Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018
Ὁ χρόνος καὶ ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἂς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει πάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοὴ του ὅλα τ’ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτα σταθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια. Μία ἀδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει ὅλα τὰ πάντα, μέρα-νύχτα, κι αὐτὴ τὴν ἄπιαστη καὶ κρυφὴ κίνηση δὲ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει καμμιὰ δύναμη. Τοῦτο τὸ πράγμα ποὺ τὸ λέμε Χρόνο, τὸ ἔχουμε συνηθίσει, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μαζί του, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔπιανε τρόμος, ἂν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε καλὰ τί εἶναι καὶ τί κάνει. Ὅπως εἴπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αἰῶνες αἰώνων, ἀδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι ὅλα τ’ ἀλλάζει μὲ μία καταχθόνια δύναμη, ἄπιαστος, ἀόρατος, ἀνυπάκουος, τόσο, ποὺ νὰ τὸν ξεχνᾶ κανένας καὶ νὰ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ δὲ μπορεῖ ἡ διάνοιά μας, μὲ κανέναν τρόπο, νὰ καταλάβει πὼς κάποτε δὲν θὰ ὑπάρχει, πὼς θὰ καταστραφεῖ, πὼς θὰ λείψει. Πῶς, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ «κάποτε» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρόνος; Πῶς μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανένας πῶς κάποτε θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «κάποτε»;
Ἂν λείψει ὁ Χρόνος θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς πάλι τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα, καὶ τὰ ἐξαφανίζει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στὴ Μυθολογία τους πώς ὁ Κρόνος, δηλαδὴ ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τὰ παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῶ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δὲν τὸν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτὸν τὸν ἀκατανόητο ἄρχοντά μας, αὐτὸν πού εἶναι φίλος κι ἐχθρός μας, γιατί αὐτὸς μᾶς φέρνει ὅλα τὰ καλὰ πού μᾶς χαροποιοῦνε, κι ὅλα τὰ κακὰ πού μᾶς πικραίνουνε. Μᾶς δίνει τὴ γέννηση, τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς νιότης, τὴ δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρὰ πού μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς ἀρρώστειες, τὸ ἀπίστευτο ἄλλαγμα καὶ χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καὶ τῶν ἔργων, πού κοπιάσαμε νὰ τὰ κάνουμε, καὶ στὸ τέλος μᾶς ποτίζει τὸ φαρμάκι ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι πού μᾶς πότισε τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τὸν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς δικούς μας.
Ὤ! ποιὸς θὰ πιάσει αὐτὸν τὸν κλέφτη, ποὺ μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμαστε καὶ τὴν ὥρα ποὺ εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τὸ μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, μπαίνει σὲ κάθε μέρος, στὸν οὐρανὸ ποὺ γυρίζουνε τ’ ἄστρα καὶ στὰ καταχθόνια, σὲ κάθε στεριὰ καὶ σὲ κάθε θάλασσα, σὲ κάθε τρύπα, σὲ κάθε ζωντανὸ κι ἄψυχο, σὲ κάθε ἁρμὸ τοῦ βράχου, σὲ κάθε καρδιά, κι ὅλα τὰ παλιώνει, τὰ τρίβει σὰν τὴ μυλόπετρα, τὰ κάνει σκόνη· καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καὶ κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί ποὺ ὑπάρχει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!
Ὅπως λοιπὸν ὅλα τὰ πάντα, ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε παίγνια στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀκαταμάχητου γίγαντα, ποὺ εἶναι μαζὶ εὐεργέτης μας καὶ τύραννός μας. Καὶ δεχόμαστε τὸ ποτήρι ποὺ μᾶς κερνᾶ μὲ τὸ ʼνα χέρι του καὶ ποὺ ʼναι γεμάτο γλυκὸ κρασί, καὶ πίνουμε, καὶ τ’ ἄλλο ποτήρι ποὺ κρατᾶ στ’ ἄλλο χέρι του καὶ ποὺ ἔχει μέσα τὸ πικρὸ φαρμάκι. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ σκληρὸ παιχνίδι πού παίζει μ’ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ τέρας, ποὺ δὲν ἔχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἔχουνε ὅσα πλάσματα γεννᾶ καὶ σκοτώνει, καὶ πού τὸ παίζει δίχως νὰ γελᾶ, μήτε νὰ κλαίει, ἀδιάφορος κι ἀνέκφραστος, κρύος σὰν φάντασμα, αὐτὸς ὁ ἴδιος πού ἀνάβει τὴ φλόγα τῆς ζωῆς;
Ἀλλοίμονο! Αὐτὴ τὴν ἄσπλαχνη μυλόπετρα ποὺ τ’ ἀλέθει ὅλα στὸν κόσμο, τὴ γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καὶ τὴ φχαριστοῦμε γιὰ ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καὶ γιὰ ὅσα θὰ μᾶς κάνει ὕστερα, γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ πάθουμε ἀπ’ αὐτή, κοντὰ στὰ λίγα καλὰ ποὺ θὰ μᾶς φέρει καὶ ποὺ θὰ μᾶς τὰ πάρει βιαστικά. Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν τοὺς δυστυχισμένους κατάδικους ποὺ καλοπιάνουνε τὸν δήμιό τους, σὰν τοὺς μονομάχους τῆς Ρώμης ποὺ χαιρετούσανε τὸν Καίσαρα, πρὶν νὰ σφάξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κράζοντάς του: «Χαῖρε, ὢ Καίσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σὲ χαιρετοῦνε»! Ἔτσι, κ ἐμεῖς, χαιρετᾶμε τὸν καινούριο Χρόνο ποὺ θὰ μᾶς πάει πιὸ κοντὰ στὸ στόμα του γιὰ νὰ μᾶς φάγει, καὶ χοροπηδᾶμε καὶ τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σὰν τὰ σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τὴν ὥρα ποὺ ψηνόντανε.
Τοῦτος ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Χρόνου, ποὺ τὸν κάνει ν’ ἀνθίζει καὶ νὰ μαραίνεται ἀδιάκοπα. Ἡ φθορὰ εἶναι ὁ σκληρὸς νόμος ποὺ ἔβαλε ἀπάνω του τοῦτος ὁ τύραννος. Μ’ αὐτὴ τὴν ἄσπαστη ἁλυσίδα βαστᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο, σκλάβο ἀνήμπορον κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του.
Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι’ αὐτόν, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ πάτησε τὸν θάνατο καὶ ποὺ εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἄν ἀποθάνη ζήσεται. Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐὰν τις φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα»!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ κλειδοκράτορας τοῦ μυστικοῦ κόσμου, λέγει: «Ἡ κτίσις ὑποτάχθηκε στὴ ματαιότητα, ἄθελά της, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κι αὐτὴ ἡ κτίση θὰ λευτερωθεῖ ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς φθορᾶς, στὴν ἐλευθερία τῆς δόξας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Γιατί γνωρίζουμε, πὼς ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζί μας ὡς τώρα. Κι ὄχι μοναχὰ ἡ κτίση, ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, ἀναστενάζουμε, περιμένοντας τὴν υἱοθεσία (δηλ. νὰ γίνουμε τέκνα τοῦ Θεοῦ), ἤγουν νὰ λυτρωθεῖ τὸ σῶμα μας ἀπὸ τὴ φθορά». Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ἂν κατοικεῖ μέσα σας τὸ Πνεῦμα Ἐκείνου ποὺ ἀνάστησε τὸν Ἰησοῦ, Αὐτὸς ποὺ ἀνάστησε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ ζωοποιήσει τὰ θνητὰ σώματά σας μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ κατοικεῖ μέσα σας».
Ναί. Μοναχὰ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ ποὺ πῆρε ἀπʼ Αὐτὸν κάθε ἐξουσία, θὰ δώσει τὴν ἀφθαρσία στοὺς ἀγαπημένους του, καταργώντας καὶ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς ὕλης, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. Νά, τί λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος γι αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν οἱ οὐρανοὶ ριζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται».
Καὶ στὴν Ἀποκάλυψη εἶναι γραμμένα τὰ παρακάτω λόγια γιὰ τὸν καινούριο κόσμο τῆς παλιγγενεσίας: «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ χρείαν οὐκ ἔχουσι λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».
Ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἂς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει πάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοὴ του ὅλα τ’ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτα σταθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια. Μία ἀδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει ὅλα τὰ πάντα, μέρα-νύχτα, κι αὐτὴ τὴν ἄπιαστη καὶ κρυφὴ κίνηση δὲ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει καμμιὰ δύναμη. Τοῦτο τὸ πράγμα ποὺ τὸ λέμε Χρόνο, τὸ ἔχουμε συνηθίσει, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μαζί του, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔπιανε τρόμος, ἂν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε καλὰ τί εἶναι καὶ τί κάνει. Ὅπως εἴπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αἰῶνες αἰώνων, ἀδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι ὅλα τ’ ἀλλάζει μὲ μία καταχθόνια δύναμη, ἄπιαστος, ἀόρατος, ἀνυπάκουος, τόσο, ποὺ νὰ τὸν ξεχνᾶ κανένας καὶ νὰ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ δὲ μπορεῖ ἡ διάνοιά μας, μὲ κανέναν τρόπο, νὰ καταλάβει πὼς κάποτε δὲν θὰ ὑπάρχει, πὼς θὰ καταστραφεῖ, πὼς θὰ λείψει. Πῶς, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ «κάποτε» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρόνος; Πῶς μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανένας πῶς κάποτε θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «κάποτε»;
Ἂν λείψει ὁ Χρόνος θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς πάλι τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα, καὶ τὰ ἐξαφανίζει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στὴ Μυθολογία τους πώς ὁ Κρόνος, δηλαδὴ ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τὰ παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῶ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δὲν τὸν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτὸν τὸν ἀκατανόητο ἄρχοντά μας, αὐτὸν πού εἶναι φίλος κι ἐχθρός μας, γιατί αὐτὸς μᾶς φέρνει ὅλα τὰ καλὰ πού μᾶς χαροποιοῦνε, κι ὅλα τὰ κακὰ πού μᾶς πικραίνουνε. Μᾶς δίνει τὴ γέννηση, τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς νιότης, τὴ δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρὰ πού μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς ἀρρώστειες, τὸ ἀπίστευτο ἄλλαγμα καὶ χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καὶ τῶν ἔργων, πού κοπιάσαμε νὰ τὰ κάνουμε, καὶ στὸ τέλος μᾶς ποτίζει τὸ φαρμάκι ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι πού μᾶς πότισε τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τὸν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς δικούς μας.
Ὤ! ποιὸς θὰ πιάσει αὐτὸν τὸν κλέφτη, ποὺ μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμαστε καὶ τὴν ὥρα ποὺ εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τὸ μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, μπαίνει σὲ κάθε μέρος, στὸν οὐρανὸ ποὺ γυρίζουνε τ’ ἄστρα καὶ στὰ καταχθόνια, σὲ κάθε στεριὰ καὶ σὲ κάθε θάλασσα, σὲ κάθε τρύπα, σὲ κάθε ζωντανὸ κι ἄψυχο, σὲ κάθε ἁρμὸ τοῦ βράχου, σὲ κάθε καρδιά, κι ὅλα τὰ παλιώνει, τὰ τρίβει σὰν τὴ μυλόπετρα, τὰ κάνει σκόνη· καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καὶ κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί ποὺ ὑπάρχει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!
Ὅπως λοιπὸν ὅλα τὰ πάντα, ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε παίγνια στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀκαταμάχητου γίγαντα, ποὺ εἶναι μαζὶ εὐεργέτης μας καὶ τύραννός μας. Καὶ δεχόμαστε τὸ ποτήρι ποὺ μᾶς κερνᾶ μὲ τὸ ʼνα χέρι του καὶ ποὺ ʼναι γεμάτο γλυκὸ κρασί, καὶ πίνουμε, καὶ τ’ ἄλλο ποτήρι ποὺ κρατᾶ στ’ ἄλλο χέρι του καὶ ποὺ ἔχει μέσα τὸ πικρὸ φαρμάκι. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ σκληρὸ παιχνίδι πού παίζει μ’ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ τέρας, ποὺ δὲν ἔχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἔχουνε ὅσα πλάσματα γεννᾶ καὶ σκοτώνει, καὶ πού τὸ παίζει δίχως νὰ γελᾶ, μήτε νὰ κλαίει, ἀδιάφορος κι ἀνέκφραστος, κρύος σὰν φάντασμα, αὐτὸς ὁ ἴδιος πού ἀνάβει τὴ φλόγα τῆς ζωῆς;
Ἀλλοίμονο! Αὐτὴ τὴν ἄσπλαχνη μυλόπετρα ποὺ τ’ ἀλέθει ὅλα στὸν κόσμο, τὴ γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καὶ τὴ φχαριστοῦμε γιὰ ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καὶ γιὰ ὅσα θὰ μᾶς κάνει ὕστερα, γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ πάθουμε ἀπ’ αὐτή, κοντὰ στὰ λίγα καλὰ ποὺ θὰ μᾶς φέρει καὶ ποὺ θὰ μᾶς τὰ πάρει βιαστικά. Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν τοὺς δυστυχισμένους κατάδικους ποὺ καλοπιάνουνε τὸν δήμιό τους, σὰν τοὺς μονομάχους τῆς Ρώμης ποὺ χαιρετούσανε τὸν Καίσαρα, πρὶν νὰ σφάξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κράζοντάς του: «Χαῖρε, ὢ Καίσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σὲ χαιρετοῦνε»! Ἔτσι, κ ἐμεῖς, χαιρετᾶμε τὸν καινούριο Χρόνο ποὺ θὰ μᾶς πάει πιὸ κοντὰ στὸ στόμα του γιὰ νὰ μᾶς φάγει, καὶ χοροπηδᾶμε καὶ τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σὰν τὰ σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τὴν ὥρα ποὺ ψηνόντανε.
Τοῦτος ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Χρόνου, ποὺ τὸν κάνει ν’ ἀνθίζει καὶ νὰ μαραίνεται ἀδιάκοπα. Ἡ φθορὰ εἶναι ὁ σκληρὸς νόμος ποὺ ἔβαλε ἀπάνω του τοῦτος ὁ τύραννος. Μ’ αὐτὴ τὴν ἄσπαστη ἁλυσίδα βαστᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο, σκλάβο ἀνήμπορον κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του.
Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι’ αὐτόν, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ πάτησε τὸν θάνατο καὶ ποὺ εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἄν ἀποθάνη ζήσεται. Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐὰν τις φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα»!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ κλειδοκράτορας τοῦ μυστικοῦ κόσμου, λέγει: «Ἡ κτίσις ὑποτάχθηκε στὴ ματαιότητα, ἄθελά της, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κι αὐτὴ ἡ κτίση θὰ λευτερωθεῖ ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς φθορᾶς, στὴν ἐλευθερία τῆς δόξας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Γιατί γνωρίζουμε, πὼς ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζί μας ὡς τώρα. Κι ὄχι μοναχὰ ἡ κτίση, ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, ἀναστενάζουμε, περιμένοντας τὴν υἱοθεσία (δηλ. νὰ γίνουμε τέκνα τοῦ Θεοῦ), ἤγουν νὰ λυτρωθεῖ τὸ σῶμα μας ἀπὸ τὴ φθορά». Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ἂν κατοικεῖ μέσα σας τὸ Πνεῦμα Ἐκείνου ποὺ ἀνάστησε τὸν Ἰησοῦ, Αὐτὸς ποὺ ἀνάστησε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ ζωοποιήσει τὰ θνητὰ σώματά σας μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ κατοικεῖ μέσα σας».
Ναί. Μοναχὰ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ ποὺ πῆρε ἀπʼ Αὐτὸν κάθε ἐξουσία, θὰ δώσει τὴν ἀφθαρσία στοὺς ἀγαπημένους του, καταργώντας καὶ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς ὕλης, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. Νά, τί λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος γι αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν οἱ οὐρανοὶ ριζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται».
Καὶ στὴν Ἀποκάλυψη εἶναι γραμμένα τὰ παρακάτω λόγια γιὰ τὸν καινούριο κόσμο τῆς παλιγγενεσίας: «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ χρείαν οὐκ ἔχουσι λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».
Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει.
Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν' ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι.
Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν' ἀνθίσει μ' ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση - τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ' ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.
Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ - εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.
Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ' αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ' ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά.
Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν' ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν' ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν' ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν' ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει.
Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν' ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι.
Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν' ἀνθίσει μ' ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση - τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ' ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.
Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ - εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.
Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ' αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ' ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά.
Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν' ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν' ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν' ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν' ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.
Άγιος Γεώργιος ο Θαυματουργός ο λεγόμενος μαχαιρωμένος
Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι ένας Κύπριος Άγιος που σήμερα είναι άγνωστος στον περισσότερο κόσμο. Τον Άγιο αυτό τον αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικό του: «Εις τον Αχλίοντα ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος τοπικός και θαυματουργός».
Ο Καταλιόντας ήταν ένας μικρός οικισμός, ένα χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού Αναλιόντα. Η περιοχή υπάγεται διοικητικά στον Αναλιόντα. Στο μέσο περίπου του δρόμου που οδηγεί από το χωριό Αναλιόντας προς το χωριό Λυθροδόντας στην επαρχία Λευκωσίας, κοντά στον εγκαταλελειμένο οικισμό Καταλιόντα, υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Ο Κύπριος εθνολόγος και λαογράφος, Νέαρχος Κληρίδης, αναφέρει ότι στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, αλλά και τη Βυζαντινή περίοδο, το χωριό Αναλιόντας και η συγκεκριμένη εκκλησία ήταν ξακουστά για τα πολλά θαύματα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Η φήμη της εκκλησίας αυτής συνδέεται με τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου, η οποία για αρκετά χρόνια κοσμούσε την κύρια εκκλησία του χωριού Αναλιόντας, την Αγία Μαρίνα. Στις μέρες μας, η εικόνα του Αγίου φυλάσσεται στην Αρχιεπισκοπή.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι πολύ πιθανό να ήταν ασκητής της περιοχής, διότι δίπλα από την ερειπωμένη εκκλησία του, στα νοτιοανατολικά, δεσπόζει λόφος που στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν δύο σπηλιές, μια μικρή και μια μεγάλη, όπου πολύ πιθανόν ο Άγιος να ασκήτευσε σε μια από αυτές.
Η μνήμη του τέλος, αναφέρεται και στον Πατμιακό Κώδικα 266.
Ο Καταλιόντας ήταν ένας μικρός οικισμός, ένα χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού Αναλιόντα. Η περιοχή υπάγεται διοικητικά στον Αναλιόντα. Στο μέσο περίπου του δρόμου που οδηγεί από το χωριό Αναλιόντας προς το χωριό Λυθροδόντας στην επαρχία Λευκωσίας, κοντά στον εγκαταλελειμένο οικισμό Καταλιόντα, υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Ο Κύπριος εθνολόγος και λαογράφος, Νέαρχος Κληρίδης, αναφέρει ότι στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, αλλά και τη Βυζαντινή περίοδο, το χωριό Αναλιόντας και η συγκεκριμένη εκκλησία ήταν ξακουστά για τα πολλά θαύματα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Η φήμη της εκκλησίας αυτής συνδέεται με τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου, η οποία για αρκετά χρόνια κοσμούσε την κύρια εκκλησία του χωριού Αναλιόντας, την Αγία Μαρίνα. Στις μέρες μας, η εικόνα του Αγίου φυλάσσεται στην Αρχιεπισκοπή.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι πολύ πιθανό να ήταν ασκητής της περιοχής, διότι δίπλα από την ερειπωμένη εκκλησία του, στα νοτιοανατολικά, δεσπόζει λόφος που στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν δύο σπηλιές, μια μικρή και μια μεγάλη, όπου πολύ πιθανόν ο Άγιος να ασκήτευσε σε μια από αυτές.
Η μνήμη του τέλος, αναφέρεται και στον Πατμιακό Κώδικα 266.
Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος
Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Ρώμη, από ευγενή οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία και τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ' αυτή τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της χριστιανικής αγάπης. Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ' αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε τη δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό. Με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. Αλλά ο θάνατός του, κίνησε τη μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε τη μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα. Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (945 μ.Χ.), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 - 976 μ.Χ.), ο Ρωμανός ο Γ' (1028 - 1034 μ.Χ.), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του αγίου Ζωτικού.
Οσία Μελάνη η Ρωμαία
Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.
Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ανάμεσα στις εκπληκτικές επιδόσεις του σύγχρονου ανθρώπου ήταν και η αύξηση του μέσου όρου της ζωής του. Και οι προσπάθειες συνεχίζονται για την παράταση της ανθρώπινης ζωής. Ο,τιδήποτε όμως κι αν γίνει, όσο κι αν παραταθεί η ανθρώπινη ζωή, ένα είναι βέβαιο: κάποτε θα έλθει ο θάνατος και για μας, έστω κι αν ζήσουμε χίλια χρόνια. Γι' αυτό χωρίς αμφιβολία θα μπορούσαμε να πούμε, ότι για τον άνθρωπο το μόνο βέβαιο γεγονός είναι ο θάνατος.
Από τη στιγμή της συλλήψεως ενός εμβρύου είναι σίγουρο με μαθηματική ακρίβεια, ότι η ανθρώπινη ζωή κάποτε αργά ή γρήγορα θα πεθάνει.
Σε τι ωφελεί λοιπόν να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα αυτή με υστερία και νευρικότητα; Το καλύτερο είναι να επωφεληθούμε από τις υπομνήσεις που μας προσφέρονται με ποικίλους τρόπους. Μια απ' αυτές είναι εκείνη από τη σημερινή ευαγγελική διήγηση με τον θάνατο του θηριώδους Ηρώδη: «και ην εκεί έως της τελευτής του Ηρώδου» ( Ματθ. 2,19).
Τι συμβαίνει συνήθως; Οι περισσότεροι από μας θυμόμαστε τον θάνατο, όταν πεθαίνει κάποιος συγγενής ή φίλος, για να τον λησμονήσουμε και πάλι σε λίγο. Τον θυμόμαστε κάπως περισσότερο, όταν ο αποθανών είναι πιο στενός συγγενής μας. Αλλά και πάλι αυτή η μεγαλύτερη απασχόληση μας γύρω από τον θάνατο συνήθως μας βλάπτει. Μεγαλώνει τη στεναχώρια μας για τον αποχωρισμό του αγαπημένου μας προσώπου και μας οδηγεί στην απογοήτευση για τα ανθρώπινα πράγματα και κάποτε σε μερικούς η φοβία μένει μόνιμα στην ψυχή τους.
Πάντως σε όλες τις περιπτώσεις η προσπάθεια του περιβάλλοντος μας συνίσταται στο να μας κάνουν να «ξεχάσουμε» όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Και σωστά, γιατί αν πρόκειται ν' απασχολούμαστε με τον θάνατο με αυτό τον καταθλιπτικό τρόπο, είναι καλύτερα να τον λησμονούμε, αφού ούτε ωφελούμαστε ούτε και ωφελούμε.
