Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Εὐαγγέλιον Κυριακής

Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. 29 καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; 30 ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. 31 οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. 32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. 33 οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. 34 καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

Ερμηνευτική απόδοση

Οταν δε ήλθε εις την απέναντι παραλίαν, εις την χώραν των Γεργεσηνών, τον απάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μη ημπορή να περάση κανείς από τον δρόμον εκείνον. 29 Και ιδού, όταν τον αντίκρυσαν, έκραξαν με φωνήν μεγάλην και είπαν· “τι κοινόν υπάρχει μεταξύ ημών και σου, Ιησού Υιέ του Θεού; Ηλθες εδώ να μας βασανίσης, πριν έλθη ο προκαθωρισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;” 30 Ευρίσκετο δε μακρυά από αυτούς ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους, που έβοσκαν. 31 Οι δε δαίμονες τον παρακαλούσαν και έλεγαν· “εάν θα μας διώξης από τους δύο αυτούς ανθρώπους, δος μας την άδειαν να πάμε στο κοπάδι των χοίρων”. 32 Και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε”. Και αυτοί εβγήκαν από τους ανθρώπους και επήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και ιδού με μανίαν και γρυλλισμούς ώρμησε όλο το καπάδι των χοίρων από το μέρος του κρημνού εις την θάλασσαν και επνίγησαν εις τα νερά. (Επέτρεψε δε ο Κυριος αυτό, δια να τιμωρηθούν έτσι οι ιδιοκτήται της αγγέλης, διότι παρά τον μωσαϊκόν νόμον αυτοί έτρεφαν χοίρους). 33 Οι χοιροβοσκοί έφυγαν κατατρομαγμένοι, επήγαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν όλα όσα συνέβησαν και μάλιστα τα της θεραπείας των δαιμονιζομένων. 34 Και ιδού όλη η πόλις εβγήκε, δια να συναντήση τον Ιησούν· και όταν τον είδαν, τον παρεκάλεσαν να φύγη από τα όρια της περιοχής των· (και τούτο, διότι εφοβήθησαν, μήπως δια τας παραβάσεις των υποστούν και άλλην τιμωρίαν). Αφού εμπήκε στο πλοίον ο Ιησούς, επέρασε την λίμνην και ήλθε εις την πόλιν του, δηλαδή την Καπερναούμ.







Ἀπόστολος Κυριακής

Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. 28 Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. 29 μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; 30 μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες διερμηνεύουσι; 31 ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείτονα. καὶ ἔτι καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι.


1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. 2 καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. 3 καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. 4 Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, 5 οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, 6 οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· 7 πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. 8 Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται.

 Ερμηνευτική απόδοση

Σεις, λοιπόν, οι Χριστιανοί είσθε σώμα Χριστού και ο καθένας σας είναι επί μέρους μέλος, που κατέχει την ταιριαστήν θέσιν δι' αυτόν και δι' ολον το σώμα. 28 Και άλλους μεν έθεσεν ο Θεός εις την Εκκλησίαν του πρώτον μεν αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους· έπειτα άλλους τους έθεσε εις αναλόγους θέσεις και τους έδωσε την δύναμιν να κάνουν θαύματα, άλλους ώρισε να έχουν χαρίσματα εις θεραπείαν ασθενειών, εις άλλους έδωσε χαρίσματα φροντίδος και επιμελείας δια τους πτωχούς και πάσχοντας, χαρίσματα διοικητικά εις την Εκκλησίαν, χαρίσματα διαφόρων γλωσσών. (Ο καθένας κατά την ικανότητα του έχει λάβει από τον Θεόν το χάρισμά του και την θέσιν του). 29 Μηπως όλοι είναι απόστολοι; Μηπως όλοι είναι προφήται; Μηπως όλοι είναι διδάσκαλοι; Μηπως όλοι έχουν θαυματουργικάς δυνάμεις; 30 Μηπως όλοι έχουν χαρίσματα θεραπείας ασθενειών; Μηπως όλοι ομιλούν γλώσσας; Μηπως όλοι έχουν το χάρισμα να ενοούν και να ερμηνεύουν ξένας γλώσσας; 31 Ολα βέβαια αυτά τα θεόσδοτα χαρίσματα έχουν την αξίαν των. Να επιθυμήτε όμως σεις με ζήλον και να προσπαθήτε να αποκτήσετε τα χαρίσματα τα ακόμη καλύτερα. Και σας δείχνω ακόμη ένα εξαίρετον δρόμον, ένα υπέροχον μέσον, δια να αποκτήσετε τα μεγάλα χαρίσματα. Και αυτό είναι η αγάπη.


1 Εάν υποτεθή, ότι έχω τέτοια ικανότητα, ώστε να εννοώ και να ομιλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπην, έχω γίνει χαλκός που ηχολογάει η κύμβαλον που αλαλάζει χωρίς να αναδίδη κανένα μουσικόν φθόγγον. 2 Και εάν έχω το χάρισμα της προφητείας και γνωρίζω όλα τα άγνωστα και απόκρυφα μυστήρια και όλην την γνώσιν, που ημπορεί να χωρέση ποτέ ανθρωπίνη διάνοια, και εάν έχω την πίστιν εις όλην της την πληρότητα, ώστε με την δύναμίν της να μετακινώ βουνά, δεν έχω όμως αγάπην, δεν είμαι τίποτε. 3 Και εάν διαθέσω όλα μου τα υπάρχοντα, δια να αγοράσω ψωμιά και θρέψω με τα ίδια μου τα χέρια τους πεινώντας, και εάν παραδώσω το σώμα μου να καή εις την φωτιά, αλλά δεν έχω αγάπην, τίποτε δεν ωφελούμαι. 4 Η αγάπη δείχνει μεγαλοψυχίαν και ανεκτικότητα, είναι ευεργετική και εξυπηρετική. Η αγάπη δεν ζηλεύει και δεν φθονεί. Η αγάπη δεν φέρεται με αλαζονείαν και αυθάδειαν, δεν υπερηφανεύεται και δεν ξιππάζεται. 5 Δεν κάμνει ποτέ τίποτε το απρεπές και άκοσμον, δεν ζητεί εγωϊστικώς τα ιδικά της συμφέροντα, δεν εξερεθίζεται εναντίον του άλλου, δεν βάζει ποτέ κακό στον νου της εναντίον του πλησίον και δεν θέλει να ενθυμήται το κακόν που της έχει κάμει ο άλλος. 6 Δεν χαίρει, όταν βλέπη να γίνεται κάτι το άδικον, και αν ακόμη με αυτό εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της, χαίρει δε όταν βλέπη να επικρατή η αλήθεια. 7 Σκεπάζει και υποφέρει και δικαιολογεί όλα τα μειονεκτήματα και τα ελατώματα του πλησίον, διότι δεν θέλει ποτέ τον εξευτελισμόν του. Πιστεύει και δέχεται με εμπιστοσύνην κάθε τι καλόν δια τον πλησίον. Τα πάντα και πάντοτε ελπίζει δια την διόρθωσιν των παρεκτρεπομένων. Εις όλα δεικνύει υπομονήν απέναντι του πλησίον. 8 Η αγάπη δεν ξεπέφτει ποτέ, αλλά μένει σταθερά και αιωνία. Είτε χαρίσματα προφητειών υπάρχουν τώρα θα έλθη καιρός, που θα καταργηθούν και δεν θα είναι πλέον χρήσιμα. Είτε χαρίσματα γλωσσολαλιών υπάρχουν, θα παύσουν και δεν θα έχωμεν πλέον την ανάγκην των είτε η επί μέρους γνώσις και επιστήμη των ανθρώπων, και αυτή θα καταργηθή, ως μικράς πλέον σημασίας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων

Οι Απόστολοι του Χρίστου θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες πρώτου μεγέθους της πνευματικής ζωής. Την 30η Ιουνίου, η Εκκλησία γιορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους που αρχικά εξέλεξε ο Κύριος, πλην του Ιούδα Ισκαριώτη. Αυτοί είναι: Σίμωνας (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος του Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο αδελφός του Ιακώβου του μικρού και ο Ματθίας, που εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους. Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου. Έχουμε, λοιπόν, χρέος και εμείς οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους και με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου, που διέπνεε κι αυτούς, να γίνουμε μιμητές του έργου τους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.
Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳ, ὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότες, οἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀεί, θείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Ὁ Οἶκος
Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Μεγαλυνάριον
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾶ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν. 

