Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Γιατί ο γέροντας Παΐσιος δεν έγινε ιερέας;

Γέροντα, γιατί δεν γίνεσθε Ιερεύς;

- Σκοπός είναι να σωθούμε. Η ιερωσύνη δεν είναι μέσο για να σωθή ο άνθρωπος.
- Δεν σας πρότειναν ποτέ να γίνετε ιερεύς;
- Πολλές φορές με πίεσαν. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, με ζόρισαν και για την ιερωσύνη και για το Μεγάλο Σχήμα.
Ο σκοπός είναι να γίνει κανείς από μέσα καλόγερος. Εμένα αυτό με ενδιέφερε, δεν με απασχολούσε τίποτε άλλο.
Επειδή και από νέος, σαν λαϊκός, είχα ζήσει μερικά θεία γεγονότα, όταν πήγα στο Μοναστήρι, έλεγα: «Αρκεί να ζω καλογερικά». Την βαρύτητα σ’ αυτό την είχα ρίξει και δεν με απασχολούσε πότε θα γίνω μεγαλόσχημος η αν θα γίνω ιερεύς. Τελευταία ήρθε κάποιος στο Κελλί της Παναγούδας και πάλι επέμενε πολύ να ιερωθώ.
Πήγε στο Πατριαρχείο γι’ αυτόν τον λόγο, μίλησε στην Εξαρχία, όταν ήρθε στο Άγιον Όρος… Του είπαν όμως: «Πες το και στον ίδιο, μην τυχόν εμείς το αποφασίσουμε και αυτός μας φύγη». Έτσι ήρθε και μου το είπε. Όταν το άκουσα, έβαλα τις φωνές, οπότε μου λέει: «Τουλάχιστον γίνε ιερεύς, για να διαβάζης την συγχωρητική ευχή στους ανθρώπους, αφού σου λένε εκτός από τα προβλήματά τους και τις αμαρτίες τους.
Εσύ δεν μου έλεγες πόσα μπερδέματα γίνονται, γιατί οι άνθρωποι άλλοτε τα λένε διαφορετικά και άλλοτε λένε τα μισά από όσα τους λες στους Πνευματικούς η στους μητροπολίτες; Να ακούς τις αμαρτίες τους, να τους διαβάζης την συγχωρητική ευχή, να παίρνουν την άφεση και να τακτοποιούνται». Ο καημένος με καλό λογισμό το έλεγε, αλλά δεν ήταν αυτό για μένα.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Α΄ ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. 1999

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου: "Ἑορτάζωμεν!"

Ήρθαν οι άγιες εορτές. Και τις χαιρόμαστε. Και τις απολαμβάνομε όσο πιο καλά μπορούμε. Και μέσα μας, και καμμιά φορά και φωναχτά μεταξύ μας, το λέμε:
-Ω, να ήταν όλος ο χρόνος μια γιορτή!
Το λέμε. Και νομίζομε, πως είμαστε πολύ απαιτητικοί.
-Μακάρι! Αλλά δεν γίνονται αυτά.
 
* * *
Έτσι μας φαίνεται. Και μεταξύ μας συμφωνούμε. Αλλά δεν συμφωνεί μαζί μας ένας πολύ μεγάλος και σοφώτατος άγιος• ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Λέγει:
Αν θέλετε, μπορείτε να έχετε εορτή ολοχρονίς. Ναι, μπορείτε να έχετε εορτή όχι για κάποιες ώρες και στιγμές, αλλά συνεχώς και ολοχρονίς.
Μας το λέγει ο άγιος απόστολος Παύλος: «Εορτάζωμεν», μας λέγει! Και εμείς απορούμε: Τι λες, Παύλε; Τι να γιόρταζαν οι άνθρωποι εκείνοι, οι παραλήπτες της επιστολής Σου; Τι γιορτές να έκαναν, αφού ακόμη δεν είχαν θεσπισθή; Και που και πως να τις εόρταζαν, αφού ζούσαν, μια χουφτίτσα Χριστιανοί, μέσα σε μια θάλασσα ειδωλολατρών;
Άλλο ήθελε ο Παύλος, να τους ειπεί• και να μας ειπεί. Τι;
 
* * *
Αληθινή γιορτή δεν είναι οι κάποιες ημέρες. Αληθινή γιορτή δεν είναι το όποιο γλέντι.
Αληθινή γιορτή είναι η εσωτερική χαρά. Και αληθινή χαρά μας δίνει μόνο η καθαρή συνείδηση.
Όποιος έχει καθαρή συνείδηση, έχει ολοχρονίς γιορτή.
Δηλαδή; Τι σημαίνει αυτό;
Μερικοί έρχεσθε στην Εκκλησία «αργά και που»!
Για να το καταλάβετε, αυτό που σας λέγω, χρειάζεται να βάλετε λίγη προσοχή.
Τι μας λέγει η σημερινή εορτή;
Ο Θεός μας έδωσε πολλά αγαθά. Ήρθαν στιγμές που γέμισε η γη με αγγέλους και με τα τραγούδια τους.
Και μόνο;
Έγινε και κάτι πιο μεγάλο.
Άνθρωποι από την γη ανέβηκαν στον ουρανό! Μιμήθηκαν και έφτασαν στις αρετές τους αγίους αγγέλους.
Ζούσαν στην γη. Με σάρκα και με αίμα. Όπως και εμείς. Και διατηρούσαν, και είχαν, όλα αυτά τα γνωστά «συν και πλην», που έχει η φύση μας. Και παρ  ὅλα αυτά, έγιναν άγγελοι. Αυτοί έγιναν. Γιατί το θέλησαν. Γιατί το έκαμαν φιλοτιμία τους.
Απλά και μόνο, γιατί το θέλησαν, να έχουν καθαρή συνείδηση• και να ζουν με καθαρή συνείδηση.

* * *
Έχει η δεν έχει ολοχρονίς γιορτή, όποιος ζει έτσι;
Μήπως εμείς, δεν παίρνομε το θάρρος να ιδούμε τα πράγματα σωστά;

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων

Οι Απόστολοι του Χρίστου θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες πρώτου μεγέθους της πνευματικής ζωής. Την 30η Ιουνίου, η Εκκλησία γιορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους που αρχικά εξέλεξε ο Κύριος, πλην του Ιούδα Ισκαριώτη. Αυτοί είναι: Σίμωνας (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος του Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο αδελφός του Ιακώβου του μικρού και ο Ματθίας, που εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους. Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου. Έχουμε, λοιπόν, χρέος και εμείς οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους και με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου, που διέπνεε κι αυτούς, να γίνουμε μιμητές του έργου τους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.
Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳ, ὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότες, οἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀεί, θείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Ὁ Οἶκος
Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Μεγαλυνάριον
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾶ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ (από την προς Εφεσίους επιστολή του αποστόλου Παύλου)

Για να δούμε τι διδάσκει η αγία Γραφή για τις σχέσεις γονέων και παιδιών θα μελετήσουμε τι μας λέγει ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή του (6,1-4) έχοντας συγχρόνως υπ’ όψη μας την αντίστοιχη ερμηνεία του αγίου Χρυσοστόμου στην προς Εφεσίους (Ε.Π.Ε. 21,246-269).



«Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσιν υμών». Όπως ακριβώς αυτός, που κάνει ένα άγαλμα, σχηματίζει πρώτα το κεφάλι, μετά τον αυχένα, τον θώρακα, την κοιλιά, τα πόδια, έτσι και ο Παύλος προχωρεί από τις σχέσεις ανδρός-γυναικός, για τις οποίες μίλησε προηγουμένως (Εφεσ. 5, 21-33), στις σχέσεις γονέων-παιδιών για να ολοκληρώσει τη διδασκαλία του πάνω στο θέμα της οικογενείας. Η υπακοή των παιδιών στους γονείς τους είναι κάτι που το συνιστά και η φύση και η κοινωνία και ο Θεός. Τα παιδιά είναι μικρά, άπειρα, ανεκπαίδευτα και χρήζουν προστασίας, εκπαιδεύσεως, κοινωνικοποιήσεως, αναπτύξεως των φυσικών και πνευματικών αρετών τους. Μόνο αν υπακούουν και δέχονται την επίβλεψη και την κηδεμονία των γονέων τους θα απολαύσουν τα όσα αναφέραμε. Αλλά εκτός από αυτά που αναφέραμε είναι θέμα θελήματος του Θεού να σέβονται και ν’ αγαπούν τους γονείς τους. Ο δεκάλογος του Μωυσέως, με την πέμπτη του εντολή, λάμβανε ειδική και ξεχωριστή μέριμνα για το θέμα αυτό. «Τίμα το πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται, και ίνα μακροχρόνιος γένη επι της γης της αγαθής, ης Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι» (Έξοδ. 20,12).

    «Εν Κυρίω». Να υπακούτε όπως θέλει ο Κύριος αλλά κι όταν οι απαιτήσεις των γονέων σας είναι μέσα στα πλαίσια των εντολών και του θελήματος του Θεού. Δεν έχετε υποχρέωση να τους υπακούτε, εάν σας ζητούν κάτι αμαρτωλό ή κάτι που αντίκειται στις υποχρεώσεις σας προς το Θεό. Δεν μπορούν οι γονείς να ζητήσουν από το παιδί να μη γίνει ιερεύς ή μοναχός π.χ.. Δεν μπορούν να ζητούν από το παιδί τους να ν’ αγαπά το Θεό μετά απ’ αυτούς και στο βαθμό που αυτοί επιτρέπουν.

    «Τούτο γαρ έστι δίκαιον». Και από τη φύση και από το νόμο του Θεού θεωρείται πρέπον και αρμόζον τα παιδιά να υπακούν τους γονείς. Αλλά και κατά λογική ακολουθία και ανάγκη πρέπει ν’ αγαπάμε τους γεννήτορές μας, που μας αγαπούν, μας φροντίζουν και μας προστατεύουν. Η υπακοή είναι η ελάχιστη αντιπροσφορά στη μαρτυρική αγάπη των γονέων.



«Τίμα το πατέρα σου και την μητέρα σου, ήτις εστίν εντολή πρώτη εν επαγγελία». Είναι πρώτη στη σειρά των εντολών που σχετίζονται με τα καθήκοντα προς τους άλλους (5η-10η), αλλά και πρώτη που συνοδεύεται με υπόσχεση ανταμοιβής. Στις άλλες εντολές δεν υπάρχει ανταμοιβή, καθόσον απαγορεύουν το κακό και προστάσσουν ν’ απομακρυνόμεθα απ’ αυτό. Στις εντολές όμως που προστάσσουν να κάνουμε το καλό υπάρχει και η ανταμοιβή. Π.χ. «αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου» (Λουκ. 6,35). Αλλά είναι «πρώτη εντολή» και με μία άλλη έννοια· οι γονείς, οι πρώτοι μετά Θεό αίτιοι της υπάρξεώς μας, πρέπει πρώτοι ν’ απολαύσουν τις ευεργεσίες μας. Προηγούνται των άλλων αναγκαστικά και υποχρεωτικά. Στην Α΄ Τιμ. 5,8 λέγει· «ει δε τις των ιδίων και μάλιστα των οικείων ου προνοεί, την πίστιν ήρνηται και έστιν απίστου χείρων». Χειρότερος και από τον άπιστο είναι αυτός που δεν ενδιαφέρεται και δεν φροντίζει για τους δικούς του!

  «Ίνα ευ σοι γένηται και έση μακροχρόνιος επί της γης». Δεν μιλά εδώ ο νόμος του Θεού για την βασιλεία των ουρανών και για τις μεταθανάτιες ανταποδόσεις. Απευθύνεται σε μικρές και ανώριμες ψυχές, που δεν μπορούν ακόμα να εξαρθούν σε υψηλά πνευματικά και θεολογικά μέτρα. Εξ άλλου είναι και στο πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης να τονίζει την εγκόσμιο και επίγειο ευημερία και ευτυχία. Η πρόοδος και η επιτυχία στους υλικούς στόχους, που έχει ένα παιδί, και η επιθυμία να ζήσει πολλά χρόνια είναι κάτι που και το κατανοεί και το ικανοποιεί. Ίσως ρωτήσει κάποιος· «αν έτσι έχει η εξήγηση γιατί, αφού δεν αναφέρει τη βασιλεία του Θεού, αναφέρει το νόμο του Θεού;». Διότι την ύπαρξη του Θεού δεν την αγνοεί το παιδί. Είναι η αλφαβήτα της θεολογικής γνώσεως και πίστεως. Απλώς την ύπαρξη του Θεού την συνδέει με υλικές απολαβές καθότι ανώριμο.

    «Και οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Δεν λέγει να τα αγαπάτε, διότι αυτό το προκαλεί η φύση και χωρίς να το θέλουν. Μόνο εντελώς αχρείοι γονείς και ανθρωπόμορφα τέρατα καταπνίγουν ενίοτε το ένστικτο της στοργής και της κηδεμονίας. Στους συνήθεις και φυσιολογικούς γονείς δεν χρειάζεται καμμία σύσταση για ν’ αγαπούν τα παιδιά τους.

