Ο μακαριστός γιατρός του Αγίου Πορφυρίου, ο καρδιολόγος Γεώργιος Παπαζάχος (1935–2001), μας διασώζει ένα συγκινητικό περιστατικό που έζησε στο Άγιον Όρος και που έχει άμεση σχέση με το θέμα μας. Διηγείται ο ίδιος:
«Κατηφορίσαμε με τον π. Ιωσήφ για τον ασθενή μου.
Η καλύβα του γερο-Χρυσόστομου είναι σε απότομο και κακοτράχαλο σημείο.
Τον βρήκαμε να κάθεται στο πεζούλι της στενής αυλής τους με τον υποταχτικό του.
Ήταν 92 χρόνων.
Συμπαθής φυσιογνωμία.
Μάλλον ψηλός, με έντονα οιδήματα σφυρών.
Εύκολη η διάγνωση με την πρώτη ματιά.
Του φίλησα το χέρι και συστήθηκα. Συστήθηκε και εκείνος.
Ήρθε νέος στο όρος.
Στον κόσμο ήταν πυροσβέστης,
αλλά και καλός ψάλτης.
Θέλησε να προσφέρει το “χάρισμα” της φωνής του στη συνεχή δοξολογία του Θεού μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας.
»Μπήκαμε μέσα στο καλύβι του.
Ο απέναντι τοίχος του κελιού ήταν γεμάτος από ημιτελείς εικόνες του αγίου Γεωργίου.
Απόρησα γι’ αυτό, αλλά δεν ρώτησα.
Εκείνος με ρώτησε το βαφτιστικό μου όνομα και, όταν είπα “Γεώργιος”, με αγκάλιασε, με φίλησε και με παρακάλεσε διακριτικά να καθίσω σε ένα πάγκο δίπλα στο παράθυρο για να μου διηγηθεί μια ιστορία…
Κάθισα.
Από το παράθυρο φαινόταν κάτω η θάλασσα, σαν από αεροπλάνο.
»–Σου είπα ότι είχα πάθος με την “ψαλτική”.
Η φωνή μου με κολάκευε κι εγώ,
όπου πήγαινα να ψάλω, ζητούσα την πρωτοκαθεδρία.
Οι ταπεινοί αδελφοί πάντα με αναγνώριζαν πρωτοψάλτη.
Έτσι, μια χρονιά του αγίου Γεωργίου, είχαν ολονυχτία στην Αγία Άννα κι εγώ έβαλα στον τορβά μου τα μουσικά βιβλία κι έφθασα στον ναό λίγο καθυστερημένος.
Όμως, άλλοι είχαν ήδη ανέβει στο ψαλτήρι και δεν μού ’διναν τη θέση του “πρώτου”.
Περίμενα λίγο. Τίποτα!
Τους έδωσα να καταλάβουν …
“ότι ήρθα”, αλλά αυτοί συνέχιζαν να ψάλλουν τα δικά τους.
Άρχισα να θυμώνω και να ταράσσομαι.
“Γιατί ήρθα;”, σκέφτηκα, “για δεύτερος ή για τρίτος;
Εγώ λαμπαδάριος ή δομέστιχος;
Ή εγώ πρώτος ή θα φύγω!”.
Και, δυστυχώς, ο εγωισμός με οδήγησε στο δεύτερο.
Μάζεψα τα βιβλία μου και επιδεικτικά έφυγα.
“Να μάθετε ποιος είμαι!…”, είπα μέσα μου.
Σε καμιά ώρα έφθασα στο κελί μου, στενοχωρημένος “έως θανάτου”.
Άφησα τον τορβά μου, κάθισα στον πάγκο που κάθεσαι τώρα, γιατρέ.
Ήμουν ιδρωμένος και κατάκοπος.
Ράκος ψυχικό. Με πήρε ο ύπνος.
Και τότε, μου συνέβη κάτι θαυμαστό. Δεν ξέρω αν ήταν όραμα ή όνειρο.
