Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Γιατί λέγεται «Κουφή» ή «Βουβή» η Εβδομάδα πριν το Σάββατο του Λαζάρου;

H έκτη και τελευταία εβδομάδα της Μεγ. Σαρακοστής ονομάζεται “Εβδομάδα των Βαϊων”. Για έξι μέρες πριν το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαϊων η λατρεία της Εκκλησίας μας ωθεί ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό καθώς πρώτος αναγγέλει τοθάνατο του φίλου Του και κατόπιν αρχίζει το ταξίδι Του στη Βηθανία και στην Ιερουσαλήμ. Στο κέντρο της προσοχής είναι ο Λάζαρος – η αρρώστεια του, ο θάνατός του, ο θρήνος των συγγενών του και η αντίδραση του Χριστού σ’ όλα αυτά. Η τελευταία εβδομάδα δηλαδή περνάει με πνευματική περισυλλογή πάνω στην ερχόμενη συνάντηση του Χριστού με το θάνατο – πρώτα στο πρόσωπο του φίλου Του Λαζάρου, έπειτα στο θάνατο του ίδιου του Χριστού. Πλησιάζει η “ώρα του Χριστού” για την οποία τόσο συχνά μιλούσε και προς αυτήν προσανατολιζόταν όλη η επίγεια διακονία Του. Η ανάσταση του Λαζάρου έγινε για να βεβαιωθούμε για “Την κοινήν ανάστασιν”. Είναι κάτι το συναρπαστικό να γιορτάζουμε κάθε μέρα για μια ολοκληρη εβδομάδα αυτή τη συνάντηση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, που αργά αργά πλησιάζει, να γινόμαστε μέρος της, να νιώθουμε με όλο το είναι μας αυτό που υπονοεί ο Ιωάννης με τα λόγια του:

”Ιησούς ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας… ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν… και εδάκρυσεν” (Ιωάν. 11, 33-35) .Μέσα στη λειτουργική ορολογία, το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαϊων είναι η”έναρξη του Σταυρού”. (Ι.Μ.Π).

Παρά ταύτα ο ευσεβής λαός μας αποκαλεί την εβδομάδα αυτή «κουφή» η «βουβή» με μοναδική δικαιολογία ότι την Εβδομάδα αυτή δεν τελούνται Ακολουθίες και ως εκ τούτου δεν σημαίνει ούτε η καμπάνα οπότε ούτε λέμε(Ακολουθία) ούτε ακούμε(Καμπάνα)αυτήν την Εβδομάδα. Όμως η πραγματικότητα είναι άλλη. Αρκεί μια ματιά στα Λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας για να μας πείσει ότι,όχι «βουβή» και «κουφή»δεν είναι αυτή η Εβδομάδα αλλά αντίθετα όπως είδαμε και πιο πάνω είναι πλήρης μηνυμάτων και Θεολογικών εννοιών γύρω από το Μυστήριο του θανάτου. Παλαιότερα αυτό εκαλλιεργείτο και από τους ίδιους τους ιερείς σαν μια δικαιολογημένη ίσως!! προσπάθεια για λίγη ξεκούραση λίγο πρίν τον μεγάλο κόπο της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος. Το Τυπικό της Εκκλησίας μας, υπαγορεύει και αυτήν την Εβδομάδα τις Ακολουθίες που τελούνται καθ’ όλη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δηλ.Μεσονυκτικό Όρθρο,Ώρες και Εσπερινό το πρωί,το Μεγάλο Απόδειπνο το απόγευμα, την Προηγιασμένη Θ.Λειτουργία την Τετάρτη και την Παρασκευή καθώς και το Μικρό Απόδειπνο με τον κανόνα του Αγίου Λαζάρου την Παρασκευή το απόγευμα. Η μοναδική Ακολουθία που απουσιάζει είναι η Ακολουθία των Χαιρετισμών της Παναγίας η οποία αποτελεί και την μοναδική χαρμόσυνη νότα στην πένθιμη περίοδο που διανύουμε. Τό ότι δεν τελείται η χαρμόσυνη Ακολουθία των Χαιρετισμών την Εβδομάδα αυτή οδήγησε στην παρεξήγηση ; Ίσως!
Η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής(αφού από την Κυριακή ξεκινά η Μεγάλη Εβδομάδα με την δική της νηστεία), είναι η τελική αποκάλυψη του νοήματος της Μεγάλης Σαρακοστής που είναι η μετάνοια, η νηστεία από την αμαρτία, η χαρμολύπη και η επαναβίωση του λατρευτικού στοιχείου της Εκκλησίας! Ας φροντίσουμε να μην χάσουμε τα όσα έχει να μας προσφέρει και αυτήν την Εβδομάδα η Εκκλησία μας ξεφεύγοντας από επιπόλαιες και ανυπόστατες συμβουλές γύρω από την Λατρευτική μας ζωή.

Επίκαιρος και εύστοχος όπως πάντα ο λόγος του π.Μωυσέως του Αγιορείτου για τις Άγιες Αυτές και Μεγάλες Ημέρες. «Πάντα τη Μεγάλη Παρασκευή, να ‘σαι μόνος σαν το Χριστό προσμένοντας το τελευταίο καρφί, το ξύδι, τη λόγχη. Τις ζαριές ν’ ακούς ατάραχα στο μοίρασμα των υπαρχόντων σου, τις βλαστήμιες, τις προκλήσεις, την αδιαφορία. Πριν την Παρασκευή δεν έρχεται η Κυριακή, τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της Μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας. Μην ξαφνιαστείς, μη φοβηθείς στ’ απρόσμενο σουρούπωμα. Οι μπόρες του ουρανού δε στερεύουν. Η ξαστεριά θα ’ρθεί το Σαββατόβραδο. Τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας»

Φόβος Θεοῦ (Γέροντος Ἰωσήφ Ἡσυχαστοῦ)

Λοιπόν, όταν εσύ δεν αμαρτάνεις, δεν ψεύδεσαι, δεν κατακρίνεις, δεν πονηρεύεσαι κατά του πλησίον σου, τότε έχεις φόβο Θεού. Τότε είσαι σοφός και κατανοείς το Θεό, και για να μην Τον λυπήσεις δεν αμαρτάνεις. Και αυτή είναι η όραση του Θεού, και ο Θεός που βλέπει τα πάντα σε σκεπάζει από τις παγίδες του σατανά.

Όλες τις θλίψεις, παιδί μου, αν τις υπομένουμε, βρίσκουμε Χάρη παρά Κυρίου. Γι αυτό μας αφήνει ο Κύριος να πειραζόμαστε, για να μας δοκιμάζει και να μας πλέξει στεφάνους.

Παραιτήσου από το δικό σου θέλημα, για να βρεις ειρήνη ψυχής. Γιατί το θέλημα του ανθρώπου έχει γίνει χάλκινο τείχος και εμποδίζει το φωτισμό και την ειρήνη Όντως μέγα είναι, στ αλήθεια, το μυστήριο της υπακοής! Αφού ο γλυκύς μας Ιησούς πρώτος χάραξε το δρόμο και έγινε παράδειγμα για μας, πόσο μάλλον εμείς είμαστε οφειλέτες να Τον μιμηθούμε.


Ο μοναχός δεν αλλάζει τόπο κατοικίας, χρώμα ενδυμάτων και ιδίως νοημάτων. Ο μοναχός και η μοναχή αλλάζουν νουν και καρδιά μαζί. Δε σκέφτονται όπως οι κοσμικοί. Όλη η δύναμη της ψυχής είναι η προσευχή. Και καθώς το σώμα δυναμώνει με τις τροφές και τα διάφορα καρυκεύματα που του προσφέρουμε, έτσι και η ψυχή μας θέλει ευχή, ανάγνωση, λόγο προφορικό, να βλέπει παράδειγμα και έτσι λίγο-λίγο ξυπνάει Με πολλή απλότητα να πορεύεσαι, για να βρεις την καθαρότητα της ψυχής.

Η απλότητα είναι μεγάλη ευτυχία για την ψυχή. Τους μεν κανόνες οι άνθρωποι τους κατάργησαν, αλλά δεν τους κατάργησε ο Θεός. Μένουν, όπως τους έθεσαν οι Πατέρες και οι θείοι Απόστολοι. Επομένως να τους φυλάττουμε, αν θέλουμε να σώσουμε την ψυχή μας, για να μη βρούμε αντιμέτωπο το Θεό να υπερασπίζει τους νόμους των αγαπητών Του δούλων.

Το στόμα σου αδιαλείπτως να μελετά την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με Με την ευχή, θα καθαρίσει ο νους σου και θα την κατεβάσει στην καρδιά και θα γίνει διαδρομή, ένωση νου, λόγου και καρδιάς, και θα γίνει Παράδεισος μέσα σου. Από τη στιγμή που αρχίζουμε να διαπράττουμε την αμαρτία γινόμαστε δούλοι των δαιμόνων.

Ο φιλάνθρωπος Θεός έκανε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και μας δίδαξε να μη μετέχουμε σε πράξεις αισχρές και δε σκεπτόμαστε σοβαρά τα θεία και σωτήρια λόγια Του. Δεν υπάρχει άλλη θυσία τόσο ευώδης προς το Θεό, όσο η αγνότητα του σώματος. Τίποτε άλλο δε μισεί τόσο ο Θεός, όσο την παράνομη ηδονική ακαθαρσία του σώματος.

Σ αυτή τη ζωή είναι αγώνας. Με τα ακάθαρτα πνεύματα πολεμάς, που δε σου ρίχνουν γλυκά και λουκούμια, αλλά σφαίρες οξείες που θανατώνουν ψυχή, όχι σώμα.​

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ., στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὴν σφοδρὴ πολεμική του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Ἡ στάση του αὐτὴ ἐξήγειρε τοὺς πληγέντες Νοβατιανούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν μὲ κάθε τόπο τὴν ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σὲ κρημνώδη περιοχὴ ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Ἁγίου μὲ ξύλα καὶ πέτρες καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Πρὶν ξεψυχήσει, μία ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τὸν θανάτωσε διὰ λίθου.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος μαρτύρησε καὶ κληρονόμησε τὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε· ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἱὸν ὡμολόγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Εύκολο να κατακρίνεις τους άλλους

Μια γυναίκα πήγε σε κάποιον ιερέα να εξομολογηθεί. Αφού, λοιπόν, τελείωσε την εξομολόγησή της και έλαβε συγχώρεση για τις αμαρτίες που εξομολο­γήθηκε, ξεκίνησε για το σπίτι της. Πριν, όμως, φθάσει, θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει μια αμαρτία. Δεν έμεινε πολύ με αυτή τη σκέψη και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς τον πνευματικό. Εκείνος, αφού τη ρώτησε το λόγο της επιστροφής της, έβαλε το πετραχήλι και άκουσε με πολλή προσοχή τα όσα ήθελε η γυναίκα εκείνη να προσθέσει στην εξομολό­γησή της. Όταν τελείωσε, της είπε ο ιερέας:

«Πήγαινε στο σπίτι σου, πάρε μια κότα και να επιστρέψεις εδώ με την κότα. Στο δρόμο που θα έρχεσαι να βγάζεις φτερά από την κότα και να τα πετάς».

Εκείνη, λοιπόν, παιδί της υπακοής, εφάρμοσε τα όσα της είπε ο πνευματικός της. Όταν ήρθε στον ιερέα πάλι, της είπε:

«Πήγαινε τώρα να μαζέψεις τα φτερά της κότας που σκόρπισες ερχόμενη προς τα εδώ».

«Πάτερ μου», του είπε εκείνη, «είναι αδύνατο να γίνει αυτό, γιατί ο αέρας πήρε τα φτερά και τα σκόρ­πισε εδώ κι εκεί».

«Έτσι γίνεται, παιδί μου, και με τους λόγους της κατάκρισης», της απάντησε ο πνευματικός. «Τα λό­για που λες τα παίρνει ο διάβολος, τα παίρνουν οι άνθρωποι και τα σκορπούν στις καρδιές των άλλων, με αποτέλεσμα ανδρόγυνα να χωρίζουν, άνθρωποι να μη μιλιούνται μεταξύ τους και να μισούνται με απρόβλεπτες συνέπειες».

Είναι φοβερή αμαρτία η κατάκριση· η κακόβουλη εκείνη κρίση, που δείχνει έλλειψη αγάπης για τον άλ­λο και κρύβει φοβερό εγωισμό για εκείνον που κατα­κρίνει. Είναι τόσο βαριά, που ο Χριστός παρομοιάζει την αμαρτία του άλλου με αγκίδα και την αμαρτία όποιου κατακρίνει με δοκάρι.

Η κρίση ανήκει μόνο στο Θεό. Εκείνος θα υπολογί­σει στον καθένα τα κίνητρα που τον οδήγησαν στην αμαρτία· τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες μεγάλωσε· την προαίρεσή του, ακόμα και τα γονίδιά του. Και στην κρίση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού κινδυνεύει ο κατήγορος σε αυτόν τον κόσμο να μετατραπεί σε κατηγορούμενο εκεί και, αντίθετα, ο κατη­γορούμενος εδώ να γίνει κατήγορος εκεί.

