Κυριακή 30 Απριλίου 2017

ΜΕΤΑ ΜΥΡΩΝ ΠΡΟΣΕΛΘΟΥΣΑΙΣ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΑΙΝΩΝ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ


ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

῞Οπου λέγεται καί ὅτι πρώτη ἡ Θεοτόκος εἶδε τόν Κύριο μετά τήν ἀνάστασί του ἐκ νεκρῶν

(ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

Η ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα.ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, "ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή".

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα.διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. ᾿Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε "δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό", θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ ᾿Ιακώβου καί τοῦ ᾿Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας."παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ᾿ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ᾿Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους".

᾿Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

᾿Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος. "Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ", ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, "ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν".ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, "ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος" καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο.ὁ ᾿Ιωάννης "τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά", καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος "πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος" καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες. Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ᾿ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. ῞Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, "ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία", πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι᾿ ἐκαθόταν ἐπάνω σ᾿ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι᾿ ἔγιναν σάν νεκροί".

῞Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι᾿ εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι᾿ αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι᾿ αὐτήν πρώτη καί δι᾿ αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ᾿ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι᾿ αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

῏Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, "μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό", σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι᾿ ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, "ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος". ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε ᾿Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ᾿ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος."ἰδέτε", λέγει, "τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς".

"᾿Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν", λέγει, "μέ φόβο καί χαρά μεγάλη". ᾿Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; ῞Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι' αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης.

῾Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος "ὁ ᾿Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται". Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; "Αὐτές δέ", λέγει, "προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν". ῞Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι᾿ ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς ᾿Αποστόλους. ῞Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν ᾿Ιωάννη. διότι, λέγει, "τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, καί λέγει σ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν". Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ ᾿Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, "ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας".

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, "γιατί κλαίεις", ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν ᾿Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, "μή μ᾿ ἐγγίζης". ᾿Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

᾿Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, "ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν".ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. ῾Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς ᾿Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν᾿ ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης, "ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾿ αὐτήν αὐτά". Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

῎Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι᾿ αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα, καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ."ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης", "ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα".διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ. ᾿Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ᾿ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. "Δεῖξε μου", λέγει, "τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου", καί "ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή". Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ᾿Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι᾿ ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.