Υπάρχει και μια άλλη μικρή, ίσως, μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι ασχολούνται με τον θάνατο με ένα διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτοί που προσπαθούν συνεχώς να έχουν «μνήμη θανάτου». Αυτοί είναι συνήθως κατηφείς, η θλίψη είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους, δεν απολαμβάνουν καμιά χαρά της ζωής και συνεχώς στις συζητήσεις τους αναφέρουν τόσο πολύ το θέμα του θανάτου, σε σημείο που να γίνονται αποκρουστικοί. Δεν έχουν καμιά όρεξη για την εργασία τους και δεν ενδιαφέρονται για τίποτε εγκόσμιο. Αυτοί μάλλον σύρονται από τη ζωή δεν την ζουν και πολύ λιγότερο δεν την οδηγούν. Βλέποντας κανείς τέτοιους ανθρώπους θα σκέπτεται, ότι οι άνθρωποι αυτοί χάνουν μεν την παρούσα ζωή τους, αλλά κερδίζουν την αιώνια. Το ερώτημα όμως είναι: η άγονη ζωή τους, την οποία σπαταλούν, και ο μη χριστιανικός τρόπος που αντιμετωπίζουν τον θάνατο, τους εξασφαλίζει την αιώνια ζωή; Είναι αμφίβολο.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει με την αντιμετώπιση του θανάτου; Ό,τι ακριβώς γίνεται με όλα τα αναπόφευκτα γεγονότα. Τα αντιμετωπίζει κανείς όσο το δυνατό καλύτερα. Και το καλύτερο στην προκειμένη περίπτωση είναι το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου να γίνει ερέθισμα και κίνητρο δημιουργικό.
Τι προσπαθούμε να κάνουμε όταν έχουμε να τελειώσουμε πολλά πράγματα και ο χρόνος που έχουμε είναι λόγος; Βιαζόμαστε και δεν σπαταλάμε άδικα κανένα λεπτό και η προσοχή μας είναι στραμμένη στην εργασία μας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και ως προς το γεγονός του θανάτου. Επειδή δεν γνωρίζουμε την ώρα και ο «καιρός συνεσταλμένος εστί», πρέπει να είμαστε εδώ εντάξει με την αποστολή μας και να τελειώνουμε περισσότερο έργο σε λιγότερο χρόνο. Πρέπει να δουλεύουμε με ρυθμό τέτοιο σαν να πρόκειται να πεθάνουμε την επομένη, η δε ποιότητα της εργασίας μας να είναι τέτοια σαν να πρόκειται να διαρκέσει αιώνια.
Και αυτά μπορούν να γίνουν δεκτά ακόμα και από ένα μη πιστό άνθρωπο. Ο πιστός όμως έχει επί πλέον πλεονεκτήματα. Γνωρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, αλλά η θύρα δια της οποίας μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Πιστεύει ότι συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων οι οποίοι «ου μη γεύσονται θανάτου εις τον αιώνα». Ακόμα πιστεύει, ότι αυτό το θνητό και φθαρτό σώμα θα περιβληθεί με αφθαρσία και ο θάνατος με την Ανάσταση του Χριστού «κατεπόθη εις νίκος». Ο πιστός δια του θανάτου μεταφέρεται σ' εκείνη την ζωή που έχει εξαλειφθεί «παν δάκρυον.... Και ο θάνατος ουκ έστι έτι, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος» ( Αποκ. 21,4). Όλα εκεί έχουν γίνει νέα. Δεν υπάρχει νύχτα, γιατί το Φως το αληθινό και η δόξα του Θεού την φωτίζει διαρκώς. Θα έχουν «την χαράν πεπληρωμένην εν αυτοίς» ( Ιωάν. 17,13), διότι η Βασιλεία του Θεού είναι «δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι Αγίω» ( Ρωμ. 14,17).
Και τότε εκείνος που πιστεύει, ότι μετά θάνατο ακολουθούν αυτά τα αγαθά θα φοβάται τον θάνατο ή θα τον ποθεί; Δεν θα προετοιμάζεται με χαρά εδώ για να λάβει μέρος στο Δείπνο της Βασιλείας, στο οποίο θα ακούγεται συνεχώς «ήχος καθαρός εορταζόντων;» Δεν θα καίγεται από την επιθυμία και δεν θα θεωρεί «πολλώ μάλλον κρείσσον» «το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι;» Φιλιπ. 1,23). Αλλά και οι συγγενείς του θανόντος που πιστεύουν, ότι οι δικοί τους μεταβαίνουν από τον θάνατο στην ζωή, παρ' όλο τον αποχωρισμό, δεν θ' αφήσουν να έρθει η θλίψη στην ψυχή .
Μια τέτοια αντιμετώπιση του θανάτου εκ μέρους των πιστών θ' ασκήσει μεγάλη επίδραση στο περιβάλλον τους. Θα οικοδομήσει μια τέτοια προπαρασκευή του πιστού για την αιωνιότητα, που δεν θα είχε καμιά σχέση με την απαισιόδοξη και καταθλιπτική αντιμετώπιση που αναφέραμε παραπάνω.
Το ατύχημα όμως και για μας τους χριστιανούς είναι ότι, κατά κανόνα, είτε δεν αντιμετωπίζουμε καθόλου το πρόβλημα του θανάτου, είτε το αντιμετωπίζουμε με κακό τρόπο.
Είναι πλέον καιρός να μην εθελοτυφλούμε για το δικό μας κυρίως πνευματικό συμφέρον.
Από τη στιγμή της συλλήψεως ενός εμβρύου είναι σίγουρο με μαθηματική ακρίβεια, ότι η ανθρώπινη ζωή κάποτε αργά ή γρήγορα θα πεθάνει.
Σε τι ωφελεί λοιπόν να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα αυτή με υστερία και νευρικότητα; Το καλύτερο είναι να επωφεληθούμε από τις υπομνήσεις που μας προσφέρονται με ποικίλους τρόπους. Μια απ' αυτές είναι εκείνη από τη σημερινή ευαγγελική διήγηση με τον θάνατο του θηριώδους Ηρώδη: «και ην εκεί έως της τελευτής του Ηρώδου» ( Ματθ. 2,19).
Τι συμβαίνει συνήθως; Οι περισσότεροι από μας θυμόμαστε τον θάνατο, όταν πεθαίνει κάποιος συγγενής ή φίλος, για να τον λησμονήσουμε και πάλι σε λίγο. Τον θυμόμαστε κάπως περισσότερο, όταν ο αποθανών είναι πιο στενός συγγενής μας. Αλλά και πάλι αυτή η μεγαλύτερη απασχόληση μας γύρω από τον θάνατο συνήθως μας βλάπτει. Μεγαλώνει τη στεναχώρια μας για τον αποχωρισμό του αγαπημένου μας προσώπου και μας οδηγεί στην απογοήτευση για τα ανθρώπινα πράγματα και κάποτε σε μερικούς η φοβία μένει μόνιμα στην ψυχή τους.
Πάντως σε όλες τις περιπτώσεις η προσπάθεια του περιβάλλοντος μας συνίσταται στο να μας κάνουν να «ξεχάσουμε» όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Και σωστά, γιατί αν πρόκειται ν' απασχολούμαστε με τον θάνατο με αυτό τον καταθλιπτικό τρόπο, είναι καλύτερα να τον λησμονούμε, αφού ούτε ωφελούμαστε ούτε και ωφελούμε.
Υπάρχει και μια άλλη μικρή, ίσως, μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι ασχολούνται με τον θάνατο με ένα διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτοί που προσπαθούν συνεχώς να έχουν «μνήμη θανάτου». Αυτοί είναι συνήθως κατηφείς, η θλίψη είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους, δεν απολαμβάνουν καμιά χαρά της ζωής και συνεχώς στις συζητήσεις τους αναφέρουν τόσο πολύ το θέμα του θανάτου, σε σημείο που να γίνονται αποκρουστικοί. Δεν έχουν καμιά όρεξη για την εργασία τους και δεν ενδιαφέρονται για τίποτε εγκόσμιο. Αυτοί μάλλον σύρονται από τη ζωή δεν την ζουν και πολύ λιγότερο δεν την οδηγούν. Βλέποντας κανείς τέτοιους ανθρώπους θα σκέπτεται, ότι οι άνθρωποι αυτοί χάνουν μεν την παρούσα ζωή τους, αλλά κερδίζουν την αιώνια. Το ερώτημα όμως είναι: η άγονη ζωή τους, την οποία σπαταλούν, και ο μη χριστιανικός τρόπος που αντιμετωπίζουν τον θάνατο, τους εξασφαλίζει την αιώνια ζωή; Είναι αμφίβολο.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει με την αντιμετώπιση του θανάτου; Ό,τι ακριβώς γίνεται με όλα τα αναπόφευκτα γεγονότα. Τα αντιμετωπίζει κανείς όσο το δυνατό καλύτερα. Και το καλύτερο στην προκειμένη περίπτωση είναι το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου να γίνει ερέθισμα και κίνητρο δημιουργικό.
Τι προσπαθούμε να κάνουμε όταν έχουμε να τελειώσουμε πολλά πράγματα και ο χρόνος που έχουμε είναι λόγος; Βιαζόμαστε και δεν σπαταλάμε άδικα κανένα λεπτό και η προσοχή μας είναι στραμμένη στην εργασία μας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και ως προς το γεγονός του θανάτου. Επειδή δεν γνωρίζουμε την ώρα και ο «καιρός συνεσταλμένος εστί», πρέπει να είμαστε εδώ εντάξει με την αποστολή μας και να τελειώνουμε περισσότερο έργο σε λιγότερο χρόνο. Πρέπει να δουλεύουμε με ρυθμό τέτοιο σαν να πρόκειται να πεθάνουμε την επομένη, η δε ποιότητα της εργασίας μας να είναι τέτοια σαν να πρόκειται να διαρκέσει αιώνια.
Και αυτά μπορούν να γίνουν δεκτά ακόμα και από ένα μη πιστό άνθρωπο. Ο πιστός όμως έχει επί πλέον πλεονεκτήματα. Γνωρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, αλλά η θύρα δια της οποίας μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Πιστεύει ότι συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων οι οποίοι «ου μη γεύσονται θανάτου εις τον αιώνα». Ακόμα πιστεύει, ότι αυτό το θνητό και φθαρτό σώμα θα περιβληθεί με αφθαρσία και ο θάνατος με την Ανάσταση του Χριστού «κατεπόθη εις νίκος». Ο πιστός δια του θανάτου μεταφέρεται σ' εκείνη την ζωή που έχει εξαλειφθεί «παν δάκρυον.... Και ο θάνατος ουκ έστι έτι, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος» ( Αποκ. 21,4). Όλα εκεί έχουν γίνει νέα. Δεν υπάρχει νύχτα, γιατί το Φως το αληθινό και η δόξα του Θεού την φωτίζει διαρκώς. Θα έχουν «την χαράν πεπληρωμένην εν αυτοίς» ( Ιωάν. 17,13), διότι η Βασιλεία του Θεού είναι «δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι Αγίω» ( Ρωμ. 14,17).
Και τότε εκείνος που πιστεύει, ότι μετά θάνατο ακολουθούν αυτά τα αγαθά θα φοβάται τον θάνατο ή θα τον ποθεί; Δεν θα προετοιμάζεται με χαρά εδώ για να λάβει μέρος στο Δείπνο της Βασιλείας, στο οποίο θα ακούγεται συνεχώς «ήχος καθαρός εορταζόντων;» Δεν θα καίγεται από την επιθυμία και δεν θα θεωρεί «πολλώ μάλλον κρείσσον» «το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι;» Φιλιπ. 1,23). Αλλά και οι συγγενείς του θανόντος που πιστεύουν, ότι οι δικοί τους μεταβαίνουν από τον θάνατο στην ζωή, παρ' όλο τον αποχωρισμό, δεν θ' αφήσουν να έρθει η θλίψη στην ψυχή .
Μια τέτοια αντιμετώπιση του θανάτου εκ μέρους των πιστών θ' ασκήσει μεγάλη επίδραση στο περιβάλλον τους. Θα οικοδομήσει μια τέτοια προπαρασκευή του πιστού για την αιωνιότητα, που δεν θα είχε καμιά σχέση με την απαισιόδοξη και καταθλιπτική αντιμετώπιση που αναφέραμε παραπάνω.
Το ατύχημα όμως και για μας τους χριστιανούς είναι ότι, κατά κανόνα, είτε δεν αντιμετωπίζουμε καθόλου το πρόβλημα του θανάτου, είτε το αντιμετωπίζουμε με κακό τρόπο.
Είναι πλέον καιρός να μην εθελοτυφλούμε για το δικό μας κυρίως πνευματικό συμφέρον.
Μετά τά Χριστούγεννα
1. Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει ὅλες ἐκεῖνες τὶς συγκλονιστικὲς στιγμὲς τοῦ διωγμοῦ τοῦ νεογέννητου θείου Βρέφους ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Στιγμὲς ποὺ ὁ ἀρχέκακος καὶ ἀνθρωποκτόνος διάβολος κινεῖ ὅλες του τὶς δυνάμεις, ἐγείρει θυμὸν μέγα στὸν δαιμονόπληκτο καὶ αἱμοσταγῆ Ἡρώδη, προκειμένου νὰ θανατώσῃ τὸν τεχθέντα βασιλέα. Σ’ αὐτὲς λοιπὸν τὶς φοβερὲς στιγμὲς τοῦ τρόμου καὶ τῆς ἀγωνίας, ὅπου αἱματοκυλίσθηκαν τὰ περίχωρα τῆς Βηθλεέμ, ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ καλεῖται ἀπὸ τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ νὰ σηκώσῃ ἐπάνω του ὅλη αὐτὴ τὴν ἀπρόσμενη καὶ σκληρὴ δοκιμασία καὶ νὰ γίνῃ ὁ προστάτης τοῦ θείου βρέφους.
–Σήκω, Ἰωσήφ, τοῦ λέγει, παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ φύγε. Φύγε μακριά, στὴν Αἴγυπτο. Φύγε ἀμέσως, διότι ὁ Ἡρώδης ψάχνει νὰ βρῆ τὸ παιδίον γιὰ νὰ τὸ θανατώσῃ.
Μποροῦμε ἆραγε νὰ σκεφθοῦμε τὴν ὥρα αὐτὴ πόσο δοκιμάσθηκε ἡ πίστι τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ σώφρονος καὶ δικαίου; Ἀκούει ἀπὸ τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν σκανδαλίζεται.
Πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες ἄκουσε πάλι ἀπὸ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθῇ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαριάμ, «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Καὶ τώρα ἀκούει πάλι ἀπὸ ἄγγελο ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ σώσῃ πρέπει νὰ σωθῇ, διότι κινδυνεύει ἀπὸ τὴν δολοφονικὴ μάχαιρα τοῦ Ἡρώδη.
Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως οὔτε σκανδαλίζεται οὔτε διαμαρτύρεται οὔτε ζητεῖ ἐξηγήσεις. Δὲν λέει ἀπολύτως τίποτε. Ὑποτάσσεται στὴν προσταγὴ τοῦ ἀγγέλου, σηκώνεται ἀμέσως μέσα στὴν νύκτα, παραλαμβάνει τὴν Θεοτόκο καὶ τὸ παιδίον καὶ ἀναχωρεῖ ἀστραπιαῖα γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ὁδοιπορεῖ τουλάχιστον δέκα ἡμέρες μέχρι νὰ φθάσῃ στὰ αἰγυπτιακὰ σύνορα ἔχοντας ἐπάνω του τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐκτέλεσι τῆς θείας ἐντολῆς καὶ τὸ φορτίο τῆς δοκιμασίας ποὺ καλεῖται νὰ σηκώσῃ ὁ ἴδιος. Καὶ γίνεται φυγὰς καὶ καταζητούμενος καὶ μετανάστης. Καὶ ὑπόδειγμα ὑπακοῆς καὶ ἀποδοχῆς τῆς δοκιμασίας. Διότι ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἄνθρωπος πίστεως καὶ ταπεινώσεως. Ἦταν σώφρων καὶ δίκαιος. Ὅπως λέγει ἕνα σχετικὸ τροπάριο, ὁ Ἰωσὴφ «δίκαιος ὑπάρχων, δικαίαις ὁδοῖς τοῦ δικαίου Δεσπότου πεπόρευται», γιὰ νὰ συνυπουργήσῃ, νὰ διακονήσῃ δηλαδὴ στὸ μέγα μυστήριο ἀπὸ τὸ ὁποῖο λυτρώθηκε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ πορεύεται πρὸς τὴν Αἴγυπτο «χαίρων καθυπείκων τοῖς θείοις προστάγμασιν». Σηκώνει τὴν δοκιμασία του αὐτὴ μὲ χαρὰ καὶ μὲ ὑπακοή.
Καὶ μᾶς διδάσκει ὁ σώφρων Ἰωσὴφ νὰ μὴ ταρασσώμαστε κι ἐμεῖς ὅταν καλούμαστε νὰ βαστάξουμε κάποια δοκιμασία ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ σηκώσουμε. Ἀλλὰ νὰ τὴν ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα, ταπείνωσι, πίστι καὶ χαρά. Διότι κι ἐμεῖς στὸ δρόμο μας εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ συναντήσουμε πειρασμοὺς καὶ ἐπιβουλές. Καὶ πολὺ περισσότερο ὅσοι διακονοῦμε σὲ κάποιο πνευματικὸ ἔργο, θὰ συναντήσουμε περισσότερους κινδύνους καὶ πειρασμούς, ποὺ κάποτε θὰ μᾶς φαίνωνται σκληροὶ καὶ ἀνυπόφοροι. Σ’ αὐτὲς λοιπὸν τὶς ὧρες τῆς δοκιμασίας, ἂς ἐμπνεώμαστε ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ τὸν δίκαιο κι ἂς ζητοῦμε νὰ μεσιτεύῃ καὶ γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ βαστάζουμε μὲ πίστι καὶ ὑπομονὴ τὶς δοκιμασίες μας.
2. Ο ΔΙΩΚΤΗΣ
Πόσο σκληρὸ χαρακτῆρα εἶχε ὁ Ἡρώ-δης! Κατέσφαξε ἀθῶα νήπια χωρὶς ἴχνος ντροπῆς, χωρὶς καμμία ἀναστολή. Ἡ φιλαυτία του, ἡ φιλοδοξία του καὶ ἡ καχυποψία του τὸν ἔκαναν νὰ μὴν ὑπολογίζῃ τίποτε. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχε δολοφονήσει τοὺς δύο γυιούς του, φοβούμενος μήπως τοῦ πάρουν τὸ θρόνο. Καὶ τώρα ποὺ ἄκουσε νὰ μιλοῦν γιὰ βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, θὰ ὑπολόγιζε τὰ νήπια τῆς χώρας του;
Ὁ Ἡρώδης ἤθελε ὁπωσδήποτε νὰ θανατώσῃ τὸν τεχθέντα βασιλέα. Ὅμως αὐτή του ἡ μανία ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἀνόητη. Διότι τὸ πιὸ συνετὸ ποὺ θὰ εἶχε νὰ κάνῃ ἦταν νὰ φοβηθῇ καὶ νὰ συμμαζευθῇ. Καὶ τὸ κυριώτερο, νὰ καταλάβῃ ὅτι προσπαθεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν Θεό. Διότι ἄκουσε ἀπὸ τοὺς Μάγους ὅτι ἀστέρι προμήνυσε τὴν γέννησι τοῦ παιδίου. Τοῦ εἶπαν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς ὅτι οἱ προφῆται προαναγγέλλουν τὴν γέννησι τοῦ Μεσσίου στὴ Βηθλεέμ. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ Ἡρώδης τουλάχιστον νὰ προβληματισθῇ καὶ νὰ καταλάβῃ ὅτι κάτι τὸ ὑπερφυσικὸ συμβαίνει. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε εὐκαιρίες καὶ τὰ κατάλληλα φάρμακα γιὰ νὰ συνετισθῇ. Ἀλλὰ ἡ ψυχή του ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ σκληρὰ πάθη εἶχε πλέον καταστῆ ἀνίατος. Καὶ ἀντὶ νὰ θεραπευθῇ σκληραίνει περισσότερο, μεγαλώνει ἡ μανία του καὶ ἡ ἀφροσύνη του.
Ἀσφαλῶς μετὰ τὴν σφαγὴ τῶν νηπίων πολλοὶ θὰ ἐνόμιζαν πὼς ὁ Ἡρώδης ἐνίκησε, ἐπέτυχε τὸν σκοπό του. Πόσο διαφορετικὴ ὅμως ἦταν ἡ πραγματικότης!
Ὁ τεχθεὶς βασιλεύς, ὁ βασιλεὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἦταν ὁ νικητής. Καὶ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης εἶχε χάσει τὴν μάχη, εἶχε χάσει καὶ τὴν ψυχή του. Καὶ ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβὰ τὴν σκληρότητά του καὶ τὴν μανία του. Εἶχε ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ φρικτοὺς θανάτους ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχῃ ἄνθρωπος. Ψηνόταν ἀπὸ ὑψηλὸ πυρετό, σφάδαζε στοὺς πόνους, ὑπέφερε ἀπὸ δυσεντερία, ἔγινε «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία», καθὼς σάπισαν μέλη τοῦ σώματός του. Καὶ μὲ ἀφόρητη δύσπνοια καὶ τρόμο καὶ σπασμὸ τῶν μελῶν του ξεψύχησε ὁ διώκτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἐνόμισε ὅτι μπορεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν Θεό. Τὴν ἴδια κατάληξι ἔχουν συνήθως ὅλοι οἱ διῶκται τοῦ τεχθέντος βασιλέως. Πάντοτε ἀκούεται καὶ γιὰ ὅλους αὐτοὺς τὸ οὐράνιο μήνυμα: «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου». Μὴν ταρασσώμαστε λοιπόν. Οἱ διῶκται φεύγουν. Ὁ Χριστὸς μένει. Διότι εἶναι ὁ θεάνθρωπος νικητὴς τοῦ κόσμου καὶ ὁ ρυθμιστὴς τῆς ἱστορίας.
Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει ὅλες ἐκεῖνες τὶς συγκλονιστικὲς στιγμὲς τοῦ διωγμοῦ τοῦ νεογέννητου θείου Βρέφους ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Στιγμὲς ποὺ ὁ ἀρχέκακος καὶ ἀνθρωποκτόνος διάβολος κινεῖ ὅλες του τὶς δυνάμεις, ἐγείρει θυμὸν μέγα στὸν δαιμονόπληκτο καὶ αἱμοσταγῆ Ἡρώδη, προκειμένου νὰ θανατώσῃ τὸν τεχθέντα βασιλέα. Σ’ αὐτὲς λοιπὸν τὶς φοβερὲς στιγμὲς τοῦ τρόμου καὶ τῆς ἀγωνίας, ὅπου αἱματοκυλίσθηκαν τὰ περίχωρα τῆς Βηθλεέμ, ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ καλεῖται ἀπὸ τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ νὰ σηκώσῃ ἐπάνω του ὅλη αὐτὴ τὴν ἀπρόσμενη καὶ σκληρὴ δοκιμασία καὶ νὰ γίνῃ ὁ προστάτης τοῦ θείου βρέφους.
