«Πάσχα ἱερόν, ἅγιον, μέγα ἀνέτειλε καὶ θάλπει,
φωτίζει καὶ λαμπρύνει τὸν κόσμον».
Στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Τὴν ἡμέρα αὐτή, ὁ Θεὸς ἄρχισε ἀπὸ «τὸ μηδὲν τὴν δημιουργίᾳ τοῦ κόσμου». Βοήθησε τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ περάσουν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, τοὺς ἄνοιξε διάβαση, (πέρασμα) καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ Φαραώ. Τὴν ἡμέρα αὐτή, κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ (κατὰ τὸν εὐαγγελισμὸ) καὶ κατοίκησε στὴ μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἅρπαξε ὁ Θεὸς ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸν πυθμένα τοῦ Ἅδη, τὸ ἀνέβασε στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ ὁδήγησε στὴ δόξα τῆς ἀφθαρσίας.1
Ἄραγε τί σημαίνει γιὰ τοὺς σημερινοὺς «ὀρθόδοξους ἕλληνες» τὸ «Πάσχα τῶν Ἑλλήνων»; Σταχυολογοῦμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐπίκαιρες ἐκφράσεις τῆς τρέχουσας κοινωνικῆς στιχομυθίας: «καλὲς διακοπές! καλὰ νὰ περάσουμε! ποῦ θὰ πᾶτε τετραήμερο; θὰ πεταχτοῦμε Θιβέτ! θὰ ξεκουραστοῦμε ἐπιτέλους! τὰ λέμε Μύκονο! θὰ χορτάσουμε ὕπνο! μία Κυριακὴ ἔχουμε νὰ κοιμηθοῦμε»...2
Ἡ ἐαρινὴ αὐτὴ εὐκαιρία, συναντᾶ τὴν ἐκπλήρωσή της καὶ ἰσορροπεῖ στὴν ἐναγώνια μὲ κάθε μεταφορικὸ μέσο ἀπόδραση ἀπὸ τὴν καθημερινότητα μὲ τελικὸ σκοπὸ τὴν βίωση τῆς ὀλιγόλεπτης κορύφωσης τῆς ἑορτῆς, τὸ ὑπαίθριο ἄκουσμα τοῦ ἀναστάσιμου τροπαρίου στοὺς πρωτόγνωρα κατάμεστους ναούς. Στὴ συνέχεια θὰ παραχωρήσει τὴν θέση του στὸ «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διεσκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν», καὶ θὰ ἐναλλάσσεται μὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους καὶ τὶς ἀναλαμπὲς τῶν βεγγαλικῶν καὶ τὴν σύντομη ἀμήχανη ἀπόκριση: «Χριστὸς Ἀνέστη! – Εὐχαριστῶ, -Ἐπίσης...» στὸ στόμα τῶν ὁδοιπόρων τῆς βιαστικῆς ἀναχώρησης γιὰ τὸ τραπέζι τῆς μεταμεσονύχτιας γαστριμαργίας.
Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ πρὶν λίγο ἔψαλλαν παθιασμένα «Χριστὸς Ἀνέστη», διασκορπίζονται γιὰ νὰ χορτάσουν τὴν πείνα τους καὶ εἶναι σὰν νὰ μονολογοῦν, «ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν...», γιὰ μία ἀκόμη φορά.
Ἀναντίρρητα, τὸ Πάσχα δὲν ἀποτελεῖ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ἀγχωμένη μαζικὴ φυσιολατρικὴ ἔξοδο, ἐνίοτε θανατηφόρο, οὔτε τὴν ἀνάπτυξη τῶν σχεσιακῶν ζευγῶν (διατροφικὴ στέρηση σὲ ἀντιδιαστολὴ τοῦ κορεσμοῦ τῶν λουκούλλειων γευμάτων, ἢ τὴν ἀπομόνωση τῆς ὕπαρξής μας ἔναντι στὴν παρενθετική, τὴν κενή, φανατικὴ καὶ παθιασμένη, θὰ λέγαμε, ἔκρηξη τοῦ ἀναστάσιμου ὀρυμαγδοῦ).
Ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα «σχοινοβατεῖ», ἀνάμεσα στὸ δίλημμα: Ἰησοῦς ἢ Βαραββᾶς. Δὲν πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ μία ἁπλὴ ἐκλογὴ προσώπου ἀλλὰ γιὰ τὸ δικαίωμα στὴ δυνατότητα ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν ὁρίων τῆς τραγικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ὑπαρξιακῆς γύμνιας καὶ ὀντολογικῆς ἀνεπάρκειάς του.3
Ἀποτελεῖ τὴν ἐπιλογὴ ἀνάμεσα στὸ θρησκευτικὸ καὶ ἰδεολογικὸ μεσαιωνισμὸ τῆς ἀλαζονείας, τοῦ μίσους, τοῦ πόνου καὶ τῆς φθορᾶς ποὺ ἐξέφραζε ὁ Βαραββᾶς καὶ στὴν εὐκαιρία νὰ λήξει ὁ αὐτοεγκλωβισμὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ μία κατάσταση, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ ἀπειλὴ τοῦ τίποτε. Ἡ Λύτρωση ἐπέρχεται μὲ τὴν ἔλευση καὶ τὴν θυσία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε θὰ ὑπάρξει ἄλλο πιὸ καινούργιο γεγονὸς στὴν παγκόσμια ἱστορία «Καὶ Θεὸς ὢν τέλειος ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον, δι᾿ οὗ ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις».
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπιλέγει τὸ «Βαραββᾶ» θὰ συνεχίζει νὰ ζεῖ ὄντας ἀνικανοποίητος μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς προσμονῆς τοῦ νέου. Θὰ προσδίδει σὲ αὐτό, μεσσιανικές, λυτρωτικὲς διαστάσεις, στὴν καθημερινὴ ἔνδεια τοῦ πολιτισμοῦ του4 καὶ δὲ θὰ παύει νὰ λειτουργεῖ ὡς «χριστιανοποιημένος εἰδωλολάτρης».
Εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, αὐτὴ εἶναι μία μεγάλη ἀλήθεια. Οἱ περισσότεροι ἐπονομαζόμενοι χριστιανοὶ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, τὸ Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του. Καὶ οὔτε ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ. Ἁπλὰ θρησκεύουν. Ὅπως θὰ ἔκαναν ἐὰν ἦταν στὸ Ἰρὰν μέσα ἀπὸ τὸν Ἰσλαμισμὸ ἢ στὴν Ἰνδία μέσα ἀπὸ τὸν Ἰνδουισμό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη πλειοψηφία. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς παιδεύονται καὶ οἱ λίγοι, οἱ ὁποῖοι καὶ ἐνδιαφέρονται καὶ ἀντιλαμβάνονται καὶ νιώθουν αὐτὸ τὸ καινό, τὸ ἰδιαίτερο γιὰ αὐτούς, ποὺ προσκομίζει ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία στὸν κόσμο.
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ «νέο - ἢ ἔστω τὸ ἀνανεωμένο - ὑπῆρξε πάντοτε γοητευτικό, ἐμπεριέχει παραδόξως καὶ τὴν πιθανότητα τῆς ἀπογοήτευσης. Γιὰ τὸ λόγο ὅτι τίποτε τὸ ὄντως νέο δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ «πεπτωκὼς» κόσμος, ἀφοῦ ὁ καλούμενος νέος ἄνθρωπος, ὁ τάχα ἀπελευθερωμένος ἢ πολιτισμένος εἶναι καρπὸς τῆς ἐπαναλήψεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐκεῖνος ποὺ ἀποσπᾶ τὸν κόσμο, τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ζωή του καὶ τὰ εἰσάγει στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Τίποτε τὸ νέο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου ἐξακολουθεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ διὰ αὐτῆς ὁ θάνατος νὰ ἀσχημίζει καὶ νὰ παραμορφώνει τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα.
Διότι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν παροδικότητα ἢ μηδενικότητα τοῦ νέου «εἶναι κίνηση καὶ μετάβαση ἀπὸ τὸ νέο στὸ καινό, ὅπως ἀποκαλύφθηκε μὲ τὸ «ἀεὶ Μυστήριο» τῆς ἐνανθρωπήσεως, στὸν νέο τρόπο ὑπάρξεως καὶ ζωῆς. «Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον, τὸ ἐμμένειν ἑωσφορικόν, τὸ μετανοεῖν θεῖον. ...σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες».