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου

Ὁ Μέγας καί κορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὑποβάλλει σέ ὅλους μας μία ἐρώτηση, τήν ὁποία σᾶς μεταέρω: Εἴμαστε χριστιανοί, πραγματικοί χριστιανοί, ναί ἤ ὄχι; Ἐάν ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι εἴμαστε καλοί χριστιανοί, δέν σημαίνει, ὅτι πράγματι εἴμαστε. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει, νά μή ἀγαποῦμε τόν Θεό μέ τήν γλώσσα, μέ λόγια μόνο, ἀλλά μέ ἔργα, νά ἔχουμε ἁπτές ἀποδείξεις καί μαρτυρίες.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε καί ἔδειχνε στούς Γαλάτες, πού τόν ἀμφισβητοῦσαν, ὅτι δέν εἶναι γνήσιος Ἀπόστολος, ἔδειχνε τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τίς πληγές, πού δέχτηκε γιά τό Ὄνομά Του. Ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Γιά τό τί εἶμαι ἔχω μία ἀπολογία, τά στίγματα, τά παθήματα καί τούς κινδύνους, πού ὑπομένω γιά τόν Χριστό. Αὐτά μαρτυροῦν λαπρότερα ἀπό κάθε φωνή καί σάλπιγγα, ὅτι ἐγώ τά ὑπομένω γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Δέν τά ἔχω ἁπλῶς, ἀλλά τά βαστάζω, σάν στεφάνι νικητικό καί σάν παράσημα καί διάδημα βασιλικό. Γι᾿ αὐτά καυχῶμαι καί μεγαλύνομαι καί παρησιάζομαι στόν Κύριο. Τά στίγματα μαρτυροῦν ὅτι εἶμαι γνήσιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ χριστιανός προσφέρει γιά τήν πίστη του, κουράζεται καί  θυσιάζεται. Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα (Β΄, πρός Κορ.) ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ ὅσα ὑπέμεινε γιά τήν πίστη του καί τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό: Ὑποβλήθηκα σέ κόπους περισσότερο ἀπό ὅ,τι θά περίμενε κανείς. Δέχτηκα χτυπήματα μέ ἀφάνταστη ἀγριότητα, πού μοῦ προξένησαν βαθιές πληγές. Πολλές φορές μέ ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἀμέτρητες φορές κινδύνευσα νά θανατωθῶ. Ἀπό τούς Ἰουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα. Τρεῖς φορές μέ ἐράβδισαν, μία φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα στή θάλασσα καί κινδύνεψα νά πνιγῶ. Κάποτε διαλύθηκε τό πλοῖο στά ἀνοιχτά τῆς θάλασσας καί πάλευα ἕνα μερόνυχτο μέ τά ἄγρια κύματα.
Ὑπηρέτησα τόν Κύριο πολλές φορές μέ κοπιαστικές ὁδοιπορίες. Διέτρεξα κινδύνους σέ ποτάμια, κινδύνεψα ἀπό ληστές, κινδύνεψα ἀπό τούς ὁμογενεῖς μου, ἀπό τό ἰουδαϊκό ἔθνος. Διέτρεξα κινδύνους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, κινδύνους μέσα σέ πόλεις, μέσα στή θάλασσα. Κινδύνεψα ἀπό ἀνθρώπους πού ὑποκρινόντουσαν τούς ἀδελφούς.
Ὑπηρέτησα τόν Κύριο μέ κόπο καί μόχθο, μέ ἀγρυπνίες πολλές φορές, μέ πείνα καί δίψα, μέ νηστεῖες πολλές φορές, μέ ψύχος καί γυμνότητα. Ἐκτός ἀπό πολλά ἄλλα, πού παρέλειψα νά ἀπαριθμήσω, εἶχα καί τήν καθημερινή πίεση καί ἐπίθεση τῶν διωκτῶν μου καθώς καί τήν ἀγωνιώδη φροντίδα μου γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες.
Στή Δαμασκό φρουροῦσαν τήν πόλη, ἐπειδή ὁ διοικητής ἐκεῖ ἤθελε νά μέ συλλάβει. Μέ κατέβασαν ὅμως ἀπό ἕνα παράθυρο τοῦ τοίχους μέσα σέ δίχτυ καί ἔτσι ξέφυγα ἀπό τά χέρια τῶν διωκτῶν μου.
Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν, ὄχι σέ κάποιο γερό ἄνθρωπο, ἀλλά σέ ἕνα φιλάσθενο Παῦλο. Εἶχε κάποια σωματική ἀσθένεια, πού τόν ταλαιπωροῦσε. Ὁ σατανᾶς, λέει, τόν βασάνιζε, σάν νά τόν τρυποῦσε μέ μυτερό ξύλο. Καί πάλι ὅλα αὐτά τά δέχτηκε μέ χαρά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ πραγματικοῦ χριστιανοῦ.
Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του μᾶς ἐξιστορεῖ ὅσα ἀντιμετώπισαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων. Μέ τήν πίστη κατετρόπωσαν βασίλεια, ἔφραξαν στόματα λεόντων, δηλαδή τούς ἔρριξαν μέσα στά λεοντάρια, ἀλλά ἐκεῖνα δέν τούς ἔφαγαν. Ἔσβησαν τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τήν σφαγή, ἀναδείχθηκαν ἥρωες στόν πόλεμο. Ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα. Ἄλλοι βασανίσθηκαν μέχρι θανάτου, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους. Δηλαδή προτίμησαν νά θανατωθοῦν, παρά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί ἔτσι νά ἐλευθερωθοῦν. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη δεσμά καί φυλακή. Λιθοβολήθηκαν, τούς ἔκαναν κομμάτια μέ τό πριόνι, πέρασαν δοκιμασίες φοβερές, θανατώθηκαν μέ μαχαίρι. Περιπλανήθηκαν μέσα στίς ἐρημιές ντυμένοι μέ προβιές, ἔζησαν μέ στερήσεις, καταπιέστηκαν φοβερά, ὑπέμειναν θλίψεις καί κακουχίες. Περιπλανήθηκαν στά βουνά, μέσα σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅποιος γνωρίζει ἀπό Παλαιά Διαθήκη, καταλαβαίνει πολύ εὔκολα ποιούς ὑπονοεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος.
Ἀλλά, ἄν ἀνοίξουμε τό Συναξάρι καί διαβάσουμε τούς βίους τῶν Ἁγίων, θά δοῦμε ἐκεῖ μέσα βασανιστήρια φοβερά καί πρωτάκουστα. Τί δέν ἐπεννόησε ἡ διεστραμμένη φαντασία τῶν εἰδωλολατρῶν διωκτῶν! Ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν μέ καρτερία καί γενναιότητα τά τάγματα τῶν Μαρτύρων, οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκόμη διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ὁσίων Ἀσκητῶν μένουμε ἔκβαμβοι ἀπό τά πνευματικά ἀγωνίσματα καί τά τιτάνια παλαίσματά τους. Ἑκούσιες στερήσεις ἀναψυχῆς καί ἀνάπαυσης, νηστεῖες αὐστηρότατες, ἐξαντλητικές ἀγρυπνίες, προσευχές ἀσταμάτητες, ἀμέτρητες μετάνοιες, ἡ ταπείνωση καί ὁ ἐξευτελισμός καί ἄλλες σωματικές κακουχίες εἶχαν τήν πρώτη θέση στή ζωή τους. Ὁ  πνευματικός τους ἀγώνας ἦταν ἀσταμάτητος, γιά νά κερδίσουν τόν ποθούμενο, δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ ἱστορικός τῆς Ἐκκλησίας ἀναφερόμενος στούς Πατέρες τῆς Α΄. Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέει, ὅτι ἐκεῖ  μέσα ἦταν οἱ Ἅγοι Πατέρες ἄλλοι μέ ἕνα πόδι ἤ μέ ἕνα χέρι, χωρίς μάτια, μέ κομένη τήν μύτη ἤ τά αὐτιά, μέ ξεριζωμένα τά δόντια, μέ πολλές πληγές στά πρόσωπα, μέ σακατεμένα τά ἁγιασμένα σώματά τους. Ὅλοι εἶχαν τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί αὐτό εἶναι πίστις καί αὐτό σημαίνει χριστιανός. Ἄνθρωπος τῆς μαρτυρίας, τῆς ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου, τῆς θυσίας.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, θά τολμήσουμε νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα, ἄν εἴμαστε χριστιανοί ἤ ὄχι; Πῶς καί μέ τί θά τό ἀποδείξουμε; Εἴμαστε χριστιανοί γιά νά προσφέρει σέ μᾶς ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, γιά νά μᾶς ἐπαινεῖ ὁ κόσμος ἤ γιά νά προσφέρουμε ἐμεῖς στόν Χριστό καί στούς ἀνθρώπους; Μᾶς ἀρέσει ὁ ἀγώνας, ἡ ἄσκηση ἤ ἡ ἀνάπαυση καί ἡ καλοπέραση; Μέχρι σήμερα τί κάναμε γιά τήν πίστη μας, γιά νά ἀποδείξουμε, ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Ὁ χριστιανός τῶν σαλονιῶν, τοῦ καναπέ καί τῆς τηλεόρασης, ὁ χριστιανός τοῦ καφενείου, τοῦ καφέ στή γειτονειά καί τοῦ κοτσομπολιοῦ δέν εἶναι κἄν χριστιανός.
Ἡ προσευχή ἔχει κάποιο κόπο. Ἡ νηστεία ἔχει δυσκολίες. Δέν εἶναι εὔκολο πάλι νά ἀφήσεις τόν πρωϊνό σου ὕπνο καί νά ἔρθεις στή θεία Λειτουργία. Οὔτε εἶναι τόσο εὔκολο νά ξεγυμνώσεις τά τραύματα τῆς ψυχῆς σου στόν πνευματικό. Τό νά συγχωρήσεις τόν ἐχθρόν σου, προϋποθέτει μεγαλεῖο ψυχῆς. Γιά νά βοηθήσεις τόν πάσχοντα ἀδελφό σου, πρέπει νά ἔχεις μεγάλη καρδιά. Τό νά κόψεις τό δικό σου θέλημα, γιά νά κάνεις τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι ἀρκετά ὀδυνηρό. Αὐτό πονάει, μᾶς στοιχίζει πολύ. Ὅταν αὐτά τά σχετικῶς ἁπλά καί ἐλάχιστα δέν μποροῦμε νά κάνουμε, πῶς θά φτάσουμε νά μαρτυρήσουμε καί νά πεθάνουμε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτό μᾶς ζητηθεῖ; Γιατί θά ἔρθει πάλι τέτοιος καιρός.
Θά τελειώσω μέ κάτι πού σᾶς τό εἶπα ἀρκετά παλαιότερα. Ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐξεστράτευε ἐναντίον τῶν Περσῶν, παρατήρησε σέ μιά μάχη, ὅτι ἕνας στρατιώτης ὅλο καί κρυβόταν, τήν μιά πίσω ἀπό ἕνα βράχο, τήν ἄλλη πίσω ἀπό ἕνα δέντρο κλπ. Μετά τήν μάχη τόν κάλεσε ὁ βασιλιάς καί τόν ρώτησε, πῶς σέ λένε; Ἐκεῖνος ἀπάντησε συνεσταλμένα, ὅτι Ἀλέξανδρος εἶναι τό ὄνομά του. Ἀ, τοῦ εἶπε, ἐδῶ θά τά χαλάσουμε. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι γενναῖος καί ἐσύ εἶσαι δειλός. Στό ἑξῆς ἕνα ἀπό τά δύο θά γίνει. Ἤ θά ἀλλάξεις τό ὄνομά σου ἤ θά ἀλλάξεις τακτική καί θά γίνεις κι᾿ ἐσύ γενναῖος.
Αὐτό θά πρέπει νά κάνουμε κι᾿ ἐμεῖς: Ἤ θά ἀγωνισθοῦμε νά γίνουμε πραγματικοί χριστιανοί ἤ ἄν παραμείνουμε στήν κατάσταση πού εἴμαστε τώρα, νά παύσουμε νά  λεγώμαστε χριστιανοί. Τέτοιους χριστιανούς δέν τούς θέλει ὁ Χριστός. Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς φωτίσει νά κάνουμε τό σωστό καί νά γίνουμε ὅλοι μας ἄξιοι χριστιανοί. Ἀμήν.-    


Ὁμιλία στήν ἑορτή τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς)