Ένας Άγιος της Εκκλησίας, ο Άγιος Ιωάννης, συγγραφέας της «Κλίμακος», λέει: «Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε, ενώ στα κρυφά έκανε μεγά­λα καλά». Γι’ αυτό δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανέναν. Η εξωτερική εμφάνιση ξεγελάει και παρασύ­ρει τον άνθρωπο στην κατάκριση, αλλά, όπως λέει ο λαός, «άνθρωπο βλέπεις, καρδιά όμως δεν ξέρεις». Και σίγουρα, ο Θεός θα θεωρήσει νίκη ενός ανθρώπου τον αγώνα και την προσπάθειά του, έστω κι αν αμάρτησε, στο τέλος, όμως, μετανόησε.

Είναι προτιμότερο και θεάρεστο, αντί να ασχο­λούμαστε και να κατακρίνουμε τη συμπεριφορά των άλλων, να προσευχόμαστε με τα λόγια του Αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Κύριε, δώσε μου τη δύναμη να βλέπω τις δικές μου αμαρτίες και να μην κατακρίνω τον αδελφό μου».

Η Ασυγχώρητη αμαρτία

- Αν σου πω, νήστεψε πολλές φορές μου προβάλλεις ως δικαιολογία την ασθένεια του σώματος.
- Αν σου πω, δώσε στους φτωχούς μου λες ότι είσαι φτωχός και έχεις να αναθρέψεις παιδιά.
- Αν σου πω να έρχεσαι τακτικά στις Συνάξεις της Εκκλησίας, μου λες, έχω διάφορες μέριμνες.
- Αν σου πω, πρόσεχε αυτά που λέγονται στην Εκκλησία και κατανόησε το βάθος των λόγων του Θεού, μου προβάλλεις ως δικαιολογία την έλλειψη μορφώσεως.
- Αν σου πω, φρόντισε να βοηθήσεις ψυχικά τον αδελφό σου, μου λες ότι δεν υπακούει όταν τον συμβουλεύω, αφού πολλές φορές του μίλησα και περιφρόνησε τα λόγια μου.
Βέβαια, δεν ευσταθούν οι προφάσεις αυτές και όλα αυτά είναι χλιαρά λόγια, αλλά, παρά ταύτα, μπορείς να προφασίζεσαι…
- Αν όμως σου πω, άφησε την οργή και συγχώρεσε τον αδελφό σου, ποια από τις προφάσεις αυτές μπορείς να χρησιμοποιήσεις;
Διότι νομίζω, δεν μπορείς να φέρεις ως πρόφαση ούτε ασθένεια σώματος, ούτε φτώχεια, ούτε αμάθεια, ούτε απασχόληση και μέριμνα, ούτε τίποτε άλλο.
Γι’ αυτό απ’ όλες σου τις αμαρτίες, αυτή η αμαρτία θα σου είναι ασυγχώρητη. Αλήθεια, πως θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον Ουρανό; Πως θα κινήσεις τη γλώσσα σου να προσευχηθείς; Πως θα ζητήσεις συγνώμη;
Ακόμη κι’ αν θέλει ο Θεός να σου συγχωρήσει τις αμαρτίες, δεν Του το επιτρέπεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τις αμαρτίες του αδελφού σου.
Διότι, αν εσύ ο ίδιος εκδικηθείς και επιτεθείς εναντίον του, είτε με λόγια, είτε με ανάλογες συμπεριφορές, είτε με κατάρες, ο Θεός δεν θα επέμβει πλέον, αφού εσύ ανέλαβες την τιμωρία Του. Και όχι μόνο δεν θα επέμβει, αλλά και από σένα θα ζητήσει λόγο, διότι φέρθηκες υβριστικά προς Αυτόν.



Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Ἰωὴλ ὁ Προφήτης

Ὁ Προφήτης Ἰωὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τὸ ὄνομα Ἰωὴλ προῆλθε ἀπὸ τὴν σύντμηση τοῦ Γιχβὲλ (=ὁ Γιεχωβᾶ εἶναι Θεός). Ἦταν ὁ υἱὸς τοῦ Βαθουήλ. Ἀπὸ τὴν συχνὴ καὶ ἀποκλειστικὴ ἀναφορά του στὸν Ἰούδα καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴ Σιῶν καὶ τὸ ναό, φαίνεται ὅτι προφήτευσε στὴν Ἰουδαία καὶ μάλιστα στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς ἀναβιβάζουν χρονικὰ τὸν Προφήτη Ἰωὴλ σὲ πολὺ παλιὰ ἐποχή, πρὶς ἀπὸ τὸν Προφήτη Ἀμὼς καὶ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωὰς (836 – 797 π.Χ.), ἐνῷ ἄλλοι τάσσουν τὸ βιβλίο του μετὰ τὴ βαβυλώνιο αἰχμαλωσία (500 – 400 π.Χ.).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες προφητεῖες, ὁ Προφήτης Ἰωὴλ προφήτευσε περὶ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Κατὰ τὴν περίφημη ἐκείνη ἡμέρα στὰ ὄρη θὰ τρέχει τὸ γλυκὸ μέλι καὶ στοὺς λόφους θὰ ρέει ἄφθονο τὸ γάλα καὶ ὅλες οἱ πηγὲς θὰ ἀναβλύζουν ὕδατα. Κυρία πηγὴ θὰ πηγάζει ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ θὰ φθάνει τὸ πότισμά της μέχρι τοῦ μακρινοῦ χειμάρρου τῶν σχοίνων».
Ὁ Προφήτης Ἰωὴλ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του, ἐπίσης, στὶς 19 Ὀκτωβρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 525 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβοῦς καὶ εὔπορης οἰκογένειας. Ἔλαβε πλούσια μόρφωση, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «σχολαστικό», ἀλλὰ σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Μαρτυρίου, στὸ ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ θάνατό του.
Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε μοναχικὲς κοινότητες στὴ Σκήτη καὶ Ταβέννιση τῆς Αἰγύπτου, ἀργότερα δὲ ἐγκαταστάθηκε σὲ κελὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, Δανιὴλ ὁ Ραϊθηνός, μᾶς δίνει μερικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του, κυρίως ὅμως μᾶς παρουσιάζει τὸ πῶς ἀναδείχθηκε δεύτερος Μωϋσῆς καθοδηγώντας τοὺς νέους Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν γῆ τῆς δουλείας στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Μὲ τὴν λίγη τροφὴ νίκησε τὸ κέρας τοῦ τύφου τῆς οἰήσεως καὶ τῆς κενοδοξίας, πάθη πολὺ λεπτὰ καὶ δυσδιάκριτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐμπλέκονται στὶς κοσμικὲς ἐνασχολήσεις. Μὲ τὴν ἡσυχία, νοερὰ καὶ σωματική, ἔσβησε τὴν φλόγα τῆς καμίνου τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν δουλεία στὰ εἴδωλα. Ἀνέστησε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε. Μὲ τὴν ἀπονέκρωση τῆς προσπάθειας καὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος, ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πλασμένος καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀνακαινισμένος. Καὶ μὲ ὅσα ἔγραψε δὲν μετέφερε σὲ ἐμᾶς μόνο τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις ἀλλὰ τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του εἶναι ἀφοπλιστικὸς καὶ θεραπευτικός.
Μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἄσκηση στὴν ἔρημο, σὲ προχωρημένη πλέον ἡλικία, ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, ἐνῷ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ἀποσύρθηκε πάλι στὴν ἔρημο, ὅπου κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 600 μ.Χ.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν «Κλίμακα» καὶ τὸ «Λόγο πρὸς τὸν Ποιμένα». Ἡ «Κλίμακα» εἶναι συνέχεια τῶν ἡσυχαστικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης παρουσιάζει τὰ στάδια τῆς τελειώσεως σὲ τριάντα κεφάλαια. Τὴν ἰδέα τῆς κλίμακος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἰακώβ, τὸν δὲ ἀριθμὸ τριάντα ἀπὸ τὴν ἡλικία τῆς ὡριμότητας κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄρχισε τὴν δημόσια δράση Του.
Κατ’ ἀρχὰς περιγράφει τὸ πρῶτο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ποὺ συνίσταται στὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπενθυμίζει τὸν κόσμο, τὴν ξενιτεία. Ἔπειτα ἔρχεται ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀσκητοῦ, μεταξὺ τῶν ἀρετῶν καὶ κακιῶν, οἱ ὁποῖες περιγράφονται ἀνάμεικτες: λύπη, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατὰ Θεὸν πένθος, ἀοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τὰ τελευταία κεφάλαια ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐν ἀγάπῃ τελείωση, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πᾶσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ σῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μεθέξιν.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Δοξαστικό Έ Κυριακής Νηστειών

Δύνασθε πίειν το ποτήριον ο εγώ πίνω;

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού

Η ανθρώπινη ζωή είναι γεμάτη δοκιμασίες. Μικρότεροι ή μεγαλύτεροι σταυροί, τους οποίους καλούμαστε να σηκώσουμε, με αβέβαιη έκβαση και αγωνία αποτελούν για όλους μας δεδομένα στη ζωή. Υπάρχει όμως και ένα ποτήρι, το οποίο φαινομενικά δεν μοιάζει πικρό, κι όμως μπορεί να εξελιχθεί σε τέτοιο. Είναι ένας μεγάλος στόχος τον οποίο ενίοτε βάζουμε. Ένα έργο που έχει να κάνει με την καταξίωσή μας. Μία σχέση, η οποία -πιστεύουμε ότι- μπορεί να φέρει την ευτυχία. Μας προειδοποιούν όσοι μας αγαπούνε. Μας προειδοποιεί και η ίδια η ζωή ότι καμία χαρά δεν έρχεται δίχα λύπης. Δίχα κόπου. Δίχα σταυρού. Και από ένα σημείο και μετά μπορεί να είναι μόνο λύπη ο στόχος, το έργο, η σχέση. Όμως, αν πιστεύουμε ότι αξίζει  η επιλογή μας, τότε είμαστε αποφασισμένοι «πιείν το ποτήριον» (Μάρκ. 10,38). Ακόμη κι αν τελικά συντριβούμε. Διότι η όποια αβουλία να ακολουθήσουμε το σημαντικότερο ή το ασήμαντο όνειρό μας σημαδεύει αρνητικά τη ζωή μας, διότι της δίδει την αίσθηση του ανεκπλήρωτου.

                Σήμερα έχουμε αφήσει κατά μέρους τους μεγάλους στόχους. Συνήθως μεταφέρουμε στο μέλλον όνειρα τα οποία έχουν να κάνουν με την προσωπική μας ευτυχία. Οι νεώτεροι αργούνε να κάνουν οικογένεια. Δεν είναι έτοιμοι να αναλάβουν ευθύνες. Να μοιραστούν. Να δώσουν. Αρκούνται σε περιστασιακές ή χαλαρές σχέσεις. Άλλοτε πάλι, όταν τους δίδεται η ευκαιρία, αναλαμβάνουν έργα πολύ ανώτερα των δυνάμεών τους, κυρίως στο χώρο της εργασίας, με αποτέλεσμα να πίνουν πικρά ποτήρια. Όχι μόνο της αποτυχίας, αλλά και της σύγκρουσης. Εξάλλου, σήμερα έχει εκλείψει το όραμα της αλλαγής του κόσμου. Αποδείχθηκαν τα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα πολύ ισχυρά, ενώ οι άνθρωποι φαίνεται ότι γερνούμε μέσα μας πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με την όψη και το σώμα μας. Συμβιβαζόμαστε. Βαφτίζουμε ρεαλισμό την ακολούθηση των συντεταγμένων του πολιτισμού και του τρόπου ζωής που αυτός μάς προσφέρει. Έτσι, προκειμένου να αναγκαστούμε να εισέλθουμε στη διαδικασία της λύπης για το ποτήριο το οποίο καλούμαστε να πιούμε, αποφεύγουμε το ίδιο το ποτήριο.

                Όμως χωρίς απόφαση για βήματα με νόημα στη ζωή μας, ο χρόνος περνά αφήνοντας πίσω του την αίσθηση της ματαιότητας. Την αίσθηση ότι περνούμε καλά ή προσπαθούμε να περάσουμε καλά, χωρίς όμως να μπορούμε να δημιουργήσουμε. Καταναλώνουμε τον χρόνο μας, δεν του δίδουμε πληρότητα και ουσιαστικό νόημα. Πρόσκαιρα ξεγελούμε τον εαυτό μας, στην πράξη όμως διαπιστώνουμε ότι άλλα θα θέλαμε. Φοβόμαστε τη ζωή περισσότερο από όσο χρειάζεται;  Δε γνωρίζουμε τον εαυτό μας όσο θα έπρεπε; Πάντως, η αίσθηση ότι καλούμαστε να έχουμε στο νου και την καρδιά μας ότι κάθε έργο χρειάζεται μικρότερη ή μεγαλύτερη θυσία προσκρούει στο ήθος της ευκολίας και του δικαιώματος, σήμα κατατεθέν του πολιτισμού μας.

