν ηρανισμένον εκ του πανηγυρικού του ιερού Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του και Θεολόγου επικαλουμένου. Εκ πανηγυρικού λόγου ελήφθη επίσης και το εξαποστειλάριον της εορτής. «Επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, ανατολή ανατολών...» Η τελευταία αυτή φράσις, έχει το προνόμιον, ως ήκουσα, να εμπνέη μέγαν ενθουσιασμόν εις τους ατυχήσαντας μεν περί την γλώσσαν, Έλληνας δε την καρδίαν και το φρόνημα αδελφούς ημών της Καισαρείας και Καππαδοκίας, ευλόγως καυχωμένους και λέγοντας ότι «εξ Ανατολής το φως».
Επειδή δε περί πανηγύρεων και εγκωμίων ο λόγος, δεν δύναμαι να λησμονήσω τους προσφιλείς μοι ασματογράφους, και να μη αποτείνω τον φόρον του θαυμασμού μου εις πάντας μεν τους ποιητάς των διαφόρων της εορτής ύμνων, αλλ’ ιδίως εις τους συνθέτας των δύο αυτής Κανόνων, τον ιερόν, λέγω, Κοσμάν, ποιητήν του α’ Κανόνος, ου η αρχή «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...», και τον πολύν Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, ποιητήν του β' Κανόνος, ου η αρχή «Έσωσε λαόν...». Ο β' ούτος Κανών, συγκείμενος όλος εκ δωδεκασυλλάβων ιαμβικών στίχων (καθότι το μέλος δεν επιτρέπει τρίβραχυν ουδ’ ανάπαιστον εν ουδεμία των διποδιών χώρα), έχει ως ακροστιχίδα το ήρωοελεγείον τούτο επίγραμμα:

Ενείπης μελέεσσιν εφύμνια ταύτα λιγαίνει
Υία Θεού, μερόπων είνεκα τικτόμενον
Εν χθονί, και λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου
Αλλ’ άνα, ρητήρας ρύεο τώνδε πόνων.
Εν μόνον άσμα θα παραθέσω εκ του ιαμβικού τούτου Κανόνος ως δείγμα τον όλου:
Λύμην φυγούσα του θεούσθαι τη πλάνη,
Άλητον υμνεί τον κενούμενον Λόγον
Νεανικώς άπασα συν τρόμω κτίσις,
Άδοξον εύχος δειματουμένη φέρειν,
Ρευστή γεγώσα, καν σοφώς εκαρτέρει.
Και εκ του πρώτου Κανόνος παραθέτω επίσης τρία κατά σειράν τροπάρια της η’ ωδής. Και τα τρία αναφέρονται εις την προσκύνησιν των Μάγων, αλλ’ εν μεν τω α' και γ' ευφυώς αντιπαραβάλλεται αύτη προς την αιχμαλωσίαν Βαβυλώνος, εν δε τω β' γίνεται εύγλωττος υπαινιγμός εις τον ψαλμόν «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν...». Τα τρία τροπάρια έχουσιν ως εξής :
Έλκει Βαβυλώνος η θυγάτηρ παίδας δορικτήτους Δαυΐδ, εκ Σιών εν αυτή, δωροφόρους πέμπει δε μάγους παίδας, την του Δαυΐδ θεοδόχον θυγατέρα λιτανεύσοντας, διό ανυμνούντες αναμέλψωμεν, ευλογείται η κτίσις πάσα τον Κύριον, και υπερυψούτω, εις πάντας τους αιώνας.
Όργανα παρέκλινε το πένθος ωδής, ου γαρ ήδον εν νόθοις οι παίδες Σιών. Βαβυλώνος, λύει δε πλάνην πάσαν και μουσικών αρμονίαν, Βηθλεέμ εξανατείλας Χριστός, δι’ ο ανυμνούντες, κτλ.
Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών και δορίκτητον όλβον εδέξατο, θησαυρούς Χριστός εκ Σιών δε ταύτης και βασιλείς, συν αστέρι οδηγώ αστροπολούντας έλκει, κτλ. κτλ.
Και κατά την έννοιαν και κατά την γλώσσαν τα ανωτέρω παρατεθέντα αποσπάσματα, αδιστάκτως φρονώ, ότι είναι εκ των ωραιοτέρων λεκτικών καλλιτεχνημάτων πάσης εποχής, και το λέγω χάριν εκείνων εκ των ημετέρων, όσοι εκ προκαταλήψεως νομίζουσιν ότι δεν εγράφοντο Ελληνικά, κατά τον Ζ' και Η' αιώνα, υποθέτοντες καλοκαγάθως, ότι τα παρ’ ημών των σημερινών γραφόμενα είναι Ελληνικά, και ότι θ’ αναγνωσθώσι ποτέ ως Ελληνικά υπό των επιγιγνομένων.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Εφημερίς» αρ. 359, 25 του Δεκέμβρη 1887 , 2γ.)

Άγιος Ανύσιος Επίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ο άγιος Ανύσιος υπήρξε μαθητής, συνεργάτης και διάδοχος του επισκόπου Θεσσαλονίκης Αγίου Αχολίου ή Ασχολίου  στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 383/4 μ.Χ.

Με επιστολή του προς τον Ανύσιο, στις 11 Δεκεμβρίου 384 μ.Χ., ο πάπας Δάμασος τον εγκαθιστούσε βικάριο του στο Ιλλυρικό. Ο τίτλος του παπικού βικαρίου του αποδίδεται και από τον πάπα Σιρίκιο (384 - 398 μ.Χ.), σε επιστολή του - την παλαιότερη της «Συλλογής Θεσσαλονίκης», στην οποία υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να τελούνται επισκοπικές χειροτονίες στην επαρχία του Ιλλυρικοῦ χωρίς τη συγκατάθεση του Ανυσίου. Το θεσμό του Βικαριάτου επικυρώνουν με επιστολές τους προς τον Ανύσιο και οι πάπες Αναστάσιος (398 - 401 μ.Χ.) και Ιννοκέντιος Α' (402 - 417 μ.Χ.). Ο δεύτερος, με επιστολή του το έτος 402 μ.Χ. παρέχει στον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ανύσιο το δικαίωμα να ελέγχει όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του Ιλλυρικού και όχι μόνο τις επισκοπικές χειροτονίες. Η σύνοδος της Καπούης ανέθεσε το Δεκέμβριο του 391 μ.Χ. σε σύνοδο επισκόπων του Ιλλυρικού υπό την προεδρία του Ανυσίου και την εξέταση της αιρέσεως του επισκόπου Σαρδικής Βονόσου, ο οποίος αρνούνταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Ο Ανύσιος διατηρούσε επίσης αλληλογραφία και με τον Άγιο Αμβρόσιο , επίσκοπο Μεδιολάνων, απ' όπου αντλούμε και αρκετές πληροφορίες για τον διδάσκαλο του Ανυσίου, επίσκοπο Αχόλιο.