Τὸ Πάσχα ὁριοθετεῖ τὸν τροπικὸ προσδιορισμὸ τῆς ἄσκησης τῆς σκέψης καὶ τῶν συναισθημάτων, τῆς δοκιμῆς τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς βίωσης, τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης, τῆς ἀλληλοπεριχώρησης τῶν Προσώπων καὶ τῆς δίψας τῆς διαλογικότητας. Ἡ ἀνάγκη αὐτή, προϊόν της λαχτάρας καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἄλλον καὶ τὴν Ἀλήθεια, πηγάζει ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ προσώπου, προσανατολίζεται πορευόμενη πρὸς τὸ Σὺ καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ παίρνει ὅσο τὸ νὰ δίνει.5
Ἡ Ἀνάσταση εἶναι νίκη καὶ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὸ θάνατο, πανηγυρίζει τὴν ἐπικράτηση τῆς σχέσης Προσώπων. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συγκλονίζει τὴν ὕπαρξή μας, γιατί γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τὴν νοητικὴ καὶ συναισθηματική μας ἐπεξεργασία ὄχι ὡς ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος ἀλλὰ ὡς μήνυμα –πρόσκληση τῆς δικῆς μας προσωπικῆς προοπτικῆς, ὅπως αὐτὴ πραγματώνεται μέσα ἀπὸ τὴν δυναμικὴ μετεξέλιξη τῆς σχεσιακῆς πορείας πρὸς τὸ Σὺ» πρὸς τὸν Ἄλλον». Ἐξάλλου τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου ἀποτελεῖ τὸν καθρέπτη τοῦ δικοῦ μας «ἐγώ».
Ἡ ἐκ νεκρῶν ἔγερση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοποιεῖ τὸ κάλεσμα στὴ συμμετοχή. Τὴν συνύπαρξη, τὴν συμπόρευση στὴν ἀναζήτηση τῆς δικαίωσης μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τῆς κατὰ χάριν θέωσης.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέσα στὴν ἔνταση τῆς Ἄνοιξης, ἀνασύρει, ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου στὸ ἀληθινὸ φῶς τῆς ζωῆς, τὴν χωματένια ὅραση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τοῦ τέλους, τὴν ἀφετηρία τῆς καινῆς, νέας ἀρχῆς.
Ἡ λέξη «τέλος» στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μας, ἔχει δύο σημασίες. Ἡ πρώτη θὰ πεῖ τὸ τέλος, τὴν τελευτή, τὴν λήξη, τὸ θάνατο. Ἡ δεύτερη σημαίνει τὸ σκοπό, τὸ στόχο. Ο θάνατος λοιπὸν εἶναι ἡ λήξη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ τελικὸς στόχος, ἡ ἀπαρχὴ τῆς αἰώνιας δικαίωσης. Ὅλα ὅσα κάνουμε ἐκεῖ ἀποβλέπουν καὶ ἐκεῖ κατατείνουν. Ἡ φορὰ τῆς ζωῆς μας, μᾶς φέρνει νὰ πραγματώσουμε, νὰ κατορθώσουμε, νὰ δικαιώσουμε, τὴν ἐκκρεμῆ στιγμὴ τοῦ θανάτου μας. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ «παράλογος» νόμος τῆς «κατὰ χάριν θέωσης» φύσης ποὺ ὁρίζει νὰ εἶσαι νεκρὸς καὶ ὅταν ζεῖς, νὰ ζεῖς καὶ ὅταν ἔχεις πεθάνει.
Ἡ ἀποδοχὴ στὸ κάλεσμα γιὰ τὴν συμμετοχὴ στὴν κοινὴ χαρὰ ἀποτελεῖ «συνάντηση» τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Ἡ «συνάντηση» αὐτὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀλλάξει ὅλες τὶς προοπτικὲς καὶ νὰ ὁδηγήσει στὴν καταλυτικὴ ἐμπειρία τῆς μεταστροφῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μπορεῖ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναβρεῖ τὴν χαμένη ἑνότητά του καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ λόγου τῆς ὕπαρξής του.
Ἡ θετικὴ ἀπόκριση τῆς κλήσης στὴ συμμετοχὴ τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς προβάλλει τὴν ἐλπίδα τῆς λύτρωσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ σύγχυση ποὺ προκάλεσε τὴν ἐξασθένηση τοῦ πλέγματος τῆς ἀξιολογικῆς σταθερότητας καὶ συνετέλεσε στὴ διάσπαση τῆς ἑνότητας καὶ τὸν κλονισμὸ τοῦ κύρους τῶν ἀξιῶν.