–Σήκω, Ἰωσήφ, τοῦ λέγει, παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ φύγε. Φύγε μακριά, στὴν Αἴγυπτο. Φύγε ἀμέσως, διότι ὁ Ἡρώδης ψάχνει νὰ βρῆ τὸ παιδίον γιὰ νὰ τὸ θανατώσῃ.
Μποροῦμε ἆραγε νὰ σκεφθοῦμε τὴν ὥρα αὐτὴ πόσο δοκιμάσθηκε ἡ πίστι τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ σώφρονος καὶ δικαίου; Ἀκούει ἀπὸ τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν σκανδαλίζεται.
Πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες ἄκουσε πάλι ἀπὸ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθῇ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαριάμ, «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Καὶ τώρα ἀκούει πάλι ἀπὸ ἄγγελο ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ σώσῃ πρέπει νὰ σωθῇ, διότι κινδυνεύει ἀπὸ τὴν δολοφονικὴ μάχαιρα τοῦ Ἡρώδη.
Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως οὔτε σκανδαλίζεται οὔτε διαμαρτύρεται οὔτε ζητεῖ ἐξηγήσεις. Δὲν λέει ἀπολύτως τίποτε. Ὑποτάσσεται στὴν προσταγὴ τοῦ ἀγγέλου, σηκώνεται ἀμέσως μέσα στὴν νύκτα, παραλαμβάνει τὴν Θεοτόκο καὶ τὸ παιδίον καὶ ἀναχωρεῖ ἀστραπιαῖα γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ὁδοιπορεῖ τουλάχιστον δέκα ἡμέρες μέχρι νὰ φθάσῃ στὰ αἰγυπτιακὰ σύνορα ἔχοντας ἐπάνω του τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐκτέλεσι τῆς θείας ἐντολῆς καὶ τὸ φορτίο τῆς δοκιμασίας ποὺ καλεῖται νὰ σηκώσῃ ὁ ἴδιος. Καὶ γίνεται φυγὰς καὶ καταζητούμενος καὶ μετανάστης. Καὶ ὑπόδειγμα ὑπακοῆς καὶ ἀποδοχῆς τῆς δοκιμασίας. Διότι ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἄνθρωπος πίστεως καὶ ταπεινώσεως. Ἦταν σώφρων καὶ δίκαιος. Ὅπως λέγει ἕνα σχετικὸ τροπάριο, ὁ Ἰωσὴφ «δίκαιος ὑπάρχων, δικαίαις ὁδοῖς τοῦ δικαίου Δεσπότου πεπόρευται», γιὰ νὰ συνυπουργήσῃ, νὰ διακονήσῃ δηλαδὴ στὸ μέγα μυστήριο ἀπὸ τὸ ὁποῖο λυτρώθηκε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ πορεύεται πρὸς τὴν Αἴγυπτο «χαίρων καθυπείκων τοῖς θείοις προστάγμασιν». Σηκώνει τὴν δοκιμασία του αὐτὴ μὲ χαρὰ καὶ μὲ ὑπακοή.
Καὶ μᾶς διδάσκει ὁ σώφρων Ἰωσὴφ νὰ μὴ ταρασσώμαστε κι ἐμεῖς ὅταν καλούμαστε νὰ βαστάξουμε κάποια δοκιμασία ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ σηκώσουμε. Ἀλλὰ νὰ τὴν ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα, ταπείνωσι, πίστι καὶ χαρά. Διότι κι ἐμεῖς στὸ δρόμο μας εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ συναντήσουμε πειρασμοὺς καὶ ἐπιβουλές. Καὶ πολὺ περισσότερο ὅσοι διακονοῦμε σὲ κάποιο πνευματικὸ ἔργο, θὰ συναντήσουμε περισσότερους κινδύνους καὶ πειρασμούς, ποὺ κάποτε θὰ μᾶς φαίνωνται σκληροὶ καὶ ἀνυπόφοροι. Σ’ αὐτὲς λοιπὸν τὶς ὧρες τῆς δοκιμασίας, ἂς ἐμπνεώμαστε ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ τὸν δίκαιο κι ἂς ζητοῦμε νὰ μεσιτεύῃ καὶ γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ βαστάζουμε μὲ πίστι καὶ ὑπομονὴ τὶς δοκιμασίες μας.
2. Ο ΔΙΩΚΤΗΣ
Πόσο σκληρὸ χαρακτῆρα εἶχε ὁ Ἡρώ-δης! Κατέσφαξε ἀθῶα νήπια χωρὶς ἴχνος ντροπῆς, χωρὶς καμμία ἀναστολή. Ἡ φιλαυτία του, ἡ φιλοδοξία του καὶ ἡ καχυποψία του τὸν ἔκαναν νὰ μὴν ὑπολογίζῃ τίποτε. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχε δολοφονήσει τοὺς δύο γυιούς του, φοβούμενος μήπως τοῦ πάρουν τὸ θρόνο. Καὶ τώρα ποὺ ἄκουσε νὰ μιλοῦν γιὰ βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, θὰ ὑπολόγιζε τὰ νήπια τῆς χώρας του;
Ὁ Ἡρώδης ἤθελε ὁπωσδήποτε νὰ θανατώσῃ τὸν τεχθέντα βασιλέα. Ὅμως αὐτή του ἡ μανία ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἀνόητη. Διότι τὸ πιὸ συνετὸ ποὺ θὰ εἶχε νὰ κάνῃ ἦταν νὰ φοβηθῇ καὶ νὰ συμμαζευθῇ. Καὶ τὸ κυριώτερο, νὰ καταλάβῃ ὅτι προσπαθεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν Θεό. Διότι ἄκουσε ἀπὸ τοὺς Μάγους ὅτι ἀστέρι προμήνυσε τὴν γέννησι τοῦ παιδίου. Τοῦ εἶπαν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς ὅτι οἱ προφῆται προαναγγέλλουν τὴν γέννησι τοῦ Μεσσίου στὴ Βηθλεέμ. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ Ἡρώδης τουλάχιστον νὰ προβληματισθῇ καὶ νὰ καταλάβῃ ὅτι κάτι τὸ ὑπερφυσικὸ συμβαίνει. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε εὐκαιρίες καὶ τὰ κατάλληλα φάρμακα γιὰ νὰ συνετισθῇ. Ἀλλὰ ἡ ψυχή του ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ σκληρὰ πάθη εἶχε πλέον καταστῆ ἀνίατος. Καὶ ἀντὶ νὰ θεραπευθῇ σκληραίνει περισσότερο, μεγαλώνει ἡ μανία του καὶ ἡ ἀφροσύνη του.
Ἀσφαλῶς μετὰ τὴν σφαγὴ τῶν νηπίων πολλοὶ θὰ ἐνόμιζαν πὼς ὁ Ἡρώδης ἐνίκησε, ἐπέτυχε τὸν σκοπό του. Πόσο διαφορετικὴ ὅμως ἦταν ἡ πραγματικότης!
Ὁ τεχθεὶς βασιλεύς, ὁ βασιλεὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἦταν ὁ νικητής. Καὶ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης εἶχε χάσει τὴν μάχη, εἶχε χάσει καὶ τὴν ψυχή του. Καὶ ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβὰ τὴν σκληρότητά του καὶ τὴν μανία του. Εἶχε ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ φρικτοὺς θανάτους ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχῃ ἄνθρωπος. Ψηνόταν ἀπὸ ὑψηλὸ πυρετό, σφάδαζε στοὺς πόνους, ὑπέφερε ἀπὸ δυσεντερία, ἔγινε «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία», καθὼς σάπισαν μέλη τοῦ σώματός του. Καὶ μὲ ἀφόρητη δύσπνοια καὶ τρόμο καὶ σπασμὸ τῶν μελῶν του ξεψύχησε ὁ διώκτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἐνόμισε ὅτι μπορεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν Θεό. Τὴν ἴδια κατάληξι ἔχουν συνήθως ὅλοι οἱ διῶκται τοῦ τεχθέντος βασιλέως. Πάντοτε ἀκούεται καὶ γιὰ ὅλους αὐτοὺς τὸ οὐράνιο μήνυμα: «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου». Μὴν ταρασσώμαστε λοιπόν. Οἱ διῶκται φεύγουν. Ὁ Χριστὸς μένει. Διότι εἶναι ὁ θεάνθρωπος νικητὴς τοῦ κόσμου καὶ ὁ ρυθμιστὴς τῆς ἱστορίας.
Προσωπική ἀποκάλυψη
«Εὐδόκησεν ὁ Θεός… ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ»
Μᾶς ἀξίωσε καὶ φέτος ὁ Κύριος νὰ γιορτάσουμε τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Του. Ψάλαμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν», μᾶς ἐπισκέφθηκε ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κλίμα, σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, τιμοῦμε τρεῖς μεγάλους Ἁγίους, κατὰ σάρκα συγγενεῖς τοῦ Κυρίου: τὸν προφητάνακτα Δαβίδ, πρόγονο τοῦ Κυρίου, τὸν μνήστορα Ἰωσήφ, κατὰ νόμον προστάτη τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, γιὸ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ προηγούμενο γάμο του, πρὶν μνηστευθεῖ τὴν Θεοτόκο. Τὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα μάλιστα ἐπελέγη πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, διότι περιέχει τὸ ὄνομά του. Σ᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει γιὰ τὴ μεταστροφή του στὴν ἀληθινὴ πίστη. «Εὐδόκησε ὁ Θεὸς ν᾿ ἀποκαλύψει καὶ σ᾿ ἐμένα τὸν Υἱό Του», γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος.
Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ χωρίο, ἂς δοῦμε πῶς ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν Υἱό Του στὴν προσωπικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ τί συνέπειες ἔχει αὐτὸ γιὰ τὸν καθένα μας.
1. Εἶναι μυστήριο
Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν Υἱό Του στὸν ἄνθρωπο, Τὸν καθιστᾶ ὁρατὸ ὄχι στὰ σωματικά του μάτια, ἀλλὰ στὰ πνευματικά. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἶναι Θεός, καὶ εἶναι ὁ προσωπικός του Σωτήρας, τὸν Ὁποῖο καλεῖται νὰ ἀγαπήσει ὁλοκληρωτικά, νὰ παραδώσει σ᾿ Αὐτὸν τὴ ζωή του.
Πῶς ἀκριβῶς γίνεται αὐτό; Πρόκειται γιὰ μυστήριο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε παρὰ ἐλάχιστα. Μπορεῖ ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ νὰ γίνει κάποτε μέσα ἀπὸ μιὰ μεγάλη δοκιμασία: ἕνα παραλίγο θανατηφόρο ἀτύχημα, μία ὀδυνηρὴ ἀσθένεια, μία μεγάλη ἀδικία ἢ ἀποτυχία – ἐμπειρίες ποὺ συγκλονίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγοῦν σὲ βαθὺ προβληματισμό. Τότε ἔρχεται ἡ θεία Χάρις, τότε τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς καὶ τὸν καλεῖ νὰ ζήσει συνειδητὴ χριστιανικὴ ζωή.
Ἄλλοτε ἡ ἀποκάλυψη γίνεται στὴν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀπρόσμενα, μέσα ἀπὸ ἕνα ἀδιαμφισβήτητο θαῦμα. Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀπὸ περιέργεια πῆγε νὰ προσκυνήσει τὸ Τίμιο Ξύλο, ἀλλὰ μία ἀόρατη δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ εἰσέλθει στὸν Ναό. Αὐτὸ στάθηκε ἀφορμὴ νὰ ἀλλάξει τελείως ζωή, ἀπὸ τὴν ἄκρα ἀσωτία νὰ περάσει στὴν ἄκρα ἄσκηση.
Ἄλλοτε ἡ ἀποκάλυψη γίνεται μέσα ἀπὸ τὴ συνάντηση μὲ ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, μέσα ἀπὸ ἕνα προσκύνημα ἢ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἴσως καὶ ἑνὸς μόνο χωρίου, ἀπὸ τὴν ἀκρόαση ἑνὸς κηρύγματος, ἀπὸ μιὰ κατανυκτικὴ θεία Λειτουργία… Εἶναι ἀμέτρητοι οἱ δρόμοι μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔρχεται ὁ Θεὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ χαρίζει τὸ πιὸ μεγάλο δῶρο: τὸ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, ὅτι ὄντως ὑπάρχει Θεός, καὶ νὰ αἰσθανθεῖ τὸ μεγαλεῖο Του, νὰ ζήσει στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς ἀγάπης Του.
2. Εὐγνωμοσύνη, ἀνταπόκριση στὴ δωρεὰ
Ἀπὸ τὰ παραπάνω, ἴσως ὅλοι μας θυμηθήκαμε ἐκείνη τὴν εὐλογημένη ὥρα κατὰ τὴν ὁποία καὶ ἐμεῖς νιώσαμε τὸ ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ. Πόσο εὐγνώμονες πρέπει νὰ εἴμαστε ἀπέναντί Του γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀνεκτίμητη εὐεργεσία! Δισεκατομμύρια ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἀξιωθεῖ αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, «κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος», γιὰ λόγους ποὺ γνωρίζει μόνο Ἐκεῖνος. Λοιπόν, κάθε μέρα τῆς ζωῆς μας νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ ὅτι μᾶς ἀπεκάλυψε τὸν Ἑαυτό του καὶ τὸ θέλημά Του.
Ὅμως ἡ μεγάλη αὐτὴ εὐλογία δημιουργεῖ καὶ εὐθύνες. Εἶναι ἕνα τάλαντο, ποὺ ὀφείλουμε νὰ πολλαπλασιάσουμε· νὰ καλλιεργήσουμε ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Κι αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου Του, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὴν ποικίλη ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀδυνατίζει τὸν σύνδεσμό μας μαζί Του, μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, μὲ τὴ συνειδητὴ συμμετοχή μας στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τὴ θεία Κοινωνία. Ἔτσι θὰ Τὸν γνωρίζουμε περισσότερο, ἔτσι θὰ Τὸν ζοῦμε πιὸ ἔντονα στὴν καρδιά μας καὶ θὰ γινόμαστε περισσότερο δικοί Του.
Ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια τοῦ ἀγώνα, τὸ ἀναμενόμενο εἶναι νὰ αὐξάνει «ἡ ἐπίγνωσις τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς Ἐκεῖνον. Ἐὰν κάτι τέτοιο δὲν γίνεται, θὰ πρέπει νὰ προβληματισθοῦμε μήπως ἡ χριστιανική μας ζωὴ ἔχει καταντήσει τυπικὴ θρησκευτικότητα.
***
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ἀρχικά, ἐνῶ ἀναγνώριζε τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, δὲν εἶχε πιστέψει ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ Μεσσίας. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος σ᾿ ἐκεῖνον, πίστεψε ἀνεπιφύλακτα καὶ ἀνταποκρίθηκε πλήρως στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ζώντας μὲ ἀκρίβεια τὴ χριστιανικὴ ζωή. Εἶχε πολὺ μεγάλο κύρος στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν ἄπιστων Ἰουδαίων. Ἐξελέγη δὲ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης στὴν ὁποία ὑπῆρχε θαυμαστὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν μελῶν της καὶ ἁγιότητα. Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες του νὰ ζοῦμε ἔτσι, ὥστε νὰ φανερώνεται πάντοτε ὁ Κύριος μέσα στὶς καρδιές μας.
Μᾶς ἀξίωσε καὶ φέτος ὁ Κύριος νὰ γιορτάσουμε τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Του. Ψάλαμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν», μᾶς ἐπισκέφθηκε ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κλίμα, σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, τιμοῦμε τρεῖς μεγάλους Ἁγίους, κατὰ σάρκα συγγενεῖς τοῦ Κυρίου: τὸν προφητάνακτα Δαβίδ, πρόγονο τοῦ Κυρίου, τὸν μνήστορα Ἰωσήφ, κατὰ νόμον προστάτη τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, γιὸ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ προηγούμενο γάμο του, πρὶν μνηστευθεῖ τὴν Θεοτόκο. Τὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα μάλιστα ἐπελέγη πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, διότι περιέχει τὸ ὄνομά του. Σ᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει γιὰ τὴ μεταστροφή του στὴν ἀληθινὴ πίστη. «Εὐδόκησε ὁ Θεὸς ν᾿ ἀποκαλύψει καὶ σ᾿ ἐμένα τὸν Υἱό Του», γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος.
Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ χωρίο, ἂς δοῦμε πῶς ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν Υἱό Του στὴν προσωπικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ τί συνέπειες ἔχει αὐτὸ γιὰ τὸν καθένα μας.
1. Εἶναι μυστήριο
Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν Υἱό Του στὸν ἄνθρωπο, Τὸν καθιστᾶ ὁρατὸ ὄχι στὰ σωματικά του μάτια, ἀλλὰ στὰ πνευματικά. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἶναι Θεός, καὶ εἶναι ὁ προσωπικός του Σωτήρας, τὸν Ὁποῖο καλεῖται νὰ ἀγαπήσει ὁλοκληρωτικά, νὰ παραδώσει σ᾿ Αὐτὸν τὴ ζωή του.
Πῶς ἀκριβῶς γίνεται αὐτό; Πρόκειται γιὰ μυστήριο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε παρὰ ἐλάχιστα. Μπορεῖ ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ νὰ γίνει κάποτε μέσα ἀπὸ μιὰ μεγάλη δοκιμασία: ἕνα παραλίγο θανατηφόρο ἀτύχημα, μία ὀδυνηρὴ ἀσθένεια, μία μεγάλη ἀδικία ἢ ἀποτυχία – ἐμπειρίες ποὺ συγκλονίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγοῦν σὲ βαθὺ προβληματισμό. Τότε ἔρχεται ἡ θεία Χάρις, τότε τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς καὶ τὸν καλεῖ νὰ ζήσει συνειδητὴ χριστιανικὴ ζωή.
Ἄλλοτε ἡ ἀποκάλυψη γίνεται στὴν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀπρόσμενα, μέσα ἀπὸ ἕνα ἀδιαμφισβήτητο θαῦμα. Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀπὸ περιέργεια πῆγε νὰ προσκυνήσει τὸ Τίμιο Ξύλο, ἀλλὰ μία ἀόρατη δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ εἰσέλθει στὸν Ναό. Αὐτὸ στάθηκε ἀφορμὴ νὰ ἀλλάξει τελείως ζωή, ἀπὸ τὴν ἄκρα ἀσωτία νὰ περάσει στὴν ἄκρα ἄσκηση.
Ἄλλοτε ἡ ἀποκάλυψη γίνεται μέσα ἀπὸ τὴ συνάντηση μὲ ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, μέσα ἀπὸ ἕνα προσκύνημα ἢ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἴσως καὶ ἑνὸς μόνο χωρίου, ἀπὸ τὴν ἀκρόαση ἑνὸς κηρύγματος, ἀπὸ μιὰ κατανυκτικὴ θεία Λειτουργία… Εἶναι ἀμέτρητοι οἱ δρόμοι μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔρχεται ὁ Θεὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ χαρίζει τὸ πιὸ μεγάλο δῶρο: τὸ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, ὅτι ὄντως ὑπάρχει Θεός, καὶ νὰ αἰσθανθεῖ τὸ μεγαλεῖο Του, νὰ ζήσει στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς ἀγάπης Του.
2. Εὐγνωμοσύνη, ἀνταπόκριση στὴ δωρεὰ
Ἀπὸ τὰ παραπάνω, ἴσως ὅλοι μας θυμηθήκαμε ἐκείνη τὴν εὐλογημένη ὥρα κατὰ τὴν ὁποία καὶ ἐμεῖς νιώσαμε τὸ ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ. Πόσο εὐγνώμονες πρέπει νὰ εἴμαστε ἀπέναντί Του γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀνεκτίμητη εὐεργεσία! Δισεκατομμύρια ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἀξιωθεῖ αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, «κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος», γιὰ λόγους ποὺ γνωρίζει μόνο Ἐκεῖνος. Λοιπόν, κάθε μέρα τῆς ζωῆς μας νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ ὅτι μᾶς ἀπεκάλυψε τὸν Ἑαυτό του καὶ τὸ θέλημά Του.
Ὅμως ἡ μεγάλη αὐτὴ εὐλογία δημιουργεῖ καὶ εὐθύνες. Εἶναι ἕνα τάλαντο, ποὺ ὀφείλουμε νὰ πολλαπλασιάσουμε· νὰ καλλιεργήσουμε ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Κι αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου Του, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὴν ποικίλη ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀδυνατίζει τὸν σύνδεσμό μας μαζί Του, μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, μὲ τὴ συνειδητὴ συμμετοχή μας στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τὴ θεία Κοινωνία. Ἔτσι θὰ Τὸν γνωρίζουμε περισσότερο, ἔτσι θὰ Τὸν ζοῦμε πιὸ ἔντονα στὴν καρδιά μας καὶ θὰ γινόμαστε περισσότερο δικοί Του.
Ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια τοῦ ἀγώνα, τὸ ἀναμενόμενο εἶναι νὰ αὐξάνει «ἡ ἐπίγνωσις τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς Ἐκεῖνον. Ἐὰν κάτι τέτοιο δὲν γίνεται, θὰ πρέπει νὰ προβληματισθοῦμε μήπως ἡ χριστιανική μας ζωὴ ἔχει καταντήσει τυπικὴ θρησκευτικότητα.
***
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ἀρχικά, ἐνῶ ἀναγνώριζε τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, δὲν εἶχε πιστέψει ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ Μεσσίας. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος σ᾿ ἐκεῖνον, πίστεψε ἀνεπιφύλακτα καὶ ἀνταποκρίθηκε πλήρως στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ζώντας μὲ ἀκρίβεια τὴ χριστιανικὴ ζωή. Εἶχε πολὺ μεγάλο κύρος στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν ἄπιστων Ἰουδαίων. Ἐξελέγη δὲ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης στὴν ὁποία ὑπῆρχε θαυμαστὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν μελῶν της καὶ ἁγιότητα. Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες του νὰ ζοῦμε ἔτσι, ὥστε νὰ φανερώνεται πάντοτε ὁ Κύριος μέσα στὶς καρδιές μας.
Άγιος Ανύσιος Επίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ο άγιος Ανύσιος υπήρξε μαθητής, συνεργάτης και διάδοχος του επισκόπου Θεσσαλονίκης Αγίου Αχολίου ή Ασχολίου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 383/4 μ.Χ.