Ο Ανύσιος υπερασπίσθηκε σθεναρά την αθωότητα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπως μαρτυρείται και σε αρκετούς Βίους του (Παλλάδιος, Γεώργιος Αλεξανδρείας, Βίος σύντομος). Μετά την καθαίρεση του Χρυσοστόμου, ο Ανύσιος απέστειλε επιστολή στον πάπα Ιννοκέντιο Α', την οποία προσκόμισε στη Ρώμη ο επίσκοπος Απαμείας Ευλύσιος: «Εὐλύσιος δὲ ᾿Απαμείας τῆς Βιθυνίας ἐπίσκοπος παραγέγονε καὶ αὐτὸς ἐν ῾Ρώμῃ ἐπιδιδοὺς γράμματα δεκαπέντε ἐπισκόπων τῆς συνόδου ᾿Ιωάννου καὶ τοῦ καλογήρου ᾿Ανυσίου τοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου γραφέντα πρὸς τὸν αὐτὸν πάπαν» (Γεωργίου Αλεξανδρείας, Βίος Χρυσοστόμου 65). Στο ίδιο ζήτημα αναφερόταν επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου, την οποία ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να λάβει ο Ανύσιος, διότι οι κομιστές της επίσκοποι εμποδίσθηκαν σκόπιμα από κάποιο χιλίαρχο να καταπλεύσουν στη Θεσσαλονίκη για να την παραδώσουν στον Ανύσιο («ὃς ἐξαυτῆς συζεύξας αὐτοῖς ἑκατοντάρχην ἕνα οὐ συνεχώρησεν αὐτοὺς παραβαλεῖν τῇ Θεσσαλονίκῃ· ἐκεῖ γὰρ ἦν αὐτῶν ὁ σκοπός, πρῶτον ἀποδοῦναι τὰ γράμ­ματα ᾿Ανυσίῳ τῷ ἐπισκόπῳ»).

Εξαιρετικά σημαντικές είναι δύο επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πρώτη απευθυνόμενη προσωπικά στον επίσκοπο Ανύσιο, ενώ η δεύτερη στον Ανύσιο και σε δέκα ακόμη επισκόπους της Μακεδονίας. Στην πρώτη επιστολή, που χρονολογείται περί το 406 μ.Χ. και γράφηκε στην εξορία, ο ιερός πατήρ ευχαριστεί τον Ανύσιο για το σημαντικό ρόλο που διεδραμάτισε υπέρ της δικαιώσεώς του («χάριτας πολλὰς ὁμολογοῦντές σου τῇ εὐλαβείᾳ ὑπὲρ τῆς ἐνστάσεως, καὶ τῆς ἀνδρείας τῆς ὑπὲρ τῶν ᾿Εκκλησιῶν») και τον προτρέπει να συνεχίσει άοκνα τις προσπάθειές του για την αποκατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων: «μὴ ἀποκάμῃς τὰ συντελοῦντα τῇ κοινῇ διορθώσει τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποιῶν καὶ πραγματευόμενος». Στη δεύτερη επιστολή, που γράφηκε το ίδιο έτος, ο Χρυσόστομος ευχαριστεί από την εξορία τον Ανύσιο και όλους τους ορθοδόξους επισκόπους της Μακεδονίας για τις αδιάκοπες ενέργειές τους για τη δικαίωσή του και την αμέριστη συμπαράστασή τους.

Η αρχιερατεία του Ανυσίου έληξε με το θάνατό του περί τα τέλη του έτους 406 μ.Χ. ή τις αρχές του 407 μ.Χ.

Η μνήμη του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ανυσίου αναγράφεται στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο στις 30 Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία τιμάται και η μνήμη της μάρτυρος Ανυσίας.

Οσία Θεοδώρα «η από Καισαρείδος»

Η Οσία Θεοδώρα έζησε στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.). Ήταν από γένος λαμπρό και επίσημο, τον πατέρα της έλεγαν Θεόφιλο και ήταν πατρίκιος, τη δε μητέρα της Θεοδώρα. Η Θεοδώρα ήταν στείρα και κατόπιν μεγάλης προσευχής προς τον Θεό, απέκτησε την Οσία. Όταν η κόρη Θεοδώρα έφτασε σε κατάλληλη ηλικία, αφιερώθηκε στη Μονή της Αγίας Άννας, την ονομαζόμενη Ριγιδίου. Εκεί διέμενε ασκούμενη στην αρετή, μέχρι τη στιγμή, που ο βασιλιάς Λέων την άρπαξε από τη Μονή για να τη δώσει γυναίκα στον γιο του Χριστόφορο. Την ημέρα όμως του γάμου, ο Χριστόφορος εξεστράτευσε μαζί με τον πατέρα του κατά των Σκυθών και στη συμπλοκή σκοτώθηκε. Έτσι η Θεοδώρα, αφού πήρε όσα πολύτιμα πράγματα είχε, επέστρεψε στη Μονή της, όπου εκάρη μοναχή. Εκεί έζησε με μεγάλη εγκράτεια και σκληραγωγία και απεβίωσε με οσιακό τρόπο.

Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρα

Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας) και κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα ενώ είχε άλλους τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές.

Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.

Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.

Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.

Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.

Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.

Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐναθλήσας νομίμως τὸν ἐχθρὸν καταβέβληκας, καὶ Ὁσιομάρτυς ἐδείχθης, του Σωτῆρος περίδοξος· χειρῶν γὰρ καὶ ποδῶν τὴν ἐκτομήν, ὑπέστης Γεδεὼν καρτερικῶς, διὰ τοῦτο θείαν χάριν νέμεις ἀεί, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
(Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου)
῾Ρείθροις ἔπνιξας τῶν σῶν αἱμάτων, καὶ κατῄσχυνας, τοῦ ἐπαράτου, τὴν ἀσέβειαν Βελῆ καὶ τὸ φρύαγμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλῶν γενναιότατα, ὁσιομάρτυς Γεδεὼν παναοίδιμε, πρέσβυν ἀκοίμητον, Χριστῷ σε προσάγομεν, ῥυσθῆναι ἐκ κινδύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Ὁσίοις ἐκλάμψας ἐν ὄρει Ἄθωνος, μαρτυρίου ὑπῆλθες τὸ θεῖον στάδιον, καὶ ἐδέξω πρὸς Χριστοῦ ζωῆς τὸν στέφανον, Ὁσιομάρτυς Γεδεών, καὶ συνήφθης τοῖς χοροῖς, κλεινῶν Ὁσιομαρτύρων, μεθ᾿ ὧν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Ἀποφυγὼν τοῦ δυσμενοῦς, τὰς πάγας καὶ τοὺς βρόχους, ἐν μετανοίᾳ ἀληθεῖ, καὶ συντριβῇ καρδίας, προσέπεσας τῷ Λυτρωτῇ καὶ Σωτῆρι Χριστῷ, ὡς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος Ἅγιε· καὶ ἄρας τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἀσκητικῇ, πολιτείᾳ διέπρεψας, πρὸς ἀθλητικοὺς προγυμναζόμενος πόνους καὶ καμάτους· καὶ τοῖς ἀσεβέσι παραστάς, τὴν καλὴν ὁμολογίαν εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, ἀνακαλεσάμενος τῂν ἧτταν, καὶ τροπωσάμενος τὸν σὲ πρῴην πτερνίσαντα βύθιον δράκοντα· στεῤῥῶς γὰρ ὑπέμεινας τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσσεβῶν, καὶ τὰς τομὰς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ὡς ἄλλου πάσχοντος, δι᾿ ὧν τῶν πάλαι Μαρτύρων ὤφθης ἰσοστάσιος· μεθ᾿ ὧν σε τιμῶμεν Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.