Ἡ κατάκτηση τῆς γνώσης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ραγδαία ἀνάπτυξη τῆς τεχνικῆς κατάρτισης ἄλλαξε τὴν ζωή του. «Ὁ Θεὸς πέθανε» θὰ γράψει ὁ Νίτσε (Νietzsche). Συγχρόνως ὅμως δημιούργησε σὲ αὐτὸν τὴν ψευδαίσθηση πῶς εἶναι παντοδύναμος: τὸν ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὸ Μυστήριο καὶ τὴν θεραπευτικὴ τῆς μεταφυσικῆς ἀναζήτησης. «Καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων: ἀπὸ παντὸς ξύλου τῶν ἐν Παραδείσῳ βρώσει φάγῃ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γιγνώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».6
Ἡ λογικὴ τοῦ συγχρόνου ὑπερανθρώπινου ὄντος ἀδυνατεῖ νὰ ἐξαλείψει τὸ αἴσθημα μοναξιᾶς καὶ κοινωνικῆς ἀσφυξίας. Μάταια πασχίζει νὰ βρεῖ ἐλπίδα στὴν ἀπελπισία τῆς αὐτονομίας του καὶ ψευδοῦς παντοδυναμίας του.
Ἀποτέλεσμα ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος νὰ ἑορτάζει τὸ Πάσχα συντροφιὰ μὲ τὴν μοναξιά του, ἀφοῦ τὸ αἴσθημα τοῦ ἐγωκεντρικοῦ του προσανατολισμοῦ τοῦ ὁριοθετεῖ μὲ αὐστηρότητα τὸ πεδίο τῆς ψυχικῆς του ἀνά(σ)τασης καὶ ἀκυρώνει τὴν συνύπαρξη τῆς ἀμφίδρομης ἀγαπητικῆς ἐπικοινωνίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς δηλώνει ὁ ἔρως πρὸς τὸ Θεῖον διὰ μέσου του Προσώπου τοῦ Ἄλλου. Τὴν σημασία τῆς προσωπικῆς ὑπόστασης, ἐλευθερίας καὶ ὡριμότητας ὡς ἄρνηση τῆς ἀτομικότητας καὶ ἐγωκεντρικότητας.
Γιατὶ ἢ δὲν ὑπάρχει Θεὸς καὶ τελειώνει τὸ παραμύθι, ἢ ὑπάρχει καὶ τοῦ ἀξίζουν ὅλα. Καὶ ὑπάρχει. Καὶ ἡ ταύτιση μαζί Του περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν σχέση προσώπων στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ ὄχι, ὅπως ἐσφαλμένα λέγεται, ὁ ἱερέας μετὰ τῶν ψαλτῶν.
Ὀφείλουμε βέβαια νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ἐκκλησία ἀποτελεῖ κοινωνία ἀγαπώντων καὶ ἀγαπωμένων προσώπων. Καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴν μοναδικὴ διέξοδο καὶ ἀσφαλέστερη ὁδὸ διαφυγῆς ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο. Στὴν ἔπαρση τῶν ἀνθρώπων ἀντιτάσσεται ἡ λογικὴ τῆς ταπείνωσης, ἡ λογικὴ τῆς Κένωσης τοῦ Θείου Πάθους. «Μεγαλύτερη ἀρετὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη εἶναι ἡ ταπείνωση ποὺ μεταστρέφει τὴν σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ ἀπὸ δήλωση προσήλωσης καὶ φανατικῆς πίστης σὲ πορεία ταπείνωσης, οὐσιώδους μετάνοιας καὶ ἀγάπης...».
Ὁ Παράδεισος δὲν «χωρᾶ» στὴ λογικὴ τῆς στενῆς μας καρδιᾶς, στὴν ἀπουσία τῆς σχεσιακῆς ἀτμόσφαιρας, στὸ ἔλλειμμα τῆς γνησιότητας ψυχῆς, στὴν περισσὴ ὑποκρισία φρονήματος, στὴν ἀγωνία τῆς κοσμικῆς καταξίωσης καὶ στὴν ἀναζήτηση τῆς ἐφήμερης κοινωνικῆς ἀνατροφοδότησης.
Πορευόμενοι πρὸς τὸ μέλλον θὰ κουβαλᾶμε «τὸ Σταυρὸ τῆς δικῆς μας Ἀνάστασης» ἄλλοτε στὶς πλάτες καὶ ἄλλοτε στὶς ψυχές μας, νὰ συνυπάρχουμε ἐν σχέσει καὶ ἀγάπῃ μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀποδεχθοῦμε καὶ θὰ ἀκολουθήσουμε τὴν «Κένωση» ὡς «τὴν ζῶσαν καὶ ὀρθόδοξον βίωση καὶ παρουσίαν πρὸς Δόξαν Θεοῦ», προσδοκώντας τὴν ἀξίωση τῆς κατὰ χάριν «θέωσης».