Όπως και στον άνδρα ο Παύλος δεν ζητά ν’ αγαπά τη γυναίκα του ερωτικά, διότι αυτό είναι θέμα ενστίκτου. Ζητά να την αγαπά σταυρικά και μαρτυρικά, που αυτό είναι ίδιον καλλιεργημένης και αγίας ψυχής. Οι θεολόγοι της Εκκλησίας στο σημείο αυτό παρατηρούν ότι ενώ αναφέρεται και στους δύο γονείς ο Παύλος, εν τούτοις, εδώ αναφέρει μόνο τους πατέρες. Και εξηγούν ότι το κάνει αυτό, διότι οι πατέρες ταχύτερα παραφέρονται από το πάθος και φέρονται στα παιδιά σαν ανδράποδα, ξεχνώντας ότι είναι ελεύθερες υπάρξεις. Να προσθέσουμε ότι τα ανωτέρω λεγόμενα αφορούν και τους πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι ενίοτε κάνουν κατάχρηση της πνευματικής εξουσίας τους.

Στην προς Κολασσαείς επιστολή του ο Παύλος συνιστά για το ίδιο θέμα· «Οι πατέρες μη ερεθίζετε τα τέκνα υμών ίνα μη αθυμώσιν» (3,21). Δηλαδή μη ασκείτε σατραπικά και δικτατορικά την γονική μέριμνα και κηδεμονία, διότι έχοντας εσείς την δύναμη και τη δυνατότητα να τα πιέζετε, στο τέλος μπορεί να υποκύψουν, αν δεν φύγουν ή επαναστατήσουν με βίαιο τρόπο, αλλά θα αθυμήσουν. Θα χάσουν την όρεξη για ζωή και δημιουργία. Θα απελπισθούν και μπορεί κάποια απ’ αυτά να οδηγηθούν και στην αυτοκτονία. Στο σημείο αυτό όπως και σε αντίστοιχα χωρία για τους κυρίους και τους δούλους φαίνεται ξεκάθαρα ότι η αγία Γραφή δεν χαρίζεται σε κανένα και δεν στηρίζει μονομερώς κανένα. Το κήρυγμα των κληρικών πρέπει να τονίζει αυτές τις δύο διαστάσεις των θεϊκών εντολών ομοιόμορφα και με την ίδια συχνότητα. Σε κανένα δεν δίνει το ευαγγέλιο τη δυνατότητα να ασκεί την εξουσία του ανεξέλεγκτα και εική και ως έτυχε. Υπάρχουν φραγμοί και περιορισμοί που πρέπει να τους σεβαστούμε, αν θέλουμε να είμαστε εν τάξει με το Θεό. Και οι κληρικοί πρέπει συνεχώς να το τονίζουν αυτό.



«Αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μη εξοργίζετε τα παιδιά σας με τον εγωισμό σας ή τον υπερβολικό και ανεξέλεγκτο ζήλο σας, αλλά με διάκριση, ταπείνωση και σύνεση παιδαγωγήστε τα εν Κυρίω. Μη θεωρείς περιττό ν’ ακούει την αγία Γραφή, το κήρυγμα, το κατηχητικό. Μη το εμποδίσεις από τον εκκλησιασμό, την εξομολόγηση, τη θεία κοινωνία. Αντίθετα να προτρέψεις και να το οδηγήσεις εσύ ο ίδιος δίνοντας το κατάλληλο παράδειγμα.

Την εποχή του Χρυσοστόμου υπήρχαν οι ειδωλολατρικοί μύθοι και ήρωες, τα ειδωλολατρικά ήθη και έθιμα, η περιρρέουσα αντιχριστιανική ατμόσφαιρα. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Ας ακούσουμε λοιπόν το πάντα επίκαιρο κήρυγμά του· «Πώς δεν είναι άτοπο αφ’ ενός μεν να ενδιαφέρεσαι να το στέλνεις στο σχολείο και σ’ οτιδήποτε του είναι κοσμικά χρήσιμο, αφ’ ετέρου δε να μη ενδιαφέρεσαι να πάρει την παιδεία του Κυρίου; Μέχρι πότε θα ενδιαφερόμαστε μόνο για τη σάρκα και τη σωματική υγεία του; Περισσότερο από το μοναχό, που βρίσκεται εκτός της επιρροής της αμαρτωλής κοινωνίας, αυτό χρειάζεται την κατά Θεό παιδεία. Τα αμελούμε αυτά και δρέπουμε και εμείς και η κοινωνία τις συνέπειες της αδιαφορίας μας».

Ας ακούσουν οι γονείς, το σχολείο, η κοινωνία τις χρυσές συμβουλές του αγίου Χρυσοστόμου. Ας ακούσουν και ας φροντίσουν…

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι

Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.

Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.


Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Μην αλλάξεις…. Σ’ αγαπώ

Ήμουν για χρόνια νευρωσικός, αγχώδης και εγωιστής. Όλοι μου έλεγαν να αλλάξω. Συνεχώς μου επεσήμαναν πόσο νευρωσικός ήμουν. Δυσανασχετούσα, αν και συμφωνούσα μαζί τους. Ήθελα να αλλάξω, απλά δεν τα κατάφερνα. Δεν έχει σημασία πόσο σκληρά προσπαθούσα. Εκείνο που πιο πολύ με πλήγωνε ήταν ότι ο καλύτερός μου φίλος μου τόνιζε πόσο νευρωσικός ήμουν και επέμενε ότι μπορώ ν’ αλλάξω. Συμφωνούσα μαζί του και δεν του κρατούσα θυμό. Ένιωθα όμως τόσο ανήμπορος και συγχρόνως παγιδευμένος. Μια μέρα μου είπε: «Μην αλλάξεις. Μείνε όπως είσαι. Δεν έχει σημασία αν αλλάξεις ή όχι. Σ’ αγαπώ όπως είσαι! Δεν μπορώ να σε βοηθήσω αλλά σ’ αγαπώ!» Τα λόγια αυτά αντήχησαν σαν μουσική στα αυτιά μου. «Μην αλλάξεις. Μην αλλάξεις. Μην αλλάξεις…. Σ’ αγαπώ!» Χαλάρωσα και ένιωσα πως ζω! Και ω! του θαύματος των θαυμάτων! Άλλαξα!

Ένα πρωϊνό στο Μετρό

Ένα πρωϊνό για μένα ξεχωριστό που με έκανε και δάκρυσα.Μπαίνωντας πριν λίγα λεπτά στο τρίτο Βαγόνι έπεσα πάνω σε ένα καρότσι, μπροστά στην πόρτα. Ίσα-ίσα που έκλεισε η πόρτα. Καλά λέω μέσα μου με τόσο κόσμο πως μπαίνει κι αναπηρικό καρότσι. Ήδη δεν είχα επιβιβαστεί στον προηγούμενο συρμό που είχε περάσει πριν 4 λεπτά επειδή δεν χωρούσε να μπει τόσος κόσμος.


Γύρισα την πλάτη κρατήθηκα όπως μπορούσα και χάζευα έξω. Στην επόμενη στάση έπρεπε να κατέβει ο κόσμος οπότε μπήκα και ξαναβγήκα για να μπορέσουν όσοι ήθελαν να αποβιβαστούν. Οπότε προχώρησα πιο μέσα επειδή δημιουργήθηκε περισσότερο χώρος.


Τότε μου κόπηκαν τα γόνατα. Αντίκρυσα πάνω στο αναπηρικό καρότσι ένα νεαρό παιδί περίπου 12-14 χρονών. Τα πόδια του είναι πιο μικρά από το σώμα του. Καθόταν με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσε να στηρίξει το σώμα του. Τα χερούλια του καροτσιού τα κρατούσε η μητέρα του. Δεν μπορούσε να το δει. Το κεφάλι του έπεφτε κάτω. Ξάφνου τον ακουμπάει στον ώμο ένα αντρικό χέρι και τον κρατάει εκεί σταθερά. Γυρίζω και κοιτάζω κι εγώ, ήταν ο πατέρας του. Ένας άνδρας ψηλός πάνω από 1.80 γύρω στα 40-45.
Δεν θα ξεχάσω μα ποτέ δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του παιδιού αυτού στον Πατέρα του. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Το βλέμμα δεν το έπαιρνε από τον Πατέρα του. Στιγμιαία κατέβασε το βλέμμα του το παιδί αλλά πάλι τον ξανακοίταξε. Ήταν σαν του έλεγε σε σένα στηρίζομαι...μην με αφήσεις ποτέ. Βλέπω αυτά και αρχίζουν τα υγραίνονται τα μάτια μου.

Θέε μου μονολογώ έχω έναν άγγελο δικό σου μπροστά μου. Σταματά το τρένο, στάση Ευαγγελισμό. Μάλλον θα κατέβει εδώ. Μπορεί να πηγαίνουν το παιδί τους στο Νοσοκομείο. Κόσμος σαν μυρμήκια τρέχει εδώ κι εκεί να προλάβει. Τι να προλάβει όμως; αναρωτιέμαι. Για πιά Ζωή τρέχουμε; Για την παρούσα ή την μέλουσα; Ο χρόνος στιγμιαία σταμάτησε για μένα εκείνη την στιγμή. Βλέπω μόνα τα μάτια του παιδιού. Επόμενη στάση Σύνταγμα. Καταβαίνουν όλοι και το παιδί με τους γονείς του είναι ακόμη μέσα. Εγώ δεν βγαίνω και περιμένω μην τυχόν χρειάζονται βοήθεια με το καρότσι.
Τότε ρωτάω τον Πατέρα του "Θέλετε να σας βοηθήσω σε κάτι" ; μου απαντά "'Οχι ευχαριστώ, ρε φίλε". H φωνή του , η χροιά της φωνής του φανέρωνε μεγάλη θλίψη και πόνο καρδιάς. Αυτός ο Άνθρωπος σκέφτηκα με τόσο μεγάλο Σταυρό στέκεται όρθιος. Ο Γιός του, του χαμογελά από το αναπηρικό καρότσι και εκείνος πρέπει να του δώσει δύναμη...

Τρέχουν τα μάτια μου. Φοράω τα γυαλιά μου κι ανεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά,προσπαθώ να συνέλθω. Δεν τρέχω στις σκάλες, δεν αγχώνομαι να πάω να κτυπήσω την κάρτα μου στην δουλειά, δεν με νοιάζει...Σκέφτομαι αυτήν την οικογένεια μόνο.

Φαίνεται ο "Κύριος" με αγαπάει ακόμη και μου στέλνει στο δρόμο μου Αγγέλους για να με συνετίζει...
Ήθελα να σας πω αυτά, ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα πρωϊνό στο Μετρό. Δεν ξέρω γιατί έχω γίνει τόσο ευαίσθητος. Δεν ξέρω εαν αυτό είναι καλό ή κακό. Ξέρω μόνο ότι αυτό είμαι που το έχει χαρίσει ο "Κύριος" από τότε που Τον γνώρισα.

Σας καλημερίζω γιατί έχει θολώσει η οθόνη και δεν βλέπω καλά...Εύχομαι ο "Κύριος" να κάνει "Αγγελους" και τους γονείς του και να ακούσει τις προσευχές τους.

Άγιος Σέργιος ο δίκαιος ο Μάγιστρος

Ο Άγιος και δίκαιος Σέργιος, καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια της Αμάστρισου, του Εύξεινου Πόντου. Η οικογένεια του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με εκείνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Έκανε λαμπρές σπουδές και γρήγορα έφθασε σε υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Αν και ο Θεόφιλος ήταν θερμός υποστηρικτής των εικονομάχων, ο Σέργιος παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων. Αναδείχθηκε δε και προστάτης πολλών υπερασπιστών των αγίων εικόνων, κατά τον από του Θεόφιλου διωγμό. Μετά δε το θάνατο του Θεόφιλου, συνετέλεσε τα μέγιστα και εξάντλησε όλη την επιρροή του για να ενισχυθεί η γνώμη της Θεοδώρας για τη σύγκληση Οικουμενικης Συνόδου, για την αναστύλωση των Εικόνων. Εκοιμήθη ειρηνικά στην Κρήτη και ετάφη στη μονή του Μαγίστρου. Αργότερα τα άγια λείψανά του μετακομίσθηκαν με μεγάλες τιμές και ετάφησαν στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία έκτισε ο ίδιος στον κόλπο της Νικομήδειας, η οποία λεγόταν του Νικητιάνου επειδή ο κτήτοράς της καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου

Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.).

Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.

Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλὰς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, τὴ ἐνεργεῖα, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ρεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ὑμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμω ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τὲ ἔνδοξε, ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι' ὑμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες, Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἐν κόσμῳ, ἄπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη τῇ χειρουργίᾳ, τέμνετε, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι, ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Το εισιτηριο το βγαλατε;

Ἡ θέα ἀπὸ τὸ δασάκι τῆς Ἀρόης εἶ­ναι χάρμα ὀφθαλμῶν. Μπροστά σου χαίρεσαι τὴ μεγαλούπολη τῆς Πάτρας μὲ τὸν ὑπέροχο Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ τὴν εὐλογεῖ καὶ τὴν προστατεύει... Καὶ στὸ βάθος ἁπλώνεται τὸ γαλάζιο Ἰόνιο ποὺ βαστάζει στὰ νερά του τοὺς Ἁγίους τῶν Ἑπτανήσων.

Ἕνα πρωινὸ κατὰ τὶς 10 ποὺ καθόταν στὸν ἐξώστη τοῦ σπιτιοῦ του διαβάζον­τας τὴν ἐφημερίδα κι ἀγνάντευε πρὸς τὴ θάλασσα ὁ κ. Ἀλέξανδρος, χτύπησαν τὸ κουδούνι τῆς ἐξώπορτάς του τρεῖς μαυροφορεμένες κυρίες. Τοὺς ἄνοιξε ἡ σύζυγός του.