Άγιος Φιλέταιρος

Ο Άγιος Φιλέταιρος ήταν από τη Νικομήδεια. Διακρινόταν για την βαθιά πίστη του αλλά και απέραντο εξωτερικό κάλλος, κάτι που δεν υπολόγισε ποτέ, γνωρίζοντας ότι μετράει η ψυχική ομορφιά και όχι η εξωτερική. Ποτέ δεν βασίστηκε σε αυτή, παρ' όλο που αυτή θα του εξασφάλιζε μία άνετη ζωή. Οι ειδωλολάτρες θέλοντας να εκμεταλλευτούν το φυσικό του κάλλος, προσπαθούσαν να τον προσελκύσουν στον ειδωλολατρισμό. Όταν μία φορά μετέβη στη Νικομήδεια ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, άκουσε για τον Φιλέταιρο και ζήτησε να του γνωρίσουν το άτομο με την τόση ομορφιά. Μόλις τον είδε, μαγεύτηκε και του ζήτησε να μπει στην ακολουθία του, με την προϋπόθεση ότι θα αρνηθεί το χριστιανισμό. Ο Άγιος αποκρίθηκε ότι θα υπηρετήσει τον αυτοκράτορα, αλλά δεν θα έπαυε να υμνεί και να λατρεύει τον Ιησού Χριστό. Γι' αυτή την ομολογία του, φυλακίστηκε, αφέθηκε όμως ελεύθερος μετά από λίγο καιρό. Όταν όμως ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μαξιμιανός, ο Φιλέταιρος καταδιώκτηκε και βασανίστηκε. Διεσώθη όμως και μετέβη σε όρος προς τα μέρη της Σιγριανής. Στα μέρη εκείνα ο Άγιος Φιλέταιρος, συνάντησε τον Άγιο Ευβιότο  και έζησε μαζί του με αδελφική αγάπη, συμμελέτη και συμπροσευχή.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη

Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.




Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

ΑΙΝΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Αναχωρησάντων των Μάγων...

π. Κων. Στρατηγόπουλος

Αναχωρησάντων των μάγων... Η σιωπηλή πραγματική εν παρρησία ζωή που μπορεί να απογυμνώσει οποιοδήποτε σύστημα άθεο που μιλάει ή δεν μιλάει για Θεό αλλά δεν μπορεί να Τον προσκυνήσει. Και προσκυνώ σημαίνει να υπακούσει σε Αυτόν, να ταχθεί σε Αυτόν και να κάνει αυτό που θέλει Αυτός!

ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ...

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, επάνω στο χωρίο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, κεφάλαιο 2ο, στίχοι 13 έως 23, στα πλαίσια της ερμηνείας του κηρύγματος της Κυριακής, που έγινε την Κυριακή στις 26-12-2010.

Θαρρείς και το κείμενο, από το Ευαγγέλιο που ακούσαμε, θέλει να μας θυμίσει πως η γιορτή τελείωσε · αναχωρησάντων των μάγων.

Και γιατί συνδυάζει αυτή τη φαινομένη περαίωση της εορτής με τους μάγους; Ποιος σκέφτηκε τι είναι αυτές οι προσωπικότητες και τι ρόλο ουσιαστικό παίζουν μες τη γιορτή; Ποιος έκανε μια υπόθεση εργασίας λέγοντας αν δεν υπήρχαν οι μάγοι στη γιορτή, είναι υπόθεση εργασίας, τι θα άλλαζε; Η ερμηνευτική της Εκκλησίας μας το προσεγγίζει μέσα από τους Πατέρες.

Τι κάνουν οι μάγοι; Οι μάγοι πρώτα - πρώτα κάνουν μια απογύμνωση του συστήματος · τι σημαίνει αυτό; Αν δεν υπήρχαν οι μάγοι θα ήταν όλα ήσυχα και καλά, θα γεννιόταν ο Χριστός, δεν θα μάθαινε τίποτε ο Ηρώδης, δεν θα γινόταν διωγμός, δεν θα πέθαιναν τα νήπια, τα 14000 κι ο Χριστός θα γεννιόταν μέσα σε μια ησυχία.

Κι έρχονται αυτοί οι μάγοι, σταλμένοι από τον Θεό είναι, και το πρώτο που κάνουν, δύο πράγματα κάνουν, το πρώτο που κάνουν είναι ν᾽ απογυμνώσουν το σύστημα · πώς το απογυμνώνουν; Το σύστημα, το πολιτικό μεν αλλά και το τότε ενυπάρχον θρησκευτικό σύστημα, το απογυμνώνουν με μια απλή αληθινή λιτότητα · τολμούν να πουν πού είναι ο βασιλιάς που γεννήθηκε. Για να το πεις αυτό σε ένα βασιλιά είναι πάρα πολύ τολμηρό κι όμως είναι αλήθεια, άρα για να απογυμνώσει το σύστημα κάποιος πρέπει πρώτα να έχει μια συγκλονιστική, λιτή αλλά όχι εγωιστική αλήθεια πάνω του.

Και πάνε και ρωτούν αυτό το ερώτημα στον Ηρώδη. Ο Ηρώδης συγκλονίστηκε και υποχρεωτικά, όπως ξέρετε, τους βάζει να πάνε εκεί να προσκυνήσουν, αλλά πέρα από αυτό που είναι η άγνοιά του, που σημαίνει ένας βασιλιάς των Ιουδαίων, που ήταν μάλιστα στο χώρο της αποκαλύψεως του περιουσίου λαού, δεν μπορεί να αγνοεί τα επερχόμενα του Ισραήλ. Τα αγνοεί τελείως και ρωτάει τους γραμματοεισαγωγείς του, τη λεγομένη, τότε, θρησκευτική ηγεσία, η οποία το γνωρίζει ότι εν Βηθλεέμ γεννιέται, αλλά που το γνωρίζει δεν λέει τίποτα · όταν γίνεται μετά η δολοφονία των νηπίων φαίνεται που δεν αντιδρά καθόλου.