Με επιστολή του προς τον Ανύσιο, στις 11 Δεκεμβρίου 384 μ.Χ., ο πάπας Δάμασος τον εγκαθιστούσε βικάριο του στο Ιλλυρικό. Ο τίτλος του παπικού βικαρίου του αποδίδεται και από τον πάπα Σιρίκιο (384 - 398 μ.Χ.), σε επιστολή του - την παλαιότερη της «Συλλογής Θεσσαλονίκης», στην οποία υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να τελούνται επισκοπικές χειροτονίες στην επαρχία του Ιλλυρικοῦ χωρίς τη συγκατάθεση του Ανυσίου. Το θεσμό του Βικαριάτου επικυρώνουν με επιστολές τους προς τον Ανύσιο και οι πάπες Αναστάσιος (398 - 401 μ.Χ.) και Ιννοκέντιος Α' (402 - 417 μ.Χ.). Ο δεύτερος, με επιστολή του το έτος 402 μ.Χ. παρέχει στον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ανύσιο το δικαίωμα να ελέγχει όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του Ιλλυρικού και όχι μόνο τις επισκοπικές χειροτονίες. Η σύνοδος της Καπούης ανέθεσε το Δεκέμβριο του 391 μ.Χ. σε σύνοδο επισκόπων του Ιλλυρικού υπό την προεδρία του Ανυσίου και την εξέταση της αιρέσεως του επισκόπου Σαρδικής Βονόσου, ο οποίος αρνούνταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Ο Ανύσιος διατηρούσε επίσης αλληλογραφία και με τον Άγιο Αμβρόσιο , επίσκοπο Μεδιολάνων, απ' όπου αντλούμε και αρκετές πληροφορίες για τον διδάσκαλο του Ανυσίου, επίσκοπο Αχόλιο.
Ο Ανύσιος υπερασπίσθηκε σθεναρά την αθωότητα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπως μαρτυρείται και σε αρκετούς Βίους του (Παλλάδιος, Γεώργιος Αλεξανδρείας, Βίος σύντομος). Μετά την καθαίρεση του Χρυσοστόμου, ο Ανύσιος απέστειλε επιστολή στον πάπα Ιννοκέντιο Α', την οποία προσκόμισε στη Ρώμη ο επίσκοπος Απαμείας Ευλύσιος: «Εὐλύσιος δὲ ᾿Απαμείας τῆς Βιθυνίας ἐπίσκοπος παραγέγονε καὶ αὐτὸς ἐν ῾Ρώμῃ ἐπιδιδοὺς γράμματα δεκαπέντε ἐπισκόπων τῆς συνόδου ᾿Ιωάννου καὶ τοῦ καλογήρου ᾿Ανυσίου τοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου γραφέντα πρὸς τὸν αὐτὸν πάπαν» (Γεωργίου Αλεξανδρείας, Βίος Χρυσοστόμου 65). Στο ίδιο ζήτημα αναφερόταν επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου, την οποία ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να λάβει ο Ανύσιος, διότι οι κομιστές της επίσκοποι εμποδίσθηκαν σκόπιμα από κάποιο χιλίαρχο να καταπλεύσουν στη Θεσσαλονίκη για να την παραδώσουν στον Ανύσιο («ὃς ἐξαυτῆς συζεύξας αὐτοῖς ἑκατοντάρχην ἕνα οὐ συνεχώρησεν αὐτοὺς παραβαλεῖν τῇ Θεσσαλονίκῃ· ἐκεῖ γὰρ ἦν αὐτῶν ὁ σκοπός, πρῶτον ἀποδοῦναι τὰ γράμματα ᾿Ανυσίῳ τῷ ἐπισκόπῳ»).
Εξαιρετικά σημαντικές είναι δύο επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πρώτη απευθυνόμενη προσωπικά στον επίσκοπο Ανύσιο, ενώ η δεύτερη στον Ανύσιο και σε δέκα ακόμη επισκόπους της Μακεδονίας. Στην πρώτη επιστολή, που χρονολογείται περί το 406 μ.Χ. και γράφηκε στην εξορία, ο ιερός πατήρ ευχαριστεί τον Ανύσιο για το σημαντικό ρόλο που διεδραμάτισε υπέρ της δικαιώσεώς του («χάριτας πολλὰς ὁμολογοῦντές σου τῇ εὐλαβείᾳ ὑπὲρ τῆς ἐνστάσεως, καὶ τῆς ἀνδρείας τῆς ὑπὲρ τῶν ᾿Εκκλησιῶν») και τον προτρέπει να συνεχίσει άοκνα τις προσπάθειές του για την αποκατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων: «μὴ ἀποκάμῃς τὰ συντελοῦντα τῇ κοινῇ διορθώσει τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποιῶν καὶ πραγματευόμενος». Στη δεύτερη επιστολή, που γράφηκε το ίδιο έτος, ο Χρυσόστομος ευχαριστεί από την εξορία τον Ανύσιο και όλους τους ορθοδόξους επισκόπους της Μακεδονίας για τις αδιάκοπες ενέργειές τους για τη δικαίωσή του και την αμέριστη συμπαράστασή τους.
Η αρχιερατεία του Ανυσίου έληξε με το θάνατό του περί τα τέλη του έτους 406 μ.Χ. ή τις αρχές του 407 μ.Χ.
Η μνήμη του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ανυσίου αναγράφεται στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο στις 30 Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία τιμάται και η μνήμη της μάρτυρος Ανυσίας.
Με επιστολή του προς τον Ανύσιο, στις 11 Δεκεμβρίου 384 μ.Χ., ο πάπας Δάμασος τον εγκαθιστούσε βικάριο του στο Ιλλυρικό. Ο τίτλος του παπικού βικαρίου του αποδίδεται και από τον πάπα Σιρίκιο (384 - 398 μ.Χ.), σε επιστολή του - την παλαιότερη της «Συλλογής Θεσσαλονίκης», στην οποία υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να τελούνται επισκοπικές χειροτονίες στην επαρχία του Ιλλυρικοῦ χωρίς τη συγκατάθεση του Ανυσίου. Το θεσμό του Βικαριάτου επικυρώνουν με επιστολές τους προς τον Ανύσιο και οι πάπες Αναστάσιος (398 - 401 μ.Χ.) και Ιννοκέντιος Α' (402 - 417 μ.Χ.). Ο δεύτερος, με επιστολή του το έτος 402 μ.Χ. παρέχει στον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ανύσιο το δικαίωμα να ελέγχει όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του Ιλλυρικού και όχι μόνο τις επισκοπικές χειροτονίες. Η σύνοδος της Καπούης ανέθεσε το Δεκέμβριο του 391 μ.Χ. σε σύνοδο επισκόπων του Ιλλυρικού υπό την προεδρία του Ανυσίου και την εξέταση της αιρέσεως του επισκόπου Σαρδικής Βονόσου, ο οποίος αρνούνταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Ο Ανύσιος διατηρούσε επίσης αλληλογραφία και με τον Άγιο Αμβρόσιο , επίσκοπο Μεδιολάνων, απ' όπου αντλούμε και αρκετές πληροφορίες για τον διδάσκαλο του Ανυσίου, επίσκοπο Αχόλιο.
Ο Ανύσιος υπερασπίσθηκε σθεναρά την αθωότητα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπως μαρτυρείται και σε αρκετούς Βίους του (Παλλάδιος, Γεώργιος Αλεξανδρείας, Βίος σύντομος). Μετά την καθαίρεση του Χρυσοστόμου, ο Ανύσιος απέστειλε επιστολή στον πάπα Ιννοκέντιο Α', την οποία προσκόμισε στη Ρώμη ο επίσκοπος Απαμείας Ευλύσιος: «Εὐλύσιος δὲ ᾿Απαμείας τῆς Βιθυνίας ἐπίσκοπος παραγέγονε καὶ αὐτὸς ἐν ῾Ρώμῃ ἐπιδιδοὺς γράμματα δεκαπέντε ἐπισκόπων τῆς συνόδου ᾿Ιωάννου καὶ τοῦ καλογήρου ᾿Ανυσίου τοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου γραφέντα πρὸς τὸν αὐτὸν πάπαν» (Γεωργίου Αλεξανδρείας, Βίος Χρυσοστόμου 65). Στο ίδιο ζήτημα αναφερόταν επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου, την οποία ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να λάβει ο Ανύσιος, διότι οι κομιστές της επίσκοποι εμποδίσθηκαν σκόπιμα από κάποιο χιλίαρχο να καταπλεύσουν στη Θεσσαλονίκη για να την παραδώσουν στον Ανύσιο («ὃς ἐξαυτῆς συζεύξας αὐτοῖς ἑκατοντάρχην ἕνα οὐ συνεχώρησεν αὐτοὺς παραβαλεῖν τῇ Θεσσαλονίκῃ· ἐκεῖ γὰρ ἦν αὐτῶν ὁ σκοπός, πρῶτον ἀποδοῦναι τὰ γράμματα ᾿Ανυσίῳ τῷ ἐπισκόπῳ»).
Εξαιρετικά σημαντικές είναι δύο επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πρώτη απευθυνόμενη προσωπικά στον επίσκοπο Ανύσιο, ενώ η δεύτερη στον Ανύσιο και σε δέκα ακόμη επισκόπους της Μακεδονίας. Στην πρώτη επιστολή, που χρονολογείται περί το 406 μ.Χ. και γράφηκε στην εξορία, ο ιερός πατήρ ευχαριστεί τον Ανύσιο για το σημαντικό ρόλο που διεδραμάτισε υπέρ της δικαιώσεώς του («χάριτας πολλὰς ὁμολογοῦντές σου τῇ εὐλαβείᾳ ὑπὲρ τῆς ἐνστάσεως, καὶ τῆς ἀνδρείας τῆς ὑπὲρ τῶν ᾿Εκκλησιῶν») και τον προτρέπει να συνεχίσει άοκνα τις προσπάθειές του για την αποκατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων: «μὴ ἀποκάμῃς τὰ συντελοῦντα τῇ κοινῇ διορθώσει τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποιῶν καὶ πραγματευόμενος». Στη δεύτερη επιστολή, που γράφηκε το ίδιο έτος, ο Χρυσόστομος ευχαριστεί από την εξορία τον Ανύσιο και όλους τους ορθοδόξους επισκόπους της Μακεδονίας για τις αδιάκοπες ενέργειές τους για τη δικαίωσή του και την αμέριστη συμπαράστασή τους.
Η αρχιερατεία του Ανυσίου έληξε με το θάνατό του περί τα τέλη του έτους 406 μ.Χ. ή τις αρχές του 407 μ.Χ.
Η μνήμη του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ανυσίου αναγράφεται στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο στις 30 Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία τιμάται και η μνήμη της μάρτυρος Ανυσίας.
Οσία Θεοδώρα «η από Καισαρείδος»
Η Οσία Θεοδώρα έζησε στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.). Ήταν από γένος λαμπρό και επίσημο, τον πατέρα της έλεγαν Θεόφιλο και ήταν πατρίκιος, τη δε μητέρα της Θεοδώρα. Η Θεοδώρα ήταν στείρα και κατόπιν μεγάλης προσευχής προς τον Θεό, απέκτησε την Οσία. Όταν η κόρη Θεοδώρα έφτασε σε κατάλληλη ηλικία, αφιερώθηκε στη Μονή της Αγίας Άννας, την ονομαζόμενη Ριγιδίου. Εκεί διέμενε ασκούμενη στην αρετή, μέχρι τη στιγμή, που ο βασιλιάς Λέων την άρπαξε από τη Μονή για να τη δώσει γυναίκα στον γιο του Χριστόφορο. Την ημέρα όμως του γάμου, ο Χριστόφορος εξεστράτευσε μαζί με τον πατέρα του κατά των Σκυθών και στη συμπλοκή σκοτώθηκε. Έτσι η Θεοδώρα, αφού πήρε όσα πολύτιμα πράγματα είχε, επέστρεψε στη Μονή της, όπου εκάρη μοναχή. Εκεί έζησε με μεγάλη εγκράτεια και σκληραγωγία και απεβίωσε με οσιακό τρόπο.
Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας
Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας) και κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα ενώ είχε άλλους τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές.
Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.
Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.
Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.
Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.
Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.
Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐναθλήσας νομίμως τὸν ἐχθρὸν καταβέβληκας, καὶ Ὁσιομάρτυς ἐδείχθης, του Σωτῆρος περίδοξος· χειρῶν γὰρ καὶ ποδῶν τὴν ἐκτομήν, ὑπέστης Γεδεὼν καρτερικῶς, διὰ τοῦτο θείαν χάριν νέμεις ἀεί, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
(Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου)
῾Ρείθροις ἔπνιξας τῶν σῶν αἱμάτων, καὶ κατῄσχυνας, τοῦ ἐπαράτου, τὴν ἀσέβειαν Βελῆ καὶ τὸ φρύαγμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλῶν γενναιότατα, ὁσιομάρτυς Γεδεὼν παναοίδιμε, πρέσβυν ἀκοίμητον, Χριστῷ σε προσάγομεν, ῥυσθῆναι ἐκ κινδύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Ὁσίοις ἐκλάμψας ἐν ὄρει Ἄθωνος, μαρτυρίου ὑπῆλθες τὸ θεῖον στάδιον, καὶ ἐδέξω πρὸς Χριστοῦ ζωῆς τὸν στέφανον, Ὁσιομάρτυς Γεδεών, καὶ συνήφθης τοῖς χοροῖς, κλεινῶν Ὁσιομαρτύρων, μεθ᾿ ὧν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἀποφυγὼν τοῦ δυσμενοῦς, τὰς πάγας καὶ τοὺς βρόχους, ἐν μετανοίᾳ ἀληθεῖ, καὶ συντριβῇ καρδίας, προσέπεσας τῷ Λυτρωτῇ καὶ Σωτῆρι Χριστῷ, ὡς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος Ἅγιε· καὶ ἄρας τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἀσκητικῇ, πολιτείᾳ διέπρεψας, πρὸς ἀθλητικοὺς προγυμναζόμενος πόνους καὶ καμάτους· καὶ τοῖς ἀσεβέσι παραστάς, τὴν καλὴν ὁμολογίαν εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, ἀνακαλεσάμενος τῂν ἧτταν, καὶ τροπωσάμενος τὸν σὲ πρῴην πτερνίσαντα βύθιον δράκοντα· στεῤῥῶς γὰρ ὑπέμεινας τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσσεβῶν, καὶ τὰς τομὰς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ὡς ἄλλου πάσχοντος, δι᾿ ὧν τῶν πάλαι Μαρτύρων ὤφθης ἰσοστάσιος· μεθ᾿ ὧν σε τιμῶμεν Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.
Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.
Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.
Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.
Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.
Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.
Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐναθλήσας νομίμως τὸν ἐχθρὸν καταβέβληκας, καὶ Ὁσιομάρτυς ἐδείχθης, του Σωτῆρος περίδοξος· χειρῶν γὰρ καὶ ποδῶν τὴν ἐκτομήν, ὑπέστης Γεδεὼν καρτερικῶς, διὰ τοῦτο θείαν χάριν νέμεις ἀεί, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
(Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου)
῾Ρείθροις ἔπνιξας τῶν σῶν αἱμάτων, καὶ κατῄσχυνας, τοῦ ἐπαράτου, τὴν ἀσέβειαν Βελῆ καὶ τὸ φρύαγμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλῶν γενναιότατα, ὁσιομάρτυς Γεδεὼν παναοίδιμε, πρέσβυν ἀκοίμητον, Χριστῷ σε προσάγομεν, ῥυσθῆναι ἐκ κινδύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Ὁσίοις ἐκλάμψας ἐν ὄρει Ἄθωνος, μαρτυρίου ὑπῆλθες τὸ θεῖον στάδιον, καὶ ἐδέξω πρὸς Χριστοῦ ζωῆς τὸν στέφανον, Ὁσιομάρτυς Γεδεών, καὶ συνήφθης τοῖς χοροῖς, κλεινῶν Ὁσιομαρτύρων, μεθ᾿ ὧν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἀποφυγὼν τοῦ δυσμενοῦς, τὰς πάγας καὶ τοὺς βρόχους, ἐν μετανοίᾳ ἀληθεῖ, καὶ συντριβῇ καρδίας, προσέπεσας τῷ Λυτρωτῇ καὶ Σωτῆρι Χριστῷ, ὡς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος Ἅγιε· καὶ ἄρας τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἀσκητικῇ, πολιτείᾳ διέπρεψας, πρὸς ἀθλητικοὺς προγυμναζόμενος πόνους καὶ καμάτους· καὶ τοῖς ἀσεβέσι παραστάς, τὴν καλὴν ὁμολογίαν εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, ἀνακαλεσάμενος τῂν ἧτταν, καὶ τροπωσάμενος τὸν σὲ πρῴην πτερνίσαντα βύθιον δράκοντα· στεῤῥῶς γὰρ ὑπέμεινας τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσσεβῶν, καὶ τὰς τομὰς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ὡς ἄλλου πάσχοντος, δι᾿ ὧν τῶν πάλαι Μαρτύρων ὤφθης ἰσοστάσιος· μεθ᾿ ὧν σε τιμῶμεν Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.
Άγιος Φιλέταιρος
Ο Άγιος Φιλέταιρος ήταν από τη Νικομήδεια. Διακρινόταν για την βαθιά πίστη του αλλά και απέραντο εξωτερικό κάλλος, κάτι που δεν υπολόγισε ποτέ, γνωρίζοντας ότι μετράει η ψυχική ομορφιά και όχι η εξωτερική. Ποτέ δεν βασίστηκε σε αυτή, παρ' όλο που αυτή θα του εξασφάλιζε μία άνετη ζωή. Οι ειδωλολάτρες θέλοντας να εκμεταλλευτούν το φυσικό του κάλλος, προσπαθούσαν να τον προσελκύσουν στον ειδωλολατρισμό. Όταν μία φορά μετέβη στη Νικομήδεια ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, άκουσε για τον Φιλέταιρο και ζήτησε να του γνωρίσουν το άτομο με την τόση ομορφιά. Μόλις τον είδε, μαγεύτηκε και του ζήτησε να μπει στην ακολουθία του, με την προϋπόθεση ότι θα αρνηθεί το χριστιανισμό. Ο Άγιος αποκρίθηκε ότι θα υπηρετήσει τον αυτοκράτορα, αλλά δεν θα έπαυε να υμνεί και να λατρεύει τον Ιησού Χριστό. Γι' αυτή την ομολογία του, φυλακίστηκε, αφέθηκε όμως ελεύθερος μετά από λίγο καιρό. Όταν όμως ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μαξιμιανός, ο Φιλέταιρος καταδιώκτηκε και βασανίστηκε. Διεσώθη όμως και μετέβη σε όρος προς τα μέρη της Σιγριανής. Στα μέρη εκείνα ο Άγιος Φιλέταιρος, συνάντησε τον Άγιο Ευβιότο και έζησε μαζί του με αδελφική αγάπη, συμμελέτη και συμπροσευχή.
Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη
Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Μετά την Χριστού Γέννησιν
Στις 26 Δεκεμβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 26 Δεκεμβρίου τιμούμε τη μνήμη των Αγίων Ιωσήφ του Μνηστήρα της Παρθένου Παναγίας, του Δαβίδ του Προφήτη και βασιλιά και του Ιακώβου του Αδελφοθέου , δηλαδή, το κατά κόσμον γένος και οικογένεια του Χριστού. Όταν δεν υπάρχει Κυριακή εντός αυτής της περιόδου, μεταφέρουμε τον εορτασμό στις 26 Δεκεμβρίου.
Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.
Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Πατρὸς ὡς ἀληθῶς, οὐρανίου θεράπων, ἐγένου Ἰωσήφ, καὶ Πατὴρ τοῦ ἀνάρχου, Υἱοῦ σὺ νενόμισαι, τοῦ σαρκὶ νηπιάσαντος· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, πιστῶς ἀνυμνοῦντές σε.
Ὁ Οἶκος
Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκὶ ὁ ἄσαρκος, περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καὶ σῴζει ἀτρέπτως τὰς ἄμφω οὐσίας, ἀρχὴν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καὶ μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τὰ σύμπαντα. Διὸ τοὺς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεὸς στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ, οὓς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Μεγαλυνάριον
Μνήστωρ τῆς Παρθένου ὁ Ἰωσήφ, καὶ φύλαξ ἐδείχθη, Θεοπάτωρ δὲ ὁ Δαβίδ, Ἰάκωβος ὁ ὁμαίμων, τοῦ Λόγου ὠνομάσθη· διὸ καὶ τῇ γεννήσει τούτου συγχαίρουσι.
Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.
Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Πατρὸς ὡς ἀληθῶς, οὐρανίου θεράπων, ἐγένου Ἰωσήφ, καὶ Πατὴρ τοῦ ἀνάρχου, Υἱοῦ σὺ νενόμισαι, τοῦ σαρκὶ νηπιάσαντος· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, πιστῶς ἀνυμνοῦντές σε.
Ὁ Οἶκος
Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκὶ ὁ ἄσαρκος, περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καὶ σῴζει ἀτρέπτως τὰς ἄμφω οὐσίας, ἀρχὴν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καὶ μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τὰ σύμπαντα. Διὸ τοὺς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεὸς στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ, οὓς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Μεγαλυνάριον
Μνήστωρ τῆς Παρθένου ὁ Ἰωσήφ, καὶ φύλαξ ἐδείχθη, Θεοπάτωρ δὲ ὁ Δαβίδ, Ἰάκωβος ὁ ὁμαίμων, τοῦ Λόγου ὠνομάσθη· διὸ καὶ τῇ γεννήσει τούτου συγχαίρουσι.
Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018
Εὐαγγέλιον Κυριακὴς μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Β´ 13 - 23
13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασιν γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ’ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
Ερμηνευτική απόδοση
Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι' ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω· διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”. 14 Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον. 15 Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε· “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”. 16 Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους. 17 Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει· 18 “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά· θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”. 19 Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι' ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον 20 και του είπε· “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”. 21 Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην. 22 Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος (μοχθηρός επίσης ηγεμών) εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας (όπου ηγεμόνευεν ο Ηρώδης Αντίπας, ολιγώτερον σκληρός από τον αδελφόν του Αρχέλαον). 23 Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ· και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή (περιφρονητικώς από τους εχθρούς του) Ναζωραίος”.
13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασιν γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ’ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
Ερμηνευτική απόδοση
Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι' ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω· διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”. 14 Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον. 15 Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε· “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”. 16 Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους. 17 Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει· 18 “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά· θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”. 19 Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι' ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον 20 και του είπε· “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”. 21 Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην. 22 Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος (μοχθηρός επίσης ηγεμών) εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας (όπου ηγεμόνευεν ο Ηρώδης Αντίπας, ολιγώτερον σκληρός από τον αδελφόν του Αρχέλαον). 23 Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ· και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή (περιφρονητικώς από τους εχθρούς του) Ναζωραίος”.
Ἀπόστολος Κυριακὴς μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν.
ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 11 - 19
11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. 13 Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, 14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. 15 Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ 16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 18 Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· 19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Ερμηνευτική απόδοση
Σας καθιστώ δε γνωστόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ εκήρυξα εις σας δεν είναι έργον ανθρώπου και δεν εκφράζει σκέψεις ανθρώπων. 12 Διότι εγώ-όπως άλλωστε και οι άλλοι Απόστολοι-δεν έχω παραλάβει αυτό από άνθρωπον ούτε το εδιδάχθην από άνθρωπον, αλλά το παρέλαβα κατ' ευθείαν δι' αποκαλύψεων, τας οποίας ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μου εφανέρωσε. 13 Βεβαίως και σεις οι ίδιοι έχετε πληροφορηθή την ζωήν και συμπεριφοράν που είχα, όταν έμενα πιστός εις την θρησκείαν των Εβραίων και ακολουθούσα όσα ο Ιουδαϊσμός εδίδασκε. Εχετε δηλαδή πληροφορηθή ότι, επηρεασμένος βαθύτατα από τας παλαιάς διδασκαλίας του Νομου και τα έθιμα των Ιουδαίων, κατεδίωκα με πολύν φανατισμόν και σκληρότητα την Εκκλησίαν του Χριστού και προσπαθούσα να την ερημώσω και αφανίσω. 14 Χαρις δε στον φανατισμόν μου αυτόν προώδευα στον Ιουδαϊσμόν παραπάνω από πολλούς ομοεθνείς συνομήλικάς μου, διότι εδείκνυα περισσότερον από αυτούς ζήλον δια τας πατροπαραδότους παραδόσεις μας. 15 Οταν δε ευδόκησεν ο πανάγαθος Θεός, ο οποίος με είχε ξεχωρίσει και προορίσει από την κοιλίαν ακόμη της μητρός μου, και με εκάλεσε δια της χάριτος του 16 να αποκαλύψη εις την καρδίαν και την ψυχήν μου τον Υιόν αυτού, δια να τον κηρύττω ως Σωτήρα εις τα έθνη, αμέσως δεν εζήτησα από κανένα άνθρωπον συμβουλήν και καθοδήγησιν δια την μεγάλην αυτήν κλήσιν. 17 Ούτε ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και συμβουλευθώ τους Αποστόλους, που είχαν κληθή προ εμού στο αποστολικόν έργον, αλλ' ανεχώρησα εις τα μέρη της Αραβίας και πάλιν επέστρεψα εις Δαμασκόν. 18 Επειτα, τρία έτη μετά την ημέραν που εκλήθην από τον Χριστόν, ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και γνωρίσω προσωπικώς τον Πετρον και έμεινα κοντά του δεκαπέντε μόνον ημέρας. 19 Αλλον δε από τους Αποστόλους δεν είδα, παρά μόνον τον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Κυρίου.
11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. 13 Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, 14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. 15 Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ 16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 18 Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· 19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Ερμηνευτική απόδοση
Σας καθιστώ δε γνωστόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ εκήρυξα εις σας δεν είναι έργον ανθρώπου και δεν εκφράζει σκέψεις ανθρώπων. 12 Διότι εγώ-όπως άλλωστε και οι άλλοι Απόστολοι-δεν έχω παραλάβει αυτό από άνθρωπον ούτε το εδιδάχθην από άνθρωπον, αλλά το παρέλαβα κατ' ευθείαν δι' αποκαλύψεων, τας οποίας ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μου εφανέρωσε. 13 Βεβαίως και σεις οι ίδιοι έχετε πληροφορηθή την ζωήν και συμπεριφοράν που είχα, όταν έμενα πιστός εις την θρησκείαν των Εβραίων και ακολουθούσα όσα ο Ιουδαϊσμός εδίδασκε. Εχετε δηλαδή πληροφορηθή ότι, επηρεασμένος βαθύτατα από τας παλαιάς διδασκαλίας του Νομου και τα έθιμα των Ιουδαίων, κατεδίωκα με πολύν φανατισμόν και σκληρότητα την Εκκλησίαν του Χριστού και προσπαθούσα να την ερημώσω και αφανίσω. 14 Χαρις δε στον φανατισμόν μου αυτόν προώδευα στον Ιουδαϊσμόν παραπάνω από πολλούς ομοεθνείς συνομήλικάς μου, διότι εδείκνυα περισσότερον από αυτούς ζήλον δια τας πατροπαραδότους παραδόσεις μας. 15 Οταν δε ευδόκησεν ο πανάγαθος Θεός, ο οποίος με είχε ξεχωρίσει και προορίσει από την κοιλίαν ακόμη της μητρός μου, και με εκάλεσε δια της χάριτος του 16 να αποκαλύψη εις την καρδίαν και την ψυχήν μου τον Υιόν αυτού, δια να τον κηρύττω ως Σωτήρα εις τα έθνη, αμέσως δεν εζήτησα από κανένα άνθρωπον συμβουλήν και καθοδήγησιν δια την μεγάλην αυτήν κλήσιν. 17 Ούτε ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και συμβουλευθώ τους Αποστόλους, που είχαν κληθή προ εμού στο αποστολικόν έργον, αλλ' ανεχώρησα εις τα μέρη της Αραβίας και πάλιν επέστρεψα εις Δαμασκόν. 18 Επειτα, τρία έτη μετά την ημέραν που εκλήθην από τον Χριστόν, ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και γνωρίσω προσωπικώς τον Πετρον και έμεινα κοντά του δεκαπέντε μόνον ημέρας. 19 Αλλον δε από τους Αποστόλους δεν είδα, παρά μόνον τον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Κυρίου.
Όσιος Θαδδαίος ο Ομολογητής
Ο Όσιος Θαδδαίος ο Ομολογητής ήταν Σκύθης και υπηρέτης του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, στη Μονή του οποίου ο Θαδδαίος έγινε μοναχός και διακρίθηκε για την αυστηρή άσκηση. Κάποτε λοιπόν, όταν συνόδευε στ' ανάκτορα τον ηγούμενο του Θεόδωρο, ήλεγξε τον εικονομάχο βασιλιά Μιχαήλ (820 - 829 μ.Χ.) (ο Μ. Γαλανός αναφέρει τον Λέοντα τον Ε') μπροστά στη σύγκλητο για την ασέβειά του απέναντι στις Ιερές εικόνες. Τότε ο Βασιλιάς, τον εξανάγκαζε να ποδοπατήσει την εικόνα του Χριστού, πράγμα που ο Όσιος όχι μόνο δεν έπραξε, αλλά αποκάλεσε τον βασιλιά πληρωμένο τύραννο και ακάθαρτο. Τότε βασανίστηκε σκληρά, σύρθηκε από τα πόδια στους δρόμους της πόλης, οπότε μετά τρεις μέρες πέθανε.
Μνήμη πάντων των Χριστιανών που πέθαναν μαρτυρικά για τη δόξα του Χριστού, από πείνα, δίψα, κρύο και μαχαίρι
Αυτή τη μέρα η Εκκλησία μας όρισε να γιορτάζουμε τη μνήμη όλων των Χριστιανών, που μαρτύρησαν για την πίστη του Χριστού και τα ονόματα τους δεν μας είναι γνωστά.
Η γιορτή αυτή μας διδάσκει, ότι το βλέμμα του Θεού δεν είναι όμοιο με του ανθρώπου. Διότι οι άνθρωποι, συνήθως δοξάζουν και τιμούν αυτούς που γίνονται γνωστοί και διάσημοι, ενώ ο Θεός βλέπει γνωστούς και αγνώστους, διάσημους και άσημους, αρκεί όλοι να πράττουν ευσυνείδητα το θέλημα του. Έτσι και ο μικρότερος των χριστιανών αυτών, θα λάμψει ασύγκριτα περισσότερο από τους πιο φαντασμένους και αστραφτερούς βασιλείς της γης, όταν έλθει η ώρα της τελικής δικαίωσης.
Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω Nαώ της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Xαλκοπρατείοις.
Η γιορτή αυτή μας διδάσκει, ότι το βλέμμα του Θεού δεν είναι όμοιο με του ανθρώπου. Διότι οι άνθρωποι, συνήθως δοξάζουν και τιμούν αυτούς που γίνονται γνωστοί και διάσημοι, ενώ ο Θεός βλέπει γνωστούς και αγνώστους, διάσημους και άσημους, αρκεί όλοι να πράττουν ευσυνείδητα το θέλημα του. Έτσι και ο μικρότερος των χριστιανών αυτών, θα λάμψει ασύγκριτα περισσότερο από τους πιο φαντασμένους και αστραφτερούς βασιλείς της γης, όταν έλθει η ώρα της τελικής δικαίωσης.
Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω Nαώ της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Xαλκοπρατείοις.
Όσιος Γεώργιος επίσκοπος Νικομήδειας ποιητής ασματικών Κανόνων και Τροπαρίων
Ο Όσιος Γεώργιος έζησε στη θορυβώδη και μεγάλη για την Ορθοδοξία εποχή του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Φωτίου (857 - 891 μ.Χ.), με τον οποίο και διατηρούσε αλληλογραφία. Σύνθεσε δύο εγκώμια στη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου και μελοποίησε την Ακολουθία τους. Μελοποίησε επίσης τον προεόρτιο Κανόνα στον Ευαγγελισμό, καθώς και άλλους Κανόνες στη Θεοτόκο. Συνέγραψε μάλιστα και πανηγυρικούς λόγους, όπως στα Εισόδια, στη σύλληψη της Αγίας Άννας και στο «Ειστήκεισαν παρά τω Σταυρώ του Ιησού». (Στοιχεία της βιογραφίας του, συγχέονται μ' αυτά του Αγίου Γεωργίου Επισκόπου Αμάστριδος, κυρίως όσον αφορά την ποίηση των ασματικών Κανόνων. Ίσως βέβαια, να συμβαίνει και το αντίθετο).
Όσιος Μάρκελλος
Ο Όσιος Μάρκελλος πέτυχε στη ζωή του διότι με τη χάρη του Θεού κατάλαβε, ότι οι κοσμικές λαμπρότητες φαίνονται και αφανίζονται όπως τα άνθη. Και είχε την πεποίθεση ότι ζωή αληθινή και κερδισμένη είναι μόνο εκείνη, που αφιερώνεται στην υπηρεσία του καλού, επάνω στο δρόμο του Ιησού Χριστού. Ο Μάρκελλος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ., επί πατριαρχείας Γενναδίου του Α' (458 - 471 μ.Χ.) και βασιλέως του Λέοντα Α' του Μακέλλη. Η καταγωγή του Μάρκελλου ήταν από τη Aπάμειαν, μια πόλη της Συρίας και η οικογένειά του ήταν αρκετά πλούσια. Επειδή οι γονείς του αγαπούσαν τα γράμματα, στόλισαν το γιο τους με πολλή παιδεία. Αλλά η καρδιά του νέου, είχε μέσα της ζωηρή και ακοίμητη τη φλόγα της ευσέβειας. Τα κοσμικά αξιώματα δεν τον ενδιέφεραν. Με τέτοιες διαθέσεις πήγε στην Έφεσο, όπου μπήκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός. Από 'κει πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή Ακοίμητων, όπου ηγούμενος ήταν ο Αλέξανδρος. Εκεί, γρήγορα διακρίθηκε για τις αρετές του και αγαπήθηκε πολύ από τους αδελφούς της Μονής, για την ταπεινοφροσύνη που διατηρούσε, αν και ήταν άνθρωπος μελέτης και μεγάλης διανοητικής αξίας. Αφού πέθανε ο ηγούμενος Αλέξανδρος και υστέρα ο διάδοχός του Ιάκωβος, η αγάπη και η εκτίμηση των αδελφών, ανέδειξε ηγούμενο τον Μάρκελλο. Η διοίκηση του ήταν άριστη. Σύμφωνα με άλλη γνώμη, τη μονή Ακοιμήτων, είχε κτίσει αυτός ο όσιος Μάρκελλος, πιθανός στη θέση του σημερινού Τσιμπουκλί. Έτσι με αυτή τη θεία και όσια ζωή του, κοιμήθηκε και αναπαύτηκε ο Μάρκελλος στη Μονή του.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Ύμνον άληκτον, Θεώ προσφέρων, νουν ακοίμητον, προσφόρως έσχες, προς εκπλήρωσιν των θείων προστάξεων όθεν κανών αρετής εχρημάτισας και Μοναστών ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, διαρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Ύμνον άληκτον, Θεώ προσφέρων, νουν ακοίμητον, προσφόρως έσχες, προς εκπλήρωσιν των θείων προστάξεων όθεν κανών αρετής εχρημάτισας και Μοναστών ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, διαρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Άγια Νήπια (περίπου 14.000) που εσφάγισαν με διαταγή του Ηρώδη
Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.
Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018
Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία
Ιερός Αυγουστίνος
«…Ο εσπαργανωμένος Χριστός της Βηθλεέμ έφερε τη ειρήνην του αγγελικού ύμνου μέσα εις την ψυχήν του πεπτωκότος ανθρώπου και τον συνεφιλίωσε με τον Δημιουργόν του Θεόν. Εναπόκειται πλέον εις τον άνθρωπον, ν΄ ατενίζη με τα όμματα της ψυχής του, πάντα προς την φάτνην του πτωχού και γλυκυτάτου Ιησού ίνα γέμη η ζωή του από εσωτερική ισορροπίαν και γαλήνην δια να αναγενννάται πνευματικώς μέχρι της συντέλειας των αιώνων.»
Ο Άγιος Ιερώνυμος βρίσκεται στη Βηθλεέμ. Τέσσερις αιώνες περίπου μετά τη γέννηση του Χριστού, μια νύχτα των Χριστουγέννων, ο Άγιος Ιερώνυμος έρχεται προσκυνητής στη Βηθλεέμ. Λαχταράει να προσκυνήσει το μέρος όπου γεννήθηκε ο Χριστός. Έρχεται στο σπήλαιο της γεννήσεως ταπεινά και προσεύχεται.
Ο ίδιος μιλάει αργότερα για τη θεϊκή εμπειρία που είχε. Άκουσε σε όραμα τη γλυκιά φωνή του Θείου Βρέφους να απευθύνεται σ’ αυτόν και αναρρίγησε…
- Ιερώνυμε τι θα μου προσφέρεις σήμερα, την ημέρα της γεννήσεώς μου;
- Ω θείο Βρέφος, το γνωρίζεις, για Σένα τα έχω εγκαταλείψει όλα… και την αυλή των Αρχιερέων, και τα μεγαλεία της Ρώμης, και τα πλούτη… Και αυτή την ώρα ο νους μου, όλη μου η καρδιά, οι σκέψεις μου και η ζωή μου ακόμη, τα πάντα ανήκουν σε Σένα! Τι άλλο θα μπορούσα να σου δώσω; Δεν έχω τίποτε άλλο, σήμερα την ημέρα της γιορτής σου…
Ακούει τότε τη φωνή του Θείου Βρέφους να του λέει:
- Έχεις Ιερώνυμε, έχεις κάτι που το λησμονείς και θέλω σήμερα να το καταθέσεις στα πόδια μου.
- Τι είναι αυτό ουράνιε Βασιλιά, αγαπημένε μου Κύριε, έχω πράγματι άλλο τίποτε για να σου δώσω; Θα ήμουν τόσο ανόητος ώστε να κρατήσω κάτι για μένα! Πες μου γλυκύτατε Ιησού, τι ημπορώ να σου δώσω ακόμη;
Και μετά από μια στιγμή σιγής άκουσε τη φωνή του παιδίου Ιησού, να του απαντά:
- Ιερώνυμε, δώσε μου… τις αμαρτίες σου!
- Τις αμαρτίες μου Αγιότατε Θεέ! Τι να τις κάνεις τις αμαρτίες μου;
- Ιερώνυμε δώσε μου όλες τις αμαρτίες σου, για να τις συγχωρήσω, αφού γι᾿ αυτό ήρθα στον κόσμο, απάντησε ο Ιησούς και επικράτησε βαθιὰ σιωπή.
Συγκλονισμένος ο άγιος Ιερώνυμος άφησε τα δάκρυά του, δάκρυα ευγνωμοσύνης, να πλημμυρίσουν τον ιερό χώρο όλη τη νύχτα.
Άφησε και σε μάς την έμπρακτη παραγγελία να μη λησμονούμε κάθε Χριστούγεννα το ωραιότερο δώρο προς τον Σωτήρα μας, τη μετάνοιά μας για τις αμαρτίες μας. Αυτός είναι 0 καλύτερος εορτασμός της μεγάλης εορτής…
Ήχος β’
Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης επί γής ως άνθρωπος δι’ ημάς; έκαστον γάρ τών υπό σού γενομένων κτισμάτων, τήν ευχαριστίαν σοι προσάγει, οι Άγγελοι τόν ύμνον, οι ουρανοί τόν Αστέρα, οι Μάγοι τά δώρα, οι Ποιμένες τό θαύμα, η γή τό σπήλαιον, η έρημος τήν φάτνην, ημείς δέ Μητέρα Παρθένον, ο πρό αιώνων Θεός ελέησον ημάς.
Τροπάριον Ήχος πλ. β’
Ανέτειλας Χριστέ εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε τής Δικαιοσύνης, καί Αστήρ σε υπέδειξεν, εν Σπηλαίω χωρούμενον τόν αχώρητον. Μάγους οδηγήσας εις προσκύνησίν σου, μεθ’ ών σε μεγαλύνομεν, Ζωοδότα δόξα σοι.
«…Ο εσπαργανωμένος Χριστός της Βηθλεέμ έφερε τη ειρήνην του αγγελικού ύμνου μέσα εις την ψυχήν του πεπτωκότος ανθρώπου και τον συνεφιλίωσε με τον Δημιουργόν του Θεόν. Εναπόκειται πλέον εις τον άνθρωπον, ν΄ ατενίζη με τα όμματα της ψυχής του, πάντα προς την φάτνην του πτωχού και γλυκυτάτου Ιησού ίνα γέμη η ζωή του από εσωτερική ισορροπίαν και γαλήνην δια να αναγενννάται πνευματικώς μέχρι της συντέλειας των αιώνων.»
Ο Άγιος Ιερώνυμος βρίσκεται στη Βηθλεέμ. Τέσσερις αιώνες περίπου μετά τη γέννηση του Χριστού, μια νύχτα των Χριστουγέννων, ο Άγιος Ιερώνυμος έρχεται προσκυνητής στη Βηθλεέμ. Λαχταράει να προσκυνήσει το μέρος όπου γεννήθηκε ο Χριστός. Έρχεται στο σπήλαιο της γεννήσεως ταπεινά και προσεύχεται.
Ο ίδιος μιλάει αργότερα για τη θεϊκή εμπειρία που είχε. Άκουσε σε όραμα τη γλυκιά φωνή του Θείου Βρέφους να απευθύνεται σ’ αυτόν και αναρρίγησε…
- Ιερώνυμε τι θα μου προσφέρεις σήμερα, την ημέρα της γεννήσεώς μου;
- Ω θείο Βρέφος, το γνωρίζεις, για Σένα τα έχω εγκαταλείψει όλα… και την αυλή των Αρχιερέων, και τα μεγαλεία της Ρώμης, και τα πλούτη… Και αυτή την ώρα ο νους μου, όλη μου η καρδιά, οι σκέψεις μου και η ζωή μου ακόμη, τα πάντα ανήκουν σε Σένα! Τι άλλο θα μπορούσα να σου δώσω; Δεν έχω τίποτε άλλο, σήμερα την ημέρα της γιορτής σου…
Ακούει τότε τη φωνή του Θείου Βρέφους να του λέει:
- Έχεις Ιερώνυμε, έχεις κάτι που το λησμονείς και θέλω σήμερα να το καταθέσεις στα πόδια μου.
- Τι είναι αυτό ουράνιε Βασιλιά, αγαπημένε μου Κύριε, έχω πράγματι άλλο τίποτε για να σου δώσω; Θα ήμουν τόσο ανόητος ώστε να κρατήσω κάτι για μένα! Πες μου γλυκύτατε Ιησού, τι ημπορώ να σου δώσω ακόμη;
Και μετά από μια στιγμή σιγής άκουσε τη φωνή του παιδίου Ιησού, να του απαντά:
- Ιερώνυμε, δώσε μου… τις αμαρτίες σου!
- Τις αμαρτίες μου Αγιότατε Θεέ! Τι να τις κάνεις τις αμαρτίες μου;
- Ιερώνυμε δώσε μου όλες τις αμαρτίες σου, για να τις συγχωρήσω, αφού γι᾿ αυτό ήρθα στον κόσμο, απάντησε ο Ιησούς και επικράτησε βαθιὰ σιωπή.
Συγκλονισμένος ο άγιος Ιερώνυμος άφησε τα δάκρυά του, δάκρυα ευγνωμοσύνης, να πλημμυρίσουν τον ιερό χώρο όλη τη νύχτα.
Άφησε και σε μάς την έμπρακτη παραγγελία να μη λησμονούμε κάθε Χριστούγεννα το ωραιότερο δώρο προς τον Σωτήρα μας, τη μετάνοιά μας για τις αμαρτίες μας. Αυτός είναι 0 καλύτερος εορτασμός της μεγάλης εορτής…
Ήχος β’
Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης επί γής ως άνθρωπος δι’ ημάς; έκαστον γάρ τών υπό σού γενομένων κτισμάτων, τήν ευχαριστίαν σοι προσάγει, οι Άγγελοι τόν ύμνον, οι ουρανοί τόν Αστέρα, οι Μάγοι τά δώρα, οι Ποιμένες τό θαύμα, η γή τό σπήλαιον, η έρημος τήν φάτνην, ημείς δέ Μητέρα Παρθένον, ο πρό αιώνων Θεός ελέησον ημάς.
Τροπάριον Ήχος πλ. β’
Ανέτειλας Χριστέ εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε τής Δικαιοσύνης, καί Αστήρ σε υπέδειξεν, εν Σπηλαίω χωρούμενον τόν αχώρητον. Μάγους οδηγήσας εις προσκύνησίν σου, μεθ’ ών σε μεγαλύνομεν, Ζωοδότα δόξα σοι.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ (ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ)
Οι γιορτές συνοδεύονται από προσδοκίες. Ξεκούραση και κατανάλωση. Προσθήκη υλικών αγαθών. Επανάληψη συνηθειών της παράδοσης που μας θυμίζουν την παιδικότητά μας. Ευχές που γεννούν ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Ακόμη και η αίσθηση ότι θα βρούμε περισσότερο χρόνο για αγαπημένα πρόσωπα. Πάντως είναι έξοδος από τη ρουτίνα. Οι τηλεοπτικές εκπομπές, οι ταινίες, οι προτάσεις διασκέδασης το μαρτυρούν.
Ιδίως τα Χριστούγεννα, γιορτή παγκόσμια, στην οποία Δύση και Ανατολή τα τελευταία χρόνια έχουν διαμορφώσει κοινούς τρόπους εορτασμού, είναι μία ευκαιρία αλλαγής ρυθμού μέσα στο χειμώνα. Όπως και να επιλέξει κάποιος να τα γιορτάσει, με τα παραδοσιακά κάλαντα και τους στολισμούς, τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς ή τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με τις αγγλικές και γερμανικές μελωδίες, με τη βόλτα στα μαγαζιά, δεν παύουν να είναι μία ευκαιρία η ζωή να βρει στάση, πανδοχείο. Οι πολλοί βεβαίως δεν προβληματίζονται για το ότι και τα Χριστούγεννα έχουν παραδοθεί στην παγκοσμιοποίηση. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να τα ζήσουν ελληνικά, διότι περιορίζουν τον ελληνικό τρόπο στα κάλαντα, τα γλυκά και τον εκκλησιασμό.
