Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

ΥΜΝΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ὁ χρόνος καὶ ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



Ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἂς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει πάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοὴ του ὅλα τ’ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτα σταθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια. Μία ἀδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει ὅλα τὰ πάντα, μέρα-νύχτα, κι αὐτὴ τὴν ἄπιαστη καὶ κρυφὴ κίνηση δὲ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει καμμιὰ δύναμη. Τοῦτο τὸ πράγμα ποὺ τὸ λέμε Χρόνο, τὸ ἔχουμε συνηθίσει, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μαζί του, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔπιανε τρόμος, ἂν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε καλὰ τί εἶναι καὶ τί κάνει. Ὅπως εἴπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αἰῶνες αἰώνων, ἀδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι ὅλα τ’ ἀλλάζει μὲ μία καταχθόνια δύναμη, ἄπιαστος, ἀόρατος, ἀνυπάκουος, τόσο, ποὺ νὰ τὸν ξεχνᾶ κανένας καὶ νὰ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ δὲ μπορεῖ ἡ διάνοιά μας, μὲ κανέναν τρόπο, νὰ καταλάβει πὼς κάποτε δὲν θὰ ὑπάρχει, πὼς θὰ καταστραφεῖ, πὼς θὰ λείψει. Πῶς, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ «κάποτε» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρόνος; Πῶς μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανένας πῶς κάποτε θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «κάποτε»;

Ἂν λείψει ὁ Χρόνος θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς πάλι τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα, καὶ τὰ ἐξαφανίζει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στὴ Μυθολογία τους πώς ὁ Κρόνος, δηλαδὴ ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τὰ παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῶ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δὲν τὸν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτὸν τὸν ἀκατανόητο ἄρχοντά μας, αὐτὸν πού εἶναι φίλος κι ἐχθρός μας, γιατί αὐτὸς μᾶς φέρνει ὅλα τὰ καλὰ πού μᾶς χαροποιοῦνε, κι ὅλα τὰ κακὰ πού μᾶς πικραίνουνε. Μᾶς δίνει τὴ γέννηση, τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς νιότης, τὴ δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρὰ πού μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς ἀρρώστειες, τὸ ἀπίστευτο ἄλλαγμα καὶ χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καὶ τῶν ἔργων, πού κοπιάσαμε νὰ τὰ κάνουμε, καὶ στὸ τέλος μᾶς ποτίζει τὸ φαρμάκι ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι πού μᾶς πότισε τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τὸν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς δικούς μας.

Ὤ! ποιὸς θὰ πιάσει αὐτὸν τὸν κλέφτη, ποὺ μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμαστε καὶ τὴν ὥρα ποὺ εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τὸ μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, μπαίνει σὲ κάθε μέρος, στὸν οὐρανὸ ποὺ γυρίζουνε τ’ ἄστρα καὶ στὰ καταχθόνια, σὲ κάθε στεριὰ καὶ σὲ κάθε θάλασσα, σὲ κάθε τρύπα, σὲ κάθε ζωντανὸ κι ἄψυχο, σὲ κάθε ἁρμὸ τοῦ βράχου, σὲ κάθε καρδιά, κι ὅλα τὰ παλιώνει, τὰ τρίβει σὰν τὴ μυλόπετρα, τὰ κάνει σκόνη· καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καὶ κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί ποὺ ὑπάρχει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!

Ὅπως λοιπὸν ὅλα τὰ πάντα, ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε παίγνια στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀκαταμάχητου γίγαντα, ποὺ εἶναι μαζὶ εὐεργέτης μας καὶ τύραννός μας. Καὶ δεχόμαστε τὸ ποτήρι ποὺ μᾶς κερνᾶ μὲ τὸ ʼνα χέρι του καὶ ποὺ ʼναι γεμάτο γλυκὸ κρασί, καὶ πίνουμε, καὶ τ’ ἄλλο ποτήρι ποὺ κρατᾶ στ’ ἄλλο χέρι του καὶ ποὺ ἔχει μέσα τὸ πικρὸ φαρμάκι. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ σκληρὸ παιχνίδι πού παίζει μ’ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ τέρας, ποὺ δὲν ἔχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἔχουνε ὅσα πλάσματα γεννᾶ καὶ σκοτώνει, καὶ πού τὸ παίζει δίχως νὰ γελᾶ, μήτε νὰ κλαίει, ἀδιάφορος κι ἀνέκφραστος, κρύος σὰν φάντασμα, αὐτὸς ὁ ἴδιος πού ἀνάβει τὴ φλόγα τῆς ζωῆς;

Ἀλλοίμονο! Αὐτὴ τὴν ἄσπλαχνη μυλόπετρα ποὺ τ’ ἀλέθει ὅλα στὸν κόσμο, τὴ γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καὶ τὴ φχαριστοῦμε γιὰ ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καὶ γιὰ ὅσα θὰ μᾶς κάνει ὕστερα, γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ πάθουμε ἀπ’ αὐτή, κοντὰ στὰ λίγα καλὰ ποὺ θὰ μᾶς φέρει καὶ ποὺ θὰ μᾶς τὰ πάρει βιαστικά. Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν τοὺς δυστυχισμένους κατάδικους ποὺ καλοπιάνουνε τὸν δήμιό τους, σὰν τοὺς μονομάχους τῆς Ρώμης ποὺ χαιρετούσανε τὸν Καίσαρα, πρὶν νὰ σφάξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κράζοντάς του: «Χαῖρε, ὢ Καίσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σὲ χαιρετοῦνε»! Ἔτσι, κ ἐμεῖς, χαιρετᾶμε τὸν καινούριο Χρόνο ποὺ θὰ μᾶς πάει πιὸ κοντὰ στὸ στόμα του γιὰ νὰ μᾶς φάγει, καὶ χοροπηδᾶμε καὶ τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σὰν τὰ σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τὴν ὥρα ποὺ ψηνόντανε.

Τοῦτος ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Χρόνου, ποὺ τὸν κάνει ν’ ἀνθίζει καὶ νὰ μαραίνεται ἀδιάκοπα. Ἡ φθορὰ εἶναι ὁ σκληρὸς νόμος ποὺ ἔβαλε ἀπάνω του τοῦτος ὁ τύραννος. Μ’ αὐτὴ τὴν ἄσπαστη ἁλυσίδα βαστᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο, σκλάβο ἀνήμπορον κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του.

Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι’ αὐτόν, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ πάτησε τὸν θάνατο καὶ ποὺ εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἄν ἀποθάνη ζήσεται. Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐὰν τις φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα»!

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ κλειδοκράτορας τοῦ μυστικοῦ κόσμου, λέγει: «Ἡ κτίσις ὑποτάχθηκε στὴ ματαιότητα, ἄθελά της, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κι αὐτὴ ἡ κτίση θὰ λευτερωθεῖ ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς φθορᾶς, στὴν ἐλευθερία τῆς δόξας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Γιατί γνωρίζουμε, πὼς ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζί μας ὡς τώρα. Κι ὄχι μοναχὰ ἡ κτίση, ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, ἀναστενάζουμε, περιμένοντας τὴν υἱοθεσία (δηλ. νὰ γίνουμε τέκνα τοῦ Θεοῦ), ἤγουν νὰ λυτρωθεῖ τὸ σῶμα μας ἀπὸ τὴ φθορά». Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ἂν κατοικεῖ μέσα σας τὸ Πνεῦμα Ἐκείνου ποὺ ἀνάστησε τὸν Ἰησοῦ, Αὐτὸς ποὺ ἀνάστησε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ ζωοποιήσει τὰ θνητὰ σώματά σας μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ κατοικεῖ μέσα σας».

Ναί. Μοναχὰ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ ποὺ πῆρε ἀπʼ Αὐτὸν κάθε ἐξουσία, θὰ δώσει τὴν ἀφθαρσία στοὺς ἀγαπημένους του, καταργώντας καὶ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς ὕλης, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. Νά, τί λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος γι αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν οἱ οὐρανοὶ ριζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται».

Καὶ στὴν Ἀποκάλυψη εἶναι γραμμένα τὰ παρακάτω λόγια γιὰ τὸν καινούριο κόσμο τῆς παλιγγενεσίας: «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ χρείαν οὐκ ἔχουσι λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».

Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς

Metropolitan Anthony Bloom



Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει. Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν’ ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι

Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀνθίσει μ’ ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση – τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.

Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ – εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.

Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ’ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά

Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν’ ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.

Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν’ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.



Ἀπό τό βιβλίο: Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδ. Ἀκρίτας

Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος

Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Ρώμη, από ευγενή οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία και τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ' αυτή τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της χριστιανικής αγάπης. Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ' αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε τη δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό. Με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. Αλλά ο θάνατός του, κίνησε τη μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε τη μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα. Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (945 μ.Χ.), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 - 976 μ.Χ.), ο Ρωμανός ο Γ' (1028 - 1034 μ.Χ.), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του αγίου Ζωτικού.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Οσία Μελάνη η Ρωμαία

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.

Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.

Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».

.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.


Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩ

Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης

«...... Οι Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές μετουσιώνονται σε μεγάλες πνευματικές χαρές για όσα ο Θεός εδωροφόρησε αγαθά στους ανθρώπους από τότε που « εφανερώθη εν σαρκί».
Συγκεκριμένα οι Μοναχοί και ειδικά στο Άγιο Όρος του Άθω, εορτάζουν την Γέννηση του Θεού Λόγου σχεδόν κάθε μέρα χάρις στις νυχθήμερες ιερές Ακολουθίες.
Πράγματι στις αδιάλειπτες λατρείες που επιτελούνται στις Βυζαντινές Μονές, στις Σκήτες, στις Καλύβες και τα Ησυχαστήρια, κατά τις Θ. Λειτουργίες και τις άλλες μυσταγωγικές ακολουθίες ψέλνονται ύμνοι που έχουν ως κέντρον την Σάρκωση του Θεού και τη σωτηρία του κόσμου.
Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων οι μονάζοντες είναι προετοιμασμένοι για την υποδοχή του Θ. Βρέφους, ώστε με ψυχική μέθεξη, με μετάρσιον νουν και « καιομένη καρδία» να ψάλλουν ενθέως τη δόξα του εν υψίστοις Θεού, ορώντες « θεωρητικώς» ή εκστατικά το « μυστήριον ξένον και παράδοξον» και , συνεπαρμένοι από την μυστική θέα των αθεάτων και νοητών κόσμων, να βλέπουν νοητά και εν πίστει ωσάν « θρόνον χερουβικόν την Παρθένον» και την Φάτνην « ως χωρίον ενώ εκλήθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός ...».
Όπως σ' ολόκληρη την ορθοδοξία, έτσι και στο Άγιον Όρος η προετοιμασία των Μοναχών αρχίζει με αγνιστικές νηστείες από τις 15 Νοεμβρίου. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι ψυχές των μονοτρόπων μυσταγωγούνται στο Μυστήριο της Γεννήσεως με τους εισαγωγικούς Ύμνους, με τα Καθίσματα, τα Τριώδια των Αποδείπνων, τις μελίρρυτες Καταβασίες και με τους εξαίρετους Ασματικούς Κανόνες που κορυφώνονται στις Μεγάλες Ώρες της προπαραμονής.
΄Ετσι με όλα τα υμνολογικά αριστουργήματα, οι μονάζοντες ζουν σε ένα κλίμα λειτουργικής συμμετοχής ως ιερουργούμενοι στο ανήκουστο Μυστήριο, ουρανοφάντορες μυούμενοι στην υπέρ φύση αποκάλυψη.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρείαν, αποβαίνει αληθινή μυσταγωγία των πιο υψηλών θεολογικών και πνευματικών εμπειριών. Νομίζει κανείς, ότι Άγγελοι Κυρίου επεδήμησαν εξ ουρανού και συνψάλλουν εναρμόνια μελωδήματα με τους αποδήμους του κόσμου ορεσιτρόφους Μοναχούς και ότι η θριαμβεύουσα στον ουράνιο κόσμο Εκκλησία, σε μια λειτουργική Σύναξη με τους ερημικούς και αρνησίκοσμους χριστιανούς υμνολογούν την ιερά νύχτα την Γέννηση του Χριστού.
Και πραγματικά μέσα στον λαμπρότατο υποβλητικό και κατανυχτικό βυζαντινό διάκοσμο και τις ποικιλόχρωμες ανταύγειες που διαχέουν τα ακτινοβολούντα πολύφωτα των στιλβωμένων πολυελαίων, τα τοιχογραφημένα πρόσωπα των Αγίων, παίρνουν μια τέλεια έκφραση, που οι θεώμενοι Μοναχοί να αισθάνονται ότι είναι ζωντανά μαζί τους.
Και όπως διατελούν στην μεταρσίωση αυτή, να βλέπουν εκστατικοί μπροστά τους Αποστόλους, Προφήτες, Μάρτυρες, Ιεράρχες, Οσίους, Ασκητές και Ησυχαστές, αυτήν την Θεοτόκο μέσα στο πάνσεπτο Σπήλαιο πλησίον του Θ .Βρέφους της, που έχει η ίδια ανακλίνει ως Λόγο σαρκωμένο στη Φάτνη των αλόγων ζώων και που πλαισιώνεται από τους Αγγέλους και τους ποιμένες με έκφραση απείρου αγαλλιάσεως όλους συμμετέχοντες με την παρουσία τους στους θείους ύμνους...
Με πλαίσιο μια απαράμιλλη σε ομορφιά και ποικιλία χειμερινών φυσικών εικόνων, φύση, με τη βαθύτατη αγιορειτική ησυχία, μέσα στην γεμάτη μυστήριο και διαφάνεια Βηθλεεμική νύχτα, οι ολονύκτιες θεοτερπείς ψαλμωδίες των Μοναχών σ' ολόκληρη την Αθωνική Χερσόνησο, με δεσπόζοντα τον λαμπρό αστέρα, ζωντανεύουν την Γέννηση του Θεού Λόγου στο αιδέσιμο Σπήλαιο και μεταφέρουν τους Μοναχούς στην αγία εκείνη νύχτα, που άγγελος Κυρίου ανήγγειλε στους απλοϊκούς « αγραυλούντες» ποιμένες: « ιδού γαρ ευαγγελίζομαι ημίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ. Ότι ετέχθη ημίν σήμερον σωτήρ, ός εστί Χρηστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ».
Γι' αυτό και οι Μοναχοί συντηρούν στο διηνεκές μέσα στις καρδιές τους αυτή την ίδια λευκή νύχτα, που «πλήθος στρατιές ουρανίων» έψαλλε « δια την των πάντων θέωσιν, το « Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία....»

Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Για να πραγματοποιηθεί το έργο της σωτηρίας πραγματικά και αποτελεσματικά έπρεπε να υπάρξει όχι μια εξωτερική θεωρητική ή έστω φιλοσοφική προσέγγιση του προβλήματος, όπως έκανε η θύραθεν διανόηση, αλλά πραγματική είσοδο του Σωτήρα στον κόσμο της πτώσεως. Πρόσληψη πραγματική της πτωτικής κτίσεως, ώστε η ανακαίνιση να μην είναι ένα αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, αλλά μια πραγματικότητα, ένα ιστορικό γεγονός! Ο απόστολος Παύλος τονίζει κατηγορηματικά πως ο Χριστός «κατέκρινεν την αμαρτίαν εν τη (ιδία) σαρκί» (Ρωμ.8,3) και όχι μόνο μέσα από κάποια ηθικού περιεχομένου ρητορικά σχήματα.
Καμιά εγκόσμια δύναμη δε μπορούσε να ποδηγετήσει αυτή την κατάσταση, κανένας δε μπόρεσε να άρει την ανθρώπινη κακοδαιμονία. Ουδείς κατόρθωσε ποτέ να ηγηθεί σωτηρίας και να καταστεί πραγματικός σωτήρας του κόσμου. Διότι τίποτε από την κτιστή δημιουργία δεν είχε μείνει αδιάφθορο από το κακό και την αμαρτία, τίποτε δεν είχε μείνει έξω από την κυριαρχία της βασιλείας του Σατανά, του πραγματικού «άρχοντος του κόσμου τούτου» (Ιωάν.12,31).
Μόνο ο απόλυτα απαθής στο κακό Θεός ήταν δυνατόν να καταστεί σωτήρας του κόσμου. Αυτός που δημιούργησε τον κόσμο μπορούσε να τον αναδημιουργήσει. Αυτός που έπλασε τον άνθρωπο, μπορούσε να τον λυτρώσει και να τον επαναφέρει στην προ της πτώσεως κατάστασή του. Έτσι και έγινε. Το προ αιώνων ετοιμασμένο σχέδιο της σωτηρίας άρχισε να υλοποιείται ευθύς μετά την πτώση. Ο «μανιακώς αγαπών», κατά τους Πατέρες, τον άνθρωπο Θεός ευδόκησε ο Λόγος Του να γίνει άνθρωπος, να εισέλθει πραγματικά και δυναμικά στην υλική δημιουργία για να είναι πραγματική η σωτηρία του κόσμου. Η προετοιμασία της Θείας Ενανθρωπήσεως υπήρξε μακρά και επίπονη, όπως αυτή εκτίθεται στην Παλαιά Διαθήκη.

Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας

Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας) και κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα ενώ είχε άλλους τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές.

Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.

Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.

Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.

Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.

Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.

Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐναθλήσας νομίμως τὸν ἐχθρὸν καταβέβληκας, καὶ Ὁσιομάρτυς ἐδείχθης, του Σωτῆρος περίδοξος· χειρῶν γὰρ καὶ ποδῶν τὴν ἐκτομήν, ὑπέστης Γεδεὼν καρτερικῶς, διὰ τοῦτο θείαν χάριν νέμεις ἀεί, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
(Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου)
῾Ρείθροις ἔπνιξας τῶν σῶν αἱμάτων, καὶ κατῄσχυνας, τοῦ ἐπαράτου, τὴν ἀσέβειαν Βελῆ καὶ τὸ φρύαγμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλῶν γενναιότατα, ὁσιομάρτυς Γεδεὼν παναοίδιμε, πρέσβυν ἀκοίμητον, Χριστῷ σε προσάγομεν, ῥυσθῆναι ἐκ κινδύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Ὁσίοις ἐκλάμψας ἐν ὄρει Ἄθωνος, μαρτυρίου ὑπῆλθες τὸ θεῖον στάδιον, καὶ ἐδέξω πρὸς Χριστοῦ ζωῆς τὸν στέφανον, Ὁσιομάρτυς Γεδεών, καὶ συνήφθης τοῖς χοροῖς, κλεινῶν Ὁσιομαρτύρων, μεθ᾿ ὧν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Ἀποφυγὼν τοῦ δυσμενοῦς, τὰς πάγας καὶ τοὺς βρόχους, ἐν μετανοίᾳ ἀληθεῖ, καὶ συντριβῇ καρδίας, προσέπεσας τῷ Λυτρωτῇ καὶ Σωτῆρι Χριστῷ, ὡς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος Ἅγιε· καὶ ἄρας τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἀσκητικῇ, πολιτείᾳ διέπρεψας, πρὸς ἀθλητικοὺς προγυμναζόμενος πόνους καὶ καμάτους· καὶ τοῖς ἀσεβέσι παραστάς, τὴν καλὴν ὁμολογίαν εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, ἀνακαλεσάμενος τῂν ἧτταν, καὶ τροπωσάμενος τὸν σὲ πρῴην πτερνίσαντα βύθιον δράκοντα· στεῤῥῶς γὰρ ὑπέμεινας τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσσεβῶν, καὶ τὰς τομὰς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ὡς ἄλλου πάσχοντος, δι᾿ ὧν τῶν πάλαι Μαρτύρων ὤφθης ἰσοστάσιος· μεθ᾿ ὧν σε τιμῶμεν Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη

Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.




Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

H Προσκύνηση των Μάγων.(Απόσπασμα από τον Λόγο στην Γέννηση του Χριστού του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού)

Ο Κύρος, ο βασιλεύς των Περσών, είχε κατασκευάσει ένα ναό και είχε τοποθετήσει μέσα χρυσούς και αργυρούς ανδριάντες των θεών και τον είχε διακοσμήσει με πολυτίμους λίθους. Εκείνες λοιπόν τις ημέρες , σύμφωνα με όσα μας πληροφορούν τα γραμμένα υπομνήματα, μπήκε ο τότε βασιλεύς στο ιερό, για να ζητήση εξήγησι σε κάποια του όνειρα, και ο ιερεύς Προύπιππος του είπε:

—    Τα συγχαρητήριά μου, βασιλιά μου. Η Ήρα συνέλαβε.
Ο βασιλεύς χαμογέλασε και είπε:
—    Αυτή που πέθανε, μου λες ότι συνέλαβε;
—    Ναι, αυτή που πέθανε ανέζησε και γεννά ζωή.
—    Τί θέλεις να πης, ξεκαθάρισέ το.

—    Κύριέ μου, πραγματικά πάνω στην ώρα κατέφθασες εδώ. Γιατί όλη την νύκτα τα αγάλματα, και τα ανδρικά και τα γυναικεία, δεν σταμάτησαν να χορεύουν και να συγχαίρουν το ένα το άλλο για την ευτυχία της Ήρας. Μα τα γυναικεία άρχισαν να λένε πως δεν ήταν η Ήρα, αλλά η Πηγή που συνέλαβε. Και τα ανδρικά απάντησαν πως αποδέχονται το όνομα Πηγή, γιατί το πραγματικό της όνομα είναι Μυρία και μέσα στη μήτρα της σαν μέσα σε πέλαγος φέρει φορτηγό πλοίο με μύριους επιβάτες. Και είναι πηγή όχι ύδατος αλλά πνεύματος. Και έχει ένα μόνο ψάρι, το οποίο συλλαμβάνεται με το αγκίστρι της θεότητος, για να θρέψη με την ίδια του την σάρκα όλο τον κόσμο. Έχει μνηστήρα τέκτονα, αλλά δεν είναι δικός του γιος ο τέκτων τον οποίον γεννά, αυτός είναι το παιδί του Αρχιτέκτονος που αρχιτεκτόνησε τον ουρανό και την γη. Αλλά περίμενε βασιλιά μου, να δούμε τί θα απογίνη τώρα στην διάρκεια της ημέρας.

Ο βασιλεύς έμεινε εκεί και περίμενε. Σε λίγο ο ναός γέμισε μουσικές και θορύβους και όλα τα είδωλα, ανθρώπων και ζώων, άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν ζωηρά, κατά τρόπο θορυβώδη και τρομακτικό. Και άνοιξε η οροφή του ουρανού και κατέβηκε ένα λαμπρό αστέρι και στάθηκε πάνω από το άγαλμα της Πηγής, και ακούσθηκε να λέγη τα εξής:

—  Δέσποινα Πηγή, ο μέγας ήλιος με απέστειλε να σε υπηρετήσω στην γέννα μετά τον αμίαντο γάμο που έκανε προς εσένα και συγχρόνως να σου μηνύσω: Γίνεσαι μητέρα του πρώτου όλων των ταγμάτων, νύμφη της τριωνύμου μονοκρατορίας. Το άσπορο βρέφος καλείται αρχή και τέλος. αρχή σωτηρίας και τέλος απωλείας.

Αμέσως σωριάσθηκαν σε συντρίμμια όλα τα είδωλα και έμεινε μόνο η Πηγή. και βρέθηκε πάνω της διάδημα βασιλικό με λιθοκόλλητο αστέρα από αδάμαντα και σμάραγδο και ο αστέρας στάθηκε πάνω της.