Η μνήμη καθενός από τους αγίους ερχόμενη κατά την εόρτιο ημέρα αυτής, είναι κοινή αφορμή ευφρο­σύνης και στα πλήθη και στις πό­λεις και στους πολίτες και στους πολιτάρχες και γίνεται πρόξενος μεγάλης ωφέλειας σε όλους τους εορτάζοντες. Γιατί λέγει ο σοφός Σο­λομών «η μνήμη του δικαίου συνο­δεύεται από εγκώμια, και όταν εγκωμιάζεται ο δίκαιος ευφραίνονται οι λαοί» (Παροιμ. 10, 7). Γιατί, όπως κατά τη νύχτα, όταν αναφθεί λαμπάδα το φως φέγγει για την ανάγκη και την από­λαυση όλων των παρόντων, έτσι και ο θεάρεστος βίος κάθε αγίου και το μακάριο τέλος του και η δοσμένη χάρη σ’ αυτόν από τον Θεό λόγω της καθαρότητας του βίου, προβαλλόμενος στο μέσον με τη μνήμη σαν κάποιος ολόλαμπρος πυρσός, προσ­φέρει κοινή την πνευματική ευφροσύνη και την ωφέλεια στους συναθροισμένους. Και όπως ακριβώς όταν γίνει ευφορία στη γη δεν ευχαριστούνται μόνον οι γεωργοί, αλλά και όλοι οι άν­θρωποι (γιατί η απόλαυση από τους καρπούς της γης είναι κοινή σε όλους), έτσι και η προς τον Θεό καρποφορία των αγίων με την αρετή δεν ευφραίνει μόνο τον γεωργό των ψυχών, αλλά και όλους εμάς, αφού βρίσκεται μπροστά μας ως κοινή τρυφή και απόλαυση των ψυχών μας. Αλλωστε και όταν είναι ακόμη παρόντες σ’ αυτόν τον βίο οι άγιοι είναι όλοι προτροπή προς την αρετή για όλους εκείνους που τους ακούουν και τους βλέπουν με σύνεση· γιατί είναι έμψυχες εικόνες της αρετής, αυτοκίνητες στήλες κάθε καλού, βιβλία ζωντανά που ομιλούν γι’ αυτά που οδηγούν στα ανωτέρα, και όταν μεταβούν από αυτόν τον βίο με τη μνήμη των καλών σε εκείνους συντηρούν για χάρη μας αθάνατη την από αυτούς ωφέλεια. Η μνήμη επίσης των αγαθών έργων εκείνων είναι εγκώμιο εκείνων, που χρεωστείται βέβαια από εμάς σε εκείνους για την προγενέστερη ωφέλεια, είναι όμως χρήσιμο σε μας και τώρα, για το όφελος που προξενείται σ’ εμάς και τώρα από αυτούς.
2. Δεν προσθέτομε βέβαια κάτι στα αγαθά εκείνων υπενθυμίζοντας τις πράξεις τους. Πώς δηλαδή θα μπορούσαμε να το κάνομε αυτό εμείς που δεν είμαστε ικανοί ούτε την αρετή τους να παραστήσομε ολόκληρη; Γιατί φιλοτιμήθηκαν παρακινούμενοι από τις πάνω από το λόγο αμοιβές που είχε υποσχεθεί ο Θεός, να δεί­ξουν, όσο επέτρεπε η φύση, και τρόπο ζωής που υπερβαίνει κάθε λόγο. Δεν αυξάνομε λοιπόν τα προσόντα αυτών εγκωμιάζοντάς τους, μακριά μια τέτοια σκέψη! αλλά αυξάνομε τα από εκείνους προξενούμενα σε μας αγαθά ανυψώνοντας τους εαυτούς μας προς εκείνους σαν θεοφεγγείς λυχνίες και κατανοώντας και προσδεχόμενοι περισσότερο την από εκείνους προερχόμενη καλλοποιό δύναμη.
3. Αν η μνήμη κάθε αγίου τελείται, για τους λόγους που είπα­με, από εμάς με ύμνους και τα εγκώμια που ταιριάζουν σ’ αυτούς, πόσο περισσότερο πρέπει του Πέτρου και του Παύλου, της κορυ­φαίας ακρότητας του κορυφαίου χορού των Αποστόλων; Αυτοί είναι κοινοί πατέρες και καθοδηγητές όλων εκείνων που φέρουν το όνομα του Χριστού, αποστόλων, μαρτύρων, οσίων, ιερέων, ιεραρχών, ποιμένων και διδασκάλων, και όλων των ποιμαινομένων και διδασκομένων, ως αρχιποιμένες ή και αρχιτέκτονες της κοινής όλων ευσέβειας και αρετής, και «ως φωστήρες στον κόσμο που επέχουν θέση ζωής» (Φιλ. 2, 16), που τόσο πολύ ξεπερνούν σε λάμψη εκείνους που διέλαμψαν με την ευσέβεια και την αρετή τους, όσο υπερβαίνει τους άλλους αστέρες ο ήλιος, ή όσο οι ουρανοί τους ουρανούς, διηγούμενοι την ανώτατη δόξα του Θεού· τόσο πολύ ξεπερνούν το μέγεθος των ουρανών και το κάλλος των αστέρων και την ταχύτητα και των δύο και την τάξη και τη δύναμη, όσο αυτοί φανερώνουν και τα πάνω από την αίσθηση προς αυτά τα υπερουράνια και υπερκόσμια, και αναπέμπουν φως, «στο οποίο δεν υπάρχει παραλλαγή ή αποσκίασμα μετατροπής» (Ιακ. 1, 17), όχι μόνο εξάγοντας από το σκότος στο θαυμαστό αυτό φως, αλλά καθι­στώντας με τη μετάδοση αυτούς που μετέχουν φως και γεννήμα­τα τέλειου φωτός, ώστε και ο καθένας από αυτούς κατά τη μελλο­ντική ένδοξη παρουσία και επιφάνεια του αρχίφωτου και θεάν­θρωπου Λόγου να λάμψει σαν ήλιος.
4. Τέτοιοι φωστήρες έχοντας ανατείλει σήμερα σε μας ο ένας μαζί με τον άλλο λαμπρύνουν την Εκκλησία· γιατί η σύνοδος αυτών δεν προκαλεί έκλειψη, αλλά περίσσεια φωτός· γιατί δεν συμβαίνει, περιπολώντας ο ένας επάνω, να είναι εδραιωμένος στα ύψη, και ο άλλος να είναι χαμηλότερα για να υποσκιάσει τον άλλο, ούτε ο ένας να ηγείται της ημέρας και ο άλλος της νύχτας, ώστε φερόμενος αντίκρυ να πέσει στη σκιά, ούτε ο ένας να εκπέμπει το φως και ο άλλος να παίρνει το φως από εκεί, ώστε να παθαίνει από αυτό αλλοίωση, δεχόμενος άλλοτε αλλιώς τον φωτι­σμό ανάλογα με την απόσταση, αλλά, αφού και οι δύο κατέστη­σαν εξίσου μέτοχοι του Χριστού, της αστείρευτης πηγής, του αιώ­νιου φωτός, απέκτησαν ίσο και το ύψος και τη δόξα και τη λαμπρότητα. Γι’ αυτό και είναι αλληλουχία η σύνοδος των φω­στήρων αυτών, που χορηγεί διπλάσια έλλαμψη στις ψυχές των πιστών.
5. Αλλ’ ο πρώτος αποστάτης που οδήγησε σε αποστασία από τον Θεό και τον πρώτο άνθρωπο, βλέποντας ήδη εκείνον που έπλασε τον Αδάμ πατέρα του γένους των ανθρώπων, να αναπλά­θει ύστερα τον Πέτρο πατέρα του γένους των αληθινά θεοσεβών, και όχι μόνο βλέποντας, αλλά και ακούοντας αυτόν να λέγει προς αυτόν, «συ είσαι Πέτρος, και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδο­μήσω την Εκκλησία μου» (Ματθ. 16, 18)· αφού έμαθε αυτό ο αρχέκακος από τη φθονερή κακία του πειράζει και τον Πέτρο τον αρχηγό του γένους των θεοσεβών, όπως άλλοτε και τον Αδάμ τον αρχηγό του γένους των ανθρώπων. Γνωρίζοντας όμως ότι αυτός ήταν στολισμένος με σύνεση και πυρωμένος από την αγάπη προς τον Χριστό, δεν τολμά βέβαια την κατά πρόσωπο επίθεση, αλλά παραπλανώντας τον με δόλο κατά κάποιο τρόπο από πλάγια, και μάλιστα από δεξιά, τον πείθει να πράττει πέρα από τα αναγκαία, και κατά τον καιρό του σωτηρίου πάθους, λέγοντας ο Κύριος προς τους μαθητές, «αύτη τη νύχτα όλοι θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς εμένα» (Ματθ. 26, 31), αυτός πρόβαλε με απείθεια αντίρρηση. Και όχι μόνον αυτό, αλλά έθετε και τον εαυτό του πάνω από όλους, λέγοντας ότι, και αν όλοι σκανδαλισθούν, αλλ’ εγώ όχι. Εγκαταλείπεται λοιπόν περισσότερο από τους άλλους, επειδή κυριεύθηκε από αλαζονεία, ώστε, αφού ταπεινωθεί περισσότερο από τους άλλους, να παρουσιασθεί στον κατάλληλο καιρό λα­μπρότερος, όχι όπως ο Αδάμ που πειράσθηκε και συγχρόνως νικήθηκε και καταποντίσθηκε τελείως, αλλά, αφού πειράσθηκε και παρασύρθηκε για λίγο, νίκησε τον πειράζοντα. Πώς; Με την απευθείας κατάκριση του εαυτού του και τη σφοδρή λύπη και μετάνοια, και με το δραστικό προς εξιλέωση φάρμακο, τα δά­κρυα· γιατί λέγει· «καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την εξουθενώσει» (Ψαλμ. 50, 12), και η αρεστή στον Θεό λύπη προκαλεί μετάνοια αμετάτρεπτη προς σωτηρία, και «αυτός που σπέρνει την παράκληση με δάκρυα, θα θερίσει με αγαλλίαση τη συγ­χώρηση» (Ψαλμ. 125, 5).
6. Θα μπορούσε όμως κανείς να δει εξετάζοντας αυτόν, ότι όχι μόνο θεράπευσε με τη μετάνοια και το οδυνηρό πένθος την άρνη­ση στην οποία παρασύρθηκε, αλλά και ότι ξερρίζωσε τελείως από την ψυχή του το πάθος εξαιτίας του οποίου εγκαταλείφθηκε περισσότερο από τους άλλους. Και αυτό θέλοντας να δείξει σε όλους ο Κύριος, μετά το σαρκικό πάθος του για χάρη μας και την από τους νεκρούς τριήμερη ανάστασή του, χρησιμοποίησε προς τον Πέτρο τα λόγια που αναγνώσθηκαν σήμερα στο ευαγγέλιο, λέγοντας προς αυτόν «Σίμων υιέ του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς», δηλαδή από τους μαθητές μου. Και πρόσεχε την προς το ταπεινότερο μεταβολή αυτού. Αυτός δηλαδή που πρωτύτερα, και χωρίς να ερωτηθεί, τοποθέτησε πάνω από τους άλλους τον εαυτό του και είπε, «και αν όλοι σε αρνηθούν, όμως όχι εγώ», τώρα ερωτώμενος, εάν τον αγαπά περισσότερο από τους άλλους, συμφωνεί βέβαια ότι τον αγαπά, το περισσότερο όμως παραλείπει να το πει, λέγοντας· «ναι, Κύριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ».
7. Τί λέγει λοιπόν ο Κύριος; Επειδή έδειξε αυτόν ότι ούτε από την προς αυτόν αγάπη εξέπεσε και ότι απέκτησε την ταπείνωση, εκπληρώνει την από παλαιά προς αυτόν υπόσχεση και λέγει προς αυτόν, «ποίμαινε τα αρνιά μου». Πραγματικά, όταν ονομά­ζει οικοδομή το σύνολο αυτών που πιστεύουν σ’ αυτόν υπόσχεται ότι θα τον τοποθετήσει θεμέλιο, λέγοντας «συ είσαι Πέτρος και επάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου» (Ματθ. 16, 8). Όταν ο λόγος γίνεται για την αλιεία τον κάμνει αλιέα ανθρώ­πων, λέγοντας «από τώρα θα αλιεύεις ανθρώπους» (Λουκά 5, 10). Όταν πάλι κάνει πρόβατα τους δικούς του τοποθετεί τον Πέτρο ποιμένα, λέγοντας «ποίμαινε τα αρνιά μου, ποίμαινε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21, 15-16). Μπορούμε όμως αδελφοί, να αντιληφθούμε και από εδώ, ότι όσο ποθεί τη σωτηρία μας ο Κύριος τόσο περισσότερο και από αυτούς που τον αγαπούν δεν ζητεί τίποτε άλλο, παρά να μας οδηγούν προς τη βοσκή και τη σωτήρια μάνδρα.
8. Ας ποθήσομε λοιπόν και εμείς τη σωτηρία μας και ας δείξομε υπακοή σ’ αυτούς που με έργο και λόγο μας οδηγούν προς αυτήν· γιατί αρκεί να θελήσει καθένας από εμάς να πορευθεί τον δρόμο που οδηγεί προς τη σωτηρία, και ο καθηγητής έφτασε ετοιμασμέ­νος από τον κοινό Σωτήρα, και ο χορηγός της σωτηρίας είναι ετοι­μότατος εξαιτίας της υπερβολικής φιλανθρωπίας του ως αυτό­κλητος, ή μάλλον όντας αυτοπαράκλητος. Και ερωτά τρεις φορές, ώστε αποκρινόμενος εκείνος τρεις φορές, να δώσει την καλή ομο­λογία και με την τριπλή ομολογία να θεραπεύσει την τριπλή άρνηση· και τρεις φορές τον ορίζει επικεφαλής στα αρνιά και τα πρόβατά του, τοποθετώντας κάτω από τον Πέτρο και τις τρεις τάξεις των σωζομένων, τη δουλεία, την μισθοφορία και την υιότητα, ή την παρθενία, τη χηρεία με σωφροσύνη και τον τίμιο γάμο. Αλλά ο Πέτρος, ερωτώμενος πάλι και πάλι αν αγαπά τον Χριστό, στενοχωρήθηκε, λέγει, από τις επανειλημμένες ερωτήσεις επειδή νόμισε ότι δεν τον πίστευε. Γνωρίζοντας όμως τον εαυτό του, ότι τον αγαπά και μη αγνοώντας ούτε και αυτό, ότι γνωρίζεται από αυτόν που τον ερωτά περισσότερο από όσο ο ίδιος γνωρίζει τον εαυτό του, περισφιγμένος κατά κάποιο τρόπο από παντού, δεν ομολογεί μόνο ότι τον αγαπά, αλλά και κηρύττει, ότι ο αγαπώμενος από αυτόν είναι ο Θεός των όλων, λέγοντας· «συ, Κύριε, γνω­ρίζεις τα πάντα, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ» (Ιω. 21, 17)· γιατί το να γνωρί­ζει τα πάντα είναι γνώρισμα του Θεού των πάντων.
9. Ο Κύριος όμως αφού αυτός έκαμε αυτή την ομολογία από την ψυχή του, όχι μόνο τον χειροτονεί ποιμένα και αρχιποιμένα όλης της Εκκλησίας του, αλλά υπόσχεται ότι θα τον περιζώσει με τόση δύναμη, ώστε να δείξει υπομονή και μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, αυτός που πριν από την υπόσχεση αυτή δεν άντεξε ούτε στην ερώτηση και λαλιά ενός κοριτσιού. «Σε διαβεβαιώνω αληθινά», είπε προς αυτόν, «ότι όταν ήσουν νεώ­τερος» και στη σωματική και στην πνευματική ηλικία, «έζωνες τον εαυτό σου», δηλαδή χρησιμοποιούσες τη δύναμή σου και περ­πατούσες όπου ήθελες, όντας αυτοκίνητος και ζώντας σύμφωνα με την προαίρεση που είχες από τη φύση σου, όταν όμως θα γε­ράσεις φθάνοντας στο άκρο της σωματικής και της πνευματικής ηλικίας, «θα απλώσεις τα χέρια σου»· με τα λόγια αυτά προδηλώνει το δια του σταυρού τέλος του και μαρτυρεί ότι το δέσιμό του πάνω σ’ αυτόν δεν θα γίνει χωρίς τη θέληση του Πέτρου. Θα απλώσεις λοιπόν ο ίδιος τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώσει, δη­λαδή θα σε ενδυναμώσει και θα σε φέρει όπου δεν θέλεις φεύγο­ντας από τους ανθρώπους επειδή η φύση δεν θέλει τη διάλυσή της με το θάνατο· γιατί το υπερφυσικό μαρτύριο του Πέτρου δεί­χνει τη σχέση της φύσεώς μας εδώ προς τη ζωή· γιατί εκείνα, λέγει, θα υπομείνεις με καρτερία και με τη θέλησή σου για μένα και τη μαρτυρία μου παίρνοντας δύναμη από μένα, τα οποία επειδή είναι πάνω από τη φύση δεν τα θέλει ως από τη φύση της η φύση.
10. Αλλά ο Πέτρος βέβαια τέτοιος ήταν, όσο μπορούμε από αυτά τα λίγα να γνωρίσομε. Τί ήταν όμως ο Παύλος και ποιά γλώσσα, ή μάλλον ποιές και πόσες θα μπορέσουν να παραστήσουν ακόμα και μέτρια την μέχρι θανάτου καρτερία εκείνου για χάρη του Χριστού; Αυτός καθημερινά πέθαινε, ή καλύτερα ζούσε όντας παντοτινά πεθαμένος αφού δεν ζούσε αυτός πλέον, όπως ο ίδιος λέγει, αλλ’ είχε μέσα του ζώντα τον Χριστό (Γαλ. 2, 20). Για την αγάπη του Χριστού όχι μόνο θεώρησε όλα τα παρόντα σκύβαλα, αλλά και τα μέλλοντα τα τοποθετούσε δεύτερα συγκρίνοντάς τα προς αυτόν γιατί λέγει· «είμαι πεπεισμένος, ότι ούτε ο θάνατος, ούτε η ζωή, ούτε τα παρόντα, ούτε τα μέλλοντα, ούτε ύψωμα ούτε βάθος θα μπορέσει να μας χωρήσει από την αγάπη του Θεού που μας έδειξε μέσω του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 8, 38). Και είχε ζήλο Θεού, ώστε και να ζηλεύει εμάς με ζήλο Θεού. Και σε ποιόν άλλο θα παραχωρήσει τα ίσα, παρά μόνο στον Πέτρο; Ποιός πάλι ήταν ως προς την ταπεί­νωση άκουσε αυτόν πάλι να λέγει για τον εαυτό του· «εγώ είμαι ο ελάχιστος από τους Αποστόλους, τέτοιος που δεν είμαι ικανός να ονομάζομαι απόστολος» (Α’ Κορ. 15, 9).
11. Τί λοιπόν; Αφού είναι ίδιος με τον Πέτρο στην ομολογία, τον ζήλο, την ταπείνωση, την αγάπη, άραγε δεν επέτυχε και τα ίδια έπαθλα από αυτόν που τα πάντα τα χορηγεί με δικαιότατο ζυγό και μέτρο και σταθμά; Γι’ αυτό στον Πέτρο βέβαια λέγει, «συ είσαι Πέτρος, και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου», ενώ για τον Παύλο τί λέγει προς τον Ανανία; «Αυτός είναι σκεύος εκλογής μου για να μεταφέρει το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων» (Πράξ. 9, 15). Ποιό όνομα; Οπωσδήποτε αυτό με το οποίο ονομασθήκαμε εμείς, την Εκκλησία του Χρι­στού, την οποία ως θεμέλιο βαστάζει ο Πέτρος. Βλέπετε πόση είναι η λαμπρότητα και η ομοτιμία του Πέτρου και του Παύ­λου, και ότι και από τους δύο βαστάζεται η Εκκλησία του Χριστού; Γι’ αυτό και αυτή τώρα απονέμει μία και την ίδια τιμή και στους δύο, εορτάζοντας σήμερα και τους δύο μαζί ομότιμα. Αλλά εμείς, εξετάζοντας το τέλος αυτών, ας μιμηθούμε τον τρόπο ζωής των και αν όχι τα άλλα, τουλάχιστο την από την ταπείνωση και μετάνοια διόρθωση· γιατί τα άλλα βέβαια είναι μεγάλα και υψηλά και ταιριάζουν σε μεγάλους και είναι κατάλ­ληλα προς μίμηση από μεγάλους, μερικά ίσως είναι τελείως αμί­μητα από όλους, η διόρθωση όμως από τη μετάνοια ταιριάζει σε μας περισσότερο παρά σε εκείνους, αφού και καθημερινά διαπράττομε ο καθένας πολλά πταίσματα (Ιακ. 3, 2) και από πουθενά αλλού δεν υπάρχει για μας ελπίδα σωτηρίας, αν δεν αποσπάσομε αυτήν από τη διαρκή μετάνοια.
12. Προηγείται όμως της μετάνοιας η αναγνώριση και κατανόη­ση των δικών μας πταισμάτων, η οποία είναι μεγάλη αφορμή προς εξιλέωση· γιατί λέγει ο Ψαλμωδός προφήτης προς τον Θεό «ελέησέ με, γιατί εγώ γνωρίζω την ανομία μου» (Ψαλμ. 50, 1-2), αποσπώντας με την επίγνωση το έλεος και με την εξαγόρευση και αυτομεψία απο­κομίζοντας τέλεια τη συγχώρηση· γιατί λέγει· «είπα, θα εξαγορεύσω εναντίον μου την ανομία μου προς τον Κύριο, και συ συγχώρη­σες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 6)· γιατί την επίγνωση των αμαρτημάτων μας ακολουθεί η αυτοκατάκριση, και αυτήν η λύπη για τα αμαρτήματα, την οποία ο Παύλος ονόμασε «λύπη κατά Θεόν» (Β’ Κορ. 7, 10). Αυτήν πάλι την κατά Θεόν λύπη ακολουθεί η με συντριμμέ­νη καρδιά εξομολόγηση και παράκληση προς τον Θεό, και η υπό­σχεση της αποχής στο εξής από τις κακίες· και αυτό είναι η μετά­νοια.
13. Και εξαιτίας αυτού ο Μανασσής εκείνος απαλλάχθηκε από την τιμωρία για τα αμαρτήματά του, αν και βέβαια περιέπεσε σε πλήθος και μέγεθος και βάθος παραπτωμάτων και κυλιόταν σ’ αυτά για περίοδο πολλών ετών (Δ’ Βασ. 21, 1-18). Του Δαβίδ πάλι όχι μόνο εξά­λειψε ο Κύριος το αμάρτημα εξαιτίας της μετάνοιάς του, αλλά και δεν του αφαίρεσε την προφητική χάρη. Αυτήν χρησιμοποιώντας και ο Πέτρος, όχι μόνο σηκώθηκε από την πτώση και επέτυχε τη συγχώρηση, αλλά και του ανατέθηκε η προστασία της Εκκλη­σίας του Χριστού. Αυτήν την προστασία θα βρεις να έχει επιτύχει και ο Παύλος μετά την επιστροφή και την προκοπή και την παρα­πάνω από τους άλλους οικείωση με τον Θεό· γιατί η μετάνοια αν είναι αληθινή και βγαίνει αληθινά από την καρδιά, πείθει τον κάτοχό της να μη συνεχίζει τις αμαρτίες, να μη προσηλώνεται πια στα φθειρόμενα, να μη χάσκει πλέον στις μη καλές ηδονές, αλλά να καταφρονεί τα παρόντα, να αφοσιώνεται στα μέλλοντα, να αγωνίζεται εναντίον των παθών, να επιδιώκει τις αρετές, να δεί­χνει εγκράτεια σε όλα, να επαγρυπνεί με τις προς τον Θεό προσευχές, να απέχει από το κέρδος από αδικίες, να είναι συγχωρητικός προς εκείνους που πταίουν σ’ αυτόν, να είναι ευμενής προς όσους τον ικετεύουν, να είναι προθυμότατος και να κάμπτεται μέσα από την ψυχή του προς όλους εκείνους που χρειάζονται τη βοήθειά του, παρέχοντας από όσα έχει, λόγια, έργα, χρήματα, ώστε με τη φιλανθρωπία να κερδίσει τη φιλανθρωπία και αντί της προς τον πλησίον αγάπης να λάβει την εκ μέρους του Θεού αγάπη και να αποσπάσει την προς τον εαυτό του θεία ευμένεια και να επιτύχει το αιώνιο έλεος και τη θεία ευλογία και χάρη που παραμένει στον αιώνα.
14. Αυτήν εύχομαι να επιτύχομε όλοι εμείς με τη χάρη του μονογενούς Υιού του Θεού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι

Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.

Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Φυσάει ὁ ἄνεμος τοῦ διαβόλου. Προσέξτε, «εἰς τὸ μὴ ταχέως σαλευθῆναι ὑμᾶς…»

Συμβουλὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου στοὺς Χριστιανοὺς

  Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴ παρουσιάζει κάτι τὸ ἰδιαίτερο. Ὁμιλεῖ περὶ ἀντιχρίστου. Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχουν ἀντίχριστοι καὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοί.
Ἀλλὰ θὰ ἔρθει καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀντίχριστος. Θὰ παρουσιαστεῖ δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ σατανᾶ. Θὰ ἔχει τεραστία δύναμη καὶ θὰ δημιουργήσει ἕνα χάος στὸν κόσμο. Θὰ δημιουργήσει μιὰ πλήρη ἀναρχία. Ἀναρχία παντὸς εἴδους, θρησκευτική, κοινωνική, ἠθική, πολιτική. Καὶ οἱ χρόνοι αὐτοὶ θὰ εἶναι πολὺ σκληροί. Νὰ μὴ σαλευθειτε
Μέχρι νὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα ἐκείνη, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προσέξτε, «εἰς τὸ μὴ ταχέως σαλευθῆναι ὑμᾶς…». Νὰ μὴ σαλευθεῖ κανείς. Τί σημαίνει αὐτό; Θυμάστε τὸν Πέτρο; Εἶπε ὁ Χριστός· Ἀπόψε θὰ μ’ ἐγκαταλείψετε, θὰ μ’ ἀφήσετε ὅλοι. Ὄχι, εἶπε ὁ Πέτρος, ἐγὼ δὲν σ’ ἐγκαταλείπω. Πέτρο, λέει ὁ Χριστός, θὰ μ’ ἐγκαταλείψεις. Ὁ σατανᾶς θὰ σὲ κοσκινίσει «ὡς τὸν σίτον», ἀλλὰ «ἐγὼ ἐδεήθην περί σου, ἴνα μὴ ἐκλείπει ἡ πίστις σου» (Λουκ. 22,32). Ἕνας Πέτρος κλονίστηκε καὶ ἔπεσε καὶ ἀρνήθηκε τὸ Χριστό. Προσέξτε, λέει ὁ ἀπόστολος, γιατί φυσάει ἄγριος ἄνεμος, φυσάει ὁ ἄνεμος τοῦ διαβόλου. Προσέξτε, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ξεριζωθεῖτε.
Εἴδατε μέσα στὸ δάσος, ὅταν φυσάει ἄνεμος, τί θόρυβος γίνεται; Πῶς κινοῦνται τὰ φύλλα πῶς ξεριζώνονται δέντρα ὁλόκληρα; Τέτοιος ἀκριβῶς σατανικὸς ἄνεμος πνέει στὴ σημερινή μας κοινωνία καὶ πάει νὰ τὰ ξεριζώσει ὅλα. Πάει νὰ ξεριζώσει καὶ θρησκεία καὶ οἰκογένεια καὶ πατρίδα καὶ γλώσσα καὶ τὰ πάντα. Πάει νὰ ξεριζώσει ὄχι μόνο καλάμια, ὄχι μόνο δεντράκια, ἀλλὰ καὶ πλατάνια, ποὺ εἶναι ριζωμένα βαθιὰ μέσα στὴ γῆ. «Εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς» (Ματθ. 24,24). Προσέξτε, λέει, σὲ μιὰ τέτοια ἐποχὴ νὰ μὴ σαλευτεῖτε. Βάλτε τὶς ρίζες σας, ὅπως τὸ δέντρο, βαθιὰ στὴ γῆ, γιὰ νὰ μὴ μπορέσει κανεὶς σατανᾶς νὰ σᾶς κλονίσει.
Οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ εἶναι χωρὶς βαθιὲς ρίζες. Γι’ αὐτὸ ἂν συμβεῖ κάτι, θὰ δεῖτε πράγματα καὶ θὰ φρίξετε. Θὰ δεῖτε ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς θεωρούσατε Χριστιανοὺς μεγάλους, νὰ μὴν τὸ ἔχουν γιὰ τίποτε νὰ βγοῦν μεθαύριο ἔξω καὶ νὰ ὑψώσουν παντιέρες ξένες πρὸς τὸ χριστιανισμὸ καὶ νὰ φωνάζουν καὶ νὰ ὠρύονται. Λέει ὁ Παπαδιαμάντης: Σ’ ἕνα δάσος φύσηξε ἄνεμος καὶ ξερίζωσε ὅλα τα δέντρα, καὶ μείνανε μόνο τρία, αὐτὰ βάστηξαν… Παραβολικὸς ὁ λόγος. Θὰ φυσήξει τέτοιος δυνατὸς ἄνεμος, ποὺ θὰ μείνουν ἐλάχιστοι Χριστιανοί. Θὰ μείνουν μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν βαθιὰ πίστη στὸ Χριστό, καὶ κανεὶς σατανᾶς καὶ καμιὰ δύναμη δὲ θὰ μπορέσει νὰ τοὺς τὴν κλονίσει. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ πέσουν στὸ φύσημα. Προσέξτε καλά, γιὰ νὰ μὴ σαλευθεῖτε. Αὐτά, ποὺ εἶπε ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, τὰ λέει καὶ σ’ ἐμᾶς.
Θὰ σᾶς φανεῖ ἀπίστευτο αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ. Ὅταν ἤμουν στὴν Αἰτωλοακαρνανία, φύσηξε δυνατὸς ἄνεμος καὶ ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν κοντὰ στὴν παραλία, τοὺς σήκωσε μὲ τὰ τραπέζια καὶ τοὺς πέταξε 200 καὶ 300 μέτρα μακριά. Ἄλλοι σκοτώθηκαν, ἄλλοι βρέθηκαν μὲ κρανία σπασμένα, καὶ ἄλλοι βρέθηκαν ἐπάνω στὰ δέντρα. Τρόμαξαν ὅλοι. Σὰν πούπουλα τοὺς σήκωσε ὁ ἄνεμος. Τέτοιος ἄνεμος πνέει καὶ σήμερα. Ὅποιος δὲν ἔχει ρίζα βαθιά, εἴτε παπὰς εἴτε δεσπότης εἴτε καλόγερος εἴτε ὁτιδήποτε θὰ τὸν ξεριζώσει καὶ θὰ γίνει ἄθεος, μασόνος, χιλιαστής, καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο· μόνο Χριστιανὸς δὲ θὰ εἶναι. Λοιπόν, λέει ὁ ἀπόστολος, προσέξτε νὰ μὴ σαλευτεῖτε. Προσέξτε νὰ μὴν κουνηθεῖτε ἀπὸ τὸ φοβερὸ ἄνεμο ποὺ πνέει μέσα στὸν κόσμο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», ἔκδοση Β΄, 2008, σὲλ 62-64

Ἅγιος Νεκτάριος: Τίποτα νὰ μὴν σᾶς ἀπελπίζει!

Σκοπὸς τῆς ζωῆς μᾶς εἶναι νὰ γίνουμε τέλειοι καὶ ἅγιοι. Νὰ ἀναδειχθοῦμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἃς προσέξουμε μήπως, γιὰ χάρη τῆς παρούσας ζωῆς, στερηθοῦμε τὴ μέλλουσα, μήπως, ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες καὶ μέριμνες, ἀμελήσουμε τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας.
   Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχὴ ἀπὸ μόνες τους δὲν φέρνουν τοὺς ἐπιθυμητοὺς καρπούς, γιατί αὐτὲς δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ἀποτελοῦν τὰ μέσα γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ σκοπό.
    Στολίστε τὶς λαμπάδες σας μὲ ἀρετές. Ἀγωνιστεῖτε ν’ ἀποβάλετε τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Καθαρίστε τὴν καρδιά σας ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ διατηρῆστε τὴν ἁγνή, γιὰ νὰ ἔρθει καὶ νὰ κατοικήσει μέσα σας ὁ Κύριος, γιὰ νὰ σᾶς πλημμυρίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὶς θεῖες δωρεές.
Παιδιά μου ἀγαπητά, ὅλη σας ἡ ἀσχολία καὶ ἡ φροντίδα σ’ αὐτὰ νὰ εἶναι. Αὐτὰ ν’ ἀποτελοῦν σκοπὸ καὶ πόθο σᾶς ἀσταμάτητο. Γί’ αὐτὰ νὰ προσεύχεστε στὸ Θεό. Νὰ ζητᾶτε καθημερινὰ τὸν Κύριο, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σας καὶ ὄχι ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὅταν Τὸν βρεῖτε, σταθεῖτε μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὅπως τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, γιατί ἡ καρδιὰ σᾶς ἔγινε θρόνος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βρεῖτε τὸν Κύριο, ταπεινωθεῖτε μέχρι τὸ χῶμα, γιατί ὁ Κύριος βδελύσσεται τοὺς ὑπερήφανους, ἐνῶ ἀγαπάει καὶ ἐπισκέπτεται τοὺς ταπεινοὺς στὴν καρδιά.
   Ἂν ἀγωνίζεσαι τὸν ἀγώνα τὸν καλό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἐνισχύσει. Στὸν ἀγώνα ἐντοπίζουμε τὶς ἀδυναμίες, τὶς ἐλλείψεις καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς πνευματικῆς μας καταστάσεως. Ὅποιος δὲν ἀγωνίστηκε, δὲν γνώρισε τὸν ἑαυτό του.
   Προσέχετε καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμα παραπτώματα. Ἂν σᾶς συμβεῖ ἀπὸ ἀπροσεξία κάποια ἁμαρτία, μὴν ἀπελπιστεῖτε, ἀλλὰ σηκωθεῖτε γρήγορα καὶ προσπέστε στὸ Θεό, ποῦ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς ἀνορθώσει.
    Μέσα μας ἔχουμε ἀδυναμίες καὶ πάθη καὶ ἐλαττώματα βαθιὰ ριζωμένα, πολλὰ εἶναι καὶ κληρονομικά. Ὅλα αὐτὰ δὲν κόβονται μὲ μία σπασμωδικὴ κίνηση οὔτε μὲ τὴν ἀδημονία καὶ τὴ βαρειὰ θλίψη, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, μὲ καρτερία, μὲ φροντίδα καὶ προσοχή.
Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη κρύβει μέσα της ὑπερηφάνεια. Γί’ αὐτὸ εἶναι βλαβερὴ καὶ ἐπικίνδυνη, καὶ πολλὲς φορὲς παροξύνεται ἀπὸ τὸ διάβολο, γιὰ ν’ ἀνακόψει τὴν πορεία τοῦ ἀγωνιστῆ.
Ὁ δρόμος ποῦ ὁδηγεῖ στὴν τελειότητα εἶναι μακρύς. Εὔχεστε στὸ Θεὸ νὰ σᾶς δυναμώνει. Νὰ ἀντιμετωπίζετε μὲ ὑπομονὴ τὶς πτώσεις σας καί, ἀφοῦ γρήγορα σηκωθεῖτε, νὰ τρέχετε καὶ νὰ μὴ στέκεστε, σὰν τὰ παιδιά, στὸν τόπο ποῦ πέσατε, κλαίγοντας καὶ θρηνώντας ἀπαρηγόρητα.
     Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴν μπεῖτε σὲ πειρασμό. Μὴν ἀπελπίζεστε, ἂν πέφτετε συνέχεια σὲ παλιὲς ἁμαρτίες. Πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς εἶναι καὶ ἀπὸ τὴ φύση τοὺς ἰσχυρὲς καὶ ἀπὸ τὴ συνήθεια. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ὅμως, καὶ μὲ τὴν ἐπιμέλεια νικιοῦνται. Τίποτα νὰ μὴ σᾶς ἀπελπίζει.
Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.