«Χριστὸς Ἀνέστη χαρά μας!»
φωτίζει καὶ λαμπρύνει τὸν κόσμον».
Στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Τὴν ἡμέρα αὐτή, ὁ Θεὸς ἄρχισε ἀπὸ «τὸ μηδὲν τὴν δημιουργίᾳ τοῦ κόσμου». Βοήθησε τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ περάσουν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, τοὺς ἄνοιξε διάβαση, (πέρασμα) καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ Φαραώ. Τὴν ἡμέρα αὐτή, κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ (κατὰ τὸν εὐαγγελισμὸ) καὶ κατοίκησε στὴ μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἅρπαξε ὁ Θεὸς ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸν πυθμένα τοῦ Ἅδη, τὸ ἀνέβασε στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ ὁδήγησε στὴ δόξα τῆς ἀφθαρσίας.1
Ἄραγε τί σημαίνει γιὰ τοὺς σημερινοὺς «ὀρθόδοξους ἕλληνες» τὸ «Πάσχα τῶν Ἑλλήνων»; Σταχυολογοῦμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐπίκαιρες ἐκφράσεις τῆς τρέχουσας κοινωνικῆς στιχομυθίας: «καλὲς διακοπές! καλὰ νὰ περάσουμε! ποῦ θὰ πᾶτε τετραήμερο; θὰ πεταχτοῦμε Θιβέτ! θὰ ξεκουραστοῦμε ἐπιτέλους! τὰ λέμε Μύκονο! θὰ χορτάσουμε ὕπνο! μία Κυριακὴ ἔχουμε νὰ κοιμηθοῦμε»...2
Ἡ ἐαρινὴ αὐτὴ εὐκαιρία, συναντᾶ τὴν ἐκπλήρωσή της καὶ ἰσορροπεῖ στὴν ἐναγώνια μὲ κάθε μεταφορικὸ μέσο ἀπόδραση ἀπὸ τὴν καθημερινότητα μὲ τελικὸ σκοπὸ τὴν βίωση τῆς ὀλιγόλεπτης κορύφωσης τῆς ἑορτῆς, τὸ ὑπαίθριο ἄκουσμα τοῦ ἀναστάσιμου τροπαρίου στοὺς πρωτόγνωρα κατάμεστους ναούς. Στὴ συνέχεια θὰ παραχωρήσει τὴν θέση του στὸ «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διεσκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν», καὶ θὰ ἐναλλάσσεται μὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους καὶ τὶς ἀναλαμπὲς τῶν βεγγαλικῶν καὶ τὴν σύντομη ἀμήχανη ἀπόκριση: «Χριστὸς Ἀνέστη! – Εὐχαριστῶ, -Ἐπίσης...» στὸ στόμα τῶν ὁδοιπόρων τῆς βιαστικῆς ἀναχώρησης γιὰ τὸ τραπέζι τῆς μεταμεσονύχτιας γαστριμαργίας.
Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ πρὶν λίγο ἔψαλλαν παθιασμένα «Χριστὸς Ἀνέστη», διασκορπίζονται γιὰ νὰ χορτάσουν τὴν πείνα τους καὶ εἶναι σὰν νὰ μονολογοῦν, «ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν...», γιὰ μία ἀκόμη φορά.
Ἀναντίρρητα, τὸ Πάσχα δὲν ἀποτελεῖ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ἀγχωμένη μαζικὴ φυσιολατρικὴ ἔξοδο, ἐνίοτε θανατηφόρο, οὔτε τὴν ἀνάπτυξη τῶν σχεσιακῶν ζευγῶν (διατροφικὴ στέρηση σὲ ἀντιδιαστολὴ τοῦ κορεσμοῦ τῶν λουκούλλειων γευμάτων, ἢ τὴν ἀπομόνωση τῆς ὕπαρξής μας ἔναντι στὴν παρενθετική, τὴν κενή, φανατικὴ καὶ παθιασμένη, θὰ λέγαμε, ἔκρηξη τοῦ ἀναστάσιμου ὀρυμαγδοῦ).
Ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα «σχοινοβατεῖ», ἀνάμεσα στὸ δίλημμα: Ἰησοῦς ἢ Βαραββᾶς. Δὲν πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ μία ἁπλὴ ἐκλογὴ προσώπου ἀλλὰ γιὰ τὸ δικαίωμα στὴ δυνατότητα ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν ὁρίων τῆς τραγικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ὑπαρξιακῆς γύμνιας καὶ ὀντολογικῆς ἀνεπάρκειάς του.3
Ἀποτελεῖ τὴν ἐπιλογὴ ἀνάμεσα στὸ θρησκευτικὸ καὶ ἰδεολογικὸ μεσαιωνισμὸ τῆς ἀλαζονείας, τοῦ μίσους, τοῦ πόνου καὶ τῆς φθορᾶς ποὺ ἐξέφραζε ὁ Βαραββᾶς καὶ στὴν εὐκαιρία νὰ λήξει ὁ αὐτοεγκλωβισμὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ μία κατάσταση, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ ἀπειλὴ τοῦ τίποτε. Ἡ Λύτρωση ἐπέρχεται μὲ τὴν ἔλευση καὶ τὴν θυσία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε θὰ ὑπάρξει ἄλλο πιὸ καινούργιο γεγονὸς στὴν παγκόσμια ἱστορία «Καὶ Θεὸς ὢν τέλειος ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον, δι᾿ οὗ ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις».
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπιλέγει τὸ «Βαραββᾶ» θὰ συνεχίζει νὰ ζεῖ ὄντας ἀνικανοποίητος μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς προσμονῆς τοῦ νέου. Θὰ προσδίδει σὲ αὐτό, μεσσιανικές, λυτρωτικὲς διαστάσεις, στὴν καθημερινὴ ἔνδεια τοῦ πολιτισμοῦ του4 καὶ δὲ θὰ παύει νὰ λειτουργεῖ ὡς «χριστιανοποιημένος εἰδωλολάτρης».
Εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, αὐτὴ εἶναι μία μεγάλη ἀλήθεια. Οἱ περισσότεροι ἐπονομαζόμενοι χριστιανοὶ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, τὸ Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του. Καὶ οὔτε ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ. Ἁπλὰ θρησκεύουν. Ὅπως θὰ ἔκαναν ἐὰν ἦταν στὸ Ἰρὰν μέσα ἀπὸ τὸν Ἰσλαμισμὸ ἢ στὴν Ἰνδία μέσα ἀπὸ τὸν Ἰνδουισμό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη πλειοψηφία. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς παιδεύονται καὶ οἱ λίγοι, οἱ ὁποῖοι καὶ ἐνδιαφέρονται καὶ ἀντιλαμβάνονται καὶ νιώθουν αὐτὸ τὸ καινό, τὸ ἰδιαίτερο γιὰ αὐτούς, ποὺ προσκομίζει ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία στὸν κόσμο.
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ «νέο - ἢ ἔστω τὸ ἀνανεωμένο - ὑπῆρξε πάντοτε γοητευτικό, ἐμπεριέχει παραδόξως καὶ τὴν πιθανότητα τῆς ἀπογοήτευσης. Γιὰ τὸ λόγο ὅτι τίποτε τὸ ὄντως νέο δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ «πεπτωκὼς» κόσμος, ἀφοῦ ὁ καλούμενος νέος ἄνθρωπος, ὁ τάχα ἀπελευθερωμένος ἢ πολιτισμένος εἶναι καρπὸς τῆς ἐπαναλήψεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐκεῖνος ποὺ ἀποσπᾶ τὸν κόσμο, τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ζωή του καὶ τὰ εἰσάγει στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Τίποτε τὸ νέο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου ἐξακολουθεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ διὰ αὐτῆς ὁ θάνατος νὰ ἀσχημίζει καὶ νὰ παραμορφώνει τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα.
Διότι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν παροδικότητα ἢ μηδενικότητα τοῦ νέου «εἶναι κίνηση καὶ μετάβαση ἀπὸ τὸ νέο στὸ καινό, ὅπως ἀποκαλύφθηκε μὲ τὸ «ἀεὶ Μυστήριο» τῆς ἐνανθρωπήσεως, στὸν νέο τρόπο ὑπάρξεως καὶ ζωῆς. «Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον, τὸ ἐμμένειν ἑωσφορικόν, τὸ μετανοεῖν θεῖον. ...σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες».