Ο βασιλεύς διέταξε να καλέσουν όλους τους σοφούς ερμηνευτές των σημείων της χώρας του και όλοι αυτοί ερμήνευσαν τα παραπάνω γεγονότα ως εξής:

—    Βασιλιά μας, ρίζα θεϊκιά και βασιλική ανέτειλε και φέρει την μορφή ουρανίου και επιγείου βασιλέως. Γιατί η Πηγή είναι η κόρη Μαρία η Βηθλεεμίτις, το διάδημα είναι τύπος βασιλικός και ο αστέρας ένα ουράνιο μήνυμα που θαυματουργείται στη γη. Από την φυλή Ιούδα σηκώθηκε βασιλεία που θα εξαλείψη την μνήμη των Ιουδαίων. Έφθασε και το τέλος της τιμής των θεών. Στείλε λοιπόν ανθρώπους στα Ιεροσόλυμα και θα βρης τον γιο του παντάνακτος να βαστάζεται σωματικά σε γυναικείες αγκάλες.

Χωρίς καθυστέρησι ο βασιλεύς κάλεσε τους υποτελείς του Μάγους και τους έστειλε με δώρα να προσκυνήσουν τον γεννημένο βασιλιά προσφερόμενοι ως απαρχή των Εθνών(19). Ξεκίνησαν, μετρώντας τις μέρες της πορείας τους και το άστρο πορευόταν μαζί τους. Έφθασαν στα Ιεροσόλυμα, σύμφωνα με το σχέδιό τους και άρχισαν να ρωτούν και να ψάχνουν που βρίσκεται ο γεννημένος βασιλεύς των Ιουδαίων. Αλλά γι’ αυτόν που εκείνοι από τόσο μακριά πληροφορήθηκαν και ήρθαν οι ίδιοι οι συμπατριώτες του δεν φαινόταν να έχουν ιδέα. Το πράγμα έφθασε στον ηγεμόνα. Ταράχθηκε ο Ηρώδης. έμαθε από τους γραμματείς πως ο Μεσσίας γεννιέται στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Κάλεσε κρυφά και τους Μάγους και ρώτησε πόσον καιρό φαινόταν το άστρο, για να υπολογίση πόσων ετών ήταν ο διεκδικητής της εξουσίας του, να τον βρη και να τον σκοτώση. Και απάντησαν απονήρευτα οι Μάγοι:

—         Έχουμε συμπληρώσει ένα χρόνο που οδηγούμαστε από το άστρο.
—         Τί σημαίνει άραγε αυτό; ρωτούσαν οι Ιουδαίοι.
—         Γεννήθηκε αυτός που ονομάζετε Μεσσία και τον περιμένετε.
—         Στο όνομα της θείας δικαιοσύνης, πέστε μας τί μάθατε;
—         Εσείς έχετε την αρρώστια της απιστίας και ούτε με όρκο δεν θα πιστέψετε. Απλά σας το λέμε: Γεννήθηκε ο Χριστός, ο γιος του Υψίστου. αυτό ξέρουμε.

Οι Ιουδαίοι καταθορυβημένοι συσκέφθηκαν μεταξύ τους και κατόπιν τους παρακάλεσαν να δεχθούν δώρα, προκειμένου να το αποσιωπήσουν αυτό εδώ στην χώρα τους, γιατί τάχα υπήρχε κίνδυνος να προκληθή εξέγερσις. Εκείνοι τότε είπαν:

—    Εμείς προς τιμήν του, για να διαλαλήσουμε τα θαυμαστά σημεία που συνέβηκαν στην χώρα μας κατά την γέννησί του, φέραμε δώρα και σεις μας λέτε να πάρουμε δώρα και να κρύψουμε αυτά που κηρύχθηκαν δημόσια από την επουράνια Θεότητα και να παρακούσουμε στις εντολές του βασιλιά μας που μας έστειλε;

Βγήκαν λοιπόν από τα Ιεροσόλυμα και έφθασαν στον προορισμό τους, ενώ το άστρο τους υπεδείκνυε το Δεσποτικό Βρέφος, και είδαν και την μητέρα και το παιδί. Άνοιξαν τις θήκες τους, γονάτισαν στην γη και του προσέφεραν δώρα: χρυσό, στον βασιλέα, λιβάνι στον Θεό, και σμύρνα στον θνητό. Και είπαν οι Μάγοι στην Παρθένο:

—  Πώς ονομάζεσαι, ξακουστή Παρθένε;
—  Μαρία, λέει εκείνη.
—  Από πού είσαι;
—  Από εδώ, από την Βηθλεέμ.
—  Και λοιπόν, δεν πήρες κανένα άνδρα ;
—  Μνηστεύθηκα μόνο και έγιναν αρραβώνες.
—  Από ποιο γένος κατάγεσαι και γέννησες τέτοιο παιδί;
—  Κατάγομαι από γένος βασιλικό και ιερατικό, δηλ. του Δαυίδ και του Ααρών, και από την ρίζα του Ιούδα. Κι είμαι κόρη του Ιωακείμ και γέννημα της Άννας.
—  Μήτηρ μητέρων, εσένα εμακάρισαν όλοι οι θεοί των εθνών. Μεγάλο σου το καύχημα. Ξεπέρασες όλες τις γυναίκες και αναδείχθηκες βασιλικώτερη από όλες τις βασίλισσες.

Το παιδί πάλι καθόταν κάτω στη γη. μόλις είχε μπη στο δεύτερο χρόνο. Στο πρόσωπο έμοιαζε αρκετά με την μητέρα του. Αυτή ήταν ελαφρώς ψηλή, με σώμα τρυφερό. το χρώμα του δέρματός της σαν του σταριού, τα μαλλιά της δεμένα ωραία στο κεφάλι της. Είχαν μαζί τους ένα δούλο ζωγράφο που έφτιαξε μία εικόνα τους, την οποία έφεραν κατόπιν στην πατρίδα τους και την έστησαν στο ιερό να προσκυνήται από όλους, γράφοντας σε χρυσά πέταλα την εξής επιγραφή: «Μέσα στο ουρανοποίητο ιερό, το Περσικόν κράτος αφιέρωσε αυτό το ανάθημα στον εν μέσω ηλίων Θεό και μεγάλο βασιλέα Ιησού».

Έπειτα σήκωσαν ο καθένας στα χέρια του το παιδί Ιησού και το προσκύνησαν, προφητεύοντας για τον σωτηριώδη σκοπό της ενσαρκώσεώς Του. Το παιδί γελούσε και σκιρτούσε με τα χαϊδέματα των Μάγων. Έπειτα αποχαιρέτησαν και την μητέρα, η οποία τους τίμησε και αυτούς πρεπόντως, και επέστρεψαν στο κατάλυμά τους.

Σχολιάζοντας αυτά που είδαν έλεγε ο πρώτος: «εγώ το έβλεπα νήπιο». ο δεύτερος: «εγώ το είδα τριαντάχρονο νέο». ενώ ο τρίτος: «εγώ το έβλεπα υπερήλικα γέροντα». Κι απόμειναν να θαυμάζουν.

Κατά το βράδυ παρουσιάσθηκε μπροστά τους ένας αστραποβόλος άγγελος με φοβερό πρόσωπο και τους λέγει:
—  Γρήγορα φύγετε από εδώ, για να μην πάθετε κακό.
—  Θεϊκέ άγγελε, είπαν εκείνοι διστακτικά, ποιος τάχα να κάνη κακό σε ανθρώπους σαν εμάς, που ήρθαμε με τέτοιο σκοπό;
—  Ο Ηρώδης, τους λέγει αυτός. Ακούγοντας αυτά οι Μάγοι ανέβηκαν σε γρήγορα και δυνατά άλογα και αναχώρησαν από άλλο δρόμο για την χώρα τους.

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη.(Κώστα Βάρναλη)

Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους…

Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸ Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὄτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικόν του δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει!

Ἤναψε τὸ κηρίον του καὶ τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (καὶ τοῦ Κυρίου!) ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του τὸ ἀριστερόν, διότι τὸν ἠνώχλει ὁ κάλος, καὶ ἡμίκλιντος ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ ῥεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγὰς τοῦ κραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς βροχῆς καὶ ἔβλεπε νοερῶς τὸν πορφυροῦν πόντον νὰ ῥήγνυται εἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς βράχους τοῦ νεφελοσκεποῦς καὶ χιονοστεφάνου Ἄθω.

Ἐκρύωνεν. Ἀλλὰ τὸ καφενεῖον τοῦ κυρ-Γιάννη τοῦ Ἀγκιστριώτη ἦτο κλειστόν. Ἀλλὰ καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε νὰ παραγγείλει:

- Πάτερ Ἀβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ἕνα ποτηράκι ῥακὴ ἢ ῥώμι).

Ἐκείνην τὴν χρονιὰν τὰ Χριστούγεννα ἔπεσαν Παρασκευήν. Τόσον τὸ καλύτερον. Θὰ νηστεύσει καὶ πάλιν, ὡς τὸ εἶχε τάμα νὰ νηστεύει διὰ βίου κάθε Παρασκευὴν διὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μέγα κρῖμα τῆς νεότητός του, ποὺ εἶδε τυχαίως ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπαν τὴν νεαράν του ἐξαδέλφην νὰ γδύνεται.

Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐσκεπάσθη μὲ τὴν διάτρητον βατανίαν του, ὅπως ἦτο ντυμένος καὶ μὲ τὰ ὑποδήματα – πλὴν τοῦ ἀριστεροῦ.

Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿ ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲ τὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺς ἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.

Καὶ ἦλθεν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ τεθλιμμένον πρόσωπον, ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον Βρέφος της, ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ὁ φίλος καὶ φρουρὸς τῶν νηπίων, ἡ Ἁγία Βαρβάρα καὶ ἡ Ἁγία Κυριακὴ μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τοὺς κλάδους τῶν φοινίκων εἰς τὰς χεῖρας, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος καὶ Εὐθύμιος καὶ Σάββας μὲ τὰς γενειάδας καὶ τὰ κομβοσχοίνια των· καὶ ἦλθε καὶ ὁ ὅσιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, «ἄνθρωπος τὴν ὄψιν καὶ θεὸς τὴν καρδίαν», ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια κρατοῦσα εἰς τὰς χεῖρας τὸ μικρόν της ληκύθιον, τὸ περιέχον τὰ λυτήρια ὅλων τῶν μαγγανειῶν καὶ ἐπῳδῶν, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ἡ Ἁγία Μαρίνα καὶ εἴτα ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος μὲ τὰ χαντζάριά των, μὲ τὰς ἀσπίδας καὶ τοὺς θώρακάς των – ὁλόκληρον τὸ Τέμπλον τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν μαστιζόμενον ἀπὸ θυέλλας καὶ λαίλαπας καὶ λικνιζόμενον ἀπὸ τὸ πολυτάραχον καὶ πολυρροιβδον κῦμα…

Φέγγος ἐαρινὸν καὶ θαλπωρὴ διεχύθησαν ἐντὸς τοῦ ὑγροῦ δωματίου καὶ ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος λησμονήσας τὸν κάλον του ἀνεσηκώθη νὰ φορέσει καὶ τὸ ἀριστερόν του ὑπόδημα διὰ ν᾿ ἀσπασθεῖ εὐλαβῶς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων.

Ἀλλ᾿ ἡ ὀπτασία ἐξηφανίσθη καὶ ἰδοὺ εὑρέθη εἰς τὸν Ἅη-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ποὺ ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους κι ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν. Πλῆθος πιστῶν εἶχεν ἀνέλθει ἀπὸ τὴν πολίχνην, ζωντανοὶ καὶ συγχωρεμένοι, νὰ παρακολουθήσουν τὴν Λειτουργίαν, τὴν ὁποία ἐτέλει ὁ παπα-Μπεφάνης βοηθούμενος ἀπὸ τὸν μπάρμπ᾿ Ἀναγνώστην τὸν Παρθένην.

Κατὰ περίεργον ἀντινομίαν τῶν στοιχείων, ἦτο καλοκαῖρι κι ἡ Λειτουργία εἶχε τελειώσει καὶ ἦτον δὲν ἦτον τρίτη πρωϊνή, ὅτε ἡ ἀμφιλύκη ἤρχισε νὰ ῥοδίζει εἰς τὸν ἀντικρυνὸν ζυγὸν τοῦ βουνοῦ.