                Δύο μαθητές του Χριστού, λίγο πριν το Πάθος του Κυρίου, έρχονται να ζητήσουν κάτι που φαινομενικά είναι εξωφρενικό: «δος ημίν ίνα είς εκ δεξιών σου και είς εξ ευωνύμων  σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου» (Μάρκ. 10,37). Όταν εγκαταστήσεις την ένδοξη βασιλεία σου, βάλε μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στα αριστερά σου. Θρασύτητα; Φιλοδοξία; Παρανόηση τού τι είναι η Βασιλεία; Παρανόηση του Ποιος είναι ο Χριστός και τί επρόκειτο να κάνει για τον κόσμο και τον άνθρωπο; Πάντως, ο Χριστός τους προειδοποιεί: «δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι;» (Μάρκ. 10,38).  Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι του πάθους που θα πιω εγώ ή να βαφτιστείτε με το βάπτισμα με το οποίο θα βαφτιστώ εγώ; Και στην καταφατική τους απάντηση ο Χριστός θα τους διαβεβαιώσει ότι όντως θα πιούνε κι αυτοί το ποτήρι που θα πιει Εκείνος και θα βαφτιστούν με το βάφτισμα των παθημάτων Του, όμως δεν είναι για αυτούς το να καθίσουν στα δεξιά και αριστερά Του στην Βασιλεία Του.  

                Εντυπωσιάζει η αυτοπεποίθησή τους. Η άγνοια κινδύνου που τους διακατέχει. Αλλά και η διαστρέβλωση του νοήματος και του τρόπου ζωής της Βασιλείας. Όμως, από την άλλη, διακρίνονται  από μια αποφασιστικότητα που πρέπει να μας προβληματίσει. Μέσα τους, ό,τι κι αν συμβεί, έχουν βάλει το στόχο τους και ζητούνε την εκπλήρωσή τους ανεξαρτήτως τιμήματος.  Γι’  αυτό και ο Χριστός τούς προσγειώνει στην δική του πνευματική προσέγγιση της ζωής και των στόχων. Ένας στόχος έχει νόημα όταν φέρει μέσα του την διακονία των άλλων. Την θυσία  και την προσφορά. Του χρόνου. Της ζωής και της ακεραιότητας. Του να κάνεις αυτό που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν οι άλλοι. Αυτό το οποίο είναι απαραίτητο για να δοθεί νόημα στη ζωή όλων. Να μην φοβηθείς τον κόπο. Να μην φοβηθείς την υπέρβαση του εαυτού. Την παραίτηση από κάθε δικαίωμα. Το να βάλεις αγάπη, ταπείνωση και αποφασιστικότητα να σηκώσεις τον σταυρό σου όσο περνά από το χέρι σου. Μόνο έτσι μπορείς, ακόμη και το ποτήρι το οποίο θα κληθείς να πιεις, να το αντέξεις. Ενθυμούμενος όμως τον πραγματικό στόχο, που είναι η Βασιλεία της Αγάπης και όχι της εξουσίας και της επικράτησης εις βάρος των άλλων. Που είναι η θυσία για τους άλλους και όχι η εκμετάλλευση των άλλων. Και σ’  αυτόν τον αγώνα, σ’  αυτό το ποτήρι η σχέση με τον Χριστό θα δώσει τη δύναμη, ακόμη κι αν όλα μοιάζουν ακατόρθωτα, όχι μόνο η συνείδηση να είναι αναπαυμένη, αλλά και να υπάρχει εκείνη η εσωτερική βεβαιότητα ότι ο αγώνας άξιζε.

                Ας σκεφτούμε πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η πορεία μας αν ήμασταν αποφασισμένοι τόσο ως πρόσωπα όσο και ως κοινωνία να εργαστούμε στους στόχους μας, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στην καθημερινότητά μας να κοπιάσουμε χωρίς να φοβηθούμε το ποτήρι της δοκιμασίας.  Αρκεί να είχαμε τον στόχο της Βασιλείας. Και δεν είναι μόνο η αιωνιότητα. Βασιλεία θα μπορούσε να είναι κάθε έργο αγάπης και διακονίας. Κάθε τι το οποίο δίδει νόημα και πληρότητα. Αρκεί να γνωρίζουμε τι ζητούμε στη ζωή μας. Και να είμαστε έτοιμοι, μαζί με τον Χριστό, να παλέψουμε γι’  αυτό. Όχι αύριο. Σήμερα. Τώρα. Η Εκκλησία, δείχνοντάς μας την οδό της θυσίας και της πάλης μέχρι τέλους, ανοίγει πάντοτε έναν δρόμο. Στο χέρι μας είναι να τον ακολουθήσουμε, συμπορευόμενοι με τον Χριστό.

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

Ἡ Ε´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν συνιστᾶ τήν ἀπαρχή τῆς τελευταίας ἑβδομάδας τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Τό ἐρχόμενο Σάββατο, τοῦ ἁγ. Λαζάρου, σημαίνει τή λήξη τῆς ἁγίας αὐτῆς περιόδου, πού θεωρεῖται μάλιστα τύπος ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτά πού καλούμαστε νά ζήσουμε ἰδιαιτέρως τή Σαρακοστή – τήν πιό ἔντονη προσευχή, τήν πιό συνεπή νηστεία, τήν πιό βαθειά μετάνοια, τή μεγαλύτερη ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη – αὐτά θά πρέπει νά προσδιορίζουν καί τήν κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς μας. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ῾παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου᾽ (ἀπ. Παῦλος) καί τό πιό οὐσιῶδες ἔτσι γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ στροφή πρός τόν Θεό καί ἡ ἐν θερμῇ ἀγάπῃ κοινωνία μαζί Του. Τά λόγια τοῦ ἁγίου γέροντα π. Παϊσίου ἐν προκειμένῳ εἶναι ἀφυπνιστικά: ῾Ὅλη ἡ ζωή μου εἶναι μιά Σαρακοστή᾽! Αὐτήν τήν τελευταία λοιπόν ἑβδομάδα ἡ ᾽Εκκλησία μας μᾶς κτυπᾶ γιά ὕστατη φορά τό ῾καμπανάκι᾽ τῆς σωτηρίας μας. Μᾶς καλεῖ, ἔστω καί τώρα, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, νά μετανοήσουμε. Νά μήν ποῦμε ὅτι ῾τώρα πιά πέρασε ὁ καιρός, δέν γίνεται τίποτε᾽! Καί τό κάνει αὐτό ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλοντας ἕνα πρόσωπο πού βίωσε συγκλονιστικά τή μετάνοια καί γι᾽ αὐτό θεωρεῖται πρότυπο μετανοίας: τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία! Μέ τά ἴδια λόγια μάλιστα τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: ῾᾽Ετάχθη ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας σήμερον, ἐγγίζοντος ἤδη τοῦ τέλους τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρός διέγερσιν τῶν ραθύμων καί ἁμαρτωλῶν εἰς μετάνοιαν, ἐχόντων ὑπόδειγμα τήν ἑορταζομένην ἁγίαν᾽.

     Μικρή ἀναφορά στό βίο τῆς ὁσίας καί μερικές παρατηρήσεις πάνω σ᾽ αὐτόν θά μᾶς πείσουν ἀπολύτως γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές.

     Ἡ ὁσία Μαρία ὅταν ἦταν δωδεκαετής, ξέφυγε ἀπό τούς γονεῖς της καί πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὅπου ἔζησε βίο ἄσωτο 17 ὁλόκληρα χρόνια. ῎Επειτα ἀπό περιέργεια κινούμενη, πῆγε μέ πολλούς ἄλλους προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά παρευρεθεῖ στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ᾽Εκεῖ ὅμως ἐπιδόθηκε καί πάλι σέ κάθε εἶδος ἀκολασίας καί ἁμαρτιῶν καί ἔσυρε πολλούς στό βυθό τῆς ἀπωλείας. Ὅταν ὅμως θέλησε νά μπεῖ στήν ᾽Εκκλησία, τήν ἡμέρα πού ὑψωνόταν ὁ Σταυρός, αἰσθάνθηκε τρεῖς καί τέσσερις φορές κάποια ἀόρατη δύναμη νά τῆς ἐμποδίζει τήν εἴσοδο, ἐνῶ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ εἰσερχόταν ἀνεμπόδιστα στό ναό. Πληγώθηκε στήν καρδιά ἀπό τό γεγονός κι ἀποφάσισε νά ἀλλάξει ζωή καί νά ἐξιλεώσει στό ἑξῆς τόν Θεό μέ τή μετάνοιά της. Γύρισε λοιπόν καί πάλι στήν ᾽Εκκλησία μέ τήν ἀπόφαση αὐτή, ὁπότε μπῆκε εὔκολα μέσα. Προσκύνησε τό Τίμιο Ξύλο καί ἀναχώρησε τήν ἴδια ἡμέρα ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Πέρασε τόν ᾽Ιορδάνη καί μπῆκε στά ἐνδότερα τῆς ἐρήμου, ὅπου κι ἔζησε ἐκεῖ ἐπί 47 χρόνια. Τά χρόνια αὐτά ἦταν γιά τήν Μαρία χρόνια σκληρότατης καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἄσκησης, χρόνια προσευχῆς στόν Θεό. Στά τέλη τῆς ζωῆς της συνάντησε κάποιο ἐρημίτη, Ζωσιμᾶ τό ὄνομα, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὁλόκληρη τή ζωή της καί τόν παρακάλεσε νά τῆς φέρει τά ἄχραντα μυστήρια γιά νά κοινωνήσει. Αὐτό ἔγινε τό ἐρχόμενο ἔτος, τή Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τήν ἑπόμενη χρονιά ξανάρθε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, βρῆκε τή Μαρία νεκρή, ἐνῶ δίπλα της ἦταν γραμμένα τά ἑξῆς λόγια: ῾᾽Αββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν ὁποία κοινώνησα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Νά εὔχεσαι γιά μένα᾽.

1) ᾽Εκεῖνο πού ὁδήγησε τήν Μαρία στά Ἱεροσόλυμα δέν ἦταν κάποιος πόθος, ὅπως τόν ἔχουν πολλοί Χριστιανοί. ῾Νά πᾶμε καί στά Ἱεροσόλυμα, στούς ῾Αγίους Τόπους, κι ἄς πεθάνουμε᾽. Κίνητρό της ὑπῆρξε κάτι πολύ πεζό καί πολλές φορές ἀξιοκατάκριτο: ἡ περιέργεια. Καί τό χειρότερο: ἡ περιέργειά της αὐτή συνδέθηκε μέ τήν ἐξάσκηση τοῦ παναθλίου ἐπαγγέλματός της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπίσκεψή της στήν ἁγία Πόλη δέν εἶχε κανένα μεταφυσικό βάθος. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά ῾σπάσει᾽ ἀπλῶς τή ρουτίνα τῆς ζωῆς της, κάτι πού ἀσφαλῶς ἐκμεταλλεύτηκε καί ὁ ἀρχαῖος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πονηρός, πού τήν ἔσπρωξε στήν ἐπέκταση τῆς ἁμαρτωλῆς δραστηριότητάς της. Κι ὅμως! Κι αὐτήν ἀκόμη τήν κατάσταση ἀξιοποιεῖ ὁ πανάγαθος Θεός. Βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τήν καλέσει σέ μετάνοια μ᾽ ἕνα ἰδιαίτερα προσωπικό γι᾽ αὐτήν τρόπο. Χωρίς νά τή ρεζιλέψει, χωρίς ν᾽ ἀποκαλύψει τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της, τήν κάνει νά συνειδητοποιήσει τήν ἄβυσσο τῆς κατάντιας της. Καί πράγματι, ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνει. Ἡ Μαρία μετανοεῖ. ῾Η πρώτη μας παρατήρηση λοιπόν ἀφορᾶ στήν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα ἀπό τή ζωή μας ἀξιοποιεῖ ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κάνει νά ριχτοῦμε στήν ἀγκαλιά Του. Κι ὁ λόγος: εἶναι ὁ Πατέρας μας!