Άγιος Σέργιος ο δίκαιος ο Μάγιστρος

Ο Άγιος και δίκαιος Σέργιος, καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια της Αμάστρισου, του Εύξεινου Πόντου. Η οικογένεια του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με εκείνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Έκανε λαμπρές σπουδές και γρήγορα έφθασε σε υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Αν και ο Θεόφιλος ήταν θερμός υποστηρικτής των εικονομάχων, ο Σέργιος παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων. Αναδείχθηκε δε και προστάτης πολλών υπερασπιστών των αγίων εικόνων, κατά τον από του Θεόφιλου διωγμό. Μετά δε το θάνατο του Θεόφιλου, συνετέλεσε τα μέγιστα και εξάντλησε όλη την επιρροή του για να ενισχυθεί η γνώμη της Θεοδώρας για τη σύγκληση Οικουμενικης Συνόδου, για την αναστύλωση των Εικόνων. Εκοιμήθη ειρηνικά στην Κρήτη και ετάφη στη μονή του Μαγίστρου. Αργότερα τα άγια λείψανά του μετακομίσθηκαν με μεγάλες τιμές και ετάφησαν στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία έκτισε ο ίδιος στον κόλπο της Νικομήδειας, η οποία λεγόταν του Νικητιάνου επειδή ο κτήτοράς της καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου

Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.).

Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.

Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλὰς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, τὴ ἐνεργεῖα, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ρεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ὑμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμω ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τὲ ἔνδοξε, ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι' ὑμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες, Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἐν κόσμῳ, ἄπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη τῇ χειρουργίᾳ, τέμνετε, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι, ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: " Πως πρέπει να κοινωνούμε! "

Και σαν έρθει η στιγμή της Θείας Κοινωνίας και πρόκειται να πλησιάσεις την Αγία Τράπεζα, πίστευε ακλόνητα πως εκεί είναι παρών ο Χριστός, ο Βασιλιάς των όλων. Όταν δεις τον ιερέα να σου προσφέρει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μη νομίσεις ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά πίστευε ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού. Αυτός που λάμπρυνε με την παρουσία Του την τράπεζα του Μυστικού Δείπνου, Αυτός και τώρα διακοσμεί την Τράπεζα της Θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικά και εξετάζει του καθενός την προαίρεση και παρατηρεί ποιός πλησιάζει με ευλάβεια ταιριαστή στο Άγιο Μυστήριο, ποιός με πονηρή συνείδηση, με σκέψεις βρωμερές και ακάθαρτες, με πράξεις μολυσμένες. Αναλογίσου λοιπόν κι εσύ ποιό ελάττωμά σου διόρθωσες, ποιάν αρετή κατόρθωσες, ποιάν αμαρτία έσβησες με την εξομολόγηση, σε τι έγινες καλύτερος. Αν η συνείδησή σου σε πληροφορεί ότι φρόντισες αρκετά για την επούλωση των ψυχικών σου τραυμάτων, αν έκανες κάτι περισσότερο από τη νηστεία, κοινώνησε με φόβο Θεού. Αλλιώς, μείνε μακριά από τα Άχραντα Μυστήρια. Και όταν καθαριστείς απ’ όλες τις αμαρτίες σου, τότε να πλησιάσεις.
    Να προσέρχεστε λοιπόν στη Θεία Κοινωνία με φόβο και τρόμο, με συνείδηση καθαρή, με νηστεία και προσευχή. Χωρίς να θορυβείτε, χωρίς να ποδοπατάτε και να σπρώχνετε τους διπλανούς σας. Γιατί αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη τρέλα και τη χειρότερη περιφρόνηση των Θείων Μυστηρίων.
     Πες μου, άνθρωπε, γιατί κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σε πιέζει τάχα η ανάγκη να κάνεις τις δουλειές σου; Και σου περνάει άραγε, την ώρα που πας να κοινωνήσεις, η σκέψη ότι έχεις δουλειές; Έχεις μήπως την αίσθηση ότι είσαι πάνω στη γη; Νομίζεις ότι βρίσκεσαι μαζί με ανθρώπους και όχι με τους χορούς των Αγγέλων; Μα κάτι τέτοιο είναι δείγμα πέτρινης καρδιάς…

Από το βιβλίο : «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ», Τόμος Γ  (Τεύχη 21-30), A  Ἔκδοση 2003.
Εκδόσεις: Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός

Ἕνας ἅγιος ἀναρωτιέται: Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;

Τί ἀξία ἔχει ἀδελφοί μου, ἐὰν μιλῶ αἰώνια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς αἰώνια σιωπᾶ; Μπορῶ ἄραγε νὰ ὑπερασπιστῶ τὸ δίκαιό του Θεοῦ, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν τὸ θέσει ὑπὸ τὴν προστασία Του; Μπορῶ νὰ ἀποδείξω τὸν Θεὸ στοὺς ἄθεους ἐὰν ὁ Θεὸς κρύβεται;
    Μπορῶ νὰ ἀγαπῶ τὰ παιδιά Του, ἐὰν Αὐτὸς εἶναι ἀδιάφορος ἀπέναντι στὰ παθήματά τους;
    Ὄχι. Τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορῶ. Οἱ λέξεις μου δὲν ἔχουν φτερὰ γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ὑψώσουν στὸν Θεὸ ὅλους τους πεσμένους καὶ ξεπερασμένους ἀπὸ τὸν Θεὸ οὔτε ἔχουν φωτιὰ γιὰ νὰ ζεστάνουν τὶς παγωμένες καρδίες τῶν παιδιῶν ἔναντί του Πατέρα τους. Οἱ λέξεις μου δὲν εἶναι τίποτα, ἂν δὲν εἶναι ἀπήχηση καὶ ἐπανάληψη αὐτοῦ ποὺ ὁ Θεὸς μὲ τὴ δική του δυνατὴ γλώσσα λέει.
Τί εἶναι ὁ ψίθυρος στὰ βότσαλα τῆς ἀκτῆς μπροστὰ στὸ φοβερὸ βουητὸ τοῦ ὠκεανοῦ; Ἔτσι εἶναι καὶ οἱ λέξεις μου ἀπέναντι στοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ. Πῶς μπορεῖ νὰ ἀκούσει κάποιος τὸν ψίθυρο στὰ βότσαλα, τὰ σκεπασμένα ἀπὸ τὸν ἀφρὸ τοῦ μανιώδους στοιχείου, ὅταν εἶναι κουφὸς μπροστὰ στὸ βουητὸ τοῦ ὠκεανοῦ;
Πῶς θὰ δεῖ τὸν Θεὸ στὰ λόγια μου ἐκείνος που δὲν μπορεῖ νὰ τὸν δεῖ στὴ φύση καὶ στὴ ζωή;
     Πῶς οἱ ἀδύναμες ἀνθρώπινες λέξεις μποροῦν νὰ πείσουν ἐκεῖνον ποῦ οὔτε οἱ κεραυνοὶ δὲν εἶναι σὲ θέσει νὰ πείσουν;
Πῶς θὰ ζεσταθεῖ μὲ μία σπίθα ἐκεῖνος ποῦ ἄφησε τὴ φωτιὰ πίσω του;
Δὲν σιωπᾶ ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου, ἀλλὰ μιλᾶ δυνατότερα ἀπὸ ὅλες τὶς θύελλες καὶ τοὺς κεραυνούς. Δὲν ἐγκαταλείπει ὁ Θεὸς τὸν δίκαιο, ἀλλὰ τὸν παρακολουθεῖ στὰ παθήματά του καὶ ἁπαλὰ τὸν ὁδηγεῖ στὸν θρόνο. Δὲν ἐξαρτᾶται ὁ Θεὸς ἀπὸ ὁποιουδήποτε τὴν καλὴ θέληση, ἀλλὰ πράττει τὰ πάντα ἐξαρτώμενα ἀπὸ τὴ δική Του καλὴ θέληση. Θὰ ἦταν κακόμοιρος ὁ Θεός μας, ἐὰν ἑξαρτιόταν ἀπὸ τὶς δικανικὲς ὑπερασπίσεις ἑνὸς θνητοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι, εἴτε ἐμεῖς τὸν μεγαλύνουμε εἴτε τὸν ὑποτιμοῦμε.
Ὁ Θεὸς θὰ ὑπάρχει , φωτεινὸς καὶ μεγάλος ὅπως καὶ σήμερα, καὶ τότε ποὺ οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου μάταια θὰ ἀναζητοῦν ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα στὴ γῆ, καὶ ἀντὶ ζωντανῶν θὰ ζεσταίνουν μόνον τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν…
    Τὸ ζήτημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θείας του Οἰκονομίας θὰ καταστρεφόταν ἂν ἑξαρτιόταν ἀπὸ τοὺς λόγους μου καὶ ἀπὸ τὶς δικές σας συνήθειες. Ἀλλὰ τὸ ζήτημα τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπ’ ὅλους ἐμᾶς θὰ πετύχει καὶ θὰ νικήσει. Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὰ χρόνια δὲν ἔχουν ἀριθμὸ καὶ ἡ ὀντότητά του δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος δὲν μπορεὶ  νὰ ἀφήσει τὸ «ἐπίγειο σπίτι» του στὶς διαθέσεις μας, στὰ ἀδύναμα δημιουργήματά του, τῶν ὁποίων ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος σχεδὸν συναντιόνται σὲ ἕνα σημεῖο καὶ τῶν ὁποίων ἡ ὀντότητα εἶναι μία κουκκίδα.
Δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος φερέγγυος ἀλλὰ ὁ Θεὸς καὶ πιστὸς ἐγγυητὴς τῆς Βασιλείας τῆς ἀγάπης στὴ γῆ…

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἀργὰ βαδίζει ὁ Χριστός,
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
(ἔκδ.Ἐν πλῶ)

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο πολύτλας Ιερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στον Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και κατά το άγιο Βάπτισμα πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.

Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση ο Κύριλλος μετέβη στη Βενετία (1584 μ.Χ.) για ευρύτερη μόρφωση. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τον Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.

Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου. Στη μετάνοιά του παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς , Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγκελλό του.

Το έτος 1593 μ.Χ. εστάλη από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία για να στηρίξει το από τις επιθέσεις της Ουνίας χειμαζόμενο Ορθόδοξο ποίμνιο, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα είχε την εντολή να περάσει από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601 μ.Χ.) για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Θρόνο.

Μετά την κοίμηση του Αγίου Μελετίου (13-9-1601 μ.Χ.) ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 μ.Χ. έφτασε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του.

Το Φεβρουάριο του 1612 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία. Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την απαρασάλευτη εμμονή στην Ορθόδοξη πίστη ως τον μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της ευσεβείας.

Για να διαφωτίσει το Ορθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.

Φεύγοντας από τη Βλαχία επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 μ.Χ. επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού, αφού στο μεταξύ, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, είχαν εκλείψει τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.

Οι πολέμιοι του Πατριάρχου βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.

Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.

Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.

Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.

Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν.

Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.

Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.

Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός  συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
᾿Εν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις, ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε. ῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος, ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.

Κάθισμα
῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, δι̉ ἀρετῆς ἐκ παιδός, καὶ τούτου ἐποίμανας, τὴν ἐκλογάδα καλῶς, μακάριε Κύριλλε· ᾔσχυνας ἀσεβείας, τοὺς κομψοὺς τοῖς σοῖς λόγοις· ἔθραυσας μαρτυρίῳ, τῶν τυράννων τὸ θράσος· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους διπλοῦς, θεόθεν ἀπέλαβες.