Κυριακή τῶν Μυροφόρων (Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Οι Μυροφόρες γυναίκες φορείς του αγγέλματος της Ανάστασης
Το ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων αναφέρεται στη φροντίδα που έδειξαν για το θάνατο του Αθάνατου οι γυναίκες εκείνες που η διδασκαλία του Χριστού τους έδωσε ζωή.
Τότε «ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ως και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκ. ιε΄ 43). Υπήρχε κι άλλος ένας μεγάλος άνδρας που είχε έρθει από την Αριμαθαία στο όρος Εφραίμ. Αυτός ήταν ο προφήτης Σαμουήλ. Ο Ιωσήφ αναφέρεται κι από τους τέσσερις ευαγγελιστές, κυρίως σε όσα σχετίζονται με την ταφή του Κυρίου Ιησού. Ο Ιωάννης τον αποκαλεί κρυφό μαθητή του Ιησού (ιθ’ 38). Ο Λουκάς τον ονομάζει άνδρα «αγαθό και δίκαιο» (κγ’ 50), ο Ματθαίος πλούσιο (κζ’ 57). Ο ευαγγελιστής δεν ονομάζει πλούσιο τον Ιωσήφ από ματαιότητα, για να δείξει πως ο Κύριος ανάμεσα στους μαθητές Του είχε και πλούσιους, αλλά για να καταλάβουμε πως μπορούσε εκείνος να πάρει το σώμα του Ιησού από τον Πιλάτο. Ένας φτωχός και άσημος άνθρωπος δε θα ήταν δυνατό να πλησιάσει τον Πιλάτο, εκπρόσωπο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Ιωσήφ ήταν πλούσιος ψυχικά. Είχε φόβο Θεού κι ανέμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού. Εκτός όμως από τα ιδιαίτερα πνευματικά του χαρίσματα, ο Ιωσήφ ήταν και πλούσιος, άνθρωπος επιρροής.
Ο Μάρκος κι ο Λουκάς τον ονομάζουν βουλευτή. Ήταν κι αυτός, όπως κι ο Νικόδημος, ένας από τους πρεσβύτερους του λαού. Όπως κι ο Νικόδημος επίσης, ήταν κι αυτός θαυμαστής και κρυφός μαθητής του Χριστού. Μπορεί οι δύο αυτοί άνδρες να ήταν κρυφοί οπαδοί της διδασκαλίας του Χριστού, ήταν έτοιμοι όμως να εκτεθούν στον κίνδυνο και να σταθούν κοντά Του. Ο Νικόδημος κάποτε ρώτησε κατά πρόσωπο τους πικρόχολους Ιουδαίους άρχοντες, όταν αναζητούσαν να σκοτώσουν τον Χριστό: «Μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τί ποιεί;» (Iωάν. ζ’ 51).
Ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ μπήκε σε μεγαλύτερο κίνδυνο όταν αποφάσισε να πάρει το σώμα του Κυρίου, την ώρα που οι στενοί μαθητές Του είχαν διασκορπιστεί, γιατί οι Ιουδαίοι λύκοι που δολοφόνησαν τον ποιμένα, ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να επιπέσουν και στο ποίμνιο. Το ότι αυτό που έκανε ο Ιωσήφ ήταν επικίνδυνο, το επισημαίνει ο ευαγγελιστής με τη λέξη «τολμήσας». Ήθελε τότε κάτι παραπάνω από θάρρος. Ήθελε τόλμη το να παρουσιαστεί στον αντιπρόσωπο του Καίσαρα και να ζητήσει το σώμα του σταυρωμένου «κακούργου». Ο Ιωσήφ όμως, με τη μεγαλοσύνη της ψυχής του, απέβαλε το φόβο του κι απόδειξε πως ήταν πραγματικός μαθητής του Ιησού Χριστού.
«Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε· και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ» (Μάρκ. ιε’ 44-45). Ο Πιλάτος ήταν καχύποπτος και επιφυλακτικός. Ήταν από τους κυβερνήτες που ασκούν την εξουσία τους με βία, όπως με βία την είχε αποσπάσει από άλλους. Δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε λέξη ακόμα κι από ευγενείς ανθρώπους, όπως ο Ιωσήφ. Ίσως δυσκολευόταν πραγματικά να πιστέψει πως Εκείνος, που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε καταδικάσει σε σταυρικό θάνατο, είχε ήδη παραδώσει την τελευταία του πνοή στο σταυρό. Ο Πιλάτος αποδείχτηκε πως ήταν ένας γνήσιος αντιπρόσωπος της ρωμαϊκής τυπολατρείας. Ήταν πολύ πιο πρόθυμος να πιστέψει τον κεντυρίωνα, που τον είχε επιφορτίσει με το καθήκον να φρουρήσει το Γολγοθά, παρά έναν εξέχοντα πρεσβύτερο του λαού. Μόνο όταν ο κεντυρίων επιβεβαίωσε «επίσημα» την αναφορά του Ιωσήφ, θέλησε ο Πιλάτος να ικανοποιήσει το αίτημά του.
«Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ. ιε’ 46-47). Άλλος ευαγγελιστής λέει πως αυτός ο τάφος ήταν του Ιωσήφ· «και εθηκεν αυτόν εν τω καινώ αυτού μνημείω» (Ματθ. κζ’ 60) – «εν ω ουδείς ανθρώπων ετέθη» (Ιωάν. ιθ’ 41). Όταν σταυρώνουμε το νου μας για τον κόσμο και τον ενταφιάζουμε σε μια αναγεννημένη καρδιά, σαν σε τάφο, τότε ο νους μας θα αναζωογονηθεί και θ’ αναγεννηθεί ολόκληρος ο εσωτερικός μας άνθρωπος.
Ένας νέος τάφος, σφραγισμένος. Μια μεγάλη πέτρα στην είσοδο του τάφου κι ένας φύλακας να φρουρεί μπροστά στον τάφο. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Όλα τους ήταν προληπτικά μέτρα, παρμένα με τη σοφία της πρόνοιας του Θεού. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, θα σφραγίζονταν κι όλα τα στόματα εκείνων που θα τολμούσαν να ισχυριστούν πως ο Χριστός είτε δεν πέθανε είτε δεν αναστήθηκε είτε ότι έκλεψαν το σώμα Του. Αν ο Ιωσήφ δεν είχε ζητήσει το σώμα Του από τον Πιλάτο· αν ο κεντυρίων δεν είχε δώσει επίσημη διαβεβαίωση για το θάνατο του Χριστού· αν το σώμα δεν είχε ενταφιαστεί και σφραγιστεί με την παρουσία φίλων και εχθρών του Χριστού, ίσως να ισχυρίζονταν πολλοί πως ο Χριστός δεν είχε πεθάνει πραγματικά, αλλά είχε πέσει σε κώμα και μετά ανέκτησε τις αισθήσεις του. Κάτι τέτοιο υποστήριξαν τελευταία ο Σλαϊερμάχερ και κάποιοι προτεστάντες. Αν ο τάφος δεν είχε σφραγιστεί μ’ έναν ογκόλιθο κι αν δεν τον φύλαγαν φρουροί, ίσως παραδέχονταν πως ο Χριστός πέθανε κι ενταφιάστηκε, αλλά οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο. Αν δεν ήταν καινούργιος ο τάφος, ίσως να υποστήριζαν πως δεν ήταν ο Χριστός αυτός που αναστήθηκε αλλά κάποιος άλλος νεκρός, που είχε ταφεί εκεί παλιότερα. Έτσι όλα τα προληπτικά μέτρα που πήραν οι Ιουδαίοι για να πνίξουν την αλήθεια, με την πρόνοια του Θεού βοήθησαν για να την καταδείξουν.
Ο Ιωσήφ πήρε το σώμα του Ιησού, «ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά» (Ματθ. κζ’ 59) και το απόθεσε στον τάφο. Αν θέλουμε ν’ αναστηθεί μέσα μας ο Κύριος, πρέπει να τον διατηρούμε μέσα στο καθαρό και αγνό σώμα μας. Το καθαρό σεντόνι υποδηλώνει το καθαρό σώμα. Το σώμα που έχουν μολύνει οι κακίες και τα πάθη δεν είναι κατάλληλος τόπος για ν’ αναστηθεί εκ νεκρών και να ζήσει ο Κύριος.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης συμπληρώνει την εικόνα που δίνουν οι άλλοι ευαγγελιστές, λέγοντας πως στην ταφή του Χριστού ήρθε και ο Νικόδημος «φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν, έλαβον ουν το σώμα του Ιησού και έδησαν αυτό εν οθονίοις μετά των αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοις Ιουδαίοις ενταφιάζειν» (Ιωάν. ιθ’ 39-40).
Ευλογημένοι άνθρωποι! Πήραν το πανάγιο σώμα του Ιησού με τόλμη, στοργή και αγάπη και το απέθεσαν στο μνημείο. Τί υπέροχο παράδειγμα είναι αυτό σε όλους εκείνους που αγαπούν τον Κύριο! Και τί φοβερό κατηγορητήριο για τους ιερείς και τους λαϊκούς που ντρέπονται τον κόσμο και πλησιάζουν το άγιο ποτήριο απρόσεκτα, αδιάφορα και χωρίς αγάπη, για να κοινωνήσουν τα ζωοποιά τίμια δώρα, το πάντιμο σώμα και το αίμα του αναστημένου Κυρίου!
Ο Ιωσήφ κι ο Νικόδημος δεν ήταν μόνο φίλοι του Χριστού, που διαπίστωσαν με τα μάτια τους πως ο Ιησούς πέθανε κι ενταφιάστηκε. Η μέριμνα για το νεκρό Κύριο ήταν πράξη αγάπης για τον αγαπημένο τους Φίλο και Διδάσκαλο, αλλά και ανθρωπιστικό καθήκον προς Εκείνον που είχε υποφέρει για χάρη της δικαιοσύνης.
Με θέα τον τάφο όμως βρίσκονταν και δύο ακόμα ψυχές που αγαπούσαν τον Κύριο και παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή τις ενέργειες του Ιωσήφ και του Νικόδημου. Προετοιμάζονταν κι αυτές από την πλευρά τους για μια πράξη αγάπης προς τον Κύριο. Ήταν οι δύο μυροφόρες γυναίκες: η Μαρία η Μαγδαληνή κι η Μαρία, η μητέρα του Ιωσή.
«Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται. Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν» (Μάρκ. ιε’47, ιστ’ 1).
Πρώτα αναφέρονται δύο γυναίκες κι έπειτα τρεις. Δύο ήταν οι, μάρτυρες για όλα όσα έγιναν στο Γολγοθά, που είδαν τους κρυφούς μαθητές του Χριστού να κατεβάζουν το νεκρό σώμα Του από το σταυρό. Μετά είδαν όλα όσα έκαναν στο νεκρό σώμα και, αυτό που τις ενδιέφερε περισσότερο, είδαν τον τάφο όπου τον τοποθέτησαν. Αλήθεια, πόση χαρά θα ένιωθαν αν μπορούσαν να τρέξουν και να βοηθήσουν τον Ιωσήφ και το Νικόδημο για να ξεπλύνουν το άγιο σώμα Του από τα αίματα, να καθαρίσουν τις πληγές Του, να ισιώσουν τα μαλλιά Του, να σταυρώσουν τα χέρια Του, να δέσουν το μαντήλι γύρω από το κεφάλι Του και να τυλίξουν όλο το σώμα Του με το σεντόνι! Όμως ούτε το έθιμο ούτε κι ο νόμος επέτρεπε να το κάνουν αυτό μαζί με άνδρες. Γι’ αυτό και θα πήγαιναν αργότερα να τα κάνουν όλα μόνες τους, και κυρίως για ν’ αλείψουν τον Κύριο με αρώματα. Μαζί τους αργότερα θα πήγαινε κι η τρίτη μυροφόρα, η φίλη τους. Το Πνεύμα του Χριστού τις έδεσε όλες με φιλία.
Ποιές ήταν οι γυναίκες αυτές; Τη Μαρία τη Μαγδαληνή την ξέρουμε. Ήταν η Μαρία εκείνη που ο Κύριος τη θεράπευσε, της έβγαλε επτά δαιμόνια από μέσα της. Η Μαρία του Ιωσή κι η Μαρία του Ιακώβου, όπως λένε οι πατέρες, ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Η Σαλώμη ήταν σύζυγος του Ζεβεδαίου, η μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη.
Τί μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα στις γυναίκες αυτές και στην Εύα! Αυτές έτρεξαν από αγάπη για να υπακούσουν το νεκρό Κύριο, ενώ η Εύα δεν έκανε υπακοή στον Ζώντα Κύριο! Εκείνες φάνηκαν υπάκουες στο Γολγοθά, στον τόπο του εγκλήματος, της κακίας και της αιματοχυσίας, ενώ η Εύα έκανε παρακοή μέσα στον παράδεισο!
«Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» (Μάρκ. ιστ’ 2). Σ’ αυτό, ότι δηλαδή ήταν η πρώτη μέρα τής εβδομάδας όταν αναστήθηκε ο Κύριος, η επόμενη μέρα του σαββάτου, συμφωνούν όλοι οι ευαγγελιστές. Ο Μάρκος το ξεκαθαρίζει καλύτερα: «και διαγενομένου του σαββάτου…» (Μάρκ. ιστ’ 1), αφού είχε περάσει το σάββατο. Όλοι οι ευαγγελιστές συμφωνούν πως ο Κύριος αναστήθηκε πολύ πρωί την Κυριακή. Συμφωνούν επίσης πως οι γυναίκες πήγαν στον τάφο του Κυρίου πολύ νωρίς το πρωί. Ο Μάρκος στο ευαγγέλιό του φαίνεται πως το γεγονός αυτό το μεταφέρει λίγο αργότερα, γιατί λέει ανατείλαντος του ηλίου.
Είναι πολύ πιθανό οι γυναίκες να πήγαν στον τάφο αρκετές φορές, τόσο από αγάπη για το νεκρό Κύριο, όσο κι από φόβο, μήπως οι εχθροί Του έρθουν και βεβηλώσουν τον τάφο και το ίδιο Του το σώμα. Όπως λέει ο Ιερώνυμος στο σχόλιό του στο κατά Ματθαίον, «πηγαινοέρχονταν με ανυπομονησία, δεν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν για πολύ από τον τάφο του Κυρίου». Ίσως εδώ ο Μάρκος να μη μιλάει για τον αισθητό ήλιο αλλά για τον ίδιο τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη, «και ανατελεί υμίν… ήλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. Δ΄ 2), αναφερόμενος στο Μεσσία. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είχε ήδη αναστηθεί εκ νεκρών την πρωινή ώρα που οι μυροφόρες πήγαν στον τάφο. Όπως ο Ήλιος αυτός έλαμψε πολύ προτού δημιουργηθεί ο αισθητός ήλιος, έτσι και τώρα, στη δεύτερη δημιουργία, στην αναγέννηση του κόσμου, έλαμψε στην ανθρώπινη ιστορία προτού ανατείλει στη γη ο αισθητός ήλιος.
«Και έλεγον πρός εαυτάς· τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» (Μάρκ. ιστ’ 3). Καθώς οι μυροφόρες γυναίκες ανέβαιναν προς το Γολγοθά, συζητούσαν μεταξύ τους το πρόβλημα αυτό. Ποιός θα κυλίσει τη βαριά πέτρα από τη θύρα του μνημείου; Όλα έδειχναν πως δεν περίμεναν κάτι αναπάντεχο. Τα γυναικεία χέρια δεν ήταν δυνατά για να σπρώξουν τη βαριά πέτρα και να ελευθερώσουν την είσοδο του μνημείου. Κι ο λίθος ήταν μέγας σφόδρα.
Καημένες γυναίκες! Δεν θυμήθηκαν πως το έργο που πήγαιναν με τόσο ζήλο και σπουδή να κάνουν στον τάφο, είχε ήδη συντελεστεί όσο ζούσε ο Κύριος. Στο δείπνο που παρέθεσε στον Κύριο στη Βηθανία ο Σίμων ο λεπρός, κάποια γυναίκα έχυσε στο κεφάλι του Χριστού ένα πολύτιμο μύρο. Ο παντογνώστης Κύριος είπε τότε για τη γυναίκα αυτή: «Βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν» (Ματθ. κστ’ 12). Προγνώριζε με ακρίβεια ότι το σώμα Του δε θα δεχόταν κανένα άλλο άρωμα στο θάνατό Του. Ίσως διερωτηθείς: Γιατί τότε η πρόνοια του Θεού άφησε τις αφοσιωμένες αυτές γυναίκες ν’ απογοητευτούν τόσο πολύ; Πήγαν ν’ αγοράσουν το πολύτιμο μύρο, ήρθαν φοβισμένες μέσα στη νύχτα στο μνημείο και στο τέλος να μην εκτελέσουν το καθήκον αυτό, που με τόση αγάπη και θυσία είχαν προετοιμάσει; Μήπως όμως η θεία αυτή πρόνοια δεν αποζημίωσε τις προσπάθειές τους μ’ έναν ασύγκριτα πλουσιότερο τρόπο κι αντί να δουν νεκρό τον Κύριο τον είδαν ζωντανό;
«Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος· ην γαρ μέγας σφόδρα, και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. ιστ’ 4-5). Όταν ο Μωυσής έφτασε με το λαό του στην Ερυθρά Θάλασσα, αντιμετώπισε μια δυσκολία, ένα μεγάλο πρόβλημα. Πώς θα άνοιγε δρόμο στη θάλασσα, εκεί που δεν υπήρχε; Μόλις όμως κραύγασε για βοήθεια στο Θεό η θάλασσα χώρισε στα δύο κι ο δρόμος άνοιξε. Το ίδιο έγινε τώρα με τις Μυροφόρες. Προβληματισμένες πολύ έντονα για το ποιός θα κυλίσει τη μεγάλη πέτρα, κοίταξαν και είδαν «ότι αποκεκύλισται ο λίθος». Η πέτρα είχε μετακινηθεί κι εκείνες μπήκαν αμέσως μέσα στο μνημείο. Μα πού πήγαν οι στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο; Αυτοί δεν αποτελούσαν μεγαλύτερο εμπόδιο για να μπουν στο μνημείο, από τη βαριά πέτρα; Εκείνη την ώρα οι φρουροί είτε κείτονταν στη γη μισοπεθαμένοι από το φόβο, είτε είχαν δραπετεύσει προς την πόλη για να διηγηθούν με τρεμάμενη φωνή στους ανθρώπους αυτά που από την εποχή του Αδάμ ως τότε δεν είχαν ακούσει ανθρώπινα αυτιά. Δεν υπήρχε κανένας στο μνημείο για να τις εμποδίσει, κανένας και τίποτα στην είσοδο. Υπήρχε κάποιος όμως μέσα στο μνημείο. Κάποιος που το πρόσωπό του ήταν «ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών» (Ματθ. κη’ 3). Ήταν ένας νέος άνδρας. Ήταν πραγματικά άγγελος του Θεού. Οι γυναίκες φοβήθηκαν κι έπεσαν με το πρόσωπο στη γη. Είναι φοβερό να βλέπει κανείς τη μορφή ενός ουράνιου αγγελιαφόρου του Θεού, εκείνου που έφερε τις πιο υπερφυσικές και χαρμόσυνες ειδήσεις στη γη, από τότε που ο πεσμένος άνθρωπος άρχισε να περιπλανιέται μακριά από τον παράδεισο. Ο Ματθαίος λέει πως ο άγγελος καθόταν πάνω στην πέτρα που είχε κυλίσει από τη θύρα του μνημείου, ενώ ο Μάρκος πως ο άγγελος ήταν μέσα στο μνημείο. Το γεγονός αυτό όμως δεν έχει καμιά αντίθεση. Ίσως οι γυναίκες είδαν πρώτα τον άγγελο πάνω στην πέτρα κι έπειτα άκουσαν τη φωνή του μέσα στο μνημείο. Ο άγγελος δεν είναι κάτι υλικό και ακίνητο. Μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή και οπουδήποτε. Το γεγονός ότι ο Λουκάς αναφέρει δύο αγγέλους, ενώ ο Ματθαίος κι ο Μάρκος έναν, δεν πρέπει να φέρει σε σύγχυση τους πιστούς. Όταν γεννήθηκε ο Κύριος στη Βηθλεέμ, ένας άγγελος εμφανίστηκε ξαφνικά στους ποιμένες κι εκείνοι «εφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9), Πολύ σύντομα μετά, «εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Στην ανάσταση του Κυρίου στο Γολγοθά ίσως παρευρίσκονταν λεγεώνες αγγέλων του Θεού. Γιατί πρέπει να εκπλαγούμε αν οι Μυροφόρες είδαν τη μια φορά έναν άγγελο και την άλλη δύο;
«Ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν, αλλ’ υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν εκεί αυτόν όφεσθε, καθώς είπεν υμίν» (Μάρκ. ιστ’ 6-8).
Ο αστραπόμορφος άγγελος του Θεού φροντίζει πρώτα να ηρεμήσει τις γυναίκες από το φόβο και τον τρόμο τους. Ήθελε να τις προετοιμάσει για τα καταπληκτικά νέα της Ανάστασης του Κυρίου. Η πρώτη έκπληξη για τις γυναίκες ήταν όταν είδαν το μνημείο ανοιχτό. Μετά η έκπληξή τους μεταβλήθηκε σε τρόμο όταν, αντί για Εκείνον που γύρευαν, είδαν αυτόν που δεν περίμεναν.
Ο άγγελος είπε στις γυναίκες με σιγουριά: Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Γιατί μίλησε έτσι; Για να τις στερήσει από κάθε αμφιβολία και σύγχυση για Εκείνον που είχε αναστηθεί. Ο άγγελος μιλάει πολύ συγκεκριμένα τόσο για τις ίδιες τις γυναίκες όσο και για τις μελλούμενες γενιές. Με την ίδια πρόθεση ο άγγελός τους δείχνει το καινό μνημείο. «Ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν». Αυτό που είπε ο άγγελος ήταν πλεονασμός. Οι γυναίκες είχαν δει οι ίδιες με τα μάτια τους αυτό που τους είπε ο άγγελος. Δε γινόταν το ίδιο όμως με τους λοιπούς ανθρώπους, γι’ αυτούς που επίσης ο Κύριος πέθανε κι αναστήθηκε. «Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Ο ουράνιος αγγελιαφόρος πρόφερε με τον πιό απλό τρόπο την συγκλονιστικότερη είδηση που ακούστηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. «Ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε». Για τις αθάνατες χορείες των αγγέλων η συγκλονιστικότερη είδηση ήταν ο θάνατος του Κυρίου, όχι η ανάστασή Του. Για τους ανθρώπους τα πράγματα ήταν αντίθετα.
Μετά απ’ αυτό ο άγγελος είπε στις γυναίκες να μεταφέρουν τη χαρμόσυνη είδηση «στους αποστόλους και τω Πέτρω». Γιατί και τω Πέτρω; Σίγουρα επειδή ο Πέτρος ένιωθε περισσότερο ταραγμένος από τους άλλους μαθητές. Η συνείδησή του πρέπει να τον ενοχλούσε επειδή πρόδωσε τρεις φορές τον Κύριο και στο τέλος έφυγε μακριά Του. Η αφοσίωση του ευαγγελιστή Ιωάννη, που μαζί με τον Πέτρο ήταν οι πιό στενοί μαθητές του Κυρίου, θα πρέπει να έκανε πιό ευαίσθητη τη συνείδηση του Πέτρου. Ο Ιωάννης δεν είχε φύγει. Παρέμεινε κάτω από το σταυρό του σταυρωμένου Κυρίου του. Κοντολογίς, ο Πέτρος πρέπει να ένιωθε προδότης του Κυρίου και θα αισθανόταν άβολα στη συντροφιά των αποστόλων, κυρίως μπροστά στην Παναγία Μητέρα Του. Η πίστη του Πέτρου δεν φάνηκε σταθερή σαν πέτρα. Η διστακτικότητα κι η δειλία του τον έκαναν να νιώθει περιφρονημένος στα ίδια του τα μάτια. Είχε ανάγκη να σταθεί ξανά στα πόδια του, ν’ ανακτήσει την υπόληψή του ως άνθρωπος και ως απόστολος. Ο Κύριος, που αγαπά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ακριβώς αυτό έκανε τώρα. Αυτός είναι ο λόγος που ο άγγελος έκανε ειδική αναφορά στον Πέτρο.
Γιατί ο άγγελος μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία κι όχι για τις άλλες εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρα, που θα γίνονταν νωρίτερα; «Εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν». Γιατί η Γαλιλαία ήταν περισσότερο ειδωλολατρική κι όχι ισραηλιτική περιοχή. Η θέληση του Κυρίου λοιπόν ήταν να εμφανιστεί εκεί για να δείξει στους μαθητές το δρόμο του ευαγγελίου Του, το βασικό χώρο όπου έπρεπε να δραστηριοποιηθούν για να ιδρύσουν την Εκκλησία του Θεού. Κι άλλος ένας λόγος ήταν επειδή στη Γαλιλαία θα ένιωθαν ελεύθεροι, όχι όπως στην Ιερουσαλήμ που ζούσαν με φόβο. Όχι στο σκοτάδι ή στο μεσόφωτο, αλλά στο φως της ημέρας, για να μην πει κανείς πως ο φόβος έχει μεγάλα μάτια, πως οι μαθητές είδαν ζωντανό τον Κύριό τους στην Ιερουσαλήμ πάνω στον πανικό τους και με την πίεση του φόβου τους. Και τελικά ο άγγελος του Θεού μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία χωρίς ν’ αναφέρει τίποτα για τις εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ, για ν’ αφαιρέσει τα όπλα από τα χέρια των απίστων, που διαφορετικά θα ισχυρίζονταν πως οι απόστολοι είχαν δει κάποιο φάντασμα, επειδή περίμεναν με μεγάλη ψυχική αγωνία να τον δουν. Λέει ο Νικηφόρος: «Γιατί ο άγγελος μιλάει ειδικά για την εμφάνισή Του στη Γαλιλαία; Επειδή η εμφάνιση αυτή ήταν η πιο σπουδαία. Εκεί ο Κύριος δεν εμφανίστηκε σε κάποιο σπίτι με κλειδωμένες τις πόρτες, άλλα σ’ ένα βουνό, ορατός από όλους. Οι μαθητές με το που τον είδαν εκεί τον προσκύνησαν. Εκεί παρουσιάστηκε δυναμικά μπροστά τους και τους αποκάλυψε για την εξουσία που του έδωσε ο Πατέρας Του. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη’ 18). «Μετά το εγερθήναι με προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ιδ’ 28), είχε πει ο Κύριος. Ως νικητής, δηλαδή, θα προπορευτώ στον ειδωλολατρικό κόσμο και σεις θα με ακολουθήσετε. Οπουδήποτε κι αν σας οδηγήσει το Πνεύμα για να κηρύξετε, κοιτάξτε Με, θα βρίσκομαι μπροστά σας. Θα προπορεύομαι για να σας ανοίγω το δρόμο.
«Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον εκφοβούντο γαρ» (Μάρκ. ιστ’ 8). Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.
Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του! Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή. Όταν ο προφήτης Δανιήλ, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε τη φωνή του αγγέλου, μονολόγησε: «Ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουχ εκράτησα ισχύος… ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γην» (Δανιήλ, ι’ 8,9).
Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας παρά με λόγια.
«Και ουδενί ουδέν είπον εφοβούντο γαρ». Δεν είπαν τίποτα στο δρόμο, σε κανέναν. Δε μίλησαν σε κανέναν από τους εχθρούς του Χριστού, σ’ εκείνους που έχυσαν το αίμα Του, ούτε σ’ ολόκληρη την Ιερουσαλήμ που συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν όμως στους αποστόλους, ούτε τόλμησαν μα ούτε και μπορούσαν να μην τους πουν τα νέα, αφού έτσι τις πρόσταξε ο αθάνατος άγγελος. Πώς μπορούσαν να μην εκτελέσουν την εντολή του Θεού; Είναι σαφές λοιπόν, πως οι γυναίκες μίλησαν σ’ εκείνους που έπρεπε (βλ. Λουκ. κδ’ 10)· και πως δεν είπαν τίποτα σ’ αυτούς που δεν έπρεπε, τους οποίους φοβούνταν.
Έτσι τέλειωσε η επίσκεψη που έκαναν οι Μυροφόρες γυναίκες στο μνημείο του Χριστού το πρωί της Ανάστασης. Τα φτωχά τους μύρα, που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για να συντηρήσουν από τη φθορά Εκείνον που τηρεί τους ουρανούς από τον αφανισμό, να μυρώσουν Αυτόν που χαρίζει στους ουρανούς το άρωμά Του, έμειναν στα χέρια τους.
Κύριε, είσαι το μόνο άρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης στην ιστορία του. Πόσο πλούσια και θαυμαστά αποζημιώνεις τις αφοσιωμένες ψυχές που δεν σε ξέχασαν νεκρό μέσα στο μνήμα Σου!
Έκανες τις Μυροφόρες γυναίκες φορείς του αγγέλματος της Ανάστασης και της δόξας Σου. Δεν έχρισαν το νεκρό Σου σώμα· Εσύ έχρισες τις ζωντανές ψυχές τους με το μύρο της χαράς. Εκείνες που θρηνούσαν το νεκρό Κύριο, έγιναν χελιδόνια της καινούργιας άνοιξης, άγιοι στην ουράνια βασιλεία Σου.
Αναστημένε Κύριε, με τις προσευχές τους ελέησέ μας, σώσε μας, ώστε να σε δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αναστάσεως ημέρα», ομιλίες Γ΄, Αθήνα 2011, σ. 64-82)