2) Μιά δεύτερη παρατήρηση ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα φαινομενικά παράδοξο: ὁ Θεός κλείνει τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ μόνο στή Μαρία. Γιατί παράδοξο; Διότι ὁ Θεός μέ τήν ᾽Εκκλησία Του δέχεται κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο κοντά Του. ῾Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω᾽ εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 6, 37). Καί πῶς θά μποροῦσε νά γίνει κάτι τέτοιο, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἦλθε γι᾽ αὐτό: νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια; Κάθε λοιπόν ἁμαρτωλός, πού πλησιάζει τόν Θεό καί τήν ᾽Εκκλησία, γίνεται ἀπό Αὐτόν ἀποδεκτός. ῎Αλλωστε στήν ᾽Εκκλησία ὅλοι ἔτσι προσερχόμαστε, ἤ τουλάχιστον πρέπει νά προσερχόμαστε: ὡς ἁμαρτωλοί πού ἔχουμε ἀνάγκη σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας ποτέ δέν κάνει τό διαχωρισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ἁμαρτωλούς καί μή ἁμαρτωλούς. Διότι ἀπολύτως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. ῾Πάντες ἥμαρτον καί πάντες ὑστεροῦναι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ᾽ (ἀπ. Παῦλος). Πῶς ὅμως τότε ὁ Θεός ἔκλεισε τήν εἴσοδο γιά τήν Μαρία τήν ἁμαρτωλή, πού προσερχόταν κοντά Του; ᾽Ακριβῶς, διότι ἐρχόταν στό ναό, χωρίς τή διάθεση νά ἔλθει κοντά Του. Ἡ Μαρία θέλησε δηλ. νά μπεῖ στό ναό, χωρίς μετάνοια, χωρίς ἀπόφαση ἀλλαγῆς γιά τή ζωή της. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή λειτούργησε θετικά γιά τήν Μαρία. Τήν συγκλόνισε καί τήν ὁδήγησε σέ μετάνοια. Μόλις πῆρε λοιπόν τήν ἀπόφαση γι᾽ ἀλλαγή τρόπου ζωῆς, ἀμέσως ἡ εἴσοδος ἀνοίχθηκε καί γι᾽ αὐτήν. ῎Ετσι, βεβαίως ὁ Θεός καλεῖ τούς πάντες και ἀποδέχεται τούς πάντες, ὅσο ἁμαρτωλοί κι ἄν εἶναι, μέ μόνη ὅμως τήν προϋπόθεση νά μετανοήσουν. Καί τοῦτο γιατί μιά σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, χωρίς μετάνοια, θά σημάνει τήν καταδίκη καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν προσφέρει τή χάρη Του μαγικῷ τῷ τρόπῳ. Ζητᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία κυρίως ἐκφράζεται ὡς μετάνοια. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ κόλαση κάπως ἔτσι ὁρίζεται ἀπό τούς ἁγίους μας: ὡς σχέση μέ τόν Θεό, ἀλλά σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο λειτουργεῖ ἀρνητικά, δηλαδή ὡς κόλαση. ῎Ετσι τό ἀντίδοτο γιά ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μας, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἀποτελεῖ τό κλειδί πού μᾶς ἀνοίγει τήν εἴσοδο τοῦ Οὐρανοῦ.

3) Θά θέλαμε ὅμως νά κάνουμε καί μιά τρίτη παρατήρηση. Ὁ Θεός θέλησε νά πάρει τήν ὁσία Μαρία ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὅταν ἐκείνη ὁλοκλήρωσε καί τελειοποίησε τή μετάνοιά της. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν ἐξομολόγησή της καί τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Εἶναι πράγματι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι γιά τήν Μαρία 47 χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς ἦταν χρόνια προετοιμασίας. Καθάρισε ὅσο ἦταν δυνατόν σ᾽ αὐτήν τόν ἑαυτό της. Ὑπερέβη τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες της. Κι ὅμως τό τέλειο - μέσα πάντα στά ἀνθρώπινα πλαίσια - ἦλθε μέ τήν ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία. ᾽Απόδειξη: μόλις κοινώνησε, κοιμήθηκε κι ἡ ψυχή της φτερούγισε στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. Αὐτό βεβαίως σημαίνει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τελειοποιηθεῖ, νά θεωθεῖ κατά πιό θεολογική ὁρολογία, ἄν δέν συμμετάσχει στή δραστική χάρη τῶν μυστηρίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί μάλιστα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι θέμα αὐτοδυναμίας του, ἀλλά συνεργασίας του μέ τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ.

      Ἡ μετάνοια εἶναι μονόδρομος. ῎Αλλος δρόμος γιά τήν ἔνταξή μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Κι εἶναι τοῦτο ἡ μεγαλύτερη παρηγοριά μας. Μέ δεδομένα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἁμαρτωλότητά μας ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τό συνδετικό κρίκο τῶν δύο δεδομένων. Δέν ἔχουμε παρά νά βαδίζουμε σ᾽ αὐτόν τό δρόμο μαζί μέ τούς ἁγίους μας, μαζί μέ τήν σήμερα ἑορταζομένη ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία. Εἶναι ὁ δρόμος πού σέ κάθε βῆμα μᾶς φέρνει σέ ἄμεση σχέση μέ τόν Χριστό.



Σκέψεις στον Απόστολο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ...καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων εἰς τό λατρεύειν Θεῷ ζῶντι᾽ ( ῾Εβρ. 9, 14)

α. ῾Η Κυριακή Ε´ Νηστειῶν ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή τῆς τελευταίας ἑβδομάδος τῆς Σαρακοστῆς. Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου σημαίνει τήν λήξη τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, ἐνῶ ἡ ἑπομένη, ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων, θεωρεῖται τό ὅριο εἰσόδου στήν Μεγάλη ῾Εβδομάδα. Τά ἀναγνώσματα λοιπόν τῆς σημερινῆς ἡμέρας εἶναι εὐνόητο ὅτι ἀναφέρονται στήν σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, τό μέν εὐαγγελικό στήν προαναγγελία τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Αναστάσεως τοῦ Κυρίου ἀπό τόν ῎Ιδιο στούς μαθητές Του, (οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν τό τί τούς ἀποκαλύπτει), τό δέ ἀποστολικό ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή στό σωτηριῶδες ἀποτέλεσμα πού ἔφερε τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τήν κάθαρση τῆς συνείδησης τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά μποροῦν νά λατρεύουν τόν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό. ῾Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ...καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων εἰς τό λατρεύειν Θεῷ ζῶντι᾽.

β. 1. ῾Η λατρεία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι λοιπόν κατά τόν ἀπόστολο τό ἀποτέλεσμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Αὐτό πού δέν μποροῦσε νά πράξει ὁ ἄνθρωπος μέχρι τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου, νά δεῖ καί νά λατρεύσει τόν ἀληθινό Θεό, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού ὡς φράγμα εἶχε τεθεῖ μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Δημιουργοῦ του, γίνεται πραγματικότητα μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, κατεξοχήν δέ μέ τό Πάθος Του ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ( Γέννηση καί Σταυρός εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένα), ἐπί τοῦ ῾Οποίου ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽, ῾καταργεῖ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ᾽ καί συνεπῶς καταλάσσει, συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεόν Πατέρα. ῾Ο ἄνθρωπος πιά ἐν Χριστῷ, ἐνσωματωμένος σέ ᾽Εκεῖνον, μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ τόν Θεό, μπορεῖ δηλαδή ἐν Πνεύματι ἁγίῳ νά κράξει ῾ἀββᾶ, ὁ Πατήρ᾽, νά πεῖ τόν Θεό ῾Πατέρα᾽, ἔχοντας παρρησία ἐνώπιόν Του, γιατί καθάρισε τήν ζοφωμένη εἰκόνα Αὐτοῦ στήν συνείδησή του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, συνεπῶς ἄνοιξε ἐκ νέου τόν ἀπαρχῆς προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό.

Κι εἶναι τοῦτο ἡ βασικότερη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, ἡ ὁποία ἀπό τήν μία τονίζει τόν ἀπόλυτο καί μοναδικό χαρακτήρα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας - ῾οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία᾽, καί: ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ θύρα,  δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται᾽ -  ἀπό τήν ἄλλη ἐνῶ ἀναγνωρίζει τά θετικά στοιχεῖα τῆς κάθε θρησκείας ὡς ἀναζήτησης τοῦ ἐσκοτισμένου ἀνθρώπου πρός εὕρεση τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ ὅτι οἱ θρησκεῖες ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους τελικῶς σέ ἀδιέξοδο, διότι λατρεύουν  ῾δαιμονίοις καί οὐ Θεῷ᾽, ἤ τά ἀποθεωμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους ψεκτά πάθη τους. Κατά τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾πάντες ὅσοι ἦλθον πρό ἐμοῦ κλέπται εἰσί καί λησταί᾽, συνεπῶς ὁ βόρβορος τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταταται σ᾽ αὐτόν, μέχρις ὅτου βρεῖ τόν Κύριο καί καθαριστεῖ ἀπό τό Πνεῦμα Του.

2. Κι εἶναι γνωστό βεβαίως ὅτι μιλώντας γιά κάθαρση τῆς συνειδήσεως ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου ἐννοοοῦμε τήν ἐπί προσωπικοῦ ἐπιπέδου βίωσή της, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν ᾽Εκκλησία. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι βεβαίως ὁ Κύριος ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός ῾ἦρε τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, λυτρώνοντας τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα γενικό ἐπίπεδο, ὅμως ἡ ἐνεργοποίηση τῆς λύτρωσης αὐτῆς γιά τόν κάθε ἄνθρωπο μεμονωμένα πραγματοποιεῖται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνσωματωθεῖ στόν Χριστό μέ τήν δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος. ῞Οποια δωρεά λοιπόν ἀπέρρευσε ἀπό τόν Σταυρό, αὐτή γίνεται μεθεκτή στόν πιστό προσωπικά μέ τά παραπάνω μυστήρια, ἐνῶ ἐπεκτείνεται καί ἐπαυξάνεται κάθε φορά πού ὁ πιστός ἐν μετανοίᾳ μετέχει στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό χριστολογικό, ἔχει σαφῶς καί ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα.

3. ῎Ετσι ἡ κάθαρση τῆς συνειδήσεως ὡς ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἀναγκαστική φορά πρός τήν ἁμαρτία - ὅ,τι ὀνομάζουμε συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τῆς φθορᾶς συνεπῶς πού φέρνει αὐτό – θεωρεῖται ὅρος γιά νά σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό. Θεός καί βρώμικη συνείδηση ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι πραγματικότητες ἀσυμβίβαστες. ῾Ο ἀπόλυτα καθαρός Θεός ἐπαναπαύεται μόνο στήν καθαρή ἀπό τίς ἁμαρτίες συνείδηση τῶν ἁγίων Του.  Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ναί μέν καθαρίστηκε ἅπαξ ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, διά τοῦ ὁποίου ὅπως εἴπαμε γεύεται ὁ ἄνθρωπος τήν δωρεά τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ἁμαρτία ἐν τῷ αἵματι τοῦ Κυρίου, ὅμως ἐλλοχεύει ἀδιάκοπα ὁ κίνδυνος στήν ζωή αὐτή ἐκπτώσεως καί πάλι στήν ἁμαρτία καί συνεπῶς ἀμαυρώσεως τῆς συνειδήσεως. ῾Η λήθη δυστυχῶς, ἡ λησμονιά δηλαδή τῶν δωρεῶν τῆς πίστεως, εἶναι ἡ μόνιμη ἀπειλή γιά τό μέλος τοῦ Χριστοῦ. Λίγο νά μήν προσέξει ὁ πιστός ἐκπίπτει ἀπό τό ὕψος τῆς θέσης του ὡς προέκτασης τοῦ Χριστοῦ καί φανέρωσής Του μέσα στόν κόσμο, πολύ περισσότερο μάλιστα ὅταν εἶναι δεδομένη καί ἡ ἐναντίωση σέ αὐτόν τοῦ πονηροῦ διαβόλου, πού κατά τόν ἀπόστολο Πέτρο ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ᾽.

῾Η καθαρή συνείδηση λοιπόν ἐνῶ θεωρεῖται κάτι δεδομένο γιά τόν πιστό λόγω τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως  καί ἕνα μόνιμο ζητούμενο. Κι αὐτό τό ζητούμενο συνιστᾶ αὐτό πού ὀνομάζεται πνευματική καί ἀσκητική ζωή στήν ᾽Εκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια ὅλη ἡ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ ἀφότου ἐνσωματώθηκε στήν ᾽Εκκλησία εἶναι πῶς θά διακρατήσει τήν καθαρότητα τῆς συνειδήσεώς του, πῶς δηλαδή θά διακρατήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού τοῦ δόθηκε στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, ὥστε νά ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, νά λατρεύει τόν ζωντανό Θεό κατά τήν ἀρχική διατύπωση τοῦ ἀποστόλου.