Ὁ Οἶκος
῎Ανωθεν τῶν ᾿Αγγέλων, αἱ δυνάμεις κροτοῦσιν, ἐπάξιόν σοι Πάτερ τὸν ὕμνον· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ τὴν μνήμην σου ἄγοντες, τοῖς ᾄσμασί σε στέφομεν, Κύριλλε, καὶ πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, ὁ ὅσιος Ποιμενάρχης·
χαῖρε, ὁ ἔνδοξος Πατριάρχης.
Χαῖρε, τὸ τῆς Κρήτης οὐράνιον βλάστημα·
χαῖρε, ᾿Αγκαράθου Μονῆς τὸ ἀπάνθισμα.
Χαῖρε, Μάρκου ὁ διάδοχος, τῆς Αἰγύπτου ὁ πυρσός·
χαῖρε, Βυζαντίου πρόεδρος, ᾿Εκκλησίας ὀφθαλμός.
Χαῖρε, ὅτι καθεῖλες πολεμίων τὸ θράσος·
χαῖρε ὅτι ὑπῆλθες μαρτυρίου τὸν δρόμον.
Χαῖρε, ῾Αγίων πάντων συμμέτοχος·
χαῖρε, Μαρτύρων θεῖος ἐφάμιλλος.
Χαῖρε, σεπτῶν δωρεῶν οἰκονόμος·
χαῖρε, ζωῆς ἀληθοῦς κληρονόμος.
Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη. Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.



Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: Τί εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς χωρὶς τὸν Χριστό;

Χωρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Χριστό; Τότε χωρίζεται ἀπὸ τὴν μοναδικὴ λογικὴ ἔννοια τοῦ «ὄντος» του, τῆς ζωῆς του, τῆς ὑπάρξεώς του. Χωριζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Χριστό, χωρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν μόνη λογικὴ ἔννοια τῆς ψυχῆς του, τοῦ «νοός» του, τῆς συνειδήσεώς του, τοῦ θελήματός του, τοῦ σώματός του.
Τί εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς χωρὶς τὸν Χριστό;

Εἶναι ἕνας μαρτυρικός, βασανιστικὸς θρῆνος. Τί εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὸν Χριστό; Εἶναι ἕνα ὁμιλούμενο σκιάχτρο. Τί εἶναι ἡ συνείδησή του, ἢ βούλησή του; Εἶναι ἕνας ἀπελπισμένος τυφλός. Τί εἶναι τὸ σῶμα τοῦ χωρὶς τὸ Χριστό; Εἶναι ἕνα ἀηδιαστικό, σιχαμερὸ σκουλήκι. Τί εἶναι τὸ θέλημά του; Εἶναι ἕνας ἀβοήθητος ἐγκληματίας. Τί εἶναι γενικὰ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστό; Εἶναι ἕνα φοβερὸ ἐξωτερικὸ θέαμα. Ἔτσι καὶ κάθε ἄλλο δημιούργημα, ἀπὸ τὸν ἄγγελο μέχρι καὶ τὸ πιὸ ἀσήμαντο ὅν, χάνει κάθε λογικὴ ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς του, ἂν δὲν διατηρήσει στὸ «εἶναι» του, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μοναδικὴ διασπαστικὴ δύναμη, ποὺ χωρίζει καὶ διακόπτει κάθε δεσμὸ μὲ τὸν Θεό. Χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, χωρίζει τὸν ἄγγελο καὶ κάθε ἄλλο ὅν. Ἔτσι, ἀπομακρύνοντας ἡ ἁμαρτία τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν καταβυθίζει στὴ μωρία, στὴν χωρὶς νόημα κατάσταση, στὸ θάνατο, στὸ διαβολισμὸ (στὸ κράτος τοῦ διαβόλου). Γι' αὐτὸ καὶ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴν ἕνωση στὸν Ἑαυτό Του, τῆς Θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσεως, «ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως», καθάρισε τὴν φύση μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν παραφροσύνη, τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο.
Ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος πέρασε στὴ γῆ ὅλα τα μαρτύριά μας, ἔζησε ὅλες μας τὶς θλίψεις, καὶ σ' ἐμᾶς τοὺς «πολύπλευρα νεκροὺς» ξανάδωσε ζωή, μᾶς ἀναβίωσε ἀπὸ τὶς «θνητότητές» μας, μᾶς ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς τάφους μας καὶ μᾶς ἀναβίβασε στὰ οὐράνια (Ἐφεσ. 2, 6-8).
Μὲ τὴν Θεανθρώπινη ζωή Του καὶ τὴν ὁλόπλευρη Θεανθρώπινη «οἰκονομία» τῆς σωτηρίας, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔδωσε τὶς Θεοχαριτωμένες δυνάμεις, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι γίνονται «οἰκεῖοι του Θεοῦ», γίνονται «γεγεννημένοι ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ σὺν Θεῶ», περιτειχίζονται στὴν ἁγία ἐκκλησία καὶ φθάνουν στὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς αἰωνιότητας, διαμέσου τῆς εὐλογημένης Θεανθρωπότητας (Ἐφεσ. 2, 10-22). Σύμφωνα μὲ τὸν προαιώνιο προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ὅλοι εἶναι δημιουργημένοι γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, ὅλοι εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν ἴδιο Κύριο καὶ Θεό, εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν αἰώνια θεϊκὴ Ἀλήθεια, τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγαθότητά Του, ὅλοι εἶναι προορισμένοι «εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (Ἔφεσ. 1, 4-5).
Γι' αὐτὸ σ' ὅλους τους ἀνθρώπους εἴτε εἶναι Ἰουδαῖοι, εἴτε εἶναι Ἕλληνες, δοῦλοι ἢ ἐλεύθεροι, δόθηκε ἕνας, ὁ ἴδιος Σωτήρας καὶ μία, ἡ ἴδια σωτηρία, τὰ ἴδια μέσα καὶ οἱ ἴδιες δυνάμεις σωτηρίας, ἕνα καὶ τὸ ἴδιο Εὐαγγέλιο.
Ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται διαμέσου τῆς εὐλογημένης, χαριτωμένης ψυχικῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Σωτήρα Χριστό.
Καὶ μετὰ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων μὲ τὶς οὐράνιες σωτηριώδεις δυνάμεις, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, γίνονται κοινωνοὶ καὶ μὲ ὅλες τὶς Θεανθρώπινες λυτρωτικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες τοὺς καθαρίζουν ἀπὸ κάθε κακία καὶ ἁμαρτία καὶ τοὺς πληρώνουν, τοὺς γεμίζουν καὶ μὲ ὅλα τα «ἔνθεα καλὰ» (Ἐφεσ. 3, 6-7).


Καὶ αὐτὸ συντελεῖται στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία βρίσκεται ὅλη ἡ Θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς σωτηρίας, ἡ «οἰκονομία τοῦ μυστηρίου» τοῦ Θεοῦ, σὲ σχέση μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μὲ ὅλα τα ὄντα γενικά. Αὐτὸ τὸ πᾶν-θαυμαστὸ καὶ πᾶν-θαυματουργὸ μυστήριο τῆς ἐκκλησίας, θαυμάζεται ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκαλύπτεται καὶ σ' αὐτούς, διαμέσου τῆς ἐκκλησίας, ἡ «πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μαθαίνουν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀνείπωτη καὶ ἀπερινόητη σοφία καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ. 3, 9-10).