–Ὁρίστε, ποιὸν θέλετε;

–Λέγομαι Πανωραία Νικολάου, εἶπε ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτές, καὶ θέλω νὰ πῶ κάτι στὸν κ. Ἀλέξανδρο τὸν σύζυγό σας, ποὺ ἦταν πολὺ γνωστὸς μὲ τὸν μακαρίτη τὸν Βασίλη τὸν ἄντρα μου.–Περιμένετε μία στιγμὴ νὰ τὸ πῶ στὸ σύζυγό μου.

–Ὁδήγησέ τες στὸ σαλόνι, κάθισε μαζί τους καὶ ἔρχομαι ἀμέσως κι ἐγώ, εἶπε ἐκεῖνος.

Μόλις τὸν εἶδαν οἱ κυρίες, σηκώθηκαν σεβαστικὰ μπροστά του.

–Καθίστε, καθίστε, παρακαλῶ. Συλλυπητήρια γιὰ τὸν σύζυγό σας! Ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύει. Ἦταν ἐξαίρετος ἄνθρωπος καὶ φίλος ὁ Βασίλης.

–Σᾶς εἶδα καὶ στὴν κηδεία, κ. Ἀλέξανδρε, καὶ ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς μοῦ μίλησε γιὰ σᾶς, πῆρα τὸ θάρρος καὶ σᾶς ἐπισκέπτομαι σήμερα, εἶπε ἡ μεγαλύτερη.

–Ὁ Βασίλης ἦταν σπουδαῖος ἄνθρωπος, εἶχε χάρισμα ἀγάπης, ἐφευρετικῆς, καὶ φιλανθρωπίας. Μαζὶ ἤμασταν σὲ μιὰ ὁμάδα τῆς «Χριστιανικῆς Ἑστίας», ποὺ σκοπὸ εἴχαμε νὰ ἐπισκεπτόμαστε τὶς Φυλακές. Πῶς τὰ κατάφερνε λοιπὸν ὁ μακαρίτης καὶ ἔπειθε τοὺς ἐμπόρους καὶ τοῦ δώριζαν πολλὰ εἴδη ρουχισμοῦ – ἐσώρουχα, μπλοῦζες, πουκάμισα κ.λπ. – καὶ γεμίζαμε τὸ πόρτ-μπαγκὰζ τοῦ αὐ­τοκινήτου του γιὰ νὰ τὰ μοιράζουμε στοὺς φυλακισμένους, ποὺ τὰ δεχόταν μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἀλλὰ σᾶς διέκοψα, μὲ συγχωρεῖτε. Τί θέλετε ἀπὸ μένα, καὶ ἤλθατε στὸ σπίτι μου;

–Ὁ μακαρίτης πολλὲς φορὲς μοῦ εἶχε μιλήσει γιὰ τὸ πῶς καταφέρνατε μὲ τὸν ὡραῖο τρόπο σας, μὲ λίγα ἀλλὰ πειστικὰ λόγια, καὶ βοηθήσατε πολλοὺς φυλακισμένους νὰ μετανοήσουν γιὰ τὴ ζωή τους, νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν, νὰ γίνουν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.

–Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ αὐτό, κ. Πανωραία, δικό Του χάρισμα. Κι ἂν σώθηκε κανείς, θὰ σβησθοῦν μερικὲς ἁμαρτίες μου. Τώρα τί μπορῶ νὰ κάνω;

–Ἤλθαμε σὲ σᾶς, κ. Ἀλέξανδρε, γιὰ μιὰ βοήθεια, ὄχι ὑλική. Δόξα τῷ Θεῷ, δὲν ἔχω οἰκονομικὸ πρόβλημα πρὸς τὸ παρόν. Ἄλλη βοήθεια ζητοῦμε ἀπὸ σᾶς μὲ τὶς δύο ἀνιψιές μου ποὺ βλέπετε δίπλα μου.

–Σᾶς ἀκούω εὐχαρίστως.

–Ὁ κουνιάδος μου, καλός, πονετικὸς καὶ εὐαίσθητος ἄνθρωπος, εἶναι ἑτοιμοθάνατος καὶ δὲν ἔχει ἐξομολογηθεῖ οὔτε κοινώνησε ποτέ του. Εἶναι ἄρρωστος καὶ οἱ γιατροὶ λένε ὅτι εἶναι ζήτημα ἂν θὰ βγάλει τὸν μήνα. Τοῦ εἴπαμε ἀρκετὲς φορὲς γιὰ Ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία, ἀλλὰ οὔτε ἤθελε νὰ ἀκούσει. Ἄλλαζε πλευρὸ ἀγριεμένος.

–Εὐχαρίστως νὰ βοηθήσω, κ. Πανωραία. Ἂς προσευχηθοῦμε ὅλοι μας, καὶ ὁ Θεὸς βοηθός. Πῶς τὸν λένε;

–Θανάση.

–Θὰ προσευχηθοῦμε λοιπὸν γιὰ τὸν Ἀθανάσιο καὶ πιστεύω θ’ ἀνοίξει τὴν καρδιά του ὁ Θεός.


Τὸ ἄλλο ἀπόγευμα ὁ Ἀλέξανδρος χτύπησε εὐγενικὰ τὴν πόρτα τοῦ ἀρρώστου Θανάση, ἐνῶ ἡ Πανωραία μὲ τὴ σύζυγο τοῦ Θανάση πέρασαν στὸ διπλανὸ δωμάτιο καὶ ἄρχισαν τὴν προσευχὴ γιὰ τὸν ἄρρωστο.

Μόλις μπῆκε στὸ δωμάτιο τοῦ ἀρρώστου ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Θανάσης τὸν κοίταξε καχύποπτα καὶ μὲ ἄγριο βλέμμα.

–Ποιὸς εἶστε, κύριε; φώναξε ξαφνικά. Δὲν σᾶς γνωρίζω. Οὔτε φωνάξαμε σήμερα κανένα γιατρό! Φύγετε γρήγορα, γιατὶ θὰ τηλεφωνήσω στὸ 100. Φύγετε ἀμέσως! Μαρία! Μαρία! Γυναίκα!!

Στὶς ἀγριοφωνάρες του ἦλθαν ἀπὸ δίπλα οἱ δύο γυναῖκες.

–Πῶς κάνεις ἔτσι, Χριστιανέ μου; εἶπε ἡ γυναίκα του.

–Γιατί ἄφησες καὶ μπῆκε ξένος ἄνθρωπος στὸ σπίτι; Γρήγορα πάρε τὸ 100. Πρὶν φύγει ὁ κλέφτης. Πρόλαβε! Γρήγορα, εἶπα!

–Ἠρεμῆστε, κύριε Θανάση. Εἶμαι φίλος σας, εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος.

–Φίλος μου! Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω. Ἄσε τὶς πονηριές. Χάσου ἀπὸ μπροστά μου!

–Εἶμαι φίλος τοῦ μακαρίτη τοῦ ἀδελφοῦ σας τοῦ Βασίλη καρδιακός, κύριε Θανάση.

–Τί εἶπες; ρώτησε σὲ χαμηλότερο τώρα τόνο ὁ Θανάσης. Ἤσουν φίλος τοῦ ἀδελφοῦ μου τοῦ Βασίλη;

–Μάλιστα, κύριε Θανάση μου! Καὶ αὐ­τὸς πολλὲς φορὲς μοῦ εἶχε μιλήσει μὲ πολὺ θαυμασμὸ γιὰ τὸν ἀδελφό του τὸν Θανάση.

–Λὲς ἀλήθεια; ἢ πᾶς νὰ μὲ ξεγελάσεις;

–Ὄχι! Καὶ μάλιστα ἦλθα σήμερα γιὰ νὰ σᾶς εὐχαριστήσω.

–Νὰ μ’ εὐχαριστήσεις! Γιὰ ποιὸν λόγο;

–Διότι, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν μακαρίτη τὸν ἀδελφό σας φορτώναμε αὐτοκίνητα μὲ ροῦχα γιὰ τοὺς φυλακισμένους ποὺ πηγαίναμε τακτικά, ἐσεῖς μὲ τὶς γνωριμίες ποὺ εἴχατε στὴν ἀγορὰ μὲ τοὺς ἐμπόρους γεμίζατε ἀμέσως τὸ αὐτοκίνητο μὲ ροῦχα. Τὸ θυμάστε, κ. Θανάση;

–Τώρα ποὺ τὸ λέτε, κάτι θυμᾶμαι. Κάτι πρόσφερα κι ἐγώ. Τώρα ὅμως φεύγω. Ἀναχωρῶ ἀπὸ τὴ ζωή. Εἶμαι ἑτοιμοθάνατος.

–Μὲ ὅσα κάνατε, κ. Θανάση μου, γιὰ τοὺς φυλακισμένους, ἔχετε πολλὲς ἀποσκευὲς καὶ μάλιστα γεμάτες μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὅμως, συγγνώμη γιὰ τὴν ἀδιάκριτη ἐρώτηση: Τὸ εἰσιτήριο τὸ βγάλατε;

–Τὸ εἰσιτήριο; Ποιὸ εἰσιτήριο;

–Ὅπως γιὰ κάθε ταξίδι, ἔτσι καὶ γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι μας χρειάζεται νὰ φροντίσουμε καὶ γιὰ τὸ εἰσιτήριό μας.

–Πῶς βγαίνει αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο;

–Μὲ τὴν ἱερὴ Ἐξομολόγηση καὶ τὴ θεία Κοινωνία, ἀγαπητέ μου Θανάση. Πολὺ εὔκολα!

–Θὰ φροντίσω. Εὐχαριστῶ πολὺ πάν­τως, τώρα ὅμως ἀφῆστε με γιατὶ πονῶ. Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ἐπίσκεψή σας καὶ συγγνώμη ποὺ σᾶς κακοπῆρα στὴν ἀρ­χή.

–Δὲν εἶναι τίποτα. Νὰ εἶστε καλά.

Τὴν ἄλλη βδομάδα ὁ Θανάσης εἰσήχθη στὸ Πανεπιστημιακὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Ρίου. Ἡ κατάστασή του εἶχε ἐπιδεινωθεῖ. Ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ἐπισκεπτόταν πρωὶ καὶ ἀπόγευμα.

–Κύριε Ἀλέξανδρε, φροντίστε, παρακαλῶ, γιὰ τὸ εἰσιτήριό μου. Δὲν αἰσθάνομαι καλά. Μὴν τὸ ξεχάσετε, τοῦ εἶπε ἕνα πρωὶ ὁ ἄρρωστος.

–Ὅλα θὰ γίνουν, Θανάση μου. Τὸ ἔχω ὑπ’ ὄψη μου.

Καὶ πράγματι, μὲ τὶς φροντίδες τοῦ Ἀλέξανδρου ἐξομολογήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια στὸ δραστήριο ἱερέα τοῦ Νοσοκομείου. Καὶ ἀφοῦ ἀξιώθηκε καὶ κοινώνησε δυὸ φορές, πέταξε ἡ ἐξαγνισμένη ψυχή του στὰ οὐράνια κοντὰ στὸν ἀδελφό του, τὸν Βασίλη.

Εαν δεν βρεις τον Χριστο σε αυτην την ζωη, δεν θα Τον βρεις ουτε στην αλλη.

Προσπαθούμε κάθε στιγμή για το μέλλον μας. Αγωνιούμε για την στιγμή που θα ζήσουμε. Χτίζουμε σπίτια, εργαζόμαστε, αποθηκεύουμε πράγματα, μεριμνούμε τόσο προσεκτικά για το μέλλον μας. Μιλούμε για τον Θεό και Τον θέλουμε Αρωγό για το μέλλον μας. Θέλουμε έναν Θεό που θα γεμίσει τις τσέπες μας, τις αποθήκες τροφίμων του σπιτιού μας, που θα εξασφαλίσει το αύριο των παιδιών μας. Και όλο ζητάμε. Και δεν χαιρόμαστε την στιγμή που ζούμε που περνά στο παρελθόν μας.Φθάνει πια τόσα θελήματα. Φθάνει πια τόση κρίση και άγχος.
Όποιος θέλει μπορεί να ζήσει το τώρα, το σήμερα, τον Ίδιο τον Θεό και να χαρεί, να ειρηνεύσει και να μην ανησυχεί για το αύριο. Να εργάζεται πιο ήρεμα, να ζει πιο όμορφα και ειρηνικά. Να ψάχνει για δουλειά με εμπιστοσύνη στον Θεό και με χαρά. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην την χαίρεσαι και να μην ποθείς να την ζήσεις. Και ο Χριστός είναι Ζωή, Χαρά, Ελπίδα που από αυτή την στιγμή που σου μιλάω μπορείς να γευτείς. Αρκεί να ζήσεις Μυστηριακή ζωή, μέσα και έξω από την Εκκλησία Του. Αρκεί να προσευχηθείς περισσότερο από ότι σκέφτεσαι, λογαριάζεις και αγωνιάς και μιλάς και γράφεις. Ζήσε τον Χριστό περισσότερο από τις ανάγκες σου!
Δεν χρειάζονται τύποι και κανόνες και πιέσεις και στερήσεις. Χρειάζεται αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους, αγάπη για τον εαυτό σου και πόθο ο Χριστός να σε ελευθερώσει από τα πάθη σου και τους λογισμούς τους.Την Ελευθερία σου θέλεις, πως μπορείς να μην την αναζητάς ή να αγωνίζεσαι κατσουφιασμένος;Γονάτισε τώρα! Και σταμάτα τον κόσμο να τρέχει γύρω σου και εσύ μαζί του!Ζήσε έξω από την τυπολατρία και τα κοινωνικά πρότυπα. Ζήσε με την ψυχή σου τον Χριστό που σε αναπαύει και Τον γνωρίζει. Ζήσε ακατάπαυστα το Γλυκό Του Όνομα στα χείλη και στην καρδιά σου, ότι κάνεις. Μάθε να ζεις σαν αιώνιος που είσαι, με την συνείδησή σου ταπεινή και καθαρή.Πήγαινε όσες φορές χρειαστεί στον πνευματικό σου. Και ζήσε την στιγμή σαν να ήταν η τελευταία σου.Πες καλημέρα, σε αγαπώ, σε συγχωρώ, συγχώραμε και χαίρε... Εργάσου με Χαρά.Τόλμησε ακόμη και εσύ που λες τόσα στους άλλους και δεν το πράττεις.
Πράξη θέλει η ζωή, είναι πρόβα Ζωής αυτή η στιγμή, για σένα και όχι μόνο για τους άλλους!Η ζωή δεν είναι μελλοντικά σχέδια και όνειρα απλησίαστα. Η ζωή είναι ονειρικές στιγμές κοντά στον Θεό, με δάκρυα μετανοίας και δευτερόλεπτα μελλοντικά Αιώνια!Αν μάθεις να ζεις, τότε θα μάθουν και οι άλλοι από εσένα, από τις πράξεις σου, από το χαμόγελό σου και την σιωπή σου!Ο Κύριος γνωρίζεται με την προσευχή, την μετάνοια και τις πράξεις!Τόλμησε!Μόλις πέρασαν κάποια λεπτά πολύτιμα για εσένα και για εμένα.