4. Κι ἐννοεῖται ὅτι μιλώντας μέ τόν τρόπο αὐτόν γιά τήν συνείδηση τοῦ πιστοῦ,  ἀπό τήν καλή ἤ τήν κακή κατάσταση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, τήν κατανοοῦμε μέ τήν πνευματική της διάσταση. Δέν ἐννοοῦμε δηλαδή ὡς συνείδηση μόνο τήν ψυχολογική ἐκδοχή της: τήν αἴσθηση καί  ἐπίγνωση γιά παράδειγμα τοῦ ἑαυτοῦ ὡς ξεχωριστῆς ὀντότητος στόν κόσμο, διότι ναί μέν ἡ ἐκδοχή αὐτή εἶναι αὐτονόητα δεκτή, δέν εἶναι ὅμως ἐπαρκής γιά τήν θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας ἡ συνείδηση θεωρήθηκε ἐξαρχῆς τῆς δημιουργίας παράλληλα μέ τήν φύση τό σκαλοπάτι πού ὁδηγεῖ σέ εὕρεση τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δηλαδή διά τῆς φύσεως ὁδηγούμαστε σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί μέ τήν συνείδηση: δόθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό γιά νά μπορεῖ νά στήνει τήν σχέση του μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Δύο διδάσκαλοι γεγόνασιν ἡμῖν ἐξαρχῆς, ἡ κτίσις καί τό συνειδός᾽ κατά τόν ἀββᾶ Δωρόθεο.

Γιά νά πεῖ ὁ ἴδιος βιβλικοπατερικά πιό συγκεκριμένα: ῾῞Οταν ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἔσπειρε μέσα του κάτι τό θεῖο, ἕναν ζωηρό καί φωτεινό λογισμό πού ἦταν σάν σπινθήρας, φώτιζε τόν νοῦ καί τοῦ ἔδειχνε νά διακρίνει τό καλό καί τό κακό. Τοῦτο καλεῖται συνείδηση, πού εἶναι ὁ φυσικός νόμος. Αὐτόν τόν νόμο, δηλαδή τήν συνείδηση, ἀκολουθώντας οἱ πατριάρχες καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πρίν ἀπό τόν γραπτό νόμο εὐαρέστησαν τόν Θεό. ῞Οταν αὐτή καταχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους προοδευτικῶς διά τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τόν γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἴδια τήν ἐπιδημία τοῦ Δεσπότη μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ γιά νά τήν ξεσκεπάσει καί νά τήν ἀνοικοδομήσει, γιά νά ἀναζωογονήσει ἐκεῖνον τόν καταχωσμένο σπινθήρα διά τῆς φυλάξεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν του. Στό χέρι μας λοιπόν εἶναι τώρα πιά ἤ νά τήν καταχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἐάν πειθόμαστε σ᾽ αὐτήν...῎Ας προσπαθήσουμε λοιπόν νά φυλάξουμε τήν συνείδησή μας, ὅσο εἴμαστε σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, χωρίς νά τῆς δώσουμε χῶρο νά μᾶς ἐλέγξει γιά κάτι, χωρίς νά τήν καταπατοῦμε σέ κάτι, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐλάχιστο. Διότι γνωρίζετε ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά καί θά λέγαμε εὐτελῆ ἐρχόμαστε στήν καταφρόνηση καί τῶν μεγάλων᾽.

γ. Νά λατρεύουμε σωστά τόν ἀληθινό Θεό μας. Δηλαδή νά ζοῦμε σωστά τήν ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή ζωή. ᾽Αλλά μέ παράλληλο ἀγώνα ἐπιμέλειας τῆς συνειδήσεώς μας: ῾ὡς πρός τόν Θεό, ὡς πρός τόν συνάνθρωπο, ὡς πρός τά πράγματα᾽ (ἀββᾶς Δωρόθεος), πού σημαίνει ἀγώνα πάνω στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί στήν μετάνοια. Χωρίς τόν ἀγώνα αὐτόν ἡ συνείδηση δέν μᾶς μιλᾶ, ἤ κι ἄν μᾶς μιλᾶ, καθοδηγεῖ λανθασμένα.  Αὐτήν τήν μετάνοια ὡς διαρκές πνευματικό βίωμα πού καθαρίζει τήν συνείδησή μας  προβάλλει πάντοτε ἡ ᾽Εκκλησία μας, κατεξοχήν  σήμερα μέ τό συγκλονιστικό παράδειγμα τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Μέσα στήν ἀσωτία βουτηγμένη αὐτή ἐπί δεκαετίες, ἀνταποκρίθηκε στήν κλήση μετανοίας τοῦ Θεοῦ, ἐπιμελήθηκε τήν συνείδησή της, τήρησε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχθηκε σέ ἐξαίρετο μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πού λατρεύει ἀέναα πιά τόν ζωντανό Θεό καί πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ἅγιος Μάρκος Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.) καὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων. Τὸ ἔτος 341 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας. Στὰ Πρακτικὰ μάλιστα αὐτῆς, διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Τὸ ἑπόμενο ἔτος συμμετεῖχε στὴν ἀντιπροσωπεία Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία μετέβη στὰ Τρέβηρα γιὰ νὰ συναντήσει τὸν αὐτοκράτορα Κώνσταντα. Τὸ ἔτος 343 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο τῆς Φιλιππουπόλεως καὶ τὸ ἔτος 351 μ.Χ. στὴν Σύνοδο τοῦ Σιρμίου, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Φωτεινό, Ἐπίσκοπο Σιρμίου, ὡς ὀπαδὸ τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου Ἀγκύρας, Μαρκέλλου. Τὸν συναντᾶμε, ἐπίσης, στὴν Σύνοδο τῆς Σελευκείας  τῆς Ἰσαυρίας, τὸ ἔτος 358 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀναδείχθηκε μεγάλος διώκτης τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ὁδήγησε μὲ τὸν φιλόθεο βίο καὶ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμά του πολλοὺς Ἐθνικοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη. Μὲ τὴν προτροπή του δὲ οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν Ἐθνικῶν, γκρέμισαν ἕναν εἰδωλολατρικὸ ναό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν Ἅγιο ἢ νὰ δώσει ἀποζημίωση γιὰ τὸν κατεστραμμένο ναὸ ἢ νὰ τὸν ξαναοικοδομήσει. Γι’ αὐτό, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν σύλληψη πολλῶν Χριστιανῶν γιὰ τὸ συγκεκριμένο γεγονός, παρουσιάσθηκε μόνος του στὶς ἀρχὲς ποὺ τὸν καταδίωκαν, τὸ 363 μ.Χ.
Τὸ μαρτύριο καὶ τὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστη ὁ Ἅγιος Μάρκος, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Θεοδώρητο Κύρου ὡς πραγματικὴ τραγωδία. Νὰ πῶς περιγράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου: «Ὁδηγοῦσαν τὸν γέροντα Ἐπίσκοπο, τὸν ἐθελοντὴ ἀθλητή, διὰ μέσου τῆς πόλεως καὶ σὲ ὅλους ἦταν σεβαστὸς γιὰ τὴν πολιτεία του, πλὴν τῶν διωκτῶν καὶ τυράννων, ποὺ ἀγωνίζονταν πῶς νὰ ὑπερβάλλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴν θρασύτητα κατὰ τοῦ πρεσβύτου. Τὸν ἔσυραν διὰ μέσου πλατειῶν, τὸν ὠθοῦσαν πρὸς ὑπονόμους, τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια. Δὲν ὑπῆρχε μέλος τοῦ σώματός του ποὺ νὰ μὴν ὑπέστη μαζὶ μὲ τὶς κακώσεις καὶ ταπείνωση. Τὸν ὕψωναν μετέωρο ἀπὸ τὰ πόδια καὶ μὲ τὶς μυτερὲς γραφίδες ἔκαναν παιχνίδι τους τὴν τραγωδία. Τοῦ τρυποῦσαν τὰ αὐτιά… Τὸν κρέμασαν ψηλὰ μέσα σὲ δίχτυ καὶ τὸν ἄλειψαν μὲ μέλι καὶ ἁλάτι. Οἱ σφίγγες καὶ οἱ μέλισσες τὸν κεντοῦσαν, ἐνῷ τὸ καταμεσήμερο ὁ ἥλιος μὲ τὶς καυστικές του ἀκτίνες αὔξανε τὴν φλόγωση».
Ὁ Ἅγιος Μάρκος τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ καρτερία καὶ ἀνεξικακία. Εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὕπαρχος τῆς πόλεως Ἀρεθούσης θαύμασε τὴν γενναιότητα καὶ τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ ἐξέφρασε τὴν ἔντονη δυσαρέσκειά του πρός τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ γιὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Ἁγίου. Ζήτησε δὲ μάλιστα τὴν ἀπελευθέρωσή του. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἐλευθερώθηκε, ἀλλὰ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ βάπτισε Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διῶκτες του.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τῇ Φοινίκῃ δὲ ὦ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τῇ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν· οὓς ὡς ὁπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἀθλητικαῖς ἀριστείαις, Μᾶρκε Πάτερ Ὅσιε, σὺν τῷ Λευΐτῃ Κυρίλλῳ, ἅμα δέ, ταῖς ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τῇ Γάζῃ, χάριτι, ἀνδρισαμέναις κατὰ τῆς πλάνης, ἐδοξάσθητε ἀξίως, καὶ τῶν Ἀγγέλων χοροῖς συνήφθητε.

Μεγαλυνάριον.
Τῶν Ἀρεθουσίων χαῖρε ποιμήν, Μᾶρκε θεηγόρε· χαῖρε Κύριλλε ἱερέ· χαῖρε τῶν Ἁγίων, Γυναίων ἡ χορεία, Μαρτύρων χαῖρε στῖφος, τὸ ἱερώτατον.

Ε' Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας

Αυτή τη Κυριακή τιμάμε τη μνήμη της οσίας Μητέρας μας η οποία εορτάζεται και κατά την 1η Απριλίου. Το «Ωρολόγιο» γράφει ότι «Πλησιάζοντας το τέλος της αγίας Σαρακοστής, τάχθηκε να εορτάζεται σήμερα η αγία προς τόνωση των ραθύμων και αμαρτωλών σε μετάνοια.
Όταν ήταν δώδεκα ετών η αγία, έφυγε μακριά από τους γονείς της και πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου έζησε για 17 χρόνια ασώτως. Έπειτα από περιέργεια ξεκίνησε με πολλούς προσκυνητές για τα Ιεροσόλυμα, να παραβρεθεί στην ύψωση του Τιμίου Σταυρού, όπου όμως συνέχισε την ακολασία και παρέσυρε πολλούς στην απώλεια.
Θέλησε μάλιστα να μπει στην Εκκλησία τη μέρα της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, αλλά αισθάνθηκε τέσσερις φορές κάποια αόρατο δύναμη να την εμποδίζει να εισέλθει στο Ναό, ενώ όλοι οι άλλοι έμπαιναν ανεμπόδιστα. Πληγώθηκε αφάνταστα η καρδιά της από το γεγονός αυτό και παρεκάλεσε τη Παναγία να της επιτρέψει και ότι θα αλλάξει ζωή. Αμέσως μπήκε μέσα, προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και έφυγε από τα Ιεροσόλυμα, πέρασε τον Ιορδάνη και προχώρησε στα βάθη της ερήμου, προσευχομένη και ζώντας σκληρή ζωή μετανοίας για 47 χρόνια.
Όταν έφθασε το τέλος της ζωής της συνάντησε ένα ερημίτη που τον έλεγαν Ζωσιμά στον οποίο ζήτησε και εξομολογήθηκε όλη τη ζωή της και τον παρεκάλεσε να τη κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Αυτό έκανε εκείνος ο ερημίτης το επόμενο έτος τη Μεγάλη Πέμπτη. Το μεθεπόμενο έτος επανήλθε ο Ζωσιμάς να την ξανακοινωνήσει, αλλά την βρήκε νεκρή και με ένα σημείωμα που έγραφε: «Αββά Ζωσιμά, θάψε μου εδώ το σώμα της αθλίας Μαρίας. Πέθανα την ίδια μέρα που με κοινώνησες των Αχράντων Μυστηρίων. Να εύχεσαι για μένα.»
Πρέπει να ήταν τότε το έτος 378 ή κατ' άλλους το 437.»
Η οσία Μαρία είναι ζωντανό παράδειγμα της δυνάμεως της μετανοίας. Παρά το ότι βυθίσθηκε μέχρι το κεφάλι στη λάσπη της αμαρτίας, έπειτα μετανοήσει και με τη Χάρη του ελέους του Θεού, έφθασε στη καθαρότητα των Αγγέλων.
Μπορούμε να γίνουμε όλοι κατάλευκοι, όπως ήμασταν προ του βαπτίσματος, αρκεί να μετανοήσουμε.
Η Εκκλησία μας ψάλλει σήμερα για την οσία Μαρία το ακόλουθο τροπάριο:
”Αφού διέφυγες από το σκότος της αμαρτίας και φωτίσθηκες από το φώς της μετανοίας, προσέφερες, ω δοξασμένη αγία Μαρία, τη καρδιά σου στο Χριστό. Εκείνος δε τη δέχθηκε, γιατί εσύ έβαλες να μεσιτεύσει προς Αυτόν η ακηλίδωτος και αγία Μητέρα Του, η γεμάτη από συμπάθεια. Γι' αυτό όχι μόνο απαλλάχθηκες από τις αμαρτίες σου, αλλά και ευφραίνεσαι αιώνια μαζί με τους Αγγέλους”.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, τῶν παθῶν σου τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἁμαρτίας τὴν ἀχλὺν ἐκφυγοῦσα, τῆς μετανοίας τῷ φωτὶ αὐγασθεῖσα, τὴν σὴν καρδίαν ἔνδοξε προσῆξας τῷ Χριστῷ, τούτου τὴν Πανάμωμον, καὶ ἁγίαν Μητέρα, πρέσβυν συμπαθέστατον, προσενέγκασα· ὅθεν, καὶ τῶν πταισμάτων εὗρες ἀποχήν, καὶ σὺν Ἀγγέλοις, ἀεὶ ἐπαγγέλλεσαι.