Η τόλμη των Μυροφόρων!!!

«Ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν»


   Το μυστήριο της θείας οικονομίας το υπηρέτησε ολόκληρη η κτίση. Όταν Εκείνος άπλωσε τα χέρια Του πάνω στο Σταυρό, η γη σείσθηκε, τα μνημεία άνοιξαν, οι νεκροί διαμαρτυρήθηκαν, ο εκατόνταρχος ομολόγησε, ο ήλιος σκοτίσθηκε, η Παναγία έκλαψε, ο Ιωσήφ κήδευσε και οι μυροφόρες γυναίκες «ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν" (Μαρκ. 16,1). Ενώ στην παλαιά εποχή η γυναίκα γινόταν διάκονος και αιτία της πτώσεώς μας στην αμαρτία, αντιθέτως σήμερα βλέπουμε στο ευαγγελικό ανάγνωσμα τις μυροφόρες γυναίκες να γίνονται ταχυδρόμοι της χαράς. Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός το σημειώνει: «Επειδή πάλαι γυνή γέγονε τω ανδρί διάκονος λύπης, νυν γυναίκες γίνονται τοις ανδράσι διάκονοι χαράς».
Είχαν ανδρικό φρόνημα
Πράγματι είχαν ανδρικό φρόνημα, γιατί την ώρα που οι μαθητές είχαν σκορπισθεί στα διάφορα σημεία της Ιερουσαλήμ και φοβόντουσαν να πλησιάσουν τον τάφο του Κυρίου οι τολμηρές μυροφόρες γυναίκες αγόραζαν αρώματα για να πάνε να αλείψουν το σώμα του Χριστού. Η κινητήρια δύναμη που ωθούσε τις μυροφόρες να πάνε στο ζωοδόχο τάφο, είναι η αγάπη. Για την αγάπη αυτή και σε δαπάνη και σε κόπο και σε κίνδυνο υποβλήθηκαν και σε απρόβλεπτες καταστάσεις εξετέθησαν με μεγάλη προθυμία. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκαν· «τις αποκυλίσει ημίν τον λίθο εκ της θύρας του μνημείου;» (οπ.π. στιχ. 3). Ένας σύγχρονος Επίσκοπος γράφει για την αγάπη των μυροφόρων: Ο λογισμός ερωτά, η γλώσσα σιωπά, η αγάπη βαδίζει. Στις δύσκολες περιστάσεις τη λύση τη δίνει πάντα ο θεός. «Των δ’ αδόκητων πόρον εύρε θεός», έλεγε ένας αρχαίος φιλόσοφος. Στα ξαφνικά και δύσκολα περιστατικά της ζωής μας τη λύση δίνει μόνον ο θεός.
Τα αποτελέσματα της τόλμης τους
Πρώτα πρώτα στο ερώτημά τους ο θεός απάντησε με τον άγγελο που σήκωσε την πέτρα από την είσοδο του μνήματος. Μετά τους απαλλάσει από το φόβο που δημιουργήθηκε μέσα τους εξαιτίας της παρουσίας των αγγέλων. Η Ανάσταση του Χριστού είναι χαροπιό γεγονός. Όπου η παρουσία του Χριστού, εκεί τα δεσμά του φόβου, της δειλίας και της νευρικότητας διαλύονται. Μετά τους μίλησε για τον Εσταυρωμένο Ιησού Χριστό. Μετά την Ανάσταση του Σωτήρα η λέξη Εσταυρωμένος είναι πλέον τίτλος τιμής. Δεν είναι βδελυρή και αποτρόπαια λέξη. Ο Σταυρός του Κυρίου είναι τίμιος. Η Ανάσταση είναι καρπός της Σταυρώσεως. Σταυρός και Ανάσταση δε χωρίζονται. Ακόμη είδαν τον άδειο τάφο να είναι γεμάτος από το φως της Αναστάσεως έχοντας μέσα του τα σημεία της εγέρσεως του Κυρίου. Στο τέλος είδαν πρώτες τον αναστημένο Ιησού και κράτησαν τους αχράντους πόδας Του και «προσεκύνησαν αυτώ» (Ματθ. 28,9).
Οι Μυροφόρες είναι έλεγχος για τους Χριστιανούς
Οι γυναίκες που πήγαν να αλείψουν το σώμα του Ιησού, είναι έλεγχος για τους σημερινούς χριστιανούς· για μας τους χριστιανούς που έχουμε μία δειλία να δείξουμε στους άλλους πως οι σχέσεις μας με το Χριστό είναι στενές. Φοβόμαστε να πούμε πως ο Κύριος είναι το αγαπημένο πρόσωπο στη ζωή μας. Ο ιερός Χρυσόστομος κάνει μία παρατήρηση για τη σχέση του χριστιανού και του πιστού. Μερικοί μακαρίζουν τις μυροφόρες που προσκύνησαν τον Κύριο. Ο Άγιος όμως λέγει πως «δύνασθε και νυν όσοι βούλεσθε», δηλαδή μπορείτε και τώρα όσοι θέλετε όχι μόνον τους πόδας και τα χέρια, αλλά και την κεφαλή του Χριστού να ακουμπήσετε, εάν «των φρικτών απολαύσητε μυστηρίων καθαρώ συνειδότι» εάν απολαύσετε τα άχραντα μυστήρια, δηλαδή τη θεία Ευχαριστία, με καθαρή συνείδηση. Χρειάζεται τόλμη για να πλησιάσει κάποιος τα ιερά μυστήρια. Χρειάζεται να έχει τον πόθο των μυροφόρων, να αγαπάει το πρόσωπο του Χριστού, όπως αυτές να υπερπηδά τα εμπόδια, που αναφύονται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Κύριο· να παραδέχεται την Ανάστασή Του και να είναι δεκτικός άνθρωπος, να ακούει τα μηνύματα του Ευαγγελίου, όπως οι ευλογημένες αυτές γυναίκες άκουσαν τη χαρμόσυνη είδηση του Χριστού. Επίσης πρέπει να μπούμε σε σκέψεις για το τι προσφέραμε από τη μεριά μας στο Χριστό. Μήπως ο Χριστός είναι στο περιθώριο της ζωής μας κι όχι στο κέντρο;
Αδελφοί μου,
Ο Εσταυρωμένος Κύριος πρέπει να συνέχει τη ζωή μας, να τη νοηματοδοτεί, να τη μεταβάλλει και να την αγιάζει. Τα μύρα που προσφέρουμε εμείς είναι η καλή μας προαίρεση, ο συνεχής αγώνας μας και η απέραντη αγάπη στο πρόσωπο του Κυρίου μας.