Ὅλοι γείτονες, λάλοι καὶ φωνασκοί, ἐκάθηντο κατὰ γὴς πέριξ ἐστρωμένης καθαρᾶς ὀθόνης. Τέσσερ᾿ ἀρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, ἀστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστὰ τῆς λίμνης, αὐγοτάραχον καὶ ἐγχέλεις ἁλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια καὶ μῆλα – ὅλα τὰ καλούδια, προϊόντα της μικρῆς καὶ ὡραίας νήσου, περιέμενον τοὺς συνδαιτυμόνας.

- Καλῶς ὥρισες κυρ-Ἀλέξαντρε, κάτσε κ᾿ ἡ ἀφεντιά σου, τοῦ εἶπεν ἡ θεία ἡ Ἀμέρσα.

Ἀλλὰ τί βλέπει γύρω του; Ὅλους τους ἥρωας καὶ τὰς ἡρωίδας τῶν Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Ἐκεῖ ἦτον ἡ θεία-Ἀχτίτσα, φοροῦσα καινουργῆ μανδήλαν καὶ νέα πέδιλα, ἐπιδεικνύουσα μετ᾿ εὐγνωμοσύνης τὸ συνάλλαγμα τῶν δέκα λιρῶν, τὸ ὁποῖον μόλις ἔλαβε ἀπὸ τὸν ξενητευμένον εἰς τὴν Ἀμερικὴν υἱόν της. Δίπλα της ἐκάθητο κι ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας, ὁ προσποιηθεὶς τὸν Καλλικάντζαρον τὴν Παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ ληστεύσας τὸν Ἀγγελῆν, τὸν Νάσον, τὸν Τάσον – ὅλα τὰ παιδία τὰ ὁποῖα κατήρχοντο ἀπὸ τὴν Ἐπάνω ἐνορίαν, ἀφοῦ εἶχαν ψάλει τὰ Κάλανδα. Ἐσηκώθη καὶ παρέδωσεν εἰς τὸν κυρ-Ἀλέξανδρον τὰς κλεμμένας πεντάρας -δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα ἐκείνην τὴν χρονιὰν (συχωρεμένος ἂς εἶναι!).

Ἰδοὺ κι ὁ Μπαρμπ᾿ Ἀλέξης, ὁ Καλοσκαιρῆς, ποὺ δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάροντος διὰ νὰ πηδήσει εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του, ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ἦτον κι ὁ σύντροφός του ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας ὁ ναυτολογημένος ὡς Ἰωαννίδης καὶ διατελῶν ἐν διαρκεῖ ἀπουσίᾳ κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας.

- Νὰ φροντίσῃς, τοῦ εἶπεν ὁ Πανταρώτας, νὰ πάρω τὴν σύνταξή μου!

Καὶ λησμονῶν τὴν ἱερότητα τῆς στιγμῆς ἐμούντζωσε τὸ κενὸν συνοδεύων τὴν ἄσεμνον χειρονομίαν μὲ τὴν ἀσεμνοτέραν βλασφημίαν:

- Ὅρσε, κουβέρνο!

Ἐκεῖ ἦτον κι ὁ Μπαρμπα-Διόμας, εὐτυχὴς διότι ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὸ ναυάγιον καὶ ἐρρόφησεν ἀπνευστὶ ἐπὶ τοῦ διασώσαντος αὐτὸν τρεχαντηρίου ὁλόκληρον φιάλην πλήρη ἡδυγεύστου μαύρου οἴνου διὰ νὰ συνέλθει – ὢ πενιχρά, ἀλλ᾿ ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ πτωχοῦ!

Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔτρεξε νὰ τοῦ σφίξη τὴν χεῖρα καὶ ὁ βοσκὸς ὁ Στάθ᾿ς τοῦ Μπόζα, τοῦ ὁποίου δύο αἶγες εἶχον βραχωθῆ εἰς τὸν κρημνὸν ὑπεράνω της ἀβύσσου, ὅπου ἔχαινεν ὁ πόντος καὶ ἦτο ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, ἂν δὲν τὸν κατεβίβαζαν διὰ σχοινίου εἰς τὸν βράχον μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς του.

- Τὴν Ψαρὴ τὴν ἔχω τάξει ἀσημένια στὴν Παναγιά. Τὴ Στέρφα (τὴν ἄλλην αἶγα) θὰ τὴν σφάξω γιὰ σένα, νὰ τὴν φᾶμε.

Καὶ ἡ Ἀσημίνα τοῦ μαστρο-Στεφανῆ τοῦ βαρελᾶ, μὲ τὰς τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τὴ Ῥοδαυγή, τὴν Ἑλένη, τὴ Μαργαρὼ καὶ τὴν Ἀφέντρα, ἡ Ἀσημίνα, ποὺ τὴν μίαν ἡμέραν ἑώρτασε τοὺς γάμους τῆς Ἀφέντρας μὲ τὸν Γρηγόρη τῆς Μονεβασᾶς καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπένθησεν τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της τοῦ Θανάση.

Τέλος, ὤ! τῆς ἐκπλήξεως, ἐνεφανίσθη καὶ ὁ ἕτερος ἐαυτός του, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδημούλης, ὁ πτωχαλαζών, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἔργα μὴ κοινῶς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος ἠσθάνθη τύψεις, ὅτι ἔπλασεν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τόσον δυστυχεῖς καὶ ταπεινοὺς ἢ τόσον ἁμαρτωλοὺς (οὐδεὶς ἀναμάρτητος!) καὶ τὸν ἑαυτόν του τόσον ἐπηρμένον!…

Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν διέκοψεν ἡ ὀκταόκαδος τσότρα, ἡ περιφερομένη ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα. Δὲν ἐπρόλαβε νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ καὶ ἤχησαν τὰ λαλούμενα (βιολιτζῆδες ντόπιοι καὶ τουρκόγυφτοι μὲ κλαρινέτα) καὶ … ἐξύπνησεν.

Ποτὲ ὁ κοσμοκαλόγηρος κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν ἐξύπνησε τόσον χορτάτος, ὅσον ἐκείνην τὴν ἁγίαν ἡμέραν, ὁ νῆστις τοῦ Σαρανταημέρου καὶ ὁ νῆστις ὅλης της ζωῆς του! – ζωὴν νὰ ἔχει!

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγια Νήπια (περίπου 14.000) που εσφάγισαν με διαταγή του Ηρώδη

Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.


Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής

Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης

      Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Χριστού Γέννησιν, ευρισκόμενο μέσα στην όλη ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, αναφέρεται σε τρία γεγονότα: στη φυγή της αγίας οικογένειας στην Αίγυπτο, κατόπιν προτροπής αγγέλου στον ύπνο του Ιωσήφ, λόγω της δαιμονιώδους οργής του Ηρώδη, στη σφαγή των νηπίων από τον παράφρονα Ηρώδη και στην επάνοδο της αγίας οικογένειας στην Ιουδαία και την εγκατάστασή της στην πόλη της Ναζαρέτ. Η σφαγή των νηπίων μάλιστα, τρομακτική και μόνον ως λέξη, αποτελεί και το περιεχόμενο της σημερινής μας αναφοράς, καθώς ερμηνεύεται και από το συναξάρι της 29ης Δεκεμβρίου, μνήμης ακριβώς των σφαγιασθέντων νηπίων: ῾Τότε ῾Ηρώδης ἰδών ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καί ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω, κατά τόν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρά τῶν μάγων᾽ (Ματθ. 2, 16).



       «Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».



       Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα  είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;



       Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».

       Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε  να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη  η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.

        Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.



       Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, βρίσκεται και η υμνογραφία της  εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας («Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται», δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον  Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως βότρυες Χριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες, τον Ηρώδην πλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).



       Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία μετά των αγίων της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει  την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Σκέψεις στον Απόστολο της Κυριακής

Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης

῾Τό Εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾽ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον...ἀλλά δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ (Γαλ. 1, 11.12)

α. Κυριακή μετά τά Χριστούγεννα, καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρεται στή βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου ὅτι τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου πού κήρυξε στούς Γαλάτες δέν τό ἄκουσε καί δέν τό παρέλαβε ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά μέ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Πρός ἐπίρρωση μάλιστα τῆς βεβαιότητός του αὐτῆς φέρνει τήν προγενέστερη ζωή του, πῶς δηλαδή ἀπό ζηλωτής τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καί διώκτης γι᾽ αὐτό τῶν χριστιανῶν μεταστράφηκε καί ἔγινε ὁ ἴδιος ἔνθερμος πιστός τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀπόστολός Του στά ἔθνη, κάτι πού σφραγίστηκε ἀπό τήν ἐπικοινωνία του καί μέ τούς ἀποστόλους μαθητές τοῦ Κυρίου, ἰδίως τόν Πέτρο καί τόν ᾽Ιάκωβο.



β. 1. Τό Εὐαγγέλιο βεβαίως γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ δηλαδή ὡς ἀνθρώπου στόν κόσμο. ῾Η γέννησή Του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία συνιστᾶ τήν πιό χαρμόσυνη ἀγγελία, αὐτό τό ἴδιο τό εὐαγγέλιο. ῞Ο,τι εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπαρχῆς ἀπό τόν Θεό στούς πρωτοπλάστους μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία μέ τό λεγόμενο πρωτευαγγέλιο, ὅτι θά ἔλθει κάποια ἐποχή πού ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ φιδιοῦ- διαβόλου, ὅ,τι ἔπειτα προαναγγέλετο ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε πραγματικότητα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. ῾Ο ἐμφανισθείς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ στούς ἔκθαμβους ἁπλούς ποιμένες τῆς περιοχῆς αὐτό ἀκριβῶς μαρτυρεῖ: ῾ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ᾽. Τό εὐαγγέλιο ἔκτοτε πού κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι καί ἡ ᾽Εκκλησία, κατ᾽ ἐντολήν πιά τοῦ Χριστοῦ,  ἦταν ἀκριβῶς τοῦτο: ὁ ἐρχομός ᾽Εκείνου ὡς Σωτήρα, ὁ ῾Οποῖος ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τόν διάβολο - ὅ,τι συνιστᾶ τήν πλήρη ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.



2. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν στοιχεῖ στήν παράδοση αὐτή τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν καί ἀποστόλων: κηρύσσει τόν Χριστό καί τό εὐαγγέλιό Του, κατόπιν ἀποκαλύψεως τοῦ ῎Ιδιου. Τό ἰδιάζον ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος ἔπρεπε νά ἀπαντήσει καί στίς ἐνστάσεις ὁρισμένων ῾ψευδαδέλφων᾽, οἱ ὁποῖοι εὐκαίρως ἀκαίρως τόν ἀμφισβητοῦσαν ὡς γνήσιο ἀπόστολο, διότι δέν ἀνῆκε στούς δώδεκα μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος του εἶναι γι᾽ αὐτό ἀπόλυτος: δέν ἔχει μικρότερη σημασία τό κήρυγμά του, γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, κλήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Τόν συνέχει πάντοτε ἡ συγκλονιστική ἐμπειρία του ἀπό τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στή ζωή του – τότε πού τοῦ ἐμφανίστηκε στήν πορεία του πρός τή Δαμασκό καί τόν κάλεσε νά γίνει μαθητής καί ἀπόστολός Του.  ῾Η αὐτοσυνειδησία του λοιπόν ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. ῾Η ἴδια ἡ μεταστροφή του καί οἱ θλίψεις καί δοκιμασίες πού τή συνόδευσαν ἀποτελοῦν τήν ἐγγύηση γι᾽ αὐτό. Εἶναι τόσο βέβαιος γιά ὅ,τι κηρύσσει, ὥστε σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς θά πεῖ τόν φοβερό ἐκεῖνο λόγο: κι ἄν ἄγγελος κατέβη καί σᾶς πεῖ ἀντίθετα πρός αὐτά πού ἐγώ σᾶς κηρύσσω, νά εἶναι ἀνάθεμα.