Το σύστημα είναι απογυμνωμένο μέσα από την παρουσία των μάγων. Προσέξτε τα δύο τα στοιχεία που σας είπα · γνωρίζουν ή δεν γνωρίζουν τον Χριστό, Τον ψάχνουν να Τον βρούν αλλά υποκριτικά Τον γνωρίζουν, είναι απογυμνωμένοι από Χριστό και ταυτόχρονα και η ηγεσία αυτή είναι απογυμνωμένη από Χριστό και δεν παρεμβαίνει στα δρώμενα από την πολιτική εξουσία. Είναι πολύ συγκλονιστικά μηνύματα, τα οποία βγαίνουν από την παρουσία των μάγων. Πρώτο λοιπόν είναι η απογύμνωση του συστήματος.

Μετά από αυτό να δούμε τους μάγους μέσα από μια άλλη προοπτική, που προσθέτει στην απογύμνωση του συστήματος · πώς το κάνουν, γιατί το κάνουν, τι προσωπικότητες είναι; Υπάρχει ένα τροπάριο, που αυτές τις μέρες το ακούσαμε δυο-τρεις φορές και δεν ξέρω πόσοι στάθηκαν θεολογικά να αναλύσουν πάνω σε αυτό το τροπάριο τους μάγους, γιατί είναι αποτέλεσμα και απαύγασμα κι αυτό της πατερικής Θεολογίας για τους μάγους.

Λέει το τροπάριο, με λίγες λέξεις το λέω, «μάγοι Περσών βασιλείς επιγνώντες σαφώς». Μάγοι Περσών βασιλείς, μια ξένη χώρα, εκφράζει το ξένο, κι είναι βασιλείς · τι βασιλείς είναι; Ποιος ξέρει το βιογραφικό [τους] σημείωμα; Γιατί τους λέει το τροπάριο βασιλείς; Είναι βασιλιάδες ή υποκρίνεται το τροπάριο;

Το απαντούν οι Πατέρες, οι μελωδοί, οι οποίοι συνθέτουν βάσει της πατερικής Θεολογίας. Έχουν ηγεμονικό λένε, γνωρίζουν, ξέρουν τι κάνουν · για να έχεις ηγεμονικό πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό και με τη Χάρη του Θεού μέσα από την προσωπική τους άσκηση που έκαναν, στον τόπο που ήταν που δεν γνώριζαν Χριστό, αλλά επειδή είχαν μέσα τους σπερματικό λόγο και ευλάβεια βαθύτατη αποκτούν αυτή τη δυνατότητα να γίνονται βασιλείς, να αποκτούν ηγεμονικό λόγο και λένε οι Πατέρες πόσο μάλλον εμείς που ζούμε στην Εκκλησία, γνωρίζουμε τα δρώμενα, πρέπει να έχουμε ηγεμονικό λόγο και να είμαστε βασιλείς.

Να λοιπόν, αυτοί οι ξένοι, οι παράξενοι που δεν ξέρουν τίποτα για Χριστό αλλά έχουν έναν σπερματικό λόγο, μέσα από τους τόπους που είναι, στέλνουν μήνυμα και συγκλονίζουν και απογυμνώνουν τον καθεστηκότα, τον καθιερωμένο, το συστηματικό Ισραήλ που ξέρει τον Θεό του και τον απογυμνώνει, τον τινάζει [τον Ισραήλ] στον αέρα.

Τα μηνύματα είναι συγκλονιστικά, προσέξτε και δεν είναι άσχετα με τη μόνιμη ρήση των προφητών ότι «την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος». Αυτό ισχύει για όλους μας. Πρώτο λοιπόν είναι βασιλείς και επιγνώντες σαφώς. Προσέξτε «επιγνώντες» είναι μια επίγνωση, είναι μια γνώση αλλά «επί», έχουν έναν φωτισμό, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος πάει όπου θέλει, και επιγνώντες σαφώς, είναι σαφέστατο αυτό το μήνυμα που παίρνουν ότι υπάρχει ουράνιος Βασιλεύς, και πάνε να τον προσκυνήσουν. Όχι μόνο, λοιπόν, απογυμνώνουν το σύστημα είναι και ευλαβείς προσκυνητές.

Ευλαβείς προσκυνητές, δεν φωνάζουν, δεν φωνασκούν, είναι αληθινοί, δεν προβάλλονται, δεν έχουν καμία απαίτηση κανείς να τους καταλάβει αλλά είναι ευλαβείς προσκυνητές, όπως μετά, μέσα σε αυτό το χώρο της Γεννήσεως, ευλαβείς προσκυνητές γίνονται και οι ποιμένες, άγνωστες προσωπικότητες και όπως ευλαβής προσκυνητής, σιωπηλός προσκυνητής, είναι και ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ.

Είναι ο χώρος των ευλαβών προσκυνητών που πια με τον τρόπο τους ο καθένας συγκλονίζει και απογυμνώνει το σύστημα · το οποιοδήποτε σύστημα που ξέρει, δεν ξέρει τον Χριστό, που φωνάζει για τον Χριστό και κόπτεται για τον Χριστό αλλά αν δεν έχει αυτή τη δυνατότητα της λιτότητας, της αλήθειας, του να μπορεί να προσκυνήσει πραγματικά τον Χριστό, τότε δεν κάνει τίποτε · και μέσα σε αυτή την ισορροπία, όλα εκείνα τα κείμενα περί της φυγής του Ιησού, περί της επανόδου από την Αίγυπτο μέσα σε μια σιωπηλή πορεία και πάλι του ίδιου του ήθους. Η σιωπή η οποία, όμως, είναι μια βαθιά κίνηση αλλαγής και ξεγυμνώματος του συστήματος που κάποτε φτάνει σε ένα αποκορύφωμα.

Δεν ξέρω πόσα χρόνια προετοιμάστηκαν οι μάγοι για να μπορούν να επιγνώσουν αυτόν τον αληθινό Θεό και να τον προσκυνήσουν · σίγουρα πολλά, σίγουρα είχαν πολλή νήψη, κάθαρση πάνω τους και τους ακούμπησε ο Θεός.

Πόσα χρόνια χρειάστηκε ο Ιωσήφ για να καταλάβει αυτό που έγινε; Με αλλεπάλληλα οράματα τον καθοδηγεί ο Θεός, ο οποίος [Ιωσήφ] αρνείτο ουσιαστικά αυτό που γινόταν.

Πόσα χρόνια χρειάστηκε ο Χριστός σιωπηλά να μείνει σ᾽ εκείνη την πόλη, στη Ναζαρέτ, για να δείξει το έργο Του; Τριάντα χρόνια · κι όλα αυτά ένα μήνυμα στέλνουν: η σιωπή, η αληθινή σιωπή, που απογυμνώνει και το σύστημα και καταλήγει σε μια ιστορία, να γίνουμε ευλαβείς προσκυνητές.

Αναχωρησάντων των μάγων. Οι μάγοι πάντοτε φεύγουν, δηλαδή οι σιωπηλοί άνθρωποι που φαίνεται πως δεν υπάρχουν αλλά δεν φεύγουν [και] ταυτόχρονα το έργο το επιτελούν, που είναι έργο απαραίτητο για την καθημερινότητα της ζωής μας.