Τα τελευταία χρόνια έχει εισαχθεί ο θεσμός του ρεβεγιόν, του Christmas Eve και στα καθ’ ημάς. Δυτικοποιείται η κοινωνία μας μάλλον ανεπιστρεπτί. Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα για τους πολλούς ελάχιστα περιλαμβάνει νηστεία, εξομολόγηση, επίγνωση της σημασίας του γεγονότος. Η ουσία της γιορτής αφήνεται στην άκρη. Μπορεί οι ναοί να γεμίζουν στη χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία. Υπάρχουν όμως και πολλοί που απουσιάζουν, ιδίως νέοι. Διαλέγουν νυχτερινά κέντρα ή κλαμπ, όπου διασκεδάζουν μέχρι πρωίας. Άλλοι θα περάσουν από τον ναό να ανάψουν ένα κερί. Άλλοι θα γυρίσουν στο σπίτι τους για να ξυπνήσουν νωρίς το απόγευμα, με τα απομεινάρια του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. Κι ενώ θα χτυπούν οι καμπάνες και θα ψάλλεται το «Η Παρθένος σήμερον», αυτό το «δι’ ημάς γαρ εγενήθη» θα μένει απροσπέλαστο.
Επαναπαυόμαστε ως Εκκλησία στο πλήθος που έρχεται. Δε θέλουμε να βλέπουμε την πλειονοψηφία που απουσιάζει. Που μένει αλειτούργητη αυτή τη μέρα. Αλλά και όσοι βρίσκονται στον ναό πόσο μεταφέρουν στο υπόλοιπο του καιρού το μήνυμα των Χριστουγέννων; Αυτό που εμπερικλείεται στα δώρα των Μάγων, το χρυσάφι στον βασιλιά, το λιβάνι στον Θεό, την σμύρνα στον νεκρό. Πόσοι θέλουμε το «παιδίον νέον» να ανακαινίσει την ύπαρξή μας; Να μας δώσει κάτι από την διακονία της αγάπης και την αρχοντιά της συγχώρησης που χαρακτηρίζει τον αυθεντικό βασιλιά; Την πίστη στον Θεό που θέλει να μας σώσει από τα άγχη και τις απελπισίες μας και να γίνει οικείος στη ζωή μας; Την επιλογή να μη νικιόμαστε από τα πάθη και τα λάθη μας, από το κοσμικό πνεύμα, από τη ζωή που δεν αφήνει περιθώριο ταπείνωσης, δηλαδή την απόφαση να νεκρώσουμε το εγώ μας που μας χωρίζει από τον πλησίον και τον Θεό;
Αυτή η προετοιμασία έρχεται μέσα από τα ελληνικά, τα ορθόδοξα Χριστούγεννα. Αυτά που χωρίς να μας στερούν τις χαρές της παράδοσης, μας καλούν να ξαναδούμε την πορεία της ζωής μας. Και να αντισταθούμε στην αποψίλωση της γιορτής από τον αληθινό πρωταγωνιστή της: «τον προ αιώνων Θεό».
Ας ακολουθήσουμε στις καρδιές μας αυτή την πορεία, καθώς ήγγικεν η ώρα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 21 Δεκεμβρίου 2016
Ιδίως τα Χριστούγεννα, γιορτή παγκόσμια, στην οποία Δύση και Ανατολή τα τελευταία χρόνια έχουν διαμορφώσει κοινούς τρόπους εορτασμού, είναι μία ευκαιρία αλλαγής ρυθμού μέσα στο χειμώνα. Όπως και να επιλέξει κάποιος να τα γιορτάσει, με τα παραδοσιακά κάλαντα και τους στολισμούς, τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς ή τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με τις αγγλικές και γερμανικές μελωδίες, με τη βόλτα στα μαγαζιά, δεν παύουν να είναι μία ευκαιρία η ζωή να βρει στάση, πανδοχείο. Οι πολλοί βεβαίως δεν προβληματίζονται για το ότι και τα Χριστούγεννα έχουν παραδοθεί στην παγκοσμιοποίηση. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να τα ζήσουν ελληνικά, διότι περιορίζουν τον ελληνικό τρόπο στα κάλαντα, τα γλυκά και τον εκκλησιασμό.
Τα τελευταία χρόνια έχει εισαχθεί ο θεσμός του ρεβεγιόν, του Christmas Eve και στα καθ’ ημάς. Δυτικοποιείται η κοινωνία μας μάλλον ανεπιστρεπτί. Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα για τους πολλούς ελάχιστα περιλαμβάνει νηστεία, εξομολόγηση, επίγνωση της σημασίας του γεγονότος. Η ουσία της γιορτής αφήνεται στην άκρη. Μπορεί οι ναοί να γεμίζουν στη χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία. Υπάρχουν όμως και πολλοί που απουσιάζουν, ιδίως νέοι. Διαλέγουν νυχτερινά κέντρα ή κλαμπ, όπου διασκεδάζουν μέχρι πρωίας. Άλλοι θα περάσουν από τον ναό να ανάψουν ένα κερί. Άλλοι θα γυρίσουν στο σπίτι τους για να ξυπνήσουν νωρίς το απόγευμα, με τα απομεινάρια του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. Κι ενώ θα χτυπούν οι καμπάνες και θα ψάλλεται το «Η Παρθένος σήμερον», αυτό το «δι’ ημάς γαρ εγενήθη» θα μένει απροσπέλαστο.
Επαναπαυόμαστε ως Εκκλησία στο πλήθος που έρχεται. Δε θέλουμε να βλέπουμε την πλειονοψηφία που απουσιάζει. Που μένει αλειτούργητη αυτή τη μέρα. Αλλά και όσοι βρίσκονται στον ναό πόσο μεταφέρουν στο υπόλοιπο του καιρού το μήνυμα των Χριστουγέννων; Αυτό που εμπερικλείεται στα δώρα των Μάγων, το χρυσάφι στον βασιλιά, το λιβάνι στον Θεό, την σμύρνα στον νεκρό. Πόσοι θέλουμε το «παιδίον νέον» να ανακαινίσει την ύπαρξή μας; Να μας δώσει κάτι από την διακονία της αγάπης και την αρχοντιά της συγχώρησης που χαρακτηρίζει τον αυθεντικό βασιλιά; Την πίστη στον Θεό που θέλει να μας σώσει από τα άγχη και τις απελπισίες μας και να γίνει οικείος στη ζωή μας; Την επιλογή να μη νικιόμαστε από τα πάθη και τα λάθη μας, από το κοσμικό πνεύμα, από τη ζωή που δεν αφήνει περιθώριο ταπείνωσης, δηλαδή την απόφαση να νεκρώσουμε το εγώ μας που μας χωρίζει από τον πλησίον και τον Θεό;
Αυτή η προετοιμασία έρχεται μέσα από τα ελληνικά, τα ορθόδοξα Χριστούγεννα. Αυτά που χωρίς να μας στερούν τις χαρές της παράδοσης, μας καλούν να ξαναδούμε την πορεία της ζωής μας. Και να αντισταθούμε στην αποψίλωση της γιορτής από τον αληθινό πρωταγωνιστή της: «τον προ αιώνων Θεό».
Ας ακολουθήσουμε στις καρδιές μας αυτή την πορεία, καθώς ήγγικεν η ώρα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 21 Δεκεμβρίου 2016
Όσιος Νήφων ο νέος Κοινοβιάρχης
Ο Όσιος Νήφων γεννήθηκε κατά τον κόσμο Νικόλαος «εκ της γενεάς των Νικολαράδων», ο οποίος γεννήθηκε το 1736 μ.Χ. στα Πατρικά της Χίου.
Μόνασε στην Μόνη Μέγιστης Λαύρας και την Σκήτη του Παντοκράτορας του Αγίου Όρους. Μετέβη στην Πάτμο, στην Λειψώ και στην Ικαρία, οπού το 1775 μ.Χ. ίδρυσε, στην θέση Λευκάδα, την Μόνη της Ευαγγελιστρίας. Μεταξύ των μοναχών της Ευαγγελίστριας Ικαρίας, ήταν και ο Γρηγόριος Χατζησταμάτης, Σκιαθίτης, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατρός του κληρονόμησε μεγάλη περιούσια στην Σκιάθο. Έχοντας λοιπόν αυτή την μεγάλη περιουσία ο Γρηγόριος έπεισε τον Νήφωνα να μεταβούν στην καταπράσινη Σκιάθο και να οικοδομήσουν νέα Μόνη. Πράγματι, το 1794 μ.Χ. η Μονή άρχισε να χτίζεται και το 1797 μ.Χ. έλαβε και Σταυροπηγιακή αξία. Η κατασκευή του συγκροτήματος της Μόνης ολοκληρώθηκε το 1806 και κατέστη το κέντρο των «Κολλυβάδων».
Ο Όσιος Νήφων κοιμήθηκε το 1809 μ.Χ.
Μόνασε στην Μόνη Μέγιστης Λαύρας και την Σκήτη του Παντοκράτορας του Αγίου Όρους. Μετέβη στην Πάτμο, στην Λειψώ και στην Ικαρία, οπού το 1775 μ.Χ. ίδρυσε, στην θέση Λευκάδα, την Μόνη της Ευαγγελιστρίας. Μεταξύ των μοναχών της Ευαγγελίστριας Ικαρίας, ήταν και ο Γρηγόριος Χατζησταμάτης, Σκιαθίτης, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατρός του κληρονόμησε μεγάλη περιούσια στην Σκιάθο. Έχοντας λοιπόν αυτή την μεγάλη περιουσία ο Γρηγόριος έπεισε τον Νήφωνα να μεταβούν στην καταπράσινη Σκιάθο και να οικοδομήσουν νέα Μόνη. Πράγματι, το 1794 μ.Χ. η Μονή άρχισε να χτίζεται και το 1797 μ.Χ. έλαβε και Σταυροπηγιακή αξία. Η κατασκευή του συγκροτήματος της Μόνης ολοκληρώθηκε το 1806 και κατέστη το κέντρο των «Κολλυβάδων».
Ο Όσιος Νήφων κοιμήθηκε το 1809 μ.Χ.
Άγιος Σεκούνδος
Ο Αγίος Σεκούνδος, ο οποίος έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Κατά την παράδοση στάλθηκε από τους αποστόλους στην Ισπανία για να διάδοση το Λόγο του Κυρίου. Αρχικά μετέβηκε στην πόλη της Ισπανίας η οποία ονομάζεται σήμερα Κάδιξ. Εκεί λόγω της αρετής του και του θεάρεστου λόγου του, πολλοί ειδωλολάτρες προσχώρησαν στους κόλπους της Εκκλησίας μας. Στη συνέχεια ο Σεκούνδος μετέβη και σε άλλες πόλεις της Ισπανίας και κήρυξε το Θείο Ευαγγέλιο, κατά το παράδειγμα των Αποστόλων. Τους τελευταίους κόπους και αγώνες του, τους στεφάνωσε μαρτυρικός θάνατος.
Αγία Δόμνα
Η Αγία Δόμνα ήταν Ιέρεια των ειδώλων επί Μαξιμιανού στη Νικομήδεια και συγκεκριμένα στον ναό του Δωδεκάθεου. Οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, άνοιξαν τα πνευματικά της μάτια και βαπτίστηκε χριστιανή, μαζί με τον υπηρέτη της Ινδή, από τον επίσκοπο Νικομήδειας Κύριλλο. Από τότε έκανε συνειδητή χριστιανική ζωή, μοιράζοντας στους φτωχούς ότι είχε από την περιουσία της, αλλά και ότι έπαιρνε από το παλάτι. Κάποτε όμως, το έμαθε αυτό ο αρχιυπηρέτης του παλατιού και όταν ήταν να τιμωρήσει τη Δόμνα, αυτή έκανε την τρελή και στάλθηκε στον επίσκοπο για θεραπεία. Έπειτα για να μη συλληφθεί, ντύθηκε ανδρικά και έθαβε τα λείψανα των μαρτύρων. Όταν όμως επέστρεψε ο Μαξιμιανός στη Νικομήδεια, ζήτησε τη Δόμνα και όταν έμαθε ότι έγινε χριστιανή, διέταξε να τη συλλάβουν. Επειδή όμως δεν την βρήκε, διέταξε τον γενικό φόνο των χριστιανών, μεταξύ των οποίων αναγνωρίστηκε και η Δόμνα και έτσι την αποκεφάλισαν.
Άγιοι Ίνδης, Γοργόνιος, Πέτρος, Ζήνων, Δωρόθεος ο Πρεπόσιτος, Μαρδόνιος, Γλυκέριος ο Πρεσβύτερος, Θεόφιλος ο Διάκονος και Μυγδόνιος οι συγκλητικοί
Όλοι αυτοί απέμειναν έξω από τον Ναό που κάηκε με προσταγή του Μαξιμιανού στη Νικομήδεια, όπου κάηκαν ζωντανοί οι 20.000 χριστιανοί. Αυτοί λοιπόν, που ήταν συγκλητικοί, συνελήφθησαν και οι μεν τρεις πρώτοι μαρτύρησαν δια πνιγμού μέσα στη θάλασσα, οι επόμενοι δύο μαρτύρησαν δια αποκεφαλισμού, οι άλλοι δύο μαρτύρησαν δια πυρός, ο Θεόφιλος δια λιθοβολισμού και ο Μυγδόνιος θανατώθηκε μέσα σε βόθρο.
Όσιος Σίμων ο Μυροβλήτης κτήτορας της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας
Ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλύτης ήταν ο κτήτορας της τολμηρότερης αρχιτεκτονικά αγιορείτικης μονής, της Σιμωνόπετρας. Υπήρξε θαυμάσιος ασκητής, θαυματουργός και μυροβλύτης.
Υποτάχθηκε σε αυστηρό Γέροντα και τόσο τον αγάπησε, ώστε την ώρα πού κοιμόταν ασπαζόταν τα πόδια του και κατά την απουσία του τον τόπο της κατακλίσεως του. Πίστευε ότι δίχως αυτόν δεν θα μπορούσε ν΄ ανεβεί στον ουρανό. Η υποταγή του έδωσε την υψοποιό ταπείνωση και αυτή τη διάκριση. Με την ευλογία του Γέροντα του κατοικεί σε σπήλαιο, πού σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στη μονή του, για να δοθεί όλος στην προσευχή, δίχως να φοβάται τις συχνές επιθέσεις των δαιμόνων. Οι επισκέψεις των ανθρώπων τον σύγχυζαν και ετοιμαζόταν ν΄αναχωρήσει σ΄ ερημικότερο τόπο, όταν άκουσε προσευχόμενος ουράνια φωνή· «Σίμων, φίλε πιστέ, και λάτρη του Υϊού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομα σου». Πιστεύοντας στην αναξιότητά του ο άξιος, θεώρησε τη φωνή τέχνασμα του πονηρού. Τη νύκτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος είδε αστέρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω στην πέτρα, όπου σήμερα η μονή, και η φωνή της Θεοτόκου να του λέγει· «Εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιόν σου, και να σώσης ψυχάς, και πρόσεχε καλώς· μη απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου».
Θαυματουργικά προχώρησε στην ανοικοδόμηση της μονής ο όσιος. Την εκκλησία αφιέρωσε στο όνομα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και τη μονή ονόμασε Νέα Βηθλεέμ. Με θεάρεστη πολιτεία τελείωσε τον βίο του σε προχωρημένη ηλικία στις 28 Δεκεμβρίου 1257 μ.Χ. Ανάμεσα στους τελευταίους λόγους, πού είπε στους υποτακτικούς, λίγο πριν το τέλος του, ήταν και οι εξής· «Θέλω να σας επισκέπτομαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμόν ορατόν και αόρατον... να ήστε ειρηνικοί· φιλόξενοι· να επιτελήτε τας εορτάς πνευματικώς... να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττητε και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε...». Ονομάσθηκε μυροβλύτης, γιατί «τοις πάσιν εφαίνετο μύρον αναβλύζον από του τάφου αυτού». Δυστυχώς και το χαριτόβρυτο λείψανο του και ο τάφος του μένουν σήμερα κρυμμένα και άγνωστα. Ο Σέρβος δεσπότης Ιωάννης Ούγγλεσης (+1371 μ.Χ.), ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του οσίου στη θεραπεία του τέκνου του, μεγάλωσε τη μικρή μονή και την πλούτισε με δωρεές και αφιερώματα.
Ο όσιος Ησαΐας έγραψε τον βίο του, τον όποιο μετέγραψε ο όσιος Νικηφόρος ο Χίος. Οι μοναχοί Θεόφιλος και Ραφαήλ συνέθεσαν κανόνες, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης Χαιρετισμούς και Εγκώμιο, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης οκτώηχο κανόνα και εξέδωσε την ακολουθία του το 1924 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Τὸν περιλάλητον πιστοὶ Μυροβλύτην, καὶ πανυπέρτιμον Χριστοῦ μαργαρίτην, καὶ μοναζόντων ἔρεισμα, καὶ θεῖον ἀσκητήν, πάντες εὐφημήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶντες· Σίμων μάκαρ φύλαττε, ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας· ἣν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ, ὁδηγηθεὶς δι’ ἀστέρος τρισόλβιε,
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀσκήσει ἐκλάμψας ἐν Ἄθῳ Ὅσιε, ὡς καθαρθεὶς τὴν καρδίαν τῶν ἀρετῶν τῷ φωτί, ἐδοξάσθης θαυμαστῶς Σίμων μακάριε· διὸ καὶ βλύζειν κρουνηδόν, μύρα εὔοσμα ἡμῖν, ἠξίωσαι μετὰ τέλος. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀνυμνοῦμέν σε ἀκρέμονα καὶ Ἀποστόλων ὀπαδόν καὶ ἰσοστάσιον καὶ τοῦ Ἄθω σεμνολόγημα καὶ φωστῆρα· Δὸς οὖν Πάτερ καὶ ἡμῖν τὴν σὴν ἀντίληψιν Ὑπέρ πάντων ἐξαιτούμενος τὸν Κύριον Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
Ὁ Οἶκος
Φῶς τὸ δίκην ἀστέρος, ἐξαστράψαν τῆ Πέτρᾳ, τῇ σοί κατῳκισμένῃ τρισμάκαρ, ἐν θεοπτίᾳ αὐτὸ θεωρῶν, ἐν τῆ Γεννήσει τοῦ Χριστοῦ οὐρανόφωτον, ἐξίστασο θεόληπτος ἀκούων ταῦτα·
Χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ φῶς καθορᾶται·
χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ σκότος γελᾶται.
Χαῖρε, τοῦ πεμφθέντος φωτὸς ἡ διάδοσις·
χαῖρε, τῶν χαρίτων Χριστοῦ ἡ ἐπίδοσις.
Χαῖρε φῶς τὸ ἀστερόμορφον, ἀναβλέψας ὀφθαλμοῖς·
χαῖρε σκότος τὸ θεήλατον, ἀπελάσας λογισμοῖς,
Χαῖρε, ὅτι κατέστης ἄστρου ξένου διόπτρα·
χαῖρε, ὅτι κατεῖδες ὑπὲρ μάγους ἀστέρα.
Χαῖρε φωστήρ, ἀστέρων λαμπρότερε·
χαῖρε λαμπτήρ, φωστήρων φανότερε.
Χαῖρε, δι’ οὗ Βηθλεὲμ νεουργεῖται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ Ἐδὲμ κατοικεῖται.
Χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον
Ὤφθης μυροθήκη πνευματική, Σίμων Μυροβλύτα, ἡδυπνόου ἐπιρροῆς, ὀσμαῖς σου εὐπνόοις, ὀσμὴν πρὸς ἀπαθείας, ἀπαύστως δειγείρων, τοὺς προσιόντας σοι.
Υποτάχθηκε σε αυστηρό Γέροντα και τόσο τον αγάπησε, ώστε την ώρα πού κοιμόταν ασπαζόταν τα πόδια του και κατά την απουσία του τον τόπο της κατακλίσεως του. Πίστευε ότι δίχως αυτόν δεν θα μπορούσε ν΄ ανεβεί στον ουρανό. Η υποταγή του έδωσε την υψοποιό ταπείνωση και αυτή τη διάκριση. Με την ευλογία του Γέροντα του κατοικεί σε σπήλαιο, πού σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στη μονή του, για να δοθεί όλος στην προσευχή, δίχως να φοβάται τις συχνές επιθέσεις των δαιμόνων. Οι επισκέψεις των ανθρώπων τον σύγχυζαν και ετοιμαζόταν ν΄αναχωρήσει σ΄ ερημικότερο τόπο, όταν άκουσε προσευχόμενος ουράνια φωνή· «Σίμων, φίλε πιστέ, και λάτρη του Υϊού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομα σου». Πιστεύοντας στην αναξιότητά του ο άξιος, θεώρησε τη φωνή τέχνασμα του πονηρού. Τη νύκτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος είδε αστέρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω στην πέτρα, όπου σήμερα η μονή, και η φωνή της Θεοτόκου να του λέγει· «Εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιόν σου, και να σώσης ψυχάς, και πρόσεχε καλώς· μη απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου».
Θαυματουργικά προχώρησε στην ανοικοδόμηση της μονής ο όσιος. Την εκκλησία αφιέρωσε στο όνομα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και τη μονή ονόμασε Νέα Βηθλεέμ. Με θεάρεστη πολιτεία τελείωσε τον βίο του σε προχωρημένη ηλικία στις 28 Δεκεμβρίου 1257 μ.Χ. Ανάμεσα στους τελευταίους λόγους, πού είπε στους υποτακτικούς, λίγο πριν το τέλος του, ήταν και οι εξής· «Θέλω να σας επισκέπτομαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμόν ορατόν και αόρατον... να ήστε ειρηνικοί· φιλόξενοι· να επιτελήτε τας εορτάς πνευματικώς... να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττητε και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε...». Ονομάσθηκε μυροβλύτης, γιατί «τοις πάσιν εφαίνετο μύρον αναβλύζον από του τάφου αυτού». Δυστυχώς και το χαριτόβρυτο λείψανο του και ο τάφος του μένουν σήμερα κρυμμένα και άγνωστα. Ο Σέρβος δεσπότης Ιωάννης Ούγγλεσης (+1371 μ.Χ.), ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του οσίου στη θεραπεία του τέκνου του, μεγάλωσε τη μικρή μονή και την πλούτισε με δωρεές και αφιερώματα.