Η αγωγή των παιδιών κατά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Στή διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος γιά παιδαγωγικά θέματα, πρωτεύοντα καί κεντρικότατο ἂξονα συνιστᾶ ἀσφαλῶς ἡ χριστιανική ἀγωγή, τῆς ὁποίας τήν ἀναγκαιότητα, τούς σκοπούς, τό περιεχόμενο καί τούς καρπούς φωτίζουν ἀποσπάσματα λόγων, πού παρουσιάζονται παρακάτω.
«Θέλεις νά εἶναι πειθαρχικός ὁ γιός σου; Ἀπό τήν ἀρχή νά τόν ἀνατρέφεις μέ παιδαγωγία καί συμβουλή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου».
«Τέτοια λοιπόν ἂς προετοιμάζουμε τά παιδιά μας, ὣστε νά μποροῦν νά ἀντέχουν σ’ ὃλες τίς δοκιμασίες τοῦ βίου καί νά μήν ἐκπλήσσονται γιά τά δυσάρεστα πού ἒρχονται».
«Γιατί αὐτή ἡ πείνα ἡ πνευματική εἶναι φοβερότερη ἀπό τήν σωματική πείνα, ἀφοῦ καί καταλήγει σέ χειρότερο θάνατο καί γι’ αὐτό πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά δείχνουμε περισσότερο ζῆλο. Αὐτή εἶναι ἡ ἂριστη φροντίδα τῶν πατέρων, αὐτή εἶναι ἡ γνήσια κηδεμονία τῶν γονέων».
«Μήν προσπαθεῖς νά τό κάμεις (τό παιδί) ρήτορα, ἀλλά παιδαγώγησέ το νά φιλοσοφεῖ. Μήν ἀκονίζεις τή γλώσσα του, ἀλλά καθάρισε τήν ψυχή του. Δέν τά λέγω αὐτά γιά νά σέ ἐμποδίσω νά μορφώσεις τό παιδί σου, ἀλλά γιά νά σέ ἐμποδίσω νά προσέχεις μόνο τά κοσμικά χαρίσματα».
«Γι’ αὐτό εἶναι καλύτερα νά τό ἐφοδιάζουμε μέ ἠθικά καί πνευματικά ὃπλα ἀπό τήν πρώτη παιδική ἡλικία, πού εἶναι ἀκόμη κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐκεῖνος πού ἂρχισε τόν ἀγώνα ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, δέν ξοδεύει τόν καιρό του προσπαθώντας νά ξεπλύνει ἁμαρτήματα τοῦ παρελθόντος, οὒτε ἀσχολεῖται μέ τή θεραπεία τραυμάτων, ἀλλά παίρνει ἀπό νωρίς τά βραβεῖα…καί μένει παντοτινά σταθερός καί ἀμετακίνητος στίς ἀρχές του».
«[…]οὒτε τά ἀπομακρύνω (τά παιδιά) ἀπό τή μελέτη μή χριστιανῶν φιλοσόφων.[…] Ἐπειδή ἡ ἡλικία τους εἶναι τρυφερή, βρίσκουν ἀμέσως ἀπήχηση τά θεῖα λόγια. Ἂν λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή καί ἀπό τά πρῶτα τους βήματα τά ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν πονηρία καί τά χειραγωγήσουμε πρός τήν ἂριστη ὁδό, ἡ εὐσέβεια θά τούς γίνει ἓνα εἶδος συνήθειας καί φύσεως. Ἒτσι δέν θά μεταστρέφονται εὒκολα μέ τή θέλησή τους πρός τό κακό, γιατί ἡ συνήθεια αὐτή θά τά βοηθεῖ νά πράττουν τά καλά ἒργα».[1]
Παρατηρεῖ κανείς, κατά τόν Χρυσόστομο, ἐξόχως σημαντικές ἀνάγκες νά ἐξυπηρετεῖ ἡ χριστιανική ἀγωγή, οἱ ὁποῖες σαφῶςς στιγματίζουν τήν ὀργάνωση καί νοηματοδοτοῦν τή λειτουργία τῶν περισσότερων ἐκπαιδευτικῶν συστημάτων. Ἡ πειθαρχία, οἱ ἀνοιχτές στή μάθηση φύσεις, ἡ σφυρηλάτηση ὁλοκληρωμένων καί δυναμικῶν προσωπικοτήτων, πού θά εἶναι ἱκανές νά ἀντιμετωπίσουν τή ζωή, ἡ εἰς βάθος καλλιέργεια τοῦ κριτικοῦ καί φιλομαθοῦς παιδικοῦ πνεύματος ἦταν καί εἶναι διαρκῶς ζητούμενα, καθώς κινητοποιοῦν τούς παιδαγωγούς, ὣστε νά δράσουν ἀνάλογα.
Ἀκόμη, ἡ ἀνάγκη γιά πνευματική καθοδήγηση πρός τήν ἀρετή καί ἡ ἐνστάλαξη στέρεων ἀρχῶν καί ἀξιῶν στά παιδιά, ἀκόμη ἀπό τήν πρώτη παιδική ἡλικία, ἀποτελεῖ σέ κάθε περίπτωση ὓψιστη ἐπιδίωξη γονέων καί ἐκπαιδευτικῶν, ἰδιαίτερα σήμερα, κατά τήν ἐποχή τῆς πλήρους ἀστάθειας, ἀπερίσκεπτης καί ἀνεξέλεγκτης κατάρρευσης κάθε εἲδους παλαιοῦ ἰδεώδους, μέ ὃ,τι αὐτό- συνήθως θλιβερό- συνεπάγεται. Ὁ Ἰ. Κογκούλης ἀναφέρει εὒστοχα: «Μέ τή χριστιανική ἀγωγή θά βοηθηθεῖ ὁ ἂνθρωπος νά συνδέσει τήν πρώτη του γέννηση μέ τήν ἀναγέννηση καί τή βιολογική νεότητα μέ τήν πνευματική νεότητα, μέ τήν ἀνακαίνιση.[…] Αὐτή ἡ καινή μορφή ἀγωγῆς τελικά ἒρχεται νά καταδικάσει τή μονομερή καί ἀπαράδεκτη στάση ὁρισμένων, πού τήν ταυτίζουν ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τήν προετοιμασία τῶν πολιτῶν γιά τή μετά θάνατον ζωή».[2]
Τό νά μάθει κανείς τά παιδιά νά φιλοσοφοῦν τό καθετί, νά σκέπτονται καί νά ἀποφασίζουν κριτικά καί ὂχι μέ γνώμονα τόν τρόπο δράσης τῆς μάζας εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό καί ἐπίπονο καί ἡ μελέτη πολλῶν φιλοσόφων φαίνεται νά δίνει μιά διέξοδο στό θέμα αὐτό. Ἲσως πολλά ἀνεπιθύμητα στοιχεῖα στή συμπεριφορά τῶν σύγχρονων παιδιῶν στό σχολεῖο καί στήν οἰκογένεια, ὃπως ἡ παθητικότητα, οἱ ἐκδηλώσεις βίας καί ἐπιθετικότητας, ἡ θρασύτητα κ.ἂ. ἐξηγοῦνται καί ἀπό τό γεγονός, ὃτι τά παιδιά δέν ἒχουν διδαχθεῖ τήν ἀξία τῆς μελέτης ἐν γένει, δηλαδή ἀπό τό ὃτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία δέν διαβάζει τίποτε ἂλλο πέραν τῶν σχολικῶν μαθημάτων, μέ «ξηρό» καί ἀναγκαστικό τρόπο. Ἡ κλίση τοῦ Χρυσοστόμου πρός τόν Πλατωνισμό, τό ἓνα ἀπό τά δύο κυρίαρχα παιδαγωγικά ρεύματα τῆς ἀρχαιότητας, εἶναι ἐμφανής στό σημεῖο, ὃπου περιγράφει ὡς ἀνώτερη τή φιλοσοφία ἀπό τή ρητορική δεινότητα. Τέλος, ἡ χριστιανική ἀγωγή εἶναι ἀναγκαία γιά τή διάπλαση ἀκέραιων χαρακτήρων, χρηστῶν, ἀδιάφθορων καί εὐαίσθητων πολιτῶν.
«Σκοπός τῆς διδασκαλίας μου δέν εἶναι νά δοξασθῶ ἐγώ, οὒτε νά φανῶ λαμπρός, ἀλλά νά γίνουν δεκτές ἀπό τό Θεό οἱ ψυχές τῶν μαθητῶν μου. Γιατί δέν χρειάζεται μόνον πίστη, ἀλλά καί ζωή πνευματική».
«Ἐπειδή δηλαδή πρόκειται νά τούς ὁδηγήσει (ἡ χριστιανική ἀγωγή) στό νά γνωρίσουν τό Θεό, ἀπαλλάσσει τήν ψυχή ἀπό τά νοσήματα».[3]
Κύριος σκοπός τῆς ἀγωγῆς, ὃπως τήν ἀντιλαμβάνεται ὁ ἱερός Πατήρ, εἶναι ἡ θεογνωσία καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά ὃποια πάθη μέσα στό πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Τά παιδιά μαθαίνουν τήν αὐτοκυριαρχία καί παίρνουν ἀληθινά μεγάλες ἀπαντήσεις στίς μεγάλες ἀπορίες τους. Γιά τήν ἀνάγκη πρόταξης τοῦ ὑψίστου σκοποῦ τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς, πού εἶναι τό «καθ’ ὁμοίωσιν», μιλάει ὁ Κ. Φράγκος: «Ὁ ὑπέρτατος αὐτός σκοπός τῆς ἀγωγῆς, ὁ ὁποῖος ὃπως ἒχει λεχθεῖ, ἀφορᾶ στήν ἀληθινή χριστιανοποίηση τῶν ἀτόμων, ὂχι μόνον δέν παραβλάπτει τήν ἐπίτευξη ἂλλων σκοπῶν, ἀλλά καί ἐντελῶς ἀντίθετα εὐνοεῖ κάθε ἂλλο γήινο ἢ κοσμικό (σκοπό), μή ἀντιτιθέμενο, βεβαίως, πρός αὐτόν».[4]
«[..] Καί σκεπτόμενοι τούς βίους τῶν θαυμαστῶν ἐκείνων καί μεγάλων ἀνδρῶν (τῶν ἁγίων), νά ὁδηγούμαστε σέ ζῆλο καί νά μήν παραμελοῦμε τήν ἀρετή, ἀλλά νά ἀποφεύγουμε τήν κακία»
«Ὃσοι ἀγάπησαν μέ θερμότητα τή φιλοσοφία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἒγιναν, ὃποιοι ἒγιναν ὂχι μέ τό φόβο καί τά βασανιστήρια, οὒτε μέ τίς ἀπειλές καί τίς τιμωρίες, ἀλλά μέ τή θεία ἀγάπη καί τό φλογερό ἒρωτα πρός τό Θεό».
«Ὁ Θεός δέν συνηθίζει νά κάνει τούς ἀνθρώπους καλούς μέ τόν ἐξαναγκασμό καί τή βία».
«Ἂς διαλεγόμαστε μέ τά παιδιά μας καί ἂς τά πείθουμε ὃτι ὁ «φόβος» τοῦ Θεοῦ (ἐννοεῖ τό δέος) εἶναι μεγάλος πλοῦτος καί κληρονομιά ἀσάλευτη καί θησαυρός ἀπρόσβλητος».
«Ὃσον καιρό ἀκόμη εἶναι ἁπαλή ἡ διάνοια τοῦ παιδιοῦ, δέν πρέπει νά τή φορτώνεις μέ δύσκολες διδασκαλίες καί διηγήσεις, γιά νά μήν καταπιέσεις τό πνεῦμα του».[5]
Ἰδανικό μέσο ἀγωγῆς καί παροχῆς ὑγιῶν προτύπων στά παιδιά εἶναι ἡ ἐνασχόληση μέ τούς βίους τῶν ἁγίων. Τρέφουν καί ἱκανοποιοῦν τή ζωηρή τους φαντασία. Βασική ἀρχή στή χριστιανική ἀγωγή εἶναι ἡ σταδιακή καί ἀπόλυτα ἐλεύθερη ἐπιλογή ἑνός πειθαρχημένου ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς καί σκέψης, ὁ ὁποῖος ὃμως ἀρχικά, σέ μικρές ἡλικίες, εἶναι χρήσιμο νά διδαχθεῖ στά παιδιά μέ «ζωντανό» παράδειγμα, χωρίς βεβαίως καταπίεση ἢ ἐξαναγκασμό.
«Πρόσεξε, πόσα θά μάθει (ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἰακώβ): Θά ἀσκηθεῖ νά ἐλπίζει στό Θεό, ὃταν ἒχει εὐγενή καταγωγή νά μήν περιφρονεῖ κανένα, νά μή θεωρεῖ τή φτώχεια ντροπή, νά ὑποφέρει τίς συμφορές μέ γενναιότητα».
«Ἐάν ἐκπαιδεύαμε τά παιδιά, πρίν ἀπ’ ὃλα τά ἂλλα νά ἀγαποῦν τό Θεό, καί τά διδάσκαμε τά πνευματικά μαθήματα ἀντί γιά τά ἂλλα καί πρίν ἀπό ὃλα τά ἂλλα, πού τά διδάσκουμε τώρα, θά ἐξαφανίζονταν ὃλα τά δυσάρεστα καί ἡ παρούσα ζωή θά ἀπαλλασσόταν ἀπό ἂπειρα κακά».
«Ἡ διαπαιδαγώγηση μέ βάση τίς οὐράνιες ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ κάνει τήν ψυχή μεγάλη καί πνευματικά ἀνώτερη».
«Ὃταν ἐνεργεῖ τό χέρι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδύνατον νά ἀποτύχει ὁποιαδήποτε προσπάθεια, γιά τή χριστιανική διαπαιδαγώγηση τοῦ παιδιοῦ, ἢ μᾶλλον εἶναι ἀδύνατον νά μήν φθάσει τό παιδί σέ ὓψη λαμπρότητας καί δόξας, ἀρκεῖ νά πράττουμε καί ἐμεῖς τό καθῆκον μας».[6]
Ὁ ἐνστερνισμός τῆς ἀνώτερης ἠθικῆς πού πρεσβεύει ὁ χριστιανισμός ἀποτελεῖ ἀσφαλή ἐγγύηση γιά τήν πορεία κάποιου προσώπου καί γιά τή βελτίωση πολλῶν ἀρνητικῶν καταστάσεων στήν κοινωνία. Διαπιστώνει κανείς, ἐν τέλει, ὃτι ἐντοπίζονται πολλές ἐναλλακτικές προτάσεις χειρισμῶν γιά σύγχρονα ζητήματα στήν ἐκπαίδευση μέ βάση τέτοιες τόσο ἀνθρωπιστικές καί βαθεῖς σέ νοήματα ἀρχές. Καί αὐτή ἡ ἐκπαίδευση, ἡ χριστιανική, «χωρίς νά ἀποτελεῖ μιά μορφή νέας παιδαγωγικῆς, ἀλλά ἀντίθετα θέλοντας νά διαποτίσει τήν ἢδη ὑπάρχουσα ἀγωγή»[7] προσπάθησε ἀνά τούς αἰῶνες καί ἐξακολουθεῖ νά προσπαθεῖ γιά τό πραγματικά ὠφέλιμο γιά τόν ἂνθρωπο στήν πιό εὐαίσθητη καί εὒπλαστη περίοδο τῆς ζωῆς, τήν παιδική.

Άγιος Δαβίδ ο νέος Οσιομάρτυρας

Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Δαβίδ καταγόταν από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοι των Κυδωνιών είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το Άγιον Όρος, καθώς υπήρχαν δύο αγιορείτικα μετόχια στην πόλη τους, ένα της μονής Ιβήρων και ένα της μονής Παντοκράτορος. Έτσι, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και διέμενε κοντά σε κάποιον συμπατριώτη του, αδελφό της Σκήτης της Αγίας Άννης, όπου αργότερα εκάρη και ο ίδιος μοναχός.

Ο Όσιος Δαβίδ κατά τη διάρκεια της μοναχικής του πολιτείας, κινούμενος από θείο ζήλο, ανέλαβε την πρωτοβουλία, αφού πρώτα έλαβε την ευλογία του γέροντός του, να επισκεφθεί τη Σμύρνη, για να συλλέξει χρήματα για την ανοικοδόμηση των ερειπωμένων ναών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Θεοτόκου στο Άγιον Όρος. Μετά την αποπεράτωση των εργασιών στους δύο ναούς, οικοδόμησε και δύο δεξαμενές νερού, καθώς και μία σειρά κελιά για τους προσκυνητές. Δεν παρέμεινε όμως άλλο στο Άγιον Όρος, αλλά φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου επισκέφθηκε τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου προκάλεσε τους Τούρκους, ονειδίζοντάς τους για τη θρησκεία τους. Αυτοί τον συνέλαβαν και, αφού τον εξυλοκόπησαν άγρια, τον απέπεμψαν από την πόλη τους. Έτσι, χωρίς να πραγματοποιήσει την επιθυμία του επέστρεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου εξομολογήθηκε στο γέροντά του το διακαή πόθο του για το μαρτύριο. Ο πνευματικός του, φοβούμενος για την έκβαση μιας τέτοιας πράξεως, προσπάθησε να τον αποτρέψει, χωρίς όμως τελικά να το επιτύχει. Ο Όσιος Δαβίδ επισκέφθηκε στις Καρυές τον Επίσκοπο πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιο, από τον οποίο έλαβε την ευλογία για να προχωρήσει στο μαρτύριο, και κατόπιν ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πληροφορήθηκε για την εξώμοση ενός μοναχού από τη Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Ο Όσιος Δαβίδ τον επισκέφθηκε και προσπάθησε να τον μεταπείσει· μάταια όμως, γιατί ο αρνησίθρησκος επέμενε στην πλάνη του. Οι Τούρκοι, οι οποίοι φρουρούσαν τον εξωμότη, συνέλαβαν τον Όσιο και αφού τον εκτύπησαν, τον παρέδωσαν στον κριτή, για να δικασθεί. Ο κριτής, φοβούμενος μήπως ο Όσιος Δαβίδ καταφέρει να μεταπείσει τον εξωμότη, διέταξε την άμεση θανάτωση του Οσίου. Την ίδια νύχτα λοιπόν, στις 26 Ιουνίου του 1813 μ.Χ., ο Όσιος Δαβίδ ο Κυδωνιεύς ευρήκε μαρτυρικό θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Ιδιαίτερα τιμάται ο Οσιομάρτυς Δαβίδ στη Σκήτη της Αγίας Άννης του Αγίου Όρους.

Όσιος Ιωάννης επίσκοπος Γοτθίας

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ., την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Λέοντας ο Ίσαυρος και καταγόταν από τους τόπους της Κριμαίας. Διακρίθηκε από παιδί για την ενάρετη ζωή του και το ζήλο του για την πίστη. Οι γονείς του ονομάζονταν Λέων και Φωτεινή και την ευσέβεια τους την μετέδωσαν και στον γιο τους.

Στα χρόνια της εικονομαχίας, ο Ιωάννης είχε εκκλησιαστική επικοινωνία περισσότερο με τη Ρώμη, που δεν την επηρέαζε η πληγή αυτή της Ανατολής. Σαν επίσκοπος Γοτθίας ο Ιωάννης υπήρξε διδακτικός και φιλάνθρωπος. Παρέμεινε απλός, ταπεινόφρων, φτωχός και αφιλάργυρος, αδελφός των ιερέων και πατέρας των λαϊκών του

Κάποια αιματηρή στάση, ανάγκασε τον καλό ποιμένα να καταφύγει με πολλούς χριστιανούς στην Αμάστριδα του Ευξείνου Πόντου. Εκεί έμεινε τέσσερα χρόνια και πέθανε το 780 μ.Χ. ευεργετώντας, μέχρι την τελευταία του στιγμή. Κλήρος και λαός τον έθαψαν με μεγάλες τιμές.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη

Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ. Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους. Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».

Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε. Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού. Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.

Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη. Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως. Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης. Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας. Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.

Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.

Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία. Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.

Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκός, τῇ ψυχῇ ὑποτάξας Πάτερ σοφέ, ὡράθης μακάριε, μετὰ σώματος Ἄγγελος, καλιὰν δὲ πήξας, ὡς ὄρνις εὐκέλαδος, ἐν φυτῷ εἰς ὕψος, τὸν νοῦν ἀνεπτέρωσας· ὅθεν τῶν θαυμάτων, ἐνεργείας πλουτήσας, μετῆλθες πρὸς Κύριον, ὃν ἐκ βρέφους ἐπόθησας· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ἠθῶν δικαιοσύνης, δι΄ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις τοὺς σὲ γεραίροντας.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Όσιος Παΐσιος: "Οι φιλότιμοι έχουν λεπτή συνείδηση και βοηθιούνται από τον Θεό"!