Ἀγάπησαν τὸν Κύριο

«Λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον»

Τὴ σημερινὴ Κυριακή, Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, πλημμυρίζει τοὺς Ναούς μας μιὰ θαυμάσια εὐωδία. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ὁλάνθιστη ἄνοιξη ποὺ μεθάει τὸν ἀέρα. Δὲν εἶναι οὔτε τὰ μύρα, τὰ φυσικὰ ἀρώματα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Περισσότερο ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ ἄρωμα τῶν ψυχῶν τους, ἡ ἀρετή τους. Εἶναι ἡ ἀγάπη τους πρὸς τὸν νεκρὸ Διδάσκαλο. Ἀγάπη μοναδική, ποὺ θὰ διαλαλοῦν οἱ αἰῶνες… Ἂς δοῦμε πολὺ σύντομα πῶς οἱ ἅγιες ἐκεῖνες Μυ­ροφόρες ἐκδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Κύριο καὶ πῶς θὰ κατορ­θώσουμε κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε.

1. Πῶς ἐκδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους οἱ ἅγιες Μυροφόρες

Ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ἀγοράσει μύρα γιὰ τὴν κηδεία τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ γιὰ τὶς ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες δὲν ἦταν αὐτὸ ἀρκετό. Θέλησαν νὰ περιποιηθοῦν ἀκόμη περισσότερο τὸ ἐνταφιασμένο πλέον Σῶμα τοῦ λατρευτοῦ Διδασκάλου. Γι᾿ αὐτὸ πῆγαν καὶ ἀγόρασαν κι ἐκεῖνες μύρα, τὰ ὁποῖα ἦταν πολὺ ἀκριβά. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους δηλαδὴ πρὸς τὸν Κύριο δὲν λυπήθηκαν τὰ χρήματα. Τοῦ προσ­έφεραν ὅ,τι καλύτερο μποροῦσαν νὰ προμηθευθοῦν· Τὸν ἐτίμησαν χωρὶς νὰ περιμένουν καμία ἀνταπόδοση – δὲν θυμοῦνταν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι θὰ ἀνασταινόταν. Ἡ ἀγάπη τους δὲν ἦταν τόσο φωτισμένη μὲ τὴν πίστη, ἦταν ὅ­μως εἰλικρινής, ἀνιδιοτελής!

Οὔτε περίμεναν νὰ ξημερώσει. Ὁ πόθος τους νὰ φροντίσουν τὸ νεκρὸ Σῶμα ἔδιωξε τὸν ὕπνο καὶ τὴν κούραση, ποὺ ἀσφαλῶς ἦταν πολὺ μεγάλη λόγῳ τῶν δραματικῶν γεγονότων ποὺ εἶχαν ζήσει ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.

Ἔτσι, πῆγαν στὸ Μνῆμα ἀξημέρωτα: «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων». Ἐκδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους μὲ μιὰ πολὺ τολμηρὴ πράξη. Στὴν πραγματικότητα ἔβαλαν σὲ κίνδυνο τὴν ἴδια τὴ ζωή τους. Διότι κινήθηκαν μόνες τους, ἀδύναμες γυναῖκες, στὴν πόλη ποὺ μόλις προχθὲς ἀντηχοῦσε ἀπὸ τὰ ἄγρια «σταυρωθήτω»· κινήθηκαν μέσα στὴ νύχτα, ἐκτεθειμένες σὲ κακοποιοὺς ποὺ δροῦν τέτοιες ὧρες. Ἐπιπλέον πῆγαν, ἂν καὶ γνώριζαν ὅτι τὴν εἴσοδο τοῦ Μνήματος σκέπαζε μεγάλη πέτρα, τὴν ὁποία ἐκεῖνες δὲν θὰ μποροῦσαν μόνες τους νὰ μετακινήσουν. Πόσο δυνατὴ ἦταν ἡ ἀγάπη τους, ἡ ἀφοσίωσή τους πρὸς τὸν Κύριο, ὥστε νὰ τὰ ἀψηφήσουν ὅλα αὐτά!

2. Πῶς θὰ κατορθώσουμε νὰ ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο

Πῶς θὰ ἀνάψει καὶ στὴ δική μας καρδιὰ ἡ ζωογόνα φλόγα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο; Θὰ τὸ κατορθώσουμε, ἂν μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά τους.

Δὲν συναντοῦμε αὐτὲς τὶς μορφὲς γιὰ πρώτη φορὰ μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφέρει (βλ. Λουκ. η´ 1-3) ὅτι κατὰ τὶς περιοδεῖες τοῦ Κυρίου Τὸν ἀκολουθοῦσαν ὄχι μόνο οἱ δώδεκα Μαθητές Του ἀλλὰ καὶ κάποιες γυναῖκες τὶς ὁποῖες ὁ Κύριος εἶχε θεραπεύσει ἀπὸ ἀσθένειες, ἢ τὶς εἶχε ἐλευθερώσει ἀπὸ δαιμόνια ποὺ τὶς ταλαιπωροῦσαν, ὅπως ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Κύριος εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια. Αὐτὲς οἱ γυναῖκες λοιπόν, βαθιὰ εὐγνώμονες πρὸς τὸν Κύριο, «διη­κόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς». Εἰσέφεραν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Μαθητῶν Του.

Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν: ἡ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη. Ἂν θέλουμε νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Κύριο, πρέπει νὰ ἐκτιμοῦμε τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες Του. Καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας· πῶς; Νὰ Τὸν δοξάζουμε καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε· ἀκόμη, νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Τὸ εἶπε καὶ ὁ Κύριος: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. ιδ´ [14] 15). Διότι ἔτσι κυρίως δείχνουμε τὴν ἀ­γάπη μας σ᾿ Ἐκεῖνον, ὅταν ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές Του.

Ὅμως ὅσο πιὸ πολὺ τὶς ἐφαρμόζουμε, τόσο περισσότερο καθαριζό­μαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἁγιαζόμαστε, γνωρίζουμε τὸν Θεό· καὶ τόσο πιὸ πολὺ Τὸν ἀγαποῦμε! Ἑπομένως θὰ ἀγαπήσουμε τὸν Κύριο καλλιεργώντας τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ ἀσκώντας τὴν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν. Ἂς τὰ ζητοῦμε αὐτὰ μὲ θερμὴ προσευχή.

***

Ἡ ἐποχή μας μοιάζει πολὺ μ᾿ ἐκείνη τὴ σκοτεινὴ νύχτα κατὰ τὴν ὁποία κίνησαν οἱ ἅγιες Μυροφόρες γιὰ τὸ Μνῆμα. Καὶ σήμερα ἁπλώνεται σκοτάδι πολλῆς ἁμαρτίας, ἀκόμη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας: Αὐξάνεται τὸ μίσος ἐναν­τίον τοῦ Χριστοῦ. Διώκεται ἡ πίστη μας ὅλο καὶ πιὸ φανερά. Δὲν ξέρουμε αὔριο τί μᾶς περιμένει. Ἴσως κληθοῦμε νὰ δώσουμε καὶ τὴ ζωή μας. Ἀλίμονο ἂν δὲν ἀντέξουμε καὶ ἀρνηθοῦμε τὸν Κύριό μας! Εἶναι ἀνάγκη νὰ συνδεθοῦμε στενότερα μαζί Του· νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε ὁλοκάρδια. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ νικήσουμε τὸν κόσμο, θὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ γίνουμε, ὅπως οἱ Μυροφόρες, κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως στὴ νεκρωμένη κοινωνία μας.

Εὔχρηστοι διάκονοι στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας

«Ἐπισκέψασθε, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας»

Τὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀ­­­­­πὸ τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» μᾶς μετα­­­φέρει στὴν ἱερὴ καὶ ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων καὶ μᾶς περιγράφει ἕνα πράγματι ἀξιοσημείωτο περιστατικό: τὴν ἐκλογὴ τῶν ἑπτὰ διακόνων. Ὅταν δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι διαπίστωσαν ὅτι λόγῳ τοῦ αὐξανόμενου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διακονοῦν στὸ ἔργο τῆς λατρείας καὶ τοῦ κηρύγματος καὶ παράλληλα νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν καθημερινὴ σίτιση τῶν χριστιανῶν στὰ κοινὰ γεύματα ἢ δεῖπνα, ποὺ συνήθιζαν τότε νὰ προσφέρουν, ἀποφάσισαν νὰ συγκαλέσουν ὅλους τοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ νὰ ἐκλέξουν ἑπτὰ κατάλληλους ἄνδρες, γιὰ νὰ τοὺς ἀναθέσουν τὸ ὑπεύθυνο αὐτὸ ἔργο.
Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε κι ἐμεῖς γιατί εἶναι ἀναγκαῖο νὰ βοηθοῦμε στὰ ἔρ­γα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποιοὶ εἶναι κατάλλη­λοι γιὰ νὰ διακονοῦν στὰ ἔργα ­αὐτά.

1. Ἐνεργὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας

Βασικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαβάζουμε καὶ στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ διακονία τοῦ λόγου. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ θεία Λα­­­τρεία καὶ τὸ κήρυγμα, διακονίες ἱερὲς οἱ ὁποῖες ἀνατίθενται ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους σὲ ἀνθρώπους μὲ εἰδικὴ κλήση ἀπὸ τὸν Θεό, κληρικοὺς ἢ καὶ λαϊκοὺς θεολόγους, στὴν κάθε ἐνορία ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλ­­­λες μορφὲς διακονίας. Τὸ φιλόπτωχο μὲ ὅ­­­­λες τὶς δραστηριότητές του, οἱ κατηχητικὲς συνάξεις γιὰ μικροὺς καὶ μεγάλους, οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ πνευματικοῦ κέντρου κλπ. Ἐπίσης ὑπάρχουν καὶ πρακτικὲς ἀνάγκες, ὅ­­­πως π.χ. ἡ τάξη καὶ ἡ εὐπρέπεια μέσα στὸν ἱερὸ Ναό, ἡ συντήρηση καὶ ἡ μέριμνα γιὰ τὴν καλὴ λειτουργία του, καὶ τόσα ἄλλα...