Ο όσιος Ησαΐας έγραψε τον βίο του, τον όποιο μετέγραψε ο όσιος Νικηφόρος ο Χίος. Οι μοναχοί Θεόφιλος και Ραφαήλ συνέθεσαν κανόνες, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης Χαιρετισμούς και Εγκώμιο, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης οκτώηχο κανόνα και εξέδωσε την ακολουθία του το 1924 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Τὸν περιλάλητον πιστοὶ Μυροβλύτην, καὶ πανυπέρτιμον Χριστοῦ μαργαρίτην, καὶ μοναζόντων ἔρεισμα, καὶ θεῖον ἀσκητήν, πάντες εὐφημήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶντες· Σίμων μάκαρ φύλαττε, ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας· ἣν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ, ὁδηγηθεὶς δι’ ἀστέρος τρισόλβιε,
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀσκήσει ἐκλάμψας ἐν Ἄθῳ Ὅσιε, ὡς καθαρθεὶς τὴν καρδίαν τῶν ἀρετῶν τῷ φωτί, ἐδοξάσθης θαυμαστῶς Σίμων μακάριε· διὸ καὶ βλύζειν κρουνηδόν, μύρα εὔοσμα ἡμῖν, ἠξίωσαι μετὰ τέλος. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀνυμνοῦμέν σε ἀκρέμονα καὶ Ἀποστόλων ὀπαδόν καὶ ἰσοστάσιον καὶ τοῦ Ἄθω σεμνολόγημα καὶ φωστῆρα· Δὸς οὖν Πάτερ καὶ ἡμῖν τὴν σὴν ἀντίληψιν Ὑπέρ πάντων ἐξαιτούμενος τὸν Κύριον Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
Ὁ Οἶκος
Φῶς τὸ δίκην ἀστέρος, ἐξαστράψαν τῆ Πέτρᾳ, τῇ σοί κατῳκισμένῃ τρισμάκαρ, ἐν θεοπτίᾳ αὐτὸ θεωρῶν, ἐν τῆ Γεννήσει τοῦ Χριστοῦ οὐρανόφωτον, ἐξίστασο θεόληπτος ἀκούων ταῦτα·
Χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ φῶς καθορᾶται·
χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ σκότος γελᾶται.
Χαῖρε, τοῦ πεμφθέντος φωτὸς ἡ διάδοσις·
χαῖρε, τῶν χαρίτων Χριστοῦ ἡ ἐπίδοσις.
Χαῖρε φῶς τὸ ἀστερόμορφον, ἀναβλέψας ὀφθαλμοῖς·
χαῖρε σκότος τὸ θεήλατον, ἀπελάσας λογισμοῖς,
Χαῖρε, ὅτι κατέστης ἄστρου ξένου διόπτρα·
χαῖρε, ὅτι κατεῖδες ὑπὲρ μάγους ἀστέρα.
Χαῖρε φωστήρ, ἀστέρων λαμπρότερε·
χαῖρε λαμπτήρ, φωστήρων φανότερε.
Χαῖρε, δι’ οὗ Βηθλεὲμ νεουργεῖται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ Ἐδὲμ κατοικεῖται.
Χαίροις Σίμων τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον
Ὤφθης μυροθήκη πνευματική, Σίμων Μυροβλύτα, ἡδυπνόου ἐπιρροῆς, ὀσμαῖς σου εὐπνόοις, ὀσμὴν πρὸς ἀπαθείας, ἀπαύστως δειγείρων, τοὺς προσιόντας σοι.
Άγιοι Δισμύριοι (20.000) μάρτυρες που κάηκαν στη Νικομήδεια
Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι χριστιανοί της Νικομήδειας ήταν αρκετά πολυπληθείς. Ο επίσκοπος Άνθιμος, άνδρας άξιος και με αυταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα - μέρα για τις ψυχές των πιστών. Η πρόοδος αυτή των χριστιανών κέντρισε το φθόνο των ειδωλολατρών αρχόντων και θέλησαν να εξοντώσουν τη χριστιανική Εκκλησία, προπάντων στα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα κέντρα της. Σχεδίασαν λοιπόν, ανήμερα Χριστούγεννα να κάνουν γενική σφαγή των χριστιανών της Νικομήδειας. Οι χριστιανοί είχαν μαζευτεί και πανηγύριζαν το κοσμοσωτήριο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Ο επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τους είχαν περικυκλώσει στρατός και όχλος ειδωλολατρών με όπλα και ρόπαλα, διέταξε να γίνει γρήγορα η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα, βάπτισε τους κατηχουμένους, για να έχουν ασφαλή εφόδια στην αιώνια σωτηρία. Τότε οι ειδωλολάτρες έβαλαν φωτιά στο ναό, με αποτέλεσμα να καούν χιλιάδες πιστοί. Το τραγικό αυτό γεγονός, αντί να μειώσει τον αριθμό των μελών της Εκκλησίας, αντίθετα τον πολλαπλασίασε και χαλύβδωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των πιστών. Έτσι και στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που είπε η κεφαλή της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός: «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίου, ιστ' 18). Ο θάνατος δηλαδή και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού, δε θα υπερισχύσουν, ούτε θα κατανικήσουν την Εκκλησία, που είναι αιώνια και αθάνατη.
(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι' αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι' αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018
Αλεξανδρινό=”Δώρο στο Χριστό” (ένα συγκινητικό διήγημα)
Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη.
Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν.
Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά.
Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και
του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
– Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον».
Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
– Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
– Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα,
για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
– Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι.
Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα.
Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
– Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της,
αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
– Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα.
Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
– Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
– Μα τι έγινε;
– Θαύμα!
– Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη,
δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα...
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει
«λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό.
Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 – 8 εβδομάδες.
Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν.
Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά.
Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και
του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
– Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον».
Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
– Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
– Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα,
για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
– Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι.
Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα.
Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
– Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της,
αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
– Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα.
Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
– Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
– Μα τι έγινε;
– Θαύμα!
– Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη,
δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα...
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει
«λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό.
Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 – 8 εβδομάδες.
Τα δώρα των Μάγων
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
«Και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν» (Ματθ. Β 11).
Τρία δώρα έφεραν στο νεογέννητο Βασιλιά. Και χωρίς να το θέλουν συμβόλισαν την αγία και ζωοποιό Τριάδα, στο όνομα της Οποίας ήρθε στον κόσμο το παιδί Ιησούς, αλλά και την τριπλή διακονία του Κυρίου: τη βασιλική, την ιερατική και την προφητική, γιατί ο χρυσός συμβολίζει την αυτοκρατορική, το λιβάνι την ιερατική και η σμύρνα την προφητική η τη θυσιαστική. Το νεογέννητο βρέφος θα γινόταν ο Βασιλιάς του αθάνατου βασιλείου, ο αναμάρτητος ιερέας και προφήτης και, όπως οι περισσότεροι προφήτες πριν απ’ Αυτόν, θα θανατωνόταν.
Όλοι το γνωρίζουν πως ο χρυσός μαρτυρεί κάποιον βασιλιά και τη βασιλεία του. Όλοι γνωρίζουν πως το λιβάνι μαρτυρεί ιερωσύνη και προσευχή. Κι επίσης όλοι γνωρίζουν από την Αγία Γραφή πως το λιβάνι μαρτυρεί τη θνητότητα. Ο Νικόδημος άλειψε το σώμα του νεκρού Ιησού με μύρα (Ιωάν. Ιθ 39-40). Άλειφαν τα σώματα για να τα διατηρήσουν κάπως περισσότερο από τη φθορά του θανάτου. Ο κόσμος φωτίστηκε από τον Χριστό, που έλαμψε σαν χρυσός. Και γέμισε από προσευχές και θυμιάματα, όπως ένας ναός. Η οικουμένη ολόκληρη γέμισε από το άρωμα της διδασκαλίας Του.
Τα τρία δώρα όμως συμβολίζουν επίσης την καρτερία και το αμετάβλητο. Ο χρυσός παραμένει χρυσός, το λιβάνι παραμένει λιβάνι και το μύρο παραμένει μύρο. Κανένα απ’ αυτά δε χάνει την ιδιότητά του όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μετά από χίλια χρόνια ο χρυσός εξακολουθεί να λάμπει, το λιβάνι να καίει και το μύρο διατηρεί το άρωμά του. Δεν θα μπορούσαν να βρεθούν άλλα πιο αντιπροσωπευτικά αντικείμενα στη γη που να συμβολίζουν τόσο πιστά την επίγεια αποστολή του Χριστού η να δείχνουν πιο καθαρά και εκφραστικά τον αιώνιο χαρακτήρα του έργου Του στη γη, καθώς και όλες τις πνευματικές και ηθικές αξίες που έφερε από τον ουρανό στον κόσμο. Έφερε την αλήθεια, την προσευχή, την αθανασία.
Με ποιό άλλο αντικείμενο στη γη, εκτός από το χρυσό, θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η αλήθεια; Ο,τι και να κάνεις στο χρυσό, αυτός θα εξακολουθεί να λάμπει.
Με ποιό άλλο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η προσευχή αν όχι με το λιβάνι; Όπως ο καπνός από το λιβάνι γεμίζει την εκκλησιά ολόκληρη, έτσι γεμίζει κι η προσευχή ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Όπως ο καπνός ανεβαίνει ψηλά, έτσι ανεβάζει η προσευχή την ψυχή του ανθρώπου στον Θεό. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου», λέει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. ρμα 2). Είναι γεγονός πως κι άλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μα κανένας καπνός δεν εμπνέει την ψυχή για προσευχή.
Ποιό άλλο επίγειο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολίσει καλύτερα την αθανασία από το μύρο; Η θνητότητα αποπνέει δυσωδία, ενώ η αθανασία έχει μία διαρκή ευωδία.
Οι μάγοι από την Ανατολή συμβόλισαν έτσι έστω κι ανεπίγνωστα ολόκληρη τη χριστιανική πίστη. Ξεκίνησαν από την Αγία Τριάδα κι έφτασαν ως την Ανάσταση και την αθανασία του Κυρίου Ιησού και των πιστών Του. Δεν είναι απλοί προσκυνητές, μα πραγματικοί προφήτες. Προφήτες τόσο της χριστιανικής πίστης όσο και της ζωής και του έργου του Χριστού. Από μόνοι τους, με τη δική τους αντίληψη και γνώση, δεν θα τα ήξεραν όλα αυτά. Ήταν η πρόνοια του Θεού που τους έστειλε στη Βηθλεέμ και τους έδωσε το παράξενο αυτό άστρο να τους οδηγεί.
«Θεός επί γης, άνθρωπος εν Ουρανώ», Ομιλίες Α .
«Και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν» (Ματθ. Β 11).
Τρία δώρα έφεραν στο νεογέννητο Βασιλιά. Και χωρίς να το θέλουν συμβόλισαν την αγία και ζωοποιό Τριάδα, στο όνομα της Οποίας ήρθε στον κόσμο το παιδί Ιησούς, αλλά και την τριπλή διακονία του Κυρίου: τη βασιλική, την ιερατική και την προφητική, γιατί ο χρυσός συμβολίζει την αυτοκρατορική, το λιβάνι την ιερατική και η σμύρνα την προφητική η τη θυσιαστική. Το νεογέννητο βρέφος θα γινόταν ο Βασιλιάς του αθάνατου βασιλείου, ο αναμάρτητος ιερέας και προφήτης και, όπως οι περισσότεροι προφήτες πριν απ’ Αυτόν, θα θανατωνόταν.
Όλοι το γνωρίζουν πως ο χρυσός μαρτυρεί κάποιον βασιλιά και τη βασιλεία του. Όλοι γνωρίζουν πως το λιβάνι μαρτυρεί ιερωσύνη και προσευχή. Κι επίσης όλοι γνωρίζουν από την Αγία Γραφή πως το λιβάνι μαρτυρεί τη θνητότητα. Ο Νικόδημος άλειψε το σώμα του νεκρού Ιησού με μύρα (Ιωάν. Ιθ 39-40). Άλειφαν τα σώματα για να τα διατηρήσουν κάπως περισσότερο από τη φθορά του θανάτου. Ο κόσμος φωτίστηκε από τον Χριστό, που έλαμψε σαν χρυσός. Και γέμισε από προσευχές και θυμιάματα, όπως ένας ναός. Η οικουμένη ολόκληρη γέμισε από το άρωμα της διδασκαλίας Του.
Τα τρία δώρα όμως συμβολίζουν επίσης την καρτερία και το αμετάβλητο. Ο χρυσός παραμένει χρυσός, το λιβάνι παραμένει λιβάνι και το μύρο παραμένει μύρο. Κανένα απ’ αυτά δε χάνει την ιδιότητά του όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μετά από χίλια χρόνια ο χρυσός εξακολουθεί να λάμπει, το λιβάνι να καίει και το μύρο διατηρεί το άρωμά του. Δεν θα μπορούσαν να βρεθούν άλλα πιο αντιπροσωπευτικά αντικείμενα στη γη που να συμβολίζουν τόσο πιστά την επίγεια αποστολή του Χριστού η να δείχνουν πιο καθαρά και εκφραστικά τον αιώνιο χαρακτήρα του έργου Του στη γη, καθώς και όλες τις πνευματικές και ηθικές αξίες που έφερε από τον ουρανό στον κόσμο. Έφερε την αλήθεια, την προσευχή, την αθανασία.
Με ποιό άλλο αντικείμενο στη γη, εκτός από το χρυσό, θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η αλήθεια; Ο,τι και να κάνεις στο χρυσό, αυτός θα εξακολουθεί να λάμπει.
Με ποιό άλλο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η προσευχή αν όχι με το λιβάνι; Όπως ο καπνός από το λιβάνι γεμίζει την εκκλησιά ολόκληρη, έτσι γεμίζει κι η προσευχή ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Όπως ο καπνός ανεβαίνει ψηλά, έτσι ανεβάζει η προσευχή την ψυχή του ανθρώπου στον Θεό. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου», λέει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. ρμα 2). Είναι γεγονός πως κι άλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μα κανένας καπνός δεν εμπνέει την ψυχή για προσευχή.
Ποιό άλλο επίγειο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολίσει καλύτερα την αθανασία από το μύρο; Η θνητότητα αποπνέει δυσωδία, ενώ η αθανασία έχει μία διαρκή ευωδία.
Οι μάγοι από την Ανατολή συμβόλισαν έτσι έστω κι ανεπίγνωστα ολόκληρη τη χριστιανική πίστη. Ξεκίνησαν από την Αγία Τριάδα κι έφτασαν ως την Ανάσταση και την αθανασία του Κυρίου Ιησού και των πιστών Του. Δεν είναι απλοί προσκυνητές, μα πραγματικοί προφήτες. Προφήτες τόσο της χριστιανικής πίστης όσο και της ζωής και του έργου του Χριστού. Από μόνοι τους, με τη δική τους αντίληψη και γνώση, δεν θα τα ήξεραν όλα αυτά. Ήταν η πρόνοια του Θεού που τους έστειλε στη Βηθλεέμ και τους έδωσε το παράξενο αυτό άστρο να τους οδηγεί.
«Θεός επί γης, άνθρωπος εν Ουρανώ», Ομιλίες Α .
«Τι θαυμάζεις Μαριάμ;»
Καθώς ζούμε τα Χριστούγεννα, η μορφή της Αγίας Θεοτόκου, της Παναχράντου Μητέρας του Κυρίου μας, καταλαμβάνει ξεχωριστή θέση στις καρδιές των πιστών. Έκτακτο το μεγαλείο της, διότι μόνην εκείνην εξέλεξε ο Θεός να γίνει εκλεκτό όργανο, από την οποία ο Μονογενής Του Υιός θα προσελάμβανε την ανθρώπινη φύση και θα ερχόταν μεταξύ των ανθρώπων ως Σωτήρας και Λυτρωτής.
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας τις ημέρες αυτές παρουσιάζει το πανάγιο πρόσωπό της, την τιμητική θέση της και τη στάση της στο Μυστήριο της Γεννήσεως.
Σ’ ένα τροπάριο - κάθισμα του Όρθρου των Χριστουγέννων, ο ιερός Υμνογράφος απευθύνεται προς την Παναγία Θεοτόκο μ’ ένα ερώτημα:
«Τι θαυμάζεις Μαριάμ; τι εκθαμβείσαι το εν σοι;»· τι κοιτάς, θαυμάζεις και απορείς, Μαριάμ; Γιατί εκπλήττεσαι μ’ αυτό που Σου συμβαίνει;
Την ερωτά ο ιερός υμνωδός, και εκείνη απαντά: «Ότι άχρονον Υιόν, χρόνω εγέννησα, του τικτομένου την σύλληψιν μη διδαχθείσα». Θαυμάζω και απορώ, διότι τον άχρονο Υιό του Θεού τον γέννησα τώρα, σε ορισμένο χρόνο ως άνθρωπο, χωρίς να καταλάβω πως έγινε η σύλληψη! «Άνανδρός ειμι, και πως τέξω Υιόν; άσπορον γονήν τις εώρακεν; όπου Θεός δε βούλεται, νικάται φύσεως τάξις, ως γέγραπται». Είμαι Παρθένος, δεν έχω άνδρα. Πως θα γεννήσω παιδί; Όταν όμως θέλει ο Θεός, αλλάζει η φυσική ροή των πραγμάτων, αλλάζουν οι φυσικοί νόμοι!
Προσπαθεί ο ιερός Υμνογράφος στο τροπάριο αυτό ν’ αποτυπώσει την έκπληξη της Παναγίας μας ενώπιον του μοναδικού γεγονότος της Γεννήσεως του Χριστού. Αλλά το τροπάριο αυτό, εκφράζει και την έκπληξη του κάθε ανθρώπου μπροστά στο θεϊκό Μυστήριο.
«Τι θαυμάζεις Μαριάμ;», είναι και η δική μας απορία. Πως ο Θεός γίνεται άνθρωπος, πως ο αχώρητος Θεός χωράει στα σπλάχνα μιας Παρθένου; Θαυμάζεις (απορείς) για την ταπείνωση, τη συγκατάβαση που βλέπεις να έχει «ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων»; Εκπλήττεσαι από την άγνοια, την αδιαφορία και την ψυχρότητα των ανθρώπων;
Όσο όμως και αν ο ιερός Υμνογράφος προσπαθεί να παρουσιάσει την απορία - έκπληξη της Θεοτόκου και να δώσει ο ίδιος απαντήσεις, το ιερό Ευαγγέλιο μας πληροφορεί πως η Υπεραγία Θεοτόκος όλο αυτό το γεγονός το διήλθε με σιωπή και «πάντα συνετήρει... εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β 19)· συγκρατούσε όλα αυτά μέσα στην καρδιά της.
Η Παναγία μας σιωπηλή στέκεται δίπλα και ατενίζει το θείο Βρέφος. Υπηρετεί το σχέδιο του Θεού μέσα στη σιωπή της. Δεν εκφράζεται για τίποτε από όσα έζησε την ώρα του Ευαγγελισμού, τη στιγμή της θείας Γεννήσεως, της προσκυνήσεως των Ποιμένων και των Μάγων. Καμία λέξη στα χείλη της· ένα είναι το φρόνημά της, πως αυτή είναι δούλη του Κυρίου έτοιμη να εκτελέσει το θέλημά Του. Την όποια έκπληξη - απορία την κρατά μέσα της. Πιστεύει ακράδαντα πως Αυτός είναι ο Μεσσίας και Λυτρωτής του κόσμου.
Χριστούγεννα πλησιάζουν, και η σκέψη μας στρέφεται στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, όπου ο Χριστός γεννάται.
Ξεχωριστή η θέση της Παναγίας μας. Θα τη δούμε κατά τη μεγάλη ημέρα των Χριστουγέννων να παραστέκει στον Υιό της μέσα στη φτωχική φάτνη Του. Σεμνά και ταπεινά σκύβει επάνω Του και Τον φροντίζει. Θα αποθέσουμε ευλαβικό ασπασμό στον Υιό της και θα την υμνήσουμε. Το παράδειγμα της Θεοτόκου να μας διδάξει. Με θαυμασμό, με σιωπή να πλησιάσουμε το Μυστήριο, για να δυναμώσει η πίστη μας.
Ας αφήσουμε τη σκέψη μας να εμβαθύνει στο μεγάλο γεγονός, η καρδιά μας ας συγκινηθεί μπροστά στη Φάτνη, η ζωή μας να αλλάξει.
Ας σιωπήσουμε και ας θαυμάσουμε. Ο μεγάλος θαυμασμός αφήνει άφωνο τον άνθρωπο, τον κάνει να χάνει τα λόγια του, τον συγκλονίζει!
Μη μείνουμε όμως μόνο στο θαυμασμό· να προχωρήσουμε και σε γενναίες αποφάσεις στον καθημερινό μας αγώνα. Να αγαπήσουμε τον Κύριο, να πιστέψουμε σ’ Αυτόν. Αυτό το Βρέφος είναι ο Κύριος της ιστορίας και του κόσμου. Σ’ Αυτόν να αναθέσουμε τη ζωή και να αποθέσουμε τις ελπίδες μας.
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας τις ημέρες αυτές παρουσιάζει το πανάγιο πρόσωπό της, την τιμητική θέση της και τη στάση της στο Μυστήριο της Γεννήσεως.
Σ’ ένα τροπάριο - κάθισμα του Όρθρου των Χριστουγέννων, ο ιερός Υμνογράφος απευθύνεται προς την Παναγία Θεοτόκο μ’ ένα ερώτημα:
«Τι θαυμάζεις Μαριάμ; τι εκθαμβείσαι το εν σοι;»· τι κοιτάς, θαυμάζεις και απορείς, Μαριάμ; Γιατί εκπλήττεσαι μ’ αυτό που Σου συμβαίνει;
Την ερωτά ο ιερός υμνωδός, και εκείνη απαντά: «Ότι άχρονον Υιόν, χρόνω εγέννησα, του τικτομένου την σύλληψιν μη διδαχθείσα». Θαυμάζω και απορώ, διότι τον άχρονο Υιό του Θεού τον γέννησα τώρα, σε ορισμένο χρόνο ως άνθρωπο, χωρίς να καταλάβω πως έγινε η σύλληψη! «Άνανδρός ειμι, και πως τέξω Υιόν; άσπορον γονήν τις εώρακεν; όπου Θεός δε βούλεται, νικάται φύσεως τάξις, ως γέγραπται». Είμαι Παρθένος, δεν έχω άνδρα. Πως θα γεννήσω παιδί; Όταν όμως θέλει ο Θεός, αλλάζει η φυσική ροή των πραγμάτων, αλλάζουν οι φυσικοί νόμοι!
Προσπαθεί ο ιερός Υμνογράφος στο τροπάριο αυτό ν’ αποτυπώσει την έκπληξη της Παναγίας μας ενώπιον του μοναδικού γεγονότος της Γεννήσεως του Χριστού. Αλλά το τροπάριο αυτό, εκφράζει και την έκπληξη του κάθε ανθρώπου μπροστά στο θεϊκό Μυστήριο.
«Τι θαυμάζεις Μαριάμ;», είναι και η δική μας απορία. Πως ο Θεός γίνεται άνθρωπος, πως ο αχώρητος Θεός χωράει στα σπλάχνα μιας Παρθένου; Θαυμάζεις (απορείς) για την ταπείνωση, τη συγκατάβαση που βλέπεις να έχει «ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων»; Εκπλήττεσαι από την άγνοια, την αδιαφορία και την ψυχρότητα των ανθρώπων;
Όσο όμως και αν ο ιερός Υμνογράφος προσπαθεί να παρουσιάσει την απορία - έκπληξη της Θεοτόκου και να δώσει ο ίδιος απαντήσεις, το ιερό Ευαγγέλιο μας πληροφορεί πως η Υπεραγία Θεοτόκος όλο αυτό το γεγονός το διήλθε με σιωπή και «πάντα συνετήρει... εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β 19)· συγκρατούσε όλα αυτά μέσα στην καρδιά της.