Μεγαλυνάριον.
Αἴγυπτον φυγοῦσα τὴν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

(Μάρκ. ι´ 32-45)

Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ᾿Ιάκωβος καὶ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. ῾Ο δὲ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ῾Ο δὲ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. Καὶἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ᾿Ιακώβου καὶ᾿Ιωάννου. ῾Ο δὲ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶὃς ἐὰν θέλῃὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνο τὸν καιρό, πῆρε ὁ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νὰ τοὺς λέει τὰὅσα ἦταν νὰ τοῦ συμβοῦν. «᾿Ακοῦστε», τοὺς ἔλεγε· «τώρα ποὺ ἀνεβαίνουμε στὰ῾Ιεροσόλυμα, ὁ Υἱὸς τοῦ᾿Ανθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς ἐθνικούς. Θὰ τὸν περιγελάσουν, θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν· καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ».

Πλησιάζουν τότε τὸν ᾿Ιησοῦὁ᾿Ιάκωβος καὶὁ᾿Ιωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάνεις τὴ χάρη ποὺ θὰ σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νὰ κάνω γιὰ σᾶς;» τοὺς ρώτησε ἐκεῖνος. «῞Οταν θὰἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁἄλλος στὰἀριστερά σου». ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε τοὺς εἶπε· «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τοῦ πάθους ποὺ θὰ πιῶἐγὼἢ νὰ βαφτιστεῖτε μὲ τὸ βάπτισμα μὲ τὸὁποῖο θὰ βαφτιστῶἐγώ;» «Μποροῦμε», τοῦ λένε. Κι ὁ᾿Ιησοῦς τοὺς ἀπάντησε· «Τὸ ποτήρι ποὺ θὰ πιῶἐγὼ θὰ τὸ πιεῖτε, καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τῶν παθημάτων μου θὰ βαφτιστεῖτε· τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιά μου καὶ στὰἀριστερά μου δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ δώσω ἐγώ, ἀλλὰ θὰ δοθεῖ σ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». ῞Οταν τ’ ἄκουσαν αὐτὰ οἱὑπόλοιποι δέκα μαθητές, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν μὲ τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ τὸν ᾿Ιωάννη. Τοὺς κάλεσε τότε ὁ᾿Ιησοῦς καὶ τοὺς λέει· «Ξέρετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καὶ οἱἄρχοντές τους τὰ καταδυναστεύουν. Σ’ ἐσᾶς ὅμως δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης σας· καὶὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατὶ καὶὁ Υἱὸς τοῦ᾿Ανθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰὑπηρετήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωή του λύτρο γιὰὅλους».

Ο Απόστολος της Κυριακής

(῾Εβρ. θ´ 11-14)

Αδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι᾿ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς

τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Αδελφοί, ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς ἀρχιερέας τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων ποὺ προσμένουμε. ῾Η σκηνὴ στὴν ὁποία μπῆκε εἶναι ἀνώτερη καὶ τελειότερη. Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδὴ αὐτῆς τῆς δημιουργίας. ῾Ο Χριστὸς μπῆκε μιὰ γιὰ πάντα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ προσφέρει αἷμα ὄχι ταύρων καὶ μοσχαριῶν, ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα· κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τὴν αἰώνια σωτηρία. Τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων, καὶ τὸ ράντισμα μὲ τὴ στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ἐξαγνίζουν τοὺς θρησκευτικὰ ἀκάθαρτους καθαρίζοντάς τους ἐξωτερικά. Πόσο μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Αὐτός, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του ἄψογη θυσία στὸν Θεό, κι ἔτσι θὰ καθαρίσει τὴ συνείδησή μας ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ ὁδηγοῦν στὸν θάνατο, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Νέος

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς στὴν Τριγλὶα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὸ ἀσκητικό του ἦθος, τὸ φιλόθεο ζῆλο του, τὸ χάρισμα τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 754 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἱλαρότητι τρόπων καλλωπιζόμενος, ὡς καθαρώτατον σκεῦος τῆς ἐπιπνοίας Χριστοῦ, τῆς ἐνθέου βιοτῆς ἐδείχθης ἔσοπτρον· ὅθεν ἀστράπτεις νοητῶς, ἀρετῶν μαρμαρυγὰς, Πατὴρ ἡμῶν Ἱλαρίων, πρὸς ἀπλανῆ ὁδηγίαν, καὶ σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἀναβλαστήσας, Ἱλαρίων Ὅσιε, καθιλαρύνεις μυστικῶς, τῷ σῷ ἐλαίῳ τοὺς ψάλλοντας· χαίροις Ὁσίων, κανὼν ἀπαρέγκλιτε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔλεος καὶ χάριν παρὰ Θεοῦ, Πάτερ Ἱλαρίων, ὡς τῷ θρόνῳ αὐτοῦ ἑστώς, αἴτει θεοφόρε, ἡμῖν καταπεμφθῆναι, τοῖς ἐπιγραφομένοις, θερμὸν προστάτην σε.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Ακάθιστος Ύμνος - Ποια είναι τα κυριότερα στοιχεία του; Γιατί ψάλλεται μέσα στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή;

Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

Με την Ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου εκδηλώνονται ευχαριστίες και εγκώμια στο πρόσωπο της Παναγίας. Αποτελείται, κατά βάση, από τον Ακάθιστο Ύμνο και τον Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου, πλαισιωμένα με ψαλμούς, απολυτίκια και ευχές. Και τα δύο χαρακτηρίζονται ως αριστουργήματα της Βυζαντινής υμνολογίας , που εξαίρουν το έργο και το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου , με θεολογικό βάθος, κομψότητα λόγου, μουσικό κάλλος, αγιοπνευματική έμπνευση.

(Δημιουργοί)

Ο Κανόνας του Ακάθιστου είναι έργο των Ιωάννου Δαμασκηνού (οι ειρμοί) και Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (τα τροπάρια) . Πηγές του Ύμνου είναι η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας ενώ ο συνθέτης, ο χρόνος και η αιτία της σύνθεσης του Ύμνου, παραμένουν ακόμα ανεξακρίβωτα από τους μελετητές. Ένα είναι το αδιαμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίνουν οι σχετικές πηγές , ότι ο ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους.

(Περιεχόμενο)

Ο «Κανόνας» (τα Τροπάρια των Χαιρετισμών), με εννέα ωδές , οι ειρμοί των οποίων είναι:
α) Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος,
γ΄) Τούς σούς υμνολόγους Θεοτόκε,
δ’) Ό καθήμενος εν δόξη επί θρόνου θεότητος,
ε΄) Εξέστη τά σύμπαντα, επί τή θεία δόξη σου,
στ΄) Την θείαν ταύτην καί πάντιμον,
ζ΄) Ουκ ελάτρευσαν, τή κτίσει οι θεόφρονες,
η΄) Παίδας ευαγείς εν τή καμίνω,
θ΄) Άπας γηγενής, σκιρτάτω τώ πνεύματι,
Ο «Ακάθιστος Ύμνος»: περιλαμβάνει το Απολυτίκιο «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει,» , το Κοντάκιο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια,» , τους 24 Οίκους (στροφές) σε αλφαβητική ακροστιχίδα (Α – Ω) και δύο Εφύμνια (η τελευταία φράση του ύμνου που επαναλαμβάνει ο λαός) το «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» και το «Αλληλούια».

(Δομή)

Οι περιττοί Οίκοι (αυτοί που αρχίζουν από τα στοιχεία Α, Γ, Ε, Η, κλπ.) αποτελούνται από 18 στίχους , οι 5 πρώτοι στίχοι περιέχουν την διήγηση , οι επόμενοι 12 στίχοι αποτελούν τους Χαιρετισμούς στη Θεοτόκο και ο 18ος είναι το εφύμνιο « Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» . Οι άρτιοι Οίκοι (που αρχίζουν από τα στοιχεία Β, Δ, Ζ, Θ, κλπ.) έχουν 5 στίχους ως διήγηση και το εφύμνιο «Αλληλούϊα» .
Τους χαιρετισμούς αυτούς τους απευθύνουν: ο Αρχάγγελος Γαβριήλ (Α, Γ), ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ως έμβρυο ακόμα (Ε), οι ποιμένες (Η), οι Μάγοι (Ι), οι πιστοί που ερύσθησαν από τα είδωλα (Λ), οι πιστοί γενικά (Ν, Ο, Ρ, Τ, Φ, Ψ).
Ο Ύμνος διακρίνεται σε δύο ενότητες χωρίς όμως να λείπουν από κάθε ενότητα και στοιχεία της άλλης :

Α) Α-Μ, που αποτελεί το ιστορικό τμήμα
Ο πρωτοστάτης άγγελος, ο Γαβριήλ, έρχεται και φέρνει το θεϊκό μήνυμα, το «χαῖρε», στην Θεοτόκο (Α)
Εκείνη απορεί για τον παράδοξο τρόπο της συλλήψεως (Β)·
Ο Γαβριήλ της εξηγεί την απόρρητο βουλή του Θεού (Γ)
Και η δύναμις του Υψίστου επισκιάζει την απειρόγαμο Παρθένο και συλλαμβάνει τον Υιό του Θεού (Δ).
Η Θεοτόκος επισκέπτεται την συγγενή της Ελισάβετ, την μέλλουσα μητέρα του Προδρόμου, και ανταλλάσσουν προφητικούς λόγους (Ε).
Ο Ιωσήφ, ο μνηστήρ της Παρθένου, ταράσσεται από την ζάλη των αμφιβόλων λογισμών, αλλά πληροφορείται από τον άγγελο το μυστήριο της συλλήψεως (Ζ).
Ο Χριστός γεννάται και οι ποιμένες προσκυνούν τον αμνό του Θεού (Η).
Ο θεοδρόμος αστέρας δείχνει τον δρόμο στους μάγους της Ανατολής (Θ), αυτοί τον προσκυνούν (Ι)
Και δι᾿ άλλης οδού αναχωρούν για την Βαβυλώνα, οι θεοφόροι κήρυκες (Κ).
Στην Αίγυπτο ο φυγάς Κύριος συντρίβει τα είδωλα και με τον φωτισμό της αληθείας διώχνει το σκότος του ψεύδους (Λ).
Και ο Συμεών δέχεται στην αγκάλη του ως βρέφος τεσσαρακονθήμερο τον τέλειο Θεό καί λαμβάνει την ποθητή απόλυσι (Μ)
Β) Ν-Ω, που αποτελεί το δογματικό-θεολογικό τμήμα
Η νέα κτίσις, που δημιουργεί ο Λόγος του Θεού με την σάρκωση Του, δοξολογεί τον δημιουργό (Ν).
Ο παράξενος -«ὁ ξένος» – τόκος προτρέπει τους ανθρώπους να ξενωθούν από τον κόσμο και να μεταθέσουν τον νού των στον ουρανό (Ξ).
Όλος ήταν στην γη ο δοξολογούμενος Λόγος, αλλά και από τον ουρανό δεν απουσίαζε (Ο).
Οι άγγελοι θαύμασαν το έργο της ενανθρωπήσεως και την κοινωνία του Θεού και των ανθρώπων (Π).
Οι σοφοί και ρήτορες του κόσμου έμειναν άφωνοι, μη μπορώντας νά εξηγήσουν το μυστήριο του παρθενικού τόκου (Ρ).
Ο Ποιμήν -Θεός γίνεται πρόβατο –άνθρωπος θέλοντας να σώσει τον κόσμο (Σ).
Η Παρθένος γίνεται φυλακτήριο τείχος των παρθένων και όλων των πιστών (Τ).
Κανείς ύμνος δεν μπορεί να πληρώσει τον φόρο του χρέους στον Σαρκωθέντα Βασιλέα (Υ).
Η Θεοτόκος είναι η φωτοδόχος λαμπάδα, που μας καθοδηγει στην γνώση του Θεού (Φ).
Ο Χριστός ήρθε στο κόσμο για να του δώσει χάρη και συγχώρηση (Χ).
Η δοξολογία προς τον Υιό συνδέεται και προς την ανύμνηση του έμψύχου ναού Του, της Θεοτόκου (Ψ).
Ο Ύμνος κλείνει με μία θαυμαστή αποστροφή προς την Παρθένο: «Ὦ πανύμνητε μῆτερ ἡ τεκοῦσα τόν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον,..»