῎Ετσι ὁ ἀπόστολος καθιστᾶ γνωστό στούς Γαλάτες ὅτι μέσωτοῦ  ἴδιου πού τούς κηρύσσει τό εὐαγγέλιο ἔρχονται σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τή ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός τόν κάλεσε καί τόν ἴδιο τόν Χριστό τούς φέρνει ἀνάμεσά τους. Δέν πρέπει συνεπῶς νά νιώθουν μειονεκτικά γιατί τάχα δέν εἶναι ἀποστολική ἡ θεμελίωση τῆς ᾽Εκκλησίας τους.



3. Παρ᾽ ὅλα αὐτά! ῾Ο ἀπόστολος εἶναι διακριτικός. Μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐσωτερική βεβαιότητα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης του ἀπό τόν Χριστό, ὅμως θέλει καί τήν ἔξωθεν ἐπιβεβαίωση. Μετά ἀπό ἕνα διάστημα ἀπόσυρσής του στήν ᾽Αραβία, ἐπανέρχεται στή Δαμασκό γιά νά ἀνέβη ὅμως στή συνέχεια στά ῾Ιεροσόλυμα, προκειμένου νά συναντήσει τόν ἀπόστολο Πέτρο καί τόν ἀδελφόθεο ᾽Ιάκωβο. Κι ἐπί δεκαπέντε ἡμέρες ἔμεινε μαζί μέ τόν Πέτρο, προφανῶς ἐκθέτοντάς του τό τί τοῦ συνέβη καί πῶς ἄλλαξε. Κι ὄχι μόνο τοῦτο: μετά κι ἀπό ἄλλο διάστημα, κατ᾽ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, ἐπανέρχεται καί πάλι στά ῾Ιεροσόλυμα, ὅπως θά πεῖ σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του, γιά νά παρουσιάσει στούς ἐκεῖ χριστιανούς τό κήρυγμά του ῾μήπως εἰς κενόν τρέχει ἤ ἔδραμε᾽. ῾Απλῶς ὅμως καί μέ τόν τρόπο αὐτό σφραγίζεται γιά μία ἀκόμη φορά ἡ γνησιότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος: ῾ἐμοί γάρ οἱ δοκοῦντες οὐδέν προσανέθεντο, ἀλλά τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τό εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθώς Πέτρος τῆς περιτομῆς...καί γνόντες τήν χάριν τήν δοθεῖσαν μοι, ᾽Ιάκωβος καί Κηφᾶς καί ᾽Ιωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιάς ἔδωκαν ἐμοί καί Βαρνάβᾳ κοινωνίας᾽. Οἱ σπουδαῖοι ἀπόστολοι δέν τοῦ πρόσθεσαν κάτι, ἀλλά τοῦ ἔδωσαν καί τό δεξί τους χέρι σέ ἔνδειξη ἐπικοινωνίας καί ὁμόνοιας.



Κι εἶναι νά θαυμάζει κανείς τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καί τήν ταπείνωσή του. ῞Οπως εἴπαμε: μολονότι ἀπόλυτα σίγουρος γιά τήν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία του, νιώθει ὅτι ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία, γεγονός πού προσδίδει στή θεοπτία του ἀπόλυτο καί ἀναμφισβήτητο κύρος, ἐνῶ διδάσκει ὅτι ὁποιαδήποτεπνευματική ἐμπειρία γιά νά εἶναι βεβαία πρέπει ἀκριβῶς νά σφραγίζεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παραδοχή.



4. Τήν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατά τήν ὁποία γνώρισε τόν Θεό ἐν Χριστῷ προσωπικά καί ἄμεσα, καλούμαστε νά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς. ῾Η πίστη μας ἔχει ἐμπειρικό καί ὄχι νοησιαρχικό χαρακτήρα, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μας φανερώνεται σέ ὅλους, ἀρκεῖ νά Τόν ἀναζητοῦμε γνήσια καί ἀληθινά. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος - ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽. Καθένας πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια ἀκούει τή φωνή τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δέν περιμένει κανείς τήν ἔνταση καί τό βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου – αὐτό εἶναι μία ἐξαιρετική εὐλογία χάρης πού ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπό τόν Θεό - ἀλλά στόν καθένα δωρίζεται ὁ Θεός κατά τό μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδή κατά τό μέτρο ὅπως εἴπαμε τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τό εὐαγγέλιο γίνεται κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδή γίνεται τραγούδι πού ὁδηγεῖ σέ ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Θεοῦ.



Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη ὅτι αὐτή ἡ δωρεά τοῦ εὐαγγελίου στή ζωή μας συνιστᾶ καί ἀνάθεση ἀπό τόν Θεό κάποιας διακονίας. Τήν ὥρα δηλαδή πού ὁ Θεός μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ἀποκαλύπτεται, τήν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σέ τροχιά διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: ῾ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν...᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιά νά ἐπαναπαυτεῖ σέ μᾶς ἀλλά γιά νά ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καί ἀγάπῃ στόν συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιά νά μοιραστεῖ. Καί μοιραζόμενη πλουτίζει καί αὐξάνει.



γ. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κλήθηκαν ἀπό τόν ῎Ιδιο, ὅπως σέ ἄλλο ἐπίπεδο κλήθηκε δι᾽ ἀποκαλύψεώς Του καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. ᾽Αντιστοίχως. Τά Χριστούγεννα εἶναι γεγονός τῆς ἱστορίας, ἀλλά καί πρόκληση γιά τό ἑκάστοτε παρόν: ὁ Χριστός γεννήθηκε ἐν Βηθλεέμ τῆς ᾽Ιουδαίας, ἀλλά καί γεννᾶται ἀενάως στίς καρδιές μας. Εἶναι ἕτοιμος ὡς ὁ Αἰωνίως Παρών νά φανερωθεῖ σέ καθέναν πού ἔχει γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Τό ἔκανε στόν ἀπόστολο Παῦλο, τό ἔκανε σέ ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους, τό κάνει καί θά τό κάνει πάντοτε καί στή δική μας ἐποχή. Τό ζητούμενο γι᾽ αὐτό δέν εἶναι ἡ δική Του προσφερομένη χάρη, ἀλλά ἡ δική μας ἀνύπαρκτη πολλές φορές καλή προαίρεση.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Σίμων ο Μυροβλήτης κτήτορας της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας

Ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλύτης ήταν ο κτήτορας της τολμηρότερης αρχιτεκτονικά αγιορείτικης μονής, της Σιμωνόπετρας. Υπήρξε θαυμάσιος ασκητής, θαυματουργός και μυροβλύτης.

Υποτάχθηκε σε αυστηρό Γέροντα και τόσο τον αγάπησε, ώστε την ώρα πού κοιμόταν ασπαζόταν τα πόδια του και κατά την απουσία του τον τόπο της κατακλίσεως του. Πίστευε ότι δίχως αυτόν δεν θα μπορούσε ν΄ ανεβεί στον ουρανό. Η υποταγή του έδωσε την υψοποιό ταπείνωση και αυτή τη διάκριση. Με την ευλογία του Γέροντα του κατοικεί σε σπήλαιο, πού σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στη μονή του, για να δοθεί όλος στην προσευχή, δίχως να φοβάται τις συχνές επιθέσεις των δαιμόνων. Οι επισκέψεις των ανθρώπων τον σύγχυζαν και ετοιμαζόταν ν΄αναχωρήσει σ΄ ερημικότερο τόπο, όταν άκουσε προσευχόμενος ουράνια φωνή· «Σίμων, φίλε πιστέ, και λάτρη του Υϊού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομα σου». Πιστεύοντας στην αναξιότητά του ο άξιος, θεώρησε τη φωνή τέχνασμα του πονηρού. Τη νύκτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος είδε αστέρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω στην πέτρα, όπου σήμερα η μονή, και η φωνή της Θεοτόκου να του λέγει· «Εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιόν σου, και να σώσης ψυχάς, και πρόσεχε καλώς· μη απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου».

Θαυματουργικά προχώρησε στην ανοικοδόμηση της μονής ο όσιος. Την εκκλησία αφιέρωσε στο όνομα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και τη μονή ονόμασε Νέα Βηθλεέμ. Με θεάρεστη πολιτεία τελείωσε τον βίο του σε προχωρημένη ηλικία στις 28 Δεκεμβρίου 1257 μ.Χ. Ανάμεσα στους τελευταίους λόγους, πού είπε στους υποτακτικούς, λίγο πριν το τέλος του, ήταν και οι εξής· «Θέλω να σας επισκέπτομαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμόν ορατόν και αόρατον... να ήστε ειρηνικοί· φιλόξενοι· να επιτελήτε τας εορτάς πνευματικώς... να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττητε και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε...». Ονομάσθηκε μυροβλύτης, γιατί «τοις πάσιν εφαίνετο μύρον αναβλύζον από του τάφου αυτού». Δυστυχώς και το χαριτόβρυτο λείψανο του και ο τάφος του μένουν σήμερα κρυμμένα και άγνωστα. Ο Σέρβος δεσπότης Ιωάννης Ούγγλεσης (+1371 μ.Χ.), ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του οσίου στη θεραπεία του τέκνου του, μεγάλωσε τη μικρή μονή και την πλούτισε με δωρεές και αφιερώματα.

Ο όσιος Ησαΐας έγραψε τον βίο του, τον όποιο μετέγραψε ο όσιος Νικηφόρος ο Χίος. Οι μοναχοί Θεόφιλος και Ραφαήλ συνέθεσαν κανόνες, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης Χαιρετισμούς και Εγκώμιο, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης οκτώηχο κανόνα και εξέδωσε την ακολουθία του το 1924 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Τὸν περιλάλητον πιστοὶ Μυροβλύτην, καὶ πανυπέρτιμον Χριστοῦ μαργαρίτην, καὶ μοναζόντων ἔρεισμα, καὶ θεῖον ἀσκητήν, πάντες εὐφημήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶντες· Σίμων μάκαρ φύλαττε, ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας· ἣν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ, ὁδηγηθεὶς δι’ ἀστέρος τρισόλβιε,

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀσκήσει ἐκλάμψας ἐν Ἄθῳ Ὅσιε, ὡς καθαρθεὶς τὴν καρδίαν τῶν ἀρετῶν τῷ φωτί, ἐδοξάσθης θαυμαστῶς Σίμων μακάριε· διὸ καὶ βλύζειν κρουνηδόν, μύρα εὔοσμα ἡμῖν, ἠξίωσαι μετὰ τέλος. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀνυμνοῦμέν σε ἀκρέμονα καὶ Ἀποστόλων ὀπαδόν καὶ ἰσοστάσιον καὶ τοῦ Ἄθω σεμνολόγημα καὶ φωστῆρα· Δὸς οὖν Πάτερ καὶ ἡμῖν τὴν σὴν ἀντίληψιν Ὑπέρ πάντων ἐξαιτούμενος τὸν Κύριον Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Σίμων τρισόλβιε.

Ὁ Οἶκος
Φῶς τὸ δίκην ἀστέρος, ἐξαστράψαν τῆ Πέτρᾳ, τῇ σοί κατῳκισμένῃ τρισμάκαρ, ἐν θεοπτίᾳ αὐτὸ θεωρῶν, ἐν τῆ Γεννήσει τοῦ Χριστοῦ οὐρανόφωτον, ἐξίστασο θεόληπτος ἀκούων ταῦτα·

Χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ φῶς καθορᾶται·
χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ σκότος γελᾶται.

Χαῖρε, τοῦ πεμφθέντος φωτὸς ἡ διάδοσις·
χαῖρε, τῶν χαρίτων Χριστοῦ ἡ ἐπίδοσις.

Χαῖρε φῶς τὸ ἀστερόμορφον, ἀναβλέψας ὀφθαλμοῖς·
χαῖρε σκότος τὸ θεήλατον, ἀπελάσας λογισμοῖς,

Χαῖρε, ὅτι κατέστης ἄστρου ξένου διόπτρα·
χαῖρε, ὅτι κατεῖδες ὑπὲρ μάγους ἀστέρα.