Η σιωπηλή, πραγματική, εν παρρησία ζωή που μπορεί να απογυμνώσει οποιοδήποτε σύστημα άθεο, που μιλάει για Θεό ή δεν μιλάει για Θεό αλλά δεν μπορεί να Τον προσκυνήσει και να Τον προσκυνήσει σημαίνει να υπακούει σε Αυτόν, να ταχθεί σε Αυτόν και να κάνει αυτό που θέλει Αυτός. Αυτό σημαίνει προσκυνώ, αυτό σημαίνει και για μας.

Δεν πιστεύω μέσα από τις καρδιές μας σήμερα, μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα να αναχώρησαν οι μάγοι; Δεν πιστεύω να ζούμε την ίδια τραγωδία, να μην μπορούμε να προσκυνήσουμε τον Χριστό όχι ως άνομοι προσκυνητές, εξωτερικοί, αλλά ως βαθείς προσκυνητές και βασιλείς επιγνώντες σαφώς αυτούς που είναι, και να μπορούμε στην πράξη, την καθημερινή της ζωής μας, να Τον προσκυνήσουμε τελούντες τα εξ Αυτού απαιτούμενα σε μια καθημερινή πράξη ζωής.

Αναχωρησάντων των μάγων. Τι κρίμα θα έλεγε ένα παιδάκι που θα άκουγε το παραμύθι · ευτυχώς λέω εγώ που δεν το θεωρώ παραμύθι, ευτυχώς οι μάγοι πάντοτε φαίνονται που αναχωρούν αλλά υπάρχουν.

Μπορούμε κάτι τέτοιο να γίνουμε; Να γίνουμε κι αυτοί που σπάζουν και απογυμνώνουν το σύστημα και ταυτόχρονα [να] είμαστε καθημερινοί ευλαβείς προσκυνητές;

Να ακούσουμε και το κύρηγμα αγαπητοί αναγνώστες από τον ίδιο τον π.Κωνστ.Στρατηγόπουλο.


Πηγή: Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, επάνω στο χωρίο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, κεφάλαιο 2ο, στίχοι 13 έως 23

Ευαγγέλιο Κυριακής: Ματθ. β΄ 13-23

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ( Μτθ. 2, 13-23)

Ανάμεσα στις εκπληκτικές επιδόσεις του σύγχρονου ανθρώπου ήταν και η αύξηση του μέσου όρου της ζωής του. Και οι προσπάθειες συνεχίζονται για την παράταση της ανθρώπινης ζωής. Ο,τιδήποτε όμως κι αν γίνει, όσο κι αν παραταθεί η ανθρώπινη ζωή, ένα είναι βέβαιο: κάποτε θα έλθει ο θάνατος και για μας, έστω κι αν ζήσουμε χίλια χρόνια. Γι' αυτό χωρίς αμφιβολία θα μπορούσαμε να πούμε, ότι για τον άνθρωπο το μόνο βέβαιο γεγονός είναι ο θάνατος.
Από τη στιγμή της συλλήψεως ενός εμβρύου είναι σίγουρο με μαθηματική ακρίβεια, ότι η ανθρώπινη ζωή κάποτε αργά ή γρήγορα θα πεθάνει.
Σε τι ωφελεί λοιπόν να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα αυτή με υστερία και νευρικότητα; Το καλύτερο είναι να επωφεληθούμε από τις υπομνήσεις που μας προσφέρονται με ποικίλους τρόπους. Μια απ' αυτές είναι εκείνη από τη σημερινή ευαγγελική διήγηση με τον θάνατο του θηριώδους Ηρώδη: «και ην εκεί έως της τελευτής του Ηρώδου» ( Ματθ. 2,19).
Τι συμβαίνει συνήθως; Οι περισσότεροι από μας θυμόμαστε τον θάνατο, όταν πεθαίνει κάποιος συγγενής ή φίλος, για να τον λησμονήσουμε και πάλι σε λίγο. Τον θυμόμαστε κάπως περισσότερο, όταν ο αποθανών είναι πιο στενός συγγενής μας. Αλλά και πάλι αυτή η μεγαλύτερη απασχόληση μας γύρω από τον θάνατο συνήθως μας βλάπτει. Μεγαλώνει τη στεναχώρια μας για τον αποχωρισμό του αγαπημένου μας προσώπου και μας οδηγεί στην απογοήτευση για τα ανθρώπινα πράγματα και κάποτε σε μερικούς η φοβία μένει μόνιμα στην ψυχή τους.
Πάντως σε όλες τις περιπτώσεις η προσπάθεια του περιβάλλοντος μας συνίσταται στο να μας κάνουν να «ξεχάσουμε» όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Και σωστά, γιατί αν πρόκειται ν' απασχολούμαστε με τον θάνατο με αυτό τον καταθλιπτικό τρόπο, είναι καλύτερα να τον λησμονούμε, αφού ούτε ωφελούμαστε ούτε και ωφελούμε.
Υπάρχει και μια άλλη μικρή, ίσως, μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι ασχολούνται με τον θάνατο με ένα διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτοί που προσπαθούν συνεχώς να έχουν «μνήμη θανάτου». Αυτοί είναι συνήθως κατηφείς, η θλίψη είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους, δεν απολαμβάνουν καμιά χαρά της ζωής και συνεχώς στις συζητήσεις τους αναφέρουν τόσο πολύ το θέμα του θανάτου, σε σημείο που να γίνονται αποκρουστικοί. Δεν έχουν καμιά όρεξη για την εργασία τους και δεν ενδιαφέρονται για τίποτε εγκόσμιο. Αυτοί μάλλον σύρονται από τη ζωή δεν την ζουν και πολύ λιγότερο δεν την οδηγούν. Βλέποντας κανείς τέτοιους ανθρώπους θα σκέπτεται, ότι οι άνθρωποι αυτοί χάνουν μεν την παρούσα ζωή τους, αλλά κερδίζουν την αιώνια. Το ερώτημα όμως είναι: η άγονη ζωή τους, την οποία σπαταλούν, και ο μη χριστιανικός τρόπος που αντιμετωπίζουν τον θάνατο, τους εξασφαλίζει την αιώνια ζωή; Είναι αμφίβολο.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει με την αντιμετώπιση του θανάτου; Ό,τι ακριβώς γίνεται με όλα τα αναπόφευκτα γεγονότα. Τα αντιμετωπίζει κανείς όσο το δυνατό καλύτερα. Και το καλύτερο στην προκειμένη περίπτωση είναι το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου να γίνει ερέθισμα και κίνητρο δημιουργικό.
Τι προσπαθούμε να κάνουμε όταν έχουμε να τελειώσουμε πολλά πράγματα και ο χρόνος που έχουμε είναι λόγος; Βιαζόμαστε και δεν σπαταλάμε άδικα κανένα λεπτό και η προσοχή μας είναι στραμμένη στην εργασία μας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και ως προς το γεγονός του θανάτου. Επειδή δεν γνωρίζουμε την ώρα και ο «καιρός συνεσταλμένος εστί», πρέπει να είμαστε εδώ εντάξει με την αποστολή μας και να τελειώνουμε περισσότερο έργο σε λιγότερο χρόνο. Πρέπει να δουλεύουμε με ρυθμό τέτοιο σαν να πρόκειται να πεθάνουμε την επομένη, η δε ποιότητα της εργασίας μας να είναι τέτοια σαν να πρόκειται να διαρκέσει αιώνια.
Και αυτά μπορούν να γίνουν δεκτά ακόμα και από ένα μη πιστό άνθρωπο. Ο πιστός όμως έχει επί πλέον πλεονεκτήματα. Γνωρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, αλλά η θύρα δια της οποίας μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Πιστεύει ότι συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων οι οποίοι «ου μη γεύσονται θανάτου εις τον αιώνα». Ακόμα πιστεύει, ότι αυτό το θνητό και φθαρτό σώμα θα περιβληθεί με αφθαρσία και ο θάνατος με την Ανάσταση του Χριστού «κατεπόθη εις νίκος». Ο πιστός δια του θανάτου μεταφέρεται σ' εκείνη την ζωή που έχει εξαλειφθεί «παν δάκρυον.... Και ο θάνατος ουκ έστι έτι, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος» ( Αποκ. 21,4). Όλα εκεί έχουν γίνει νέα. Δεν υπάρχει νύχτα, γιατί το Φως το αληθινό και η δόξα του Θεού την φωτίζει διαρκώς. Θα έχουν «την χαράν πεπληρωμένην εν αυτοίς» ( Ιωάν. 17,13), διότι η Βασιλεία του Θεού είναι «δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι Αγίω» ( Ρωμ. 14,17).
Και τότε εκείνος που πιστεύει, ότι μετά θάνατο ακολουθούν αυτά τα αγαθά θα φοβάται τον θάνατο ή θα τον ποθεί; Δεν θα προετοιμάζεται με χαρά εδώ για να λάβει μέρος στο Δείπνο της Βασιλείας, στο οποίο θα ακούγεται συνεχώς «ήχος καθαρός εορταζόντων;» Δεν θα καίγεται από την επιθυμία και δεν θα θεωρεί «πολλώ μάλλον κρείσσον» «το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι;» Φιλιπ. 1,23). Αλλά και οι συγγενείς του θανόντος που πιστεύουν, ότι οι δικοί τους μεταβαίνουν από τον θάνατο στην ζωή, παρ' όλο τον αποχωρισμό, δεν θ' αφήσουν να έρθει η θλίψη στην ψυχή .
Μια τέτοια αντιμετώπιση του θανάτου εκ μέρους των πιστών θ' ασκήσει μεγάλη επίδραση στο περιβάλλον τους. Θα οικοδομήσει μια τέτοια προπαρασκευή του πιστού για την αιωνιότητα, που δεν θα είχε καμιά σχέση με την απαισιόδοξη και καταθλιπτική αντιμετώπιση που αναφέραμε παραπάνω.
Το ατύχημα όμως και για μας τους χριστιανούς είναι ότι, κατά κανόνα, είτε δεν αντιμετωπίζουμε καθόλου το πρόβλημα του θανάτου, είτε το αντιμετωπίζουμε με κακό τρόπο.
Είναι πλέον καιρός να μην εθελοτυφλούμε για το δικό μας κυρίως πνευματικό συμφέρον.