Εὔκολα γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἱερεῖς δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἀναλάβουν μόνοι τους ὅλα αὐτά, διότι τελικὰ αὐτὸ θὰ ἀποβεῖ εἰς ­βάρος τοῦ πνευματικοῦ τους ἔργου. Αὐτὸν ἀ­κρι­βῶς τὸν κίνδυνο εἶδαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστο­­λοι καὶ δήλωσαν: «Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς κα­­ταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ­διακονεῖν τραπέζαις», δηλαδὴ δὲν μᾶς φαίνεται σω­στὸ νὰ ἀφήσουμε τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τραπέζια φαγητοῦ. Συνεπῶς τὸ πολύπτυχο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ποικίλες ἀνάγκες ποὺ δημιουργοῦνται σ’ αὐτὸ ἀποτελοῦν ἕνα βασικὸ λόγο καὶ γιὰ τὴ δική μας δραστηριοποίηση.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας δεύτερος βαθύτερος λόγος, γιὰ νὰ βοηθοῦμε στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ’ εἷς ἀλλήλων μέλη»· δηλαδή, οἱ πολλοὶ πιστοὶ στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε ἕνα σῶμα ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Χριστό, καὶ ὁ καθένας μας εἴμαστε μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Συν­επῶς ὀφείλουμε νὰ συνεργαζόμαστε καὶ νὰ ὑπηρετεῖ ὁ καθένας μὲ τὰ χαρίσματά του ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας (Ρωμ. ιβ΄ 5).

Ἄραγε ὅμως εἴμαστε κατάλληλοι γιὰ συν­εργάτες στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας;

2. «Πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου»

Γιὰ νὰ λάβουμε ἀπάντηση στὸ ­ἐρώτημά μας, ἂς δοῦμε ποιὰ κριτήρια ἔθεσαν οἱ ἅ­­­γιοι Ἀπόστολοι γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν ἑπτὰ διακόνων. Πρῶτον, ζήτησαν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νὰ ἐκλέξουν «ἄνδρας μαρτυρουμένους ἑπτά», ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ἑπτὰ διάκονοι, ποὺ θὰ ἐκλέγονταν, ἔπρεπε νὰ ἦσαν ἀποδεκτοὶ καὶ ἀγαπητοὶ ἀπὸ τοὺς πιστούς, νὰ εἶχαν δηλαδὴ τὴν «ἔξωθεν καλὴν μαρτυρίαν». Τέτοιοι πρέπει νὰ εἶναι ὅλοι, ὅσοι βοηθοῦν στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνθρωποι πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς, μὲ ἀκέραιο χαρακτήρα καὶ ὑποδειγματικὸ ἦθος, ὥστε νὰ μὴ σκανδαλίζουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὴ ζωή τους, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοὺς οἰκοδομοῦν καὶ νὰ τοὺς στηρίζουν (πρβλ. Α΄ Τιμ. γ΄ 7-10).

Δεύτερον, οἱ ἑπτὰ διάκονοι ποὺ ­ἐξέλεξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔπρεπε νὰ ἦσαν «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας», δηλαδὴ γεμάτοι ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ σύνεση. Πράγματι. Καθένας ποὺ ἔχει ὑπεύθυνη θέση μέσα στὴν Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἐνεργεῖ μὲ σύνεση καὶ διάκριση, ὥστε νὰ μὴν ἀδικεῖ καὶ νὰ μὴν προσβάλλει τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν προκαλοῦνται παράπονα καὶ παρεξηγήσεις. Κυρίως ὅμως ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τὴν ψυχή του μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ ἔτσι, ὥστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ πλημμυρίζει ὅλη τὴν ὕπαρξή του καὶ Αὐτὸ νὰ τὸν φωτίζει καὶ νὰ τὸν καθοδηγεῖ σὲ κάθε ἔργο του.

❁ ❁ ❁

Κάνει ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀ­­πόστολοι ἀκόμη καὶ γιὰ ἔργα ποὺ θεωροῦν­ται τεχνικῆς φύσεως, ὅπως π.χ. ἡ διανομὴ φαγητοῦ, ζήτησαν νὰ ἐκλεγοῦν ­ἄνθρωποι μὲ εἰ­­δικὲς προϋποθέσεις καὶ ἐξαίρετα πνευ­ματι­κὰ προσόντα, «πλήρεις Πνεύματος Ἁ­­γίου καὶ σο­φίας». Ἂς προσευχόμαστε θερμά, ὥστε ὁ ἅ­­­­γιος Θεὸς νὰ ἀναδεικνύει πάντοτε τέτοιους ἀν­­θρώπους, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ ἔργο τῆς Ἐκ­­κλη­σίας. Καὶ ἂς φιλοτιμούμαστε ὅσοι ὑπηρετοῦμε σὲ κάποιο ἀ­­­­­πὸ αὐτὰ τὰ ἔργα νὰ δείχνουμε προθυμία στὸ ἔργο αὐτό, μὲ συναίσθηση τῆς ­ἱερότητός του καὶ μὲ σύνεση καὶ πλούσιο τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε το έτος 1807 μ.Χ. στην κωμόπολη Ποκρόφσκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από οικογένεια ευγενών. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δημήτριος. Ο τόπος όπου μεγάλωσε ο Άγιος ήταν γεμάτος από μονές και σκήτες και γι' αυτό τον λόγο ονομαζόταν «Θηβαΐδα της Ρωσίας». Το πνευματικό αυτό περιβάλλον επέδρασε πολύ στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Αγίου και στην καλλιέργεια της ευσέβειάς του.

Ο πατέρας του τον έγραψε στην αυτοκρατορική σχολή πολέμου στην Αγία Πετρούπολη. Παρά την πρόοδό του στη σχολή, εκείνος επιθυμούσε να γίνει μοναχός και να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής πολιτείας. Αφορμή γι' αυτό έδωσε μια σοβαρή ασθένειά του το έτος 1827 μ.Χ., όταν ο Άγιος ήταν είκοσι ετών, που τον έκανε να παραιτηθεί από την σχολή παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Αμέσως εγκαταβιώνει στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ στην Πετρούπολη. Εκεί συνδέεται πνευματικά με τον Στάρετς Λεωνίδα, της Όπτινα ο οποίος διέμενε εκείνο τον καιρό στη μονή. Στην συνέχεια πήγε στη μονή του Αγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, όπου γνώρισε τον Στάρετς Θεοφάνη. Εκεί έμεινε τέσσερα ακόμη χρόνια, για να καταλήξει κοντά στον γέροντά του Λεωνίδα στη μονή της Όπτινα.

Κείρεται μοναχός το 1831 μ.Χ. και ονομάζεται Ιγνάτιος. Λίγο καιρό αργότερα χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος. Ο Άγιος αρχίζει τον έντονο πνευματικό αγώνα. Σε αυτόν αναφέρεται σχετικά ο γέρων Σωφρόνιος, που γράφει: «Η χριστιανική τελειότητα έγκειται στην εσωτερική (εγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στην οποία εμφανίζεται ο Θεός να αποκαλύπτει τη διαμονή Του μέσα στην καρδιά, με πολλά και ποικίλα χαρίσματα του Πνεύματος. Εκείνος που απέκτησε την τελειότητα αυτή γίνεται φορεύς φωτός, εκπληρώνοντας την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον όχι με σωματική υπηρεσία, αλλά με τη διακονία του Πνεύματος, καθοδηγώντας τους σωζομένους, εγείροντας αυτούς από την πτώση, θεραπεύοντας τις ψυχικές τους πληγές. Ο χορός των μοναχών έδωσε στην Εκκλησία Ποιμένες, οι οποίοι όχι με επιτηδευμένους λόγους ανθρώπινης σοφίας αλλά με τους λόγους του Πνεύματος, που επικυρώνονταν με θαύματα, ποίμαναν και στερέωναν την Εκκλησία.

Ιδού, γιατί η Εκκλησία μετά την περίοδο των Μαρτύρων επεκτάθηκε στην έρημο. Εκεί βρίσκεται η τελειότητα της Εκκλησίας, η πηγή του φωτός της και η κύρια δύναμη της στρατευόμενης Εκκλησίας».

Με εντολή του τσάρου Νικολάου καλείται στην Αγία Πετρούπολη και αναλαμβάνει ηγούμενος της μονής του Αγίου Σεργίου. Προηγουμένως όμως, παραιτείται από όλα τα αξιώματα που είχε στην Εκκλησία και αποσύρεται στην ησυχία της μονής της Όπτινα. Στο μεταξύ η Εκκλησία τον καλεί να την διακονήσει ως Επίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου και Ευξείνου Πόντου. Η πνευματική του δραστηριότητα δεν σταματά. Κατά εκείνη την περίοδο θα γράψει και το περίφημο έργο του «Προσφορά εις τον σύγχρονον μοναχισμόν», στο οποίο αποτυπώνεται η αγιότητα της υπάρξεώς του.

Λόγοι ασθενείας τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, αποσύρεται στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Μπαμπάεβο.

Ο Άγιος Ιγνάτιος, αφού έζησε εκεί ως απλός μοναχός, κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, το έτος 1867 μ.Χ., σε ηλικία εξήντα ετών.

Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας Ηπείρου

Ο Άγιος Δονάτος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Εύροια και μορφώθηκε στο Βουθρωτό της Ηπείρου. Σε ηλικία τριάντα ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ευροίας και αρχιεράτευσε επί αξήντα χρόνια. Μετείχε δε στην Β' Οικουμενική Σύνοδο. Άλλες πηγές θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από τη Δύση, αφού το όνομα αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο εκεί.

Στις λατινικές πηγές παρατηρείται σύγχυση μεταξύ του Αγίου Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, και του ομωνύμου του Επισκόπου Αρητίου Τυρρηνίας, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτου. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί, αφενός μεν λόγω της συνωνυμίας, αφετέρου δε διότι η Επισκοπή Ευροίας υπαγόταν Εκκλησιαστικά στη Δύση, αν και πολιτικά ανήκε στο Βυζάντιο.

Οι αγιολογικές πηγές μαρτυρούν πλήθος θαυμάτων από τον Άγιο. Στο Συναξάρι αναφέρεται και το θαύμα του Αγίου που φόνευσε τον δράκοντα. Κοντά στην Εύροια υπήρχε ένα χωριό που ονομαζόταν Σωρεία, στο οποίο υπήρχε μία πηγή, από την οποία, όποιος έπινε, πέθαινε. Όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρα μαζί του και άλλους ιερείς και πήγε στην πηγή. Την στιγμή που έφθασε εκεί, ακούσθηκε μία βροντή. Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά του ένας δράκοντας, που είχε την φωλιά του στην πηγή. Μόλις ο Άγιος έστρεψε το βλέμμα του και είδε το θηρίο, πήρε στα χέρια του το σχοινί, με το οποίο κτυπούσε τον όνο επάνω στον οποίο επέβαινε, χτύπησε το θηρίο στη ράχη, που έπεσε νεκρό στο έδαφος. Στην συνέχεια ο Άγιος ευλόγησε την πηγή, ήπιε πρώτος αυτός νερό απ' αυτή και, ακολούθως, προέτρεψε και τους άλλους να πιουν χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι, πράγματι, ήπιαν και ευφράνθηκαν και επέστρεψαν ασφαλείς στις οικίες τους.

Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου, έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο, ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να θεραπεύσει την θυγατέρα του που έπασχε από δαιμόνιο. Ο Άγιος θεράπευσε τη βασιλόπαιδα και ο Θεοδόσιος του πρόσφερε τόπο στον Ομφάλιο Ηπείρου και χρήματα, προκειμένου ο Άγιος να ανεγείρει ναό. Στην τοποθεσία αυτή σώζονται ερείπια αρχαίου ναού, που χρονολογείται όμως από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Είναι πιθανό ο νεότερος αυτός ναός να οικοδομήθηκε επί των θεμελίων εκείνου, τον οποίο έχτισε ο Άγιος, διότι κατά τις ανασκαφές βρέθηκε και παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο Άγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μάλλον το 388 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του ανωτέρου ναού σε μνημείο, το οποίο κατά την παράδοση είχε ο ίδιος ετοιμάσει.

Το 604 μ.Χ. ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των συχνών βαρβαρικών επιδρομών που γίνονταν στα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με τον ιερό κλήρο της Ευροίας στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, μεταφέροντας και το λείψανο του Αγίου Δονάτου. Αργότερα, το 1125 μ.Χ., κατά την εποχή των Σταυροφοριών στην Δύση, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Δονάτου, μεταφέρθηκε από τον Ενετό Δόγη Domenico Michelli, στην Εκκλησία της Παναγίας και Δονάτου στο Murano (Μουράνο) της Βενετίας.