Χαῖρε φωστήρ, ἀστέρων λαμπρότερε·
χαῖρε λαμπτήρ, φωστήρων φανότερε.

Χαῖρε, δι’ οὗ Βηθλεὲμ νεουργεῖται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ Ἐδὲμ κατοικεῖται.

Χαίροις Σίμων τρισόλβιε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης μυροθήκη πνευματική, Σίμων Μυροβλύτα, ἡδυπνόου ἐπιρροῆς, ὀσμαῖς σου εὐπνόοις, ὀσμὴν πρὸς ἀπαθείας, ἀπαύστως δειγείρων, τοὺς προσιόντας σοι.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Δισμύριοι (20.000) μάρτυρες που κάηκαν στη Νικομήδεια

Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι χριστιανοί της Νικομήδειας ήταν αρκετά πολυπληθείς. Ο επίσκοπος Άνθιμος, άνδρας άξιος και με αυταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα - μέρα για τις ψυχές των πιστών. Η πρόοδος αυτή των χριστιανών κέντρισε το φθόνο των ειδωλολατρών αρχόντων και θέλησαν να εξοντώσουν τη χριστιανική Εκκλησία, προπάντων στα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα κέντρα της. Σχεδίασαν λοιπόν, ανήμερα Χριστούγεννα να κάνουν γενική σφαγή των χριστιανών της Νικομήδειας. Οι χριστιανοί είχαν μαζευτεί και πανηγύριζαν το κοσμοσωτήριο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Ο επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τους είχαν περικυκλώσει στρατός και όχλος ειδωλολατρών με όπλα και ρόπαλα, διέταξε να γίνει γρήγορα η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα, βάπτισε τους κατηχουμένους, για να έχουν ασφαλή εφόδια στην αιώνια σωτηρία. Τότε οι ειδωλολάτρες έβαλαν φωτιά στο ναό, με αποτέλεσμα να καούν χιλιάδες πιστοί. Το τραγικό αυτό γεγονός, αντί να μειώσει τον αριθμό των μελών της Εκκλησίας, αντίθετα τον πολλαπλασίασε και χαλύβδωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των πιστών. Έτσι και στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που είπε η κεφαλή της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός: «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίου, ιστ' 18). Ο θάνατος δηλαδή και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού, δε θα υπερισχύσουν, ούτε θα κατανικήσουν την Εκκλησία, που είναι αιώνια και αθάνατη.

(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι' αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Μετά την Χριστού Γέννησιν

Στις 26 Δεκεμβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 26 Δεκεμβρίου τιμούμε τη μνήμη των Αγίων Ιωσήφ του Μνηστήρα της Παρθένου Παναγίας, του Δαβίδ του Προφήτη και βασιλιά και του Ιακώβου του Αδελφοθέου , δηλαδή, το κατά κόσμον γένος και οικογένεια του Χριστού. Όταν δεν υπάρχει Κυριακή εντός αυτής της περιόδου, μεταφέρουμε τον εορτασμό στις 26 Δεκεμβρίου.

Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.

Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.

Κάθισμα
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Πατρὸς ὡς ἀληθῶς, οὐρανίου θεράπων, ἐγένου Ἰωσήφ, καὶ Πατὴρ τοῦ ἀνάρχου, Υἱοῦ σὺ νενόμισαι, τοῦ σαρκὶ νηπιάσαντος· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, πιστῶς ἀνυμνοῦντές σε.

Ὁ Οἶκος
Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκὶ ὁ ἄσαρκος, περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καὶ σῴζει ἀτρέπτως τὰς ἄμφω οὐσίας, ἀρχὴν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καὶ μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τὰ σύμπαντα. Διὸ τοὺς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεὸς στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ, οὓς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.

Μεγαλυνάριον
Μνήστωρ τῆς Παρθένου ὁ Ἰωσήφ, καὶ φύλαξ ἐδείχθη, Θεοπάτωρ δὲ ὁ Δαβίδ, Ἰάκωβος ὁ ὁμαίμων, τοῦ Λόγου ὠνομάσθη· διὸ καὶ τῇ γεννήσει τούτου συγχαίρουσι.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Δεύτε ίδωμεν πιστοί..., Τι θαυμάζεις Μαριάμ..., Ο αχώρητος παντί..

Τα Τίμια Δώρα Λιβάνι, Σμύρνα και Χρυσό

Το Λιβάνι ήταν ένα άρωμα που χρησιμοποιούσαν οι Ιουδαίοι και σαν δώρο συμβόλιζε πως ο Χριστός θα γινόταν αγαπητός.
Το χρυσάφι ήταν το αγαθό των Βασιλιάδων, πράγμα που συμβόλιζε την ιδιότητα ως Βασιλιά που έχει ο Χριστός για τους Χριστιανούς.
Η Σμύρνα ήταν άρωμα που τοποθετούσαν στους νεκρούς για να μυρίζουν ωραία, πράγμα που συμβόλιζε πως ο Χριστός θα υπέφερε και θα πέθαινε.
Λιβάνι κοινώς λιβάνι η λιβανωτός: αρωματική ελαιώδης ρητίνη του δένδρου βοσουελλίας της καρτερεί-ου, πού φύεται στις αμμώδεις εκτάσεις της Αραβίας, της Σομαλίας, των Ινδιών και του Λιβάνου. Χρησιμοποιήθηκε σαν θυμίαμα για κοσμική και λατρευτική χρήση από τα πανάρχαια χρόνια (Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Εβραίοι).
Μύρα κοινώς μύρον ή μύρρα: αρωματική υδατοδιαλυτή ρητίνη του φυτού μύρρας της κομμιοφόρου και άλλων συγγενών πού φύονται στην Αραβία και την Αιθιοπία.
Στα δώρα των μάγων δόθηκαν οι εξής συμβολισμοί σε σχέση με τον Χριστό:

ο χρυσός ως τιμή σ' αυτόν ως τον νέο βασιλιά του κόσμου

το λιβάνι ως Θεό

η σμύρνα ως αυτόν που θα θυσιαζόταν για χάρη των ανθρώπων
Η σημασία των Δώρων
Στο εδάφιο 2:

Πού είναι αυτός που γεννήθηκε, ο βασιλιάς των Ιουδαίων;
Επειδή, είδαμε το αστέρι του στην ανατολή, και ήρθαμε για να τον προσκυνήσουμε (2:2).

Στο εδάφιο 11:

Και όταν ήρθαν στο σπίτι, είδαν το παιδί μαζί με τη Μαρία, τη μητέρα του, και
πέφτοντας κάτω το προσκύνησαν, και ανοίγοντας τους θησαυρούς τους,
του πρόσφεραν δώρα, χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα (2:11).

Προσκύνησαν αφού άκουσαν τον βασιλιά, αναχώρησαν, και ξάφνου, το αστέρι, που είχαν δει στην ανατολή, προπορευόταν απ' αυτούς, μέχρις ότου, φτάνοντας, στάθηκε επάνω εκεί όπου ήταν το παιδί. Και καθώς είδαν το αστέρι, χάρηκαν με χαρά υπερβολικά μεγάλη (Ματθαίος 2:9-10). Προσκύνησαν με την καρδιά τους.

Του πρόσφεραν Δώρα βασιλικά. Προσφέρουν αυτό που λατρεύουν, τα εργαλεία τους, τα όπλα τους. Το λιβάνι και η σμύρνα, ήταν τα πιο ακριβά μυρωδικά καρυκεύματα, σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Το χρησιμοποιούσαν για θυσίες σε τελετές που έκαναν, στους ναούς τους, ή για να πάρουν χρησμούς. Υπάρχουν αρκετά βαβυλωνιακά κείμενα που βεβαιώνουν αυτό.

Τα δώρα τους ήταν φόρος υποτέλειας, ήταν τα όπλα τους, αυτό που θεωρούσαν πιο σημαντικό και το λάτρευαν. Στην Παλαιά Διαθήκη όταν ο βασιλιάς Εζεκίας, έδειξε στους Βαβυλώνιους τους θησαυρούς του και στους θησαυρούς υπήρχαν κατά πάσα πιθανότητα αυτά τα τρία (Β΄ Βασιλέων 20:13)

Τα δώρα των μάγων δεν ήταν δώρα για μωρό.
Συμβόλιζαν την προσκύνηση και υποταγή τους στο νέο βασιλιά.
Ήταν μια θυσία. Θυσίαζαν αυτό που πριν λάτρευαν.
Η μόνη κατάλληλη θυσία για το βασιλιά Χριστό, που δείχνει την αλλαγή στη ζωή μας, είναι να θυσιάσουμε αυτό που λατρεύουμε πριν πάμε στο Χριστό.
Οι μάγοι με την ελάχιστη γνώση τους, έστω έψαξαν και βρήκαν τον Ιησού.

Και θα με ζητήσετε, και θα με βρείτε, όταν με ζητήσετε με όλη σας την καρδιά
(Ιερεμίας 29:13)
Ανεκτίμητο κειμήλιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου
Τα Τίμια Δώρα είναι χρυσός, λίβανος και σμύρνα

O χρυσός βρίσκεται υπό την μορφή εικοσιοκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. χ 7 εκ. Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής μικροεπεξεργασίας.

O λίβανος και η σμύρνα διατηρούνται ως μείγμα υπό την μορφή εξήντα δύο περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς.

Φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται για προσκύνηση των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμό εκτός Αγίου Όρους στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς για την Παναγία ότι
«διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β' 19, 51).

Πιστεύεται από τους θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα «ρήματα», τα λόγια και τα γεγονότα δηλαδή της ζωής του Κυρίου, η Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον Άγιο Απόστολο Λουκά ο οποίος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιο του.
Παράλληλα με τα άγια «ρήματα» του Κύριου, η Υπεραγία Θεοτόκος «διετήρει» και ότι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή του Κυρίου και τα Τίμια Δώρα.

Σύμφωνα με την ιστορικοθρησκευτική μας παράδοση, πριν την Κοίμηση της η Παναγία Μητέρα του Κυρίου τα παρέδωσε μαζί με τα Άγια Σπάργανα του Χριστού, την Τίμια Εσθήτα και την Αγία Ζώνη της στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων οπού και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 μ.Χ. περίπου.

Κατά το έτος αυτό ο αυτοκράτορας Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη για αγιασμό του λάου και προστασία και προβολή της Βασιλεύουσας.

Εκεί παρέμειναν μέχρι και την άλωση της πόλης από τους Φράγκους το έτος 1204 μ.Χ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας μαζί με αλλά ιερά κειμήλια στη Νίκαια της Βιθυνίας, προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπου και παρέμειναν για εξήντα περίπου χρόνια.

Με την υποχώρηση των Σταυροφόρων επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την υποδούλωσή της στους Τούρκους το 1453 μ.Χ.

Μετά την Άλωση η Μάρω, χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421-1451) και μητρυιά του Μωάμεθ Β' του Πορθητού, τα μετέφερε αυτοπροσώπως στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στο Αγιο Όρος.
Η Μονή αυτή της ήταν γνωστή αφού ο πατέρας της Γεώργιος Βράγκοβιτς, δεσπότης της Σερβίας, έκτισε το καθολικό της προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.

Κατά την αγιορείτικη παράδοση
καθώς η Μάρω ανέβαινε από τον αρσανά (λιμάνι) στην Μονή, η Κυρία Θεοτόκος την εμπόδισε με υπερφυσικό τρόπο να πλησίασει στη Μονή και έτσι να παραβίασει το άβατον του Αγίου Όρους.
Αυτή υπάκουσε και παρέδωσε ταπεινά τα Τίμια Δώρα στους μοναχούς και πατέρες, οι όποιοι και έστησαν στο σημείο εκείνο της θεομητορικής παρουσίας ένα Σταυρό πού σώζεται μέχρι σήμερα και λέγεται «Σταυρός της Βασιλίσσης».
Το σουλτανικό έγγραφο με τις σχετικές πληροφορίες παραδόσεως των Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παύλου.