»Βρέθηκα κάτω στον αρσανά των Κατουνακίων και ήταν βαθύ σκοτάδι. Μόνο τα κύματα ακούγονταν.
Σε λίγο άκουσα κουβέντες και μια βάρκα που πλησίαζε.
Μόλις που διακρινόταν.
Κωπηλατούσαν 6-8 στρατιώτες και ένας Αξιωματικός στεκόταν όρθιος.
Η στολή του δεν έμοιαζε με τις στολές των δικών μας αξιωματικών.
Η βάρκα ακούμπησε στον αρσανά. Φοβήθηκα.
Ακούστηκε στην ησυχία η φωνή του Αξιωματικού:
»–Κατεβείτε και φέρτε τον μέσα στη βάρκα!
»Εγώ αντέδρασα και μαζεύτηκα.
»–Όχι, όχι!… Εγώ είμαι καλός άνθρωπος!…, είπα. Εγώ ήρθα στο Όρος να καλογερέψω. Δεν είμαι κλέφτης!… Μη με πιάσετε!…
»–Έλα μέσα!… Έλα μέσα!…
»Ακούστηκε σταθερή η φωνή του Αξιωματικού. Με πήραν μαζί τους και η βάρκα κατευθύνθηκε προς τον αρσανά της Αγίας Άννης. Δεν μίλαγε κανείς. Σκοτάδι γύρω. Μαύρη η θάλασσα. Δεν μίλαγε κανείς. Φοβήθηκα πολύ. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τα πρόσωπά τους, ούτε να τους ρωτήσω. Μόνο όταν φθάσαμε στην Αγία Άννα, μου μίλησε αυστηρά ο Αξιωματικός:
«–Πήγαινε να ψάλλεις στο Πανηγύρι μου! Και μην προσβάλλεις τη Γιορτή μου με τον εγωισμό σου!… Πήγαινε!… Σ’ αγαπώ!…»
»Τότε κατάλαβα ποιος ήταν:
ήταν ο ίδιος ο άγιος Γεώργιος!
Ξύπνησα τρομαγμένος και έβαλα τα κλάματα. Δάκρυα μετανοίας για την απαίσια διαγωγή μου.
Κοίταξα το ρολόι.
Προλάβαινα.
Αν έτρεχα, προλάβαινα πριν τελειώσουν. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Της επιστροφής του ασώτου.
Στον δρόμο παρακαλούσα τον άγιο Γεώργιο να με συγχωρέσει.
Τέτοιο αμάρτημα που έκανα απόψε!… Να χαλάσω την ατμόσφαιρα του πανηγυριού!…
Να παγώσω τις καρδιές των συνασκητών μου με το πάθος μου!…
–Συγχώρησέ με, άγιέ μου, τον ανάξιο μοναχό!…
»Έφθασα πριν τελειώσουν.
Μόλις μπήκα στον ναό, ξαφνιάστηκαν όλοι.
Στάθηκα κάτω από τον πολυέλεο και φώναξα με δάκρυα:
»–Συγχωρέστε με, αδελφοί μου!
»Και έκανα εδαφιαίες μετάνοιες προς τα τέσσερα σημεία του ναού.
Έκλαιγαν οι αδελφοί, έκλαιγα κι εγώ. Με το “Δι’ ευχών” αγκάλιασα έναν-έναν όλους και συγχωρεθήκαμε.
Ήταν η πιο έντονη μέρα της ζωής μου…».
Φαίνεται ότι η ταπείνωση ξαναχτίζει ό,τι γκρεμίζει ο εγωισμός· την αγάπη και το χαμόγελο μέσα μας και γύρω μας…
«Πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών, ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών•
τη μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος,
τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος• αλλ’ εκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ο Θεός, δια της μετανοίας, και σώσόν με».
Παρακλητική, Γ’ Ήχος, Όρθρος Δευτέρας, Β’ Απόστιχο των αίνων.]
Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου (Αντωνόπουλου): «Ψαλώ τω Θεώ μου ή τω εαυτώ μου;» –Η ψαλτική τέχνη ως διακονία και χάρισμα– Κεφ. 7ο, σελ. 75.
«Κατηφορίσαμε με τον π. Ιωσήφ για τον ασθενή μου.
Η καλύβα του γερο-Χρυσόστομου είναι σε απότομο και κακοτράχαλο σημείο.
Τον βρήκαμε να κάθεται στο πεζούλι της στενής αυλής τους με τον υποταχτικό του.
Ήταν 92 χρόνων.
Συμπαθής φυσιογνωμία.
Μάλλον ψηλός, με έντονα οιδήματα σφυρών.
Εύκολη η διάγνωση με την πρώτη ματιά.
Του φίλησα το χέρι και συστήθηκα. Συστήθηκε και εκείνος.
Ήρθε νέος στο όρος.
Στον κόσμο ήταν πυροσβέστης,
αλλά και καλός ψάλτης.
Θέλησε να προσφέρει το “χάρισμα” της φωνής του στη συνεχή δοξολογία του Θεού μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας.
»Μπήκαμε μέσα στο καλύβι του.
Ο απέναντι τοίχος του κελιού ήταν γεμάτος από ημιτελείς εικόνες του αγίου Γεωργίου.
Απόρησα γι’ αυτό, αλλά δεν ρώτησα.
Εκείνος με ρώτησε το βαφτιστικό μου όνομα και, όταν είπα “Γεώργιος”, με αγκάλιασε, με φίλησε και με παρακάλεσε διακριτικά να καθίσω σε ένα πάγκο δίπλα στο παράθυρο για να μου διηγηθεί μια ιστορία…
Κάθισα.
Από το παράθυρο φαινόταν κάτω η θάλασσα, σαν από αεροπλάνο.
»–Σου είπα ότι είχα πάθος με την “ψαλτική”.
Η φωνή μου με κολάκευε κι εγώ,
όπου πήγαινα να ψάλω, ζητούσα την πρωτοκαθεδρία.
Οι ταπεινοί αδελφοί πάντα με αναγνώριζαν πρωτοψάλτη.
Έτσι, μια χρονιά του αγίου Γεωργίου, είχαν ολονυχτία στην Αγία Άννα κι εγώ έβαλα στον τορβά μου τα μουσικά βιβλία κι έφθασα στον ναό λίγο καθυστερημένος.
Όμως, άλλοι είχαν ήδη ανέβει στο ψαλτήρι και δεν μού ’διναν τη θέση του “πρώτου”.
Περίμενα λίγο. Τίποτα!
Τους έδωσα να καταλάβουν …
“ότι ήρθα”, αλλά αυτοί συνέχιζαν να ψάλλουν τα δικά τους.
Άρχισα να θυμώνω και να ταράσσομαι.
“Γιατί ήρθα;”, σκέφτηκα, “για δεύτερος ή για τρίτος;
Εγώ λαμπαδάριος ή δομέστιχος;
Ή εγώ πρώτος ή θα φύγω!”.
Και, δυστυχώς, ο εγωισμός με οδήγησε στο δεύτερο.
Μάζεψα τα βιβλία μου και επιδεικτικά έφυγα.
“Να μάθετε ποιος είμαι!…”, είπα μέσα μου.
Σε καμιά ώρα έφθασα στο κελί μου, στενοχωρημένος “έως θανάτου”.
Άφησα τον τορβά μου, κάθισα στον πάγκο που κάθεσαι τώρα, γιατρέ.
Ήμουν ιδρωμένος και κατάκοπος.
Ράκος ψυχικό. Με πήρε ο ύπνος.
Και τότε, μου συνέβη κάτι θαυμαστό. Δεν ξέρω αν ήταν όραμα ή όνειρο.
»Βρέθηκα κάτω στον αρσανά των Κατουνακίων και ήταν βαθύ σκοτάδι. Μόνο τα κύματα ακούγονταν.