Μέρος του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δονάτου δια των ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου και του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη στις 29ην Σεπτεμβρίου 2000 από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.

Ο Άγιος Δονάτος είναι πολιούχος της Παραμυθίας και όλης της Ιεράς Μητροπόλεως και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου

Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).

Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».

Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.

Των Αγίων Μυροφόρων γυναικών, έτι δε Ιωσήφ του εξ Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου

Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν το Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου. Όταν δηλαδή ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι' έλαβαν από το Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το κατέβασαν από το σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι' έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου. Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε τη Θεομήτορα. Δεν παρευρισκόταν μόνο αυτές, αλλά και πολλές άλλες γυναίκες όπως αναφέρει και ο Λουκάς.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β΄.
Ὀ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ, κηδεύσας ἀπέθετο· ἀλλὰ τριήμερος ἀνέστης Κύριε, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ταῖς μυροφόροις γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα· τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια· Χριστὸς δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος· ἀλλὰ κραυγάσατε· Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄ Κανόνας πίστεως.
(Ἀπολυτίκιον Νικοδήμου Μυροφόρου)
Χριστὸν τὸν Κύριον ἐν νυχτὶ ἐπεσκέψατο, ἀναγέννησιν ἄνωθεν ἐκδιδαχθεὶς ἐμαθήτευσεν, ὡς κεκρυμμένος ἀπόστολος. Εὐθαρσῶς διεφώνει πρὸς φαρισαίους καὶ γραμματεῖς, τὸν Σωτῆρα διώκοντας. Ὃν νεκρὸν καθεῖλεν ἐκ τοῦ Σταυροῦ, μῦρα τῇ ταφῇ ἐνεγκών, Νικόδημος ὁ ἔνθερμος.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄.
Τὸ Χαῖρε ταῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς προμήτορος Εὔας κατέπαυσας, τῇ Ἀναστάσει Σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς κηρύττειν ἐπέταξας· ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.


Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής - Μυροφόρων

(Μαρκ. ιε´ 43 - ιστ´ 8)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ῾Η δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ῾Ο δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ᾿Αλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν ᾿Αριμαθαία, καὶ περίμενε κι αὐτὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νὰ πάει στὸν Πιλᾶτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο Πιλᾶτος ἀπόρησε ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πεθάνει ἀπὸ ὥρα. ῞Οταν πῆρε τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χάρισε τὸ σῶμα στὸν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τὸν ᾿Ιησοῦ, τὸν τύλιξε μ’ αὐτὸ καὶ τὸν τοποθέτησε σ’ ἕνα μνῆμα ποὺ ἦταν λαξεμένο σὲ βράχο· μετὰ κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. ῾Η Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ ᾿Ιωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τὸν ἔβαλαν. ῞Οταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ ᾿Ιακώβου, καὶ ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ πᾶνε ν’ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῏Ηρθαν στὸ μνῆμα πολὺ πρωὶ τὴν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους· «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλήσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατὶ ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρὸς τὰ κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπὸ τὸν τόπο της. Μόλις μπῆκαν στὸ μνῆμα, εἶδαν ἕναν νεαρὸ μὲ λευκὴ στολὴ νὰ κάθεται στὰ δεξιά, καὶ τρόμαξαν. Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε· «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν ᾿Ιησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸν σταυρωμένο. ᾿Αναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νά καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καὶ πεῖτε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο· “πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατὶ ἦταν φοβισμένες.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(Πράξ. στ´ 1-7)

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. ᾿Επισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνες τὶς μέρες, καθὼς μεγάλωνε ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν, ἄρχισαν νὰ παραπονιοῦνται οἱ ἑλληνόφωνοι πιστοὶ ἐναντίον τῶν ἑβραιοφώνων, ὅτι στὴν καθημερινὴ διανομὴ τῶν τροφίμων δὲν φρόντιζαν τὶς ἑλληνόφωνες χῆρες ὅσο ἔπρεπε. Τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σύναξαν ὅλους τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς εἶπαν· «Δὲν εἶναι σωστὸ ἐμεῖς ν’ ἀφήσουμε τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ διανομὲς τροφίμων. Φροντίστε, λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ ἐκλέξετε ἀπ’ ἀνάμεσά σας ἑφτὰ ἄνδρες μὲ καλὴ φήμη, γεμάτους ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Θὰ ὁρίσουμε αὐτοὺς νὰ κάνουν αὐτὸ τὸ ἔργο, κι ἐμεῖς θὰ ἀφιερωθοῦμε ἀποκλειστικὰ στὴν προσευχὴ καὶ στὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος». Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια συμφώνησε ὅλη ἡ κοινότητα. ῎Ετσι διάλεξαν τὸν Στέφανο, ἄνθρωπο γεμάτον πίστη καὶ ῞Αγιο Πνεῦμα· ἐπίσης τὸν Φίλιππο, τὸν Πρόχορο, τὸν Νικάνορα, τὸν Τίμωνα, τὸν Παρμενᾶ καὶ τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὴν ᾿Αντιόχεια, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε προσχωρήσει στὸν ᾿Ιουδαϊσμό. ῾Η κοινότητα τοὺς ἔφερε μπροστὰ στοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν κι ἔβαλαν τὰ χέρια πάνω στὰ κεφάλια αὐτῶν τῶν ἑφτά. Στὸ μεταξὺ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε μεγάλη διάδοση. ῾Ο ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν στὴν ῾Ιερουσαλὴμ μεγάλωνε πολὺ καὶ πάρα πολλοὶ ᾿Ιουδαῖοι ἀποδέχονταν τὴν πίστη.

Άγιοι Ευσέβιος, Ζήνων, Βιτάλιος και Νέων

Οι άγιοι αυτοί, ήταν άπ' τους κατοίκους της Κέρκυρας, οι όποιοι πρώτοι ειλκύσθησαν από τα κηρύγματα των Αγίων Ιάσονα και Σωσίπατρου, και έγιναν ένθερμοι συνεργάτες στο αποστολικό τους έργο. Ο άρχοντας Κερκυλλινος τους κατεδίωξε και αφού τους συνέλαβε, τους γύμνωσε και τους μαστίγωσε σκληρά. Επειδή όμως αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τους φυλάκισε και κατόπιν αφού άναψε μεγάλη φωτιά, τους έριξε μέσα και έτσι αξιώθηκαν του αθανάτου μαρτυρικού στεφάνου.

Άγιος Βασίλειος ο Θαυματουργός εκ Σερβίας

Ο Άγιος Βασίλειος, Επίσκοπος Ζακχόλμσκ, γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς το 1610 μ.Χ. στην περιοχή του Πόποβ της Ερζεγοβίνης. Από αγάπη προς το μοναχικό βίο εγκατέλειψε την πατρική οικία και εισήλθε στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τρέμπινκ, όπου εκάρη μοναχός.

Λόγω της αρετής του εξελέγη Επίσκοπος Ζάκχολμσκ και Σκεντερίας. Ανέλαβε τον Μητροπολιτικό θρόνο στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα, ως διάδοχος του Επισκόπου Παύλου και προκάτοχος του Επισκόπου Νικοδήμου. Ο Άγιος Βασίλειος ήταν ένας πραγματικός ποιμένας για το ποίμνιο του Χριστού και ο Κύριος τον αξίωσε του χαρίσματος της Θαυματουργίας.

Για να γνωρίσει ο Άγιος τη βυζαντινή μοναστική και ησυχαστική παράδοση, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος.

Ο Άγιος Βασίλειος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1671 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στην πόλη Όστρογκ, στην Τσερνογκόρια, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Ερζεγοβίνη.

Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης Μητροπολίτης Θηβών

«Τῇ 29η τοῦ μηνός Ἀπριλίου μνήμη του εν Ἁγίοις Πατρός ημών Ἰωάννου Μητροπολίτου Θηβῶν καί ἐξάρχου πάσης Βοιωτίας τοῦ Καλοκτένους καί νέου Ἐλεήμονος».

Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας «διά να μάθη τις τόν βίον ἀνθρώπου παλαιοτέρας ἐποχής, πρέπει νά γνωρίση την κοινωνικήν καί πολιτικήν κατάστασιν τῶν χρόνων ἐκείνων, να γνωρίζη τόν τρόπον τῆς ζωῆς τῶν τότε ἀνθρώπων, την χώραν, είς τήν ὁποίαν ἐκείνος ἔζησε, καί ἐπί τούτων στηριζόμενος ὡς ἐπί ἀσφάλῶν θεμελίων νά μελετήση καί περιγράψη τόν βίον τοῦ προσώπου».

Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη ζωή και τη δράση του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη. Η εποχή στην οποία έζησε ο Άγιος (12ος αιώνας μ.Χ.) χαρακτηρίζεται από σοβαρά ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές ανακατατάξεις όχι μόνο στην περιοχή της Βοιωτίας, αλλά και σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τα βόρεια σύνορα της μέχρι τα ακρότατα, τα νοτιότατα σύνορα. Η Αυτοκρατορία επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού απειλείται από παντού από εχθρούς οι οποίοι οραματίζονταν τον πλούτο του Κράτους. Οι Νορμανδοί με το βασιλιά τους Ρογήρο κατέρχονταν προς τα νότια καί απειλούσαν τις ακραίες περιοχές του Βυζαντίου. Οι πρώτοι Σταυροφόροι εγκαθιδρυμένοι από πολλά χρόνια στην περιοχή των Ιεροσολύμων, απειλούνταν από τους Σαρακηνούς και ζητούσαν βοήθεια από τη Δύση την οποία και έδωσαν οι βασιλείς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ΄ καί της Γερμανίας Κονράδος Γ΄. Ταυτόχρονα οι Νορμανδοί εισβάλλουν στην Ελλάδα, καταλαμβάνουν την Κέρκυρα, περιπλέουν την Πελοπόννησο, λεηλατούν την Αιτωλοακαρνανία, εισπλέουν στον Κορινθιακό καί μέσω της Κρίσας (σημερινό Χρυσό) επιτίθενται εναντίον των Θηβών.

Η Θήβα την εποχή εκείνη είχε μεγάλη ακμή. Ήταν σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Φημισμένα ήταν τα μεταξουργεία των Θηβών. Η πόλη κατείχε τα πρωτεία στη Στερεά Ελλάδα καί ήταν πρωτεύουσα της. Εκεί είχε την έδρα του ο Μητροπολίτης Θηβών ο οποίος έφερνε τον τίτλο «Έξαρχος πάσης Βοιωτίας». Στην πόλη αυτή επέδραμαν οι Νορμανδοί, την βρήκαν ανυπεράσπιστη, επειδή τα βασιλικά στρατεύματα φρόντιζαν την Κωνσταντινούπολη, και την κατέλαβαν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του εθνικού μας Ιστορικού Παπαρρηγόπολου «Χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, ιεροί Ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν καί έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθησαν να ομόσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολυτίμων πραγμάτων, καί ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άνδρες καί γυναίκες, καί μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί». Την ίδια εποχή λεηλατήθηκαν η Κόρινθος, η Ευβοια καί η Αθήνα. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο Πάνορμο της Σικελίας όπου δίδαξαν την τέχνη του μεταξιού στους κατοίκους.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς – τον Κωνσταντίνο Καλοκτένη και τη σύζυγό του Μαρία – ο Ιωάννης. Παιδί προσευχής (μιάς και οι γονείς του ήσαν για χρόνια άτεκνοι) ο Ιωάννης αφιερώθηκε από τη σύλληψη του ακόμη, από τους γονείς του στην Εκκλησία. Ανατράφηκε με επιμέλεια από τη μητέρα του η οποία φρόντισε να λάβει ο Ιωάννης την απαιτούμενη μόρφωση. «Από μαθήσεως εις μάθησιν προβαίνων ο Άγιος, χάρις εις την μεγάλην αυτού επιμέλειαν καί ευφυΐαν, εγένετο πρότυπο αληθούς μαθητού».