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο πολύτλας Ιερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στον Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και κατά το άγιο Βάπτισμα πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.

Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση ο Κύριλλος μετέβη στη Βενετία (1584 μ.Χ.) για ευρύτερη μόρφωση. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τον Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.

Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου. Στη μετάνοιά του παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς , Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγκελλό του.

Το έτος 1593 μ.Χ. εστάλη από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία για να στηρίξει το από τις επιθέσεις της Ουνίας χειμαζόμενο Ορθόδοξο ποίμνιο, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα είχε την εντολή να περάσει από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601 μ.Χ.) για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Θρόνο.

Μετά την κοίμηση του Αγίου Μελετίου (13-9-1601 μ.Χ.) ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 μ.Χ. έφτασε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του.

Το Φεβρουάριο του 1612 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία. Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την απαρασάλευτη εμμονή στην Ορθόδοξη πίστη ως τον μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της ευσεβείας.

Για να διαφωτίσει το Ορθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.

Φεύγοντας από τη Βλαχία επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 μ.Χ. επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού, αφού στο μεταξύ, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, είχαν εκλείψει τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.

Οι πολέμιοι του Πατριάρχου βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.

Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.

Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.

Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.

Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν.

Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.

Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.

Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (βλέπε 5 Αυγούστου) συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
᾿Εν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις, ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε. ῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος, ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.

Κάθισμα
῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, δι̉ ἀρετῆς ἐκ παιδός, καὶ τούτου ἐποίμανας, τὴν ἐκλογάδα καλῶς, μακάριε Κύριλλε· ᾔσχυνας ἀσεβείας, τοὺς κομψοὺς τοῖς σοῖς λόγοις· ἔθραυσας μαρτυρίῳ, τῶν τυράννων τὸ θράσος· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους διπλοῦς, θεόθεν ἀπέλαβες.

Ὁ Οἶκος
῎Ανωθεν τῶν ᾿Αγγέλων, αἱ δυνάμεις κροτοῦσιν, ἐπάξιόν σοι Πάτερ τὸν ὕμνον· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ τὴν μνήμην σου ἄγοντες, τοῖς ᾄσμασί σε στέφομεν, Κύριλλε, καὶ πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, ὁ ὅσιος Ποιμενάρχης·
χαῖρε, ὁ ἔνδοξος Πατριάρχης.
Χαῖρε, τὸ τῆς Κρήτης οὐράνιον βλάστημα·
χαῖρε, ᾿Αγκαράθου Μονῆς τὸ ἀπάνθισμα.
Χαῖρε, Μάρκου ὁ διάδοχος, τῆς Αἰγύπτου ὁ πυρσός·
χαῖρε, Βυζαντίου πρόεδρος, ᾿Εκκλησίας ὀφθαλμός.
Χαῖρε, ὅτι καθεῖλες πολεμίων τὸ θράσος·
χαῖρε ὅτι ὑπῆλθες μαρτυρίου τὸν δρόμον.
Χαῖρε, ῾Αγίων πάντων συμμέτοχος·
χαῖρε, Μαρτύρων θεῖος ἐφάμιλλος.
Χαῖρε, σεπτῶν δωρεῶν οἰκονόμος·
χαῖρε, ζωῆς ἀληθοῦς κληρονόμος.
Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.



Άγιος Ανεκτός

O Άγιος Ανεκτός ήταν ευσεβής και ζηλωτής άνδρας, που με τα λόγια και τα έργα του, αποτελούσε πολύτιμη δύναμη της Εκκλησίας στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Το 298 μ.Χ. ο ηγεμόνας της πόλης αυτής, Ουρβανός, αφού συνέλαβε τον Ανεκτό και δεν μπόρεσε να τον αποσπάσει από την πίστη του, κατέφυγε στην ωμή και θηριώδη βία των βασανιστηρίων. Στην αρχή τον εράβδισαν. Έπειτα του έσχισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια, τρύπησαν τους αστραγάλους του και έκαψαν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες. Όταν είδαν ότι ακόμα ανέπνεε, τον αποκεφάλισαν, και έτσι ο γνήσιος αυτός χριστιανός πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη. Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ

Του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού

   Σε ποιόν κόσμο ζητά η πίστη να ζούμε; Ο άνθρωπος μεγαλώνει και ζει σε μία κοινωνία η οποία τον καλεί  να επιβιώνει, να δημιουργεί, να έχει αυτάρκεια και ποιότητα στη ζωή του, να απολαμβάνει την ικανοποίηση  των επιθυμιών του, να αντιστέκεται στον θάνατο, στην ταπείνωση από τους άλλους, για να μπορεί να αισθάνεται αξιοπρεπής. Όλα αυτά προϋποθέτουν εργασία, στόχο ζωής, συνάντηση με τους άλλους ανθρώπους, συνύπαρξη στα πλαίσια της συνεργασίας και της αλληλεξάρτησης, ενίοτε και ρήξεις, όταν ο άνθρωπος θεωρεί ότι τα δικά του θέλω πρέπει να εκπληρωθούν υπερνικώντας τα θέλω των άλλων. Όλα αυτά συνδυάζονται με ένα άγχος, με μία μέριμνα, η οποία γίνεται αγωνία, άλλοτε τρόπος δημιουργίας, άλλοτε απογοήτευση και φόβος. Μέσα σ’ αυτές τις συντεταγμένες  τι ζητά άραγε η πίστη;
            Ο Χριστός, στην επί του όρους ομιλία, θέτει τις πνευματικές συντεταγμένες στη ζωή του ανθρώπου που πιστεύει, στο πως καλείται να ζήσει στον κόσμο της μέριμνας, του άγχους, της αγωνίας, του φόβου. «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε .  ουχί η ψυχή πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος;» (Ματθ. 6, 25). «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε.   Η ψυχή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο;». Οι λόγοι αυτοί , οι οποίοι πάντοτε παραμένουν επίκαιροι, ίσως στις μέρες μας πιο επίκαιροι από ποτέ, δείχνουν ότι η επιβίωση και η ευτυχία στη ζωή δεν μπορούν να έρθουν μέσα από το άγχος, τη μέριμνα, τον φόβο, αλλά μέσα από την εμπιστοσύνη στο Θεό και το θέλημά Του. Την εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού, ο Οποίος προνοεί για κάθε ύπαρξη του κόσμου αυτού, τον οποίον άλλωστε ο Ίδιος και δημιούργησε και συντηρεί. Αυτές οι συντεταγμένες μπορεί να φαντάζουν αδιανόητες για τον ορθολογιστή άνθρωπο, αυτόν που εμπιστεύεται τον δικό του τρόπο θέασης του κόσμου, τον εαυτό του, τις δυνάμεις του, την δική του απόφαση να επιβιώσει. Αυτόν που απολυτοποιεί, με ένα αίσθημα εξουσίας, το θέλημά του και που δεν μπορεί να αφήσει στον ουρανό την φροντίδα για τη γη. Όμως αυτές οι συντεταγμένες αποτελούν την μοναδική γνήσια απάντηση που η πίστη θέτει στο ζήτημα της μέριμνας.
             Η ψυχή είναι σπουδαιότερη από την τροφή. Ο Χριστός μετατοπίζει την προτεραιότητα της ύπαρξης από την τροφή και ο,τι αυτή καλύπτει, την επιβίωση, την απόλαυση, την αυτάρκεια, στην ψυχή, στο πνευματικό σημείο της ύπαρξης.  Η ψυχή είναι δωρεά του Θεού. Είναι ο αγαπών άνθρωπος, ο ελεύθερος από τις μέριμνες άνθρωπος, αυτός ο οποίος βρίσκει νόημα ζωής στην κοινωνία με τον Θεό. Αυτός που δεν αγωνιά για την υλική τροφή, διότι γνωρίζει ότι αυτή υπάρχει για την παράταση της ζωής και την αναστολή του θανάτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα εργαστεί, δεν θα παλέψει να την έχει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα βοηθήσει όσους δεν μπορούν να την έχουν.  Ο άνθρωπος ο οποίος δεν προσκολλάται στην τροφή και τα υλικά αγαθά, δεν έχει άγχος και μέριμνα η τα υπερνικά. Διότι βλέπει την αλήθεια του κόσμου, ότι δηλαδή ο Θεός που αγαπά τα πετεινά του ουρανού και τα συντηρεί, δεν θα τον εγκαταλείψει.  
Αυτός που θεωρεί ότι η ψυχή είναι σπουδαιότερη από την τροφή και εμπιστεύεται τον Θεό, ζει την πρόνοια του Θεού πίσω από κάθε περιστατικό, αλλά και κάθε περίσταση της ζωής του, εκεί όπου ο ίδιος δεν έχει κάνει λάθος επιλογές η δεν έχει νικηθεί από τα πάθη του εκούσια. Αλλά και όταν ακόμη διαπράττει λάθη, και πάλι έρχεται εις εαυτόν και αφήνει τον Θεό να χαράξει νέες προοπτικές. Οι άγιοί μας λένε πόσο σπουδαίο είναι σε κάθε δυσκολία της ζωής, σε κάθε άγχος για επιβίωση, να αντιτάσσουμε την εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού, χωρίς εννοείται να γινόμαστε αργοί, οκνηροί. Είναι άλλο να εργάζεται κάποιος και άλλο να γίνεται η τροφή, η ύλη, η επιβίωση η μοναδική του μέριμνα, να κυριεύουν την καρδιά του.
Το σώμα είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο. Το ντύσιμο εξασφαλίζει την επιβίωση του ανθρώπου από τις κλιματολογικές συνθήκες, αλλά και την αποδοχή του ανθρώπου σε κοινωνικό επίπεδο. Ο ντυμένος άνθρωπος μπορεί να συνάψει σχέσεις, διότι οι άλλοι δεν τον αποστρέφονται, ούτε τον περιφρονούν, ούτε τον φοβούνται. Ο άνθρωπος, βεβαίως, μετατρέπει τα ενδύματα σε στολίδια της ύπαρξής του, με αποτέλεσμα να θεοποιεί την εμφάνισή του. Να αυτοχαρακτηρίζεται και να χαρακτηρίζει τους άλλους αναλόγως με το τι φορούνε και βεβαίως η μέριμνα εγκαθίσταται στην ύπαρξη του ανθρώπου για το φαίνεσθαί του. Η ενδυμασία γίνεται επίδειξη του εσωτερικού κόσμου μας και στόχος της εργασίας μας.  Όμως και εδώ ο Χριστός ζητά από εμάς να εμπιστευθούμε τον Θεό. Κανείς από εμάς  δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την όψη του, να προσθέσει ύψος στο ανάστημά του. Η όψη μας, το σώμα μας, υπάρχει για να δίνεται στο Θεό και τον συνάνθρωπο, να γίνεται η ορατή, η αισθητή  έκφραση της ψυχής μας και ως σύνολη ύπαρξη να λειτουργεί γι’  αυτό που είναι ο άνθρωπος: πρόσωπο που κοινωνεί.
Αυτός που θεωρεί ότι το σώμα είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο, ότι η ύπαρξη που μπορεί να συναντήσει τον Θεό και τον συνάνθρωπο έχει αξία, ενώ το φαίνεσθαι καθ’  αυτό δεν δίνει νόημα στον άνθρωπο, ζει την πρόνοια του Θεού, όπως τα κρίνα του αγρού. Δοξολογεί τον Θεό για τη ζωή που του έδωσε και βλέπει την αξία του κάλλους όχι στην επίδειξη της ενδυμασίας η σε κάθε μορφή του φαίνεσθαι, αλλά στη δυνατότητα της αγάπης και της κοινωνίας, όπως αυτές εκφράζονται και σωματικά. Με το χαμόγελο. Με την τρυφερότητα. Με το κοίταγμα του άλλου. Με την προσφορά ελεημοσύνης δια των χειρών. Με το αγκάλιασμα όλων, ακόμη και των εχθρών.
Έτσι ο τελικός λόγος του Χριστού αποκτά μίαν άλλη διάσταση. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6,33). « Γι’  αυτό πρώτα απ’  όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός Του και όλα αυτά θα ακολουθήσουν». Η βασιλεία του Θεού είναι η αγάπη και η ελευθερία. Και η δικαιοσύνη, το θέλημά Του, έχει να κάνει με το μοίρασμα κάθε αγαθού, με τη νίκη της αγάπης και όχι του φαίνεσθαι, με την υπέρβαση του θανάτου και όχι απλώς με την αναστολή του. Και ο θάνατος νικιέται δια της πίστεως και της κοινωνίας με τον Θεό της αγάπης και με την κοινωνία προς πάντας.