Λεπτομέρειες

Όσιος Θαδδαίος ο Ομολογητής

Ο Όσιος Θαδδαίος ο Ομολογητής ήταν Σκύθης και υπηρέτης του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, στη Μονή του οποίου ο Θαδδαίος έγινε μοναχός και διακρίθηκε για την αυστηρή άσκηση. Κάποτε λοιπόν, όταν συνόδευε στ' ανάκτορα τον ηγούμενο του Θεόδωρο, ήλεγξε τον εικονομάχο βασιλιά Μιχαήλ (820 - 829 μ.Χ.) (ο Μ. Γαλανός αναφέρει τον Λέοντα τον Ε') μπροστά στη σύγκλητο για την ασέβειά του απέναντι στις Ιερές εικόνες. Τότε ο Βασιλιάς, τον εξανάγκαζε να ποδοπατήσει την εικόνα του Χριστού, πράγμα που ο Όσιος όχι μόνο δεν έπραξε, αλλά αποκάλεσε τον βασιλιά πληρωμένο τύραννο και ακάθαρτο. Τότε βασανίστηκε σκληρά, σύρθηκε από τα πόδια στους δρόμους της πόλης, οπότε μετά τρεις μέρες πέθανε.

Μνήμη πάντων των Χριστιανών που πέθαναν μαρτυρικά για τη δόξα του Χριστού, από πείνα, δίψα, κρύο και μαχαίρι

Αυτή τη μέρα η Εκκλησία μας όρισε να γιορτάζουμε τη μνήμη όλων των Χριστιανών, που μαρτύρησαν για την πίστη του Χριστού και τα ονόματα τους δεν μας είναι γνωστά.

Η γιορτή αυτή μας διδάσκει, ότι το βλέμμα του Θεού δεν είναι όμοιο με του ανθρώπου. Διότι οι άνθρωποι, συνήθως δοξάζουν και τιμούν αυτούς που γίνονται γνωστοί και διάσημοι, ενώ ο Θεός βλέπει γνωστούς και αγνώστους, διάσημους και άσημους, αρκεί όλοι να πράττουν ευσυνείδητα το θέλημα του. Έτσι και ο μικρότερος των χριστιανών αυτών, θα λάμψει ασύγκριτα περισσότερο από τους πιο φαντασμένους και αστραφτερούς βασιλείς της γης, όταν έλθει η ώρα της τελικής δικαίωσης.

Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω Nαώ της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Xαλκοπρατείοις.

Όσιος Γεώργιος επίσκοπος Νικομήδειας ποιητής ασματικών Κανόνων και Τροπαρίων

Ο Όσιος Γεώργιος έζησε στη θορυβώδη και μεγάλη για την Ορθοδοξία εποχή του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Φωτίου (857 - 891 μ.Χ.), με τον οποίο και διατηρούσε αλληλογραφία. Σύνθεσε δύο εγκώμια στη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου και μελοποίησε την Ακολουθία τους. Μελοποίησε επίσης τον προεόρτιο Κανόνα στον Ευαγγελισμό, καθώς και άλλους Κανόνες στη Θεοτόκο. Συνέγραψε μάλιστα και πανηγυρικούς λόγους, όπως στα Εισόδια, στη σύλληψη της Αγίας Άννας και στο «Ειστήκεισαν παρά τω Σταυρώ του Ιησού». (Στοιχεία της βιογραφίας του, συγχέονται μ' αυτά του Αγίου Γεωργίου Επισκόπου Αμάστριδος, κυρίως όσον αφορά την ποίηση των ασματικών Κανόνων. Ίσως βέβαια, να συμβαίνει και το αντίθετο).

Όσιος Μάρκελλος

Ο Όσιος Μάρκελλος πέτυχε στη ζωή του διότι με τη χάρη του Θεού κατάλαβε, ότι οι κοσμικές λαμπρότητες φαίνονται και αφανίζονται όπως τα άνθη. Και είχε την πεποίθεση ότι ζωή αληθινή και κερδισμένη είναι μόνο εκείνη, που αφιερώνεται στην υπηρεσία του καλού, επάνω στο δρόμο του Ιησού Χριστού. Ο Μάρκελλος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ., επί πατριαρχείας Γενναδίου του Α' (458 - 471 μ.Χ.) και βασιλέως του Λέοντα Α' του Μακέλλη. Η καταγωγή του Μάρκελλου ήταν από τη Aπάμειαν, μια πόλη της Συρίας και η οικογένειά του ήταν αρκετά πλούσια. Επειδή οι γονείς του αγαπούσαν τα γράμματα, στόλισαν το γιο τους με πολλή παιδεία. Αλλά η καρδιά του νέου, είχε μέσα της ζωηρή και ακοίμητη τη φλόγα της ευσέβειας. Τα κοσμικά αξιώματα δεν τον ενδιέφεραν. Με τέτοιες διαθέσεις πήγε στην Έφεσο, όπου μπήκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός. Από 'κει πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή Ακοίμητων, όπου ηγούμενος ήταν ο Αλέξανδρος. Εκεί, γρήγορα διακρίθηκε για τις αρετές του και αγαπήθηκε πολύ από τους αδελφούς της Μονής, για την ταπεινοφροσύνη που διατηρούσε, αν και ήταν άνθρωπος μελέτης και μεγάλης διανοητικής αξίας. Αφού πέθανε ο ηγούμενος Αλέξανδρος και υστέρα ο διάδοχός του Ιάκωβος, η αγάπη και η εκτίμηση των αδελφών, ανέδειξε ηγούμενο τον Μάρκελλο. Η διοίκηση του ήταν άριστη. Σύμφωνα με άλλη γνώμη, τη μονή Ακοιμήτων, είχε κτίσει αυτός ο όσιος Μάρκελλος, πιθανός στη θέση του σημερινού Τσιμπουκλί. Έτσι με αυτή τη θεία και όσια ζωή του, κοιμήθηκε και αναπαύτηκε ο Μάρκελλος στη Μονή του.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Ύμνον άληκτον, Θεώ προσφέρων, νουν ακοίμητον, προσφόρως έσχες, προς εκπλήρωσιν των θείων προστάξεων όθεν κανών αρετής εχρημάτισας και Μοναστών ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, διαρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγια Νήπια (περίπου 14.000) που εσφάγισαν με διαταγή του Ηρώδη

Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.

Μετά την Χριστού Γέννησιν

Στις 26 Δεκεμβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 26 Δεκεμβρίου τιμούμε τη μνήμη των Αγίων Ιωσήφ του Μνηστήρα της Παρθένου Παναγίας, του Δαβίδ του Προφήτη και βασιλιά και του Ιακώβου του Αδελφοθέου , δηλαδή, το κατά κόσμον γένος και οικογένεια του Χριστού. Όταν δεν υπάρχει Κυριακή εντός αυτής της περιόδου, μεταφέρουμε τον εορτασμό στις 26 Δεκεμβρίου.

Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.

Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.

Κάθισμα
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Πατρὸς ὡς ἀληθῶς, οὐρανίου θεράπων, ἐγένου Ἰωσήφ, καὶ Πατὴρ τοῦ ἀνάρχου, Υἱοῦ σὺ νενόμισαι, τοῦ σαρκὶ νηπιάσαντος· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, πιστῶς ἀνυμνοῦντές σε.

Ὁ Οἶκος
Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκὶ ὁ ἄσαρκος, περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καὶ σῴζει ἀτρέπτως τὰς ἄμφω οὐσίας, ἀρχὴν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καὶ μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τὰ σύμπαντα. Διὸ τοὺς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεὸς στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ, οὓς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.

Μεγαλυνάριον
Μνήστωρ τῆς Παρθένου ὁ Ἰωσήφ, καὶ φύλαξ ἐδείχθη, Θεοπάτωρ δὲ ὁ Δαβίδ, Ἰάκωβος ὁ ὁμαίμων, τοῦ Λόγου ὠνομάσθη· διὸ καὶ τῇ γεννήσει τούτου συγχαίρουσι.

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

ΥΜΝΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ: Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί..., Τί θαυμάζεις Μαριάμ;...,