Δωδεκαετή τον παρέδωσε ο πατέρας του στον Μέγα Δομέστικο της Βυζαντινής Αυλής, στον αρχηγό των στρατιωτικών, προκειμένου να τον εκπαιδεύσει στα στρατιωτικά. Όμως η κλίση του προς την Εκκλησία παρά προς το στρατό, η επίδραση της μητέρας του, αλλά και η ευχή που είχαν κάνει οι γονείς του, υποχρέωσαν τον Μέγα Δομέστικο να τον κατατάξει στην τάξη των ιερομονάχων. Έκτοτε ο Ιωάννης άρχισε να προετοιμάζεται με περισσότερη δραστηριότητα για το υψηλό αξίωμα. Από μικρή ηλικία έδειξε την κλήση του στα γράμματα. Σπούδασε τα «ἱερά γράμματα», Ρητορική, Φιλοσοφία άλλες «θύραθεν ἔπιστῆμες». Λόγω της μεγάλης ευσέβειας και της αγάπης του προς τη Θεοτόκο αξιώθηκε να ακούσει τη φωνή Εκείνης όταν κάποια μέρα διάβαζε τους χαιρετισμούς: «Χαίρε, Νύμφη, Ανύμφευτε», «Χαίροις και εσύ των Θηβών προστάτα» ήταν η συνομιλία.

Εν τω μεταξύ η εκκλησιαστική κατάσταση στην πόλη των Θηβών ήταν απελπιστική. Ο Μητροπολίτης Θηβών από τη μεγάλη λύπη για την κατάσταση αυτή και λόγω των καταπιέσεων των Νορμανδών πέθανε. Ο νέος Μητροπολίτης που εκλέγεται στην Κωνσταντινούπολη, πεθαίνει καθ’ οδόν. Το Πατριαρχείο δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη την κατάσταση της Θήβας. Κάτω όμως από την πίεση των Θηβαίων επέλεξε ως καταλληλότερο πρόσωπο για την έδρα Πάσης Βοιωτίας τον Ιωάννη, ο οποίος μόναζε σε Μονή της Κωνσταντινούπολης. Ο ήδη εκλεγμένος από τη Θεοτόκο προστάτης των Θηβών δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκλογή και τη χειροτονία του ως Μητροπολίτη Θηβών. Η εκλογή αυτή χαροποίησε τους Θηβαίους και τους έδωσε ελπίδες και δυνάμεις.

Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε άνθρωπος του πνεύματος και της δράσης. Όχι μόνο ανακούφιζε τους πτωχούς Χριστιανούς της επαρχίας του με την ελεημοσύνη, αλλά αγωνίσθηκε και έδωσε ώθηση στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Βρήκε κατεστραμμένη την πόλη και την περιοχή και γι’ αυτό ξεκινά αμέσως το δύσκολο έργο του.

Και πράγματι με την είσοδο του ο Άγιος στην πόλη άρχισε αμέσως να εργάζεται για την ευτυχία της. Τα εμπόδια ήταν πολλά. Από τη μία οι Νορμανδοί είχαν στην κυριολεξία αφανίσει κάθε πλούτο από την περιοχή και από την άλλη οι 2.000 περίπου Εβραίοι, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν καταφθάσει, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν το φρόνημα των Θηβαίων προσφέροντες δουλειά και χρήματα. Η απουσία υλικών αγαθών και η διάβρωση της Χριστιανικής πίστης ήταν δύο μέτωπα εναντίον των οποίων έπρεπε να αγωνισθεί ο Άγιος.

Η ανέγερση του Ναού της Θεοτόκου με χρήματα από την πατρική του περιουσία, η πατρική διδασκαλία του, η διαρκής ελεημοσύνη του και βοήθεια έκανε πολλούς Εβραίους και Αρμένιους να ασπαστούν τη Χριστιανική πίστη, ο δε πιστός λαός από τότε του έδωσε το όνομα του Νέου Ελεήμονος.

Εκτός από αυτά ο Άγιος έκανε πολλά έργα κοινής ωφέλειας στην πόλη. Η εκτροπή του ποταμού Ισμηνου προσέφερε στην πεδιάδα των Θηβών, αλλά και στα προάστια, Πυρί και Άγιος Θεόδωρος γονιμότητα και δύναμη, θέτωντας σε λειτουργία υδρόμυλους και θεμελίωσε υδραγωγεία. Το ποτάμι αυτό πήρε αργότερα το όνομα Αγίαννης. Στο σημείο της εκτροπής οι Θηβαίοι έκτισαν ναό προς τιμήν του Αγίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Κατασκεύασε γέφυρες, διευκολύνοντας τη διέλευση των ανθρώπων. Ονομαστή η «Ιωαννιάδα» του, (κατά μίμηση της Βασιλειάδας). Ίδρυσε Γηροκομείο, Πτωχοκομεία, Νοσοκομεία και Σχολεία τόσο χρήσιμα τα έργα αυτά για την εποχή του Αγίου. Σαν άλλο δε Υπουργείο περιβάλλοντος ο Άγιος με την μεταφορά των υδάτων στην πόλη φρόντισε για την δεντροφύτευση ιδιαίτερα μουριών κατάλληλων για την σηροτροφία. Όλα τα έργα τα επέβλεπε καθημερινά προσωπικώς. Ρηξικέλευθο έργο του ο Παρθενώνας (Σχολή Γυναικών). Μάθαιναν γράμματα και τέχνες. Με τα χειροτεχνήματα τους, βοηθούσαν τους εμπερίστατους. «Δεν άφησε το πλοίον εις την διάκρισην των ανέμων και της τρικυμίας, αλλ’ως επιδέξιος κυβερνήτης προεφύλαττε τούτο από πάσης επικινδύνου πορείας, ίνα μη επιπίπτουν εις τους βράχους συντριβή» σημειώνει ο Συναξαριστής.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Άγιος τη δύσκολη εκείνη εποχή όχι μόνο έσωσε την πόλη από ολοσχερή καταστροφή, τέτοια που ούτε τα θεμέλια της δεν θα βρίσκαμε σήμερα, αλλά και την ανύψωσε σε θέση περιωπής και την κατέστησε μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο. Γι’ αυτό οι Θηβαίοι ενόσω ακόμη ζούσε ο Άγιος τον είχαν ανακηρύξει προστάτη τους.

Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1166 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού. Από τα πρακτικά αυτής της Συνόδου, διασώζεται η θεολογική διδασκαλία του Αγίου: «Ἐρωτηθεὶς ὁ Θηβῶν Ἰωάννης εἶπεν: Ἐπεί τὸν Υἱὸν συγκτίστην καὶ συνδημιουργὸν τῷ Πατρὶ οἶδα, δι’ Αὐτοῦ γὰρ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν , ἴσον ἔχω Τοῦτον τῷ Πατρί. Ἐπεί δ’ εἶπεν ὅτι ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι, καὶ ἐτυπώθη τῆ προτεραία κατεξετασθῆναι, πῶς τινες τῶν Ἁγίων προσέθεντο. Καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον νοῶ τοῦτο εἰρῆσθαι παρ’ Αὐτοῦ διὰ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἄκραν συγκατάβασιν πρὸς τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην ἣν προσελάβετο, καθ’ ἣν παραπλησίως ἡμῖν σαρκὸς καὶ αἵματος κεκοινώνηκεν». Η μαρτυρία αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι αποδεικνύει τη μεγάλη θεολογική κατάρτιση και τη βαθιά πίστη του Αγίου.

Μετά την ειρηνική κοίμηση του μεταξύ του 1182 και 1193 μ.Χ. και την αναγνώριση της αγιότητος του ανήγειραν μεγαλοπρεπή Ναό όπου κατέθεσαν τα Λείψανα του. Σήμερα ο ναός αυτός δεν σώζεται. Στα θεμέλια του κτίστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα περικαλλής Ναός ο οποίος και σώζεται μέχρι τις μέρες μας.

Υπάρχουν φήμες πως τα Τίμια & Χαριτόβρυτα Λείψανα του βρίσκονται στην Ιταλία.

Μέχρι σήμερα διατηρείται η ανάμνηση των έργων υποδομής του Αγίου μεταξύ των κατοίκων των Θηβών, και της γύρω περιοχής.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ἐκ μέσης τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας ψυχῆς, τὰ ῥέοντα ἔφυγες, καὶ ἐπιπόνῳ ζωή, τὴν σάρκα ἐξέτηξας· ἔσπευσας Ἱεράρχα, Βοιωτὼν Ἰωάννη, φίλος Χριστοῦ γενέσθαι, διὰ οἶκτον πενήτων· διὸ καὶ νέος ἐλεήμων, ἐκλήθης μακάριε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ σοφὲ τοὺς οἴακας, ἐπιστημόνως χειρισθεὶς ταύτην ἀκύμαντον, διεχήρησας μακάριε Ἰωάννη, τὰς ζαλώδεις καταιγίδας ἐκκρουσάμενος, καὶ βιαίας τρικυμίας τῶν αἱρέσεων· ὅθεν κράζω Σοι· Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγχνε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἀναβὰς εἰς τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν, καὶ τῇ θεία ἐκείνη καταυγασθείς, ὢ Πάτερ λαμπρότητι, τῶν δογμάτων τοῦ Πνεύματος, ἀληθῶς ἐδείχθης φωστὴρ διαυγέστατος, ἀστραπαῖς φωτίζων, τοῦ Πνεύματος ἅπαντας· ὅθεν καὶ ὁμίχλην, τῶν παθῶν ἐκδιώξας, λαὸν σου ἐποίμανας, θεαρέστως μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμεν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν φωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ποιμένα σε Θηβῶν, καὶ προστάτην τιμῶντες, χήρων καὶ ὀρφανῶν, μὴ κενούμενον πλοῦτον, ἀξίως δοξάζομεν, Ἰωάννη τὴν μνήμην σου, ἢν ἐδόξασεν, ὁ τῶν ἁπάντων Δεσπότης, ὃν ἱκέτευε, ἐκ πειρασμῶν καὶ κινδύνων, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, Πάτερ τοῦ βίου Σου, καὶ τὴν λαμπρότητα,τῆς πολιτείας Σου, ἡ Θεοτόκος Μαριάμ, ἐδήλωσε παραδόξως· ὅθεν καὶ Ποιμένα σε, Βοιωτία προσήκατο, ἤν περ καὶ ἐποίμανας, θεία ῥάβδῳ τῶν λόγων σου, τὴν θάλασσαν παθῶν διαῤῥήξας, τὸν νέον Ἰσραὴλ ἐκλυτρούμενος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τὸν Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννην, τὸν Βοιωτίας ἐλεήμονα νέον, χρεωστικὼς τιμήσωμεν φιλέορτοι, πόθῳ ἐκμιμούμενοι, τὴν αὐτοῦ πολιτείαν, ἵνα ὑπαντήσωμεν, τῷ Χριστῷ ἐν ἐλέω, λαμπαδηφόροι πάντες οἱ πιστοί, ἐν οὐρανίοις σκηναῖς ἀγαλλόμενοι.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος σαρκοφόρος, ἐπὶ γῆς ἀνεφάνης, τὴν φλόγα τῆς σαρκὸς κατασβέσας· καὶ τὰ θανατηφόρα Σατάν, καὶ πυρφόρα βέλη κραταιῶς Ὅσιε, συνέτριψας· διὰ τοῦτο Σοι κράζω Ἰωάννη ταὐτά:

Χαῖρε, ποιμὴν λογικῶν προβάτων·
Χαῖρε, λιμὴν τῶν ἐν ζάλη τοῦ βίου.
Χαῖρε, τῶν πενήτων τροφὴ ἀδαπάνητε·
Χαῖρε, τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλε.
Χαῖρε, ὅτι διεσκέδασας τὴν ὁμίχλην τῶν παθῶν·
Χαῖρε, ὅτι κατεφώτισας τὰς καρδίας τῶν πιστῶν.
Χαῖρε, τοῦ Βυζαντίου ὁ θεοφυτος κλάδος·
Χαῖρε, τῆς Βοιωτίας ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης.
Χαῖρε, λαμπρὸν Θεοῦ ἐνδιαίτημα·
Χαῖρε, σεπτὸν Ναοῦ ἐγκαλλώπισμα.
Χαῖρε, γυμνῶν ἀναπήρων τε σκέπη·
Χαῖρε, Θηβῶν μέγα κλέος καὶ στῦλε,
Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγγνε.