Ζούμε σε μία εποχή μέριμνας. Αγωνίας. Φόβου. Προσανατολίσαμε τη ζωή μας στην τροφή, τα αγαθά, το φαίνεσθαι. Αγνοήσαμε τις προτεραιότητες της ψυχής και του σώματος, όπως οι πνευματικές συντεταγμένες της πίστης μας υποδεικνύουν.  Υποκαταστήσαμε την πρόνοια του Θεού με τα υλικά αγαθά και την όψη μας, με αποτέλεσμα οι εξουσίες του κόσμου τούτου να μας έχουν κυριεύσει. Και η αγωνία μας έγκειται στην επιβίωση και την αυτάρκειά μας, όχι στην κοινωνία με τον Θεό και τον πλησίον. Η αλλαγή μπορεί να έρθει στην καρδιά του καθενός, ακόμη κι αν ο κόσμος θα παραμείνει στην θεοποίηση των δικών του δυνάμεων. Και όποιος αλλάζει εντός του, αφήνοντας την πρόνοια του Θεού την αγάπη Του να ανοίξουν δρόμους, σε τίποτε δεν θα υστερήσει. Σ’  αυτόν τον κόσμο ζητά η πίστη να ζούμε. 

Άγιος Πορφύριος: " Προσεύχομαι ο Θεός να σας δώσει φώτιση να καταλάβετε ότι δεν έχει σχέση η Θρησκεία, η Ορθοδοξία μας, με άλλες θρησκείες..."

Και διάβολος υπάρχει και όλα όπως τα γράφει η Γραφή υπάρχουνε. Και διάβολος και κόλαση και όλα.
  Ο άνθρωπος έχει φτιάξει πολλούς θεούς, και οι θεοί είναι πάρα πολλοί. Ακόμη και αυτοί οι άσωτοι, οι άθεοι πιστεύουνε στον Θεό, όχι στον αληθινό, αλλά εις την σάρκα, εις τα πάθη, στην ύλη…, όλοι κάτι λατρεύουνε… Σ’ αυτό που λατρεύει κανείς σ’ αυτό δουλεύει. Δηλαδή είσαι πόρνος, είσαι άνθρωπος της σαρκός, δουλεύεις για την σάρκα, για την ύλη…
  Η αλήθεια είναι στην Ορθοδοξία… Υπάρχουν πολλά φώτα, που βλέπει κανείς και εντυπωσιάζεται, μα ένα είναι το φως το αληθινόν… αξίζει να λατρέψει κανείς τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν… Οι αλήθειες του Θεού, όπως τις έχει πει, από την αρχή, αυτές είναι. Δεν υπάρχουνε άλλες αλήθειες, νέες, επειδή ο κόσμος προόδεψε και η επιστήμη και οι άνθρωποι πήγανε στα άστρα…
  Μόνο η Θρησκεία του Χριστού ενώνει και όλοι πρέπει να προσευχόμαστε να έρθουνε σ’ αυτή. Έτσι θα γίνει ένωσις, όχι με το να πιστεύεις ότι όλοι είμαστε το ίδιο και ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο. Δεν είναι το ίδιο… προσεύχομαι ο Θεός να σας δώσει φώτιση να καταλάβετε ότι δεν έχει σχέση η Θρησκεία, η Ορθοδοξία μας, με άλλες θρησκείες


ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ του πνευματικού του τέκνου Κων/νου Γιαννιτσιώτη, εκδόσεως Ιερού Ησυχαστηρίου Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ,
Αθήναι 1995).

Άγιος Δαβίδ ο νέος Οσιομάρτυρας

Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Δαβίδ καταγόταν από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοι των Κυδωνιών είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το Άγιον Όρος, καθώς υπήρχαν δύο αγιορείτικα μετόχια στην πόλη τους, ένα της μονής Ιβήρων και ένα της μονής Παντοκράτορος. Έτσι, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και διέμενε κοντά σε κάποιον συμπατριώτη του, αδελφό της Σκήτης της Αγίας Άννης, όπου αργότερα εκάρη και ο ίδιος μοναχός.

Ο Όσιος Δαβίδ κατά τη διάρκεια της μοναχικής του πολιτείας, κινούμενος από θείο ζήλο, ανέλαβε την πρωτοβουλία, αφού πρώτα έλαβε την ευλογία του γέροντός του, να επισκεφθεί τη Σμύρνη, για να συλλέξει χρήματα για την ανοικοδόμηση των ερειπωμένων ναών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Θεοτόκου στο Άγιον Όρος. Μετά την αποπεράτωση των εργασιών στους δύο ναούς, οικοδόμησε και δύο δεξαμενές νερού, καθώς και μία σειρά κελιά για τους προσκυνητές. Δεν παρέμεινε όμως άλλο στο Άγιον Όρος, αλλά φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου επισκέφθηκε τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου προκάλεσε τους Τούρκους, ονειδίζοντάς τους για τη θρησκεία τους. Αυτοί τον συνέλαβαν και, αφού τον εξυλοκόπησαν άγρια, τον απέπεμψαν από την πόλη τους. Έτσι, χωρίς να πραγματοποιήσει την επιθυμία του επέστρεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου εξομολογήθηκε στο γέροντά του το διακαή πόθο του για το μαρτύριο. Ο πνευματικός του, φοβούμενος για την έκβαση μιας τέτοιας πράξεως, προσπάθησε να τον αποτρέψει, χωρίς όμως τελικά να το επιτύχει. Ο Όσιος Δαβίδ επισκέφθηκε στις Καρυές τον Επίσκοπο πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιο, από τον οποίο έλαβε την ευλογία για να προχωρήσει στο μαρτύριο, και κατόπιν ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πληροφορήθηκε για την εξώμοση ενός μοναχού από τη Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Ο Όσιος Δαβίδ τον επισκέφθηκε και προσπάθησε να τον μεταπείσει· μάταια όμως, γιατί ο αρνησίθρησκος επέμενε στην πλάνη του. Οι Τούρκοι, οι οποίοι φρουρούσαν τον εξωμότη, συνέλαβαν τον Όσιο και αφού τον εκτύπησαν, τον παρέδωσαν στον κριτή, για να δικασθεί. Ο κριτής, φοβούμενος μήπως ο Όσιος Δαβίδ καταφέρει να μεταπείσει τον εξωμότη, διέταξε την άμεση θανάτωση του Οσίου. Την ίδια νύχτα λοιπόν, στις 26 Ιουνίου του 1813 μ.Χ., ο Όσιος Δαβίδ ο Κυδωνιεύς ευρήκε μαρτυρικό θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Ιδιαίτερα τιμάται ο Οσιομάρτυς Δαβίδ στη Σκήτη της Αγίας Άννης του Αγίου Όρους.

Όσιος Ιωάννης επίσκοπος Γοτθίας

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ., την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Λέοντας ο Ίσαυρος και καταγόταν από τους τόπους της Κριμαίας. Διακρίθηκε από παιδί για την ενάρετη ζωή του και το ζήλο του για την πίστη. Οι γονείς του ονομάζονταν Λέων και Φωτεινή και την ευσέβεια τους την μετέδωσαν και στον γιο τους.

Στα χρόνια της εικονομαχίας, ο Ιωάννης είχε εκκλησιαστική επικοινωνία περισσότερο με τη Ρώμη, που δεν την επηρέαζε η πληγή αυτή της Ανατολής. Σαν επίσκοπος Γοτθίας ο Ιωάννης υπήρξε διδακτικός και φιλάνθρωπος. Παρέμεινε απλός, ταπεινόφρων, φτωχός και αφιλάργυρος, αδελφός των ιερέων και πατέρας των λαϊκών του

Κάποια αιματηρή στάση, ανάγκασε τον καλό ποιμένα να καταφύγει με πολλούς χριστιανούς στην Αμάστριδα του Ευξείνου Πόντου. Εκεί έμεινε τέσσερα χρόνια και πέθανε το 780 μ.Χ. ευεργετώντας, μέχρι την τελευταία του στιγμή. Κλήρος και λαός τον έθαψαν με μεγάλες τιμές.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη

Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ. Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους. Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».

Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε. Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού. Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.

Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη. Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως. Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης. Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας. Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.

Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.

Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία. Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.

Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκός, τῇ ψυχῇ ὑποτάξας Πάτερ σοφέ, ὡράθης μακάριε, μετὰ σώματος Ἄγγελος, καλιὰν δὲ πήξας, ὡς ὄρνις εὐκέλαδος, ἐν φυτῷ εἰς ὕψος, τὸν νοῦν ἀνεπτέρωσας· ὅθεν τῶν θαυμάτων, ἐνεργείας πλουτήσας, μετῆλθες πρὸς Κύριον, ὃν ἐκ βρέφους ἐπόθησας· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ἠθῶν δικαιοσύνης, δι΄ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις τοὺς σὲ γεραίροντας.



Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Ὁ πρῶτος μας στόχος

«Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία» τοῦ Κυρίου. Σ᾿ αὐτὴ τὴν περικοπὴ ὁ Κύριος ἀναφέρεται σὲ μιὰ πολὺ πρακτικὴ πτυχὴ τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στὴ μέριμνα γιὰ τὴ συντήρησή μας. Καὶ τί μᾶς λέει; «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε»· μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια γιὰ τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τί ἔνδυμα θὰ φορέσετε· ἀλλὰ πρῶτο καὶ κύριο μέλημά σας νὰ εἶναι πῶς θὰ ἀποκτήσετε τὴν ἀρετὴ καὶ πῶς θὰ κληρονομήσετε τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατί ὅμως;

1. Ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα εἶναι ἀνώφελη ἀλλὰ καὶ βλαβερὴ

Ὁ Κύριος προτρέπει νὰ μὴν καταλαμβανόμαστε ἀπὸ ἀγωνιώδη μέριμνα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή μας, διότι αὐτὴ ἡ μέριμνα δὲν μᾶς ὠφελεῖ σὲ τίποτε. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ ἁπλὰ ἀλλὰ πολὺ δυνατὰ ἐπιχειρήματα: Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, μᾶς ἐρωτᾶ ὁ Κύριος, μὲ τὴ μέριμνά του μπορεῖ νὰ προσθέσει στὸ ἀνάστημά του ἕναν πήχυ (δηλαδὴ περίπου μισὸ μέτρο); Ὁπωσδήποτε κανείς. Ἑπομένως δὲν κερδίζουμε τίποτε μὲ τὴν ἀγωνία μας. Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς συντηρεῖ καὶ ὄχι τὸ δικό μας ἄγχος νὰ ἐξασφαλίσουμε τὰ πρὸς τὸ ζῆν.

Ἐπίσης προσθέτει: Ἡ ζωὴ δὲν ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ροῦχο; Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ σᾶς ἔδωσε τὰ ἀνώτερα, τὴ ζωὴ καὶ τὸ σῶμα, δὲν θὰ σᾶς δώσει καὶ τὰ κατώτερα, τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή σας;

Καὶ συνεχίζει ὁ στοργικὸς Διδάσκαλος: Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ καὶ τὰ λουλούδια, πῶς τὰ τρέφει καὶ τὰ ντύνει ὁ Θεός· καὶ δὲν θὰ φροντίσει ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι, ποὺ εἶστε πολὺ ἀνώτερα πλάσματά Του;

Ἂς προσέξουμε αὐτὴ τὴ στοργικὴ ἐπίπληξη τοῦ Κυρίου: «ὀλιγόπιστοι». Ἀγωνιοῦμε ἐπειδὴ δὲν ἐλπίζουμε στὴν πατρικὴ ἀγάπη καὶ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Ξεχνοῦμε ὅτι ἔχουμε Πατέρα. Καὶ τότε σὰν νὰ μοιάζουμε μὲ ὅσους ἀγνοοῦν τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ ἐπιζητοῦν μόνο τὰ ἐπίγεια.

2. Πρῶτος στόχος μας ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς ζητᾶ νὰ ἐπιδιώκουμε πρῶτα τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Γιατί; Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται ἡ εὐτυχία μας.

Τὸ ὅτι ἔχουμε σῶμα ποὺ ἔχει ἀνάγ­κη νὰ συντηρηθεῖ, τὸ γνωρίζει ὁ Θεός – Αὐτὸς τὸ δημιούργησε. Θὰ μᾶς δώσει ὅ,τι χρειαζόμαστε Αὐτὸς ποὺ φρον­τίζει γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά Του. Μάλιστα, ἀ­κούσαμε τὸν Κύριο νὰ δεσμεύεται ἀπέν­αντί μας. Εἶπε: Νὰ ἐπιδιώκετε πάνω ἀπὸ ὅλα τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας, καὶ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ θὰ προστεθοῦν στὰ πνευματικά. Εἶναι σὰν νὰ λέει ὁ Κύριος: Δῶστε μου τὴ ζωή σας, τὴν ὑπακοή σας, γίνετε παιδιά μου πιστά· κι Ἐγὼ θὰ γίνω Πατέρας σας, ποὺ θὰ σᾶς τὰ δώσω ὅλα, δὲν θὰ σᾶς στερήσω τίποτε.