Γιατί όμως ψάλλεται την Μεγάλη Τεσσαρακοστή;

Ο Ακάθιστος Ύμνος δεν συνδέεται άμεσα με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής , αλλά με την εορτή του Ευαγγελισμού, που εμπίπτει όμως πάντοτε μέσα στη κατανυκτική αυτή περίοδο.
Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγο του πένθιμου χαρακτήρος της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων καί μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψη η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικώς κατά τα Απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε’ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευης ανήκει λειτουργικώς στο Σάββατο, ημέρα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ημέρες της εβδομάδος των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μεταφέρονται οι εορτές της εβδομάδος.
Άλλωστε αυτή την Ακολουθία την τελούμε και άλλες περιόδους του έτους (στα μοναστήρια κάθε βράδυ μαζί με το Μικρό Απόδειπνο διαβάζουν και τους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας). Αντίθετα όλες τις άλλες Ιερές ακολουθίες (Προηγιασμένη, Μ. Απόδειπνο, Μ. Κανών) τις συναντούμε μόνο την περίοδο της Σαρακοστής.

Από το βιβλίο του Ἰ.Μ. Φουντούλη: ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, εκδ. Α. Δ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ.

Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια,

Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,

Αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε.

Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,

Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον.

Ίνα κράζω σοι, Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.



Κοντάκιο ή ττροϊμιο.

Σε σένα Θεοτόκε, που είσαι η υπέρμαχος στρατηγός αποδίδω με ευγνωμοσύνη την ένδοξη νίκη, εγώ η Πόλη Σου, επειδή με τη δική σου βοήθεια, γλίτωσα από τις φοβερές συμφορές, που έρχονταν εναντίον μου. Εσύ δε που η δύναμή Σου είναι ακατανίκητη, ελευθέρωσέ με από κάθε είδους κινδύνους, ώστε να φωνάζω πάντα, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Η εικόνα της Παναγίας « Ο Ακάθιστος ύμνος».

Η ονομασία της εικόνας αυτής αναφέρεται στον Ακάθιστο ύμνο και στο μοναστήρι του Χελανδαρίου, στο Άγιον όρος με μοναχούς κυρίως Σέρβους. Η εικόνα αυτή βρίσκεται στο εικονοστάσιο της κεντρικής εκκλησίας του μοναστηριού Χελανδαρίου. Το 1837, κατά τη διάρκεια πυρκαγϊάς σ’ αυτή την εκκλησία, ψαλλόταν εκεί κοντά ο Ακάθιστος ύμνος και η εικόνα προς μεγάλη χαρά των μοναχών, παρέμεινε άθικτη. Η εικόνα γιορτάζει στις 12 Ιανουάριου.

Η μορφή της Παναγίας.


Η Κυρία Θεοτόκος, όσον αφορά τον κατά κόσμο χαρακτήρα και σώμα της, ήταν σεμνή και αξιοσέβαστη σε όλα, και μιλούσε λίγο, λέγοντας μόνο τα απαραίτητα. Ήταν υπάκουη και ευπροσήγορη. Όλους τους τιμούσε και τους προσκυνούσε. Το μέγεθος του σώματός της ήταν κανονικό και συμμετρικό ή όπως λένε άλλοι, ήταν ψηλότερη από τη μέση και πάνω.

Δεν παρουσιαζόταν στον κάθε άνθρωπο. Ήταν μακριά από κάθε ταραχή και θυμό. Το χρώμα του Θεοδόχου Της Σώματος, ήταν ίδιο με το χρώμα του σιταριού. Είχε ξανθά μαλλιά στο κεφάλι. Είχε όμορφα μάτια, χρωματισμένα με θεία σεμνότητα, ωραϊσμένα με οξείες κόρες, ίδιες με την ελιά που σκεπάζονταν με φαιδροπρεπείς βλεφαρίδες. Τα φρύδια Της ήταν μαύρα, σχηματισμένα κυκλικά. Η μύτη της ήταν ομαλή και ίσια. Τα πανάμωμα χείλια της, ήταν ανθηρά, λάμποντα με κόκκινο χρώμα, και γεμάτα από τη γλυκύτητα των λόγων της.

Πρόσωπο είχε ιεροπρεπές, όχι στρογγυλό, αλλά λίγο μακρύ. Τα θεοδόχα χέρια της, ήταν μακριά. Το ίδιο, και τα δάχτυλα των χεριών της ήταν μακριά και λαξευμένα με λεπτότητα.

Ήταν ανθυπερήφανη και ανεπίδεικτη. Ταπείνωση είχε υπερβάλλουσα. Αγαπούσε να φοράει ρούχα με φυσικό τρόπο χρωματισμένα, καθώς φαίνεται από το άγιο και ιερό της Μαφόριο.

Γενικά, η Κυρία Θεοτόκος ήταν όσον αφορά τα εξωτερικά μέλη του σώματός Της, γεμάτη από Θεία χάρη και σεβασμιότητα, τέτοια, που όποιος την έβλεπε, λάμβανε στην ψυχή του ένα κάποιο φόβο με ευλάβεια, μαζί με μία εσωτερική χαρά, και χωρίς να την γνωρίζει από πριν, γνώριζε και μόνο από τον εξωτερικό της χαρακτήρα, ότι αυτή ήταν αληθινά, η Μητέρα του Θεού.

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ἡ Ὁσία Ματρώνα ἡ Ὁμολογήτρια ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ

Ἡ Ὁσία Ματρώνα ἔζησε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Μαρτύρων τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας μας, κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν. Ὑπῆρξε ἀκόλουθος μιᾶς πλούσιας καὶ εὐγενοῦς Ἰουδαίας, μὲ τὸ ὄνομα Παντίλλα ἢ Παυτίλλα, ἡ ὁποία ἦταν σύζυγος τοῦ στρατοπεδάρχη τῆς Θεσσαλονίκης. Καθημερινὰ συνόδευε τὴν κυρία της στὴ συναγωγὴ τῆς πόλεως, ὅπου ὡστόσο δὲν πήγαινε ἡ ἴδια, διότι κρυφὰ κατέφευγε σὲ χριστιανικὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Μοιραῖα, ὅμως, ἐπειδὴ γιὰ πολὺ καιρὸ ἡ Ματρώνα ξεγελοῦσε τὴν κυρία της, μία λάθος κίνηση στάθηκε ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ταυτότητά της. Σὲ μία ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, κατὰ τὴν ὁποία συνήθιζαν νὰ τρῶνε πικρὰ χόρτα καὶ ἄζυμα, ἡ Ματρώνα ἄργησε νὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ ὅταν ἔφθασε στὴν συναγωγὴ γινόταν ἡ τελετὴ τῶν Ἐπιτιμίων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους τῆς Παντίλλας κατήγγειλε ὅτι ἡ Ματρώνα ἦταν Χριστιανὴ καὶ ὅτι ἐξαπατᾶ τὴν κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορὰ ποὺ αὐτὴ προσερχόταν στὴν συναγωγή, ἐκείνη νὰ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῆς Παντίλλας, ποὺ δὲν δίστασε, ξεσπώντας σὲ κραυγές, νὰ τὴν κατηγορήσει ὅτι εἶναι ἐχθρικὴ πρὸς αὐτήν. Διέταξε ἀμέσως τὴν σύλληψή της καί, ἀφοῦ τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἔδεσαν, ἄρχισαν νὰ τὴν μαστιγώνουν. Ἡ Ματρώνα, ὅμως, μὲ παρρησία δήλωσε ὅτι εἶναι Χριστιανὴ καὶ ὅτι, ἂν καὶ ἡ κυρία της ἐξουσίαζε τὸ σῶμα της καὶ τὴν ἴδια της τὴν ζωή, ὡστόσο δὲν μποροῦσε νὰ τὴν μεταπείσει σὲ ὅσα πίστευε.
Ἡ Παντίλλα, ἀφοῦ τὴν ἁλυσόδεσε, διέταξε νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ νὰ σφραγίσουν τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ της. Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, νωρὶς τὸ πρωί, πῆγε ἡ ἴδια νὰ δεῖ ἂν ἡ Ματρώνα ζεῖ. Ἔκπληκτη διαπίστωσε ὅτι εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ στεκόταν φωτεινὴ ψάλλοντας, χωρὶς νὰ ἔχει τὸ παραμικρὸ ἴχνος τραύματος καὶ βασανισμοῦ. Ἐξοργισμένη ἡ Παντίλλα διέταξε νὰ δέσουν πάλι τὴν Ματρώνα καὶ νὰ τὴν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς. Ἐκείνη, ἔκπληκτη γιὰ τὴν ἰδιαίτερη σκληρότητα τῆς κυρίας της, τὴν ρώτησε γιατί τὴν βασάνιζε, ὀμολογώντας ὡστόσο τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Καταπονημένη ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ μὴν μπορώντας νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της, ἡ Ματρώνα κλείσθηκε καὶ πάλι στὴν φυλακή.
Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ὅταν ἡ Παντίλλα ἐπισκέφθηκε τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς τῆς Ἁγίας, ἀντίκρισε τὸ ἴδιο θέαμα. Τὴν Μάρτυρα ἀπελευθερωμένη ἀπὸ τὰ δεσμά της, μὲ τὸ ἴδιο φωτεινὸ πρόσωπο, παρὰ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν πεῖνα ποὺ ὑπέστη ἐπὶ δεκατέσσερις ἡμέρες. Τότε ἡ κυρία της, γεμάτη ὀργή, διέταξε νὰ δέσουν τὴν Ματρώνα σὲ δρύϊνα ξύλα καὶ νὰ τὴν βασανίσουν. Ἐξαντλημένη ἡ Ἁγία ἀπὸ τὶς μαστιγώσεις καὶ μὲ τὸ σῶμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε μὲ ἀδύναμη φωνὴ λίγες λέξεις προσευχῆς καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της.
Ἡ Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον μὲ τὸ ὄνομα Στρατόνικος, νὰ τυλίξει τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας σὲ δέρμα καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸ ρίξει ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Τὸ ἱερὸ λείψανό της τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια κοντὰ στὴν Λεωφόρο, δηλαδὴ τὴν Ἐγνατία ὁδό. Μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν, ὁ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἀλέξανδρος πῆρε τὸ σκήνωμα τῆς Μάρτυρος καὶ τὸ μετέφερε μέσα στὴν πόλη καί, ἀφοῦ ἔκτισε ναό, τὸ ἀπέθεσε ἐντὸς αὐτοῦ.
Τὴν ἐποχὴ τῆς Φραγκοκρατίας, ὅμως, τὸ σκήνωμα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκε στὴν Βαρκελώνη καὶ ἐναποτέθηκε σὲ ναό, ποὺ καταστράφηκε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὑπῆρχε καὶ μονὴ ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Ματρώνα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Γνώμην ἀήττητον, Ματρῶνα φέρουσα, πίστιν τὴν ἔνθεον, ἄσυλον ἔσωσας, μὴ δουλωθεῖσα τὴν ψυχήν, Ἑβραίων τῇ ἀπηνείᾳ· ὅθεν ἀριστεύσασα, καὶ τὸν δόλιον κτείνασα, μυστικῶς νενύμφευσαι, τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως. Αὐτὸν οὖν ἐκτενῶς ἐκδυσώπει, πάσης ἡμᾶς ῥυσθῆναι βλάβης.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωτὶ νοητῷ, Ματρῶνα ἀτενίζουσα, εἱρκτῆς τὴν φρουράν, ὡς θάλαμον λελόγισαι, ἐξ ἧς Μάρτυς ἔδραμες, πρὸς παστάδα πάμφωτον κράζουσα· Τῇ σῇ Λόγε θείᾳ στοργῇ, μαστίγων τὴν πεῖραν, καθυπέστην φαιδρῶς.

Μεγαλυνάριον.
Οὐδόλως δεδούλωσαι τὴν ψυχὴν, ἀλλ’ ἐλευθερίᾳ, ἐνδιέπρεψας εὐσεβεῖ, καὶ ἀρρενωθεῖσα, τὴν φρένα ὦ Ματρῶνα, ἠγώνισαι ἀνδρείως, κατὰ τοῦ ὄφεως.