Μεγαλυνάριον
Τῶν Ἀρχιερέων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν κινδῦνοις, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· Χαίροις ὁ τὸ χαῖρε, παρὰ τῆς Θεοτόκου, λαβὼν ω Ἰωάννη, Θηβῶν τὸ καύχημα.

Αγία Κέρκυρα η Μάρτυρας

Η Αγία Κέρκυρα έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη του Βασιλιά Κερκυλλίνου και πίστεψε στον Χριστό από τα μαρτύρια των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Ομολόγησε τον Χριστό και πούλησε όλα της τα κοσμήματα, και τα χρήματα τα έδωσε στους φτωχούς. Όταν το έμαθε ο πατέρας της και αφού δεν μπόρεσε να μεταστρέψει τη γνώμη της, την παρέδωσε σ' έναν Αιθίοπα για να τη διαφθείρει. Αλλά ο Αιθίοπας πίστεψε στον Χριστό δι' αυτής και θανατώθηκε. Η δε Κέρκυρα βασανίστηκε με πολλούς τρόπους και στο τέλος την κρέμασαν και τη θανάτωσαν με βέλη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι

Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.

Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.

Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.

Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.

Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.

Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.

Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.

Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».

Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.

Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.

Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.

Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.

Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.

Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.

Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν, Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἰάσονα πιστοί, καὶ Σωσίπατρον ὕμνοις, ὡς μύστας ἱερούς, τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ κήρυκας τῆς Πίστεως, ἐπαξίως τιμήσωμεν, ὅπως λάβωμεν, ταῖς παρακλήσεσι τούτων, πάντες ἔλεος, καὶ χάριν εὕρωμεν θείαν, εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.

Ὁ Οἶκος
Ἀπόστολοι θεηγόροι, καὶ κήρυκες εὐσεβείας, διδάσκαλοι καὶ προστάται εὐσεβούντων ἀεισέβαστοι, παρεστηκότες Θεῷ, καὶ φωτὸς θείου πληρούμενοι, καὶ στεφάνοις ἐγκοσμούμενοι, φωτίσατε ἡμᾶς δεόμεθα, γεραίρειν τὴν ὑμῶν πανέορτον πανήγυριν, ἐν εὐφήμοις ὑμνῳδίαις εὐσεβῶς· πάντες γὰρ ἐσμεν ποίμνιον ὑμῶν, λυτρωθέντες τῆς πλάνης ἐν χάριτι, ἀλλ' ὡς ὄντες σωτῆρες τῶν πιστῶν, σπεύσατε πρὸς τὸν Κτίστην, πρεσβεύειν παρρησίᾳ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.


Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Η εξομολόγηση ενός μοναχού…

«Από την αρχή της μοναχικής μου ζωής ζούσα μια ήσυχη, καλή ζωή.
Οι ακολουθίες στο Μοναστήρι και η Μυστηριακή ζωή με θέρμαιναν, με ανέπαυαν.
Αυτό μέχρι την ώρα που γεννήθηκε μέσα μου κάτι άλλο, μέχρι την ώρα που αναπτύχθηκε η εσωτερική ζωή.
Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα κάψιμο εσωτερικό, ένα κάψιμο θείας αγάπης.
Η φυσική και καλή ζωή που ζούσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολυ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Άρχισα να βρίσκω τον χώρο της καρδιάς, το κέντρο της υπάρξεως, τον ευλογημένο εκείνο χώρο που ανακαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός.
Αυτή η καρδιά είναι το πρόσωπο, γιατί πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πνεύματος… ο εστίν ενώπιόν του Θεού πολυτελές» (Α’ Πέτρου γ’ 4).
Μέχρι τότε διάβαζα αυτά στα βιβλία, τώρα τα έβλεπα στην πραγματικότητα.
Ένοιωθα αυτό που λέγει ο Αββάς Παμβώ «ει έχεις καρδίαν δύνασαι σωθήναι», αυτό που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Θεός θεοίς ενούμενος τε και γνωριζόμενος εν καρδία» και ο Απόστολος Παύλος «ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών».
Η καρδιά που είναι τα άγια των αγίων «της μυστικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου, αυτής της ενυποστάτου δι’ Αγίου Πνεύματος ελλάμψεως» ανακαλύφθηκε. Αισθανόμουν την καρδιά σαν Ναό μέσα στον οποίο λειτουργούσε ο αληθινός Ιερεύς της θείας Χάριτος. Παράλληλα με τον κτύπο του σαρκικού οργάνου της καρδιάς ακουγόταν και ένας άλλος κτύπος βαθύτερος και γρηγορότερος. Αυτός ο κτύπος συντονιζόταν με την ευχή του Ιησού. Η μάλλον η ίδια η καρδιά έλεγε την ευχή. Όλη αυτή η κατάσταση συνδεόταν με μερικά χαρακτηριστικά.
Αναπτύχθηκε μια ερωτική κοινωνία με τον Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οι Πατέρες ονόμαζαν τον Θεό έρωτα.«Ο Θεός έρως εστι και εραστόν» (Μάξιμος ο Ομολογητής) και «ο εμός έρως εσταύρωται» (αγ. Ιγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αισθανόμουν την περίπτυξη του Θεού. Αυτή η αγάπη εκείνο τον καιρό με είχε τρελλάνει. Ο Θεός βιωνόταν ως ελεήμων, ως γλύκα και γλυκασμός. Άναψε μέσα στην καρδιά μου το ευλογημένο πυρ, που έκαιγε τα πάθη και δημιουργούσε ανέκφραστη πνευματική ηδονή.
Αναζητούσα ησυχία, σκοτάδι, ηρεμία εξωτερική. Τα μικρά κελλιά, οι τρύπες των βράχων, ο ανοιχτός ορίζοντας της φύσεως, τα σκοτεινά μέρη με δέχονταν σαν φιλοξενούμενο.
Την νύκτα έβγαινα στις ερημιές του Άθωνα. Μαγεία! Ευλογία! Μέθη! Στην μοναξιά και στην πολυκοσμία, στην έρημο και στα κοινόβια ζούσα την παρουσία του Θεού, την θεία περίπτυξη. Αναπτύχθηκαν τότε άλλες αισθήσεις, αισθήσεις πνευματικές, η νοερά αίσθηση, η νοερά δράση και ακοή. Όλος ο νους ήταν συγκεντρωμένος μέσα στο βάθος της καρδιάς και άκουγε εν ακορέστω γλυκασμώ την ευχή που λεγόταν μέσα εκεί. Όλος ο εσωτερικός κόσμος ενοποιημένος. Όλα έδειχναν ότι γεννήθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος, ένας καινούργιος κόσμος και μια καινή ζωή. Μια θερμότητα έκαιγε τα πάντα.
«Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν ως ελάλει ημίν εν τη οδώ…» Η αίσθηση των μαθητών αυτών υπήρξε δική μου βίωση. Αισθανόμουν καλά τον λόγο του Χριστού: «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» Και τον λόγον ότι ο Θεός «πυρ εστί καταναλίσκον». Άλλοτε αυτή η θέρμη και αυτή η φωτιά μετατρεπόταν σε πληγή βαθειά. Αισθανόμουν ότι αυτή η θερμότητα αναγεννούσε την ύπαρξή μου, πρώτα την ψυχή και μετά επεκτεινόταν και στο σώμα. Η αίσθηση ότι τώρα γεννήθηκα σε άλλον κόσμο ήταν διαρκής. Χοροπηδούσα σαν μικρό παιδί. Ακόμη υπήρξαν μερικές φορές που ένοιωσα και την σάρκα μου σαν μικρού παιδιού, που μόλις βγήκε από την μήτρα της μάνας του.
Αυτό δημιουργούσε βαθύτατη ειρήνη λογισμών. Ο νους καθαριζόμενος διαρκώς απέβαλε όλα τα ξένα στοιχεία τα οποία σαν λέπια τον εκάλυπταν. Γινόταν έτσι ελαφρός και πάντοτε εύρισκε καταφύγιο στην καρδιά. Εκεί παρέμεινε και ευφραινόταν πνευματικά. Εκεί μερικές φορές άκουγε και την φωνή του Θεού, που ήταν πολύ συνταρακτική και δημιουργούσε πηγές δακρύων. Η γνωριμία με τον Θεό ήταν προσωπική. Η γνώση του Θεού πραγματικό γεγονός.
Μερικές φορές βυθιζόμουν σε βαθειά μετάνοια. Ο νους μπαίνοντας στην καρδιά εν Χάριτι έβλεπε το σκοτάδι, την βρωμιά της ψυχής και όλη η ύπαρξη ξεχυνόταν σε καυτά δάκρυα. Έκλαιγε η καρδιά. Τα δάκρυα της καρδιάς ξεχύνονταν επάνω της και την ξεπλεναν από την αμαρτία. Παράλληλα άνοιγαν και τα μάτια και γίνονταν πηγές δακρύων. Άλλοτε έκλαιγε μόνον η καρδιά και άλλοτε και το σώμα. Θρήνος βαθύς από την αποκάλυψη της ασωτίας… Κλάμα πολύ, αλλά όχι με απελπισία.
Ήταν συνδεδεμένο με την αίσθηση της αγάπης του Θεού.
Εκείνο τον καιρό όλα ήταν ωραία. Η λέξη ωραία δεν έχει σχέση με την αισθητική, αλλά με την οντολογική πραγματικότητα. Έβλεπα τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. Και αυτό προξενούσε άρρητη ευφροσύνη. Όλα εξέφραζαν την αγάπη του Θεού. Η ανάγνωση της Γραφής έτρεφε την καρδιά. Οι λέξεις δεν πήγαιναν στην λογική, αλλά εισχωρούσαν στην καρδιά και την ζωογονούσαν. Όπως το μωρό ρουφά το γάλα από τον μαστό της μάνας του και τρέφεται, έτσι αισθανόταν η καρδιά τρεφόταν από το λόγο του Θεού. Γινόταν μετάγγιση αίματος. Τα βιβλία των Πατέρων τα διάβαζα με άλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τα έβλεπα διαφορετικά. Σαν να είχα αποκτήσει καινούργια μάτια και σαν να είχα μάθει καινούργια γλώσσα. Αισθανόμουν συγγενής πνευματικά με τους Πατέρας.
Όμως τις πιο πολλές φορές δεν ήθελα να διαβάζω ακόμη και βιβλία πατερικά. Σαν να σταματούσαν την προσωπική επικοινωνία με τον εράσμιο Νυμφίο, σαν να διέκοπταν τη ζωντανή επικοινωνία με τον Δημιουργό του παντός.
Τα πάθη δεν ενεργούσαν τότε. Ένοιωθα όχι ηθικές αναστολές, αλλά την αναγέννησή μου. Ήμουν τόσο μεθυσμένος, ώστε δεν με ενδιέφερε απολύτως τίποτε. Υπήρχε μέσα μου μια ακατάσχετη αναζήτηση και επιθυμία να μη με αγαπούν οι άνθρωποι και μάλιστα να με περιφρονούν. Αφού είχα την αγάπη του Θεού, δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο. Ζούσα μια ερωτική ζωή, ζωή δακρύων… Η μόνη απασχόληση εγώ και ο Θεός. Ζητούσα την μοναξιά που ήταν κοινωνία. «Ενώπιος Ενωπίω», «πρόσωπον προς Πρόσωπον». Αλλά και όταν ευρισκόμουν σε πολυκοσμία η εσωτερική φωνή ήταν ισχυρότερη. Και όταν κατά την διάρκεια ακολουθίας ο Γέροντας με έβαζε να ψάλλω, εγώ συγχρόνως άκουγα και αυτήν την εσωτερική φωνή της καρδιάς να επαναλαμβάνει την ευχή που έγινε το εντρύφημά μου.
Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα έλεγα την ευχή. Και την ώρα που κοιμόμουν η καρδιά προσευχόταν. Την άκουγα καθαρά να αδολεσχεί με τον Θεό.
Όποιος θέλει να διαπιστώσει αν υπάρχη Θεός, ας δοκιμάσει. Θα συναντήσει ένα ζωντανό Θεό! Η Χάρη του Θεού με αξίωσε εμένα το έκτρωμα όλου του κόσμου να αποκτήσω μια μικρή σταγόνα γνώσεως Θεού».

Απόσπασμα από το βιβλίο του Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου
«Το μυστήριο της Παιδείας του Θεού»