Μὰ αὐτὸ δὲν λέει καὶ ὁ Ψαλμωδός; Ἤμουν νεότερος ἄλλοτε καὶ τώρα βέβαια γέρασα· ἀλλὰ δὲν εἶδα ποτέ μου εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετο ἄνθρωπο νὰ ζεῖ δυσ­τυχισμένος, ἔρημος καὶ ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τὸν Θεό, οὔτε τοὺς ἀπογόνους του νὰ ψωμοζητοῦν (Ψαλ. λς´ [36] 25).

Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ ζήσουμε μιὰ σύντομη ζωὴ πάνω στὴ γῆ, γεμάτη βάσανα καὶ μόχθο γιὰ τὴ σωματικὴ ἐπιβίωσή μας. Δὲν εἴμαστε ἐξελιγμένα ζῶα, εἴμαστε προορισμένοι, ἂν τὸ θελήσουμε, νὰ κληρονομήσουμε τὴ Βασιλεία Του. «Καινοὺς οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β´ Πέτρ. γ´ 13). Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ περιμένουμε καινούργιους οὐρανοὺς καὶ καινούργια γῆ, ὅπου θὰ κατοικεῖ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἁγιότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅραμα τοῦ πιστοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ προοπτική του: νὰ ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὴν αἰωνιότητα, νὰ μετανοήσει, νὰ ἁγιασθεῖ, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

***

Ὁ Θεὸς μᾶς ὀνόμασε ἀετούς, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ σὲ μιὰ ὁμιλία του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἵνα οὐρανοβατῶμεν, ἵνα ὑψηλὰ πετώμεθα τοῖς πτεροῖς τοῦ πνεύματος κουφιζόμενοι»· γιὰ νὰ διασχίζουμε τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ πετᾶμε ψηλά, νὰ ὑψωνόμαστε μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὅμως ἐμεῖς σὰν τὰ ἑρπετὰ σερνόμαστε στὴ γῆ καὶ τρῶμε χῶμα (PG 49, 370). Δηλαδὴ ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει οὐράνια ζωή, κι ἐκεῖνος δυστυχῶς συχνὰ προτιμᾶ νὰ κυνηγᾶ τὰ ἐπίγεια καὶ χωματένια. Τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς δὲν εἶναι νὰ μὴ φροντίζουμε γιὰ τὴ συντήρηση τῆς οἰκογένειάς μας, ἀλλὰ νὰ μὴν ξεχνιόμαστε στὰ γήινα, νὰ ἔχουμε σωστὸ προσανατολισμό: πάνω ἀπὸ ὅλα νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Νὰ τὸ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας.

Σύναξη της Παναγίας Μεγαλομάτας στην Σκιάθο

Ο Ναός της Παναγίας, κτίσμα μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα μ.Χ., από τον οποίο έχει διασωθεί η εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Μεγαλομάτας, την οποία και περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Τα Κρούσματα», εόρταζε το Σάββατο του Ακαθίστου.

Είχε όμως την τύχη και των άλλων σαράντα παρεκκλησίων του Κάστρου. Μετά την εγκατάλειψη του Φρουρίου το 1830 μ.Χ. και την επιστροφή των Σκιαθιτών στο χώρο της πάλαι ποτέ βυζαντινής πολίχνης, όπου έχτισαν την σημερινή πόλη της Σκιάθου, ο ναΐσκος ερειπώθηκε και κατέρρευσε. Εξαίρεση βέβαια αποτελούν οι τέσσερεις ενοριακοί Ναοί που διατηρήθηκαν έως των ημερών μας.

Μόλις τον χειμώνα του 2010 μ.Χ. ο Ναός αποκαθάρθηκε από τις προσχώσεις. Κατά τις εργασίες αποκαλύφθηκε το σωζόμενο δάπεδο του ναΐσκου, η είσοδος, η διαγράμμιση του αγίου βήματος καθώς και ίχνη τοιχογραφίας και κονιάματος. Στο σημείο της εισόδου ο Ναΐσκος συγκοινωνούσε με άλλο ορθογώνιο δώμα που πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως πρόναος, το οποίο γειτνίαζε με τα λουτρά. Εντοπίστηκαν ακόμη κάποια μικροαντικείμενα όπως και ένα μικρό κανόνι σε άριστη κατάσταση.

Μετά την αποκάλυψη των ερειπίων του Ναού πλήθος σκιαθιτών επισκέφτηκε το Κάστρο, και όλων η γνώμη συνηγορούσε στο να καθιερωθεί και εδώ υπαίθρια Αγρυπνια, όπως καθιερώθηκε λίγα χρόνια πιο μπροστά και στον άλλο ερειπωμένο Ναό του Κάστρου, τον αφιερωμένο στην Κοίμηση, την Παναγία την Πρέκλα, που είχε την τύχει να αποκαλυφθούν και εκείνου τα ερείπια.

Έτσι καθιερώθηκε να τελείται η εξοχική αυτή Αγρυπνία την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου, ώστε να είναι αφορμή να επισκεφθεί κανείς το Κάστρο, τον Ιούνιο, που από Απρίλιο έως Αύγουστο έχει κάθε μήνα ένα τουλάχιστον πανηγύρι στις Εκκλησίες του.

Η Αγρυπνία αρχίζει με την Ακολουθία του Όρθρου του Ακαθίστου, που τελείται κατά παράβαση της Τάξεως, ιδιαιτέρως την ημέρα αυτή, καθώς ο Ναός της Παναγίας ετιμάτο στην εορτή του Ακαθίστου, και ακολούθως λαμβάνει χώρα η Θεία Λειτουργία.

Η πρώτη Αγρυπνία έγινε το 2011 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ᾿. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δῶρον ἀτίμητον ἐν τῇ σῇ νήσῳ σεπτόν, Εἰκὼν ἡ περίπυστος πηγὴ θαυματων πολλῶν, ἐν Σκιάθῳ ἀνεύρηται. Ἣν ὡς Μεγαλομάταν, μετ᾿ εὐχῶν θερμοτάτων, πίστει τε καὶ ἐλπίδι, εὐσεβῶς μελωδοῦμεν, τὴν ὄντως Θεοτόκον καὶ ἀειπάρθενον.

Άγιος Μεθόδιος ο εν Νυβρίτω

Ο Άγιος Μεθόδιος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο επί Αραβοκρατίας. Ο ακριβής τόπος καταγωγής του δεν είναι γνωστός. Άγνωστο είναι και το μοναστήρι της κουράς του. Ίσως να είναι το Μοναστήρι του Πρέβελη. Γνωστός ωστόσο ακούεται ο γέροντάς του, Ευθύμιος, που ασκήτευσε στα βουνά της Νιβρύτου (ή Νύβριτος ή - παλαιότερη γραφή - Νίβριτος). Εκεί λοιπόν στη Νίβριτο, ασκήτευσε και ο όσιος Μεθόδιος, και συνδυάζοντας την πραότητα, την υπομονή, την εγκράτεια και πολλές άλλες αρετές, έζησε την καθαρά μοναστική βιοτή ή ακριβέστερα την αναχωρητική.

Εκεί λοιπόν στα ψηλά βουνά της Νιβρύτου, που απλώνονται διαδοχικά προς τις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη, στο κατάλληλο αυτό φυσικό τοπίο, βίωσε και ασκήτεψε ο γνήσιος του Θεού ασκητής. Τολμηρό είναι να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Μεθόδιος είχε συναντηθεί με τον Όσιο Νικόλαο του Κουρταλιώτη  ο οποίος ασκήτευε κι αυτός σε γειτονική περιοχή. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως υποστηρίζεται από κάποιους ότι ο Όσιος Νικόλαος ασκήτευσε σε μια σπηλιά γειτνιάζουσα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου κοντά στο χωριό Ζαρός. Εκεί σώζεται ακόμα και σήμερα Ναός επ’ ονόματι του Οσίου Μεθοδίου της Νιβρύτου. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι κάποιοι συγχέουν τους δυο Αγίου και τους εμφανίζουν ένα και το αυτό πρόσωπο. Για όλα αυτά βεβαίως χρειάζεται πολλή έρευνα από τους ειδικούς επιστήμονες. Πλήρης ημερών εξεδήμησες προς Κύριον όπως ποθούσε από παιδί. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουνίου, στο χωριό Νίβρυτο. Το λείψανό του φυλάσσεται στη Μονή Επανωσήφη (ή Απανωσήφη).

Άγνωστος είναι ο υμνογράφος της ασματικής του Ακολουθίας. Από την προβληματική φιλολογική μέριμνά της εικάζομε ότι πρόκειται για ευσεβή ασκητή ολιγογράμματο. Η Αγιότητα του φεγγίζει στα βουνά της Νιβρύτου και ο οσιακός βίος του διαγράφεται ανάγλυφος μέσα από τα δάση και τα δένδρα, τα νερά και τα ποτάμια, τη σπηλιά και την ησυχία, την ερημιά και τη γοητεία της φυσικής καλλονής του τόπου αυτού. Ο Όσιος Μεθόδιος δόξασε το Θεό και μεγάλυνε το όνομά Του.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ Νηβρύτου ὡς ἄστρον, πολιτείας τῆς κρείτονος, δι’ ἀσκητικῆς συντονίας, μυστικῶς ἐξανέτειλας, φαιδρύνων τᾶς χορείας τῶν Κρητῶν, αὐγαίς θεουργικῶν σού ἀρετῶν, καί θαυμάτων ἀγλαϊαις, ἠγιασμένε Μεθόδιε. Δόξα τῷ σέ ἰσχύσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διά σου, χάριν ἀέναον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ α. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τοὺς τρόπους, ἐκμιμησάμενος, ἐν τῇ Νηβρύτῳ μετῆλθες, ἀσκητικὴν βιοτήν, καὶ μετέστης πρὸς σκηνὴν ἀχειροποίητον, ἔνθα Χριστοῦ ἀξιωθείς, τῆς παραστάδος εὐκλεῶς, Μεθόδιε θεομάκαρ, ἐκ τῶν λειψάνων σου βλύζεις, ἡμῖν ἀπαύστως χάριν ἄφθονον.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ α. Μιμητὴς ὑπάρχων.
Τὰ τῆς γῆς ἡδέα ἀπαρνησάμενος, τοῦ Κυρίου ὀπίσω κατηκολούθησας, καὶ ἀσκήσας ἐν κόσμῳ καθάπερ ἄσαρκος, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων συνήφθης Ὅσιε, ἐνεργῶν ξενοτρόπως, ἡμῖν νῦν ἐν θαύμασι· διὸ πάντες Μεθόδιε, ὕμνοις σε γεραίρομεν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ δ. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ναὸς ἐγένου καθαρὸς τοῦ Θείου Πνεύματος τῶν ἐν ἀσκήσει ἀρετῶν τοῖς προτερήμασι, ὡς ἐπόθεις τὴν ψυχήν σου κατακοσμήσας. Ὅθεν τύπος μοναζόντων ἀναδέδειξαι, καὶ πρὸς Κύριον μεσίτης ἀκαταίσχυντος, τῶν βοώντων σοι· χαίροις πάτερ Μεθόδιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ α. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν παθῶν κατασβέσας, τὰ ὑπεκαύματα, ἐγκρατείας τῇ δρόσω, τὴν φωτοφόρον στολήν, τῆς θεώσεως ἐνδέδυσαι Μεθόδιε, καὶ προσεχώρησας φαιδρῶς, εἰς τοὺς θαλάμους τῆς ζωῆς, ἔνθα Κυρίῳ παρέστης, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, τῶν πεποιθόντων τῇ πρεσβείᾳ σου.

Ὁ Οἶκος
Ἐγκρατείας τοῖς ὅπλοις, κατ’ ἐχθρῶν θριαμβεύσας, θεόθεν ἀμοιβὰς ἐκομίσω, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν ἰσχύν, δι’ ἧς ἀεὶ ἐνεργεῖς τὰ παράδοξα, πρὸς σωτηρίαν Ὅσιε, τῶν πόθῳ σοι βοώντων ταῦτα·

Χαῖρε γηΐνων ὁ ὑπερόπτης·
χαῖρε Ὁσίων ὁ συμπολίτης.
Χαῖρε ὁ βιώσας ἐν κόσμῳ ὡς ἄσαρκος·
χαῖρε ὁ ἀσχύνας ἐχθρὸν παναλάστορα.
Χαῖρε ἄμπελος πολύφορος βιοτῆς ἀσκητικῆς·
χαῖρε δένδρον ὡραιόκλαδον γεωργίας μυστικῆς.
Χαῖρε ὅτι Ἀγγέλων τὴν ζωὴν ἐμιμήσω·
χαῖρε ὅτι τὰ κάλλη τῆς Ἐδὲμ ἐθεάσω.
Χαῖρε τῆς Κρήτης βλάστημα ἔνθεον·
χαῖρε Νηβρύτου καύχημα τίμιον.
Χαῖρε λαμπὰς μοναζόντων φωσφόρος·
χαῖρε φωστὴρ εὐσεβῶν φωτοβόλος.