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής - Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν

Ματθ. β´ 13-23)

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ᾿Εγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς  Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· «᾿Εξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν Υἱόν μου». Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Φωνὴ ἐν ῾Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· ῾Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν». Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· ᾿Εγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. ᾿Ακούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντὶ ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Οταν ἀναχώρησαν οἱ μάγοι, ἕνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ παρουσιάστηκε στὸν ᾿Ιωσὴφ στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ εἶπε· «Σήκω ἀμέσως, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο καὶ μεῖνε ἐκεῖ ὡσότου σοῦ πῶ. Γιατὶ ὁ ῾Ηρώδης ὅπου νά ’ναι θὰ ψάξει νὰ βρεῖ τὸ παιδί, γιὰ νὰ τὸ σκοτώσει». ῾Ο ᾿Ιωσὴφ σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ μέσα στὴ νύχτα ἔφυγε στὴν Αἴγυπτο· ἐκεῖ ἔμεινε ὥσπου πέθανε ὁ ῾Ηρώδης. ῎Ετσι ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ εἶχε πεῖ ὁ προφήτης· ᾿Απὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν γιό μου. ῞Οταν κατάλαβε ὁ ῾Ηρώδης πὼς οἱ μάγοι τὸν ἐξαπάτησαν, ὀργίστηκε πάρα πολύ. ῎Εστειλε τότε στρατιῶτες καὶ σκότωσαν στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴν περιοχή της ὅλα τὰ παιδιὰ ἀπὸ δύο χρονῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸν χρόνο ποὺ ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς μάγους. ῎Ετσι ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶχε πεῖ ὁ προφήτης ῾Ιερεμίας·  ’Ακούστηκε στὴ Ραμὰ κραυγή, θρῆνος, κλάματα καὶ στεναγμὸς βαρύς· γιὰ τὰ παιδιά της κλαίει ἡ Ραχὴλ καὶ πουθενὰ δὲν βρίσκει παρηγοριά, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν πιὰ στὴ ζωή.  ῞Οταν, λοιπόν, πέθανε ὁ ῾Ηρώδης, ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο ἐμφανίστηκε στὸν ᾿Ιωσὴφ σὲ ὄνειρο στὴν Αἴγυπτο, καὶ τοῦ εἶπε· «Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε στὴ χώρα τοῦ ᾿Ισραήλ, γιατὶ πέθαναν ὅσοι ἤθελαν νὰ θανατώσουν τὸ παιδί». Τότε ὁ ᾿Ιωσὴφ σηκώθηκε, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ γύρισε πάλι στὴ χώρα τοῦ ᾿Ισραήλ. ῞Οταν ἔμαθε πὼς βασιλιὰς τῆς ᾿Ιουδαίας εἶναι ὁ ᾿Αρχέλαος, στὴ θέση τοῦ πατέρα του, τοῦ ῾Ηρώδη, φοβήθηκε νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ. Μὲ θεϊκὴ ἐντολὴ ὅμως, ποὺ τοῦ δόθηκε στὸ ὄνειρό του, ἀναχώρησε γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας. ῏Ηρθε, λοιπόν, κι ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη Ναζαρέτ. ῎Ετσι ἐκπληρώθηκε γιὰ τὸν Χριστὸ ἡ προφητεία ποὺ ἔλεγε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ναζωραῖος.

Ο Απόστολος της Κυριακής - Μετά την Χριστού Γέννησιν

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ῞Ετερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.





Απόδοση σε απλή γλώσσα

Αδελφοί, πρέπει νὰ ξέρετε πὼς τὸ εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα ἐγὼ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἄνθρωπο. Γιατὶ κι ἐγὼ οὔτε τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχτηκα ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ᾿Ασφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγή μου ὅσον καιρὸ ἀνήκα στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μὲ πάθος τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐξαφανίσω. Καὶ πρόκοβα στὸν ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, γιατὶ εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές μου παραδόσεις. ῾Ο Θεὸς ὅμως μὲ εἶχε ξεχωρίσει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου καὶ ἡ χάρη του μὲ εἶχε καλέσει νὰ τὸν ὑπηρετήσω. ῞Οταν, λοιπόν, εὐδόκησε νὰ μοῦ ἀποκαλύψει τὸν Υἱό του γιὰ νὰ φέρω στοὺς ἐθνικοὺς τὸ χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αὐτόν, δὲν στηρίχθηκα σ’ ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στὰ ῾Ιεροσόλυμα νὰ δῶ ἐκείνους ποὺ ἦταν ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ μένα, ἀλλὰ ἔφυγα στὴν ᾿Αραβία, καὶ ὕστερα ξαναγύρισα στὴ Δαμασκό. ῎Επειτα, μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, ἀνέβηκα στὰ ῾Ιεροσόλυμα νὰ γνωρίσω ἀπὸ κοντὰ τὸν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. ῎Αλλον ἀπόστολο δὲν εἶδα, παρὰ τὸν ᾿Ιάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος

Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ».(Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.

Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.

Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια - κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ' ὦ Τρισμάκαρ, τοὺς σὲ τιμῶντας, σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπων λαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνον ἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.

Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν

Δεύτε ίδωμεν πιστοί

Μυστήριο παράξενο καὶ παράδοξο ἀντικρύζω

Ἅγιος Ἰωάννης ο Χρυσόστομος

Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβίμ και δοξολογούν τα Σεραφίμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Βλέπουν Εκείνον που είναι πάνω στον ουρανό, να βρίσκεται κάτω στη γη λόγω της οικονομίας του για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο που είναι στη γη, να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό εξαιτίας της φιλανθρωπίας του Θεού. Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σ’; αυτήν αντί για αστέρια άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πως έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο, γιατί τα πάντα υπακούουν στο Θεό.Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ιδιότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε κι από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη. Και όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν παραδεχόντουσαν την παράδοξη γέννησή του και οι μεν Φαρισαίοι παρερμήνευαν τις θείες Γραφές, οι δε Γραμματείς δίδασκαν τα αντίθετα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ηρώδης γύρευε το νεογέννητο, όχι για να του προσφέρει τιμές, μα για να το σκοτώσει. Γιατί έβλεπαν ότι σήμερα τα πράγματα ήρθαν αντίθετα προς τις προσδοκίες τους. Γιατί όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «δεν έγιναν αυτά κρυφά από τα παιδιά τους και θα γίνουν γνωστά και στις επερχόμενες γενεές». Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των ουρανών και απορούσαν πως ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, δηλαδή από σπλάχνα παρθενικά, χωρίς να παύσει να επιστατεί τους αγγέλους Του και χωρίς να χάσει τις θεϊκές του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο Βασιλιά των ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαν παρθένοι στον υιό της Παρθένου κι απορούσαν πως ο δημιουργός των μητρικών μαστών και του γάλακτος, Εκείνος που κάνει τους μαστούς να βγάζουν μόνοι τους άφθονο γάλα, πως έφαγε παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο. Ήρθαν τα νήπια σ’; Εκείνον που έγινε νήπιο για να συντεθεί ύμνος στον Κύριο από νήπια που ακόμα θηλάζουν. Ήρθαν παιδιά προς το Παιδί που τα έκανε μάρτυρες Του εξαιτίας της θηριωδίας του Ηρώδη. Ήρθαν οι άνδρες σ’; Εκείνον που έγινε άνθρωπος και θεράπευσε τις ταλαιπωρίες των δούλων Του. Ήρθαν ποιμένες στον καλό Ποιμένα που θυσιάζεται για να σώσει τα πρόβατά Του. Ήρθαν ιερείς σ’; Εκείνον που έγινε Αρχιερέας κατά σειρά διαδοχής από τον Μελχισεδέκ. Ήρθαμε οι δούλοι σ’; Εκείνον που έλαβε δούλου μορφή, για να μετατρέψει σε ελευθερία τη δουλεία μας. Ήρθαν οι ψαράδες σ’; Εκείνον που τους μετέτρεψε από απλούς ψαράδες σε ψαράδες ανθρώπων. Ήρθαν τελώνες σ’; Εκείνον που ανέδειξε έναν από τους τελώνες σε ευαγγελιστή. Ήρθαν οι πόρνες σ’; Εκείνον που άφησε τα πόδια Του να τα βρέξει με τα δάκρυά της η πόρνη. Και για να μιλήσω με συντομία, όλοι οι αμαρτωλοί ήρθαν να δουν τον Αμνό του Θεού που σήκωσε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου, οι ταπεινοί μάγοι, οι ποιμένες που τον τίμησαν, οι τελώνες που κήρυξαν το Ευαγγέλιο, οι πόρνες που του πρόσφεραν μύρα, η Σαμαρείτιδα που επιθυμούσε να γευθεί νερό από την πηγή της ζωής, η Χαναναία που είχε ακλόνητη πίστη. Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου αντί για μουσικά όργανα, τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή, αυτά είναι η σωτηρία μου αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι’; αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με τη δική τους δύναμη την ικανότητα να πω μαζί με τους αγγέλους: «Δόξα στον ύψιστο Θεό», και μαζί με τους ποιμένες: «και ας επικρατήσει στη γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η αγάπη».

Εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Kυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ἅγιος Ἰωάννης ο Χρυσόστομος

Πολλαὶ μὲν καὶ ἀναρίθμητοι τῶν Χριστιανῶν αἱ θεοφιλεῖς πανηγύρεις·
τί δὲ τῆς παρούσης πανηγυρικώτερον, ὅτι ὁ δεσπότης Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ κόσμος ἀνεγεννήθη;

Ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ Ἀδὰμ ἀνεκλήθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ Εὕα τῆς λύπης ἐλυτρώθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ δράκων ἠφανίσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ παράδεισος ἀνεκαινίσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ διάβολος κατεκρίθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ ᾅδης ἠλλοιώθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ γῆ ἀνεκτίσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ ἀὴρ ἐκαθάρθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ οὐρανὸς ηὐφράνθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ Ἰουδαϊσμὸς ἐμειώθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἐπυκνώθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ συναγωγὴ ἐκαπνίσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ ἐκκλησία εὐωδιάσθη·
ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ τὸ φῶς προσετέθη.