ΔΟΞΑ ΕΝ ΥΨΙΣΤΟΙΣ ΘΕΩ

τοῦ π. Μαρτίνου Πέτζολτ

«Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι», ψέλνει ο λαός στην εκκλησία το κοντάκιον των Χριστουγέννων. Και στις εικόνες της γεννήσεως του Χριστού είναι σε πλάγιες σκηνές απεικονισμένοι οι ποιμένες, οι οποίοι κοιτούν ψηλά τους αγγέλους, και πηγαίνουν προς το σπήλαιο. Το σπήλαιο που βρήκε ο Ιωσήφ στη Βηθλεέμ σαν καταφύγιο για την Θεοτόκο, όπως και η φάτνη, ανήκαν σε ποιμένες, καθώς και τα ζώα του σταύλου, το βόδι και το γαïδουράκι, τα οποία όμως δεν αναφέρονται στο Ευαγγέλιο, αλλά στις προφητείες του Ησαΐα (3,3).
Η γέννηση περιγράφεται στο κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν Ευαγγέλιον πολύ απλά. Μάλιστα αναφέρεται σε μία φράση μόνο. Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναφέρονται και το φάσκιωμα κι η φάτνη. Συνεχίζοντας όμως προς την επόμενη παράγφαρο των Ευαγγελίων των Χριστουγέννων, οι σκηνές περιγράφονται με περισσότερο χρώμα. Αφιερώνεται πολύ μεγάλο μέρος της διήγησης στους επισκέπτες της φάτνης. Αν και διαφέρουν οι επισκέπτες στους δύο ευαγγελιστές ως προς την ιεραρχική τάξη και την καταγωγή. Ενώ στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον περιγράφονται οι μάγοι από την μακρινή Ανατολή, οι οποίοι οδηγούνται από το μεγάλο αστέρι, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον αναφέρονται απλοί ποιμένες της περιοχής οι οποίοι έρχονται προς τη φάτνη. Και στους δύο ευαγγελιστές υπάρχει αλλαγή σκηνής των συμβάντων από το σπήλαιο προς τα χωράφια, ή την πόλη Ιερουσαλήμ. Και με την άφιξη των φιλοξενουμένων, η προσοχή στρέφεται και πάλι προς τη φάτνη.
Στο κατά Λουκάν ευαγγέλιον εμφανιζεται «άγγελος Κυρίου». Σ΄αυτό το σημείο θα σκεφτόταν κανείς τον αγγελιοφόρο του Θεού, τον αρχάγγελο Γαβριήλ, να διαλαλεί τη γέννηση του Σωτήρος, ακολουθούμενος από το μεγάλο πλήθος αγγέλων, οι οποίοι δοξολογούν το Θεό. Πίσω από αυτήν την φαινομενικά απλή διήγηση κρύβεται μεγάλη δραματική και θεολογική πυκνότητα. Όταν κάποιος ο οποίος είναι συνδεδεμένος με την Παλαιά Διαθήκη, ακούει πως η «δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτοὺς (τοὺς ποιμένες) καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λκ 2,9), θα έπρεπε αμέσως να δώσει προσοχή. Γιατί φαίνεται πως οι ποιμένες τρομάζουν περισσότερο από τη «δόξα του Κυρίου» παρά από τον άγγελο, που θα ήταν περισσότερο κατανοητό. Εντυπωσιάζει το ότι οι ποιμένες δεν λαμπρύνονται από τη λάμψη του αγγέλου, ούτε κι από το φώς τού αστέρος της Βηθλεέμ, ή τη λάμψη της φάτνης, αλλά από την ίδια τη δόξα του Κυρίου, η οποία ακτινοβολεί πάνω τους. Η «δόξα του Κυρίου» είναι ειδικός και σταθερός όρος για το Θεό, και αφήνει να θυμηθεί κανείς ένα κεντρικό σημείο της Αγίας Γραφής, τη μεγάλη αποκάλυψη του Θεού στο Σινά. Εκεί η δόξα του Κυρίου διέλαμπε το όρος, όπου ανέβηκε ο Μωυσής για να παραλάβει τις δέκα εντολές (Εξ 24,16). Είναι κατανοητό πως τρομάζουν οι ποιμένες, διότι «τὸ δὲ εἶδος τῆς δόξης Κυρίου ὡσεὶ πῦρ φλέγον ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐναντίον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ» (Εξ 24,17). Δεν είναι τυχαίος ο υπαινιγμός των λόγων αυτών, διότι αυτά τα γεγονότα έχουν σχέση μεταξύ τους. Ο Λόγος του Θεού ο οποίος αποκαλύπτεται στο Σινά, και στη Βηθλεέμ γίνεται ο ίδιος σάρκα, κι έτσι έγινε φανερός στους ανθρώπους. Ο Λόγος είναι η ίδια δόξα του Θεού, ο οποίος δεν μιλάει μόνο μέσα από το Λόγο, αλλά γίνεται άνθρωπος. Κι όπως λέει κι ο ευαγγελιστής Ιωάννης «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ιω 1,14). Έτσι, με τον υπαινιγμό της λάμψης της δόξας του Κυρίου πάνω στους ποιμένες, γίνεται μια σαφή ομολογία πίστεως, χωρίς να χρησιμοποιηθούν θεολογικοί όροι: Εκείνος ο οποίος βρίσκεται στη φάτνη είναι ο ίδιος ο Θεός της αποκαλύψεως, ο Λόγος του Θεού, ο οποίος όχι μόνο μιλά, αλλά έγινε και άνθρωπος.
Ο άγγελος εδώ εξηγεί πως δεν υπάρχει λόγος να φοβηθούν οι ποιμένες. Η δόξα του Θεού δεν είναι φλέγων πύρ, αλλά το παιδίον που βρίσκεται στη φάτνη με φασκιές. Είναι μεγάλη χαρά, κι όχι τρομακτικό γεγονός. Είναι ο ίδιος Κύριος: ο Κύριος στο όρος Σινά είναι κι ο Σωτήρας και Μεσσίας στη φάτνη. «Τοῦτο ὑμῖν το σημεῖον∙ εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνη» (Λκ 2,12). Εδώ διερωτἀται κανείς γιατί το παιδί μέσα στη φάτνη είναι ένα ασύγχυτο και σίγουρο σημείο του Μεσσία. Οι ποιμένες έβλεπαν το βρέφος, αλλά ήταν και ικανοί να καταλάβουν τον προκαθορισμό της Λυτρώσεως και το Θείον μέσα στη φάτνη; Όποιος πίστευε στην Παλαιά Διαθήκη όντως ήταν ικανός να δει και να καταλάβει το σημείο στο σπήλαιον της Βηθλεέμ, ενθυμούμενος τον προφήτη Ησαΐα, γνωρίζοντας πως η λύτρωση αρχίζει με το παιδίον «ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν» (Ησ 9,6). Γι’ αυτό κι η εικόνα με την οποία ο ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει την ενσάρκωση βρίσκεται λίγους στίχους πρωτύτερα στον προφήτη «ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα∙ οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ΄ὑμᾶς» (Ησ 9,2). Όταν οι ποιμένες στα χωράφια ξαφνικά διαλάμπονται από τη δόξα του Κυρίου, κι επιπλέον βλέπουν ουράνιο αγγελιοφόρο, κι ύστερα σταθούν μπροστά στο παιδί το οποίο λέγεται πως είναι ο Λυτρωτής και Μεσσίας, τότε γνωρίζουν, πως η προφητεία επαληθεύτηκε, κι η ελπίδα της σωτηρίας πραγματοποιείται. Η επιβεβαίωση όλων αυτών βρίσκεται στον ύμνο του πλήθους των αγγέλων, οι οποίοι επαναλαμβάνουν την ομολογία της δόξης του Κυρίου στη φάτνη της Βηθλεέμ: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.» Με αυτόν τον ύμνο των αγγέλων αρχίζει η δοξολογία.
Πράγματι οι άνθρωποι δεν πρέπει να φοβούνται τη δόξα, αλλά μάλλον να χαίρονται διότι φέρνει την ειρήνη για όλους όσοι δοξολογούν το Θεό και θέλουν να βρίσκονται υπό την ευσπλαχνία και χάρη Του. Οι ποιμένες, τους οποίους συνήθως συνδέει κανείς με ειρήνική εικόνα, ταιριάζουν καλά με την συνάρτηση της ιστορίας της λυτρώσεως. Διότι στην περιοχή τους γεννήθηκε ο Μεσσίας, ο άρχων της ειρήνης, κι εμφανίστηκε η δόξα του Κυρίου, όχι όμως ως τρομακτικό φλέγων πύρ, αλλά ως παιδίον εσπαργανωμένον.

Εὐαγγέλιον Κυριακὴς μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Β´ 13 - 23
13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασιν γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ’ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.


 Ερμηνευτική απόδοση

Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι' ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω· διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”. 14 Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον. 15 Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε· “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”. 16 Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους. 17 Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει· 18 “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά· θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”. 19 Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι' ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον 20 και του είπε· “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”. 21 Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην. 22 Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος (μοχθηρός επίσης ηγεμών) εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας (όπου ηγεμόνευεν ο Ηρώδης Αντίπας, ολιγώτερον σκληρός από τον αδελφόν του Αρχέλαον). 23 Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ· και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή (περιφρονητικώς από τους εχθρούς του) Ναζωραίος”.