Χαίροις πάτερ Μεθόδιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Νηβρύτου κλέος σεπτόν, Μεθόδιε πάτερ, καὶ τῆς Κρήτης αὖχος λαμπρόν· χαίροις ὁ ἀσκήσας, ὡς ἄσαρκος ἐν κόσμῳ, καὶ μετ’ Ἀγγέλων ἔχων, νῦν τὸ πολίτευμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Βίον τῶν Ὁσίων πολιτευθείς, λιπῶν ὡς ἐχέφρων, ἀπολαύσεις τάς κοσμικάς, χαίρων ἐν ὑψίστοις, Μεθόδιε εὐφραίνῃ ἡμῖν ἀναπηγάζων, χάριν ἀείζωον.


Άγιοι Ορέντιος, Φαρνάκιος, Έρωτας, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριάκος, και Λογγίνος

Οι Άγιοι Ορέντιος, Φαρνάκιος, Έρωτας, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριάκος, και Λογγίνος ήταν αδέλφια, ξακουστά για την ανδρεία τους και υπηρετούσαν στρατιώτες στη Θράκη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (301 μ.Χ.).

Σε κάποια μάχη με τους Σκύθες, ο Ορέντιος κατόθρωσε να σκοτώσει τον σκληρό και γενναίο αρχηγό τους, Μαραρών. Για το κατόρθωμά του αυτό τιμήθηκε, αλλά συγχρόνως προσκλήθηκε να συμμετάσχει στις θυσίες προς τα είδωλα, που θα προσφέρονταν για τη νίκη του. Ο χριστιανός ήρωας αρνήθηκε ρητά, και διακήρυξε ότι αυτός ένα Θεό αληθινό αναγνωρίζει και λατρεύει, τον Θεό των χριστιανών. Βέβαια δεν τον τιμώρησαν αμέσως, χάρη του ανδραγαθήματός του. Αλλά μαζί με τα έξι αδέλφια του, τους έστειλαν δυσμενή μετάθεση στην Αρμενία.

Εκεί μετά από λίγο χρόνο, υποβλήθηκαν σε ανάκριση. Και οι επτά μ' ένα στόμα δήλωσαν, ότι μέχρι την τελευταία τους πνοή θα μείνουν πιστοί στον αρχηγό της σωτηρίας τους, και κριτή τους κατά την ήμερα της παγκόσμιας ανάστασης και ανταπόδοσης. Μετά τη δήλωση τους αυτή, καταδικάστηκαν σε εξορία μακρινών και σκληρών τόπων.

Και οι επτά πέθαναν ο ένας μετά τον άλλο από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες, αλλά χωρίς κανένα γογγυσμό.

Άγιος Γεώργιος ο εν Κρήνη

Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στα μέρη της Αττάλειας από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Νήπιο ακόμα, ο Γεώργιος, αρπάχτηκε από τον Αγά Προύσαλη, κατά τις συνηθισμένες αρπαγές χριστιανόπουλων από τους Τούρκους, εξισλαμίστηκε και ονομάστηκε Μεχμέτ.

Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε την κόρη του Αγά αυτού. Με την προτροπή των θεοσεβών γονέων, μια χριστιανή υπηρέτρια του Γεωργίου, ονομαζόμενη Μαρία, αποκάλυψε σ' αυτόν για την καταγωγή του και τον τρόπο του εξισλαμισμού του. Με την πρόφαση ότι θα πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, ο Γεώργιος μαζί με τη Μαρία, ήλθε στους Αγίους Τόπους, όπου παρέμεινε για δυο χρόνια. Κατόπιν έφτασε στην πόλη Κρήνη της Μικράς Ασίας, όπου παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρογιάννη.

Επιζητώντας το μαρτύριο ο Γεώργιος, πήγε στο Διοικητήριο και βοήθησε να κατέβει από το άλογο, ο διερχόμενος από την Κρήνη, πρώην πενθερός του, στον όποιο μετά από λίγο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό.

Τότε οι Τούρκοι τον έριξαν στη φυλακή, όπου τον έδειραν σκληρά και έβαλαν στα πόδια του φάλαγγα, και στη συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεύος στο κεφάλι του. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1823 μ.Χ., τον κρέμασαν στον τοίχο του σπιτιού του επισήμου Παντελάκη Φαρμάκη και τον απαγχόνισαν.

Άγιος Προκόπιος που μαρτύρησε στη Σμύρνη

Ο νεομάρτυρας Προκόπιος, καταγόταν από χωριό που ήταν κοντά στη Βάρνα, και από γονείς ευσεβείς.

Σε ηλικία 20 χρονών, πήγε στο Άγιο Όρος και μόνασε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, υποτακτικός στον γέροντα Διονύσιο. Σαν μοναχός, διακρίθηκε για τις μοναχικές του αρετές. Αργότερα, εγκατέλειψε τη μοναχική ζωή, έφθασε στη Σμύρνη και βρισκόμενος σε απόγνωση, εξισλαμίστηκε.

Κατόπιν όμως, οι τύψεις συνειδήσεως που είχε για το βαρύ ολίσθημα του, τον έφεραν με δάκρυα μετανοίας σε κάποιο πνευματικό, στον όποιο εξομολογήθηκε και πήρε τις ανάλογες συμβουλές παρηγοριάς. Κατόπιν προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και ξεκίνησε για τον κριτή της πόλης. Μόλις έφτασε μπροστά στον κριτή, πέταξε το τούρκικο σαρίκι που φορούσε στο κεφάλι του και φόρεσε τον μοναχικό σκούφο. Έπειτα ήλεγξε με τόλμη τη μουσουλμανική θρησκεία και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό.

Οι Τούρκοι, όταν είδαν το αμετάθετο της γνώμης του μάρτυρα, τον οδήγησαν με χλευασμούς στον τόπο της εκτέλεσης. Αλλά όταν διαπίστωσαν τη χαρά με την οποία πήγαινε στο μαρτύριο, οι δήμιοι φοβήθηκαν και αρνήθηκαν να τον εκτελέσουν. Τότε ανέλαβε και τον αποκεφάλισε κάποιος αρνησίχριστος, που κλήθηκε επί τούτου, στις 25 Ιουνίου 1810 μ.Χ., ήμερα Σάββατο.

Όσιος Διονύσιος κτήτορας της Μονής Τιμίου Προδρόμου Αγίου Όρους

Ο Όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στο χωριό Κορησσό της Καστοριάς, από γονείς ευσεβείς γεωργούς. Σε νεαρή ηλικία, πήγε στο Άγιο Όρος, κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Ο Διονύσιος, με δάσκαλο τον ίδιο του τον αδελφό, έμαθε να μελετά την Αγία Γραφή και γρήγορα διακρίθηκε για το ταπεινό του φρόνημα και για τον φιλάνθρωπο χαρακτήρα του.

Μετά λίγα χρόνια, επί αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού του Γ' (1350 - 1390 μ.Χ.) ο Θεοδόσιος έγινε Μητροπολίτης στην Τραπεζούντα. Ο Διονύσιος, όταν το έμαθε χάρηκε πολύ, πρώτα από αδελφική αγάπη και δεύτερο διότι θα μπορούσε τώρα να πραγματοποιήσει πιο εύκολα ένα δικό του σχέδιο.

Μετά την χειροτονία του σε Πρεσβύτερο, ο Διονύσιος μετέφερε τον τόπο της ασκήσεώς του σ' ένα απότομο βουνό του μικρού Άθωνος ή Αντιάθωνος, το ονομαζόμενο Παλαιός Πρόδρομος και Παναγία. Και λίγο πιο κάτω ήθελε να κτίσει Ναό και ευπρεπή Μονή. Πράγμα που τελικά, με τη χάρη του θεού, κατόρθωσε. Έτσι, το 1375 μ.Χ. ο Αλέξιος Γ, με τη μεσιτεία του αδελφού του Μητροπολίτη Θεοδοσίου, ενέκρινε την ανέγερση της Μονής με το όνομα του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Έδωσε για το έργο αυτό ο αυτοκράτορας στον Διονύσιο, 50 σώμια (400.000 γρόσια) και μετά τρία χρόνια 1.000 Κομνηνάτα. Έτσι ο μοναχός Διονύσιος έκτισε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου, γνωστή κατόπιν με αυτό το όνομα που της έδωσε ο κτήτοράς της.

Ο Διονύσιος πέθανε στην Τραπεζούντα, όπου είχε πάει για να ζητήσει και άλλο βοήθημα από τον αυτοκράτορα για την αγιογράφηση του ναού της Μονής.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φῶς οὐράνιον, ἐν σοῖ σκηνώσαν, λύχνον ἄσβεστον, τοὶς ἐν τῷ Ἄθῳ, Διονύσιε σαφῶς σὲ ἀνέδειξε, σὺ γὰρ Προδρόμου τὸν βίον μιμούμενος, Μονὴν αὐτῶ ἀνεγείρεις περίβλεπτον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας, ὅν περ γάρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης Κήρυξ ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Φεβρωνία

Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).

Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.

Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο μοναστήρι της Φεβρωνίας. Οι άλλες μοναχές κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Αγία όμως η οποία ήταν άρρωστη δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί. Κοντά της παρέμειναν η ηγουμένη Βρυένη και η αδελφή Θωμαΐς.

Οι στρατιώτες, μόλις αντίκρυσαν τη Φεβρωνία, έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά της. Άφησαν, λοιπόν, τρεις άνδρες να τη φρουρούν και οι υπόλοιποι γύρισαν και το ανέφεραν στον αρχηγό τους Σελήνο. Αυτός αμέσως διέταξε και την έφεραν μπροστά του, και με κάθε τρόπο την πίεσε να άλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στη Φεβρωνία να τη δώσει σύζυγο στον ανεψιό του Λυσίμαχο, που κοντά του θα γνώριζε μεγάλη δόξα. Η Φεβρωνία, όμως, προτίμησε να γίνει «της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α' Έπιστολή Πέτρου, ε' 1). Προτίμησε, δηλαδή, να είναι συμμέτοχος της δόξας που θα αποκαλυφθεί κατά τη δευτέρα παρουσία, και με περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τις προτάσεις του Σελήνου, ο όποιος, αφού τη βασάνισε, τελικά τη σκότωσε με ξίφος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως τῷ κόσμῳ ἔπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ δραμοῦσα ἀσχέτῳ πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σὲ καὶ ὁσίαν καὶ μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε Φεβρωνία ὁ Κύριος, ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ ὁσιομάρτυς.


Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

Κατά Ματθαίον (στ΄ 22-33)

Εἶπεν ὁ Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;

Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.

Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;

Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;

Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;

Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;

Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.


Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εἶπε ο Κύριος:

«Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἐὰν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλον σου το σῶμα θὰ εἶναι φωτεινόν. Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου ἀσθενῇ, τότε ὅλον τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι σκοτεινόν. Ἀλλὰ ἐὰν τὸ ἐσωτερικόν σου φῶς εἶναι σκοτάδι, πόσον μεγάλο εἶναι το σκοτάδι.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύῃ δύο κυρίους, διότι ἢ τὸν ἕνα θὰ μισήσῃ καὶ τὸν ἄλλο θὰ ἀγαπήσῃ, ἢ εἰς τὸν ἕνα θὰ προσκολληθῇ καὶ τὸν ἄλλον θὰ καταφρονήσῃ. Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε τὸν Θεὸν καὶ τὸν μαμωνᾶν».

«Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, Μὴ μεριμνᾶτε διὰ τὴν ζωήν σας τὶ θὰ φᾶτε ἢ τὶ θὰ πιῆτε, οὔτε διὰ τὸ σῶμα σας τὶ θὰ φορέσετε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερον ἀπὸ τὴν τροφὴν καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα;

Κυττάξετε τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε σπείρουν οὔτε θερίζουν οὔτε ἀποθηκεύουν, καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος τὰ τρέφει. Δὲν ἔχετε σεῖς μεγαλύτερην ἀξίαν ἀπὸ αὐτά; Ποιὸς δὲ ἀπὸ σᾶς, ὅσον κι ἂν φροντίσῃ, μπορεῖ νὰ προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕνα πῆχυν;

Και γιατὶ μεριμνᾶτε γιὰ ἐνδύματα; Παρατηρήσατε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνουν, οὔτε κοπιάζουν, οὔτε γνέθουν, ἀλλὰ σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε ὁ Σολομὼν σὲ ὅλην του τὴν δόξαν δὲν ἐντύθηκε σὰν ἕνα ἀπὸ αὐτά. Ἐὰν τὸ χορτάρι τοῦ ἀγροῦ, ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριον τὸ ρίχνουν εἰς τὸν φοῦρνον, ὁ Θεὸς τὸ ντύνει, τόσον ὡραῖα, πόσον περισσότερον ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι;

Μὴ μεριμνᾶτε λοιπὸν καὶ μὴ λέγετε, «Τὶ θὰ φᾶμε ἢ τὶ θὰ πιοῦμε ἢ τὶ θὰ ἐνδυθοῦμε;». Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιδιώκουν οἱ ἐθνικοί. Γνωρίζει ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ζητᾶτε πρῶτα τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην του καὶ τότε ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς χορηγηθοῦν.

Ο Απόστολος της Κυριακής

Προς Ρωμαίους (ε΄ 1 - 10)

Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν.

Ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε.Πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς.

Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.


Απόδοση σε απλή γλώσσα

Ἀδελφοί, ἀφοῦ ἐδικαιωθήκαμε διὰ τῆς πίστεως, ἔχομεν εἰρήνην μὲ τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἔχομεν διὰ τῆς πίστεως καὶ τὴν εἴσοδον εἰς τὴν χάριν αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν στεκόμεθα, καὶ καυχώμεθα διὰ τὴν ἐλπίδα μας εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

Ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καυχώμεθα καὶ διᾶ τὰς θλίψεις, διότι γνωρίζομεν ὅτι ἡ θλῖψις παράγει ὑπομονήν, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμασμένον χαρακτῆρα, ὁ δὲ δοκιμασμένος χαρακτὴρ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς δὲν ντροπιάζει, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι χυμένη στὶς καρδιές μας διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ποὺ μᾶς ἐδόθηκε.

Διότι ὅταν ἐμεῖς ἤμεθα ἀκόμη ἀδύνατοι, ὁ Χριστὸς ἐπέθανε κατὰ τὸν ὡρισμένον καιρόν, ὑπὲρ τῶν ἀσεβῶν. Διότι μετὰ δυσκολίας θὰ πεθάνῃ κανεὶς δι’ ἕνα δίκαιον·  διὰ τὸν ἀγαθὸν ἴσως νὰ τολμήσῃ κανεὶς νὰ πεθάνῃ. Ὁ Θεὸς ὅμως ἀποδεικνύει τὴν ἀγάπην του σ’ ἐμᾶς μὲ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἐμεῖς ἤμεθα ἀκόμη ἁμαρτωλοί, ὁ Χριστὸς ἐπέθανε γιὰ μᾶς. Πολὺ περισσότερον λοιπὸν ἀφοῦ ἐδικαιωθήκαμε τώρα διὰ τοῦ αἵματός του, θὰ σωθοῦμε δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ὀργήν.

Διότι ἐάν, ὅταν ἤμεθα ἐχθροί, συμφιλιωθήκαμε μὲ τὸν Θεὸν διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ του, πολὺ περισσότερον, ἀφοῦ συμφιλιωθήκαμε, θὰ σωθοῦμε διὰ τῆς ζωῆς του.

Άγιος Παναγιώτης ο Καισαρεύς

Ο Νεομάρτυρας αυτός μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη για τη χριστιανική του πίστη, στις 24 Ιουνίου 1765 μ.Χ. Το τίμιο λείψανο του, ενταφιάστηκε από τους χριστιανούς με τιμές στον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Κωνσταντινούπολη. (Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, ο μάρτυρας αυτός μαρτύρησε το έτος 1767 μ.Χ. και σε ηλικία 20 χρονών).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Καισαρείας, καὶ ὁμότροπος τῶν ἀθλοφόρων ἀνεδείχθης, Παναγιώτη μακάριε· τοῦ γὰρ Σωτῆρος κηρύξας τὸ ὄνομα ,ὑπὲρ αὔτοῦ τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν το μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ´. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων σύναθλος τῇ σῇ ἀθλήσει ἀνεδείχθης, ἔνδοξε ὑπὲρ Χριστοῦ σφαγιασθείς· διὸ στεφάνῳ τῆς δόξης σε ὦ Παναγιώτη, Χριστὸς ἐστεφάνωσε.

Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀθλήσει ἐφαίδρυνας τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, προσθήκη δὲ γέγονας τοῖς ἂπ᾿ αἰῶνος καλῶς, ἀθλήσασιν ἔνδοξε· ὅθεν ζωῆς τοῦ ξύλου, σὺν αὐτοῖς ἀπολαύων, πρέσβευε, Παναγιώτη, ἐκτενῶς δυσωποῦμεν, ῥυσθῆναι πάσης ἀνάγκης, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.

Ὁ Οἶκος
Τῆς εὐσεβείας τῷ φωτὶ τὸν νοῦν διηυγασμένος τοῦ μαρτυρίου· τὴν ὁδὸν διήνυσας προθύμως καὶ πρὸς ἀθάνατον ζωὴν ὑπὲρ Χριστοῦ θανατωθεῖς ἐσκήνωσας ἐνδόξως· οὗ γὰρ ἔπτηξας τυραννικὸν θυμὸν, οὐδὲ ἐπαγγελιῶν ἐπτόησαι, δωρεαῖς ἀλλ᾿ ἐρηρεισμένος τῇ πέτρᾳ τῆς πίστεως, καὶ πρὸς τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ ἀποσκοπῶν νεότητος παρ’ εἶδες ἀκμὴν καὶ πᾶσαν τὴν ἐν κόσμῳ τιμὴν καὶ τὸν θάνατον, ὡς γλυκεῖαν ἠσπάσω ζωὴν ὡ Παναγιώτη, διὸ στεφάνῳ τῆς δόξης σε, Χριστὸς ἐστεφάνωσε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν μαρτύρων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Καισαρέων ἐγκαλλώπισμα ἱερὸν, χαίροις Παναγιώτη, Χριστοῦ νέε ὀπλίτα, τῆς εὐσεβείας ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.



Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος

Ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος (το πραγματικό του επώνυμο ήταν Τούλιος αλλά από την πολλή αγάπη του προς τη γενέτειρα του, το αντικατέστησε με το Πάριος) ήταν ένας επιφανής θεολόγος και μέγας διδάσκαλος του Γένους, από τους πολυγραφότερους και σπουδαιότερους συγγραφείς της εποχής του. Γεννήθηκε στο Κώστο της Πάρου το 1722 μ.Χ. Ο πατέρας του Απόστολος καταγόταν από την Καταβατή Σίφνου, που και σήμερα ζουν εκεί Τούλιοι η Τόληδες. Η μητέρα του ήταν Παριανή, από το αρχοντικό γένος Δαμία.

Την πρώτη του παιδεία την έλαβε στη γενέτειρα του και συνέχισε, το 1745 μ.Χ., στη Σμύρνη κοντά στον Ιερόθεο Δενδρινό και τον Ιατροφιλόσοφο Χριστόδουλο. Το 1752 μ.Χ. αναχώρησε για το Άγιο Όρος και γράφτηκε στην περιώνυμη Αθωνιάδα Σχολή, που διηύθυνε ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης και αργότερα ο Ευγένιος Βούλγαρης. Μαθήματα άκουσε αργότερα στην Κέρκυρα και από τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Με παράκληση του Παν. Παλαμά ήλθε στο Μεσολόγγι αλλά μετακλήθηκε στη Θεσσαλονίκη για να διδάξει (1767 - 1770 μ.Χ.). Από την Αθωνιάδα Σχολή, όπου κλήθηκε για να διδάξει, αναγκάστηκε να αποχωρήσει εξαιτίας της αναμίξεως του στις έριδες των Κολλυβάδων. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε τη διεύθυνση της εκεί Σχολής μέχρι το 1786 μ.Χ. Επιθυμώντας να επιστρέψει στην Πάρο, αναχώρησε στα τέλη του 1786 μ.Χ. από τη Θεσσαλονίκη, αλλά τελικά βρέθηκε στη Χίο.

Διευθυντής της Σχολής της Χίου κατόρθωσε να τη διευρύνει και να την οδηγήσει σε μεγάλη ακμή (1788 - 1811 μ.Χ.). Σε ηλικία 90 περίπου χρόνων αποσύρθηκε στο μονίδριο του Αγίου Γεωργίου Ρευστών, όπου πέθανε στις 24 Ιουνίου 1813 μ.Χ. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του Όσιος Νικηφόρος  έγραψε:

«Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως....».

Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο Όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822 μ.Χ.

Η Αγιοκατάταξη του Αγίου Αθανασίου έγινε το 1995 μ.Χ. Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.

Ο Αθανάσιος ανήκει στη μεγάλη χορεία των διδασκάλων του Γένους που με όλη τους τη δύναμη εργάστηκαν ακαταπόνητα για τη μόρφωση του. Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι ο Πάριος διδάσκαλος ήταν πολέμιος των νέων ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επαναστάσεως, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να ξεσηκώσει τη σφοδρότατη διαμαρτυρία του Αδαμάντιου Κοραή.

Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ευρύτατο χώρο της θεολογικής και της θύραθεν επιστήμης. Τα έργα του, εκδομένα και ανέκδοτα, θα μπορούσαν να καταταγούν στις παρακάτω γενικές κατηγορίες: Απολογητικά, Δογματοκανονικά, Λειτουργικά, Παιδαγωγικά, Βιογραφικά, Ποιητικά, Ομιλίες - λόγοι, Επιστολές.

Απολογητικά
1) Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Aντίπαπας (ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός) (1785 μ.Χ.)
2) Aντιφώνησις
3) Oυρανού κτίσις
4) Nέος Ραψάκης
5) Φραγγέλιον
6) Aλεξίκακον πνευματικόν
7) Απολογία Χριστιανική (1798 μ.Χ.)
8) Έκθεσις ορθοδόξου Πίστεως
9) Eγχειρίδιον απολογητικόν

Δογματοκανονικά
10) Δήλωσις
11) Επιτομή
12) Προαναφώνησις
13) Λατίνων αναβαπτισμός
14) Περί νεομαρτύρων
15) Έθος και Παράδοσις
16) Επιστολή
17) Λόγος εις την Β' Κυριακήν των νηστειών
18) Βάπτισμα ανάγκης
19) Χρίσις με μύρον των επιστρεφόντων ετεροδόξων
20) Ερωτήματα
21) Απόκρισις
22) Θεόν ουδείς εώρακε πώποτ
23) Περί αγγέλων και θείου κάλλους
24) Περί Εκκλησιασμού
25) Επιστροφή εις ορθοδοξίαν Αρμενίου
26) Σαφής απόδειξις ότι οι ετερόδοξοι είναι αιρετικοί

Λειτουργικά
27) Ο Μέγας Αγιασμός
28) Περί των αγίων εικόνων
29) Περί αναθημάτων, σκευών και αμφίων
30) Περί μνημοσύνων
31) Η γονυκλισία της Πεντηκοστής

Παιδαγωγικά
32) Γραμματική του Νεοφύτου
33) Ρητορική πραγματεία
34) Στοιχεία Μεταφυσικής
35) Σχολική επίτασις
36) Θεματογραφία
37) Εξήγησις, της «προς τους νέους παραινέσεως του Μεγάλου βασιλείου»
38) Διογένης ή περί αρετής
39) Εξήγησις, εις τον «προς Δημόνικον του Ισοκράτους παραινετικόν λόγον κλπ»

Βιογραφικά
40) Βίος του εν αγίοις Πατρός ημών Κλήμεντος αρχ/που Βουλγαρίας ( Μετάφραση στη δημοτική)
41) Βίος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
42) Μαρτύριον αγίου Γεωργίου του Εφεσίου (+1806)
43) Μαρτύριον του αγίου Ιωάννου του Κρητός (+1811)
44) Μαρτύριον αγίου Δημητρίου του Χίου (+1802)
45) Διήγησις του εν Χίω θαύματος του Τιμίου Προδρόμου κατά των Αγαρηνών εν έτει 1740
46) Διήγησις του εν Χίω γεγονότος θαύματος, της Υπεραγίας Θεοτόκου κατά αρμενίων εν έτει 1748
47) Βίος και πολιτεία του αγίου Μακαρίου Νοταρά
48) Συναξάρια όλων των Κυριακών και των μεγάλων εορτών

Ποιητικά
49) Επιγράμματα
50) Ακολουθία εις Άγιον Κλήμεντα
51) Ακολουθία εις άγιον Γρηγόριον Παλαμάν
52) Ακολουθία εις Άγιον Ελευθέριον
53) Ακολουθία εις Άγιον Φανούριον
54) Ακολουθία εις Αγίαν Παρασκευήν
55) Ακολουθία εις Άγιον νεομ. Δημήτριον
56) Ακολουθία εις Άγιον Μακάριονω
57) Ακολουθία εις Οικουμενικήν Σύνοδον Αγίας Σοφίας
58) Ανάπτυξις τροπαρίου Αγίας Παρασκευής, «Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον»

Ομιλίες-Λόγοι (Σώζονται)
59) Εις Αγίαν Αικατερίναν
60) Εις Μέγαν Αθανάσιον
61) Εις Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου
62) Εις τον Τίμιον Σταυρόν
63) Εξήγησις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού κλπ

Επιστολές (Σώζονται λίγες)
64) Δύο απολογητικές προς Κοραήν - Ιωάννην - Παναγ. Παλαμάν κ.ά. (κώδ. 5716 και 6175 Ι.Μ. Αγ. Παντελεήμονος Άθω
65) Εις Μονήν Πάτμου
66) Προς θεοφιλέστατον επίσκοπον (Εις Μονήν Πάτμου)
67) Προς επίσκοπον Αρδαμερίου
68) Προς μητροπολίτην Γεννάδιον
69) Προς ελλογιμότατον Κυπριανόν (χειρ. 1344, Εθνική Βιβλιοθήκη)


Ἀπολυτίκιον
Σοφία κοσμούμενος, παντοδαπεί ευσεβώς, διδάσκαλος ένθεος, της Εκκλησίας Χριστού, και βίου ορθότητος, στήλη λαμπρά ωράθης, Αθανάσιε Πάτερ. Όθεν η νήσος Πάρος, τη ση δόξη καυχάται, και πάντες σου τα θεία, τιμώμεν προτερήματα.