Σε λίγο άκουσα κουβέντες και μια βάρκα που πλησίαζε.
Μόλις που διακρινόταν.
Κωπηλατούσαν 6-8 στρατιώτες και ένας Αξιωματικός στεκόταν όρθιος.
Η στολή του δεν έμοιαζε με τις στολές των δικών μας αξιωματικών.
Η βάρκα ακούμπησε στον αρσανά. Φοβήθηκα.
Ακούστηκε στην ησυχία η φωνή του Αξιωματικού:
»–Κατεβείτε και φέρτε τον μέσα στη βάρκα!
»Εγώ αντέδρασα και μαζεύτηκα.
»–Όχι, όχι!… Εγώ είμαι καλός άνθρωπος!…, είπα. Εγώ ήρθα στο Όρος να καλογερέψω. Δεν είμαι κλέφτης!… Μη με πιάσετε!…
»–Έλα μέσα!… Έλα μέσα!…
»Ακούστηκε σταθερή η φωνή του Αξιωματικού. Με πήραν μαζί τους και η βάρκα κατευθύνθηκε προς τον αρσανά της Αγίας Άννης. Δεν μίλαγε κανείς. Σκοτάδι γύρω. Μαύρη η θάλασσα. Δεν μίλαγε κανείς. Φοβήθηκα πολύ. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τα πρόσωπά τους, ούτε να τους ρωτήσω. Μόνο όταν φθάσαμε στην Αγία Άννα, μου μίλησε αυστηρά ο Αξιωματικός:
«–Πήγαινε να ψάλλεις στο Πανηγύρι μου! Και μην προσβάλλεις τη Γιορτή μου με τον εγωισμό σου!… Πήγαινε!… Σ’ αγαπώ!…»
»Τότε κατάλαβα ποιος ήταν:
ήταν ο ίδιος ο άγιος Γεώργιος!
Ξύπνησα τρομαγμένος και έβαλα τα κλάματα. Δάκρυα μετανοίας για την απαίσια διαγωγή μου.
Κοίταξα το ρολόι.
Προλάβαινα.
Αν έτρεχα, προλάβαινα πριν τελειώσουν. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Της επιστροφής του ασώτου.
Στον δρόμο παρακαλούσα τον άγιο Γεώργιο να με συγχωρέσει.
Τέτοιο αμάρτημα που έκανα απόψε!… Να χαλάσω την ατμόσφαιρα του πανηγυριού!…
Να παγώσω τις καρδιές των συνασκητών μου με το πάθος μου!…
–Συγχώρησέ με, άγιέ μου, τον ανάξιο μοναχό!…
»Έφθασα πριν τελειώσουν.
Μόλις μπήκα στον ναό, ξαφνιάστηκαν όλοι.
Στάθηκα κάτω από τον πολυέλεο και φώναξα με δάκρυα:
»–Συγχωρέστε με, αδελφοί μου!
»Και έκανα εδαφιαίες μετάνοιες προς τα τέσσερα σημεία του ναού.
Έκλαιγαν οι αδελφοί, έκλαιγα κι εγώ. Με το “Δι’ ευχών” αγκάλιασα έναν-έναν όλους και συγχωρεθήκαμε.
Ήταν η πιο έντονη μέρα της ζωής μου…».
Φαίνεται ότι η ταπείνωση ξαναχτίζει ό,τι γκρεμίζει ο εγωισμός· την αγάπη και το χαμόγελο μέσα μας και γύρω μας…
«Πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών, ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών•
τη μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος,
τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος• αλλ’ εκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ο Θεός, δια της μετανοίας, και σώσόν με».
Παρακλητική, Γ’ Ήχος, Όρθρος Δευτέρας, Β’ Απόστιχο των αίνων.]
Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου (Αντωνόπουλου): «Ψαλώ τω Θεώ μου ή τω εαυτώ μου;» –Η ψαλτική τέχνη ως διακονία και χάρισμα– Κεφ. 7ο, σελ. 75.