- Γέροντα, όποιος έχει φιλότιμο το καταλαβαίνει ο ίδιος;
- Εσύ έχεις; Αυτό φαίνεται, ευλογημένη!
Λίγο-πολύ καταλαβαίνει κανείς τον εαυτό του, πληροφορείται γιατί έχει εσωτερική ανάπαυση και ειρήνη. Αλλά και όποιος έχει φιλότιμο δεν καυχάται, δεν λέει: «εγώ έχω φιλότιμο», γιατί πάντα σκέφτεται: «Πρέπει να κινούμαι με περισσότερο φιλότιμο».
Ο φιλότιμος άνθρωπος έχει ειλικρίνεια, δεν υπολογίζει τον εαυτό του, είναι απλός, έχει ταπείνωση. Όλα αυτά δίνουν ανάπαυση και στον ίδιο, αλλά είναι αισθητά και στον άλλον• έχει και επικοινωνία εσωτερική με τον άλλον και τον καταλαβαίνει. Και να του λες, ενώ πονάς , «είμαι πολύ καλά», για να μη στενοχωρηθή, εκείνος καταλαβαίνει ότι πονάς και προσπαθεί να μη σε κουράση. Και άλλος, ενώ σε βλέπει να μην έχης κουράγιο, να ζαλίζεσαι, επειδή θέλει να σε απασχολήση, σου λέει: «Σε βλέπω, Γέροντα, πιο καλά από κάθε άλλη φορά, σε βλέπω υγιέστατο!». Και να έχει τουλάχιστον κανένα σοβαρό πρόβλημα, θα ήταν κάπως δικαιολογημένος.
Αντιθέτως ο φιλότιμος, και να έχη ανάγκη, λέει: «Γέροντα, μόνο την ευχή σου να μου δώσης, να μην σε απασχολώ». Τον κρατώ και βουρκώνουν τα μάτια του. «Να φύγω, Γέροντα, λέει, να φύγω, κουρασμένο σε βλέπω». Ε, αυτός πώς να μη δεχθή θεία βοήθεια;
Υπάρχουν άνθρωποι που από το φιλότιμο π[ου έχουν αμέσως καταλαβαίνουν τι βοηθάει και τι ευχαριστεί τον άλλον, με την καλή έννοια, γιατί σκέφτονται συνέχεια τον άλλον και όχι τον εαυτό τους. Μερικοί, ενώ δεν με γνωρίζουν, καταλαβαίνουν από τι έχω ανάγκη• μου στέλνουν κανένα δεματάκι και έχουν μέσα ακριβώς ό,τι μου χρειάζεται. Το δέμα τους σου δίνει να καταλάβης όλον τον εσωτερικό τους κόσμο. Βλέπεις την λεπτή τους συνείδηση να είναι απλωμένη στο κάθε πράγμα.
- Γέροντα, στο Καλύβι σας μερικές φορές καταφέρνουν και σας βλέπουν αυτοί που είναι λίγο αναιδείς και επιμένουν.
- Ναι, αλλά ανταμείβονται οι φιλότιμοι που από λεπτότητα δεν θέλουν να με ανησυχήσουν. Την άλλη φορά ήρθε εδώ να με δη ένας οικογενειάρχης. Τον είδα και χωριστά, τον είδα και με την γυναίκα του και με τα παιδιά του. Μετά από δυό-τρεις μέρες ξαναήρθε.
Εκείνη την ώρα έβλεπα κάποιον άλλον και έξω περίμενε μια κοπέλα που είχε έρθει αεροπορικώς από την Αθήνα, για να με ρωτήση για ένα θέμα που την απασχολούσε. «Μπορώ να απασχολήσω τον Γέροντα για πέντε λεπτά;», της είπε, κι εκείνη του έδωσε την σειρά της. Περίμενε μιάμιση ώρα, για να βγη ο κύριος που της ζήτησε να του δώση την σειρά της μόνο για .. πέντε λεπτά. Όταν βγήκε, είχε έρθει η ώρα να φύγη για το αεροδρόμιο, οπότε η καημένη μου είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, Πάτερ, ήρθα από την Αθήνα, να σε συμβουλευτώ για ένα πρόβλημα που έχω, αλλά τώρα δεν προλαβαίνω• είχα πάρει άδεια από την δουλειά μου για λίγες ώρες και πρέπει να φύγω, για να μη χάσω το αεροπλάνο». Ε, πώς να την ξεχάσω αυτήν την ψυχή! Τελικά μόνο με τον αρχοντικό τρόπο βοηθιέται ο άνθρωπος από τον Θεό.
- Γέροντα, όταν ο φιλότιμος ζη με δύσκολους ανθρώπους, δεν ταλαιπωρείται;
- Σκοπός είναι να δείξη το φιλότιμό του στους ανάποδους ανθρώπους. Το Ευαγγέλιο λέει: «Ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί;».
Οι φιλότιμοι και ευαίσθητοι αδικούνται εκουσίως από τις παραχωρήσεις που κάνουν από αγάπη στους άλλους ή από την πονηρία των άλλων, αλλά ποτέ δεν περιμένουν ούτε επιδιώκουν να δικαιωθούν σ’ αυτήν την μάταιη ζωή. Σε τούτη την ζωή οι φιλότιμοι τα πληρώνουν όλα, αλλά λαμβάνουν και την βοήθεια του Θεού, και στην άλλη ζωή θα έχουν μεγάλο μισθό.
«Γέροντος Παϊσίου Αγιορείοτυ, Λόγοι Ε', Πάθη και Αρετές»

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: " Μην ακούσης ποτέ τι λέει ο κόσμος"

«Μην ακούσης ποτέ τι λέει ο κόσμος. Μπαίνουν πειρασμοί.
Άνθρωποι είμεθα.
Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, πανουργίες, παγίδες.
Όλα να αντιμετωπίζωνται μέσα στον γάμο με αγάπη, πραότητα, υπομονή.
Πίστη στον Θεό και προσευχή και όλα θα πηγαίνουν κατά Θεόν.
Μεταξύ σας (με τον σύζυγο) να υπάρχη κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας.
Μην αφήνης κάτι μέσα σου, γιατί αυτό μετά θα σε πνίξη.
Μην αφήνης τους λογισμούς να εμφωλεύουν μέσα σου, είναι όφεις.
Η αγάπη όλα τα σκεπάζει.
Με προσοχή, διάκριση, λεπτότητα και απέναντι στον κόσμο και μεταξύ σας.
Αν έχετε κάτι μεταξύ σας, μην το λέτε σε τρίτους.
Η προσοχή και η προσευχή όλα τα διορθώνουν, όλα τα κάνουν καλά.
Να ζούμε με σωφροσύνη, νηστείες, αποχή σαρκικών επιθυμιών».
Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης

Άγιος Μεθόδιος ο εν Νυβρίτω

Ο Άγιος Μεθόδιος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο επί Αραβοκρατίας. Ο ακριβής τόπος καταγωγής του δεν είναι γνωστός. Άγνωστο είναι και το μοναστήρι της κουράς του. Ίσως να είναι το Μοναστήρι του Πρέβελη. Γνωστός ωστόσο ακούεται ο γέροντάς του, Ευθύμιος, που ασκήτευσε στα βουνά της Νιβρύτου (ή Νύβριτος ή - παλαιότερη γραφή - Νίβριτος). Εκεί λοιπόν στη Νίβριτο, ασκήτευσε και ο όσιος Μεθόδιος, και συνδυάζοντας την πραότητα, την υπομονή, την εγκράτεια και πολλές άλλες αρετές, έζησε την καθαρά μοναστική βιοτή ή ακριβέστερα την αναχωρητική.

Εκεί λοιπόν στα ψηλά βουνά της Νιβρύτου, που απλώνονται διαδοχικά προς τις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη, στο κατάλληλο αυτό φυσικό τοπίο, βίωσε και ασκήτεψε ο γνήσιος του Θεού ασκητής. Τολμηρό είναι να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Μεθόδιος είχε συναντηθεί με τον Όσιο Νικόλαο του Κουρταλιώτη  ο οποίος ασκήτευε κι αυτός σε γειτονική περιοχή. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως υποστηρίζεται από κάποιους ότι ο Όσιος Νικόλαος ασκήτευσε σε μια σπηλιά γειτνιάζουσα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου κοντά στο χωριό Ζαρός. Εκεί σώζεται ακόμα και σήμερα Ναός επ’ ονόματι του Οσίου Μεθοδίου της Νιβρύτου. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι κάποιοι συγχέουν τους δυο Αγίου και τους εμφανίζουν ένα και το αυτό πρόσωπο. Για όλα αυτά βεβαίως χρειάζεται πολλή έρευνα από τους ειδικούς επιστήμονες. Πλήρης ημερών εξεδήμησες προς Κύριον όπως ποθούσε από παιδί. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουνίου, στο χωριό Νίβρυτο. Το λείψανό του φυλάσσεται στη Μονή Επανωσήφη (ή Απανωσήφη).

Άγνωστος είναι ο υμνογράφος της ασματικής του Ακολουθίας. Από την προβληματική φιλολογική μέριμνά της εικάζομε ότι πρόκειται για ευσεβή ασκητή ολιγογράμματο. Η Αγιότητα του φεγγίζει στα βουνά της Νιβρύτου και ο οσιακός βίος του διαγράφεται ανάγλυφος μέσα από τα δάση και τα δένδρα, τα νερά και τα ποτάμια, τη σπηλιά και την ησυχία, την ερημιά και τη γοητεία της φυσικής καλλονής του τόπου αυτού. Ο Όσιος Μεθόδιος δόξασε το Θεό και μεγάλυνε το όνομά Του.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ Νηβρύτου ὡς ἄστρον, πολιτείας τῆς κρείτονος, δι’ ἀσκητικῆς συντονίας, μυστικῶς ἐξανέτειλας, φαιδρύνων τᾶς χορείας τῶν Κρητῶν, αὐγαίς θεουργικῶν σού ἀρετῶν, καί θαυμάτων ἀγλαϊαις, ἠγιασμένε Μεθόδιε. Δόξα τῷ σέ ἰσχύσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διά σου, χάριν ἀέναον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ α. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τοὺς τρόπους, ἐκμιμησάμενος, ἐν τῇ Νηβρύτῳ μετῆλθες, ἀσκητικὴν βιοτήν, καὶ μετέστης πρὸς σκηνὴν ἀχειροποίητον, ἔνθα Χριστοῦ ἀξιωθείς, τῆς παραστάδος εὐκλεῶς, Μεθόδιε θεομάκαρ, ἐκ τῶν λειψάνων σου βλύζεις, ἡμῖν ἀπαύστως χάριν ἄφθονον.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ α. Μιμητὴς ὑπάρχων.
Τὰ τῆς γῆς ἡδέα ἀπαρνησάμενος, τοῦ Κυρίου ὀπίσω κατηκολούθησας, καὶ ἀσκήσας ἐν κόσμῳ καθάπερ ἄσαρκος, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων συνήφθης Ὅσιε, ἐνεργῶν ξενοτρόπως, ἡμῖν νῦν ἐν θαύμασι· διὸ πάντες Μεθόδιε, ὕμνοις σε γεραίρομεν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ δ. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ναὸς ἐγένου καθαρὸς τοῦ Θείου Πνεύματος τῶν ἐν ἀσκήσει ἀρετῶν τοῖς προτερήμασι, ὡς ἐπόθεις τὴν ψυχήν σου κατακοσμήσας. Ὅθεν τύπος μοναζόντων ἀναδέδειξαι, καὶ πρὸς Κύριον μεσίτης ἀκαταίσχυντος, τῶν βοώντων σοι· χαίροις πάτερ Μεθόδιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ α. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν παθῶν κατασβέσας, τὰ ὑπεκαύματα, ἐγκρατείας τῇ δρόσω, τὴν φωτοφόρον στολήν, τῆς θεώσεως ἐνδέδυσαι Μεθόδιε, καὶ προσεχώρησας φαιδρῶς, εἰς τοὺς θαλάμους τῆς ζωῆς, ἔνθα Κυρίῳ παρέστης, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, τῶν πεποιθόντων τῇ πρεσβείᾳ σου.

Ὁ Οἶκος
Ἐγκρατείας τοῖς ὅπλοις, κατ’ ἐχθρῶν θριαμβεύσας, θεόθεν ἀμοιβὰς ἐκομίσω, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν ἰσχύν, δι’ ἧς ἀεὶ ἐνεργεῖς τὰ παράδοξα, πρὸς σωτηρίαν Ὅσιε, τῶν πόθῳ σοι βοώντων ταῦτα·

Χαῖρε γηΐνων ὁ ὑπερόπτης·
χαῖρε Ὁσίων ὁ συμπολίτης.
Χαῖρε ὁ βιώσας ἐν κόσμῳ ὡς ἄσαρκος·
χαῖρε ὁ ἀσχύνας ἐχθρὸν παναλάστορα.
Χαῖρε ἄμπελος πολύφορος βιοτῆς ἀσκητικῆς·
χαῖρε δένδρον ὡραιόκλαδον γεωργίας μυστικῆς.
Χαῖρε ὅτι Ἀγγέλων τὴν ζωὴν ἐμιμήσω·
χαῖρε ὅτι τὰ κάλλη τῆς Ἐδὲμ ἐθεάσω.
Χαῖρε τῆς Κρήτης βλάστημα ἔνθεον·
χαῖρε Νηβρύτου καύχημα τίμιον.
Χαῖρε λαμπὰς μοναζόντων φωσφόρος·
χαῖρε φωστὴρ εὐσεβῶν φωτοβόλος.

Χαίροις πάτερ Μεθόδιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Νηβρύτου κλέος σεπτόν, Μεθόδιε πάτερ, καὶ τῆς Κρήτης αὖχος λαμπρόν· χαίροις ὁ ἀσκήσας, ὡς ἄσαρκος ἐν κόσμῳ, καὶ μετ’ Ἀγγέλων ἔχων, νῦν τὸ πολίτευμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Βίον τῶν Ὁσίων πολιτευθείς, λιπῶν ὡς ἐχέφρων, ἀπολαύσεις τάς κοσμικάς, χαίρων ἐν ὑψίστοις, Μεθόδιε εὐφραίνῃ ἡμῖν ἀναπηγάζων, χάριν ἀείζωον.