Σήμερον γὰρ καὶ τοῦ σωματικοῦ φωτὸς αὔξησις καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἔλλαμψις.
Τοῦ γὰρ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης Χριστοῦ ἐκ τῆς παρθενικῆς ἀδιαφθάρτου παστάδος ἀνατείλαντος, τὸ σκότος τῆς ἀσεβείας ἀπελάθη καὶ τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας διεδόθη, ὁ παγετὸς τῆς βλασφημίας διελύθη, ὁ δὲ καρπὸς τῆς θεογνωσίας ἐπιάνθη καὶ ὁ ἀστὴρ τῆς ἀληθείας εἰς πάντας ἀνέτειλεν.
Ὅθεν τοῦτο τὸ φῶς θεωρήσαντες οἱ προφῆται ἐκ πολλῶν τῶν χρόνων ἐβόων πρὸς αὐτὸν λέγοντες·
Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς.
Τί ἐστιν Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς;
Ἐν σοί φησι τὸν πατέρακατανοήσομεν·
φῶς γὰρ εἶ φωτὸς μηνυτικόν.
Πῶς οὖν πανηγυρίζομεν σήμερον,
τοῦ ἀΰλου φωτὸς Χριστοῦ ἀΰλως παρακύψαντος
ἐκ τῆς ἀτοιχωρύχου παρθενικῆς πηγῆς;
Οὐκέτι τὰ εἴδωλα ψηλαφῶμεν,
ἀλλὰ τὰ θυσιαστήρια κατανοοῦμεν·
οὐκέτι ἐγγαστριμύθους ἀξιοῦμεν,
ἀλλὰ προφήτας παρακαλοῦμεν·
οὐκέτι ἐπαοιδοὺς θεραπεύομεν,
ἀλλ’ ἀποστόλους ἐγκωμιάζομεν·
οὐκέτι ὑπὸ δένδρον εἰδωλολατροῦμεν,
ἀλλ’ ὑπὸ τὸν σταυρὸν κυριολογοῦμεν·
οὐκέτι τὰ τέκνα ἡμῶν τοῖς δαιμονίοις θύομεν,
ἀλλὰ τὰς καρδίας ἡμῶν ἀναγινώσκομεν,
ἀλλ’ εὐαγγέλια τῷ Θεῷ θυμιῶμεν·
οὐκέτι μυθολογίας ἐπιγινώσκομεν·
οὐκέτι Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλην σεμνύνομεν,
ἀλλὰ Πέτρον καὶΠαῦλον ἐκθειάζομεν·
οὐκέτι τὴν σάρκα περιτεμνόμεθα,
ἀλλὰ τὴν ψυχὴν σφραγιζόμεθα·
οὐκέτι πικρίδας Ἰουδαϊκὰς ἐσθίομεν,
ἀλλὰ τὸ μέλι τῆς χάριτος καταπίνομεν·
οὐκέτι ἐν Βαβυλῶνι αἰχμαλωτιζόμενοι λέγομεν·
Πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;
ἀλλὰ πανταχοῦ τῆς γῆς εὐφραινόμενοι βοῶμεν·
Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς·
οὐκέτι μερικῶς πανηγυρίζοντες πενιχρῶς παρατρύζομεν λέγοντες·
Γνωστὸς μόνον ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ὁ Θεός,
ἀλλὰ καθολικῶς γενεθλιάζοντες πλουσίως ὑποψάλλομεν·
Πάντα τὰ ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας,
ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως.
Μηκέτι τὸν Βάαλ προσκαλεῖσθε,
ἀλλὰ τὸν Θεὸν παρακαλεῖτε·
ἐκεῖνος ἀδολεσχεῖ,
οὗτος θαυματουργεῖ·
ἐκεῖνος καθεύδει,
οὗτος γρηγορεῖ.
Πάντα τὰ ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας,
ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως.
Τί ἐστιν ἀλαλάξατε;
Ἀντὶ τοῦ εὐχαριστήσατε τῷ νικοποιῷ Χριστῷ·
ἀλαλαγμὸς γὰρ νίκης ἀναγνωρισμός.
Ἀλαλάξωμεν τοίνυν τῷ νικοποιῷ Χριστῷ,
καὶ μὴ τοῖς ψευδωνύμοις εἰδώλοις προσκυνήσωμεν,
διότι πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια,
ὁ δὲ Κύριος τοὺς οὐρανοὺς ἐποίησεν.

Ἤκουες γοῦν ἀρτίως τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου λέγοντος·
Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου, ἰδοὺ μάγοι παρεγένοντο ἀπὸ ἀνατολῶν ἐν Ἱεροσολύμοις λέγοντες·
Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
Εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος, ὢ τοῦ φρικτοῦ ἱλαστηρίου,
ὢ τοῦ ἀκαταλήπτου μυστηρίου.
Ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ὁ δεσπότης Χριστὸς γεννᾶται,
καὶ πρὸ πάντων ὑπὸ μάγων ὁρᾶται·
ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου,
καὶ ἀρχὴν ἡμερῶν λαμβάνει ὁ ἄναρχος·
ἐν σπηλαίῳ τίκτεται,
καὶ τῇ χειρὶ τὰ πάντα βαστάζει·
ἐν φάτνῃ τίθεται,
καὶ τροφὴ πάντων γίνεται·
σπαργάνοις κατειλεῖται,
καὶ λύσιν ἁμαρτιῶν δωρεῖται·
ἐκ μήτρας προέρχεται,
καὶ τὴν μητέρα παρθένον τηρεῖ·
εἰς Αἴγυπτον φεύγει,
καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀνάγει·
ὡς παιδίον βαστάζεται,
καὶ ὡς Θεὸς γνωρίζεται·
Ἀρχέλαον κάμπτει,
καὶ τὸν διάβολον τύπτει·
μάγους προσκαλεῖται,
καὶ Ἰουδαίους ἀπωθεῖται·
κύνας τρέφει,
καὶ τὰ τέκνα τύπτει.

Ἀλλὰ ταῦτα ἀκούων μὴ ἀσπλαγχνίαν τοῦ δεσπότου Χριστοῦ καταψηφίσῃ, ἀλλὰ ῥᾳθυμίαν τῶν Ἰουδαίων·
ἀντεστράφη γὰρ ἡ τάξις οὐ τῇ φύσει ἀλλὰ τῇ γνώμῃ,
καὶ γέγοναν οἱ κύνες τέκνα, τὰ δὲ τέκνα κύνες.
Ἠμείφθη γὰρ ἡ προσηγορία,
ἐπειδὴ καὶ ἠλλοιώθη ἡ πολιτεία·
οἵα κύων ἡ Χαναναία γυνὴ τοὺς εἰδωλικοὺς μακέλλους ἐκλείχουσα, καὶ οἵα θυγάτηρ γέγονε τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς μαρτυρικοὺς τύπους τῶν ἀποστόλων ἀγαπήσασα.
Ὅτε μὲν γὰρ τῷ Ἑλληνισμῷ προσεῖχεν, τότε ἔλεγε πρὸς αὐτὴν ὁ Κύριος ὀνειδιστικῶς·
Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ δοῦναι τοῖς κυναρίοις·
ὅτε δὲ τῷ Χριστιανισμῷ προσετέθη, τότε ἤκουσεν ἐγκωμιαστικῶς·
Θάρσει, θύγατερ, γενηθήτω σοι ὡς θέλεις.
Ὅτι δὲ καὶ Ἰουδαίων παῖδες ἀπὸ τέκνων κύνες προσηγορεύθησαν, μὴ παρ’ ἐμοῦ δεηθήσῃ μαθεῖν, ἀλλὰ παρὰ τοῦ μακαρίου Παύλου τοῦ ἀπὸ κυνὸς γεγενημένου·
Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας.
Ὅτι δὲ μᾶλλον τῶν Ἰουδαϊκῶν τέκνων οἱ Ἑλληνικοὶ κύνες καὶ ἐπέγνωσαν καὶ ἐπέδραμον τῷ δεσπότῃ Χριστῷ, ἐκ τῶν ἀρτίως ἀναγνωσθέντων λάμβανε τὴν ἀπόδειξιν.

Οἱμάγοιἐθνικοὶὑπῆρχονκαὶἀκροθήνιοιτῶνκακῶν,
ἀλλ‘ ὅμωςμόνονεἶδοντὸνἀστέραἐντῇἀνατολῇ,
εὐθέως ἐν Ἱεροσολύμοις κατέδραμον καὶ κόπον ὑπέμειναν,
ἵνα θεάσωνται τὸν εἰρηκότα·
∆εῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,
κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς.
Καὶ οὐ μόνον κόπους ὑπέμειναν,
ἀλλὰ καὶ δῶρα προσήνεγκαν τῷ δεσπότῃ Χριστῷ μηδέπω ἀνεγνωκότες τὸν εἰρηκότα·
Μὴ ὀφθῇς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σου κενός.
Βλέπε μάγων πίστιν·
οὐκ ἐσκανδάλισεν αὐτοὺς ἡ φάτνη,
οὐκ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς ἀπιστίαν τὸ σπήλαιον,
οὐκ εἶπον ἑαυτοῖς τῷ τῆς ἀμφιβολίας λόγῳ κλονούμενοι·
Οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
Πόθεν τοῦτο;
Ἀντὶ πορφύρας ῥάκκος περιβέβληται·
ἀντὶ χρυσοστρώτου κλίνης εἰς τοὔδαφος ἔρριπται·
ἀντὶ βασιλικῶν αὐλῶν σπήλαιον ὑαίνης κατέλαβεν.
Ποῦ τῶν δορυφόρων τὸ πλῆθος;
Ποῦ τῶν ὑπασπιστῶν ἡ θεραπεία;
Ποῦ τῆς χαρμοσύνης ἡ εὐωδία;
Οὐδεὶς αὐτῷ παρακαθέζεται, μία μόνη γυνὴ παρέπεται καὶ αὐτὴ δεδοίκουσα φαίνεται μὴ γνωσθῇ ὁ τεχθείς.
Οὐδὲν τῶν ἐπιτηδείων ἔχει·
οὐδὲν βασιλικὸν ὁρῶμεν ἐν αὐτῷ·
πτωχοῦ τινός ἐστι τοῦτο τὸ γέννημα.
Ἐξέλθωμεν, ὑποστρέψωμεν, τὸν ἀστέρα μετὰ ἀκριβείας ἴδωμεν, μὴ ἄλλον ἀντ’ ἄλλου προσκυνήσωμεν καὶ τὸ κέρδος ἀπολέσωμεν.
Ἀλλ’ οὐδὲν τούτων οἱ μάγοι οὔτε εἶπον οὔτε ἐνενόησαν·
μόνον δὲ εἶδον τὸν δεσπότην, εὐθέως καὶ ἐπέγνωσαν καὶ προσεκύνησαν καὶ δῶρα προσεκόμισαν.
Ἔπειθε γὰρ αὐτοὺς οὐχ ἡ πτωχότης τοῦ σπηλαίου,
ἀλλ’ ἡ τοῦ ἀστέρος πλουσιότης·
οὐκ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς ἀπιστίαν ἡ εὐτελὴς τοῦ Κυρίου τῆς ὁράσεως θέα,
ἀλλ’ ἔπειθεν αὐτοὺς ἡ περιαστράπτουσα αὐτὸν τῆς θεότητος αἴγλη.
Ἐροῦσι δὲ πάντως τινές·
Τί οὖν;
Ἡ προφητεία αὕτη οὐκ ἠδύνατο ὑπὸ Ἰουδαίων γενέσθαι,
ἀλλ’ ὑπὸ ἐθνικῶν μάγων;
∆ιὰ τί οὖν φησιν ὁ τῶν ὅλων Θεὸς διὰ μάγων τὴν προφητείαν ταύτην ἐποιήσατο;
∆ιὰ τί;
Ἄκουε συνετῶς.
Πρὸς κατάκρισιν τῶν Ἰουδαίων·
ἐπειδὴ γὰρ μόνον ἤκουον προφήτου περὶ τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ Κυρίου, εὐθέως ἐφονοκτόνουν, τούτου χάριν ὁ Κύριος εὐδόκησε δι’ ἐθνικῶν μάγων τὴν προφητείαν ποιήσασθαι, ἵνα γνῶσιν ἐντεῦθεν Ἰουδαῖοι ὅτι ἡ εὐλογία τοῦ Ἀβραὰμ εἰς τὰ ἔθνη μετηνέχθη.

Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος τοῦτο μηνύων ἐκ πολλῶν τῶν χρόνων εὐλογῶν τὸν Ἀβραὰμ ἔλεγεν·
Πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.
Ψάμμον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ὀνομάζει διὰ τὸ ἄκαρπον τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τὸ ἁλμυρὸν τῆς γνώσεως, ἀστέρας δὲ τὰ ἔθνη διὰ τὸ φέγγος τῆς γνώσεως.
Ὅθεν καὶ ὁ μακάριος Παῦλος τοῖς ἔθνεσι γράφων ἔλεγεν·
ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ.
Ἐλθόντες οὖν οἱ μάγοι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐπηρώτων τοὺς Ἰουδαίους λέγοντες·
Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
Εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
Ἢ ἀναγγείλατε, ἢ ἀκούσατε.
Βασιλεὺς ὁ τεχθείς, οὐράνιον τὸ δῶρον, λογικὸς ὁ ἀστήρ, ἀνατολικὸν τὸ χάρισμα, καθολικὸν τὸ μήνυμα·
ἀνάλογος ὁ ἀστὴρ τοῦ γεννηθέντος.
Ὁ κήρυξ μάτην κρύπτεται τὸν σκεπασθῆναι μὴ δυνάμενον·
ὥσπερ δὲ οὗτος ὁ ἥλιος οὐ δύναται ὑπό τινος κρυβῆναι –πανταχοῦ γὰρ καθ’ ἑκάστην ἐκλάμπει–, οὕτω καὶ ὁ δεσπότης Χριστὸς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος, Θεὸς ὢν πανταχοῦ πιστευθήσεται.
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας.

Ἀμήν.