Η Παναγία μας σιωπηλή στέκεται δίπλα και ατενίζει το θείο Βρέφος. Υπηρετεί το σχέδιο του Θεού μέσα στη σιωπή της. Δεν εκφράζεται για τίποτε από όσα έζησε την ώρα του Ευαγγελισμού, τη στιγμή της θείας Γεννήσεως, της προσκυνήσεως των Ποιμένων και των Μάγων. Καμία λέξη στα χείλη της· ένα είναι το φρόνημά της, πως αυτή είναι δούλη του Κυρίου έτοιμη να εκτελέσει το θέλημά Του. Την όποια έκπληξη - απορία την κρατά μέσα της. Πιστεύει ακράδαντα πως Αυτός είναι ο Μεσσίας και Λυτρωτής του κόσμου.
Χριστούγεννα πλησιάζουν, και η σκέψη μας στρέφεται στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, όπου ο Χριστός γεννάται.
Ξεχωριστή η θέση της Παναγίας μας. Θα τη δούμε κατά τη μεγάλη ημέρα των Χριστουγέννων να παραστέκει στον Υιό της μέσα στη φτωχική φάτνη Του. Σεμνά και ταπεινά σκύβει επάνω Του και Τον φροντίζει. Θα αποθέσουμε ευλαβικό ασπασμό στον Υιό της και θα την υμνήσουμε. Το παράδειγμα της Θεοτόκου να μας διδάξει. Με θαυμασμό, με σιωπή να πλησιάσουμε το Μυστήριο, για να δυναμώσει η πίστη μας.
Ας αφήσουμε τη σκέψη μας να εμβαθύνει στο μεγάλο γεγονός, η καρδιά μας ας συγκινηθεί μπροστά στη Φάτνη, η ζωή μας να αλλάξει.
Ας σιωπήσουμε και ας θαυμάσουμε. Ο μεγάλος θαυμασμός αφήνει άφωνο τον άνθρωπο, τον κάνει να χάνει τα λόγια του, τον συγκλονίζει!
Μη μείνουμε όμως μόνο στο θαυμασμό· να προχωρήσουμε και σε γενναίες αποφάσεις στον καθημερινό μας αγώνα. Να αγαπήσουμε τον Κύριο, να πιστέψουμε σ’ Αυτόν. Αυτό το Βρέφος είναι ο Κύριος της ιστορίας και του κόσμου. Σ’ Αυτόν να αναθέσουμε τη ζωή και να αποθέσουμε τις ελπίδες μας.
Άγιος Μαυρίκιος, ο γιος του Φωτεινός και οι Άγιοι Εβδομήκοντα Μάρτυρες
Μαρτύρησαν όλοι στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.) και ήταν στρατιώτες, που διέμεναν στην Απάμεια της Βιθυνίας του Πόντου.
Όταν πέρασε από εκεί ο Μαξιμιανός, καταγγέλθηκαν ότι ήταν χριστιανοί. Όταν τους κάλεσε ο βασιλιάς, οι Άγιοι ομολόγησαν και μπροστά του ότι ήταν χριστιανοί και αμέσως τότε τους αφαιρέθηκαν οι στρατιωτικές ζώνες και τους έριξαν στη φυλακή.
Όταν μετά τρεις μέρες ρωτήθηκαν και πάλι, έμειναν αμετάθετοι στο φρόνημά τους και έτσι τους κρέμασαν και τους ξέσχισαν τις πλευρές. Ο δε Μαξιμιανός, για να κάνει πικρότερο το μαρτύριο του Μαυρικίου, αποκεφάλισαν μπροστά του τον γιο του Φωτεινό. Αυτούς δε, τους πήγε σε τόπο με βρώμικα βαλτόνερα, όπου τους έδεσε γυμνούς σε πασσάλους και τους άλειψε με μέλι. Οι μάρτυρες, έμειναν έτσι δεμένοι επί 10 ημέρες, τελικά όμως, από τα τσιμπήματα των εντόμων, παρέδωσαν μαρτυρικά το πνεύμα τους στον Θεό.
Ο Άγιος Μαυρίκιος εορτάζει και την 1η Ιουλίου.
Όταν πέρασε από εκεί ο Μαξιμιανός, καταγγέλθηκαν ότι ήταν χριστιανοί. Όταν τους κάλεσε ο βασιλιάς, οι Άγιοι ομολόγησαν και μπροστά του ότι ήταν χριστιανοί και αμέσως τότε τους αφαιρέθηκαν οι στρατιωτικές ζώνες και τους έριξαν στη φυλακή.
Όταν μετά τρεις μέρες ρωτήθηκαν και πάλι, έμειναν αμετάθετοι στο φρόνημά τους και έτσι τους κρέμασαν και τους ξέσχισαν τις πλευρές. Ο δε Μαξιμιανός, για να κάνει πικρότερο το μαρτύριο του Μαυρικίου, αποκεφάλισαν μπροστά του τον γιο του Φωτεινό. Αυτούς δε, τους πήγε σε τόπο με βρώμικα βαλτόνερα, όπου τους έδεσε γυμνούς σε πασσάλους και τους άλειψε με μέλι. Οι μάρτυρες, έμειναν έτσι δεμένοι επί 10 ημέρες, τελικά όμως, από τα τσιμπήματα των εντόμων, παρέδωσαν μαρτυρικά το πνεύμα τους στον Θεό.
Ο Άγιος Μαυρίκιος εορτάζει και την 1η Ιουλίου.
Άγιος Θεόδωρος ο Α' Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης
Ο Άγιος αυτός ήταν γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινούπολης και έζησε στα χρόνια του Βασιλιά Κωνσταντίνου Δ' του Πωγωνάτου (668 - 685 μ.Χ.).
Λόγω της μεγάλης του αρετής και ευλάβειας, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος της Αγίας Σοφίας και κατόπιν έγινε σύγκελλος και σκευοφύλακας αυτής. Επειδή δε ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντίνος πέθανε, από τον βασιλιά και τη σύγκλητο, αναγκάστηκε να χειροτονηθεί Πατριάρχης ο Θεόδωρος. Θεάρεστα αφού διακυβέρνησε την Εκκλησία για δύο χρόνια και τρεις μήνες, απομακρύνθηκε του θρόνου από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Πωγωνάτο. Η απομάκρυνση αυτή δεν μάρανε τον θείο ζήλο του Πατριάρχη Θεοδώρου και αφού πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του επίσης Θεάρεστα, απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Άγιος Θεόδωρος επανήλθε στον θρόνο του μετά τον θάνατο του πατρός Γεωργίου Α’ και πατριάρχευσε έως το 687 μ.Χ.
Λόγω της μεγάλης του αρετής και ευλάβειας, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος της Αγίας Σοφίας και κατόπιν έγινε σύγκελλος και σκευοφύλακας αυτής. Επειδή δε ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντίνος πέθανε, από τον βασιλιά και τη σύγκλητο, αναγκάστηκε να χειροτονηθεί Πατριάρχης ο Θεόδωρος. Θεάρεστα αφού διακυβέρνησε την Εκκλησία για δύο χρόνια και τρεις μήνες, απομακρύνθηκε του θρόνου από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Πωγωνάτο. Η απομάκρυνση αυτή δεν μάρανε τον θείο ζήλο του Πατριάρχη Θεοδώρου και αφού πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του επίσης Θεάρεστα, απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Άγιος Θεόδωρος επανήλθε στον θρόνο του μετά τον θάνατο του πατρός Γεωργίου Α’ και πατριάρχευσε έως το 687 μ.Χ.
Άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός ήταν γιος του Ιωνά , από την Παλαιστίνη, και υπήρξε μαθητής μαζί με τον αδελφό του Θεοφάνη , στη μονή του αγίου Σάββα.
Στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ε' ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και οι δύο για το ζήτημα των αγίων εικόνων, περιορίστηκαν σε κάποια Μονή στο Στόμιο της Μαύρης Θάλασσας. Ο βασιλιάς Μιχαήλ ο Τραυλός τους επανέφερε, αλλά αυτοί δεν θέλησαν να εξαγοράσουν την ησυχία τους με αδιαφορία στα εκκλησιαστικά ζητήματα και να νεκρώσουν τις ιερές πεποιθήσεις τους. Γι' αυτό εκδήλωσαν με θάρρος τα φρονήματά τους και έτσι πάλι περιορίστηκαν από τον βασιλιά, σε κάποιο τόπο κοντά στο Σωσθένιο. Αργότερα επί Θεοφίλου του Εικονομάχου, στάλθηκαν στην Αφουσία. Αν και εκεί είχαν μείνει πολλά χρόνια και είχαν αυστηρή επιτήρηση, αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν κατά της εικονομαχίας. Τότε ο Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους μαστίγωσε ανελέητα. Και κατόπιν χάραξε στα μέτωπα τους με πυρακτωμένο σίδερο, τους παρακάτω δώδεκα στίχους για να τους στιγματίσει.
Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν,
Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ Λόγου πόδες
Ἔστησαν, εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,
Ὤφθησαν οὗτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ,
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης.
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπὸν ἐξ ἀπιστίας,
Πράξαντες δεινὰ αἰσχρὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες,
Οὐκ ἐξαφῆκαν τὰς ἀθέσμους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι, τὴν θέαν,
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν.
Απ' αυτή την αιτία ονομάστηκαν και οι δύο Γραπτοί. Επί δε του Πατριάρχου Ιωάννου Ζ' (836 ή 837 μ.Χ.), εξορίστηκαν πάλι στην Απάμεια της Βιθυνίας, όπου ο Θεόδωρος πέθανε και τάφηκε από τον αδελφό του Θεοφάνη. Αργότερα το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα.
Ο εορτασμός του μας υπενθυμίζει πόσους αγώνες κίνησαν οι πιστοί, για να διαφυλαχτεί η ορθόδοξη διδασκαλία και λατρεία. Και για τ' αδέλφια δίνει λαμπρό μάθημα, για το ότι δεν υπάρχει τίποτα συγκινητικότερο και τιμητικότερο, από το να ζουν αφοσιωμένοι μέχρι θανάτου για τη νίκη της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δῶρον ἔμψυχον, τῷ Ζωοδότῃ, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· Ἀσκητικαὶς δωρεαὶς γὰρ κοσμούμενος, ὁμολογίας Ἀγώσι διέλαμψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ε' ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και οι δύο για το ζήτημα των αγίων εικόνων, περιορίστηκαν σε κάποια Μονή στο Στόμιο της Μαύρης Θάλασσας. Ο βασιλιάς Μιχαήλ ο Τραυλός τους επανέφερε, αλλά αυτοί δεν θέλησαν να εξαγοράσουν την ησυχία τους με αδιαφορία στα εκκλησιαστικά ζητήματα και να νεκρώσουν τις ιερές πεποιθήσεις τους. Γι' αυτό εκδήλωσαν με θάρρος τα φρονήματά τους και έτσι πάλι περιορίστηκαν από τον βασιλιά, σε κάποιο τόπο κοντά στο Σωσθένιο. Αργότερα επί Θεοφίλου του Εικονομάχου, στάλθηκαν στην Αφουσία. Αν και εκεί είχαν μείνει πολλά χρόνια και είχαν αυστηρή επιτήρηση, αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν κατά της εικονομαχίας. Τότε ο Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους μαστίγωσε ανελέητα. Και κατόπιν χάραξε στα μέτωπα τους με πυρακτωμένο σίδερο, τους παρακάτω δώδεκα στίχους για να τους στιγματίσει.
Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν,
Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ Λόγου πόδες
Ἔστησαν, εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,
Ὤφθησαν οὗτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ,
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης.
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπὸν ἐξ ἀπιστίας,
Πράξαντες δεινὰ αἰσχρὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες,
Οὐκ ἐξαφῆκαν τὰς ἀθέσμους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι, τὴν θέαν,
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν.
Απ' αυτή την αιτία ονομάστηκαν και οι δύο Γραπτοί. Επί δε του Πατριάρχου Ιωάννου Ζ' (836 ή 837 μ.Χ.), εξορίστηκαν πάλι στην Απάμεια της Βιθυνίας, όπου ο Θεόδωρος πέθανε και τάφηκε από τον αδελφό του Θεοφάνη. Αργότερα το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα.
Ο εορτασμός του μας υπενθυμίζει πόσους αγώνες κίνησαν οι πιστοί, για να διαφυλαχτεί η ορθόδοξη διδασκαλία και λατρεία. Και για τ' αδέλφια δίνει λαμπρό μάθημα, για το ότι δεν υπάρχει τίποτα συγκινητικότερο και τιμητικότερο, από το να ζουν αφοσιωμένοι μέχρι θανάτου για τη νίκη της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δῶρον ἔμψυχον, τῷ Ζωοδότῃ, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· Ἀσκητικαὶς δωρεαὶς γὰρ κοσμούμενος, ὁμολογίας Ἀγώσι διέλαμψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος
Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ».(Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.
Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.
Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια - κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ' ὦ Τρισμάκαρ, τοὺς σὲ τιμῶντας, σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπων λαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνον ἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.
Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.
Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια - κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ' ὦ Τρισμάκαρ, τοὺς σὲ τιμῶντας, σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπων λαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνον ἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.
Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018
Ὁ Ἐ μ μ α ν ο υ ὴ λ
π. Δημητρίου Μπόκου
Τὸν περασμένο Ἰούνιο (2011) παίχθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ θεατρικὸ ἔργο τοῦ Ἰταλοῦ σκηνοθέτη Ρομέο Καστελούτσι μὲ τίτλο: «Περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ». Ἡ παράσταση ἔγινε μὲ φόντο ἕνα τεράστιο πορτραῖτο τοῦ Ἰησοῦ, ἔργο τοῦ σπουδαίου Ἰταλοῦ ζωγράφου Ἀντονέλο ντὰ Μεσίνα.
Σὲ συνέντευξη ποὺ ἀκολούθησε, ρωτήθηκε ὁ σκηνοθέτης, γιατί σὲ κάποια σκηνὴ βάζει παιδιὰ νὰ πετοῦν χειροβομβίδες στὴν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ.
- Εἶναι ἕνας τρόπος ἀφύπνισης τῆς εἰκόνας, λέει ὁ Καστελούτσι. «Ἄκουσέ με, εἶμαι ἐδῶ, εἶμαι ἀπέναντί σου», λένε τὰ παιδιὰ στὸν Ἰησοῦ. Ἕνα νεῦμα ποὺ κάνει ἕνας ἀθῶος, τὰ παιδιά, ἀπέναντι σὲ ἕναν ἄλλο ἀθῶο. Μιὰ σκηνὴ ἀθωότητας. Καὶ μιὰ μορφὴ προσευχῆς. Προσευχῆς μὲ παράδοξο τρόπο.
- Ἐσεῖς προσεύχεστε;
- Δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ προσευχηθῶ. Ἀλλὰ ζηλεύω πολὺ ἐκείνους ποὺ μποροῦν. Μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὸν Θεό. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἄνθρωπος. Ἀσκεῖ μιὰ μαγευτικὴ δύναμη πάνω μου (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3-7-2011).
Δὲν ξέρουμε ἂν γιὰ τὸν Καστελούτσι ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ ἄνθρωπος, ὅμως θὰ ἑστιάσουμε στὰ λόγια του, ὅτι μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἄνθρωπος. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀπαντοῦν στὸ παλιὸ ἐρώτημα: Cur Deus homo? Γιατί ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος;
Μὰ ἀκριβῶς, γιὰ νὰ τὸν νοιώσουμε κοντά μας. Ὁ Θεὸς δὲν ἦρθε στὴ γῆ, ἁπλῶς γιὰ νὰ φέρει μιὰ νέα διδασκαλία. Αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὸ κάμει καὶ διὰ μέσου τῶν προφητῶν, τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἁγίων κάθε ἐποχῆς.
Κατέβηκε χαμηλά, γιὰ νὰ φέρει στοὺς ἀνθρώπους τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δὲν χρειάζονταν τόσο τὰ λόγια, ὅσο ἡ παρουσία του. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆρε ἴδια μὲ μᾶς μορφή, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος» (Φιλ. 2, 7-8), γιὰ νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔλειπε. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὑποτάχθηκε στὴν ἁμαρτία, ἔχασε τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό (Ἰω. 3, 13). Ἀναλαμβάνει λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ καλύψει τὴν ἀπόσταση ποὺ τοὺς χώριζε. Σὲ μιὰ κίνηση ἀπέραντης εὐσπλαχνίας καὶ ἀγάπης κατεβαίνει, παίρνει ἐπάνω του τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν σώζει. Εἶναι Θεός, γίνεται γιὰ χάρη μας καὶ ἄνθρωπος. Στὸ ἑξῆς θὰ εἶναι Θεάνθρωπος. Εἶναι πιὰ ὁ Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ «ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν» (Ματθ. 1, 23). Μιὰ διαρκὴς παρηγορητικὴ καὶ σωστικὴ παρουσία ἀνάμεσά μας.
Ὅλοι τώρα μποροῦν νὰ τὸν καταλάβουν, νὰ τὸν νοιώσουν δίπλα τους, νὰ τὸν συναναστραφοῦν. Κανένας στὸ ἑξῆς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ παραπονεθεῖ, σὰν τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδά, πὼς δὲν ἔχει ἄνθρωπο κοντά του. «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, λέγει ὁ Χριστός, καὶ λέγεις, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;» (Λιτὴ Κυρ. Παραλύτου).
Ἄνθρωπος λοιπὸν ὁ Χριστός, ὅμοιος σὲ ὅλα μέ μᾶς, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, γιὰ χάρη μας. Ἂν καὶ πάλι νοιώθουμε μόνοι, μήπως κάτι ἐμεῖς δὲν κάνουμε καλά; Ἐκεῖνος εἶναι δίπλα μας, μὲ τὸ χέρι πάντα ἁπλωμένο πρὸς ἐμᾶς. Ἂν δὲν τοῦ δώσουμε κι ἐμεῖς τὸ δικό μας, πῶς θὰ ἀνεβοῦμε ξανὰ στὸν οὐρανό; Δὲν θὰ τὸ καταφέρουμε ποτέ, ἔστω κι ἂν κάθε χρόνο ἀκοῦμε ἀπὸ στόματα ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τὴν προτροπή: «Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε!»
Τὸν περασμένο Ἰούνιο (2011) παίχθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ θεατρικὸ ἔργο τοῦ Ἰταλοῦ σκηνοθέτη Ρομέο Καστελούτσι μὲ τίτλο: «Περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ». Ἡ παράσταση ἔγινε μὲ φόντο ἕνα τεράστιο πορτραῖτο τοῦ Ἰησοῦ, ἔργο τοῦ σπουδαίου Ἰταλοῦ ζωγράφου Ἀντονέλο ντὰ Μεσίνα.
Σὲ συνέντευξη ποὺ ἀκολούθησε, ρωτήθηκε ὁ σκηνοθέτης, γιατί σὲ κάποια σκηνὴ βάζει παιδιὰ νὰ πετοῦν χειροβομβίδες στὴν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ.
- Εἶναι ἕνας τρόπος ἀφύπνισης τῆς εἰκόνας, λέει ὁ Καστελούτσι. «Ἄκουσέ με, εἶμαι ἐδῶ, εἶμαι ἀπέναντί σου», λένε τὰ παιδιὰ στὸν Ἰησοῦ. Ἕνα νεῦμα ποὺ κάνει ἕνας ἀθῶος, τὰ παιδιά, ἀπέναντι σὲ ἕναν ἄλλο ἀθῶο. Μιὰ σκηνὴ ἀθωότητας. Καὶ μιὰ μορφὴ προσευχῆς. Προσευχῆς μὲ παράδοξο τρόπο.
- Ἐσεῖς προσεύχεστε;
- Δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ προσευχηθῶ. Ἀλλὰ ζηλεύω πολὺ ἐκείνους ποὺ μποροῦν. Μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὸν Θεό. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἄνθρωπος. Ἀσκεῖ μιὰ μαγευτικὴ δύναμη πάνω μου (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3-7-2011).
Δὲν ξέρουμε ἂν γιὰ τὸν Καστελούτσι ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ ἄνθρωπος, ὅμως θὰ ἑστιάσουμε στὰ λόγια του, ὅτι μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἄνθρωπος. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀπαντοῦν στὸ παλιὸ ἐρώτημα: Cur Deus homo? Γιατί ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος;
Μὰ ἀκριβῶς, γιὰ νὰ τὸν νοιώσουμε κοντά μας. Ὁ Θεὸς δὲν ἦρθε στὴ γῆ, ἁπλῶς γιὰ νὰ φέρει μιὰ νέα διδασκαλία. Αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὸ κάμει καὶ διὰ μέσου τῶν προφητῶν, τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἁγίων κάθε ἐποχῆς.
Κατέβηκε χαμηλά, γιὰ νὰ φέρει στοὺς ἀνθρώπους τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δὲν χρειάζονταν τόσο τὰ λόγια, ὅσο ἡ παρουσία του. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆρε ἴδια μὲ μᾶς μορφή, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος» (Φιλ. 2, 7-8), γιὰ νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔλειπε. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὑποτάχθηκε στὴν ἁμαρτία, ἔχασε τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό (Ἰω. 3, 13). Ἀναλαμβάνει λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ καλύψει τὴν ἀπόσταση ποὺ τοὺς χώριζε. Σὲ μιὰ κίνηση ἀπέραντης εὐσπλαχνίας καὶ ἀγάπης κατεβαίνει, παίρνει ἐπάνω του τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν σώζει. Εἶναι Θεός, γίνεται γιὰ χάρη μας καὶ ἄνθρωπος. Στὸ ἑξῆς θὰ εἶναι Θεάνθρωπος. Εἶναι πιὰ ὁ Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ «ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν» (Ματθ. 1, 23). Μιὰ διαρκὴς παρηγορητικὴ καὶ σωστικὴ παρουσία ἀνάμεσά μας.
Ὅλοι τώρα μποροῦν νὰ τὸν καταλάβουν, νὰ τὸν νοιώσουν δίπλα τους, νὰ τὸν συναναστραφοῦν. Κανένας στὸ ἑξῆς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ παραπονεθεῖ, σὰν τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδά, πὼς δὲν ἔχει ἄνθρωπο κοντά του. «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, λέγει ὁ Χριστός, καὶ λέγεις, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;» (Λιτὴ Κυρ. Παραλύτου).
Ἄνθρωπος λοιπὸν ὁ Χριστός, ὅμοιος σὲ ὅλα μέ μᾶς, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, γιὰ χάρη μας. Ἂν καὶ πάλι νοιώθουμε μόνοι, μήπως κάτι ἐμεῖς δὲν κάνουμε καλά; Ἐκεῖνος εἶναι δίπλα μας, μὲ τὸ χέρι πάντα ἁπλωμένο πρὸς ἐμᾶς. Ἂν δὲν τοῦ δώσουμε κι ἐμεῖς τὸ δικό μας, πῶς θὰ ἀνεβοῦμε ξανὰ στὸν οὐρανό; Δὲν θὰ τὸ καταφέρουμε ποτέ, ἔστω κι ἂν κάθε χρόνο ἀκοῦμε ἀπὸ στόματα ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τὴν προτροπή: «Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε!»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)