Τὸ Πάσχα ὁριοθετεῖ τὸν τροπικὸ προσδιορισμὸ τῆς ἄσκησης τῆς σκέψης καὶ τῶν συναισθημάτων, τῆς δοκιμῆς τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς βίωσης, τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης, τῆς ἀλληλοπεριχώρησης τῶν Προσώπων καὶ τῆς δίψας τῆς διαλογικότητας. Ἡ ἀνάγκη αὐτή, προϊόν της λαχτάρας καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἄλλον καὶ τὴν Ἀλήθεια, πηγάζει ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ προσώπου, προσανατολίζεται πορευόμενη πρὸς τὸ Σὺ καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ παίρνει ὅσο τὸ νὰ δίνει.5
Ἡ Ἀνάσταση εἶναι νίκη καὶ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὸ θάνατο, πανηγυρίζει τὴν ἐπικράτηση τῆς σχέσης Προσώπων. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συγκλονίζει τὴν ὕπαρξή μας, γιατί γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τὴν νοητικὴ καὶ συναισθηματική μας ἐπεξεργασία ὄχι ὡς ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος ἀλλὰ ὡς μήνυμα –πρόσκληση τῆς δικῆς μας προσωπικῆς προοπτικῆς, ὅπως αὐτὴ πραγματώνεται μέσα ἀπὸ τὴν δυναμικὴ μετεξέλιξη τῆς σχεσιακῆς πορείας πρὸς τὸ Σὺ» πρὸς τὸν Ἄλλον». Ἐξάλλου τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου ἀποτελεῖ τὸν καθρέπτη τοῦ δικοῦ μας «ἐγώ».
Ἡ ἐκ νεκρῶν ἔγερση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοποιεῖ τὸ κάλεσμα στὴ συμμετοχή. Τὴν συνύπαρξη, τὴν συμπόρευση στὴν ἀναζήτηση τῆς δικαίωσης μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τῆς κατὰ χάριν θέωσης.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέσα στὴν ἔνταση τῆς Ἄνοιξης, ἀνασύρει, ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου στὸ ἀληθινὸ φῶς τῆς ζωῆς, τὴν χωματένια ὅραση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τοῦ τέλους, τὴν ἀφετηρία τῆς καινῆς, νέας ἀρχῆς.
Ἡ λέξη «τέλος» στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μας, ἔχει δύο σημασίες. Ἡ πρώτη θὰ πεῖ τὸ τέλος, τὴν τελευτή, τὴν λήξη, τὸ θάνατο. Ἡ δεύτερη σημαίνει τὸ σκοπό, τὸ στόχο. Ο θάνατος λοιπὸν εἶναι ἡ λήξη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ τελικὸς στόχος, ἡ ἀπαρχὴ τῆς αἰώνιας δικαίωσης. Ὅλα ὅσα κάνουμε ἐκεῖ ἀποβλέπουν καὶ ἐκεῖ κατατείνουν. Ἡ φορὰ τῆς ζωῆς μας, μᾶς φέρνει νὰ πραγματώσουμε, νὰ κατορθώσουμε, νὰ δικαιώσουμε, τὴν ἐκκρεμῆ στιγμὴ τοῦ θανάτου μας. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ «παράλογος» νόμος τῆς «κατὰ χάριν θέωσης» φύσης ποὺ ὁρίζει νὰ εἶσαι νεκρὸς καὶ ὅταν ζεῖς, νὰ ζεῖς καὶ ὅταν ἔχεις πεθάνει.
Ἡ ἀποδοχὴ στὸ κάλεσμα γιὰ τὴν συμμετοχὴ στὴν κοινὴ χαρὰ ἀποτελεῖ «συνάντηση» τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Ἡ «συνάντηση» αὐτὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀλλάξει ὅλες τὶς προοπτικὲς καὶ νὰ ὁδηγήσει στὴν καταλυτικὴ ἐμπειρία τῆς μεταστροφῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μπορεῖ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναβρεῖ τὴν χαμένη ἑνότητά του καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ λόγου τῆς ὕπαρξής του.
Ἡ θετικὴ ἀπόκριση τῆς κλήσης στὴ συμμετοχὴ τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς προβάλλει τὴν ἐλπίδα τῆς λύτρωσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ σύγχυση ποὺ προκάλεσε τὴν ἐξασθένηση τοῦ πλέγματος τῆς ἀξιολογικῆς σταθερότητας καὶ συνετέλεσε στὴ διάσπαση τῆς ἑνότητας καὶ τὸν κλονισμὸ τοῦ κύρους τῶν ἀξιῶν.