Ἀκάθιστος Ὕμνος

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶναι «Κοντάκιον». «Κοντάκια» παλαιότερα ἐλέγοντο ὁλόκληροι ὕμνοι, ἀνάλογοι πρὸς τοὺς «Κανόνες». Ἡ ὀνομασία ὀφείλεται μᾶλλον στὸ κοντὸ ξύλο ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐτυλίσσετο ἡ μεμβράνη ποὺ περιεῖχε τὸν ὕμνο. Τὸ πρῶτο τροπάριο ἐλέγετο «προοίμιο» ἢ «κουκούλιο» καὶ τὰ ἀκολουθοῦντα ἐλέγοντο «οἶκοι», ἴσως διότι ὁλόκληρος ὁ ὕμνος θεωρεῖτο ὡς σύνολο οἰκοδομημάτων ἀφιερωμένων στὴ μνήμη κάποιου ἁγίου. Κοντάκιο λέγεται συνήθως σήμερα τὸ πρῶτο τροπάριο ἑνὸς τέτοιου ὕμνου.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος περιέχει προοίμιο καὶ 24 «οἴκους». Τὸ προοίμιό του σήμερα εἶναι τό: «Τὴ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ».
Ἡ «ἀκροστιχίδα» τοῦ ὕμνου εἶναι ἀλφαβητική, δηλαδὴ ἀκολουθεῖ τὴ σειρὰ τῶν γραμμάτων Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ ἕως Ω΄.
 «Ἐφύμνιο» λέγεται ἡ τελευταία φράσις τοῦ ὕμνου ποὺ ἐπαναλαμβάνει ὁ λαός.  «Ἐφύμνια» ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἔχει δυό: Τὸ «Χαῖρε, Νύφη ἀνύμφευτε» στοὺς περιττοὺς «οἴκους» (1,3,5,7,κτλ) καὶ τὸ «Ἀλληλούϊα» στοὺς ἀρτίους (2,4,6,8 κτλ).
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀρχίζει μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ ἔπειτα ἀναφέρεται σὲ ἄλλα γεγονότα, ὅπως τῆς σαρκώσεως τοῦ Κυρίου, τῆς θεώσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς θεομητορικῆς ἀξίας τῆς Θεοτόκου.
Ποιητὴς ποὺ νὰ μὴν ἐπιδέχεται ἀντιρρήσεις δὲν δόθηκε μέχρι σήμερα. Οἱ περισσότεροι θεωροῦν τὸν Ὕμνο ὡς ἔργο τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ.
Κατὰ τὸ ἔτος 626 ἡ Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ Ἀβάρους. Ὁ βασιλέας Ἡράκλειος ἀπουσίαζε στὴ Μικρὰ Ἀσία σὲ πόλεμο κατὰ τῶν Περσῶν. Τότε ὁ φρούραρχος Βῶνος μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Σέργιο ἀνέλαβαν τὴν ὑπεράσπιση τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Πατριάρχης περιέτρεχε τὴ πόλη μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἐνεθάρρυνε τὰ πλήθη καὶ τοὺς μαχητές. Ξαφνικὰ ἔγινε φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος ποὺ κατέστρεψε τὸν ἐχθρικὸ στόλο καὶ τὴ νύκτα τῆς 7ης πρὸς τὴν 8η Αὐγούστου, ἀναγκάσθηκαν νὰ φύγουν ἄπρακτοι. Ὁ λαὸς πανηγυρίζοντας τὴ σωτηρία του, συγκεντρώθηκε στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καὶ ὅλοι ὄρθιοι ἔψαλλαν τὸν ἀπὸ τότε λεγόμενο «Ἀκάθιστο» Ὕμνο στὴν Παναγία, ἀποδίδοντας τὰ «νικητήρια» καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὴν «Ὑπερμάχω Στρατηγῶ».
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ψάλλεται ἀπὸ τότε τμηματικὰ στὶς πρῶτες τέσσερις Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ ὁλόκληρος τὴν Πέμπτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶναι ἕνα ἀριστούργημα τῆς παγκοσμίου θρησκευτικῆς ποιήσεως καὶ δημοφιλέστατος.

Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.

Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.

Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.

Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ· Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι· Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια
Ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἴνα κράζω σοι· Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις ἐν αΰπνοις οἱ εὐσεβεῖς, ἀκαθίστῳ στάσει, ἀνυμνοῦμεν πανευλαβῶς, τὴν πρὸς τὸν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ἡμῶν βοήθεια.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Ο Μεγάλος Κανόνας

Η πέμπτη εβδομάς των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Τεσσαρακοστής. Οι Ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στη συνήθη Ακολουθία των λοιπών εβδομάδων θα προστεθούν δύο νέες εκτενείς Ακολουθίες·  ο Μέγας Κανών και το  ο Ακάθιστος ύμνος. Κανονικά το αποκορύφωμα αυτό θα έπρεπε να αναζητηθή στην επομένη, στην έκτη εβδομάδα των Νηστειών, που είναι και η τελευταία της περιόδου αυτής. Αλλά όλα στη λατρεία μας έχουν τακτοποιηθή από τους Πατέρας με πολλή μελέτη και περίσκεψι. Με «διάκρισι», κατά την εκκλησιαστική έκφρασι. Μετά από την τελευταία εβδομάδα ακολουθεί η Μεγάλη Ἑβδομάς, με πυκνές και μακρές ακολουθίες, ανάλογες προς τα μεγάλα εορτολογικά της θέματα. Μεταξύ αυτής και του αποκορυφώματος της Τεσσαρακοστής έπρεπε να μεσολαβήση μία περίοδος σχετικής αναπαύσεως, μία μικρά ανάπαυλα. Το τόσο λοιπόν ανθρωπίνως αναγκαίο μεσοδιάστημα είναι η τελευταία εβδομάς και την έξαρσι του τέλους βαστάζει η προτελευταία. Τις δύο θαυμαστές ακολουθίες της πέμπτης εβδομάδος τον Νηστειών, τον Μέγα Κανόνα και τον Ακάθιστο ύμνο, θα σταθούμε και θα τις εξετάσουμε.


Ο Μέγας Κανών ψάλλεται τμηματικώς στα Απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α' εβδομάδος των Νηστειών και ολόκληρος στην Ακολουθία του όρθρου της Πέμπτης της Ε' εβδομάδος. Στις ενορίες συνήθως ψάλλεται ανεξαρτήτως από τον Όρθρο, εν είδει μικράς αγρυπνίας, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την Ακολουθία του αποδείπνου. Κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνονται περισσότερο οι χριστιανοί στην παρακολούθησή του. Μπορεί να τον εύρει κανείς μέσα στο λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες της Τεσσαρακοστής, στο Τριῴδιο, καθώς και σε μικρά αυτοτελή φυλλάδια. Η παρακολούθησις του Κανόνος αυτού κατά την ώρα της ψαλμῳδίας του είναι δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι πυκνά και ταχύς ο ρυθμός της ψαλμῳδίας του. Για τους λόγους αυτούς τα εγκόλπια αυτά είναι ιδιαιτέρως απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλλίτερα τον ύμνο αυτόν. Τα κατωτέρω ας αποτελέσουν μία σύντομο εισαγωγή και βοήθεια για την κατανόησή του και μια παρακίνησι για την παρακολούθησι της ψαλμῳδίας του εκλεκτού αυτού λειτουργικού κειμένου.
Και πρώτα δυό λόγια για τον ποιητή του. Τον Μέγα Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Μοναχός κατ᾿ αρχάς στην Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε και ανέλαβε διάφορα εκκλησιαστικά υπουργήματα και τέλος ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Απέθανε γύρω στα 740 μ.Χ. στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη, κατά ένα ταξείδι του στην Κωνσταντινούπολι, είτε και εξόριστος εκεί -ήταν υποστηρικτής των αγίων εἰκόνων. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του, μία μεγάλη σαρκοφάγος, που βρίσκεται πίσω από το άγιο Βήμα της ερειπωμένης Βασιλικής της αγίας Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ταφή. Ο Ανδρέας ήταν λόγιος κληρικός και υμνογράφος. Η φιλολογική και υμνολογική του παραγωγή είναι αξιόλογος. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μέγας Κανών. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός Συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πρίν πεθάνῃ. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, ο Μέγας Κανών είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.
Για να καταλάβουμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάμωμε μία μικρή παρέκβασι. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των Κανόνων, που κατά πολλούς έχει την αρχή του σ᾿ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα. Είναι δε οι Κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων, που εγράφοντο για ένα ορισμένο λειτουργικό σκοπό: Να διακοσμήσουν την ψαλμῳδία των εννέα ωδών του Ψαλτηρίου, που εστιχολογούντο στον Ὀρθρο. Ἔψαλλαν τις εννέα ωδές και στους τελευταίους στίχους της κάθε μιάς παρενέβαλλαν τα τροπάρια, όπως γίνεται μέχρι σήμερα στους Ναούς μας κατά την ψαλμῳδία του «Κύριε εκέκραξα» στον εσπερινό και των ψαλμών των Αίνων στον όρθρο. Εννέα ήσαν οι ωδές του Ψαλτηρίου, εννέα και οι ομάδες τροπαρίων που αποτελούσαν τον κανόνα. Όλος ο κανών ψάλλεται σε ένα ήχο. Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μιά μικρή παραλλαγή στην ψαλμῳδία κατά τρόπο, που να διατηρείται μεν η μουσική ενότης στον όλο Κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στόν ίδιο ήχο, αλλά και να θραύεται και η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμῳδία που παρουσιάζει κάθε μιά ωδή. Τον Κανόνα αυτόν της συνθέσεως του εκκλησιαστικού αυτού ποιητικού είδους ακολουθεί και ο Μέγας Κανών. Έχει εννέα ωδές·όλες ψάλλονται σε ήχο πλ. β', κάθε όμως ωδή έχει το δικό της «εἱρμό», βάσει του οποίου έχουν συνταχθή και ψάλλονται τα τροπάρια της.
Ο Μέγας όμως Κανών στην μορφή του έχει μιά χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι, συγκρινόμενος πρός τους άλλους ομοίους του Κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας στην απόλυτό του έννοια. Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξῃ και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσῃ όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι Κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: Τόσα, όσα είναι και οι άλλοι στίχοι των ωδών, ούτως ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμῳδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος, ενώ οι συνήθεις Κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος είναι κατά τριάντα περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι προσέθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον άγιο Ανδρέα.
Και ερχόμεθα στο περιεχόμενο του μεγάλου Κανόνος. Δέν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας θρηνητικός μονόλογος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια ολίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίσι του δικαίου Κριτού, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάμῃ μία αναδρομή, μία ανασκόπησι του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσῃ με την ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας τον συμπνίγει. Η συνείδησις τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών του πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίδει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Αγία Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσῃ τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των Αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και ανοίγει η αισιόδοξος προοπτική του ποιητού. Βρήκε την θύρα του Παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσῃ·προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμένη του καρδιά και την πνευματική του πτωχεία. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ, του τελώνου, της πόρνης και του ληστού τον ενθαρρύνουν. Ο Κριτής θα ευσπλαγχνισθῇ και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους.

ᾨδή α'

«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;
ποίαν ἀπαρχή ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνῳδίᾳ;
ἀλλ᾿ ὡς εὔσπλαγχνος μοι δός παραπτωμάτων ἄφεσιν».

ᾨδή β'

«Πρόσεχε, οὐρανέ, καί λαλήσω·γῆ ἐνωτίζου φωνῆς
μετανοούσης Θεῷ καί ἀνυμνούσης αὐτόν»..

«Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός·
ἐνωτίζου ψυχή μου, τοῦ Κυρίου βοῶντος
καί ἀποσπάσθητι τῆς πρώτης ἁμαρτίας
καί φοβοῦ ὡς δικαστήν καί ὡς κριτήν καί Θεόν».

ᾨδή γ'

«Πῦρ παρά Κυρίου, ψυχή, Κύριος ἐπιβρέξας,
τήν γῆν Σοδόμων πρίν κατέφλεξεν».

«Πηγήν ζωῆς κέκτημαι σέ τοῦ θανάτου τόν καθαιρέτην
καί βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου πρό τοῦ τέλους· Ἥμαρτον,
ἱλάσθητι, σῶσον με».


Μέσα στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής «ο κατανύξεως μεστός» Μέγας Κανών προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στο στόμα του πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός. Σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του. Τούτο ανακεφαλαιώνει το θαυμαστό προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού του Μελωδού, που συμψάλλεται με τον Μέγα Κανόνα:

«Ψυχή μου, ψυχή μου,
ἀνάστα, τί καθεύδεις
τό τέλος ἐγγίζει
καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν,
ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρών
καί τά πάντα πληρῶν».

(Από το βιβλίο του I. Μ. Φουντούλη: ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, εκδ. Α. Δ.).

Ο Μέγας Κανών

Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.
Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681 μ.Χ.) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο᾽.

Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι ῾πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον᾽: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: ῾Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών᾽. Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του᾽. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. ‘Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα᾽. Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.
 
παπα Γιώργης Δορμπαράκης