Ἡ κατάκτηση τῆς γνώσης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ραγδαία ἀνάπτυξη τῆς τεχνικῆς κατάρτισης ἄλλαξε τὴν ζωή του. «Ὁ Θεὸς πέθανε» θὰ γράψει ὁ Νίτσε (Νietzsche). Συγχρόνως ὅμως δημιούργησε σὲ αὐτὸν τὴν ψευδαίσθηση πῶς εἶναι παντοδύναμος: τὸν ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὸ Μυστήριο καὶ τὴν θεραπευτικὴ τῆς μεταφυσικῆς ἀναζήτησης. «Καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων: ἀπὸ παντὸς ξύλου τῶν ἐν Παραδείσῳ βρώσει φάγῃ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γιγνώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».6
Ἡ λογικὴ τοῦ συγχρόνου ὑπερανθρώπινου ὄντος ἀδυνατεῖ νὰ ἐξαλείψει τὸ αἴσθημα μοναξιᾶς καὶ κοινωνικῆς ἀσφυξίας. Μάταια πασχίζει νὰ βρεῖ ἐλπίδα στὴν ἀπελπισία τῆς αὐτονομίας του καὶ ψευδοῦς παντοδυναμίας του.
Ἀποτέλεσμα ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος νὰ ἑορτάζει τὸ Πάσχα συντροφιὰ μὲ τὴν μοναξιά του, ἀφοῦ τὸ αἴσθημα τοῦ ἐγωκεντρικοῦ του προσανατολισμοῦ τοῦ ὁριοθετεῖ μὲ αὐστηρότητα τὸ πεδίο τῆς ψυχικῆς του ἀνά(σ)τασης καὶ ἀκυρώνει τὴν συνύπαρξη τῆς ἀμφίδρομης ἀγαπητικῆς ἐπικοινωνίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς δηλώνει ὁ ἔρως πρὸς τὸ Θεῖον διὰ μέσου του Προσώπου τοῦ Ἄλλου. Τὴν σημασία τῆς προσωπικῆς ὑπόστασης, ἐλευθερίας καὶ ὡριμότητας ὡς ἄρνηση τῆς ἀτομικότητας καὶ ἐγωκεντρικότητας.
Γιατὶ ἢ δὲν ὑπάρχει Θεὸς καὶ τελειώνει τὸ παραμύθι, ἢ ὑπάρχει καὶ τοῦ ἀξίζουν ὅλα. Καὶ ὑπάρχει. Καὶ ἡ ταύτιση μαζί Του περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν σχέση προσώπων στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ ὄχι, ὅπως ἐσφαλμένα λέγεται, ὁ ἱερέας μετὰ τῶν ψαλτῶν.
Ὀφείλουμε βέβαια νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ἐκκλησία ἀποτελεῖ κοινωνία ἀγαπώντων καὶ ἀγαπωμένων προσώπων. Καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴν μοναδικὴ διέξοδο καὶ ἀσφαλέστερη ὁδὸ διαφυγῆς ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο. Στὴν ἔπαρση τῶν ἀνθρώπων ἀντιτάσσεται ἡ λογικὴ τῆς ταπείνωσης, ἡ λογικὴ τῆς Κένωσης τοῦ Θείου Πάθους. «Μεγαλύτερη ἀρετὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη εἶναι ἡ ταπείνωση ποὺ μεταστρέφει τὴν σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ ἀπὸ δήλωση προσήλωσης καὶ φανατικῆς πίστης σὲ πορεία ταπείνωσης, οὐσιώδους μετάνοιας καὶ ἀγάπης...».
Ὁ Παράδεισος δὲν «χωρᾶ» στὴ λογικὴ τῆς στενῆς μας καρδιᾶς, στὴν ἀπουσία τῆς σχεσιακῆς ἀτμόσφαιρας, στὸ ἔλλειμμα τῆς γνησιότητας ψυχῆς, στὴν περισσὴ ὑποκρισία φρονήματος, στὴν ἀγωνία τῆς κοσμικῆς καταξίωσης καὶ στὴν ἀναζήτηση τῆς ἐφήμερης κοινωνικῆς ἀνατροφοδότησης.
Πορευόμενοι πρὸς τὸ μέλλον θὰ κουβαλᾶμε «τὸ Σταυρὸ τῆς δικῆς μας Ἀνάστασης» ἄλλοτε στὶς πλάτες καὶ ἄλλοτε στὶς ψυχές μας, νὰ συνυπάρχουμε ἐν σχέσει καὶ ἀγάπῃ μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀποδεχθοῦμε καὶ θὰ ἀκολουθήσουμε τὴν «Κένωση» ὡς «τὴν ζῶσαν καὶ ὀρθόδοξον βίωση καὶ παρουσίαν πρὸς Δόξαν Θεοῦ», προσδοκώντας τὴν ἀξίωση τῆς κατὰ χάριν «θέωσης».
«Χριστὸς Ἀνέστη χαρά μας!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου